Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 05, 2012

Ἡ δύναμη τῶν Ἁγίων.



- Θὰ σοῦ δώσω ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβεις. Φαντάσου μιὰ πόλη μὲ πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν. Σ’ ἕνα Μοναστήρι ἐκεῖ ζεῖ ἕνας μοναχὸς ἀσκητής, ὁ ὁποῖος σηκώνει τὰ καθαρὰ χέρια του στὸν Θεὸ καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴν τιμωρήσει ὅλες αὐτὲς τὶς χιλιάδες ποὺ ἁμαρτάνουν. Σὲ διαβεβαιώνω, λοιπόν, ὅτι γιὰ τὸ χατίρι αὐτοῦ τοῦ ἀσκητῆ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ τὶς πεντακόσιες χιλιάδες.

- Εἶναι ἐκπληκτικὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέτε.

- Νὰ ξέρεις, ὅτι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι 
ἱκανοὶ γιὰ τὰ πάντα.
 Ὁ Ἅγιος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ 
ὅ,τι θέλει καὶ νὰ 
τοῦ τὸ δώσει ὁ Θεός. Εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ 
δύναμη τῶν Ἁγίων.”.

Ἀνθολόγιο συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου

Ο σύγχρονος κόσμος και η σχέση του προς τον άνθρωπο.



Τί συμφορά να ζούμε σε παρόμοιες μεταβατικές εποχές! Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων υποφέρουν σε όλη τους τη ζωή. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι εφιαλτική με αδιάκοπους αδελφοκτόνους πολέμους. Και μέχρι σήμερα -συγχωρήστε με για την έκφραση- η ανθρωπότητα παραμένει, όπως και προηγουμένως, άγρια και αιμοδιψής, βίαια και εγκληματική. Τα άγια λόγια, «οι πραείς κληρονομήσουσι την γην», αναμφίβολα θα πραγματοποιηθούν σε κάποια απροσδιόριστη ακόμη στιγμή, αλλά για την ώρα τρόμος και φρίκη. Η φρίκη αυτή αυξήθηκε στην εποχή μας, γιατί σε κάθε στιγμή ολόκληρη η Γη γνωρίζει λίγο πολύ όλα τα γεγονότα που είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εγκληματικά και ζοφώδη.

Ωστόσο θα ελπίζουμε πέρα από κάθε ελπίδα ότι θα διευθετηθεί η συνάντησή μας πριν από το τέλος της εδώ παραμονής μας…

Η συνάντησή σου με την Ν., από όσο μπορώ να κρίνω. ήταν και ευχάριστη και σημαντική για όλους σας. Ασφαλώς αυτή γνώριζε ότι ζεις φτωχικά, και από αυτήν την άποψη δεν περίμενε τίποτε. Το κύριο είναι η ειρηνική επικοινωνία ανοικτών ψυχών με αγάπη και εμπιστοσύνη. Για τον καιρό μας αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Ήδη κατά τη δεκαετία του 1930 ο Μπερντιάγιεφ έλεγε ότι κατά το μέτρο της τελειοποιήσεως του κοινωνικού συστήματος η προσωπική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων γίνεται ολοένα σπανιότερη, και συνεπώς πιο πολύτιμη. Η επικοινωνία σχεδόν παντού οικοδομείται πάνω σε πολιτική ή επαγγελματική βάση (εμπόριο, βιομηχανία και τα όμοια), σπανιότερα πάνω σε βάση κοινών πνευματικών ενδιαφερόντων, και ακόμη σπανιότερα είναι απλώς επικοινωνία ανθρώπου με άνθρωπο. Γράφεις ότι η Ν. είναι «εξαιρετικός άνθρωπος. Σε όλους αρέσει, έχει την ασυνήθιστη ικανότητα να δημιουργεί κάποια ιδιαίτερη ψυχική επαφή με τους ανθρώπους από την πρώτη συνάντηση. Τους κατακτά όλους».

Το μυστικό των «κατακτητικών δυνάμεών» της έγκειται στο ότι καλλιέργησε στον εαυτό της, από τον καιρό της εμβαθύνσεώς της στη χριστιανική έννοια των πραγμάτων, τη συμπεριφορά προς τον κάθε άνθρωπο ως προς ανεπανάληπτη αιώνια αξία, απολύτως αναντικατάστατη με την πιο σοβαρή έννοια του λόγου αυτού. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς η “κορωνίδα” του ζωικού βασιλείου, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, είναι εγκληματικό να τον αριθμοποιούμε (ένας, δύο, τρεις, χίλιοι, εκατομμύρια κλπ.). Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει με την έννοια της πλήρους εκμηδενίσεως. Το πνεύμα του μεταβαίνει σε άλλη σφαίρα του Είναι. Μετάβαση από τη μία μορφή υπάρξεως σε άλλη, ατε­λεύτητα μεγαλειωδέστερη. Να τί είναι ο θάνατος.

Η ίδια η Ν. εκφράζεται ως εξής: «Η φιλία πρέπει να είναι σαν χάρη. όχι απαιτητική, απλή, με σταθερή ετοιμότητα να δίνει και με την ίδια απλότητα να λαμβάνει…». «Η προσέγγιση του ανθρώπου πρέπει να γίνεται έξω από κάθε ιδιοτέλεια κατωτέρου επιπέδου, ώστε να διεγείρει σε αυτόν την έκφραση των καλυτέρων ποιοτήτων του και όχι των χειρότερων. Η εμπιστοσύνη, η φιλία, η αγάπη οδηγούν σε αυτό το είδος επικοινωνίας. Η δυσπιστία, η καχυ­ποψία, η δυσαρέσκεια, η επιδίωξη καριέρας, η ιδιοτέλεια προκαλούν αντιθέτως την αλλοτρίωση και σε τελική ανάλυση τους πολέμους. Αυτά είναι η μακραίωνη κατάρα, που βαραίνει ολόκληρη την ανθρωπότητα». Αυτή προσευχήθηκε πολύ και προσεύχεται. Αγωνίζεται να ζήσει χριστιανικά και όχι σύμφωνα με τον ζωώδη νόμο της γήινης υπάρξεως. Τέτοια προσέγγιση των ανθρώπων στον κόσμο μας συνδέεται με την διακινδύνευση να γίνει κάποιος θύμα της εμπιστοσύνης και να “χάσει”. Αλλά κατά τη χριστιανική προσέγγιση προς τους ανθρώπους η ζωή παίρνει άλλον χαρακτήρα, ανθρώπινο, ακόμη και ανώτερο από αυτόν, θεϊκό. Συνεπώς το κέρδος είναι ασυγκρίτως μεγαλειωδέστερο από την απώλεια.

Τον τελευταίο καιρό ασχολήθηκα με τη μετάφραση του βιβλίου «Ο Γέρων Σιλουανός» στα ελληνικά. Και πάλι έπρεπε να ζω τον κάθε λόγο προσεκτικά. Η διδαχή του πραγματικά στρέφεται προς τον άνθρωπο, την ομοίωση με τον Θεό, δηλαδή είναι αυθεντικά χριστιανική. Η Ν. αγαπά τον Γέροντα Σιλουανό.

Και εσύ να στρέφεσαι συνεχώς προς τον λόγο του, για να εννοήσεις πραγματικά τον λόγο αυτό της ζωής. Τότε οι ασθένειές σου θα λάβουν άλλον χαρακτήρα και θα τις εκμεταλλευθείς για «κρείττονα ανάβασιν». Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπήσουν με πραγματική αγάπη τον Χριστό. Αυτοί, σαν τα ζώα, αγαπούν μόνο εκείνους που τους πλησιάζουν με τα ίδια ζωώδη “αισθήματα”. Αυτή λοιπόν η “ζωώδης” αγάπη υπαγορεύεται από την προκαθορισμένη κοσμική διαδικασία της φυσικής ζωής. Η αγάπη όμως του Χριστού αγκαλιάζει όλο τον κόσμο σε όλες τις διαστάσεις του μέσα στον χώρο και τον χρόνο του, δηλαδή στους αιώνες που πέρασαν και σε αυτούς που ακόμη έρχονται. Για την αγάπη αυτή είναι απόλυτα αναγκαίο να νικήσουμε την υπερηφάνεια που μας «εμποδίζει να αγαπάμε». Και όταν ταπεινωνόμαστε, καταδικάζοντας τον εαυτό μας και μόνο τον εαυτό μας, τότε δεν υπάρχει σε μας αμαρτία, και με τον τρόπο αυτό παρέχεται η δυνατότητα στο Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει μέσα μας. Και αν αυτό το Άγιο Πνεύμα έρθει στην ψυχή, τότε η νίκη επάνω στον θάνατο γίνεται οφθαλμοφανέστερη από την υλική πραγματικότητα του φθαρτού αυτού κόσμου. Τότε όλα όσα φαίνονται στον άνθρωπο-ζώο αδύνατα, ανόητα, ολέθρια κλπ. παρουσιάζονται ως το αληθινό νόημα, η σοφία, η δικαιοσύνη, ως ενιαία αυθεντική ζωή, έξω από τη φθορά, από το σκοτάδι, και απ’ όλα εκείνα τα κακά, με τα οποία καταστρέφεται η ανθρωπότητα.

Συνεπώς, να δώσει σε σένα ο Κύριος από το Πνεύμα Αυτό, ώστε όλοι να φθάσουμε στο τέλος της ζωής μας Εκείνον, που αγάπησε η ψυχή από τα νεανικά χρόνια. Εκείνο το Φως, έξω από το οποίο υπάρχει η αδιέξοδη τραγωδία του εξώτερου σκότους.

(Αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Γράμματα στη Ρωσία» – επιστολή 47, αποσπάσματα. Εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου –Έσσεξ, σ.216-219)

πηγή

Ο υψών εαυτόν του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη




Λκ 18.10-14 Τελ-Φαρισ

Ο υψών εαυτόν

του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη


Ο Κύριος αγαπά τον ταπεινό άνθρωπο μαζί με τ’ αμαρτήματά του και τον βοηθάει να καθαριστεί και να σωθεί. Αλλά βδελύσσεται την υποκρισία, όταν τη συναντάει σε πρόσωπα, όπως εκείνα των ψευτοαγίων γραμματέων και φαρισαίων. Δείχνει αυτή του την αποστροφή ο Χριστός στην υποκρισία των ανθρώπων κυρίως αυτών, διότι αυτοί εμπαίζουν Θεό και ανθρώπους. Και τον εαυτό τους βέβαια πρωτίστως. Με την υποκριτική συμπεριφορά τους φτάνουν στο έσχατο σημείο να βλασφημούν ακόμη και κατά του αγίου Πνεύματος, απορρίπτοντας το σχέδιο της θείας οικονομίας και τον ίδιο τον Κύριο ως λυτρωτή (Μθ 12,31-32), πράγμα που συνιστά, όπως είπε άλλοτε, ασυγχώρητο αμάρτημα.

Οι άνθρωποι αυτοί, όπως εξιστορούν οι ιεροί ευαγγελισταί, όχι μόνο απέρριψαν τα έργα του Χριστού, που ήταν έργα του αγίου Πνεύματος ή έργα της μιας Θεότητος, αλλά και τα απέδωσαν στο διάβολο. Και δεν μετανόησαν γι’ αυτό. Επέμεναν μέχρι τέλους, σαν εκείνον, τον πατέρα τους, και πέθαναν αμετανόητοι. Σ’ αυτή την ομάδα ανθρώπων ανήκε και ο φαρισαίος της παραβολής.

Όσο όμως ο Κύριος αποστρέφεται τη φαρισαϊκή υποκρισία, τόσο αγαπά την ειλικρίνεια και τη ταπεινοφροσύνη του κάθε αμαρτωλού, που μετανοεί. Και σαν μοναδικός διδάσκαλος που λέει πολλά δι’ ολίγων, ζωγραφίζει με το χρωστήρα του πυκνού λόγου του τον υποκριτή και τον ειλικρινή, τον υπερήφανο και τον ταπεινό, στη γνωστή παραβολή του τελώνου και φαρισαίου σε 6 μόνο στίχους. Τους δύο χαρακτήρες τους παρουσιάζει δίπλα δίπλα, για να γίνει χτυπητή η αντίθεση. Τους εμφανίζει στο χώρο του ναού, κατά την ώρα της προσευχής, όπου, υποτίθεται, ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα ειλικρινής.

