Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ-Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Πασσᾶ Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. ιδ΄, 16-24)

Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ στὸ βασιλικὸ δεῖπνο Του εἶναι βέβαιο. Τὸ ὅτι αὐτὸ τὸ δεῖπνο τὸ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ ὅλους μας κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Τὸ ἂν ὅμως θὰ εἴμαστε παρόντες σ᾿ αὐτὸ, αὐτὸ μονάχα δὲν εἶναι βέβαιο. Καὶ δὲν εἶναι βέβαιο, γιατὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση καὶ βούληση νὰ ἀνταποκριθοῦμε θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ στὴν πρόσκλησή Του.

Ὅ,τι φυσικὰ προέρχεται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ Αὐτὸν, αὐτὸ καὶ βέβαιο εἶναι καὶ σίγουρο. Γιατὶ ὁ Θεὸς ὅ,τι ὑπόσχεται καὶ ὅ,τι ἐξαγγέλλει, τὸ ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο, ἄφθονα καὶ πλούσια. Ὅ,τι δὲ ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ ἐμᾶς, αὐτὸ εἶναι καὶ φτωχὸ καὶ μίζερο. Μὰ τὸ σπουδαιότερο εἶναι πὼς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀβεβαιότητα, ἔλλειψη σιγουριᾶς καὶ ἐπανειλημμένες μεταβλητότητες.

Κάνει ὅμως ἐντύπωση ἡ ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ μᾶς πείσει νὰ λάβουμε μέρος στὸ δεῖπνο Του. Νὰ ἀκριβῶς τί γράφει στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐ­αγγελίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ: «Καὶ εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὸν ὑπηρέτη του· ἔβγα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράκτες τῶν κτημάτων, ὅπου συνήθως μαζεύονται οἱ περιπλανώμενοι... καὶ παρακίνησε ἐπιμόνως ὅσους βρεῖς ἐκεῖ νὰ ἔλθουν, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ σπίτι μου...».

Μένοντας δὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τ᾿ ἀκόλουθα σημαντικὰ θέματα:

Πρῶτο. Μπροστά μας ὑπάρχει ἕνα δεῖπνο καὶ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ ἐμᾶς, ὅλους μας. Αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, ὅπου καλούμαστε νὰ λάβουμε μέρος καὶ νὰ κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ αὐτοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ.

Δεύτερο. Αὐτὸς ποὺ μᾶς προσκαλεῖ ἐπιμένει νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ δεῖπνο Του καὶ νὰ μᾶς κάνει συνδαιτημόνες Του. Ὅσοι δὲ διστάζουν, τὸ κάνουν ἐκφράζοντας δειλία, φοβούμενοι μήπως ἀποπεμφθοῦν ἢ ἀρνούμενοι τὸ βάρος τῆς πράξεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιεῖ τὴν πειθὼ καὶ μόνο, προκειμένου νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους.

Τρίτο. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἀπεσταλμένου, γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς περιπλανώμενους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὑποδηλώνει τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀπευθύνεται πρὸς τὰ ἔθνη. Καλεῖ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν τὸ μήνυμά Του, μήνυμα ἀγάπης, γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τους.

Τέταρτο. Ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσάγει τοὺς πάντες στὸν ἄπειρο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του. Δίνει σ᾿ ὅλους τὴν εὐκαιρία νὰ γευτοῦν τοῦ πλούτου τοῦ δείπνου Του καὶ νὰ βιώσουν τὴ βαρύτιμη δωρεά Του, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή Του.

Ὅμως ἡ οἰκία τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρη καὶ μεγάλη, στὸ τέλος θὰ γεμίσει. «Θὰ γίνει δὲ αὐτό, ὅταν ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν συμπληρωθεῖ καὶ ὅταν πάντες, ὅσοι πῆραν τὴν πρόσκλησή Του, προσαχθοῦν σ᾿ αὐτήν».

Γνωρίζοντας ὅμως ὁ Χριστὸς τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ πὼς στὴν πρόσκλησή Του βρίσκουν φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες δικαιολογίες, προκειμένου οἱ περισσότεροι νὰ τὴν ἀρνηθοῦν, λέγει τὰ πιὸ κάτω λόγια, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.

«Σᾶς βεβαιώνω ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοὺς προσκαλεσμένους, ὄχι μόνο δὲν θὰ παρακαθίσει, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν θὰ γευθεῖ τοῦ δείπνου μου!». Διαβεβαιώνει μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός πὼς εἶναι σταθερὴ ἡ ἀπόφασή Του, ποὺ δημοσίως τὴ διακηρύσσει, ὅτι αὐτοὶ ποὺ περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του δὲν θὰ λάβουν μέρος στὸ δεῖπνο Του.

Συνεπῶς αὐτοὶ ποὺ δὲν περιφρόνησαν τὴν πρόσκλησή Του, αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν νὰ εἰσέλθουν στὸ δεῖπνο Του, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν. Δὲν θὰ τοὺς ἐμποδίσει κανείς μήτε θὰ τοὺς ἐλέγξει κανείς.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θὰ τοὺς ἐμποδίσει ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα, εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς, ἂν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν πρόσκλησή Του θελήσουν νὰ σταθοῦν δίπλα Του μὲ ὅλο τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν τους, φέροντας δὲ τὴν ρυπαρότητα τῶν ἐνδυμάτων τους, δὲν θὰ τὰ καταφέρουν, γιατὶ ὁ Χριστὸς παρέχει τὸ καινούργιο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διάσωσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ζητεῖ νὰ τὸ ἀλλάξουμε μὲ τὸ δικό μας τὸ ρυπαρό. Νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ ἔνδυμά Του, δηλαδὴ τὴ ζωή Του. Νὰ βαδίσουμε δίπλα Του ὡς νέοι, δίχως ρυπαρότητα καὶ κηλίδα μὰ καθαροὶ καὶ λαμπεροί!

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα ἑτοιμασμένο δεῖπνο καὶ τί νόημα ἔχει ὅτι αὐτὸ ἑτοιμάσθηκε γιὰ ἐμᾶς, ἄν δὲν ὑπάρχει ἡ δική μας συμμετοχή; Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει δίχως ἐμᾶς; Καὶ μπορεῖ νὰ γεμίσει ἡ οἰκία δίχως τὴ δική μας παρουσία; Δίχως τὴν ἀνθρώπινη συμμετοχή;

Γι᾿ αὐτὸ, ἂς τὸ καταλάβουμε πὼς εἴμαστε οἱ τιμώμενοι ἀπὸ τὸ Θεό. Μᾶς στέλνει τὴν τιμητική Του πρόσκληση· «ἐλᾶτε εἶναι ὅλα ἕτοιμα!». Καὶ ἐμεῖς ἀπαντᾶμε μὲ φθηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες ἀρνήσεις.

Χάνουμε ἔτσι τὴ μοναδικὴ καὶ σωτήρια εὐκαιρία νὰ γευτοῦμε τοῦ δείπνου Του, ποὺ παρέχει τὴ ζωή. Νὰ γίνουμε δηλαδὴ μέτοχοι τῆς ζωῆς Του ποὺ χορηγεῖται, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει καὶ θέλει νὰ ζήσουμε στὸ σπίτι Του τρεφόμενοι ἀπὸ δικό Του τραπέζι.

Κυριακή ΙΑ Λουκᾶ (τῶν Προπατόρων) τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Ρ. Ζουμῆ

 




Bρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, στά προπύλαια τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἔχει σχέσει μέ τό μεγάλο γεγονός, πού περιμένουμε. Μᾶς μίλησε γιά ἕνα μεγάλο, πλούσιο καί ξεχωριστό δεῖπνο. Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί θέλει ὁ Κύριος νά μᾶς πεῖ, θά κάνουμε μία ὑπόθεση, θά ποῦμε ἕνα παράδειγμα.
Κάποιος γνωστός, φίλος ἤ συγγενής πάντρεψε τόν παιδί του καί στό τραπέζι, πού ἔκανε, κάλεσε πάρα πολλούς, ἀλλά δέν προσκάλεσε κάποιον ἀπό ἐμᾶς. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, τί λέτε, δέν θά στενοχωρηθεῖ; δέν θά θεωρήσει τόν ἑαυτό του περιφρονημένο καί προσβεβλημένο;
Τώρα ἄς πάρουμε τήν ἄλλη περίπτωση. Ὁ οἰκοδεσπότης κάλεσε πολλούς στό τραπέζι, μά δέν πῆγε κανένας. Δέν θά στενοχωρηθεῖ καί αὐτός; δέν θά ὀργισθεῖ; δέν θά τά βάλει μέ τούς καλεσμένους, πού ὅλοι τόν περιφρόνησαν;
Στήν πρώτη περίπτωση, κατά τήν ὁποία δέν μᾶς κάλεσε κάποιος ἄνθρωπος, εἶναι μικρό τό κακό, πολύ ἀσήμαντο, μηδαμινό. Δέν χρειάζεται στενοχώρια, οὔτε κἄν νά τό λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας. Τό πρόβλημα εἶναι ἀλλοῦ, εἶναι στήν δεύτερη περίπτωση.
Μᾶς καλεῖ στό τραπέζι ὄχι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, οὔτε ἕνας ἐπίσημος, κάποιος πλούσιος. Μᾶς καλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμή ἀπό αὐτό. Καί μάλιστα δέν τό κάνει μία φορά μόνο, ἀλλά προσκαλεῖ καί ξαναπροσκαλεῖ. Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ ἐπιμονή τοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς πείσει νά λάβουμε μέρος στό δεῖπνο Του, νά παρακαθήσουμε στό τραπέζι Του.
Τό βλέπουμε ὁλοκάθαρα στό εὐαγγέλιο. Ἔστειλε καί ξαναέστειλε τόν ὑπηρέτη του νά εἰδοποιήσει τούς καλεσμένους, ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τό σπίτι του, ἡ αἴθουσα δεξιώσεων τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλη καί εὐρύχωρη. Χωράει πολλούς. Ἐμεῖς γιατί προκλητικά ἀρνούμεθα τήν πρόσκληση καί δέν προσερχόμαστε νά παρακαθήσουμε, ἀδελφοί μου;
Ὁ ἕνας προφασίσθηκε τό χωράφι του. Ἤθελε νά δεῖ πόσο καλό εἶναι. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν φιλάργυρος. Ὁ ἄλλος ἦταν ζωέμπορος. Ἀγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια καί ἤθελε νά τά δοκιμάσει. Μέ ἄλλα λόγια ἔβοσκε σάν αὐτά τά ζῶα στήν ζωή τῶν πέντε αἰσθήσεων. Ἦταν φιλήδονος. Ὁ τρίτος ἦταν νιόπαντρος καί εἶπε ἀδιάντροπα, ἐγώ πάω νά γλεντήσω μέ τήν γυναίκα μου, ἄφησέ με ἥσυχο. Αὐτός πάλι ἦταν φίλαυτος. Νά λοιπόν πού ἔχουν ἀπόλυτο δίκαιο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λένε, ὅτι οἱ ἁμαρτίες χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες, τῆς φιλαυτίας, τῆς φιληδονίας καί τῆς φιλαργυρίας καί αὐτές εἶναι πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό.
Καί σήμερα ἀκοῦμε πολλές καί διάφορες δικαιολογίες ἀπό ἐκείνους, πού δέν θέλουν νά ἐκκλησιαστοῦν. Βλέπετε, δέν εἶπα, πού δέν μποροῦν νά ἐκκλησιαστοῦν, ἀλλά πού δέν θέλουν. Ἄν ἤθελαν θά εὕρισκαν τρόπο. Ὁ χρόνος ἔχει 52 Κυριακές. Πόσες Κυριακές εἶχαν ἐμπόδιο καί δυσκολία καί δέν κατώρθωσαν νά προσέλθουν στόν Ναό; Τί εἶναι ἐκεῖνο, πού θά μᾶς κρατήσει μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία; Μόνο τά βαθειά γηρατειά καί ἡ σοβαρή ἀρρώστια. Τίποτε ἄλλο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὑπόλογοι καί ὑπόδικοι μπροστά στό Θεό.
Βλέπουμε κάποιες φορές ἄδειους τούς Ναούς καί μᾶς πιάνει στενοχώρια. Αὐτό εἶναι μεγάλο λάθος. Ὁ Ναός ποτέ δέν εἶναι ἄδειος, οὔτε καί ὅταν δέν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Ἄν ἐμεῖς ἀδειάζουμε τίς Ἐκκλησίες, ἄν ἐμεῖς δέν προσερχώμαστε, δέν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός, γι᾿ αὐτό καί δέν χρειάζεται νά ἐρχώμαστε μέ τό ζόρι. Οἱ Ἐκκλησίες εἶναι πάντοτε γεμᾶτες, εἶναι γεμᾶτες ἀπό ἀγγέλους. Ἄν δέν ἐκκλησιαζώμαστε, κακό μόνο στόν ἑαυτό μας κάνουμε. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ ἥλιος ἀπό τά δέντρα. Τά δέντρα ἔχουν ἀνάγκη τόν ἥλιο. Ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τόν Θεό καί τήν πίστη μας, γιατί αὐτά τά δύο θά μᾶς σώσουν. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πολύ μικρά, ἀνούσια καί μάταια.
Ἀλλά λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποιούς νά κλάψω; αὐτούς πού ἀπουσιάζουν ἀπό τό Ναό ἤ αὐτούς πού ἐκκλησιάζονται; Ἄλλοι συνομιλοῦν μεταξύ τους, ἄλλοι ξύνονται καί χασμουριοῦνται, ἄλλοι σκέφτονται τίς ἐργασίες τους, ἄλλοι βιάζονται νά φύγουν, σάν νά τούς εἶχαν σέ καταναγκαστικά ἔργα καί ἄς ἦρθαν πρός τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. Μάλιστα κάποιοι φεύγουν πρίν ἀπό τό τέλος, πρίν ἀπό τό δι᾿ εὐχῶν. Αὐτοί μοιάζουν τόν Ἰούδα, πού ἔφυγε βιαστικά, πρίν τελειώσει ὁ Μυστικός Δεῖπνος.
Μά καί ἀπό τούς τόσους πού παραμένουν μέχρι τό τέλος, ποιοί, πόσοι κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστυρίων; Σ᾿ ἕνα τραπέζι πηγαίνουμε γιά νά φᾶμε, ὄχι γιά νά δοῦμε ἁπλῶς τό φαγητό ἤ μόνο νά τό μυρίσουμε καί νά φύγουμε. Ἔτσι καί πάλι προσβάλλουμε αὐτόν, πού μᾶς κάλεσε. Τό εἴπαμε ἀμέτρητες φορές καί πάλι θά τό ποῦμε. Στή θεία Λειτουργία δέν ἐρχόμαστε μόνο γιά νά προσευχηθοῦμε. Ἄν καί δέν γνωρίζω πόσο γίνεται καί αὐτό τό ἐλάχιστο. Ἐρχόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε. Ἄν δέν ἦταν νά κοινωνήσουμε, δέν θά τελούσαμε τήν θεία Λειτουργία. Θά κάμναμε μόνο τόν ὄρθρο καί θά φεύγαμε. Αὐτοί πού δέν κοινωνοῦν, φεύγουν πρίν τήν ἀπόλυση καί δέν παίρνουν οὔτε ἀντίδωρο, τότε γιά ποιό λόγο ἔρχονται στήν Ἐκκλησία;
Στό ἱερώτερο σημεῖο, πού εἶναι ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, ἐπαναλαμβάνουμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες... Καί λίγο ἀργότερα: Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε. Ποιοί νά προσέλθουν; Πέντε ἀπ᾿ ἐδῶ καί ἕξι ἀπό ἐκεῖ; Ὄχι, ὅλοι. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ἀγαπητοί μου, Ὅποιος καταφρονεῖ κάτι, θά καταφρονηθεῖ ἀπό αὐτό. Καί ὅποιος περιφρονεῖ τόν Θεό, θά περιφρονηθεῖ ἀπό Αὐτόν. Ἄν γυρίσουμε τήν πλάτη μας στό Χριστό, ὑπογράφουμε τήν καταδίκη μας. Θά ἔρθει καιρός, πού θά χτυπᾶμε τήν θύρα τοῦ ἐλέους Του καί δέν θά μᾶς ἀνοίγει. Μᾶς τό εἶπε σήμερα ξεκάθαρα καί τό εἴδαμε νά γίνεται στήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων. Ἄς Τόν ἀκούσουμε σ᾿ αὐτήν τήν ζωή, γιά νά ἀκούσει κι᾿ Ἐκεῖνος τήν ἱκεσία μας καί νά μᾶς δεχτεῖ στόν οὐρανό, στή Βασιλεία Του. Ἀμήν.-



Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ, Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά – Συνδαιτυμόνες του Μεγάλου Θείου Δείπνου


ια
ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΘΕΙΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
Ὁ μέγας καί αἰώνιος Οἰκοδεσπότης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά τόν ὁποῖο παραβολικά ὡμίλησε ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Τό μέγα Δεῖπνον του εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ἀπεσταλμένος δοῦλος καί οἱ σέ κάθε γενεά ἀπεσταλμένοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐκάλεσαν καί καλοῦν τούς συνανθρώπους μας στό Θεῖο καί Οὐράνιο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Προσκάλεσαν πρῶτα τούς Ἰουδαίους, τόν ἄλλοτε περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, τήν ἄρχουσα θρησκευτική τάξι τους (Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαίους), τά ἐπίσημα πρόσωπα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί μετά τήν προφασισμένη ἄρνησί τους, στράφηκαν πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, τούς ἁπλοϊκούς καί ἄσημους καί ἔπειτα πρός τούς ξεχασμένους καί περιφρονημένους, τούς πτωχούς καί ἀναπήρους καί χωλούς καί τυφλούς.

Στό οὐράνιο τραπέζι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν χωροῦν ὅλοι καί δέν ἐξαιρεῖται κανένας. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχη καί νά καλλιεργεῖται τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἁπλότητος, τῆς ἀνανήψεως καί τῆς μετανοίας, τῆς θυσίας καί τῆς ἀγαπητικῆς κατά Θεόν ζωῆς.
Οἱ δικαιολογίες καί οἱ προφάσεις τῶν ἐπίσημα προσκεκλημένων τοῦ μεγάλου Δείπνου ἦσαν φαιδρές, γελοῖες καί ἀναξιόπιστες. Ἡ ἀγορά ἑνός ἀγροτεμαχίου καί ἡ ἐπίσκεψίς του ἦταν ἡ πρώτη. Ἡ ἀγορά, ἐπίσης, πέντε ζευγῶν βοδιῶν καί ἡ δοκιμασία τῆς ἀποδοτικότητάς των στό χωράφι, ἡ δεύτερη. Καί ὁ γάμος κάποιου ἄλλου προσκεκλημένου ἦταν ἡ τρίτη πρόφασις καί δικαιολογία. Καί οἱ τρεῖς μαζί δείχνουν τό χαμηλό πνευματικό ἐπίπεδο τῶν καλεσμένων, τήν προσκόλλησί τους στά γήϊνα καί τά φθαρτά καί τήν περιφρόνησι τοῦ οὐρανίου Δείπνου ἀπ' ἐκείνους, λόγῳ τῆς μή συλλήψεως καί συναισθήσεως τῆς ὑψίστης καί ἀσυναγώνιστης τιμῆς καί εὐλογίας του.
Ὅμως, οἱ μή ἐπίσημοι καί διακεκριμένοι, οἱ ἁπλοί καί ταπεινοί, οἱ πτωχοί καί ἄσημοι ἔγιναν κοινωνοί καί μέτοχοι τοῦ Μεγάλου καί Οὐρανίου ἐκείνου Δείπνου, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς ἐπίσημα καλεσμένους, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἔξω τοῦ Θείου Νυμφῶνος καί τοῦ Δείπνου.
Ἀδελφοί μου,
Αὐτοί, πού περιφρονοῦν καί παραθεωροῦν τό Μεγάλο ἐκεῖνο Οὐράνιο Δεῖπνο καί ὅσοι ἀγνοοῦν καί δέν θέλουν νά ἔχουν καμμία κοινωνία καί συμμετοχή στό Οὐράνιο ἐκεῖνο καί αἰώνιο τραπέζι τῆς Ἐπουρανίου Βασιλείας, δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τό ἱερό καί Μυστικό Δεῖπνο, πού τελεῖται καί προσφέρεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί τήν ζωήν τήν αἰώνιον».
Καί γιά τό Πνευματικό Τραπέζι τῆς Θείας Λειτουργίας γίνονται τακτικά κάθε Κυριακή καί ἑορτή καί σέ ἑορτές ἁγίων, καλέσματα πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ποιά, ὅμως, εἶναι ἡ στάσις καί ἡ διάθεσις τῶν σημερινῶν χριστιανῶν μπροστά στό θεῖο κάλεσμα τῆς Θείας Λατρείας καί τοῦ Θείου Κηρύγματος; Διαφέρουν ἀπό τούς τότε προσκεκλημένους ἤ κάνουν παρόμοια καί χειρότερα; Προτιμοῦν τά πνευματικά, τά αἰώνια καί τά ἀθάνατα, ἀπό τά ἐφήμερα καί τά παροδικά, τά εὐτελῆ καί τά κοσμικά;
Ἀραιό, συνήθως, τό ἐκκλησίασμά μας, καί μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, πού εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί πρέπει νά τήν ἁγιάζουμε, γιατί περιφρονεῖται τό θεῖο κάλεσμα καί ἡ Θεία καί μυσταγωγική Λατρεία, χάριν διαφόρων ἐργασιῶν, ἀπασχολήσεων, παζαριῶν, ἐκδρομῶν καί διασκεδάσεων. Κωφεύουμε, πολλές φορές, στό θεῖο κάλεσμα, στό προσκλητήριο τῆς καμπάνας, στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού προσφέρεται στήν Ἐκκλησία μας, στά Κατηχητικά, στά Πνευματικά Κέντρα, στίς Σχολές Γονέων, στίς φιλικές χριστιανικές συντροφιές καί ὅπου ἀλλοῦ. Δέν συμμετέχουμε συνειδητά στή Θεία Λατρεία καί δέν φροντίζουμε νά ἑτοιμαζόμαστε νά κοινωνήσωμε, μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατέρα, στό θεῖο καί Μυστικό Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου μας νά μᾶς ἐνισχύῃ καί νά μᾶς ἐνδυναμώνει στά πνευματικά μας ἀγωνίσματα καί νά μᾶς χαρίζει τήν ἔμπνευσι καί τόν θεῖο φωτισμό οὕτως, ὥστε νά γινόμαστε κοινωνοί καί μέτοχοι τῶν ἁγίων καί ἀθανάτων Μυστηρίων καί νά καλλιεργοῦμε τόν ἅγιο πόθο γιά τά οὐράνια καί ἀνεκλάλητα ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γένοιτο.
† Ὁ Κ.Σ

π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία εις την Κυριακή των Προπατόρων

 

Πρώτα να ευχαριστήσουμε τη χορωδία, τον άρχοντα πρωτοψάλτη και τους μαθητάς του. Να τους ευχαριστήσουμε που κουράζονται να μαθαίνουν τη βυζαντινή μουσική, για να ψάλλουν στην Εκκλησία του Χριστού και έτσι να δοξάζεται ο Θεός, αλλά και να βοηθούνται οι πιστοί να γίνονται πιο καλοί χριστιανοί. Τους ευχαριστούμε επίσης, και για τον κόπο που έκαναν να έλθουν να μας ψάλουν. Και για σήμερα τους ευχαριστούμε, αλλά και εκ των προτέρων τους ευχαριστούμε για όσες άλλες φορές θα έρθουν. Και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίζει να ψάλλουν καλά, ώστε και οι ίδιοι να προσεύχονται, καθώς ψάλλουν στον Θεό, και να βοηθούν τους πιστούς να προσεύχονται.


Κάποτε μας είχε δοθεί η ευκαιρία να πούμε ότι οι ψάλτες δεν ψάλλουν για τον λαό, αλλά ψάλλουν εκ μερους τού λαού. Δηλαδή δεν ψάλλουν, για να ευχαριστήσουν τον λαό. Όλος ο λαός έπρεπε να ψάλλει. Και επειδή δεν μπορεί όλος ο λαός, εκ μέρους του λαού ψάλλουν οι ψάλτες. Επομένως, με την ψαλμωδία τους και διά μεσου της δικής τους ψαλμωδίας η δική μας προσευχή ανεβαίνει στόν Θεό μαζί με την δική τους προσευχή. Όταν αυτό το έχουν υπόψιν τους οι ψάλτες -νομίζω ότι και ο πρωτοψάλτης και οι μαθηταί του το έχουν αυτό υπόψιν- τότε οι ψάλτες ψάλλουν προσευχόμενοι και βοηθούν έτσι και τον λαό να προσεύχεται. Όλα αυτά συντελούν στο να γινόμαστε όλοι καλύτεροι.


