Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2013

Αγία Νίνα Ισαπόστολος

                                              Αγία Νίνα Ισαπόστολος               
Βιογραφία  
 Αγία Νίνα (ή Νίνω) γεννήθηκε στην Καππαδοκία, όπου κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί και φέρεται ως συγγενείς του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Ο πατέρας της, Ζαβουλών, ευσεβής και φημισμένος στρατιωτικός, πριν ακόμα νυμφευθεί, είχε φύγει από την πατρίδα του Καππαδοκία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό. Η μητέρα της, Σωσάννα, ήταν αδελφή του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου. Ο πατέρας της, φλεγόμενος από αγάπη προς τον Θεό, έγινε, με την συγκατάθεση της συζύγου του, μοναχός στην έρημο του Ιορδάνη. Η μητέρα της Αγίας Νίνας τοποθετήθηκε ως διακόνισσα στο Ναό της Αναστάσεως. Την Αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, για να την αναθρέψει.

Όταν η Αγία Νίνα μελετούσε το Ευαγγέλιο και έφθασε στο κεφάλαιο που έγραφε για την σταύρωση του Κυρίου, ο λογισμός της σταμάτησε στον χιτώνα του Χριστού. Αναρωτήθηκε που αν βρίσκεται άραγε η επίγεια πορφύρα του Υιού του Θεού. Της είπαν, λοιπόν, ότι κατά την παράδοση, αυτή φυλασσόταν στην πόλη Μιτσχέτη της Ιβηρίας (Γεωργίας). Τη μετέφερε εκεί ο ραβίνος της πόλεως που ονομαζόταν Ελιόζ, ο οποίος την είχε παραλάβει από το στρατιώτη που την κέρδισε στην κλήρωση κάτω από τον Σταυρό. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά της. Και παρακάλεσε την Θεοτόκο να την αξιώσει να πάει στην Χώρα των Ιβήρων, για να προσκυνήσει τον χιτώνα του Υιού και Θεού της. Η Παναγία άκουσε την προσευχή της και εμφανίσθηκε στον ύπνο της Αγίας. Την προέτρεψε να πάει στην Ιβηρία να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού και της πρόσφερε ένα Σταυρό από κληματόβεργες, που θα ήταν η ασπίδα και ο φύλακάς της. Η Αγία ξύπνησε και είδε στα χέρια της το θαυμαστό Σταυρό. Τον ασπάσθηκε, έκοψε μια κοτσίδα από τα μαλλιά της, την έπλεξε στον Σταυρό και πήγε να συναντήσει αμέσως το θείο της Επίσκοπο Ιουβενάλιο. Εκείνος διέκρινε το θέλημα του Θεού και της έδωσε την ευχή του. Έτσι μετά από εντολή της Θεοτόκου, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Γεωργία, περί τον 3ο Αιώνα μ.Χ. Η αποστολική της δράση και το χάρισμα της θαυματουργίας οδήγησαν τους βασιλείς της Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) και Νάνα στην αλήθεια του Χριστού.

Η Αγία βρήκε τον τόπο, όπου είχε εναποτεθεί ο χιτώνας του Χριστού, στον κήπο των ανακτόρων και εκεί ανήγειρε το Ναό του Αγίου Στύλου.

Η Αγία Νίνα κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη και ο Θεός την δόξασε διατηρώντας το τίμιο λείψανό της άφθαρτο.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος πλ α' . Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον’ όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.

Όσιος Σάββας πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτωρ Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου

                                             Όσιος Σάββας πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτωρ Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου


Φωστήρ εδείχθης φωτίσας την Σερβίαν,
Έργοις λόγοις τε Σάββα των Σέρβων κλέος.
Βιογραφία
Ο Όσιος Σάββας έζησε στα τέλη του 12ου αιώνα και στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. Ήταν δευτερότοκος γιος του ηγεμόνα της Σερβίας Στεφάνου Α' Νεμάνια (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται Νεεμάν) και της πριγκίπισσας Άννας. Το λαϊκό του όνομα ήταν Ρέσκο. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη συμπάθεια στις χριστιανικές αρετές και σε ηλικία 17 χρονών πήγε στο Άγιο Όρος, όπου με συγκατάθεση του βασιλιά πατέρα του έγινε μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου και μετονομάστηκε Σάββας. Αργότερα, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ήλθε εκεί και ο βασιλιάς πατέρας του, Συμεών. Το βασιλικό παράδειγμα ακολούθησαν και άλλοι Σέρβοι ιδιώτες. Έτσι, περί το 1195, κτίστηκε η Σέρβικη Μονή Χιλιανδαρίου, με πρωτοβουλία του οσίου Σάββα. Στην εποχή του βασιλιά Θεοδώρου Λασκάρεως, ο όσιος Σάββας εστάλη από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στη Νίκαια για σπουδαίες υποθέσεις της. Τα προσωπικά όμως χαρίσματα του Όσιου έκαναν μεγάλη εντύπωση στον βασιλιά και τον Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να δεχτεί το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Σερβίας. Οι Σέρβοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Πράγματι ο όσιος Σάββας, εκτέλεσε τη διακονία του με θαυμαστό ζήλο. Υπήρξε ελεήμονας, αφιλοχρήματος και ανακούφιζε τους φτωχούς. Αργότερα ξαναπήγε στο Άγιο Όρος, από κει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και ξαναεπέστρεψε στη Σερβία για να στηρίξει την πίστη των ομοεθνών του. Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεόν, κοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το έτος 1236. Το ιερό λείψανό του βρέθηκε άφθορο, αλλά κάηκε το έτος 1594 από τον Σινάν πασά στο Βελιγράδι.


