Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2012

Η άγαμη μητέρα στα μάτια ενός Πατερικά Ορθοδόξου


πηγή


























Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον «Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού» για την σύγκληση αυτής
 της Ημερίδας στα δεκάχρονά του, αλλά και για την επιτυχή επιλογή της διπλής θεματικής της,
 που η μία πλευρά συμπληρώνει αποτελεσματικά την άλλη. Ευχαριστώ και για την τιμητική σας πρόσκληση
 να συμπεριληφθώ στην ομάδα των εκλεκτών ομιλητών σας. Θα επιχειρήσω μια σύντομη ποιμαντική 
προσέγγιση της «άγαμης μητέρας», που είναι στο επίκεντρο της προβληματικής μας, επιδιώκοντας
 κάποιες πνευ­ματικές, αλλά και κοινωνικές, ως εκκλησιαστικές, ψηλαφήσεις του θέματος και χαράσσοντας
 ένα πλαί­σιο δυναμοποίησης των προσπαθειών του Συλλόγου στα όρια της ελληνορθόδοξου παραδόσεως.
 Θα μου ε­πιτραπεί όμως πρώτα μία σημασιολογική οριοθέτηση.
Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου με τον όρο «πατερικά Ορθοδόξου» διαφοροποιεί τον τυπικά Ορθόδοξο 
Χριστιανό, απλώς λόγω της βαπτίσεώς του (πα­λαιότερα λέγαμε: χριστιανός της ταυτότητας), από τον
 αυθεντικά χριστιανό-Ορθόδοξο, αυτόν που μετέ­χει στην εν Χριστώ ζωή ορθόδοξα, μέσα στο πνεύμα
 δηλαδή και την πράξη των Αγίων μας, που γνήσια εν­σαρκώνουν και εκφράζουν την Ορθοδοξία. 
Αν σε κοινωνικά θέματα, όπως η «άγαμη μητέρα», παρατη­ρούνται συμπεριφορές ανάρμοστες και
 στην δική μας χριστιανική κοινωνία, αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μιλούμε για Ορθοδόξους,
 που όμως μόνον επιφανειακή, τυπική και συμβατική σχέση έχουν με την Ορθοδοξία.
 Ο λόγος μας αφορά την αθέλητα άγαμη μητέρα, που κατά κανόνα είναι θύμα, πρώτα της αστοργίας
 και απάνθρωπης στάσης απέναντί της του πατέρα του παιδιού της, αλλά στην συνέχεια και της 
κοινωνίας, που, μολονότι χαρακτηρίζεται χριστιανική, την περι­βάλλει συχνά με σκληρότητα 
και περιφρόνηση. Το νόθο χριστιανικό κοινωνικό, ακόμη δε και το οικογε­νειακό περιβάλλον, την
 απαξιώνει, κατά κανόνα, και την ωθεί στο έγκλημα της έκτρωσης. Προϋπόθεση της αρνητικής 
και απορριπτικής αυτής συμπεριφοράς απέναντι στην «άγαμη μητέρα», ήδη από το στάδιο 
της εγκυμοσύνης, είναι προφανώς μια αντιχριστιανι­κή νοοτροπία, ηθικιστικού και φαρισαϊκού
 χαρακτή­ρα, που κρίνει υποκριτικά και εγωκεντρικά.

Η οικογένεια ιδίως σ' αυτή την περίπτωση προσπαθεί να δια­σώσει το δικό της κοινωνικό κύρος,
 εξαρτώμενη πολύ σοβαρά από την γνώμη μιας κοινωνίας όχι μόνο απο-χριστιανοποιημένης,
 αλλά και απάνθρωπης: Ενώ η α­νοικτή σκέψη και κυρίως η ευρύχωρη καρδιά του Χριστού 
και των Αγίων μας «συγχωρεί» -αυτό σημαίνει: κάνει τόπο για να χωρέσουν και όλοι οι άλ­λοι,
 δίκαιοι και αμαρτωλοί- η στενή ηθικιστική και φαρισαϊκή συνείδησή μας κάνει διακρίσεις και κρί­σεις,
 πάντοτε αποβλέποντας στο δικό μας κοινωνικό κύρος και την διάσωση της αξιοπρέπειας μας, 
αδιαφο­ρώντας για τον Άλλο, που μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί μας.
Η «άνευ ετέρου» όμως απόρριψη της «άγαμης μη­τέρας» παραγνωρίζει το γεγονός, 
ότι αυτή, παρά τον κλονισμό, που προκαλεί η εγκατάλειψη της από τον «άπιστο» 
(χωρίς εμπιστοσύνη, δηλαδή) σύντροφο, έ­χοντας συναίσθηση τι σημαίνει η άμβλωση πνευματι­κά
 και ανθρωπολογικά, πέρα από τους σωματικούς κινδύνους, που περικλείει, πιστή στο μητρικό
 ένστι­κτο, αποφασίζει να σώσει το παιδί της, την ζωή δηλα­δή, που φυτεύθηκε στα σπλάγχνα της, 
σεβόμενη την αξία του ανθρώπου και θυσιαζόμενη γι' αυτήν. Σ' αυ­τή την κρίσιμη στιγμή της 
μεγάλης απόφασης όμως χρειάζεται την βοήθεια και ενίσχυση του περιβάλλον­τός της, το οποίο
 σχεδόν κατά κανόνα -δυστυχώς-δεν την θέλει μόνο εγκαταλελειμμένη, αλλά και στιγ­ματισμένη
. Πολλές εκτρώσεις γίνονται, επειδή η άγα­μη μητέρα δεν αντέχει την κοινωνική κατακραυγή, 
ό­ταν μάλιστα θα φέρει στον κόσμο το παιδί της και πα­ράλληλα δεν έχει τις οικονομικές 
δυνατότητες να αντιμετωπίσει την εγκυμοσύνη και όλα τα συνδεόμενα με αυτήν προβλήματα.

Η «άγαμη μητέρα» θέτει, έτσι, την κοινωνία μας προ των ευθυνών της απέναντι της. Ιδιαίτερα 
δε στην δική μας παραδοσιακή ελληνορθόδοξη κοινωνία ε­λέγχει την συμπεριφορά μας και τις 
προϋποθέσεις της. Διότι για μια καθαρά χριστιανική (και συνάμα ανθρωπιστική) στάση απέναντι
 στην εμπερίστατη «άγαμη μητέρα» χρειάζονται κατάλληλες προϋποθέ­σεις, που μπορούν να
 διαμορφώσουν ανάλογη νοοτρο­πία. Στην θεολογική μας γλώσσα αυτό λέγεται φρόνη­μα, που
είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεως μας. «Τούτο φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού»,
 λέγει ο Απ. Παύλος (Φιλ. 2,5), Η «ολοτελής» (Α' Θεσσ. 5, 23) και καθολική ένταξη του Ορθοδόξου
 πιστού στην εν Χριστώ κοινωνία, το εκκλησιαστικό σώμα, αποσκοπεί στην συγκρότηση εν Χριστώ
 συνει­δήσεως, και δεκτικής της Χάριτος του Θεού καρδιάς, ώστε ο πιστός να ζει, να κινείται 
και να βλέπει τα πάντα, μέσα από το πρίσμα της θεϊκής αγάπης. Αυτό όμως σημαίνει υπέρβαση
 της άτεγκτης νομιμότητας και του τυφλού ηθικισμού. Είναι, άλλωστε, βασική δι­δασκαλία του
 Απ. Παύλου, ότι δεν σώζει η τυφλή προσήλωση στον νόμο, έστω και αν δόθηκε από τον Θεό, 
αλλά η μέσω της τηρήσεως του νόμου, μετοχή στην χάρη του Θεού, για να μεταβληθεί η αγάπη μας
 σε ανιδιοτελή και φιλάνθρωπη. Αυτή η αγάπη «πάντα στέγει» και «ουδέποτε εκπίπτει», διότι 
«ου ζητεί τα ε­αυτής» (Α' Κορ. 13, 5-8). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, περιφρόνηση του θεϊκού νόμου.
 Αλλά οι εντολές του Θεού, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν,
 αλλά τους όρους της δο­θείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (PG 65, 992).
Πέρα από τα «Πρέπει» του ηθικού νόμου, υπάρχει το «Είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης, που 
κατακρεουρ­γείται από την μια πλευρά με την έκτρωση και από την άλλη με την απαξίωση της 
εγκύου, που έστω και άγαμη, θέλει να «κρατήσει», όπως λέμε, το παιδί της. Η στάση μας, λοιπόν,
 απέναντι σ' αυτήν την μητέρα και στη ζωή, που φέρει μέσα της, βαρύνει πολύ περισ­σότερο από
 την δική της «ανομία» και παρέκκλιση. Είναι δε απόλυτα αναγκαίος ο αναβαπτισμός μας στην 
φιλανθρωπία των Αγίων μας, ιδιαίτερα σήμερα, που τα ριζοσπαστικά νέα ήθη της εσχατολογικής
 Νέ­ας Εποχής, ένα από τα όποια είναι η ασυδοσία των προγαμιαίων σχέσεων, θα μας οδηγεί όλο 
και περισ­σότερο σε τέτοιες καταστάσεις, που θα γίνουν γρήγο­ρα ο κανόνας στην κοινωνική 
και οικογενειακή ζωή μας (πρβλ. την νομοθέτηση των συμβιώσεων, τ. ο.)
Είναι αναγκαίος, συνεπώς, ο σεβασμός όλων μας στην αξία της ζωής και η προστασία της 
γυναίκας, που κυοφορεί, με οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει και για την 
άγαμη μητέρα, ακόμη και στην περίπτωση του βιασμού της, και μάλιστα κτηνώ­δους, όπως συνέβη 
κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Άλλο όμως η κτηνωδία και άλλο η ζωή και ο 
κυοφορούμενος άνθρωπος, που δεν φέρει μόνον τις καταβολές του απαίσιου βιαστού, αλλά και 
της ίδιας της βιασθείσης μητέρας. Ποιος ξέρει δε τι άνθρωπος θα γεννηθεί, έστω και από αυτή την
 αδόκη­τη σύλληψη! Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος δεν παύ­ει να είναι «θεός κεκελευσμένος»
, κατά τον Μ. Βασί­λειο: άνθρωπος δηλαδή, που έχει μέσα του την εντο­λή και την δυνατότητα 
να γίνει «θεός κατά χάριν».

