Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

Κυριακή ΙΑ Λουκά-Πρόσκληση στο Μεγάλο Δείπνο

 

Υπάρχουν ζητήματα μέσα στον κύκλο των θεμάτων της άμωμήτου πίστεώς μας, τα όποια σου προκαλούν δέος καί μυστικό φόβο, όταν θελήσεις να τα προσεγγίσεις. Αισθάνεσαι ότι ακούς να επαναλαμβάνεται εκείνη ή φοβερή φωνή, πού άκουσε κάποτε ό θεόπτης Μωυσής μέσα από τη "φλεγόμενη καί μη κατακαιομένη βάτο του Χωρήβ: «Μη έγγίσης ώδε- λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ό γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία έστι» ("Εξοδ. 3,5).

Τέτοιο είναι καί το θέμα, πού μας δίνει για μελέτη πνευματική το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Γι' αυτό καί οι γραμμές πού θα ακολουθήσουν δεν θα 'ναι καρπός της ταπεινής μας διανοίας, αλλά αγίου, ενδόξου και πανευφήμου άνδρα, πού είχε την πίστη καί την αγάπη του Μωυσή, του χρυσού στη γλώσσα, χρυσού καί οτήν καρδιά, του άγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εκείνου τη Θεία Λειτουργία δεν τελέσαμε καί σήμερα; Υπάρχει, λοιπόν, πιο αρμόδιος να μας μιλήσει για το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας;
Ή απροσδόκητη τιμή
Βέβαια περιεχόμενο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι ή παραβολή του μεγάλου δείπνου. Οϊ γνωστές εικόνες, πού μας προβάλλει, είναι του αγαθού καί μεγαλόδωρου οικοδεσπότη, των αγενών προσκεκλημένων, των δούλων των πειθαρχικών καί του εσμού των τελευταίων προσκεκλημένων με την πολυώνυμη δυστυχία, πτωχών, αναπήρων κ.λπ.
Το κεντρικό νόημα της παραβολής υποδηλώνεται με την εικόνα του μεγάλου, του πλούσιου δείπνου, πού δεν είναι άλλο από τα αγαθά της αιώνιας Βασιλείας του Ιησού Χριστού, πού δόθηκαν στους ανθρώπους. Αγαθά ύψιστα, ατίμητα καί αιώνια. Δηλαδή, «αμαρτιών άπόθεσις, Πνεύματος Αγίου μέθεξις, υιοθεσίας λαμπρότης» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
'Αλλά που θα βρούμε τα αγαθά αυτά; Πώς θα γίνουμε παιδιά του Θεού, πώς θ' απολαύσουμε τη χάρη του Αγ. Πνεύματος, πού θα πλύνουμε την ψυχή μας από το ρύπο της αμαρτίας; Πού άλλου, παρά στην Εκκλησία του Χριστού, το θεοΐδρυτο καί αιώνιο οργανισμό της σωτηρίας μας. Πού άλλου,παρά στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, καί κυρίως ατό θεμέλιο της θείας Λατρείας μας, τη θεία Ευχαριστία.

Γι' αυτό, κάπως αναγωγικά, ή σημερινή ευαγγελική περικοπή προσανατολίζει τη σκέψη μας στο μεγάλο Δείπνο της Θείας Κοινωνίας. Εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο αγαθό, πού μπορούσε ό πανάγαθος Θεός να προσφέρει στα πλάσματα του, τους ανθρώπους. Καί το μεγαλύτερο αγαθό του Θεού είναι το πιο πολύτιμο πού είχε. Καί το πιο πολύτιμο πού είχε ό ύψιστος Θεός δεν ήταν άλλο από τον Υιό του τον Μονογενή, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Αυτόν μας έδωσε! Καί όχι μόνο! «Ουκ έδωκεν μόνον, αλλά καί μετά το δούναι τράπεζαν ήμϊν αυτόν παρέθηκεν» (Ι.Χρυσόστομος). Φρικτόν ειπείν! Μας τον παρέθεσε τραπέζι, «εις βρώσιν καί πόσιν!
Ώ! της άπειρης αγάπης του Θεού! Πώς να την παρομοιάσουμε; Με τη βαθειά άβυσσο, με ωκεανό απέραντο; Εδώ σταματά ό νους του ανθρώπου. «Ίλιγγιά δε νους καί ύπερκόσμιος...».
Αδιαφορία καί δικαιολογίες
Παρά ταύτα, όμως,παρά την απροσδόκητη καί ασύλληπτη τιμή του Θεού, ό άνθρωπος παρέμεινε ασυγκίνητος. Με ρεαλισμό μας περιέγραψε ό Κύριος το δράμα του ανθρώπου, να δείχνει δηλαδή τέτοια περιφρόνηση στις δωρεές της θείας αγάπης. Με συγκαλημμένη αποστροφή καί κακία αποποιήθηκαν την τιμή οι προσκεκλημένοι: «άγρόν ήγόρασα», θα δικαιολογηθεί ό πρώτος- «ζεύγη βοών ήγόρασα πέντε», ό δεύτερος, «γυναίκα έγημα», ό τρίτος, «έχε με παρητημένον». Οι άσύστατες δικαιολογίες προκαλούν την οργή του οίκοδεσπότου, ό όποιος καλεί άλλους στη θέση τους. «Άμεταμέλητα γαρ τα χαρίσματα καί ή κλήσις του Θεοϋ» (Ρωμ. 11,29).
Άλλα μήπως καί στο μεγάλο Δείπνο της Θ. Ευχαριστίας ή συμπεριφορά μας είναι καλύτερη; «Αυτή ή τράπεζα —ή Αγία Τράπεζα- θα μας τονίσει ό ί. Χρυσόστομος, της ψυχής ημών τα νεύρα, της διανοίας ό σύνδεσμος, της παρρησίας ή ύπόθεσις, ή έλπίς, ή σωτηρία, το φως, ή ζωή». Πόσα αγαθά έχουμε να αποκομίσουμε για την ψυχή καί για το σώμα μας! Καί εν τούτοις με πόσες δικαιολογίες καί ασυγχώρητη αδιαφορία, μένουμε μακριά της.
Προτιμούμε απερίσκεπτα την τράπεζα του κόσμου παρά την Αγία Τράπεζα. Να εντρυφά ή ψυχή μας στίς εφήμερες ηδονές, στα χρήματα, στίς μέριμνες, στη σάρκα, ώστε μολυσμένη να μη μπορεί να πλησιάσει τα Τίμια Δώρα του Θεού. Άλλα ποιο αγαθό αυτής της γης μπορεί να συγκριθεί με τη Θεία Κοινωνία, «τον άρτο της ζωής» (Ίω. 6,48), όταν την δεχόμαστε όπως πρέπει; Δικαιολογείται ή περιφρόνηση της, όσες θυσίες και αν απαιτεί;

«Μετά φόβου Θεού...»
Είναι αλήθεια ότι οί περισσότεροι χριστιανοί, ελάχιστες φορές στη ζωή προσέρχονται στο μεγάλο Δείπνο. Συνήθειες, όχι τόσο ευαγγελικές, έχουν εισχωρήσει καί σταθεροποιηθεί στη ζωή των χριστιανών, όπως ή σχετική με τη Θ. Κοινωνία. Να κοινωνούν δηλαδή δύο ή τρεις φορές το χρόνο.
Από ευλάβεια, άραγε; "Αν ναί, όχι πάντως καλή καί θεάρεστη. «Σατανική» την ονομάζει ό Ι. Χρυσόστομος, ερωτώντας, πώς πριν τα Χριστούγεννα ή πρίν το Πάσχα ξαφνικά γίνεσαι άξιος να κοινωνήσεις, ενώ όλο το χρόνο θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο να μεταλάβει Σώμα και Αίμα Χριστού του Θεού;
Φανερό, λοιπόν, είναι, ότι οδηγούμαστε προς τη φρικτή Τράπεζα από συνήθεια μάλλον παρά από ευλάβεια καί ιερό πόθο. Καί πολλές φορές με έλλειπέστατη προετοιμασία. Προσερχόμαστε στη Δεσποτική φιλοξενία καί στην αθάνατη Τράπεζα χωρίς το ανάλογο ένδυμα. Δεν φθάνει μόνο ή νηστεία λίγων ήμερων. «Εννόησον —συμβουλεύει ό ί. Χρυσόστομος— εννόησον ώ άνθρωπε, ποίας μέλλεις άπτεσθαι θυσίας, ποία προσέρχεσαι τραπέζη...». Σκέψου, συ το χώμα καί ή στάχτη πώς μεταλαμβάνεις Αίμα και Σώμα Χρίστου του Θεού.
Απαραίτητη, λοιπόν, είναι ή ψυχική προετοιμασία μας πριν τη Θεία Μετάληψη. Αδιαφορούμε ασυγχώρητα, όταν δεν προσερχόμαστε συχνά στο μεγάλο Δείπνο. Τουλάχιστον ας μην υποτιμούμε την ασύλληπτη τιμή του, όταν το πλησιάζουμε. "Ας προσερχόμαστε «ψυχαίς καθαραϊς και άρρυπώτοις χείλεσι...», «μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης». Αμήν.

