Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2012

Η Μοναχική κλίμαξ του Γέροντος Αιμιλιανού



undefined
ΑΡΧΙΜ. ΕΛΙΣΑΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι.Μ. ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
Είναι μεγάλη και βαθιά η συγκίνησής μας που με την ευκαιρία της εκδόσεως χαριστηρίου τόμου προς τιμήν του πατρός ημών, του Γέροντος Αιμιλιανού, έχομε την ευλογία να δώσομε «ως κοινόν κτήμα», χάριν αγάπης και ωφελείας, μερικά στοιχεία, στοιχεία ζωντανής εμπειρίας και πατερικού φρονήματος, από την ζωή και την διδαχή του, ολίγα από τα πάμπολλα, όσα έγιναν ανάμεσά μας και όσα τα αυτιά μας άκουσαν.
Το εγχείρημα σε θέλγει, αλλά, καθώς το επιχειρείς, ταπεινώνεσαι. Ενώ εντρυφώντας στις διδαχές του νοιώθεις ανάπαυση, ευφροσύνη στην ψυχή σου, υιοθεσία θεϊκή και επιθυμία Θεού, εν τούτοις όταν αγωνίζεσαι να διατύπωσης αυτά, αισθάνεσαι την ευτέλεια και την πτωχόνοιά σου. Αντικρίζεις μπροστά σου μακρύ δρόμο, τον δόλιχον της θαυμαστής διαγωγής των αγίων πατέρων, και βρίσκεσαι να περιπατείς επί τα ίχνη «των την ουράνιον πολιτείαν εθελοντών κατορθείν και την εις βασιλείαν ουρανών άγουσαν βουλομένων οδεύειν οδόν».

Όντως έτι και έτι νοιώθαμε πτωχοί και πένητες να διαχειρισθούμε την βαρύτιμη κληρονομιά του Γέροντος, συστελλόμενοι φόβω μπροστά στο πνευματικό βάρος της βιοτής του και στην απόπειρα να ψηλαφίσομε πράγματα ανώτερά μας.
Έχοντας όμως ως σκέπη την πατρική ευλογία του και ως βακτηρία την επίμονο παρότρυνση των αδελφών και πατέρων συμμοναστών μου, θα ανέλθωμε για να συλήσωμε τρόπον τινά το θεόκτιστο σπήλαιό του και να προσφέρομαι τους θησαυρούς του.

Η όλη άσκησης μοιάζει με ιχνηλασία δυσπρόσιτων τόπων, με αθωνική ανηφορική οδοιπορία, με ανάβαση βιβλικής κλίμακος. Αλλά μήπως η ίδια η ζωή του Γέροντος δεν είναι μία ιχνηλασία, μία ανάβασης, μία κλίμαξ;
Πως είδαμε λοιπόν εμείς την πορεία του Γέροντος Αιμιλιανού; Ας ιστορίσομε με αδρές γραμμές αυτή την εικόνα.

1. ΜΥΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΑΝΟΔΟΥ
«Κλίμακι προσέοικεν η άσκησις», λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος υπήρξε βάσης και αφετηρία και αναγωγική έλξης της πνευματικής πορείας του Γέροντος.
Βλαστός της αγιοτόκου Καππαδοκίας και αυτός, «μύστιν έχων ψυχήν ουρανίης ανόδου», ανατραφείς με τα παραδοσιακά ήθη των δημοδιδασκάλων παππούδων του, στο ιδιωτικό παρεκκλήσιο των οποίων «λειτουργούσαν» συχνά οι Τρεις Ιεράρχαι, ο μικρός Αλέξανδρος ακτινοβολούσε καθαρότητα ψυχής και πνεύματος. Η εκ παιδός αγάπη και ο θαυμασμός του προς τον ουρανοφάντορα Ιεράρχη τον είλκυσαν από πολύ νωρίς προς μία ζωή υπεράνω των συνήθων μέτρων. Η κατανόησης της μοναχικής κλήσεως και η βαθιά άρνησης της φύσεως προς επιτυχία των υπέρ φύσιν, τον κατέστησαν κοινωνό του αγίου και οριοθέτησαν τον σκοπό της κοινοβιακής ζωής και τάξεως.
Τότε, στην πρώιμη εκείνη εποχή, αναζητώντας ζωντανές μαρτυρίες της κατά Θεόν ζωής, επισκέφθηκε τον παπα-Εφραίμ, τον ερημίτη των Κατουνακίων, για να τον ερωτήσει περί νοερός προσευχής. Ο Γέρων Εφραίμ δίσταζε ν’ Ανοίξη τους θησαυρούς της καρδίας του, εάν πρώτα δεν ελάμβανε «πληροφορίαν» από την Παναγία. Εκείνος αναχώρησε. Ο παπα-Εφραίμ, όπως συνήθιζε, αποσύρθηκε σε προσευχή και αναπαύθηκε έπ’ αυτόν το πνεύμα του, ώστε να δεχθεί τον πατέρα Αιμιλιανό ως «άλλον Βασίλειον». Από τότε συνάφθηκε ο άρρηκτος πνευματικός δεσμός των δύο πατέρων.
Λίγο αργότερα τον ακούσαμε εμείς κηρύττοντα στην Μητρόπολη των Τρικάλων. Την αλησμόνητη εκείνη πρώτη εντύπωσή μας την αναγνωρίσαμε αργότερα στα λόγια του οσίου Εφραίμ: «ακήκοα φωνής και είπε προς με ιδού εν τω οίκω μου το βασιλικόν σκεύος. Και αναστάς κατέλαβαν τον ναόν του Υψίστου, και ειδον εις τα άγια των αγίων το σκεύος της εκλογής λαμπρώς τεταννυμένον έμπροσθεν του ποιμνίου, λόγοις θεοπρεπέσι πεποικιλμένον, και πάντων τους οφθαλμούς αύτω ατενίζοντας».
Ήδη στις πρώτες οικογενειακές συνάξεις της τότε νεοπαγούς αδελφότητός μας στο Μεγάλο Μετέωρο, μας ανέπτυσσε με μια θεία γαλήνη και γλυκύτητα τα «περί του Αγίου Πνεύματος» του Μεγάλου Βασιλείου, διαπλάθοντας με πολλή σοφία «εραστάς δογμάτων Χριστού».
Έτσι, όχι απρόσωπα κινούμενος από κάποια ιδανικά, ή για να εφαρμόσει κάποιες αντιλήψεις περί μοναχικής ζωής, αλλά από την βασιλειανή πνοή εμπνεόμενος -«εγώ σε πνέω μάλλον ή τον αέρα», όπως θα έλεγε ο φίλος Γρηγόριος- και «προσλαμβάνων κέντρον και βέλος πυρός και ζήλον εν καρδία» φλέγεται να ακολουθήσει τον Χριστό με τον τρόπο που τον ακολούθησε, αγάπησε, λάτρευσε και δόξασε το «βασίλειον άγαλμα», το «σκεύος το βασιλικόν».

2. Η ΛΕΛΗΘΥΙΑ ΑΝΑΒΑΣΙΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
«Όταν ήμουνα μικρός» -μας έλεγε κάποτε ο Γέροντας- «επειδή και ο χαρακτήρας μου ήταν ζωηρός, η γιαγιά μου -μετέπειτα Ευταξία μοναχή- ως δασκάλα που ήταν, μου θύμιζε συχνά: Αλέξανδρε, όσο θα σιωπάς, τόσο θα φωνάζει μέσα σου ο Θεός”. Έτσι απλά έμαθα από πολύ μικρός να σιωπώ, για να αφουγκράζομαι την φωνή του Θεού».
Στο απλοϊκό αυτό μάθημα ήλθαν βεβαίως, σαν πάνω σε γερό υπόβαθρο, να προστεθούν τα εντάλματα της χάριτος• οι λόγοι των θεοφόρων Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, τους οποίους ο Γέροντας είχε το σπάνιο προνόμιο, αλλά και χάρισμα, να μελετά και να κατανοεί από νηπιακής ηλικίας. Έτσι, πριν ακόμη αρχίσει να πηγαίνει στο Σχολείο, η καθαρά του ψυχή είχε απορροφήσει όλα τα κυκλοφορούντα την εποχή εκείνη πνευματικά βιβλία• τον Ευεργετινό, την Κλίμακα, το Γεροντικό.
Ασφαλώς θα είχε αναγνωρίσει την άσκηση, που με παιδική αφελότητα εκτελούσε, στα διακριτικά λόγια του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου: «σιωπή εν γνώσει, μήτηρ προσευχής λογισμών επίσκοπος- παρρησίας έχθρα• ησυχίας σύζυγος• φιλοδιδασκαλίας αντίπαλος• αφανής προκοπή• λεληθυΐα ανάβασις» (=ανεπαίσθητος πνευματική ανάβασις).
Σιωπηλά λοιπόν και αθόρυβα ετελεσιουργείτο στο βάθος της ψυχής του «η συμπλήρωσης του λόγου» κατά Βασίλειον. Διότι ο Γέροντας έλαβε από τον Θεό και χάρισμα λόγου, σπανίας δυνάμεως και κάλλους. Γνώριζε όμως «λόγου μέτρα και σιωπής», ώστε να μπορεί να καρποφορεί «ώσπερ εύλογον σιωπήν, ούτω και λόγον ένθεον».
Και όταν άρχισε ο Θεός να του στέλνει ανθρώπους, όπως έλεγε ταπεινοφρονών, για να τους βοηθήσει, εμιμείτο και σ’ αυτό τον ελλογιμώτατο Βασίλειο, νομοθετούντα στους αρχαρίους την έλλογο άσκηση: «πρώτον πάντων σπουδάζειν προσήκει περί την του λόγου χρήσιν μη αμαθώς έχειν, άλλ’ ερωτάν μεν αφιλονείκως, αποκρίνεσθαι δε αφιλοτίμως, μη διακόπτοντα τον προσδιαλεγόμενον όταν τι χρήσιμον λέγη, μηδέ επιθυμούντα τον εαυτού λόγον επιδεικτικώς παρεμβάλλειν, μέτρα ορίζοντα λόγω και ακοή, μανθάνειν δε ανεπαισχύντως και διδάσκειν ανεπιφθόνως…».
Η σιωπή, μας έλεγε αργότερα, είναι η μόνη φωνή της έρημου του μοναχού. Μία τελεία σιωπή στο περιβάλλον του, μία τελεία σιωπή μέσα στην ψυχή του, μέσα στο πνεύμα του, μέσα στην καρδιά του. Μόνον ένας σιωπηλός άνθρωπος μπορεί να εικονίζει αληθινά τον Θεόν και ο μοναχός είναι ο τέλεια σιωπηλός. Αύτη η σιωπή του μοναχού είναι η αιώνια κραυγή του ενώπιον του Θεού.

3. ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
Ο Γέροντας ακτινοβολούσε από χαρά όταν διαπίστωνε σε κάποιον νέον άνθρωπο ένα σπινθήρα έστω ησυχαστικού πόθου και μεριμνούσε ακούραστα για να του εξασφαλίσει τις δυνατές συνθήκες μιας ησυχαστικής βιοτής. Την μόνωση την θεωρούσε σαν μια προϋπόθεση ζωής, που δεν μπορεί να εκλείψει ποτέ από τον άνθρωπο, τον οποίο έκτισε ο Θεός έτσι, ώστε να μπορεί κατ’ ιδίαν να διαλέγεται μετά του Δημιουργού του. Αυτή η μόνωσης τον καθιστά δυνατόν να γίνεται τρόπον τινά ισόθεος• να μπορεί δηλαδή κατά μία, κατά χάριν, ίση μοίρα να συνομιλεί με τον θεό ενώπιος ενωπίω.
Αλλά την μόνωση, έλεγε η Εκκλησία μας, δεν την έθεσε ποτέ μακράν της κοινότητος. Η κοινωνία είναι το σκαλοπάτι που ανεβάζει τον μοναχό στη ζωή της μονώσεως, η οποία με την σειρά της είναι μία τελεία πλέον κοινωνία με τον θεό.
Εντεύθεν πίστευε ότι κάποιος που δεν μπορεί να ζήση μέσα στην κοινωνία, σημαίνει ότι είναι ένας ασθενέστατος άνθρωπος, ανίκανος να βιώσει όχι μόνο τα κοσμικά, αλλά πολύ περισσότερο και τα πνευματικά.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει στην κοινωνική μας ζωή να είμαστε επιτυχημένοι. Εάν αποτύχομε στην κοινωνική σχέση με τους αδελφούς μας, δεν θα μπορέσομε ποτέ να συνάψομε κοινωνία ούτε με αγίους, ούτε με αγγέλους, ούτε με την Αγία Τριάδα.
Την αυταπάρνηση, την κένωση της ιδίας υπάρξεως, η οποία μας καθιστά ελκυστικότατους και στον θεό και στους ανθρώπους, την ονόμαζε «αιχμαλωσία της αγάπης» και την εστίαζε κυρίως στην καθημερινή πρακτική διακονία.
Ανάμεσα στα βιβλία, από τα οποία ερμήνευε στις συνάξεις της αδελφότητας, υπήρχε και κάποιο, το οποίο και μόνο από την γλυκύτητα, με την οποία ο Γέροντας το ξεφύλλιζε, καταλαβαίναμε ότι σίγουρα θα περιέχει κάτι σπάνιο και ξεχωριστό. Ήταν οι αρχαίοι Κανονισμοί των Μεγάλων Καθηγητών του μοναχισμού, Αντωνίου και Παχωμίου, πάνω στους οποίους ο Γέροντας θεμελίωσε και οικοδόμησε όλο το συγκρότημα των μοναστηριών του.
Διάβαζε λοιπόν πέντε λέξεις από τον βίο ή τον Κανονισμό του Μεγάλου Παχωμίου και σαν να άρπαζε πυρκαγιά ένα ολόκληρο δάσος, άρχιζε να λέγει: Η μοναχική μας εργασία δεν είναι δουλειά κοινωνικής συμβάσεως, ούτε απλώς ένα μέσο βιοποριστικό.
Είναι προ πάντων το εργαλείο, το οποίο παρέχει ο Θεός στα χέρια μας, για να μπορέσομε να ανοίξομε τον ουρανό. Είναι μία καρδία μεταδίδουσα στον οργανισμό τη δυνατότητα του βιούν όχι μόνο κατ’ άνθρωπον, αλλά και κατά Θεόν. Το διακόνημα, μας καθιστά ικανούς να αγαπώμεν τον Θεόν, γι’ αυτό και οι Πατέρες το ονομάζουν «σαγήνην αρετών». Θυμηθείτε τον όσιο Παλάμωνα και τον Παχώμιο, ανέβαζαν και κατέβαζαν πέτρες για να μπορέσουν να συνηθίσουν την αγρυπνία. Ήταν μία πνευματική διακονία αυτό, κι ο ένας ταυτοχρόνως υπηρετούσε τον άλλο για την έξι της αγρυπνίας.
Και παρατείνονταν μέχρι αργά οι κατηχήσεις αυτές• οψίας δε γενομένης, ο Γέροντας, απέλυε την σύναξη, διότι «ήσυχου σιγής περιεχούσης τα πάντα και νυκτός μεσαζούσης», άρχιζε η πρόσκλησης και ο ερχομός του παντοδυνάμου Λόγου για να διαυγάσει το
φως το αληθινόν.

4. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ
Όταν άρχισε να σχηματίζεται στα Μετέωρα ο πρώτος κύκλος γύρω από τον Γέροντα, εκείνος είχε ήδη απηρτισμένη την πνευματική του προσωπικότητα. Γι` αυτό και τα θέματα, τα οποία ανέπτυσσε στις συνάξεις μας, ήσαν ενδεικτικά των αναβάσεων, τις οποίες «διέθετο εν τη καρδία του».
Μας είχε τότε αναλύσει, σε διαδοχικές αλησμόνητες συνάξεις, το βιβλίο του προφήτου Αββακούμ. Τι παράξενα λόγια! Αλλά και τι παράξενη δύναμη μας μετέδιδαν! Με την ανάλυση του Γέροντα, όλα αποκτούσαν έναν φυσικό ρυθμό και ειρμό και έμοιαζαν τόσο οικεία, τόσο ειπωμένα ακριβώς για μας, που αρχίζαμε τότε την μοναχική μας ζωή.
Επί της θείας φυλακής του προφήτου Αββακούμ ιστάμενος δια βίου, αναζητούσε πάντοτε τον τόπο του απόκρυφου, του σκότους, του μυστηριακού γνόφου, όπου μπορεί κανείς να κρύπτεται από τα όμματα πάντων και να ζει μόνος στον μυστικό του περίκοσμο, εν μέσω άγιων και αγγέλων. “
Η νύχτα, έλεγε, είναι ο χώρος μέσα στον οποίο βυθίζεται και ζει αληθινά ο μοναχός. Η νύχτα έχει μια πολύ μεγάλη σημασία, διότι είναι η ώρα και η τόπος των μυστικών συναντήσεων, η βίωσης του πόνου και του αγώνος μας, είναι και το σκοτάδι των ψυχών μας και η ελπίδα του φωτός μας. Η νύχτα είναι μια μετωπική συνάντησης με τον εαυτό μας, ο οποίος δεν είναι παρά μια γύμνια και μια φτώχεια. Την νύχτα δεν υπάρχει κάποιος να του μιλήσεις, δεν υπάρχει ο φίλος, η κάποια ανάπαυσις του άλλου, δεν υπάρχει ο έπαινος, ή και η αντίδρασης, που και αυτή είναι μία αγάπη. Σαν να είναι ένας χώρος γυμνός από δένδρα και βλέποντας αυτή την ατέρμονα διάσταση σε πιάνει απελπισία. Γι’ αυτό και πολλοί δεν έχουν το σθένος και την αντοχή και την μαρτυρική επιμονή και υπομονή να προχωρήσουν αυτό το αγώνισμα της νυκτός.
Μέσα λοιπόν στον ατέρμονα ορίζοντα της νυκτός εδαπανάτο μαρτυρικώς ο Γέροντας για να απλώνει τις πνευματικές του ρίζες, να πιάνεται από τον Θεόν και να ανέρχεται από δυνάμεως εις δύναμιν το ευσκιόφυλλον του δένδρον.
Την νυκτερινή αγραυλία και αποσκόπευσι του ουρανού, ένοιωθε ταυτοχρόνως και ως υψίστη αποστολή έναντι του πληρώματος της Εκκλησίας.
Οι αγρυπνούντες μοναχοί, έλεγε, είναι η φωνή της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εύχεται «υπέρ των εν νυκτί βοώντων», αλλά και εύχεται δια «των εν νυκτί βοώντων»• εμπιστεύεται δηλαδή στους μοναχούς τις προσευχές της. Σε μας εμπιστεύεται «τας φυλακάς της». Εάν λοιπόν η Εκκλησία μας υψεί τόσο πολύ και μας έχει στο ιδιαίτατο μέρος του τείχους της, του πύργου, της βαρέως, όπως λέγει ο προφήτης, τότε δεν μπορούμε εμείς να εφησυχάζομε, παρά να αγραυλούμε και να αγρυπνούμε γι’ αυτόν τον ουρανό, για τον οποίο έχομε κληθεί.

5. ΕΝ ΠΥΛΗ, ΚΑΡΔΙΑΣ
«Το τίμιον σκεύος της ψυχής εν πολλή βαθύτητι τυγχάνει, ως που φησιν Άβυσσον και καρδίαν αυτός έρευνα. Και αυτή δε η χάρις νομήν λαμβάνει εν τη ψυχή και έως των (Βαθύτατων αυτής μερών και διαλογισμών ερριζούται, έως ου όλη η ψυχή περιληφθεί υπό της επουρανίου χάριτος, λοιπόν βασιλευούσης εν αύτω τω σκεύει». Είναι από τον άγιο Μακάριο, είπε ο Γέροντας, αφού πρώτα έκανε την ευχαριστία της εξ οσπρίων και ελαίων μοναστηριακής μας τραπέζης. Συνήθιζε τότε, μετά το ολιγόλεπτο όχι γεύμα, αλλά απλώς σκάλισμα του φαγητού του, να μας διαβάζει κάτι πατερικό.
Ήθελε να μεταδώσει και σε μας την βαθεία εσωτερική του ζωή, ή τουλάχιστο την επιπόθησί της. Ζητούσε πάντοτε να εργαζώμεθα στο μυστικό βάθος της ψυχής, και τ΄άλλα πάντα προστεθήσεται ημίν.
Έτσι, χωρίς να συνειδητοποιούμε τότε την μεγίστη δωρεά του Θεού, καθημερινό μας εντρύφημα ήταν οι ασκητικοί και νηπτικοί Πατέρες, στους οποίους ο Γέροντας με μία θαυμαστή άνεση και οικειότητα μας μυσταγωγούσε.
Ιδιαιτέρως επέμενε στο θέμα της νήψεως, την οποία ταύτιζε με την μοναχική και αποστολική μας κλήσι, την πράξι μας και την ζωή μας• την ονόμαζε δε «αναπνοή» μας. Όπως αν προς στιγμήν, έλεγε, σταματήσωμε να αναπνέομε, ο ζωτικός αήρ δεν εισέρχεται μέσα μας και αποθνήσκαμε• έτσι και αν για μία στιγμή λείψει από τον νουν μας η νήψις, σημαίνει ότι σταματάει η είσοδος του ζωαρχικού άνεμου, του άγιου Πνεύματος• και κινούμεθα σε μία ατμόσφαιρα πνικτική, που πολύ απέχει από του να είναι χαρισματική και αποστολική, και η οποία μας στερεί την χαρά, την άνεση, την ειρήνη, την βεβαιότητα της ζωής μας.
Συναφώς δε, πάλιν και πολλάκις επανερχόταν με ποικίλα παραδείγματα στο θέμα της «αλλοτριότητος» των λογισμών: Περιπίπτομε, έλεγε, σ’ ένα είδος πνευματικού λήθαργου και νομίζομε ότι επικίνδυνοι λογισμοί είναι μόνον οι λογισμοί της αμαρτίας. Οι Πατέρες όμως τονίζουν ότι είναι τελείως αλλότριο πράγμα οι λογισμοί, αν και εμείς τους νοιώθομε ότι είναι δικοί μας. Είναι αλλότριοι και του Θεού, στον Οποίο ανήκει ο ναός της καρδιάς και του ιδίου του εαυτού μας. Πρέπει να είμεθα ελεύθεροι από κάθε λογισμόν όταν προσευχόμεθα, ώστε να παριστάμεθα ημείς αυτοί ενώπιον του Θεού. Αφ’ ης στιγμής μπαίνει λογισμός, διασπάται η ενότητα της προσευχής, καταργείται η παράστασής μας και αυτό που καταλαμβάνει μίαν θέση ενώπιον του Θεού είναι ο λογισμός.
Και δεν παρέλειπε ασφαλώς να υποδεικνύει τον πονηρό δάκτυλο, ο οποίος κινεί όλον αυτόν τον συρφετό: Πάσα φαντασία, πάσα ροπή η οποία ζει ακόμη μέσα μας, πάσα κατάφασης μιας στιγμής, η οποία δεν ανήκει στην αιωνιότητα, είναι προβολή και υποβολή ενός όντως, διότι το κακό δεν έχει ουσία και οντότητα, κι επομένως πρέπει από κάπου να προέρχεται. Γι’ αυτό και οι Πατέρες πάντοτε το απέδιδαν στο πονηρό πνεύμα, το οποίο στην ενέργεια του μας είναι «συμπαθέστατον»• πάντοτε μας περιβάλλει με μίαν αγάπησι φαινομενική βεβαίως. Εισηγείται μέσα στο μυαλό μας και στην καρδιά μας «δεξιοστρόφως»
Αλλά οι αναλύσεις και ερμηνείες του Γέροντος πάνω σε νηπτικά θέματα, θα προσέθεταν ολόκληρο τόμο στους ήδη υπάρχοντας της Φιλοκαλίας.