Η καλλιέργεια σ' όλους μας της αγιοπατερικής νοοτροπίας οδηγεί στην αποδοχή της άγαμης μητέρας
 ως συνανθρώπου εμπερίστατου, που έχει ανάγκη την βοήθεια και προστασία μας. Και υπάρχει πλήθος
 προ­τύπων συμπεριφορών αυτού του είδους, όπως π.χ. η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου 
(Λουκ. 10, 30-37), που κωδικοποιεί την στάση του ίδιου του Θεανθρώ­που απέναντι σε κάθε άνθρωπο. 
Ο Χριστός με την δι­ήγηση αυτή διδάσκει πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει «πλησίον» για τον Άλλον, 
τον συνάνθρωπό του. Τό­σο στην αρχαιοελληνική, όσο και στην ιουδαϊκή κοι­νωνία «πλησίον» ήταν ο 
συγγενής, ο ομόφυλος, ο οι­κείος. Ο Χριστός μας όμως προβάλλει ως «πλησίον», πρώτα εκείνον που
 «ποιεί το έλεος» -δείχνει δηλαδή αγάπη- και όχι τον δεχόμενο την φιλανθρωπία, και δεύτερο αυτός 
που δέχεται την αγάπη δεν είναι συγγε­νής και ομόφυλος, αλλά ξένος και πρακτικά εχθρός και αντίπαλος,
 όπως οι Σαμαρείτες απέναντι στους Ιουδαίους. 
 Ο Σαμαρείτης, κατά τον άγιο Κύριλλο Α­λεξανδρείας, μολονότι «αλλογενής... πεπλήρωκε της αγάπης
 τον νόμον». Συμπληρώνει δε ο ιερός Χρυσό­στομος: «Ούτω τοίνυν και συ, αν ίδης τινά κακώς πά­σχοντα, 
μηδέν περιεργάζου λοιπόν. Έχει το δικαίωμα της βοηθείας το κακώς παθείν αυτόν». Και μόνον
 η κατάσταση του πάσχοντος συνανθρώπου απαιτεί την συμπαράστασή μας. Το ορθό ερώτημα, λοιπόν, 
δεν εί­ναι «τις εστί μου πλησίον», που έθεσε ο νομικός της παραβολής, αλλά «σε ποιον είμαι εγώ πλησίον».
 «Πλησίον» γινόμεθα στην άγαμη μητέρα, όταν την αποδεχόμεθα, όπως είναι, «καθώς και ο Χριστός 
ημάς προσελάβετο» (Ρωμ. 15, 7).
Σημαντική όμως για το θέμα μας είναι και η περι­κοπή του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου με την διήγηση 
για τον Ιωσήφ, τον «μνήστορα» και προστάτη της Παναγίας και τους δικαιολογημένους λογισμούς
 του στην περίπτωση της «εκ Πνεύματος Αγίου» εγκυμο­σύνης της, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών
 και των διαφορών. Ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται «δίκαιος», ευσυνείδητος δηλαδή τη ρητής κατ' αρχάς
 του Νόμου, που επέβαλλε όμως ποινή θανάτου στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (Λευϊτ. 20, 10) διά
 λιθοβολισμού (Δευτ. 22, 23). Ο Ιωσήφ όμως, κατά τον Χρυσόστομο, «εφιλανθρωπεύετο από πολλής
 χρηστότητος... υπέρ τα νο­μικά εντάλματα ζων». Είχε περάσει στην περιοχή της Χάρης, υπερβαίνοντας 
τον Νόμο. Περιβάλλει, λοι­πόν, με την αγάπη και φιλανθρωπία του την κατά τις ενδείξεις 
«κλεψίγαμον» Μαρία. Όμως «ου μόνον κολάσαι, αλλ' ουδέ παραδειγματίσαι εβούλετο». 
Ούτε να την διαπομπεύσει δηλαδή δεν ήθελε. Γιατί; Απαντά ο Χρυσόστομος: «Αλλ' όμως ούτως ην
 πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την Παρθένον» (Ήταν τόσο καθαρός
 από κάθε κακία, που δεν ήθελε στο ελάχιστο να λυπήσει την Παρθένο Μαρία), που ο θεός του
 εμπιστεύθηκε. Αυτό είναι αγιότητα, Ορθοδοξία! Αν δεν φθάσουμε σ' αυτή την καθαρότη­τα της 
καρδιάς, δεν είναι δυνατόν αυτή να πληρωθεί από την θεϊκή αγάπη και φιλανθρωπία του Ιωσήφ 
προς κάθε συνάνθρωπο.
Οι Άγιοί μας, μιμηταί και συνεχιστές του Θεαν­θρώπου στην ιστορία, έχουν επίγνωση της αξίας του
 ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή και κατάσταση της ζωής του. Αρκεί να θυμηθούμε το Μάρκ. 2, 27.
 Είναι ο λόγος του Χριστού μας, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος
 διά το Σάββατον». Οι θεσμοί, η κοινωνία, τα πάντα υπάρχουν, για να υπηρετούν τον άνθρωπο,
 πόσο μάλλον, όταν είναι εμπερίστατος, όπως η άγαμη μητέρα. Ο Ορθόδοξος α­διαφορεί για το τι
 θα πει η χωρίς Χριστό κοινωνία, έ­στω και αν λέγεται χριστιανική, και το μόνο που θέ­λει είναι να
 συμπαρασταθεί στο θύμα, που λέγεται ά­γαμη μητέρα, και να σώσει την ζωή, που αυτή κυοφο­ρεί.
 Χίλια εξώγαμα είναι αγιότερα από μία έκτρωση, που είναι ψυχρός φόνος! Μπορούμε, συνεπώς 
να καταλάβουμε αυτό, που είπε ένας πατέρας στην κόρη του, μόλις μπήκε στην εφηβεία: 
«Παιδί μου, της είπε. Μπορεί να έχεις περιπέτειες στη ζωή σου και να βρε­θείς κάποια στιγμή έγκυος,
 πριν ακόμη φθάσεις στον γάμο. Σε παρακαλώ, αν συμβεί κάτι τέτοιο, εγώ θα το αναλάβω. 
Έκτρωση όμως μην κάνεις ποτέ στην ζωή σου!». Το αληθινό κύρος μας είναι να σώσουμε μια 
ζωή και όχι να την θυσιάσουμε στον Μολώχ του εγω­κεντρισμού μας...
Αν δεν μιλήσουμε έτσι στα παιδιά μας, δεν θα α­ποβάλουν τον φόβο για την οικογενειακή
 εγκατάλει­ψη σε περίπτωση εξώγαμης εγκυμοσύνης και την κοι­νωνική κατακραυγή. Βέβαια,
 αυτό δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ενθάρρυνση των λεγομένων ελευθέρων σχέσεων, του 
πανσεξουαλισμού και της ηθικής ασυδο­σίας της εποχής μας. Αλλά την θωράκιση της 
γυναίκας-θυγατέρας μας, με την υπόσχεση της συμπαράστα­σής μας σε περίπτωση 
θυματοποιήσεώς της από κά­ποιον ανάξιο άνδρα. Δεν πρέπει δε, να λησμονούμε, ότι 
οφείλουμε αυτή την στάση απέναντι στις θυγατέρες μας, διότι σχεδόν πάντοτε είναι
 θύματα και της απου­σίας αγωγής στην ίδια την οικογένεια. Οι πτώσεις των παιδιών 
μας είναι κατά κανόνα, η συνέπεια της α­διαφορίας μας για την εν Χριστώ διαπαιδαγώγησή
 τους, ώστε να μάθουν να αγωνίζονται και να ανθί­στανται στους πειρασμούς. 
Σε πρόσφατη ανακοίνωση μου σε συνέδριο για το δημογραφικό, ετόνισα ιδιαίτε­ρα, ότι
 η πολυτεκνία μόνη της δεν σώζει, αν δεν συνδέεται και με την ορθή αγωγή, που οδηγε
ί στην «καλλιτεκνία». Δεν σώζει ο αριθμός των παιδιών, αλλά η εν Χριστώ ανατροφή 
τους. Η κατάλληλη ανα­τροφή είναι η πρόληψη του κακού (κατά το: «κάλλιον το 
προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν») και η εμφύσηση πνεύματος αυτοσεβασμού και 
αυτοσυγκράτησης στα παιδιά μας, ιδιαίτερα στις θυγατέρες μας. Παράλληλα όμως 
έμπνευση σεβασμού του ανθρώπου και ως εμ­βρύου, ώστε σε περίπτωση έκτος γάμου 
εγκυμοσύνης να αποφευχθεί η έκτρωση με κάθε τρόπο.
Εύχομαι στον Σύλλογο να τα εκατοστήσει!

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»Θεσσαλονίκη
 

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2012

Γέροντας Παΐσιος:"Απλοποιήστε τη ζωή σας για να ελευθερωθείτε από το άγχος


Γέροντας Παΐσιος:"Απλοποιήστε τη ζωή σας για να ελευθερωθείτε  από το άγχος"


Γέροντα νιώθω μια ανασφάλεια, έχω άγχος.

- Ασφαλίσου, βρε παιδάκι μου, στον Θεό… Κάνε τον σταυρό σου και, πριν κάνεις οτιδήποτε, πες: «Χριστέ μου, Παναγία μου, βοήθησέ με». Υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια από την εμπιστοσύνη στο Θεό;… ‘Όσο μπορείς να προσέχεις, να προσεύχεσαι και να εμπιστεύεσαι στον Θεό, και Εκείνος θα σε βοηθήσει σε κάθε σου δυσκολία. Απλοποίησε την ζωή σου με την απόλυτη εμπιστο
σύνη στον Θεό, για να ελευθερωθείς από το άγχος και την αγωνία.

- Γέροντα, όταν μου λένε να κάνω κάτι, ξεκινώ πάντα με φόβο και έναν δισταγμό, και τελικά μπορεί από τον φόβο μου να μην το κάνω όπως πρέπει.

- Να κάνεις τον σταυρό σου, καλό μου παιδί, και να το κάνεις αυτό που σου λένε. Αν πεις «Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών», τόσοι ‘Άγιοι είναι, ένας από αυτούς δεν θα σε βοηθήσει; Να μην χάνεις ποτέ την εμπιστοσύνη σου στον Θεό. Μη σφίγγεσαι με την στενή σου ανθρώπινη λογική και βασανίζεσαι και εμποδίζεις την θεία βοήθεια.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

πηγή

ΝΕΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ : «ΠΕΘΑΝΑ ΚΑΙ ΜΕ ΓΥΡΙΣΕ ΠΙΣΩ»