Αρχ.Χ.Π.Α.''''Φωνή Κυρίου'''13 Δεκεμβρίου 1992''

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ - ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΡΑΜΑΣ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
«Οἱ Ἅγιοι, οἱ ἔμψυχες εἰκόνες»
(Ὁ Μέγας Βασίλειος)

Μέ τήν ἔναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας, δέν ξεχνᾶμε νά καλέσουμε, γιά νά μᾶς βοηθήσουν καί νά πρεσβεύουν στήν προσευχή μας, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους. «Τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, καί ἀειπαρθένου Μαρίας, μετά πάντων τῶν Ἁγίων μνημονεύσαντες…». Ἀνοίγει ἀμέσως ἐμπρός μας ὁ φωτεινός καί ζωντανός κόσμος τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιατί ξεχωριστό γνώρισμα τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας μας εἶναι ἡ τιμή στούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα βέβαια - ὅπως σημειώναμε στό προηγούμενο κήρυγμά μας – στην Ὑπεραγία Θεοτόκο, πού εἶναι ἡ «ἁγία ἁγίων μείζων». Ἡ θέση τῆς Παρθένου Μαρίας στήν πίστη μας καί τό ὄνομά της «Θεοτόκος» εἶναι γιά νά ποῦμε ἔτσι, τό θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας: Εἶναι Θεοτόκος, ἐπειδή ὁ Θεός Λόγος Σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος. Τό «Θεοτόκος» ἀνοίγει τή θύρα, γιά νά μποῦμε στόν ἅγιο Ναό, πού εἶναι τό μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρώπησης.
Σ’ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας, πού γράφτηκε ἀμέσως ὕστερα ἀπό τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, διαβάζουμε ἀπό μετάφραση τά ἑξῆς γιά τούς Ἁγίους: «Τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, τόν προσκυνοῦμε, καί τούς μάρτυρες τῆς πίστεως τούς ἀγαπᾶμε καθώς τούς ἀξίζει, γιά τήν ἀξεπέραστη ἀγάπη τους στόν Βασιλέα καί Διδάσκαλο. Μακάρι καί ἐμεῖς νά εἴμαστε μαζί τους καί συμμαθητές τους». Ἡ γλυκύτερη παρηγοριά, πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὅτι μᾶς κρατάει ἑνωμένους μέ τήν ἀγάπη ὅλους τούς οἰκείους τῆς πίστεως ἀπό τήν ἀρχή μέχρι σήμερα, ὄχι μόνο τούς ὕστερα ἀπό τον Χριστό, ἀλλά καί τούς πρίν.
Αὐτή ἡ τιμή πρός τούς Ἁγίους, ὡς γνώρισμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔχει μιά πολύ βαθειά σημασία γιά τήν πίστη μας καί γιά τόν βίο μας. Διαρκῶς λέγεται καί γράφεται ὅτι αὐτό πού λέμε ἦθος, ἀρετή, ἁγιωσύνη δέν διδάκεται στούς Ὀρθοδόξους λαούς σάν θεωρητικός κανόνας, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον θά ζήσει ὁ πιστός. Ἀλλά ἡ ἀρετή καί ἡ ἁγιωσύνη εἶναι κάθε φορά ἕνα γεγονός καί ἕνα ζωντανό παράδειγμα στά Πρόσωπα τῶν Ἁγίων. Ὄχι ἡ δικαιοσύνη, ἀλλά ὁ δίκαιος. Ὄχι ἡ πραότητα, ἀλλά ὁ πρᾶος. Ὄχι ἡ ἁγιότητα, ἀλλά ὁ ἅγιος. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπάνω στήν ὁποία βλέπουμε τήν ἀρετή καί τήν ἁγιωσύνη. Γι’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως ἀκούσατε στήν ἀρχή μᾶς εἶπε πώς οἱ Ἅγιοι εἶναι «εἰκόνες ἔμψυχοι», δηλαδή εἰκόνες ζωντανές τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιωσύνης. (1)
Ὁ σεβασμός προς τούς ἁγίους συνδέεται στενά μέ τήν τιμή πρός τίς εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες τοποθετοῦνται ὄχι μόνο στίς Ἐκκλησίες, ἀλλά καί στά σπίτια μας, ἀκόμα καί στά αὐτοκίνητά μας καί τά λεωφορεῖα. Αὐτές οἱ πανταχοῦ παροῦσες εἰκόνες ἐνεργοῦν ὡς σημεῖα συνάντησης τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας στούς Οὐρανούς. Οἱ εικόνες μᾶς βοηθούν νά βλέπουμε τούς ἁγίους ὄχι ὡς κάποιες ἀπόμακρες καί μυθικές φιγοῦρες τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὡς σύγχρονους καί προσωπικούς μας φίλους.(2) Ἀλλά ἀναλυτικό λόγο γιά τίς ἅγιες εἰκόνες θά ἔχουμε σέ ἑπόμενο κήρυγμά μας.
Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική μας ζωή, εἶναι ζωή ἁγιότητας. Καί ἡ μίμηση τῶν Ἁγίων εἶναι μίμηση τῆς ἁγιότητάς τους, πού καλλιεργήθηκε κατά μίμηση καί μετοχή τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἅγιοι δέν εἶναι οἱ ἠθικῶς ἄμεμπτοι, δέν εἶναι οἱ ἀναμάρτυτοι, ἀλλά οἱ φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἥρωες, ἀλλά ταπεινοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἤ οἱ εἰκόνες Του μέσα στήν ἱστορία. Οἱ ἅγιοι δέν προβάλλουν τήν ἀτομικότητά τους, ἀλλά την ἀφανίζουν, γιά νά φανερωθεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κενώνουν τό χῶρο τῆς ἀτομικῆς τους παρουσίας καί τόν προσφέρουν ὡς χῶρο φανερώσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό ἦθος τῶν ἁγίων εἶναι ἦθος τοῦ Χριστοῦ. εἶναι ἦθος τοῦ ἀδιαίρετου Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ μίμησή τους εἶναι μίμηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι συμμόρφωση πρός τή ζωή Του. Ἐγκωμιάζοντας τά κατορθώματα τῶν Ἁγίων καί κοσμῶντας τίς ἡμέρες τοῦ ἔτους μέ τίς μνῆμες τους, προτρεπόμεθα καί χειραγωγούμεθα στήν ἀρετή. Βέβαια τά κατορθώματα τῶν Ἁγίων εἶναι πολλά καί γιά τούς πολλούς δυσπρόσιτα ἤ καί ἀπρόσιτα. Ἐπειδή ὅμως ἀρχίζουν μέ τήν ταπείνωση καί τή μετάνοια, ὅποιος αἰσθάνεται ἀδύνατος νά τούς μιμηθεῖ στά μεγάλα, μπορεί νά τούς μιμηθεῖ στήν ταπείνωσή τους καί τή μετάνοιά τους. (3)
Οἱ Ἅγιοι εἶναι μέτοχοι τῆς «Θείας δόξης». Μετά τήν Παναγία, εἶναι αὐτοί πού ἔχουν ἐνθεωθεῖ, δηλαδή αὐτοί πού ἔχουν πραγματοποιήσει αὐτό πού ὅλοι ζητᾶμε νά ἐπιτευχθεῖ γιά τόν καθένα μας. Ἔχουν ἐπιτύχει τό ἔσχατο. Ἔχουν διαποτιστεῖ άπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Θεότητας. Εἶναι ἐνθεωμένοι. Εἶναι μετά τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦνε μετά τοῦ Χριστοῦ. Τό «ἐνθεωμένοι» σημαίνει πώς κατέχονται καί ζοῦν τήν Παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐσωτερικά μέσα τους, ἀλλά καί σ’ ὅλη τή βιοτή τους. Οἱ Ἅγιοι, ὅμως εἶναι «φίλοι τοῦ Θεοῦ», ἀλλά συγχρόνως εἶναι καί «φίλοι τῶν ἀνθρώπων». Zoῦνε σέ μιά μεσότητα αὐτῆς τῆς φιλίας. Τρόπον τινά, ὄντας αὐτοί τελειωμένοι, εἶναι σύνδεσμοι τῶν μή τελειωμένων μετά τοῦ Τελείου. Ὑπάρχουν αὐτοί, ἐνθεωμένοι, ὑπάρχουμε ἐμεῖς, πού δέν ἔχουμε φτάσει ἀκόμα σέ αὐτή τήν ἐνθέωση καί ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἀνάμεσα στόν Θεό καί σ’ ἐμᾶς ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοί πρεσβεύουν ὑπέρ ἡμῶν. Μεσιτεύουν ὑπέρ ἡμῶν…. Ἡ διαφορά μας μέ τούς ἐπώνυμους Ἁγίους εἶναι ὅτι σέ μᾶς ἡ ἁγιότητα μᾶς χαρίζεται, μᾶς δωρίζεται, μᾶς προσφέρεται, ὅπως σ’ αὐτήν τή σημερινή σύναξή μας. Καί μετά τή χάνουμε καί πᾶμε νά τήν ξαναβροῦμε. Εἴμαστε σ’ ἕναν τραγικό διάλογο μ’ αὐτήν τήν ἁγιότητα. Ἐνῶ οἱ Ἅγιοι βρίσκονται εἰς τό διενεκές μέσα σ’ αὐτήν τήν ἁγιότητα. Καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μας. Γι’ αὐτό ὅμως μποροῦν νά πρεσβεύουν ὑπέρ ἡμῶν καί νά μεσιτεύουν. (4)
Γιά τό ὑψηλό τους ὅμως αὐτό ἔργο, δέ σημαίνει νά τούς ἀποδίδουμε λατρευτική τιμή, πού ἀποκλειστικά ἀνήκει στόν Τριαδικό Θεό, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεύμα. Τούς ἀνήκει μόνον ἡ τιμητική προσκύνηση. Αὐτό ἐπιβάλλεται νά τό συνειδητοποιοῦμε. Διαφορετικά μπορεῖ εὔκολα νά ἐκτραποῦμε ἀπό τήν αὐθεντική Ὀρθόδοξη στάση.


