«Χαῖρε
Σιών, Ἁγία Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, Θεοῦ κατοικητήριον!»
Ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σιῶν, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων
ἀποτελοῦσε καί συνεχίζει, μέχρι σήμερα, νά ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς παγκόσμιας
Ὀρθοδοξίας, τήν Ἱερά Κιβωτό ὅλου του Χριστιανισμοῦ. Εἶναι «ἡ Μήτηρ πασῶν των
Ἐκκλησιῶν», εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία διαφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ καί διατήρησε στήν
ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ρωμηοσύνης τά Πανάγια
προσκυνήματα στήν Ἁγία Γῆ, μέ πολλούς δύσκολους καί ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες, διά
μέσου των αἰώνων.
Ἡ
περίοδος ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀρχίζει τον 4ο μ.Χ. αἰῶνα, μέ τήν
ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Ὁ
Χριστιανισμός θεμελιώνεται τό 313 μ.Χ. μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (=Μιλάνο)
τό ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε σταματοῦν οἱ διωγμοί κατά τῶν
Χριστιανῶν καί ἡ βασιλομήτωρ αὐτοκράτειρα Ἁγία Ἑλένη ξεκινᾶ, τό 326 μ.Χ., τήν
ἀποκατάσταση τῆς Χριστιανικῆς λατρείας στήν Ἁγία Γῆ καί τήν ἀνάδειξη καί
καθαγίαση τῶν προσκυνημάτων, μέ τήν ἀνέγερση μεγαλοπρεπῶν ναῶν πάνω σε Ἱερούς
Τόπους, στίς πιό σημαντικές τοποθεσίες τίς ὁποίες ἁγίασε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός μέ τήν, ἐπί τῆς γῆς, παρουσία Του. Ἡ Θεοφάνεια (=ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ
μέσω τῆς ἐνανθρωπήσεως) εἶναι βασισμένη πάνω σε μία τοπογραφική καί ἱστορική
πραγματικότητα, τήν ὁποία κανείς καί ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει.
Μέ
τά ἐγκαίνια τῶν νεόδμητων βασιλικῶν, στήν Ἱερουσαλήμ (τῆς τοῦ Χριστοῦ
Ἀναστάσεως), στή Βηθλεέμ (τῆς Γεννήσεως) καί σέ ἄλλα μέρη (στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν,
στή Χεβρῶνα κ.α.), ἄρχισαν νά συρρέουν πλήθη πιστῶν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, μέ
σκοπό νά δοῦν καί νά προσκυνήσουν μέ εὐλάβεια καί δέος τούς Θεοτίμητους τόπους,
τά Θεοβάδιστα μέρη.
Παράλληλα
ὅμως καί τό μοναχικό ἰδεῶδες βρῆκε μεγάλη ἀπήχηση καί ρίζωσε στίς καρδιές πολλῶν
εὐσεβῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τέλεια αὐταπάρνηση ἔρχονταν γιά νά ἀφιερωθοῦν
θυσιαστικά στή διακονία καί φύλαξη τῶν πανίερων προσκυνημάτων καί καθιδρυμάτων
τῆς Ἁγίας Γῆς, ἀλλά καί νά ἀσκητέψουν στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας. Κι ἔτσι ἀπό τόν
4ο μ.Χ. αἰῶνα, ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός πού στόν 6ο μ.Χ.
αἰῶνα ἔφθασε στή μεγαλύτερη ἀκμή του.
Ἀπό
τό 326 μέχρι τό 630 μ.Χ., στά χρόνια της Βυζαντινῆς κυριαρχίας, κτίστηκαν στήν
Ἁγία Γῆ ἀναρίθμητοι ναοί-προσκυνήματα καί μοναστήρια (ὅλων των εἰδῶν), στούς
περισσότερους ἱερούς τόπους πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ πρόσωπα καί γεγονότα τά
ὁποῖα ἀναφέρονταν στήν Ἁγία Γραφή (Παλαιά & Καινή Διαθήκη). Τό παράδειγμα
τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀκολούθησαν καί οἱ διάδοχοί του, οἱ Χριστιανοί
αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, συμβάλλοντας ὄχι μόνο μέ μεγάλες οἰκονομικές
ἐνισχύσεις, ἀλλά καί μέ εἰδικά νομοθετικά μέτρα.