Προς τα τέλη Αυγούστου, η κ. Άλκηστις, από τη Μύκονο τηλεφώνησε στην Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ στο Άνω Σούλι του Μαραθώνος και ρώτησε πληροφορίες για την πρόσβαση και τη διαμονή στην περιοχή, προκειμένου να παραστεί στη Χάρη του Αγίου Ραφαήλ, στην Ιερά Πανήγυρη του Μοναστηριού της 2ας Σεπτεμβρίου..
Μιλώντας στο τηλέφωνο με κάποιον από τους πατέρες, του ζήτησε να ανάψει ένα κεράκι στον Άγιο Ραφαήλ, για τον αδελφό της γυναίκας που είχε στο σπίτι της για να τη βοηθάει στις δουλειές, ο οποίος είχε πάθει εγκεφαλικό και είχε πέσει τελικά σε κώμα.
Είχε μάθει ότι οι γιατροί είχαν πει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να επανέλθει ο ασθενής και είχαν συστήσει στους συγγενείς να ετοιμάζονται για το μοιραίο. Είχαν δε επισημάνει ότι ακόμα και να επανέλθει, πράγμα εντελώς απίθανο, δεν θα μπορεί ούτε να κουνάει χέρια και πόδια, αλλά και ούτε να μιλήσει καλά-καλά και να συντονίσει τη σκέψη του, λόγω της εκτεταμένης εγκεφαλικής βλάβης.
Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι συγγενείς του ασθενούς (μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, όπως και ο ίδιος ο ασθενής) να είναι πολύ στεναχωρημένοι, αλλά και η κ. Άλκηστις επίσης, καθώς συμμεριζόταν τον πόνο τους.
Την ίδια ημέρα, λοιπόν, που η κ. Άλκηστις πήρε τηλέφωνο και οι πατέρες άναψαν ένα κεράκι στον Άγιο Ραφαήλ, ο ασθενής έκανε κάποια κινησούλα. Αυτό το παρατήρησαν οι συγγενείς του. Στις 2 Σεπτεμβρίου, που η κ. Άλκηστις παρευρισκόταν στην Εορτή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, ο ασθενής κίνησε το χέρι και το πόδι του και άρχισε να δίνει σημεία ζωής. Κι’ αυτό το παρατήρησαν οι συγγενείς του και τους έκανε εντύπωση, διότι συνέπεσε με την Εορτή των Αγίων.
Όταν, επέστρεψε η κ. Άλκηστις στο νησί, η αδελφή του ασθενούς, παρότι μουσουλμάνα, ζήτησε από μόνη της την εικόνα του Αγίου Ραφαήλ και άρχισε να την ασπάζεται, κλαίγοντας και παρακαλώντας για τον αδελφό της. Μετά, λοιπόν, από δεκαπέντε λεπτά, την παίρνουν τηλέφωνο από τη Βουλγαρία, όπου βρισκόταν ο αδελφός και οι υπόλοιποι συγγενείς της και της λένε ότι ο αδελφός της άρχισε ξαφνικά να κινεί το κεφάλι του, ξύπνησε και τους μίλησε ρωτώντας «έρχεστε πολλές μέρες και με βλέπετε;» και ξανάπεσε σε κώμα. Η χαρά και η συγκίνησή της δεν περιγραφόταν.
Προσευχόταν με λυγμούς στον Άγιο Ραφαήλ και Του έλεγε ότι πιστεύει σ’ Αυτόν και ότι είναι σίγουρη ότι ο αδελφός της θα γίνει καλά. Υποσχόταν μάλιστα να τον φέρει στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ. Η κ. Άλκηστις της έδωσε και λαδάκι από τον Άγιο Ραφαήλ και της είπε να το στείλει στον αδελφό της μαζί με την εικόνα των Αγίων. Εκείνη αμέσως συμφώνησε και τα έστειλε στον αδελφό της μέσω του γιού της που «κατά σύμπτωσιν» (4 χρόνια και δεν την είχε επισκεφθεί) είχε έρθει να τη δει και θα επέστρεφε στη Βουλγαρία.
Με το που φεύγει η εικόνα και το λαδάκι του Αγίου Ραφαήλ, ο άρρωστος ξύπνησε οριστικά από το κώμα και ζήτησε να φάει και να πάει στο σπίτι του!! Όλοι μείνανε έκπληκτοι και εντυπωσιασμένοι. Ο Άγιος Ραφαήλ είχε κάνει το θαύμα του!! Μάλιστα, μόλις η εικόνα του Αγίου Ραφαήλ έφτασε στο Νοσοκομείο, την ίδια μέρα βγήκε ο ασθενής και πήγε σπίτι του. Οι γιατροί είπαν ότι πρόκειται ξεκάθαρα για θαύμα, ο ασθενής από την εντατική, σε κωματώδη κατάσταση, να πηγαίνει κατευθείαν σπίτι του και πολύς κόσμος έμαθε γι’ αυτό το θαύμα.
Και ο ίδιος ο άρρωστος πίστεψε στην θαυματουργική σωτηρία του από τον Άγιο Ραφαήλ και κοιμόταν με την εικόνα του Αγίου πάνω από το κρεβάτι του και μόνος του έλεγε: «Σήμερα δε μου βάλατε λαδάκι… Βάλτε μου λαδάκι!». Λίγες μέρες μετά μάλιστα είπε στην αδελφή του τα εξής: «Έχω επίγνωση του τι μου συνέβη. Πέθανα και με γύρισε πίσω. Είδα ότι ήμουν νεκρός και με πηγαίναν στο κοιμητήριό μας. Εκεί είδα, όμως, μια χριστιανική εκκλησία και έναν παπά χριστιανό, ο οποίος μου είπε: Εσύ έπρεπε να πεθάνεις τώρα, αλλά εγώ σου κάνω χάρη και σε ξαναγυρίζω πίσω, για το γιό σου και για την κόρη σου…».
Οι ζωές αυτών των ανθρώπων άλλαξαν. Απ’ όποιο σπιτικό πέρασε η εικόνα του Αγίου Ραφαήλ οι άνθρωποι έγιναν πιο δραστήριοι, πιο πρόσχαροι και άρχισαν να δείχνουν περισσότερη αγάπη ο ένας προς τον άλλον και οι ίδιοι αισθανόντουσαν και ομολογούσαν αυτή την αλλαγή και πίστευαν ότι αυτή οφείλεται στον Άγιο Ραφαήλ. Πραγματικά, μεγάλη η Χάρις των Αγίου Ραφαήλ και των συν Αυτώ και πολλές οι ευλογίες του Θεού που μεταφέρουν στους ανθρώπους που Τους επικαλούνται, πιστούς ή και απίστους.
Δοξασμένο το όνομά Τους. Να έχομε την ευχή Τους. Και είθε οι άνθρωποι να ανταποκρίνονται με ευγνωμοσύνη στις ευλογίες των Αγίων και να καταλήγουν στη σωτηρία και τον Παράδεισο, δια της Εκκλησίας και των Μυστηρίων της.
Αμήν.
Άλκηστις Ρούσση, Μύκονος

