Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 14, 2013

Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ:Μετάνοια, ἐξομολόγηση καὶ θεία κοινωνία χρειαζόμαστε.




Τ μοναδικ τραπέζι πο δν πηρεάζεται π τν οκονομικ κρίση εναι ττραπέζι το Χριστο πόλαυσή του σαφς κα δν φορ στν ρεθισμ τοορανίσκου  στν χορτασμ τς κοιλίας. Τ τραπέζι το Χριστο εναι γεμάτοπ πνευματικ δέσματα, γιατ στήνεται μ σκοπ ν χορτάσ τν πνευματικπόσταση το νθρώπου. Γι’ ατ κανένας δν ποκλείεται π τν πρόσκληση. Χριστς θέλει ν χορτάσ λόκληρο τν κόσμο, κανένα δν φήνειπρόσκλητο, λλ τοτο δν σημαίνει κα πς λοι θ πολαύσουν το δείπνου Του.

Παραβολικς κούσαμε στ σημεριν εαγγελικ νάγνωσμα τι κληθησαν στ τραπέζι νς πλουσίου ρχοντα πολλο κα διάφοροι, πο μως εγενικςρνήθηκαν ν παρευρεθον κα ν τιμήσουν τν προσκαλοντα, προβάλλοντας ξεχωριστς δικαιολογίες. Εναι εκολο ν κατανοήσουμε τι  παραβολφανερώνει τν στάση τν νθρώπων πέναντι στ κάλεσμα το Χριστο γισυμμετοχ στν πνευματικ κα μυστηριακ ζω τς κκλησίας μας. Θ τδιαπιστώσουμε ατ σ λίγες στιγμές, ταν  ερέας θ βγ μ τ γιοπότηρο καθ καλέσ λους μας ν προσέλθουμε στν κοινωνία μ τν Χριστ «μετ φόβου Θεο, πίστεως κα γάπης», ν προσέλθουμε στ τραπέζι τς γάπης Του, γι νπολαύσουμε τν θεία χάρη, τρώγοντας τ Πανάγιο Σμα Του κα πίνοντας τΠανάγιο Αμα Του. Θ διαπιστώσουμε τι ο περισσότεροι θ προτιμήσουμε νμείνουμε μακρυ π τν βρώση κα πόση τς θανάτου τροφς λόγ κάποιων δικαιολογιν. Θ διαπιστώσουμε τι  συνήθεια τς προσέλευσής μας στ Ναδν χει μιγς μυστηριακ ναφορά, κι ς συμμετέχουμε νδεχομένως μ τν προσευχή μας στ θεία λειτουργία.
Δν χει νόημα, δελφοί μου, ν ρχόμαστε στν κκλησία, ν δν συμμετέχουμε στν κοινωνία το Σώματος κα το Αματος το Κυρίου. Σκεφτετε το κάπως λλις. Σς προσκαλε σ γεμα  προϊστάμενος στ δουλειά σας, διευθυντς τς ταιρίας σας,  βουλευτς φίλος σας,  πλούσιος συγγενής σας. ρνεστε τν πρόσκληση  πηγαίνετε στ γεμα κα το λέτε: «Κοίταξε, δν θκαθήσ στ τραπέζι γι φαγητό, θ εμαι σ μι γωνι κα θ τραγουδά». Δν θ ταν προσβολ κα τ δύο; σοι λοιπν δν ρχονται στν λειτουργία,ρνονται μφανς τν πρόσκληση το Χριστοσοι μως ρχονται κα δν συμμετέχουν στν θεία κοινωνία, ρνονται μμέσως τν πρόσκληση. τσι καο μν κα ο δ μένουν νηστικο π Χριστό. Τί κι ν προσευχηθήκαμε; τί κι ν συμψάλαμε; τί κι ν πήγαμε πρτοι κα φύγαμε τελευταοι π τ Ναό; Τν Χριστ Τν γγίξαμε; Τν φάγαμε; νωθήκαμε μαζί Του; ν χι, τότε κα τ λόγια πο κούσαμε στ λειτουργία γιναν έρας κα φυγαν·  Χριστς μως εναι χειροπιαστός κα μένει μέσα μας, ταν Τν κοινωνομε!
Καταλαβαίνω, δελφοί μου, τι ο περισσότεροι πο ποφεύγετε νκοινωνήσετε, τ κάνετε π συνήθεια. Κακι συνήθεια μως! Πολ κακιά! Κάκιστη! Κα μάλιστα πολλο πικαλούμενοι τν εσέβεια, τι τάχα κα δθενχουνε μαρτίες, περ συνεπάγεται σαφς ποχ π τν θεία κοινωνία. Μεναι δυνατν ν πέχουμε π τν σωτηρία μας, ν θ πρεπε ν πέχουμεπ σα μς τν στερον; Σς ρωτ· γιατί δν πέχουμε π τν μαρτία καπέχουμε π τ Σμα κα τ Αμα το Κυρίου; πειδ εμαστε τάχα ελαβες πειδ εμαστε μλλον νευλαβες; Πότε θ γίνουμε σωστο κα ληθινοχριστιανοί; χουμε μαρτίες κα θέλουμε ν κοινωνήσουμε; δο τ μυστήριο τς ν μετανοί ξομολογήσεως! λλ βέβαια! πς θ πμε στν ξομολόγο,ταν μς βολεύ  μαρτία, ταν μς ρέσ ν ζομε στς μαρτωλς δονές; πς θ πμε στν ξομολόγο, ταν μετ θ πρέπ ν μπομε στ διαδικασία νκόψουμε τ μαρτωλ διον θέλημα; Τί κάνουμε λοιπόν; Βολευόμαστε στ νπηγαίνουμε στν κκλησία κάθε Κυριακ  κα κόμη συχνότερα, ρκούμαστε στ ντίδωρο, κα χουμε τν ψευδαίσθηση τι κερδίσαμε μία θέση νάμεσα σατος πο θ σωθον.
Εναι λυπηρ πο θ τ π κα θ στενοχωρήσ σως τος περισσότερους. Κάθε μέρα ξέρετε ν παίρνετε τ χάπια πο σς πέδειξε  γιατρός. Κάθε μέρα δν λησμονετε ν τρτε τ μεσημεριανό σας, σοι τέλος πάντων ατν τν δύσκολη περίοδο χετε κάτι ν φάτε. Γι τ φάρμακά σας κα γι τ καθημερινό σας φαγητ δν διαφορετε ποτέ. Τρέμετε στν δέα κα μόνον τι γι λίγεςμέρες σως δν τ χετε στ διάθεσή σας. Γι τν Χριστό, πο εναι τροφληθιν κα φάρμακο σωτηρίας γιατί διαφορετε; Γιατ Τν θυμστε μι  δυ τρες φορς τν χρόνο; Πς μπορετε ν ζτε μακρυά Του; Λέτε: «ν δν τρώ δν παίρν τ φάρμακά μου καθημερινά, θ πεθάνν δν κοινωνήσ τν Χριστό, κόμη κα γι να χρόνο, , δν γινε κα τίποτα». λίμονο! σ τί βυσσο πλάνης πέφτουμε, ταν σκεπτόμαστε τσι!  Χριστς ν θέλ σήμερα ν νωθμ τ σμα μας κι μες ν Τν ρνούμαστε, ν θέλ συνέχεια ν εναι μέσα μας κι μες ν μεταθέτουμε τν νωση μαζί Του τ Χριστούγεννα, τ Πάσχα, τς Παναγίας!
δελφοί μου, μ γίνουμε διοι μ τος καλεσμένους τς παραβολς, γιατλλις δν θ χουμε θέση στ μεγάλο δείπνο τς Βασιλείας το Χριστο. Μετάνοια, ξομολόγηση κα θεία κοινωνία χρειαζόμαστε. 