6. ΑΕΙ ΦΙΛΟΠΟΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΙΝ
«Μην αγνοήσεις, αγαπητό μου παιδί, το μέτρον της χάριτος. Επίφθονος τω πονηρώ γεγονώς δια την καθαρότητα, μη πάλιν σεαυτόν ελεεινόν κατάστησες δια της αμαρτίας• μη τω αγαθών περιχαρείς και υψωθείς άμετρα, καταπέσεις εν τω επαρθήναι’ αεί φιλοπόνει την κάθαρσιν, αναβάσεις εν τη καρδία τιθέμενος• και ης έτυχες κατά δωρεάν-αφέσεως, ταύτην επιμέλεια συντήρησαν ίνα το μεν αφεθηναί σοι παρά Θεού, το δε συντηρηθήναι και παρά σου γένηται».
Ο Γέροντας ίστατο στην Ωραία Πύλη του Καθολικού της Σιμωνόπετρας. Το σεπτό πρόσωπο του, από χλωμό και ιλαρό λόγω της ολονυκτίου αγρυπνίας του -όπως το συνήθιζε πάντοτε όταν επρόκειτο να κείρει μοναχό- είχε μεταμορφωθεί κατά την Θείαν Λειτουργίαν σε μία αγγελοπρεπή φαιδρότητα• και τώρα, προσφωνώντας τον κειρόμενο με τα παραπάνω λόγια Γρηγορίου του Θεολόγου, προσελάμβανε είδος πύρινο.
Πάντοτε στις κούρες αποκαλύπτετο ένας άλλος, βαθύτερος Αιμιλιανός, πυρ πνέων και ένας άλλος λόγος, ανερχόμενος από βαθύτερα ταμιεια των πατρικών του είτε σπλάγχνων είτε εγκάτων, προκαλούσε «τον φόβον και τον έλεον». Στις περιπτώσεις αυτές φαινόταν και κάπως ευρύτερα το πόσο ο Γέροντας έπασχε τα θεία, και πόσο έπασχε για τα παιδιά του. Ήτο πάσχουσα και μαρτυρική η αγάπη του προς τον Θεό και τους ανθρώπους.
Ήταν οι καλύτερες ευκαιρίες αυτές για να αναθεωρήσει κανείς, είτε μοναχός είτε λαϊκός, την προσωπική του ζωή και την σχέση του με την Εκκλησία και με την αγιότητα. Καταλάβαινε κάτι από το υψηλό επίπεδο στο οποίο ζούσε ο Γέροντας και αποφάσιζε να βάλει αρχή, να μετανοήσει. Ενώ ο Γέροντας, λαμπάδα καιγόμενη μπροστά στο λαό του Θεού, συνέχιζε: «Κανένας μας δεν γεννήθηκε για άλλο λόγο, παρά για να εξαγγέλλει την αγάπη και την μεγαλειότητα του Θεού. Λαμβάνοντες κούρα αγαπητό μου παιδί, αποκαθιστάμεθα εις έναν έτερο κόσμο και όχι στον δρώμενο. Ως μοναχοί στον κόσμον αυτόν είμεθα ξένα δράματα. Θα πρέπει οι ενέργειές μας να είναι απόρροιες του Θεού, να είναι θεοειδεiς ενέργειες, οι οποίες φθάνουν εις ένα βάθος, εις ένα ύψος, εις μίαν δύναμη, εις μίαν ζωηρότητα, εις μίαν απολυτότητα».
Έκανε μια μικρή παύση και με αλλοιωμένη φωνή συνέχισε:
«Η Παναγία μας εισήλθε στο άδυτο του ναού για να ανατραφεί, να παιδαγωγηθεί, να πληροφορηθεί, να ωριμάσει, να καλλιεργηθεί, να φθάσει στο σημείο που την θέλει ο Υιός της, που την θέλει ο Πατήρ ο ουράνιος, που την θέλει η ίδια η Εκκλησία.
»Αυτή είναι και η δική μας αποστολή μέσα στο μοναστήρι: να παραμένομε, όπως η Παναγία, σε συγκεκριμένο τόπο, με συγκεκριμένο τρόπο, “καθήμενοι”, για να ελκύομαι το πρόσωπο του ουρανίου Πατρός.
»Αφ’ ης στιγμής εκάρημεν μοναχοί μοιάζομε σαν το ζυμάρι που το βάλανε επάνω στην πυρά και αρχίζει πλέον να δέχεται θερμότητα μέχρι να καταστεί άρτος. Εν συνεχεία ο άρτος να γίνει πρόσφορο και αυτό να γίνει σώμα Χριστού. Αυτή η τελείωσης, που είναι ένας ολόκληρος αγώνας σκότους και φωτός, καταχθόνιων και ουρανίων, θανάτου και ζωής μέσα στη Θεία Λειτουργία, αυτός ο αγώνας πρέπει να γίνει και στην προσωπική μας λειτουργία, ώστε να “τελειώσωμε” το δώρο μας».

7. ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΗΤΤΩΜΕΝΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ
Όσο περισσότερο το δωρηθέν τω Κυρίω τελειούται, τόσο δραματικότερος γίνεται ο αγώνας της τελειώσεως. Και ήδη στην κορυφή της μικρός μας κλίμακος αναχθέντες, πρέπει μετά πάσης ευλάβειας να προσβώμεν στον ιερό αυτό χώρο.
Ο Γέροντας τα τελευταία χρόνια συνείχετο από τον αγώνα και την αγωνία της τελειώσεως. Έτρεχε αγαλλομένω πόδι προς την «τελείαν των τελείων ατέλεστον τελειότητα»• δια μιας τελειώσεως όμως μαρτυρικής, περί της οποίας ο ίδιος ο Κύριος έλεγε: «βάπτισμα έχω βαπτισθήναι και πως συνέχομαι έως ου τελεσθεί».
Οριστικά και αποφασιστικά δ Γέροντας είχε στηριγμένο το πρόσωπο προς την άνω Ιερουσαλήμ και δεχόταν ταπεινώς τη μαρτυρική του πορεία. Αλλά ποιος μπορεί να εξιχνιάσει τους κόσμους που κινούνταν αυτή την εποχή εντός του; Ποιος μπορεί να διαζωγραφήσει τα μεγάλα κινήματα του νοός του;
Ο ίδιος παλαιότερα έλεγε προβλεπτικώς, ότι σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο, κριτήριο πλέον της υπάρξεως του μοναχού είναι το κατά πόσον δύναται «τω νοϊ προϊέναι τω Θεώ». Κατά πόσον δια του νοός -διότι νοερά είναι η κοινωνία μας με τον Θεό- μπορεί να προχωράει μέσα στα άβατα του Θεού, τα οποία άβατα τα έχει για να μπαίνομε μέσα εμείς. Και τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας του τα κρατάει, για να γινώμαστε εκπορθηταί των θυρών εμείς και να έχομε την χαρά ότι εγενώμεθα δεκτοί μέσα σ’ αυτά. Για να έχομε κάτι, το οποίο θα μπορεί να υποκινεί την πνευματική μας υπερηφάνεια, τουτέστι τον ζήλο του Θεού. Για να μας υποκινεί στο να εισχωρούμε νοϊ στην ζωή του Κυρίου.
Το να εισέλθεις και να εισέρχεσαι στην εν Χριστώ κεκρυμμένη ζωή, στον μυστικό χώρο όπου άγγελοι και μοναχοί αμιλλώνται στην ανάβαση της ιεράς Κλίμακος, απαιτεί τιτάνιον αγώνα και πάλη, ισοσθενή εκείνης του πρώτου μύστου της ουρανοδρόμου ζωής, του πατριάρχου Ιακώβ.

Ο Γέροντας λάτρευε τον πατριάρχη και τον είλκυε ιδιαίτερα η γεμάτη προφητικό μυστήριο ζωή του. «Επαινώ την Ιακώβ κλίμακα» -έλεγε με τον μυστηπόλο Γρηγόριο- «και την στήλην ην ήλειψε τω Θεώ και την προς αυτόν πάλην ή τις ποτέ ην οίμαι δε του ανθρωπείου μέτρου προς το θείον ύψος αντιπαρέκτασις και αντίθεσις, όθεν και άγει τα σύμβολα της ηττωμένης γενέσεως».
Ο ίδιος αποσιωπώντας εν γένει τα προσωπικά του βιώματα, κρυβόταν πάντοτε πίσω από τον Ιακώβ, και όλος ηλλοιωμένος περιέγραφε τον αγώνα του να ευλογηθεί από τον Θεό. Πάντοτε δε, τις δεκάδες φορές που αναφερόταν στην πολυσήμαντη αύτη συμπλοκή, την παρουσίαζε σαν πρότυπο βαθείας μοναχικής εμπειρίας. Και από υπέρμετρη αγάπη ακολούθησε αυτήν την οδό.