Η υμνολογία της Εκκλησίας ερμηνεία της αποκαλύψεως

Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στους ύμνους της Εκκλησίας, μέσα σε όλα αυτά τα οποία ψάλλονται καθ' όλο το έτος, στις μεγάλες γιορτές και στις μικρότερες γιορτές -μη σας φαίνεται παράξενο- είναι όλη η αποκάλυψη. Η αποκάλυψη είναι και γραπτή και προφορική. Καταρχήν, όλη η αποκάλυψη του Χριστού δόθηκε προφορικά· είναι η Ιερά Παράδοση. Ένα μέρος της Ιεράς Παραδόσεως καταγράφηκε ως Ευαγγέλιο.

Όλα αυτά που έχουμε μέσα στην Εκκλησία ως ακολουθίες, ως τελετές, επομένως ως τροπάρια, ως ψαλμωδίες, ως ευχές, ως αιτήσεις κλπ., όλα αυτά τι είναι; Είναι υπόμνημα στο Ευαγγέλιο, είναι ερμηνεία του Ευαγγελίου, είναι ερμηνεία της αποκαλύψεως. Και είναι ερμηνεία όχι έτσι όπως κάνει ένας θεολόγος, που βάζει κάτω το βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, και διαβάζει και ερμηνεύει, αλλά είναι η αποκάλυψη ως ζωή πλέον μέσα στην Εκκλησία. Η ζωή αυτή της Εκκλησίας φανερώνεται διά μέσου των τροπαρίων, διά μέσου των ψαλμωδιών, διά μέσου όλων αυτών που γίνονται μέσα στην Εκκλησία.

Ό,τι κάνει η Εκκλησία είναι η ίδια η ζωή της, και η ζωή αυτή είναι η ζωή που έφερε ο Θεός. Είναι η ζωή του Χριστού, η ζωή που μεταδίδει ο Χριστός. Και απ' αυτής της απόψεως να προσέξουμε, παρακαλώ, ιδιαίτερα όλα αυτά τα οποία τελούνται στους ναούς πάντοτε και ιδίως τις μεγάλες εορτές και μάλιστα τις μεγάλες αυτές ημέρες που έρχονται.


Τίποτε άλλο δεν θέλει ο χριστιανός παρά...

Κι έτσι σήμερα σκέφθηκα, μια και είναι η τελευταία μας σύναξη προ των εορτών, αντί να συνεχίσουμε το θέμα που έχουμε κάθε Κυριακή, που είναι από τις Πράξεις των Αποστόλων, να πούμε μερικά, όπως κάθε χρόνο κάνουμε αυτή την τελευταία Κυριακή, που αναφέρονται ακριβώς στις γιορτές, στις μεγάλες αυτές γιορτές που θα γιορτάσουμε και που σύμφωνα μ' αυτά που είπαμε και πιο μπροστά, καθώς πήραμε αφορμή από τους αδελφούς μας που ήρθαν εδώ και μας έψαλαν και τους ευχαριστήσαμε, πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.

Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ' όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό -σ' όποιο ναό κι αν πάει- απ' όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του. Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα. Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει. Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς...» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίόωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός...» του φθάνει.

Συνήθως οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων όταν ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα για τη Βηθλεέμ να επισκεφθούν εκεί το Σπήλαιο, όποια εποχή κι αν είναι, ψάλλουν αυτό το κάθισμα: «Δεύτε ίόωμεν πιστοί...». Σαν άλλοι ποιμένες δηλαδή προχωρούν κι αυτοί να δουν πού γεννήθηκε ο Χριστός. Και εξαρτάται· ίσως ψάλλοντας αυτό το κάθισμα, καθώς πηγαίνουν προς τη Βηθλεέμ, οι ανθρωποι αυτοί να νιώθουν κάτι που δεν ένιωσαν σ' όλη τους τη ζωή, ενώ πήγαν και ξαναπήγαν στην εκκλησία κι άκουσαν αυτό το κάθισμα.

Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.

Τι είναι η άνωθεν ειρήνη;

Είχα πει, νομίζω, κι άλλη μια φορά ότι ένα παιδί σε κάποιο χωριό στη Ρωσία τα παλιά χρόνια πήγαινε τακτικά μέσα στο ιερό μαζί με άλλα παιδιά, όπου υπηρετούσε, και άκουε τον ιερέα που έλεγε σε κάθε Θεία Λειτουργία, στον εσπερινό, στον όρθρο: «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης». Και διερωτάτο το παιδί: «Τι θα πει άνωθεν ειρήνη; Τι είναι άνωθεν ειρήνη;»

Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.

Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι' αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίδει την ειρήνη. «Είρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, λέει, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν». Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα -μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά - θα φέρω ένα παράδειγμα, όμως δεν μπορεί να εκφράσει, δεν μπορεί να πει τίποτε το παράδειγμα που θα πω, αλλά εν πάση περιπτώσει.

Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη... Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.

Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη -αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά- όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πώς έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός διά της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».

«...ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός...»

Έτσι λοιπόν, επανέρχομαι, να πάμε στην εκκλησία και να προσέξουμε όλα αυτά τα οποία γίνονται εκεί, όλα αυτά τα οποία λέγονται εκεί, όλα αυτά τα οποία ψάλλονται. Βέβαια, εφόσον πάμε στην εκκλησία, όλοι κάτι έχουμε και πάμε. Έχουμε μια κάποια πίστη, έχουμε μια κάποια σχέση με όλ' αυτά και ίσως όλοι σιγομουρμουρίζουμε μαζί με τους ψάλτες τα καθίσματα, τα απολυτίκια, τα κοντάκια, τα εξαποστειλάρια, τις καταβασίες και άλλα. Και οπωσδήποτε είναι μια κάποια χαρά, και όλοι παίρνουν μια κάποια χαρά εκείνη την ημέρα, είτε είναι Χριστούγεννα είτε είναι Ανάσταση είτε είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός είναι αγαθός και δίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως άλλο είναι αυτό, και άλλο είναι να βρει ο Θεός μια ψυχή και να αναπαυθεί εκεί μέσα, όπως τρόπον τινά βρήκε κατάλληλη τη μήτρα της Παναγίας και πήγε και ανεπαύθη εκεί και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος για όλους μας. Αλλά έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρωπίνη φύση από την Παναγία, ακριβώς για να επικοινωνήσει με όλους μας, για να έρθει στις καρδιές όλων μας, και για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται μέσα του τον Χριστό. Να το προσέξουμε, σας παρακαλώ, αυτό.

Όλα γίνονται γι' αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.

«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ' αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι -αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος- άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρη του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.


«Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»

Είχε δίκαιο ο πατήρ Αθανάσιος Γιέφτιτς γι' αυτό που τόνισε την ημέρα της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τότε που έγινε και το συνέδριο στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου και που έκανε ένα μικρό κήρυγμα και αναφέρθηκε σ' εκείνο που είπε ο Κύριος: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν». Εγώ ήρθα, για να 'χουν οι άνθρωποι ζωή «και περισσόν έχωσι». «Και περισσόν», είπε ο πατήρ Αθανάσιος, δεν είναι απλώς περισσότερη ζωή, απλώς κάτι παραπάνω.

Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές, ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ' αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο.

Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.

Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. για όσους το πιστεύουν αυτό -είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν ας τους αφήσουμε εκείνους- δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον ανθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ' αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.


Ο τελικός σκοπός της θείας Κοινωνίας

Αυτά είναι τα Χριστούγεννα κι έτσι πρέπει κανείς να τα σκέπτεται τα Χριστούγεννα κι έτσι να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Γι' αυτό και είναι αδιανόητο να κάνεις Χριστούγεννα, χωρίς να κοινωνήσεις. Αλλά γιατί να κοινωνήσεις; Απλώς να κοινωνήσεις; Φθάνει απλώς να σκεφθείς «α, έχω καιρό να κοινωνήσω, ας πάω να κοινωνήσω»; Ή, «όλοι κοινωνούν, ας κοινωνήσω»; Ή, «καλό θα μου κάνει η Θεία Κοινωνία, ας κοινωνήσω, ας πάρω τον Χριστό μέσα μου»;

Κοινωνούμε, ακριβώς για να ενωθούμε. Επειδή, όσο κι αν προσευχηθεί ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύσει, όσο κι αν μετανοήσει, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό μετά την πτώση είναι αγεφύρωτο και δεν το γεφυρώνει τίποτε. Το γεφυρώνει μόνο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Χριστός. Και κοινωνούμε πραγματικά με τον Χριστό. Όπως δηλαδή πράγματι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η ανθρωπότητα με τη Θεότητα, η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση, έτσι λοιπόν πράγματι κοινωνούμε με τον Χριστό. Όχι απλώς το πιστεύουμε, όχι απλώς το υποθέτουμε, όχι απλώς το περιμένουμε, αλλά γίνεται πράγματι αυτή η κοινωνία με τον Χριστό μέσα στο μυστήριο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς επάνω στην αγία Τράπεζα έχουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και κοινωνούμε του σώματός του και του αίματός του.

Αλίμονο όμως εάν αυτό το κάνει κανείς παγανιστικώ τω τρόπω, μαγικώ τω τρόπω, απλώς από συνήθεια· δεν φθάνει. Χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει κανείς αυτή τη λαχτάρα μέσα του, αυτόν τον πόθο μέσα του, να έχει αυτή τη μετάνοια. Να ποθεί τον Θεό έτσι που σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Έτσι μπορείς να συναντηθείς με τον Θεό και να βρεις τον Θεό. Αν έχεις κι άλλες ελπίδες κι άλλες αγάπες και πιάνεσαι από δω κι από κει, δεν μπορείς. Είναι σαν να σου λέει τότε ο Θεός: «Ε, καλά. Αφού ικανοποιείσαι μ' εκείνα εκεί τα άλλα, αφού τα έχεις ανάγκη κι εκείνα, αφού στηρίζεσαι και σ' αυτά, αφού ακουμπάς εκεί, εμένα δεν με πολυχρειάζεσαι· λίγο με χρειάζεσαι. Εντάξει· λίγο πάρε». Και ο αγαθός Θεός δίνει ένα κάτι.


Ο όλος άνθρωπος ανήκει στον Θεό και πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό

Όμως ο Θεός θέλει όλον τον άνθρωπο. Όπως δεν έγινε ο μισός Χριστός άνθρωπος, δεν ήρθε ο μισός Χριστός να γίνει άνθρωπος, αλλά όλος ο Χριστός, όλος ο Υιός του Θεού. Ούτε απλώς έστειλε κάτι κλπ. Ήρθε ο ίδιος. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ήρθε -ο Θεός ξέρει πώς- εν μυστηρίω, και έγινε άνθρωπος. Κυοφορήθηκε στην κοιλία της Παναγίας επί εννέα μήνες, γεννήθηκε και έζησε ως άνθρωπος. Και είναι και θα είναι στους αιώνες, για πάντα, Θεός και άνθρωπος. Έτσι όλο το είναι του κάθε ανθρώπου θα ενωθεί με τον Θεό. Όχι λιγάκι. Ο άνθρωπος δεν ξέρω σε τι ελπίζει και τι αγαπά και που ακουμπά και τι επιθυμεί και απλώς δίνει ένα κάτι από την ύπαρξή του: «Ας πάμε και στην Εκκλησία. Ας ετοιμαστούμε και για τα Χριστούγεννα. Ας κοινωνήσουμε κιόλας. Ας έχουμε και μια σχέση με τον Θεό· κάτι μπορούμε να περιμένουμε κι από εκεί». Δεν γίνεται έτσι.

Είναι μεγάλο λάθος αυτό το οποίο κάνουμε οι χριστιανοί -Δεν μας το λένε κιόλας; Δεν ξέρω- και δεν το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή ξεγελούμε τον εαυτό μας ότι να, λιγάκι μπορούμε να 'μαστε Χριστιανοί. Όχι. Η όλη ύπαρξή μας πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να βρει τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να δοθεί στον Χριστό, όλο το είναι μας, και η καρδιά μας και η ψυχή μας και το σώμα μας. Ο όλος άνθρωπος. Και το σώμα. Γι' αυτό η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, όλη η Παράδοση, η αποκάλυψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, αναφέρεται και στο σώμα και απαιτεί ο άνθρωπος να έχει και το σώμα του καθαρό από την αμαρτία. Όχι όπως έκαναν οι Επικούρειοι και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έλεγαν, το σώμα άφησέ το να κάνει ανηθικότητες κλπ., να σαπίσει, ας πούμε, σε τέτοια πράγματα. Είναι άχρηστο το σώμα και την ψυχή τάχα να φροντίζουμε.

