Μή κλαῖς, μή φοβᾶσαι,
θἄρθει
ἄσπρη μέρα καί γιά μᾶς
του π.
Γεώργιου Χάα
Αὐτός ὁ στίχος λαϊκοῦ τραγουδιοῦ ἀποκτᾶ
μέσα στήν μαυρίλα τῶν ἡμερῶν μας ἰδιαιτέρα σημασία. Ἐπικρατοῦν ὀδυρμοί καί φόβοι
γιά τό ἄμεσο, ἀλλά καί τό ἀπώτερο μέλλον, καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά
εἶναι ὁ στίχος αὐτός παρηγορητικός. Κι’ ὅμως ἰσχύει, διότι ἡ ἐλπίδα γιά μᾶς δέν
εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά ἔχει πρόσωπο καί ὑπόσταση: «Δι’ ἡμᾶς γάρ
ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Αὐτές τίς ἡμέρες ὅλος ὁ κόσμος
ἑτοιμάζεται νά ἑορτάση καί φέτος Χριστούγεννα. Τό ἐρώτημα εἶναι : Τί εἴδους
Χριστούγεννα, μέ ἤ χωρίς Χριστόν; Γιά τόν πολύ κόσμο καί στά περισσότερα μέρη
τοῦ λεγομένου πολιτισμένου κόσμου τά Χριστούγεννα δέν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπό
μιά ἀργία, μιά εὐκαιρία γιά ξεκούραση, ψυχαγωγία καί ἀποβλάκωση, μιά ψεύτικη
λάμψη, μέ ἀποτέλεσμα τό ψῦχος καί τό σκότος νά διακοποῡν προσωρινά ἀπό τίς
φλόγες τοῦ τζακιοῦ καί τή λάμψη τῶν φωτοβολίδων, οὐσιαστικά ὅμως νά παραμένουν
καί νά ἐπιδεινώνονται.
Τά Χριστούγεννα γιά μᾶς ἀποκτοῦν
νόημα, ἄν γεννηθῆ ἤ ἀναγεννηθῆ ὁ Χριστός ἐντός ἡμῶν, ὥστε νά πληροῖ ὅλην τήν
ὕπαρξή μας, καί μάλιστα στό βαθμό πού προδιαγράφει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος: «Ζῶ
δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Γιά νά ἐπιτευχθῆ αὐτός ὁ οὐσιαστικός
τρόπος ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων ὑπάρχουν προϋποθέσεις: πρέπει νά γίνουμε
τόπος κατάλληλος γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Θείου Βρέφους. Καί γιά τό πῶς μπορεῖ να
γίνη αὐτό, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς δίνει ὁδηγίες μέσω τῶν Ἁγίων πού ἔγιναν
πραγματικές φάτνες. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς ἁγίους εἶναι ὁ Ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός,
ὁ ὁποῖος εἶχε τό ἰδιαίτερο χάρισμα νά ἐνδύση τη δογματική ἀκρίβεια μέ τό ἄριστο
ποιητικό περίβλημα, καί νά μᾶς μεταδώση τίς ὁδηγίες πῶς πρέπει νά ἑτοιμασθοῦμε
γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, με ἕναν ἰδιαίτερο εὔληπτο τρόπο. Οἱ δύο πρῶτοι ὕμνοι
του «Τῆς Ἁγίας καί Πανσέπτου Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» καί «τῇ
ἐπαύριον τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως» δέν διαβάζονται ὁλόκληροι στίς Ἱ. Ἀκολουθίες,
παρά μόνον τό Κοντάκιον καί ὁ πρῶτος Οἶκος τῶν συνολικά 24 τοῦ πρώτου καί 18 τοῦ
δευτέρου ὕμνου, ἰδιαιτέρως τό Κοντάκιον τοῦ πρώτου, τό ὁποῖο ψάλλει ἡ
Ἐκκλησία
μας καθ’ ὅλην τήν περίοδο
πού διανύουμε, τό γνωστό «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον
τίκτει...».