Αγιογραφίες / Φωτογραφίες

Αν βαριέσαι την προσευχή (διάλογος μ’έναν ασκητή)


Γέροντα, πολλές φορές, όταν πάω να προσευχηθώ, χίλιες δύο δουλειές μού παρουσιάζονται. Τι να κάνω;
- Όχι, παιδί μου. Δεν πρέπει να σταματάς τότε την προσευχή σου. Να θυμάσαι ότι με όλα αυτά “δοκιμάζει” ο Θεός αν έχουμε πραγματικά διάθεση για προσευχή. Οπότε, αν προσπαθήσεις και επιμείνεις στην προσευχή, έρχεται ο Θεός σε βοήθεια και σκορπάει όλες τις δυσκολίες.
 
 
Πολλές φορές, γέροντα, πάω να κάνω προσευχή και βαριέμαι!
- Όλα αυτά είναι του πονηρού, παιδί μου, που προσπαθεί να μας νεκρώσει πνευματικά. Αλλά εμείς δεν πρέπει να σταματάμε. Άκου αυτή την ιστορία απ’το γεροντικό: Υπήρχε κάποιος μοναχός και κάθε φορά που ήταν να κάνει την προσευχή του, τον έπιανε ρίγος και πυρετός και το κεφάλι του πονούσε. Και έτσι έλεγε μέσα του: “Να. Είμαι άρρωστος και κοντεύω να πεθάνω. Ας σηκωθώ, λοιπόν, πριν πεθάνω και ας κάνω την προσευχή”. Μ’αυτό, λοιπόν, τον λογισμό βίαζε τον εαυτό του και έκανε την προσευχή. Και μόλις τελείωνε η προσευχή, τελείωνε και ο πυρετός. Και πάλι μ’αυτό το λογισμό, ο μοναχός αντιστάθηκε και έκανε την προσευχή και έτσι νίκησε -με τη Χάρη του Θεού- τον πονηρό… Αυτό, παιδί μου, είναι παράδειγμα για όλους μας…

Ο υποκριτής κατά τον Μέγα Βασίλειο


o ypokritis kata ton mega vasileio

«Υποκριτής είναι εκείνος που υποδύεται ξένο πρόσωπο στο θέατρο

Ενώ είναι δούλος, πολλές φορές υποδύεται το πρόσωπο του Κυρίου,
 και ενώ είναι κοινός πολίτης, υποδύεται το πρόσωπο του Βασιλιά.

Έτσι και η ζωή αυτή. Οι πιο πολλοί παίζουν θέατρο, σαν να παίζουν 
στη σκηνή της δικής τους ζωής, έχοντας άλλα στην καρδιά και 
επιδεικνύοντας άλλα φανερά στους ανθρώπους.

Οι υποκριτές μοιάζουν με τις υφάλους. Ενώ κρύβουν βαθιά στις
 ψυχή τους το φθόνο και το μίσος, δείχνουν στο πρόσωπο τους τα
 χρώματα της αγάπης. Έτσι μοιάζουν με τις υφάλους, τις βραχώδεις 
προεκτάσεις που μόλις καλύπτονται από την επιφάνεια της θάλασσας, 
και κρύβουν μεγάλο κίνδυνο για τα σκάφη που θα πέσουν επάνω τους».