ΤΟ ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ!


Την προηγούμενη Κυριακή, με αφορμή τη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας, αναφερθήκαμε στον λόγο για τον οποίο ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Να θεραπεύσει τον κυρτωμένο από την αμαρτία άνθρωπο, να τον ανορθώσει στην παραδείσια κατάσταση στην οποία επικοινωνεί με τον Θεό και το συνάνθρωπο.
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Χριστός, αποκαλύπτει τον τρόπο αυτής της επικοινωνίας. Είναι η συμμετοχή στην Τράπεζα που προσφέρει ο Θεός, εκεί που ο ίδιος προσφέρεται γιατί στην Θεία Ευχαριστία, στη Θεία Λειτουργία, προσφέρεται το Σώμα και το Αίμα Του. Όλοι όσοι κάθονται στο ίδιο τραπέζι είναι ισοδύναμοι, ισάξιοι και επικοινωνούν και μεταξύ τους. Άλλωστε και στα γεύματα που προσφέρουμε και μεις, είτε σε χαρά είτε σε λύπη, αυτό θέλουμε να εκφράσουμε, την αμοιβαιότητα, την εκτίμηση στον οικοδεσπότη, την συμμετοχή μας στο γεγονός. 
Πάντως, στην ευαγγελική περικοπή, όσοι είχαν κλιθεί, δεν θέλησαν να ανταποκριθούν στην κίνηση του Θεού, αλλά «ήρξαντο από μιας παραιτείσθαι» (Λουκ. 14, 18), επικαλούμενοι δικαιολογίες, οι οποίες δείχνουν τον εγκόσμιο προσανατολισμό της σκέψης και της ζωής τους και την άρνηση να συγχαρούν με το Θεό και να αποδεχτούν το δώρο της όντως ζωής που Εκείνος τους δίδει. 
Μάλιστα, αυτή η άρνηση δε γίνεται κατά πρόσωπον του οικοδεσπότη, αλλά διατυπώνεται μέσω εκείνου ή εκείνων που ο Θεός αποστέλλει στον κόσμο, για να υπενθυμίσουν στους καλεσμένους την πρόσκληση. 
Το «ήρξαντο από μιάς παραιτείσθαι πάντες» της παραβολής γεννά προβληματισμούς. Συνήθως οι άνθρωποι παραιτούμαστε από ό,τι μας κουράζει, από ό,τι δεν μπορούμε να κατορθώσουμε, από ό,τι μας κάνει να συγκρουόμαστε με τους συνανθρώπους μας και δεν αντέχουμε να συνεχίσουμε να το παλεύουμε. Στην περίπτωση του δείπνου δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Οι κεκλημένοι δεν έχουν κουραστεί από την συμμετοχή τους στο δείπνο του συγκεκριμένου οικοδεσπότη. Δεν απαιτούνταν κάποιος ιδιαίτερος κόπος για να συμμετάσχουν σ’ αυτό. Δεν θα ήταν αφορμή για καμία σύγκρουση με τον πλησίον η αποδοχή της πρόσκλησης και η μετοχή στο δείπνο. Ούτε καν οι προτεραιότητές τους ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους. Θα μπορούσαν να αφήσουν για λίγο τα έργα τους και να αποδεχτούν την πρόσκληση του οικοδεσπότη. Η στάση τους να μην εμφανιστούν οι ίδιοι ενώπιόν Του και να Τον ενημερώσουν για την επιθυμία τους να μην συμμετάσχουν στο δείπνο μαρτυρεί κάτι άλλο. Την έλλειψη διάθεσης να έχουν κοινωνία μαζί Του. Δεν θέλουν να μετάσχουν στο τραπέζι Του. Δεν Τον θεωρούν σημαντικό πρόσωπο για τη ζωή τους. Γιατί να θυσιάσουν τις δικές τους προτεραιότητες, το πρόγραμμά τους, τις δικές τους σχέσεις για να συμμετάσχουν σ’ ένα δείπνο που το παρέχει ένας οικοδεσπότης, ο οποίος δεν λέει τίποτε τελικά στην ψυχή τους;
Πρώτα ο Χριστός και στη συνέχεια η Εκκλησία και όσοι την διακονούν δεν θα πάψουν να υπενθυμίζουν στον κόσμο και στους ανθρώπους την επιθυμία του Θεού για συμμετοχή στο δείπνο της Βασιλείας Του. Και ο καθένας από εμάς θα καλείται να δώσει απάντηση και να ελέγξει τον εαυτό του πού τον κατατάσσει: στην κατηγορία εκείνων που προσκολλώνται στα υλικά αγαθά, εκείνων που καθιστούν τις αισθήσεις τους κέντρο της ζωής τους ή εκείνων που συμπνίγονται από τις μέριμνες του βίου, στις οικογενειακές προοπτικές και σχέσεις ή στην κατηγορία όλων όσων πεινούν για ζωή και χαρά και έστω κι αν δεν είναι στην αρχική πρόσκληση, μόλις τους δοθεί η ευκαιρία θα γεμίσουν τον οίκο του Θεού; 
π.Αλέξιος Αλεξόπουλος

