Όλα άρχισαν με μια διαβολή. Ο Σατανάς πάντοτε παρουσιάζει τον Θεό ως κάτι που δεν είναι. Πάντα έτσι γίνεται. Και σήμερα ακόμα, όταν διαβάζουμε αυτή την ίδια ιστορία, δεν παραδειγματιζόμαστε απ' αυτή, αλλά συνεχίζουμε να θεωρούμε τον Θεό σκληρό και άδικο. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτή η εντύπωση είναι ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΑΚΙΑΣ.
Όμως Εκείνος περιμένει πάντα. Πατέρας γλυκύτατος και αυτοθυσιαστικός. Στέκεται έξω από το μίσος τής καρδιάς μας, και περιμένει τη στιγμή που θα του ανοίξουμε, και θα τον καλέσουμε να γίνουμε φίλοι.
Τίποτε το κακό δεν υπήρχε μέσα σ’ αυτόν τον κήπο, όλα ήταν φυτά της Χάριτος. Υπήρχε όμως ένα φυτό που οι άνθρωποι δεν ήταν ώριμοι να το γευθούν, «το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού». Αυτό έπρεπε να το γευθούν αργότερα, όταν θα είχαν ωριμάσει πνευματικά. Όπως το βρέφος δεν τρώγει ψωμί, ούτε κρέας, κι ας είναι θρεπτικά, γιατί θα το κατέστρεφαν, έτσι και ο άνθρωπος δεν έπρεπε να γευτεί τους καρπούς αυτού του φυτού.
Ο διάβολος κατόρθωσε να τους πείσει, πρώτα ότι ο Θεός δεν θέλει το καλό τους αλλά θέλει να τους στερήσει την θέωση, αυτό ακριβώς για το οποίο τους προόριζε, και δεύτερο, ότι οφείλουν να κατακτήσουν τη θέωση με δικές τους αποκλειστικά ενέργειες, άσχετα αν αυτές είναι αντίθετες προς το θέλημα του Θεού. Η αποδοχή της διαβολής και της πονηρίας αυτής, έκανε τους ανθρώπους να ψυχρανθούν με τον Θεό και να απομονώσουν έτσι θεληματικά τον εαυτό τους από τις ενέργειές του.
Η αλλοίωση που προέκυψε από την αποδοχή της διαβολής αφορούσε μόνο τους ανθρώπους. Καμιά αλλοίωση δεν έγινε στον Θεό, καμιά ελάττωση της αγάπης, καμιά ψύχρανση, καμιά προσβολή στο μεγαλείο Του, καμιά ανάγκη για ικανοποίηση κάποιας θεϊκής αξιοπρέπειας ή «δικαιοσύνης». Το κακό έγινε στις καρδιές των ανθρώπων, και μέσα στις καρδιές των ανθρώπων έπρεπε να γιατρευτεί.
Η αποδοχή της διαβολής, έκλεισε τις καρδιές των ανθρώπων στη Χάρη του Θεού, τους έκανε να γυμνωθούν από τη Θεία Ενέργεια, που τους σκέπαζε σαν ρούχο άφθαρτο και ασύγκριτο. Δεν τους στέρησε ο Θεός τη Χάρη Του, δεν τους έκοψε την παροχή της Ενέργειάς Του. Η Χάρη ποτέ δεν έπαψε να δίδεται επάνω σε δικαίους και σε αδίκους το ίδιο άφθονη. Οι Πατέρες περιγράφουν αυτή την κατάσταση λέγοντας ότι η χάρη έφυγε από τις καρδιές των ανθρώπων, που τις κατοίκησε ο διάβολος, αλλά ποτέ δεν έπαψε να περιβάλλει αυτές τις καρδιές «απ’ έξω».
Έτσι οι πρωτόπλαστοι έχασαν το ρούχο της Χάριτος πού φορούσαν. Όταν έφαγαν από το ξύλο της γνώσεως και άνοιξαν τα μάτια τους, είδαν την πραγματικότητα, είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Αυτό που κρύβεται κάτω από τα σύντομα λόγια της Αγίας Γραφής δεν είναι παρά το δράμα της γυμνώσεώς μας που θεραπεύεται μόνο με το βάπτισμα.
Το ρούχο αυτό, την Χάρη του Θεού που τους έλειψε, το αντικατέστησαν με «φύλλα συκής», που τα «έραψαν». Το αντικατέστησαν, δηλαδή, με τα έργα των χεριών τους, τις δικές τους ανθρώπινες προσπάθειες, που εξελίχθηκαν σε αναζήτηση της «θεώσεως» μέχρι τον πύργο της Βαβέλ. Τα θαυμαστά κατορθώματα του ανθρώπου συρράπτουν τα φυσικά δεδομένα για να ανυψώσουν τον άνθρωπο.