Μέγας Βασίλειος

ΤΙ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ



Πολλές φορές, σε συζητήσεις με νέους ανθρώπους, μας ρωτούνε «τι έχει να πει η Εκκλησία στο σύγχρονο άνθρωπο και μάλιστα στο νέο;». Ζούμε σε μια εποχή εικονικής πραγματικότητας. Η νεανική γλώσσα, εκτός από ελλειπτική, είναι και αυτή εικονική. Η σκέψη έπαψε να είναι πολύπλοκη και αναλυτική και είναι απλή και σύντομη, όσο μια εικόνα κι ένα τραγούδι που ανεβαίνει στο Facebook. Παράλληλα, τα πάντα πορεύονται στη λογική της επιβίωσης, της χρηματικής, αλλά και της εργασιακής. Ποιος ασχολείται με ιδέες; Ποιος αναφέρεται σε μεταφυσικές αναζητήσεις, ενώ το παρόν, το «εδώ και τώρα’ που είναι πολύ δύσκολο μας αφορά. Το μάθημα των Θρησκευτικών στο σχολείο λειτουργεί στη λογική του συμπληρώματος του σχολικού προγράμματος, ενώ αρκετά παιδιά, και μάλιστα καλοί μαθητές, είναι πρόθυμοι να απαλλαγούν από αυτό, για να μην έχουν φόρτο εργασίας και να μπορούν να ασχοληθούν με τα σημαντικά για το πέρασμα στο Πανεπιστήμιο μαθήματα. Η κατήχηση θεωρείται μια ξεπερασμένη διαδικασία. Μόνο ίσως στην κατασκήνωση και στις γιορτές, όπου πολλά παιδιά ζούνε κάτι από τον τρόπο της Εκκλησίας να μπορεί να απομένει ένα ίχνος πνευματικής αναζήτησης.
                Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν για δρόμο που οδηγεί στην απελπισία και στο κλείσιμο στον εκκλησιαστικό εαυτό μας. Ας πούμε τα λιγοστά μας λόγια γι’ αυτούς που έμαθαν και θέλουν να τα ακούσουν. Είναι όμως έτσι;
                Ας μην λησμονούμε ότι η Εκκλησία εμφανίστηκε σε έναν κόσμο κακίας, διαφθοράς, εξουσίας, βίας, εκμετάλλευσης, ισοπέδωσης της αξίας του ανθρώπινου προσώπου. Ο αρχηγός της γεύτηκε στην ύπαρξή του το μαρτύριο, τόσο της απόρριψης  από τους ιδίους του, αλλά και από την εξουσία του κόσμου, φθάνοντας στο θάνατο της αισχύνης. Το ίδιο και οι απόστολοι, που συνέχισαν το έργο Του. Όμως, μέσα από τη δική Του Ανάσταση, οι χριστιανοί πάλεψαν και άλλαξαν τον κόσμο. Πρώτα με το λόγο, που εμφορούνταν από το ήθος της αγάπης. Μια παρέα αγάπης που άλλαξε τον κόσμο και τις ζωές όλων όσων εντάχτηκαν σ’ αυτήν ήταν η κοινότητα της πρώτης Εκκλησίας. Αφύπνισε συνειδήσεις αυτή η κοινότητα. Έδωσε μία νέα θέα στον κόσμο. Γιατί μίλησε στις βαθύτερες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης: να νικήσει τον θάνατο, να μπορεί να ξεπεράσει με την αγάπη κάθε κακία, κάθε εξουσία, κάθε απόρριψη.
                Αυτό λοιπόν έχουμε να πούμε και σήμερα στους νέους ανθρώπους, αλλά και στον κόσμο. Μπορεί οι μεγαλύτεροι να κουβαλάμε φορτία και μάλιστα δυσβάσταχτα. Φορτία αποτυχίας, λύπης, απουσίας οραματισμού. Φορτία προσωπικής νωθρότητας, απαισιοδοξίας, συμβιβασμού. Την παράδοσή όμως της ύπαρξής μας σ’ αυτά δεν δικαιούμαστε να την μεταφέρουμε στη νέα γενιά. Γιατί έτσι τη θέλει κι εκείνη ο πολιτισμός. Νωθρή, συμβιβασμένη, απαισιόδοξη. Για να την κρατά καθηλωμένη στην ανάγκη από αυτόν και να κρύβει την ελπίδα.
                Ζούμε όμως αυτή την προσωπική νωθρότητα, την απαισιοδοξία και τον συμβιβασμό στην Εκκλησία σήμερα. Στην καλύτερη περίπτωση αντιδρούμε με έναν ακτιβισμό, που να λέει ότι κάτι προσπαθούμε να κάνουμε. Συνήθως όμως καταφεύγουμε στις ακολουθίες και τις προσευχές μας, στις παραδόσεις και τα έθιμά μας και καθηλωνόμαστε σε μία ανιστορική προσέγγιση του κόσμου. Ζούμε στο παρελθόν και είμαστε κι ευχαριστημένοι που το κρατούμε αλώβητο. Επίσκοποι, ιερείς, λαϊκοί φτάσαμε στο σημείο να έχουμε παραδοθεί στο χθες. Εγκλωβισμένοι στη συνήθεια, στο γεγονός ότι το παρελθόν μας έχει αγίους, έχει μνημεία, έχει γιορτές που θα κάνουν κι αυτή τη γενιά να συνεχίσει να το αγγίζει. Πού είναι η φρεσκάδα του Ευαγγελίου όμως;
                Το πώς θα μιλήσουμε στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στο νέο είναι πρόβλημα. Και δεν αρκεί ο λόγος. Χρειάζεται να επανέλθουμε στο ήθος και τον τρόπο της κοινότητας που θα κάνει τους νεώτερους να χαίρονται να είναι μέλη της. Αυτό που ζούμε στην κατασκήνωση, στην οποία με λαχτάρα πολλά παιδιά και νέοι, ακόμη κι αν δεν συμμετέχουν τον υπόλοιπο χρόνο στη ζωή της Εκκλησίας, σπεύδουν να συμμετάσχουν και να συνυπάρξουν, ανοίγοντας στις ψυχές τους χώρο για το Χριστό και την αγάπη. Αυτό γιατί δεν μπορεί να συμβεί στις ενορίες μας; Μήπως γιατί δεν λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψιν τον κόσμο στον οποίο ζούμε; Ή έχουμε περιορίσει τη στόχευση και το ενδιαφέρον μας στην ανακούφιση των υλικών αναγκών των ανθρώπων, οι οποίοι όμως δεν έχουν σχέση με τις ενορίες τους.  Γίνονται λήπτες βοήθειας, χωρίς να προβληματίζονται για τη ζωή από την οποία ξεκινά η θέληση για βοήθεια.  
