Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2011

Συναξαριστής 11 Δεκεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης



Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ ὀνομαζόταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν στεῖρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.

Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς. Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ᾿ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του.

Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸ Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πρᾶγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε σὲ ὅραμα τὸ Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στῦλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ᾿ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸ στῦλο ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν.

Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης



Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστοφόρος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὑπηρέτησε σὰ στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ῥοπὴ στὴ διαφθορά.

Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸ φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο.

Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Πάνω στὸν στῦλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα.


Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης



Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἦταν ἐπίσκοπος ὁ δὲ Ἀκεψέης διάκονος. Ἡ θερμὴ καὶ ζωντανὴ πίστη τους, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ἑλκύουν ψυχὲς στὸν Σωτῆρα Χριστό.

Καταγγέλθηκαν στὸν Πέρση βασιλιὰ καὶ ἀφοῦ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκαν. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἀειθαλᾶς ἦταν πρῶτα ἱερεὺς εἰδώλων καὶ κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο κάποιας πόλεως, ποὺ ἦλθε καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ αἱμοῤῥαγία).


Ὁ Ἅγιος Μείραξ

Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια.

Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων.

Ὁ ἀρνησίθρησκος γιὸς μπούχτισε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του.

Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη.

Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση.

Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμα του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μία βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.



Ὁ Ἅγιος Βαρσάβας

Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.



Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.



Οἱ Ἅγιοι Πέτρος ὁ ἀσκητὴς καὶ Ἀκεψιμᾶς

Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία.



Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904) σελ. 398-420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911.



Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα



Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας.

Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β´, ὁ Παλαιολόγος (1283-1328) ἀνέθεσε σ᾿ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ.

Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε.

Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναῖκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός.

Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕνα ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο.

Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του.
Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθεῖς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοὶς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε, ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἠμῶν σὲ πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.


Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»

Ρῶσος


Ὁ Ὅσιος Δαμασκηνός
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης



Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ ὀνομαζόταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῷ ἡ μητέρα του ἦταν στεῖρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.

Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς. Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ᾿ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του.

Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸ Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πρᾶγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε σὲ ὅραμα τὸ Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἑρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στῦλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ᾿ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸ στῦλο ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν.

Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης



Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστοφόρος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὑπηρέτησε σὰ στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ῥοπὴ στὴ διαφθορά.

Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸ φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ᾿ ἕνα στῦλο.

Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Πάνω στὸν στῦλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα.


Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης



Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἦταν ἐπίσκοπος ὁ δὲ Ἀκεψέης διάκονος. Ἡ θερμὴ καὶ ζωντανὴ πίστη τους, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ ἑλκύουν ψυχὲς στὸν Σωτῆρα Χριστό.

Καταγγέλθηκαν στὸν Πέρση βασιλιὰ καὶ ἀφοῦ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκαν. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἀειθαλᾶς ἦταν πρῶτα ἱερεὺς εἰδώλων καὶ κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο κάποιας πόλεως, ποὺ ἦλθε καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ αἱμοῤῥαγία).


Ὁ Ἅγιος Μείραξ

Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια.

Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων.

Ὁ ἀρνησίθρησκος γιὸς μπούχτισε τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του.

Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη.

Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση.

Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμα του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μία βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.



Ὁ Ἅγιος Βαρσάβας

Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ.



Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.



Οἱ Ἅγιοι Πέτρος ὁ ἀσκητὴς καὶ Ἀκεψιμᾶς

Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία.



Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904) σελ. 398-420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911.



Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ποὺ μόνασε στὴν Ἀχαΐα



Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας.

Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β´, ὁ Παλαιολόγος (1283-1328) ἀνέθεσε σ᾿ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ.

Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε.

Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναῖκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός.

Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕνα ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο.

Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του.
Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀσκήσει λαμπρυνθεῖς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοὶς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε, ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἠμῶν σὲ πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.


Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»

Ρῶσος


Ὁ Ὅσιος Δαμασκηνός

ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ( ΡΑΔΙΟ - ΘΕΑΤΡΙΚΑ ) 'ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ '(AΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ)

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ (παραβολή του βασιλικού Δείπνου), Λ.κ. 14,16-24



ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Κανείς δεν εμπιστεύεται τους απλούς ανθρώπους όσο ο Χριστός. Αυτή είναι μία από τις διαπιστώσεις που μπορεί να κάνει κανείς προσεγγίζοντας την παραβολή του Χριστού της σημερινής Θ. Λειτουργίας.
Στην παραβολή αυτή του Δείπνου της Βασιλείας δεσπόζει η φράση του οικοδεσπότη δηλ. του Θεού : « πορεύεσθε ταχέως εις τας οδούς και ρίμας της πόλεως και εις τας διεξόδους της πόλεως και εις τας διεξόδους των οδών και όσους αν εύρητε καλέσατε». Εκεί στα σταυροδρόμια των δρόμων, στις διεξόδους των οδών όπου κινούνται συνεχώς οι απλούστεροι των ανθρώπων και οι πλέον εξαθλιωμένοι, βρίσκει ο Θεός όσους είναι άξιοι για την πλέον ζωντανή σχέση μαζί τους. Την εκκλησιαστική σχέση που ο ίδιος παρουσιάζει ως γαμήλια σχέση ακριβώς για να δείξει τη ζωτικότητα και τη δυναμική της. Οι απλούστεροι των ανθρώπων ούτε αμελητέοι είναι, ούτε περιφρονητέοι. Είναι πηγή ανεξάντλητης ενέργειας ανθρωπισμού για δημιουργία του εντελώς καινούργιου, του εντελώς πρωτότυπου. Έτσι εξηγείται η επίμονη προσφυγή του Χριστού στις διεξόδους των οδών και η προς τους απλούστερους των ανθρώπων της μεγάλης μάζας.
« Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε».Που; Στη Θ. Κοινωνία, τη δυνατή γαμήλια σχέση μετά του Θεού και των συνανθρώπων ως υπέρβαση της καθημερινής μιζέριας, τη δημιουργία συνθηκών αναγέννησης της ζωής. Όπως με το γάμο προέρχεται η ζωή και συνεχίζεται η ζωή με καινούργια δημιουργήματα, ανάλογα και από την εκκλησιαστική σχέση προέρχονται συνθήκες καινούργιας κατάστασης πραγμάτων. Διότι η σχέση αυτή θεμελιώνεται στην συνέργεια του Τριαδικού Θεού και λαού, αφού ο Θεός εμπιστεύεται τους απλούστερους των ανθρώπων που διαβιούν στις διεξόδους των οδών.
Ο Χριστός περπάτησε ανάμεσα στα πλήθη της Γαλιλαίας και συμμετείχε σε δείπνα, για να προσφέρει με παραβολικό τρόπο τον δικό Του « άρτο»: το κήρυγμα της Β.τ.Θ. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι δεν κερδίζονται με κηρύγματα αφ’ υψηλού, αλλά όταν βρίσκεται κοντά τους στις απλές καθημερινές στιγμές. Η πρόσκληση και συμμετοχή σε τραπέζι και μάλιστα σε δείπνο, αποτελούσε την κορυφαία έκφραση φιλίας και κοινωνίας και αγάπης.
Ιδιαίτερα για τον Ιουδαίο το γιορτινό τραπέζι του Σαββάτου και του Πάσχα αποτελούσε και μια προτύπωση της χαράς των εσχάτων. Συνήθως στα έσχατα του κόσμου και της ιστορίας συνδυάζονται στην Π. Δ. με καταστροφικά γεγονότα. Παράλληλα όμως μετά τις σκηνές αυτές ο πρ. Ησαίας για να περιγράψει την παραδεισένια αφθονία της μεσσιανικής εποχής που θα γινόταν άνευ αργυρίου, όσοι πεινούν και διψούν, χρησιμοποιεί Και την εικόνα του συμποσίου. Η σοφία στις παροιμίες ετοιμάζει την τράπεζα της και καλεί σε αυτή όλους ακόμη και τους άφρονες. Την εποχή βέβαια του Χριστού η παγκοσμιότητα του προφητικού κηρύγματος είχε χαθεί. Όσοι δεν ήταν παιδιά του Αβραάμ δεν επιτρέπονταν να συμφάγουν με τους εκλεκτούς τους «καθαρούς», ούτε θα μπορούσαν στα έσχατα να γευθούν το ουράνιο μάννα.
Ο Ιησούς αντίθετα με τις ζοφερές εικόνες των αποκαλυπτικών χρησιμοποίησε το γαμήλιο δείπνο την κατ’ εξοχήν εικόνα των εσχάτων. Μοιράστηκε το ίδιο τραπέζι όχι μόνο με ευσεβείς Φαρισαίους, αλλά και με τους « ανόμους» τελώνες και πόρνες. Φυσικά αυτό συνέβαινε όχι γιατί ήταν ο ίδιος φάγος και οινοπότης, όπως τον χαρακτήριζαν οι αντίπαλοι του, αλλά γιατί με τη στάση του αυτή ήθελε να δείξει ότι το Δείπνο των εσχάτων έχει ήδη αρχίσει. Ο Νυμφίος είναι παρών και το κριτήριο για τη συμμετοχή στο Δείπνο δεν είναι η φυλετική γνησιότητα, η συγγένεια, η λατρευτική καθαρότητα, αλλά η αποδοχή του λόγου Του.
Στο τραπέζι ενός Φαρισαίου άρχοντα ανακλίνεται ο Χριστός σημερινή ευαγγελική περικοπή χωρίς να έχει προσκληθεί. Αντί να ανταλλάξει τις συνήθεις αβρότητες με τους παρευρισκομένους, τους προκαλεί. Παρότι Σάββατο θεράπευσε κάποιον υδρωπικό και με αυθεντία στρέφεται εναντίον εκείνων που διψούσαν για πρωτοκαθεδρίες με πλουσίους «αδελφούς» αποσπώντας την ανταπόδοση. Κανείς δεν αντιδρά στο λόγο του Χριστού. Μόνο κάποιος συνδαιτημών αφορμάται από την αναφορά στην ανταπόδοση εν τη αναστάσει των δικαίων για να ανακόψει το μονόλογο του Χριστού και να πει: « μακάριος όποιος φάει το γεύμα στη Β.τ. Θ.
Ο ευλαβής αυτός Ιουδαίος έκανε ένα τριπλό λάθος:
Πρώτον βλέπει το δείπνο εντελώς υλιστικά.
Δεύτερον θεωρούσε ότι μόνο εκείνος και οι ομοϊδεάτες του θα παρακαθίσουν σ’ αυτό, ενώ οι αλλοεθνείς ασεβείς θα αποκλείονταν, και
Τρίτον δεν είχε καταλάβει ότι το δείπνο είχε ήδη αρχίσει, αφού ο Νυμφίος ήταν δίπλα του.
Και ο Ιησούς απαντά με την παραβολή του γαμήλιου δείπνου. Πολλοί είχαν την ιδιαίτερη τιμή να λάβουν την πρόσκληση νωρίτερα. Αυτοί όμως διέθεταν την ίδια κοινωνική επιφάνεια με τον οικοδεσπότη. Δεν ήταν απλοί γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, αλλά γαιοκτήμονες.
Ο πρώτος καλεσμένος πρόσφατα είχε αγοράσει ένα χωράφι. Ο δεύτερος είχε επίσης αποκτήσει δέκα βόδια και ο τρίτος μόλις είχε παντρευτεί.
Οι δύο πρώτοι χρησιμοποίησαν φτηνές δικαιολογίες που προσβάλλουν το κύρος του οικοδεσπότη. Η πολυτέλεια του δείπνου ανταλλάχθηκε απ’ αυτούς με την δυσοσμία του βουστασίου και τη λάσπη του χωραφιού.
Ο τρίτος νυμφεύτηκε και είχε κοινωνικές υποχρεώσεις ή δεν ήθελε ν’ αφήσει μόνη της την γυναίκα του και θεωρεί σκόπιμο να επαναλάβει το « ρεφραίν» των δύο άλλων προσκεκλημένων: « ερωτώ σε έχε με παρητημένον».
Ο Χριστός οργισμένος για την προσβολή που υπέστη από τους εκλεκτούς καλεσμένους του, έστειλε δύο φορές τον δούλο του για να αναπληρώσει τις κενές θέσεις της οικίας του. Την πρώτη φορά περιμαζεύει από τις λεωφόρους και τα στενά της πόλης όλους εκείνους τους φτωχούς, ανάπηρους, τυφλούς που είχαν περιθωριοποιηθεί από την εκκλησία του εκλεκτού λαού. Τη δεύτερη φορά ο δούλος κατευθύνεται έξω από την πόλη στους δρόμους και τους φράκτες, για να περιμαζέψει έστω και αναγκαστικά όλους εκείνους τους αλλοδαπούς τους « ακάθαρτους εθνικούς», που δεν είχαν την ευκαιρία να κληρονομήσουν και να γνωρίσουν τις επαγγελίες, ελπίδα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Το δείπνο της σημερινής παραβολής κατά τους πατέρες σχετίζεται κατ’ εξοχή με τη Θ. Ευχαριστία, όπου η σύναξη των πιστών βιώνει εδώ και τώρα τη Βασιλεία της αγάπης του Θεού. « Δείπνον δε αυτό καλεί και ουχί άριστον, ότι εν εσχάτοις καιροίς του αιώνος και οίον επί δυσμαίς του καθ’ ημάς αιώνος, επεφάνη ημίν ο Υιός, και δ’ ημάς υπέστη θάνατον, και δέδωκεν ημίν την εαυτού σάρκα φαγείν, εκάλεσε δε πολλούς, τα πλήθη δηλονότι των Ιουδαίων».
Στο δείπνο αυτό μέσα σ’ ένα κλίμα ενθουσιασμού, αυτοί που συμμετέχουν βιώνουν « αμαρτιών απόθεσης, Πνεύματος Αγίου μέθεξιν, υιοθεσίας λαμπρότητα. Βασιλείαν ουρανών».
Την πρόσκληση στο δείπνο αυτό απορρίπτουν « άνδρες αδροί τα βαλάντια και φιλοκερδία ηττημένοι και πάσαν εις τούτο δαπανώντες σπουδήν».
Φυσικά ο Χριστός με την παραβολή αυτή δεν θέλει να πλήξει μόνο την υποκριτική νοοτροπία της Ιουδαϊκής αριστοκρατίας. Γι’ αυτό και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο η συγκεκριμένη παραβολή δεν κατακλείεται με την πλήρωση της αίθουσας, αλλά με τον αφορισμό στο απόλυτο σκοτάδι εκείνου που τόλμησε να εισέλθει στην αίθουσα χωρίς το κατάλληλο ένδυμα.
Το « καμπανάκι» κτυπά γι’ αυτούς που ήδη έχουν λάβει μέρος στο τραπέζι του Μεσσία χωρίς συνείδηση, αίσθηση της γιορτής που μετέχουν.
Σήμερα οι χριστιανοί της Δύσης πάσχουν από ανικανοποίητα να γιορτάζουν και να μην χαίρονται. Έχει επισημανθεί ότι η πιο πληκτική μέρα του χρόνου γι’ αυτούς είναι τα Χριστούγεννα.
Αλλά κι’ εμείς παρασυρμένοι από το πνεύμα της ευμάρειας και το κλίμα των ημερών που κυριαρχεί στον κόσμο, τελικά δεν ακούμε το αληθινό πνεύμα των εορτών. Δεν αισθανόμαστε τα εόρτια σκιρτήματα της παρουσίας του Χριστού και των δωρεών Του στην καρδιά μας, γι’ αυτό και ο κόσμος δεν αλλάζει.
Η Εκκλησία με τη σημερινή παραβολή του Δείπνου απευθύνει μια τελευταία πρόσκληση για συνειδητή συμμετοχή στο γεγονός των Χριστουγέννων, μέσω της συμμετοχής μας στην απόλυτη χαρά του Δείπνου της Θ. Ευχαριστίας με καθαρότητα καρδιάς.
Μπορεί κάποιοι ν’ αρνήθηκαν την πρόσκληση του Δείπνου. Ο προσκαλών όμως ελεύθερος από συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας προσέφυγε στις χιλιάδες των απλών ανθρώπων απ’ όπου αντλούσε δύναμη, κάνοντας αυτούς τους ανθρώπους προσκεκλημένους, δίνοντας προβάδισμα στην εσωτερική ποιότητα.
Ο Κύριος κατακλείνει την πρόσκληση του με την επιγραμματική διαπίστωση: « πολλοί γαρ εισί κλητοί , ολίγοι δε οι εκλεκτοί».
Τι παράξενο όμως πράγμα! Τους εκλεκτούς τους βρίσκουμε στις διεξόδους των οδών. Φαίνεται πως κατά παράδοξο τρόπο δίνει μεγάλη σημασία στη γνωστή παροιμία: « αλλού τα κακαρίσματα κι’ αλλού γεννούν οι κότες».
Η παραβολή του Δείπνου χάρισμα του Χριστού προς όλους μας μπορεί να γίνει ερέθισμα για επανακαθώρηση στόχων και θέσεως του κοινού μας βίου, ακόμα να γίνει ερέθισμα για τον προσωπικό μας προβληματισμό και τα ουσιώδη του βίου.
Μια τέτοια δυνατότητα ας μην την περιφρονήσουμε
Πάντως η απόρριψη ή η αποδοχή της πρόσκλησης για συμμετοχή στη μεγάλη γιορτή ανήκει αποκλειστικά σε μας.
π.γ.στ.

Γαμήλια γιορτή (Λουκ. ιδ΄16-24)

 
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


24 Δεκεμβρίου 1989


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Πόσο συχνὰ ἔχουμε ἀκούσει τὴν σημερινὴ παραβολὴ γιὰ κείνους ποὺ κλήθηκαν στὴ Γαμήλια Γιορτὴ τοῦ Βασιλιᾶ, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε. Ὁ ἕνας εἶχε ἀποκτήσει ἕνα κομμάτι γῆς· νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε· στὴν πραγματικότητα ἦταν τόσο δεμένος ποὺ δὲν μποροῦσε ν’ ἀποδεσμευτεῖ ἀπ’ αὐτὴν· ἦταν φυλακισμένος σ’ αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ ὅ,τι νομίζουμε ὅτι κατέχουμε· μᾶς ἀρκεῖ νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὸ πιὸ ἀσήμαντο πράγμα – καὶ αὐτὸ τὸ χέρι γίνεται ξένο πρὸς ἐμᾶς· δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μπράτσο μας, ὅλο τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχουμε ἤ φανταζόμαστε ὅτι κατέχουμε: εἴμαστε δέσμιοί του.

Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν νὰ ἔλθουν ἐπειδὴ εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια: ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε νὰ τελειώσουν μιὰ ἐργασία, εἶχαν ὅπως νόμιζαν μιὰν ἀποστολὴ στὴ ζωή τους, γιὰ τοῦτο τὸν λόγο δὲν εἶχαν χρόνο γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴν προσωπική τους μέριμνα.

Καὶ ὁ τελευταῖος ποὺ κλήθηκε ἀρνήθηκε νὰ πάει ἐπειδὴ ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴ χαρὰ του, ἔχοντας παντρευτεῖ, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν γάμο κάποιου ἄλλου; Ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴν δικὴ του χαρὰ - πῶς θὰ μποροῦσε νὰ συμμετέχει στὴ χαρὰ κάποιου ἄλλου;

Κι ἔτσι ὅλοι τους ἀρνήθηκαν τὸ κάλεσμα.

Τοὺτη ἡ παραβολὴ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα; Ὁ καθένας μας κατέχει κάτι ποὺ θεωρεῖ τόσο σημαντικὸ ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ γυρίσει τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ - ναὶ, στὸν Θεὸ: δὲν ὐπάρχει χρόνος γιὰ προσευχή, γιὰ λατρεία. Τὴν ἴδια ὥρα ἀπορρίπτουμε ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ μᾶς χρειάζονται, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀπασχολημένοι μὲ τὶς δουλειὲς μας;

Καὶ πόσο συχνὰ συμβαινει νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἤ λύπη - ἀλλὰ ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, τὰ ἔχουμε κλείσει στην καρδιά μας, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ τὴν λύπη ἥ τὴν χαρὰ κάποιου ἄλλου.

Ἀλλὰ τότε, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε; Κάθε Κυριακὴ στὴν Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴ ἀποθώμεθα μέριμναν»· σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν γῆ ὅπου ζοῦμε, τὶς μέριμνές μας, τὶς χαρές καὶ τὶς λύπες ποὺ ἔρχονται στὸν δρόμο μας; Ὄχι!

Ἀλλὰ ὑπάρχει ἴσως μία ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στὶς γραμμὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ποὺ μᾶς λέει: Ἀναστηθήκατε μὲ τὸν Χριστό; Βρίσκεστε ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται; Εἶναι ἡ ζωή σας κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό; Τὶ σημαίνει πραγματικὰ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Σημαίνει ὅτι ἄν εἴμαστε νεκροὶ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στὸ κάθε τι ποὺ καταστρέφει τὴν ἀγάπη, τὴν συμπόνοια, στὸ κάθε τι ποὺ ἔχει σὰν κέντρο του τὸν ἐγωισμό, ποὺ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ κανέναν παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας - ἐὰν εἴμαστε νεκροὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ, καὶ ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τὴν ζωὴ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ Χριστοῦ, ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ ζήσουμε γιὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ βρίσκονται γύρω μας – τότε ἔχουμε ἀναστηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ἡ ζωή μας εἶναι πραγματικὰ κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἰς τὸν Θεό, βρίσκεται στὰ ἴδια τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς ἀγάπης! Καὶ τότε μποροῦμε νὰ γυρίσουμε πρὸς τὴν γῆ· τότε, ἀντὶ νὰ κατέχουμε μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, ἀντὶ νὰ ὑπερισχύουμε μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε νὰ γίνει ἡ δική μας γῆ ἐλεύθερη, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἀπὸ μιὰ πράξη εὐλάβειας, νὰ γίνει γῆ τοῦ Θεοῦ, νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρποὺς, ὄχι σὰν νὰ βιάζεται ἀπὸ μᾶς, σὰν νὰ ἀνήκει σὲ μᾶς μὲ τὴ βία, ἀλλὰ προσφέροντάς μας τοὺς καρπούς της μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτήριας καὶ ἀνταποδοτικῆς ἀγάπης. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ ἔργα μας· καλούμαστε νὰ διακονήσουμε, καλούμαστε νὰ φτιάξουμε μιὰ ζωὴ ποὺ νὰ εἶναι γιὰ ὅλους πράξη ἐνδιαφέροντος, ἀγάπης, φροντίδας – τότε, ὅ,τι κάνουμε γίνεται ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει νόημα καὶ δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ.

Κι ἄν ἡ χαρὰ ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ· ἄν ἡ θλίψη ἔχει ἔλθει στὴν καρδιά μας, μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσουμε στὸν Θεό, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας!

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτό! Ἄς παραμερίσουμε ὅλες τὶς μέριμνες τούτης τῆς ζωῆς, ποὺ πάει νὰ πεῖ νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ ὄχι φυλακισμένοι: Ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Καὶ τότε ἡ γῆ καὶ ὁ μόχθος μας καὶ οἱ χαρές καὶ οἱ θλίψεις μας θὰ γίνουν κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τότε πραγματικά, ἡ ζωή μας θὰ βρίσκεται κρυμμένη μὲ τὸν Χριστό στὸν Θεό, ἀλλὰ ἕναν Θεὸ ποὺ διάλεξε ν’ ἀγαπήσει τόσο τὸν κόσμο ὥστε νὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, νὰ φέρει στοὺς ὤμους Του τὴν ἀνθρώπινη μοῖρα, τὴν κτιστότητα, τὴν ζωὴ σ’ ἕναν ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὶς συνέπειες τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀκόμα τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ σκοτώνει. Καὶ ἀφοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη σωτηριολογικὴ καὶ λυτρωτική, τὰ ἀποδέχτηκε ὅλα, ἀναστήθηκε, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ζωή, τὴ ζωὴ τῆς ἀνάστασης ἑνώνοντας τὴ ζωή του μὲ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr


Πρωτότυπο κείμενο

Bridal Feast
24 December 1989



In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

How often have we heard today’s a parable about those people who were called to the Bridal Feast of the King, and who refused to come. The one who had acquired a plot of land; he thought he was in possession of it; in reality, he was so attached to it that he could not detach himself from it: he was a prisoner of what he thought he possessed. And so it is with whatever we imagine we possess; it is enough for us to have the smallest thing in our hand — and this hand is alienated to us; we cannot use it anymore, we cannot use our arm, our whole body is conditioned by what we possess, or imagine we possess: we are held a prisoner by it.

Others refused to come because they had bought five pairs of oxen: they had to try them, they had a task to fulfil, they had work to do, they had perhaps what they believed to be a mission in life, and therefore they had no time for anything except that that was their personal concern.

And the last refused to come because his heart was full of his own joy; having married, how could he be concerned with anyone else’s marriage? He was full of his own joy — how could he participate in anyone else's joy?

And so, they all turned away from the call.

Doesn't it apply very directly to us? Each of us possesses something that he deems so important that he is prepared to turn away from God — yes, from God: there is no time for prayer, there is no time for worship. At the same time we turn away from other people who need us because we are busy with our own business?

And how often happens that we are full of joy or of sorrow — but they are our own, we hug them to our heart, we have no time for anyone else's sorrow or anyone else’s joy.

But then, what should we do? You hear every Sunday in the Liturgy words that say, ‘Let us lay aside all the cares of this life’; does it mean that we must turn away from the earth on which we live, from the tasks which are ours, from the joys and true sorrows that come our way? No!

But there is an answer to it perhaps in the lines that precede the reading from the Epistle which we heard today, where we are told: Are you risen with Christ? Are you where He is? Is your life hid in God with Christ? What does it really mean to us? It means that if we are dead with the death of Christ to everything which is destructive of love, destructive of compassion, which is self-centredness, which is self-love, which leaves no space for anyone but ourselves — if we are dead to all this, and if we have accepted life on Christ's terms, ready to live for others, live for God, live for the joy and life of those who surround us — then we are risen with Christ, and our life is indeed hid with Christ in God, it is at the very depth of God, at the very depth of divine love! And then we can turn to the earth; then, instead of possessing we can serve, instead of overpowering we can try to bring this earth of ours, in an act of love, in an act of reverence to be free, to be God's earth, to be able to bring fruit, not as it does being raped, being violently possessed by us, but giving us its fruit in an act of responsive love. And the same applies to our tasks; we are called to serve, we are called to make of all our life an act of concern, of love, of service — then, all that we do becomes an act of God, then it becomes meaningful and it does not separate us from God.

And if joy has come into our heart, it is a gift of God; if sorrow has come into our heart, we can carry it to God, for it to be integrated in the mystery of salvation!

