Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2013

Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (Απάντηση στους Οικουμενιστές που μας προτείνουν να σιωπήσουμε)

Άγιος Μάξιμος Ομολογητής

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ 
Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδο­ξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ο­μοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυ­τοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιη­θή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησια­στική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρ­χικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελη­τισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνεί­δησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέω­σαν με το μαρτύριό τους.
Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραμα­τίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθο­δόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κα­τεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πα­τριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκ­πέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθο­δοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.
Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελη­τών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνω­σις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία.
Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή­σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή­ση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κά­θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμε­ρα την ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων. 
Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή­σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά­στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ­τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε­ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος: 
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι­λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί­ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη­καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν­νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ­τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α­κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ­νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα­λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς. 
ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας; 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί­τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι­στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ­πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι». 
ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ­χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη­κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ­ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο­εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ­τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ­γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α­θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα­ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί­ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά­λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε­μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μονα­δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο­ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι­νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ­χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα­ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά­λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι­ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα­ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή­πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα­ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε­αυτούς σας κι εμάς.
Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε­νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα­ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία! 
Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέπο­τε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε: 
ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοι­νωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήμα­τος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας; 
ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρη­στεύθηκε. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσε­βή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοι­χο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές. 
ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύ­ρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν ενα­ντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγ­καλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων. 
ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμά­των δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό; 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους α­γίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζε­ται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος. 
ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του εί­ναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέ­ρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέρ­γειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γί­νη η ένωσις. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγρα­φη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι εί­μαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κα­τάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέ­ρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επί­σκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η πε­ρί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυ­τά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέ­ρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατά­κριμα του αναθέματος. 
ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το ό­νομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού). 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέ­τοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκα­τάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέ­λευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλη­σιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας. 
ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πά­ρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημ­βρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρεί­ται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους. 
ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του. 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε. 
Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χα­ρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν με­τάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έ­βαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ό­ταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεο­δόσιος: 
ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι; 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή; 
Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω αν­δρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρού­σης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύ­λος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέ­λομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πα­τρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύ­σιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδό­σιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υπο­χρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε: 
ΤΡΩΙΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεο­στήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κά­νης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης; 
Ο Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω; 
Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας: 
ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως. 
Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λό­γω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περή­φανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω. 
Και αμέσως ο Τρώιλος είπε: 
ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη. 
Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος: 
ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χω­ρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε. 
Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε: 
ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Ε­πειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύ­ναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχρα­ντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη. Γιατί γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον ε­δώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου απο­σχίσθηκαν από την κοινωνία με μας». 
Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται; 
Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν ό­λοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μά­λιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύ­θηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επί­σκοπος και είπε: 
ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέ­ρωμε στον αγαθό μας βασιλέα. 
Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχά­σουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότη­τα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος: 
ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς ε­μάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμα­στε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέ­λειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κί­νησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες. 
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νο­ερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει; 
ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες. 
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος α­γιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο. 
Και είπε ο Τρώιλος: 
ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύ­πος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγά­σουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε ό­λοι. 
Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος. 
Και είπε ο Τρώιλος: 
ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς. 
Ο αββάς Μάξιμος απήντησε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πα­τρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιο­σύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτή­ριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κα­νένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κιν­δυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων. 
Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε: 
ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο; 
Και είπε ο αββάς Μάξιμος: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα. 
ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν ό­πως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Α­ληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση κα­θένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου. 
Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε: 
ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε. 
Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντι­νούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθε­μάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύ­μων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχο­ντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέ­σως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πο­λυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστά­σιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συ­νέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώ­δη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε ε­ναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας. 
Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώ­ρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική. 
(Από το τεύχος 21 του έτους 1996 του περιοδικού Ο Ο­ΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, σελίς 6-20). 

Ο ΓΕΡΩΝ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΨΑΛΙΩΤΗΣ.ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ......

