Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2012

Η πτώση και η επιστροφή τών πρωτοπλάστων (αφήγηση)





Όλα άρχισαν με μια διαβολή. Ο Σατανάς πάντοτε παρουσιάζει τον Θεό ως κάτι που δεν είναι. Πάντα έτσι γίνεται. Και σήμερα ακόμα, όταν διαβάζουμε αυτή την ίδια ιστορία, δεν παραδειγματιζόμαστε απ' αυτή, αλλά συνεχίζουμε να θεωρούμε τον Θεό σκληρό και άδικο. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτή η εντύπωση είναι ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΑΚΙΑΣ.
Όμως Εκείνος περιμένει πάντα. Πατέρας γλυκύτατος και αυτοθυσιαστικός. Στέκεται έξω από το μίσος τής καρδιάς μας, και περιμένει τη στιγμή που θα του ανοίξουμε, και θα τον καλέσουμε να γίνουμε φίλοι.

Τίποτε το κακό δεν υπήρχε μέσα σ’ αυτόν τον κήπο, όλα ήταν φυτά της Χάριτος. Υπήρχε όμως ένα φυτό που οι άνθρωποι δεν ήταν ώριμοι να το γευθούν, «το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού». Αυτό έπρεπε να το γευθούν αργότερα, όταν θα είχαν ωριμάσει πνευματικά. Όπως το βρέφος δεν τρώγει ψωμί, ούτε κρέας, κι ας είναι θρεπτικά, γιατί θα το κατέστρεφαν, έτσι και ο άνθρωπος δεν έπρεπε να γευτεί τους καρπούς αυτού του φυτού.
Ο διάβολος κατόρθωσε να τους πείσει, πρώτα ότι ο Θεός δεν θέλει το καλό τους αλλά θέλει να τους στερήσει την θέωση, αυτό ακριβώς για το οποίο τους προόριζε, και δεύτερο, ότι οφείλουν να κατακτήσουν τη θέωση με δικές τους αποκλειστικά ενέργειες, άσχετα αν αυτές είναι αντίθετες προς το θέλημα του Θεού. Η αποδοχή της διαβολής και της πονηρίας αυτής, έκανε τους ανθρώπους να ψυχρανθούν με τον Θεό και να απομονώσουν έτσι θεληματικά τον εαυτό τους από τις ενέργειές του.
Η αλλοίωση που προέκυψε από την αποδοχή της διαβολής αφορούσε μόνο τους ανθρώπους. Καμιά αλλοίωση δεν έγινε στον Θεό, καμιά ελάττωση της αγάπης, καμιά ψύχρανση, καμιά προσβολή στο μεγαλείο Του, καμιά ανάγκη για ικανοποίηση κάποιας θεϊκής αξιοπρέπειας ή «δικαιοσύνης». Το κακό έγινε στις καρδιές των ανθρώπων, και μέσα στις καρδιές των ανθρώπων έπρεπε να γιατρευτεί.
Η αποδοχή της διαβολής, έκλεισε τις καρδιές των ανθρώπων στη Χάρη του Θεού, τους έκανε να γυμνωθούν από τη Θεία Ενέργεια, που τους σκέπαζε σαν ρούχο άφθαρτο και ασύγκριτο. Δεν τους στέρησε ο Θεός τη Χάρη Του, δεν τους έκοψε την παροχή της Ενέργειάς Του. Η Χάρη ποτέ δεν έπαψε να δίδεται επάνω σε δικαίους και σε αδίκους το ίδιο άφθονη. Οι Πατέρες περιγράφουν αυτή την κατάσταση λέγοντας ότι η χάρη έφυγε από τις καρδιές των ανθρώπων, που τις κατοίκησε ο διάβολος, αλλά ποτέ δεν έπαψε να περιβάλλει αυτές τις καρδιές «απ’ έξω».
Έτσι οι πρωτόπλαστοι έχασαν το ρούχο της Χάριτος πού φορούσαν. Όταν έφαγαν από το ξύλο της γνώσεως και άνοιξαν τα μάτια τους, είδαν την πραγματικότητα, είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Αυτό που κρύβεται κάτω από τα σύντομα λόγια της Αγίας Γραφής δεν είναι παρά το δράμα της γυμνώσεώς μας που θεραπεύεται μόνο με το βάπτισμα.
Το ρούχο αυτό, την Χάρη του Θεού που τους έλειψε, το αντικατέστησαν με «φύλλα συκής», που τα «έραψαν». Το αντικατέστησαν, δηλαδή, με τα έργα των χεριών τους, τις δικές τους ανθρώπινες προσπάθειες, που εξελίχθηκαν σε αναζήτηση της «θεώσεως» μέχρι τον πύργο της Βαβέλ. Τα θαυμαστά κατορθώματα του ανθρώπου συρράπτουν τα φυσικά δεδομένα για να ανυψώσουν τον άνθρωπο. 

Παράδεισος είναι η αρμονική σχέση όλων των πλασμάτων. Τα ζώα περνούν μπροστά στον Αδάμ, ο οποίος τους δίνει ονόματα. Πασίγνωστη αγιογραφία από το ναό του αγίου Νικόλαου Αναπαυσά.

Όμως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν άφησε τα πλάσματα των χεριών του αβοήθητα κάτω από την επιβουλή του διαβόλου. Έσπευσε σε βοήθειά τους. Και ακούσθηκε η φωνή Του μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, και ο ήχος των ποδιών του «περιπατούντος», των ποδιών εκείνων που αργότερα η αμαρτωλή γυναίκα έρανε με μύρο, και των οποίων η Εύα «κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη». Δεν είχε όμως τίποτε το άγριο εκείνη η φωνή. Τίποτε το απάνθρωπο και το αυστηρό δεν είχε ο Κύριος επάνω Του. Μόνο κάτι το πονεμένο και το ελεγκτικό. Ήταν μια προσπάθεια να τους συνεφέρει πριν να είναι πολύ αργά, κάλεσμα σε μετάνοια και σε σωτηρία, πράξη και αυτή της Οικονομίας και Σωτηρίας.
Περπατούσε ο Χριστός μέσα στον Παράδεισο το δειλινό, σαν τσομπάνης που έχασε το πρόβατο και φώναζε: «Αδάμ πού είσαι;» Πού είσαι πλάσμα των χεριών μου, πού είσαι φίλε μου, πού είσαι αδελφέ και συγκληρονόμε μου; «Αδάμ πού είσαι;»
«Άκουσα τη φωνή σου και φοβήθηκα, γιατί είμαι γυμνός και κρύφτηκα».
Γιατί Αδάμ φοβήθηκες Αυτόν που σ’ έπλασε, τι το τρομακτικό είδες στην όψη Αυτού που σ’ ευεργέτησε με τόσα αγαθά; Αυτού που σε τίμησε με τόση τιμή;
«Ποιος σου είπε Αδάμ, ότι είσαι γυμνός; Τι σε έκανε να δεις αυτή την αλήθεια, να αντιληφθείς τη φτώχια σου, άλλο από τον καρπό της γνώσης, που σου είχα πει να μην τον φας από τώρα;»
Τι άφατη αγάπη! Τι διευκόλυνση της εξομολογήσεως! Λέγει ο Κύριος την αμαρτία για να κάνει τα πράγματα εύκολα στον Αδάμ.
«Ναι, Κύριε, δεν σε άκουσα, συγχώρεσέ με». Τι όμορφα που θα είχαν τελειώσει όλα! «Συγχώρεσέ με». Έτσι θα είχε σωθεί και ο Ιούδας. «Συγχώρεσέ με». Η λέξη που ανοίγει την κλειστή πόρτα της καρδιάς στη Χάρη.
Όμως ο Αδάμ δεν είπε την λέξη αυτή. Προτίμησε να αντιτάξει το μίσος στην αγάπη: «Εσύ φταις». «Ναι, εσύ φταις, γιατί η γυναίκα που συ μου έδωσες, αυτή μου έδωσε από το ξύλο και έφαγα».
Δέχθηκε ο Κύριος την κλωτσιά του πλάσματός Του και δεν μίλησε. Κοίταξε μήπως βρει πόρτα ανοικτή στην καρδιά της Εύας. «Γιατί το έκανες αυτό Εύα;» Αλλά ούτε εδώ μετάνοια, ούτε σ’ αυτήν δεν βρήκε τόπο η συναίσθηση της αμαρτίας. Όχι, δεν έφταιγε αυτή, ο όφις που δημιούργησε ο Θεός, αυτός την απάτησε. Τι ζητάς από μας ευθύνη, Κύριε, αφού φταις εσύ ο ίδιος; Εσύ δεν δημιούργησες την γυναίκα; Εσύ δεν δημιούργησες τον όφη;
Το φαρμάκι της διαβολής είχε βρει ανταπόκριση στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι γίνεται πάντα. Το δηλητήριο αυτό δεν μπορεί να σκοτώσει αν δεν βρει ανταπόκριση στην καρδιά που στήνει αυτί. Και στο τέλος αυτή η καρδιά είναι που πεθαίνει, όχι αυτός που συκοφαντείται. Φαρμακώθηκε η καρδιά του Αδάμ και της Εύας και μίσησαν τον Δημιουργό τους μέχρι του σημείου να τον μεμφθούν για τα δημιουργήματά Του. Έκλεισαν πια οι φαρμακωμένες καρδιές τους στη Χάρη που ποτέ δεν έπαψε να κτυπάει την πόρτα τους. «Ιδού ίσταμαι επί την θύραν και κρούω». Όμως η θύρα είναι καλά αμπαρωμένη και μέσα κατοικεί ο Διάβολος.