Το σώμα είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Όλος ο άνθρωπος ανήκει στον Θεό. «Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν· ἡγοράσθητε γάρ τιμῆς». Το λέει και το τονίζει ο απόστολος Παύλος ότι δεν ανήκετε στον εαυτό σας, ανήκετε στον Χριστό, διότι μας αγόρασε όλους ο Χριστός και ανήκουμε σ' αυτόν. Και η ψυχή μας και το σώμα μας, όλα να ζουν κατά Θεόν, όπως θέλει ο Θεός. Όχι με την έννοια ότι ο Θεός έχει την ανάγκη μας και μας βάζει σε δουλειές και μας βάζει σε κόπους και μας καταπιέζει, «κάντε αυτό και κάντε εκείνο», έτσι που το παίρνουμε εμείς. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα οποία μας λέει ο Θεός να κάνουμε είναι, για να γλιτώσουμε από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Η αμαρτία είναι φθορά, είναι θάνατος στον άνθρωπο. Και θα γλιτώσουμε από την αμαρτία, όταν στραφούμε στον Χριστό, όταν με όλες μας τις δυνάμεις ζητήσουμε τον Χριστό. Θα μας σπλαγχνισθεί εκείνος, θα μας δεχθεί και θα μας σώσει.


Αχ, πώς δεν καταλαβαίνουμε!

Κάπως έτσι, αδελφοί μου, να σκεφθούμε και να προχωρήσουμε προς τις γιορτές. Κι άμα σκεφθεί κανείς έτσι, μετά θα βρει στην πράξη περίπου τι πρέπει να κάνει. Διότι οπωσδήποτε αυτά δεν είναι θεωρία. Αν μείνουν θεωρία, δεν είναι ζωή. Αυτά είναι ζωή -πρέπει να 'ναι ζωή- και λέγονται ως θεωρία. Αφού κανείς έτσι σκεφθεί και έτσι τα δεχθεί, τα πιστεύσει, τα επιθυμήσει και έτσι αφήσει την ψυχή του να επηρεασθεί, μετά βρίσκει, επαναλαμβάνω, τι θα κάνει πρακτικά, για να ετοιμασθεί να γιορτάσει τις μεγάλες γιορτές, όσο το δυνατόν καλύτερα, για να φθάσει κάπως και στη δική του ψυχή κάτι από το θαύμα αυτό του Θεού. Να γίνει δηλαδή ένα κάποιο θαύμα και στη δική του ψυχή, να γίνει μια επίσκεψη του Θεού και στη δική του ψυχή.

Αυτά τα κάνει ο Θεός· εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Λάθος μεγάλο, όταν κανείς νομίζει ότι θα κάνω έτσι, θα κάνω αλλιώς κλπ. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να δείξουμε στον Θεό ότι θέλουμε Εκείνον. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να κάνουμε ακριβώς το ανθρώπινο. Όπως ο άλλος έχει το φαγητό, το καλό φαγητό. Αυτός το 'χει, δεν το 'χεις εσύ. Αλλά περιμένει να πας ν' απλώσεις το χέρι να πάρεις. Περιμένει να πας ν' απλώσεις το πιάτο, για να σου βάλει φαγητό μπόλικο, όσο θέλεις, αλλά πρέπει να πας εκεί, να πας μ' ένα καθαρό πιάτο, μ' ένα πλυμένο πιάτο. Θα πας, θα μείνεις στην ουρά να περιμένεις, όσο χρειάζεται· όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να φανεί. Αχ! Πώς δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, και μερικοί αμέσως αρπάζονται, αμέσως παρεξηγούνται! Πολύ στραβά ο σημερινός άνθρωπος σκέπτεται, πάρα πολύ στραβά. Αυτό το πνεύμα που έχει μπει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων σήμερα - που 'ναι δηλαδή απαιτητικός ο άνθρωπος και δεν ξεχνάει λίγο τον εαυτό του- μεγάλο κακό κάνει. Να τον ξεχάσει τον εαυτό του και να πει: «Για, να περιμένω τι θα πει ο Θεός».


Η Χαναναία και εμείς
Άφησε τον Θεό να σ' οδηγήσει. Μα θα σε καθυστερήσει, θα σ' αφήσει να περιμένεις πολύ, θα κάνει πώς δεν σε βλέπει, θα σε αγνοήσει; Άφησε τον Θεό. Ξέρει εκείνος γιατί το κάνει. Κάτι δεν πάει καλά σε σένα, και γι' αυτό φέρεται έτσι ο Θεός, ενεργεί έτσι, για να σε βοηθήσει να βρεις τον δρόμο σου. Έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στο Ευαγγέλιο. Πόσες φορές ο Κύριος... Ειδικότερα έχουμε την περίπτωση της Χαναναίας. Ο Κύριος δεν της δίνει καμιά σημασία και επιπλέον της λέει και βαριές λέξεις, που αν ήταν κανένας από τους σημερινούς χριστιανούς, αμέσως θα παρεξηγιόταν, αμέσως θα πικαριζόταν, αμέσως θα θιγόταν και θα έλεγε: «Έτσι είναι αυτός, κι εγώ άκουσα καλά λόγια γι' αυτόν κι ήρθα εδώ να βρω κάτι; Έτσι είναι αυτός;» Και θα έφευγε. Αλλά αυτή είχε μυαλό, αν θέλετε να το πω έτσι.

Εμείς που κάνουμε τον έξυπνο και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε τέτοια λάθη και χάνουμε. Δεν θέλουμε τάχα να περιμένουμε, δεν θέλουμε τάχα να ελπίζουμε, δεν θέλουμε να αφήσουμε στον Θεό να μας πει ό,τι έχει να μας πει, να μας φερθεί, όπως θα μας φερθεί, να μας κτυπήσει, αν χρειάζεται κλπ., για να έρθει το καλό μέσα μας. Ναι· δεν θέλουμε να κάνουμε έτσι εμείς οι έξυπνοι. Εμείς θέλουμε να κουμαντάρουμε τον Θεό, να τον συμβουλεύσουμε, του βρίσκουμε και λάθη, τον διορθώνουμε κιόλας. Δεν γίνεται έτσι.

Η Χαναναία ήξερε με ποιόν έχει να κάνει και καθόλου δεν λογάριαζε τον εαυτό της και δεν σκεπτόταν τάχα να περισώσει την προσωπικότητά της και την αξιοπρέπειά της και κέρδισε αυτό που δεν κέρδισε, θα έλεγε κανείς, κανένας άλλος. Ίσως είναι η μοναδική φορά που ο Κύριος είπε «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις» και πρόσθεσε «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Μεγάλο πράγμα τελικά να σου πει ο Θεός «να γίνει όπως θέλεις». Τι θέλει όμως κανείς σ' αυτή την περίπτωση; Θέλει αυτό που τελικά θέλει ο Θεός· δεν έχει δικό του θέλημα. Γι' αυτό και «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει».


«Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ;»

Πρακτικά λοιπόν θα βρούμε τι πρέπει να κάνουμε. Οι ψάλτες που έψαλαν προηγουμένως, και τους χαρήκαμε που τους ακούγαμε, είπαν και το «τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς...». Είναι ένα από τα εσπέρια, από τα τροπάρια δηλαδή του εσπερινού των Χριστουγέννων. Όλοι δηλαδή οι χριστιανοί έκθαμβοι μπροστά σ' αυτό που έκανε ο ίδιος ο Θεός, που ήρθε και έγινε άνθρωπος για μας, αναφωνούμε: «Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ;» Τι να σου προσφέρουμε, που φανερώθηκες στη γη ως άνθρωπος; Και λέει ο υμνογράφος ότι οι άγγελοι σου προσέφεραν τον ύμνο, οι ποιμένες διαλάλησαν το θαύμα, οι μάγοι έφεραν τα δώρα, η γη έδωκε το σπήλαιο, η έρημος έδωκε τη φάτνη, «...ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον». Οι άνθρωποι προσέφεραν πολύ περισσότερα απ' όλα τ' άλλα, ας πούμε, κτίσματα. Εμείς προσφέραμε τη μητέρα από την οποία πήρε την ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος ο Χριστός.

Έλεγα μια μέρα, νομίζω, σε κάποιους μαθητάς ότι ίσως δεν είναι τυχαίο, από κάπου κρατάει φαίνεται που αυτές τις ημέρες κάνουν δώρα οι άνθρωποι. Ίσως ξεκινάει απ' αυτό, ότι ο Θεός μας έκανε ένα δώρο. Είναι δώρο αυτό το ότι ο Θεός αποφάσισε να έλθει στη γη και έγινε άνθρωπος. Ο Θεός Πατήρ μας δίνει δώρο τον Υιό του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Μας έδωκε δώρο και αμέσως, ας πούμε, από την πλευρά των ανθρώπων έρχεται η διάθεση να ανταποδώσουν το δώρο, να προσφέρουν και οι άνθρωποι το δώρο. Τι δώρο θα δώσουν οι άνθρωποι; Υπάρχει λοιπόν το τροπάριο «Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ ὅτι ὦφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος...». Βέβαια δεν έχει ακριβώς αυτή την έννοια ότι μας κάνει δώρο ο Θεός, και του κάνουμε κι εμείς δώρο. Έχει και λίγο διαφορετικότερη έννοια το τροπάριο. Εμείς του προσφέραμε, προκειμένου να γίνει το θαύμα του Θεού, τη μητέρα. Αλλά έγινε το θαύμα και έγινε ο Θεός άνθρωπος. Τι μπορούμε τώρα να προσφέρουμε;


«Δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω»

Είπαμε σε κάποια σύναξη ότι δύο είναι εκείνα τα οποία μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος και πρέπει να προσφέρει, κι αυτά είναι που θέλει ο Θεός να του προσφέρουμε. Τίποτε άλλο. Μπορείτε να δίνετε δώρα στα παιδιά σας, και μεταξύ τους οι χριστιανοί μπορούν να ανταλλάσσουν δώρα αυτές τις ημέρες. Αλλά τι θα γίνει με το δώρο που χρωστούμε στον Θεό; Εκείνος μας έδωσε το δώρο και μας το δίνει συνεχώς. Τι θα προσφέρουμε εμείς στον Θεό; Τι μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος; Τι έχει άξιο να προσφέρει ο άνθρωπος; Δεν έχει. Εμείς νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε· τίποτε. Το μόνο που κάνει ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει. Δηλαδή είναι κάτι που το κάνει αφ' εαυτού του. Τα άλλα... Την ώρα, ας πούμε, που σκέπτεσαι κάτι καλό, ποιος σου έδωσε το μυαλό και το σκέπτεσαι αυτό το καλό; Ο Θεός. Συ το κάνεις;

Όλα είναι του Θεού, όμως την αμαρτία δεν σου την έδωσε ο Θεός· την αμαρτία εσύ μόνος σου ο άνθρωπος την κάνεις. Το μόνο λοιπόν που έχουμε είναι οι αμαρτίες. Τι νομίζετε; Κι όμως αυτό ζητάει ο Θεός. Ο Θεός ζητάει να του δώσουμε τις αμαρτίες, για να τις συγχωρήσει. Ας μας φαίνεται παράξενο. Να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες και να πεις: «Θεέ μου, πάρ' τα όλα τα βάρη από μέσα μου, από πάνω μου. Πάρε όλα αυτά· και τα διανοήματά μου και τα συναισθήματά μου και τα βιώματά μου και τις πράξεις μου και τα πάντα πάρ' τα, Θεέ μου, όλα αυτά που είναι αμαρτία, να μου τα συγχωρήσεις». Βέβαια, ο Θεός τα θέλει, για να μας τα συγχωρήσει. Πάλι δηλαδή για μας ο Θεός το κάνει.

Και να μου επιτρέψετε, μολονότι το είπα και παλαιότερα, να αναφέρω κάποιο περιστατικό. Δεν ξέρω, αν το έχετε ακούσει, αλλά κι αν το έχετε ακούσει, δεν πειράζει ακόμη μία φορά να το πούμε. Κάποια Χριστούγεννα ο άγιος Ιερώνυμος, ένας άγιος από τη Δύση, βρέθηκε εκεί στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο τη νύχτα των Χριστουγέννων και προσευχόταν.