Σήμερα, μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το πύρινο στόμα έχει αποσυρθεί στην αγαπημένη παιδιόθεν σιωπή του• ο δυναμικός Γέροντας που ανόρθωσε χιλιάδες ψυχές φέρει επάνω του «τα σύμβολα της ηττωμένης γενέσεως», αλλά και την θεϊκή ευλογία και χάρι, την οποία αφειδώς διανέμει καθ’ εκάστην στα παιδιά του, στα μοναστήρια του, στον μοναχισμό, στην τροφό αγία μας Εκκλησία.
Σύμφωνα λοιπόν με την «ψιλήν γνώσιν μας», όπως θα έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, «ως ου σοφός αρχιτέκτων, κλίμακα αναβάσεως του Γέροντος πεπελέκηκα», ως ελάχιστο αντίδωρο ευγνωμοσύνης και μικρό εγχείρημα ψηλαφήσεως σημείων της πνευματικής του πορείας για την κατάκτηση της ποθητής «πόλεως»• την φερέπονο και ζείδωρο άσκησι, την ηδύλαλο σιωπή, την ταπεινοποιό διακονία, την αγνιστική αγρυπνία, την ευκτική νήψι, την τελειοποιό κάθαρσι, το κενωτικό πάθος και καινοποιό’ και στην κορυφή την θείαν αντίληψη της δεξιάς του Υψίστου, την οποία τείνει με χαρά και αγάπη και ευαρέσκεια για να μας εισαγάγει στην βασιλεία Του.

Δεύτε αναβώμεν προθύμως.

Βιβλιογραφία.
Σύναξης ευχαριστίας. Χαριστήρια εις τιμήν, του γέροντος Αιμιλιανού.
Εκδόσεις Ίνδικτος 2003.

Ὁ Χριστὸς καὶ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης





Ὅσο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀποκτᾶ τὴ δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα.

Ὅσοι βλέπουν τὸν ἄνθρωπο ρομαντικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μεταθέτουν τὸ κακὸ ἀπὸ τὰ πρόσωπα στὴν κοινωνία, γι’ αὐτὸ καὶ πρεσβεύουν ὅτι ἡ βελτίωση τῆς κοινωνίας θὰ φέρει καὶ βελτίωση τῶν προσώπων. Ἀλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι χωρὶς νὰ ἀρνούμεθα τὴ σημασία τῆς κοινωνικῆς ἐπιδράσεως στὰ πρόσωπα, δίνουμε τὴν προτεραιότητα στὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς Θ. Χάριτος.

Εἶναι μεγάλη πλάνη νὰ θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία χωρὶς νὰ ἀγωνισθοῦμε, νὰ ἀλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας. Εἶναι τουλάχιστον ἀφελὲς νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀλλαγὴ μερικῶν κοινωνικῶν θεσμῶν θὰ φέρει καὶ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων χωρὶς μετάνοια.

Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος κάνει ἄρρωστες κοινωνίες καὶ οἱ ἄρρωστες κοινωνίες ἀρρωσταίνουν χειρότερα τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ νὰ θεραπεύουμε τὶς κοινωνικὲς ἀρρώστιες χωρὶς νὰ θεραπεύσουμε τὴν προσωπικὴ ἀρρώστια, ἀποτελεῖ μετάθεση τοῦ προβλήματος, ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης, ὑπεκφυγὴ ἀπὸ τὴ μετάνοια, κατάφαση στὸν ἐγωισμό μας, ἀπροθυμία νὰ δοῦμε τὸν πραγματικό μας ἑαυτό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριος ἔθεσε τὴν προσωπικὴ μετάνοια σὰν προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴ Βασιλεία Του.

Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ παραγνωρίζεται τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου στὴ διάλυση τῶν προσώπων καὶ τῶν κοινωνιῶν καὶ στὴν ἐπικράτηση τοῦ κάκου. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ἁπλούστευση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία φανερώνεται ἡ ἔκταση τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν σὲ πρόσωπα καὶ κοινωνικὲς καταστάσεις καὶ ἡ ἀνάγκη ἀγῶνος κατὰ τοῦ διαβόλου, ἀποταγῆς καὶ ἐξορκισμοῦ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἔργο τῶν χαρισματούχων ἱερωμένων μοναχῶν καὶ λαϊκῶν εἶναι ἡ διάκριση τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ μὴ πέφτει ὁ Χριστιανὸς στὶς παγίδες ποὺ τοῦ στήνει ὁ πονηρός, ὅταν ἐμφανίζεται μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ καλοῦ.

Τονίσαμε τὴ δύναμη τῶν ἀντιθέτων ἀντιευχαριστιακῶν καὶ ἀντικοινωνικῶν δυνάμεων ὄχι γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀδυναμία ὑπερνικήσεώς τους, ἀλλὰ τὴν ἀνάγκη νὰ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τὸν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό. Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὶς δυνάμεις αὐτὲς καὶ ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ συνεργασία τῆς Θείας Χάριτος νὰ συμμετάσχει στὴ νίκη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ.
 
* * *
 
Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφοροποιεῖται ριζικὰ ὁ χριστιανικὸς κοινωνικὸς ἀγώνας ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀγώνα. Ἡ κοινωνία ποὺ θέλουν νὰ δημιουργήσουν τὰ οὑμανιστικὰ συστήματα (ἰδεαλιστικὰ καὶ ὑλιστικὰ) εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Ἡ κοινωνία τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεανθρωποκεντρική. Ἀλλὰ καὶ τὰ μέσα τῶν οὑμανιστῶν εἶναι ἀνθρώπινα. Τῶν χριστιανῶν Θεανθρώπινα. Στὴ βάση δηλαδὴ τοῦ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ βρίσκεται ἡ ταπείνωση. Ἐνῶ στὴν βάση τοῦ οὑμανιστικοῦ κοινωνισμοῦ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτάρκεια, τὸ κλείσιμο ἀπὸ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπανάληψη τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ: Ἡ ἐπιδίωξη τῆς θεώσεως χωρὶς τὸ Θεό.

Ἴσως νὰ μὴν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ οὑμανιστικὰ συστήματα μὲ τὶς ἐφαρμογές τους στὴν οἰκονομία (καπιταλισμός, κομμουνισμὸς) γεννήθηκαν στὴν αἱρετικὴ δύση, στὴν ὁποία προηγήθηκε ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς τοῦ «ἀλάθητου» Πάπα καὶ τοῦ Filioque. Ἂς σκεφθοῦν στὸ θέμα αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ πρώην Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀβασάνιστα ἀρνοῦνται τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, συνήθως ἀπὸ ἄγνοια, γιὰ νὰ προσκολληθοῦν στὰ δυτικὰ συστήματα.

Ὁ ἀνθρώπινος μόνο χαρακτήρας τοῦ μὴ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δυνατότητα νὰ δώσει εἰρήνη στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί τὸν ἀφήνει ἀσυμφιλίωτο μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του, καὶ γι’ αὐτὸ ἀνέστιο. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, ποὺ ἐκφράζει ἀνθρωπολογικὴ ἐμπειρία: «Μᾶς ἔπλασες Κύριε γιὰ Σένα καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι ἀνήσυχη ὡσότου ἀναπαυθεῖ κοντά Σου».

Τὰ ἄθεα κοινωνικὰ συστήματα βοηθοῦν νὰ λύσουμε μερικὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, ἀλλὰ ὄχι νὰ συναντήσουμε ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀπαντοῦν ἱκανοποιητικὰ στὰ ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ ἰδίως στὸ κεντρικὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος τακτοποιεῖται ὡραῖα γιὰ νὰ πεθάνει. Ἂν καὶ τὰ συστήματα αὐτά, καὶ ἰδίως ὁ μαρξισμός, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἕνα ἔντονο ἐγκόσμιο μεσσιανισμό, στὴν πραγματικότητα δὲν «μετάγουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», καὶ γι’ αὐτὸ δημιουργοῦν ἀνθρώπους τραγικούς, χωρὶς ἐλπίδα. Ἡ ἔντονη μάλιστα ἀνθρωπιστικὴ ἤ καὶ ἐπιχειρηματικὴ δράση κάποτε εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας νὰ ξεχάσουμε τὸ βασικό μας πρόβλημα, τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου, καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὸ κενὸ καὶ τὴν πλήξη ποὺ σημαδεύει τὴ ζωὴ τὴ χωρισμένη ἀπὸ τὴν πηγή της, τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ συστήματα αὐτά, παρὰ τὶς καλὲς καὶ ἁγνὲς προθέσεις πολλῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται καὶ θυσιάζονται γιὰ τὰ ἰδεώδη τους, στὸ βάθος εἶναι κατὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι μιᾶς καλύτερης καὶ δικαιότερης κοινωνίας ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλήρη θεανθρωπινη κοινωνία, ποὺ μόνη τελικὰ ἀναπαύει καὶ ὁλοκληρώνει τὴ φύση του, τὸν ἐγκλωβίζουν στὶς περιορισμένες διαστάσεις ἑνὸς κλειστοῦ μηχανοκρατουμένου ἀπρόσωπου ὑλιστικοῦ σύμπαντος, τοῦ στεροῦν τὴ θέα τοῦ Οὐρανοῦ. Τί νόημα μπορεῖ ἀλήθεια νὰ ἔχει ἡ ζωή μας, ἂν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα καὶ ὄχι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ; Ἂν εἴμαστε καταδικασμένοι μελλοθάνατοι, χωρὶς δυνατότητα μεθέξεως στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Θεοῦ;

Από Παναγίας άρχεσθαι.(Μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου)