Ἐν
τῷ μεταξύ, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας τό 451 μ.Χ., ἀναγνωρίζοντας
τή θρησκευτική καί προσκυνηματική σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων,
εἶχε ἀναδείξει τήν Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων σέ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πατριάρχης
ἀναγνωρίστηκε ὡς ἡ ἀνώτερη ἐκκλησιαστική ἀρχή στήν Ἁγία Γῆ. Στό Πατριαρχεῖο
Ἱεροσολύμων δόθηκαν τά κυριαρχικά δικαιώματα ὅλων των Παναγίων προσκυνημάτων,
καί ἐκεῖνο, στήν προσπάθειά του νά τά διατηρήσει ὡς κανονικός καί νόμιμος
διάδοχός των Βυζαντινῶν στήν Ἁγία Γῆ, διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς
Ὀρθοδοξίας καί, διατηρώντας τήν ἑλληνική ταυτότητα καί τήν Ὀρθόδοξη παράδοση,
διαμόρφωσε τόν Ἑλληνορθόδοξο χαρακτήρα του.
Τόν
Ἑλληνορθόδοξο χαρακτῆρα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί, κατά συνέπεια, τήν
Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἀναγνώρισαν καί σεβάστηκαν ὅλοι
οἱ μετέπειτα κατακτητές τῆς Ἁγίας Γῆς.
Πολύ
σωστά ἔχει λεχθεῖ ὅτι «τά κεκτημένα δίκαια τοῦ Βυζαντίου ἐπί τῶν Ἁγίων Τόπων,
διά τῆς ἱδρύσεως ἐπ’ αὐτῶν τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, εἶναι δίκαια καί προνόμια
τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἄνευ ὑπερβολῆς κληρονομηθέντα ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς … ἅτινα
οὐχί μόνον ὁ πρῶτος Ἄραψ κατακτητής ἐσεβάσθη καί κατοχύρωσε διά συνθήκης
(ἀχτιναμέ), ἀλλά καί οἱ μετέπειτα κατακτηταί τῆς Παλαιστίνης ἐσεβάσθησαν, μέχρι
τῶν ἡμερῶν ἡμῶν».
Εἶναι
γνωστό ὅτι τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, μέ βάση ἐπίσημα διατάγματα χαλίφηδων καί
φιρμάνια σουλτάνων, ἀπολάμβανε ἑνός εἰδικοῦ συστήματος προστασίας καί
ἀναγνώρισης τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Ὅπως εἶναι, ὁ
περίφημος «Ἀχτιναμές» (=ἰδιόγραφη ὑποχρέωση, διαθήκη) ὁ ὁποῖος ἀναγνώριζε στό
«Βασίλειον Γένος τῶν Ἑλλήνων» τή διατήρηση τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων του στά
ἱερά προσκυνήματα τῶν Ἁγίων Τόπων καί εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν χαλίφη Ὀμάρ ἰμπν ἔλ
Χαττάμπ (Omar ebn–el–Khattab), το 638 μ.Χ., στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Σωφρόνιο.
Ἤ, πολύ ἀργότερα, τό «Χάτι σερίφ» (=αὐτοκρατορικό διάταγμα) τό ὁποῖο διασφάλιζε
τά προνόμια τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καί εἶχε δοθεῖ ἀπό τόν
Μωάμεθ Β΄ τόν Πορθητή, τό 1453, στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιο Δ΄.
Αὐτό
βέβαια δέν σημαίνει ὅτι ὅλα κυλοῦσαν μέ τίς ἰδανικότερες τῶν συνθηκῶν. Ὅλοι οἱ
κατακτητές (Πέρσες, Ἄραβες μουσουλμάνοι, Σταυροφόροι, Ἁγιουπῆδες, Μαμελοῦκοι,
Ὀθωμανοί Τοῦρκοι κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι κατέκτησαν τήν Ἁγία Γῆ, μετά τό τέλος τῆς
Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τήν πλήγωσαν βαριά, ἄφησαν τά ἴχνη τους, ἀλλά δέν
μπόρεσαν νά κάμψουν τό φρόνημα τῶν λιγοστῶν ἡρώων μοναχῶν του Πατριαρχείου
Ἱεροσολύμων, πού μέ νύχια καί μέ δόντια διατήρησαν τήν Ἑλληνικότητα καί τήν
Χριστιανικότητα τῶν Ἱερῶν προσκυνημάτων τῆς Ἁγίας Γῆς καί δέν ὑπέκυψαν ποτέ καί
σέ κανέναν, παρά τίς καταστροφές καί τίς ταπεινώσεις πού ὑπέστησαν.