Μπροστά όμως σ’ αυτό το δράμα, η αγάπη του Θεού προφητεύει την απολύτρωση, που προαιώνια σχεδίασε η σοφία Του. «Έχθραν θήσω ανά μέσον σού (όφη – διάβολε) και ανά μέσον της γυναικός (της κορυφαίας όλων των γυναικών, της Παναγίας Μητέρας Του), και ανά μέσον του σπέρματός σου (του γένους των επαναστατημένων αγγέλων) και ανά μέσον του σπέρματος αυτής (εμού του Υιού του Θεού που μέλλω να πάρω σάρκα και αν γεννηθώ εξ αυτής). Αυτός (ο Χριστός) σου τηρήσει την κεφαλήν (θα σου σπάσει το κεφάλι, διάβολε) και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν (και συ θα του δαγκάσεις την φτέρνα, ανεβάζοντάς τον στο σταυρό)» (Γένεσις 3/γ΄ 15).
Και μετά την προφητεία της απολυτρώσεως από τη φοβερή πτώση αρχίζει η παιδεία, ο μακρύς δρόμος της διορθώσεως του κακού που συντελέσθηκε, η προπαρασκευή της εκπορθήσεως του Πονηρού από τις καρδιές των ανθρώπων. Πρέπει να καταλάβει ο άνθρωπος τι είναι χωρίς τον Θεό, να καταλάβει τη μηδαμινότητά του για να αναζητήσει και να διψάσει γι’ Αυτόν που είναι η Ζωή και η αιώνια αγαλλίασή του. Λέγει, λοιπόν, ο Κύριος στη γυναίκα: «Θα πληθύνω τις λύπες και τον στεναγμό σου για να ταπεινωθεί η οίησή σου, που έγινε αιτία τόσων κακών. Γιατί δεν έμεινες στη Χάρη που σε διατηρούσε χωρίς λύπες και πόνους. Και έπεσες στο επίπεδο των άλλων πλασμάτων, που γεννούν με πόνο, χωρίς την προστασία της δικής μου ανάπαυσης. Αντί να γίνεις θεός, θα γίνει κύριός σου ο άνδρας σου, αντί για σύντροφός σου που εγώ τον προόριζα».
«Κι εσύ Αδάμ, που προτίμησες ν’ ακούσεις τη γυναίκα σου παρά εμένα, θα τρως το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου, ως την ημέρα που θα γυρίσεις στη γη από την οποία σε έπλασα, γιατί μέσα στα καλά του Παραδείσου και στη Χάρη τη δική μου είχες ξεχάσει ότι είσαι χώμα και νόμισες τον εαυτό σου αυτάρκη και αθάνατο θεό. Και τώρα που επέλεξες τον τρόπο ζωής των άλλων, των ξένων προς τη Χάρη μου πλασμάτων, θα ζήσεις πλέον σαν κι αυτά. Σε μια ζούγκλα μόχθου και αγώνα επιβίωσης».
Και δίνει ο Θεός στον Αδάμ και την Εύα χιτώνες δερμάτινους για να ντυθούν, για την προστασία τους αλλά και για την κάλυψη της γυμνότητάς τους, για να αντικαταστήσει τον χιτώνα τον φωτεινό της Χάριτος που ήταν ντυμένοι στον Παράδεισο. Παντού η πρόνοια και η αγάπη του Θεού σκεπάζει τον άνθρωπο, τον αχάριστο και πλανεμένο.

Πολλοί Χριστιανοί νομίζουν ότι ο Θεό έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να εκδικηθεί την παρακοή του. Δεν υπάρχει πιο βλάσφημη σκέψη. Ποτέ ο Θεός δεν τιμωρεί εκδικητικά. Ενεργεί μόνον παιδαγωγικά, για να διορθώσει και να σώσει. Όταν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας, δεν υπάρχει και παιδαγωγία του Θεού. Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να προετοιμάσει τη μέλλουσα σωτηρία του με μια μακροχρόνια σκληρή άσκηση. Ο Παράδεισος ήταν για ανθρώπους που βρίσκονταν στη σκέπη της Χάριτος. Ο άνθρωπος έχασε τη Χάρη, έχασε και τη δυνατότητα να ζει σωστά μέσα στον Παράδεισο της τρυφής. Η τρυφή θα τον έριχνε σε πολύ μεγαλύτερα κακά. Του χρειαζόταν η σκληρή ζωή και η εργασία για να μπορέσει να έλθει σε συναίσθηση της μηδαμηνότητάς του και για να περικόψει όσο γίνεται τα πάθη, που άρχισαν να φυτρώνουν μέσα του σαν αγκάθια.

Ο Θεός ευλογεί τον Αδάμ, πρόσωπο προς πρόσωπο. Ο Τριαδικός Θεός εικονίζεται με τη μορφή του Χριστού, γιατί είναι η μόνη μορφή Του που μπορούμε να ζωγραφίσουμε. Από το βιβλίο Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου.