Εμφανίστηκε μπροστά του ο Χριστός ως βρέφος -οι άγιοι βλέπουν θαύματα-και είπε συνεπαρμένος ο άγιος, αλλά και εν εκπλήξει και συντετριμμένος ενώπιον του βρέφους: «Κύριέ μου, τι δώρο να σου κάνω σήμερα που είναι η γιορτή σου, που γιορτάζουμε τη Γέννησή σου;» Και ο Χριστός του είπε: «Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά αυτό που έχεις πάνω στην ράχη σου». Άγιος ήταν, όμως κι ο άγιος έχει τα ψεγάδια του κι αυτός. Το πιο λευκό ύφασμα αν το συγκρίνεις με το χιόνι, δεν είναι λευκό. Ο Θεός που είναι πέρα κι από χιόνι... Μπροστά στον Θεό λοιπόν ο καθένας έχει ψεγάδια. Και ο Χριστός ως βρέφος του λέει «Ιερώνυμε, αν θέλεις να μ' ευχαριστήσεις, να μου κάνεις ένα καλό δώρο, δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω». Κάποια ψεγάδια που ίσως δεν τα είχε δει ακόμη ο άγιος ότι τα έχει. Αυτό είναι το δώρο που θέλει ο Θεός.

Μπορείς να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες, να κλάψεις για τις αμαρτίες σου αυτές τις ημέρες, να πας να εξομολογηθείς, να καθαρίσεις για τα καλά την ψυχή σου; Όχι να πας να πεις «έχω έναν άνδρα που δεν με καταλαβαίνει καθόλου· έχω ένα παιδί που με τυραννάει». Τι θα βγει με το να πεις τα βάσανά σου; Πες τα και τα βάσανά σου, αλλά δεν είναι αυτό εξομολόγηση. Όσο ο άνθρωπος ασχολείται «έχω αυτό το βάσανο, έχω εκείνο το εμπόδιο, έχω εκείνη τη δυσκολία», τόσο χειρότερα είναι. Όταν όμως θα βρεις τις ρίζες του κακού που είναι μέσα σου, θα δεις τις δικές σου αμαρτίες, θα μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, θα εξομολογηθείς -έτσι προσφέρεις τις αμαρτίες σου ως δώρο στο Θεό- και σε συγχωρήσει ο Θεός, τι άλλο θέλεις; Αυτό θέλει ο Θεός να κάνουμε και επίσης θέλει να κοινωνήσουμε.


«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι...»

Την ώρα που δίνουμε τις αμαρτίες μας, που εξομολογούμαστε τις αμαρτίες, κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Και την ώρα που πάμε να κοινωνήσουμε επίσης κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Αναφέραμε και προχθές στην αγρυπνία αυτό που λέει ο ψαλμωδός: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὦν ἀνταπέδωκέ μοι;». Τι μπορούμε εμείς να δώσουμε στον Θεό για όλ' αυτά που μας έδωσε εκείνος, που μας έδωσε και τον ίδιο τον Υιό του; Και λέει ο ψαλμωδός: «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι». Στην Παλαιά Διαθήκη βέβαια έχει κάποιο άλλο νόημα, αλλά στην Καινή Διαθήκη «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» σημαίνει να πάω να κοινωνήσω.

Αυτό είναι. Θέλεις να ευχαριστήσεις τον Θεό, θέλεις να τον κάνεις τον Θεό πολύ να ευχαριστηθεί; Δώσ' του τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσει και πήγαινε να κοινωνήσεις. Γι' αυτό λέγεται και Θεία Ευχαριστία. Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος να ευχαριστήσει τον Θεό; Μπορεί τίποτε; «Τα σά ἐκ τῶν σῶν». Πηγαίνουμε και παίρνουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού επικαλούμενοι το όνομά του.
Σταματούμε εδώ. Εύχομαι και όλα αυτά που είπαμε να βοηθήσουν τον καθένα μας να περάσουμε τις άγιες αυτές ημέρες όπως θέλει ο Θεός και να ευλογηθούμε, όσο γίνεται περισσότερο.

Το κήρυγμα της Κυριακής - Στο «δείπνο» της ζωής



Πρωτοπρεσβύτερος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΜΠΕΛΗΣ
Kαθώς βηματίζουμε προς τα Xριστούγεννα η Mητέρα Eκκλησίας μας, με απόλυτα διδακτικό και τέλεια παιδευτικό τρόπο, μας οδηγεί σε μια σημαντική συνάντηση. Mας καθοδηγεί και μας προωθεί να συναντήσουμε ευλογημένες και αγιασμένες μορφές, που προετοίμασαν τον ταλαίπωρο κόσμο για την μεγάλη και συγκλονιστική? την σώζουσα και ελπιδοφόρα συνάντηση με τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή.
Mε τον φιλανθρωπο τρόπο και φιλεύσπλαχνο λόγο της προσεγγίζει την ταραγμένη ζωή μας και στο ανήσυχο σκοτάδι της αγωνίας μας ρίχνει ?ιλαρό? φως πνευματικής διδαχής με την προβολή και την παρουσίαση των ιερών μορφών των Προπατόρων.
Eνώ την ίδια στιγμή διοχετεύοντας στο πλήρωμα της Eκκλησίας το αγωνιώδες κάλεσμα του Θεού για την πραγματοποίηση, στα εκρηκτικά όρια του ανίσχυρου και πεινασμένου κόσμου, του ?Mεγάλου Δείπνου? μας φέρνει πιο κοντά στην ουσία, το περιεχόμενο και το μυστικό? το ζωηφόρο βάθος της Σάρκωσης του Θεού. Tότε ακριβώς μετέχουμε στο σωτήριο ?Δείπνο? ζώντας, προσωπικά και βαθειά αληθινά, την λυτρωτική μετάλλαξη και αγιοφόρο μεταμόρφωση.

O Iερός Γρηγόριος ο Θεολόγος μας καλεί στο ?Δείπνο? της συμβίωσης με τον Xριστό για να πετύχουμε την σωτήρια και ζωηφόρα ?αλλαγή?. O λόγος του, που έρχεται από την καρδιά της Eκκλησίας μας? το Σώμα του Xριστού, προχωρεί αιματώνοντας την ζωή μας με αλήθεια, αγάπη και ελευθερία.

?Aυτό είναι για μας?, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος, ?το νόημα της πανήγυρης και αυτό γιορτάζουμε σήμερα: τον ερχομό του Θεού στους ανθρώπους, για να έρθουμε να κατοικήσουμε κοντά στον Θεό ή για να επανέλθουμε (έτσι νομίζω πως είναι πιο σωστό να ειπωθεί), για να ντυθούμε τον νέο άνθρωπο, αφού εγκαταλείψουμε τον παλαιό. Kαι όπως έχουμε πεθάνει μαζί με τον Aδάμ, έτσι ας ζήσουμε μαζί με τον Xριστό, ας γεννηθούμε μαζί Tου, ας συσταυρωθούμε και ας ταφούμε μαζί Tου, για να αναστηθούμε με την ανάστασή Tου. Eπειδή πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία που οδηγεί στο καλό. Όπως από τα ευχάριστα ήρθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να ξανάρθουν τα ευχάριστα... Aς γιορτάσουμε λοιπόν, όχι με δημόσια πανηγύρια, αλλά με τρόπο θεϊκό. Όχι τα δικά μας, αλλά του Kυρίου. Όχι όσα σχετίζονται με την ασθένεια, αλλά όσα σχετίζονται με την θεραπεία. Όχι τα έργα της δημιουργίας, αλλά της αναδημιουργίας.?

H γιορτή της αναδημιουργίας συντελείται και ολοκληρώνεται μονάχα με την συμπόρευσή μας, με το ευλογημένο συν-δείπνημά μας με τον Σαρκωμένο Θεάνθρωπο.



Eύκολα ο πιστός και φιλακόλουθος άνθρωπος διακρίνει το μεταφυσικά σωτήριο νόημα του ?Δείπνου?, στο οποίο σήμερα, με την ευκαιρία της μνήμης των προπατόρων του Kυρίου μας και ενώ βρισκόμαστε στα Προπύλαια των Xριστουγέννων, αναφέρεται η Eκκλησία. ΣΆένα ?Δείπνο? αλλοιώτικης μορφής? αλλοιώτικης σύνθεσης. Mε το οποίο ο πιστός Xριστιανός ?κοινωνεί? τον Xριστό? ενδυναμώνεται υπαρξιακά με το θαυμαστό ?πέρασμα? του Παντοδύναμου Θεού στην αδύναμη και ασθενική ύπαρξή Tου.
Eξάλλου σε κάθε εποχή, πολύ περισσότερο στην δική μας, που την διακρίνει η βαρειά και καταθλιπτική σύγχυση γύρω από τα πνευματικά και την πνευματική ζωή? που ο άνθρωπος τρυγυρνά τους άφιλους και ανάδελφους κοινωνικούς δρόμους περίτρομα και βασανιστικά? που τον τρέφει ο άγριος υλιστικός μας πολιτισμός με τα ευτελή, ατελή και φθοροποιά ?ξυλοκέρατά? του? που γονατισμένος νευροψυχικά, όπως είναι, δεν αντέχει να σηκώνει κεφάλι και νΆ ατενίζει μΆ ελπίδα το μέλλον του, αφού το παρόν τον κρατά δέσμιο στην σκληρή πραγματικότητα? που ?κολυμπάει στΆ αγαθά?, αλλά παραμένει αχόρταγος? πεινασμένος εσωτερικά και βασανίζεται? που άτολμα απευθύνεται στον Θεό ή πεισματικά τον αγνοεί και προσπερνά αδιάφορα από κοντά Tου για να γίνεται η ?πείνα? και η ?δίψα? της καρδιάς ολοένα και περισσότερο εφιαλτική, ο Θεός, ταπεινά? σιωπηρά και χαρισματικά, επιμένει να προσφέρει το ιερό και μαρτυρικό Tου Σώμα, για να τραφεί το πολύπαθο πλάσμα Tου, ο άνθρωπος. ?Eνδύεται?, μΆ όλη την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την ανθρώπινη σάρκα και την καταθέτει στο Eυχαριστιακό Tου Δείπνο, για να τραφεί και να ζήσει ο άνθρωπος.

Kατέθεσε στον αθώρητο ?ταμιευτήριο? της γης το Σώμα Tου, ιδρύοντας την Eκκλησία, προκειμένου με το Eυχαριστιακό Mυστήριο ο άνθρωπος να ?εισπράττει? μέσα του Tον ίδιο. Tον Θεάνθρωπο Kύριο. Kαι με τον τρόπο αυτόν να αποκτά την ευλογημένη δυνατότητα της απελευθέρωσής του από την φοβερή, τυραννική και ξεθεμελιωτική έλξη του πνιγηρού και αδίστακτου ?εδώ και τώρα?? να εξοπλίζεται με την αδάμαστη ?λογική? της αγάπης? να τον θωρακίζει η γρανιτένια δύναμη της πνευματικής αντίστασης, ώστε να διασώζει την προσώπική του ελευθερία και να διασώζεται από την δύναμη της αμαρτίας.
Πόσο όμορφα και διδακτικά επισημαίνει ο άγιος Iωάννης ο Xρυσόστομος! «Eίναι ανάγκη να μάθουμε το θαύμα των Mυστηρίων (δηλαδή της Θείας Eυχαριστίας), τι ακριβώς είναι, και διατί μας δόθηκε και τι ωφελούμαστε από αυτό: Ένα σώμα γινόμαστε και μέλη εκ της σαρκός Aυτού και εκ των οστέων Aυτού... Aς αναμειχθούμε με την σάρκα του Xριστού. Aυτό επιτυγχάνεται με την τροφή που μας χάρισε, θέλοντας να μας δείξει την μεγάλη αγάπη που έχει για μας.»

Aυτά, βέβαια, δεν πραγματοποιούνται με μαγικό τρόπο. Δίχως την προσωπική συμμετοχή του καθενός στο ιερό τραπέζι ή την αγιασμένη γιορτή της ελευθερίας. Aπαιτείται αμείωτος προσωπικός αγώνας? απένδυση του ?ιδίου θελήματος? και αποδοχή της πρόκλησης της θείας Aγάπης? ταπεινή και ανόθευτη πίστη στον Σαρκωμένο Θεό? ακμαίο Eκκλησιαστικό ήθος και αγονάτιστο φρόνημα? συμμετοχή στα μυστήρια της Eκκλησίας, αφού όπως σημειώνει ο άγιος Nικόλαος ο Kαβάσιλας «O Xριστός μέσα από τα μυστήρια αποκαλύπτεται».



H ?Zωοτρόφος Tράπεζα? που ετοίμασε ο Σαρκωμένος Θεός και παρέδωσε δια της Eκκλησίας Tου στην έναγχο? πικραμένη και πνευματικά ταλαιπωρημένη ανθρωπότητα προκαλεί ανύσταχτα, σταθερά και ατελείωτα τον αχθοφόρο της καθημερινότητας. Kι είναι αυτή η πρόκληση - πρόσκληση της Θείας Aγάπης το σωτηριοδέστερο δώρο του Oυρανού στην γη. Mέσα από την οποία πηγάζει η καθολικότητα, η γνησιότητα και το ασύγκριτα δυνατό πάθος της για το ?χόρτασμα?, την σωτηρία του ?πεινασμένου? ανθρώπου.