Το Άγιον Όρος είναι γνωστό ως το «περιβόλι της Παναγίας». Ως ο κατ’ εξοχήν τόπος που τιμάται, που εμφανίζεται, που ενεργεί και αναπαύεται το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως «ο νοητός της Θεοτόκου και ωραίος Παράδεισος».
Σύμφωνα με την παράδοση, το Άγιον Όρος δόθηκε ως κλήρος στην Παναγία από τον ίδιο τον Κύριο: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και Παράδεισος, έτι δε λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι»..Ενώ η πρώτη Εύα έπεσε στον αρχέγονο παράδεισο, η δεύτερη Εύα, ως Μητέρα του δεύτερου Αδάμ, ξεδιπλώνει, τη χάρη των ονομάτων της μέσα στο νέο παράδεισο του Αγίου Όρους.
Η Κυρία των αγγέλων εμφανίζεται ως Κυρία του αγγελικού τάγματος των μοναχών.
Η Κεχαριτωμένη φανερώνει τις χάριτες που απορρέουν από τη χάρη της, μέσα από εικόνες, προσκυνήματα, ευλογημένες αθωνικές γωνιές, γεγονότα της ζωής, προσδοκώμενες ανταποκρίσεις σε αιτήματα, ανέλπιστες απαντήσεις σε δοξολογικά ξεσπάσματα, εμφανίσεις σε εξαγιασμένους ασκητές, μέσα στη κατάνυξη του κελιού ή στην λαμπρότητα του ναού. Παντού και πάντοτε, σε κάθε τόπο και σε κάθε σημείο, ελλοχεύει μια ανεπανάληπτη αφορμή, μια μοναδική ευκαιρία να ζήσει κανείς το αγκάλιασμα της Θεοτόκου.Δεν υπάρχει ίσως αγιορείτης μοναχός που να μη ζει την Παναγία ως Παναγία του, ως κύρια και πρώτη προσφυγή του, ως αμετάθετο ελπίδα, ασφάλεια και προστασία του, ως πρέσβειρα και μητέρα του, ως πλησίον και μόνιμο σύντροφο του, ως εναγκαλιστή των πληγών και ανάδοχο των δοκιμασιών του.
Κάθε ψάλτης από το «Άξιον έστι» θα αρχίσει τα μαθήματά του και με αυτό θα αποδώσει την καλύτερη τέχνη του. Κάθε αγιογράφος ή ξυλο­γλύπτης, τα πρώτα και καλύτερα έργα που θα φιλοτεχνήσει θα απεικονίζουν το θεομητορικό πρόσωπο. Κάθε ησυχαστής σε αυτή θα καταθέσει τη θερμότερη προσευχή του. Κάθε μοναστήρι μια δική της εικόνα θα περιβάλλει με το απαύγασμα της ευλάβειας του.
Γεγονότα ιστορικά, ανάγκες καθημερινές, ζωντανά θαύματα, περιστατικά και συγκυρίες, ιδιώματα θεομητορικά αποτυπώνονται σε κάθε εικόνα που κοσμεί με την καλλιτεχνική ομορφιά της και παρηγορεί με την παρουσία της κάθε μονή του Αγίου Ορούς.
Έτσι, εκτός από την Παναγία του «Άξιον έστι» στο Πρωτάτο ή την Πορταΐτισσα στη Μονή Ιβήρων, έχουμε την Παναγία του Ακάθιστου στη Μονή Διονυσίου, τη Μυροβλύτισσα στη Μονή Αγίου Παύλου, την Τριχερούσα στο Χιλανδάρι, τη Γοργοϋπήκοο στη Δοχειαρίου, την Οδηγήτρια στην Ξενοφώντος, την Παραμυθία στο Βατοπαίδι, τη Γλυκοφιλούσα στη Φιλόθεου και πλήθος άλλων.
Επίσης, όπως ο προφήτης Ηλίας άφησε τη μηλωτή του στον Ελισαίο, κατά ανάλογο τρόπο η αγία Ζώνη της Θεοτόκου που ευλαβώς διαφυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, αποτελεί βαρύτιμη κληρονομιά, ανεκτίμητη ευλογία και μοναδικό θησαυρό που καταξιώνει το Άγιον Όρος ως περιβόλι και τόπο της.
«Χαίρε, άγιον όρος και θεοβάδιστον» ψάλλει ο υμνωδός, ταυτίζοντας ποιητικά τη Παναγία με το θεοβάδιστο και άγιο Όρος. Η Παναγία δεν βρίσκεται στο Άγιον Όρος! η Παναγία είναι το πραγματικό άγιον όρος.
Όλο το κενό της γυναικείας παρουσίας το καλύπτει η Θεομητορική παρουσία. Γι’ αυτό και έργα μοναδικής αξίας και θεολογικής και πνευματικής βαρύτητας που είδαν το φως ως καρποί μεγάλων αγιορειτών αγίων αναφέρονται στο δικό της πρόσωπο. Έτσι οι περίφημες ομιλίες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα Είσόδια της Θεοτόκου, ο κανόνας του αγίου Νικόδημου στην Παναγία τη Γοργοϋπήκοο, το Θεοτοκάριον και όλες οι αναφορές του στο πρόσωπό της ξεχειλίζουν από θεολογικό βάθος και γλυκύτητα αγάπης και θείων αισθημάτων.
Αλλά και οι σύγχρονοι άγιοι πατέρες, γνωστοί και άγνωστοι, επώνυμοι και μη, μέσα από την Παναγία περνούν και διατυπώνουν τον καλύτερο κόσμο τους και τις ποιοτικότερες εκφράσεις της πίστης τους. Ο αείμνηστος ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, γράφοντας στον οσιολογιώτατο μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη, αναφέρει: «Από Παναγίας άρχεσθαι· Πρόσεξε την σκέψιν ταύτην, που μου επήλθεν εν στιγμή αναγνώσεως του Θεοτοκαρίου. Οι Χαιρετισμοί και το Θεοτοκάριον. Ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, αυτά όμως να μη λείψουν καμμίαν ημέραν του έτους. Και εις ποίαν οι ύμνοι ούτοι; Εις την ταμίαν όλων των χαρίτων του Θεού».

Τελικά, τὶ εἴμαστε; Ἀρχιμανδρίτης Νίκων Κουτσίδης






Ὁ Ἱερεμίας Ρίφκιν εἶναι ἕνας ἀπό τούς διασημότερους –παγκοσμίως - πολιτικούς ἀναλυτές. Πρίν ἀπό ἑνάμισυ χρόνο ἔδωσε μία συνέντευξη σέ ἑλληνική ἐφημερίδα (ΒΗΜΑ, 19/2/06).

Σ᾿ αὐτήν λέει καί τά ἑξῆς:
 
* * *
 
-Ἄν διαβάσετε τούς φιλοσόφους καί οἰκονομολόγους τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα, θά δεῖτε ὅτι ἦταν κολλημένοι στήν ἰδέα, ὅτι εἴμαστε ὄντα ὑλικά καί ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πρωταρχική ταυτότητά μας καί ἑπομένως ἡ ἠθική μας. Οἱ πολιτιστικές ἀξίες μας καί ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας βασίζονται σέ αὐτήν τή διάσταση, ὅπως τήν περιέγραψε μιά διάσημη γυναίκα: «Ὁ ὑλικός κόσμος = μιά κοπέλα «ὑλικό» («Material world, material girl»)! Νομίζω ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἄποψης αὐτῆς ὑποφέρουμε ἐδῶ καί τουλάχιστον 200 χρόνια. Ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει προκαλέσει μεγάλο κακό καί σέ ἐμᾶς καί σέ ὅλα τά εἴδη, μέ τά ὁποῖα συνυπάρχουμε πάνω στόν πλανήτη.

Ναί, εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιβιώνουμε. Ναί, εἴμαστε ὄντα ὑλικά καί πρέπει νά ἐπιβιώνουμε: νά τρῶμε, νά ντυνόμαστε, νά ἔχουμε ἕνα κατάλυμα, γιά νά προστατευτοῦμε. Ὅμως, μελέτες ἐπί μελετῶν ἔχουν γίνει γιά τό θέμα αὐτό τά τελευταῖα εἴκοσι χρόνια, καί ἔχουν καταδείξει, ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ἔχουμε τά βασικά, πού ἔχουμε ἕνα ἐπίπεδο κάλυψης τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν μας, ὅσο περισσότερα ἀποκτοῦμε, τόσο λιγότερο εὐτυχισμένοι γινόμαστε. Ἡ συσσώρευση πλούτου, ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά, γίνεται ἀντιστρόφως ἀνάλογη μέ τήν εὐτυχία. Ἀρχίζεις πλέον καί γίνεσαι δοῦλος ὅλων αὐτῶν πού ἔχεις καταφέρει νά ἀποκτήσεις.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶπε ὅτι τό πιό σημαντικό εἶναι, νά εἶσαι ἄνθρωπος. Καί τί σημαίνει νά εἶσαι ἄνθρωπος; Νά νιώθεις τόν πόνο τοῦ ἄλλου· νά προσπαθεῖς νά νιώσεις αὐτά πού βιώνει ὁ ἄλλος· νά εἶσαι ἐκεῖ, ὅταν σέ χρειάζεται· νά τοῦ δείχνεις τήν συμπόνια σου· νά τοῦ ἐκχωρεῖς τόν ἑαυτό σου, ἀφοῦ τόν ἑαυτό μας μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε μόνο σέ σχέση μέ τούς ἄλλους. Γιά μένα αὐτός εἶναι ὁ παράδεισος. Δέν εἶναι κάτι πού πρέπει νά περιμένουμε νά πεθάνουμε γιά νά τό ζήσουμε (!)
 
* * *
 
Εἶναι πολύ εὐχάριστο νά ἀκοῦμε καί νά διαβάζουμε τέτοιες διαπιστώσεις ἀπό ἕνα σοφό ἐπιστήμονα. Ὅμως, ὑπάρχουν ἐδῶ δύο ἐρωτήματα:

1. Γιατί νά τά κάνουμε ὅλα αὐτά; Καί

2. Πῶς θά τά ἐπιτύχουμε;

Ἄριστη ἀπάντηση μᾶς δίνει ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τί εἶναι ἡ μεταμόρφωση; Τί μᾶς λέει;

Δέν εἶναι ἕνα κάποιο ὑπερθέαμα τοῦ κόσμου τούτου. Δέν ἔγινε γιά νά καταπλήξει τούς ἀποστόλους.

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει τά ἑξῆς:

1. Ἐφάνηκε ὁλοκάθαρα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός καί Κύριος, παρόλο πού ἐμφανίσθηκε στήν γῆ σάν ἄνθρωπος.

2. Ἔδειξε, τί δόξα εἶχε καί ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί τί δόξα τόν περιμένει: καί ἐδῶ· καί ἐκεῖ.

3. Καί ἀκόμη ἔδειξε, ὅτι ὅσο πιό κοντά εἶναι στόν Χριστό, τόσο περισσότερη δόξα καί φωτισμό ἔχει.

4. Ἔγινε σέ βουνό (ὄρος ὕψηλόν), γιά νά φανεῖ ὅτι: ὅπως χρειάζεται κόπος γιά νά ἀνεβοῦμε στά βουνά, ἔτσι χρειάζεται κόπος γιά νά γίνουμε «ἄνθρωποι», σωστοί· μέ ἀγάπη καί μέ φροντίδα καί γιά τόν «ἄλλον».

Ο ΤΙΜΩΡΗΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγήκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ
βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.
Τοὺς φώναξε:
«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».
Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:
«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»
«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸποὺ σὲ παρακάλεσα».
Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδιατου παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ. Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ».
Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταναὐτὸς ποὺ εἶδαν.
Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:
«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν: «Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;»
ἀπάντησε:
«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ
τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».
Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;»,
ἐκεῖνος εἶπε:
«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν
θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».
Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».
Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ
ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας του».
ΠΗΓΗ 

Συναξαριστής 9 Αυγούστου 2012


Ὁ Ἅγιος Ματθίας ὁ Ἀπόστολος

 


Πῶς ὁ Ματθίας κατατάχθηκε στὸ χορὸ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μετὰ τὴν προδοσία καὶ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἰούδα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ ἕντεκα μαθητὲς μὲ τὴν Παναγία βρίσκονταν στὸ ὑπερῷον.

Τότε ὁ Πέτρος πρότεινε νὰ ἐκλεγεῖ ἄλλος ἀντὶ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἀκολουθοῦσαν ὑπηρετώντας τὸ Χριστό. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ τέθηκαν δυὸ ὑποψήφιοι: ὁ Ἰωσὴφ ὁ καλούμενος Βαρσαββᾶς καὶ ὁ Ματθίας. Τότε ἔβαλαν κλῆρο, καὶ δίνοντας σὲ ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα ἐναπόθεσης κάθε ἐκλογῆς μας στὸ Θεό, προσευχήθηκαν ὅλοι μαζὶ ὡς ἑξῆς: «Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξαν ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δυὸ ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς». Δηλαδή: Σὺ Κύριε, ποὺ γνωρίζεις τὶς καρδιὲς ὅλων, φανέρωσε καθαρὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐξέλεξες, ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυό, γιὰ νὰ ἐπωμισθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας.

Στὴ συνέχεια ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸ Ματθία. Καὶ ἔτσι προστέθηκε στοὺς ἕντεκα Ἀποστόλους. Ἀπὸ τὴν μετέπειτα ζωὴ τοῦ Ματθία, γνωρίζουμε ὅτι κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἰθιοπία, ὅπου καὶ τελείωσε τὴν ζωή του μαρτυρικά.