Ακόμη περισσότερο, όμως, ο λόγος της εξορίας από τον Παράδεισο ήταν η ύπαρξη μέσα σ’ αυτόν του δένδρου της ζωής, του ξύλου εκείνου δια του οποίου δινόταν στον άνθρωπο μέσα στον Παράδεισο η Χάρη της συνεχούς ζωής και ανανεώσεως. Στην κατάσταση του πνευματικού θανάτου και του ψυχικού κενού, που έφθασε ο άνθρωπος με την παρακοή, δεν τον συνέφερε να ζει σωματικά για πολύ καιρό. Είναι πιο συμφέρουσα η κοίμηση και η ανάπαυση από τους μόχθους μιας ζωής πεσμένης στον ψυχικό θάνατο. Η ακηδία και η ρουτίνα των χρόνων και των αιώνων μέσα σ’ ένα περιβάλλον κακίας θα ήταν αβάσταχτο βάσανο. Αλλά χειρότερα ακόμη, ο χρόνος θα μεγάλωνε γεωμετρικά την προσωπική κακία πολλών ανθρώπων και επομένως την δυστυχία όλων και τελικά θα καθιστούσε αδύνατη τη σωτηρία. Από την άλλη μεριά, ο σωματικός θάνατος θα υπογράμμιζε πιο έντονα στον άνθρωπο τον πρώτο  και κύριο θάνατο, που είναι η αποξένωση της καρδιάς από τη Χάρη του Θεού.
Εξαπέστειλε λοιπόν, Κύριος ο Θεός τον Αδάμ εκ του Παραδείσου «μήποτε εκτείνει την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα». Δεν θα υπήρχε πιο δυστυχισμένο πλάσμα από ένα πλάσμα νεκρό πνευματικά και αθάνατο σωματικά, που θα περιέφερε την πνευματική του γυμνότητα και το κενό της ψυχής του στους αιώνες.
Ο Θεός έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο για να μη συγκαλυφθεί το φοβερό γεγονός του πνευματικού θανάτου που έφερε στον άνθρωπο η εχθρότητά του προς τον Θεό. Για να μην ξεγελάσει τον άνθρωπο η παραδείσια τρυφή και η αθανασία και δεν καταλάβει ότι έχασε το κυριότερο που είχε μέσα στον Παράδεισο: Τον ίδιο τον Θεό, το ασύγκριτο και άπειρο αγαθό, που κανένα δημιούργημά του, οσοδήποτε τέλειο, δεν μπορεί να αντικαταστήσει, και που δίνει νόημα και χάρη σε όλα τα δημιουργήματα του Παραδείσου. Επέτρεψε ο Θεός τον θάνατο και την διάλυση του σώματος σαν απτή εικόνα του θανάτου της ψυχής, που είναι αόρατος στα πεσμένα μάτια των ανθρώπων.
Αυτή η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς μας είναι προϋπόθεση της δίψας για τη σωτηρία μας. Ο άνθρωπος έπρεπε, σαν ελεύθερο ον, να είναι συνεργάτης του Θεού στην απολύτρωση και η σωτηρία έπρεπε να έλθει σαν απάντηση στον πόθο του ανθρώπου. Έτσι η εξορία από τον Παράδεισο και η απομάκρυνση από το δένδρο της ζωής εντάσσεται στην Οικονομία της Σωτηρίας.
Δεν θα καταλάβουμε ποτέ το μυστήριο της Οικονομίας της Σωτηρίας, αν δεν αντιληφθούμε ότι ο βαθύτερος σκοπός είναι η αλλαγή του ανθρώπους και όχι η αλλαγή του Θεού, ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η γιατρειά του ανθρώπου και όχι η ικανοποίηση κάποιας ανθρωπομορφικής Θεϊκής δικαιοσύνης. Η οικονομία της Σωτηρίας δεν επιδιώκει την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους με τιμωρίες και εξιλαστήριες θυσίες που ικανοποιούν δήθεν τη δικαιοσύνη Του. Όλα γίνονται για τη γιατρειά του ανθρώπου και για την επάνοδό του στο δρόμο που οδηγεί στην ομότιμη συμμετοχή στη Θεία Ζωή, που ονομάζεται θέωση.

Και ο Θεός, αν και άφησε το πρώτο «καθ’ ομοίωσιν» ζευγάρι να πεθάνει, δεν έπαψε να τους αγαπά. Αλλά και αυτοί ωφελήθηκαν από τη διαπαιδαγώγησή Του. Τελείωσαν τη ζωή τους στη γη ενθυμούμενοι αυτό από το οποίο εξέπεσαν, και είχαν το χρόνο, και τους λόγους να μετανοήσουν. Τελείωσαν τη ζωή τους μετανοημένοι, και αποβλέποντας στον καιρό της εκπλήρωσης της προφητείας. Και θρηνούσαν για τη δόξα που εγκατέλειψαν, προτιμώντας να ακούσουν μια διαβολή, και όχι τον πλάστη τους.
Μα κι Εκείνος δεν τους εγκατέλειψε. Μέσα από το δικό τους σπέρμα, πήρε ο ίδιος τη σάρκα την ανθρώπινη. Και ήρθε στη γη να νικήσει Αυτός για χάρη τους, τον διάβολο που τους σκλάβωσε σε μια τέτοια ζωή μόχθου και θλίψης, και να νικήσει αντί γι’ αυτούς τον θάνατο. Γιατί τώρα είχαν πάρει πια το μάθημά τους, και τον περίμεναν έτοιμοι.
Κι εκεί στον Άδη που βρίσκονταν αναμένοντας τη σωτηρία, άκουσαν εκείνα τα γνώριμα βήματα αυτού που περπατούσε μαζί τους στον Παράδεισο. Και μετά από τόσους αιώνες τον αντίκρισαν και πάλι.

Ο Χριστός στον κόσμο των νεκρών, ανάμεσα στις ψυχές, σηκώνει τον Αδάμ + την Εύα από το σκοτάδι (από εδώ).

Δεν πήγε σε κανέναν άλλον. Έσπευσε πρώτα στον Αδάμ, τον φίλο του. Στάθηκε μπροστά τους, και τους έδειξε τα πόδια του:
«Δείτε τα πόδια μου, που μου τα κάρφωσαν, επειδή εσείς βαδίσατε στο δρόμο που σας ζήτησα να μη βαδίσετε!».
Τους έδειξε τα τρυπημένα χέρια του: «…δείτε τα χέρια μου, που άπλωσα για εσάς στο σταυρό, επειδή εσείς απλώσατε τα δικά σας χέρια να πάρετε αυτό που σας συμβούλεψα να μη δοκιμάσετε ακόμα! Κοίτα Αδάμ την πλευρά μου, που μου την τρύπησαν με λόγχη, επειδή εσύ άκουσες τη γυναίκα σου, που έφτιαξα από τη δική σου πλευρά!
Ο Αδάμ και η Εύα, έσκυψαν με ντροπή. Όμως Εκείνος δεν άφησε τα πλάσματά του απαρηγόρητα.
«Μη σκύβετε πια! Είμαι εδώ πια νικητής για χάρη σας! Ο Παράδεισος είναι και πάλι δικός σας. Γιατί τώρα ξέρετε το καλό και το κακό, και βιώσατε τη σημασία του. Γιατί τώρα ξέρετε τη συνέπεια της αμαρτίας, και μετανοήσατε. Πήρατε πια το μάθημά σας».
Η Χάρις ξεχύθηκε και πάλι άφθονη στις ψυχές του Αδάμ και της Εύας, και μαζί μ’ αυτούς, σε κάθε αιχμάλωτο του Άδη. Η πρώτη ανάσταση, η ανάσταση των ψυχών συντελέσθηκε. Και η φυλακισμένη στον Άδη ανθρωπότητα, μετέβη στον ουράνιο παράδεισο των ψυχών, έτοιμη να πάρει πάλι σώματα στην παλιγενεσία.
Σήμερα ο Αδάμ είναι και πάλι στον Παράδεισο. Βλέπει ξανά το πρόσωπο του Θεού και ευφραίνεται. Ο μόχθος κι ο ιδρώτας είναι πια παρελθόν γι’ αυτόν, και η Εύα έχει ξεχάσει τους πόνους και τις θλίψεις της. Και μας καλούν μέσα απ’ τα θεόπνευστα λόγια του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, να παραδειγματιστούμε από το παράδειγμά τους, να μη δώσουμε τόπο στη διαβολή. Να δεχθούμε και να τιμήσουμε αυτή την αγάπη του Θεού, που μας έγινε γνωστή με την ίδια Του τη θυσία. Και να ζήσουμε κι εμείς μαζί τους την Πρώτη και τη Δεύτερη ανάσταση.