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θύρσου, Λευκίου, Καλλινίκου, Φιλήμονος, Ἀπολλωνίου, Ἀρριανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.


Τῌ ΙΔ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θύρσου, Λευκίου, Καλλινίκου, Φιλήμονος, Ἀπολλωνίου, Ἀρριανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.
Τῇ ΙΔ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἄθλησις τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θύρσου, Λευκίου καὶ Καλλινίκου.
Οὐ δένδρινόν σε, Θύρσε, θύρσον ὁ πρίων,
Πρὸ τῆς τελευτῆς εὗρεν, ὡς ῥᾷστα πρῖσαι.
Ὁ πνεῦμα λευκὸς Λεύκιος, τμηθεὶς ξίφει,
Τὸ σῶμα βάπτει φοινικοῦν ἐξ αἱμάτων.
Ὁ Καλλίνικος, ἐκκοπεὶς τὸν αὐχένα,
Ὑπῆρξε Καλλίνικος ἐκ τῶν πραγμάτων.
Πρῖσιν ἀλύξας, Θύρσε, θάνες δεκάτῃ γε τετάρτῃ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Φιλήμονος, Ἀπολλωνίου, Ἀρριανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς .
Ἔτερπεν αὐλοῖς πρὶν Φιλήμων τοὺς φίλους,
Τανῦν δὲ τμηθείς, τέρπεται τέρψιν ξένην.
Ἀπολλώνιον, υἱὸν Ὑψίστου θέσει,
Κτείνουσι υἱοὶ τῆς ἀπωλείας ξίφει.
Τὸν Ἀρριανὸν ἐργάται πονηρίας.
Ἔργον θαλάσσης δεικνύουσιν ἀφρόνως.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , Μνήμη τῶν τεσσάρων Προτικτόρων, τῶν συναθλησάντων τῷ Ἁγίῳ Ἀρριανῷ.
Βάπτισμα πόντος τοῖς Προτίκτορσι ξένον,
Φοροῦσι σάκκους, ὡς στολὰς ἐμφωτίους.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἧς παρ' ἐλπίδα πᾶσαν ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος.
Ἔσεισας, ἀλλ' ἔστησας αὖθις γῆν Λόγε.
Τῆς σῆς γὰρ ὀργῆς οἶκτός ἐστι τὸ πλέον.

Ταῖς τῶν ἁγίων σου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον, καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2013

ΟΙ ΕΓΓΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἀμέσως στρέφεται κάπου ἀλλοῦ».

ΟΙ ΕΓΓΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τοῦ πρωτ. π. Διονυσίου Τάτση 