Let us reflect on this! Let us truly lay aside all the cares of this life in the sense that let us not be prisoners, but free: Christ has come to set us free. And then the earth, and our labour, and our joys, and our sorrows and everyone on earth will become part of the Kingdom of God. Then indeed, our life will be hid with Christ in God, but a God Who have chosen so to love the world as to be incarnate, to become man among men, to take upon Himself all the human destiny, createdness, life in a fallen world, the consequences of human sin, and even the loss of God which is what kills. And, having accepted it all in an act of saving and redempting love, He has risen, and anyone can enter into eternal life, the life of the resurrection by uniting himself or herself to Christ. Amen.

Οἱ Ἅγιοι Προπάτορες

 
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



(14 Δεκεμβρίου)


Καθὼς πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προπάτορες εἶναι οἱ τρεῖς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ὁ Ἰούδας, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ὁ Ἰακὼβ κάλεσε τὰ δώδεκα παιδιά του καὶ τοὺς εἶπε· «Συναχθῆτε καὶ ἀναγγείλω ὑμῖν τί συναντήσει ὑμῖν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν». Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογῆ ἕναν - ἕναν, κι ὅταν ἔφτασε στὸν Ἰούδα εἶπε· «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ προφητεία ὅτι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός.

Δὲν θὰ μείνωμε τώρα περισσότερο, ἀκολουθώντας τὴ συνέχεια τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰούδα ὥς τὸν βασιλέα Δαβὶδ κι ὕστερα ὥς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτοὺς ὅλους στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια εἶναι δυὸ κατάλογοι, ἕνας ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καὶ δεύτερος ὁ κατάλογος τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ...», καθὼς ἀκοῦμε στὴ θεία Λειτουργία μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Ὅλοι ὅσων τὰ ὀνόματα ἀναφέρονται στὸν γενεαλογικὸ αὐτὸν κατάλογο, ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὥς τὸν Ἰούδα, ἀπὸ τὸν Ἰούδα ὥς τὸν Δαβὶδ κι ἀπὸ τὸ Δαβὶδ ὥς τὸν Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα, εἶναι οἱ προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θὰ ὁμιλήσουμε τώρα μόνο γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Προπάτορες καὶ ὁ γενάρχης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μετὰ τὸν ὑπαινιγμὸ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στοὺς Πρωτοπλάστους, ἀμέσως μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση. Δυὸ χιλιάδες χρόνια μετὰ τὴ δημιουργία καὶ τετρακόσια χρόνια μετὰ τὸν κατακλυσμό, κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν Παλαιστίνη, θὰ γίνουν μέγα ἔθνος καὶ αὐτοὶ θὰ μεταδώσουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι ἡ Γένεση, διαβάζομε τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ.

Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀπόλυτη πίστη στὸ Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θέλη νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴν πίστη, πάντα καὶ μάλιστα στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, φέρνει γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀβραάμ. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δυὸ μόνο περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, στὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ πίστη του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀδιαμαρτύρητη ὑπακοή του σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεός. Στὸ δωδέκατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν κλήση τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἂν σοὶ δείξω». Δὲν εἶναι μικρὸ καὶ λίγο αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Θεός· νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ νὰ μὴν ξέρη ποῦ πηγαίνει. Ὁ Ἀβραάμ ἀδιαμαρτύρητα «ἐπορεύθη, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ ὁ Κύριος».

Στὸ εἰκοστὸ δεύτερο κεφάλαιο πάλι τῆς Γένεσης διαβάζομε γιὰ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· «Πάρε τὸ γιό σου τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω καὶ πρόσφερε τὸν θυσία σ’ ἐμένα...» Ἡ θεία Γραφὴ λέγει ὅτι «ὁ Θεὸς ἐπείραζε τὸν Ἀβραάμ», τὸν δοκίμαζε δηλαδὴ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ κάμη κάτι, ποὺ στὸ τέλος ὁ ἴδιος δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπε. Ὁ Ἀβραάμ, μὲ πίστη ποὺ χαρίζει ὑπεράνθρωπη δύναμη, πῆρε τὸν Ἰσαάκ, τὸν φόρτωσε καὶ τὰ ξύλα τῆς θυσίας κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἒχτισ’ ἐκεῖ ἕνα πρόχειρο θυσιαστήριο, ἔβαλε τὸ παιδὶ ἐπάνω στὰ ξύλα καὶ σήκωσε τὸ μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ σφάξη. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ· «Μὴ ἐπιβάλης τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποίησῃς αὐτῷ μηδὲν νῦν γὰρ ἔγνων ὅτι φοβῇ τὸν Θεὸν σύ, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι’ ἐμέ...».

Ἄλλο παράδειγμα τέτοιας πίστης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει. Καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Ἰσαὰκ ἦταν «υἱὸς τῆς ἐπαγγελίας», τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Σάρα σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς πὼς στὰ γεράματά του θὰ γέννηση παιδί, δὲν ἀπίστησε· κι ὅταν ὕστερα τοῦ εἶπε νὰ τὸ θυσιάση, πάλι δὲν ἀπίστησε, ἀλλὰ συμμορφώθηκε ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Γιὰ τὰ δυὸ αὐτὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὰ ὁποῖα εἴπαμε, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Μὲ πίστη ὑπήκουσε ὁ Ἀβραὰμ κι ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο του, «μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». Καὶ πάλι μὲ πίστη «προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος». Ἀμήν.

Κυριακὴ Εἰκοστὴ Ἐνάτη (Κολ. γ΄ 4-11)

 
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))


15 Ἰανουαρίου 1967


Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ξανακούσαμε νὰ διαβάζεται ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος· γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἦταν τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων. Μὰ καὶ κάθε μέρα οἱ ἴδιες περικοπὲς νὰ διαβάζωνται, δὲν εἶναι νὰ μᾶς κούραση ἡ ἀκρόασή τους, γιατί κάθε φορὰ ὅλο καὶ κάτι νέο ἔχουμε νὰ προσέξουμε σ' αὐτὲς καὶ κάτι καινούργιο ἔχουνε νὰ μᾶς ποῦν. Ἂν καὶ στὴν ἀκρόαση τῆς θείας Γραφῆς δὲν ζητοῦμε ν' ἀκούσουμε νέα κι ἄγνωστα πράγματα, μὰ νὰ ἐντυπωθοῦμε καλὰ μέσα μας τὰ γνωστὰ καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε στὸ βίο μας. Ἂς ξανακούσουμε λοιπὸν τώρα, ἐξηγημένο στὴ γλώσσα μας, τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

Ἀδελφοί, ὅταν φανερωθῆ ὁ Χριστός, ποὺ αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καὶ σεῖς μαζὶ μ' αὐτὸν θὰ φανερωθῆτε δοξασμένοι. Νεκρῶστε λοιπὸν ἐδῶ στὴ γῆ τὸ σῶμα σας, δηλαδὴ τὴν πορνεία, τὴ σαρκικὴ ἀκαθαρσία, τὸ ἔνοχο πάθος, τὴν κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία, ποὺ εἶναι εἰδωλολατρία· γι' αὐτὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σ' ἐκείνους ποὺ ἀπειθοῦνε στὸ νόμο του, κι αὐτὰ κάνατε καὶ σεῖς κάποτε, ὅταν ζούσατε ἀνάμεσα μὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Ὅμως τώρα ἐσεῖς πετάξτε τα ὅλ' αὐτὰ ἀπὸ πάνω σας, τὴν ὀργή, τὸ θυμό, τὴν κακία, τὴ βλασφημία, τὸν κάθε αἰσχρὸ λόγο ἀπὸ τὸ στόμα σας. Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὶς πράξεις του καὶ ντυθῆτε τὸ νέο, ἐκεῖνον ποὺ διαρκῶς ἀνανεώνεται μὲ σκοπὸ νὰ φτάση σὲ ἀληθινὴ θεογνωσία, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν ἔφτιαξε. Ἕνας τέτοιος καινούργιος ἄνθρωπος δὲν ἔχει σημασία ἂν εἶναι Ἕλληνας ἤ Ἰουδαῖος, ἂν ἔχη περιτομὴ ἤ ἂν εἶναι ἀπερίτμητος, ἂν εἶναι βάρβαρος ἤ Σκύθης ἤ δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, ἀλλὰ σ' αὐτὸν ὅλα καὶ σὲ ὅλα εἶναι ὁ Χριστός.

Τὴν περασμένη Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μιλήσαμε γιὰ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς θείας Γραφῆς. Καὶ εἴπαμε τότε πὼς πάντα κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλὰ λόγια πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τὰ βαθιὰ νοήματα. Γιατί ὁ λόγος τῆς θείας Γραφῆς δὲν εἶναι λόγος κενός, κούφια δηλαδὴ καὶ ἀδειανὰ λόγια χωρὶς νόημα καὶ περιεχόμενο.
Ὅσα θὰ ποῦμε τώρα εἶναι σὰν συνέχεια σ' ἐκεῖνα ποὺ εἴπαμε τότε.