Οι τυφλοί ψάλτες & ο άγιος μαέστρος





«...Ήταν από διάφορες οικογένειες. Άλλοι από πιστούς γονείς, που τους βάπτισαν όταν ήταν μικροί. Άλλοι από φτωχές οικογένειες, άλλοι από προβληματικές οικογένειες και αλκοολικούς γονείς. Μερικοί ήταν ήρεμοι και πολύ πιστοί, άλλοι ήταν αδιάφοροι, ανυπάκουοι, άμυαλοι. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους. Όμως έτσι το έφερε η ζωή και αυτοί έγιναν ψάλτες. Δημιούργησαν τη χορωδία κι έψαλλαν ωραία, κατανυκτικά, και χαίρονταν οι πιστοί που τους άκουγαν.
Ήταν μια πολύ καλή χορωδία, αλλά είχαν ένα μειονέκτημα. Έψαλλαν τα ίδια μαθήματα, τις ίδιες μελωδίες. Όταν τους πλησίαζε κανείς και τους έλεγε να ψάλλουν κάτι διαφορετικό και τους εξηγούσαν ότι η εκκλησιαστική μουσική έχει μία πλούσια παράδοση και υπάρχουν πάρα πολλά μουσικά μέλη, οι ψάλτες σώπαιναν.
Αυτοί λοιπόν οι ψάλτες με τις ωραίες φωνές και έχοντας έμφυτο το μουσικό ταλέντο, δεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να διαβάζουν νότες, γιατί ήταν όλοι τους τυφλοί. Άλλοι έτσι γεννήθηκαν, άλλοι τυφλώθηκαν από κάποιο ατύχημα ή αρρώστια. Έψαλλαν λοιπόν τις ίδιες μελωδίες. Καταλάβαιναν ότι έπρεπε να ψάλλουν κάτι διαφορετικό, αλλά πώς;
Σε πολλές εκκλησίες τους καλούσαν. Τους άκουγαν, τους επαινούσαν, τους ευχαριστούσαν, αλλά δεν τους ξανακαλούσαν. Δεν ήταν μόνο η ίδια μελωδία που έψαλλαν, αλλά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν και όλους τους ψαλμούς ή τα τροπάρια απ’ έξω. Επίσης, δεν ήταν εύκολο να συγχρονιστούν με τον ιερέα. Για έναν ψάλτη είναι π.χ. εύκολο, όταν ακούσει από τον ιερέα την κατάληξη "και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων", να πει το "Αμήν". Δεν είναι όμως εύκολο για τον τυφλό. Για τον ψάλτη που έχει όραση υπάρχει το χέρι του μαέστρου που θα τον καθοδηγήσει. Όταν όμως ένας άνθρωπος ζει στο σκοτάδι, πώς θα δει το χέρι του μαέστρου;
Υπάρχει όμως και η ακοή. Ο τυφλός έχει ανεπτυγμένη ακοή, όσφρηση και αφή. Ένας μικρός ήχος μπορεί να αντικαταστήσει το χέρι του χοράρχη.
Αυτούς τους ανθρώπους βρήκε στο ναό των Εισοδίων ο π. Παύλος (1). Μ’ αυτούς έπρεπε να συνεργαστεί και να τους βοηθήσει. Τις πρώτες δύο δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας, με τους τρομερούς διωγμούς και τις συνεχείς καταστροφές των ναών, οι εκκλησιαστικές ακολουθίες γίνονταν πάντα μέσα σε ατμόσφαιρα φόβου και αγωνίας. Κάθε στιγμή θα μπορούσαν να μπουν οι άθεοι στο ναό, να συλλάβουν τον ιερέα, τους ψάλτες, τους νεωκόρους και όποιον πιστό έβρισκαν. Ήταν πολύ επικίνδυνο να μπεις τότε στην εκκλησία. Οι μυστικοί πράκτορες παρακολουθούσαν, σε κατέγραφαν στη λίστα. Και μόνο μπαίνοντας στο ναό για ν’ ανάψεις ένα κερί θεωρείτο ότι ήσουν ανυπάκουος στο καθεστώς. Οι ψάλτες και ο χοράρχης χαρακτηρίζονταν αντίπαλοι της σοβιετικής εξουσίας. Δεν ήταν παράξενο που τις περισσότερες φορές τις ακολουθίες τις τελούσε μόνος του ο ιερέας. Όλοι τον θεωρούσαν πια καταδικασμένο.
Οι τυφλοί πίστευαν ότι δεν θα τους θεωρούσαν εχθρούς του καθεστώτος. Γι’ αυτό έψαλλαν με θάρρος, χωρίς φόβο. Ο π. Παύλος με πολλή όρεξη άρχισε να κάνει πρόβες μαζί τους και να τους εκπαιδεύει. Τους άκουσε και κατάλαβε τα αδύνατα σημεία τους. προσπάθησε να τους μάθει διάφορα μουσικά μαθήματα, αλλά όχι δύσκολα. Το πρόβλημα ήταν πάντα ο συγχρονισμός, ο ρυθμός. Στις πρόβες ο π. Παύλος κτυπούσε το τραπέζι με το χέρι του, δίνοντας το ρυθμό. Όταν σταματούσε, έχαναν το ρυθμό και η μελωδία καταστρεφόταν. Χρειαζόταν κάτι να τους προσανατολίζει. Ένας θόρυβος απαλός, αλλά ταυτόχρονα να ακούγεται καθαρά.
Κάποια μέρα ένας από τους τυφλούς πρότεινε να κτυπάνε ένα άδειο κουτί από σπίρτα. Αυτό το κουτάκι, όταν το κτυπάς, βγάζει έναν ήχο πολύ σιγανό, αλλά η ευαίσθητη ακοή των τυφλών τον συνελάμβανε, ενώ οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στον ναό δεν τον άκουγαν σχεδόν καθόλου. Έτσι λοιπόν βρήκαν τη λύση με αυτό το απλό κουτάκι.

