Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2012

Πως ο Άγιος Συμεών βρήκε στα σπλάχνα του ψαριού το δαχτυλίδι του και πίστεψε ότι ο Θεός θα ενσαρκωθεί από την Παρθένο!



Όταν βασίλευαν στην Αίγυπτο οι τελευταίοι των Πτολεμαίων, ένας εκ των οποίων κατά τον παλαιό καιρό, όταν αυτοί εξουσίαζαν την Παλαιστίνη, είχε συγκεντρώσει τους διδασκάλους των Ιουδαίων και τους είχε υποχρεώσει να κάμουν την μετάφραση της Αγίας Γραφής την καλουμένη των Εβδομήκοντα, στην δε Ιουδαία βασίλευαν οι τελευταίοι των Μακαβαίων και δη ο μισητός στους Ιουδαίους βασιλιάς αυτών Αλέξανδρος ο και Ιανναίος (104-78 π.Χ.), ήταν στα Ιεροσόλυμα ένας ευσεβής και Δίκαιος διδάσκαλος των Εβραίων ονόματι Συμεών, ο οποίος και δέχτηκε κατόπιν τον Χριστό στις αγκάλες του...
Τούτος κατ’ εκείνο τον καιρό, ογδόντα περίπου έτη προ της ενσάρκου του Χριστού οικονομίας, επιστρέφοντας με άλλους διδασκάλους των Εβραίων στα Ιεροσόλυμα από κάποια υπηρεσία, στην οποία είχαν αποσταλεί, συνομιλούσε με αυτούς περί διαφόρων ρητών περιεχομένων στις βίβλους των Προφητών. Μεταξύ άλλων λέγει ο Συμεών σε αυτούς: «Εγώ ερμηνεύοντας τον Προφήτη Ησαΐα, είδα να λέγει: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄14). Αυτό, αγαπητοί μου φίλοι, σημαίνει ότι μια Παρθένος μέλλει να συλλάβει στην κοιλία αυτής και να γεννήσει υιό και θα καλέσουν το όνομα αυτού Εμμανουήλ. Σε τούτο θαυμάζω υπερβολικά, διότι πως είναι δυνατόν παρθένος να γεννήσει; ή πως είναι δυνατόν Θεός να γεννηθεί; Δεν πιστεύω να γίνει αυτό ποτέ». Τότε πάραυτα είδε αοράτως κάτι σαν χέρι, που του έδωσε ηχηρότατο ράπισμα και φωνή ακούσθηκε λέγουσα προς αυτόν: «Και θα τον ιδείς τον Χριστόν και θα τον πιάσεις με τα χέρια σου».
Προχωρούντες οι διδάσκαλοι έφθασαν αργά σ’ έναν ποταμό, εκεί δε βγάζει ο Συμεών το δαχτυλίδι του και το ρίπτει στον ποταμό λέγοντας: «Εάν είναι αληθές τούτο το ρητό, τότε και εγώ να βρω πάλι το δαχτυλίδι μου». Προχωρήσαντες πάλι περαιτέρω έφθασαν στην πλησίον του ποταμού πόλη και αγόρασαν ψάρια για να μαγειρέψουν και να φάγουν κατά την εσπέρα εκείνη. Επειδή είχαν αλιεύσει τα ψάρια από τον ποταμό εκείνο, στον οποίο είχε ρίξει το δαχτυλίδι ο Συμεών, Θεού ευδοκία, στο ψάρι το οποίο έλαβε ο Συμεών να κόψει, βλέπει το δαχτυλίδι του να είναι στα σπλάχνα του ψαριού. Και τότε πλέον πίστεψε στην αλήθεια αυτή. Γι’ αυτό ανέμενε μετέπειτα πότε να δει τον Χριστό ως βρέφος και να τον δεχθεί στις αγκάλες του. Όταν δε γέρασε και δεν μπορούσε πλέον να περιπατεί, τόσο ώστε έφθασε σε εκατό δέκα έτη και περισσότερο, τότε καταξιώθηκε και είδε Εκείνον τον οποίον επιθυμούσε και ζητούσε η ψυχή του.
Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου

Ποτέ μην ξεχνάς τι μας κάνανε...