Ό γέρων Φανούριος


Περνούσα περίπου τέσσερις φορές την εβδομάδα μέσα από την αυλή του. Ήμουν υποχρεωμένος να περάσω, γιατί τα περισσότερα μονοπάτια είχαν κλείσει από τα κλαδιά των δένδρων και αυτά πού διατηρούσαμε με κόπο ανοιχτά ήταν λίγα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για να φτάσω στις Καρυές, να κάνω τα λίγα απαραίτητα ψώνια, πού τα κουβαλούσα μέσα σ' ένα σακίδιο στον ώμο μου. Στον γυρισμό ήταν δύσκολα, γιατί ήμουν φορτωμένος και ή ανηφόρα απότομη και το μονοπάτι κακοτράχαλο.


Το κελί του π. Φανουρίου ήταν στην πλαγιά ενός ρέματος, μέσα στο δάσος, κάτω από μεγάλα δροσερά δένδρα με παχύ ίσκιο. Ήταν περίπου στην μέση της απόστασης και όταν έφτανα εκεί ήμουν ιδρωμένος, κουρασμένος και διψασμένος και ή στάση ήταν αναπόφευκτη.

Έτσι γνωριστήκαμε. Ήμουν νέος, γύρω στα 25 και αυτός γέρος μεταξύ 70 και 80 χρονών. Όποια ώρα κι' αν περνούσα από 'κει ό π. Φανούριος ήταν έξω στην αυλή. Όρθιος, με ένα κομποσκοίνι στο χέρι, ακουμπούσε στον όρθιο κορμό ενός κομμένου δένδρου και προσευχόταν. Είχε γυρισμένη την πλάτη του στο μονοπάτι, και δεν γύριζε αν εσύ πρώτος δεν του μιλούσες.
Στην αρχή μου έκανε μεγάλη εντύπωση το θέαμα. Στην μέση του πουθενά, χαμένος μέσα σ' ένα δάσος, ένα γεροντάκι προσευχόταν!!!
Ήταν κοντός, γύρω στο 1.60 και πολύ αδύνατος. Τα ρασάκια του τριμμένα. Το πρόσωπο και τα χέρια του λερωμένα από τις δουλειές. Δεν έκανε ποτέ του μπάνιο, αλλά δεν μύριζε άσχημα, ίσως γιατί έτρωγε μόνο χόρτα και λίγο ψωμί. Πολλές φορές ήταν κλαμένος και όπως σκουπιζόταν βιαστικά, τα δάκρυα του ανακατεύονταν με την σκόνη και μουντζούρωνε το πρόσωπο. 

Ήταν γλυκός, πολύ γλυκός, ήσυχος, πράος, το βλέμμα του ήρεμο, και oλος αγάπη για τον επισκέπτη, δηλαδή εμένα.
Μου ερχόταν να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και να τον φιλήσω.

Είχε έρθει νέος στο Αγιον Ορος και δεν έφυγε από το κελί του. Δεν απομακρυνόταν από την περιοχή του. Είχε πάνω από 30 χρόνια να πάει στις Καρυές, την «πρωτεύουσα», κι ας ήταν δίπλα του, μισή ώρα δρόμος. Κρατούσε, δηλαδή, την παράδοση ήταν ένας πραγματικός ησυχαστής ένας ασκητής.

Στην αρχή, όπως ήμουν και άσχετος πνευματικά, δεν τον είχα υποπτευθεί. Μου έκαναν εντύπωση βέβαια ή ορθοστασία του και ή προσευχή του, αλλά μέχρις εκεί. Κάποια φορά πού συζητούσαμε του είπα κάτι λογισμούς πού είχα σχετικά με την πτώση του Αδάμ και άρχισε να μου μιλά για το πόσο έκλαψε, για το πόσο πολύ στεναχωρήθηκε ό Αδάμ για την πτώση του. Μιλούσε σπασμένα ελληνικά, ήταν ολιγογράμματος, δεν έβρισκε τις λέξεις... πιο πολύ μιλούσε με το βλέμμα του, με τις συντετριμμένες κινήσεις του, με το συναίσθημα του, με το σώμα του ολόκληρο, με την ψυχή του. Μου μετέφερε την τραγικότητα της κατάστασης, μου έδειξε την βαθειά μετάνοια, την συντριβή της καρδιάς και τα μάτια του βούρκωναν και ή ψυχή του σπάραζε και όλα αυτά μέσα σε μια βαθειά ειρηνική και γλυκιά ατμόσφαιρα.
Εντυπωσιάσθηκα, ταρακουνήθηκα από την ένταση, το βάθος, όμως πάλι δεν υποπτεύθηκα.