Μετά
τούς Βυζαντινούς χρόνους καί μέχρι τίς ἡμέρες μας, κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες,
γίνονταν καί γίνονται συνεχεῖς ἀγῶνες γιά τή φυσική ὑπόσταση καί προστασία τῶν
Παναγίων προσκυνημάτων, γιατί κατά καιρούς ξεσποῦσαν φανατικές διενέξεις καί
διαμάχες γιά τήν κηδεμονία τῶν προσκυνημάτων, γιά τήν ἀπόκτηση δικαιωμάτων πάνω
στά προσκυνήματα ἀπό διάφορες χριστιανικές κοινότητες. Μιά μαύρη σελίδα γιά τόν
Χριστιανισμό.
Οἱ
τσάροι τῆς Ρωσίας, οἱ Ἕλληνες τῆς Ρουμανίας, καθώς καί κάποιες Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, στήριξαν ἠθικά καί ὑλικά το Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων,
ἀναγνωρίζοντας τή νομιμότητα καί τή δικαιοδοσία του στά Πανάγια
προσκυνήματα.
Ὅμως
ὑπάρχουν στήν Ἁγία Γῆ καί προσκυνήματα τά ὁποῖα ἀποκτήθηκαν ἤ δημιουργήθηκαν μέ
νόμιμους καί μή νόμιμους τρόπους καί κάτω ἀπό εἰδικές καταστάσεις καί συνθῆκες,
ἀπό ἐκκλησίες μή ὀρθόδοξες, ὅπως ἀπό τά Πατριαρχεῖα τῶν Ἀρμενίων καί τῶν Λατίνων
(=Ρωμαιοκαθολικῶν), καθώς καί ἀπό τίς ἀρχιεπισκοπές τῶν Κοπτῶν (=Αἰγυπτίων), τῶν
Ἀβησσυνίων (=Αἰθιόπων) καί τῶν Σύρων.
Πῶς
μπορεῖ ὅμως κανείς νά ἀμφισβητήσει τό αὐτονόητο; Πῶς μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν
Ἑλληνικότητα, τόν Ἑλληνικό χαρακτήρα, τῶν Ὀρθοδόξων προσκυνημάτων; Πῶς μπορεῖ νά
τό κάνει, ὅταν γνωρίζει ὅτι ὁ πολιτισμός τῶν Βυζαντινῶν χρόνων, ὁ λαμπρότερος
ὅλων τῶν πολιτισμῶν, τόν ὁποῖο μας χάρισε ἡ ἐκχριστιανισμένη ρωμαϊκή
αὐτοκρατορία, στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνικός
πολιτισμός; Ὁ ἑλληνισμός πού λειτούργησε πάντοτε, ὡς τό ἅρμα τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
Αὐτήν
τήν ἀδιάρρηκτη καί ἁρμονική σχέση μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ διέβλεψε
καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν πληροφορήθηκε ἀπό τούς μαθητές
Του Ἀνδρέα καί Φίλιππο ὅτι κάποιοι Ἕλληνες ζητοῦν νά Τόν συναντήσουν, τούς
ἀπάντησε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰω.12: 20-23). Ὁ
ἐρχομός τῶν Ἑλλήνων δηλαδή σήμανε τήν ὥρα γιά νά δοξασθεῖ καί μέσω ἐκείνων.
Βέβαια ἡ Δόξα τοῦ Κυρίου μας θά ἐπέλθει πρώτιστα ἀπό τήν ἴδια τή σταυρική Του
θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά αὐτό δέν ἀναιρεῖ καί τήν ταυτόχρονη δόξα πού θά
Τοῦ προσφέρουν ἐκεῖνοι πού ζήτησαν νά Τόν συναντήσουν.
Ὁ
Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ἐρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω λόγο τοῦ
Ἰησοῦ, στό «Περί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὡς παιδαγωγοῦ τῶν Ἑλλήνων πρός τόν
Χριστιανισμόν» (17 Ἰουνίου 1896), ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οἱ θεῖοι τοῦ Σωτῆρος λόγοι
“νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου”, ὄτε ἀνηγγέλθη Αὐτῷ, ὅτι Ἕλληνες ἤθελον ἰδεῖν
Αὐτόν, ἐνεῖχον βαθεῖαν ἔννοιαν. Ἡ ρῆσις ἦν προφητεία, πρόρρησις τῶν μελλόντων.