Φωτο από εδώ

Σε πολλούς ναούς οι χορωδίες διαλύονταν είτε από έλλειψη χρημάτων είτε από το φόβο των συλλήψεων (2). Η τέλεση των ακολουθιών γινόταν προβληματική. Λίγοι ψάλτες αψηφούσαν τον κίνδυνο και βοηθούσαν τον ιερέα. Μόνο αυτή η ομάδα των τυφλών ψαλτών, που κρατούσαν ο ένας τον άλλον από το χέρι, συνέχιζε να έρχεται στο ναό, προχωρώντας με το μπαστουνάκι των τυφλών. Έψαλλαν με αφοσίωση και η απόδοσή τους, με τη βοήθεια του π. Παύλου, βελτιωνόταν. Είχαν αποκτήσει κι ένα ιδιαίτερο τρόπο ψαλμωδίας, μία απόχρωση κάπως θλιμμένη, ακόμη και όταν έψαλλαν το "Χριστός ανέστη".
Φαίνεται ότι η τύφλωση τους εμπόδιζε να βλέπουν τη φρίκη γύρω τους. Δεν τους εμπόδιζε όμως από τη γνώση. απομακρυσμένοι οπτικά από τη σκληρή πραγματικότητα, κτυπώντας το άδειο σπιρτόκουτο, προσεύχονταν με πίστη κι ελπίδα για ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, αλλά και τα μάτια όλου του κόσμου, που ξαφνικά τυφλώθηκε. Και περίμεναν κι αυτοί οι τυφλοί ότι θα γίνει κάποτε και γι’ αυτούς ό,τι και με τον τυφλό του Ευαγγελίου. Περίμεναν ν’ ακούσουν τα παρήγορα λόγια του Ιησού Χριστού: "Ύπαγε, η πίστις σου σέσωκέ σε" (κατά Μάρκον, 10, 52)».

Γεωργίου Π. Ανσίμωφ, Εχθρός του λαού, Αρχονταρίκι 2010, β΄ έκδ., σελ. 51-55.


(1) Ο π. Παύλος Ανσίμωφ γεννήθηκε το 1891 στο Αστραχάν της Ρωσίας. Σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Ήταν έγγαμος, πατέρας 4 παιδιών. Εργάστηκε σε διάφορες ενορίες στην περιοχή Κρασνοντάρ και στη Μόσχα. Κατά τη περίοδο των διωγμών συνελήφθη τέσσερις φορές, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Στις 21 Νοεμβρίου 1937 εκτελέστηκε στο Μπούτοβο της Μόσχας μαζί με άλλους ιερείς συγκρατουμένους του. Το 2005 η Ρωσική Εκκλησία διακήρυξε την αγιότητά του. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Νοεμβρίου.
(2) «Οι νύχτες στη Μόσχα, αλλά και παντού, ήταν εφιαλτικές. Όλοι όσοι είχαν σχέση με το παλιό καθεστώς, ή παρέμειναν πιστοί στην Εκκλησία, περίμεναν ανά πάσα στιγμή κάποια επίθεση ή σύλληψη. Αγαπημένες ώρες των διωκτών ήταν οι νυκτερινές. Οι μάρτυρες ζούσαν τις στιγμές της νύκτας της Γεθσημανή. Τα λόγια του Χριστού σα να αντηχούσαν στα αυτιά τους: "Αύτη εστίν υμών η ώρα και η εξουσία του σκότους" (κατά Λουκάν, 22, 53).
Πολλοί υποψήφιοι για τη σύλληψη είχαν έτοιμα τα λιγοστά πράγματα που θα έπαιρναν μαζί τους. Ο πασίγνωστος πρωτοδιάκονος της Μόσχας, ο Χολμαγκόρωφ, ένας πανύψηλος και πανέμορφος νέος με κόκκινα μαλλιά και γένια, με ωραιότατη φωνή, πήγαινε στις ακολουθίες [=στις εκκλησιαστικές τελετές] με έτοιμο το βαλιτσάκι. Μέσα η γυναίκα του είχε βάλει το Ευαγγέλιο, λίγα παξιμάδια, εσώρουχα, κάλτσες. Δεν ήξερε αν θα ξαναγυρίσει σπίτι του ή θα βρεθεί στη φυλακή, στο στρατόπεδο[συγκέντρωσης], στην εξορία» (στο ίδιο, σελ. 49-50).
πηγή

Οι επιθυμίες του Μέγα Αλέξανδρου.


Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του:
1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.
2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.

3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.

Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:

1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!

2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!

3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος.

Ό επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.

Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.

Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:

 

-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη "πελατεία" και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.

Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.

 

Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.

 

Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:

--Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.

 

Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου.' Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.

Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».

Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.

Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.

 

-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. 'Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.

 

Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:

-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!' Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.

Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.

Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ό Θεός ένια ι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.

 

Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει ή Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.

 

Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:

-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!

Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι "έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!"

-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!...

Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.

-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.

 

Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο...πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ' αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ' αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.

 

 

Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.

Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:

-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία

 

Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ' αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι έκαίετο εκείνη ή λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.

--Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.

Κι εκείνος μου είπε:

--Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:

-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.

-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την "βρώμα" κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι' αυτό είχε και τόση ευωδία.
πηγή

Η Ευχαριστιακή χρήση του κόσμου




   «Στις πρώτες σελίδες της Αγίας Γραφής διαβάζουμε ότι ο Θεός ευλόγησε τα υλικά αγαθά της γής και τα πρόσφερε στον άνθρωπο «εις βρώσιν». Η βρώση, αυτή η άμεση πρόσληψη του κόσμου (η συσσωμάτωση του ανθρώπου με την πραγματικότητα του κόσμου, η ματαποίηση των αγαθών της γής σε σάρκα και ζωή του ανθρώπου), ταυτίζεται με την ευλογία που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο, είναι μια έμπρακτη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, πρίν απο τη πτώση, πρέπει να ήταν μια πραγματική σχέση ζωής με κάθε πράξη βρώσης και πόσης, με την καθολική σωματική μετοχή στην προσφερόμενη ευλογία · όχι με τρόπους αποσπασματικούς, διανοητικούς, ηθικούς ή θρησκευτικούς. Η ηθική και η θρησκεία εμφανίζονται όταν έχει καταλυθεί η οργανική και άμεση σχέση ζωής του ανθρώπου με τον Θεό, είναι προσπάθειες να αναπληρωθεί η απουσία της σχέσης με πράξειςατομικής εξιλέωσης και αξιομισθίας. Η Ηθική και η θρησκεία είναι αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου, της άρνησης ή αδυναμίας του να πραγματώσει τη σχέση του με τον κόσμο ως ευχαριστία στον Θεό-να είναι η ευχαριστία η ίδια η ζωή του, η βρώση και η πόση που συνιστούν την κοσμική του ύπαρξη.



   Το ίδιο το γεγονός της πτώσης φανερώνεται με την υποταγή της βρώσης και της πόσης- και γενικότερα της χρήσης του κόσμου- στην απολυτοποιημένη ανάγκη και απαίτηση κοσμικής επιβίωσης. Ο άνθρωπος αρνείται να δεί τον κόσμο ως ευλογία του Θεού-πραγματικό γεγονός σχέσης και κοινωνίας μαζί Του. Χρησιμοποιεί τα αγαθά της γής αποκλειστικά για τη συντήρηση και την ικανοποίηση της ατομικής του αυτοτέλειας. Έτσι, η χρήση του κόσμου γίνεται ο χώρος του ανταγωνισμού για την αυτονομημενη επιβίωση των ατόμων · τα αγαθά της γής παύουν να είναι αφορμή σχέσης και κοινωνίας, μεταβάλλονται σε αντικείμενα διεκδίκησης και ανταγωνιστικής πάλης προκειμένου να συντηρηθεί η ατομικότητα στη βιολογική της ύπαρξη. Αλλά με τον τρόπο αυτό η σχέση η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο οδηγεί υποχρεωτικά στην προοδευτική φθορά και στον θάνατο, είναι μια σχέση που νεκρώνει τη ζωή, αφού την ταυτίζει με την ατομική επιβίωση στην υποταγμένη στο θάνατο. Ο άνθρωπος προσλαμβάνει τον κόσμο για να συντηρήσει στη ζωή την ατομική του ύπαρξη, αλλά η αυτοσυντήρηση της ατομικότητας αποδεικνύεται αναπόφευκτη φθορά, καταδίκη θανάτου.