                Χρειάζεται να ξαναβρούμε τις πνευματικές μας υποδομές. Τη λατρεία, την αγάπη, το μοίρασμα, τη ζεστασιά των ψυχών. Τη φυσική παρουσία του ιερέα και των λαϊκών στη ζωή των άλλων ανθρώπων και ιδίως των νέων. Δεν είναι πάντοτε ο Επίσκοπος και ο ιερέας οι καταλληλότεροι για να κάνουν τους δασκάλους και τους κατηχητές στη ζωή των νέων. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να απουσιάζουν από αυτή τη ζωή. Να οχυρώνονται πίσω από διοικητικά ή άλλα καθήκοντα, πίσω από τις πανηγύρεις και τα έθιμα και τη διατήρηση του χθες, ξεχνώντας ότι στην Εκκλησία ισχύει το «σήμερον», το αιώνιο και δυνατό.
                Το υλικό της κατήχησης είναι ένας δρόμος. Ο κατηχητής όμως, το πρόσωπο, αξιοποιεί και δίνει ζωή στο υλικό ή το αφήνει να σβήνει και να χάνεται. Το υλικό δεν πρέπει και δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την απουσία ζήλου, για την διαρκή ανανέωση της ψυχής και της διάθεσης την οποία καλείται να χτίζει μέσα από τη σχέση του με το Χριστό και την Εκκλησία εκείνος που θέλει να μοιραστεί την προφητική του αποστολή με τους άλλους και ιδίως τα παιδιά και τους νέους.
                Τι έχει και τι θέλει να πει η Εκκλησία στο σύγχρονο άνθρωπο και ιδιαίτερα στο νέο;
                Σίγουρα πολλά. Κατά τη γνώμη μας όμως τρεις είναι οι κύριοι άξονες της κατηχητικής και της εν γένει διακονίας όλων μας στο έργο της ιεραποστολής. Ο Χριστός, η σωτηρία και η Βασιλεία του Θεού. Ο Χριστός ως Πρόσωπο και όχι ως Ιδέα. Ο Χριστός ως η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή, που γίνεται συνοδοιπόρος μας μέσα από την προσευχή και το μυστήριο της Ευχαριστίας. Μέσα από την αγάπη την οποία αντλούμε καλώντας Τον στην δική μας πορεία και μιμούμενοι το παράδειγμα των αγίων Του, όλων εκείνων δηλαδή που προηγήθηκαν στο δρόμο αυτό. Η σωτηρία που σημαίνει Ανάσταση από κάθε θάνατο. Από τα πάθη, από το μίσος, τη διάσπαση της ψυχής και της ύπαρξης, τους περισπασμούς των βιοτικών και της κρίσης. Ανάσταση από την κυριαρχία του χρόνου και του εγωκεντρισμού. Η Βασιλεία του Θεού που έγκειται  στην αναβίωση της κοινότητας που είναι η αυθεντική εκκλησιαστική ζωή. Όπου ο καθένας θα χαίρεται το χάρισμα του προσώπου μέσα στη συνάντηση με το «εμείς». Στην ενορία που θα λειτουργεί ως οικογένεια, στην οποία όποιος θέλει θα μπορεί να είναι μέλος, αρκεί να σέβεται και τους άλλους, να μπορεί να τους αγαπά και να δίνει τον εαυτό του.
                Όλα αυτά μέσα από μια γλώσσα που να έχει να κάνει με το πάντοτε ανακαινίζον του χαροποιού οίνου  της πίστης, αλλά και με την ανάγκη να  γίνουν καινοί οι ασκοί για να μπορούν να αντέξουν την ορμή του. Ναι, χρειάζεται να αξιοποιήσουμε το Διαδίκτυο. Να συζητήσουμε με τον κόσμο με τον τρόπο που εκείνος καταλαβαίνει, μέσα από την μουσική, τα πολυμέσα, τα social networks, αλλά χωρίς να αφιστάμεθα των πηγών μας και της αλήθειας που δίνουν στη ζωή. Μέσα από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη, μέσα από την πατερική παράδοση, την ασκητική μαρτυρία, τη σύγχρονη θεματική. Να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε το δόγμα σε αλήθεια, σε ήθος, σε στάση ζωής. Να μη λυγίσουμε μπροστά στην υπονόμευση και την απόρριψη των ΜΜΕ, του σχολείου, της οικογένειας. Για όλους είναι το μήνυμα, όχι μόνο για τους δικούς μας. Και το μήνυμα γεννά νόημα, χαρά και ελπίδα και δεν μένει σε μία ηθικιστική βελτίωση του ανθρώπου.
                Πώς να μιλήσεις όμως  για ό,τι δεν ζεις ή δεν θέλεις να ζήσεις; Τα πρόσωπα είναι που μεταδίδουν την αλήθεια. Και είναι γνώση η αλήθεια, αλλά και βίωμα. Είναι κοινωνία με το Χριστό και κοινωνία με τους ανθρώπους. Τα πρόσωπα είμαστε εμείς. Ο καθένας μας. Κληρικός και λαϊκός που δεν εφησυχάζει. Που δεν υποτάσσει το είναι του στην νωθρότητα, τον συμβιβασμό, την απαισιοδοξία. Ο κόσμος περιμένει χρήμα και περιουσίες. Γι’ αυτά μιλά. Η Εκκλησία όμως παλεύει εναντίον του πνεύματος του πονηρού, το οποίο με αφροσύνη διαλύει κάθε ελπίδα, καθιστώντας τη ζωή του καθενός κόλαση όταν δεν μπορεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Όταν παραμένει στα δικαιώματά του, στις αλήθειες του, στους τρόπους του. Όταν για όλα του φταίνε εκείνοι και ποτέ ο ίδιος. Η Εκκλησία δείχνει και προκαταγγέλλει το Χριστό τοις πάσι. Κι αυτός ο δρόμος είναι για όλους και για τους νέους και για τους μεγαλύτερους. Ας συνεργαστούμε για να μην τον αποκρύψουμε.
 Εισήγηση στην τριήμερη συνάντηση εργασίας
για την ανανέωση του κατηχητικού λόγου
που έγινε στη Λευκάδα 16-18 Νοεμβρίου 2012  