Παράδεισος είναι η αρμονική σχέση όλων των πλασμάτων. Τα ζώα περνούν μπροστά στον Αδάμ, ο οποίος τους δίνει ονόματα. Πασίγνωστη αγιογραφία από το ναό του αγίου Νικόλαου Αναπαυσά. |
Όμως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν άφησε τα πλάσματα των χεριών του αβοήθητα κάτω από την επιβουλή του διαβόλου. Έσπευσε σε βοήθειά τους. Και ακούσθηκε η φωνή Του μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, και ο ήχος των ποδιών του «περιπατούντος», των ποδιών εκείνων που αργότερα η αμαρτωλή γυναίκα έρανε με μύρο, και των οποίων η Εύα «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη». Δεν είχε όμως τίποτε το άγριο εκείνη η φωνή. Τίποτε το απάνθρωπο και το αυστηρό δεν είχε ο Κύριος επάνω Του. Μόνο κάτι το πονεμένο και το ελεγκτικό. Ήταν μια προσπάθεια να τους συνεφέρει πριν να είναι πολύ αργά, κάλεσμα σε μετάνοια και σε σωτηρία, πράξη και αυτή της Οικονομίας και Σωτηρίας.
Περπατούσε ο Χριστός μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, σαν τσομπάνης που έχασε το πρόβατο και φώναζε: «Αδάμ πού είσαι;» Πού είσαι πλάσμα των χεριών μου, πού είσαι φίλε μου, πού είσαι αδελφέ και συγκληρονόμε μου; «Αδάμ πού είσαι;»
«Άκουσα τη φωνή σου και φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός και κρύφτηκα».
Γιατί Αδάμ φοβήθηκες Αυτόν που σ’ έπλασε, τι το τρομακτικό είδες στην όψη Αυτού που σ’ ευεργέτησε με τόσα αγαθά; Αυτού που σε τίμησε με τόση τιμή;
«Ποιος σου είπε Αδάμ, ότι είσαι γυμνός; Τι σε έκανε να δεις αυτή την αλήθεια, να αντιληφθείς τη φτώχια σου, άλλο από τον καρπό της γνώσης, που σου είχα πει να μην τον φας από τώρα;»
Τι άφατη αγάπη! Τι διευκόλυνση της εξομολογήσεως! Λέγει ο Κύριος την αμαρτία για να κάνει τα πράγματα εύκολα στον Αδάμ.
«Ναι, Κύριε, δεν σε άκουσα, συγχώρεσέ με». Τι όμορφα που θα είχαν τελειώσει όλα! «Συγχώρεσέ με». Έτσι θα είχε σωθεί και ο Ιούδας. «Συγχώρεσέ με». Η λέξη που ανοίγει την κλειστή πόρτα της καρδιάς στη Χάρη.
Όμως ο Αδάμ δεν είπε την λέξη αυτή. Προτίμησε να αντιτάξει το μίσος στην αγάπη: «Εσύ φταις». «Ναι, εσύ φταις, γιατί η γυναίκα που συ μου έδωσες, αυτή μου έδωσε από το ξύλο και έφαγα».
Δέχθηκε ο Κύριος την κλωτσιά του πλάσματός Του και δεν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρει πόρτα ανοικτή στην καρδιά της Εύας. «Γιατί το έκανες αυτό Εύα;» Αλλά ούτε εδώ μετάνοια, ούτε σ’ αυτήν δεν βρήκε τόπο η συναίσθηση της αμαρτίας. Όχι, δεν έφταιγε αυτή, ο όφις που δημιούργησε ο Θεός, αυτός την απάτησε. Τι ζητάς από μας ευθύνη, Κύριε, αφού φταις εσύ ο ίδιος; Εσύ δεν δημιούργησες την γυναίκα; Εσύ δεν δημιούργησες τον όφη;
Το φαρμάκι της διαβολής είχε βρει ανταπόκριση στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι γίνεται πάντα. Το δηλητήριο αυτό δεν μπορεί να σκοτώσει αν δεν βρει ανταπόκριση στην καρδιά που στήνει αυτί. Και στο τέλος αυτή η καρδιά είναι που πεθαίνει, όχι αυτός που συκοφαντείται. Φαρμακώθηκε η καρδιά του Αδάμ και της Εύας και μίσησαν τον Δημιουργό τους μέχρι του σημείου να τον μεμφθούν για τα δημιουργήματά Του. Έκλεισαν πια οι φαρμακωμένες καρδιές τους στη Χάρη που ποτέ δεν έπαψε να κτυπάει την πόρτα τους. «Ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω». Όμως η θύρα είναι καλά αμπαρωμένη και μέσα κατοικεί ο Διάβολος.