   Αυτή η μεταβολή στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, η αλλοίωση της ζωής σε θάνατο, δείχνει καθαρά ότι η πτώση και αμαρτία του ανθρώπου δεν είναι γεγονός δικανικό, μια νομική παράβαση ή μια απειθαρχία της θέλησης στις επιταγές του νούΗ αμαρτία είναι πέρασμα απο την «κατ'αλήθειαν»  ύπαρξη στην «παρά φύσιν» ύπαρξη, μια άρνηση της ζωής, που είναι το φυσικό «τέλος» του ανθρώπου και του κόσμου. Η σύγχυση ανάμεσα στη ζωή και στην επιβίωση, ο σκοτισμός της αλήθειας για την ύπαρξη και την ελευθερία, η άρνηση ή αδυναμία του ανθρώπου να πραγματώσει την προσωπική του ετερότητα και ελευθερία στο γεγονός της σχέσης του με τον κόσμο- να αφθαρτίσει τον εαυτό του και τον κόσμο με την «όντως ζωή», που είναι η αγάπη-, αυτή είναι η αμαρτία του ανθρώπου, ο αδιέξοδος παραλογισμός της ανθρώπινης Ιστορίας».


Η Ελευθερία του Ήθους
Χρήστος Γιανναράς   

Η μετάνοια του κύρ Αντώνη...

Ο ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος ἦταν σκληρός ἄνθρωπος. Αὐτό τό ἄκουσα πολλές φορές ἀπό πολλούς. Κακός ὅμως δέν ἦταν. Κι αὐτό τό ἄκουσα. Κανέναν ποτέ δέν ἀδίκησε καί ἦταν καί φιλάνθρωπος. ῞Ενα σωρό ἄνθρωποι, κατά πώς λέγανε, εὐεργετήθηκαν ἀπό τόν ᾿Αντώνη καί τοῦ χρωστοῦσαν μεγάλη χάρη.Κι ὅμως, ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος ἦταν σκληρός, πολύ σκληρός σ᾿ ὅποιον τοῦ ἔφταιγε. «Δέν μπαίνω στά χωράφια κανενός», ἔλεγε στρίβοντας τό μουστάκι του, «καί δέ θέλω νά μπαίνει κανείς στά δικά μου». Κι ὅταν ἔλεγε «χωράφια» ἐννοοῦσε καθετί πού τόν ἀφοροῦσε. Μέ τόν πατέρα μου παλιότερα ἦταν πολύ καλοί φίλοι, μά κάποτε ψυχράθηκαν. Δηλαδή ὁ κυρ-Αντώνης ψυχράθηκε, ἐπειδή ὁ πατέρας μου τόλμησε σάν φίλος νά τόν συμβουλεύσει νά ἀφήσει τόν Μιχάλη, τόν γιό του, νά σπουδάσει δάσκαλος, πού ἦταν τό ὄνειρό του καί ὄχι πολιτικός μηχανικός, πού τόν ἤθελε ὁ πατέρας του. Τέλος πάντων, αὐτός ὁ καλός -κατά τά ἄλλα- ἄνθρωπος βρέθηκε νά εἶναι κακιωμένος μέ τό μισό χωριό. ῎Οχι πού δέν τόν στενοχωροῦσε αὐτό, ὄχι πού δέν ἤθελε νά τά ἔχει μέ ὅλους καλά, μά νά, τό θεωροῦσε θέμα ἀξιοπρέπειας νά κρατᾶ πόζα καί τουπέ σ᾿ ὅποιον θεληματικά ἤ ἀθέλητα τοῦ ἔφταιξε. Στό χωριό μου ἐκεῖνα τά χρόνια δικό μας παπά δέν εἴχαμε. Μᾶς ἔστελναν ὅμως τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές ἱερέα καί μᾶς λειτουργοῦσε. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ κόσμος τοῦ χωριοῦ μου τήν ἀγαποῦσε τήν ἐκκλησία καί κάθε φορά πού τελείωνε ἡ Λειτουργία, ἐκεῖ στήν αὐλή, οἱ μεγάλοι ἔκαναν πάντα τήν ἴδια συζήτηση. «Νά ᾿χαμε ἕναν δικό μας παπά! Νά ᾿χαμε ἕναν μόνιμο ἱερέα στό χωριό μας!» Καί ἐπειδή τίς ὄμορφες καί εὐσεβεῖς ἐπιθυμίες τίς ἀκούει ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε νά ἔχουμε τόν δικό μας παπά. Τόν θυμᾶμαι τήν πρώτη μέρα πού ἔφτασε μέ τή γυναίκα του καί τά τρία του παιδιά. Τόσο νέο ἱερέα μέ τόσο μαύρη γενειάδα πρώτη φορά ἔβλεπα. ῞Οταν πρωτολειτούργησε στήν ἐκκλησιά μας, ἦταν -τό θυμᾶμαι πολύ καλά- ἀρχή τοῦ Τριωδίου. Κάτι μᾶς εἶπε στό κήρυγμα γιά τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαῖο μά, γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, δέν θυμᾶμαι οὔτε λέξη. ᾿Εκεῖνο γιά τό ὁποῖο μπορῶ νά μιλήσω μέ σιγουριά εἶναι ὅτι κάθε φορά ἔβγαζε λόγο, πράγμα πρωτόγνωρο γιά τό χωριό μου, καί ὅτι μετά στήν αὐλή ὅλοι μιλοῦσαν μέ θαυμασμό καί εὐχαρίστηση γιά τόν νέο παπά.῾Ο π. Πέτρος σέ λιγότερο ἀπό ἔνα μήνα μᾶς εἶχε ἀγαπήσει καί εἶχε ἀγαπηθεῖ ἀπό μᾶς. Τήν τελευταία Κυριακή πρίν ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα, μόλις τελείωσε τό κήρυγμά του, μᾶς παρακάλεσε νά ξαναμαζευτοῦμε τό ἀπόγευμα στίς 5.00 ἡ ὥρα, γιά νά κάνουμε ὅλοι μαζί τόν ῾Εσπερινό τῆς Συγχωρήσεως. Οἱ χωριανοί μου κοιτάχτηκαν μέ ἀπορία. Πρώτη φορά ἄκουγαν γιά τήν ὕπαρξη ἑνός τέτοιου ῾Εσπερινοῦ. -Θέλω νά σᾶς παρακαλέσω, ἀδελφοί μου, ἱκέτευσε μέ τή θερμή νεανική φωνή του ὁ π. Πέτρος, νά ᾿ρθεῖτε ὅλοι, ἀπό τόν πιό μικρό μέχρι τόν πιό μεγάλο. Δέ θά ἤθελα νά λείπει κανείς. Θές ἡ περιέργεια γιά τήν καινούργια ἀκολουθία πού δέν ξέραμε, θές ἡ ἐπιθυμία νά μή λυπήσουμε μέ τήν ἀπουσία μας τόν νέο μας παπά, μᾶς ἔφεραν ὅλους ἀνεξαιρέτως στόν ῾Εσπερινό. Πολλά πράγματα ἀπό τόν ῾Εσπερινό δέν καταλάβαινα, οὔτε καί τίς εὐχές πού διάβαζε μέ τόση κατάνυξη ὁ ἱερέας καταλάβαινα, ἀφοῦ ἤμουν ἀκόμη παιδί. ῎Ενιωσα ὅμως μέσα σέ κείνη τή γεμάτη θεϊκό θάμπος ἀτμόσφαιρα πώς κάτι ξέχωρο, κάτι συγκλονιστικό ζοῦσαν οἱ μεγάλοι. Μίλησε καί πάλι ὁ π. Πέτρος, κι ἐγώ κρεμάστηκα ἀπό τά χείλη του. Μᾶς διηγήθηκε, θυμᾶμαι, τήν ἱστορία τοῦ ἁγίου Διονυσίου, πού συγχώρεσε τόν φονιά τοῦ ἀδελφοῦ του, καί εἶδα γιά πρώτη φορά δάκρυα ἱερέα νά βρέχουν τά γένια του. -Δέν σᾶς γνωρίζω ἀκόμη καλά, ἀδελφοί μου, κατέληξε ὁ ἱερέας, μά κι ἄν μιά μέρα ἦταν ἡ ζωή μας σέ τούτη τή γῆ σέ κάποιον θά φταίγαμε, κάποιον θά λυπούσαμε. Γι᾿ αὐτό ἀπόψε, σᾶς παρακαλῶ, νά συγχωρεθοῦμε ὅλοι, νά μποῦμε καθαροί, πεντακάθαροι, στήν ἁγία Σαρακοστή. Γύρισα αὐθόρμητα καί κοίταξα τόν κυρ-᾿Αντώνη. Τά δάκρυά του εἶχαν φτάσει ὥς τά μουστάκια του. -Λοιπόν, ἐξακολούθησε ὁ παπάς, θά περάσετε ὅλοι πρῶτα ἀπό μένα κι ὕστερα ἀπ᾿ ὅλους τούς συγχωριανούς σας γιά νά συγχωρεθοῦμε. -Πρῶτος ἐγώ, πάτερ μου, πρῶτος ἐγώ, γιατί ἐγώ ἔχω νά συγχωρεθῶ μέ τούς περισσότερους. Γυρίσαμε ὅλοι ξαφνιασμένοι καί κοιτάξαμε τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο τοῦ χωριοῦ, τόν ᾿Αντώνη τόν Μητσάκο, πού ἤδη προχωροῦσε κι ἔφτανε μπροστά στήν ῾Ωραία Πύλη ὅπου στεκόταν ὁ ἱερέας. ῎Εκανε μιά ἐδαφιαία μετάνοια μπροστά στόν παπά καί τοῦ φίλησε τό χέρι. ῞Υστερα γύρισε καί μᾶς κοίταξε ὅλους μέ μάτια δακρυσμένα.- Χωριανοί, συγχωρέστε με γιά ὅλα ὅσα σᾶς ἔφταιξα, μά πιό πολύ γιατί δέν ἤθελα νά συγχωρῶ. ῞Ενας ψίθυρος χαρούμενος ἀκούστηκε καί τότε ἄνοιξαν οἱ ἀγκαλιές. Εἶδα τόν κυρ-᾿Αντώνη στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα μου κι ὕστερα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἀδελφοῦ του. Πέρασε ἀπό ἀγκαλιά σέ ἀγκαλιά, ἔσφιξε χέρια, φίλησε παιδιά καί στό τέλος πῆγε καί στάθηκε μπροστά στή γυναίκα του -Πολύ σέ παίδεψα, γυναίκα, τῆς εἶπε, συγχώρα με κι ἄς μέ συγχωρέσει κι ὁ Θεός.᾿Από κείνη τή χρονιά κι ἀπό κεῖνον τόν ῾Εσπερινό τῆς Συγχωρήσεως, μικροί μεγάλοι ξέραμε πιά πώς στό χωριό μας κάθε ἔχθρα, σοβαρή ἤ ἀσήμαντη, θά ἔσβηνε τό πολύ σ᾿ ἕνα χρόνο. ῾Η ἀλήθεια βέβαια εἶναι πώς ὁ π. Πέτρος, ἄγρυπνος πάντα πάνω στό ποίμνιό του, δέν ἄφηνε τίς καταστάσεις νά χρονίσουν. Μά ἦταν κι ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος πού πλάι στόν παπά ἔτρεχε νά φιλοτιμήσει, νά παροτρύνει, νά συμβουλεύσει. Κι ἄν κάπου ἔβρισκε ἀντίσταση, δέν τά ἔχανε οὔτε τά παρατοῦσε. «Σκληρότερη πέτρα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου», ἔλεγε, «δέν ὑπῆρχε· κι ὅμως ὁ Χριστός τήν ἔσπασε καί τήν ἔκανε πηλό.» Κι ἄκουγα πολλούς νά λένε ἀπό τότε πώς «ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος μέ φίλιωσε μέ τόν τάδε», κι ὅλο τό χωριό τόν σεβόταν καί τόν ἀγαποῦσε. Μά πιό πολύ, θαρρῶ, πώς τόν ἀγαποῦσε ὁ παπάς.
πηγή