«Συνάντηση ενός ηλιθίου με μια ιδέα» Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου


Έχει διαπιστωθεί ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο του φανατισμού παρουσιάζει επικίνδυνη έξαρση. Και δεν είναι μόνο ο χώρος του Ισλάμ που ως εκ φύσεώς του έχει ιδιαιτερότητα να εκτρέφει φανατισμένες συνειδήσεις, αλλά ακόμα και μέσα στο χώρο της ελευθερίας, στην Εκκλησία του Χριστού συναντά κανείς μικρόνοες που ζουν την εξαλλοσύνη του μεγαλείου μιας παραποιημένης ιδέας κι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτό τον τρόπο, με τις ακρότητες και τη βία, επιτελούν έργο θεάρεστο.
Αιτία και πηγή φανατισμού είναι ο εγωισμός και η παράνοια.  Ο φανατικός επιζητεί να επιβάλει διαπαντός μέσου και τρόπου το δικό του πιστεύω αγνοώντας με τον τρόπο αυτό την ελευθερία των άλλων προσώπων. Η μεγαλομανία και ο εγωκεντρισμός τον οδηγούν σε κρίσεις και αντιθέσεις προς το περιβάλλον του. Η επιμονή που τον διακρίνει στην επιβουλή των ιδεών του δεν είναι ζήλος, αλλά έλλειψη του γνησίου χριστιανικού πνεύματος, που βασίζεται στη φράση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν…» (Μαρκ. η΄ 34).
Βλέπει κανείς εκδηλώσεις φανατισμού και απορεί πως υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται κομβολόι στα χέρια των δημαγωγών, ποδοπατώντας έτσι το μεγάλο δώρο της ελευθερίας που τους έδωσε ο Θεός να σκέπτονται αβίαστα, αντικειμενικά, ήρεμα, και να αποφασίζουν ανεπηρέαστα. Το τραγικό δε σ’ αυτούς τους τύπους των ανθρώπων δεν είναι μόνο η επιμονή σε μια ιδέα, αλλά η επιβολή της στους άλλους με κάθε τρόπο ακόμα και με βία.
Ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός γι’ αυτούς είναι εκείνος που δίνει το παρακάτω απόφθεγμα: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δυστύχημα από τη συνάντηση ενός ηλιθίου με μια ιδέα».
Τελικά οι φανατικοί δεν είναι μόνο φαρισαίοι και εγωκεντρικοί, είναι και παρανοϊκοί. Ο Κικέρων τους φανατικούς ονομάζει δαιμονισμένους και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας «Ψευδοπροφήτες» Είναι μια αρρώστια της προσωπικότητας που αν δεν αντιμετωπισθεί με τα φάρμακα της αγάπης και της μακροθυμίας κινδυνεύει να προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα στο σώμα της κοινωνίας. Η Εκκλησία μας βλέπει με κατανόηση το απόστημα αυτό του μυστικού Σώματός της. Για την θεραπεία του δεν ακολουθεί τα άκρα, αλλά με σύνεση και μητρική κατανόηση ανέχεται και μακροθυμεί. Όπου δε επιβάλλεται, παίρνει τα απαραίτητα παιδαγωγικά μέτρα για τη διαφύλαξη του πληρώματός της από την επικίνδυνη αυτή υστερία.
Άλλωστε μόνος του ο οργανισμός της Εκκλησίας αποβάλλει κάθε περιττό που δεν ακολουθεί την όλη λειτουργία του. Στην Εκκλησία όλοι μαζί ενωμένοι με μια καρδιά και ένα πνεύμα πορευόμαστε το δρόμο του αγιασμού και της τελειώσεως. Κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο και το αναμάρτητο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι μέσα από την αμαρτία μπορεί να ξεπηδήσει η αρετή και ότι μέσα από την φαινομενική αρετή μπορεί να ξεπηδήσει η διαφθορά. Εκείνος που ενεργεί τη σωτηρία της Εκκλησίας είναι ο Ιησούς Χριστός. Η αγωνιστικότητα και ο ένθεος ζήλος δεν αποκλείονται από την Εκκλησία όταν προέρχονται από ταπεινή και αγαπώσα καρδία.
Ο ζήλος και ο ενθουσιασμός ενός συνειδητού χριστιανού δεν έχουν καμία σχέση με το φανατισμό, διότι ο πιστός που εμφορείται από γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα, γνωρίζει να υποχωρεί, να ταπεινώνεται και να υπακούει. Πάνω απ’ όλα δε να εμπιστεύεται τα πάντα στα χέρια του προνοητού Θεού, ο οποίος και «εκ των λίθων δύναται εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Λουκ. γ΄ 8).
Ο θρησκευτικός φανατισμός σε τούτο διαφέρει και καθίσταται πιο επικίνδυνος από τους άλλους, πολιτικούς, φυλετικούς κ.λπ. φανατισμούς, ότι παρέχει την ψευδαίσθηση της νομιμότητας και της ηθικότητας, ότι δηλαδή ο αγώνας γίνεται για την αλήθεια και την ηθική.
Υπάρχει όμως αλήθεια και ηθική εκεί όπου δεν υπάρχει ταπείνωση και αγάπη; Ας προσέξουμε. Μην αφήσουμε το διάβολο να μας κτυπήσει εκ δεξιών. Αν υποκύψουμε, η πλάνη μας θα είναι μεγάλη.
Ο Θεός θέλει να συνοδεύονται ο ενθουσιασμός και ο ζήλος από την αγάπη και τη συναίσθηση ότι κι αν εμείς σήμερα στέκουμε, δεν αποκλείεται  αύριο να πέσουμε και να συντριβούμε.