Η Παναγία η Μακελαρίτισσα και θαύματά της


πηγή

Μονή Γεννήσεως της Θεοτόκου Αμπελακίου-Μακελαρίτισσσας

Κάπου μισή ώρα μετά τη Μεγαλόπολη είναι το Λεοντάρι· ακολουθώντας το δρομολόγιο Λεοντάρι – Φαλαισία – Πετρίνα – Σπανέικα και πεζοπορώντας, περί το μισάωρο, φθάνουμε στο Μοναστήρι, το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε, ερχόμενοι από Σπάρτη… μισή ώρα μετά το χωριό Λογκανίκο… Η Μονή Αμπελακίου βρίσκεται σε μια χαράδρα νοτιοανατολικά του Ταΰγετου… Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μοναστήρι, που, αν και η τοποθεσία δεν ευνοεί -φωλιάζει ανάμεσα σε απόκρημνα βράχια- οι Μοναχές κατάφεραν να το μεταβάλουν σε έναν «επίγειο παράδεισο».
Στο μέσο της χαράδρας είναι σπηλιά. Στα δεξιά και στα αριστερά της, τρυπούν τον ουρανό οι κορυφές ενός βράχου· στη μία υψώνεται ένας Σταυρός και στην άλλη, ο Ιερός Ναός της Αναλήψεως. Στο εσωτερικό της Σπηλιάς, βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, που ονομάζεται «Παναγία η Μακελαρίτισσα» και θεωρείται μία από τις εβδομήντα Εικόνες του απόστολου και ευαγγελιστή Λουκά! Εικάζεται, ότι, ένας Μοναχός -πιθανόν αγιορείτης- μετά την καταστροφή της Μονής του από τους Τούρκους, πήρε τη συγκεκριμένη εικόνα και, καταδιωκόμενος, βρήκε καταφύγιο στη Σπηλιά. Αργότερα, βρέθηκαν εκεί τα οστά του Ασκητή και, σήμερα, φυλάσσονται πίσω από την Αγία Τράπεζα του Ναού της Αναλήψεως. Γύρω από τη σπηλιά, απλώνεται ένα μικρό αμπέλι εξ’ ου και, οι περίοικοι, γνωρίζουν την περιοχή με το όνομα «Αμπελάκι»· έτσι πήρε και το όνομα της η Μονή.
Το Μοναστήρι γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου και κάθε χρόνο πλήθος πιστών καταφθάνει για να προσκυνήσει την εικόνα της «Παναγίας της Μακελαρίτισσας» που θεωρείται θαυματουργή! Η θεραπεία παραλυσίας, εγκεφαλικών πόνων, επιληψίας, στειρότητας και πολλά άλλα συγκαταλέγονται στα θαύματα της…
———————————————————————————–
Πώς ανακαλύφθηκε η εικόνα
.Με τον ακόλουθο τρόπο, φρόντισε ή Κυρία Θεοτόκος και φανέρωσε την αγία Εικόνα Της στη Παρασκευή θυγατέρα του κ. Χρήστου Τσούκα από το χωριό Τζίβα της Μαντινείας, πού απέχει μια ώρα έξω από την Τρίπολι. Εκεί κατoικούσε ή Παρασκευή, ή οποία παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Ναίσόπουλο. Το ζευγάρι αυτό δεν έκανε παιδιά δικά του και υιοθέτησε ένα βρέφος σαράντα ήμερων από το χωριό Μπόσονα. Το παιδάκι αυτό, όταν μεγάλωσε και ήλθε σε ηλικία γάμου, το νύμφευσαν με μια ορφανή κόρη από το χωριό τους.
Ή Παρασκευή είχε μεγάλη στενοχώρια για τον άντρα της, ό οποίος, για συνοριακές διαφορές, σκότωσε τον αδερφό της και βρισκότανε τότε στη φυλακή τρία χρόνια, γιατί είχε δικαστεί για το φόνο του γυναικάδελφου του δέκα οκτώ (18) ολόκληρα χρόνια. Ή Παρασκευή νύχτα μέρα πήγαινε στον τάφο του αδελφού της όπου έκλαιγε απαρηγόρητα για τον άδικο φόνο και χαμό του. Έκλαιγε επίσης κι από την άλλη μεριά για την καταδίκη του άντρα της. Εξ αφορμής όμως αυτών των πραγμάτων δεν μπορούσε να ζήσει πλέον στο χωριό εκείνο και με δάκρυα παρακαλούσε την Παναγία να την οδηγήσει σε μακρινό τόπο, για να μπορέσει να βρει ηρεμία και ψυχική γαλήνη. Έτσι το 1882 έτος, την Κυριακή ακριβώς της Τυρινής το βράδυ, το θετό παιδί πού είχε με τον άντρα της υιοθετήσει με τη γυναικά του. απεφάσισαν να πάνε στο σπίτι του θείου του για να κάνουνε άποτύρισι (απόκριες).
Ή Παρασκευή αρνήθηκε να πάει μαζί τους στο σπίτι του θείου των παιδιών και τους είπε: «Πηγαίνετε εσείς παιδιά μου, κι εγώ θα μείνω με τα παιδιά σας, αυτά που είχε αποχτήσει το ζευγάρι αυτό — το θετό παιδί της με τη γυναίκα του — και πρόσθεσε: «Εγώ δεν μπορώ παιδιά να ακούω χαρές, τραγούδια και τέτοια πράγματα. Τότε αυτοί έφυγαν και ή Παρασκευή έμεινε με τα εγγονάκια στο σπίτι της. Πριν από λίγες μέρες ή Παρασκευή είχε αγοράσει μια λαμπάδα κερί, ίσια με το μπόι της. Την λαμπάδα αύτη κάθε βράδυ την άναβε και με λιβάνι θύμιαζε, το δωμάτιο της, και μπροστά στο εικόνισμα της. προσευχόταν με πίστη θερμή και με δάκρυα παρακαλούσε το Θεό και την Παναγία Παρθένα, να τη φωτίσουν τί να κάνει για να βγει από τη στενοχώρια και θλίψι πού την κατείχε. Εκείνη τη βραδιά, δεν είχε όρεξη να φάει τίποτα και έμεινε τελείως νηστική, όπως έκανε σχεδόν πάντοτε. Άρχισε τότε με θερμά δάκρυα να προσεύχεται, για τον αδερφό και για τον άντρα της. Πόσες ώρες έμεινε προσευχόμενη ούτε ή ίδια δεν κατάλαβε, γιατί έτσι την πήρε ό ύπνος.
Έτσι καθώς κοιμόταν, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά, της, μια γυναίκα, πού φαινόταν σαν να πετούσε. Ή γυναίκα αυτή, στην Παρασκευή είπε: «Παρασκευή μην κλαις πλέον, διότι, ή προσευχή και η δέησης σου έφτασε στο Θεό, και εκείνο πού επιθυμείς θα γίνει. Μόνο πρέπει να σηκωθείς και να πάς στην έρημο του Ταϋγέτου. ‘Εκεί θα βρεις μια Σπηλιά στο μέρος που λέγεσαι «Αμπελάκι». Μέσα στη Σπηλιά εκείνη θα βρεις την Εικόνα μου, είναι χωμένη μέσα στα φουσκιά των ζώων. Να πάς το γρηγορότερο εκεί, να βγάλεις την Εικόνα μου και να χτίσης εκεί εκκλησία, γιατί πολύ σύντομα, ή Σπηλιά αύτη, θα γίνει στο όνομα μου μεγάλο γυναικείο Μοναστήρι». Ύστερα απ’ αυτό το όραμα, ή Παρασκευή ξύπνησε κατατρομαγμένη, κι άρχισε με πολλά δάκρυα να προσεύχεται και με λυγμούς στην Παναγία να λέει: «Παναγία μου Δέσποινα και βασίλισσα του ουρανού και της γης, των Αγγέλων και των Αγίων, εγώ δεν ξέρω το μέρος αυτό πού μου είπες, που βρίσκεται για να πάω; Γι’ αυτό θερμά σε παρακαλώ, δείξε μου άνθρωπο, πού να μπορεί να με οδηγήσει έως εκεί». Και ενώ έλεγε αυτά στην προσευχή της, την πήρε πάλι ό ύπνος, και βλέπει τότε πώς βρέθηκε, μαζί με την Παναγία στη Σπηλιά και της είπε: «Παρασκευή αύτη είναι ή Σπηλιά πού σε στέλνω να πάς. Έδώ στο μέρος αυτό, είναι χωμένη ή Εικόνα μου, και της έδειξε ακριβώς τον τόπο. Άκουσε όμως πρώτα τί θα κάμεις: «Θα νηστέψεις τρεις μέρες, θα ζυμώσεις πρόσφορο και θα πάρεις ότι χρειάζεται για να γίνει μια θεία Λειτουργία. Επίσης θα πάρεις ένα σεντόνι καθαρό και αμεταχείριστο. Θα πάρεις το παιδί σου και θα πάτε με τα ζώα στη Μαρμαριά. ‘Εκεί θα ζητήστε τον Παύλο Μπερούκα και θα του πείτε όλα αυτά πού σας είπα. Θα τον πάρετε δε μαζί σας, διότι αυτός γνωρίζει ακριβώς, που είναι αύτη ή Σπηλιά. «Απ’ εκεί μαζί με τον Μπουρέκα, θα πάτε στο χωριό Σκοτεινού. εκεί θα βρείτε το σπίτι του παππά Δημήτρη Τσινοη, και θα του πείτε να πάρει τα απαραίτητα ιερά Σκεύη της εκκλησίας, το Αντιμήνσιο και τα ιερά άμφια του και μετά να έρθετε έδώ πού τώρα σου δείχνω, θα βγάλετε την Εικόνα μου, την οποία αφού καθαρίσετε, θα την βάλετε στη θέση της, εκεί προσωρινά (και της έδειξε το μέρος), μέχρι πού να γίνει ή εκκλησία. Θα κρεμάστε το καντήλι, και με πέτρες θα φτιαχτεί σαν τραπέζι, επάνω στο οποίο θα βάλετε την πλάκα, την οποία θα σκεπάσετε με το καθαρό σεντόνι, κι επάνω εκεί θα γίνει ή θεία Λειτουργία». «Στη θεία Λειτουργία, όταν ό Παππάς θα ειπεί το «Πάντων ημών και πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, μνησθείη Κύριος ό Θεός εν τη βασιλεία Αυτού…»’ τότε στο μέρος αυτό, πού σου δείχνω τώρα, θα βγει νερό άγιασμα. (Το μέρος εκείνο πού έδειξε ή Παναγία στη Παρασκευή είναι ακριβώς επάνω απ’ εκεί πού είναι σήμερα ή αγία Τράπεζα). «Το άγιασμα αυτό θα τρέχει πάντοτε κατά τις θείες Λειτουργίες πού θα πρέπει τακτικά να γίνονται και εκείνοι πού με πίστη θα το πίνουν και θα επικαλούνται του Θεού τη βοήθεια και το όνομα μου, θα θεραπεύονται και θα γίνονται, τελείως καλά από οτιδήποτε αρρώστια και πάθος κι αν υποφέρουν θα απαλλάσσονται. για να δοξάζεται το Πανάγιο όνομα του Θεού. Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου». «Από το άγιασμα αυτό, πού για πρώτη φορά θα βγει όταν θα κάνετε τη θεία Λειτουργία, θα πιεις εσύ και τα παιδιά σου, θα νιφτείτε όλοι, και θα πάρεις λίγο να πάς στον άντρα σου στη φυλακή, να του δώσεις να πιει και να νιφτεί, και μετά απ’ αυτό να του ειπείς ότι από τη ποινή πού έχει καταδικασθεί, θα του χαρίσουν πέντε (5) χρόνια, και από το Ναύπλιο θα τον μεταφέρουν στις φυλακές της Τριπόλεως. Τότε αυτός θα σε πιστέψει και θα σου δώσει το διαζύγιο. Άμα θα πάρεις το διαζύγιο και θα είσαι πλέον ελεύθερη απ’ αυτόν, τότε θαρθης εσύ έδώ και θα φτιάξης το Μοναστήρι, και εκείνος όταν θα τελείωση την φυλακή του θα πάει στα παιδιά του που θα τον γηροκομήσουν.’ Ή Παναγία αποκαλύπτει το όνομα της Εικόνας της. Αφού στον ύπνο της Παρασκευής είπε όλα τα ανωτέρω ή Παναγία, τότε πρόσθεσε και είπε και πάλι στην Παρασκευή:
«Εγώ είμαι ή Παναγία πού με λένε “Μακελλαρίτισσα” και θα με εορτάζετε στις 8 Σεπτεμβρίου πού είναι τα “Γενέθλια μου”». Και συνέχεια της είπε: «Θα πάς στο χωριό Θάνα, απ’ εκεί θα πάρεις τούς τρεις κτίστες: Τον Σκαμπούλακα και τους δύο άλλους μαστόρους, με τούς οποίους θα κτίσης έδώ (και της έδειξε το μέρος) μια μικρή εκκλησία και εκεί (της έδειξε άλλο μέρος) θα χτίσης το κελί σου για να μένεις και θα είσαι εφτά (7) χρόνια μόνη σου, οπόταν θα δοκιμάσεις πολλούς πειρασμούς, αλλά μη φοβηθείς εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Αυτά είπε ή Παναγία στην Παρασκευή και έξηφανίσθη.
Ή Παρασκευή όταν ξύπνησε, προσευχήθηκε πάλι, δόξασε και ευχαρίστησε το Θεό και την Κυρία. Θεοτόκο, που της αποκάλυψε αυτά τα τόσα ωραία και χαρμόσυνα για αυτή πράγματα, και αμέσως άρχισε να βάνει σε έργο όλα εκείνα πού της φανέρωσε και είπε στο θείο αυτό όραμα ή Παναγία ή Μακελλαρίτισσα. Τώρα πού γνώριζε το όνομα και το θέλημα της Παναγίας γέμισε χαρά και αγαλλίαση ή ψυχή της ευλογημένης αυτής γυναίκας, κι αμέσως έτρεξε και τα είπε όλα στο παιδί της, και κείνος με τη σειρά του είπε:
-«Μητέρα αν ολ’ αυτά πού μου είπες ότι είδες στον ύπνο σου πώς σου τα είπε ή Παναγία, βγουν αληθινά, τότε κι εγώ μ’ όλη μου τη δύναμη θα σε βοηθήσω να τελειώσουμε μαζί το θείο αυτό έργο». Πράγματι ή Παρασκευή, άρχισε τις προετοιμασίες, σύμφωνα με τις εντολές και την επιθυμία της Παναγίας, και επειδή δεν είχε χρήματα πούλησε αμέσως ένα χωράφι της. Όταν ετοίμασε τα καθέκαστα, ξεκίνησε με το παιδί της και πήγε στη Μαρμαρια απ’ εκεί πήρε τον Παύλο Μπερούκα και πήγαν μαζί στο χωριό Σκορτσινού, στο σπίτι του Παππά – Δημήτρη Τσινώνη, ό οποίος από φώτιση θεϊκή, με χαρά τούς δέχθηκε και κείνη την ήμερα τούς φιλοξένησε. Ή Παρασκευή στον Παππά – Δημήτρη είπε αυτά πού ή Παναγία της φανέρωσε και την άλλη μέρα πρωί – πρωί, ό Παππάς πήρε τα άγια Σκεύη, άμφια και ότι άλλο χρειαζόταν για τη θεία Λειτουργία,, ξεκίνησαν και πήγαν στο Αμπελάκι. Άμα έφτασαν, εδώ, ή Παρασκευή, ανεγνώρισε το μέρος πού της έδειξε ή Παναγία και τη Σπηλιά ακριβώς πως την οραματίστηκε. Ήταν μήνας Νοέμβριος και βρήκανε ‘κει τούς βοσκούς, τα δύο αδέρφια από τα Σπανέϊκα, τον Ιωάννη και το Γεώργιο Κόκκοτα, οι όποιοι παραχείμαζαν στη Σπηλιά τα αιγοπρόβατα τους.