Οἱ ἐκεῖ ἐμφανισθέντες Ἕλληνες ἦσαν οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἐν
τῇ παρουσίᾳ αὐτῶν διεῖδεν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς τό ἔθνος ἐκεῖνο, εἰς ὅ ἔμελλε νά
παραδώσῃ τήν ἱεράν παρακαταθήκην, ἵνα διαφυλαχθῆ τῇ ἀνθρωπότητι.
Τό
ἔργον τοῦτο ἀληθῶς ἀνετέθη τῇ Ἑλληνικῇ φυλῇ. Τοῦτο μαρτυρεῖται ὑπό τῆς ἱστορίας.
Ἕν μόνον βλέμμα ριπτόμενον εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαρκεῖ ὅπως
πιστώσῃ τήν ἀλήθειαν ταύτην. Ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τῆς πρώτης
σελίδος αὐτῆς ἀναφαίνεται ἡ τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς ἐν τῷ Χριστιανισμῷ δρᾶσις, καί ἡ
κλῆσις αὐτῆς, ἵνα ἀναλάβῃ τό μέγα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔργον.
Ὁ
Χριστιανισμός ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωήν, ὁ δέ Ἕλλην
ὑπεστήριξεν αὐτόν διά τῶν ἀγώνων καί τῶν αἱμάτων του.»
Καί
προσθέτει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ Κλήμης (=ὁ Ἱερός Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς) ἐπί
τοσούτον προβαίνει ἐν τῇ θεωρίᾳ αὐτοῦ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ πᾶσα σοφία καί ὅτι ἡ θεία
σοφία ἐφώτιζε καί ἐποδηγέτει τό ἑλληνικόν ἔθνος, ὥστε φρονεῖ, ὅτι τά ἱερά βιβλία
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μετεφράσθησαν κατά θείαν πρόνοιαν Ἑλληνιστί, καί τά τῆς
Καινῆς Διαθήκης ἐγράφησαν Ἑλληνιστί, ὅπως τό Ἑλληνικόν ἔθνος τό διά τῆς φυσικῆς
θεογνωσίας εἰς τήν εὕρεσιν τῆς ἀληθείας προδηγετηθέν, γνωρίσῃ καί τήν δι’
ἀποκαλύψεως γνωσθεῖσαν τοῖς ἀνθρώποις ἀλήθειαν καί δι’ ἀμφοτέρων ὁδηγηθῆ πρός
τήν ὑψίστην ἀλήθειαν.
Καί
ἀληθῶς, δύναται τίς νά ἐρωτήση: Διατί Ἑλληνιστί νά γραφῶσιν αἱ Γραφαί καί οὐχί
Ρωμαϊστί; ἤ ἐν ἄλλῃ τινί γλώσσῃ; Ἡ θεία πρόνοια ὑπέρ αὐτοῦ πάντως ἔσχε λόγον τήν
ἐκλογήν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς του διά τόν
Χριστιανισμόν.».
Τί
μποροῦμε νά προσθέσουμε ἤ τί νά σχολιάσουμε σέ αὐτό τό θεόπνευστο κείμενο; Καί
ὅσον ἀφορᾶ στή βαθειά σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, εἶναι ὅλα γραμμένα
τόσο ξεκάθαρα!
Ὁ
μακαριστός γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «…Καθένας ἀπό ἐμᾶς εἶναι φορέας ὅλων τῶν
προγόνων του. Ἔτσι ἔχουμε μέσα μας τά βιώματα ὅλων τῶν προγόνων μας. Ὡς ρωμηοί
ἔχουμε στό γονιδίωμα (=γονίδια) μας τούς ἀρχαίους Ἕλληνες πού ἄγγιξαν τίς
κορυφές τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί συνάμα ἔχουμε τούς ὀρθοδόξους ρωμηούς τούς
ποτισμένους μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περισσότερο, καί σέ μάκρος χρόνου,
ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ὀρθόδοξο λαό.»