Το αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους πέρασε από μπροστά μας, ο μικρός θείος μου που ήταν δεν ήταν 30 ετών, σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Και μετά το αυτοκίνητο χάθηκε σε κάποια στροφή. Τότε για πρώτη φορά άκουσα κι έμαθα τη λέξη εκτέλεση. Κι η λέξη έμεινε άσβηστη στη συνείδησή μου, γιατί έκτοτε είχαμε κι άλλες, κι άλλες πολλές ακόμη εκτελέσεις. Έφευγαν από κοντά μας αγαπημένα πρόσωπα κι ο κόσμος έλεγε: «Τα πήγαν για εκτέλεση»!
Κάποτε τα δεινά έληξαν και στον τόπο εγκαθιδρύθηκε μια κουτσή και στραβή τάξη. Η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες ώρες αφόρητης φτώχειας. Η Κατοχή μάς είχε εξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν έναν αγώνα για αποζημιώσεις. Μάζευαν υπογραφές από συγγενείς θυμάτων. Υπόσχονταν –αν θυμάμαι καλά- δύο χιλιάδες το «κεφάλι». Πήγαν και στον πατέρα μου να υπογράψει, μα ο φτωχούλης αρνήθηκε με βδελυγμία. «Δεν κοστολογούνται τα κεφάλια των αδελφών μου», είπε. Κι ένιωσε πως ανταπέδιδε με τη φράση αυτή την καλύτερη τιμωρία στην επηρμένη μεταπολεμική Γερμανία, τη Γερμανία του οικονομικού θαύματος, που στηρίχθηκε στην ξένη εργασία και στην αφειδώς παρεχόμενη αμερικανική βοήθεια.
Αν σ’ όλη αυτή τη μακρά διαδικασία με πληγώνει κάτι, είναι όχι αυτή καθαυτή η εκτέλεση, αλλά η «νομιμότητα» αυτής της εκτέλεσης. Οι γερμανικές αρχές είχαν διακηρύξει πως για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 40 άμαχοι Έλληνες. Ας το σκεφθούμε αυτό: 40 Έλληνες έναντι ενός Γερμανού! Έτσι μας κοστολόγισαν κι έτσι μας κοστολογούν. Ένας Έλληνας είναι υποπολλαπλάσιο του Γερμανού. Αυτό εκφράζει όχι απλώς τη ναζιστική θηριωδία αλλά τη γενικώτερη ευρωπαϊκή νοοτροπία. Γιατί, όπως πολύ σοφά έλεγε ο Ντισραέλι, «μπορεί μια αποικία ν’  απέκτησε ανεξαρτησία, αλλά δεν παύει γι’  αυτό το λόγο να είναι αποικία».
Αν σήμερα οι Γερμανοί δυστροπούν να πληρώσουν την επιδικασθείσα από τα Δικαστήρια αποζημίωση στους μαρτυρικούς κατοίκους του Διστόμου (και όχι μόνον του Διστόμου), δεν το κάνουν μόνο από τσιγκουνιά, το κάνουν για να μας ταπεινώσουν ακόμη μια φορά. αρνούνται υπόσταση στα δικαστήριά μας. Ουσιαστικά δεν αναγνωρίζουν σε μας υπόσταση κράτους. Παραπέμπουν το ζήτημα στον Υπουργό. Αυτός είναι ένας περιδεής εκπρόσωπος της Νέας Τάξης που δεν λογοδοτεί στον ελληνικό λαό αλλά στα Διευθυντήρια των Νέων Καιρών.
Αυτό που όμως με θλίβει δεν είναι η ψυχική κακομοιριά των κυβερνώντων, είναι το ηθικό κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Άκουγα ένα μεσημέρι κάποιον ραδιοσχολιαστή που με άκρως περιφρονητική φωνή στιγμάτιζε τη συμπεριφορά των Διστομιτών, επειδή κατέφυγαν στα ασφαλιστικά μέτρα κατά των Γερμανών. Κι έλεγε: «Πού φθάσαμε...»! Έπρεπε να είχε ζήσει τη γερμανική φρίκη της Κατοχής, για να είχε δει το πού φθάνε το κτήνος όταν κυριεύει την ανθρώπινη ψυχή. Τι έκαναν οι κάτοικοι του Διστόμου από το να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη; Μήπως έπρεπε κι αυτοί – κι όχι μόνο αυτοί- να συμπεριφερθούν γερμανικά, δηλαδή να πιάσουν καμμιά πεντακοσαριά Γερμανούς τουρίστες και να τους κρατήσουν ομήρους ή να τους εκτελέσουν; Στα αντίποινα των Γερμανών εμείς δεν απαντήσαμε με αντίποινα. Οι Γερμανοί τιμωρήθηκαν ελάχιστα γι’  αυτά που διέπραξαν στον τόπο μας. Κάλυψαν ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που όφειλαν. Συνέχισαν τη ναζιστική πολιτική, όχι βέβαια στη γραμμή του Χίτλερ (δεν είναι ακόμη καιρός) αλλά στη γραμμή του Γκαίμπελς. Παραπλάνηση και εξαπάτηση. Και μετά αποθράσυνση. Θα ’ρθει στιγμή που θα μας ζητήσουν αποζημίωση για τις σφαίρες που ξόδεψαν για να μας... σκοτώσουν.
 
Σαράντος Ι. Καργάκος (Ιστορικός - Συγγραφέας)

Είναι ντροπή μας...


από Siglitiki 


Λόγος περί Προσευχής



   «Για την προσευχή, αγαπητέ, υπάρχουν δύο τρόποι. Ο ένας είναι της δοξολογίας με ταπεινοφροσύνη, ο δεύτερος είναι της αιτήσεως, που ακολουθεί. Όταν προσεύχεσαι λοιπόν, μην αρχίζεις αμέσως με την αίτηση. Αλλιώς γίνεσαι ύποπτος ως προς την προαίρεση, ότι προσεύχεσαι στον Θεό πιεζόμενος απο την ανάγκη.
   Στην αρχή της προσευχής λοιπόν λησμόνησε τον εαυτό σου, τη γυναίκα, τα παιδιά. Άφησε τη γη, πέταξε στον ουρανό, άφησε όλη την ορατή κι αόρατη κτίση και άρχισε να δοξολογείς τον Ποιήσαντα τα πάντα. Όταν δε δοξολογείς Αυτόν, να μην περιπλανιέται ο νούς σου εδώ κι εκεί, ούτε να μυθολογείς όπως οι εθνικοί».

