Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 12, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ) «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη


.            α.  Ἡ ἑορτὴ τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καὶ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχθηκε τὸ ἀνάγνωσμα στὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξὺ ἄλλων μιλάει γιὰ τὴν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι ποὺ ἐπισήμως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ  8ου μ.Χ. αἰ. καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τὶς εἰκόνες καὶ τὶς θεώρησαν ὡς ἐκτὸς πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.), αἱρετικοί. Κι αὐτὸ διότι οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων – ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι -  σημαίνει στὸ βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφὴ τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στὸν νεστοριανισμό. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως  γιὰ χριστολογικὴ αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τὴν πίστη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ καταπολεμηθεῖ.  Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ καὶ τῶν αἱρετικῶν της κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τὴν ὀρθὴ στάση ἔναντι αὐτῶν:  αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ.
 β. 1. Ποιὸς θεωρεῖται αἱρετικὸς ὅμως γιὰ τὴν Ἐκκλησία;
 (1) Αὐτὸς ποῦ, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τὴν ὀρθὴ πίστη της, τὴν πίστη δηλαδὴ ποὺ ἔφερε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καὶ γι᾽ αὐτὸ προσφέρει ἕναν Χριστὸ ὄχι ἀληθινό, ὄχι τὴν εἰκόνα ποὺ Ἐκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλὰ ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο ποὺ ἁπλῶς τὸ ντύνει μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα αἱροῦμαι ποὺ σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικὸς κάνει ἐπιλογή: ἀπὸ τὸ ὅλο τῆς ἀληθείας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τὸ ὁποῖο κομμάτι τὸ ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας τὸ ὡς τὸ ὅλο. Κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι τελικῶς τὴν ἀλήθεια τὴν διαστρεβλώνει. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικὸς μπορεῖ νὰ τὸν παρουσιάζει μόνον Θεὸ ἢ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιὰ ἕναν αἱρετικό; Ὄχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ κρίση ἡ δική του. Τὴν δική του λογικὴ ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτὴν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καὶ μὲ βάση αὐτὴν κρίνει καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καὶ πρέπει ὅλοι νὰ ὑποταχθοῦν σὲ αὐτόν. Κατὰ συνέπεια δὲν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπὸ τὴν αἵρεση.
(2) Ἀλλὰ αἱρετικὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι καὶ κάποιος ἄλλος: ἐκεῖνος ποὺ ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστη της, ἀλλὰ καὶ τὸ ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μένει μόνον στὸ ἐπίπεδο μιᾶς θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρὶς ἡ πίστη αὐτὴ νὰ ἐπηρεάζει τὴν ζωή του, ὥστε νὰ  περιπατῇ ἐν Χριστῷ, κι αὐτὸς ἐξ ἴσου εἶναι αἱρετικός. Ποτὲ ἡ χριστιανική μας πίστη δὲν διαχώρισε τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ζωή. Ἀντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη ποὺ δὲν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωὴ τὴν χαρακτήριζε  δαιμονική. Διότι  καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι. Ὅπως θὰ τὸ πεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος: Δεῖξον μοι τὴν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι. Καὶ πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθὴ πίστη ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴ ζωὴ ἔχει μικρὴ διάρκεια ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τὴν προτεραιότητα στὴν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικὰ πιστὸς σύντομα θὰ παύσει νὰ εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στὴν πράξη, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀπόκλιση πίστεως – ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιὰ αἱρετικὸ – σύντομα θὰ δεῖ τὴν καθοδήγησή του ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.
2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπὸν ἀπέναντι στὸν αἱρετικό; Μὲ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος.  Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σὲ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σὲ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπὸ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Νὰ τοῦ ἐπισημάνουμε τὴν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καὶ ἴσως τῆς ζωῆς του. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλὰ καὶ δεύτερη. Τυχὸν ἀδιαφορία θὰ σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καὶ ἀπομειωμένη χριστιανικὴ πίστη, ἀφοῦ θὰ φανερώνουμε ὅτι δὲν τὸν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικὰ καὶ μὲ ἐμᾶς. Πῶς τὸ ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος;  Νὰ τοῦ βάζουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία.
.          Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στὴν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδὴ ἐπακριβῶς τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζουμε τὰ ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στὸ ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καὶ δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καὶ στὴ ζωή μας ἀπὸ πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶναι δυνατόν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Κι αὐτὸ σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θὰ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ μὲ σεβασμὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας νὰ μισοῦμε τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση κι ὄχι τὸν αἱρετικό,  δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανε. Ἂν δὲν στεκόμαστε ἔτσι, ἂν ἡ νουθεσία μας παίρνει τὴν μορφὴ τῆς καταγγελίας μὲ  τεντωμένο δάκτυλο, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στὴν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγῳ τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀλαζονείας μας, ποὺ μᾶς κινεῖ σὲ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό μας. Τὸ ἀποτέλεσμα βεβαίως στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀφ᾽ ἑνὸς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ γινόμαστε θεομάχοι, ἀφ᾽ ἑτέρου οἱ δεχόμενοι τὴν ἐπίπληξή μας νὰ ὁδηγοῦνται σὲ μεγαλύτερη ἀντίδραση.
3.  Ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, λέει.  Ἡ διάθεσή μας δηλαδὴ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἄλλον μὲ τὸν λόγο μας πρέπει  νὰ ἔχει ὅρια. Τὸ εἴπαμε μία φορά, τὸ εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ΄Ἂν ἐπιμείνουμε, ἂν θελήσουμε ἀδιάκοπα νὰ τοῦ ὑπενθυμίζουμε τὴν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θὰ σημαίνει τὴν δική μας ἀπόκλιση: θὰ μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δὲν θὰ ἀνέχεται τὴν διαφορετικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἄλλου.  Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τὴν νουθεσία, φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἔχει ἀποφασίσει τὸν χαμό του. Ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. Καὶ πρέπει κι αὐτὸ ἀκόμα νὰ τὸ σεβαστοῦμε. Σὰν τὸν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά του. Σὰν τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ  Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἐκβίαζε τοὺς ἄλλους νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν ἢ νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν.
4. Προσοχὴ ὅμως!  Ἡ σιωπή μας μετὰ τὸ ἐνεργὸ ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τῆς αἵρεσης δὲν θὰ σημαίνει καὶ ἀδιαφορία καὶ ἐχθρότητά μας. Ποτὲ ὁ χριστιανὸς δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σὰν νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Σταματᾶμε νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ νουθετοῦμε, γιατί μὲ ἀγάπη παραδίδουμε τὸν αἱρετικὸ ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό, ἐλπίζοντας πιὰ στὴ δύναμη ἐλέους Ἐκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καὶ ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τὴν μορφὴ τῆς ἔμπονης προσευχῆς καὶ τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης ποὺ κάνουμε, πρὸς χάρη πιὰ καὶ τοῦ αἱρετικοῦ.
γ. Καὶ σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καὶ ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δὲν βλέπουν καὶ τὴν ὀρθὴ μαρτυρία πίστεως καὶ ἀπὸ πλευρᾶς δικῆς μας. Τὸ ζητούμενο πάρ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐμεῖς νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ νὰ μὴ σταματήσουμε τὴν ὀρθὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νὰ στρέφεται πρωτίστως πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. ΄Ἂν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τὴν αἵρεση τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νὰ κινητοποιηθοῦν καὶ οἱ ὄντως αἱρετικοὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θὰ τοὺς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
.


ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ κ.κ.ΣΕΡΑΦΕΙΜ

    Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, συμπολίτες μας Κυθήριοι, Ἀντικυθήριοι καί ὅσοι ἄλλοι μᾶς ἀκοῦτε ἀπ' τούς Ραδιοφωνικούς Σταθμούς τῶν Κυθήρων, καί μέσῳ τοῦ διαδικτύου, μέ τήν σύνδεσί σας μέ τήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων
Χαίρετε

Ἡ  4η Κυριακή τῶν Εὐαγγελικῶν περικοπῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ σήμερα, ἤ ἡ Κυριακή τοῦ σπορέως, ὅπως ὀνομάζεται, καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾷ τήν ἱερή χορεία τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συγκλήθηκε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 787 μ.Χ. κατά τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων.


Ἀκόμη, ἐπιτελεῖ μαζί καί τήν ἱερή μνήμη τοῦ ἁγίου Λογγίνου τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε κρεμάμενον ἐπί τοῦ σταυροῦ τόν Δίκαιον καί ἀναμάρτητον Θεάνθρωπον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν καί τά γενόμενα κατά τήν ὥραν τῆς σταυρώσεώς Του (δηλ. τόν σεισμό καί τό σκοτάδι πού ἐπεκράτησε σ' ὅλη τή γῆ) ἀνεφώνησε μέ μεγάλη φωνή καί ὡμολόγησε λέγων∙ «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἦν Οὗτος», καθώς καί τήν ἱερή μνήμη τῶν δύο στρατιωτῶν μαρτύρων, πού ἐμαρτύρησαν μαζί του.