Μπροστά όμως σ’ αυτό το δράμα, η αγάπη του Θεού προφητεύει την απολύτρωση, που προαιώνια σχεδίασε η σοφία Του. «Έχθραν θήσω ανά μέσον σού (όφη – διάβολε) και ανά μέσον της γυναικός (της κορυφαίας όλων των γυναικών, της Παναγίας Μητέρας Του), και ανά μέσον του σπέρματός σου (του γένους των επαναστατημένων αγγέλων) και ανά μέσον του σπέρματος αυτής (εμού του Υιού του Θεού που μέλλω να πάρω σάρκα και αν γεννηθώ εξ αυτής). Αυτός (ο Χριστός) σου τηρήσει την κεφαλήν (θα σου σπάσει το κεφάλι, διάβολε) και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν (και συ θα του δαγκάσεις την φτέρνα, ανεβάζοντάς τον στο σταυρό)» (Γένεσις 3/γ΄ 15).
Και μετά την προφητεία της απολυτρώσεως από τη φοβερή πτώση αρχίζει η παιδεία, ο μακρύς δρόμος της διορθώσεως του κακού που συντελέσθηκε, η προπαρασκευή της εκπορθήσεως του Πονηρού από τις καρδιές των ανθρώπων. Πρέπει να καταλάβει ο άνθρωπος τι είναι χωρίς τον Θεό, να καταλάβει τη μηδαμινότητά του για να αναζητήσει και να διψάσει γι’ Αυτόν που είναι η Ζωή και η αιώνια αγαλλίασή του. Λέγει, λοιπόν, ο Κύριος στη γυναίκα: «Θα πληθύνω τις λύπες και τον στεναγμό σου για να ταπεινωθεί η οίησή σου, που έγινε αιτία τόσων κακών. Γιατί δεν έμεινες στη Χάρη που σε διατηρούσε χωρίς λύπες και πόνους. Και έπεσες στο επίπεδο των άλλων πλασμάτων, που γεννούν με πόνο, χωρίς την προστασία της δικής μου ανάπαυσης. Αντί να γίνεις θεός, θα γίνει κύριός σου ο άνδρας σου, αντί για σύντροφός σου που εγώ τον προόριζα».
«Κι εσύ Αδάμ, που προτίμησες ν’ ακούσεις τη γυναίκα σου παρά εμένα, θα τρως το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου, ως την ημέρα που θα γυρίσεις στη γη από την οποία σε έπλασα, γιατί μέσα στα καλά του Παραδείσου και στη Χάρη τη δική μου είχες ξεχάσει ότι είσαι χώμα και νόμισες τον εαυτό σου αυτάρκη και αθάνατο θεό. Και τώρα που επέλεξες τον τρόπο ζωής των άλλων, των ξένων προς τη Χάρη μου πλασμάτων, θα ζήσεις πλέον σαν κι αυτά. Σε μια ζούγκλα μόχθου και αγώνα επιβίωσης».
Και δίνει ο Θεός στον Αδάμ και την Εύα χιτώνες δερμάτινους για να ντυθούν, για την προστασία τους αλλά και για την κάλυψη της γυμνότητάς τους, για να αντικαταστήσει τον χιτώνα τον φωτεινό της Χάριτος που ήταν ντυμένοι στον Παράδεισο. Παντού η πρόνοια και η αγάπη του Θεού σκεπάζει τον άνθρωπο, τον αχάριστο και πλανεμένο.
Πολλοί Χριστιανοί νομίζουν ότι ο Θεό έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να εκδικηθεί την παρακοή του. Δεν υπάρχει πιο βλάσφημη σκέψη. Ποτέ ο Θεός δεν τιμωρεί εκδικητικά. Ενεργεί μόνον παιδαγωγικά, για να διορθώσει και να σώσει. Όταν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας, δεν υπάρχει και παιδαγωγία του Θεού. Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να προετοιμάσει τη μέλλουσα σωτηρία του με μια μακροχρόνια σκληρή άσκηση. Ο Παράδεισος ήταν για ανθρώπους που βρίσκονταν στη σκέπη της Χάριτος. Ο άνθρωπος έχασε τη Χάρη, έχασε και τη δυνατότητα να ζει σωστά μέσα στον Παράδεισο της τρυφής. Η τρυφή θα τον έριχνε σε πολύ μεγαλύτερα κακά. Του χρειαζόταν η σκληρή ζωή και η εργασία για να μπορέσει να έλθει σε συναίσθηση της μηδαμηνότητάς του και για να περικόψει όσο γίνεται τα πάθη, που άρχισαν να φυτρώνουν μέσα του σαν αγκάθια.