(1) «Ἡ Θεία Λειτουργία» τοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης κυρός Διονυσίου Ψαριανού σελ. 99-100
(2) «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» Καλλίστου Γουέαρ Ἐπισκόπου Διοκλείας σελ. 406
(3) «Χριστιανική ἠθική» Γ. Μαντζαρίδη σελ. 271
(4) «Διερχόμενοι διά τοῦ Ναοῦ» Δ. Μαυροπούλου Θεολόγου σελ. 160 καί 169

Η πρόσκληση στο μεγάλο Δείπνο (Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά)

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά
Η πρόσκληση στο μεγάλο Δείπνο (Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά)
Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου, που διαβάζεται την Κυριακή των Αγίων Προπατόρων, εικονίζει καθαρά την Εκκλησία, που εκφράζεται στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Δηλαδή, η πρόσκληση να συμμετάσχουν στο μεγάλο Δείπνο είναι πρόσκληση για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάποιος άνθρωπος λέει, προσκάλεσε σε δείπνο αυτούς που φαίνονταν να είναι οι πιο αγαπημένοι του φίλοι, για να περάσουν λίγες ώρες μέσα στη δική του χαρά. Και οι άνθρωποι αυτοί ένας μετά τον άλλον περιφρόνησαν την πρόσκληση του, ο καθένας για δικό του λόγο. Ο ένα ς είχε αγοράσει ένα κομμάτι της γης και δεν είχε τον καιρό. Ένας άλλος είχε αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και είχε δουλειά. Κάποιος τρίτος είχε παντρευτεί και δεν είχε τη διάθεση να ανταποκριθεί. Αφού όμως αρνήθηκαν να προσέλθουν, ο οικοδεσπότης κάλεσε στο δείπνο τους φτωχούς, τους ασθενείς, τους άστεγους, τους κοινωνικά παραθεωρημένους. Η πρόσκληση αυτή για το μεγάλο δείπνο, που είναι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απευθύνεται και στον καθένα από εμάς προσωπικά, και συνεχίζεται μέσα στην Θεία Λειτουργία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη συγκεφαλαίωση της όλης Θείας Οικονομίας, πραγματοποιείται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και συγχρόνως αποκαλύπτεται η φύση και ο χαρακτήρας του μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας. Η Λειτουργία είναι το μυστήριο της συνάξεως. Πρέπει ακλόνητα να γνωρίσουμε και να θυμόμαστε ότι στον Ναό δεν πηγαίνουμε για ατομικές προσευχές, πηγαίνουμε για να συναχθούμε σε Εκκλησία. Και όταν λέω «πηγαίνω στην Εκκλησία», αυτό σημαίνει, «πηγαίνω στην σύναξη των πιστών, ώστε μαζί με αυτούς να συγκροτήσω Εκκλησία, να γίνω αυτό που έγινα την ημέρα του βαπτίσματος, δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού. Πηγαίνω, για να ομολογήσω ενώπιον Θεού και ανθρώπου το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού». Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, φαίνεται ότι δεν έχουμε όλοι συνείδηση της εκκλησιολογικής σημασίας της Θείας Λειτουργίας και των Αγίων Μυστηρίων, ή τα θεωρούμε ως απλά θρησκευτικά καθήκοντα, ως ευκαιρίες ατομικής τελειώσεως και σωτηρίας ή ως πράξεις που αφήνονται αποκλειστικά στην ατομική επιθυμία εκάστου, την ευσέβεια και την προετοιμασία. Πόσο θλιβερό, λοιπόν, είναι αν αρνούμεθα την πρόσκληση του Θεού, γιατί έχουμε απορροφηθεί από τα επίγεια. Ή, όταν κοινωνούμε για να εκπληρώσουμε μια υποχρέωση, ή για το έθιμο και το καλό. Άλλοι πάλι δεν κοινωνούν, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους ανάξιο. Ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός γράφει: «Δεν πρέπει να αποφεύγουμε τη θεία Κοινωνία, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας αμαρτωλό. Πρέπει να προσευχόμαστε πολύ πιο συχνά για την θεραπεία της ψυχής και την καθαρότητα του Πνεύματος, αλλά με τέτοια ταπείνωση και πίστη που να θεωρούμε τον εαυτό μας ανάξιο. Διότι είναι η αγιότητα του Χριστού και όχι η δική μας που μας κάνει άξιους να προσεγγίσουμε και να λάβουμε τα άγια Δώρα». Η συνεχής Κοινωνία είναι το ιδεώδες της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται καθόλου για υποχρέωση. Είναι πράξη αγάπης και λατρείας προς τον Θεό «να προσερχόμαστε και να μεταλαμβάνουμε, αρκεί να είμαστε ανέγκλητοι παρά του πνευματικού μας». (άγιος Γρηγόριος Ε΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).
Ας μην αρνηθούμε, λοιπόν, την πρόσκληση στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας, για να μη στερηθούμε τη χαρά της κοινωνίας μας με το Θεό. Αμήν

Κήρυγμα επί του Ευαγγελίου της Κυριακής ΙΑ' Λουκά του Σεβ. Μητροπολίτου Λέρου ,Καλύμνου και Αστυπάλαιας κ.κ. Παισίου


paravolh deipnoΤο ευαγγέλιο της Κυριακής ΙΑ' ΛΟΥΚΑ
Ἡ παραβολὴ τῶν προσκαλεσμένων σὲ δεῖπνον

15 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν στὸ τραπέζι, τοῦ εἶπε, «Εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ θὰ καθήσῃ στὸ τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Κάποιος ἤθελε νὰ παραθέσῃ μεγάλο δεῖπνον καὶ ἐκάλεσε πολλούς.

17 Καὶ ἔστειλε τὸν δοῦλον του κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου νὰ πῇ εἰς τοὺς καλεσμένους, «Ἐλᾶτε, διότι ὅλα εἶναι πιὰ ἔτοιμα».
18 Ἀλλ’ ἄρχισαν διὰ μιᾶς ὅλοι νὰ δικαιολογοῦνται. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε, «Ἀγόρασα κάποιο χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ ἰδῶ· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον».

19 Ἄλλος εἶπε, «Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βώδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω· σὲ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον».

20 Ἄλλος εἶπε, «Ἐνυμφεύθηκα γυναῖκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω».

21 Καὶ ἦλθε ὁ δοῦλος καὶ τὰ εἶπε αὐτὰ εἰς τὸν κύριόν του. Τότε ὠργίσθηκε ὁ οἰκοδεσπότης καὶ εἶπε εἰς τὸν δοῦλον του, « Ἔβγα γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ φέρε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλούς».

22 Καὶ εἶπε ὁ δοῦλος, «Κύριε, ἔγινε ἐκεῖνο ποὺ διέταξες καὶ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος».

23 Καὶ εἶπε ὁ κύριος εἰς τὸν δοῦλον, «Ἔβγα εἰς τοὺς δρόμους καὶ εἰς τοὺς περιφραγμένους τόπους καὶ ἀνάγκασέ τους νὰ μποῦν, διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ σπίτι μου.

24 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, ποὺ εἶχαν προσκληθῆ, δὲν θὰ γευθῇ τὸ δεῖπνον μου».