Οἱ τιμώμενοι σήμερα Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι , κατά τόν Λόγον τοῦ Κυρίου μας, ὅπως καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, «τό ἅλας τῆς γῆς»  τό «φῶς τοῦ κόσμου», κατά χάριν, καί «ἡ πόλις ἡ ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε' 13-14), ἡ ὁποία λόγῳ τῆς φυσικῆς της τοποθεσίας δέν ἠμπορεῖ νά κρυφθῇ ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ μεγάλος νηπτικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας καί Μυστικός Θεολόγος της, ὁ Ὅσιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, πού πρίν λίγες ἡμέρες γιορτάσαμε τήν ἱερή του μνήμη, ὁ χριστοφόρος αὐτός καί πνευματέμφορος Μοναστής τοῦ 11ου αἰῶνος, ἀναφερόμενος εἰς τά Ἁγιοπνευματικά κριτήρια τῆς ἁγίας ζωῆς τῶν ὄντως πνευματικῶν ἀνθρώπων, πού εἶναι καί τά γνήσια γνωρίσματα τῆς ἐνθέου ζωῆς τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, δηλ. εἰς τό πῶς ἠμπορεῖ νά γνωρίσῃ κάποιος ὅτι περιφέρει μέσα του, «ἐν ἑαυτῷ», τόν Χριστόν καί ἔχει γίνη μέτοχος Πνεύματος Ἁγίου καί ὅτι δέν λαμβάνεται «ἀγνώστως καί ἀναισθήτως» τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό θεῖον τοῦτο δῶρον, λέγει τά ἀκόλουθα ἐμπνευσμένα λόγια, τά ὁποῖα ἀποδίδουμε στήν ἁπλῆ γλῶσσα :

«Ὅτι δέν φθάνει μόνο γιά μᾶς καί τήν σωτηρία μας τό βάπτισμα, ἀλλ΄ ὅτι καί τῆς σάρκας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας καί τοῦ τιμίου αἵματός Του εἶναι πολύ οἰκεία καί ἀναγκαία γιά μᾶς ἡ μετάληψις, ἄκουσε τά ἑξῆς θεῖα λόγια : «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».  Καί τό ὅτι γι' αὐτά ὁμιλεῖ, ἄκουε τόν Κύριο πού λέγει τά ἑξῆς : «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγῴ ἐν αὐτῷ».

»Διότι, ἀφοῦ ἔχει γίνει αὐτό καί ἀφοῦ βαπτισθήκαμε πνευματικά μέ τό Πανάγιο Πνεῦμα καί ἔχουμε γίνει παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσκήνωσε σωματικά μέσα μας ὡς φῶς, μέ τήν Θεία Μετάληψι τοῦ ἀχράντου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματός Του, εἴδαμε μέ τά πνευματικά μας μάτια τήν δόξαν Του, δόξαν ὡς Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γιατί, ἀφοῦ γεννηθήκαμε ἀπό αὐτόν, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, καί ἀναγεννηθήκαμε  πνευματικά καί Ἐκεῖνος ἐσκήνωσε σωματικά μέσα μας καί ἐμεῖς κατοικήσαμε ἐνσυνείδητα μέσα σ' Αὐτόν, τότε εὐθύς ἀμέσως ἐκεῖνο τόν καιρό καί ἐκείνη τήν ὥρα εἴδαμε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας τήν δόξα τῆς Θεότητός Του, δόξαν ὡς Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δηλ. τέτοια δόξα πού κανείς ἄλλος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος ἔχει. Ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Θεός Πατέρας, ἕνας καί ὁ Υἱός αὐτοῦ ὁ μονογενής, μία εἶναι ἡ θεία δόξα καί τῶν δύο (τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ), ἡ ὁποία δόξα γνωρίζεται καί ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους ὅσους θέλει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ διά μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Θεόν Πατέρα.

»Λοιπόν ὁ καθένας ἀπό σᾶς, ἀδελφοί μου -λέγει ὁ ἅγιος Συμεών-, ἀφοῦ ἐγκύψῃ μέ τήν διάνοιά του στή δύναμι αὐτῶν τῶν θείων λόγων, ἄς ἰδῆ καθαρά τόν ἑαυτόν του. Ἐάν πῆρε μέσα του τόν Θεόν Λόγον πού ἐνανθρώπησε, ἄν ἔγινε παιδί τοῦ Θεοῦ, ἐάν ἔχει γεννηθῆ ὄχι μόνο βιολογικά, ὡς φυσιολογικός ἄνθρωπος, ἀλλά καί ἄν ἔχει ἀναγεννηθῆ πνευματικά ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐγνώρισε ἀληθινά τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, πού σαρκώθηκε καί ἐσκήνωσε μέσα του καί ἄν εἶδε τήν θεία δόξα Του, δόξα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τότε ἔγινε χριστιανός καί εἶδε ἀναγεννημένο πνευματικά τόν ἑαυτό του καί ἐγνώρισε τόν πατέρα πού τόν ἐγέννησε, ὄχι μόνο μέ τόν λόγο, ἀλλά καί μέ τό ἔργο τῆς χάριτος καί τῆς θείας ἀλήθειας.

»Ἄς ἐπιμείνωμε, ἀδελφοί -προσθέτει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, σ' αὐτόν τόν πνευματικό καθρέπτη τῆς θείας ἀληθείας καί ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν βλαβερή καί αἱρετική διδασκαλία καί δοξασία ἐκείνων πού λέγουν ὅτι τώρα δέν ἀποκαλύπτεται μέσα στήν ὕπαρξι ἡμῶν τῶν πιστῶν ἡ δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διότι ἡ θεία αὐτή δωρεά γίνεται μέ τήν ἀποκάλυψι τῆς θείας δόξης καί ἡ ἀποκάλυψις ἐνεργεῖται μέ τήν θεία δωρεά.

»Οὔτε, λοιπόν, παίρνει κανείς τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά τό ἰδῆ μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, οὔτε βλέπει καμμία θεία ἀποκάλυψι, παρά μόνο ὅταν μέ τό ἅγιο Πνεῦμα φωτισθῇ, καί οὔτε κἄν ἠμπορεῖ νά λέγεται πιστός, ἄν δέν λάβῃ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».

Καιρός, ὅμως, φίλοι μου ἀκροατές, μετά τά ὅσα θεολογικά μηνύματα ἀκούσαμε ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο γιά τήν ἀληθινή κοινωνία μας μέ τόν Σωτῆρα Χριστό καί τήν μετοχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά κάνωμε ἕνα μουσικό διάλειμμα καί ἀμέσως θά συνεχίσωμε τήν ἐκπομπή μας.

-                     Συνεχίζουμε, ἀγαπητοί μου ἀκροατές, τήν ἑβδομαδιαία ἐκπομπή μας «Τό Μήνυμα τῆς Κυριακῆς», πού ἐκπέμπεται ἀπ' τούς Ραδιοφωνικούς σταθμούς τῶν Κυθήρων, καί μέσῳ τοῦ διαδικτύου, ἀπό τό εὐλογημένο νησί τῆς Μυρτιδιώτισσας.

Μιλήσαμε μέχρι τώρα, μέ ἀφορμή τήν σχετική διδασκαλία τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ Πατρός καί Μυστικοῦ Θεολόγου Ἁγίου Συμεών, γιά τό πῶς μπορεῖ κάποιος ἐμπειρικά νά γνωρίσῃ ὅτι εἶναι χριστοφόρος καί ἔχει γίνει μέτοχος καί κοινωνός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπαμε, ἀκόμη, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού γιορτάζουμε σήμερα, ἦταν ὄντως χριστοφόροι καί πνευματέμφοροι λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐγαλουχήθησαν καί ἀνετράφησαν πνευματικά μέσα εἰς τούς κόλπους τῆς Ἁγίας  μας Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐποτίσθησαν μέ τό λογικό καί ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Ἐτράφησαν καί ἔζησαν μέ τόν Εὐαγγελικό, Ἀποστολικό καί Πατερικό Λόγο τοῦ Θεοῦ, καθώς προσφέρεται καί ἀναπτύσσεται στήν Ἁγία Γραφή καί τά Πατερικά συγγράμματα. Μετελάμβαναν ἀπό τήν Θεία Τροφή τοῦ Ἁγίου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, φυλάσσοντες ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τήν ὀρθήν πίστιν καί τήν ἐν γένει ὀρθόδοξον παράδοσιν καί ἔχοντες «βίον καθαρόν ἐν μετανοίᾳ κτισθέντα» (δηλ. καθαρή καί εὐλογημένη ζωή, πού κτίσθηκε πάνω στή μετάνοια καί τήν ἀρετή).

Ὄντως οἱ ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἐλάτρευαν «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Πανάγιον Θεόν μας, εἶχαν διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, καί μάλιστα μέ τό ἁγιώτατο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας - Θείας Λειτουργίας, τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν «κατοικοῦντα καί μένοντα» μέσα τους. Ἦταν τά ζωντανά καί ὀργανικά μέλη τοῦ ἁγίου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Τό δέ Πανάγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο φωτίζει, στηρίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας ἦταν τό μόνιμο καί ἀναφαίρετο θεῖο δῶρο καί κτῆμα τους.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἦσαν ἄνθρωποι βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ζωντανῆς καί θερμουργοῦ πίστεως. Γι' αὐτό καί ἦσαν οἱ «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ', 15). Δέν ἐθυσίαζαν ποτέ τήν σῴζουσαν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ χάριν τῆς ἐπιπολαίως νοουμένης ἀγάπης, ἀλλά ἡ χριστιανική ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μαζί βαθειά ριζωμένες στήν ψυχή τους.