Η πίστη του Ασκητή


Κάποτε, ήταν ένας ασκητής μέσα σ’ ένα σπήλαιο.Προσευχόταν, διάβαζε… ήθελε ν’ αγιάσει. Κάθε μέρα, μετά τον εσπερινό, έβρισκε ένα μήλο, πήγαινε στο κελί του, το’ τρωγε κι έπεφτε και κοιμόταν ως να φέξει.
Την επόμενη μέρα, πήγαινε πάλι μετά τον εσπερινό κι έβρισκε άλλο μήλο. Κι έτσι περνούσε τον καιρό του.
Λέγει μιά μέρα ο Θεός:
Αν έχει πίστη πάνω του, να τον δοκιμάσουμε. Την άλλη νύκτα έγινε ένας γέρος ο Ιησούς Χριστός και πήγε στο κελί του.
- Έχεις λίγο τόπο να μείνω κι εγώ μαζί σου;
- ‘Ε, εκεί που είμαι γω να μείνεις κι εσύ. Κι ο γέρος έμεινε.
Άμα σουρούπωσε, ο ασκητής πήγε να φέρει το μήλο. Παρατηρά… ήσαν δύο τα μήλα. Τα πήρε κι επέστρεψε στο σπήλαιο.
Μοίρασε το ένα κι έφαγαν από μισό και φύλαξε το άλλο.
Ξημέρωσε ο Θεός, έφυγε ο γέρος, ήρθε άγγελος και λαλεί του ασκητή:
- Έ, πως πέρασες εψές;
- Καλά πέρασα, καλά.
- Είχες ξένους;
- Ναι ήρθε ένας ξένος γέρος κι έμεινε μαζί μου.
- Ε, τι φάγατε;
Μοιράσαμε ένα μήλο και φάγαμε.
Γιατί ήταν ένα; Λαλεί του ο άγγελος. ‘Ενα μήλο μόνο ήταν;
Έμεινε κρυφτός, δεν ήξερε τι να πει από την ντροπή του ο ασκητής.
-Λαλεί του τότε ο άγγελος:
-Είπε ο Θεός να παραιτήσεις τούτη την πολιτεία. Δεν αγιάζεις έτσι, άδικα χάνεις τον καιρό σου, διότι δεν έχεις πάνω σου πίστη. Ήταν δύο τα μήλα για να πάρετε από ένα.Γιατί μοίρασες το ένα και φύλαξες το άλλο;

Συγκλονίζει η τελευταία “παραγγελία” του αυτόχειρα πατέρα της Εύβοιας.