Το κήρυγμα
«άνθρωπός τις εποίησεν δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς»
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Κλήση μεγάλη και αγία από τον Θεό Πατέρα, τον Πλάστη και Δημιουργό του παντός, ο Οποίος έστειλε τον Μονογενή Υιό Του στον κόσμο να καλέσει στο μέγα και σωτήριο Αυτού Δείπνο πάντα άνθρωπο που επιζητεί και θέλει να γίνει σύσσωμος και σύναιμος Χριστού.
Ο άνθρωπος όμως, άνθρωπος μωρός και κουφός και πολλάκις αδιάφορος δια την σωτηρία της ψυχής του προτιμά τα επίγεια και φθαρτά αγαθά, τις φαύλες και πρόσκαιρες ηδονές και τέρψεις της μάταιης αυτής ζωής και όχι μόνο, αλλά παρακούει και την μεγάλη και ωφέλιμη πρόσκληση πο του γίνεται να προσέλθει στο μέγα και σωτήριο δείπνο.
Ο άνθρωπος αυτός ζαλισμένος από τις βιοτικές μέριμνες λέγει με ελαφρά την συνείδηση «ερωτώ σε έχε με παρητημένον». Ω! άνθρωπε ο Θεός τη αγάπης ,του ελέους και των οικτιρμών σε καλεί και σε προσκαλεί και εσύ δεν ανταποκρίνεσαι και το σπουδαιότερο αρνιέσαι τη μεγάλη αυτή τιμητική πρόσκληση.
Ο Θεός ,άνθρωπε, σε καλεί και σε προσκαλεί να καθίσεις στο στολισμένο, στο γιορτινό και πλούσιο σε εδέσματα τραπέζι Του. Σε καλεί να γίνεις συνδαιτυμόνας Του. Σε καλεί να συνδειπνήσεις μαζί Του και εσύ με ελαφρά την συνείδηση σου αποποιείσαι τέτοια αξιοζήλευτη πρόσκληση και δεν παίρνεις μέρος σε τέτοια συμμετοχή, σε τέτοιο κάλεσμα «προφασιζόμενος προφάσεις εν αμαρτίαις».
Ο Θεός, άνθρωπε, από άπειρη Πατρική αγάπη προς το πρόσωπο σου παρέχει δια του Μονογενούς Υιού Του την σωτηρία της ψυχής σου και εσύ μένεις αδιάφορος στο μέγα τούτο κάλεσμα.
Ο Θεός, άνθρωπε, ο Οποίος σε έπλασε « βραχύ τι παρά αγγέλους δόξη και τιμή εστεφανομένον» σε καλεί σήμερα δια του Μονογενούς Υιού Του να λάβεις μέρος στο μέγα δείπνο, και στο οποίο μέγα αυτό δείπνο θύμα και θύτης είναι αυτός ο εκ Παρθένου Σαρκωθείς Θεάνθρωπος Ιησούς.
Ο Θεός, λοιπόν, άνθρωπε, Θεός πλήρης αγάπης και αγαθότητας ετοίμασε για σένα και για όλο το ανθρώπινο γένος τραπέζι καθαρό, τροφή πνευματική, τροφή υγιή, τροφή ουράνια, τροφή αγία, τροφή θεία και εσύ παρακούς αυτής της μεγάλης κλήσης και μένεις αδιάφορος. «εμπλεκόμενος ταις του βίου πραγματείας».
Να ξέρεις άνθρωπε ότι, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, η μεγάλη και αιώνιος αυτή κλήση δεν αναφέρεται μόνο δια τους τότε Ιουδαίους αλλά αναφέρεται και καλεί εσέ και εμέ και όλους τους επί γης αδελφούς μας να προσέλθεις και να προσέλθουμε και να συμμετέχουμε στο μέγα δείπνο μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης.
Ο Ιερεύς κρατώντας το Άγιο Ποτήριο σε κάθε Θεία Λειτουργία απευθυνόμενος προς τον λαό λέγει το , «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» στο Μέγα Δείπνο.
Η πρόσκληση και η κλήση είναι γενική, απευθύνεται και ισχύει δια κάθε άνθρωπο που επιθυμεί διακαώς να συμμετέχει στην πνευματική αυτή τράπεζα του Εσφαγμένου Αρνίου της Αποκἀλυψης.
Ο αγαθός Θεός θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων και δια τούτο προσκαλεί στο μέγα Δείπνο της σωτηρίας με πολλούς και διαφόρους τρόπους όλους τους ανθρώπους-πάντας άνθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Ο Φιλεύσπλαχνος Θεός δεν βιάζει, δεν εξαναγκάζει κανένα άνθρωπο να γίνει συνδαιτυμόνας Του. Άλλωστε ο άνθρωπος έχει ελευθερία και ιδία βούληση. Ο Θεός Πατέρας όμως προσκαλεί, προτρέπει, και έχει ανοικτή την θύρα της οικίας Του δι΄όλους τους ανθρώπους που επιθυμούν να εισέλθουν και να πάρουν θέση στην Πατρική Τράπεζα της σωτηρίας και τούτο δε το κάνει χωρίς καμία διάκριση.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Θεός, λέγει, σε κάθε άνθρωπο, «Σώζων σώζε την σεαυτού ψυχήν».
Στην μεγάλη αυτή πρόσκληση προσήλθαν οικειοθελώς οι υπό της εκκλησίας μας σήμερα πάντες οι εορταζόμενοι Άγιοι Προπάτορες, του Θεανθρώπου Ιησού, από τον Αδάμ έως Ιωσήφ τον Μνήστορα και οι οποίοι κήρυξαν Χριστόν, την ζωήν και την ανάστασιν του γένους ημών.
Αλλά και ο πράος, ο ταπεινός τη καρδία΄Οσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος της Κύπρου και Προστάτης και Έφορος της Νήσου Κερκύρας δέχθηκε την μεγάλη πρόσκληση και προσήλθε στο Μέγα Δείπνο της χάριτος και συνεδειπνήσε μετά του Σωτήρος Χριστού και ανεδείχθηκε δια της συμμετοχής του αυτής επί γης άγγελος, «και αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας», ψάλλει η Εκκλησία μας σήμερα στην πανίερο μνήμη του.
Και -χάριτι θεία – ο ταπεινός και πράος Εκείνος της Τριμυθούντος Επίσκοπος παρά του Αθλοθέτη Χριστού έτυχε της μεγάλης τιμής και δόξας να υπεφημήται και να μακαρίζεται υπό της Εκκλησίας- ως των αρχιερέων ο κανόνας, της Εκκλησίας το αδιάσειστο στήριγμα, το κλέος των ορθοδόξων, η πηγή των θαυμάτων, της αγάπης το ρείθρο το μη κενούμενο, ο φωστήρας ο πολύφωτος, όργανο του πνεύματος, ο νους ο θείος, ο αληθής εξωραϊζόμενος, ο πράος και ο ακέραιος, ο απλός, ο άνθρωπος ο επουράνιος, ό επίγειος άγγελος της, ο εργάτης Κυρίου και φίλος γνήσιος του Αρχιποίμενα Χριστού.
Ας μιμηθούμε και εμείς, αγαπητοί μου αδελφοί, τους Προπάτορες του Ιησού Χριστού, καθώς και τον΄Οσιο και Θαυματουργό Σπυρίδωνα και μετά φόβου Θεού Πίστεως και αγάπης να δεχθούμε και εμείς μετά χαράς την πρόσκληση του Σωτήρα Χριστού και με ταπείνωση, και ειλικρινή μετάνοια να συμμετάσχουμε στο Μέγα Δείπνο, στο δείπνο της χάριτος και της σωτηρίας, τρώγοντες και πίνοντες αξίως τον Πανάγιο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Σωτήρα Χριστού,
Ού η χάρις και το άπειρον Αυτού έλεος είη μετά πάντων ημών αδελφοί. ΑΜΗΝ.
Ο.Λ.Κ.Α.Π.

“Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα”.εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά. Το δείπνο της Βασιλείας.



********************************************************
“Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα”.
Σ΄ ένα επίσημο και μεγάλο δείπνο και σε μια σημαντική τιμητική πρόσκληση αναφέρεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Δείπνο όχι ανθρώπινο αλλά ουράνιο και θείο. Και πρόσκληση που δεν διατυπώνει και αποστέλλει άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο Θεός.
Ποιό είναι
Ποιο όμως ακριβώς είναι αυτό το μεγάλο δείπνο; Είναι η Βασιλεία του Θεού. Σ΄ αυτήν καλεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους διά του Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού Του. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ήρθε κοντά μας, ενανθρώπησε, για να συναγαγάγει “εις έν” τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού. Εκείνος μας έσωσε, γράφει ο απόστολος Παύλος, και μας καλεί με μια “άγια κλήση”, “εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν”. Εκείνος μας υποσχέθηκε το δικαίωμα να τρώμε και να πίνουμε στο τραπέζι Του στη βασιλεία Του. “Δείπνον ουν εικότως”, ορίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, “η εν Χριστώ κλήσις ωνόμασται”.
Η είσοδός μας στη βασιλεία του Θεού προϋποθέτει την ένταξή μας στο σώμα της Εκκλησίας, που είναι η οικογένεια των λυτρωμένων, η ίδια η βασιλεία του Θεού παρούσα μέσα στον κόσμο. Η πίστη στον Ιησού Χριστό και το Βάπτισμα που λαμβάνουμε μας εντάσσει στο σώμα της Εκκλησίας και μας δίνει το δικαίωμα εισόδου και στην ουράνια βασιλεία, το δικαίωμα συμμετοχής “εις το δείπνον του γάμου του αρνίου”, καθώς γράφει η Αποκάλυψη.
Ως μέλη της Εκκλησίας μπορούμε να συμμετέχουμε στο τραπέζι της θείας Ευχαριστίας. Να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Να λαμβάνουμε μέσα μας “τον ζώντα άρτον, τον καταβάντα εκ του ουρανού”. Η θεία Ευχαριστία αποτελεί το “Κυριακόν δείπνον”. Και εικονίζει επί της γης “το μέγα δείπνον”, στο οποίον θα παρακαθίσουμε κατά την ανέσπερη ημέρα της βασιλείας του Κυρίου. Κοινωνώντας, λοιπόν, το σώμα και το αίμα του Χριστού, συμμετέχουμε ήδη από την παρούσα ζωή στο “μέγα δέιπνον”, προγευόμαστε τα “μέλλοντα αγαθά” της ουράνιας Βασιλείας.
Το ονομάζει “μέγα”
Γιατί άραγε ο Κύριος το ονομάζει “μέγα”; Διότι Μεγάλος είναι αυτός που το ετοίμασε και το προσφέρει. Είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Εκείνος “ποιεί” το δείπνο.
Η θεία Ευχαριστία είναι το δείπνο της Βασιλείας. Είναι το μυστικό Δείπνο που συνεχίζεται. “Πιστέψτε με”, διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, “ότι και τώρα είναι εκείνο το Δείπνο στο οποίο παρακαθόταν και Αυτός. Γιατί σε τίποτε δεν διαφέρει εκείνο το μυστικό δείπνο από τούτο το Μυστήριο. Επειδή δεν το κάνει αυτό ο άνθρωπος, κι εκείνο ο Χριστός. Αλλά και τούτο και εκείνο Αυτός το προσφέρει”. Αυτό που παρατίθεται, αυτό που μας προσφέρεται, είναι το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του αμώμου και ασπίλου Ιησού. “Ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν”, γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο μάρτυς. Ο Κύριος προσφέρει το σώμα και το αίμα Του για να ζήσει ο κόσμος. “Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον” (Ιω. 6,54).
Αδελφοί, αιώνες τώρα στρώνεται το θεϊκό τραπέζι, ακατάπαυστα ο οικοδεσπότης του ουρανού και της γης Κύριος Υμών Ιησούς Χριστός παραθέτει μέγα δείπνο και μυστικό. Και μας απευθύνει την τιμητική πρόσκλησή Του να μετάσχουμε σ΄ αυτό. “Έρχεσθε ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα”. Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που ξεπερνούν τις όποιες δυσκολίες, παραμερίζουν τα εμπόδια, κατανικούν πειρασμούς και θέλγητρα πρόσκαιρα και απατηλά και απαντούν στη θεία πρόσκληση με ένα ολοπρόθυμο ΝΑΙ Κύριε.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά: Ομιλία εις την Κυριακήν των Προπατόρων (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)