Δέν ἐπαρκεῖ ἐδῶ ὁ χῶρος γιά
τή λεπτομερῆ ἀποτύπωση καί ἑρμηνεία τοῦ θεοπνεύστου κειμένου, ἁπλῶς μᾶς
χρησιμεύει ὡς ὁδηγός γιά να πλησιάσουμε σωστά τήν φάτνη. Οἱ ἐν λόγω
ὕμνοι ἀποδίδουν διαλόγους τῆς Παναγίας μέ τόν Χριστό, τῆς Παναγίας μέ
τούς Μάγους καί τῆς Παναγίας μέ τούς Πρωτοπλάστους. Οἱ διάλογοι αὐτοί μᾶς διασαφηνίζουν ὅτι ὁ
Θεός προσφέρει την
Χάρι του στούς ἀνθρώπους
πού θέλουν νά Τόν γνωρίσουν, ἀλλά σέ καμιά περίπτωση δέν παραβιάζει τό αὐτεξούσιο,
πού εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό πού τόν κάνει
νά διαφέρει ἀπό τά ἄλογα
ζῶα. Μέ αὐτά τά δεδομένα ὁ ἱερός ποιητής
ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ δρόμος προς τήν Βηθλεέμ εἶναι συγκεκριμένος καί
περνάει ἀναγκαστικά ἀπό τούς ἑξῆς σταθμούς: Τόν ἱερό πόθο την ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Λόγου
την αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου την μετάνοιά του και τίς μεσιτεῖες τῆς
Παναγίας.
Ἄς δοῦμε ἀπό κοντά μερικούς
σταθμούς αὐτῆς τῆς διαδρομῆς. Στον τρίτο Οἶκο τοῦ ὕμνου τῶν Χριστουγέννων
ἐκφράζει ἡ Παναγία τήν ἀπορία ἐκ μέρους ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους:
«ὑψηλέ βασιλεῦ, τί σοί και τοῖς πτωχεύσασι» ... «σπηλαίου ἠράσθης ἤ
φάτνῃ ἐτέρφθης;», δηλ.
τι κοινό μπορεῖς νά ἔχης Ἐσύ μέ μᾶς τούς
ἀνθρώπους πού ἑκουσίως, διά τῆς παρακοῆς μας πτωχεύσαμε καί συνεχῶς
πτωχεύουμε; Ἐρωτεύθηκες
τό σπήλαιο, ἤ αἰσθάνθηκες
ἰδιαιτέρα τέρψη καί εὐχαρίστηση στή φάτνη τῶν ἀλόγων; Τό ἐρώτημα διατυπώνεται γιά
μᾶς, μέ τήν ἐλπίδα μήπως
συναισθανθοῦμε τό μέγεθος
τῆς κενώσεως καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς τους ἀνθρώπους. Ἀλήθεια, σκεφθήκαμε ποτέ ποιά
«τέρψη» θά αἰσθανόμασθαν
ἐμεῖς, ἄν ξαπλώναμε σέ
μιά μυρμηγκοφωλιά, πού θά ἦταν ἀσυγκρίτως μικρότερη συγκατάβαση τοῦ ἑνός κτίσματος
πρός τό ἄλλο, παρά τήν τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ πρός τό κτῖσμα
συγκατάβαση;
Ἀκολουθεῖ διάλογος τῆς Παναγίας μέ τούς
Μάγους, οἱ ὁποῖοι
κτυποῦν τήν πόρτα γιά νά
δοῦν καί νά προσκυνήσουν τόν Χριστόν. Σ’αὐτόν τόν διάλογο οἱ Μάγοι διηγοῦνται
τήν ἀναζήτησή τους, τή φανέρωση τοῦ Ἀστέρος καί τό αἴτημά τους, τό ὁποῖο ἡ
Παναγία μεταφέρει στό Θεῖο Βρέφος της, παρακαλῶντας το, ὅπως τούς
δεχθῆ: «... ἰδού γάρ μάγοι ἔξω ζητοῦσι σε τῶν ἀνατολῶν οἱ βασιλεύοντες.
Τό πρόσωπόν σου ἐπιζητοῦσι καί λιτανεύουσιν ἰδεῖν οἱ πλούσιοι τοῦ σοῦ
λαοῦ.»(οἶκ.ς΄ ) καί
«Ἐπειδή
οὖν λαός σός ἐστι,
τέκνον, κέλευσον ὑπό σκέπην τήν σήν γένωνται, ἵνα ἴδωσι πενίαν πλουσίαν, πτωχείαν
τιμίαν. Αὐτόν σε δόξαν ἔχω και καύχημα, διό οὐκ αἰσχύνομαι. Αὐτός εἶ
χάρις καί ἡ εὐπρέπεια τῆς σκηνῆς κἀμοῦ, νεῦσον εἰσέλθωσιν, οὐδέν μοι
μέλει τῆς εὐτελείας. Ὡς θησαυρόν σε γάρ κρατῶ, ὅν βασιλεῖς ἦλθον
ἰδεῖν βασιλέων καί μάγων ἐγνωκότων ὅτι ὤφθης παιδίον νέον, ὁ πρό
αἰώνων θεός.»(οἶκ.ζ’)
Σ’ αὐτούς τούς λίγους στίχους συναντοῦμε
τήν πρώτη δέηση τῆς
Παναγίας, καί μάλιστα
ὑπέρ ἀλλοδαπῶν ἐξ Ἀνατολῆς, τούς ὁποίους ἡ Παναγία ὀνομάζει «πλουσίους τοῦ λαοῦ Σου».