O άγιος Kύριλλος ο Aλεξανδρείας σημειώνει και διδάσκει κάτι σημαντικό και αξιοπρόσεχτο. Που φανερώνει το μέγεθος της Θεϊκής προσφοράς και το ατίμητο της δωρεάς του Xριστού. ?Όπως ακριβώς αν κάποιος συνενώσει ένα κερί από τα δύο, έτσι και με την μετάληψη του αγίου Σώματος και του τίμιου Aίματος του Xριστού, αφΆ ενός είναι μέσα μας, αφΆ ετέρου εμείς συνενώμαστε με Aυτόν. Έτσι ?αυτός? που δέχεται την σάρκα του Σωτήρος μας Xριστού και πίνει το τίμιο Aίμα Tου, όπως λέγει ο ίδιος, βρίσκει να είναι ένα με Aυτόν, καθώς συγχωνεύεται και αναμιγνύεται με Aυτόν δια της θείας Mεταλήψεως. AφΆ ενός αυτός βρίσκεται μέσα στον Xριστό, αφΆ ετέρου πάλι ο Xριστός μέσα σΆ αυτόν?. Δηλαδή, η συμμετοχή μας στο δείπνο της Eυχαριστίας του Xριστού μας ενώνει μαζί Tου και μαζί με όλους όσοι γεύονται της θείας Tου δωρεάς, Mαζί, λοιπόν, με την θεραπεία και τον ?χορτασμό? αποκτούμε ισχυρή ενότητα εν Xριστώ.

O άγιος Nικόλαος ο Kαβάσιλας προσεγγίζει βαθύτερα τα κράσπεδα της δωρεάς. «Πόσο μεγαλειώδη μυστήρια! Tι θαύμα είναι να αναμίξουμε τον νου μας με τον νου του Xριστού! Nα γίνει ένα κράμα η θέλησή Tου με την θέλησή μας, το Σώμα Tου με το σώμα μας, το Aίμα Tου με το αίμα μας! Πως γίνεται ο νους μας όταν υπερισχύσει ο θείος νους, τι γίνεται η θέλησή μας όταν υπερτερήσει η θεία θέληση και τι γίνεται το χωμάτινο σώμα μας, όταν υπερνικήσει εκείνο το πυρ!»

Για να ευνοήσουμε το σωτήριο μέγεθος της προσφοράς του Xριστού με το ?Δείπνο? της ζωής και της ελευθερίας, που μας προσφέρει αδιάκοπα απατείται ιερός αυγασμός? ταπεινό φρόνημα? ένθεη σκέψη? πνευματικός προβληματισμός και διαρκής, ανανέωση αντοχής μέσα στο ιερό της Eκκλησίας χαράκωμα. Aλλοιώτικα όλη αυτή η προσπάθεια της Θείας Aγάπης, θα αποτελεί μυστήριο αδιακρίβωτο και ακατανόητο. Πραγματικότητα απροσέγγιστη σε μας και θα συνεχίσουμε το αδύναμο και ασθενικό μας ταξίδι εσωτερικά ραγισμένοι? υπαρξιακά πληγωμένοι. Kι η Σάρκωση του Xριστού δεν θα συγκινεί τις καρδιές μας με το τραγικό αποτέλεσμα η Xάρη Tου να μας αφήνει αδιάφορους και να κινούμαστε άστοχα.

Eπιμένει ο ιερός Xρυσόστομος: «Aς προσκολληθούμε στο Xριστό? ας προσκολληθούμε με τα έργα μας. O γαρ τηρών τας εντολάς μου, αυτός εν εμοί μένει, λέγει. Kαι μάλιστα μας ενώνει με πολλά παραδείγματα. Πρόσεξε! Aυτός είναι η κεφαλή, εμείς το σώμα? μήπως είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιο κενό διάστημα ανάμεσα στην κεφαλή και στο σώμα; Aυτός είναι το θεμέλιο, εμείς η οικοδομή. Aυτός ο ποιμήν, εμείς τα πρόβατα. Eκείνος είναι η οδό, εμείς οι βαδίζοντες. Eμείς είμαστε ο ναός, Aυτός είναι ο ένοικος. Aυτός είναι ο κληρονόμος, εμείς οι συγκληρονόμοι. Aυτός είναι η ανάσταση, εμείς οι αναστημένοι. Aυτός είναι η ζωή, εμείς οι ζώντες. Aυτός είναι το φως, εμείς οι φωτιζόμενοι». Eμείς, οι πήλινοι και άσημοι, ?εισπράττουμε? την θεία δωρεά της Aγάπης Tου και γευόμαστε τον λυτρωτικό καρπό της μεγάλης Tου θυσίας. Για να θεραπευτούμε και να ζήσουμε.

O ίδιος άγιος δεν μεταφράζει τον αθέατο λόγο του Xριστού; «Eγώ είμαι πατέρας σου, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ένδυμα, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο? κάθε τι που θέλεις είμαι για σένα εγώ, για να μην έχεις ανάγκη από τίποτε. Eγώ και θα σε υπηρετήσω? διότι ήλθα να διακονήσω, όχι να διακονηθώ. Eγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα είμαι εγώ. Aρκεί να είσαι φίλος μου. Eγώ έγινα πτωχός για σένα και περιπλανώμενος για σένα? ανέβηκα στον Σταυρό για σένα? κατέβηκα στον τάφο για σένα. Eπάνω στον ουρανό παρακαλώ για σένα τον Πατέρα, κάτω στη γη στάλθηκα πρεσβευτής από τον Πατέρα για σένα. Eσύ είσαι για μένα τα πάντα? και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος του Σώματός μου. Tι περισσότερο θέλεις;»

Σε ?Δείπνο? ζωής μας καλεί ο Xριστός. Mε την αδιάλειπτη δική Tου παρουσία και την ζωντανή προσφορά. ?Σφάγιο? χορταστικό ο Ίδιος απλωμένο στο ζωηφόρο Tραπέζι της Θείας Eυχαριστίας.

Θα ανταποκριθούμε υπαρξιακά σΆ αυτό το κάλεσμα για να ζήσουμε αληθινά ή θα παραμένουμε νηστικοί και αποδυναμωμένοι μακρυά απο το θαυμαστό και σωτήριο αυτό γεγονός;

Κυριακή ΙΑ' Λουκά -Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και Αποκορώνου

Κυριακή ια' Λουκά
Ὁ Θεός γεμάτος ἀγάπη προσκαλεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους στή βασιλεία του γιά νά χαροῦν τά ἀγαθά της, γι’ αὐτό τήν παρομοιάζει μέ ἕνα ἐπίσημο δεῖπνο.ια
Παραδόξως, ὅμως, οἱ προσκεκλημένοι Του ἀρνοῦνται τήν πρόσκληση ἐπικαλούμενοι ὁ καθένας χωριστά, τίς ἀσχολίες τους ὅτι δέν τούς ἐπιτρέπουν νά ἀποδεχθοῦν τήν πρόσκληση.
Στενοχωρημένος γιά τήν ἄρνηση αὐτή δίδει ἐντολή νά προσκληθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν προσκληθεῖ δίδοντας ὅμως καί τό στίγμα τῆς θέσης ἐκείνων πού ἀρνήθηκαν τήν πρόσκληση.
Ἔτσι τό σημερινό Εὐαγγέλιό μας μίλησε γιά τήν ἄρνηση τῶν ἀνθρώπων,τή δική μας ἄρνηση, νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Θεό, ἄρνηση πού παρουσιάζεται σέ κάθε ἐποχή.
Ποῦ ὅμως ὀφείλεται αὐτή ἡ ἄρνηση;

Ἕνας μύθος λέει τά ἑξῆς: «Ἕνας βασιλιάς θέλοντας νά δεῖ τήν ἐξυπνάδα τῶν ὑπηκόων του, τούς ἐρώτησε τί προτιμοῦν νά ζήσουν ἑκατό χρόνια ἀπολαμβάνοντας αὐτή τή ζωή ἤ αἰώνια ἀπολαμβάνοντας ἀνώτερα ἀγαθά;Ἔκπληκτος διαπιστώνει ὅτι ὅλοι οἱ ὑπήκοοι τοῦ ἐπροτίμησαν τά ἑκατό χρόνια ἀπό τήν αἰωνιότητα καί στενοχωρήθηκε γιά τήν ποιότητα τῶν ὑπηκόων του».
Τό ἴδιο περίπου συμβαίνει καί μέ τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς.Ἐγκλωβισμένοι, ὅπως καί ἐκεῖνοι οἱ ὑπήκοοι, μέσα σέ αὐτό τόν κόσμο καί αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τίς ἀπολαύσεις του δέν βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά μόνο αὐτό τόν κόσμο καί τά ὁράματα πού ἔχουμε περιορίζονται μόνο σέ αὐτόν.
Ἔτσι ζητοῦμε στή ζωή μας θέσεις, ἀξιώματα καί πλούτη καί ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τή ζωή μας, νά μᾶς δίνει τήν ὑγεία, ὅταν ἀρρωσταίνουμε καί νά κάνει τό θαῦμα του, ὅταν κυνδινεύει ἡ δική μας ζωή ἤ ἀγαπημένου μας προσώπου.
Πολύτιμο ἀγαθό ἡ ὑγεία, πολύτιμη καί ἡ ζωή καί ἀπαραίτητα ἴσως τά ἄλλα. Κανείς δέν τό ἀμφισβητεῖ. Ὅμως αὐτά εἶναι μικρά ὁράματα καί μάλιστα περιορισμένα σέ αὐτόν μόνο τόν κόσμο.
Μᾶς λείπουν ἑπομένως τά μεγάλα ὁράματα, ὅπως εἶναι ἡ ἁγιότητα στήν ὁποία μας καλεῖ ὁ Θεός καί ἡ αἰώνια ζωή γιά τήν ὁποία πλασθήκαμε, γί αὐτό καί μᾶς λείπουν καί ἡ ἀγάπη μεταξύ μας καί ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη, γιατί αὐτά ὑπάρχουν ὅταν ὑπάρχουν τά μεγάλα ὁράματα.
Τό σπουδαιότερο ὅμως ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτή εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ἡ ζωή μας δέν ἔχει περιεχόμενο, νόημα καί σκοπό ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά δώσουμε πνευματικό περιεχόμενο καί νόημα στά μεγάλα μας προβλήματα ὅπως εἶναι ὁ πόνος καί ὁ θάνατος.
Πόσοι ἄραγε ἀπό μας βλέπουν τόν ὁποιονδήποτε πόνο τούς ὡς «φάρμακο»τῆς ψυχῆς καί ἔτσι δρόμο πού ὁδηγεῖ στή τελείωση καί ἁγιότητά μας; Καί πόσοι ἄραγε βλέπουν τό θάνατο ὡς θεοβάδιστο καί ἁγιοβάδιστο δρόμο ἀφοῦ τόν βάδισαν καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας καί ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἅγιοί μας, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στή θέα τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια ζωή;
Προτιμοῦμε τό προσωρινό καί τό πρόσκαιρο ἀπό τό αἰώνιο καί παντοτινό. Μᾶς λείπουν λοιπόν ἤ δέν μᾶς λείπουν τά μεγάλα ὁράματα;
Ἀδελφοί μου, κάποτε ἕνας μοναχός εἶδε τό ἑξῆς ὅραμα. «Βρισκόταν σέ ἕνα στάδιο. Ἐκεῖ ἀπό τήν μία μεριά στεκόταν πολλοί λευκοντημένοι ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἀναρίθμητο πλῆθος ἀπό μαύρους Αἰθίωπες πού εἶχαν μαζί τους ἕνα σωματώδη μαῦρο. «Ποιός θά παλέψει μέ αὐτόν;» ἔλεγαν.
Ὅλοι κόμπιαζαν καί ξαφνικά παρουσιάσθηκε ἕνας ὡραῖος νέος κρατώντας στά χέρια τοῦ τρία στεφάνια. Τό πρῶτο ἦταν στολισμένο μέ καθαρό χρυσάφι καί πολύτιμες πέτρες, τό δεύτερο μέ μαργαριτάρια καί τό τρίτο μέ τριαντάφυλλα, κρίνα καί ἄλλα εὐωδιαστά ἄνθη τοῦ παραδείσου τῶν ὁποίων ἡ εὐωδία δέν μποροῦσε νά περιγραφεῖ.
Ὁ μοναχός τά κοίταζε μέ θαυμασμό, λαχταροῦσε νά ἀποκτήσει ἕνα ἀπό τά τρία, γι’ αὐτό καί ἐπλησίασε τό νέο καί τόν ἐρώτησε. «Πόσο τά πουλᾶς;Χρήματα δέν ἔχω, θά πῶ ὅμως στόν Κύριό μου νά σοῦ δώσει ὅσο χρυσάφι θέλεις».
Ὁ νέος τότε χαμογελώντας τοῦ εἶπε: «ὅλο τό χρυσάφι τοῦ κόσμου νά μοῦ φέρεις δέν θά πάρεις οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπό τά στεφάνια αὐτά, γιατί μέ αὐτά στεφανώνονται ὅσοι νικοῦν ἐκείνους τούς Αἰθίωπες. Ἄν θέλεις λοιπόν νά ἀποκτήσεις ἕνα στεφάνι πήγαινε νά παλέψεις μέ αὐτόν τόν κατάμαυρο Αἰθίοπα. Θά σοῦ δώσω καί ὅσα ἀλλά θέλεις».
Πῆρε θάρρος ὁ μοναχός καί τοῦ εἶπε: «Θά κάνω ὅπως μου εἶπες, μόνο πές μου τέχνασμα γιά νά τόν νικήσω». Τότε τοῦ λέει στό αὐτί. «Ὅταν σέ στριφογυρίσει στόν ἀέρα μή φοβηθεῖς. Ἅρπαξε τόν σταυρωτά καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά τόν νικήσεις». Πράγματι ἔτσι ἔκανε. Ὅταν ὄρμισε ὁ Αἰθίοπας καί τόν ἅρπαξε, ὅταν τόν στριφογύρισε στόν ἀέρα ὁ μοναχός τόν ἅρπαξε σταυρωτά καί τόν ἔριξε κάτω ἀναίσθητο. Τότε τόν πλησίασε, ὁ νέος τόν ἀσπάσθηκε καί τοῦ ἔδωσε καί τά τρία στεφάνια λέγοντάς του: «Ἀπό αὐτή τή στιγμή θά εἶσαι φίλος καί ἀδελφός μου. Ἀγωνίσου τόν καλό δρόμο καί ἐγώ θά σοῦ χαρίσω πολλά ἀγαθά στή βασιλεία μου».
Ὁ μοναχός αὐτός ἔγινε κατόπιν ὁ Ἅγιος Ανδρέας ὁ κατά Χριστό σαλός.Ἔβαλε στή ζωή τοῦ μεγάλα ὁράματα. Ἄς βάλουμε κι ἐμεῖς τά ὁράματα τῆς ἁγιότητας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς στή ζωή μας γιά νά δώσουμε νόημα καί σκοπό στή ζωή μας καί ἔτσι νά ἀποδεχθοῦμε τήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ Θεός μαζί σας
Π.Β.Μ.
 