Ἀφορμὴ μᾶς δίνει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα, ποὺ μέσα σ' ἕνα μήνα τὸ ἀκοῦμε δύο φορές. Καὶ ἐπειδὴ τότε ἀναπτύξαμε ὅσο μπορέσαμε τὸ περιεχόμενο τῆς περικοπῆς, σήμερα θὰ μιλήσουμε γενικώτερα γιὰ τὴν ἀκρόαση τῶν θείων Γραφῶν καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα στὴν Ἐκκλησία.

Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ δῶ· ἀπὸ τὸ «πρόσχωμεν», ποὺ λέγει ὁ λειτουργὸς ἱερέας, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Τί θὰ πῆ «πρόσχωμεν»; Νὰ προσέξουμε σ' αὐτὰ ποὺ θ' ἀκούσουμε. Γιατί αὐτὸ ποὺ πρόκειται κάθε φορὰ νὰ διαβαστῆ δὲν εἶναι λόγος ἀνθρώπινος· στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν μιλᾶνε ἄνθρωποι, ἀλλὰ μιλάει ὁ Θεὸς μὲ τὴ γλώσσα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν πρόκειται νὰ διαβαστῆ μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἂς ποῦμε μία προφητεία, τότε ὁ ἱερέας ἤ ὁ διάκονος λέγει· «Σοφία· πρόσχωμεν». Ὅταν ὅμως πρόκειται νὰ διαβαστῆ μία περικοπὴ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἂς ποῦμε ἀπὸ τὶς Πράξεις ἤ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων, τότε ὁ ἱερέας ἤ ὁ διάκονος λέγει· «Πρόσχωμεν· σοφία· πρόσχωμεν». Λέγει δηλαδὴ δυὸ φορὲς τὸ «πρόσχωμεν» κι αὐτὸ δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπέναντι στὴν Παλαιά. Κι αὐτὸ τὸ «σοφία», ποὺ ἀκοῦμε, θὰ πῆ πὼς αὐτὸ ποὺ θὰ διαβαστῆ καὶ θ' ἀκούσουμε δὲν εἶναι λόγος σὰν τοὺς πολλοὺς καὶ συνηθισμένους λόγους τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ λόγος καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, ὅταν πρόκειται νὰ διαβαστῆ τὸ Εὐαγγέλιο, τότε ὁ λειτουργὸς ἱερέας λέγει· «Σοφία· ὀρθοί· ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου», καὶ προσθέτει εὐλογώντας τὸ λαό· «Εἰρήνη πᾶσι». Αὐτὰ θὰ ποῦν πὼς τὰ ἄλλα Ἀναγνώσματα μποροῦμε νὰ τ' ἀκοῦμε καὶ καθιστοί, μὰ τὸ Εὐαγγέλιο πάντα τὸ ἀκοῦμε ὀρθοί, ἔχοντας εἰρήνη στὴν ψυχή μας, ἐκείνη τὴ βαθειὰ εἰρήνη στὴν ψυχή μας, ἐκείνη τὴ βαθειὰ εἰρήνη ποὺ δίνει ἡ θεία εὐλογία. Ὅταν διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅλοι ὀρθοὶ καὶ ἀκίνητοι ἀκοῦμε τὰ θεία λόγια, μὰ καὶ μέσα στὴν ψυχὴ μας πρέπει νὰ βασιλεύη ἀπόλυτη ἀκινησία καὶ εἰρήνη κι ὁ λογισμός μας, ξύπνιος κι ἐκεῖνος καὶ ὀρθός, νὰ προσέχη σ' ἐκεῖνα ποὺ ἀκοῦνε τ' ἀφτιά μας. Ἂν τύχη τώρα καὶ κάτι ἀπ' ὅσα ἀκοῦμε δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, εἴτε γιατί μερικὲς λέξεις μᾶς εἶναι ἄγνωστες εἴτε γιατί τὰ νοήματα εἶναι βαθιά, γι' αὐτὸ λοιπὸν ἀμέσως γίνεται τὸ κήρυγμα, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ συνέχεια στὴν ἀκρόαση τῶν ἱερῶν Ἀναγνωσμάτων, ἑρμηνεία δηλαδὴ τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ προτροπὴ γιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀκόμα πιὸ καλά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὴ σημασία ποὺ ἔχει ἡ ἀκρόαση τῆς θείας Γραφῆς καὶ μάλιστα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, καὶ γιὰ νὰ ἐννοήσουμε γιὰ ποιὸ σκοπὸ διαβάζουμε κι ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία τὶς ἁγιογραφικὲς περικοπές, καλὸ θὰ εἶναι νὰ ξέρουμε τὰ λόγια μιᾶς εὐχῆς ποὺ λέγει ὁ λειτουργὸς ἱερέας μυστικὰ στὸ ἱερὸ Βῆμα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε δέσποτα», λέγει ὁ λειτουργός, «τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμοὺς διάνοιξον εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες». Τὴν εὐχὴ αὐτὴ τὴν ἀπευθύνει ὁ λειτουργὸς Ἱερέας πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ἐκόμισε στὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὴν καλὴν εἴδηση τῆς σωτηρίας. Νὰ τώρα τί θὰ ποῦν τὰ λόγια της εὐχῆς στὴ δική μας γλώσσα. «Φιλάνθρωπε Δέσποτα, κάμε νὰ λάμψη μέσα στὶς καρδίες μας τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς φωτίζει γιὰ νὰ σὲ γνωρίσουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό, κι ἄνοιξε καλὰ τὰ μάτια τοῦ λογισμοῦ μας, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ εὐαγγελικά σου λόγια. Βάλε μέσα μας καὶ τὸ φόβο τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν, ὥστε, ἀφοῦ κατανικήσουμε ὅλες τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, νὰ ζήσουμε ζωὴ πνευματική, ἔτσι ποὺ ὅλα, καὶ τὰ φρονήματα καὶ οἱ πράξεις μας, νὰ εἶναι γιὰ δική σου χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση». Αὐτὴ τὴν εὐχὴ λέγει ὁ λειτουργὸς Ἱερέας μυστικὰ στὸ ἱερὸ Βῆμα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, καὶ εἶναι τόσο ξάστερα τὰ λόγια καὶ τὰ νοήματά της, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ ποῦμε ἐμεῖς περισσότερα γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ἀναγνώσεως τῶν θείων Γραφῶν καὶ τοῦ κηρύγματος στὴν Ἐκκλησία, καὶ γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν ψυχική μας διάθεση, ὅπου μ' αὐτὴν πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖον μᾶς μιλάει ὁ Θεός.

Οἱ περικοπὲς τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι σὰν τὶς εἰδήσεις τῶν ἐφημερίδων, γιὰ νὰ εἶναι ἄλλες κάθε φορὰ καὶ νὰ μᾶς λένε ὅλο καὶ πιὸ νέα ἀπὸ κεῖνα ποὺ κι ἄλλοτε τὰ ἀκούσαμε. Καὶ τὶς περικοπὲς αὐτὲς δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ τὶς ἀκοῦμε, μὰ νὰ ζητοῦμε τὸ θεῖο φωτισμό, γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε ποιὸς μᾶς μιλάει σ' αὐτὲς καὶ γιὰ νὰ κατανοοῦμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του. Μὰ κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό· χρειάζεται ἀκόμα ὁ θεῖος λόγος νὰ γίνη μέσα μας ζωὴ κι ἔπειτα διαγωγὴ στὸ βίο μας, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο θέλημα. Μὰ τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν γίνεται μὲ τὸ νὰ ἀκοῦμε μόνο καὶ ἔστω καὶ νὰ μαθαίνουμε· ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα τὶς ἀκούσουμε καὶ τὶς μάθουμε, εἶναι ὕστερα ζήτημα φόβου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ καλὴ ἀρχὴ καὶ ἡ στέρεη βάση τῆς σωτηρίας, ὁ φόβος τοῦ Κυρίου· «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου», λέγει ἡ θεία Γραφή. Ὅσα καὶ ν' ἀκοῦμε, ὅσα καὶ νὰ μαθαίνουμε, κι ἂς τὰ μαθαίνουμε καλὰ κι ἂς τὰ καταλαβαίνουμε ὀρθά, ἂν δὲν ριζώση μέσα μας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, δὲν κατορθώνουμε νὰ τὰ φυλάξουμε καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε στὸ βίο μας. Ἡ δύναμη ποὺ δένει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες μέσα μας καὶ καρφώνει τὰ μέλη τοῦ σώματός μας, γιὰ νὰ μὴν ἐπαναστατοῦν καὶ παραβαίνουμε τὶς θεῖες ἐντολές, εἶναι ὁ σωτήριος φόβος τοῦ Θεοῦ· κι ἂς μὴν ἀρέση ἐτοῦτος ὁ λόγος σὲ πολλούς, κι ἂς λένε πὼς ὁ φόβος εἶναι δουλικὸ αἴσθημα καὶ πὼς πρέπει τάχα στὴ θέση του νὰ βάλουμε τὴν ἀγάπη. Οἱ Ἅγιοι φοβοῦνται καὶ τὸ ἔχουνε σὲ καύχησή τους νὰ εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ.


Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Ἂν θέλετε, ἂς τὸ ποῦμε κι ἔτσι· γιὰ τίποτα νὰ μὴ φοβώμαστε, παρεκτὸς μόνο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Καὶ τίποτα δὲν μᾶς κάνει τόσο ὑπεύθυνους γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅσο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς μιλάει καὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο γιὰ νὰ σωθοῦμε. «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχόν», εἶπε ὁ Κύριος· δηλαδή, ἂν δὲν ἐρχόμουν κι ἂν δὲν μιλοῦσα, δὲν θὰ εἶχαν εὐθύνη. Μὰ τώρα ἡ εὐθύνη μας εἶναι μεγάλη καὶ θὰ βρεθοῦμε ἀναπολόγητοι, ἂν δὲν προσέχουμε στὸ θεῖο λόγο καὶ δὲν τὸν κάνουμε πράξη καὶ διαγωγὴ στὸ βίο μας. Ὅμως αὐτὸ νὰ μὴ συμβῆ, χριστιανοί μου, καὶ γιὰ σᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε καὶ γιὰ μένα ποὺ σᾶς διδάσκω. Ἀμήν.

Ὁ Μεγάλος Δεῖπνος (Λουκ. ιδ΄ 16-24)

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)



«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα»

Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ἕνα δεῖπνο γιὰ πολλλοὺς προσκεκλημένους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς συμπληρώνει πὼς ὁ γάμος τοῦ παιδιοῦ του προκάλεσε τὸ δεῖπνο αὐτό. Ἐνῶ εἶχε καλέσει πολλούς, οἱ προσκεκλημένοι ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση φέρνοντας διάφορες δικαιολογίες. Π.χ. Ἀγόρασαν κτήματα, ζῶα ἢ νυμφεύθηκαν κ. ἄ. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ἔφερε στὸ τραπέζι του ὄχι τοὺς ἐπώνυμους προσκεκλημένους, ἀλλὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως, τοὺς χωλούς, τοὺς ἀναπήρους, τυφλοὺς καὶ πτωχούς, μέχρις ὅτου γέμισε τὸ σπίτι του. Μάλιστα εἶπε: «Οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14,24).



Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ δείπνου

Μὲ τὴ λέξη «δεῖπνος» ἐννοοῦνται πολλά. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πὼς ὁ Κύριος ὀνόμαζε τὸ δεῖπνο μέγα, «ἐπειδὴ καὶ μέγα τὸ τῆς σωτηρίας ἡμῶν μυστήριον», δηλ. εἶναι μεγάλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Τὸ τραπέζι ποὺ ἔστρωσε ὁ οἰκοδεσπότης Κύριος συμβολίζει τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μία ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι πὼς ὁ Κύριος ἔκανε ἕνα μεγάλο δεῖπνο, δηλ. μία οἰκουμενικὴ πανήγυρη. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ θυσία Του καὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ πανήγυρη, γράφει ἕνας Ἅγιος «...δέδωκεν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ σάρκα φαγεῖν, ἄρτος ὤν ἐξ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ», μᾶς ἔδωσε νὰ φᾶμε τὴ σάρκα του, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπ’τὸν οὐρανὸ κι ἔδωσε ζωὴ στὸν κόσμο (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Ἐὰν πάρουμε τὴν εἰκόνα τοῦ γαμήλιου δείπνου ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ›› (κεφ. 22,2), μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ τὶς ἑξῆς ἑρμηνεῖες: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ γάμοι ποὺ κλήθηκαν τόσοι πολλοὶ νὰ συμμετάσχουν σ’αὐτούς; Κατὰ τοὺς Πατέρες, γάμος εἶναι ἡ μυστικὴ συνάφεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστη στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ὑπερφυέστατα καὶ τέλεια θὰ ἑνωθεῖ μαζί Του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. «Νύμφη μὲν οὖν ὁ λαὸς τῶν πιστῶν, ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς συναπτομένη διὰ πίστεως νυμφίος δὲ ὁ Χριστός» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός). Κάθε ψυχῆς νυμφίος εἶναι ὁ Χριστὸς νυμφώνας ὅπου γίνεται ἡ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός, εἶναι ὁ τόπος τοῦ βαπτίσματος, δηλ. ἡ Ἐκκλησία. Ἐδῶ δίδονται οἱ ἀρραβῶνες στὴ νύμφη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὰ «τελεώτερα» θὰ δοθοῦν στὸ μέλλον, ὅταν θὰ μυσταγωγήσει ὁ Χριστὸς τοὺς τελείους στὰ καλύτερα καὶ ὑψηλότερα. Ἂς σημειωθεῖ πὼς νυμφίος εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι διδάσκουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι νυμφαγωγοί, γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Πράγματι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι δοτήρας ἀγαθῶν παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι μεσίτες καὶ διάκονοι τῶν ἀγαθῶν ποὺ δίνει ὁ Κύριος.



Ἀπὸ ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος;

Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας. Μέσα ἀπὸ καταστάσεις ἁμαρτωλές, ἐνῶ ζούσαμε ἀνυποψίαστοι ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πνευματικὴ ζωή. Καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει νὰ διηγηθεῖ μία τέτοια ἱστορία τῆς ζωῆς του. Βέβαια ἡ πρόσκληση γίνεται ἀδιάκριτα σ’ ὅλους δηλ. ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅμως αὐτῶν ποὺ κλήθηκαν στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι «ἀνεξέταστος», ἀλλ’ ἐρευνᾶται ἐπιμελῶς ἀπ’ τὸν οἰκοδεσπότη Χριστό. Προσκλήθηκαν ὅλοι. Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του ἔχει κληθεῖ στὸ ἀγαθό. Ἔχει ἔμφυτο τὸ ἀγαθὸ μέσα του. Ἡ ἁμαρτία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο πτωχό, ἀνάπηρο καὶ τυφλὸ πνευματικά. Μετὰ τὸ Χριστό, ὅσοι πιστέψαμε σ’ Αὐτόν, γίναμε εὔρωστοι καὶ ὑγιεῖς. Μᾶς κάλεσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ στενὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς ἔκανε ὁμοτράπεζους καὶ συγκληρονόμους Του. Ὅσοι δὲν τιμήσαμε τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι παρακαθήσαμε στὸ δεῖπνο Του, ἀλλὰ δὲν ἀλλάξαμε ζωή, θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Μᾶς δόθηκε ἡ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ συμμετάσχουμε στὸ δεῖπνο κι ἐμεῖς, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς φιλαργυρίας καὶ φιληδονίας, τὴν ἀπορρίψαμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ στερηθοῦμε τὴν πραγματικὴ ζωή.



Ἀδελφοί μου,

Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος νὰ συμμετάσχει στὸ δεῖπνο Του. Ἀπευθύνεται στὴν προαίρεσή μας. Ἐὰν ὅμως θελήσουμε νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτό, τότε ἀρχίζουν καὶ οἱ ὑποχρεώσεις μας. Ὀφείλουμε νὰ ἐργαστοῦμε μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, στὸ ὄντως δεῖπνο, ποὺ εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (Ματθ. 26,27), μᾶς εἶπε ὁ Ἴδιος. Ἡ συμμετοχή μας στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Χριστιανὸς ποὺ δὲ συμμετέχει στὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου, εἶναι πνευματικὰ νεκρός. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωτηρία μας.

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ. Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι ! . (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

υρ. ΙΑ΄ Λουκ. (Προπατόρων)
(Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Τὸ Χρυσὸ δακτυλίδι !


Μεγαλειώδης, ἀλλὰ καὶ συγκλονιστικὴ ἡ σημερινή Παραβολή, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Ὀπίσω ἀπὸ τὴν μορφήν τοῦ πλουσίου καὶ γενναιοδώρου οἰκοδεσπότου, εἶναι γνωστόν, ὅτι κρύπτεται ὁ ἄπειρος Θεός.
Καὶ τὸ δεῖπνον τὸ μέγα, ποὺ ἡτομάσθη δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ εὐλογημένη τράπεζα τῶν μεγάλων πνευματικῶν δωρεῶν, ἡ Θεία Κοινωνία, ἡ ἁγιάζουσα χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἔστειλε καὶ στέλλει ἔκτοτε ὁ Θεὸς ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ τιμητικὸν αὐτὸ δεῖπνον. Ἦλθεν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Διδάσκαλοι καὶ μεγάλοι Πατέρες, ἡ σημερινὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς λειτουργούς της. Ὅσον ὅμως λαμπρὰ εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ θείου Οἰκοδεσπότου, τόσον ἀχαρακτήριστος καὶ ἐγκληματικὴ, συνήθως, ἡ στάσις τῶν προσκεκλημένων.
Ἄς παρακολουθήσωμεν ὅμως τὴν παραβολήν, διότι ἀπὸ τὴν ἀνάλυσιν θὰ προκύψουν σοβαρώτατα διδάγματα.


1. «Ἀγρὸν ἠγόρασα..»