Κι όμως. Ο φαρισαίος, σύμφωνα με την παραβολή, στην ώρα της προσευχής του δεν είναι καθόλου ειλικρινής. Αντιθέτως είναι ψεύτης και καυχησιολόγος σε βαθμό που προκαλεί αηδία. Για να υψώσει τον εαυτό του, γκρεμίζει όλους τους ανθρώπους, χωρίς εξαίρεση. Δεν είμαι, λέει, όπως οι άλλοι, άρπαγας άδικος μοιχός. Δεν είμαι τελώνης, όπως αυτός εδώ, που είναι μπροστά μου, ο κλέφτης και βιαστής, βρυχήθηκε. Ας σημειωθεί ότι ο τελώνης, όπως λέει η παραβολή, μπήκε στο ναό εκείνη την ώρα για να προσευχηθεί, και δέχτηκε ο άνθρωπος απρόσμενα τα καταιγιστικά πυρά του φαρισαίου, χωρίς να του είχε δώσει την παραμικρή αφορμή.

Αλλ’ ο φαρισαίος , στην πραγματικότητα, δεν τα έλεγε για τον καρδιογνώστη· απλώς προσχηματιζόταν ότι τα έλεγε γι’ αυτόν. Διότι ήξερε ότι ο καρδιογνώστης δεν τον πίστευε· τα έλεγε προφανώς για να τ’ ακούσουν οι παριστάμενοι, και να τον θαυμάσουν. Πως όμως να τον θαυμάσουν και αυτοί, όταν αυτός την ώρα εκείνη τους κατηγορούσε όλους, και αυτούς ακόμη που στάθηκαν ν’ ακούσουν τη μεγάλαυχη προσευχή του, ως άρπαγαςάδικους μοιχούς; Τόσο είχε τυφλωθεί από τη «λάμψη» των αρετών του και από το αίσθημα της αυταρέσκειας και του αυτοθαυμασμού του, ο Νάρκισσος αυτός, ώστε δεν καταλάβαινε τη γκάφα του. Τα έλεγε ακόμη και για να πλήξει τον ταλαίπωρο τελώνη. Τι πάθος! Και πού φτάνει ο άνθρωπος, όταν θεοποιεί τον εαυτό του!

Κι αφού είπε τί δεν είναι, έρχεται τώρα να πει το τί είναι. Είμαι, Θεέ, λέει ο φαρισαίος, αυτό που δεν είναι οι άλλοι. Είμαι ο ξεχωριστός, ο σπουδαίος, ο δότης, ο δίκαιος, ο σώφρων, ο εγκρατής, ο προσευχόμενος. Είμαι ακόμη νηστευτής και φιλάνθρωπος. Λες και δεν ήξερε ο καρδιογνώστης τι βδέλυγμα ήταν, και επρόκειτο να το μάθει τώρα από τις καυχησιολογίες του. Νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, συνεχίζει, αν και ο νόμος μου ζητεί να νηστεύω μια φορά. Δίνω στους φτωχούς το ένα δέκατο των ετησίων εισοδημάτων μου. Το όλο καυχησιολόγο πνεύμα των λόγων του ήταν· Δεν μου χρειάζεται αναγνώριση από κανέναν, ούτε από σένα, Θεέ, ούτε από το Γιο σου. Αν έστειλες το Γιο σου, για να δικαιώσει τους αμαρτωλούς, σε πληροφορώ ότι εγώ δεν είμαι αμαρτωλός και δεν μου χρειάζεται δικαίωσή του, ούτε έχω ανάγκη από τις υπηρεσίες του, διότι εγώ έχω αυτοδικαιωθεί. Είμαι αυτοάγιος αυτοδίκαιος αυτοσεσωσμένος. Αυτά είπε περίπου στην «προσευχή» του ο φαρισαίος.

Για λόγους σαφηνείας πρέπει να σχολιαστεί εδώ ότι από όσα είπε ότι δίνει, βγαίνει ότι τελικά δεν δίνει τίποτε. Απλώς στολίζει το είδωλό του. Και εμπαίζει το Θεό και τους ανθρώπους. Και δεν δίνει ,διότι ο νόμος υποχρέωνε τους γεωργούς και κτηνοτρόφους να δίνουν το 1/10 των εισοδημάτων τους. Όχι τους επαγγελματίες. Αλλ’ οι φαρισαίοι στην καθημερινή απασχόλησή τους δεν ήταν ποτέ γεωργοί ή κτηνοτρόφοι. Τα επαγγέλματα αυτά τα θεωρούσαν βάρβαρα και τα απέφευγαν. Συνήθως αυτοί ασχολούνταν με μικροχειροτεχνίες, τις οποίες όμως, σημειωτέον, δεν τις «έπιανε» η φορολογία.

Και αφού δεν τις έπιανε, οι φαρισαίοι εκ των πραγμάτων δεν είχαν καμμιά υποχρέωση να δώσουν. Αλλά πως αυτοί οι ταρτούφοι θα καυχώνται ύστερα, αν δεν δώσουν, έστω και ένα τίποτε; Και πως θα «βγουν» μπροστά από το Θεό με την τάχα υπέρτακτη αρετή τους; Γι’ αυτό οι «φιλάνθρωποι» φύτευαν φυτά, δυόσμο και άνηθο και κύμινο και πήγανο και άλλα σε... γλάστρες, και από το παραγόμενο προϊόν έδιναν για φιλανθρωπία το ένα δέκατο! Και καυχόνταν από πάνω, οι αθεόφοβοι. Γι’ αυτό και τους σιχάθηκε ο Χριστός και την κατάλληλη στιγμή τους ελέγχει με τα καυστικά και αδυσώπητα εκείνα «Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί... ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το κύμινον και το άνηθον...» κλπ (Μθ 23,23).

Ο τελώνης από την άλλη, έχοντας συνείδηση αμαρτωλού, που αδίκησε Θεό και ανθρώπους με τις πράξεις του, έσκυψε το κεφάλι του από ντροπή και ενοχή, και χτυπώντας το στήθος του απεγνωσμένα, για να εκδικηθεί κατά κάποιο τρόπο την αμαρτωλή καρδιά του, που τον έσπρωχνε στην παντοειδή αμαρτία, κλοπές, εκβιασμούς, πλεονεξία, πλουτισμό, κλπ., κατά την ενάσκηση του τελωνικού επαγγέλματος, ζήτησε δειλά το έλεος. «Σπλαχνίσου με, Θεέ μου, και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό» («Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»).

Ο ταρτουφισμός είναι μυσαρός πάντοτε. Και σήμερα. Και καταδικάζεται από όλους, και προ παντός από το Θεό. Η ταπεινοφροσύνη είναι αξιοσυμπάθητη, και δικαιώνεται. Το είπε ο Κύριος· «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Και ο αδελφόθεος Ιάκωβος ομοίως· «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Ταπείνωση (Κυριακή τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου)


Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))




Ἡ ἑπόμενη Κυριακὴ ὀνομάζεται «Κυριακή τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου». Τὴν παραμονὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, δηλαδὴ στὸν Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ λέγεται Τριώδιο. Ἀπ’ αὐτὰ διαβάζονται διάφορα κείμενα ποὺ τὰ προσθέτουμε στοὺς συνηθισμένους ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἑβδομαδιαίας ἀναστάσιμης ἀκολουθίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα παρουσιάζουν τὴν ἑπόμενη μεγάλη πλευρὰ τῆς μετάνοιας: τὴν ταπείνωση.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (Λουκ. 18, 10-14) περιγράφει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πάντα εὐχαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ποὺ νομίζει ὅτι συμμορφώνεται μὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς θρησκείας. Εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ πολὺ περήφανος γι’ αὐτόν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἔχει παραποιήσει τὸ νόημα τῆς θρησκείας. Τὴν ἔχει περιορίσει σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ μετράει τὴν εὐσέβειά του μὲ τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων ποὺ συνεισφέρει στὸ ναό. Ὅσο γιὰ τὸν Τελώνη, αὐτὸς ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωση τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό.

Ἂν ὑπάρχει μία ἠθικὴ ἀξία ποὺ σχεδὸν ἀπόλυτα παραθεωρεῖται ἢ ἀγνοεῖται σήμερα εἶναι πραγματικὰ ἡ ταπείνωση. Ὁ πολιτισμὸς στὸν ὁποῖο ζοῦμε διαρκῶς ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν ἔννοια τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς αὐτοεξύμνησης καὶ τῆς αὐτοδικαίωσης. Εἶναι οἰκοδομημένος πάνω στὴν ἀλαζονικὴ ὑπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετύχει ὁτιδήποτε μόνος του, καὶ φτάνει στὸ νὰ περιγράφει τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἕνα ποὺ πάντοτε ἀμείβει τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ καλὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ταπείνωση — εἴτε ἀτομική, εἴτε ὁμαδική, εἴτε ἐθνικὴ εἶναι — θεωρεῖται δεῖγμα ἀδυναμίας, κάτι ἀνάρμοστο γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μήπως καὶ οἱ χριστιανοὶ σήμερα δὲν εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ φαρισαίου; Μήπως καὶ μεῖς δὲ θέλουμε κάθε προσφορά μας, κάθε «καλὴ πράξη» μας, καθετὶ ποὺ κάνουμε «γιὰ τὴν Ἐκκλησία» νὰ ἀναγνωρίζεται, νὰ ἐπαινεῖται, νὰ δημοσιεύεται;

Ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μπορεῖ νὰ φανεῖ παράδοξη γιατί εἶναι ριζωμένη σὲ μία περίεργη διαβεβαίωση: Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινός! Γιὰ κεῖνον ποὺ γνωρίζει τὸ Θεό, ποὺ Τὸν ἀτενίζει μέσα στὴ δημιουργία Του καὶ στὶς σωτήριες ἐνέργειές Του, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι πραγματικὰ μία Θεία ποιότητα, εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ λάμψη τῆς δόξας ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ψέλνουμε στὴ Θεία Λειτουργία, εἶναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Μέσα στὴν ἀνθρώπινη διανοητικότητά μας ἔχουμε τὴν τάση νὰ μὴ μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὴ «δόξα» μὲ τὴν «ταπείνωση» — ἀφοῦ μάλιστα ἡ ταπείνωση θεωρεῖται ψεγάδι ἢ ἐλάττωμα. Ἀκριβῶς ὅμως ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ ἀδεξιότητά μας εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κάνουν ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε ταπεινοί.

Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μεταφέρεις στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ τρέφεται μὲ τὴ δημοσιότητα, τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν ἀτελείωτη αὐτοεξύμνηση, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αὐθεντικὰ τέλειο, ὄμορφο καὶ καλὸ εἶναι τὴν ἴδια στιγμὴ γνήσια ταπεινό. Ἀκριβῶς γιατί ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ «δημοσιότητα», τὴν ἐξωτερικὴ δόξα ἢ ἀπὸ τὴν κάθε εἴδους ἐπίδειξη. Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς γιατί εἶναι τέλειος. Ἡ ταπείνωσή Του εἶναι ἡ δόξα Του καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς, τελειότητας καὶ καλοσύνης: Καθένας ποὺ προσεγγίζει τὸ Θεὸ καὶ Τὸν γνωρίζει αὐτόματα μοιράζεται τὴ Θεία ταπείνωση καὶ ὡραΐζεται μέσα σ’ αὐτή. Αὐτὸ συνέβηκε μὲ τὴν Παναγία, τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἡ ταπείνωση τὴν ἔκανε χαρὰ ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ τρανὴ ἀποκάλυψη τῆς ὡραιότητας πάνω στὴ γῆ· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὶς σπάνιες στιγμὲς τῆς ἐπαφῆς της μὲ τὰ Θεό.

Πῶς κανεὶς γίνεται ταπεινός; Ἡ ἀπάντηση γιὰ ἕνα χριστιανὸ εἶναι ἁπλή: μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ὁ Ἕνας, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε, μιὰ γιὰ πάντα, τὴ δόξα Του σὰν ταπείνωση καὶ τὴν ταπείνωσή Του σὰν δόξα. «Νῦν» εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ νύχτα τῆς ἄκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Ἡ ταπείνωση μαθαίνεται ἐνατενίζοντας τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Τελικὰ γινόμαστε ταπεινοὶ μὲ τὸ νὰ μετρᾶμε τὸ καθετὶ μὲ μέτρο τὰ Χριστὸ καὶ νὰ ἀναφερόμαστε γιὰ ὅλα σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸ Χριστὸ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι ἀδύνατη, ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ φαρισαίου, ἀκόμα καὶ ἡ θρησκεία, γίνεται ὑπερηφάνεια γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του· ἔχουμε δηλαδὴ ἕνα ἄλλο εἶδος φαρισαϊκῆς αὐτοδοξολογίας.