Ή Παρασκευή πήγε κατ’ ευθείαν στο μέρος ακριβώς πού της είχε δείξει ή Παναγία και άρχισε πρώτη να σκάβει, οπόταν ύστερα’ από λίγο βρέθηκε ή άγια Εικόνα και οι παρευρισκόμενοι αφού σταυροκοπήθηκαν με χαρά και γεμάτοι αγαλλίαση υμνούσαν και δόξαζαν το Θεό και την Αυτού Παναγία Μητέρα. Στη συνέχεια ετοίμασαν την Τράπεζα, έβαλαν επάνω το αμεταχείριστο καινούργιο σεντόνι και μετά το αγιασμένο Αντιμήνσιο, επί του οποίου ό Παπά – Δημήτρης έκαμε την πρώτη θεία Λειτουργία.
Ή Παναγία δώρισε και τό Ιαματικό Αγίασμα Όταν ό Παππά – Δημήτρης έκανε την μεγάλη είσοδο με τα Τίμια Δώρα, από το βράχο άρχισε να ρέει λίγο νεράκι διαυγέστατο και πολύ γευστικό, ήτανε το «ΑΓΙΑΣΜΑ» πού είπε ή Παναγία στη Παρασκευή ότι θα θεραπεύει κάθε νόσο και αθεράπευτη ασθένεια. Το σημείο πού πρωτοβγήκε το Άγιασμα αυτό ήταν ακριβώς εκεί πού αποκάτω βρίσκεται, σήμερα ή αγία Τράπεζα. Τότε πήραν όλοι από το άγιασμα και με πολλή ευλάβεια και σεβασμό ήπιαν και νίφτηκαν στο πρόσωπο τους και αισθάνθηκαν πολλή χαρά και αγαλλίαση. Τακτοποίησαν τότε και καθάρισαν όλες τις ακαθαρσίες πού βρίσκονταν μέσα στη Σπηλιά, έβαλαν την αγία Εικόνα εκεί πού είχε ειπεί ή Κυρία Θεοτόκος στην Παρασκευή, στο σημείο πού πριν την είχε τοποθετήσει ό Μοναχός εκείνος πού την είχε φέρει. Κρέμασαν προσωρινά και την κανδήλα στο υποδειχθέν μέρος, κι αμέσως γύρω από τη Σπηλιά χτίσανε πρόχειρη ξερομάντρα με ένα πρόχειρο επίσης περίφραγμα του Ιερού εκείνου χώρου πού έγινε ή θεία Λειτουργία, για να μη πλησιάζουν εκεί τα ζώα. Τοποθέτησαν δε και ένα δοχείο, για να δέχεται μέσα το άγιασμα πού λίγο – λίγο έτρεχε ακατάπαυστα.
Πώς έφυγαν από την σπηλιά τα ζώα.
Μετά την πρόχειρη αύτη τακτοποίηση του Σπηλαίου, ή Παρασκευή είπε στους αιγοβοσκούς αδελφούς Κόκκοτα, ότι είναι θέλημα της Παναγίας να πάρουν τα ζώα τους και να φύγουν το συντομότερο από τη Σπηλιά, γιατί ό τόπος αυτός, με τη βοήθεια του Θεού θα γίνει εκκλησία και Μοναστήρι, κι αν θέλετε να έχετε του Θεού την ευλογία και της Παναγίας τη βοήθεια, θα πρέπει αμέσως να αδειάσετε τη Σπηλιά και να φύγετε. Ό ένας από τα αδέρφια, ό Ιωάννης, αμέσως άμα άκουσε το θέλημα της Παναγίας πίστεψε και πήρε τα ζώα του και τα απομάκρυνε τελείως από τα μέρη της Σπηλιάς. Ό άλλος όμως αδερφός, ό Γεώργιος, αρνήθηκε να φύγει και προφασιζόμενος στην Παρασκευή είπε:
«Εγώ δεν έχω άλλου πιο κατάλληλο μέρος, για να ξεχειμάσω τα γίδια μου, και έτσι θα μείνω έδώ τούτο το χειμώνα και για τον άλλο βλέπουμε, ή μπορεί να φύγω την άνοιξη». Την απιστία του αυτή και απείθεια προς την εντολή και επιθυμία της Κυρίας Θεοτόκου την πλήρωσε πολύ ακριβά, με μεγάλη τιμωρία και ζημία στα ζωντανά του, γιατί την ίδια νύχτα δεκαπέντε από τις γίδες του απέβαλαν τα κατσίκια τους νεκρά μέσα στο Σπήλαιο πού διανυκτέρευαν. Και ό ίδιος ό βοσκός άκουσε φωνή πού τούλεγε:
«Να πάρεις αμέσως τα γίδια σου και να φύγεις γιατί θα καταστραφούν όλα τα ζώα σου». Σαν ξημέρωσε ό Θεός την άλλη μέρα και είδε ό Γεώργιος — βοσκός — την ζημιά πού πάθανε τα γίδια του, κατατρομαγμένος και από τη φωνή πού άκουσε στον ύπνο του, πήρε όλα τα ζωντανά του και έφυγε αμέσως από τη Σπηλιά.
Ή Παρασκευή πήρε από τον άντρα της το διαζύγιο Την άλλη μέρα ή Παρασκευή, αφού πήρε από το Άγιασμα, πού εξακολουθούσε να βγαίνει από το βράχο της Σπηλιάς, πήρε το γιό της και πήγαν μαζί στο Ναύπλιο, εκεί πού ήταν φυλακισμένος ό άντρας της, για να εκτέλεση την εντολή, πού γι’ αυτόν της έδωκε ή Παναγία. Όταν έφτασαν εκεί, ό άντρας της Παρασκευής στην αρχή δεν ήθελε να πιει από το Άγιασμα, φοβούμενος τη γυναίκα του, να μην τον δηλητηριάσει, επειδή αυτός όπως είπαμε είχε σκοτιστεί τον αδελφό της. Τότε ή Παρασκευή ες αναγκάστηκε να πιει πρώτη αυτή, κι έτσι πείστηκε και ήπιε κι αυτός και νίφτηκε στο πρόσωπο. Αμέσως με την επέμβαση της Κυρίας Θεοτόκου το θαύμα έγινε και οι αρμόδιοι του είπαν εκείνη την ημέρα, πώς από την ποινή του Χαρίστηκαν (5) χρόνια και θα μετεφέρθη αμέσως στις φυλακές της Τριπόλεως. Τρίπολι πού τον είχαν μεταφέρει και τον επισκέφθηκε, και τότε όπως της είχε προείπε ή Παναγία μαλάκωσε ή καρδιά του και της έδωσε το διαζύγιο ό άντρας της. Άμα γύρισε ή Παρασκευή από την Τρίπολι, ελεύθερη πια, πέρασε από το χωριό Θάνα και πήρε απ’ εκεί κτίστες, τον Σκαλούμπακα με δύο άλλους βοηθούς του και τους έφερε στη Σπηλιά.
Η Εικόνα και το Αγίασμα θαυματουργούν.
Με τούς μαστόρους, αυτούς, έχτισε μικρή εκκλησία και ένα Κελί όπου παρέμενε ή ιδία. ‘Εκεί, με αυστηρή ασκητική ζωή. έμεινε μόνη της επί εφτά ολόκληρα χρόνια. Μετά το κτίσιμο της μικρής αυτής εκκλησίας, με νεύση της Παναγίας Θεοτόκου, άρχισαν από τα γύρω χωριά να έρχονται για να προσκυνήσουν την αγία Εικόνα, οπόταν σ’ αυτούς πού με πίστη και ευλάβεια προσκυνούσαν. άρχισαν να γίνονται και τα πρώτα θαύματα. Το ένα κατόπιν του άλλου, με την φήμη και διάδοση των θαυμάτων αυτών άρχισαν να φέρνουν από διάφορα μέρη ασθενείς, δαιμονισμένους, παράλυτους, τυφλούς και με πολλές άλλες αθεράπευτες αρρώστιες. Όσοι απ’ αυτούς, με ευλάβεια, πίστη και κατάνυξη προσεύχονταν και προσκυνούσαν την αγία Εικόνα της Θεομήτορος και πίνανε από το άγιασμα, λάβαιναν αμέσως τη θεραπεία από τις ασθένειες πού επί πολλά χρόνια υπέφεραν και αναχωρούσαν υγιείς χαίρον τες και άγαλλάμενοι, καθώς με λεπτομέρεια θα καταγράψουμε στη συνέχεια. Δοκιμασία της Παρασκευής από τούς δαίμονες. Ή Παρασκευή, κατά το διάστημα των εφτά πρώτων εκείνων χρόνων, υπέφερε πολλά δεινά και μύριες όσες δοκιμασίες και ενοχλήσεις από τούς δαίμονες, οι όποιοι μη υποφέροντες να εμπαίζονται από μια αδύναμη γυναίκα, ή οποία και στη κοσμική ζωή της ήταν πολύ βασανισμένη και σκληρά δοκιμασμένη. Δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίστη, την αφοσίωση και την αγάπη, της Παρασκευής, προς το Θεό και τη Θεοτόκο Μαρία, γι’ αυτό προσπαθούσαν πολλές φορές να τη διώξουν απ’ εκεί. Όταν ή Παρασκευή, ύστερα από κουραστική εργασία και αδιάκοπη προσευχή, έπεφτε λίγο να κοιμηθεί οι δαίμονες της τραβούσαν τα σκεπάσματα, καιρώ χειμώνος, για να παγώσει. Άλλοτε παρουσιάζονταν, οι δαίμονες, σαν μεγάλοι σκορπιοί και πήγαιναν μπροστά στην αγία Εικόνα και ή Παρασκευή τούς έπιανε και τούς σκότωνε και έτσι εξαφανιζόντουσαν…
Άλλη φορά ‘κει πού βρισκότανε λίγο μακριά από την Εικόνα, πήγαιναν και της ρίχνανε βροχή τις πέτρες κατ’ επάνω της, αλλά καμιά δεν τη χτύπαγε. Μια μέρα πάλι, οι δαίμονες, ρίξανε πάνω της χώματα στα μάτια και την τύφλωσαν, αλλά με την προσευχή και την επίκληση του ονόματος της Κυρίας Θεοτόκου και νίψιμο με το άγιασμα Της γινόταν τελείως καλά. Άλλοτε πάλι, ό δαίμονας, φάνηκε στον ύπνο της σαν αλλόκοτος και πολύ μεγαλόσωμος άνθρωπος, πού την απειλούσε πώς θα την σκοτώσει, αν δεν φύγει από το μέρος εκείνο, στο όποιο πρώτα ήταν κατοικία δική τους — των δαιμόνων —.
Ή Παρασκευή όμως, σ’ αυτά τα πειράγματα και τις απειλές των δαιμόνων, επειδή ή Παναγία την είχε προειδοποιήσει πώς θα είναι μαζί της, δε φοβότανε, αλλά με προσευχή και πίστη στο Θεό και στα λόγια της Θεοτόκου, με δάκρυα στα μάτια κατ’ έφευγε πάντα μπροστά στην άγια Εικόνα Της, και την παρακαλούσε να τη βοηθήσει και επικαλούμενη πάντοτε το γλυκύτατο όνομα, το υπέρ πάν όνομα, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ‘Ιησού Χρίστου, απαντούσε και έλεγε στους δαίμονες: «Εσείς πανούργοι, και κακοί δαίμονες να φύγετε από έδώ, γιατί ό τόπος είναι ιερός και αφιερωμένος στο Θεό και τη μητέρα Αυτού Παναγία, με το θέλημα της οποίας θα χτισθεί Μοναστήρι, και δεν είναι δικό σας τόπος, γι’ αυτό να ξεκουμπιστείτε και να φύγετε ‘από τον αγιασμένο αυτόν χώρο. στον όποιον θα δοξάζεται και θα υμνολογείται ακατάπαυστα ό Ένας Τριαδικός Θεός, ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα. Ή Παρασκευή με τή προσευχή γκρεμίζει τούς δαίμονες στα βράχια. Επειδή όμως άρνείτο, ό δαίμονας, στον ύπνο της να φύγει, από τον τόπο αυτόν, τότε βρέθηκε στα χέρια της Παρασκευής δίστομη ρομφαία, με την οποία τύφλωσε το δαίμονα και σπρώχνοντας αυτόν, τον έβγαλε έξω ‘από την περιοχή της Σπηλιάς και τον κατακρήμνισε στο κάτω βάραθρο της χαράδρας.
Άλλη φορά μαζεύτηκαν πολλοί δαίμονες, όχι όμως αύτη τη φορά στον ύπνο της, αλλά την ώρα πού έκανε την προσευχή της. την τραβούσαν από τα ρούχα και προσπαθούσαν να την γκρεμίσουν κάτω από τη Σπηλιά, όπως τον άγιο Αντώνιο, και αφού τη φτάσανε στην άκρη ήσαν έτοιμοι να την γκρεμίσουν, οπόταν εκείνη θυμήθηκε ότι είχε στην τσέπη της ένα μπουκαλάκι με άγιασμα, αμέσως το έβγαλε και τούς ράντισε με το άγιασμα και τότε έγιναν άφαντοι. Ή Παρασκευή, ύστερα απ’ αυτούς τούς πειρασμούς και τούς εφιάλτες, πού κάθε βράδυ την τυραννούσαν, κάλεσε Ιερέα, από τα γειτονικά χωριά, ό οποίος διάβασε τούς εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, έκανε αγιασμούς και ευχέλαια και εξομολογείτο όλ’ αυτά πού συνέχεια δοκίμαζε από τούς δαίμονες. Επειδή σαν άνθρωπος είχε αποκάμει και λίγο σαν να ολιγώρησε από τις δοκιμασίες αυτές, προσευχήθηκε θερμά και παρεκάλεσε την Παναγία να την συμβουλεύσει τί πρέπει να κάμει, για να αποφύγει τούς πολλούς πειρασμούς; Και ή Παναγία, στον ύπνο της, της είπε: «”Όταν παρουσιάζεται ότι δήποτε πειρασμικό και φανερά στους δαίμονες να λέγεις, σε εξορκίζω ακάθαρτο πνεύμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να εξαφανισθείς από τον ιερό αυτόν τόπο». Πράγματι από τότε πού ή Παναγία είπε αυτά στην Παρασκευή, όταν ό πειρασμός την ενοχλούσε, αμέσως εκείνη με τα λόγια αυτά, τον εξόρκιζε και γίνονταν άφαντες όλες οι φαντασίες των δαιμόνων. Τούτο ή Παρασκευή συνιστούσε και συμβούλευε όλους εκείνους πού ενοχλούνταν από δαιμονικές ενέργειες και έτσι με τη δύναμη του Θεού και τη βοήθεια της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος και το άγιασμα της Σπηλιάς, γλύτωναν κι αυτοί από τούς πειρασμούς, από τις στενοχώριες και τα προβλήματα πού τούς απασχολούσαν.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΜΠΕΛΑΚΙΟΥ.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ



Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας

«Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας, που είναι πιο φοβερός από τον αισθητό πόλεμο» (Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης)266.
«Η ψυχή έχει περιτειχιστεί και περιφραχτεί και δεθεί με τις αλυσίδες του σκότους από τα πνεύματα της πονηρίας» (Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης)267.
«Θα πρέπει να θεωρείς πως καθετί που συναντάς στην πορεία σου, μικρό ή μεγάλο, το στέλνει ο Θεός για να σε βοηθήσει στον αγώνα σου. Μονάχα αυτός γνωρίζει ότι σου είναι ωφέλιμο και ότι χρειάζεσαι σε κάθε περίσταση: επιτυχίες, αναποδιές, πειρασμούς, πτώσεις. Τίποτε δε συμβαίνει τυχαία και χωρίς να αποτελεί πολύτιμη ευκαιρία να διδαχτείς από αυτό. Πρέπει να το αποσαφηνίσεις καλά μέσα σου αυτό, γιατί έτσι μεγαλώνει η εμπιστοσύνη σου στον Κύ­ριο που αποφάσισες να ακολουθήσεις» (Tito Colliander)268.
Όπως φανερώνει και το όνομα τού διαβόλου, κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι δια-βάλλει, χωρίζει, κομ­ματιάζει αντί να ενώσει, καταστρέφει τα πάντα, αντί να δημιουργήσει. Στα ελληνικά οι λέξεις «σύμβολο» και «διάβολος» προέρχονται από την ίδια ρίζα, αλλά εκφράζουν αντίθετες πραγματικότητες. Ο διάβολος (διά-βάλλω) είναι εκείνος που διαιρεί, που χωρίζει, κό­βει κάθε επικοινωνία και κατεβάζει το ον στην εσχάτη μοναξιά. Αντίθετα, το σύμβολον (συν-βάλλω) συνδέει, κατασκευάζει μια γέφυρα, αποκαθιστά την επικοινω­νία. Ο διάβολος χωρίστηκε από το Θεό και χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του το Θεό. Χωρίζει μέσω της αμαρτίας γιατί ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας, ο πρώτος που αμάρτησε υπερηφανευόμενος ότι θα ξεπεράσει το Θεό, εμπιστευόμενος τον εαυτό του, όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ης. 14,14). Η ανταρσία του Εωσφόρου έναντι του Θεού είναι η πρώτη φορά που η ελευθερία ενός λο­γικού δημιουργήματος έδωσε αρνητική απάντηση στη Θεία κλήση για αγιασμό και στράφηκε προς το κακό. Εφόσον ο διάβολος ή αλλιώς ο Εωσφόρος είναι κτι­στό ον, δημιούργημα τού Θεού κατά συνέπεια δεν έχει δική του πηγή ζωής, το παν το δανείζεται από το Θεό αλλά το εκφυλίζει, το παραμορφώνει.
«Απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει» (Α’ Ιωάν. 3,8) και παρασύρει όλη την ανθρωπότητα στην αμαρτία (Β’ Κορ. 11,3). Ο διάβολος είναι ο αρχέγονος εχθρός του ανθρώπου, ο οποίος με τη δική του θέληση καταπολε­μεί τα έργα του Θεού δείχνοντας τη μισόθεη διάθεσή του. Ο σατανάς είναι ο αντίπαλος τού έργου τού Χριστού  (Ρωμ. 16,20) είναι αυτός που εκμεταλλεύεται την αμαρτωλή διάθεση τού ανθρώπου και τον εξουσιάζει (Α’ Κορ. 5,5) που μετασχηματίζεται σε άγγελο τού φωτός για να παραπλανήσει τους ανθρώπους (Β’ Κορ. 11,14). Καταστρέφει και κενώνει τα πάντα, μπαίνει με την ύβρη, την οίηση και την πλάνη στην ιστορία, ως ανθρωποκτόνος και θεοκτόνος, ως η απάτη και το ψέμα τού μηδενός, ως το παράσιτο που παρωδεί και περιπαίζει τη δημιουργία και τον άνθρωπο271.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ  ΒΙΒΛΙΟ
«ΑΜΑΡΤΙΑ: ΕΝΟΧΗ Ή ΠΕΝΘΟΣ;»

Ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα! (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)


πηγή


Μόνο η χωρίς όρια Θεϊκή παν-αγαθότης του Χριστού είχε και την αγάπη και την δύναμη να σώσει τον κόσμο. Πράγματι, με την δύναμη του Χριστού, οι ψυχικά νεκροί αναζωογονούνται, ανασταίνονται και ανυψώνονται στην αιώνια Θεϊκή ζωή, πάνω απ’ όλες τις Θεϊκές ουράνιες δυνάμεις.
Από την αρχή μέχρι το τέλος η σωτηρία είναι δώρο της παναγαθότητος του Θεού και σε καμιά περίπτωση δημιούργημα των ανθρώπινων προσπαθειών, των ανθρώ­πινων δυνάμεων και των ανθρώπινων έργων.
Όλη η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας, όλες οι ένθεες Θεανθρώπινες δυνάμεις, τις οποίες ο Κύριος έφερε σε αυτήν, και όλα τα καλά, τα αγαθά και τα δώρα που μας δώρισε με την σωτηρία, αποτελούν και την χάρη της σωτηρίας. Γι’ αυτό το ευαγγέλιο του Σωτήρα, το «σωτηριώδες» ευαγγέλιο, ονομάζεται «ευαγγέλιο της χά­ριτος του Θεού» (Πράξ. Απ. 20,24). Σε αυτή την θαυμαστή «χάρη» μας έχει φέρει (ο Χριστός) και έχουμε σταθεί με την πίστη και με τίποτε άλλο «την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει» (Ρωμ. 5,2), ούτε με τη γνώση, ούτε με την κατοχή διαφόρων πραγμάτων, ούτε με την επιστήμη, ούτε με τον πλούτο, ούτε με τα αξιώματα και τις θέσεις, ούτε με τίποτε άλλο. Και την πίστη μπορεί να την έχει ο κάθε άνθρωπος, μόνο αν θέλει, εξαρτάται δηλαδή μόνο από τη δική του καλή θέληση (Α΄ Τιμ. 1,16). Αλλά μόνο επειδή είμαστε με τον Χριστό «υπό χάριν» (Ρωμ. 6,14), γι’ αυτό και κάνουμε τον αγώνα της ελεύθερης πίστης μας, φωτιζόμενοι και ενισχυόμενοι από την χάρη. Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ευαγγελίζεται «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ’ υμών, Θεού το δώρον, ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται». Δεν υπάρχει ανθρώπινο έργο που θα μπορούσε να σώσει το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο και τον διάβολο. Μα και αν ακόμα όλα τα ανθρώπινα έργα είχαν αυτόν τον σκοπό και γίνονταν ένα τεράστιο έργο, πάλι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε,
Η σωτηρία μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, ξεπερνά όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις και όλα τα ανθρώπινα έργα. Αυτό, ολοκληρωτικά, τέλεια και με κάθε πληρότητα, είναι έργο της παν-αγαθότητας, παν-αγάπης και παντοδυναμίας του Κυρίου Ιησού Χριστού. Και έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν δίκιο να «καυχώνται» για κανένα έργο τους, είτε προσωπικό, είτε συλλογικό. Γιατί, για την σωτηρία δεν σημαίνουν τίποτε, ούτε η κουλτούρα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, ούτε η φιλοσοφία, ούτε η τέχνη.
Πράγματι, όλα αυτά είναι υπερβολικά αδύνατα, απέναντι στην τρομερή πραγματικότητα του θανάτου. Μόνο μία ανθρώπινη πράξη έχει εδώ αξία και αυτή είναι η πίστη στον Θεάνθρωπο, πίστη στο έργο της σωτηρίας, που Αυτός πραγματοποίησε και αδιάκοπα πραγματοποιεί. Συνεπώς η πίστη, είναι η συνεισφορά μας, η συμβολή μας στο έργο της σωτηρίας μας, της σωτηρίας μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Για να τελειοποιηθεί το έργο της σωτηρίας μας απαραίτητη είναι η Χάρη του Θεού.
Ο Θεανθρώπινος αγώνας του Χριστού για την σωτηρία μας, είναι χωρίς όρια, είναι τόσο τεράστιος, τόσο «μέγας» ώστε η πίστη μας να είναι πάντα μικρή, πάντα ελάχιστη, πάντα λυμφατική, για να γίνει «κατανοητός και αντιληπτός» (αυτός ο αγώνας). Γι’ αυτό και συχνά με τους Αποστόλους παρακαλούμε «Κύριε πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. 17,5) και «ενίοτε» απελπισμένα φωνάζουμε «πιστεύω, Κύριε βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9,24). Η πίστη μας σε όλες τις βαθμίδες είναι πάντα «κατά την ενέργεια του κράτους της ισχύος αυτού» (Εφεσ. 1,19). «Για να μη σε αφήσει να υπερηφανευθείς, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, κοίταξε πως σε ταπεινώνει «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι», λέγει «διά πίστεως». Ύστερα πάλι, για να μη καταστρέψει το αυτεξούσιο, πρόσθεσε και την δίκη μας συμβολή και πάλιν αναιρεί αυτήν και λέγει «και τούτο ουκ εξ’ ημών». Ούτε η πίστη, λέγει, είναι δικό μας έργο. Γιατί αν δεν ερχόταν, αν δεν προσκαλούσε, πώς θα μπορούσαμε να πιστεύσουμε; Γιατί «πώς» λέγει «πιστεύσουσιν» εάν μη ακούσωσιν;» (Ρωμ. 10,14). Ώστε, ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα. «Θεού» λέγει «το δώρον». Αλλά μήπως ήταν αρκετή η πίστη για να σώσει; λέγει. Αλλά για να μη μας σώσει χωρίς εμείς καθόλου να συμπράξουμε, για να μην είμαστε τελείως αργοί, λέγει, Ότι αυτήν (την πίστη), εζήτησε ο Θεός. Είπε, ότι η πίστη σώζει. Επειδή θέλησε ο Θεός, γι’ αυτόη πίστη έσωσε. Γιατί, ειπέ μου, πού σώζει η πίστη χωρίς έργα; Τούτο είναι δώρο του Θεού, «ίνα μη τις καυχήσεται» (Εφεσ. 2,9), για να μας κάνει ευγνώμονες για την χάρη. Τί δηλαδή; λέγει. Αυτός εμπόδισε να δικαιωθούμε από τα έργα; Καθόλου· αλλά κανένας, λέγει, δεν δικαιώθηκε από τα έργα, για να φανερωθεί η χάρη και η φιλανθρωπία του Θεού. Δεν μας απομάκρυνε, ενώ είχαμε έργα, αλλά επειδή εγκαταλειφθήκαμε από τα έργα, μας έσωσε με την χάρη, ώστε κανένας λοιπόν να μη μπορεί να καυχιέται» (Ιερού Χρυσοστόμου, Λόγος Δ’ προς Εφεσίους).
«Τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως» και αυτό δεν είναι από μας. Από μας είναι η πίστη, αλλά αιτία και πηγή της είναι ο Θεός. Γιατί αν δεν ενσαρκωνόταν Αυτός, πώς ήταν δυνατό εμείς να πιστέψουμε; Γιατί «έχει λε­χθεί» «πώς θα πιστεύσουν αν δεν ακούσουν;». Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ονομάζει την πίστη έργο Θεού. Και η πίστη είναι ακόμη δώρο Θεού, γιατί «καθ’ εαυτή» δεν μπορεί να σώσει (τον άνθρωπο) αν ο Θεός δεν ήθελε να τον σώσει. Έτσι λοιπόν, η πίστη μας είναι περισσότερο δώρο Θεού, όπως δώρο Θεού είναι και η σωτηρία «διά της πίστεως». «Ούτε από έργο μπορεί και πρέπει κανείς να καυχηθεί». Όχι γιατί ο Θεός δεν θα ήθελε να σώσει με τα έργα, αλλά γιατί κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα, αν δεν υπάρχει η πίστη. Εξαιτίας αυτού, σε καμιά περίπτωση, κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα. Λοιπόν ας μη καυχιέται» (Οικούμενιος).

