Ἡ ὅραση εἶναι ἡ πλέον πολύτιμη ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις μας. Σὲ αὐτὴν στηρίζεται ἡ κατανόηση καὶ γνωριμία μὲ τὸ περιβάλλον, ἀλλὰ καὶ σύνολη ἡἀνθρώπινη δραστηριότητα. Στὴν περίπτωση ἑνὸς ἐκ γενετῆς τυφλοῦ ἡ ἀπουσία εἰκονικῶν ἐμπειρικῶν παραστάσεων καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀδύναμο νὰἀντιληφθῇ στὴν πληρότητά του τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὄχι ἀδύναμο νὰκατανοήσῃ τὰ θαύματα τοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ὕπαρξή Του καὶ τὶς παρεμβάσειςἘκείνου στὴ δική του ζωή. Μπορεῖ γιὰ τὰ δεδομένα τοῦ κόσμου ὁ τυφλὸς τοῦσημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος νὰ προκαλῇ τὴν συμπάθειά μας, μᾶλλονὅμως ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ καυχᾶται ὅτι βλέπει διπλὰ καὶ ἴσως καθαρότερα ἀπὸκάθε ἕνα χριστιανὸ ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸ ὄντα γύρω του μὲ φαρισαϊκὴ ματιά. Καὶ δὲν ἐννοῶ ἐδῶ, ἀδελφοί μου, τὴν ὑποκρισία τῶν φαρισαίων, ἀλλὰ τὴνἀπροθυμία νὰ ἀναγνωρίσουν, νὰ ἀναγνωρίσουμε, πίσω ἀπὸ τὸ θαῦμα, πίσω ἀπὸτὸ σημεῖο, ὅπως τὸ ἀποκαλοῦμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα, ἕνα ζωντανὸ Θεό, προνοητὴ καὶ ἐυεργέτη, Σωτῆρα καὶ κριτήριο σωτηρίας.
Ὁ τυφλὸς βλέπει μὲ δυὸ ματιές, ὄχι βεβαίως ἀλλήθωρα, μὰ μὲ καταπληκτικὴὀξυδέρκεια καὶ γίνεται θεολόγος καὶ ὁμολογητὴς ἄριστος τοῦ Χριστοῦ, σὲἀντίθεση μὲ τοὺς γονεῖς του, ποὺ προσποιοῦνται ἄγνοια ἀπὸ τὸν φόβο τοῦἀφορισμοῦ ἐκ τῆς συναγωγῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φωτιστῇ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦΧριστοῦ καὶ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια δύσκολα ἀρνεῖται νὰ τὴν ὁμολογήσῃ, δύσκολα τὴν προδίδει. Ὁ τυφλὸς ἤξερε καλὰ τί σημαίνει νὰ εἶσαι τυφλός· καὶἴσως ἔνιωθε καλύτερα τί σημαίνει νὰ φωτίζεσαι ἐσωτερικά. Πιθανὸν ἡ ὅραση νὰἦταν τὸ χρήσιμο ἐργαλεῖο γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, νὰἀποκατασταθῇ, ὅπως συνήθως λέμε, ὅμως σίγουρα χρησιμότερη ὑπῆρξε ἡἐνόραση, ὁ ἐσωτερικὸς φωτισμός, ποὺ λειτούργησε λυτρωτικὰ γιὰ τὴν ψυχή του.
Δυστυχῶς τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, τῆς ζωῆς, τοῦ ἑαυτοῦ μας, δὲν τὴν συλλαμβάνουμε μὲ παρόμοια πνευματικὰ αἰσθητήρια. Ἑστιάζουμε στὰ ὄντα,ἀγνωώντας Αὐτὸν ποὺ τὰ φέρνει στὸ εἶναι. Κατανοοῦμε τὴν ἀλήθεια ὡς αὐταπόδεικτη διὰ τῶν ὁρατῶν καὶ ἀφήνουμε στὴ λήθη ὡς ἀναπόδεικτη τὴν αἰτία τους. Ἡ ἀλήθεια ὡς λέξη εἶναι σύνθετη, ἀλλὰ ὡς γεγονὸς μία καὶ ἁπλή. Τὸπρῶτον, προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη λήθη ἐκ τοῦ ἀρχαίου ῥήματος λανθάνω, δηλαδὴ κρύβομαι, καὶ ἀπὸ τὸ στερητικὸ ἄλφα. Ἡ λέξη ἀλήθεια σημαίνει τὴνἀπουσία τὴν ἀπόκρυψης, ἄρα ἀλήθεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, τὸ φανέρωμα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀληθινὸ στὰ πλαίσια τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων εἶναι ὅ,τι δὲν μένει κρυφό, ὅ,τι ἀποκαλύπτεται καὶ φανερώνεται σὲ αὐτές.
Ἂν ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀληθινός, εἶναι γιατὶ ἀποκαλύπτεται ὡς σαρκωμένη Ἀλήθεια· ὅμως ἡ γνωριμία μὲ Αὐτὴν δὲν ἐξαντλεῖται στὰ ὅρια τῶν σαρκικῶν αἰσθήσεων, ἀλλὰ στὴν ὑπὲρ πᾶσαν αἴσθησιν αἴσθηση. Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν μεγάλη Ἀλήθεια, τὴν σαρκωμένη καὶ σωστική, χρειάζεται φῶς ἐσώτερον,ἀπαιτεῖται φωτισμὸς ἐν Πνεύματι, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ψάλλουμε στὴ δοξολογία «ἐν τῶ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Μὲ τὸ φῶς Χριστοῦ βλέπουμε φῶς καὶ δίχως αὐτὸμένουμε στὸ ἐσώτερον σκότος, ὡς ἄλλοι φαρισαῖοι. Ἐκεῖνοι ἔβλεπαν τὰ θαύματα,ὡς ἔχοντες σαφῶς τὴν σωματικὴ ὅραση, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν μέσα καὶ πίσω ἀπὸτὰ θαύματα, γιατὶ ἡ καρδιά τους συσκοτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὸ μίσος κατὰ τῆς σαρκωμένης Ἀλήθειας.
Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ὡραία φράση, γιὰ νὰ ἀπευθύνῃ στὸνἄνθρωπο τὴν πρόσκληση τῆς γνωριμίας μὲ τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὴν σαρκωμένηἈλήθεια: «Ἔρχου καὶ ἴδε», δηλαδὴ «Ἔλα νὰ θεραπευθῆς ἀπὸ τὴν ἐσωτερική σου τύφλωση καὶ νὰ διαπιστώσῃς ἰδίοις πνευματικοῖς ὄμμασιν πόσο πραγματικὰεἶναι αὐτὰ ποὺ εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν μυριάδες καὶ ὅσοι ἄλλοι μὴ ἰδόντες καὶπιστεύσαντες». Ζητοῦμε ἀποδείξεις γιὰ τὴν σαρκωμένη Ἀλήθεια; Ζητοῦμε νὰδοῦμε, γιὰ νὰ πιστεύσουμε; Ἰδοὺ ἡ εὐκαιρία. Ὁ Χριστὸς δὲν κρύβεται! Φανερώνεται σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ Τὸν δοῦν, ἀρκεῖ ὅμως νὰ ἔχουν πέσῃ ἀπὸ τὰμάτια τῆς ψυχῆς τους τὰ λέπια τῆς πορώσεως.