 .          Ὅλα πρέπει νὰ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὅλα πρέπει νὰ καταλήγουν στὸν Θεό.Ὅταν δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἀρχίζει ἡ περιπλάνηση, ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὰ δυσάρεστα καὶ τραγικὰ ἀποτελέσματα. Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι σπάνιο. Εἶναι ὁ γενικὸς κανόνας, ἐνῶ ἐξαίρεση ἀποτελοῦν οἱ λιγοστοὶ συνειδητοὶ χριστιανοί.
.          Ἡ οὐσιαστικὴ σύνδεση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἀναγκαία στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δίνει προσανατολισμό, ξέρει πιὰ ποὺ πρέπει νὰ πάει, δὲν ταλαιπωρεῖται ἀνωφελῶς καὶ δὲν ταλαντεύεται. Οἱ δυσκολίες βέβαια πάντα ὑπάρχουν ἀλλὰ καὶ οἱ τρόποι, γιὰ νὰ τὶς ξεπερνάει δὲν θὰ τοῦ εἶναι ἄγνωστοι. Δὲν ἀπογοητεύεται καὶ δὲν βιώνει τὴν ἀνεπιθύμητη μοναξιά, τὴν ὁποία ἀξιοποιεῖ προσευχόμενος, ἀλλὰ καὶ ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
.          Ἡ Ἐκκλησία γι᾽ αὐτὸν εἶναι τὸ σπίτι του, εἶναι ὁ τόπος συνάντησης μὲ τὸ Θεό, εἶναι ἡ τράπεζα τῆς πνευματικῆς του τροφῆς, εἶναι τὸ χειροπιαστὸ κομμάτι τοῦ μελλοντικοῦ παραδείσου ἢ καλύτερα ἐκεῖ προγεύεται τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ὅλα τὰ ἄλλα γι᾽ αὐτὸν ἔχουν σχετικὴ ἀξία καὶ δὲν τὸν συγκινοῦν ἰδιαίτερα. Μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ χωρὶς αὐτά. Δὲν εἶναι κάθετα ἀρνητικός, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τοὺς δίνει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ ἔχουν.
.          Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίψει τὸν Θεό, ἀμέσως στρέφεται κάπου ἀλλοῦ.Σὲ κάτι ποὺ τὸ βλέπει, τὸ ἀκουμπάει, τὸ ἀκούει ἢ τὸ γεύεται. Ἔτσι ἀποδέχεται ὡς ὑπέρτατη ἀξία τὴ «μητέρα» φύση, τὴν ὁποία ἀπολαμβάνει φιληδόνως καὶ συγχρόνως μιλάει γιὰ τὴν προστασία της καὶ δραστηριοποιεῖται ἄλλοτε μὲ τρόπο δυναμικὸ καὶ ἄλλοτε μὲ τρόπο παιδαριώδη. Γίνεται φυσιολάτρης καὶ οἰκολόγος καὶ πιστεύει ὅτι ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη. Στὴν ἐποχή μας ἔχουμε πολλοὺς τέτοιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θορυβοῦν μὲ τὴν παράξενη συμπεριφορά τους. Πρόκειται γιὰ ὑλιστὲς καὶ ἄθεους, ποὺ δὲν ἔχουν κανένα πνευματικὸ ἐνδιαφέρον.
.          Ἄλλος ἐπίσης στρέφεται στὸν πολιτισμὸ καὶ ἀναγνωρίζει στὴν τέχνη ἰδιότητες, ποὺ δὲν ἔχει. Πιστεύει ὅτι μέσῳ τῆς τέχνης ἡ ζωή του παίρνει νόημα, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ διάφορα συμπλέγματα, ποὺ τὸν ταλαιπωροῦν καὶ ἀρέσκεται νὰ συνομιλεῖ καὶ γενικὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ ὁμοϊδεάτες του, ζώντας τὸν μύθο τῆς τέχνης. Ἐπειδὴ ὁ πολιτισμὸς προϋποθέτει μερικὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες δὲν ἔχουν ὅλοι, γι᾽ αὐτὸ καὶ πολλοὶ στρέφονται σὲ ὁμάδες ἀνθρώπων ἢ σὲ διάφορα πράγματα καὶ ἀναζητοῦν τὴ χαμένη ἀξία, ποὺ τόσο ἔχουν ἀνάγκη. Πάντα ὅμως ὁδηγοῦνται στὴν ἀπογοήτευση, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ πράγματα δὲν εἶναι σωτηριώδεις ἀξίες.
.          Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς σύνδεσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, οἱ ἄλλες περιπτώσεις εἶναι ἀπογοητευτικές. Εἶναι σὰν νὰ ἀνταλλάσσεις ἕνα χρυσὸ νόμισμα μὲ ἕνα ἀργυρὸ ἢ χάλκινο, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.
.          Ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσει νὰ ὑπενθυμίσει στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους τὴν ὑπέρτατη ἀξία, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, θὰ δεχτεῖ σφοδρὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ τοὺς οἰκολόγους, τοὺς καλλιτέχνες καὶ τοὺς ἄθεους. Δυστυχῶς, ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν κοσμικὴ δύναμη καὶ διαθέτουν ὅλα τὰ μέσα, γιὰ νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ νὰ τὸν ἐξουδετερώσουν. Βέβαια, τὰ ἀποτελέσματα δὲν εἶναι πάντα ὑπὲρ αὐτῶν. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἱερὸ ζῆλο καὶ τὴν ἀφοσίωσή του εἶναι ἱκανότερος ἀπὸ ἑκατὸ νερόβραστους οἰκολόγους, καλλιτέχνες καὶ ὀπαδοὺς διαφόρων ὁμάδων κοσμικῶν ἀνθρώπων. Γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητεύονται οἱ χριστιανοὶ οὔτε καὶ νὰ βάζουν νερὸ στὸ κρασί τους. Νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ βράχο τῆς πίστεως κι ἂς χτυποῦν τὰ κύματα τῶν κοσμικῶν καὶ ἀθέων.

ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 13.12.2013
 ΠΗΓΗ: dtatsis.blogspot.gr

Βρέθηκε άφθαρτο το λείψανο του ομολογητού π. Γεωργίου Κάλτσιου Ντουμιτρεάσα...

 
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Στην Μονή Πέτρου Βόντα της Ρουμανίας, κατά το ειδικό τυπικό που τηρεί η Εκκλησία μας, έγινε η ακολουθία για την εκταφή του π. Γεωργίου Κάλτσιου Ντουμιτρεάσα, με την συμπλήρωση επτά ετών από την κοίμησή του († 21 Νοεμβρίου 2006). Το λείψανό του βρέθηκε άφθαρτο, επιβεβαιώνοντας έτσι την αγιότητα του βίου του.

 


Έζησε τον κομμουνισμό στο απόγειο της κτηνωδίας του, όταν φυλάκιζε και βασάνιζε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τους χριστιανούς. Πέρασε βασανιστήρια που δεν μπορεί να τα συλλάβει ο κοινός ανθρώπινος νους. Τον βασάνισαν φριχτά, τον κράτησαν στο κρύο και στο σκοτάδι, τον χλεύασαν, τον τρομοκράτησαν, είδε τους συντρόφους του να πεθαίνουν ένας-ένας.

 

Έδειξε όμως ένα απιστευτο θάρρος, θάρρος που συνορεύει με την σαλότητα, την δια Χριστόν σαλότητα. Είχε καταλάβει πως πρόκειται για μια μάχη του Θεού με τον σατανά και αυτός πάλευε για αυτά που θεωρούσε ουσιώδη: την Εκκλησία, την πίστη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία.