Ἡ περίοδος λοιπὸν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀρχίζει μὲ μία ἀναζήτηση, μία προσευχὴ γιὰ ταπείνωση ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴ γνήσια τάξη τῶν πραγμάτων, ἡ «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους». Ἡ μετάνοια ἑπομένως εἶναι θεμελιωμένη στὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση — ἡ Θεία καὶ θαυμαστὴ ταπείνωση — εἶναι καρπός της καὶ τέρμα της. «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν», λέει τὸ Κοντάκιον τῆς ἡμέρας, «καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς». Βρισκόμαστε μπροστὰ στὶς «πύλες τῆς μετανοίας» καὶ στὴν πιὸ ἐπιβλητικὴ στιγμὴ τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς· ἀφοῦ διαβαστεῖ τὸ Ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο καὶ ἀναγγελθεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ψάλλουμε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ τροπάρια ποὺ θὰ μᾶς συνοδεύουν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς:

Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα· ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον· ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.

Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε· αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.

Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννόων ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας σου, ὡς ὁ Δαυὶδ βοῶ σοι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Ὁμιλία Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14)


Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)






Μή λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του», πού σημαίνει ὅτι: δέν εἴμαστε οὔτε πέτρες, οὔτε σπουργίτια, οὔτε πρόβατα. Ἀλλά εἴμαστε αἰώνιοι, καί ἔχομε τήν δυνατότητα νά διακρίνομε ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.

Νά ζοῦμε -καί πρέπει νά ζοῦμε- ποθώντας τό καλό.

Νά ἀγωνιζόμαστε νά φεύγομε ἀπό τό κακό καί νά ἀγαπᾶμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε τό καλό.

Γιά νά μᾶς βοηθήσει, μᾶς ἔδωσε νόμο, ὁδηγίες.

Οἱ ὁδηγίες καί οἱ ἐντολές Του, προέρχονται ἀπό ἀγάπη καί στοργή. Ὅπως ὁ κάθε πατέρας ἀπό ἀγάπη καί στοργή συμβουλεύει τά παιδιά του, νά μή καοῦν, νά μή πέσουν, νά μή χτυπήσουν· οὔτε σωματικά, οὔτε ψυχικά, οὔτε κοινωνικά.

Ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μας, μᾶς συμβουλεύει συνεχῶς, νά μή πέσομε οὔτε ψυχικά, οὔτε πνευματικά. Καί ποτέ νά μή γίνει κάτι ἀφορμή, νά χάσομε τήν ὁμοιότητα μας μέ Αὐτόν καί τήν αἰώνια ζωή.

Γιατί ἡ χειρότερη ζημία εἶναι νά χάσει κανείς τήν αἰώνια ζωή.

Τί νά τό κάνεις, νά περάσεις ὅσο τό δυνατόν καλύτερα ἐδῶ στή γῆ, ἔστω ἑκατό χρόνια, διασκεδάζοντας, τρώγοντας καί πίνοντας, ἄν πρόκειται νά ζημιωθεῖς τήν ψυχή σου;

Γι’ αὐτό ὁ Θεός, ὁ πατέρας μας, μᾶς λέγει μέ ἀγάπη ὅτι πρέπει συνεχῶς νά ψάχνομε τόν ἑαυτό μας, νά βλέπομε, ὅσο πιό πολλές φορές, τόσο πιό καλά, πῶς πᾶμε καί νά γυρίζομε κοντά Του...

Μά εἴμαστε πολυάσχολοι.

Ἔχομε δουλειές, ἐπικοινωνίες μέ τούς ἄλλους. Θέλομε νά κουβεντιάσομε, νά φλυαρίσομε.

Ἀκόμη, ἔχομε σωματικές ἀνάγκες. Νά φᾶμε, νά κοιμηθοῦμε.

Μᾶς ἀπασχολοῦν τόσες κοινωνικές ὑποχρεώσεις· καί ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά λησμονοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἀφήνομε στήν ἄκρη τίς οὐσιαστικές μας ἀνάγκες. Ἀποτέλεσμα;

Ἀλλοιωνόμαστε ἐσωτερικά. Ζημιωνόμαστε βαθειά. Ξεχνᾶμε τήν ψυχή μας. Ξεχνᾶμε τήν αἰώνια ζωή.

Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς εἶπε:

Κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ, νά κάνεις προσευχή. Γιατί; Γιά νά ψάχνεις λίγο τόν ἑαυτό σου. Νά τόν βλέπεις πῶς στέκει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καί κάθε ἑβδομάδα, μακάρι περισσότερες φορές, νά βρίσκεις τήν εὐκαιρία νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Νά Τόν παρακαλεῖς νά σέ φωτίζει, νά μή ξεφύγεις ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία νά κάνεις βαθύτερο αὐτοέλεγχο, γιά νά βλέπεις πῶς βαδίζεις καί ποῦ στέκεις.

Εἶσαι στό δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς;

Ἤ μήπως βαδίζεις γιά τήν ἀπώλεια.


Ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη

Σ’ αὐτό, μᾶς σπρώχνουν ὅλα ὅσα ἔχουν ὁρισθεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ μεγάλες γιορτές, καί οἱ προπαρακευαστικές περίοδοι, ὅπως εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσαρακοστή. Πού μᾶς λένε: «πῶς θά πᾶς κοντά στόν Χριστό καί στήν ἀνάστασή Του; ἄν δέν προετοιμαστεῖς καί σύ γιά τήν ἀνάσταση»;

Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη, μεγαλύτερη ἀπό τό νά φάω, νά πιῶ, νά περπατήσω, νά κοιμηθῶ. Μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἀνάγκες, εἶναι νά στρέφομαι πρός τόν Θεό καί νά ἀναζητῶ νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία μαζί Του.

Δηλαδή; Νά εἴμαστε ἄνθρωποι...

Εὔκολα ἐγώ, ἀπρόσεκτος ἄνθρωπος, κάνω ἕνα λάθος καί πικραίνω τόν συνάνθρωπό μου. Ἄς ποῦμε τόν προσβάλω. Τοῦ λέω λόγια πού ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή, πού πρέπει νά ἔχω σέ ὅλους, δέν θά τά ἐπέτρεπαν. Ἀλλά, τό λάθος ἔγινε... Ἅμα μείνω στή διαπίστωση, πάει ἡ φιλία. Μέ τί μοῦτρα νά παρουσιαστῶ μπροστά του;

Τόν βρίσκω λοιπόν καί τοῦ λέω ταπεινά: «Ἀδελφέ μου, εἶναι ἀλήθεια, δέν φέρθηκα καλά. Εἶπα κάτι, εἰς βάρος σου. Σέ καταλαβαίνω. Πληγώθηκες. Ὅμως, ἄν θέλεις, πίστευσέ με, μετάνοιωσα. Σέ ἀγαπάω. Σέ θέλω κοντά μου».

Διορθώνεται ἔτσι τό κακό;

Ναί, σέ κάποιο βαθμό βέβαια.

Γιατί κάτι μένει ὑπόλοιπο. Ἴσως μιά μικρή πικρία. Μά ὅσο περισσότερη ταπείνωση δείχνεις, τόσο πιό πολύ φεύγει ἡ πικρία ἀπό τόν ἄλλο. Καί καμιά φορά φτάνει νά πεῖ:

«Χαλάλι ὅτι ἔγινε. Τώρα ἔχομε καλύτερη ἐπικοινωνία ἀπό πρίν».

Θέλοντας νά μᾶς τά διδάξει ὅλα αὐτά ὁ Σωτήρας μας, εἶπε τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, μᾶς παρουσιάζει τά πρόσωπά τους καί τό θέμα. Μᾶς λέει:

Πῆγαν στήν Ἐκκλησία, νά προσευχηθοῦν, δυό ἄνθρωποι ἐντελῶς διαφορετικοί. Ἕνας Φαρισαῖος καί ἕνας τελώνης. Ὁ ἕνας τοῦ κόσμου καί τῆς πιάτσας. Ὁ ἄλλος τῆς εὐσέβειας. Γιά τόν ἴδιο σκοπό πῆγαν. Νά προσευχηθοῦν. Μπῆκαν στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἴδια διάθεση. Ἔμειναν ἐκεῖ κάποια ὥρα. Μετά ἔφυγαν.

Ἀλλά τί διαφορά! Ὁ ἕνας δικαιωμένος, ὁ ἄλλος κατάκριτος. Τό τραγικό καί παράξενο εἶναι, ὅτι ἔφυγε δικαιωμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, εὐάρεστος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς πιάτσας.

Καί ἐκεῖνος πού φαινόταν τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἔφυγε κατάκριτος. Γιατί;


Ἡ προσευχή τοῦ φαρισαίου

Ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς ἀπασχολεῖ ὅλους μας καί μάλιστα πολύ ἔντονα. Εἴτε εἴμαστε ἀπό ἐκείνους πού ἐρχόμαστε συχνά στήν Ἐκκλησία, εἴτε εἴμαστε –πολύ περισσότερο- ἀπό ἐκείνους πού προτιμᾶμε ἄλλες ἀπασχολήσεις.

Ὁ Χριστός ἀπαντᾶ καθαρά στό ἐρώτημά μας.

Ὁ Φαρισαῖος, μπῆκε στό ναό, στάθηκε μέ καμάρι - ἐπειδή ἦταν τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος - καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Τί ἔλεγε; Ἔχει σημασία. Αὐτά τά πράγματα εἶναι ζωή μας. Καί μάλιστα ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς μας. Γιατί ἡ ἀληθινή ζωή μας εἶναι μόνο κοντά στό Θεό. Στήν Βασιλεία Του.

Ἀρχίζει λοιπόν ὁ φαρισαῖος:

«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι». Τί ὡραία ἀρχή!

Τήν ἀκοῦς καί εὐφραίνεται ἡ καρδιά σου. Καί περιμένεις νά δεῖς, γιατί εὐχαριστεῖ τόν Θεό.

Συνεχίζει. «Οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶμαι ἁμαρτωλός καί παληάνθρωπος σάν τούς ἄλλους, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Μά προπαντός δέν εἶμαι σάν αὐτό τό ἀπόβρασμα, πού στέκεται δίπλα μου, δῆθεν νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ νηστεύω, δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Κάνω ἐλεημοσύνες. Κάνω δωρεές. Καί γενικά, ζῶ καλά».

Παρότι ὅλα αὐτά εἶναι κατωρθώματα δικά του, καλές πράξεις δικές του, πάλι λέμε μέσα μας: Ἀφοῦ εἶπε: «ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι», γιατί ὅλα αὐτά δέν τά συνδέει μέ τόν Θεό; Ποῦ τά ὀφείλει; Γιατί δέν λέει «σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου, πού μοῦ ἔδωσες χάρη, φωτισμό, ἔλεος νά καταλάβω ποιός εἶναι ο σκοπός τῆς ζωῆς καί νά ἀγωνίζομαι νά κάνω ἔργα εὐάρεστα, ἐνώπιόν Σου»;

Γιατί λέει ἁπλῶς «εὐχαριστῶ, γιατί δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι καλός. Δέν εἶμαι ἅρπαγας, οὔτε λωποδύτης, οὔτε παληάνθρωπος, οὔτε μοιχός».

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτό πού κάνει ὁ φαρισαῖος. Δηλαδή τό ὅτι δέν σχετίζει τίς ἀρετές του μέ τόν Θεό.

Τί ἔπρεπε νά πεῖ;

«Ὅλα Κύριε, εἶναι δῶρα Σου! Χαρίσματά Σου. Δύναμή Σου. Ἔλεός Σου. Ἄν δέν ἤσουν δίπλα μου, στό πλευρό μου, νά μέ φωτίζεις, νά ξεσηκώνεις τήν συνείδησή μου, πόσα κακά ἔργα δέν θά ἔκανα»;

Μά ὁ φαρισαῖος ἐπιμένει:

«Ἐγώ ἔκοψα τή ζωή μου ὄμορφα. Καί τήν ἔφτειαξα ὄμορφα. Κάτι ἄλλοι, δέν τήν ἔχουν φτειάξει ἔτσι. Αὐτοί δέν μοιάζουν μέ μένα. Δέν εἶναι καλοί ἄνθρωποι».