Νά ποιοί ἀποτελοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ:ἐκεῖνοι πού ποθοῦν νά γνωρίσουν
τό πρόσωπό Του καί στους
ὁποίους ἀποκαλύπτεται.Καί
ἐπειδή ἔκαναν ὁλόκληρη πορεία/λιτανεία για νά δοῦν τό πρόσωπό Του, ἡ Παναγία, παρ’
ὅτι πρόκειται γιά βασιλεῖς τῆς ἀνατολῆς, δέν ντρέπεται νά τούς
ὑποδεχθῆ σ’ ἕνα πτωχικό ἁπλό σπίτι, ἐπειδή ἐκεῖνοι θέλουν νά δοῦν τόν
πραγματικό πλοῦτο καί θησαυρό, τον Χριστόν. Καί ἐπειδή πολύ ἰσχύει δέησις
μητρός πρός εὐμένειαν δεσπότου, ἀμέσως ἀνταποκρίνεται ὁ Χριστός στόν θ΄
οἶκο: «Νῦν οὖν δέξαι, σεμνή, δέξαι τούς δεξαμένους με. Ἐν αὐτοῖς γάρ
εἰμί ὥσπερ ἐν ταῖς ἀγκάλαις σου.» Πολλά μᾶς διδάσκουν καί μᾶς προβληματίζουν
αὐτοί οἱ στίχοι.
Εἴμαστε λαός τοῦ Θεοῦ; Ἔχουμε τή λαχτάρα τῶν μάγων
νά δοῦμε τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ; Ἔχουμε τήν
πεποίθηση τῆς Παναγίας ὅτι ὁ θησαυρός μας εἶναι ὁ Χριστός ἤ ντρεπόμαστε πού ὑστεροῦμε
ἔναντι ἄλλων δῆθεν σπουδαίων ἀπό ἀνατολή καί δύση, διότι στερούμαστε
συγκριτικά μέ ἐκείνους ὑλικῶν ἀγαθῶν; Μᾶς κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη γιά τόν
Χριστό ἤ τό κόμπλεξ;
Ὁ Ἰσραηλιτικός λαός, ὁ
κάποτε περιούσιος, ἀποδοκίμασε τον Χριστόν καί πρό αὐτοῦ τούς προφῆτες,
ἀναζήτησε ἄλλα καί ἔχασε τά πάντα. Ἔπαψε νά θεωρεῖται λαός τοῦ Θεοῦ. Ἡ
Παναγία λέγει ἀπευθυνόμενη πρός τούς μάγους: «Τήν Ἱερουσαλήμ πᾶσαν
περιωδεύσατε, τήν πόλιν
ἐκείνην τήν
προφητοκτόνον». Ἰδιαίτερα διαβεβλημένοι ἦσαν οἱ ἄρχοντές της, πολιτικοί καί θρησκευτικοί:
«Ἡρώδην πάλιν πῶς διελάθετε τόν ἀντί θεσμῶν φόνους ἐμπνέοντα; ... Τί ὑμᾶς
ἐπηρώτησεν Ἡρώδης ὁ ἄναξ καί οἱ
Φαρισαῖοι;»
Ἡ
ἀπάντηση τῶν μάγων ὑπῆρξε ἀποκαλυπτική για τήν κακία τῶν ἀρχόντων. Ἤθελαν νά μάθουν
μόνο τόν χρόνο, δέν εἶχαν τήν παραμικρή ἐπιθυμία νά συναντήσουν τόν
Χριστό: (οἶκ. ιζ’) «Ἡρώδης πρῶτον, εἶτα ὡς ἔφησας, οἱ πρῶτοι τοῦ
ἔθνους σου τόν χρόνον τοῦ φαινομένου νῦν ἄστρου παρ’ ἡμῶν
ἐξηκριβώσαντο. Καί ἐπιγνόντες ὡς μή μαθόντες οὐκ ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ὅν
ἐξηρεύνησαν μαθεῖν,ὅτι τοῖς ἐρευνῶσιν ὀφείλει θεωρηθῆναι παιδίον νέον,
ὁ πρό αἰώνων Θεός.»
Οἱ μάγοι προσπάθησαν νά
ξυπνήσουν τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχόντων συγκρίνοντας τή δική τους πορεία μέ τήν
ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό την Αἴγυπτο, τήν ράβδο τοῦ Μωσέως μέ τόν
ἀστέρα, ἀλλά μάταια.