Στο σκάφος της πατρίδας δεν είμαστε μόνο συνεπιβάτες αλλά και συνυπόλογοι του Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου,



από το Σαββατιάτικο ένθετο της «δημοκρατίας» για την Ορθοδοξία
Σε εποχή κυριαρχίας των περιώνυμων και ποικιλώνυμων αγορών, οι οποίες έχουν εισβάλει τα τελευταία χρόνια στη διεθνή σκηνή, έχουν ανατρέψει οικονομίες και κυβερνήσεις, έχουν εξουθενώσει λαούς και έχουν εξαφανίσει μεγάλες επιχειρήσεις, μας έχει διαφύγει η πολυαιώνια ύπαρξη και λειτουργία μιας άλλης αγοράς, που ρυθμίζει,  σταθμίζει και αξιολογεί του καθενός μας την ύπαρξη και τη ζωή!
Είναι η αγορά του χρόνου, η μοναδική αγορά για την οποία γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή, με την περίφημη παύλεια προτροπή «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι». 
Σαν τα ορμητικά ποτάμια κυλούν οι μέρες της επίγειας ζωής μας, χωρίς να το συναισθανόμαστε, χωρίς να συνειδητοποιούμε, μέσα στη δίνη της καθημερινότητάς μας πότε ήμασταν μικρά παιδιά, πότε φτάσαμε στη σημερινή μας ηλικία…
Και όταν σε στιγμές αυτοσυγκέντρωσης και αυτοσυνειδησίας επιχειρούμε έναν απολογισμό της ζωής μας, σχεδόν πάντα μια γεύση πικρή απομένει, καθώς διαπιστώνουμε ότι δεν κάναμε όσα μπορούσαμε και έπρεπε, δεν εκτιμήσαμε πρόσωπα και καταστάσεις, δεν εκμεταλλευτήκαμε τον χρόνο  και τις ευκαιρίες  που μας δόθηκαν και χωρίς επιστροφή στη χοάνη του παρελθόντος βυθίστηκαν.
Η ζωή, όταν δεν εκμεταλλευόμαστε κατάλληλα τον χρόνο, βλέποντάς την προς τα εμπρός, μας φαίνεται, ίσως, μεγάλη. Βλέποντας, όμως, προς τα πίσω, μας φαίνεται απελπιστικά μικρή.
Αν, όμως, ζήσουμε δημιουργικά, τότε κοιτάζοντας προς το μέλλον η ζωή φαίνεται μικρή, αλλά στρέφοντας το βλέμμα μας προς το παρελθόν μάς φαίνεται μεγάλη.
Οι Λατίνοι έλεγαν ότι «η ζωή είναι μικρή αλλ’, αν ξέρεις να τη χρησιμοποιείς, είναι μεγάλη», ενώ ένας Γερμανός σοφός έλεγε ότι «θα γινόταν πάμπλουτος, αν ζητούσε και έπαιρνε, σαν ελεημοσύνη, από τους ανθρώπους κάθε άσκοπα χαμένη στιγμή της ζωής τους»!
Αλλωστε, καταπώς επισημαίνει και ο Δημοσθένης,  «όσοι δεν εκμεταλλεύονται σωστά τις ευκαιρίες, που τους προσφέρει ο χρόνος, ούτε κι  αν τους συνέβη κάτι καλό από τους θεούς δεν το θυμούνται».
Η έλευση του νέου ημερολογιακού έτους 2013 σηματοδοτεί για όλους μας μια ακόμα ευκαιρία για εκμετάλλευση, για αλλαγή τρόπου σκέψης και πορείας ζωής, μια και «αι ημέραι πονηραί εισι»!
Σκιάστηκε, βέβαια, ο ερχομός του από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατάθλιψης, ανασφάλειας και απελπισίας, από τα δεινά που το 2012 κληροδότησε στην πατρίδα μας και στον καθένα μας χωριστά.
Ταυτόχρονα, όμως, οι ευχές που αντηλλάγησαν όλες έκρυβαν την ελπίδα της αλλαγής, την προσμονή  μιας καλύτερης ζωής, το ξημέρωμα μιας νέας, καλύτερης για την πατρίδα μας εποχής.
Αλλά οι ευχές δεν πρέπει να παραμείνουν ευχές, πρέπει να εξαργυρωθούν στο χρηματιστήριο του χρόνου, επιβάλλεται να γίνουν πραγματικότητα!
Ας μην ξεχνάμε ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή»!
Και μας περιμένει πολλή δουλειά τον καινούργιο χρόνο, για να συντηρήσουμε τις ελπίδες μας, να πραγματώσουμε τα όνειρά μας, να δημιουργήσουμε μια καλύτερη Ελλάδα για τα παιδιά μας!
Ας σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε τι κάνει η πατρίδα μας για μας και ας προβληματιστούμε τι κάνουμε εμείς για την πατρίδα μας!
Ας συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, ότι  στο σκάφος της όλοι είμαστε όχι μόνο συνεπιβάτες αλλά και για την πορεία του συνυπεύθυνοι και για το ναυάγιό του απέναντι στις προηγούμενες και τις μελλοντικές γενιές συνυπόλογοι!
Ας υποδεχθούμε, λοιπόν, τον νέο χρόνο με αποφασιστικότητα, θέληση και διάθεση δημιουργίας και με «καρδίαν καινήν» (Ἱεζ. 36,26), ως «καινοί άνθρωποι» (Εφεσ. 4,24) και με «όνομα καινόν» (Αποκ. 2,17) ας βιώσουμε το νέο έτος ψάλλοντας την «καινήν ωδήν» (Αποκ. 5,9 και 14,3), της αγάπης, της φιλαδελφείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας με τόλμη τις αλήθειες του Θεού και τα δικαιώματα του ανθρώπου!   