Φαντασθεῖτε κάποιον, νά εἶναι ὅτι εἶναι, νά φτειάχνει μόνος τό ποτραῖτο του καί νά ἰσχυρίζεται: «Ὅποιος δέν μου μοιάζει, δέν εἶναι ὄμορφος. Οὔτε εἶναι καλά· εἶναι ἄρρωστος. Πῶς πρέπει νά εἶναι;

Ὅπως ἐγώ!

Πάνω-κάτω αὐτό λέει ὁ φαρισαῖος. Γιατί βλέπει τόν ἑαυτό του τέλειο.


Ἄς ταπεινωθοῦμε μπροστά στό Θεό

Ὁ τελώνης, τί ἔκανε;

Δέν θεώρησε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά σταθεῖ κάπου μπροστά νά τόν βλέπουν. Κρύφτηκε πίσω ἀπό μιά κολώνα. Καί ψέλλιζε: «Θεέ μου, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Συγχώρησέ με. Εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ξέφυγα ἀπό τόν νόμο Σου. Λυπήσου με, Θεέ μου.

Μᾶς λέγει ὁ Χριστός, ὅτι γι’ αὐτό του τό φρόνημα, ἔφυγε δικαιωμένος πιό πολύ ἀπό τόν φαρισαῖο, πού ὄχι μόνο εἶχε ἀποφύγει τίς χονδρές ἁμαρτίες, μά εἶχε καί καλά ἔργα. Γιατί;

Γιατί ὁ ἕνας, ὁ τελώνης εἶχε σωστή τοποθέτηση, ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Σκέφτηκε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία:

Πῶς θά φτειάξω τήν σχέση μου με τόν Θεό;

Σέ τί κατάσταση βρίσκομαι μέχρι τώρα;

Τί πρέπει νά κάνω;

Καί πῆγε καί προσευχήθηκε «τύπτων τό στῆθος του», πού σημαίνει: «Ἐγώ φταίω. Τούτη ἡ καρδιά φταίει καί αὐτό τό ξεροκέφαλο». Γιατί τό λέμε ἔτσι;

Ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε τήν καρδιά, νά ἀγαπᾶμε τό καλό. Ὄχι νά τήν ἀφήνομε νά κολλάει σέ ἀρρωστημένα πάθη καί συναισθήματα.

Ἤ μήπως δέν εἶναι ἀρρωστημένο τό μῖσος;

Οἱ πόθοι τῆς ἁμαρτίας;

Ἡ κακία; Ὁ ἐγωισμός;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο νά πιστεύω, ὅτι ἐγώ ἔχω τήν σωστότερη κρίση στόν κόσμο καί τήν μεγαλύτερη ἀξία;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο πράγμα νά πιστεύω, ὅτι θά ρυθμίσω ἐγώ τή ζωή μου, καλύτερα ἀπό ὅτι μοῦ τήν ρυθμίζει ὁ Θεός, ὁ Πατέρας μας ὁ ἐπουράνιος μέ τόν λόγο Του;

Δέν εἶναι ἀρρωστημένο, νά μήν ἐνδιαφέρεσαι νά κάνεις τόν ἑαυτό σου ὄμορφο, γιά νά βρεθεῖς στό σαλόνι τοῦ Θεοῦ στήν αἰώνια ζωή; Ἀλλά νά προτιμᾶς νά βρεθεῖς στό σκουπιδοντενεκέ τῆς αἰωνιότητας, μέ τά σκουπίδια ἀπό τόν ὄμορφο κόσμο τοῦ Θεοῦ, μέ τό νά ἐμμένεις στήν ἁμαρτία;

Ὁ φαρισαῖος δέν εἶχε οὔτε τοποθέτηση σωστή ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, οὔτε σχέση σωστή μέ τόν Θεό.


Ποιά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ποιά εἶναι ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό;

Ξέρω ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός μας· ὁ Εὐεργέτης μας.

Ὅτι καλό ἔχομε στό σῶμα, στήν καρδιά, στήν ψυχή μας, δωρεές Του εἶναι. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δική Του προσφορά σ’ ἐμᾶς.

Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ἔφτειαξε τόν κόσμο ὁ Θεός καί ἔβαλε τόν ἄνθρωπο σάν βασιλιά τῆς κτίσεως. Καί ὅλοι μας λίγο-πολύ, ἔχομε τήν δυνατότητα, νά βλέπομε τήν ὀμορφιά τῆς φύσεως καί νά τήν ἀπολαμβάνομε.

Καί κάτι ἀκόμη ἔχομε τήν δυνατότητα νά κάνομε. Νά ἐρχόμαστε σέ μιά ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ποιός εἶναι ὁ νόμος πού ρυθμίζει αὐτή τήν καλή ἐπικοινωνία μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό; Ἡ ἀγάπη!

Ἅμα θέλω νά εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἔχω καλή ἐπικοινωνία -καί νά φροντίζω νά ἔχω- μέ ὅλους, γιατί εἶναι καί αὐτοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδέλφια μου. Πρέπει λοιπόν νά τούς ἀγαπάω. Νά ἀγωνίζομαι νά ἔχω ἀπέναντί τους, καλά αἰσθήματα.

Δηλαδή; Νά θέλω νά τούς κάνω καλό. Νά τούς τιμῶ. Νά τούς σέβομαι. Ὅταν κάποιος κακολογεῖ τούς ἄλλους, δέν τούς ἀγαπάει.

Τό λάθος τοῦ φαρισαίου ἦταν:

Κακολογοῦσε τούς ἄλλους. Ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό αὐτούς.

-Ἄλλο ἐκείνη ἡ παληοφάρα. Ἄλλο ἐγώ! Ὁ καλός ἄνθρωπος...

Ἀκόμη δέν εἶχε σωστή σχέση οὔτε μέ τόν Θεό.

Ὅποιος ἔχει σωστή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγαπᾶ τό θέλημά Του. Θέλει νά βρίσκεται εὐθυγραμμισμένος μαζί Του. Κοντά Του. Καί ὅτι ὁ Θεός θέλει, ἐκεῖνο καί αὐτός ἀγαπᾶ.

Ὁ Θεός θέλει νά ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους;

Τούς ἀγαπᾶμε!

Νά τούς τιμᾶμε;

Τούς σεβόμαστε.

Ὁ φαρισαῖος, δέν τά ἔκανε αὐτά. Γι’ αὐτό, δέν ἔφυγε ἀπό τήν Ἐκκλησία δικαιωμένος, ἀλλά ζημιωμένος.

Ὁ τελώνης, ὅταν μπῆκε στήν Ἐκκλησία, ξέχασε τόν παλαιό του ἑαυτό, καί μίλησε μέ τόν Θεό εἰλικρινά: «Θεέ μου, εἶμαι στή ζωή μου λάθος. Ἐλέησέ με. Δεῖξε καί σέ μένα τήν εὐσπλαγχνία Σου».

Νά ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό.


Ὅταν ὁ τελώνης γίνεται φαρισαῖος

Μιά ἀκόμη παρατήρηση:

Θά ἦταν γιά μᾶς εὐκταῖο, νά εἴμαστε στήν πιάτσα, στήν καθημερινή ζωή δηλαδή, σάν τόν φαρισαῖο.

Δηλαδή, οὔτε ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι, οὔτε μοιχοί, οὔτε λωποδύτες, οὔτε βλάσφημοι, οὔτε ὑβριστές.

Μακάρι στήν ἐπικοινωνία μας μέ τούς ἄλλους νά εἴχαμε αὐτές τίς καλές ἀρχές.

Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἴμαστε σάν τόν τελώνη...

Νά λέγαμε στό Θεό: «Κύριε, ἀγωνίζομαι ἔξω στήν κοινωνία νά ἀποφεύγω ὅτι τό ἀντίθετο στό θέλημά Σου. Ὅμως πόσα εἶναι ἐκεῖνα στά ὁποῖα σφάλλω. Καί προπαντός, πόσο ἡ καρδιά μου, ἀπέχει ἀπό αὐτό πού Σύ θέλεις:

Νά ἔχω πολλή ἀγάπη καί βαθύ σεβασμό. Σέ Σένα, στόν ἑαυτό μου, στό σῶμα καί τήν ψυχή μου καί στούς ἄλλους. Πόσες φορές σφάλλω. Συγχώρησέ με!».

Ἄν ρίξομε μέσα μας μιά ματιά, λίγο-πολύ, μοιάζομε συγχρόνως στόν φαρισαῖο καί στόν τελώνη. Γιατί, ἐνῶ κάνομε τά ἔργα τοῦ τελώνη –παληανθρωπιές δηλαδή- ἐπιμένομε νά συγκρίνομε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους. Ἐπειδή τούς βρίσκομε λίγο κατώτερους ἀπό ἐμᾶς. Καί τούς κατακρίνομε καί τούς κακολογοῦμε. Γιατί;

Γιατί ξεχνᾶμε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάστασή μας.

Ὅταν κανείς ξεχνᾶ σταθερά καί μόνιμα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ξεφεύγει ἐντελῶς. Πόσοι ἀπό μᾶς ξεφεύγομε πολύ βαθειά καί γιά πολύ, ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Καί ὅταν θυμηθοῦμε ὅτι πρέπει νά γυρίσομε, ἀντί νά πάρομε τό φρόνημα τοῦ τελώνη καί τά μυαλά του, ὅταν πῆγε νά προσευχηθεῖ, βλέπομε τόν ἑαυτό μας, μέ τά μάτια τοῦ φαρισαίου ἀπό τήν ἀνάποδη. Καί τί λέμε;

«Ἐγώ, μπορεῖ νά κάνω ὅτι κάνω στήν πιάτσα. Ἀλλά ἡ καρδιά μου εἶναι καλύτερη ἀπό ἐκείνους τούς παληοφαρισαίους πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία».

Δηλαδή κάνομε τήν κατάκριση τοῦ φαρισαίου καί τίς βρωμοδουλειές τοῦ τελώνη μαζί. Ὅλα στραβά.


Νά ζηλέψομε τό ἄριστο

Ποιό εἶναι τό σωστό;

Τό σωστό εἶναι: Στήν Ἐκκλησία σάν τόν τελώνη. Ἔξω, στόν κόσμο, νά φερόμαστε ὅσο τό δυνατόν πιό καλά. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο.

Τό ἀκόμη πιό καλό εἶναι:

Νά ἔχομε τήν ταπείνωση τοῦ τελώνη.

Νά κάνομε ὅλα τά καλά ἔργα πού ἀπαιτεῖ ὁ Θεός· καί ἐπιπλέον,

στή σχέση μας τήν καθημερινή μέ τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἀντιμετωπίζομε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί καλωσύνη καί

νά εὐγνωμονοῦμε γιά κάθε καλό τόν Θεό.

Λέει ἕνας σοφός:

Ἡ προσευχή τοῦ τελώνη «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», εἶναι ὅλη κι ὅλη ἕξη λέξεις. Μά εἶναι τόσο χαριτωμένα λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ὅταν ὁ ἄνθρωπος τά λέει, τά αἰσθάνεται καί τά ἔχει στήν καρδιά του, τά λόγια αὐτά, ἀνοίγουν τήν καρδιά τοῦ Θεοῦ. Καί τά αὐτιά Του.

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μᾶς ἀκούει. Γιατί ὁ Θεός εἶναι τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως.

Ἀρχίζοντας τήν προπαρασκευή γιά τό Πάσχα, μᾶς λέει ὁ Χριστός:

-Κάνετε σωστές τίς σχέσεις σας μέ τόν Θεό. Ἑτοιμασθεῖτε. Ἀνασκουμπωθεῖτε. Ψάξετε τόν ἑαυτό σας. Ἀποφασίστε νά βαδίσετε καλύτερα. Σταθεῖτε μέ ταπείνωση καί συντριβή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀρχή καί ξεκίνημα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ἔχομε αὐτή τήν σωστή νοοτροπία, πού κυβερνᾶ καλά τή ζωή, τά ἔργα, καί τά αἰσθήματά μας. Ἀμήν.


(Διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν τήν 1/2/2004 ἄγνωστο ποῦ· καί στίς 16/2/2003 στό Νικολίτσι.

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΑΘΗΣ



Τῌ Ε' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης.
Τῇ Εˊ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης.

Χαίρει, σκότει δοθεῖσα φρουρᾶς Ἀγάθη,
Μισοῦσα καὶ φῶς, εἰ πλάνων ὄψεις βλέπει.
Πέμπτῃ ἐν φυλακῇ Ἀγάθη θάνεν εἶδος ἀρίστη.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν
 Θεοδοσίου τοῦ ἐν τῷ Σκοπέλῳ.