Ἐβίωναν καί ὁμολογοῦσαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μέσα στό γνήσιο πνεῦμα τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀγάπης. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἔφθασαν στό ὑπέρ φύσιν καί στή θέωσι, στήν κατάστασι τῶν θεουμένων καί «τῶν ἐν θεωρίᾳ διαβεβηκότων». Ἁγίασαν καί χαριτώθηκαν, ἀφοῦ πέρασαν ἀπό τά στάδια τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, βιώνοντας ἀληθινά καί   θεοδίδακτα τό μέγα Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ θεοφώτιστοι Ὅροι καί τά ὄντως θεόπνευστα δόγματα, ὡς καί ἡ ἐν γένει Ὀρθόδοξος διδασκαλία τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί οἱ Πνευματοχάρακτοι Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες της εἶναι ἀπαρασάλευτοι καί αἰωνίου κύρους καί διαχρονικῆς ἰσχύος, ἀφοῦ εἶναι καρποί καί Ἁγιοπνευματικά ἀποστάγματα τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τῶν κεκυρωμένων ὑπ΄αὐτῶν ἁγίων Τοπικῶν Συνόδων καί ἀποτελοῦν τό Ἱερόν Πηδάλιον καί τήν ἀλάθητη πυξίδα γιά τήν συνέχισι τῆς ἀσφαλοῦς καί ἀκινδύνου πλοηγήσεως τοῦ νοητοῦ Πλοίου τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Οἱ αἱρέσεις καί οἱ παγιωμένες αἱρετικές διδασκαλίες, ἡ κακοδοξία καί ἡ πλάνη, τό σχίσμα καί τά παρεπόμενα μιᾶς συνειδητά ἀποστασιοποιημένης ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πορείας, ἀποκόπτουν τούς ποικιλώνυμους αἱρετικούς καί σχισματικούς ἀπό τήν Μία καί μόνη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τήν Κιβωτό τῆς σωτηρίας καί τήν Οἰκονόμο τῶν Θείων Μυστηρίων τῆς Χάριτος τοῦ Θείου Λυτρωτοῦ.

Ἡ μή συνειδητοποίησις τοῦ τοιούτου πνευματικοῦ ἐκτροχιασμοῦ καί τῆς περιπλανήσεως εἰς τά σκοτάδια τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως, ἡ μή ἀπάρνησις καί ἀπόπτυσις τοῦ θανατηφόρου δηλητηρίου αὐτῆς καί ἡ ἔμμονη προσκόλλησις σ΄αὐτή τήν ἐκτρωματική κατάστασι, ὁμολογουμένως δέν θεραπεύονται χωρίς ἀληθινή μετάνοια, συντριπτική ταπείνωσι καί κυρίως χωρίς τόν θεῖο φωτισμό, τό ἄπειρον ἔλεος καί τήν σῴζουσα Χάρι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι΄αὐτό ἡ μέν αἵρεσις, ἡ κακοδοξία, ἡ πλάνη καί ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία εἶναι βδελυκτές, ὀλέθριες καί θανατηφόρες, οἱ αἱρετικοί, ὅμως, οἱ κακόδοξοι καί οἱ πεπλανημένοι εἶναι συμπαθεῖς ὡς ἄνθρωποι  γιά τήν πτῶσι καί τήν ταλαιπωρία τους˙ καί πολύ περισσότερο, ὅταν τό ἀντιλαμβάνονται αὐτό, ὅταν ἀνησυχοῦν καί ἀγωνίζονται νά ἀπαγκιστρωθοῦν  ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.

Σ΄αὐτό, ὅμως, δέν βοηθάει, ὄχι ἡ ὑγιής καί ὀρθόδοξη οἰκουμενική κίνησις, ἀλλά ἡ κακῶς νοουμένη καί ὑποκινουμένη οἰκουμενιστική κίνησις.

Δυστυχῶς καί στίς ἡμέρες μας ἀναδύονται μέσα ἀπό τόν θεολογικό χῶρο ὡρισμένοι ἡρακλεῖς τῆς οἰκουμενιστικῆς κινήσεως, οἱ ὁποῖοι βιάζονται νά φθάσουν στό τέρμα καί τό πανανθρωπίνως ποθούμενο ἀγαθό «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», μέ τήν συμπροσευχή καί κοινωνία μετά τῶν κανονικῶς ἀκοινωνήτων ἑτεροδόξων καί σχισματικῶν, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης, χωρίς προηγουμένως νά ἐξομαλυνθοῦν πλήρως καί νά διευθετηθοῦν  μέ γνώμονα τήν ὀρθόδοξη πίστι καί παράδοσι οἱ βασικές  καί λοιπές δογματικές καί ἐκκλησιολογικές διαφορές. Δέν εἶμεθα κατά τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων, ὅταν γίνωνται μέ θεοφιλεῖς ὅρους καί σωστές προϋποθέσεις, ὅταν ἐργάζωνται διά τό «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο», χωρίς σπουδή καί βεβιασμένες κινήσεις, ἀλλά μέ τό πνεῦμα καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ καί την εὐθυγράμμισι πρός τήν σῴζουσα ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπικαλοῦνται τήν θεωρία περί ὑπάρξεως «Ἐκκλησίας ἔξω τῆς Ἐκκλησίας», τήν συμπροσευχή καί συλλειτουργία Ὀρθοδόξων καί Λατίνων στό ἀπώτερο παρελθόν, ἐπί φραγκοκρατίας, σέ δυσχείμερους καί παρηκμασμένους γιά τήν σκλαβωμένη ὀρθόδοξη πατρίδα μας καιρούς, στά νησιά τῶν Κυκλάδων, ἐπιδιώκουν τήν ἀναστολή τῆς ἰσχύος τῶν ἀπαγορευτικῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας κανόνων μέ τούς ἑτερόδοξους, ὁμιλοῦν διά τήν ἐξέλιξι τοῦ κόσμου καί τήν ἀναθεώρησι καί τήν δημιουργία νέων ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί στιγματίζουν τήν προσκόλλησι τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στήν «νοσηρή», κατ΄ αὐτούς, καί μή «ὀρθόδοξη» παράδοσι στό θέμα τῆς συμπροσευχῆς καί κοινωνίας μετά τῶν ἑτερόδοξων κ.λπ.

Πιστεύω ὅτι στά θέματα αὐτά θά δοθοῦν σύντομα οἱ δέουσες θεολογικές καί κανονικές ἀπαντήσεις ἀπό τό εὐτυχῶς ὑπάρχον δυναμικό τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας μας. Στά σύντομα ὅρια τοῦ Κυριακάτικου αὐτοῦ μηνύματος θά ἤθελα νά τονίσω μέ ἐπίτασι καί μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς καρδιᾶς μου ὅτι Ἐκκλησία ἔξω τῆς Ἐκκλησίας  δέν ὑπάρχει. Ὁ Θεῖος Δομήτωρ ἵδρυσε τήν συγκεκριμένη Ἐκκλησία Του, «τήν μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ἀλλ' οὖσαν «ἁγίαν καί ἄμωμον», τῆς ὁποίας «καί πῦλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν».

Ἀσφαλῶς ὁ Θεῖος Λυτρωτής μας ἔχει τό δικαίωμα καί τήν δύναμι νά σώσῃ καί ἀνθρώπους εὑρισκομένους ἐν ἀγνοίᾳ καί πλάνῃ ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καλοπροαίρετους καί ἀγαθούς (προφανῶς ὄχι καί ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐνσυνείδητα, ἀπροκάλυπτα καί ἀμετανόητα ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, σχίσματα καί κακοδοξίες, ἐκτός καί ἐάν κάποτε εἰλικρινῶς μετανοήσουν). Ὅμως, μή πλανώμεθα ἀδελφοί. Ἐάν Ὀρθόδοξοι πιστοί ἐνσυνείδητα ἀναζητοῦν ἐξω τῆς Ἐκκλησίας τόν Ζῶντα Θεόν, τήν ἀλήθεια καί τήν ζωή, νοθεύουν καί ἀλλοιώνουν τήν ὀρθόδοξη πίστι καί παράδοσι καί ἀδιαφοροῦν γιά τήν σωτηρία τους, τότε ἐδῶ ἰσχύει τό «extra Ecclesia nulla salus» (ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει σωτηρία). Ἡ Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία εἶναι ἀναλλοίωτη καί οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες δέν πρέπει ποτέ νά παραβιάζωνται. Ἄλλωστε, οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεροί Κανόνες μόνοι τους προβλέπουν ἐνίοτε κάποια ἐκκλησιαστική οἰκονομία καί ἐπιείκεια. Ἄς παύσουν ἐπί τέλους νά προκαλοῦν τό αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ οἱ  «εὐαγγελιστές» τῆς ἄνευ (τῶν θεολογικῶν-δογματικῶν) ὅρων καί (τῶν κανονικῶν) προϋποθέσεων ἑνώσεως τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μετά τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Νά κάνωμε στό σημεῖο αὐτό ἕνα ἀκόμη μουσικό διάλειμμα, φίλοι μου ἀκροατές, καί ἀμέσως θά συνεχίσωμε τήν ἐκπομπή μας.

Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, συμπολίτες μας Κυθήριοι, Ἀντικυθήριοι καί ὅσοι ἄλλοι μᾶς ἀκοῦτε ἀπ' τούς Ραδιοφωνικούς σταθμούς τῶν Κυθήρων, καί μέσῳ τοῦ διαδικτύου, συνεχίζουμε τήν καθιερωμένη ἐκπομπή μας «Τό μήνυμα τῆς Κυριακῆς» ἀπό τό νησί τῆς Μυρτιδιώτισσας.

Μιλήσαμε μέχρι στιγμῆς, ἐξ ἀφορμῆς τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, διά τό ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, σύμφωνα μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, ἦσαν Χριστοφόροι καί Πνευματέμφοροι , δοχεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καί Θεῖα ὄργανα τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Εἶπαμε, ἀκόμη , ὅτι οἱ Θεῖοι Πατέρες μας ἦσαν ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας. Έβίωναν τόν Χριστό καί τή ζωή τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ξεπέρασαν τό κατά φύσιν καί ἔφθασαν στό ὑπέρ φύσιν, ὑπῆρξαν οἱ θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας καί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως , οἱ ἀμύντορες κατά τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν αἱρέσεων, τό καύχημα καί τό σέμνωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφερθήκαμε καί στή στάσι τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, τῶν περιπλανημένων καί ἑτεροδόξων καί τήν παρατηρούμενη σύγχυσι εἰς τό βασικό αὐτό θέμα.

Στή συνέχεια ἀπό τό Ρωσικό Γεροντικό θά διαβάσωμε γιά τήν θαυμάσια ζωή καί πολιτεία ὡρισμένων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί γιά τά περισπούδαστα κατορθώματα τῆς ὁλόθερμης πίστεώς των.

 «Ὁ Θεός ζοῦσε μέσα τους»

Ἕνας συγγραφέας, μή ὀρθόδοξος μέ θαυμασμό ἐγκωμιάζει τή βαθειά πνευματικότητα τῶν ρώσων Γερόντων (στάρτσι). Γράφει:

«Οἱ Γέροντες αὐτοί εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι σ' ὅλη τους τή ζωή ζήτησαν, θέλησαν καί ἀγάπησαν τή σιωπή, εἶναι ἄνθρωποι πού ζήτησαν μόνο τόν Θεό, πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού ἀποσύρθηκαν ἀπό τόν κόσμο καί κρύφτηκαν μακρυά ἀπό τήν μεταβαλλόμενη σκηνή τῶν γηΐνων γεγονότων. Εἶναι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι μιά συνεχής αὐταπάρνηση, μιά προοδευτική κάθοδος μέσα στήν ταπείνωση, στήν ἀφάνεια. Εἶναι ἄνθρωποι, πού καθημερινῶς διερωτώνταν, τί τούς ἀπομένει ἀκόμα νά δώσουν, «μεθυσμένοι» πνευματικά, μέσα στή φτώχεια, τήν ἔσχατη ἀπάρνηση, τή μόνωση, καί τοῦτο γιατί ἦταν οἱ «μεθυσμένοι» τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ζοῦσε μέσα τους καί ἡ παρουσία Του ἐκμηδένιζε κάθε τι, πού ἦταν μεταβαλλόμενο καί ἀνθρώπινο.

Ὡστόσο, γνωρίζουμε κάτι ἀπό τό βίο τους, γιατί ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τούς εἶχε μεταμορφώσει μέ τή δύναμή Του, τούς ἔστελνε πάλι στόν κόσμο, ὡς μάρτυρες τῆς θείας ζωῆς, τούς ἔθετε ὡς ζωντανά πρότυπα στούς ἀδελφούς τους χριστιανούς. Τό φῶς, πού τούς εἶχε ἀπορροφήσει καί μεταμορφώσει, ἀκτινοβολοῦσε ἀπό τούς Γέροντες αὐτούς τελείως φυσικά, χωρίς ἡ ἠχώ τοῦ κόσμου νά μπορέση νά ταράξη τή μόνωσή τους ἤ νά κυριεύση καί βεβηλώση τή σιωπή τους».

(Ντίβο Μπαρσόττι : Ρωσικός χριστιανισμός σ.37-38)

Ἡ δύναμη τῆς «εὐλογίας»

          Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου στούς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες, πού ἔρχονταν γιά πνευματική ὠφέλεια, μαζί μέ τή θεία διδασκαλία παρέθετε καί τράπεζα μέ ψωμί, κρασί καί φαγητά τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀρκετές φορές μάλιστα γινόταν αὐτό καί στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, πού κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, χαριεντιζόμενος εἶπε στόν ὅσιο :

-Στό  σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν σέ ἀφθονία ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Καί ὅμως ποτέ δέν ἔχουν τά φαγητά τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας. Οἱ ὑπηρέτες μου ἑτοιμάζουν ποικίλα καί πολυδάπανα ἐδέσματα, ἀλλά δέν φθάνουν τά δικά σας. Γιά ἐξήγησέ μου, σέ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;

-Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νά μάθης τήν αἰτία, θά σοῦ τήν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στό μοναστήρι μας, πρίν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοί τό μαγείρεμα, τηροῦν τόν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καί παίρνει τήν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορές στήν Ἁγία Τράπεζα καί μ' ἕνα κερί παίρνει φωτιά ἀπό τό καντήλι τοῦ ἱεροῦ γιά ν' ἀνάψη μ' αὐτή τήν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τό φοῦρνο. Ὁ βοηθός πρίν βάλη τό νερό στό καζάνι, ζητᾶ τήν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογῆ, ἀδελφέ», τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Γιά νά μή στά πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μ' αὐτό τόν τρόπο, γι' αὐτό εἶναι τόσο νόστιμα τά φαγητά μας. Οἱ δικοί σου ὅμως ὑπηρέτες, ἀπ' ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τήν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καί γογγύζοντας καί συκοφαντώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Συχνά μάλιστα δέχονται χτυπήματα ἀπό τούς ἐπόπτες. Σ' αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι δέν βρίσκεις νόστιμα τά φαγητά σας.

-Ἀλήθεια, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τά λές, ἀπάντησε ὁ Ἰζιασλάβος.

(Πατερικόν τῶν Σπηλαίων σ.47)

Οἱ ἀρετές τοῦ Γέροντος Παϊσίου

Οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς τῆς Μολδαυΐας, γεμᾶτοι θαυμασμό γιά τήν ἐνάρετη ζωή τοῦ Ἡγουμένου καί πνευματικοῦ τους πατέρα Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, σκιαγραφοῦν τήν προσωπικότητά του :

«Σ' αὐτόν (τόν Παΐσιο), ὁ ὑποστατικός Λόγος, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα καί τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἐνοίκησαν, σάν σέ καθαρό καί πάναγνο δοχεῖο. Γι' αὐτό κι' ἀπό τά χείλη του ἔτρεχε ἡ θεία διδασκαλία σάν μελίρρυτη πηγή, πού φώτιζε τίς ψυχές καί ἐκδίωκε τά πονηρά πάθη.

Διέθετε θεία γνώση, μέ τήν ὁποία ἀντιλαμβανόταν ὀρθά, ὑπεράσπιζε σθεναρά καί φύλαγε ἀλώβητα, ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, τά δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

Εἶχε σταθερότητα καί, σέ κάθε θλίψη ἤ πειρασμό, παρέμενε ἀκλόνητος στή πίστη, στήν ἀγάπη καί στήν ἐλπίδα  του στή Θεία Πρόνοια. Εἶχε μιά φλογερή ἀγάπη γιά τόν Κύριο ἀπό τή νεότητά του, ἡ ὁποία προοδευτικά δυνάμωνε ὅλο καί περισσότερο καί ξεχυνόταν γιά ν' ἀγκαλιάση ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἦταν κοντά του. Τούς ζέσταινε ὅλους μέ τήν ἀγάπη του, ἐνδιαφερόταν ἰδιαίτερα γιά τόν καθένα, συμπαθοῦσε ὅλο τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα τά πνευματικά του τέκνα. Ἦταν πάντα εἰρηνικός μέ ὅλους. Ποτέ του δέν λύπησε ἤ περιφρόνησε κανένα, ἀκόμα κι' ἄν κάποιος τόν εἶχε προσβάλει. Τό ἴδιο δίδασκε καί σέ μᾶς.

Ἡ ὑπομονή του εἶχε συνυφανθῆ μέ τήν πραότητα. Ποτέ στό πρόσωπό του δέν διαγραφόταν θυμός ἤ ὀργή. Ἐπιτιμοῦσε μέ πραότητα, τιμωροῦσε καί καθοδηγοῦσε μέ ἀγάπη, καί σ' αὐτούς πού ἁμάρταναν ἔδειχνε εὐσπλαγχνία καί ὑπομονή. Εἶχε μιά παιδική ἁπλότητα κι' ἀνεξικακία. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο μεγάλη, πού τήν γνώριζε μόνο ὁ Θεός. Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀντιστάθηκε ἀπό τήν νεότητά του μέχρις αἵματος στά πάθη καί περιφρονοῦσε ὅλα τά ἐγκόσμια.