Κατά την ενδεκάτην του παρόντος (Δεκεμβρίου μηνός), ει τύχοι εν Κυριακή, ή τη πρώτη μετ’ αυτήν ερχομένη, δια το εγγίζειν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Γέννησιν, μνείαν ποιούμεθα των προ Νόμου και εν Νόμω κατά σάρκα Προπατόρων Αυτού.
Ομιλία Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, εις την Κυριακήν των Προπατόρων
Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί».
Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της. Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται. Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν. Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ. Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.
Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων. Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.
Πράγματι, τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.
Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον. Ήταν λοιπόν συγγενής όχι του Χριστού ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε». Όπως δηλαδή εκείνοι, με όλο που και τα θαύματα είδαν και τους άρτους έφαγον και τους λόγους ήκουσαν του ενυποστάτου Λόγου ο οποίος ενηνθρώπησε για εμάς, εφώναζαν ύστερα προς τον Πιλάτον «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», έτσι ακριβώς και αυτός αν και είδε με τους οφθαλμούς του και απέκτησε περισσότερον από τους άλλους, πείρα της μεγαλειότητος και της θεότητος του Κυρίου, έπειτα τον παρέδωκε στους φονευτάς του. Και αυτός υπέμεινε —ω, τι απερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», οδηγώντας και εμάς προς υπομονήν, εκτός από τον ιδικόν του θρίαμβο κατά του αρχεκάκου, και μάλιστα έδειξε ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις μας οφελούν. Διότι λέγει, «εν θλίψει εμνήσθημέν σου», και «παιδείαν Κυρίου υποίσω (θα υπομείνω δηλαδή)», και «η παιδεία σου, Κύριε, ανόρθωσέ με», ενώ δηλαδή ήμουν σκυμμένος προς το σώμα και τις σωματικές φροντίδες, με ανήγειρε και με έπεισε να βλέπω μόνον προς εσέ.
Σ’ εσένα όμως, εάν στον καιρό των θλίψεων δεν προστρέχεις στον Θεόν, εάν δεν διορθώνεσαι με την παιδαγωγία του, ποία άλλη ευκαιρία, ποίον από τα όντα ή τα γεγονότα θα συντελέσει στην επανόρθωσή σου; Αλλά όμως, θα έλεγε κάποιος, έχει ανάγκη και το σώμα από την σωματικήν τροφήν και τα άλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί όχι; Αν λοιπόν αυτά τα έχεις, αφού οπωσδήποτε από τον Θεόν τα έλαβες, διότι λέγει, «τι έχεις o ουκ έλαβες;»─ ευχαρίστησε αυτόν που σου τα έδωσε, ανταπόδωσέ του εμπράκτως την ευχαριστίαν. Όπως αυτός επήκουσε στο θέλημά σου και εξεπλήρωσε την επιθυμία σου, έτσι και συ πρόσελθε και άκου και μάθε καλά το θέλημά του, και υπάκουσε και πραγματοποίησέ το, ώστε και να επαινεθείς ως φρόνιμος. «Ο ακούων μου», λέγει, «τους λόγους και ποιών αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω».
Και στο εξής να τον έχεις πλουσιοπάροχον ευεργέτην, όχι μόνο για τα παρερχόμενα και τα γήινα, αλλά και για τα μέλλοντα και μένοντα και ουράνια. Διότι λέγει, «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ. Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Εάν όμως δεν διαθέτεις τώρα τα αναγκαία του σώματος ή φοβήσαι προσδοκωμένην απορίαν, πάλι σ’ αυτόν πρόσελθε, πάλιν από αυτόν ζήτησε, πάλι σ’ αυτόν υπάκουσε. «Υποτάγηθι», λέγει, «τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν». Πάλι λοιπόν δείξε με τα έργα ότι είσαι δούλος του αγαθός. Πράγματι, αυτός είναι, κατά το ψαλμικόν, «ο διδούς τροφήν εν ευκαιρία (εγκαίρως δηλαδή). Ο ανοίγων την χείρα αυτού, και εμπιπλών παν ζώον ευδοκίας». Αυτός που είπε «ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω δηλαδή) ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω».
Γιατί από τις ιδιότητες των αλόγων ζώων, μιμείσαι εκείνην που σε βλάπτει, το να υποκύπτεις στην γαστέρα, και να μην ανυψώνεσαι από τα γήινα, αν και επλάσθης όρθιος για να φρονείς τα άνω, να ζητείς τα άνω; Γιατί θέλεις να είσαι δεμένος όπως εκείνη η «συγκύπτουσα, ην έδησεν ο Σατανάς δέκα και οκτώ έτη», αν και αυτός, ο Λόγος της ζωής που έλυσε και εκείνην, εύκολα και ημπορεί και θέλει να λύσει και σένα, εάν μόνον προστρέχεις σ’ αυτόν, και τον ακούεις, και του υπακούσεις, και δεν κωφεύεις, δεν αντιδράς, δεν επαναστατείς;
Γιατί, λοιπόν, μιμείσαι την επιβλαβή για σένα ιδιότητα των αλόγων ζώων και δεν μιμείσαι την επωφελή; Άκου τον Προφήτη που λέγει ότι και οι σκύμνοι (οι μικροί λέοντες δηλαδή) όταν χρειάζονται τροφήν, ωρύονται και ζητούν από τον Θεόν, και έτσι λαμβάνουν για να καταβροχθίσουν. Όταν λέγει σκύμνους λεόντων, αφήνει με αυτό να εννοηθεί από τους νοήμονες ευκόλως ότι το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα άλλα ζώα. Διότι, αν ο λέων που είναι το πιο ωμοφάγον και αρπακτικόν και ρωμαλέον από τα θηρία, δεν ευρίσκει τι να αρπάξει, τι θα ειπούμε για τα άλλα ζώα; Αυτό μας το παρουσιάζει και ο Χριστός στο Ευαγγέλιον, λαμβάνοντας αφορμήν από τα πτηνά και λέγοντας, «ίδετε τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Αδελφοί, «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού», και θα είσθε αιωνίως κληρονόμοι, όχι μόνο της αδιαδόχου αυτής Βασιλείας του Θεού, δικαιωμένοι με την χάρη του, αλλά και τα παρόντα «προστεθήσεται υμίν». Εάν όμως δεν ζητείτε πρωτίστως την Βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που πηγάζει από αυτόν, αλλά μόνον εκείνα που τρέφουν και θάλπουν το ρευστόν τούτο σώμα, ούτε αυτά θα λάβετε. Αλλά και αν τα λάβετε, θα είναι για μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και του ιδίου του σώματος και καταδίκην και ζημίαν της ψυχής αιώνιον.
Αυτό έδειξε και εκείνος που ήκουσε από τον Αβραάμ ότι «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Εζήτησαν κάποτε και οι Ιουδαίοι να φάγουν κρέας στην έρημο. Και ο Θεός τους έδωσε αναρίθμητον πλήθος ορτυγομήτρας, «και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα, και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς (την ικανοποίησε δηλαδή). Αλλά έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς, και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών, και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν (τούς έριξε νεκρούς δηλαδή)». Γιατί η οργή του Θεού εφόνευσεν μεγάλο μέρος από το πλήθος; Ακριβώς επειδή εγόγγυζαν αφόβως εναντίον του Θεού και του κατά Θεόν προϊσταμένου των, και τους κατηγορούσαν. Και γιατί έριψε κάτω νεκρούς τους εκλεκτούς του Ισραήλ; Διότι δεν συγκρατούσαν το πλήθος από την ορμήν προς το χειρότερο. Τοιούτοι είναι όσοι εκβάλλονται από την ιεράν Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού, είτε στον παλαιόν είτε στον νέο λαό του Ισραήλ ανήκουν. Αυτό δεικνύει και ο Κύριος όταν λέγει στα Ευαγγέλια, «ελεύσονται από ανατολών και δυσμών και βορρά, και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ εν τη βασιλεία του Θεού, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται έξω, εις το σκότος το εξώτερον». Ποίοι είναι λοιπόν οι υιοί της Βασιλείας που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεόν, και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθόν έργο.
Ποίοι είναι αυτοί που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνον της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστιν ειλικρινή τον νόμο και την διδασκαλία του Πνεύματος, και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους.
Όποιος θέλει να συνταχθεί με αυτούς, και να απαλλαγεί από το σκότος το εξώτερον και να αξιωθεί του ανεσπέρου φωτός της Βασιλείας του Θεού και να συνδιαιωνίζει με τους αγίους που αναπαύονται στους ουρανούς, ας εκδυθεί τον παλαιόν άνθρωπο που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες, δηλαδή μέθη, πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μίσος, οργή, καταλαλιά και κάθε πονηρόν πάθος. Ας ενδυθεί δε με έργα «τον νέον άνθρωπον τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», μέσα στον οποίον υπάρχει αγάπη, φιλαδελφία, καθαρότης, εγκράτεια και κάθε είδος αρετής. Με τις αρετές αυτές ενοικίζεται μέσα μας ο Χριστός, και μας ειρηνοποιεί με τον εαυτόν του και μεταξύ μας «εις δόξαν εαυτού και του ανάρχου αυτού Πατρός και του συναϊδίου και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(13ος – 14ος αιών – ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τόμ. 11, σελ. 376. Από το βιβλίο “ Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 403 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2097