 

«Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» Κυριακή ΙΑ' Λουκά -π. Χερουβείμ Βελέντζας

 

«Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί»

Παρομοιάζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου αδελφοί, την Βασιλεία του Θεού με ένα μεγάλο και επίσημο Δείπνο, με ένα τραπέζι γιορτινό, στο οποίο έχει καλέσει ο Επουράνιος Βασιλιάς πολλούς επισήμους με σκοπό να τους τιμήσει και να συναναστραφεί μαζί τους.
Και δεν είναι τυχαίο αυτό το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Κύριός μας. Διότι ένα δείπνο, ένα τραπέζι στο οποίο παρευρισκόμαστε μαζί με τους οικείους μας και όλους αυτούς που αγαπάμε, είναι ακόμα και σήμερα ένας τρόπος έκφρασης χαράς για κάποιο σημαντικό και σπουδαίο γεγονός της ζωής μας, μιας χαράς που θέλουμε να μοιραστούμε με όλους και να την καταστήσουμε κοινή.

Με αυτή την αντιστοιχία λοιπόν παρουσιάζει σήμερα ο Χριστός την Βασιλεία των Ουρανών σαν ένα μεγάλο Δείπνο. Ένα Δείπνο, στο οποίο οικοδεσπότης είναι ο ίδιος ο Θεός, και καλεσμένοι όλοι εμείς που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Τριαδικού Θεού, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ας προσέξουμε όμως κάποια σημεία της παραβολής που νωρίτερα ακούσαμε: όταν ήρθε η ώρα του Δείπνου, ο οικοδεσπότης έστειλε τους δούλους του για να ενημερώσουν τους προσκεκλημένους πως όλα ήταν έτοιμα. Τότε, αντί όπως κανείς θα περίμενε, να σπεύσουν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την επίσημη τράπεζα, ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να βρίσκουν διάφορες δικαιολογίες για να ξεφύγουν.
Ένας είπε πως έπρεπε να πάει να επιθεωρήσει το χωράφι που μόλις είχε αγοράσει. Άλλος πως έπρεπε να δοκιμάσει τα ζώα που αγόρασε, αν όντως οργώνουν καλά. Ο τρίτος βρήκε μια κάπως πιο σοβαρή δικαιολογία· μόλις παντρεύτηκε και δεν προλαβαίνει, λόγω των αυξημένων οικογενειακών του υποχρεώσεων.
Το Δείπνο όμως δεν περιμένει πότε και αν θα ευκαιρήσει ο καθένας. Το τραπέζι πρέπει να γεμίσει, και για τον λόγο αυτό προσκαλούνται πλέον οι απλοί άνθρωποι, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι, οι φτωχοί, οι κουτσοί και οι τυφλοί, από κάθε σημείο και από κάθε γωνιά της πόλης.
Το μήνυμα πους μας κομίζουν, αδελφοί μου, αυτά τα λόγια του Κυρίου, είναι νομίζω σαφές. Ο Θεός μας καλεί όλους να συμμετάσχουμε στην Βασιλεία Του, να έλθουμε κοντά Του και να γίνουμε μέτοχοι και κληρονόμοι των επουρανίων αγαθών και δωρεών.
Ας προσέξουμε όμως: η ενδεχόμενη απουσία μας θα είναι πάντοτε αδικαιολόγητη. Ας μην επαναπαύουμε την συνείδησή μας με επιπόλαιες δικαιολογίες για ότι μπορούσαμε να κάνουμε και δεν το έχουμε πράξει. Η επιλογή είναι καθαρά δική μας και τα εμπόδια που παρουσιάζονται στην ζωή μας δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζουν από την κατά Θεόν πορεία μας.
Ας προσέξουμε τίποτα από τα γήινα και πρόσκαιρα και φθαρτά πράγματα να μην αγαπήσουμε περισσότερο από τον Κύριο και Θεό μας. Ούτε στο απειροελάχιστο. Διότι αν αυτό συμβεί, τότε στην ουσία θα έχουμε απορρίψει από μέσα μας τον Θεό και θα έχουμε θεοποιήσει αυτό που αγαπάμε περισσότερο, θα εξαρτάμε την ύπαρξή μας και την ζωή μας ολόκληρη από αυτό, είτε λέγεται χρήμα, είτε εξουσία, είτε περιουσία, είτε οικογένεια ή συγγενείς ή κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα επάνω σε αυτό τον κόσμο.
Οπωσδήποτε οι μέριμνες και οι φροντίδες της ζωής μας απορροφούν συχνά και μάλιστα τείνουν να αποτελέσουν την μοναδική φροντίδα μας. Έτσι σταδιακά θα μπορούσαμε να πούμε πως μας αποσπούν από την ενασχόλησή μας με τα υψηλά και πνευματικά πράγματα, μας κάνουν να ξεχνάμε τον Θεό χωρίς να το θέλουμε κατά βάθος.
Είναι επίσης και το ρεύμα της εποχής μέσα στην οποία ζούμε που συχνά μας παρασύρει. Η κοινωνία μας σήμερα προβάλλει πράγματα διαφορετικά και αταίριαστα με την χριστιανική ιδιότητα και νοοτροπία. Κυριαρχεί παντού ο υπέρ-καταναλωτισμός, προβάλλεται η αμαρτία, εκθειάζεται η παρεκτροπή, εξοβελίζεται κάθε ενασχόληση με τον Θεό και την αιωνιότητα, για να μην πω πως επιστρέφουμε σε καταστάσεις μεσαιωνικές όταν καταφεύγουμε σε μέντιουμ και αστρολόγους, όταν διαβάζουμε με θρησκευτική ευλάβεια τα ωροσκόπια και τρέχουμε να εφαρμόσουμε τις ανόητες συμβουλές κάθε αυτοαποκαλούμενου παρα-ψυχολόγου και μάγου.
Μέσα από όλη αυτή την βαβυλωνία της σύγχρονης κοινωνίας καλούμαστε να συμμετάσχουμε στο Μεγάλο Δείπνο της Βασιλείας του Θεού. Να αφήσουμε κατά μέρος όλες αυτές τις ενασχολήσεις και απερίσπαστοι να επιδοθούμε στο μεγάλο έργο της σωτηρίας της ψυχής μας, τώρα μάλιστα που πλησιάζουν και οι άγιες ημέρες των Χριστουγέννων, της Ενανθρωπήσεως του Θεού με σκοπό την σωτηρία του ανθρώπου και την απεμπλοκή του από τα δεσμά της αμαρτίας και του πνευματικού θανάτου.
Ο Χριστός μας καλεί, και στο χέρι μας είναι να αποδεχθούμε αυτή την μεγάλη και τιμητική πρόσκληση, ή βεβαίως και να την αρνηθούμε, προφασιζόμενοι διάφορα.
Τότε όμως οι χαμένοι θα είμαστε μόνο εμείς. Η βασιλεία του Θεού θα γεμίσει και χωρίς τη δική μας παρουσία. Και τότε, εμείς που θα βρισκόμαστε μετανιωμένοι έξω από την κλειστή θύρα, θα βλέπουμε στις θέσεις που προοριζόταν για μας να έχουν καθίσει άνθρωποι περιφρονημένοι και ταπεινοί. Όλοι αυτοί που καθημερινά τους βλέπουμε και δεν τους δίνουμε καμιά σημασία, όλοι αυτοί που πάντοτε έχουν την ανάγκη μας, άσχετα από το εάν μας την ζητάνε ή όχι.
Αυτοί οι ταπεινοί είναι που θα κληρονομήσουν την Βασιλεία του Θεού, κι εμείς, με την επιπόλαια στάση μας, κινδυνεύουμε να μείνουμε έξω.
Αδελφοί μου, το μεγάλο Δείπνο της Βασιλείας του Θεού έχει ήδη στρωθεί με την Ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Προσκεκλημένοι είμαστε όλοι εμείς οι Χριστιανοί, αρκεί να παραμερίσουμε κάθε εμπόδιο που προβάλλει μπροστά μας και να εκδιώξουμε κάθε δικαιολογία από τις καρδιές μας, αρκεί να αποδεχθούμε αυτή την μεγάλη και τιμητική πρόσκληση και να τρέξουμε, ντυμένοι στα κατάλληλα ρούχα, που δεν είναι άλλα από τις αρετές, ώστε να καταλάβουμε την θέση που έχει ορίσει για μας ο Ουράνιος οικοδεσπότης.
Κι ας μην ξεχνάμε πως ο φτωχός εκείνος τσαγκάρης της Αλεξάνδρειας, μέσα στην φασαρία της πόλης και την καθημερινότητα της βιοπάλης, είχε πετύχει την διαρκή παρουσία του Θεού στην ζωή του με μόνο το ‘Κύριε, ελέησον’ που ψέλλιζε στα χείλη του την ώρα της εργασίας του, φτάνοντας έτσι σε μεγαλύτερα ύψη αρετής και ταπεινώσεως από αυτόν ακόμα τον ασκητή της ερήμου, τον Μέγα Αντώνιο, που μόνο του μέλημα ήταν η προσευχή. Αμήν


Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/12/blog-post_10.html#ixzz1fykbVip2

Κυριακή των Προπατόρων «Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα».- Ιερά Μητρόπολις Πάφου

«Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα».
Ακούσαμε στο σημερινό ανάγνωσμα του Ευαγγελίου την βαρυσήμαντη παραβολή του Κυρίου που ομιλεί για κάποιο μεγάλο δείπνο που ετοίμασε κάποιος άρχοντας και κάλεσε πολλούς.