Ὁ στάρετς ἦταν προικισμένος μέ πολλά φυσικά χαρίσματα. Τό πρόσωπό του ἦταν λευκό καί φωτεινό, σάν πρόσωπο ἀγγέλου. Ἡ ματιά του ἦταν ἤρεμη, ὁ λόγος του ταπεινός καί ἁπλός. Ἡ ἀλαζονεία καί ὁ κομπασμός τοῦ ἦταν ἄγνωστα. Τούς προσείλκυε ὅλους μέ τήν ἀγάπη του, ὅπως ὁ μαγνήτης προσελκύει τά μέταλλα. Ἦταν ὅλος καλωσύνη καί εὐσπλαγχνία. Μέρα καί νύχτα ἐρευνοῦσε τήν Ἁγία Γραφή καί τά Πατερικά κείμενα. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά του ἔγινε πηγή ὕδατος ζῶντος, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, ἀπ' τήν ὁποία ἔπινε ὁ ἴδιος καί πρόσφερε πλούσια καί σ' ἐκείνους πού τό γύρευαν.

Τό νά μιλάη κανείς γι' αὐτόν εἶναι σάν νά δοξολογῆ τόν Θεό, πού σ' αὐτούς τούς δίσεχτους καιρούς ἀποκάλυψε ἕνα πραγματικά φιλόθεο ἄνθρωπο καί ἀπλανῆ διδάσκαλο τῆς μοναχικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς». (Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Μετ.Π. Μπότση, σ.217-220).

(Σόλωνος Νινίκα, Ρωσικό Γεροντικό, σελ. 48-49, 51-53 καί 66-67).

Ἀγαπητοί  μου ἀκροατές,

Ἔπειτα ἀπό ὅσα ἀκούσαμε ἀπό τόν Ὅσιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο γιά τό ὅτι οἱ πιστοί χριστιανοί , καί μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι Χριστοφόροι καί Πνευματέμφοροι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν γιά τήν ἀξιοθαύμαστη ζωή καί πολιτεία, τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τούς πνευματικούς ἀγῶνες τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καί μετά τά τόσο ὡραῖα καί διδακτικά παραδείγματα τῶν νεωτέρων Ρώσων ἁγίων πατέρων, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε προηγουμένως, τό μήνυμα τῆς σημερινῆς Κυριακής εἶναι νά ἀγωνιζόμαστε τόν καλόν ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας καί τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς «δι' εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν» καί νά στεκόμαστε σταθεροί στήν ἱερή παράδοσι τῆς Ὀρθόδοξης πίστεώς μας.

Χαίρετε ἀγαπητοί μου ἀκροατές.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λέρου Κώ και Αστυπάλαιας κ.κ. Παισίου



Αγαπητοί μου  αδελφοί,

Ήλθεν, ο των όλων Κύριος  εξ’ ουρανού, και έγινε άνθρωπος ο αρχηγός της ζωής και του θανάτου για να φωτίσει τον πεπτωκότα άνθρωπο με το φώς της αλήθειας, με το φώς της ζωής.

Ήλθεν ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, γενόμενος υπό γυναικός, γενόμενος υπό της Παρθένου Μαρίας για να ενώσει τα διεστώτα, να ενώσει τον Θεό με τον πεπτωκότα άνθρωπο, να ενώσει τον ουρανό με την γή.

Ήλθεν ο πρώτος σπορεύς όλων των αιώνων να σπείρει στις άγονες και ακαλλιέργητες ψυχές των ανθρώπων την αγάπη, «την πάντα  νούν υπερέχουσα» κατά τον θείο Παύλο.

Ήλθεν ο Χριστός εκουσίως, γενόμενος άνθρωπος, για να κηρύξει το χαρμόσυνο μήνυμα της βασιλείας του Θεού, και να  γιατρέψει πάσα σωματική και ψυχική αρρώστια του λαού, του  καθημένου «εν σκότει και σκιά θανάτου».

Ήλθεν το φώς της ζωής, για να φωτίσει με τον θεϊκό λόγον Του τις καρδιές των ανθρώπων και να τις χαριτώσει και να τις επαναφέρει στην αγκαλιά του Θεού Πατρός, παρά του Οποίου πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειο.

Ήλθεν ο Χριστός για να καλλιεργήσει το γεώργιο του Θεού Πατρός, το χωράφι του Θεού, και να το παραδώσει γόνιμο στο Πατέρα του με εσοδειά , καρπούς  αξίους  της ματανοίας.

Αυτή  την  δύναμη είχε  και έχει ανά τους  αιώνες, ο θεϊκός  λόγος του Σωτήρος  Χριστού, να  καλλιεργήσει καλές και αγαθές ψυχές δεκτικές στο μέγα μήνυμα της σωτηρίας.

Αυτό το μέγα μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου καταγράφεται στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, στην παραβολή που ακούσαμε του σπορέως.

Ο λόγος του Θεού που πέφτει στην αγαθή  γή, στην μαλακή γή, στην εύφορο γή, στην καλλιεργημένη γη, στην αγνή ψυχή  ριζώνει και αυξάνει και παράγει καρπό εκατό φορές περισσότερο, «και φυέν εποίησε καρπόν εκατονταπλασίονα».

Ο σπόρος που έπεσε στην αγαθή, στην μαλακή, στην εύφορο γή ,στην καλλιεργημένη ψυχή  και  «φυέν» έδωσε τους   καρπούς της αγάπης, της αλληλεγγύης, της χαράς, της ενώσεως, της φιλανθρωπίας, της αγαθοεργίας και όλων εκείνων των αρετών πού πρέπει να κοσμούν κάθε χριστιανό.

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Ό  λόγος του Θεού, το ευαγγέλιο της αγάπης, της σωτηρίας, της ευσπλαχνίας, της φιλανθρωπίας, της αγαθοεργίας και όλων  εκείνων των καρπών της μετανοίας έχει μία μυστηριακή εσωτερική  δύναμη, την δύναμη της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό.

Αυτή την μυστηριακή εσωτερική  δύναμη την αντιλαμβάνεται εκείνος ο άνθρωπος πού  πιστεύει ακράδαντα στην θεία  επέμβαση του Θεού Πατρός και ακούει τον  λόγο του Θεού, ο οποίος είναι χθές και σήμερα ο αυτός και στους  αιώνας.

«Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλλάσσοντες αυτόν».

Ο λόγος του Θεού είναι φώς, είναι ζωή, είναι αλήθεια για τους αγαθούς Χριστιανούς. Ο λόγος του Θεού αναμόρφωσε κοινωνίες και έθνη, αναγέννησε καρδιές ανθρώπων και δημιούργησε μάρτυρες της αληθείας σε δυσκόλους καιρούς  και χρόνους και της Εκκλησίας μας και του  γένους μας.

Λαοί και έθνη πού  ευρίσκοντο στο σκοτάδι, της απιστίας, και της αθείας και ζούσα μακριά από  την θεϊκή αγάπη δια του  θείου  κηρύγματος πίστεψαν  στον αληθινό Θεό και ών απέστειλε Ιησού Χριστό.

Ο Χριστός, λοιπόν, υπήκοος γενόμενος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, ήλθε για να κηρύξει το χαρμόσυνο μήνυμα της βασιλείας των ουρανών, και να σώσει κάθε  πονεμένη ψυχή από την αμαρτία και να την οδηγήσει στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα  Του.

Ο λόγος του Κυρίου πάντοτε ο αυτός  φέρει το θεϊκό κύρος πού μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον ενώνει με τον Πλάστη  και Δημιουργό του ουρανού και της γής.

Ας ακούσουμε κι εμείς τον λόγο του Θεού και ας ριζωθεί στις ψυχές μας , εάν θέλουμε να γίνουμε κι εμείς γη αγαθή, γή καλή, γή γόνιμη, γή καρποφόρα και έτσι καρποφορούντες καρπούς αξίους της μετανοίας θα τύχουμε της  αιωνίας ζωής και θείας μακαριότητας παρά του Θεού Πατρός. «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» .ΑΜΗΝ.  Ο Λ.Κ.Α.Π.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας - Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης

Ὡς μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες Εὐαγγελικὲς περικοπὲς  ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της Ἐκκλησίας μας ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέως.
Μὲ τρόπο μοναδικὸ ὁ Κύριός μας, κάνει λόγο γιὰ τὴ σπορὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας του.
Ὁ σπόρος πέφτει σὲ τέσσερα διαφορετικὰ τμήματα, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ἄξιον προσοχῆς, μόνο σὲ ἕνα, στὸ τελευταῖο, στὸ  τέταρτο κομμάτι γὴς καρποφορεῖ. Στὸ πρῶτο, δεύτερο καὶ τρίτο, παρὰ τὸν κόπο τοῦ Σποριὰ δὲν ὑπάρχουν τὰ ἀποτελέσματα.
Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, στὴν συνέχεια, ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τὰ τέσσερα διαφορετικὰ μέρη τοῦ ἐδάφους, συμβολίζουν τὶς καρδιὲς καὶ τὴν διάθεση τῶν ἀκροατῶν τοῦ θείου λόγου. Τὸ ἕνα μέρος τοῦ κηρύγματος, χάνεται ἐξ’ ἀρχῆς ἀπὸ τὶς ραδιουργίες τοῦ διαβόλου. Τὸ δεύτερο τμῆμα, ἐξατμίζεται μὲ τὶς πρῶτες δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ θὰ ἐμφανιστοῦν. Στὸ τρίτο μέρος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὴν βλάστηση, τελικῶς καταπνίγεται μέσα στὶς κοσμικὲς μέριμνες, τὰ πλούτη καὶ τὶς δῆθεν ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, καὶ τελικῶς τὸ ἕνα τέταρτό του σπόρου ποὺ ἔπεσε  στὴν γῆ καρποφορεῖ.
Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς σπορᾶς πέφτει στὴν γῆ τὴν ἀγαθή, δήλ. στὶς ἀγαθὲς καὶ δεκτικὲς καρδιές, οἱ ὁποῖες κρατοῦν καὶ καλλιεργοῦν τὸν σπόρο μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀποδίδουν καρπὸ πολύ, γλυκὺ κι εὐλογημένο.
Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς παραβολῆς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ ἐξάγει συμπεράσματα γιὰ τὸ θέμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Θὰ ἐπισημάνουμε ἕνα πολὺ βασικὸ καὶ πάντοτε ἐπίκαιρο.
Τὸ νὰ καρποφορήσει ὁ σπόρος, τοῦτο ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντες:
α) Ἀπὸ τὴν ποιότητα τοῦ ἴδιου του σπόρου καί,
β) ἀπὸ τὴν σύσταση καὶ καλλιέργεια τοῦ ἐδάφους.
Καὶ γιὰ μὲν τὸ πρῶτο, δὲν τίθεται καν θέμα, ἀφοῦ ὁ σπόρος εἶναι ὅ,τι καλύτερο θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει. Εἶναι ὄχι ἡ ἀνακάλυψις, ἀλλὰ ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἴδιου του Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσε ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρασκευάσει ἕναν τέτοιο σπόρο. Ποτὲ μὰ ποτέ, δὲν θὰ μποροῦσε ἡ γῆ ἀπὸ μόνη της νὰ καρποφορήσει τέτοιας θεϊκῆς ποιότητας στάχυ καὶ τόσο δυνατὸ σπόρο. Ὄχι, ἡ γῆ ἀπὸ μόνη της, βλαστάνει ἀγκάθια καὶ τριβόλια… Ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνακαλύψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του τὸν Θεό. Ὁ θεϊκὸς σπόρος-λόγος τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνακαλύπτεται, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν παρασκευάζεται στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ τοῦ ὑποκειμενισμοῦ. Ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, σπείρεται δαψιλῶς σὲ ὅλες τὶς καρδιές, δεκτικὲς καὶ μή, γόνιμες καὶ ἄγονες, σκληρὲς καὶ ἀγαθές.
Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, κανένας ἀπολύτως δὲν μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸν Μεγάλο Σποριά, τὸν Οὐράνιο Πατέρα, ὅτι κάνει διακρίσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Ἂν ὅμως γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ σπόρου δὲν ὑφίσταται ἀμφιβολία, τὸ μεγάλο πρόβλημα προκύπτει στὴν ποιότητα τῆς γής.
Οἱ φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοὶ κ.α., προσπαθοῦν, ἀνεπιτυχῶς ἐν πολλοῖς, νὰ κατατάξουν τὴν κοινωνία σὲ διάφορες ὁμάδες καὶ καταστάσεις.
Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως μέσω αὐτῆς τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, μὲ τρόπο ἁπλὸ καὶ μοναδικὸ παρουσιάζει τὸν διαχωρισμό. Διαχωρισμὸ ὄχι φυσικὰ κοινωνικό, ἀλλὰ ἐλεύθερης καὶ συνειδητῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, παρέχει τὴν δυνατότητα στὸν καλοπροαίρετο πάντοτε ἄνθρωπο, νὰ ἀντικατοπτρίσει τὴν διάθεσή του, στὴν Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ σὲ ποιὰ κατάσταση ἀντικειμενικὰ βρίσκεται, καὶ σὲ ποιὰ πρέπει νὰ καλλιεργηθεῖ.
Δὲν ἀρκεῖ ἁπλά, νὰ πέφτει ὁ σπόρος. Αὐτὸ γίνεται στὶς τρεῖς πρῶτες περιπτώσεις τοῦ χωραφιοῦ.
Γιὰ νὰ καρποφορήσει μέσα στὸ χωράφι τῆς καρδιᾶς μας ἡ ἀλήθεια, χρειάζεται νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μόνο.
Τί; Μά, νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ὁποιοδήποτε κόστος νὰ διατηροῦμε προαίρεση ἐλεύθερη, καὶ διάθεση ἀγαθή. Τότε μόνο ὁ σπόρος θὰ πέφτει, θὰ βλαστάνει καὶ θὰ καρποφορεῖ, ἀναλόγως τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὴν χάρη, τριάκοντα, ἑξήκοντα, ἑκατό.
Ὡς ἐκ περισσοῦ δέ, νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι σὲ καμμία περίπτωση δὲν παίζει ρόλο, ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἡ προσωπικότητα τοῦ σπορέως. Ἔστω καὶ λεπρὸς νὰ εἶναι ὁ γεωργὸς ( ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου), τοῦτο δὲν ἔχει νὰ κάνει οὔτε μὲ τὴν ποιότητα τοῦ σπόρου, οὔτε μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ λιπαρότητα τῆς γής.
Ἑπομένως, εὐχὴ καὶ προσευχή μας: Κύριε, δῶς μᾶς δύναμη καὶ χάρη, ὥστε νὰ καλλιεργήσουμε καρδιὰ ποὺ θὰ εἶναι δεκτική του λόγου σου καὶ τῶν δωρεῶν σου. Ἀμὴν

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Δ΄ Κυριακής Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά Η Παραβολή του Σπορέως (Λουκ. 8, 5- 15) Ὁ σπόρος καί τό χωράφι

Ὁ σπόρος καί τό χωράφι

            Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει ὁ Χριστός στό ἅγιο εὐαγγέλιο, εἶναι ἕνας σπόρος. Δέν ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τό σπόρο στήν ἀποθήκη του. Πρέπει νά τόν βάλει στή γῆ, νά φυτρώσει, νά βλαστήσει. Νά κάνει λουλούδια, νά κάνει φύλλα, νά μεγαλώσει, νά κάνει καρπούς.

            Νά δρέψει τούς καρπούς· νά χορτάσει μέ τούς καρπούς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

            Ἐάν ὁ γεωργός, σπείρει καί ἀφήσει τόν σπόρο, στήν τύχη του, ἡ ὠφέλεια θά εἶναι μικρή. Ἐάν ἐνδιαφερθεῖ καί φροντίσει ὁ σπόρος νά γίνει εὔρωστο καρποφόρο φυτό, τό κέρδος θά εἶναι πολύ μεγάλο.

            Γι’ αὐτό, εἶναι κρίμα νά μήν φροντίζει ὁ ἄνθρωπος τόν σπόρο –τόν λόγο τοῦ Θεοῦ- νά τόν βάζει σέ καλό τόπο καί μέ καλό τρόπο.

            Καλή γῆ εἶναι ἡ καρδιά μας.

            Ἤ μᾶλλον, δέν εἶναι δεδομένα καλή γῆ. Ἀλλά πρέπει ἐμεῖς νά τήν κάνομε γῆ ἀποδοτική. Καί ἐμεῖς νά φροντίσομε μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά καλλιεργήσομε τήν καρδιά μας καί νά τήν κάνομε τόπο καρποφόρο καί ὠφέλιμο.

            Ἐάν αὐτό δέν τό ἐπιδιώκομε, ἀλλά ἀφήνομε τήν καλλιέργεια τῆς καρδιᾶς μας στίς διαθέσεις τῆς στιγμῆς, τί συμβαίνει;

            Συμβαίνει ὅτι γίνεται ὅταν περπατᾶς στό δρόμο καί τυχαίνει νά φυσάει. Σέ δροσίζει λίγο ὁ ἀέρας, χωρίς ἴσως νά τό θέλεις. Ἤ βρέχει καί πέφτει πάνω σου βροχή· χωρίς νά τό θέλεις.

            Κατά τόν ἴδιο τρόπο, εἶναι δυνατό νά περνᾶνε ἀπό τά αὐτιά σου μερικά ἀπό τά λόγια τοῦ Θεοῦ, χωρίς ποτέ νά μπαίνουν μέσα στήν καρδιά σου, γιατί δέν τό θέλεις. Δέν τό ἔκανες ποτέ ἐπιδίωξή σου...

            Ἄν κάποιος εἶναι ἔτσι τοποθετημένος ἀπέναντι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὠφέλειά του θά εἶναι ἐλαχίστη ἤ καί μηδενική. Τίποτα.

            Εἶναι συμφέρον μας, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ νά τόν ἁρπάζομε καί νά φροντίζομε νά τόν αὐξήσομε καί νά τόν ἀξιοποιήσομε.             Πῶς; Καλλιεργώντας καί κάνοντας καρποφόρο χωράφι τόν ἑαυτό μας. Ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μας. Ἀρχίζοντας ἀπό διάνοια καί καρδιά καί προχωρώντας ἀκόμη καί στό σῶμα μας.