Μέ
τήν ἑλληνική γλῶσσα πού ἦταν τότε εὐρέως διαδεδομένη, μετά ἀπό τήν ἐκστρατεία
τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μέ ἕνα πλῆθος μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ
Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.α. ποῦ ἔγραψαν καί δίδαξαν στήν
ἑλληνική καί μέ τή χρησιμοποιουμένη λειτουργική γλῶσσα πού καί αὐτή στήν
ἑλληνική ἦταν. Οἱ μεγαλύτεροι θησαυροί τῆς ἱερᾶς μας παράδοσης εἶναι γραμμένοι
στά ἑλληνικά.
Μετά
τόν ἐξελληνισμό τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὀνομασία Ρωμαῖος ἤ Ρωμηός
σήμαινε τόν ἑλληνόφωνο πολίτη τοῦ ἀνατολικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί, τελικά,
ταυτίστηκε μέ τή λέξη Ἕλλην. Σέ αὐτή τήν ἐξέλιξη συνέβαλε ἡ ἀπόφαση τοῦ
αὐτοκράτορα Ἡράκλειου νά καθιερώσει τήν ἑλληνική γλῶσσα ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τῆς
ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καί μόνον ὅποιος γνωρίζει τήν ἑλληνική γλῶσσα
κατανοεῖ κατά τόν καλύτερο καί αὐθεντικότερο τρόπο τήν ὀρθοδοξία.
Ὁ
ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἄν καί Σέρβος, θεωροῦσε ἀπαραίτητη τή γνώση τῆς
ἑλληνικῆς γλώσσας γιά τούς ὀρθοδόξους. Ἔλεγε: «Χωρίς τήν ἑλληνική γλῶσσα, δέν
μπορεῖτε νά γνωρίσετε τήν πατερική γραμματεία».
Ὁ
μακαριστός γέροντας Παϊσιος ἔλεγε: «… Ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶναι μιά γλῶσσα ἀπό τίς
πύρινες γλώσσες τῆς Πεντηκοστῆς! Τό δόγμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καμία ἄλλη
γλῶσσα δέν μπορεῖ νά τό ἀποδώσει. Γι’ αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός, καί ἡ Παλαιά
Διαθήκη μεταφράστηκε ἀπό τούς ἑβδομήκοντα στήν ἑλληνική γλῶσσα καί τό Εὐαγγέλιο
γράφτηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἄν δέν ξέρει ἀρχαία ἑλληνικά κανείς, καί
ἀσχολεῖται μέ τό δόγμα, μπορεῖ νά πλανηθεῖ!”
Οἱ
Ἕλληνες εἶχαν τή μέγιστη καί μοναδική εὐλογία νά τούς δοθοῦν τά κυριαρχικά
δικαιώματα ἐπί τῶν Παναγίων προσκυνημάτων. Οὔτε τά ζήτησαν, οὔτε τά διεκδίκησαν
ἀπό κανέναν. Τούς ἐδόθησαν μέ σκοπό νά διατηροῦν, νά φυλάσσουν καί νά διακονοῦν
τά Πανίερα προσκυνήματα. Καί αὐτό πού κάνουν μέχρι σήμερα καί θά συνεχίσουν νά
κάνουν εἶναι νά τιμοῦν αὐτό τό νόμιμο προνόμιο τῆς διαδοχῆς πού εἶχαν, αὐτήν τή
νόμιμη κληρονομιά πού τούς ἐδόθη καί νά τήν προστατεύουν μέ ὅλες τους τίς
δυνάμεις. Νά συνεχίζουν νά διατηροῦν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων
προσκυνημάτων, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν Ἑλληνική ταυτότητα μέ τήν Ὀρθόδοξη
παράδοση.
Ἀλήθεια,
ποιά φυλή θά ἦταν αὐτή πού θά της ἐμπιστεύονταν αὐτά τά δικαιώματα καί ἐκείνη θά
τά ἀποποιεῖτο; Ποιό κράτος θά ἦταν αὐτό τό ὁποῖο θά ἀποποιεῖτο αὐτήν τή μέγιστη
τιμή; Καί ἡ Ἁγία Ἑλένη τά ἐμπιστεύθηκε στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, στά χέρια τῶν
«Σπουδαίων» Ἑλλήνων μοναχῶν.