Ασκητικαί Διατάξεις

Μέγας Βασίλειος

Ο Αγιος Νεκτάριος, των ανθρώπων του Σαρωνικού



«Η Ση βασιλεία εστί η αγάπη...»
Αυτό τόγραψε ο άγιος Νεκτάριος και είναι ο μόνος πλούτος που κουβαλάει καθώς τέλος τού καλοκαιριού του 1904 φτάνει στην Αίγινα.
  Ο Σαρωνικός παίζει και χαϊδεύει το ψαρά­δικο νησί με τα ερείπια τού αρχαίου ναού.
Ο κό­σμος στην αγορά τού νησιού πηγαινοέρχεται˙ περιμένει τις τράτες και τα ψαράδικα γιατί αν εξαιρέσεις λίγους, μετρημένους στα δάχτυλα, οι υπόλοιποι στενάζουν από φτώχεια και δέρνονται από το χτικιό.
Τα παλληκάρια νοικιάζονται παραγιοί στους έμπορους.
Άλλοι τραβούν για τη ξενιτιά.
Οι πιότεροι μπαρκάρουν με τα σφουγ­γαράδικα.
Στο λιμάνι ο κόσμος της φτώχειας και τού παραδερμού περιμένει τις τράτες με λίγες χάλκινες δεκάρες να βροντούν στην τσέπη για να αγοράσουν μια χούφτα μαρίδες.
  Άνθρωποι τού Σαρωνικού που τους βασανί­ζει η θάλασσα κι η φτώχεια.
 Ένα νησί με 365 εκκλησιές που εκεί τρέχουν για παρηγοριά και παρακάλιο αυτοί που μείναν πίσω, να παρακα­λέσουν για τους σφουγγαράδες, τους ξενιτεμέ­νους ναυτικούς που δοκιμάζονται σκληρά σε μάκρυνες θάλασσες. Τους σφουγγαράδες που φεύγουν το Φλεβάρη, γυρίζουν τού Αϊ Δημη­τριού, σημαιοστολισμένοι αν δεν έχει συμβεί κά­ποιο ατύχημα. Το επάγγελμα τού δύτη είναι, βλέπεις, πολύ επικίνδυνο.
Συχνά παθαίνει ο βουτηχτής παράλυση ή άλλες αρρώστιες και η πρό­νοια είναι ελάχιστη έως και μηδαμινή. Παγαίνουν για νάβρουν το σφουγγάρι Βεγγάζη, Τύνιδα, Σικελία, Μικρασία, Δωδεκάνησα. Και τα τραγούδια του είναι ποτισμένα μ' αρμύρα και καημό:
«μηχανή 'ν' η μάνα μου κι η ρόδα η αδερφή μου σ' αυτά τα παλιομάρκουτσα
κρέμεται η ζωή μου! Έλα να πάμε, μάτια μου, κι ας φέρουν τα κομμάτια μου...
Ένας λαός που και σαν αγρότης πεινά, λι­γοστό και το ψωμί στα σπιτικά. Το Σεπτέμβρη που σταματούν οι αγροτικές δουλειές και κόβε­ται το κολατσό, το δειλινό τραγουδά με θλίψη:
«Φεύγεις, πάεις, Λειδινέ μου
τσ' εμάς αφίνεις κρύους, πεινασμένους, διψασμένους,
τσ'οχι μαραμένους. Λειδινέ μου, Λειδινέ μου!»
Σ' αυτό το νησί τού Σαρωνικού, τέλος καλοκαιριού φτάνει ο Δεσπότης.
Φτωχός ο λαός που θα ποιμάνει, μα ξέρει δα από φτώχεια ο Δεσπό­της. «Χριστούλη μου, με ρώτησες γιατί κλαίω.
Λιώσανε τα ρούχα μου, λιώσανε τα παπούτσια μου, βγήκαν τα δά­κτυλά μου έξω και υποφέρω˙ και χιονίζει.
 Τι να κάμω τώρα; Πως να τα καταφέρω δίχως ρούχα; Μπαλώνω, μπαλώνω και σχίζονται. Συγχώρεσε με που Σ' ενοχλώ...».
 Ένα τέ­τοιο γράμμα έχει στείλει παιδί πράμμα στο Χριστό.
Ξέρει από φτώχεια ο Δεσπότης κι από πικρα­μένη πεινασμένη παιδική ψυχή ξέρει. Τούστειλε λέει, με τα παιδιά της μια νοικοκυρά ένα καρβέλι «Εσείς να το φάτε, παιδιά μου, έχετε πιότερη ανάγκη από μένα».