 
Βιβλίο για τον π. Γεώργιο στα αγγλικά, έκδοση
της Αδελφότητας του Αγ. Γερμανού της Αλάσκας

Για το Γέροντα Γεώργιο Κάλτσιου δείτε:

Ρουμάνοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές επί κομουνισμού
π. Γεώργιος Καλτσίου ή Η κατά Χριστόν τρέλα
Όραμα θείου Φωτός σε ρουμάνικη φυλακή
 

The anti-Human 

Ο π. Γεώργιος με την εικόνα του μεγάλου αγίου των Ρουμανικών φυλακών, μάρτυρα Βαλέριο Γκαφένκου.

Για το φαινόμενο της αφθαρσίας των αγίων ένα σχόλιο από άλλο άρθρο μας:

Είναι γνωστό ότι στην Ορθοδοξία υπάρχουν εκατοντάδες άγιοι με άφθαρτα σώματα, που δεν είναι μόνο άφθαρτα και εύκαμπτα (με άφθαρτα και τα ενδύματά τους), αλλά συχνά και ευωδιάζουν, μυροβλύζουν (ρέουν άρωμα) καιθαυματουργούν, ενώ κάποια από αυτά διατηρούν και θερμοκρασία σώματος (πιο γνωστή περίπτωση το χέρι της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής - το μόνο σωζόμενο τμήμα του άφθαρτου σώματός της, που χάθηκε ίσως κατά την επιδρομή των σταυροφόρων στην ΚΠολη - που φυλάσσεται στην ιερά μονή Σίμωνος Πέτραςστο Άγιο Όρος).
Μόνο στην περίφημη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου φυλάσσονται πάνω από εκατό άφθοροι άγιοι.
Το χέρι του αγ. Αλεξάνδρου του Σβιρ
Τα ιερά αυτά λείψανα παραμένουν άφθαρτα, εκτεθειμένα επί αιώνες σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Κλασική περίπτωση το σώμα τουαγίου Σπυρίδωνα, που (αν και φρικτά μαυρισμένο από τις καπνιές, αιώνες εκτεθειμένο στο ναό του στην Κέρκυρα) διατηρεί την αφθαρσία και την ευκαμψία του, αλλά και θαυματουργεί.
...Οι άγιοι αυτοί παραμένουν άφθοροι υπό συνθήκες ανόμοιες μεταξύ τους και χωρίς να το επιδιώκουν οι ίδιοι και δεν πρόκειται μόνο για μοναχούς, αλλά και για μάρτυρες,ιδιώτεςευγενείςδούλους, ακόμη και αγιασμένα παιδιά (χωρίς να υπολογίσουμε και τα θαυμαστά φαινόμενα που προαναφέραμε, όπως την ευωδία, τη μυροβλυσία, τις θεραπείες, την εκδίωξη δαιμόνων, τις εμφανίσεις των αγίων κ.τ.λ.).
Αξίζει να δούμε την αφθαρσία του αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ, στη Ρωσία, του θεόπτη και μυροβλύτη.

Ο άφθορος δούλος άγιος Ιωάννης ο Ρώσος
πηγή

Η μακαρία Βάρενκα του Σέρκας που έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα






Η μακάρια Βάρενκα Πάβλοβνα Σουλάγεβα, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Μάιντανι της επαρχίας Νίζνι - Νόβγκοροντ, από γονείς χωρικούς. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς άνθρωποι. Δούλευαν όλη τη βδομάδα και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία. Ή Βάριενκα δεν ξεχώριζε από τ' άλλα παιδιά του χωριού, ακολουθούσε κι αυτή τούς γονείς της στην εκκλησία.
Κάποτε, πού ήταν δεκατριών χρονών, είδε στον ύπνο της μια εκκλησία. Στην εκκλησία βρισκόταν μια γυναίκα με μοναχική περιβολή και γύρω της ήταν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Όλοι είχαν τα μάτια στραμμένα πάνω της. Όλοι πήγαιναν στη γυναίκα Εκείνη κι έπαιρναν την ευλογία της. Ή Βάρενκα ήθελε κι αυτή πάρα πολύ να την πλησιάσει, να πάρει κι αυτή την ευλογία της. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από τούς άλλους -υπήρχαν εκεί μοναχές, καθώς και ιερείς- και την πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε.
Τελικά κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά της και της είπε:
- Δώσε μου την ευλογία σου!
- Όχι, εγώ ευλογώ τους τακτικούς, εκείνους πού εκκλησιάζονται και τις καθημερινές.
Πόση θλίψη ένιωσε στην καρδιά του το μικρό κορίτσι! Ήθελε τόσο πολύ να πάρει την ευλογία της, πού από τότε άρχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Και για να μη την κοροϊδεύει ό κόσμος πού την έβλεπε να εκκλησιάζεται καθημερινά, όπως οι καλόγριες, τύλιγε το πρόσωπο της μ' ένα σάλι και πήγαινε στην εκκλησία μέσα από τα περιβόλια.

Λίγο καιρό αργότερα έπεσε σ' έναν ασυνήθιστο ύπνο. Κοιμόταν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Στον ύπνο της είδε τούς ένοικους του παραδείσου και της κόλασης και κατάλαβε τί περιμένει τον άνθρωπο μετά το θάνατο του.
Όταν ξύπνησε, είπε στη μητέρα της:
- Θυμάσαι όταν άπλωσα τα χέρια μου ψηλά; Αυτό έγινε όταν είδα μια γυναίκα να την δέρνουν με σιδερένια χτένια. Μετά την έριξαν σ' ένα καζάνι πού έβραζε και τρομοκρατήθηκα.
Κι από τότε ή Βάρενκα έπεφτε συχνά σε ύπνωση κι έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα πού είχαν σχέση κυρίως με το μέλλον. Μερικές φορές έλεγε στους ανθρώπους όσα ευαρεστήθηκε ό Κύριος να της αποκαλύψει.