Στενὴν ὁδεύσας Θεοδόσιος τρίβον,
Τὴν εὐρύχωρον τῆς Ἐδὲμ πατεῖ τρίβον.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Πολυεύκτου, 
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρα τῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἐκ
 τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ 
Λουκᾶ ιη' 10 - 14 παραβολῆς μνείαν ποιούμεθα.
Φαρισαΐζων, Ἱεροῦ μακρὰν γίνου,
Χριστὸς γὰρ ἔνδον, ᾧ ταπεινὸς δεκτέον.
Ἕτεροι εἰς τὸ τριῴδιον
Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.

Ταῖς τῶν Ἁγίων πάντων, μεγαλουργῶν σου πρεσβείαις,
 Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ



Αυτό που απουσιάζει συχνά όχι μόνο από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και από τη ζωή της κοινωνίας και την προσωπική μας είναι το βίωμα και η ιδιότητα της πατρότητας. Οι άνθρωποι δε νιώθουμε την ανάγκη ούτε να είμαστε να θέλουμε πατέρες. Η πατρότητα ταυτίζεται με τον αυταρχισμό και την διακυβέρνηση της ζωής μας από άλλους και την αποστέρηση της ελευθερίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να στερούμαστε τόσο της πνευματικής συγγένειας, όσο και της αγάπης που η πατρότητα προσφέρει και να μένουμε όχι απλώς ακαθοδήγητοι στη ζωή μας, αλλά και αδύναμοι στο να επιδείξουμε την ταπεινότητα εκείνη που θα μας βοηθήσει να μάθουμε αληθινά σπουδάζοντας στον αληθινό πατέρα νοήματα και αξίες, που θα μας βοηθήσουν με τη σειρά μας όχι μόνο να προχωρήσουμε γόνιμα και δημιουργικά στη ζωή μας, σε όλες της τις εκφάνσεις, αλλά και να γίνουμε ικανοί «ετέρους διδάξαι».
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στον μαθητή του Τιμόθεο, περιγράφει τα χαρακτηριστικά εκείνα του πνευματικού πατέρα που τον καθιστούν άξιο της εμπιστοσύνης του πνευματικού υιού, αλλά και που τον κάνουν να ανταποκρίνεται στο κατεξοχήν πρότυπο πατρότητας που είναι ο Χριστός.
Ο Παύλος λοιπόν τονίζει ότι ο πνευματικός πατέρας διακρίνεται για την διδασκαλία που προσφέρει στα πνευματικά του παιδιά, τον τρόπο ζωής του, τον σκοπό της ύπαρξής του, γιατί δηλαδή ζει και πού οδηγεί τα παιδιά του, την πίστη του, την μακροθυμία και συγχωρητικότητα, την αγάπη, την υπομονή, το ότι διώκεται και παθαίνει για χάρη της πίστης την οποία βιώνει (και οι διωγμοί και τα παθήματα δεν είναι μόνο σωματικά, είναι και πνευματικά και έχουν να κάνουν με την περιθωριοποίηση που υφίσταται ο πνευματικός πατέρας από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και τον εσωτερικό πόλεμο των λογισμών και των επιθέσεων του διαβόλου που εύκολα γεννά θλίψη και πόνο). Όλα αυτά πηγάζουν από τη σχέση που έχει ο πνευματικός πατέρας με το Χριστό. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Παύλος «εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος» (Β’ Τιμ. 3, 10-11). Δεν έχει την εντύπωση ότι κατάφερε να δείξει αυτά τα χαρακτηριστικά στη ζωή του, γιατί στον εαυτό του αναφέρεται όταν μιλά στον Τιμόθεο, επειδή ο ίδιος από μόνος του ήταν ικανός, αλλά γιατί ο Κύριος τον βοήθησε να αντέξει και να βγάλει στην επιφάνεια όλα αυτά τα πνευματικά σημεία. Ο Παύλος θα ζητήσει από τον μαθητή του να διατηρήσει στη ζωή του ακέραιο το συνδυασμό των όσων έμαθε από τον ίδιο ως πατέρα και πνευματικό του διδάσκαλο, αλλά και να συνδυάσει ό,τι προστέθηκε σ’ αυτόν με τα ιερά γράμματα, τα οποία έμαθε από την παιδική του ηλικία, αλλά και με την πίστη «εν Χριστώ Ιησού», την οποία βίωσε στη ζωή του.
Μας δίνει λοιπόν τη δυνατότητα ο Παύλος να δούμε τελικά τι σημαίνει πνευματικός πατέρας στη ζωή μας και να κρίνουμε αν όντως τον έχουμε ανάγκη για να τον αναζητήσουμε και να διδαχθούμε από αυτόν στη ζωή μας.
Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει τη διδασκαλία της πίστης και την προσφέρει αφειδώλευτα, κηρύττοντας όχι τον εαυτό του, αλλά το Χριστό. Και δεν μένει μόνο στα λόγια, αλλά προχωρά και στην υιοθέτηση και βίωση ενός τρόπου ζωής σύμφωνου με το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία. Κοντά του δηλαδή κανείς μπορεί να βρει όχι μόνο την θεωρία, αλλά και την πράξη της εν Χριστώ ζωής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πνευματικός πατέρας είναι τέλειος και αψεγάδιαστος. Ο Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον εαυτό του ότι ήταν ο πρώτος των αμαρτωλών. Ο πνευματικός πατέρας αγωνίζεται, μετανοεί, προσπαθεί να είναι κοντά στο Θεό, χωρίς να δικαιολογεί τα πάθη του και τις πτώσεις του, αλλά και χωρίς να απολυτοποιεί τις αρετές του. Κι αυτό γιατί γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι αυτός που τον στηρίζει στον αγώνα του και προς Εκείνον απευθύνεται. Επομένως, τα πνευματικά παιδιά καλούνται να λάβουν από τον πνευματικό πατέρα όχι το δικό του χαρακτήρα ή τις ιδέες του, αλλά τον τρόπο με τον οποίο θα οδηγηθούν στο Χριστό. Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο ελευθερίας και σεβασμού στην διαφορετικότητας του καθενός.
Ο πνευματικός πατέρας στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους επιδεικνύει αγάπη και μακροθυμία και υπομονή. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατακρίνει τους άλλους, ούτε τους απορρίπτει ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνουν, ακόμη και στον ίδιο, αλλά ζει γι’ αυτούς, προσεύχεται γι’ αυτούς, τους αγαπά, μακροθυμεί στα λάθη τους, νικά ακόμη και την πίκρα που πιθανόν αυτοί να του προσφέρουν. Αυτό ισχύει και για την στάση των πνευματικών του παιδιών, εφόσον αυτά θέλουν να είναι και να λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η πατρότητα λειτουργεί ευσπλαχνικά και όχι εγωκεντρικά και αυτοδικαιωτικά. Αυτό σημαίνει τελικά μία ταπεινότητα, η οποία καθιστά τον πνευματικό πατέρα δοχείο τη χάριτος του Θεού, κατά το πρότυπο του Χριστού.
Ο πνευματικός πατέρας είναι έτοιμος να κακοπάθει για την πίστη του στο Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι σκοπός της ζωής του είναι η αλήθεια και όχι οι έπαινοι των ανθρώπων. Αν ο σκοπός του πνευματικού πατέρα είναι η ανθρωπαρέσκεια, τότε και ο ίδιος δημιουργεί οπαδούς του προσώπου του και όχι πιστούς της Εκκλησίας, αλλά και δεν μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αλήθεια, αφού το μόνο που κάνει είναι να κολακεύει τις αδυναμίες τους και να τους διδάσκει έναν Χριστό, ο Οποίος δεν ζητά αυταπάρνηση και σταυρό, αλλά το βόλεμα των ανθρώπων. Η κακοπάθεια του πνευματικού πατέρα δεν έγκειται μόνο στους διωγμούς και τα παθήματα του σώματος ή στη θυσία και την μέριμνα για τα πνευματικά του παιδιά. Έγκειται και στην λύπη να βλέπει τους πονηρούς και γόητες ανθρώπους να προκόπτουν «επί το χείρον» και να μην μπορεί να κάμει τίποτε γι’ αυτό, παρά μόνο να δέχεται και να υπακούει στο θέλημα του Θεού, να υπερασπίζεται την αλήθεια, ακόμη και με προσωπικό κόστος.
Στη ζωή μας σήμερα δεν έχουμε τη διάθεση να μάθουμε, να σπουδάσουμε, να γευτούμε την αγάπη όχι με την έννοια του συμφέροντος, αλλά με την έννοια της κοινωνίας που θα μας βοηθήσει να έχουμε ως σκοπό της ζωής όχι την απόλαυση του άλλου, αλλά τη βοήθειά του να γίνουμε σοφότεροι τόσο κατά Θεόν όσο και κατά κόσμον. Έχει εκλείψει σήμερα το πνεύμα της μαθητείας. Έχει εκλείψει η αίσθηση ότι η πίστη προϋποθέτει πνευματικό αγώνα και εκεί έχουμε ανάγκη από έναν αληθινό βοηθό, που θα αγωνίζεται να ζήσει τα όσα ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο. Έχει ψυγεί η αγάπη, που μας κάνει να θέλουμε να λειτουργήσουμε στην κατεύθυνση του σταυρού και της θυσίας και έχει πρυτανεύσει η λογική του βολέματος, του δικαιώματος, ης κυριαρχίας του εγώ. Το εγώ όμως αληθινά καταξιώνεται μέσα από την γνήσια κοινωνία με το συνάνθρωπο, όπου ο άνθρωπος καλείται να έχει και να μπορεί να προσφέρει. Και χρειάζεται τέτοια πρότυπα να έχουμε στη ζωή μας, όχι μόνο την εκκλησιαστική, αλλά και την πολιτική και την κοινωνική, που να μπορούμε να τα εμπιστευθούμε και να λάβουμε από αυτά τη στήριξη και την πρόταση της οδού που θα οδηγεί τόσο στην απόκτηση νοήματος για την προσωπική μας ζωή, όσο και για την συλλογική πορεία. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτής αποτελεί το πρώτο βήμα. Αλλά και η εργασία από την πλευρά όσων έχουν εκλεγεί και σε όσους έχει ανατεθεί η διακονία της πνευματικής πατρότητας πρέπει να εντατικοποιηθεί. Κι αυτό δε γίνεται με παραινέσεις αλλά με ανάληψη αληθινής ευθύνης και συναίσθηση ότι η όποια ραθυμία ή ιδιοτέλεια ή μετάθεση ευθυνών σε άλλους, εκτός από απογοήτευση, οδηγεί στη απόρριψη από την πλευρά των πολλών και της ίδιας της υπόστασης των θεσμών. Στην περίπτωση της Εκκλησίας η ευθύνη όσων δε λειτουργούν ως αληθινοί πνευματικοί πατέρες είναι ακόμη μεγαλύτερη, γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία και το «νυν» του κόσμου, αλλά και με την αιωνιότητα, το «αεί» της βασιλείας του Θεού.
Καθώς ξεκινά το Τριώδιο και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ανοίγεται μπροστά μας, ας επαναβεβαιώσουμε ή ας εύρουμε σχέση με πνευματικούς μας πατέρες που θα διακρίνονται για τον αγώνα και την ελευθερία που εμπνέουν στα τέκνα τους, για την ταπεινότητα και την αγάπη και, κυρίως, για την διάθεση να προσφέρουν την αλήθεια. Για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε γόνιμα όλες τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις της Εκκλησίας μας, αλλά και να βοηθήσουμε στο να ανοιχτεί ένας νέος δρόμος και στη ζωή της κοινωνίας μας. 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΛΟΓΕΙ ΟΠΛΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ; του Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβυτέρου Βασίλεειου Βολουδάκη





Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΛΟΓΕΙ ΟΠΛΑ


ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;


του Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβυτέρου Βασίλεειου Βολουδάκη



Μέσα στόν Φεβρουάριο ἀρχίζει καί τό Τριώδιο, αὐτή ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας πού κορυφώνεται τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.
Θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά καταπιανόμαστε κατά τήν περίοδο αὐτή κατ’ ἐξοχήν μέ θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μέ θέματα πού καλλιεργοῦν βαθειά τήν ψυχή καί τίς αἰσθήσεις της. Ὅμως, ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη μᾶς ὑπαγορεύει νά μήν ἀκολουθοῦμε τυφλά τίς ἐπιταγές τοῦ Λειτουργικοῦ χρόνου ἀλλά νά ἐξετάζουμε συγχρόνως καί την ψυχολογική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναλόγως αὐτῆς νά ἐνεργοῦμε, εἴτε γράφοντες εἴτε ὁμιλοῦντες πρός αὐτούς, ὥστε οἱ παρεμβάσεις μας νά μήν εἶναι ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀλλά νά ἔχουν λόγο, σκοπό καί ὠφέλεια.