Τι λαχταράει μια παιδική ψυχή, τόξερε ο Δε­σπότης. Μια καραμέλα, ένα λουκούμι. Και είχε πάντα κάτι να δώσει στο παιδομάνι, που σαν τον έβλεπε δήθεν παίζοντας, ζύγωναν. Κι εκείνος έμπαζε τα παιδιά στον Παράδεισο: τα ευλο­γούσε, τα φώναζε με τα μικρά τους ονόματα — γιατί τάξερε τα παιδιά - και απλόχερα μοίραζε καραμέλες. Ευτυχισμένος καθώς έβλεπε τη γιορτή που στήναν τα παιδιά με τα ζαχαρωτά.
Και τότες γίνονταν σχολικές εκδρομές. Οι δά­σκαλοι ανέβαζαν προς το Μοναστήρι τα παιδιά· ο Δεσπότης σά τάβλεπε νάρχονται έβγαινε στο μπαλκόνι να τα ευλογήσει. Ευχές να δίνει, ζαχα­ρωτά να δίνει, και η γλυκειά κουβέντα πιο γλυκειά άπ' τα γλυκά και η συμβουλή, να τα πεσκέσια για τα παιδιά, τους αυριανούς πολίτες τ' Ουρανού.
Κι ήταν χρυσό πάπλωμα στις παιδικές τις σκανταλιές, στις ζαβολιές όπως...
  Κάτι χαρτιά έδωκε στο γιό του ένας πατέρας να τα κουβαλή­σει, λέει, στον Δέσποτα.
Παιδί λωλό, ξεχάστηκε να παίζει τις αμάδες μ' άλλα παιδιά κι όταν σουρούπωσε παλάβωσε.
Και τα χαρτιά; Που τάχατες τ' απίθωσε;
Τα βρήκε τελικά τρεχάλα για το Μοναστήρι. Κι είχε νυχτώσει για καλά σαν έφτασε εκεί. «Παιδί μου, τέτοια ώρα πως και σ' έστειλε ο πατέρας σου εδώ;», ρώτησε ο Δεσπότης. Το ψέμα να εκεί στο χείλη έτοιμο να το ξεστομίσει το παιδί μα δε το μπόρεσε. Σε τέτοιον άνθρωπο δε πρέπει η ψευτιά. Και είπε όλη την αλήθεια. Εχαμογέλασε ο Δέσποτας. «Μη φύγεις τώρα όμως, εσυμβούλεψε, είναι αργά. Αύριο κατηφορίζεις και έννοια σου, θα τις γλυτώσεις τις ξυλιές άπ' τον πάτερα σου».
Άνθρωποι τού Σαρωνικού!!
Παιδεμένοι ξωμάχοι.
Κι η χούφτα τού Δεσπότη κάλους έκανε να δίνει... να δίνει κι άπ' αυτό ακόμα που δεν είχε. Μαστόροι δουλεύανε στο Μοναστήρι κι όταν ήρθε η ώρα να κολατσίσουν έβγαζε ο κα­θείς το κάτι τι που εκουβάλησε από το σπιτικό του ο Δέσποτας κοντά. Ένας έβγαλε σκέτες ελιές. «Εσύ δεν έχεις φαγητό; γιατί μόνο ελιές;», ρωτάει ο Δε­σπότης. «Πέντε παιδιά έχω στο σπίτι. Κι αν έπαιρνα εγώ το φαγητό τι θάτρωγαν εκείνα;», Ταπεινή, πικρή η απόκριση. «Από αύριο, κανείς δε θα κουβαλάει μαζί του φαγητό. Όλοι θα τρώτε στην τράπεζα!.».Έτσι λέει ο Δε­σπότης, γιατί στο πρόσωπο τού καθενού βλέπει τον Κύριο. Να τον ταΐσει πρέπει χωρίς να τον πληγώσει όμως.
  Μια μέρα, λέει, μετά τη λειτουργία κάποια κυρά πούχε τον τρόπο της, τον κάλεσε για ένα καφέ. Κι ετοίμασε κατά πως άρμοζε, δίσκο με όλα τα καλά για να τα πάει εκεί πλάϊ στο γιασεμί π' αναπαυόταν ο Δεσπότης. Κείνη την ώρα χτυπά η ξώθυρα. Μια γύφτισσα, μια ζητιάνα. Της ρί­χνει ένα νόμισμα η κυρά. Μα της αρπάζει το χέρι ο άγιος. «Πάρε, παιδί μου, τούτο το δίσκο και πάγαινε κοντά της και κάνε της παρέα ώσπου να φάει. Ύστερα νάρθεις».
Και να τον ντύσεις πρέπει τον ελάχιστο αδερφό. Μια πάμφτωχη ξυπόλητη ανηφορίζει για το Μοναστήρι. Βλέπει τα γυμνοπόδαρά της ο Δεσπότης. Βγάζει αυτοστιγμής τα παπούτσια του. «Φόρα τα εσύ, εγώ θα περπατήσω με τις κάλτσες».
Μόνο ο ίδιος δεν έχει δικαιώματα. Αγάπαγε, λένε, τη σπανακόπιττα. «Αχ νάχαμε ένα κομμάτι», είπε μια φορά. «Να φτιάξουμε» είπαν οι μοναχές. «Όχι, γιατί θέλει τόσο λάδι, τόσο αλεύρι, τόσα υλικά που θα περάσουμε τρεις μέρες με άλλα φαγητά αν κάμουμε». Όχι λοιπόν στη σπανακόπιττα!!
Οι άνθρωποι τού Σαρωνικού δεν είναι άγγε­λοι. Λένε ψέματα, βλαστημάνε ... καυγαδίζουν. Ένας πηγαίνει στο χωράφι του. Ο Δέσποτας σεργιάναγε, τον βλέπει και τον ευλογεί. «Στα μάτια σου πρωί πρωί» λέει ο αγρότης. «Εγώ πάω στη δουλειά μου κι εσύ με μουτζώνεις». «Σε ευλόγησε, δεν ήταν μούτζωμα», του εξηγεί ένας που πήγαινε μαζί. «Στ' αλήθεια; θα πάω να ζητήσω συγχώρεση». Τρέχει και γονατίζει μπρος στο Δέσποτα. «Δεν πειράζει, μη στεναχωριέσαι», τού λέει καλωσυνάτα εκείνος.
Κι άλλη φορά σ' έναν εργάτη ζυγώνει ο Δε­σπότης. «Μανώλη, βάζεις τη σφήνα παρακεί;». «Άντε στο δ...», αγριεύει ο εργάτης. Μα μετανοιώνει: «Συγχωρά με», ψελλίζει. «Όχι παιδί μου, εσύ να με συγ­χωρέσεις. Πολεμάς στη ζέστη και ταλαιπωριέσαι κι ήρθα εγώ να σε ζαλίσω, να σ'ενοχλήσω»