Μεταθανάτιες εμπειρίες Τού Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Πηγή: Από το βιβλίο: "Η ζωή μετά τον θάνατο
Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Οι άγιοι της Εκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Και όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ.
 
Στα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Να διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Θεό. Γι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τις οποίες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Όπως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Και η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Συνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός (υιού χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιαείρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά, πού έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμη του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζη εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν.
Μια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Επειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Θεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά.

1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες
Υπάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Αμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Μούντυ. Μετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. Ο Μούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ανάλυση και κριτική των απόψεων τον Μούντυ έκανε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ σε σχετικό βιβλίο. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Σεραφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια.1 Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη.
Πολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. Όταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. Ο θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΤΟ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Αν ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Και το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2.
Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Αν πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Επομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Μούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Τα κοινά σημεία είναι τρία.
Πρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Μούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Σεραφείμ.
Ο ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Κάποιος άλλος διηγείται:«Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3.
Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Δηλαδή, όπως λέγει ο Μούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή:
«Ο γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4.
Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». Όλοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες.
Ένας διηγείται«Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».
Ένας άλλος διηγείται: «Βρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Στην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... Όταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5.
Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Δεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. Ο π. Σεραφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Παράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση.6 Δεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Μικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Τέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον Όρος. Μου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών.
Ας επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Γέροντος μου, Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Μετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Οι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Λειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Αν σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. Όλα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. Όταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Είχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Είδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Μάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Εκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο τρισάγιο στον εαυτό του. Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. Βέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη.

2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική
Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Συνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Αν κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Και, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. Βέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Κυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία μας αφήνοντας το άγνωστο στην Πρόνοια του Θεού. Όμως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Προτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Χριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Εδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά.
Στο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Αβά Σισώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τις αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Αντώνιος, μετά ό χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7.
Στον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.
Το ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8.
Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Μάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Κατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Τότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Εκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Και αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.
Και τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Θεού. Γι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Γιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη και ευλογία του Θεού. Μπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. Ο «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Συντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Πάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Οι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Δεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Οι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Στην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα.
Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. Υπάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Συνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Επίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11.
Ακόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Αυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Εκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση.