 

 
Οἱ Ἅγιοι 10 Μάρτυρες, Ἰουλιανός, Μαρκιανός, Ἰωάννης, Ἰάκωβος, Ἀλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος καὶ Μαρία ἡ Πατρικία, ποὺ μαρτύρησαν στὴ Χάλκη

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν, ἀναφέρεται στὰ χρόνια του εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Γ´. Ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, μὲ διάταγμά του τὸ 728 ἐμπόδισε ὁλοσχερῶς τὴν ἀνάρτηση ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο στὶς ἐκκλησίες ἀλλὰ σ᾿ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος.

Στὸ διάταγμα αὐτὸ ἀντιστάθηκε ὁ Πατριάρχης Γερμανός, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς συγκάλεσε συνέδριο καὶ καταδίκασε τὴν στάση τοῦ Πατριάρχη. Τότε αὐτὸς παραιτήθηκε καὶ δυστυχῶς τὴν θέση του δέχτηκε νὰ πάρει ὁ σύγκελλος καὶ μαθητής του Ἀναστάσιος.

Ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἀμέσως νὰ ἐκτελεῖ τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα. Τότε κάποιος ἀξιωματικός, πολὺ προκλητικὰ πῆγε σὲ μία οἰκοδομὴ ποὺ ἀποτελοῦσε κατὰ κάποιο τρόπο τὰ προπύλαια τῶν ἀνακτόρων, καὶ ὀνομαζόταν Χάλκη Πύλη διότι ἡ στέγη της ἦταν χάλκινη, καὶ μὲ ἕνα τσεκοῦρι ἄρχισε νὰ ξηλώνει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν πάνω σ᾿ αὐτή. Ἐξοργισμένος ὁ ὀρθόδοξος λαὸς μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ἔριξε τὸν ἀσεβῆ ἀξιωματικὸ ἀπὸ τὴν σκάλα, πάνω στὴν ὁποία ἦταν, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸς νὰ σκοτωθεῖ.

Τότε ὁ βασιλιὰς ἔστειλε τὴν φρουρά του καὶ σκότωσε πολλοὺς ἀπὸ τὸ ἔντονα διαμαρτυρόμενο πλῆθος. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ δέκα συγκεκριμένοι Μάρτυρες. Τὰ δὲ ὀνόματά τους ἦταν τὰ ἑξῆς: Ἰουλιανός, Μαρκιανός, Ἰωάννης, Ἰάκωβος, Ἀλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος καὶ Μαρία ἡ Πατρικία.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀντωνῖνος (στὰ Μηναῖα γράφεται Ἀντώνιος) ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια

Πατρίδα του ἡ Ἀλεξάνδρεια, ὅπου μὲ ζῆλο κήρυττε δημόσια τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ βασανίστηκε σκληρά. Στὴν ἀρχὴ τὸν κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὶς σάρκες του.

Κατόπιν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Θεό. Τὸ ἅγιο λείψανό του βρέθηκε μέσα στὸ καμίνι ἀπείραχτο, χωρὶς ἡ φωτιὰ νὰ βλάψει οὔτε μία τρίχα ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ψόης

Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ προσευχόμενος.

 

 
Εὕρεσις τῆς Ἀχειροποιήτου Εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ στὰ Καμουλιανά

Ἡ ψευδεπίγραφη αὐτὴ διήγηση γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα Ἀκυλίνα καὶ μετέπειτα χριστιανὴ (σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση), μέσα σὲ κιβώτιο, ἀποδόθηκε στὸν Γρηγόριο Νύσσης, ἀπὸ κάποιον μεταγενέστερο, προκειμένου νὰ δώσει κῦρος σ᾿ αὐτή.



 
Ἀνάμνηση Ἐγκαινίων Ναοῦ τῶν Ἁγίων Ζωῆς καὶ Ἑσπέρου ἐν τῷ Δευτέρῳ

 

 
Ὁ Ἅγιος Oswald (Ἀγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


 

 
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ὁ ἐν Ἀλάσκᾳ

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο « Ἅγιοι τῆς Ἀλάσκας», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, ἐκδ. Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι.

 

Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος





Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Αγαπητοί μου αδελφοί, ακούστε για τη δεύτερη και φοβερή παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Έφερα στο νου μου την ώρα εκείνη και, καθώς αναλογίστηκα όσα πρόκειται τότε να συμβούν κατατρόμαξα. Ποιος μπορεί να τα διηγηθεί; Ποια γλώσσα μπορεί να τα περιγράψει; Ποια αυτιά μπορούν να τ’ ακούσουν;

Τότε ο Βασιλιάς της οικουμένης θα σηκωθεί από το θρόνο της δόξας Του και θα έρθει για να κρίνει όλους τους κατοίκους της γης, αμοίβοντας με αιώνια μακαριότητα τους άξιους και τιμωρώντας με αιώνια κόλαση τους αμαρτωλούς!

Όταν τα φέρνω αυτά στο νου μου, τρόμος με κυριεύει. Παραλύω ολόκληρος. Τα μάτια μου δακρύζουν. Η φωνή μου κόβεται. Τα χείλη μου παγώνουν. Η γλώσσα μου τρέμει. Οι λογισμοί μου σταματούν.

Αν και ο φόβος με πιέζει να σωπάσω, αναγκάζομαι να μιλήσω για χάρη της δικής σας ωφέλειας.

Θα συμβούν τόσο μεγάλα και τρομακτικά γεγονότα, που ούτε έγιναν από την κτίση του κόσμου ούτε θα γίνουν σ’ όλες τις γενιές.

Αν μια δυνατή βροντή πολλές φορές μας τρομάζει και μας κόβει τα πόδια, για σκεφτείτε, πώς θ’ αντέξουμε ν’ ακούσουμε τον ήχο εκείνης της σάλπιγγας, που θα ηχήσει στα ουράνια δυνατότερα από κάθε βροντή, για να ξυπνήσει όλους τους νεκρούς, δίκαιους και άδικους;

Τότε τα οστά των νεκρών θα συναρμολογηθούν. Θα προστάξει ο μεγάλος Βασιλιάς, που εξουσιάζει όλη την κτίση, κι ευθύς η γη και η θάλασσα θα δώσουν με τρόμο τους νεκρούς τους. Ακόμα κι όσοι κατασπαράχθηκαν από τα θηρία, όσοι φαγώθηκαν από τα ψάρια ή τα όρνια, όλοι, «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ», θα παρουσιαστούν μπροστά στον αδέκαστο Κριτή.

Τότε οι ποταμοί και οι πηγές θα εξαφανιστούν, τ’ αστέρια θα πέσουν, ο ήλιος θα σβήσει, η σελήνη θα χαθεί.

Άγγελοι σταλμένοι από το Θεό θα διασχίζουν την υφήλιο και θα συγκεντρώνουν τους εκλεκτούς από κάθε σημείο της γης.

Τότε θ’ αντικρύσουμε «νέους ουρανούς και νέα γη» (Β’ Πέτρ. 3:13), σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου.

Πώς θ’ αντέξουμε, όταν θα δούμε να ετοιμάζεται ο φοβερός θρόνος και να προβάλλει ο Σταυρός, που πάνω του θυσιάστηκε εκούσια ο Χριστός για μας; Τότε θα θυμηθούμε και θα κατανοήσουμε το λόγο του Κυρίου για «το σημάδι του Υιού του ανθρώπου» (Ματθ. 24:30). Τότε θα πληροφορηθούμε όλοι, ότι πρόκειται να παρουσιαστεί ο μεγάλος Βασιλιάς. Τη φοβερή εκείνη ώρα, ο καθένας μας θα συλλογίζεται τις πράξεις του και θα σκέφτεται τι θα Του απολογηθεί…

Όταν θ’ ακούσουμε τη βροντερή εκείνη φωνή από τα ύψη τ’ ουρανού να διακηρύσσει, «Να, ο Νυμφίος έρχεται» (Ματθ. 25:6), «Ο Κριτής φτάνει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς», τότε, από την κραυγή εκείνη, θα σαλέψουν συθέμελα τα έγκατα της γης, απ’ τη μίαν άκρη ως την άλλη. Τότε, αδελφοί μου, στενοχώρια και φόβος και τρόμος θα καταλάβει κάθε άνθρωπο γι’ αυτά που θα συμβούν στην οικουμένη. Οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. Οι ουρανοί θα σχιστούν. Και ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο άγιος και ένδοξος Θεός μας, θα παρουσιαστεί σαν αστραπή φοβερή, με εξουσία και δόξα απερίγραπτη.

*

Έκσταση και φρίκη θα μας κυριέψουν την ώρα εκείνη, όταν θα καθίσει στο κριτήριο ο αμερόληπτος Κριτής και θ’ ανοίξει τα φοβερά βιβλία, όπου είναι γραμμένα τα έργα και τα λόγια μας, όλα όσα κάναμε και είπαμε στη ζωή αυτή, νομίζοντας ότι μπορούμε ν’ απατήσουμε τον καρδιογνώστη Θεό.

Ω! Πόσα δάκρυα πρέπει να χύνουμε, όταν συλλογιζόμαστε εκείνη την ώρα! Και όμως, είμαστε τόσο αμελείς!

Πόσο θα κλάψουμε και θα στενάξουμε τότε, όταν θα δούμε από το ένα μέρος τις μεγάλες δωρεές και την ασύλληπτη μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα της βασιλείας των ουρανών, που θ’ απολαύσουν όσοι πάλεψαν σκληρά για να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, και από το άλλο μέρος τις φοβερές τιμωρίες, που θα υποστούν όσοι υποδουλώθηκαν στην αμαρτία! Και στη μέση, έντρομοι, όλοι οι άνθρωποι, από κάθε φυλή, από τον πρωτόπλαστο Αδάμ ως τον τελευταίο, θα γονατίζουν και θα προσκυνούν το Θεό, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής: «Εγώ, ο ζωντανός Κύριος, το λέω πως όλοι θα με προσκυνήσουν» (Ρωμ. 14:11).

Τότε όλη η ανθρωπότητα, καθώς θα βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στη μακάρια ανάπαυση και στην αιώνια καταδίκη, θα περιμένει με αγωνία τη φοβερή Κρίση. Και κανένας την ώρα αυτή δεν θα μπορεί να βοηθήσει τον διπλανό του.

Θα ρωτηθούν οι επίσκοποι και για τον δικό τους τρόπο ζωής και για το ποίμνιό τους. Θα τους ζητηθεί λόγος για τα λογικά πρόβατα, που παρέλαβαν από τον αρχιποιμένα Χριστό. Αν από αμέλειά τους χάθηκε κάποιο πρόβατο, το αίμα του θα ζητηθεί από τους ίδιους. Παρόμοια και οι ιερείς θα δώσουν λόγο για τις ενορίες τους. Επίσης και κάθε πιστός θα δώσει λόγο για τον εαυτό του, για το σπίτι του, για τη γυναίκα του, για τα παιδιά του, για τους υπαλλήλους και τους δουλευτάδες του.