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά – Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιδ΄ 16-24
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Το ουράνιο πανηγύρι

Ουράνιο κάλεσμα

Ένα Σάββατο ο Κύριος προσκλήθηκε και κάθισε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου για φαγητό. Κι ένας απ’ αυτούς που ήταν στο τραπέζι, του είπε: Μακάριος είναι εκείνος που θα φάει γεύμα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος τότε πήρε αφορμή για να μιλήσει για την αιώνια ευφροσύνη της Βασιλείας του Θεού με την παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Κάποιος άνθρωπος, είπε, έκανε μεγάλο βραδινό συμπόσιο και κάλεσε πολλούς. Κι έστειλε το δούλο του για να πει στους προσκεκλημένους: Ελάτε, όλα πλέον είναι έτοιμα για το μεγάλο δείπνο.
Μας προκαλεί εντύπωση ότι, ενώ ο Κύριος ρωτήθηκε για γεύμα, μιλάει για δείπνο. Γιατί λοιπόν ονομάζει την ουράνια Βασιλεία του δείπνο και μάλιστα μέγα δείπνο; Ο Κύριος προτιμά να αναφερθεί σε δείπνο, διότι ένα δείπνο έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ένα μεσημεριανό τραπέζι και έχει μεγαλύτερη ευφροσύνη. Θέλει έτσι να δείξει ότι το πανηγύρι της Βασιλείας του θα είναι ατελεύτητο και λαμπρό. Μη φαντασθούμε βέβαια με τη λέξη «δείπνο» κάποιο υλικό βραδινό συμπόσιο που κάποτε τελειώνει ή δημιουργεί κορεσμό, αλλά δείπνο πνευματικό, όπου θα απολαμβάνουμε τα πλούσια πνευματικά αγαθά που ετοίμασε ο Θεός για μας. Και ποια είναι τα αγαθά του ουρανίου δείπνου; Ούτε μπορούμε να φαντασθούμε. Πώς να καταλάβουμε τι σημαίνει ότι αιωνίως θα συναναπαυόμαστε με τους δικαίους και όλες τις αγγελικές θείες δυνάμεις και θα γευόμαστε τις άπειρες πνευματικές δωρεές του Θεού; Πώς να κατανοήσουμε τι σημαίνει αιώνια αναψυχή και ευφροσύνη, τι σημαίνει πνευματικός χορτασμός των πτωχών ψυχών μας στην επουράνια Βασιλεία του;
Ο Θεός λοιπόν ετοίμασε για μας άπειρα και απερίγραπτα αγαθά, που δεν μπορούμε να σκεφθούμε και να συλλάβουμε. Και απευθύνεται στον καθένα μας και μας καλεί στη Βασιλεία του για να μας καταστήσει αιώνια ευτυχισμένους. Μας καλεί μέσα από τις περιστάσεις της ζωής μας, με διάφορα πρόσωπα δικά του που στέλνει στη ζωή μας, μας καλεί με την Εκκλησία του και τα Μυστήριά της, με τη μελέτη και την ακρόαση του θείου λόγου, με τις θείες επισκέψεις στο νου και στην καρδιά μας, με θεία σκιρτήματα και νεύσεις. Μας καλεί με μία εσωτερική φωνή στη συνείδησή μας, στα μύχια των καρδιών μας. Ελάτε, μας λέει ο Θεός. Όλα είναι έτοιμα. Το ουράνιο δείπνο σας περιμένει. Μας περιμένει δηλαδή μια ζωή αιώνια, μια κοινωνία με το Θεό και τους αγίους, ένα πανηγύρι που δεν θα τελειώσει ποτέ.

Χωρίς προφάσεις

Οι προσκεκλημένοι της Παραβολής σαν να ήταν συνεννοημένοι άρχισαν να αρνούνται το κάλεσμα του οικοδεσπότη και να δικαιολογούν την απουσία τους από το δείπνο. Ο πρώτος είπε: Αγόρασα ένα χωράφι και πρέπει να πάω εκεί να το δω. Σε παρακαλώ, θεώρησε δικαιολογημένη την απουσία μου. Άλλος πάλι είπε: Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, δικαιολόγησε την απουσία μου. Κι ο τρίτος απάντησε πιο ψυχρά: Πριν από λίγο έκανα το γάμο μου και δεν μπορώ να έλθω.
Όταν επέστρεψε ο δούλος στον κύριό του και του διηγήθηκε τα όσα έγιναν, εκείνος θύμωσε και του είπε: Βγες γρήγορα στις πλατείες και τα στενά και φέρε εδώ μέσα τους πτωχούς και τους σακάτηδες, τους χωλούς και τυφλούς. Ύστερα από λίγο επέστρεψε πάλι ο δούλος και είπε: Κύριε, έγινε όπως διέταξες. Υπάρχει όμως ακόμη χώρος στο σπίτι. —Βγες λοιπόν έξω απ’ την πόλη στους δρόμους και παρακίνησε επίμονα όσους βρεις να ‘ρθουν εδώ, να γεμίσει το σπίτι μου, του είπε ο οικοδεσπότης. Κι έκλεισε ο Κύριος την παραβολή λέγοντας: Κανείς από τους ανθρώπους που αρνήθηκαν το κάλεσμα, δεν θα γευθεί το δείπνο μου.
Βέβαια μέσα από την Παραβολή ο Κύριος θέλει να υποδηλώσει ότι οι Εβραίοι, που θεωρούσαν ότι έχουν πρώτοι το δικαίωμα στη Βασιλεία του Θεού, τελικά αποκλείσθηκαν απ’ αυτήν για να την απολαύσουν οι εθνικοί. Όμως η Παραβολή αυτή έχει και γενικότερη εφαρμογή στον καθένα μας. Διότι ο Θεός καλεί όλους μας. Και είναι φοβερό να αρνηθούμε την κλήση του προβάλλοντας τις ανόητες προφάσεις των αρνητών της Παραβολής. Είναι προφάσεις μικρές και υποκριτικές, που ξεσκεπάζουν την κακή διάθεση των προσκεκλημένων. Διότι όλοι τους είχαν ειδοποιηθεί από καιρό για το δείπνο αυτό. Θα μπορούσαν να είχαν ρυθμίσει το πρόγραμμά τους, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν. Αυτές οι προφάσεις όμως επιπλέον δείχνουν πόσο μας περισπούν και μας δένουν οι φροντίδες της ζωής, η εργασία μας και οι οικογενειακές μας υποχρεώσεις.
Αν όλοι οι άνθρωποι ιεραρχούσαμε σωστά τα πράγματα και εκτιμούσαμε την πρόσκληση του Θεού, θα λέγαμε: Με καλεί ο Θεός στη Βασιλεία του. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί ικανό να μου στερήσει τον Παράδεισο. Διαφορετικά περιφρονώντας την πρόσκληση και τη χάρη του Θεού κινδυνεύουμε να τη χάσουμε για πάντα. Κινδυνεύουμε να χάσουμε όχι κάτι μικρό, αλλά το μεγαλύτερο, το άπειρο, τον ίδιο τον Θεό. Κι αν χάσουμε τον Θεό, χάσαμε τα πάντα. Καμία πρόφαση λοιπόν να μη σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας προς τη Βασιλεία του Θεού. Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ“, τ. 1990

Κυριακή των Προπατόρων

Σήμερα η Εκκλησία τιμάει τους Προπάτορες, τους Δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης. Τα στάδια της πνευματικής ζωής είναι τρία η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Στο πρώτο, στη κάθαρση, κυριαρχούν μέσα στον άνθρωπο τα πάθη, η αρρώστια. Τα τρία βασικά πάθη είναι αυτά που περιέγραψε ο Χριστός στο σημερινό Ευαγγέλιο: φιλαργυρία, φιλοδοξία και φιληδονία. Αυτά κρύβουν οι δικαιολογίες που χρησιμοποίησαν οι προσκεκλημένοι για να μη πάνε στο Δείπνο. Η καρδιά του ανθρώπου είναι σπήλαιο ληστών. Τα πάθη κλέβουν τη ζωή. Μέσα στην Εκκλησία με τη θεία Χάρη και τη δικιά του συνέργια, με την Εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, αγωνίζεται ο θνητός να καθαριστεί.

Όσο βρίσκεται κανείς ακόμη στο στάδιο της Κάθαρσης συνήθως δεν αισθάνεται θετικά αποτελέσματα από τη δράση της θείας Χάρης. Το φάρμακο δρα θεραπευτικά και ξοδεύεται για την ίαση των εντός πληγών. Οι πρώτοι Χριστιανοί περνούσαν αυτό το στάδιο όσο ήσαν ακόμα Κατηχούμενοι. Και όταν, οι Πνευματικοί που τους παρακολουθούσαν, έβλεπαν ότι έχουν χάσει μέσα τους τα πάθη την αρχική τους δύναμη, τους οδηγούσαν στο Βάπτισμα, το οποίο ονομαζόταν και Φώτισμα, ακριβώς επειδή με το Βάπτισμα πλέον περνούσαν στο στάδιο του Φωτισμού. Τότε ο πιστός, αρχίζει να νοιώθει θετικά αποτελέσματα, από την ενέργεια της θείας Χάρης. Χαρά, δύναμη, έμπνευση, αγάπη κ.λπ.