Το αίμα του κυλάει, εκδίκηση ζητάει!

«ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΦΕΡΑΝ ΩΣ ΕΔΩ
 ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΕΙ;» 

Η συγκλονιστική προθανάτια κραυγή 
του 56χρονου άνεργου οικογενειάρχη, 
πατέρα δύο έφηβων κοριτσιών που έδωσε
 τέλος στη ζωή του στις αρχές της εβδομάδας 
στο «Νησί των Ονείρων» της Εύβοιας,
 αποτυπώθηκε σε ένα κομμάτι χαρτί.
 Τα όσα έγραψε με τρεμάμενο χέρι ο
 πνιγμένος στα χρέη πολίτης πριν πατήσει
 τη σκανδάλη της καραμπίνας, είναι παραγγελία για απονομή δικαιοσύνης
 στους επίορκους πολιτικούς που γονάτισαν στους Γερμανούς και
 οδήγησαν εκατομμύρια Έλληνες στην εξαθλίωση.

Το πλήρες κείμενο της επιστολής είναι το εξής:
 
«Αυτούς που μας έφεραν ως εδώ ποιος θα τους δικάσει;
 Χωρίς εργασία, χωρίς σύνταξη, χωρίς μέλλον για τα παιδιά
 μου(παιδιά μας). Ζητώ τα δύο κτήματα στο χωριό το οικόπεδο
 με την οικοδομή να πάνε στο Κράτος. Διότι τα παιδιά μου δεν
 έχουν χρήματα για φόρους και χαράτσια. 
Ο κύριος εισαγγελέας, ο δικηγορικός σύλλογος και τα ΜΜΕ να τα
 βοηθήσουν σε αυτό. Είναι μικρά και χωρίς πατέρα. 
Την ομορφότερη οικογένεια έχω όμως με τα λάθη μου
 την κατέστρεψα. Όποιος μπορεί να τα βοηθήσει παρακαλώ».

Την επιστολή του αυτόχειρα που πήρε την βάρκα και πέρασε απέναντι 
στο μικρό νησάκι (το νησί των ονείρων, όπως το λένε οι ντόπιοι) την
 αφιερώνουμε σε όσους Νενέκους, Εφιάλτες και Ιούδες πούλησαν 
την πατρίδα μας.
από το makeleio

ΕΑΝ ΥΣΤΕΡΗΣῌ, ΥΠΟΜΕΙΝΟΝ ΑΥΤΟΝ». Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω. Μὲ ζήτησες. Ἰδοὺ ἔρχομαι. Περίμενέ με λοιπόν.

ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΤΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ! ΚΑΙ ΑΞΙΟΜΙΜΗΤΟ!



ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ

τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»
(ἀρ. τ. 2040, 01.03.2012)

Στοιχειοθεσία : «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

ΕΙΣ. ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Ἂν σκεφθοῦμε τὸ χθεσινὸ περιστατικὸ μὲ τὸν τοκετὸ στὴν Πάτρα καὶ τὴν (προσωρινή) ἀποκαθήλωση τῆς εἰκόνος (βλ. σχετ.: http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/29/μιὰ-ἀκτινογραφία-τῆς-αὐτοκατστροφ/), εἶναι πράγματι ἀπίστευτο τὸ κατωτέρω ἀληθινὸ περιστατικό. Ἂν ὅμως ἐμβαθύνουμε στὴν ἑλληνικὴ ψυχή, θὰ δοῦμε ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη μικρὴ φωτιά. Καὶ μικρὴ ἐλπίδα. Συνεπῶς ὁ τίτλος ἀλλάζει: ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΤΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ! ΚΑΙ ΑΞΙΟΜΙΜΗΤΟ!
.      Ἄλλωστε ΘΑΡΣΕΙΝ ΧΡΗ! (βλ. σχετ.: http://christianvivliografia.wordpress.com/2012/02/29/μᾶς-χρωστοῦν-δὲν-τοὺς-χρωστᾶμε/)

.         Περιστατικὸ ἀπὸ ἕνα Λύκειο τῆς Περιφερείας Θεσσαλονίκης.  Ἦταν βρoχερὸς ὁ καιρὸς καὶ δὲν ἔγινε προσευχὴ στὸ προαύλιο τοῦ Σχολείου, ὅπως κάθε µέρα. Σὲ µιὰ τάξη, ὅταν µπῆκε ὁ καθηγητὴς γιὰ τὸ µάθηµα, φώναξαν δύο µαθητές:
.         –Κύριε, δὲν κάναµε σήµερα προσευχὴ στὸ προαύλιο. Νὰ κάνουµε τώρα πρὶν ἀρχίσει τὸ µάθηµα; Εἶναι ἡ πρώτη ὥρα.
.         –Προσευχή; ἀπάντησε ἀπορηµένος ὁ καθηγητής. Κοιτάξτε, δὲν µοῦ ἀρέσουν τὰ ἀστεῖα πρωὶ – πρωί.
.         –Γιατί, ἀστεῖα σᾶς λέµε, κύριε; Κάθε πρωὶ δὲν κάνουµε προσευχή, πρὶν µποῦµε στὶς τάξεις; Ἀφοῦ δὲν κάναµε ἔξω, ἂς κάνουµε µέσα!
.         –Ἄλλο ἔξω κι ἄλλο στὴν τάξη! Δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόµο.
.         –Δὲν ἐπιτρέπεται ἡ προσευχή; Τί νόµος εἶναι αὐτός, κύριε; Ἐµεῖς θὰ κάνουµε. Ἐσεῖς ἂν δὲν θέλετε, µπορεῖτε νὰ µὴ συµµετέχετε.
.         Κι ἀµέσως σηκώθηκε σύσσωµη ἡ τάξη. Ἄρχισε ἕνας στὴν ἄρχη καὶ µία – µία ἑνώθηκαν οἱ φωνὲς τῶν ἐφήβων λέγοντας τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡµᾶς» καὶ τὸ «Πάτερ ἡµῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς … », µὲ κάθε σοβαρότητα.
.         Ἄφωνος καὶ µὲ σκυµµένο τὸ κεφάλι ἄκουγε τὴν προσευχὴ τῶν µαθητῶν του ὁ καθηγητὴς καὶ πῆρε ἀσφαλῶς τὸ µάθηµά του.

.         Συγκινητικὸ καὶ ἐλπιδοφόρο τὰ περιστατικό. Φανερώνει ὅµως ὅτι Ἑλληνόπουλα δὲν εἶναι µόνο αὐτὰ τὰ ὁποῖα προβάλλει συχνὰ ἡ διεφθαρµένη τηλεόραση, οἱ «χούλιγκανς» τῶν γηπέδων καὶ αὐτὰ ποὺ σαπίζουν στὶς καφετέριες. Ὑπάρχουν καὶ οἱ νέοι µας ποὺ συγκινοῦνται µὲ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος καὶ ποὺ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν ἁµαρτωλὴ ζωὴ τῶν ξένων καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ παράδειγµα τῶν µεγαλυτέρων. Ὑπάρχουν οἱ νέοι ποὺ κρατοῦν τὶς Ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις µας. Αὐτοὶ οἱ νέοι εἶναι τὸ µέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ ἔθνους µας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...