Θα εξεταστούν βασιλιάδες και άρχοντες, πλούσιοι και φτωχοί, μικροί και μεγάλοι, για όλα όσα έκαναν: «Γιατί όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να πάρει καθένας την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή» (Β’ Κoρ. 5:10).

Όλων μας τα έργα θα ερευνηθούν και θα φανερωθούν μπροστά σε αγγέλους και ανθρώπους. Οι εχθροί του Χριστού θα κατασυντριβούν. Θα καταργηθεί κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη (Α’ Κορ. 15:24). Τότε, καθώς είναι γραμμένο, ο Κύριος θα ξεχωρίσει «τα πρόβατα από τα κατσίκια» (Ματθ. 25:32). Έτσι, όσοι έχουν καλά έργα και πνευματικούς καρπούς, θα χωριστούν από τους άκαρπους και τους αμαρτωλούς.

Οι πρώτοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο, γιατί φύλαξαν τις εντολές του Θεού. Αυτοί είναι οι ελεήμονες, οι φιλόξενοι, οι βοηθοί των δυστυχισμένων, οι συμπαραστάτες των ασθενών, οι προστάτες των φτωχών και των αρφανών, όσοι έντυναν τους γυμνούς, όσοι επισκέπτονταν τους φυλακισμένους, όσοι έγιναν φτωχοί για τον πλούτο που υπάρχει στους ουρανούς, όσοι συγχώρησαν τα παραπτώματα των αδελφών τους, όσοι φύλαξαν τη σφραγίδα της πίστεως ακέραιη και αμόλυντη από κάθε αίρεση. Αυτούς θα τους βάλει στα δεξιά Του, ενώ τους αμαρτωλούς στ’ αριστερά Του.

Οι δεύτεροι είν’ εκείνοι που παρόργιζαν τον καλό Ποιμένα και περιφρονούσαν τους λόγους Του. Είναι οι περήφανοι, οι αδιόρθωτοι, οι φίλοι των διασκεδάσεων και των απολαύσεων, όσοι ξόδεψαν στην ακολασία και τη μέθη και την ασπλαχνία ολόκληρο το χρόνο της ζωής τους, σαν εκείνο τον πλούσιο που ποτέ δεν ελέησε τον φτωχό Λάζαρο (Λουκ. 16:19-31). Αυτοί θα καταδικαστούν και θα σταθούν στ’ αριστερά, γιατί δεν έδειξαν συμπόνια. Ήταν σκληροί και δεν είχαν καρπούς μετάνοιας, δεν είχαν λάδι στα λυχνάρια τους (βλ. Ματθ. 25:1-12). Όσοι όμως αγόρασαν το λάδι της ελεημοσύνης από τους φτωχούς και γέμισαν τα λυχνάρια τους, θα σταθούν στα δεξιά, κρατώντας τα αναμμένα, ένδοξοι και χαρωποί, και θ’ ακούσουν τη γαλήνια εκείνη και ποθητή φωνή: «Ελάτε, οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που σας έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου» (Ματθ. 25:34).

Όσοι πάλι είναι στ’ αριστερά, θ’ ακούσουν την οδυνηρή εκείνη και φοβερή απόφαση: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του» (Ματθ. 25:41). Όπως δεν ελεήσατε, έτσι τώρα δεν θα ελεηθείτε. Όπως δεν ακούσατε τη φωνή Μου, ούτ’ εγώ τώρα θ’ ακούσω τον απαρηγόρητο θρήνο σας.

Γιατί δεν Με θρέψατε όταν πεινούσα.

Δεν Με ποτίσατε όταν διψούσα.

Δεν Με φιλοξενήσατε όταν ήρθα κοντά σας.

Δεν Με ντύσατε όταν ήμουν γυμνός.

Δεν Μ’ επισκεφθήκατε όταν ήμουν άρρωστος, ούτε όταν ήμουν στη φυλακή.

Δεν υπηρετήσατε Εμένα.

Σε άλλο κύριο γίνατε υπηρέτες και δούλοι, στο διάβολο.

Φύγετε λοιπόν μακριά Μου, εργάτες της αδικίας.

Τότε θα οδηγηθούν αυτοί στην αιώνια κόλαση, ενώ οι δίκαιοι στην αιώνια ζωή (βλ. Ματθ. 25:41-46).

Αλίμονο σ’ εκείνους που αφήνουν ανεκμετάλλευτο τον καιρό τούτο της μετάνοιας και παραδίνονται σε πράγματα άσκοπα και γελοία. Θα ζητήσουν τότε το χρόνο που ξόδεψαν μάταια, και δεν θα τον βρουν. Αλίμονο σ’ εκείνους που δίνουν σημασία σε πνεύματα πλάνης και διδασκαλίες δαιμονικές, γιατί αυτά θα τους εξασφαλίσουν την καταδίκη στην άλλη ζωή. Αλίμονο σ’ εκείνους που ασχολούνται με μαντείες και ανηθικότητες. Αλίμονο σ’ εκείνους που υστερούν από τους εργάτες τον δίκαιο μισθό τους, γιατί είναι όμοιοι μ’ αυτούς που χύνουν αίμα. Αλίμονο σ’ εκείνους που κρίνουν άδικα, δικαιώνοντας το φταίχτη και καταδικάζοντας τον αθώο. Αλίμονο σ’ εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη μας μ’ αιρετικές διδασκαλίες ή συναναστρέφονται μ’ αιρετικούς. Αλίμονο σ’ εκείνους που έχουν τ’ ανόητα πάθη του φθόνου και του μίσους. Και για να μη λέω πολλά: Αλίμονο σ’ εκείνους που θα βρεθούν στ’ αριστερά τη φοβερή μέρα της Κρίσεως. Θα κλάψουν πικρά αλλ’ ανώφελα, όταν θ’ ακούσουν την οδυνηρή εκείνη απόφαση: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά» (Ματθ. 25:41).

Όσοι έχετε δάκρυα και κατάνυξη, θρηνήστε μαζί μου.

Όταν συλλογίζομαι τον αιώνιο εκείνο χωρισμό, νιώθω αβάσταχτη θλίψη. Γιατί τότε αποχωρίζονται ο ένας άνθρωπος από τον άλλο και φεύγουν σε αποδημία που δεν έχει επιστροφή. Ποιος είναι τόσο σκληρόκαρδος και αναίσθητος, ώστε να μην κλάψει από δω για την ώρα εκείνη;

Τότε, όσοι ήταν κάποτε βασιλιάδες, θα οδύρονται σαν αιχμάλωτοι.

Τότε θα στενάζουν οι άρχοντες και οι άσπλαχνοι πλούσιοι και θα ζητούν βοήθεια, αλλά κανείς δεν θα τους δίνει. Γιατί εκεί δεν έχουν καμίαν αξία ούτε ο πλούτος ούτε οι κόλακες. Και δεν θα βρουν έλεος, επειδή δεν ελέησαν κανένα.

Τότε θ’ αποχωριστούν γονείς από τα παιδιά τους και φίλοι από τους φίλους τους.

Τότε θα διαλυθούν οι συζυγικοί δεσμοί που δεν κρατήθηκαν αμόλυντοι και αγνοί.

Τότε θ’ αποδιωχτούν οι παρθένοι στο σώμα αλλ’ άκαρδοι και άσπλαχνοι στον τρόπο, γιατί η κρίση θα είναι ανελέητη σ’ όποιον δεν είχε έλεος (Ιακ. 2:13).

Θα παραλείψω όμως τα πολλά, γιατί κυριεύομαι από φόβο και φρίκη. Άγγελοι φοβεροί θ’ απομακρύνουν βίαια όλους τους αμετανόητους ασεβείς, που θα τρίζουν με τρόμο τα δόντια τους και θα γυρίζουν συχνά, για να βλέπουν τους δικαίους και την ευδαιμονία που έχασαν. Θα βλέπουν το φως εκείνο το περίλαμπρο και τα κάλλη του παραδείσου. Θα βλέπουν τους γνωστούς τους στην τρισμακάρια εκείνη χώρα και τις μεγάλες δωρεές, που θα παίρνουν από το Βασιλιά της δόξας όσοι αγωνίστηκαν για τη σωτηρία τους σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ύστερα από λίγο, αφού θα έχουν αποχωριστεί απ’ όλους τους δικαίους και τους φίλους και τους γνωστούς τους, θ’ αποχωριστούν κι απ’ αυτόν το Θεό. Δεν θα μπορούν πια να βλέπουν τη χάρη και το Φως τα αληθινό.

Τέλος, θα οδηγηθούν στις διάφορες κολάσεις για να παραδοθούν στην αιώνια τιμωρία.

Τότε, βλέποντας την τέλεια εγκατάλειψή τους, βλέποντας ότι κάθε ελπίδα τους χάθηκε, βλέποντας ότι κανένας πια δεν μπορεί να τους βοηθήσει, θα λένε κλαίγοντας απαρηγόρητα με πικρά δάκρυα:

Ω! Πόσο καιρό χάσαμε στην αμέλεια! Πόσο χλευαστήκαμε από τον πονηρό! Όταν ακούγαμε στις Γραφές να μιλάει ο ίδιος ο Θεός, όχι μόνο δεν προσέχαμε, αλλά και γελούσαμε. Τώρα κραυγάζουμε, κι Αυτός αποστρέφει το πρόσωπό Του από μας! Τι μας ωφέλησαν λοιπόν τ’ αγαθά του κόσμου; Πού είναι ο πατέρας και η μάνα που μας γέννησαν; Πού είναι οι αδελφοί; Πού τα παιδιά; Πού οι φίλοι; Πού ο πλούτος; Πού τα υπάρχοντα; Πού οι άρχοντες κι οι ηγεμόνες; Κανένας απ’ όλους αυτούς δεν μπορεί τώρα να μας σώσει. Ούτε κι εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Αλλά εγκαταλειφθήκαμε εντελώς κι από το Θεό κι από τους αγίους. Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Τώρα πια δεν είναι καιρός μετάνοιας. Δεν ισχύουν πια οι προσευχές. Δεν ωφελούν πια τα δάκρυα. Δεν υπάρχουν πια οι πωλητές του λαδιού, δηλαδή οι φτωχοί και οι δυστυχισμένοι. Όταν μας παρακαλούσαν ν’ αγοράσουμε, εμείς κλείναμε τ’ αυτιά μας. Τώρα ζητάμε και δεν βρίσκουμε. Δεν υπάρχει λύτρωση για μας, τους αξιοθρήνητους. Δεν θα βρούμε ευσπλαχνία, γιατί δεν είμαστε άξιοι.

Τότε λοιπόν θα πάει ο καθένας στον τόπο των βασάνων, στον τόπο που ο ίδιος ετοίμασε για τον εαυτό του με τις πονηρές πράξεις του, εκεί «όπου το σκουλήκι δεν πεθαίνει και η φωτιά δεν σβήνει» (Μάρκ. 9:44).

Να, ακούσατε τι κερδίζουν όσοι αμελούν και ραθυμούν και δεν μετανοούν. Ακούσατε πως χλευάζονται όσοι χλεύαζαν τις εντολές του Κυρίου.