Τόπαμε πως δεν ήταν άγγελοι οι άνθρωποι του Σαρωνικού. Μα η αγάπη ξέρει να κουμαν­τάρει τους ανθρώπους. Πολλοί μεθούσανε την Κυριακή, τα βάζανε με τις φαμίλιες τους, βλαστήμαγαν. Τους ήξερε ο Δέσποτας και πήγαινε από βραδύς. «Αύριο να ρθείς να εργαστείς στο Μοναστήρι», με τη σειρά τους επισκεπτόταν ο Δεσπό­της «Μα αύριο είναι Κυριακή», όλο απορία απαν­τούσε ο εργάτης. «Δε πειράζει, θα μας συγχωρήσει ο Κύριος μια κι έχουμε ανάγκη από κάτι μερεμέτια». Την άλλη μέρα ανέβαινε ο εργάτης. Ο Δέσποτας τον έπαιρνε στην εκκλησιά που θα λειτούργαγε. «Άναψε το κεράκι σου και μετά τη λειτουργία θ' ανταμώσουμε». Έτσι τούλεγε, μετά το κολατσιό ερχό­τανε, μετά έτσι για τα μάτια κάτι τις να φτιάξει ο εργάτης και φαγητό το μεσημέρι και ακέραιο το μεροκάματο, «Δεν ήταν πιο καλά σήμερα παρά τις άλλες Κυριακάδες;» τούλεγε στο τέλος. Κι ο άλλος καταλάβαινε το μάθημα.
Ένας άλλος, πάλι, είπε το ναι σε κάποιον που τον ήθελε να τού σκάψει το αμπέλι του. «Έλα αύριο και θα σου δώσω πιότερα άπ' το Δεσπότη», τούταξε. Είπε ψέμα το λοιπόν στο Δέσποτα πως τάχατες θα κάτσει αύριο να παλαίψει στο δικό του αμπέλι. Αξημέρωτα ξεκίνησε για το αμπέλι τού άλλου, μα να μπροστά του ο Δέσποτας. Κρύος ιδρώς μουσκεύει το κούτελο τού εργάτη. Μα ο Δέσποτας χαμογελά: «Γιατί δε μούπες την αλήθεια; Εγώ τόξερα από τα χτες. Να πας παιδί μου, εκεί θα πάρεις και περισσότερο μεροκάματο. Να πας, γιατί έχεις και μικρά παιδιά».
Μα κι οι ψαράδες έχουν να λένε...Ίδια πεθα­μένος ανεβαίνει ο ψαράς στο Μοναστήρι. «Σκυ­λόψαρα, Δεσπότη μου. Ούτε λέπι στη θάλασσα. Κι είναι με ψωμί μονάχα τέσσερις βδομάδες τα παιδιά. Να βγω να ζητιανέψω ντρέπομαι. Κι όταν έρθουν οι σκύλοι, για πέντε χρόνια ψάρι δεν υπάρχει στη θάλασσα». «Φέρε τα σύνεργά σου», λέει ο Δεσπότης. Ίδιο πουλί τρέχει κάτω ο ψαράς. Το δειλινό φέρνει κοφίνια και σπόγγους. Τα πιάνει στα χέρια του ο Δέσποτας, τα πάει εκεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Τα δείχνει στο Χριστό, στην Κυρά Παναγιά. Δεν είναι σκέτα σύνεργα αυτά. Είναι το φαΐ της φαμελιάς! «Πάρτα και πήγαινε και ρίξε τα στη θάλασσα», λέει στον ψαρά. Σε δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω νάτος ολόχαρος ο ψαράς με δύο συναγρίδες εκεί στα χέρια. «Φύγανε οι σκύλοι και γιόμισε ψάρι η θάλασσα», φωνάζει από μακριά. Μα κι άλλοι ψαράδες παραπονέθηκαν στο Δέσποτα πως λέπι δε πιάνουνε μια κι ένα μεγάλο ψάρι τους χαλά τα δίχτυα. Κι είναι φτωχοί άνθρωποι κι οι φαμελιές πεινούν. Σ’ ένα πανέρι τού κουβαλούνε μια κουλούρα δίχτυ. Το ευλόγησε. Και κόντεψε το δίχτυ να σκιστεί. Τόσα τα ψάρια πούπιασαν.
Αγάπαγε να κάθεται στο μπαλκονάκι έξω άπ' το κελλί του. Όποιος κι αν πέρναγε τον σταύ­ρωνε, τον βλόγαγε. Στα 1912, στον πόλεμο, βγήκε πάλι στο μπαλκονάκι και σταύρωνε τους άντρες που περνούσαν άπ' το δρόμο και τραβούσαν να ντυθούν φαντάροι. Στεκόταν ίσαμε να περάσει κι ο τελευταίος. Έτσι δεν έπαθε κανένας άπ' το Μεσαγρό.
Η αγάπη του για τον άνθρωπο και για το κα­θημερινό του! Μα ίδιος Ελληνορθόδοξος ρασοφόρος έγνοια μεγάλη μπας και ξεχάσει η Γυναίκα Χριστό κι Ελλάδα. Για τούτο ονειρευότανε σχολειό να κάνει εκεί στο Μοναστήρι, να μη πηγαίνουν σε φράγκικα σχολεία τα παιδιά και αργότερα ανώτερης διδασκαλίας να γίνει τούτο το σχολειό. Ο ίδιος μα κι η μοναχή Μαγδαληνή μάθαινε γράμματα στα παιδιά. Γράμματα και ψαλμουδιές. Ίδια, ολόιδια σαν το κρυφό σχολειό.
Ρώτησαν ένα γέροντα σημερινό πως γίνεσαι άγιος. «Είναι εύκολο μωρέ!», απάντησε εκείνος «θέλει ταπείνωση και προσευχή και να κρατιέσαι από της Παναγιάς το φόρεμα».
Να πως έγινε άγιος ο Δέσποτας.
 Έγινε άγιος Νεκτάριος και άγιασε τον τόπο τούτο.
Κι είναι μεγάλο πράγμα δα για τη ζωή ενός τόπου ένας άγιος.

(Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη "Ο Αγιος Νεκτάριος και οι άνθρωποι του Σαρωνικού")
www.egolpion.com


Κραυγή αγωνίας από Αρχιεπίσκοπο σε Παπαδήμο για την Ελλάδα





Αιμίλιος Πολυγένης 

Κραυγή αγωνίας για το μέλλον του τόπου που υποθηκεύεται απευθύνει με επιστολή του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στον Πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο.

Ο Αρχιεπίσκοπος χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα αναφέρει στην επιστολή του πως η υπομονή των Ελλήνων εξαντλήθηκε και δεν μπορεί να αγνοείται ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης “ούτε από εκείνους που διατάσσουν, ούτε από εκείνους που εκτελούν τις φονικές συνταγές τους».

Συντάξεις κόπηκαν, μεροκαματιάρηδες είναι σε απόγνωση και η ανασφάλεια έχει φωλιάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι, σημειώνει ο π. Ιερώνυμος.

Μόνα θετικά σημάδια είναι πως αυτές τις ώρες, λέει ο π. Ιερώνυμος, ξεπροβάλλει το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων που στηρίζουν τους απελπισμένους.

Ο Αρχιεπίσκοπος χαρακτηρίζει όλες τις πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα (Βλ. Μνημόνιο) αποτυχημένες, υπογραμμίζοντας πως δεν είναι δυνατόν να ζητούνται και άλλα σκληρότερα, επώδυνα και άδικα μέτρα «στην ίδια αδιέξοδη και αποτυχημένη γραμμή του πρόσφατου παρελθόντος μας».

«Ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες δόσεις ενός φαρμάκου που αποδεικνύεται θανατηφόρο» λέει ο Αρχιεπίσκοπος στην επιστολή του στον Πρωθυπουργό και αφήνει αιχμές για την επιθυμία τους να υποθηκεύσουν την εθνική μας κυριαρχία.

«Υποθηκεύουν τον πλούτο που έχουμε, αλλά και αυτόν που μπορεί να αποκτήσουμε στα εδάφη και τις θάλασσές μας», κάνοντας λόγο για «ύποπτη εμμονή σε αποτυχημένες συνταγές. Και είναι προκλητικές οι αξιώσεις τους σε βάρος της Εθνικής μας κυριαρχίας».