Ὅταν ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον, σημειώνει ἡ Παραβολή, ὁ Οἰκοδεσπότης ἔστειλε τοὺς δούλους Του καὶ εἰδοποίησε τοὺς προσκεκλημένους: «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 17). Ὁ καθείς, βέβαια, θὰ ἐπερίμενε νὰ μὴν ἀπορρίψῃ κανεὶς τὴν πρόσκλησιν εἰς ἕνα τόσον ἐπίσημον καὶ λαμπρὸν δεῖπνον. Καὶ ὅμως δὲν συνέβη αὐτό.
«Ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες». Ἠρνήθηκαν ὅλοι. Ὁ πρῶτος ἐδικαιολογήθη μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι ἠγόρασεν ἕναν ἀγρὸν καὶ θέλει νὰ τὸν ἰδῇ ἀπὸ κοντά. Περίεργος δικαιολογία. Μήπως δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ ἄλλην ἡμέραν, ποὺ ἦτο καλεσμένος, στὸ δεῖπνον; Εἶναι, ἀγαπητέ, ἡ τάξις τῶν φιλοπλούτων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀγοράζουν καὶ πωλοῦν, οἰκοδομοῦν σπίτια, προσκολλοῦν τὴν ψυχήν των εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τὴν ὕλην.
Ἔτσι δὲν μένει καιρὸς διὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν θρησκείαν, διὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ, τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια. Πόσοι ἄνθρωποι –τρομερόν ! – μένουν χωρὶς ἰδανικὰ θρησκευτικὰ, χωρὶς Χριστόν, χωρὶς τὴν χάριν τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν ξηράν, πνιγηράν, ὑλιστικήν διότι ἐθαμβώθησαν ἀπὸ τὴ λάμψιν τοῦ χρυσοῦ, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἕλξιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐδέθησαν εἰς τὸ ἄρμα τῆς εἰδωλολατρικῆς φιλαργυρίας !
Καλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ζωῆν τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀρετῆς, τῆς ἁγιότητος. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δεσμώτης καὶ αἰχμάλωτος, μένει δεμένος εἰς τὰς κλίσεις του καὶ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ του, ἕως ὅτου ὁ θάνατος τὸν ἀποσπᾷ βιαίως ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰωνίαν καταστροφήν. Τί τύφλωσις, Θεέ μου !

2. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε...»

Ὁ δεύτερος προσκεκλημένος ἐδικαιολογήθη, ὅτι «ἠγόρασε πέντε ζεύγη βοδιῶν, καὶ θέλει νὰ πάῃ νὰ τὰ δοκιμάσῃ». Ἀπέρριψεν ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ περιφρόνησε τὴν πρόσκλησιν. Ἡ τάξις αὐτὴ συμβολίζει τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ζοῦν μίαν ζωὴν ἁγνήν, καθαράν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ ἠθικὰς πτώσεις, ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ βόσκουν τὰ βόδια τῶν παθῶν τους.
Ἄνθρωποι τῶν χαμηλῶν αἰσθήσεων, δοῦλοι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, κολλημένοι εἰς τὸν βόρβορον τοῦ σταύλου, εὐφραίνονται μὲ τὴν λάσπην, ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν σαπίλαν. Ἡ εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ζωὴ τῆς λευκότητος καὶ τὴς ἠθικῆς ἀκτινοβολίας, δὲν τοὺς συγκινεῖ.
Ἔτσι μένουν χωρὶς Θεὸν, τυφλοὶ μέσα εἰς τὴν φρικοτέραν φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, χωρὶς ἀνώτερα σκιρτήματα, χωρὶς εὐγενεῖς ὁραματισμούς. Λυπηρόν ! Πόσοι πηγαίνουν ἔτσι χαμένοι, ἀνίσχυροι ἀργότερα νὰ σπάσουν τὶς ἀλυσίδες, ράκη καὶ συντρίμματα, χωρὶς ὑπόληψιν, χωρὶς ἀξιοπρέπειαν, οἰκονομικὰ ναυάγια, ψυχικὰ κουρέλια, μουσεῖα ἀσθενειῶν !
Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἠμποροῦσαν νὰ εἶναι ἀετοί, μέσα στὰ γαλανὰ πλάτη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νέοι μέ μόρφωσιν καὶ κοινωνινκὴν προβολήν, νέοι μὲ δύναμιν ψυχικὴν καὶ ἀκτινοβολίαν ἐναρέτου βίου, οἰκογενειάρχαι μὲ εὐτυχισμένην ζωήν, δημιουργική, παράγοντες σημαντικοὶ εἰς τὸ περιβάλλον των, μεταβάλλονται εἰς σαῦρες καὶ γλοιώδη ἑρπετά, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ τέλματα καὶ τὰ χαμόκλαδα, εἰς τὴν σῆψιν καὶ τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῆς ἁμαρτίας.
Δεσμῶται ! Γιατὶ σᾶς ἀρέσουν «τῆς φυλακῆς τὰ σίδερα»; Δὲν ἀπαντᾶτε; Δεσμῶται ! Σᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς ! Σπάστε τις ἁλυσίδες !

3. «Γυναῖκα ἔγημα..»

Ὁ ὑπηρέτης ἐκτύπησε τὴν πόρτα τοῦ τρίτου προσκεκλημένου. Καὶ ἐκεῖ συνήντησε τὴν ἄρνησιν. «Ἔχω κάμει τώρα οἰκογένεια καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Εἶμαι ἀπασχολημένος». Ἔτσι ἡ ἀχαρακτήριστη ἡ στάση τῶν κεκελημένων συνεπληρώθη μὲ τὴν ἀπάντησιν τοῦ «νεοπαντρεμένου».
Καὶ ὅμως θὰ ἐπερίμενε κανεὶς τὸ ἀντίθετον νὰ συμβῇ. Ὅσον καιρὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι χωρὶς οἰκογένειαν, εἶναι μέσα εἰς τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς προκλήσεις. Καὶ πολλοὶ παρασύρονται καὶ κάνουν μίαν ζωὴν ἄτακτον, ἁμαρτωλὴν.
Ὁ γάμος ὅμως εἶναι χαλινός, εἶναι λιμάνι, ὅπου εὑρίσκουν καταφύγιον οἱ ναυαγοί. Θὰ ἔπρεπε τώρα, ἀντιθέτως, νὰ ἐπιζητοῦν τὸν Θεὸν εἰς τὴν νέαν μορφὴν τῆς ζωῆς των, τὴν οἰκογενειακή. Ἀλλοίμονον ὅμως ! Πόσοι νομίζουν, ὅτι δὲν συμβιβάζεται ὁ οἰκογενειακὸς μὲ τὸν χριστιανικὸν βίον !
Λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ συζυγικὴ ζωὴ εἰρηνική, ὁμαλή, χωρὶς φιλονικίας καὶ ζηλοτυπίας, ἄν δὲν θεμελιωθῇ εἰς τὸν Θεόν· ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἰδοῦν οἱ γονεῖς τίμια καὶ φρόνιμα καὶ προωδευμένα παιδιά, στήριγμα τῶν γηρατειῶν των, ἄν δὲν τὰ συνδέσουν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ Μυστήριά της, κυρίως μὲ τὴν Θ. Εὐχαριστίαν. Λάθη ὀλέθρια!
Ἔτσι δημιουργοῦνται αἱ νέαι οἰκογένειαι μὲ τὰς παλαιὰς συνθείας. «Γλέντια» καὶ ἀπροσεξία καὶ ἁμαρτωλοὶ χοροὶ καὶ ξενύχτια ἄσωτα καὶ ἐξωφρενικότητες καὶ ἀσύνετα ἔξοδα καὶ ματαιοδοξίες καὶ κατερείπωσις τῆς ἠθικῆς καὶ καταπάτησις τοῦ ὅρκου. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλο ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὴν διάλυσιν.
Καὶ εἴμεθα σήμερα μάρτυρες τοῦ οἰκογενειακοῦ δράματος, μὲ τὴν ἀσυμφωνίαν τῶν χαρακτήρων, μὲ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὲ τοὺς φόνους, μὲ τὰ διαζύγια. Στεῖραι οἰκογένειαι, χωρὶς παιδιά, ἤ μὲ ἕνα ἤ δύο τὸ πολύ, χωρὶς θρησκευτικὴν ζωὴν, χωρὶς ἰδανικά, ὁμοιάζουν μὲ πλοιάρια χωρὶς κυβερνήτην.
Καὶ ἔτσι, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ εἶναι «βοηθός» τοῦ ἀνδρός, ἐνισχυτὴς εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καλοῦ, ἡ ἁμαρτία τὴν ἔκαμε πέτραν σκανδάλου, ἀφορμὴν ἀφορήτων δραμάτων.
Καὶ ἐνῷ ὁ Κύριος ἐζήτησε νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἄλλο πρόσωπον εἰς τὴν ζωήν μας, ποὺ νὰ ἐλαττώνῃ τὴν ἀγάπην μας πρὸς Αὐτὸν, συχνὰ ἡ σύζυγος παρασύρει τὸν σύζυγον εἰς μίαν ζωὴν χωρὶς Χριστόν, κοσμικὴν, ἐπιπόλαιαν, μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὸν ἠθικὸν θάνατον τῆς οἰκογενείας.
Καὶ ἔτσι, ἀντὶ ἡ οἰκογένεια νὰ γίνεται μέσον σωτηρίας, ἀποβαίνει ἐμπόδιον καὶ πικρὰ ἁλυσίδα, ἡ ὁποία κρατεῖ τὸν ἄνθρωπον δεμένον εἰς τὸν δρόμον τῆς «κοσμικῆς» ζωῆς, ποὺ ἱσοδυναμεῖ μὲ ἀνατίναξιν τῆς εὐτυχίας στὸν ἀέρα. Λυπηρὸν καὶ ὀλέθριον !