Ἕνα πρωτότυπο κήρυγμα

            Εἶναι πολύ διδακτικό νά δοῦμε πῶς τοποθετήθηκαν οἱ ἅγιοι ἀπέναντι στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Πῶς τόν ἀξιοποίησαν.

            Ἄν μελετήσομε τόν βίο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τί βλέπομε;

            Τό πρῶτο πού διαβάζομε, εἶναι ὅτι ὅταν ἦταν παιδάκι, μικρό ἀκόμη, συνήθιζε νά πηγαίνει στήν Ἐκκλησία. Καί ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία. Ποῦ τόν ἔχανες τόν Νεκτάριο, Ἀναστάσιο τότε, ποῦ τόν εὕρισκες, ὅλο στήν Ἐκκλησία βρισκόταν. Ἀγαποῦσε τήν προσευχή.

            Καί ἀγαποῦσε νά ἀκούει λόγια διδακτικά ἀπό τό Εὐαγγέλιο, πνευματικά, πού ὠφελοῦν τήν ψυχή. Ἄκουγε, ἀφοῦ πήγαινε στήν Ἐκκλησία τά τροπάρια. Τά λόγια τῶν ἱερέων. Τά κηρύγματα πού ἐγίνονταν κατά καιρούς.

            Μεγαλώνοντας τό παιδάκι, ἐπῆγε ὅταν ἦταν ἀκόμη νεαρός, 14-15 χρονῶν καί δούλευε σέ κάποιο κατάστημα.

            Ἐκεῖ τί ἔκανε; Δίπλωνε τά πράγματα πού πουλοῦσε μέσα σέ πρόχειρα χαρτιά. Ποῦ τότε σακκοῦλες... Καί πάνω σ’ αὐτά τά χαρτιά, ὁ Ἀναστάσιος-Νεκτάριος, ἔγραφε κάτι λογάκια.

            Ποιά ἦταν αὐτά τά λόγια; Ὡραῖα λόγια πού εἶχε ἀκούσει ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί ἀπό ἄλλους Ἁγίους. Ὡραῖες συμβουλές. Ἔλεγε ἀργότερα: «Τά ἔγραφα μέ μιά καί μοναδική σκέψη: Ὅτι θά μποροῦσαν νά τά διαβάσουν οἱ ἄνθρωποι καί νά ὠφεληθοῦν».

            Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος ταυτιζόταν μέ ἐκεῖνα πού ἔγραψε ἀργότερα ὁ ρῶσσος ἱερομάρτυς ἅγιος Κρονίδης:

            «Ἀγαπητοί μου,

            Νά τό θυμᾶσθε πάντοτε:

            Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σπόρος. Ἀλλά καί κάθε δικός μας λόγος, σπόρος εἶναι· ἀφοῦ ἔχει μέσα του μιά σκέψη, ἕνα αἴσθημα ἕναν πόθο. Σπόρος δέν εἶναι μόνο τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Σπόρος εἶναι καί κάθε δική μας κουβέντα. Ναί, ἡ κάθε μας συνομιλία, ἡ κάθε μας συζήτηση, εἶναι καί αὐτή ἕνας σπόρος!

            Καί τό κάθε μας ἔργο ὅσο καί ἄν ἐμεῖς τό βλέπομε χωρίς νόημα, καί τό κάθε τί πού λέμε εἶναι σάν μιά σπορά!

            Μιά σπορά, ἕνας σπόρος ἀπό ἄγρια χόρτα, ἕνας σπόρος ἀπό ζιζάνια, ὅταν μπεῖ μέσα μας, ὅταν μπεῖ στήν ψυχή μας καί ἐκεῖ φυτρώσει, θά κάμει ἄγριους καρπούς.

            Προσέχετε λοιπόν! Προσέχετε νά ξέρετε, τί μπαίνει στήν ψυχή σας». (Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ, σ. 51)

            Εἶναι λοιπόν μεγάλη ζημία νά βάζει κανείς στήν καρδιά του λόγια πού ἐκφράζουν τό φρόνημα τοῦ κόσμου τούτου.             Ἀντίθετα ἔχει πολλή ὠφέλεια τό νά ἀκούει τά ὡραῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἁγίων. Γιατί δέν ἐντυπωσιάζουν μόνο τό πνεῦμα ἀλλά μιλοῦν καί στήν καρδιά. Καί τότε ὅταν γεμίσει τό κεφάλι καί ἡ καρδιά ἀπό τά διδάγματα τῆς πίστης, δυναμώνει ἡ θέληση καί ὁ ἄνθρωπος παίρνει τήν ἀπόφαση νά κάνει κάτι καλύτερο.

            Ὅλο τέτοια μάθαινε ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί τά ἔγραφε πάνω στά χαρτάκια. Οἱ ἄνθρωποι σιγά-σιγά ἔμαθαν νά πηγαίνουν νά ἀγοράζουν καί νά θέλουν νά πάρουν τό δεματάκι ἀπό τά χέρια τοῦ Ἀναστασίου-Νεκταρίου· καί νά κοιτάζουν τί τούς ἔγραφε.

            Ἐκ τῶν ὑστέρων ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐξέδωκε ἕνα μεγάλο βιβλίο, ὅταν πιά εἶχε γίνει ἀρχιερεύς καί ἦταν στήν Ἀθήνα, γεμᾶτο ἀπό ρητά. Ἀπό συμβουλές μεγάλων σοφῶν ἁγίων καί ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τά ὁποῖα ὅταν τά διαβάζει κανείς ὠφελεῖται πολύ. Τό βιβλίο ἔχει τίτλο: «Γνῶθι σαυτόν». Γνώρισε τόν ἑαυτό σου.

            Γιατί τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή μᾶς δείχνουν πιό εἶναι τό καλό, μᾶς βοηθοῦν νά ξεφύγομε ἀπό τά πάθη πού μᾶς  κατεβάζουν, καί μᾶς φέρνουν στό ἐπίπεδο -συγγνώμη πού θά τό ποῦμε-  τῶν ζώων.

            Δηλαδή μᾶς κάνουν νά ζοῦμε μέ τήν σκέψη: Τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά διασκεδάσομε, πῶς θά κοτσομπολέψομε λιγάκι καί τίποτε παραπέρα.

Κύριε, δέν σοῦ ζήτησα δόξες

            Ἀφοῦ μεγάλωσε ἀκόμη ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί ἔμαθε λίγα γραμματάκια, ἐπῆγε σ’ ἕνα χωριό σάν δάσκαλος. Ἐκεῖ ἐσκέφθηκε: «Ἐδῶ πέρα δέν ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία».

            Καί ἀπό τότε ἄρχισε νά κάνει, εἴκοσι χρονῶν παιδί, κηρύγματα. Βλέποντας τήν ὠφέλεια πού εἶχε ὁ κόσμος ἀπό ἐκεῖνα τά λόγια πού ἔλεγε, αἰσθάνθηκε εὐχαρίστηση, καί εἶπε:         «Ἄν ἀπό τά φτωχά λόγια πού λέω, ὠφελοῦνται ἄνθρωποι, καί γίνονται καλύτεροι, ἄραγε ὑπάρχει στόν κόσμο κάτι καλύτερο, ἀπό τό νά ἀγαπήσει κανείς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐργασθεῖ γιά τήν διάδοση του»;

            Βλέποντας τό ζῆλο του κάποιος εὐσεβής ἄνθρωπος σ’ ἐκεῖνο τό μικρό χωριουδάκι, τοῦ ἔρριξε τήν σκέψη:

            -Νεκτάριε, δέν πηγαίνεις στήν Ἀθήνα νά σπουδάσεις Θεολογία, ἀφοῦ σοῦ ἀρέσει τόσο πολύ τό κήρυγμα; Νά γίνεις σοφώτερος καί νά μπορεῖς νά διδάσκεις ὡραιότερα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ;

            Ἐσπούδασε καί μετά πῆγε στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἐκτίμησε τίς ἀρετές του καί τόν ἔκανε καί ἀρχιερέα, μητροπολίτη Πενταπόλεως.

            Ἡ προσευχή τήν ὁποία ἔκανε ὁ ἅγιος Νεκτάριος τήν ἡμέρα πού ἔγινε μητροπολίτης ἦταν: «Κύριε, ἐγώ δέν σοῦ ζήτησα μεγαλεῖα. Δέν σοῦ ζήτησα δόξες καί τιμές. Ἐγώ σοῦ ζήτησα ἕνα μόνο πράγμα. Νά μέ ἀξιώσεις νά μπορῶ καί νά ἔχω τήν εὐκαιρία νά κηρύσσω τόν λόγο σου. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω. Ὅπου καί νά εἶμαι, ἄνοιγε δρόμο, δημιούργησε τρόπους καί δίνε μου τήν εὐκαιρία νά διδάσκω τόν λόγο σου, γιά τήν ὠφέλεια τοῦ κόσμου».

Τό μυστικό τοῦ ἁγίου Νεκταρίου

            Τό μυστικό τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.  

Πίσω ὅμως ἀπό αὐτό κάτι κρύβεται. Ποιό εἶναι;

            Ὁ ἅγιος Νεκτάριος πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία μικρό παιδί εἶχε μυαλό. Γιατί καί τά μικρά παιδιά, μπορεῖ νά ἔχουν μυαλό παιδικό, ἀλλά ἔχουν μυαλό. Ξεχωρίζουν καλό καί κακό. Ὠφέλιμο καί βλαβερό.