Ζῶντας τήν ρευστή κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Πατρίδα μας ἀπό τήν πολιτική ἀθλιότητα καί τήν προδοτική συμπεριφορά τῶν κυβερνώντων, πού ὁλοένα κορυφώνεται, δέν δυσκολεύεται κανείς νά διαπιστώση ὅτι ἡ ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων κινεῖται σέ ρυθμούς «τεταραγμένης» ἕως «λίαν τρικυμιώδους» καταστάσεως. Ἀκόμη καί ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά ζήσουν κατά Θεόν εἶναι ἀνήσυχοι καί δέν τούς ἀφήνει ἡ ταραχή οὔτε κατά τήν ὥρα πού προσεύχονται.


Συνεπῶς, γιά νά μή νεφελοβατοῦμε, πρέπει νά σεβασθοῦμε τόν ὑπαρκτό ψυχισμό τῶν συμπολιτῶν μας καί, παράλληλα μέ τά Θεολογικά θέματα πού ἀποκαθαίρουν τήν ψυχή μας, νά προτάξουμε τον ἀφυπνιστικό καί πνευματικά ἐπαναστατικό λόγο. Τόν λόγο πού εἰρηνεύει τόν νοῦ καί βοηθάει τήν ψυχή νά γαληνέψη, μέ τό νά την παρακινῆ νά ἀγωνισθῆ μέ εἰρηνικά, ἀποτελεσματικά καί ἀπόλυτα νόμιμα μέσα, γιά τήν ἐπικράτηση καί πάλι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινή ζωή τῆς Πατρίδος μας.


Αὐτή ἡ ψυχική ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς προτρέπει νά μή σταματήσουμε τόν ποιμαντικό πολιτικό μας λόγο καί κατά τήν κατανυκτική αὐτή περίοδο, δεδομένου ὅτι ἐκτός ἀπό κατανυκτική εἶναι καί ἐξαιρετικά κρίσιμη γιά τήν Πατρίδα μας περίοδος, ἀφοῦ ἀπό τώρα μέχρι τό καλοκαίρι, ἀναμένονται ἐξελίξεις πού ἀπειλοῦν, κατ’ ἄνθρωπον, νά ἀλλάξουν δραματικά τήν εἰκόνα τῆς Πατρίδος μας.
* * *

Μετά τά τόσα πού ἔχουμε γράψει γιά τό θέμα «Ἡ Πολιτική εἶναι Ποιμαντική» καί τά ἐκδώσαμε σέ ἕνα τόμο μέ τόν ἴδιο τίτλο, ὑπάρχουνἀκόμη, δυστυχῶς, ἀρκετοί –κληρικοί καί λαϊκοί– πού δέν θέλουν νά καταλάβουν ὅτι σέ ἕνα Ὀρθόδοξο κράτος, στό ὁποῖο διεξάγονται Βουλευτικές ἐκλογές, οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὑποχρεοῦνται νά φροντίζουν ὥστε στίς ἐκλογές αὐτές νά θέτουν ὑποψηφιότητα καί ἐκπρόσωποι τῶν ἐκκλησιαζομένων καί μετεχόντων στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πιστῶν. Αὐτό, ὅσο καί ἄν δέν τό καταλαβαίνουν κάποιοι, ἀποτελεῖ πνευματικό καθῆκον τῶν χριστιανῶν. Τό νά μή ἀδιαφοροῦν, δηλαδή, γιά τό ποιος τους κυβερνᾶ. Γιατί, ἀπό τίς πεποιθήσεις τῶν κυβερνώντων, ἐξαρτᾶται καί το ἦθος καί ἡ ἀγωγή τῶν πολιτῶν, ἀφοῦ οἱ κυβερνῶντες ἐλέγχουν ὅλα τά Μέσα Ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ καί, εἶναι φυσικό, τά Μέσα αὐτά να ἔχουν συντριπτική ὑπεροχή ἔναντι τῆς ποιμαντικῆς, πού ἀσκεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δεδομένων τῶν πολλῶν ἑβδομαδιαίων ὡρῶν πού οἱ ἄνθρωποι διαβάζουν ἐφημερίδες καί περιοδικά, βλέπουν καί ἀκοῦνε τηλεόραση καί ραδιόφωνο, ἐν ἀντιθέσει μέ τήν ὀλιγόωρη ἑβδομαδιαία ἐπαφή τους μέ τήν Ἐκκλησία.


Σέ κατά τόπους συζητήσεις τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅπως με πληροφοροῦν γνωστά μου πρόσωπα, ὑψώνεται ἀπό κάποιους σάν ἀντεπιχείρημα ὅτι κανείς ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μέχρι σήμερα δέν ἔχει καλλιεργήσει στούς πιστούς τήν Κοινοβουλευτική αὐτή ἐνασχόληση καί, συνεπῶς, εἶναι διστακτικοί στό ἐάν καί κατά πόσον πρέπει να πεισθοῦν στά λόγια μου.


Ὅμως, ὅπως, ὅλοι γνωρίζουμε, κατά τό 1821 πού ἐξεγέρθηκε τό Γένος μας κατά τῶν τυράννων, τόν ἔνοπλο ἀγῶνα συντόνιζαν Ἐπίσκοποι καί Ἱερεῖς καί ἔκρυβαν ὅπλα καί μπαροῦτι στίς Ἐκκλησίες καί στά Μοναστήρια χωρίς νά θεωροῦν ὅτι διαπράττουν ἁμαρτία καί ἡ συνείδηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος τούς δικαίωσε ἀπολύτως, καί τότε καί ἐκ τῶν ὑστέρων, καί ὑψώνει εἰς τόν αἰῶνα τό ἡρωϊκό τους παράδειγμα ὡς αὐθεντική ἔκφραση Ὀρθοδόξου φρονήματος καί πρακτικῆς. Οἱ Πατέρες μας, οὔτε τότε εἶχαν κάποιο προηγούμενο ἁγίων καί ἡ ἀπόφασή τους πράγματι εἶχε μεγάλη δυσκολία, γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι τά ὅπλα καί τό μπαροῦτι σκοτώνουν, καί ὁ φόνος –ἔστω καί ἐχθρῶν– εἶναι ἁμαρτία. Παρά ταῦτα δέν ἐδίστασαν νά ἀποφασίσουν καί νά “πάρουν ἐπάνω τους” τήν εὐθύνη, προτιμῶντες ἀκόμη καί νά ἁμαρτήσουν αὐτοί, παρά να ἀφήσουν ἀπροστάτευτη τήν νέα γενεά στά χέρια τῶν ἀλλοθρήσκων νά τήν ἀλλαξοπιστήσουν!


Τώρα τά πράγματα εἶναι πολύ πιό ἁπλᾶ ἀπό τό 1821. Δέν τίθεται κανένα δίλημμα, ἀφοῦ δέν προτείνουμε στούς πιστούς κάποια ἐφάμαρτη πράξη. Τό ἀντίθετο, μάλιστα. Προτείνοντας στούς πιστούς μιά πολιτική Παράταξη Πιστῶν, τούς δίνουμε διέξοδο καί τούς ἀπαλλάσσουμε ἀπό τό ἁμάρτημα νά ψηφίζουν ἀμοραλιστές καί ἀθέους. Τώρα πλέον εἶναι ἀδιανόητο καί ἐντελῶς ἀφιλάνθρωπο αὐτό πού ἀκούγεται ἀπό χριστιανικά καί, μάλιστα, ἀπό ἱερατικά χείλη, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτική», γιατί αὐθόρμητη ἔρχεται στό νοῦ μας, σάν νέο ἐρώτημα πρός αὐτούς ἡ ἀπάντηση:


Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μέ τούς πολέμους καί ὄχι με τήν πολιτική;
Τί εἴδους λογική καί Θεολογία εἶναι αὐτή πού, ἀπό τη μιά μεριά δέν θεωρεῖ ἁμαρτία τό νά ἀποθηκεύει ἡ Ἐκκλησία ὅπλα καί μπαροῦτι γιά νά τά κρύψη ἀπό τούς ἐχθρούς καί νά ἐνισχύση τον ἔνοπλο ἀγῶνα, καί, ἀπό τήν ἄλλη, θεωρεῖ ἁμαρτία τό νά ἐκπαιδεύη ἡ Ἐκκλησία πολιτικούς γιά νά ποιμάνουν στήν καθημερινή ζωή τον λαό Της καί νά τούς προβάλη δημόσια στούς πιστούς γιά νά τους ψηφίσουν;


Ὑπάρχει πιό κακουργηματική πνευματικά πράξη ἀπό τό νά ἀδιαφοροῦν οἱ Ποιμένες γιά τήν ἐκπαίδευση πιστῶν ὥστε νά γίνουν αὐτοί οἱ σημερινοί καί οἱ αὐριανοί Κυβερνῆτες, ἀφοῦ εἶναι πασιφανής ἡ ἀλήθεια –πού ἐκταμιεύουμε ἀπό τόν Ἅγιο Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη– «τῷ γάρ ἄρχοντι ἐξομοιοῦσθαι πέφυκε τό ἀρχόμενον»; Ἤ, τό ἐξ ἴσου ἀπαίσιο, νά ἐμποδίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ποιμένες τήν προβολή πολιτικῶν προσώπων, πού γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν στήν Ἐκκλησία καί μετέχουν στά Μυστήριά Της, ἀποκλείοντάς τα ἀπό τά Ἐκκλησιαστικά Μέσα Ἐνημερώσεως καί τά Πνευματικά Κέντρα, ἀντί νά θεωροῦν τά πρόσωπα αὐτά καύχημά τους, ὄργανα καί συνεργούς τῆς Θείας Χάριτος στήν ἐξάπλωση τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια;


Αὐτή ἡ πρακτική τῶν ὅποιων ὑψηλόβαθμων ἤ χαμηλόβαθμων Ποιμένων, πού ἰσοδυναμεῖ μέ πολεμική κατά τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων πού ἐπιχειροῦν τήν πολιτική ὡς ἱεραποστολή, θά σε νά χαρακτηρισθῆ ὡς πνευματική ἐσχάτη προδοσία ἐκείνων πού τήν ἐνεργοῦν συνειδητά καί μέ ἐπίγνωση, γιατί ἐξυπηρετοῦν ἀλλοτρίους σκοπούς, δίδοντες ἐκκλησιαστική κάλυψη στούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.


Ὡστόσο, καί ἐκεῖνοι πού συμπεριφέρονται ἔτσι, νομίζοντες ὅτι προσφέρουν «λατρείαν τῷ Θεῷ», δέν κάνουν μικρότερο κακό, ἀφοῦ τό τελικό ἀποτέλεσμα εἶναι νά κλείνονται οἱ ἐκκλησιαστικές πόρτες στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας προς μεγάλη χαρά τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως, οἱ ὁποῖοι πλέον εἶναι ἐξασφαλισμένοι πώς οἱ ἀσχολούμενοι μέ τήν πολιτική πιστοί, εἶναι διπλᾶ ἀποκλεισμένοι, καί ἀπό τά κοσμικά καί ἀπό τά ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα!