Μετά από αρκετές μέρες έτυχε να διαβάσω το βιβλίο του π. Σωφρονίου για τον Άγιο Σιλουανό. Εκεί διάβασα για τον «Αδαμιαίο Θρήνο», μια ανεβασμένη πνευματική κατάσταση πού περνούν οι ασκητές... τότε έκπληκτος αναγνώρισα τον π. Φανούριο. Αυτό πού περιέγραφε το βιβλίο το είδα μπροστά μου, ζωντανό βίωμα στο πρόσωπο του π. Φανουρίου.
Ό γέροντας Φανούριος δεν παπαγάλιζε αυτά πού είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, γιατί αυτός μάθαινε μέσω της προσευχής. Ό γέροντας Φανούριος μιλούσε για αυτά πού ζούσε. Τότε άρχισα να τον υποπτεύομαι...
Άρχισα λοιπόν να τον ρωτάω.
-        Καλά γέροντα, δεν σε πολεμάνε οι δαίμονες; ρώτησα μια φορά πού με έβαλε μέσα στο κελί να προσκυνήσω τον Άγιο Θεόφιλο τον Μυροβλύτη.
-        Πώς δεν με πολεμάνε, είπε, να προχθές ήταν εδώ μέσα ό δαίμονας και φοβήθηκα.
-        Στον ύπνο σου, γέροντα;
-        Τί στον ύπνο;... Φανερά σου λέω να εδώ στεκόταν, και μου έδειξε το σημείο.
-        Και εσύ τί έκανες;
-        Φώναξα τον Άγιο Θεόφιλο και ήρθε και τον έδιωξε... Βρωμούσε ό τόπος μετά για μέρες.


Μου έλεγε ό π. Φανούριος κι άλλες τέτοιες περιπέτειες και άλλες τέτοιες πνευματικές μάχες και εγώ τον άκουγα αχόρταγα, με θαυμασμό, τα πίστευα.
Τα συζήτησα με έναν φίλο μου συνομήλικο μοναχό πού ζούσε στην περιοχή και μου είπε και αυτός τέτοιες ιστορίες, μάλλον και αυτός τις πίστευε... το αγαπούσε και αυτός το γεροντάκι και το βοηθούσε.


Όταν συζήτησα το θέμα με τον τότε πνευματικό μου, ήταν επιφυλακτικός και δύσπιστος. Ό π. Φανούριος δεν είναι τακτοποιημένος εκκλησιαστικά, είπε, δεν έχει, κοινωνία με την εκκλησία, είναι επηρεασμένος από τους ζηλωτές.
Όταν ρώτησα τον π. Φανούριο το παραδέχθηκε. Δεν ήξερε με ποιόν να πάει και ποιόν να αφήσει. Δεν ήξερε ποιό είναι το σωστό. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Γι' αυτό καθόταν στην μέση και δεν ήταν ούτε με τους ζηλωτές ούτε με την εκκλησία. Καθόταν στην μέση κρατώντας ισες αποστάσεις. Γι' αυτόν το θέμα ήταν πολύ σοβαρό και δεν ήθελε να κάνει λάθος. Φοβότανε το λάθος.
- Προσεύχομαι στον Θεό να μου δείξει, αλλά ακόμα δεν με πληροφορεί, είπε αμήχανα.


Είχε μείνει μόνος. Είχε απομονωθεί πνευματικά. Δεν είχε άνθρωπο να ρωτήσει. Οι γνωστοί του είχαν πεθάνει. Ήταν και Ρουμάνος. Είχε ελαφρυντικά πολλά.