Ο Αρχιεπίσκοπος καλεί όλους να αποκρούσουν τους έξωθεν εκβιασμούς και τις θανατηφόρες συνταγές τους, υποστηρίζοντας πως η Ελλάδα δεν μπορεί να χαθεί ούτε γιατί κάποιοι το πίστεψαν, ούτε γιατί κάποιοι μπορεί να το θέλουν».


Ολόκληρη η επιστολή:

Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

Σπαράσσεται η καρδιά και θολώνει ο νους μας με όσα συνέβησαν τους τελευταίους καιρούς και εξακολουθούν να συμβαίνουν στον Τόπο μας.

Άνθρωποι με αξιοπρέπεια χάνουν, από τη μία στιγμή στην άλλη, τη δουλειά, ακόμη και το σπίτι τους.

Το φαινόμενο των αστέγων, αλλά και των πεινασμένων – φαινόμενο κατοχικών εποχών – παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις. Οι άνεργοι αυξάνονται κατά χιλιάδες μέρα με τη μέρα.

Το ίδιο και τα λουκέτα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τα νέα παιδιά, τα καλύτερα μυαλά του Τόπου, παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης.

Οι πατεράδες μας δεν μπορούν να ζήσουν, μετά τις δραματικές περικοπές των συντάξεών τους.

Οικογενειάρχες και ιδίως οι πιο φτωχοί, οι πολύτεκνοι, οι μεροκαματιάρηδες, βρίσκονται σε απόγνωση, μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές των μισθών τους και τους αβάσταχτους νέους φόρους.

Η πρωτόγνωρη καρτερία των Ελλήνων εξαντλείται, η οργή παραμερίζει τον φόβο και ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης δεν μπορεί να αγνοείται πια, ούτε από εκείνους που διατάσσουν, ούτε από εκείνους που εκτελούν τις φονικές συνταγές τους.

Στις δύσκολες και - αναντίλεκτα- κρίσιμες αυτές ώρες, οφείλουμε όλοι να ξέρουμε και να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει το γεγονός ότι η ανασφάλεια, η απόγνωση και η κατάθλιψη έχουν φωλιάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι.

Ότι προκάλεσαν δυστυχώς – και συνεχίζουν να προκαλούν – ακόμη και αυτοκτονίες, εκείνων που δεν μπόρεσαν να αντέξουν το δράμα των οικογενειών και τον πόνο των παιδιών τους.

Μπροστά σε όλα αυτά, η Εκκλησία της Ελλάδος αξιοποιεί κάθε δυνατότητα αλληλεγγύης. Και είναι θετικό που, μέσα στην τόση καταχνιά, ξεπροβάλλει η ευαισθησία, το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων.

Για να δώσει ένα πιάτο φαϊ, ένα ρούχο, μια ανάσα ζωής στους απελπισμένους.

Δυστυχώς, όμως. Όπως ξεκάθαρα φαίνεται πλέον, το δράμα της Πατρίδας μας όχι μόνο δεν τελειώνει εδώ, αλλά μπορεί να προσλάβει και νέες ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Ζητούνται, άλλωστε, τις ώρες αυτές, ακόμη σκληρότερα, ακόμη πιο επώδυνα, ακόμη πιο άδικα μέτρα, στην ίδια αδιέξοδη και αποτυχημένη γραμμή του πρόσφατου παρελθόντος μας.

Ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες δόσεις ενός φαρμάκου που αποδεικνύεται θανατηφόρο.

Ζητούνται δεσμεύσεις που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αναβάλλουν μόνο προσωρινά τον προαναγγελθέντα θάνατο της Οικονομίας μας. Και υποθηκεύουν, ταυτόχρονα, την εθνική μας κυριαρχία.

Υποθηκεύουν τον πλούτο που έχουμε, αλλά και αυτόν που μπορεί να αποκτήσουμε στα εδάφη και τις θάλασσές μας.

Υποθηκεύουν την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Εθνική μας Αξιοπρέπεια.

Απογοητευμένοι, απελπισμένοι και ανήσυχοι Ελληνες μας ρωτούν και ζητούν υπεύθυνες, ειλικρινείς και πειστικές απαντήσεις.

Ρωτούν τι τους ξημερώνει η επόμενη ημέρα.

Ρωτούν που πάει η Πατρίδα μας. Ρωτούν τι επιτέλους μπορεί να σταματήσει το δράμα.

Τι μπορεί να ξαναγεννήσει την χαμένη ελπίδα. Δυστυχώς όμως !

Στη διαμόρφωση των αποφάσεων, οι φωνές των απελπισμένων, οι φωνές των Ελλήνων, αγνοούνται προκλητικά.


Δυστυχώς, σήμερα, οι Έλληνες δεν βρίσκουμε απάντηση ούτε στα όσα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται, ούτε στα όσα ζητούνται από τους ξένους.

Είναι, μάλιστα, τουλάχιστον ύποπτη η εμμονή τους σε αποτυχημένες συνταγές.

Και είναι προκλητικές οι αξιώσεις τους σε βάρος της Εθνικής μας κυριαρχίας. Και αυτό είναι, ίσως, το πιο ανησυχητικό.