Οἱ κρατοῦντες στή Ἱερουσαλήμ ἀπαρνήθηκαν τό ἱστορικό
τους παρελθόν χάριν τῆς
πρόσκαιρης ἐξουσιομανίας
τους. Μετά τήν περιγραφή τῆς προσκύνησης καί τῆς
προσφορᾶς τῶν τριῶν
δώρων, ὁ ἱερός ὑμνογράφος
ἐκθέτει τήν προσευχή τῆς Παναγίας ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου (Οἶκ.κβ΄ ): «Τριάδα
δώρων, τέκνον, δεξάμενος, τρεῖς αἰτήσεις δός τῇ γεννησάσῃ σε. Ὑπέρ ἀέρων
παρακαλῶ σε καί ὑπέρ τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί τῶν οἰκούντων ἐν αὐτῇ.
Διαλλάγηθι πᾶσι δι’ ἐμοῦ, ὅτι ἐτέχθης παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων
θεός» καί στόν κγ’ οἶκο
«ἀλλά
ὑπέρ πάντων ἐγώ δυσωπῶ
σε. Ἐποίησάς με ὅλου τοῦ γένους μου και στόμα καί καύχημα. Ἐμέ γάρ ἔχει ἡ
οἰκουμένη σου σκέπην κραταιᾶν, τεῖχος καί στήριγμα
...».
Ἡ Παναγία εἶναι ἐκείνη, ἡ
ὁποία μέ τίς πρεσβεῖες της προσπαθεῖ να γεμίση καί πάλι τόν παράδεισο. Αἰσθάνεται
ὑπεύθυνη γιά ὅλους, ἄσχετα ἄν οἱ ἴδιοι καί τώρα ἀκόμα πέφτουν θύματα
τῆς αὐταρέσκειας καί τοῦ
μίσους τους, τό ὁποῖο
φτάνει μέχρι τό σημεῖο νά τούς διώξουν πίσω στην Αἴγυπτο, ἀπό ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεός κάποτε
τούς ἐλευθέρωσε.
Ἐμεῖς τί ἀποφασίσαμε;
Θέλουμε νά διώξουμε τόν κάθε Ἡρώδη και νά κρατήσουμε τόν Χριστό στό κατάλυμμα τῆς
καρδιᾶς μας, ἀλλά καί στον τόπο μας; Ἄς μάθουμε ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες,
ὅτι ὅποιος ἀποστρέφεται τον Θεό, ἀπαρνεῖται τήν κληρονομιά του καί
ἀποποιεῖται τῆς περιουσίας του. Παύει νά ἀνήκει στόν περιούσιο λαό καί
κάθεται στό σκότος τῆς κακίας του. Στόν κδ΄ οἶκο λέγει ἡ Παναγία: «...
μέλλω ἐπί τήν Αἴγυπτον μολεῖν καί φεύγειν σύν σοί διά σέ, ὁδηγέ μου, υἱέ
μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου, παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων
θεός».
Αὐτά τά Χριστούγεννα ὀφείλουμε νά
ξεκαθαρίσουμε τί θέλουμε, να ἀκολουθήσουμε «τόν Ἡρώδη καί τούς πρώτους
τοῦ ἔθνους» μέ τά ἔνστικτα αὐτοσυντηρήσεως στήν ἐξουσία καί τά
κόμπλεξ τους, ἤ νά παρακαλοῦμε μαζί μέ τούς πρωτοπλάστους τήν Παναγία
«ἰδού εἰμί πρό ποδῶν σου, παρθένε μῆτερ ἄμωμε, καί δι’ ἐμοῦ πᾶν τό
γένος τοῖς ἴχνεσί σου πρόκειται ..., ἄμειψόν μου τήν πενίαν ἐνώπιον οὗ
ἔτεκες, ἡ κεχαριτωμένη» (ὕμνος τῆ ἐπαύριον, οἶκ.η’).
Περιούσιος λαός θά εἴμαστε
ἄν εἴμαστε ἀκόμα; –ὅσο ἡ
περιουσία
μας εἶναι ὁ Χριστός. Τότε
ἡ Παναγία καί πάλι θά σκεπάση αὐτό τό λαό, καί πάλι θά κατατροπώση κάθε ἐχθρό καί
πολέμιο. Ἄν ὅμως ἐπικρατήση ἡ μερίδα τοῦ Ἡρώδη καί τῶν Φαρισαίων, θά
ἀναγκασθῆ καί πάλι εἰς φυγή. Τελικά εὔκολα μποροῦμε νά δοῦμε
ἄσπρη μέρα, προστρέχοντες στις ἀγκάλες τῆς Μητέρας μας, τῆς μητέρας τοῦ
αὐτόφωτος Χριστοῦ.
Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπέρ
πάντων ἡμῶν!
Ενοριακή Ευλογία τεύχος 114