Συζητώντας του είπα για τον π. Παίσιο. Είχε ακουστά γι' αυτόν, αλλά δεν τον γνώρισε ποτέ του. Φάνηκε να τον επηρεάζει το γεγονός ότι ό π. Παίσιος ήταν με την εκκλησία, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το δίλημμα.


Έτσι λοιπόν ή πνευματικότητα του π. Φανουρίου είχε μπει υπό αμφισβήτηση και κάποιοι κρατούσαν αποστάσεις. Όχι εγώ. Εγώ τον αγαπούσα. «Σιγά μην τον αφήσει ό Θεός αβοήθητο. Έχει δώσει όλη του την ζωή στο Χριστό», σκεπτόμουν μέσα μου.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Έφυγα από την περιοχή, πήγα φαντάρος, ξαναγύρισα, ξαναέφυγα. Ό π. Φανούριος πάντα ρωτούσε για μένα και πάντα μου έδινε αυτό πού είχε, την προσευχή του. Προσευχόταν για μένα και για να πάνε καλά οι δουλειές μου, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τί ακριβώς ήταν.
Την τελευταία φορά πού τον είδα τού είχα φέρει λίγο μέλι, λίγο καφέ. Όπως πάντα ήθελε να με κεράσει. Όπως πάντα δεν ήθελα να τού στερήσω τα λίγα τρόφιμα πού είχε.
- Ένα ποτήρι νερό, φέρε μου γέροντα, τίποτα άλλο, είπα, νομίζοντας ότι ζητώ κάτι εύκολο.
Σηκώθηκε κουτσαίνοντας να μου το φέρει, τα είπαμε, χαρήκαμε και έφυγα ανύποπτος.
Πιο πάνω έκανα στάση στον φίλο μου τον καλόγερο.
-        Τί σε κέρασε ό γέρο-Φανούριος;
-        Ένα ποτήρι νερό, δεν δέχτηκα τίποτα άλλο, είπα.
-        Αχ!... αυτό είναι το πιο δύσκολο γι' αυτόν. Έχει λίγο καιρό πού το ανακάλυψα... Δεν μπορεί να κατέβη στην πηγή όπου γεμίζει νερό. Είναι μια απόσταση 50 μέτρα κάτω στο ρέμα και κάνει 2 ώρες να πάει. Έχει πρόβλημα με το πόδι του και δεν μας λέει τίποτα.
Δάγκασε ή λύπη την καρδιά μου, βούρκωσα
και τον αγάπησα πιο πολύ τώρα, γι' αύτη του ,       την παλληκαριά, γι' αύτη του την θυσία.
Ό γέρο-Φανούριος, σαν τούς παλαιούς Αγιορείτες, είχε αφήσει ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό. Δεν το κουνούσε από το ασκητήριο του, ούτε πήγαινε στον γιατρό. Έμενε πιστός στην αρχαία παράδοση των ασκητών, πού ήταν ζωντανή στο Αγιον Ορος μέχρι λίγα χρόνια πριν. Αν θέλει ό Θεός τον κάνει καλά. Αλλιώς θα υπομένει και θα πεθάνει χωρίς παράπονα. Είχε αυτό το ηρωικό πνεύμα των αρχαίων ασκητών.
Εκείνες τις μέρες έγινε ένα σούσουρο μεταξύ των κατοίκων της πάνω Καψάλας. Ένα τεράστιο κυπαρίσσι πού υπήρχε στην αυλή του π. Φανουρίου, καταπράσινο και αειθαλές, ξαφνικά καταξεράθηκε, έγινε καφέ. Όλοι απορούσαν με το γεγονός.
-        Εγώ πέρασα πριν δύο μέρες από εκεί και ήταν καταπράσινο, έλεγε ό ένας.
-        Κι εγώ πριν λίγες μέρες το είδα. Ήταν μια χαρά, δεν μπορεί να ξεράθηκε έτσι ξαφνικά λέει ό άλλος.
-        Ε! και τί έγινε τότε, ρε παιδιά, πώς ξεράθηκε το κυπαρίσσι; ρώτησα.
-        Ξέρω 'γώ;... απάντησε ό φίλος μου ό καλόγερος, ανασηκώνοντας τούς ώμους του.
-        Ό γέρο-Φανούριος, τί λέει; ρώτησα.
-        Λέει ότι το ξέρανε ό διάβολος, απάντησε ό φίλος μου και έπεσε σιωπή.
Το γεγονός τούς είχε προβληματίσει όλους. Το ξεραμένο κυπαρίσσι έστεκε εκεί τεράστιο, ολόρθο. Πώς ξεράθηκε μέσα σε δύο μέρες; Ένα τεράστιο αίνιγμα, πού κανένας δεν μπορούσε να
το αγνοήσει.
Τί είχε γίνει τελικά; Πώς ξεράθηκε το κυπαρίσσι;
Φεύγοντας από το Αγιον Ορος έκανα στάση στο κελί του όπως πάντα να τον χαιρετήσω. Αφού είπαμε τα δικά μας τον ρώτησα δείχνοντας το ξεραμένο κυπαρίσσι.
-        Γέροντα, πώς ξεράθηκε το κυπαρίσσι;
-        Ήρθε ό διάβολος εδώ και ήθελε να μού κάνει κακό, μου είπε ανήσυχος, καθώς ξαναθυμήθηκε τον μεγάλο κίνδυνο πού πέρασε..., εγώ φώναξα πάλι τον Άγιο Θεόφιλο να με βοηθήσει και δεν μπορούσε αυτός να μού κάνει κακό. 