Ὁ
ἀρχιεπίσκοπος Διοκαισαρείας καί νῦν μητροπολίτης Σκυθοπόλεως, κ. Ἰάκωβος
Καπενεκᾶς στό ἄρθρο του, μέ θέμα «Οἱ Ἅγιοι Τόποι τῆς Παλαιστίνης καί τό τάγμα
τῶν Ἁγιοταφιτῶν» (τό ὁποῖο δημοσιεύτηκε τό 1978, στό περιοδικό Ἁγία Σιῶν)
γράφει: «Οἱ “Σπουδαῖοι” μοναχοί ὡς ἐκπρόσωποι καί ἐντολοδόχοι τοῦ Βυζαντίου στήν
Ἁγία Γή συνέχισαν καί κατά τούς μετέπειτα χρόνους, μετά τῶν σταυροφοριῶν, τό
ἔργο τῆς περιφρουρήσεως καί τῆς ἱερᾶς διακονίας τῶν Ἁγίων Τόπων ὑπό τήν
πνευματική χειραγωγία τῶν Ἑλλήνων Πατριαρχῶν, ἄχρι τῆς σήμερον, διότι διάδοχοι,
κληρονόμοι καί συνεχιστές τοῦ ἔργου τῶν μοναχῶν ἐκείνων, τῶν “σπουδαίων”, εἶναι
οἱ διαδεχθέντες αὐτούς Ἕλληνες, ὡς καί οἱ “σπουδαῖοι”, μοναχοί, οἱ ἀπαρτίζοντες
τήν ἔνδοξη φάλαγγα τῆς ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας, τοῦ ἀκοιμήτου φρουροῦ τῶν
Ἁγίων Τόπων τῆς Παλαιστίνης.»
Οἱ
«Κατηχήσεις» τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου τοῦ Κατηχητοῦ (350-385) καί τό
«Προσκυνηματικό Ὁδοιπορικό της Σύλβιας (Peregrinatio Silviae)» της προσκυνήτριας
Σύλβιας (ἤ μοναχῆς Αἰθερίας) της Ἀκουϊτανίας (385-388) εἶναι οἱ παλαιότερες
αὐθεντικές πηγές πού ἀναφέρονται στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Ἱεροσολύμων καί
στούς «σπουδαίους» μοναχούς. Καί οἱ δύο πηγές ὁμιλοῦν γιά ἕνα ἰδιαίτερο μοναχικό
τάγμα, τοῦ ὁποίου τά μέλη ξεχώριζαν γιά τήν ἐνάρετη, ἀσκητική τους ζωή καί γιά
τήν ἰδιαίτερη «σπουδή», δηλαδή ἐπιμέλεια, σοβαρότητα, ζῆλο καί προθυμία, μέ τήν
ὁποίαν τελοῦσαν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί ἔψαλλαν κατ’ ἀντιφωνίαν στά ἑλληνικά
«σπουδάζοντες περί τάς νυχθημερινάς ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀναστάσεως τελετάς»,
διακονοῦσαν καί περιφρουροῦσαν τόν Πανίερο Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Λόγω τοῦ ἔργου τό
ὁποῖο ἐπιτελοῦσαν οἱ μοναχοί αὐτοί, ὀνομάζονταν «οἱ Σπουδαῖοι τῆς Ἁγίας του
Χριστοῦ Ἀναστάσεως» ἤ «τό Τάγμα τῶν Σπουδαίων». Τό «Τάγμα τῶν Σπουδαίων» το
ἀποτελοῦσαν μοναχοί πού στήν καταγωγή ἦσαν Ἕλληνες.
Ἄν
καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ μοναχικοῦ αὐτοῦ τάγματος ἀνάγεται στόν 3ο μ.Χ. αἰῶνα, στά
χρόνια τοῦ ἐπισκόπου Αἰλίας (=Ἱεροσολύμων) Ἀλεξάνδρου (213-251), ἡ ἵδρυσή του
ἑδραιώνεται τον 4ο μ.Χ. αἰῶνα, τήν περίοδο τῆς μέγιστης ἀκμῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Ἱεροσολύμων.
Ὡς
ἡ συνέχεια τοῦ μοναχικοῦ τάγματος τῶν «Σπουδαίων» τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως
θεωρεῖται ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα ἤ τό Ἱερόν Κοινόν τοῦ Παναγίου Τάφου (ὅπως
διαφορετικά ὀνομάζεται).
Ἡ
Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα εἶναι ὀργανωμένη μέχρι σήμερα κατά τό μοναχικό σύστημα,
ἔχει ἀναπτύξει μεγάλο καί πολύπλευρο πνευματικό, κοινωνικό, ἱεραποστολικό καί
ἀναστηλωτικό ἔργο στήν Ἁγία Γῆ. Τελεῖ ὑπό τήν πνευματική ἀρχηγία καί καθοδήγηση
τοῦ ἑκάστοτε Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἑλληνικῆς
ἐθνικότητας.