Δεν μπορεί, άλλωστε να αγνοείται από κανέναν ότι οι αντοχές των ανθρώπων γύρω μας εξαντλήθηκαν. Όπως εξαντλήθηκαν και οι αντοχές της πραγματικής οικονομίας.

Και βέβαια, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μπροστά μας και άλλοι δρόμοι.

Δρόμοι πνευματικής ανάτασης και οικονομικής ανάταξης.

Δρόμοι δημιουργίας, ελπίδας και προοπτικής.

Δρόμοι ανοικτοί για κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα.

Σε αυτούς τους δρόμους οφείλουμε να πορευθούμε όλοι, με τη συναίσθηση της μετάνοιας. Ενώνοντας τις αστείρευτες δυνάμεις του Έθνους μας.
Αποκρούοντας, ταυτόχρονα, τους έξωθεν εκβιασμούς και απορρίπτοντας τις θανατηφόρες συνταγές τους.

Έχοντας, πάνω απ’ όλα, ακλόνητη τη βεβαιότητα, ότι με τη βοήθεια του Θεού και την πίστη στις δυνατότητές μας μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Η Ελλάδα του Πολιτισμού, η Ελλάδα της Ιστορίας, η Ελλάδα των Παραδόσεων δεν μπορεί να χαθεί ούτε γιατί κάποιοι το πίστεψαν, ούτε γιατί κάποιοι μπορεί να το θέλουν. Η Ελλάδα μας μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Μπορεί, και πάλι, να τραβήξει μπροστά.

Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,

Αυτόν τον δρόμο αναζητούμε και προσδοκούμε οι Έλληνες σήμερα...


πηγή

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ - ΣΟΚ > "Ο Σημίτης είχε δώσει εντολή ο Χριστόδουλος να παρακολουθείται συνεχώς!"

Τυπικόν της 3ης Φεβρουαρίου 2012



Παρασκευή: Τοῦ Ἁγίου καί Δικαίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου,
 καί Ἄννης τῆς Προφήτιδος. Ἰωάννου, Νικολάου
 καί Σταματίου, Νεομαρτύρων ἐκ Σπετσῶν ( 1822). 
Τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βρεφοτρόφου.
 
Ἀπόστολος: 
Μεθέορτος· (Ἑβρ. θ΄ 11-14), ζήτει τοῦτον τῇ 
Κυριακῇ ε ΄ἑβδομάδος Νηστειῶν.

Εὐαγγέλιον:
 Ὁμοίως· (Λουκ. β΄ 25-38).
 

Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία. - Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



Ὦ Χριστιανέ μου! ἂν πιστεύ­ῃς, ὄχι στὴν ἀγκαλιά σου, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σου παίρνεις τὸ Χριστὸ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὰ παλαιὰ τὰ χρόνια, ὅταν ἔ­βγαιναν τὰ ἅγια, γονάτιζαν ὅλοι καὶ ἡ καρδιά τους χτυποῦσε καὶ κλαίγανε. Γιατί; Γιατὶ τὸ ψωμάκι πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ τὸ κρασάκι μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο, ἂν πιστεύῃς, εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Δὲν τὸ πιστεύεις; τότε βγὲς κ’ ἐσὺ ἔξω, πήγαινε στὸ καφενεῖο, παῖξε τὸ κομπολόι σου, παῖξε πρέφα, κάνε ὅ,τι θέ’ς. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ βρωμερὰ σκουλή­κια ὁ Χριστός. Καὶ ὅλοι μας νὰ τὸν ἀρνηθοῦ­­με, ἀναρίθμητοι ἄγγελοι μέρα – νύχτα τὸν δοξολογοῦν κι αὐτὲς οἱ πέτρες οἱ ἄψυχες θὰ φω­νάζουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἂν τὸ πιστεύῃς λοιπόν, μεῖνε στὴν ἐκκλησία. Μὴ χασμουριέσαι, γιατὶ εἶνε ἁμαρτία. Μὴ λές, πότε νὰ τελειώσῃ. Τὸ μυαλό σου νά ᾽νε ἐκεῖ στὰ ἅγια. Διότι ὅποιος κοινωνάει, ἔχει τὸ Χρι­στὸ ὄχι πιὰ στὴν ἀγκαλιὰ ὅπως ὁ Συμεών, ἀλ­λὰ μέσ᾽ στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του, μέσ᾽ στὸ αἷμα του, μέσ᾽ στὸ εἶναι του. Αὐτὸ ποὺ ἀ­πολαμβάνουμε οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπήλαυσε ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα στὸ ναό. Ἐδῶ γίνεται τὸ θαῦμα, ἡ ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε θεία λειτουργία.
Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Ξεχωρίζεις απ' τους άλλους; - Γέροντας Νεκτάριος Μουλατσιώτης


Ομιλία - κήρυγμα Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα:

"ΞΕΧΩΡΙΖΕΙΣ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ;"



Η ομιλία - κήρυγμα έγινε στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ στις 29 Ιανουαρίου 2012.









Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...