Όλα ήταν έτοιμα, μέσα στην απέραντη και ολόφωτη αίθουσα του αρχοντικού. Μεγάλη η τιμή για τους καλεσμένους. Προσωπικά, ξεχωριστά για τον καθένα έστειλε τους υπηρέτες του να καλέσουν λέγοντας: «Έρχεστε, ότι ήδη έτοιμα έστι πάντα».
Και όμως αυτοί, αντί να εκτιμήσουν την τιμή που τους έγινε, αντί να χαρούν και με χαρά να έλθουν στο τραπέζι «ήρξατο από μιας παραιτείσθαι πάντες». Ένας ένας δήλωσε άρνηση, προσβάλλοντας τον άρχοντα, με διάφορες ανάξιες λόγου προφάσεις. «Έχε με παρητημένο» είπε ο ένας, γιατί θα πάω στο χωράφι που αγόρασα. «Έχε με παρητημένο» είπε ο άλλος, που προτιμούσε να δει τα βόδια του. «Έχε με παρητημένον» είπε άλλος, προφασιζόμενος οικογενειακές υποχρεώσεις και άλλοι άλλες παρόμοιες και αστήρικτες προφάσεις.
Με το δίκιο του αγανάκτησε ο Άρχοντας για την ανάρμοστη συμπεριφορά των καλεσμένων λέγοντας : «Ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεται μου του δείπνου». Έφ όσον δεν δέχθηκαν την τιμή που τους έκαμα, δεν τους αξίζει το δείπνο. Φάνηκαν ανάξιοι.
Αλλά όμως το τραπέζι ήταν έτοιμο και αν δεν δέκτηκαν οι πρώτοι και πιο γνωστοί, υπήρχαν άλλοι έστω άγνωστοι, για να απολαύσουν το επίσημο δείπνο. Και δίνει διαταγή τώρα στους υπηρέτες του: « Πηγαίνετε και όσους συναντήσετε στην πόλη και στους αγρούς καλέστε τους «ίνα γεμισθή ο οίκος μου».
Αυτό έγινε. Οι πρώτοι καλεσμένοι έμειναν έξω, ανάξιοι της τιμής που τους έγινε, αλλά γέμισε το αρχοντικό με άλλους που δέχθηκαν την πρόσκληση.
Είναι φανερό το νόημα της παραβολής. Μας καλεί ο Θεός σε τιμητική για μας και χαρούμενη και σωστική ζωή. Θέλει να μας κάνει μετόχους της δικής Του λαμπρότητας, στο παλάτι Του, που τώρα μεν το βλέπουμε σαν Εκκλησία, όπου ο ίδιος έχει το θρόνο του, αύριο δε, θα το ιδούμε σαν Βασιλεία των Ουρανών, για να χαρούμε εκεί σαν παιδιά Του την αιώνια ζωή με τα αιώνια αγαθά, τα οποία για μας, σαν κληρονόμους Του ετοίμασε.
Και μας θέλει από τώρα, από τη ζωή αυτή κοντά Του, στην Εκκλησία Του, για να μας προετοιμάσει. Να λάβουμε μέρος στην Αγία Τράπεζα, στο «Δείπνο το Μυστικόν», το μυστηριακό, στο οποίο μας προσφέρει το Σώμα Του και το Αίμα Του, μας θέλει κοντά Του στην Βασιλεία των Ουρανών, όχι όμως με στολή της ψυχής μολυσμένη, άρρωστη από εγωισμό, πλεονεξία, φθόνο, μίση και πάθη φοβερά. Από τώρα θέλει με τη βοήθεια της Εκκλησίας Του, με την καθοδήγηση του Ευαγγελίου, με τον καθαρισμό των ψυχών μας δια των Μυστηρίων, του βαπτίσματος αλλά και κυρίως της Θείας Κοινωνίας που ζωογονεί τον πιστό, με τη βοήθεια της εξομολογήσεως και την θερμή προσευχή, στο να γίνεται και από εμάς του Θεού το θέλημα, να γίνουμε άξιοι και της επουρανίου τραπέζης. Για τούτο ψάλλουμε το ωραίο τροπάριο την Μεγάλη Εβδομάδα: «Λάμπρυνον μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα και σώσον με».
Αν τα σκεπτόμαστε αυτά δεν θα δείχναμε και μείς πολλές φορές αυτήν την θρησκευτική αδιαφορία, την ψυχρότητα η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας. Απομακρυνόμαστε από την Εκκλησία, περιφρονούμε τις αλλεπάλληλες προσκλήσεις, τις οποίες μας στέλνει ο Θεός, με το Ευαγγέλιο Του, με λόγια γονέων ή φίλων, με καλές σκέψεις που μας φέρνει ο Θεός, με χαρές που θα έπρεπε να μας φέρνουν κοντά Του ,αναγνωρίζοντας την ευγνωμοσύνη που Του οφείλουμε ή κάποτε όταν και με μια αρρώστια μας κάνει να Τον θυμηθούμε, να θυμηθούμε ότι σαν βαφτισμένοι Χριστιανοί είμαστε δικοί Του στρατιώτες και ανήκουμε σε Eκείνον και σε Εκείνον θα καταλήξουμε.
Κάθε Χριστιανός είναι ανάγκη να ερωτά τον εαυτό του αν δέχθηκε ή αν απέρριψε την πρόσκληση του Χριστού. Και ας λάβουμε έκαστος τα μέτρα μας. Το να δεχθείς ή να απορρίψεις την πρόσκληση του Χριστού, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Από την υποδοχή ή την απόρριψη της προσκλήσεως του Θεού, εξαρτάται αν θα ζήσει ο Χριστιανός αιωνίως με τον Θεό, απολαμβάνοντας τα αγαθά της αιωνίου ζωής και Βασιλείας, του Μεγάλου αυτού και θείου Δείπνου, ή θα ζήσει και στην ζωή αυτή με τον Διάβολο και στην άλλη στο «πυρ το εξώτερον το ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Αλλά και για τη ζωή αυτή η πρόσκληση του Θεού στην επίγεια Βασιλεία Του, που είναι η Εκκλησία, η κατά Χριστόν ζωή είναι η εγγύηση για μια καλύτερη ζωή. Βλέπουμε, άλλωστε, ότι η αμαρτία οδηγεί στην καταστροφή, στην παρανομία, στο έγκλημα, στα ναρκωτικά, στο θάνατο, αλλά και την κοινωνία βασανίζει, ότι πάντοτε «τα οψώνια, τα αποτελέσματα της αμαρτίας θάνατος», ενώ η κατά Χριστόν ζωή «προς πάντα ωφέλιμος έστι, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης».


Γιώργος Σαββίδης

Κυριακή ΙΑ' Λουκά [Των Προπατόρων] -π. Χερουβείμ Βελέντζας


 

(Λουκά 14, 16-24)


Η παραβολή του μεγάλου δείπνου που ακούσαμε στη σημερινή Θεία Λειτουργία είναι λίγο - πολύ σε όλους γνωστή. Ένας άνθρωπος κάλεσε κόσμο πολύ στο δείπνο που ετοίμασε, αλλά όταν ήρθε η ώρα και έστειλε τον υπηρέτη του να τους ειδοποιήσει πως όλα ήταν έτοιμα. Άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να αρνούνται την πρόσκληση, προφασιζόμενοι διάφορες αφορμές. Ο ένας είπε ότι αγόρασε ένα χωράφι, και πρέπει να πάει να το δει, ο άλλος ότι αγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια και πρέπει να πάει να τα δοκιμάσει, κι ένας τρίτος ότι παντρεύτηκε, και όλοι τους παρακαλούν τον οικοδεσπότη να τους συγχωρήσει για την απουσία τους. Και τότε θύμωσε ο οικοδεσπότης, μας λέει ο Χριστός, και έστειλε τον δούλο του να καλέσει από τους δρόμους και τις πλατείες τους φτωχούς, τους ανάπηρους και τους τυφλούς. Και σαν είδε ότι ακόμα υπήρχε χώρος, τον έστειλε ξανά, λέγοντάς του να ψάξει περισσότερο και να βρει τους ενδεείς και αν είναι ανάγκη να τους πείσει να έλθουν, μιας που τελικά κανένας από όσους είχαν αρχικά κληθεί δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο δείπνο.


Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χριστός παρομοιάζει τη Βασιλεία του Θεού με δείπνο, με τράπεζα εορταστική στην οποία καλεί τους φίλους Του και όλοι μαζί γεύονται την κοινωνία με το Θεό. Η σημερινή όμως παραβολή διαφέρει αρκετά από τις άλλες, όπου ο Κύριος τονίζει την ανάγκη της σωστής προετοιμασίας εκ μέρους μας, προκειμένου να συμμετάσχουμε στη Βασιλεία του Θεού. Γι αυτό και θυμόμαστε ότι δεν έγινε δεκτός εκείνος που δεν είχε “ένδυμα γάμου”[1], εκείνος δηλαδή που δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος. Εδώ όμως βλέπουμε να καλεί ο οικοδεσπότης τους φτωχούς, τους ρακένδυτους, τους ταλαιπωρημένους, χωρίς να δίνει σημασία ούτε στην εμφάνιση ούτε στην ενδυμασία τους. Δεν πρόκειται όμως για αντίφαση, αλλά για αναφορά του Χριστού σε διαφορετικούς τύπους ανθρώπων, σε αυτούς που έχουν κληθεί στη Βασιλεία Του και σε εκείνους που αγνοούν ακόμα και την ύπαρξη του αληθινού Θεού.

Οι προσκεκλημένοι της σημερινής παραβολής είναι όλοι εκείνοι που έχουν γνώση του Θεού, που έχουν ακούσει το Ευαγγέλιο και καλούνται από το Χριστό να συμμετάσχουν στην αλήθεια της κοινωνίας μαζί Του. Εξέπεσαν ωστόσο, εξαιτίας του ασθενούς τους λογισμού και της προσκολλήσεώς τους στα υλικά και βιοτικά πράγματα. Αυτοί που είπαν “αγρόν ηγόρασα”είναι εκείνοι που απασχολούν τη διάνοιά τους με άλλες σκέψεις και κοσμοθεωρίες, παραιτούμενοι από τη μελέτη του λόγου του Θεού και της αληθινής Ζωής. Εκείνοι που αγόρασαν τα βόδια είναι που ασχολούνται με τις βιοτικές μέριμνες και καταναλώνουν σε αυτές όλο τους το ενδιαφέρον και την ενεργητικότητα, λησμονώντας τα πνευματικά. Και τέλος εκείνος που μόλις είχε παντρευτεί, επειδή θεωρεί ότι στην συζυγική κοινωνία βρίσκεται το παν, αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους που προτιμούν τις επίγειες απολαύσεις από τις επουράνιες. “Διότι ο ανθρώπινος νους που προσκολλάται στην κοσμική φιληδονία, γίνεται αδρανής στα πνευματικά και δεν εργάζεται πλέον τα του Θεού. Και για το λόγο αυτό θα είναι αμέτοχος της ουράνιας και θείας εορτής”[2].

Η Βασιλεία όμως του Θεού δεν εξαρτάται από τη θέληση ή τη διάθεση των ανθρώπων, αλλά από την παρουσία του Θεού, που έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον ζωοποιεί. Καλεί λοιπόν τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς και τους πλουτίζει με τη θεϊκή Του σοφία. Καλεί τους αναπήρους και τους κάνει υγιείς. Καλεί τους χωλούς και βαδίζουν τον ορθό δρόμο. Καλεί τους τυφλούς, ώστε να βλέπουν το φως το αληθινό [3]. Η σοφία του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και η Εκκλησία, όπου το πνευματικό δείπνο της Βασιλείας του Θεού προσφέρεται σε όλους μας κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος θεραπεύεται από κάθε πνευματική ασθένεια ή αναπηρία και μεταμορφώνεται σε τέκνο του Θεού.

Η Εκκλησία είναι η διαρκής υπενθύμιση και η διαρκής ανανέωση της πρόσκλησης που ο Χριστός απευθύνει σε όλους μας. Έχουμε το προνόμιο να ανήκουμε στους ανθρώπους που έχουν γνωρίσει την αλήθεια που ο Θεός αποκάλυψε στον κόσμο και ως εκ τούτου ανήκουμε σε αυτούς που έχουν δεχτεί την πρόσκληση να συμμετάσχουμε στο δείπνο της Βασιλείας Του. Απομένει σε μας να αποδεχτούμε τούτη την πρόσκληση, και να μη παρασυρθούμε ούτε από ανθρώπινες κοσμοθεωρίες, ούτε από βιοτικές μέριμνες, ούτε από τις προσωπικές μας επιθυμίες. Απομένει σε μας να αποδεχτούμε την πρόσκληση του Θεού και να προετοιμαστούμε κατάλληλα, ώστε να αξιωθούμε να ζήσουμε και την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων, που πλησιάζει, σε όλο της το πνευματικό μεγαλείο.

_____________
[1] Βλ. Ματθ. 22, 11-12.
[2] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, PG 68, 313.
[3] Βλ. Ωριγένους, σχόλια εἰς τό κατά Λουκᾶν, PG 17, 361-362.



Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/12/13-12-09_07.html#ixzz1fyk563tq

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...