*

Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των αποστόλων, μας προειδοποιεί για την ημέρα εκείνη λέγοντας: «Η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα, και τότε οι ουρανοί θα εξαφανιστούν με τρομερό πάταγο, τα στοιχεία της φύσεως θα διαλυθούν στη φωτιά, και η γη, όπως και όλα όσα έγιναν πάνω σ’ αυτήν, θα κατακαούν» (Β’ Πέτρ. 3:10). Αλλά και πρωτύτερα, ο ίδιος ο Δεσπότης και Κύριός μας μάς αποκάλυψε τα εξής: «Προσέξτε καλά τους εαυτούς σας. Μην παραδοθείτε στην κραιπάλη και στη μέθη και στις βιοτικές ανάγκες, και σας αιφνιδιάσει η ημέρα εκείνη. Γιατί θα έρθει σαν την παγίδα σε όλους τους ανθρώπους που κατοικούν στη γη» (Λουκ. 21:34-35). Και αλλού: «Μπείτε από τη στενή πύλη… Στενή είναι η πύλη και γεμάτη δυσκολίες η οδός που οδηγεί στη ζωή» (Ματθ. 7:13-14).

Αδελφοί μου, ας βαδίσουμε τον δύσκολο αυτό δρόμο για να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή.

Αυτός ο δρόμος απαιτεί μετάνοια, νηστεία, προσευχή, αγρυπνία, ταπεινοφροσύνη, περιφρόνηση της σάρκας, επιμέλεια της ψυχής, ελεημοσύνη, δάκρυα, πένθος. Να μισείται κανείς και να μη μισεί· να συγχωρεί αυτούς που του κάνουν κακό· ν’ αδικείται και να ευεργετεί· τέλος, να χύσει και το αίμα του για το Χριστό, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.

Αντίθετα, είναι «πλατειά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην καταστροφή» (Ματθ. 7:13). Η πορεία αυτού του δρόμου εδώ είναι ευχάριστη, αλλά εκεί είναι θλιβερή. Εδώ είναι γλυκιά, εκεί όμως πικρότερη κι από τη χολή. Εδώ είναι εύκολη, εκεί όμως δύσκολη και οδυνηρή. Γνωρίσματα αυτής της πορείας είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ασέλγεια, η ειδωλολατρία, η φιλονικία, ο θυμός, η διχόνοια, οι φθόνοι, οι φόνοι, τα γλέντια, τα πολυτελή γεύματα, η λαιμαργία και τα όμοια μ’ αυτά. Μα το χειρότερο απ’ όλα, η αμετανοησία και η τέλεια λησμοσύνη της ώρας του θανάτου.

Αυτή την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού συλλογίστηκαν οι άγιοι μάρτυρες και δεν λυπήθηκαν τα σώματά τους, αλλά επέμειναν κάθε είδος βασάνων με χαρά και με την προσδοκία των ουράνιων στεφανιών. Για τον ίδιο λόγο αγωνίστηκαν στις ερημιές και στα βουνά, με νηστεία και αγνεία, όχι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες, βαδίζοντας καρτερικά το στενό και θλιμμένο μονοπάτι, κι έτσι κέρδισαν τη βασιλεία των ουρανών.

Αυτό το φοβερό δικαστήριο συλλογίστηκε και ο μακάριος Δαβίδ, γι’ αυτό έβρεχε κάθε νύχτα με δάκρυα το στρώμα του και παρακαλούσε το Θεό, λέγοντας: «Κύριε, …μη με δικάσεις, το δούλο σου, γιατί κανένας ζωντανός δεν είναι δίκαιος μπροστά σου» (Ψαλμ. 142:2).

Εμπρός λοιπόν κι εμείς, πριν φτάσει η μέρα εκείνη, πριν τελειώσει το πανηγύρι της σύντομης τούτης ζωής, πριν έρθει ο Θεός και μας βρει απροετοίμαστους, ας ετοιμαστούμε για την υποδοχή Του με εξομολόγηση, με μετάνοια, με νηστεία, με δάκρυα, με αγαθοεργίες.

Προσέξτε, μην τολμήσει κανείς να πει ότι δεν αμάρτησε. Όποιος το λέει αυτό, είναι τυφλός και απατά τον εαυτό του, μη γνωρίζοντας ότι ο σατανάς μπορεί να τον κυριεύει και με λόγια και με έργα και με την ακοή και με την όραση και με την αφή και με τους λογισμούς. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά και καθαρές όλες τις αισθήσεις του; Κανένας δεν είναι αναμάρτητος, κανένας δεν είναι καθαρός, παρά μόνο Εκείνος, που, αν και πλούσιος, «επτώχευσε» για μας. Αυτός μόνο είναι αναμάρτητος. Αυτός βαστάζει την αμαρτία του κόσμου και δεν θέλει το θάνατο των αμαρτωλών, αλλά τη σωτηρία τους. Σ’ Αυτόν ας καταφύγουμε κι εμείς, γιατί όσοι αμαρτωλοί πήγαν κοντά Του, σώθηκαν.

Ας μην απελπιστούμε, αδελφοί μου, για τη σωτηρία μας. Αμαρτήσαμε; Ας μετανοήσουμε. Μύριες φορές αμαρτήσαμε; Μύριες φορές ας μετανοήσουμε. Για κάθε έργο αγαθό χαίρεται ο Θεός, εξαιρετικά όμως χαίρεται για μία ψυχή που μετανοεί.

Ελάτε λοιπόν, ας πέσουμε στα πόδια Του κι ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας.

Δόξα στη φιλανθρωπία Του.

Δόξα στη μακροθυμία Του.

Δόξα στην αγαθότητα και τη συγκατάβασή Του.

Δόξα στην ευσπλαχνία Του.

Δόξα στη βασιλεία Του.

Δόξα και τιμή και προσκύνηση στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.



Η δευτέρα παρουσία

Οσίου Εφραίμ του Σύρου


«Η φωνή των Πατέρων», τεύχ.12, εκδ. ΚΗ’, 255η χιλιάδα
Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής

Ο Χριστός αρχέτυπον υποτακτικού - ηγουμένου





«Ο μοναχισμός είναι «ζωή κατά το Ευαγγέλιον». Η εν Χριστώ ζωή για όλους τους ανθρώπους συνίσταται στην υποταγή στο θέλημα του Θεού. Ο μοναχός, επιπλέον, είναι αυτός, που κάνει πράξη το λόγο του Χριστού «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι». Στον μοναχισμό το Εγώ και το Εσύ, το «δικό μου» και το «δικό σου» αντικαθίστανται από το πρόσωπο του Χριστού.

Ο μοναχός γίνεται υποτακτικός του Ιησού Χριστού ακολουθώντας Τον. Και η υποταγή αυτή σημαίνει την εκούσια παραίτηση από την αυτοδιαχείρηση, και την ανάθεση αυτής της διαχείρησης στο Θεό και τον πνευματικό πατέρα. Ο ηγούμενος, από την άλλη πλευρά, αγαπά τον υποτακτικό, προβλέπει και καλύπτει τις υλικές και, κυρίως, τις πνευματικές ανάγκες του, αγωνίζεται για την τελείωση του υποτακτικού του και έτσι γίνεται υπήκοος σ΄ αυτόν, προκειμένου να τον εξυψώσει, να τον οδηγήσει στη θέση του ηγουμένου Ιησού Χριστού. Έτσι, διά της υπακοής γίνεται ο μοναχός ηγούμενος και διά της υπακοής ο ηγούμενος συνεργεί στο σωτηριώδες έργο του Θεού, στη σωτηρία και θέωση των υποτακτικών του.

Η σχέση ηγουμένου και υποτακτικού αποτυπώνεται στο σχήμα Χριστός – ηγούμενος – υποτακτικός. Ο Χριστός δηλαδή αποτελεί το τελικό σημείο αναφοράς τόσο του ηγουμένου όσο και του υποτακτικού. Η σχέση ηγουμένου και υποτακτικού είναι τελικά σχέση πατέρα και υιού, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «εάν γαρ μυρίου παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ΄ ου πολλούς πατέρας. Εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα».

Ο Θεός «ούτως ηγάπησεν τον κόσμον, ώστε τον μονογενήν Υιόν αυτού δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόλυται αλλ΄ έχειν ζωήν αιώνιον». Ο Ιησούς Χριστός γίνεται το αρχέτυπον ηγουμένου και υποτακτικού, γίνεται υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, για να πραγματοποιήσει ό,τι ο άνθρωπος απέτυχε να ολοκληρώσει· την εκούσια υποταγή στο θέλημα του Θεού. Έτσι ο Χριστός ως άνθρωπος υπακούει στο θέλημα του Πατρός, αποκαλύπτοντας την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να φτάσει στη σωτηρία του. Θα πρέπει δηλαδή να υποτάσσεται στο θέλημα του Ιησού Χριστού, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευαγγέλιο και εκφράζεται από την Εκκλησία.

Αυτό συμβαίνει σήμερα στο μοναστηριακό περιβάλλον. Ο μοναχός διά της υπακοής – υποταγής αγωνίζεται να κοινωνήσει μετά του Θεού. Παραιτούμενος από το θέλημά του και υποτασσόμενος εν αγάπη στον γέροντα και την αδελφότητα διασώζει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξαναβρεί την αληθινή κοινωνία εν Χριστώ.

Η μοναχική ζωή είναι η επανεύρεση της γνώσις σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπου ο Ιησούς Χριστός αποτελεί το σημείο αναφοράς τόσο του ηγουμένου όσο και του υποτακτικού μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται εν Αγίω Πνεύματι.

Δεν μπορεί να έχει θέση με τον Ιησού αυτός που δεν βιώνει την ταπείνωση, γιατί έτσι δεν μπορεί να εξέλθει του εγωϊστικού και υλικού τρόπου ζωής, ώστε να δεχθεί την υπερκόσμιο αγάπη του Θεού, μια αγάπη που μεταμορφώνει τον άνθρωπο.

Ο π. Νεκτάριος κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

1. Ο Ιησούς Χριστός ως ηγούμενος υποτάσσει στο θείο θέλημα την ανθρώπινη φύση αποκαθιστώντας την ενότητα και την κοινωνία αγάπης, η οποία υπήρχε πριν την αμαρτία.

2. Σημείο αναφοράς τόσο του ηγουμένου όσο και του υποτακτικού είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

3. Ο μοναχός βιώνει την υπακοή ως υποταγή στο θέλημα του Θεού.

4. Ο Κύριός μας στη σχέση με τους μαθητές Του, ιδίως κατά το γεγονός του Νιπτήρος, δίδει αληθινό υπόδειγμα ηγουμένου, ο οποίος είναι αυθεντία εξαιτίας της σχέσης Του με τον Θεό, διακρίνεται διά την αγάπη, την ταπείνωση, την διακονία, την αλήθεια και, άρα, ουσιαστικά αποτελεί και υπόδειγμα τελείου υποτακτικού.

5. Όλα αυτά τονίζουν τον Χριστοκεντικό χαρακτήρα του μοναχικού βίου και αποτελούν παράδειγμα διά πάντας ημάς, ώστε να έχουμε κατά νουν την βίωση των ιδιοτήτων του ηγουμένου – υποτακτικού υπό του αρχετύπου Ιησού Χριστού και στον σημερινό μοναχισμό».

Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα, Ηγουμένου Ιεράς Μονής ’νω Ξενιάς
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...