Ό Ματθαίος Λεόντιεφ πέθανε στο Μάιντανι.
Ήταν εποχή πείνας όμως κι οι συγγενείς του δεν ήθελαν να κάνουν το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Όταν ή Βάρενκα κοιμήθηκε το βράδυ, είδε στον ύπνο της το Ματθαίο να στέκεται χωμένος ως τα γόνατα σ' ένα πύρινο ποτάμι.
- Πες στους ανθρώπους μας να με βοηθήσουν, της είπε.

Ή Βάρενκα το διηγήθηκε αυτό στους συγγενείς του κι αυτοί μετά αποφάσισαν να κάνουν το μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο. Μετά απ' αυτό ή Βάρενκα τον ξαναείδε στον ύπνο της, άλλ' αυτή τη φορά καθόταν στην όχθη του ποταμού.

Ή φήμη για το ασυνήθιστο χάρισμα της διαδόθηκε γρήγορα ανάμεσα στους ορθόδοξους πιστούς. Έτσι άρχισαν να την επισκέπτονται πολλοί για να μάθουν την τύχη των νεκρών συγγενών τους.

Στο χωριό ζούσε τότε κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ή Όλγα. Ήταν πάρα πολύ φτωχή κι αδύνατη. Ό φράχτης γύρω από το σπίτι της ήταν από καλαμωτή και ξεχαρβαλωμένος. Για το κόψιμο των ξύλων είχε ένα δικέλλι αντί για τσεκούρι, ενώ ή αυλή της ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το χρόνο να την καθαρίσει, γιατί είχε επίσης να φροντίσει ένα άλογο και μια αγελάδα. Χωρίς τα ζωντανά αυτά κανένας χωρικός δεν μπορούσε να επιβιώσει εκεί. Όσο θυμόταν τον εαυτό της δούλευε συνέχεια, ή ζωή της ήταν πολύ σκληρή. Κι όταν πέθανε, ή Βάρενκα την είδε στον παράδεισο.
Μερικές φορές τη ρωτούσαν για κάτι μα εκείνη δεν απαντούσε αμέσως. Την απάντηση την έδινε όταν ξυπνούσε από τον ύπνο της. την επόμενη φορά.

Κάποτε, αρκετές μέρες πριν από τον ύπνο της, εμφανίστηκε άγγελος και της είπε να μην απομακρυνθεί από το σπίτι, μήπως πέσει κάπου και δεν είχε κανένα να την φροντίσει. Κι όταν μετά έπεσε να κοιμηθεί, έμοιαζε με νεκρή. Τα άκρα τού σώματος της μούδιασαν κι έμεινε ακίνητη.

Μια άλλη φορά στην εκκλησία, μόλις τέλειωσε ή θεία λειτουργία, ή Βάρενκα είπε στην Αναστασία Άσταφίεβα, πού ήταν φίλη της:
- Πάμε σπίτι, θα κοιμηθώ σε λίγο.
- Δεν πήγα ακόμα να προσκυνήσω το σταυρό, απάντησε εκείνη.
- Γρήγορα, της είπε βιαστικά ή Βάρενκα. Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στην πλατεία, όταν ή Βάρενκα αποκοιμήθηκε. Χρειάστηκε να βρουν ένα φορείο για να την μεταφέρουν στο σπίτι.

Μερικές φορές, την ώρα πού κοιμόταν, διηγιόταν με λεπτομέρειες αυτά πού έβλεπε τη στιγμή εκείνη. Τις ιστορίες αυτές τις είχαν καταγράψει μερικοί, γέμισαν ολόκληρο βιβλίο μ' αυτές. Όταν όμως άρχισαν οι διωγμοί πέταξαν το βιβλίο στη φωτιά, επειδή φοβούνταν τούς άθεους.

Τις αποκαλύψεις αυτές τις έβλεπε συνέχεια για δέκα περίπου χρόνια. Κάποτε είπε πώς είχε δει την Παναγία, πώς την καθοδηγούσε ό άγιος Νικόλαος, πώς υπάρχει ένας πύρινος ποταμός πού πρέπει να τον περάσει κάθε ψυχή μετά το θάνατο της. Έδειξε μάλιστα ένα σημείο στο χέρι της πού είχε καεί ως το κόκκαλο, από μια σταγόνα τού πύρινου ποταμού πού έπεσε πάνω της.

Κάποτε οι αρχές έμαθαν για τη Βάρενκα κι από τότε μέλη της Κομσομόλ πήγαιναν πολλές φορές στο σπίτι της την ώρα πού κοιμόταν. Πολλές φορές την χτυπούσαν, με την ελπίδα πώς θα ξυπνούσε και θ' αποκάλυπταν την «άπατη» της. Μετά ήρθαν και γιατροί από το Γκόρκυ (Νίζνι -Νόβγκοροντ). Της έκαναν δραστικές ενέσεις ταχείας ενέργειας, έχοντας τον ίδιο σκοπό με τα μέλη της Κομσομόλ. Της έκαναν τόσο μεγάλες δόσεις και τόσο συχνά, ώστε όταν ξυπνούσε, δεν μπορούσε ούτε τα χέρια της να κουνήσει.
Ότι κι αν έκαναν οι άθεοι όμως, δέ ήταν ικανό να την ξυπνήσει. Έτσι αποφάσισαν να τη μεταφέρουν σ' ένα νοσοκομείο, για να συνεχίσουν εκεί τα πειράματα τους.
Κάποτε είχαν ήδη φτάσει κοντά της και προσπαθούσαν να τη σηκώσουν. Την βρήκαν όμως τόσο βαριά, πού δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από το κρεβάτι της.
- Δεν πειράζει, είπαν. Αύριο θα 'ρθουμε με το αυτοκίνητο και θα τη μεταφέρουμε μαζί με το κρεβάτι της.
Όταν έφυγαν εκείνοι, ξύπνησε ή Βάρενκα. Ή μητέρα της της είπε τί είχαν σκοπό να της κάνουν οι γιατροί και παραπονιόταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Την ίδια μέρα ή Βάρενκα μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι. Για μερικά χρόνια περιπλανιόταν στους ιερούς τόπους της περιοχής τού Βόλγα, μερικές φορές μόνη της κι άλλοτε με παρέα.