Δεν τον άφηνε ό Άγιος. Φεύγοντας ό διάβολος, ξέσπασε τον θυμό του πάνω στο κυπαρίσσι, του έδωσε μία και ξεράθηκε αμέσως. Πά, πά, πά... Τί κακός πού είναι ό Διάβολος! Θηρίο άγριο, κακοποιός...

Έσκυψα συγκινημένος, πήρα την ευχή του, 23 τον φίλησα και έφυγα. Δεν ήξερα ότι θα ήταν ή τελευταία φορά πού τον έβλεπα.

Εκείνο τον χειμώνα έπεσαν πολλά χιόνια στην Καψάλα. Ό γέρο-Φανούριος πέθανε. Ό φίλος μου τον βρήκε πεθαμένο στην Εκκλησία. Τον ράψανε μέσα στο ράσο του, αντί για φέρετρο. Ήταν μαλακό και ευλύγιστο το σώμα του. Δεν είχε την νεκρική ακαμψία. Λένε ότι αυτό συμβαίνει σ' όλους τούς Αγιορείτες μοναχούς. Ένα δώρο της Παναγίας, ένα σημάδι εύνοιας σ' αυτούς πού αφιέρωσαν όλη τους την ζωή στον πνευματικό αγώνα και έζησαν την ζωή τους σαν μοναχοί μέσα στο Άγιο Όρος.
Ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο. Αφού τον σήκωνα με το ένα μου χέρι για να τον βάλω μέσα στον τάφο. Ήταν όλος μόνο κόκκαλα... «Δεν έτρωγε και λάδι όλη την βδομάδα, μόνο Σαββατοκύριακο», μονολόγησε ό φίλος μου.

Ό π. Φανούριος πέρασε την ζωή του με διαρκή νηστεία, προσευχή και αγρυπνία.

Όταν μπόρεσα να πάω είχε γίνει ή ανακομιδή του. Πήρα ένα οστό του, γιατί τον αγαπώ και τον θεωρώ δικό μου άνθρωπο. Ελπίζω να ανταμώσουμε ξανά στην αληθινή μας πατρίδα, την άφθαρτη και αιώνια. Αληθινά.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΑΚΟΒΑΛΗΣ. Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ. 2013


πηγή

Ἐκπομπὴ γιὰ τὴν «Μεταμόρφωση», πατὴρ Ἀνδρέας Κονάνος


Ἀκοῦστε τὴν ἐπίκαιρη ἐκπομπὴ τοῦ πατρὸς Ἀνδρέα Κονάνου γιὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πατώντας δ. 
 μιλία προέρχεται π τν Πειραϊκή κκλησία κα τνκπομπ «θέατα Περάσματα». 
λες τς κπομπς το πατρς μπορετε ν τς κούσετε δ.

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

15Γιορτάζουμε σήμερα 6 Αυγούστου, ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού.

Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».

Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως.

Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας.

Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν».

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκά, θ' 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.

Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος βαρύς.
Μετεμορφώθης εν τω όρει Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδυναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Τῌ ΣΤ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ἀνάμνησις τῆς Ἁγίας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τῇ ΣΤ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, 

Ἀνάμνησις τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θαβὼρ ὑπὲρ πᾶν γῆς ἐδοξάσθη μέρος,
Ἰδὸν Θεοῦ λάμψασαν ἐν δόξῃ φύσιν
Μορφὴν ἀνδρουμένην κατὰ ἕκτην Χριστὸς ἀμεῖψε.

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας

. Ἀμήν

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Διάλογος Ἁγίου Ἀνδρέου διά Χριστόν Σαλοῦ μέ ἕναν ὁμοφυλόφιλο

Άγιος Ανδρέας δια Χριστόν σαλός εικόνα αγιογραφία


Ο ακόλαστος ευνούχος


Ενώ καθόταν μπροστά στην είσοδο (ο όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός), πλησίασε κάποιος νεαρός ευνούχος, θαλαμηπόλος ενός πλουσίου. Το πρό­σωπό του ήταν ρόδινο και το δέρμα του λευκό σαν χιόνι. Ήταν ωραίος, μάλλον ξανθός, υπερβολικά μαλθακός και μύριζε από μακριά αρώματα. Με τον Επιφάνιο ήσαν πολύ αγαπημένοι, ήσαν γείτονες και συνομήλικοι. Κρατούσε στο χέρι τριάντα χουρμάδες που φαίνονταν σαν ξερά σύκα. Βλέποντας τον όσιο γυμνό, απόρησε και ρώτησε ταραγμένος:


- Αγαπημένε μου Επιφάνιε, ποιός είναι αυτός; Γιατί γυρίζει γυμνός μέσα στο αφόρητο κρύο και μοιάζει θαλασσοδαρμένος;