            Πηγαίνοντας λοιπόν μέσα στήν Ἐκκλησία, κατάλαβε πόσο ὠφέλιμο εἶναι ὄχι μόνο νά ἀκροᾶται κάνεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά προσπαθεῖ νά τόν ἐφαρμόσει. Τό ἔκανε  καί εἶδε τήν ὠφέλεια πρῶτα στόν ἑαυτό του.

            Μά πῶς νά μήν τήν ἰδεῖ; Ἀφοῦ κατάλαβε φερ’ εἰπεῖν τί κακό εἶναι νά βρίζει κανείς ἤ νά κάνει ἄλλες ἀπρέπειες.

            Καί ἀφοῦ διαπίστωσε τήν ὠφέλεια αὐτή, κινούμενος ἀπό ἀγάπη, πού εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ σέ κείνους πού τόν ἀναζητοῦν, ἠθέλησε νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί;

            Γιά νά μή μείνει τό καλό μόνο σέ αὐτόν, στήν καρδιά του, στόν ἑαυτό του, ἀλλά νά πάει καί παραπέρα. Νά διαδοθεῖ. Νά πληθυνθεῖ. Νά καλύψει ὅσο τό δυνατόν περισσότερους ἀνθρώπους.

            Ὑπάρχει καλύτερη ἐπιθυμία;

Καλλιεργητικές φροντίδες

            Ἐργαζόμαστε μέ ὄρεξη καί ἐνθουσιασμό στά χωράφια μας. Τό θεωροῦμε καθῆκον μας. Ναί, καθῆκον ἱερό. Γιατί; Μά εἶναι ἡ ζωή τοῦ σπιτιοῦ μας. Γιά τόν ἑαυτό μας κοπιάζομε, γιά τά παιδιά μας, γιά τήν προκοπή τους.

            Ἄν ἔτσι κάνομε γιά τά ἐπίγεια, πόσο περισσότερο πρέπει νά «σκάψομε» τήν καρδιά μας γιά τήν αἰώνια ζωή;

            Γιά νά τήν μάθομε νά ἀναζητεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά θέλει νά τόν ἀκούει, νά τόν μελετᾶ.

            Πῶς ὅμως γίνεται αὐτό τό σκάψιμο;

            Μέ λίγη νηστεία. Μέ λίγη προσευχή.

            Καί μέ πολλή παράκληση πρός τόν Θεό:

            «Φώτισέ με, Χριστέ μου. Διάλυσε τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου, φώτισέ με νά καταλαβαίνω ποῦ βρίσκομαι. Ποῦ βαδίζω. Ποῦ πρέπει νά βαδίζω, γιά νά βρεθῶ κοντά σου  στήν αἰώνια ζωή».

            Ὅταν τό κάνεις αὐτό, γίνεσαι ἀπό πέτρες καί ἀγκάθια, γῆ καρποφόρα.

            Νά μᾶς δώσει ὁ Θεός αὐτή τήν σύνεση, αὐτή τήν σοφία, αὐτή τήν ὑπακοή στόν ἅγιο λόγο του.

            Νά μᾶς φωτίζει νά τόν ἐκτιμᾶμε, νά τόν πιστεύομε καί νά τόν ἐφαρμόζομε. Ἀμήν.-

Διασκευασμένες ὁμιλίες πού ἔγιναν στό Θεσπρωτικό στίς 5/10/2003

καί στόν Ἅγιο Γεώργιο Φιλιππιάδος στίς 8/11/1995

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ζ΄11-16)

Πόσον ὡραία εἶναι ἡ σημερινή παραβολή τοῦ σπορέως, ἀγαπητοί ἀδελφοί!

Τό φθινόπωρο εἶναι ἡ ἐποχή, πού ἀρχίζουν ὅλες οἱ ἐργασίες. Ὁ γεωργός θά βγῇ γιά νά σπείρῃ τά χωράφια του, ὁ ἐπαγγελματίας, ὁ ἐπιστήμων, ὁ ἐργαζόμενος, μετά τήν ἀνάπαυλα τοῦ καλοκαιριοῦ, θά ἀρχίσῃ τόν προγραμματισμό τῆς ἐργασίας του.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει καί πάλι τό ἀδιάκοπον ἔργο της: τό ἔργο τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, κάθε ἡλικίας καί κάθε μορφώσεως. «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ». Σήμερα ἐξέρχεται καί πάλιν ὁ Αἰώνιος Σπορεύς, Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό ἱερόν Του Εὐαγγέλιον, μέ τήν Ἐκκλησίαν Του, μέ τούς ἱερεῖς Του, μέ τούς Ἱεροκήρυκές Του, μέ τούς πιστούς Του. Ὅλοι σπορεῖς σέ κάθε κατεύθυνση.

Ἀλλά γιά ποιό λόγο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαῖος στούς ἀνθρώπους;

Α΄ Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀληθινό φῶς στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν κάποιο φῶς, γιά νά δώσουν λύσεις στά προβλήματα τῆς ζωῆς τους. Μαθαίνουν ξένες γλῶσσες, μαθαίνουν ἐπιστῆμες διάφορες, μαθαίνουν διάφορα ἐπαγγέλματα καί πιστεύουν ὅτι αὐτά τό φῶτα, τά φῶτα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνικῆς εἶναι τά φῶτα γιά τήν λύση ὅλων τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς. Λάθος! Λάθος μέγα! Θέλετε μιά ἀπόδειξη; Κυττάξτε γύρω μας τί πλοῦτος ὑπάρχει! Πλοῦτος στή μόρφωση, πλοῦτος στά ἀγαθά, στή ψυχαγωγία, στίς ἀνέσεις. Παρ΄ὅλα ὅμως αὐτά ὑπάρχει πλοῦτος καί στά ἄλυτα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί πλῆθος δυστυχίας στούς ἀνθρώπους. Λείπει ἕνα φῶς, τό φῶς ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό θά δώσῃ τήν λύση στά προβλήματα καί θά βοηθήσῃ ὁ πλοῦτος νά εἶναι πραγματικός πλοῦτος καί ὄχι ἕνα βάρος καθημερινό στή ζωή τῶν ἀνθρώπων.

Γράφει ὁ Προφήτης στήν Παλαιά Διαθήκη: «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καί φῶς ταῖς τρίβοις μου». Στά καθημερινά προβλήματα χρειάζεται ἕνα καθημερινό φῶς. Φῶς ἐσωτερικό δυνατό, πού θά καθοδηγῇ τούς ἀνθρώπους, τήν οἰκογένεια, τά παιδιά, τούς νέους, τούς γέρους, ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τό φῶς αὐτό εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱκανός νά φωτίσῃ τόν ἄνθρωπο σέ κάθε δυσκολία καί νά τόν ὁδηγήςῃ στή σωτηρία. Καί

Β΄  Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μόνο τό φῶς, ἀλλά εἶναι καί δύναμη καί χορηγός ζωῆς. Κυττάξτε τόν μικρό σπόρο, αὐτόν τόν μικρούτσικο σπόρο, τί δύναμη κρύβει μέσα του! Εἶναι σέ θέση νά μετακινήσῃ βάρη, νά συρθῇ κάτω ἀπό πλάκες καί νά βγάλῃ στήν ἐπιφάνεια, στό φῶς, τά φύλλα του. Ἀλλά εἶναι καί ζωή. Κρύβει τή ζωή. Μόλις πέσει στή γῆ διαλύεται καί ἀμέσως ξεχύνεται ἡ ζωή. Ἕνας αὐτός σπόρος καί ἀμέσως δεκάδες ἄλλοι σπόροι ἑτοιμάζονται. Οἱ νέοι αὐτοί σπόροι θά δώσουν τροφή στούς ἀνθρώπους καί, ἑπομένως, ζωή. Καί ἀπό αὐτούς ἀκόμα θά πέσουν στή γῆ, γιά νά συνεχισθῇ τό ἔργο τῆς σπορᾶς, τό ἔργο τῆς ζωῆς.

Ἄς ἔλθωμε τώρα στή δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Νά ὁ Ζακχαῖος. Νά ὁ Παῦλος. Νά ὁ ληστής πάνω στό σταυρό. Νά τόσοι ἄλλοι ἄνθρωποι στίς ἡμέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἔσπασαν τά ἐμπόδια, μετενόησαν, ἦλθαν κοντά στό Χριστό, ἔφεραν καί ἄλλους καί ἔγιναν αὐτοί ἀφορμή, ὥστε καί ἄλλοι πολλοί νά γνωρίσουν τόν Χριστό.

Νά, σήμερα, ἑορτάζουμε τήν μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτῶν, πού ἔγιναν σπορεῖς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὥστε πολλοί – πολλοί ἄνθρωποι νά βροῦν στό λόγο τοῦ Θεοῦ τή δύναμη καί τή ζωή τους.

Ἀδελφοί μου! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά μᾶς φῶς, δύναμη, ζωή. Μέ τήν νέα περίοδο ἄς πυκνώσωμε μέ τά παιδιά μας τά Κατηχητικά Σχολεῖα, τά κηρύγματα, νά διαβάζωμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά παρακαλέσωμε τόν Θεό νά γίνῃ καί γιά μᾶς ὁ λόγος Του φῶς, δύναμη, ζωή.          Γένοιτο!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...