Ο Θεός ευλογεί τον Αδάμ, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ο Τριαδικός Θεός εικονίζεται με τη μορφή του Χριστού, γιατί είναι η μόνη μορφή Του που μπορούμε να ζωγραφίσουμε. Από το βιβλίο Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου. |
Ακόμη περισσότερο, όμως, ο λόγος της εξορίας από τον Παράδεισο ήταν η ύπαρξη μέσα σ’ αυτόν του δένδρου της ζωής, του ξύλου εκείνου δια του οποίου δινόταν στον άνθρωπο μέσα στον Παράδεισο η Χάρη της συνεχούς ζωής και ανανεώσεως. Στην κατάσταση του πνευματικού θανάτου και του ψυχικού κενού, που έφθασε ο άνθρωπος με την παρακοή, δεν τον συνέφερε να ζει σωματικά για πολύ καιρό. Είναι πιο συμφέρουσα η κοίμηση και η ανάπαυση από τους μόχθους μιας ζωής πεσμένης στον ψυχικό θάνατο. Η ακηδία και η ρουτίνα των χρόνων και των αιώνων μέσα σ’ ένα περιβάλλον κακίας θα ήταν αβάσταχτο βάσανο. Αλλά χειρότερα ακόμη, ο χρόνος θα μεγάλωνε γεωμετρικά την προσωπική κακία πολλών ανθρώπων και επομένως την δυστυχία όλων και τελικά θα καθιστούσε αδύνατη τη σωτηρία. Από την άλλη μεριά, ο σωματικός θάνατος θα υπογράμμιζε πιο έντονα στον άνθρωπο τον πρώτο και κύριο θάνατο, που είναι η αποξένωση της καρδιάς από τη Χάρη του Θεού.
Εξαπέστειλε λοιπόν, Κύριος ο Θεός τον Αδάμ εκ του Παραδείσου «μήποτε εκτείνει την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα». Δεν θα υπήρχε πιο δυστυχισμένο πλάσμα από ένα πλάσμα νεκρό πνευματικά και αθάνατο σωματικά, που θα περιέφερε την πνευματική του γυμνότητα και το κενό της ψυχής του στους αιώνες.
Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να μη συγκαλυφθεί το φοβερό γεγονός του πνευματικού θανάτου που έφερε στον άνθρωπο η εχθρότητά του προς τον Θεό. Για να μην ξεγελάσει τον άνθρωπο η παραδείσια τρυφή και η αθανασία και δεν καταλάβει ότι έχασε το κυριότερο που είχε μέσα στον Παράδεισο: Τον ίδιο τον Θεό, το ασύγκριτο και άπειρο αγαθό, που κανένα δημιούργημά του, οσοδήποτε τέλειο, δεν μπορεί να αντικαταστήσει, και που δίνει νόημα και χάρη σε όλα τα δημιουργήματα του Παραδείσου. Επέτρεψε ο Θεός τον θάνατο και την διάλυση του σώματος σαν απτή εικόνα του θανάτου της ψυχής, που είναι αόρατος στα πεσμένα μάτια των ανθρώπων.
Αυτή η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς μας είναι προϋπόθεση της δίψας για τη σωτηρία μας. Ο άνθρωπος έπρεπε, σαν ελεύθερο ον, να είναι συνεργάτης του Θεού στην απολύτρωση και η σωτηρία έπρεπε να έλθει σαν απάντηση στον πόθο του ανθρώπου. Έτσι η εξορία από τον Παράδεισο και η απομάκρυνση από το δένδρο της ζωής εντάσσεται στην Οικονομία της Σωτηρίας.
Δεν θα καταλάβουμε ποτέ το μυστήριο της Οικονομίας της Σωτηρίας, αν δεν αντιληφθούμε ότι ο βαθύτερος σκοπός είναι η αλλαγή του ανθρώπους και όχι η αλλαγή του Θεού, ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η γιατρειά του ανθρώπου και όχι η ικανοποίηση κάποιας ανθρωπομορφικής Θεϊκής δικαιοσύνης. Η οικονομία της Σωτηρίας δεν επιδιώκει την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους με τιμωρίες και εξιλαστήριες θυσίες που ικανοποιούν δήθεν τη δικαιοσύνη Του. Όλα γίνονται για τη γιατρειά του ανθρώπου και για την επάνοδό του στο δρόμο που οδηγεί στην ομότιμη συμμετοχή στη Θεία Ζωή, που ονομάζεται θέωση.