Βασικό κριτήριο, του ότι κάποιος έχει φτάσει στο στάδιο του Φωτισμού είναι η λεγόμενη, νοερά καρδιακή προσευχή. Ο απόστολος Παύλος μας λέει, Αδιαλείπτως προσεύχεσθαι! Πως είναι δυνατόν να προσευχόμαστε συνεχώς; Δεν θα διαβάσουμε; Δεν θα συζητήσουμε; Δεν θα κοιμηθούμε; Ναι, με το μυαλό δεν είναι δυνατόν να προσευχόμαστε συνεχώς. Με το μυαλό δεν γίνεται. Γίνεται όμως με την καρδιά. Όταν αγαπάμε κάποιον και είμαστε κοντά του, μπορεί να διαβάζουμε κάτι άσχετο, αλλά χαιρόμαστε, θερμαίνεται, χτυπάει η καρδιά μας, επειδή είναι κοντά το αγαπημένο πρόσωπο. Και μόνο η ανάμνηση του αρκεί για να μας ζεστάνει την καρδιά. Κάπως έτσι γίνεται και με το Χριστό στη νοερά προσευχή. Ότι και αν κάμνει ο άνθρωπος, και όταν κοιμάται, και όταν αγρυπνεί, η καρδιά του δεν καθεύδει, χτυπά από αγάπη για το Χριστό. Από αγάπη, όχι συναισθηματική, όχι ανθρώπινη, αλλά από αγάπη που δίνεται άνωθεν, ως χάρισμα. Ο απόστολος Παύλος τονίζει: “Δεν πήρατε πνεύμα δουλείας … αλλά Πνεύμα υιοθεσίας εν ώ κράζομεν, Αββά ο Πατήρ” και αλλού, “Έστειλε ο Θεός το Πνεύμα του Υιού του στις καρδιές μας, και το Πνεύμα αυτό κράζει, Αββά ο Πατήρ”. Και δεν τα γράφει αυτά σε καλόγερους, αλλά στους Ρωμαίους και τους Γαλάτες!

Ο Αδάμ πριν την πτώση βρισκόταν στο φωτισμό. Είχε νοερά προσευχή. Η καρδιά του ήταν σαν μία στέρνα γεμάτη με νερό, τη θεία Χάρη. Μετά την πτώση έχασε το νερό, έχασε όμως και τη στεγανότητά της η στέρνα, γέμισε και με πάθη. Αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα. Ο Χριστός ήρθε για να νικήσει τον θάνατο. Να αποκαταστήσει την στεγανότητα της στέρνας και επιπλέον να κάνει την στέρνα πηγάδι. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος αποκαθίσταται στην προπτωτική κατάσταση και βρίσκεται και ακόμη ψηλότερα γιατί γίνεται μέλος της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού. Όποιος καθαρίζει το πηγάδι νοιώθει να κυκλοφορεί μέσα του το ζωογόνο αίμα, η θεία Χάρη. Τρέφεται και ζει.

Οι προ Χριστού, οι Προπάτορες βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση. Αγωνίζονταν φιλότιμα να καθαρίσουν το πηγάδι αλλά τα τοιχώματά του ήταν κατεστραμμένα. Δέχονταν τη θεία Χάρη αλλά σύντομα την έχαναν. Έφταναν ακόμα και στην θέωση αλλά είχε επάνω τους εξουσία ο θάνατος και γρήγορα στέρευε το μισογκρεμισμένο πηγάδι. Πολύ πιο δύσκολη είναι η θέση του πλουσιόπαιδου που ξέπεσε παρά του άλλου που από μικρό συνήθισε στη φτώχεια. Όταν υποχωρούσε η θεία Χάρη τα πάθη αγρίευαν. Ο άνθρωπος διψά για ζωή και πολύ περισσότερο διψά αυτός που κάποτε την γεύτηκε. Έτσι εξηγούνται τα διάφορα ηθικά παραπτώματα των Δικαίων που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη και σκανδαλίζουν τους ηθικολόγους Προτεστάντες και εμάς τους Φαρισαίους. Ο Αβραάμ που έδωσε το όνομά του στον Παράδεισο· “κόλποι του Αβραάμ”. Ο Αβραάμ που μέχρι να έρθει ο Μωυσής και να μιλήσει για τον ΓΙΑΧΒΕ δάνεισε το όνομά του στο Θεό, “ο Θεός του Αβραάμ του Ισαάκ και του Ιακώβ”. Αυτός ο μέγας Αβραάμ έκανε τούτο έκανε τάλλο … Η σημαντικότερη γνώση είναι η γνώση της ανθρώπινης αδυναμίας και της δύναμης του Θεού. Τι έστι άνθρωπος; Τίποτα.

Για να καταλάβουμε πόσο “τίποτα” είναι ο άνθρωπος όταν τον εγκαταλείψει η θεία Χάρη ας δούμε την περίπτωση ενός μετά Χριστόν αγίου. Ο άγιος Ιάκωβος ο ασκητής γιορτάζει στις 28 Ιανουαρίου. Γράφει ο Συναξαριστής: “Εις άρχων ένδοξος έχων θυγατέρα δαιμονιζομένην επρόσφερεν αυτήν εις τον όσιον δια να την ιατρεύση. Ο δε άγιος προσευχηθείς παρευθύς την ηλευθέρωσεν”. Τέτοια δύναμη είχε ο άγιος! “Ο πατήρ φοβηθείς μήπως πάλιν ο δαίμων ενοχλήση αυτήν αφήκε την κόρην ομού με τον νέον αδελφόν της εις το σπήλαιον του οσίου. Ο δε όσιος νικηθείς από την επιθυμίαν, φεύ του παραπτώματος! Διαφθείρει την κόρην, και έπειτα φονεύει την γυναίκα και τον αδελφόν της. Εκ τούτου απελπισθείς υπάγη εις τον κόσμον. Αλλ’ ενώ απήρχετο απαντά αυτόν ευλαβής τις μοναχός, εις του οποίου τας παραινέσεις και συμβουλάς υπακούσας ο όσιος εκλήσθη εντός ενός τάφου. Μετά ταύτα γενομένης ξηρασίας και αβροχίας εις την χώραν εκείνην προστάζει ο Θεός τον επίσκοπον της πόλεως ότι, αν ο Ιάκωβος, δεν προσευχηθή, δεν θέλει λυθή η αβροχία. Τότε λοιπόν υπήγεν εις τον όσιον ο επίσκοπος με όλον τον λαόν και πολλά παρακαλέσας αυτόν τον έπεισε δια να προσευχηθή. Όθεν ευθύς άμα προσηυχήθη έγινε βροχή πολλή”!

Ο άνθρωπος μέσα σε μια μέρα μπορεί να βρεθεί από τη γη στον ουρανό, και πάλι στα καταχθόνια. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Η θεία Χάρη τον ανεβάζει στον ουρανό όταν ταπεινώνεται και μετανιώνει και τον εγκαταλείπει όταν υπερηφανεύεται, όταν νομίζει ότι είναι κάποιος. Και τότε “νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης”. Ο άνθρωπος μακριά από το Θεό ή πέφτει στο βόρβορο των κτηνωδών παθών ή πετάει σε σφαίρες δαιμονιώδους εγκεφαλικής υπερηφάνειας. Οι υπερήφανοι ηθικολόγοι σκανδαλίζονται όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη αλλά οι ταπεινοί γνώστες της ανθρώπινης αδυναμίας σέβονται με το δράμα των Προπατόρων, των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης που αγωνίζονταν να τηρήσουν το θέλημα του Θεού μέσα στις αντίξοες προ Χριστού συνθήκες. Τότε που κυριαρχούσε ο θάνατος, τότε που ακόμη δεν είχε δοθεί το Πνεύμα του Υιού το οποίο κράζει στις καρδιές των προσευχομένων Αββά ο Πατήρ. Σέβονται και ταπεινά παρακαλάνε να έχουν τις πρεσβείες του Αβραάμ κι όλων των Προπατόρων. Αμήν.

Κυριακή των Προπατόρων ,Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει «τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος»· εἶναι «τὸ συμπόσιον τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ἀποκαλύπτει τὴν «ἐν Χριστῷ πανήγυριν καὶ τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων (ἐπειδὴ προφανῶς ἤθελε καὶ ἄλλους λόγους καὶ συμβουλὲς νὰ ἀκούση ἀπὸ Αὐτόν) τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχής, μακάριος, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθῆ νὰ καθίση μαζὶ μὲ τὸν Μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχη μετοχὴ στὴν οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῶ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις; Ἐκεῖνος (ὁ οὐράνιος δηλαδὴ οἰκοδεσπότης) προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ τὴν οὐράνια πρόσκληση ἐμεῖς τὴν περιβάλλουμε μὲ μία θανάσιμη ἄρνηση. Εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προ-πτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν θεία καὶ ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν «ἄρτο τῆς ζωῆς», γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι. Τοῦτο τὸ δεῖπνο μᾶς προσφέρει «οὐχὶ κοινὸν ἄρτον οὐδὲ κοινὸν ποτὸν» ἀλλὰ «Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον». Σὲ τρεῖς κατηγορίες ὁ Κύριος κατέταξε ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τῶν ἀγαθῶν τοῦ δείπνου Του. Πρῶτον εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ θεωθοῦν διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατί εἶναι δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν, ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν σὰν δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε «εὐχαριστιακά», ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας. Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικῶς πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατί ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸ χρόνο, νὰ μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, δὲν ἀρνεῖται τὴν τίμια ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δοῦναι-λαβεῖν, τοῦ ἰσολογισμοῦ, τοῦ κέρδους.

Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει σὰν δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στὸ μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θεωροῦν τὸ γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη σὰν ἐμπόδιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τὴν συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, τὴν ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ποὺ παύει νὰ εἶναι βιολογικὴ καὶ ἐξωτερικὴ σύναψη καὶ γίνεται μυστηριακὴ ἑνότητα. Δὲν εἶναι ὁ εὐλογημένος γάμος ἐμπόδιο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό μας, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Οὔτε τὸ βάρος τῆς οἰκογενείας εἶναι ἀφορμή, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν μετάληψη, τὴν Θεία Κοινωνία. Ἀντίθετα ἐλαφρώνει τὸ βάρος καὶ ἀφήνει ἄνοιγμα, γιὰ νὰ περάση ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίση, ἀδελφοί.

Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχὴ τοὺς στὸ Μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά. Γι᾿ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν οἱ ἀνήκοντες στὴν ὁμάδα αὐτὴ πάρα πολὺ γιὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴν σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα.
Ξεχνοῦν τὸν Θεό, ἀρνοῦνται τὸν ἐκκλησιασμό, ἀποφεύγουν τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἐπιλέγουν τὸν θάνατο. Κοντολογῆς «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεται» τοῦ οὐρανίου δείπνου, δηλαδὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος ὀνομάζει «Φάρμακον Ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν». Θαρρῶ, ἀδελφοί, πὼς ὅλοι ἔχουμε ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περὶ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾶ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μεταγγίζει Ζωὴ καὶ Ἀνάσταση, καθὼς καὶ τὴν συμπεριφορά μας ὡς χριστιανῶν, ὡς μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑποφέρουμε ἀπὸ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς αὐτονομίας. Ὅλα σήμερα αὐτονομοῦνται· ὑλικὰ ἀγαθά, ἐργασία, οἰκογένεια, δεξιότητες, ἱκανότητες, ὅλα χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος κυριολεκτικὰ ἀλλοτριώνεται. Γίνεται δοῦλος τοῦ χρόνου καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἐνανθρώπηση ὅμως τοῦ Κυρίου μας ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατί ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ κάθε παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο προέκταση τοῦ παρόντος καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πρίγκηπες καὶ κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του, συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο, μεγάλο δεῖπνο Του.

Κυριακὴ 11η Λουκᾶ, Ἀπόστολος Κυριακῆς τῶν προπατόρων (Κολοσσ. 3, 4–11) Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ








«Ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς... ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν καὶ αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».

Ἀδελφοί μου· σ’ ὅλους εἶναι γνωστὸ ὅτι «ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα». Τὰ λόγια εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὰ λόγια ἐξωτερικεύει τὴν ψυχή του. Τὰ λόγια εἶναι τὸ μεγάφωνο τῆς καρδίας του. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς προσωπικότητάς του· Σ’ αὐτὰ (τὰ λόγια του δηλ.) φωτογραφίζεται ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Τὰ λόγια μας ἄλλοτε εἶναι δοξολογία καὶ εὐλογία κι ἄλλοτε κατάρα. Ἄλλοτε μοιάζουν μὲ δροσερὸ ἀεράκι κι ἄλλοτε σὰν ἀστραπὴ καὶ καταιγίδα. Ὁ καθένας μας προσεγγίζει ἢ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν τελειότητα ἀνάλογα μὲ τὰ λόγια του· «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει οὗτος τέλειος ἀνὴρ» μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (Ἰακώβ. 3-2).

Σήμερα θὰ σταθοῦμε γιὰ λίγο στὸ ἁμάρτημα τῆς βλασφημίας καὶ τῆς ὕβρης. Σ’ ὅλους μας εἶναι γνωστὴ ἡ τρίτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου· «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προφέρης, «νὰ μελετᾶς» τὸ πανάγιο ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος ὅποιος χωρὶς λόγο λησμονεῖ τὸν σεβασμὸ ποὺ ὀφείλει στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἂν ἡ ἄκαιρη καὶ μάταιη χρήση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁμαρτία, τότε τί εἶναι ἡ βλασφημία καὶ ἡ βεβήλωση μὲ αἰσχρὰ λόγια τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ;

Ὑπάρχει ἆραγε ἀπὸ τούτη μεγαλύτερη ἁμαρτία; Βλασφημεῖ τὸ παιδὶ τὸν πατέρα του, ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη, ὁ εὐεργετημένος τὸν εὐεργέτη του. Πῶς νὰ χαρακτηρίση κανεὶς τὸ βλάσφημο; Καὶ ἀντίθεος εἶναι καὶ ἀχάριστα ἐκδηλώνεται καὶ πωρωμένος ὑπάρχει· εἶναι ψυχικὰ λερωμένος καὶ μὲ τὸ βέβηλο στόμα του βρίζει μὲ χυδαιότητα τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ. Δὲν εἶναι τολμηρὸ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ὁ βλάσφημος εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας Τὸν φίλησε, δὲν Τὸν ἔβρισε· Τὸν χαιρέτησε, δὲν Τὸν βλασφήμησε. Τοῦ εἶπε «ραββί», Διδάσκαλε, ἐνῶ μποροῦσε νὰ Τὸν περιφρονήση· νὰ λοιπὸν ὅτι κάθε βλάσφημος εἶναι καὶ ἕνας προδότης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ξεπερνάει καὶ τοῦ Ἰούδα τὴν προδοσία.

Γράφει κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «Οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς ὅταν τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημῆται». Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ Λευϊτικό, ἀναφέρεται κατηγορηματικά· «ἄνθρωπος ὃς ἐὰν βλασφημήσῃ Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται· ἀτιμάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου θανάτῳ θανατούσθω· (Λευϊτ. 24 – 15). Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος μᾶς πληροφορεῖ· «Ἂν νομίζη κανείς πὼς εἶναι θρῆσκος ἀνάμεσά σας χωρὶς νὰ διευθύνη μὲ χαλινάρι τὴ γλῶσσα του, σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο εἶναι μάταιη–ἄχρηστη ἡ θρησκεία» (Ἰακώβ. 1 – 26).

Καὶ στὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν», στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔχει γραφῆ «ὅτι ὅποιος φυλάσσει τὸ στόμα του καὶ ἐλέγχει τὴν γλῶσσα του, αὐτὸς ἔχει ὀχυρώσει τὸν ἑαυτό του κατὰ τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἁμαρτίας» (Παροιμ. 21–23). Ἡ γλῶσσα χωρὶς ἔλεγχο εἶναι φοβερὸ κακό· ἀδελφοί, τὸ κακὸ ἔχει παραγίνει· ἡ βλαστήμια καὶ ἡ αἰσχρολογία πλημμυρίζει τὴ συγχρόνη ζωή. Κατακλύζει μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔχει καταντήσει ἀρρώστια μολυσματική. Χολέρα τῆς ψυχῆς ποὺ ἑξαπλώνεται ἐπικίνδυνα καὶ στὰ φτωχόσπιτα καὶ στὰ πλουσιόσπιτα· καὶ στὰ λιμάνια καὶ στοὺς κύκλους τῶν μορφωμένων· καὶ στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα καὶ στὸν στρατό· βλαστημοῦν καὶ χυδαιολογοῦν μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἄλλοι ἀπὸ κακὴ συνήθεια, ἄλλοι σὲ στιγμὲς ἔξαψης καὶ θυμοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ μᾶς συνιστᾶ· «Καμμιὰ σάπια καὶ βλαβερὴ φράση νὰ μὴν βγαίνη ἀπὸ τὸ στόμα σας» (Ἐφεσ. 4–23), γιατὶ λόγοι σαπροὶ καὶ αἰσχροὶ καὶ ἄσεμνοι εἶναι δεῖγμα ἠθικῆς κατωτερότητας. Ἂν γιὰ ὁποῖον πῆ τὸν ἀδελφό του, τὸν συνάνθρωπό του, «ἀνόητο» ὑπάρχη τιμωρία, ποινή, ποιὰ θἆναι ἡ τιμωρία καὶ ἡ καταδίκη αὐτῶν ποὺ βρίζουν τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντας; Ἂς πληροφορηθοῦν λοιπὸν ὅτι «λοίδοροι... βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορινθ. 6–10).

Ἀγαπητοὶ ἀκροατὲς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πολύαθλος Ἰώβ, ἀφοῦ ἔχασε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, χτυπήθηκε ἀπὸ τρομερὴ ἀρρώστια, τὴν λέπρα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τοῦ εἶπε ἡ γυναῖκα του· «Τί σοῦ χρειάζεται πιὰ ἡ ζωή»· «Εἰπὲ ῥῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα». Τὸν συμβούλεψε δηλ. νὰ βλαστημήση καὶ νὰ καταραστῆ τὸν Θεό· Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε· «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Καὶ διαπιστώνουμε ὅλοι μαζί μὲ τὸν θεόπνευστο συγγραφέα ὅτι «οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Ἰὼβ 2, 7–10). Κράτησε τὸ στόμα του καθαρὸ ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ναί, ἀδελφοί μου· Ἂς τὸ κρατήσουμε καὶ ἐμεῖς · Ἀμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...