Μια φορά ό ιερέας π. Πέτρος της έστειλε τα θεία δώρα πού τα είχε τοποθετήσει σε μια εικόνα κατάλληλα προσαρμοσμένη. Μετά οι μπολσεβίκοι πήγαν να συλλάβουν τον π. Πέτρο στο σπίτι του. Με το πού πλησίασαν στην πόρτα του όμως, εκείνος έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.

Το 1936 ή Βάρενκα ήταν είκοσι δύο χρονών. Τότε πήγε μαζί με κάτι φίλους στο γέροντα Ιωάννη Άρντατόφσκυ, πού ήταν φημισμένος σ' ολόκληρη την περιοχή για την άγια ζωή του και το προορατικό του χάρισμα. Εκείνος της είπε:
- Πήγαινε στο Σάρωφ. δεν είναι μακριά από δώ. Οι φίλοι της δεν ήθελαν να την ακολουθήσουν,
βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Έτσι και κείνη, επειδή φοβήθηκε πώς ή μητέρα της θ' ανησυχούσε, δεν πήγε στο Σάρωφ.
- Καλύτερα να πάω σπίτι πρώτα, να ενημερώσω και τη μητέρα μου, σκέφτηκε.
Μετά έφυγε από το σπίτι για την Πίλνα, όπου συγκατοίκησε με τις αδελφές Όπάρινυ στο σπίτι τους, για ν' αποφύγει την καταδίωξη. Έπειτα έφυγε και από κει μαζί με μια κοπέλα, τη Δάμασα, για να πάει στο Σάρωφ. Εκεί όμως κρύβονταν σ' ένα απομονωμένο σημείο έξι αστυνομικοί και την περίμεναν. Ένας απ' αυτούς την κυνηγούσε πολύ καιρό. Τ' όνομα του ήταν Γαβρίλωφ.
Ή Βάρενκα κατάλαβε πώς δέ θα την άφηναν να πάει στο Σάρωφ κι έκανε μια θερμή προσευχή στην Παναγία.
Οι αστυνομικοί την έπιασαν και την έδειραν ανελέητα. Την κλωτσούσαν, τη χτυπούσαν με σιδερόβεργες. Της έδωσαν τόσο ξύλο. πού το πρόσωπο της παραμορφώθηκε, έμοιαζε με κόκκινη μάσκα. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αυτιά της. Μετά ετοιμάστηκαν να την ατιμάσουν, μα εκείνη τη στιγμή ή Παναγία την προστάτεψε και μια αόρατη δύναμη τούς εμπόδισε να την πλησιάσουν.

Στο τέλος πήραν τις κοπέλες στην αστυνομία, μα ή σκέψη της τιμωρίας της δεν τούς είχε εγκαταλείψει. Όταν ή Βάρενκα ζήτησε κάτι να πιει της έδωσαν νερό. Μα μέσα έριξαν λίγο αρσενικό, δήθεν πώς της έδωσαν φάρμακο. Οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν πολύ πού δεν πέθανε. Περίμεναν να δράσει το φάρμακο, όταν όμως δεν είδαν κανένα σημάδι δηλητηρίασης, της είπαν:
- Πόσο σφριγηλή γυναίκα είσαι... Ίσως να είσαι και αγία.

Από τότε όμως ή Βάρενκα έχασε τα πόδια της, δεν την κρατούσαν πια. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο κρεβάτι. Μόνο από τη μέση και πάνω όριζε τον εαυτό της.
- Αυτό είναι το δικό μου Σάρωφ, έλεγε. Ή ανυπακοή μου φταίει.

Από τότε σταμάτησε κι ή ύπνωση της. Συνέχισαν όμως να την κυνηγούν οι αρχές κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Έπρεπε να μετακινείται από τόπο σε τόπο, όποιος κι αν ήταν ό καιρός. Το χειμώνα την μετέφεραν σ' ένα καλάθι, δεμένο σε φορείο.

Μια νύχτα πού ό καιρός ήταν πολύ άσχημος, ένας ανεμοστρόβιλος την παρέσυρε κι ή Βάρενκα έπεσε από το καλάθι. Οι συνοδοί της την έχασαν, δεν την βρήκαν αμέσως. Κι όπως γύριζαν όλη νύχτα να τη βρουν, μπερδεύτηκαν κι έχασαν το δρόμο. Άργησαν πολύ να την εντοπίσουν.


Ή Βάρενκα δεν υπόφερε μόνο από τούς αθεϊστές, αλλά κι από ανθρώπους πού βρίσκονταν κοντά της. Στην αρχή την φρόντιζε ή 'Άννουσκα, πού είχε το παρατσούκλι «Κουλή», και ή Νιούρα. Όταν κάτι δεν άρεσε στην 'Άννουσκα, χτυπούσε την ανάπηρη Βάρενκα άγρια. Αίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε ή Νιούρα και πήρε όλα τα πράγματα της Βάρενκα, έκτος από τις εικόνες και το κρεβάτι της. Σύντομα όμως το σπίτι όπου έμενε με τον άντρα της, πήρε φωτιά και κάηκε. Μετά έχτισαν άλλο, πού κάηκε κι αυτό. Τότε μόνο κατάλαβε ή μητέρα της Νιούρα πώς την τιμωρούσε ό Κύριος επειδή έκλεψε την ανάπηρη Βάρενκα και πήγε να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό της κόρης της.