Και ο Θεός, αν και άφησε το πρώτο «καθ’ ομοίωσιν» ζευγάρι να πεθάνει, δεν έπαψε να τους αγαπά. Αλλά και αυτοί ωφελήθηκαν από τη διαπαιδαγώγησή Του. Τελείωσαν τη ζωή τους στη γη ενθυμούμενοι αυτό από το οποίο εξέπεσαν, και είχαν το χρόνο, και τους λόγους να μετανοήσουν. Τελείωσαν τη ζωή τους μετανοημένοι, και αποβλέποντας στον καιρό της εκπλήρωσης της προφητείας. Και θρηνούσαν για τη δόξα που εγκατέλειψαν, προτιμώντας να ακούσουν μια διαβολή, και όχι τον πλάστη τους.
Μα κι Εκείνος δεν τους εγκατέλειψε. Μέσα από το δικό τους σπέρμα, πήρε ο ίδιος τη σάρκα την ανθρώπινη. Και ήρθε στη γη να νικήσει Αυτός για χάρη τους, τον διάβολο που τους σκλάβωσε σε μια τέτοια ζωή μόχθου και θλίψης, και να νικήσει αντί γι’ αυτούς τον θάνατο. Γιατί τώρα είχαν πάρει πια το μάθημά τους, και τον περίμεναν έτοιμοι.
Κι εκεί στον Άδη που βρίσκονταν αναμένοντας τη σωτηρία, άκουσαν εκείνα τα γνώριμα βήματα αυτού που περπατούσε μαζί τους στον Παράδεισο. Και μετά από τόσους αιώνες τον αντίκρισαν και πάλι.
Ο Χριστός στον κόσμο των νεκρών, ανάμεσα στις ψυχές, σηκώνει τον Αδάμ + την Εύα από το σκοτάδι (από εδώ).
|
Δεν πήγε σε κανέναν άλλον. Έσπευσε πρώτα στον Αδάμ, τον φίλο του. Στάθηκε μπροστά τους, και τους έδειξε τα πόδια του:
«Δείτε τα πόδια μου, που μου τα κάρφωσαν, επειδή εσείς βαδίσατε στο δρόμο που σας ζήτησα να μη βαδίσετε!».
Τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια του: «…δείτε τα χέρια μου, που άπλωσα για εσάς στο σταυρό, επειδή εσείς απλώσατε τα δικά σας χέρια να πάρετε αυτό που σας συμβούλεψα να μη δοκιμάσετε ακόμα! Κοίτα Αδάμ την πλευρά μου, που μου την τρύπησαν με λόγχη, επειδή εσύ άκουσες τη γυναίκα σου, που έφτιαξα από τη δική σου πλευρά!
Ο Αδάμ και η Εύα, έσκυψαν με ντροπή. Όμως Εκείνος δεν άφησε τα πλάσματά του απαρηγόρητα.
«Μη σκύβετε πια! Είμαι εδώ πια νικητής για χάρη σας! Ο Παράδεισος είναι και πάλι δικός σας. Γιατί τώρα ξέρετε το καλό και το κακό, και βιώσατε τη σημασία του. Γιατί τώρα ξέρετε τη συνέπεια της αμαρτίας, και μετανοήσατε. Πήρατε πια το μάθημά σας».
Η Χάρις ξεχύθηκε και πάλι άφθονη στις ψυχές του Αδάμ και της Εύας, και μαζί μ’ αυτούς, σε κάθε αιχμάλωτο του Άδη. Η πρώτη ανάσταση, η ανάσταση των ψυχών συντελέσθηκε. Και η φυλακισμένη στον Άδη ανθρωπότητα, μετέβη στον ουράνιο παράδεισο των ψυχών, έτοιμη να πάρει πάλι σώματα στην παλιγενεσία.
Σήμερα ο Αδάμ είναι και πάλι στον Παράδεισο. Βλέπει ξανά το πρόσωπο του Θεού και ευφραίνεται. Ο μόχθος κι ο ιδρώτας είναι πια παρελθόν γι’ αυτόν, και η Εύα έχει ξεχάσει τους πόνους και τις θλίψεις της. Και μας καλούν μέσα απ’ τα θεόπνευστα λόγια του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, να παραδειγματιστούμε από το παράδειγμά τους, να μη δώσουμε τόπο στη διαβολή. Να δεχθούμε και να τιμήσουμε αυτή την αγάπη του Θεού, που μας έγινε γνωστή με την ίδια Του τη θυσία. Και να ζήσουμε κι εμείς μαζί τους την Πρώτη και τη Δεύτερη ανάσταση.