- Δεν ξέρω, φίλε μου, τι να σου πω. Τον νου του πάντως τον έχει αιχμαλωτίσει ο πονηρός και γυρίζει σαν τρελλός. Γι' αυτό όλοι οι δαιμονισμένοι γυρίζουν με σχισμένα ρούχα, χωρίς να αισθάνωνται το κρύο ή τον καύσωνα.
Μίλησε έτσι, επειδή δεν ήθελε να αποκαλύψη την αρετή του δικαίου. Ο ευνούχος τότε ηρέμησε, συμπάθησε τον όσιο σαν φτωχό και του πρόσφερε όσους χουρμάδες είχε:
- Δέξου για την ώρα αυτά, του είπε, δεν έχω τίποτε άλλο.
Ο όσιος όμως, που με τους νοερούς οφθαλμούς έβλεπε την κατάστασι της ψυχής του, τον κοίταξε βλοσυρά και του είπε:
- Οι σαλοί δεν δέχονται δώρα από κωλο-φωνίους [Με τη σύνθετη αυτή λέξι ο όσιος εννοεί τους ομοφυλόφιλους, κάνοντας συγχρόνως λογοπαίγνιο με το φυτό κολοφώνιο (είδος λαχάνου)].
Εκείνος δεν κατάλαβε και είπε:
- Πραγματικά είσαι τρελλός. Βλέπεις χουρμάδες και τους λες κολοφώνια;
- Φύγε δόλιε! του απαντά ο μακάριος. Πήγαινε στον κοιτώνα τού κυρίου σου να κάνης μαζί του τη βδελυρή αμαρτία των Σοδομιτών, και θα σου δώση και άλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Τις ακτίνες της βασιλείας των ουρανών δεν τις βλέπεις. Την αγριότητα της κολάσεως δεν την γνωρίζεις. Τον άγγελό σου τουλάχιστον, που σ' ακολουθεί σαν χριστιανό, δεν τον ντρέπεσαι; Αχ, να ήξερες τι τιμωρία σε περιμένει, ακάθαρτε, που συχνάζεις σε απόμερες γωνιές μαζί με άλλους και κάνεις πράξεις αφύσικες, που ούτε οι σκύλοι και οι χοίροι ούτε τα ερπετά και τα φί­δια τις κάνουν! Ποιός σου τα έμαθε αυτά; Κρίμα στα νιάτα σου! Σε πλήγωσε ο σατανάς και σε γκρέμισε αγέρωχα στα τρίσβαθα του άδη. Πρόσεξε! Μην προχωρής περισσότερο, για να μη ρίξη φωτιά ο Θεός και σε κάψη πρόωρα κι έτσι από τη μια φωτιά πέσης στην άλλη, της κολάσεως.
Ο ευνούχος άκουσε και έφριξε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε.
- Αλλοίμονό μου του άθλιου, ψέλλισε καταντροπιασμένος.
- Τί έπαθες αγαπητέ μου; ρώτησε ο Επιφάνιος. Γιατί ντράπηκες και κοκκίνισες έτσι; Δεν σου είπα ότι αυτός είναι τρελλός και λέει ό,τι φθάση; Πάντως για ό,τι απ' αυτά που άκουσες σε ελέγχει η συνείδησίς σου, φρόντισε να το διορθώσης και να μην περιφρονήσης τα λόγια του. Είσαι νέος και ο σατανάς είναι φοβερός. Μας σπρώχνει να κάνουμε την αμαρτία όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να έχη κι εμάς μέσα στη φωτιά τής κολάσεως και να παρηγορήται.
Ο ευνούχος, ύστερα απ' αυτά που άκουσε, ανεχώρησε. Τότε ο Επιφάνιος βοήθησε τον όσιο να σηκωθή και πήγαν στο δωμάτιό του. Εκεί βρήκαν έτοιμο το τραπέζι και κάθησαν να ευφρανθούν. Μετά το φαγητό ρώτησε ο Επιφάνιος:
- Γιατί, σεβαστέ μου φίλε, μίλησες τόσο απότομα στον αγαπητό μου;
- Επειδή είναι φίλος σου, γι’ αυτό του μίλησα έτσι. Αν δεν ήταν, δεν θα άκουγε ούτε μία λέξι. Σκοπός μου δεν είναι να ελέγχω τους αμαρτωλούς, αλλά να τρέχω στον ίσιο δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.
- Γνωρίζω κι εγώ τα σχετικά με τον ευνούχο, είπε ο Επιφάνιος. Αφού όμως ο καημένος είναι δούλος και βιάζεται από τον κύριό του, τί μπορεί να κάνη;
- Το ξέρω, είπε ο όσιος, καταλαβαίνω τη θέσι του. Ο δούλος όμως πρέπει να εξυπηρετή τον αφέντη του μόνο στις υλικές του ανάγκες, όχι στα έργα του διαβόλου και στις άτιμες πράξεις του, και μάλιστα σ' αυτό το καταραμένο, το σιχαμερό αμάρτημα που ούτε στα ζώα το συναντάμε! Γιατί λοιπόν ο άνθρωπος να μην αισθάνεται τη δυσωδία αυτής της ακαθαρσίας και να μην την αποστρέφεται;
- Όταν ο αφέντης, είπε πάλι ο Επιφάνιος, προστάξη τον δούλο να κάνη κάποια υπηρεσία είτε σωματική είτε πνευματική είτε ακόμη και αμαρτωλή, κι αυτός δεν υπακούση, ξέρεις τότε τι κατάρες τον περιμένουν, τι ξύλο, τι απειλές και πόσα άλλα δεινά;
- Αυτό, παιδί μου, είναι το μαρτύριο του Χριστού. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε: «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε ' 10). Αν οι δούλοι δεν υποχωρούν στη σιχαμερή σοδομιτική επιθυμία των κυρίων τους, είναι μακάριοι και τρισμακάριοι, γιατί τα βασανιστήρια που θα υποφέρουν θα τους κατατάξουν στη χορεία των μαρτύρων.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ», εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)


Σημ.: Αφορμή αυτής της δημοσίευσης η ομιλία-μάθημα του π. Θεοδώρου Ζήση στο Αρχονταρίκι του Ι.Ν. Αγίου Αντωνίου την Κυριακή 9 Ιουνίου 2013.
 http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2766


πηγη

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...