4. Αἱ συνέπεια.

Οἱ κεκλημένοι ἠρνήθηκαν μὲ ἀστήρικτους δικαιολογίας νὰ μετάσχουν εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ὁ οἰκοδεσπότης, σημειώνει ἡ Παραβολή, «ὠργίσθη». Διέταξε, λοιπόν, νὰ σπεύσουν οἱ δοῦλοι εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες καὶ νὰ μαζέψουν ὅλους· πτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὸ ἀρχοντικὸν. Αὐτοὶ θὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ.
Σὲ λίγο ἡ τράπεζα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κόσμο, ποὺ ηὐφραίνετο. Ἱκανοποιημένος ὁ οἰκοδεσπότης. Ἀλλὰ καὶ ἀμείλικτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του. «Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ ἐκλήθησαν, ἀλλὰ περιφρόνησαν τὸν καλέσαντα, δὲν θὰ γευθῇ τοῦ δείπνου». Καὶ -ἀλλοίμονον ! – εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ τὰς ἀναφερθείσας δικαιολογίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τόσας ἄλλας, -ὅπως ὅτι, τάχα εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἤ ὅτι ὁ δεῖνα καὶ ἡ δεῖνα, ποὺ θρησκεύουν, εἶναι ὑποκριταί, ἤ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι κάποτε ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του, ἤ ὅτι ὅταν γηράσουν, τότε θὰ σκεφθοῦν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τόσα ἄλλα –μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σωτηρίας, τὰ Μυστήρια, τὴν Θ. Κοινωνίαν.
Αἱ δυσκολίαι αὐταὶ εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ ἀπαλλάξουν τῆς εὐθύνης τοὺς ἀρνούμενους νὰ συμορφωθοῦν μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10,31), λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.


5. Τὰ βαθύτερα αἵτια.

Νὰ ρίψωμεν μιὰ ματιὰ, ἀδελφὲ, εἰς τὸ βάθος τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν; Χρειάζεται. Μᾶς τραβάει, δυστυχῶς, ἡ ζωὴ χωρὶς πνεῦμα. Ὁ κατήφορος εἶναι εὔκολος. Κατρακυλάει κανεὶς ἀνεμπόδιστα. Δὲν ἔχομεν μέσα μας –πολλοὶ τοὐλάχιστον-δυνάμεις ἀντιδράσεως.
Ἔχομεν πάθει πνευματικὴν «ἀβιταμίνωσιν». Καὶ παρασυρόμεθα. Ἔσπασεν ἡ ἐποχή μας τὴν πυξίδα, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ἡ πίστις. Καὶ τώρα τραβᾶμε χωρὶς προσανατολισμό. Ἀντιγράφομεν ὅ,τι σάπιο καὶ στραβὸ ἔχει ὁ ἄλλος. Μᾶς παρασύρει ἡ ὑλιστικὴ ζωή.
Αὐτὴ, ὅμως, ἡ ζωὴ μυρίζει ξεραΐλα. Εἶναι χωρὶς δροσιὰ πνευματική. Χωρὶς τὶς σταγόνες τῆς θείας χάριτος, ποὺ χαρίζουν πλούσια βλάστησι. Ἄνευ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σκάβει στὸ χέρσο χωράφι, καὶ, ἀντὶ γιὰ καρπό, μαζεύει ἀγκάθια. Καὶ τοῦτο, διότι ἀποβλέπουμε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι στὴν ποιότητα. Κοιτᾶμε πόσα χρόνια θὰ ζήσουμε καὶ ὄχι πῶς θὰ τὰ ζήσουμε. Ζοῦν μερικοὶ 100 χρόνια ξερά, χωρὶς νόημα. Τί νὰ τὰ κάμῃς; Ἄλλοι ζοῦν μόνον 20, ἀλλὰ μεστωμένα. Αὐτὰ ἀξίζουν αἰῶνας. «Κλαίω τὰ χρόνια μου ποὺ πήγαν χαμένα». Ἔτσι εἶπεν ἕνας καλλιτέχνης πρὸ ἐτῶν, λίγες ἡμέρες πρὶν πεθάνῃ, στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ ἐδάκρυσε. Κι’ ἦταν ἐκεῖνο τὸ δάκρυ μιὰ ἐπικύρωσι τῆς ἀλήθειας, ὅτι χωρὶς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι χαμένα.
Καὶ πεθαίνουν πολλοὶ ἀκρωτηριασμένοι ἀπὸ τὸ λεπίδι τοῦ ἡδονισμοῦ καὶ τῆς φιλοχρηματίας, ποὺ κατακτοῦν ἔδαφος στὴν κοινωνία μας σήμερα. Ἀτυχῶς τὴν παλαιὰν ἐποχὴν τῶν μαρτυρίων καὶ τῶν ἁγίων τὴν διεδέχθη σήμερα ἡ ἐποχὴ τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἡδονιστῶν.
Σὰν ἀχόρταγοι κυνηγᾶμε διαρκῶς νὰ βροῦμε κάτι, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ γεμίσωμε τὸ μεγάλο κενὸ τῆς ψυχῆς μας.
Ἐλησμονήσαμεν, ὅτι τὰ ἰδανικὰ, ποὺ δίδουν νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κτήνουνς, εἶναι κρεμασμένα ἀπὸ μίαν κλωστήν. Καὶ ὅποιος δὲν προσέχει, κόβει αὐτὴν τὴν κλωστήν, Καὶ τότε τὰ ἰδανικὰ πέφτουν στὸ χάος καὶ χάνονται. Καὶ ἡ κλωστὴ αὐτή, στὴ γενεά μας, ἔχει -ἀλλοίμονον ! – κοπῆ....
Καὶ θὰ ἔλθουν πάλιν ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα. Καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ ἐορτάσουν χωρὶς Χριστὸν. Χωρὶς μετάνοιαν. Χωρὶς Ἐξομολόγησιν. Χωρὶς συμμετοχὴν εἰς τὸ οὐράνιον δεῖπνον, τὴν Θ. Κοινωνίαν. Χριστούγεννα χωρὶς Χριστόν ! Τί τραγικὴ ἀντινομία !

Ἀγαπητοί,


Εἰς τὸ μουσεῖον τῆς Δρέσδης ὑπάρχει ἕνα περίφημο ἀσημένιο αὐγό. Ὅταν πατητθῇ ἕνα ἐλατήριο, ἀνοίγει καὶ φαίνεται μέσα μιὰ μᾶζα χρυσοῦ, ὁ κρόκος δηλ. τοῦ αὐγοῦ. Ἔπειτα, μὲ τὸ πάτημα ἄλλου ἐλατηρίου, ἐμφανίζετια ἕνα πουλάχι ὁλόχρυσο. Ἔπειτα ἕνα ἀδαμαντοκόλλητο στέμμα. Καὶ τελευταῖα ἕνα δακτυλίδι, θαῦμα τέχνης καὶ ὡραιότητος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ συνεχῆς ἀποκάλυψις πνευματικῶν θαυμάτων, ἱκανοποιήσεων, χαρᾶς καὶ γαλήνης, ποὺ εἶναι ὅλα καρπὸς τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ θεῖον Μυστήριον τοῦ ἁγιασμοῦ, τὸ «μέγα Δεῖπνον», τὴν Θ.Κοινωνίαν.
Μέχρις ὅτου μίαν ἡμέραν ἀποκαλυφθῆ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι, ποὺ θὰ ἑνώσῃ τὴν ψυχὴν μας πλέον αἰωνίως μὲ τὸν Θεόν καὶ τὴν μακαριότητα.
Ἀδελφέ ! Νὰ ἐρωήσω κάτι; Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχήν μας ὁ ἅγιος πόθος νὰ ἀποκτήσωμε, μόνιμα καὶ σταθερὰ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ δακτυλίδι;

________________

Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄


Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Εγκαίνια Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Αγρινίου από το Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.κ. Κοσμά.



You might also like:

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

Το θείο Βρέφος (Αλέξανδρου Σμέμαν)


«Δι’ ημάς γάρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο πρό αιώνων Θεός.» Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον έκτο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
(Κοντάκιον Χριστουγέννων)

Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας;
Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πώς σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μάς ελευθερώσει.
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμόμουμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πώς ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις, τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοι της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πώς «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γέννησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και καθετί που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία, όμως η απουσία ακριβώς του κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά, πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε, εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μάς δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά, το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιάς ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.
Από το βιβλίο: Εορτολόγιο Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος Αλέξανδρος Σμέμαν. Εκδόσεις Ακρίτας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...