Σκοπός
της δέν εἶναι μόνον ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἑλληνορθοδοξίας στήν Ἁγία Γῆ, ἀλλά καί ἡ
προσευχή, οἱ τελετές, οἱ ἀκολουθίες, ἡ συντήρηση καί ἀνακαίνιση τῶν ἱερῶν
καθιδρυμάτων, ἡ διαποίμανση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν (ἑλληνοφώνων, ἀραβοφώνων,
ρωσοφώνων, ρουμανοφώνων, μέχρι καί ἐβραιοφώνων) οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στό
Πατριαρχεῖο, ἡ προσφορά παιδείας, ἡ λειτουργία σχολείων γιά τό ἀραβόφωνο ποίμνιό
της (μέ τήν πληθῶρα τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων πού ἔχει στό Ἰσραήλ, στήν
Παλαιστινιακή αὐτονομία καί τήν Ἰορδανία), καθώς καί ἡ ἐξυπηρέτηση καί ξενάγηση
τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν πού προσέρχονται στούς Ἅγιους Τόπους ἀπό διάφορες
ὀρθόδοξες καί μή ἐκκλησίες.
Τό
ἔμβλημά της εἶναι τό Φ καί τό Τ (=Φύλακες Τάφου) καί τά χρώματα τῆς σημαίας της,
τό λευκό καί τό κόκκινο (λευκή σημαία μέ κόκκινο σταυρό). Εἶναι ἡ σημαία πού
μαζί μέ τή γαλανόλευκη βλέπουμε νά κυματίζει σέ ὅλα τα Ἑλληνορθόδοξα Πανάγια
προσκυνήματα καί τά μοναστήρια τῆς Ἁγίας Γῆς.
Τά
μοναστήρια εἶναι οἱ προμαχῶνες, οἱ προφύλακες τῆς ὁδοιπορούσης ἐκκλησίας στήν
πορεία της πρός τούς οὐρανούς. Γιατί ἡ ζωή στήν Ἁγία Γῆ εἶναι μεταξύ οὐρανοῦ καί
γῆς, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος γέροντας.
Καί
ὅταν ταξιδεύεις ὡς προσκυνητής μέσα στήν ἔρημό της Ἰουδαίας καί ξαφνικά βλέπεις
μπροστά σου μοναστήρια πού νά ἔχουν ὑψωμένη, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγιοταφιτική σημαία,
τή σημαία τῆς πατρίδας σου, τήν γαλανόλευκη ἑλληνική σημαία, αὐτό σε κάνει νά
νιώθεις ρίγος, δέος. Καί ὅταν αἰσθάνεσαι ὅτι μέσα ἀπό τά τείχη αὐτῶν τῶν
καστρομοναστηριῶν μιλοῦν, διαβάζουν καί γράφουν τήν ἑλληνική γλῶσσα, τότε
συγκινεῖσαι καί δακρύζεις…
Μπαίνεις
μέσα στά μοναστήρια, ἐπισκέπτεσαι τά προσκυνήματα καί ἀκοῦς νά μιλοῦν ἑλληνικά,
βλέπεις κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ, βαπτιστήρια, ἐντοπίζεις ἑλληνικές
ἐπιγραφές, μωσαϊκά, ψηφιδωτά ἑλληνικά, σημαντικότατες εἰκόνες καί τοιχογραφίες.
Ἔχουμε ζωντανή παρουσία αἰώνων ἐδῶ στήν Ἁγία Γῆ, καί στή διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν
αἰώνων ἀκούγεται, ὁμιλεῖται, διαβάζεται, γράφεται καί διδάσκεται ἡ ἑλληνική
γλῶσσα, ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα. Ἔχουμε περιουσιακά στοιχεῖα, μνημεῖα,
ἀρχαιότητες. Καί αὐτό δέν ἔχει μόνον οἰκονομικό χαρακτήρα, ἀλλά κυρίως ἔχει
πολιτιστικό, ἰδεολογικό καί ἐθνικό χαρακτήρα.