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.86-89)

Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Συρία: Εκκληση του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιγνατίου για ειρήνη




Συρία: Εκκληση του Πατριάρχου Αντιοχείας  Ιγνατίου για ειρήνη
            Έκκληση SOS για τους κατοίκους της Συρίας και ειδικότερα για την μειονότητα των εκεί Χριστιανών απευθύνει ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιγνάτιος από τη Δαμασκό. Ο τρίτος κατά τα πρεσβεία Ορθόδοξος Πατριάρχης περιγράφει τη τραγική κατάσταση που υπάρχει στη χώρα του και ζητεί από τον ΟΗΕ και τους Αραβικούς Συνδεσμους να κατανοήσουν την κατάσταση, να σεβασθούν τους κατοίκους της Συρίας και να εργασθούν μαζί τους για να επικρατήσουν η ειρήνη και η σταθερότητα.
            Ζώντας για πολλούς αιώνες υπό αυταρχικά αλλόθρησκα καθεστώτα οι Χριστιανοί της Συρίας έχουν μάθει πως για να επιβιώσουν πρέπει να μιλάνε ή να γράφουν λίγο, και όταν το κάνουν να μη προκαλούν το καθεστώς.  Έτσι ο αναγνώστης των κειμένων τους πρέπει να γνωρίζει να διαβάζει και κάτω από τις γραμμές. Από την έκκληση του Πατριάρχου Αντιοχείας γίνεται φανερό πως η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τους Χριστιανούς και πως αν επικρατήσουν οι φανατικοί Μουσουλμάνοι και  δεν υπάρξει κάποια προστασία τους από τους Διεθνείς Οργανισμούς και τις Χριστιανικές και Ανθρωπιστικές Οργανώσεις θα ζήσουν καταστάσεις διωγμών που θα συγκρίνονται με αυτούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Η Δύση, η Τουρκία, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, ο καθένας για τους λόγους του, επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και προς τούτο έχουν κινήσει όλους τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς τους και τροφοδοτούν με άφθονο πολεμικό υλικό τους αντικαθεστωτικούς. Στην επιδίωξη τους αυτή καθόλου δεν  υπολογίζουν την τύχη των δύο περίπου εκατομμυρίων Χριστιανών, που τον καιρό αυτό υφίστανται τρομερούς και αιματηρότατους διωγμούς. Γι’ αυτούς πάνω από όλα είναι το Ιράν να μην έχει σύμμαχο μια χώρα που συνορεύει με το Ισραήλ και αυτό νομίζουν πως οι αντικαθεστωτικοί φανατικοί μουσουλμάνοι θα τους το εξασφαλίσουν. Τα παθήματα στο Αφγανιστάν και στο Βιετνάμ και, παλιότερα, στην Κούβα δεν τους έχουν τίποτε διδάξει. Οι αντικαθεστωτικοί θεωρούν τους χριστιανούς «συνεργάτες του καθεστώτος Άσαντ» και εφαρμόζουν ήδη σε βάρος τους ένα είδος γενοκτονίας. Ο Πατριάρχης κ. Ιγνάτιος βλέπει την κρισιμότητα της κατάστασης. Στα βαθιά του γεράματα διαπιστώνει ότι οι Χριστιανοί της Συρίας αντιμετωπίζουν για μιαν ακόμη φορά το μαρτύριο. Παλαιότερα οι δύσκολες καταστάσεις υποχρέωσαν τους Ελληνορθόδοξους της Συρίας να μεταφέρουν την έδρα της Εκκλησίας τους από την Αντιόχεια,  στη Δαμασκό. Τώρα κινδυνεύουν από τους φανατικούς αλλόθρησκους με παντελή αφανισμό.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών αναπαράγει στην ιστοσελίδα του την έκκληση του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιγνατίου,  αλλά μένει, όπως πάντα, στο θεωρητικό επίπεδο. Σήμερα όμως στη Συρία τέτοιες θεωρητικές βοήθειες δεν φτάνουν και αφήνουν αδιάφορους τους διώκτες των χριστιανών. Από την πλευρά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε «γράμμα συμπαθείας» προς τον κ. Ιγνάτιο, το οποίο είναι ένα γενικόλογο ευχολόγιο. Το Φανάρι είναι σε δύσκολη θέση, γιατί η κυβέρνηση Ερντογκάν υποστηρίζει τους αντικαθεστωτικούς, από τους οποίους κινδυνεύει η ύπαρξη του Πατριαρχείου Αντιοχείας! Από την πλευρά του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν υπήρξε ούτε γράμμα συμπαθείας, προς τους Χριστιανούς της Συρίας.  
            Το κείμενο της έκκλησης του Πατριάρχου Αντιοχείας κ. Ιγνατίου είναι το ακόλουθο:
            «Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών και Μουσουλμάνων είναι θύματα  της βίας. Τα νοσοκομεία είνα γεμάτα από τραυματίες και ο πόνος είναι χωρίς τέλος. Οι Σύριοι, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη,  έχουν το δικαίωμα να ζήσουν στη χώρα τους με περηφάνεια και αξιοπρέπεια. Κατά τους περασμένους δέκα πέντε μήνες χάσαμε μεγάλο μέρος του λαού μας και ένας μεγάλος αριθμός Συρίων αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Χριστιανοί φύγανε από πόλεις και χωριά όπου είχαν όλο τους το βιός και οι αγαπημένοι μας ιερείς υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εκκλησίες τους.
            Κάνουμε έκκληση σε όλους τους Συρίους, στο όνομα του Θεού, να αποδεχθούν ο ένας τον άλλον και να ζήσουμε ως ένα Έθνος στην αγαπημένη μας Συρία, το λίκνο προφητών και θρησκειών.
            Κάνουμε έκκληση στα Ηνωμένα Έθνη και στους Αραβικούς Οργανισμούς να κατανοήσουν και να σεβαστούν την αγαπημένη μας χώρα και να εργασθούν μαζί μας, ώστε να επικρατήσουν η ειρήνη και η σταθερότητα στη Συρία».

Ἡ μυρωδιὰ τοῦ λιβανιοῦ


Χιόνης Σπύρος



Ἦταν πολὺ κουραστικὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Εἶχε, ἐξάλλου, πολὺ καιρὸ νὰ τὸ κάνει. Θυμόταν τὸν ἑαυτό του στὸ Λύκειο, ὅταν πῆγε νὰ ἐπισκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ γιαγιά του, τὴν κυρὰ-Θοδόσαινα στὰ Τρόπαια τῆς Γορτυνίας. Καὶ τώρα, τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς, νὰ ποὺ ξαναπαίρνει τὸν ἴδιο δρόμο. Τί τὸν ἔκανε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ «Βαβυλώνα τὴ μεγάλη»; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε.

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο, πὼς πνιγόταν. Πνιγόταν ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα, τοὺς γονεῖς, ἀπ’ ὅλους. Ἔνιωθε πὼς κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει κοινωνὸς στὴν ἀναζήτησή του γιὰ πλέρια ἀλήθεια καὶ γνησιότητα. Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ χριστιανική του παρέα τὸν ἔπνιγε. Ὅλοι τους ἦταν τακτοποιημένοι, ὅλοι τους εἶχαν ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπὸ κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ ‘κεῖ. Μὰ αὐτός... Αὐτὸς ἦταν διαφορετικός.

Δὲν βολευόταν σὲ σχήματα καὶ σὲ κουτάκια. Ἤθελε νὰ βιώσει τὸν Χριστιανισμὸ ἀληθινά, ὄχι κίβδηλα. Νὰ μπεῖ στὸ νόημα παρευθὺς καὶ ὄχι νὰ καμαρώνεται τὸν εὐσεβῆ. Ἐξάλλου, τοῦ φαινόταν τόσο ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνόητο νὰ υἱοθετήσει μιὰ τυποκρατικὴ καὶ εὐσεβιστικὴ χριστιανικὴ βιωτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια του ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμφυτη τάση του γι’ ἀναζήτηση, γιὰ ψάξιμο καὶ ψηλάφηση τοῦ ἀληθινοῦ τὸν ὠθοῦσε πρὸς μιὰ ἄλλη ζωή.

Μά, πόσο δύσκολο ἦταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε πὼς εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Τὸ κεφάλι του πήγαινε νὰ σπάσει...

Πάω στὴ γιαγιά μου στὰ Τρόπαια, φώναξε μιὰ μέρα στὸ σπίτι καὶ ἀφήνοντας πίσω του φωνὲς γιὰ μαθήματα καὶ ἐξετάσεις, μήτε ὁ ἴδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στὸ λεωφορεῖο.

Καὶ νὰ ποὺ ζύγωνε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Ντάλα ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἀπὸ παντοῦ νὰ ‘ρχονται χίλιες εὐωδιὲς ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη, ἀρκαδικὴ φύση. Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἄμοιρος νὰ ρουφήξει λίγο βουνίσιο ἀέρα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ γνώριμη τσιριχτὴ φωνὴ τῆς γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ἦρθε ὁ Ἀλέκος!
Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶδε νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ πλινθόκτιστο σπιτάκι ἡ γιαγιὰ του σκουπίζοντας τὰ παχουλά της χέρια στὴν ποδιά της καὶ λέγοντας:
- Καλῶς τὸν πασά μου, καλῶς τὸν γιόκα μου, καλῶς ἦρθες, Ἀλέκο μου! Κι ἀμέσως βρέθηκε στὴν ἀγκαλιά της.