Ἡ πνευματική σύγχυση στό θέμα τῆς Πολιτικῆς εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὅταν μιλήσης γιά πολιτική Παράταξη πού ἀπαρτίζεται ἀπό πιστούς πνευματικούς ἀνθρώπους σοῦ ἀπαντοῦν: «Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά κάνει κόμμα»! Δηλαδή, ἡ δραστηριότητα πιστῶν ἀνθρώπων εἶναι δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι δραστηριότητα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἤ τῆς Ἱεραρχίας;


Εἶναι δραστηριότητα πού, τά τυχόν λάθη τῶν ἐμπλεκομένων σ’ αὐτήν, θά χρεωθοῦν στήν Ἐκκλησία;
Ἀπό ποῦ συμπεραίνεται αὐτό; Τί εἴδους λογική εἶναι αὐτή; Καί, ἐπί τέλους! Ντρέπεται ἡ Ἐκκλησία γιά τά παιδιά Της; Τά θεωρεῖ τόσο χαμηλοῦ ἐπιπέδου πού δέν μποροῦν νά συναγωνισθοῦν τίς τραγουδίστριες, τούς ἠθοποιούς, τούς μπασκεμπωλῖστες, τούς ποδοσφαιριστές καί τούς σύν αὐτοῖς πού ἀπαρτίζουν σήμερα τό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο;
Γιατί ὅσοι ἔχουν τό ἴδιο «πιστεύω» ἔχουν συμπράξει καί δημιούργησαν δικές τους παρατάξεις καί αὐτό τό ἀπαγορεύουμε στους πνευματικούς ἀνθρώπους, συκοφαντῶντας τους ὅτι μετατρέπουν την Ἐκκλησία σέ κόμμα; Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ μιά Πολιτική Παράταξη «βαπτίζεται» Ἐκκλησία, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν δέχεται να συμπράξη μέ τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας;


Γιατί αὐτός ὁ ἰδιότυπος «δαιμονισμός» ὅταν γίνεται λόγος νά ὑποστηριχθοῦν πνευματικά πρόσωπα στήν πολιτική; Τυχαῖο; Δέν νομίζω! Ὁ Διάβολος ξέρει νά κάνη καλά τήν δουλειά του. Θέλει τούς πιστούς να διαμαρτύρονται μέχρι το μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, ποτέ ὅμως μέσα στή Βουλή σάν Βουλευτές! Γιατί θεωροῦμε ὡς ἀπολύτως φυσιολογικό τό νά κυβερνᾶται ἡ Πατρίδα μας, ἐπί 200 χρόνια ἀπό κυβερνήσεις ἀνθρώπων –ἀπό μια ἀσήμαντη μειοψηφία 300 ἀνθρώπων– μέ χαλαρή ἕως ἐχθρική σχέση με τήν Ἐκκλησία,μέ συνέπεια τόν ἐκτεταμένο πλέον ἀποχριστιανισμό τοῦ λαοῦ μας καί δέν ἐπαναστατεῖ οὔτε κατ’ ἐλάχιστον ἡ συνείδησή μας –ἔστω καί τήν ὕστατη αὐτή ὥρα– νά μᾶς ἐλέγξη γιά τήν ἐπί δύο αἰῶνες ἀσυγχώρητη ἀμέλεια καί ἀδιαφορία μας καί νά μᾶς παρακινήση νά ἐπανορθώσουμε καί νά ἐπανορθωθοῦμε;


Εἶναι τόσο βαθειά ἡ ἀλλοίωση τῶν φρονημάτων μας ὥστε ἀδυνατοῦμε νά συλλάβουμε τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ μέσω συγχρόνων μας ἁγίων ἀνθρώπων Του, πού μᾶς σαλπίζουν ὅτι ἡ διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ δέν εἶναι ἔργο ἀμοραλιστῶν καί «κομπιναδόρων» ἀλλά ἔργο Ἱεραποστόλων!


Στίς 28 Σεπτεμβρίου 2008, στό Στάδιο «Εἰρήνης καί Φιλίας» στήν εἰσήγησή μου μέ θέμα «Ἐκκλησία καί Πολιτική στήν Ἑλλάδα· Ἕνα θέμα πνευματικό», γιά νά μή θεωρηθοῦν οἱ ἐπί τοῦ θέματος ἀπόψεις μου αὐθαίρετες, ἀνέφερα, ἐκτός τῶν πολλῶν ἐπιχειρημάτων καί τά ὅσα ἔγραψε ὁ ἁγιασμένος π. Παΐσιος γιά τό χρέος μας ὡς χριστιανῶν νά ἐνδιαφερόμεθα γιά τά πολιτικά πράγματα ἄλλως θά εἴμαστε «για κλείσιμο στόν Πύργο», δηλαδή γιά τό τρελοκομεῖο(!), ὅπως, ἐπίσης, ὅτι τό νά ἐνδιαφερόμεθα γιά τά πολιτικά πράγματα και νά ἀνησυχοῦμε εἶναι ὁμολογία. Τό ἐκτενές ἀπόσπασμα αὐτό ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Παϊσίου «Πνευματική ἀφύπνιση» (Λόγοι Β΄) ἤμουν ὁ πρῶτος –ὅσο γνωρίζω– πού τό ἐπεσήμανα, ἐντάσσοντάς το στην μεἰσήγησή μου, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στό περιοδικό μας (Ὀκτώβριος 2008) καί στόν «Ὀρθόδοξον Τύπον», τήν ἴδια περίοδο.


Μετά χαρᾶς διάβασα τό 2011 νά μνημονεύουν καί ἄλλοι τό ἴδιο ἀσπόσπασμα μέ τά λόγια αὐτά τοῦ π. Παϊσίου, ὅμως οἱ σχολιασταί του δέν ὁδηγοῦνται στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά ἀναλάβουν καί οἱ χριστιανοί τά πολιτικά πράγματα ἀλλά φθάνουν μόνο μέχρι τοῦ σημείου νά προτρέπουν τούς χριστιανούς σέ διαμαρτυρίες καί ἀγῶνες κατά τῶν παρανόμων ἤ ἀντιχριστιανικῶν κυβερνητικῶν ἀποφάσεων. Ἀλλά οἱ διαμαρτυρίες καί οἱ ἀγῶνες τῶν χριστιανῶν, γίνονται ἐδῶ καί 200 χρόνια καί, μάλιστα, κατά καιρούς ἔγιναν μέ ἰδιαίτερη Δριμύτητα ἀπό φλογερούς ἱεροκήρυκες –κληρικούς καί λαϊκούς– οἱ ὁποῖοι σήμερα σπανίζουν. Ποιό τό ἀποτέλεσμα;


Ἀνεπαίσθητη ἐπιβράδυνση τοῦ κακοῦ, τίποτε περισσότερο! Τά λόγια, ὅμως, τοῦ π. Παϊσίου δέν μιλοῦν μόνο γιά ἐπιβράδυνση τοῦ κακοῦ ἀλλά μᾶς παραπέμπουν στόν Ἅγ. Κωνσταντῖνο καί μᾶς προτρέπουν νά φυλάξουμε τόν πολιτισμό πού δημιούργησε ἡ μακραίωνη χριστιανική ζωή καί διακυβέρνηση τῆς Αὐτοκρατορίας μας. Καί αὐτό δέν γίνεται ἔξω ἀπό τήν διακυβέρνηση τῆς Πατρίδος μας ἀλλά μόνο μέσα ἀπ’ αὐτήν.


Ἀντί νά σκύψουμε, λοιπόν, ὅλοι τό κεφάλι καί νά ἀναλάβουμε τόν ἀγῶνα γιά νά πολεμήσουμε τό κακό, μέσα στήν καρδιά του, στό Κοινοβούλιο, ἐκδαπανώμεθα σέ ἀλληλοεξοντώσεις και ἀποδοκιμασίες ἀλλήλων, σάν νά μή ἔχουν ἠχήσει ποτέ μέσα μας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτήν ἐρημοῦται» (Ματθ. 12, 25). Ἰδίως κατά τοῦ προσώπου μου καλλιεργεῖται συστηματικά ἀπό ὡρισμένους ἕνα ἀπίστευτο πάθος, τό ὁποῖο ἐπεκτείνεται καί σε ἐκείνους πού ἔχουν τήν ὅποια σχέση μαζί μου, ἰδιαίτερα δέ σέ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἐπιχειροῦν νά πολιτευθοῦν κατά Θεόν, μέ δικαιολογία μιά θεολογική διαφοροποίησή μου ἀπό τήν γνωστή ἐπιστολή τοῦ π. Παϊσίου περί τοῦ 666 καί τοῦ χαράγματος τοῦ Ἀντιχρίστου!


Εἶναι αὐτός λόγος διαιρέσεως τῶν Χριστιανῶν; Δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία γιά νά ἀντιμετωπίση τά πάντα, ἤ μήπως θά ἐπηρεασθῆ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς ἀπόψεις μου καί κινδυνεύει νά πλανηθῆ; Μήπως κινδυνεύει ἡ ἁγιότητα τοῦ π. Παϊσίου, ἀπό τή δική μου Θεολογική διαφοροποίηση ἤ μήπως ἡ ἁγιότητα ἤ ἡ ἀθλιότητα κάποιου ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό κάποια γνώμη του; Πρός Θεοῦ! Ἄς παύσουμε νά γινώμεθα γαυρίαμα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τήν Ἐκκλησία. Αὐτήν θα ἀκολουθήσουμε.


Γιά τό θέμα πού κατηγοροῦμαι ἀλλά καί γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα πού ἔχω διαπραγματευθεῖ, πιστεύω μόνο αὐτά πού ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πιστεύει καί εἶμαι πρόθυμος νά κονιορτοποιήσω ὁποιοδήποτε γραπτό μου θεωρήση ἡ Ἐκκλησία μας ἀντίθετο στήν Ἀλήθεια Της.
Γιατί, ἀλλοίμονό μου νά χωρισθῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά κρατήσω τίς ἀπόψεις μου!
Αὐτό μᾶς τό ἔχει καταστήσει σαφές ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος:
«Εἰ τις τῷ ἰδίῳ λογισμῷ –ὡς γε νομίζει– ἐξακολουθῶν, ἄλλο τι φρονεῖ, παρ’ ὅ παρά τῶν προηγησαμένων παρειλήφαμεν, ἔστω τῆς Ἐκκλησίας ἀλλότριος»!


Ὁ κοινός ἐχθρός πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων εἶναι σήμερα ἡ ἀντίχριστη Πολιτεία τῆς Πατρίδος μας.
Ὅλοι μαζί νά ἀντιμετωπίσουμε τόν ἐχθρό αὐτόν μέ ἀποτελεσματικότητα καί νά μη διαιρούμεθα τώρα πού ἡ Πατρίδα μᾶς χρειάζεται.
Εἶναι μεγάλο κρῖμα νά διαιρούμεθα γιατί δέν κατανοοῦμε αὐτονόητα πράγματα, ὅπως φαίνεται ἀπό τό παρακάτω περιστατικό:
Πρόσφατα, ὁ Πρόεδρος τῆς Παρατάξεως “ΚΟΙΝΩΝΙΑ” (πού ἀπαρτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό ἀνθρώπους ἐντεταγμένους στήν Ἐκκλησία), κ. Μ. Ἠλιάδης, ἐπισκεπτόμενος τήν Θεσσαλονίκη δέχθηκε ἕνα ἀπροσδόκητο ἐρώτημα:


— «Τί πιστεύει ἡ “ΚΟΙΝΩΝΙΑ” γιά τίς ταυτότητες καί την “Κάρτα τοῦ πολίτη”;»

Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Προέδρου ἦταν ἁπλῆ καί ξεκάθαρη:

— «Δέν ἔχετε διαβάσει ὅτι γιά νά γίνη κάποιος ἁπλῶς μέλος τῆς Παρατάξεώς μας πρέπει νά ἀποκηρύξη ἐγγράφως τή Μασωνία καί κάθε μορφῆς ἀποκρυφισμό; Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά ὑποστηρίξουμε ἤ νά ἐκδώσουμε κρατικά ἔγγραφα μέ δαιμονικές ἀπεικονίσεις καί Ἀντίχριστα σύμβολα ἤ νά συνεργήσουμε στήν κάθε μορφῆς δέσμευση τῶν προσωπικῶν ἐλευθεριῶν τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἡ χριστιανική μας Πίστη μᾶς ἐπιτάσσει τήν προάσπιση και περιφρούρηση οῖς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος; Εἶναι ποτέ δυνατόν να ταράξη ἡ Πολιτική μας τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἡ Πολιτική μας πηγάζει καί ἐμπνέεται ἀπό τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας;»!
* * *


Ἐπιστρέφοντας στό κύριο θέμα τοῦ ἄρθρου μας, μετά τήν πα-
ρένθεση γιά τή Θεολογική διαφωνία πού ἔχει πάρει διχαστικές διαστάσεις, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι δέν εἶναι μόνο ὁ π. Παΐσιος πού
συνιστᾶ σέ ὅλους μας νά ἐργασθοῦμε σοβαρά καί ὑπεύθυνα γιά τά
πολιτικά πράγματα τῆς Πατρίδος μας.