3. Ή διάκριση των εμπειριών
Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ιω. δ', 1). Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή τηςδιακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρη του Θεού. Πραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Θεό ή από τον εωσφόρο. Γι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Το ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12.
Οι άγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. Ο διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Το ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Αντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15.
Επομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16.
Όσα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Αυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Θεού και των αγίων. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών.
Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Ο Χριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Μαθητές Του: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Κάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Δεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Ματθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Αν μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. Όταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρη του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί.
Γι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Στα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Ευεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. Ο μοναχός Πέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. Ο άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοια Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη».Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ουχ υπολείπεται»17. Και ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών εφ' οις έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Μετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Μάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατάνυξη και το δάκρυ,  ώστε μερικοί ,  που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18.
Δεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει  ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Αλλά και στην περίπτωση του Γέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. Όμως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Δεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Θεού. Και όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Επανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Θεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τωαμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Γι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Πάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Σε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Αυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση.
Σαν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. Όμως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Οδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Το ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. Όμως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Ο νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Γι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Κι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Οι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Θεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί»,επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του«ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Και εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ο Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.

Σημειώσεις

1. Hieromonk Seraphim Rose, the soul after death, Platina, California, 1977
2. ένθ. άνωτ. σελ. 11.12
3. ενθ. άνωτ. σελ. 1β-17
4. ένθ. άνωτ. σελ. 21
5. ένθ. άνωτ. σελ. 29
6. ένβ. άνωτ. σελ. 12
7. Γεροντικόν, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 111
8. Ευεργετινός, τόμος Α'. έκδ. Ί. Μονής Μεταμορφώσεως, Κουβαρά Αττικής. Αθήναι 1957, σελ. 80-81
9. ένθ. άνωτ. σελ, 15
10. Hieromonk Seraphim Rose, ενθ. ανωτ. σελ. 15
11. ένθ. άνωτ. σελ. 22
12. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία, εκδ. Παχαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 17, κε'
13. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών καί ασκητικών, έκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 11β
14. Ιωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 140
15. ένθ. άνωτ. σελ. 2, η'
16. ένθ. άνωτ. σελ. 124
17. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.81
18. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ. 87
19. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά έκδ. Ρηγοπούλου. σελ. 153

πηγή

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ:ΤΟ ΟΦΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΑΠΟ ΙΕΡΕΑ


Ο μακαριστός γέροντας
 Ιάκωβος Τσαλίκης είπε: Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος
 και ωφελεία δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει ο ιερέας
Όταν ο Ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα 
των πιστών στην Ιερά Πρόθεση κατεβαίνει Άγγελος Κυρίου
 και παίρνει την μνημόνευση αυτή και την πηγαίνει και την
 εναποθέτει στο Θρόνο του Δεσπότου Χριστού ως 
προσευχή γι` αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφθείτε λοιπόν τι αξία έχει να σας μνημονεύσουν 
στην Αγία Πρόθεση. 
Κάποια φορά είχα ξεχάσει να μνημονεύσω
 στους κεκοιμημένους τη μητέρα μου, 
που ήταν Αγια γυναίκα.
Όταν τελείωσα την Θεια Λειτουργία, και πήγα 
στο κελλάκι μου, 
Εκει που καθόμουν, ήλθε η ψυχή το πνεύμα
 της μητέρα 
μου και μου είπε με παράπονο.

Πάτερ Ιάκωβε δε με μνημόνευσες σήμερα.

Πως μητέρα δεν σε μνημόνευσα.

Κάθε μέρα σας μνημονεύω και μάλιστα την 
καλύτερη μερίδα σας βγάζω τις είπα.
Όχι παιδί μου, σήμερα με ξέχασες και η ψυχή 
μου δεν αναπαύεται τόσο όσο τις άλλες μέρες
 που με μνημονεύεις, μου απάντησε.
Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος και ωφελεία 
δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει ο ιερέας.

ΚΟΡΥΤΣΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ:Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ


Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Ιωάννης έδωσε προχθες μια συνέντευξη στον δημοσιογράφο Lorenc Vangjeli για το αλβανικό περιοδικό «JAVA».
Μεταξύ άλλων στην συνέντευξή του ο Σεβασμιότατος αντιτίθεται στα τελευταία αποτελέσματα της απογραφής, λέγοντας ότι «εμείς οι ορθόδοξοι είμαστε περισσότεροι απ’ ότι μας παρουσιάζουν τα επίσημα στοιχεία της απογραφής. Είμαστε πάνω από το 24% του πληθυσμού της χώρας». 
Σύμφωνα με τον ίδιο ο αριθμός αυτός στηρίζεται σε έρευνα που διενεργήθηκε από την Εκκλησία. Ενώ όσων αφορά τα αποτελέσματα της απογραφής, δηλώνει πως δεν ήταν απλά λανθασμένα, αλλά είχαν «νοθευτεί σκόπιμα».

Μιλώντας για τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κορυτσάς τονίζει πως «δεν γνωρίζει κανέναν άλλο Αλβανό ή αλλοδαπό που να έχει κάνει για την χώρα όσο έχει κάνει ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, χωρίς να ζητήσει και χωρίς να λάβει τίποτα».

Μάλιστα τις επιθέσεις εναντίον του τις χαρακτηρίζει άδικες, και θεωρεί ότι ο εθνικισμός είναι ένα προϊόν που ξαναζωντανεύει «όταν υπάρχουν ιδεολογικά και πολιτιστικά κενά, σε απογοητευμένους λαούς, σε περιόδους  οικονομικών και ηθικών κρίσεων».
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...