Τί ἦταν αὐτό; Σὰ νὰ μπῆκε σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, σὰ νὰ τοῦ ‘φύγε ὅλη ἡ ἀντάρα τοῦ μυαλοῦ του. Ξαφνικὰ ἀδείασε καὶ τὴν ἀγκαλίασε κι αὐτός.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, γιαγιά.
- Κοπίασε, γιέ μου, νὰ ξαποστάσεις.

 


Μόλις μπῆκε στὸ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τὸν συνεπῆρε ἡ μυρωδιὰ τῆς σπανακόπιτας καὶ τοῦ λιβανιοῦ. Σίγουρα ἡ γιαγιὰ εἶχε φουρνίσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀκόμη καὶ εἶχε λιβανίσει τὸ σπίτι τρεῖς- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Ἄ! Ὅλα κι ὅλα, ἅμα δὲν κάνω τὰ θεοτικά μου τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
- Καὶ σὰν τί λές;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ὅ,τι λέει ἡ Σύνοψη.
- Καὶ τὰ ἐννοεῖς;
- Γιέ μου, αὐτὰ εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς νὰ τὰ ἐννοήσει; Ἀλλὰ μὴ γνοιάζεσαι, σὰ δὲν καταλαβαίνω ἐγώ, νογᾶ ὁ Θεὸς καὶ βλέπει τὸν κόπο μου, νογᾶ κι ὁ Διάολος καὶ καίγεται.
- Χμ, καλὰ τὰ λές, εἶπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, νὰ σοῦ φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὴν κουζίνα, τὸ βασίλειό της.

Ὁ Ἀλέκος ἔμεινε μόνος του στὸ καθιστικό. Αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ζεστὰ ἐκεῖ, μολονότι ἤξερε πώς, ἐὰν ἔκανε τὴ ζωὴ τῆς γιαγιᾶς του σὲ τοῦτο τὸ χωριό, σίγουρα θὰ τρελαινόταν. Ἡ καημένη! Δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια της. Μέρα – νύχτα τὸ διάβαζε. Ὅταν λέει «γιαγιὰ Μαριγῶ» τοῦ ‘ρχεται πάντα ἡ ἴδια εἰκόνα στὸ μυαλό: Μιὰ γριούλα παχουλή, μὲ σφιχτοδεμένο κότσο νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα καὶ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχῶς, ἡ γιαγιὰ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ Φιλοσοφία. Θυμᾶται μιὰ φορὰ ποὺ τῆς ἀνέφερε τὸν Heidegger. Τὸν κοίταξε μὲ τρόμο στὰ μάτια καὶ εἶπε:
- Παναγιά μου, οἱ Γερμανοί, ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν Ἑλλάδα μας!

Ἡ καημένη ἦταν ἀδαής. Δὲν ἀναζητοῦσε καμιὰ ἀλήθεια. Δὲν σκοτιζόταν γιὰ καμιὰ ψυχολογικὴ σχολή.

Ὁ Ἀλέκος ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοῖχο, ἀμέτρητες εἰκόνες. Ἡ γιαγιὰ εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς οἰκογένειας.

- Γιαγιά, τί τὶς θὲς τόσες εἰκόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Καὶ πῶς θὰ παρακαλέσω τὸν Ἁγιαλέξανδρο, σὰν δὲν ἔχω τὴν εἰκόνα του; Ἄσε τὸ ἄλλο, κάθε φορὰ ποὺ γιορτάζει Ἅγιος μὲ εἰκόνα, τὸ σπίτι ἔχει πανηγύρι. Ἄσε ὅμως αὐτά, πές μου τὰ δικά σου, παλικάρι μου.

Καὶ τότε, ἄγνωστο γιατί, ὁ Ἀλέκος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ του ὅπως δὲν τὴν εἶχε ἀνοίξει ποτέ, οὔτε στὸν πνευματικό του, οὔτε καὶ στοὺς γέροντες στὸ Ἅγιο Ὅρος ὅπου βρισκόταν συχνὰ – πυκνά. Τῆς εἶπε γιὰ τὶς ἀγωνίες του, τὴ βασανιστική του πορεία γιὰ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, τὴν προσπάθεια ἐλευθερώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς συμβατικότητας καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ, ὥστε νὰ ‘ρθεῖ σὲ κοινωνία ἀληθινὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον. Τῆς εἶπε ἀκόμη γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβῆ ποὺ τὸν στοιχειώνει ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Τῆς εἶπε, τῆς εἶπε, τῆς εἶπε ... καὶ τί δὲν τῆς εἶπε. Ἀκολούθησε μία μεγάλη παύση. Ἡ κυρὰ-Θοδόδαινα ἔκανε τὸν σταυρὸ της ἀργὰ – ἀργὰ καὶ εἶπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δὲν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μοῦ τὰ λές, ματάκια μου. Καὶ θαρρῶ πὼς τὰ ‘χεις καὶ στὸ μυαλό σου μπερδεμένα. Εὐαγγέλιο διαβάζεις;
- Ὁρίστε;
- Ἐκκλησία πᾶς;
- Δὲν καταλαβαίνω ...
- Τὴν προσευχή σου τὴν κάμεις;
- Τί ἐννοεῖς, γιαγιά;
- Τὸν πλησίον σου τὸν συντρέχεις;
- Θαρρῶ πὼς δὲ μὲ κατάλαβες.
- Ἂχ παιδάκι μου, ἐσὺ ἐννοεῖς νὰ καταλάβεις πὼς τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά. Δὲ χρειάζονται πολλὲς θεωρίες μήτε ἀξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τοῦτο χρειάζεται, νὰ ξαστερώσεις ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες καὶ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ σὰν ἐκείνη τὴ γυναίκα στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ δεῖς πῶς τή λένε ... τὴν ξέχασα, δὲν πειράζει. Τὰ ἄλλα ὅλα θὰ τὰ κανονίσει ὁ Χριστός. Εἶναι δικές του δουλειές. Ἄσε Τον. Ξέρει τί κάνει.


Δὲν κάθισε πολὺ στὰ Τρόπαια, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Μιὰ – δυὸ μέρες. Ἦταν ἀρκετές. Εἶδε πράγματα ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν γιὰ πολὺ καιρό. Εἶδε τὴ γιαγιά του νὰ κάνει ἀτελείωτες μετάνοιες. Τὴν εἶδε νὰ συντρέχει τὴ χήρα μὲ τὰ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τὴν εἶδε νὰ μαζεύει στὸ σπίτι τῆς κάθε λογῆς κουρασμένο στρατοκόπο καὶ νὰ ἀποθέτει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ὁλάκερη τὴ σύνταξη τοῦ μακαρίτη. Τὴν εἶδε νὰ κοινωνᾶ τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο ὅλη τὴ μέρα. Μυστήρια τοῦ Θεοῦ!

Σὰν ἔφυγε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Ἀθήνα στριμωγμένος σ’ ἕνα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τῆς γιαγιᾶς) σκεφτόταν ὅσα ἔζησε τοῦτες τὶς λίγες μέρες. Μία μυρωδιὰ λιβανιοῦ τοῦ 'ρθε στὴ μύτη καὶ μία φωνὴ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει: «Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά».

- Λὲς νὰ 'ναι ἔτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Πώς καθιερώθηκαν σε εκκλησιαστική λειτουργική χρήση ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας.


Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.

A O Mεγάλος Παρακλητικός Κανόνας.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ό Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης έζησε σε μια εποχή πολύ κρίσιμη για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος από στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής απόψεως. Ήδη από το 1204 οι Φράγκοι είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Οι Βούλγαροι, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατατζή (πατέρα του Θεοδώρου), είχαν επεκτατικές βλέψεις στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Τα μικρασιατικά σύνορα της αυτοκρατορίας της Νικαίας ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή και επιτήρηση, με τον Σουλτάνο του Ικονίου να απειλείται από τους Μογγόλους, με αποτέλεσμα να υπάρχει  αστάθεια στην περιοχή. Επίσης, ή σκέψη να ζητηθεί  ή βοήθεια του Πάπα, με κάποια θεολογικά ανταλλάγματα, προκειμένου να επιτευχθεί  ή ανακατάληψη της Κωνσταντινούπο­λης, ήταν ένας ισχυρός  πειρασμός για την πίστη.
Στην τετραετή βασιλεία του ό Θεόδωρος, παρά το νεαρό  της ηλικίας του (πέθανε 36 ετών), έδειξε εξαιρετικά ηγετικά προσόντα. Κατάφερε να συνδυάσει την έντονη και επιτυχημένη πολεμική δράση με φιλοπρόοδη κοινωνική πολιτική. Στον τομέα, επίσης, της εκπαίδευσης έδειξε μεγάλο και έμπρακτο ενδιαφέρον. Ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία. Και μέσα σε όλα αυτά, παρουσίασε αξιόλογη συγγραφική παραγωγή• έγραψε φιλοσοφικές και θεολογικές μελέτες. Ήταν απ’ τους σοφότερους άνδρες της εποχής του. Ή μεγάλη σοφία του όμως, δεν φαίνεται τόσο στα άλλα του έργα, όσο στον κανόνα της Μεγάλης Παράκλησης.
Έκεί φαίνεται το βάθος της προσωπικότητας του Θεοδώρου, η αληθινή του σοφία, η οποία δεν συνδέεται μόνο με την ανάπτυξη και εκλέπτυνση της διάνοιας, άλλα και με την ψυχολογική και πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου.
Αναφέρεται ότι ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος είχε μία πάθηση, η οποία του προκαλούσε βαριά κατάθλιψη, και από την οποία προσευχόταν να απαλλαγεί. Μάλιστα, φαίνεται ότι κάποτε είχε παραμελήσει τον πνευματικό του αγώνα, γι’ αυτό και επαναλάμβανε συνεχώς τη φράση «εγκατέλιπόν σε Χριστέ». Οι προσευχές του, λοιπόν, έλαβαν τη μορφή Παρακλήσεως προς την Παναγία όταν γνώρισε τη Βασίλισσα της Ηπείρου, Αγία Θεοδώρα, η οποία ευλαβείτο πολύ την Θεοτόκο. Απ’ αυτήν έμαθε στις δύσκολες στιγμές, και ιδίως όταν τον κατέβαλε η θλίψη, να απευθύνεται προς την Παναγία και να την παρακαλεί να του καταπραϋνει το άλγος και να του μεταδώσει τη θεία χαρά και παρηγοριά. Στον Παρακλητικό αυτό Κανόνα «διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής…, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει ΄΄νέφη΄΄, σημειώνει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η Παράκληση του Θεοδώρου Β’ διαδόθηκε στις Ιερές Μονές της περιοχής, όπου καταρτίστηκε ως ακολουθία, και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο το Βυζάντιο ως ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις  αναγκάστηκε, λόγω της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε, να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην του ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστεί ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Β.Ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο  Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, βρέθηκε προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες του Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν  σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία του Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός  Θεοστήρικτος  έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα του Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του  Μιχαήλ ξεχάστηκαν οι διαφορές   των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το Δεκαπενταύγουστο  σαν  εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

πηγη

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...