Οἱ
ἁγιοταφίτες πατέρες δέν εἶναι μόνον οἱ φρουροί τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν ἱερῶν
καθιδρυμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ ἀκρίτες πού διαφυλάττουν τά ἀπαράγραπτα
δικαιώματα τοῦ ἔθνους μας στό πιό ἱερό σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπάνω στή γῆ.
Εἶναι οἱ ἔσχατοι ἀκρίτες τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ὅπως
ἔλεγε καί ὁ μακαριστός γέροντας Σεραφείμ ὁ Σαββαϊτης, «…ἐμεῖς ἐδῶ στούς Ἁγίους
Τόπους εἴμαστε φρουροί, εἴμαστε φύλακες τῶν Παναγίων προσκυνημάτων, ὄχι γιά
χρήματα, ὄχι γιά ματαιοδοξία, ἀλλά πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί γιά νά φυλάξουμε αὐτά
τά ἱερά χώματα, ὅσο ζοῦμε οἱ ἀνάξιοι!».
Τό
Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο μας τῶν Ἱεροσολύμων, μέσα ἀπό πολλές ἀντίξοες συνθῆκες
καί περιστάσεις, ἀλλά καί ὅλη ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα, μέσα ἀπό τήν ἐνάσκηση
τῆς ὑψηλῆς καί εὐθυνοφόρου ἀποστολῆς της, ὡς θυσιαστική ἀφιέρωση καί
ἐμπροσθοφυλακή στή διακονία τῶν Ἁγίων προσκυνημάτων, κράτησαν ἄσβεστη τήν δάδα
τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, γιά αἰῶνες τώρα, καί διαφύλαξαν τά ἀπαράγραπτα δίκαια
τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους ἐπί τῶν ἱερῶν καθιδρυμάτων τῆς Ἁγίας Γῆς. Καί στίς
ἡμέρες μας συνεχίζουν τό βαρύ αὐτό ἔργο καί τόν προορισμό τους, μέ πλήρη
αὐτοθυσία καί αὐταπάρνηση.
Τά
Πανάγια προσκυνήματα ἦταν καί πρέπει νά παραμείνουν σέ ἑλληνικά χέρια, σέ
καθεστώς φύλαξης μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἑκάστοτε
πολιτικές καί ἐθνολογικές ἐξελίξεις.
Οἱ
Ἅγιοι Θεοφόροι Τόποι θά παραμείνουν ἡ ἱερά κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά
χρειάζεται ἡ ἐνίσχυση ὅλων ὅσων μποροῦν νά προσφέρουν, καί κυρίως χρειάζεται
ἔμψυχο ὑλικό, νέοι πού θά ἔλθουν στήν Ἁγία Γῆ γιά νά στελεχώσουν τήν Πατριαρχική
Σχολή τῆς Ἁγίας Σιῶν (ὡς μαθητές τῆς Δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης στό γυμνάσιο καί
τό λύκειο), ἀλλά καί τό Πατριαρχεῖο καί τά μοναστήρια, νέοι πού θά παραλάβουν
ἀπό τούς παλαιότερους τήν πνευματική σκυτάλη καί αὐτοί, μέ τή σειρά τους, θά
διακονήσουν καί θά διατηρήσουν τήν Ἑλληνορθόδοξη μορφή τῶν Παναγίων
προσκυνημάτων.
Ἡ
ἀποστολή τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας εἶναι ἡ προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς
μας, ἡ φύλαξη καί συντήρηση τῶν ἱερῶν μονῶν καί τῶν προσκυνημάτων, ἡ λειτουργική
ζωή καί προσευχή, ἠ εκπαίδευση καί διαποίμανση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πού
εὑρίσκονται στήν Ἁγία Γῆ, ἡ διατήρηση καί συνέχιση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καί
τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης στό μέγιστο αὐτό πνευματικό κέντρο τῆς
Ὀρθοδοξίας.
Εἴθε,
στήν ἀποστολή της αὐτή, ἡ Ἁγιοταφιτική Ἀδελφότητα νά βρεῖ ἔνθερμους ὑποστηρικτές
καί συνεχιστές, νέους “σπουδαίους” μοναχούς καί μοναχές, καί ζηλωτές
ἁγιοταφίτες, φρουρούς καί διακονητές, στούς χώρους τῆς, ἐπί γῆς, ἱστορικῆς
παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας. Ἀμήν.
Συγγραφεύς:
Ἀρχιμανδρίτης
Ἰγνάτιος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ποιμένων, Βηθλεέμ.