Εἶναι καί πολλοί ἄλλοι, παλαιότεροι καί νεώτεροι ἅγιοι τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῶν ὁποίων τά κείμενα θά παραθέτουμε σταδιακά γιά να καταδειχθῆ ὅτι ἡ Πολιτική γιά τόν Ὀρθόδοξο χριστιανό εἶναι ἡ ἴδια ἡ καθημερινή του ζωή.
Νά καταδειχθῆ ὅτι τό χάσμα μεταξύ Πολιτικῶν καί Ἐκκλησίας τό δημιούργησαν οἱ πολιτικοί.
Καί ὄχι μόνο τό δημιούργησαν, ἀλλά καί τό διεύρυναν καί μέ την πάροδο τοῦ χρόνου, ἐπεκράτησε νά θεωρεῖται –ἡμῶν τῶν πιστῶν, κληρικῶν και λαϊκῶν, κοιμωμένων– ὡς ἀσφαλιστική δικλεῖδα γιά νά μή νοθευθῆ ἡ Ἐκκλησία!
Θεωρήθηκε ὡς φύλακας τῆς ἱερότητος τῆς Ἐκκλησίας ὁ χωρισμός τῶν κληρικῶν ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν πνευματικῶν παιδιῶν τους, ἐνῶ πρόκειται γιά πονηρό πολιτικό κατασκεύασμα, ἀπότοκο ἀρχικά τῆς Προτεσταντικῆς καί κατόπιν τῆς ἀθεϊστικῆς ἀντιλήψεως, περί τοῦ ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά... ἐξουσιοδότηση(!) ἀπό τό Κοινοβούλιο νά ἀναμιγνύεται στά ἐσωτερικά ζητήματα τοῦ Κράτους!


Ἐπειδή ἤδη ἐπιμηκύνθηκε πολύ τό ἄρθρο μας θά ἀρκεσθοῦμε νά παραθέσουμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τά πολλά κείμενα τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀνδρονίκου, Ἀρχιεπισκόπου Πέρμ, πού ἐκοιμήθη ἕνα χρόνο μετά τή Ρωσική Ἐπανάσταση, τό 1918. Τά λόγια του μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα. Γράφει, περιγράφει καί συμβουλεύει σάν νά ζῆ σήμερα τήν Ἑλληνική πραγματικότητα. Μιλάει γιά τήν κατάπτωση τῶν ἠθῶν, τήν ἐξασθένιση τῆς Πίστεως, τίς δυναμικές μειοψηφίες πού ἐλέγχουν τή δημόσια ζωή, πρίν τό ὁλοκληρωτικό καθεστώς ἐπιβληθεῖ.
Περιγράφει ἀκριβῶς αὐτό πού συμβαίνει σήμερα στήν Πατρίδα μας. Μᾶς προειδοποιεῖ, γιά νά μήν ἔχουμε τά ἐπακόλουθα τῆς Ρωσίας τοῦ 1917. Ἤδη συνασπισμοί στρατευμένων σέ ὅλες τίς πλάνες τοῦ κόσμου ἀλλά καί ἀποστράτων –ὅλοι ἀπό τόν ἴδιο ἀθεϊστικό θίασο– διεκδικοῦν τήν ψῆφο τῶν χριστιανῶν, παραπλανῶντας τους ὅτι θά διώξουν τούς φαύλους γιά νά... σωθῆ ἡ Ἑλλάδα!
Ὑπόσχονται, ὅ,τι καί ὁ Ναπολέων τότε. Ὅτι θά διώξη τούς φαύλους βασιλεῖς καί ἔγινε Αὐτοκράτωρ! Γιατί «ὅταν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Νά ἀκούσουμε, λοιπόν, τόν Ἅγιο Ἀνδρόνικο. Καί νά τόν ὑπακούσουμε:


«...Κανείς ἄς μήν ἀκούει τούς λαοπλάνους, πού ὑποστηρίζουν ὅτι γιά τόν χριστιανό εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορο τό πολιτικό σύστημα.
Ὄχι!
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ζοῦμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀπό τόν ὁποῖο δέν μποροῦμε νά φύγουμε παρά μόνο ὅταν τό θελήσει ὁ Πλάστης μας.
Δέν πρέπει, λοιπόν, ν’ ἀδιαφοροῦμε γιά τήν πολιτική κατάσταση, καθώς ἕνα καθεστώς ἤ ἕνα πολίτευμα ἤ μιά κρατική ἐξουσία μπορεῖ εἴτε νά διευκολύνει τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας εἴτε νά τό δυσχεραίνει εἴτε ἀκόμα καί νά τό ἐμποδίζει μέ θανάσιμους διωγμούς...


...Ἔτσι, ἔχουμε τήν ὑποχρέωση νά ἐξετάσουμε τό παλαιό πολιτικό σύστημα, πού ὑπάρχει ὡς τώρα, καί τό νέο, πού μᾶς προτείνουν, γιά νά διαπιστώσουμε ποιό ἀπό τά δύο συμβάλλει περισσότερο στήν ἐπίτευξη τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας.
Κάτω ἀπ’ αὐτό τό πρῖσμα πρέπει νά ἐξετάζει ὁ χριστιανός ὅλα τά ἐγκόσμια πράγματα, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό πολιτικό σύστημα...
Σ’ ὅλους εἶναι γνωστό, τόσο ἀπό ἄλλες χῶρες παλαιότερα ὅσο καί ἀπό τή δική μας τώρα, τί γίνεται κατά τίς περιόδους τῶν ἐκλογῶν:


Θυσιάζονται τά πάντα –ἡ πίστη, ἡ πατρίδα, ἡ οἰκογένεια– στόν βωμό τῆς νίκης ἑνός κόμματος, ὁποιουδήποτε κόμματος.
Τρία μόνο χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τίς συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, καί ἡ χώρα μας ἔχει γίνει ἀγνώριστη, ὄχι, βέβαια, καλύτερη, ἀλλά χειρότερη.
Ἡ πίστη ἀδυνάτισε καί τά ἤθη κατέπεσαν.
Ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπροκάλυπτη διαφθορά, οἱ λεηλασίες καί οἱ ληστεῖες δέν ἀποτελοῦν πιά σπάνια φαινόμενα.
Ἡ προεκλογική κομματική προπαγάνδα καταντᾶ πλήρης παραφορά, στήν ὁποία παραδίνονται ὁλοκληρωτικά οἱ ἄνθρωποι, ξεχνῶντας ὅλα τά ἄλλα. Καί μετά τίς ἐκλογές, ὅποιο κόμμα καταλάβει τήν ἐξουσία μέ μιά εὐκαιριακή πλειοψηφία, αὐτό κυβερνᾶ ἀνεξέλεγκτα τό κράτος καί διοικεῖ ὅλους τούς πολῖτες του, διακηρύσσοντας ὅτι εἶναι ὁ μοναδικός ἐκφραστής τῆς θελήσεως τοῦ λαοῦ.


Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά τό πιστέψει;... Μήπως ὑπῆρχε καί ὑπάρχει πραγματικό ἐνδιαφέρον γιά τόν λαό καί τήν πατρίδα, ὅταν ὅλα συνδέονταν καί συνδέονται μέ τήν πάλη καί τή νίκη τοῦ κόμματος;
Καί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη περιφρονεῖται σέ τέτοιο βαθμό, πού ἀκόμα καί στήν “Ἐπιτροπή Ὁμολογίας τῆς Πίστεως” ἐξελέγησαν ὄχι μόνο χλιαροί ἤ καί ἄπιστοι Ρῶσοι, ἀλλά καί Ἑβραῖοι καί Ρωμαιοκαθολικοί Πολωνοί καί Μουσουλμᾶνοι. Κι αὐτό σέ μιά χώρα πού ὁ πληθυσμός της στή συντριπτική του πλειοψηφία εἶναι Ρωσικός, Ὀρθόδοξος καί πιστός!


Μιά μικρή ὁμάδα, λοιπόν, τολμᾶ νά παρουσιάζει τόν ἑαυτό της σάν λαό καί τά παραληρήματά της σάν φωνή τοῦ λαοῦ! Μά αὐτό εἶναι ξεκάθαρος ἐμπαιγμός τοῦ συντάγματος, στόν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, οὔτε οἱ ἴδιοι πιστεύουν...»*.

Ενοριακή Ευλογία , τεύχος 116 Φεβρουάριος 2012

Ταπείνωση, το ρούχο του Θεού!



Θέλω ν' ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να μιλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης.
 Όμως φοβάμαι πολύ, όπως φοβάται εκείνος πού πρόκειται να μιλήσει για το Θεό με τους δικούς του
 συλλογισμούς. Γιατί ή ταπείνωση είναι στολή της Θεότητας. Ό Υιός δηλ. και Λόγος του Θεού, πού 
έγινε άνθρωπος, την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε, και συναναστράφηκε μαζί μας με αυτήν μέσα στο 
ανθρώπινο σώμα. Και οποίος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, πραγματικά γίνεται όμοιος με το Λόγο του
 Θεού, πού κατέβηκε από το δικό του ύψος και σκέπασε με την ταπεινοφροσύνη τη μεγαλοσύνη και
 τη δόξα του, για να μην καταφλεχθή ή κτίση, βλέποντας τη θεότητα του. Διότι ή κτίση δεν μπορούσε
 να τον αντικρίσει, αν δεν έπαιρνε ένα μέρος από αυτήν, δηλ. το ανθρώπινο σώμα, ώστε να επικοινωνήσει
 μαζί της. Ούτε μπορούσαν οί κτιστές υπάρξεις να ακούσουν τα λόγια του πρόσωπο με πρόσωπο.
 Διότι ούτε οί Ισραηλίτες μπόρεσαν να ακούσουν τη φωνή του, όταν λάλησε προς αυτούς μέσα 
από τη νεφέλη. Γι' αυτό είπαν στο Μωϋσή (Εξ. 20, 19): "Ας λαλήσει ό Θεός μαζί σου, και συ πες
 μας τους λόγους του, και ας μη λαλήσει ό Θεός μαζί μας, για να μην πεθάνουμε.


Τώρα όμως, πού ό Θεός έχυσε τη χάρη του στον κόσμο με την παρουσία του, δεν κατέβηκε
 σε μας με σεισμό και φωτιά, ούτε με φοβερή και δυνατή φωνή, αλλά ήρθε όπως ή βροχή στο
 κουρεμένο μαλλί του προβάτου και όπως ή σταγόνα πού στάζει στο χώμα απαλά, και
 συναναστράφηκε μαζί μας με ανθρώπινη μορφή. Σκέπασε δηλ., όπως σκεπάζουμε ένα
 θησαυρό, με την ανθρώπινη σάρκα τη δόξα του, και επικοινωνούσε μαζί μας με κείνο 
το σώμα πού κατασκεύασε το θείο του νεύμα από τον κόλπο της παρθένου και Θεοτόκου
 Μαρίας, ώστε βλέποντας τον ως άνθρωπο να συναναστρέφεται μαζί μας, να μη ταραχθούμε
από τη θεωρία του. Γι' αυτό το λόγο, οποίος φορέσει εκείνη τη στολή της ταπεινοφροσύνης,
 με την οποία τον είδε ή κτίση μέσα στο ανθρώπινο σώμα πού φόρεσε ό κτίστης, τον ίδιο το
 Χριστό ντύνεται. Και αντί να ντύνεται την κοσμική τιμή και την εξωτερική δόξα, στολίζεται 
με το εσωτερικό ένδυμα της ταπεινοφροσύνης. Γι' αυτό και τα λογικά κτίσματα, βλέποντας έναν
 οποιοδήποτε άνθρωπο να φοράει αυτό το ομοίωμα της ταπεινοφροσύνης, ακόμη και με τη
 σιωπή τους τον προσκυνούν, τιμώντας τον Κύριο τους, πού τον είδαν να τη φοράει και να
 συναναστρέφεται μαζί τους μέσω αυτής. Ποιο κτίσμα, αλήθεια, δεν ευλαβείται τη θεωρία του
 ταπεινόφρονα; Όμως μέχρι πού αποκαλύφθηκε σε όλους ή δόξα της ταπεινοφροσύνης,
 ήταν ευκαταφρόνητη ή θεωρία της, μόλο πού ήταν γεμάτη αγιότητα. Τώρα όμως ανέτειλε
 σαν τον ήλιο ή δόξα της στα μάτια των ανθρώπων. Και κάθε συνετός άνθρωπος την τιμά, 
οπού και αν φανεί. Γι' αυτό ούτε οί εξ αγνοίας εχθροί της αλήθειας δεν τη θεωρούν ευκαταφρόνητη,
 αν και αυτός πού την απέκτησε φαίνεται φτωχότερος άπ' όλα τα κτίσματα. Ωστόσο, όποιος έμαθε
 την ταπείνωση, τιμάται από τα λογικά κτίσματα σαν να φοράει στεφάνι και βασιλική πορφύρα.


Στο ταπεινόφρονα υποτάσσεται ή λογική και ή άλογη κτίση.

άγιος Ισαάκ ο Σύρος


πηγ
ή

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...