Τελικά ή Βάρενκα κατόρθωσε ν' αγοράσει ένα μικρό αλλά καλοφτιαγμένο σπίτι, με χρήματα πού της έδιναν οι χριστιανοί. Την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι. Μερικοί της ζητούσαν να προσευχηθεί γι' αυτούς, άλλοι ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Οι αρχές παρατήρησαν πώς την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι κι όταν έμαθαν το λόγο της επίσκεψης τους, αποφάσισαν να τη διώξουν. Άρχισαν να πιέζουν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού να της επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το σπίτι. Τρομοκρατημένος ό πρώην ιδιοκτήτης συμφώνησε. Ό Θεός όμως ού μυκτηρίζεται. Την άλλη μέρα πέθανε ό πρώην ιδιοκτήτης και το σπίτι παρέμεινε στη Βάρενκα.

Κάποτε επισκέφτηκε τη Βάρενκα ή Ντάρια Ζαϊκίνα κάθισε λίγο μαζί της κι έπειτα ετοιμάστηκε να φύγει. Ή Βάρενκα όμως της είπε:
- Μη φύγεις. Υπάρχουν τόσο πολλά πονηρά πνεύματα στο σπίτι...
Λέγοντας αυτά ή Βάρενκα. κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα.
- Βάρενκα, κοίταξε με, είπε ή Ντάρια.
- Δεν μπορώ ν` ανοίξω τα μάτια μου, είναι τόσο φοβερά.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα μια γυναίκα πού άρχισε να προσεύχεται και είπε:
- Πηγαίνετε από κει πού ήρθατε.
Ό δαίμονας αποκρίθηκε με αντρική φωνή:
- Κανένας μας δεν είναι εκεί τώρα, είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ στη γη. Σε όποιον δέ φορά σταυρό και δεν κρατά κομποσκοίνι τού κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά γύρισε στη Βάρενκα και είπε:
- Βγάλε τα αυτά, πέταξε τα γρήγορα!
- Δέ θα τα βγάλω, δέ θα τα πετάξω, απάντησε ή Βάρενκα.
Δυό φορές ό δαίμονας πρόβαλε την ίδια απαίτηση και δύο φορές τού απάντησε ή Βάρενκα. Ξαφνικά ό δαίμονας είπε με μανία:
- 'Αχ, τί μεγάλη μπουκιά πού είσαι! Έχεις κρεμάσει μέσα σου ένα παλιόσχοινο (κομποσκοίνι), αλλιώς θα σε πέταγα έξω ολόκληρη.
Μετά την άρπαξε, τη σήκωσε ψηλά και τη χτύπησε δυνατά.
Κι ό δαίμονας συνέχισε να την βασανίζει ολόκληρο εικοσιτετράωρο, για να την τρομοκρατήσει.
- Παναγία μου, βοήθησε με, κραύγαζε εκείνη.
Εκείνο τον καιρό οι δαίμονες την επισκέπτονταν τακτικά στο σπίτι, το 'χαν βάλει σκοπό να την τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν εμφανίστηκε ή ίδια ή Παναγία κι ακούμπησε στο κεφάλι της ένα πετραχείλι, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πού παρουσιάστηκε ή Παναγία, οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, έγιναν καπνός.
Πέτρου Μπότση«Μάρτυρες του Βορρά»Γ',Γυναίκες μάρτυρες ομολογήτριες.Αθήνα 2012/πηγή/αντιγραφή

Ακολουθούν νέες Αγιοκατατάξεις

Ακολουθούν νέες ΑγιοκατατάξειςΣύμφωνα με απολύτως έγκυρες πληροφορίες του hellas-orthodoxy…
Αξιόπιστες πηγές από το Άγιον Όρος μας μετέφεραν τις ακόλουθες πληροφορίες, που δημοσιεύουμε προς ενημέρωση:
Μετά τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο, η αγιοκατάταξη του Γέροντος Παισΐου θα γίνει πολύ σύντομα…είναι θέμα ολίγων μηνών!
Θα ακολουθήσει ο Γέρων Αμφιλόχιος Μακρής και αργότερα οι Γέροντες Σωφρόνιος Σαχάρωφ (του Έσσεξ) και Εφραίμ Κατουνακιώτης.
Παρότι έχει πάει λίγο πίσω η αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, οι ίδιες πληροφορίες λένε ότι ίσως δεν αργήσει πάρα πολύ.

π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΑΚΑΡΟΣ . ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ. Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης

«Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος»!

Είπε  Γέρων:Η ψυχή που συγκινείται από τις ομορφιές του υλικού κόσμου φανερώνει ότι ζη μέσα της ο μάταιος κόσμος γι' αυτό έλκεται από την πλάση κι όχι από τον Πλάστη, από τoν πηλό κι όχι από τον Θεό. Δεν έχει σημασία αν ο πηλός αυτός είναι καθαρός και δεν έχη λάσπη αμαρτίας. Η καρδιά, όταν έλκεται από... κοσμικές ομορφιές, οι οποίες δεν είναι αμαρτωλές, αλλά δεν παύουν να είναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρά της ώρας, η οποία δεν έχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα εσωτερικό με αγαλλίαση πνευματική. Όταν όμως ο άνθρωπος αγαπά την πνευματική ωραιότητα, τότε γεμίζει και ομορφαίνει η ψυχή του.

Αν γνώριζε ο άνθρωπος, την εσωτερική ασχήμια του, δεν θα επιδίωκε εξωτερικές ομορφιές. Μέσα η ψυχή του έχει τόσους λεκέδες, τόσες μουντζούρες, και θα κοιτάξουμε λ.χ. τα ρούχα μας;

Πλένουμε τα ρούχα μας, τα σιδερώνουμε κιόλας και είμαστε καθαροί, και μέσα είμαστε... μην τα ρωτάς! Γι’ αυτό, αν λάβη υπ’ όψιν του κανείς τι πνευματική ακαθαρσία έχει μέσα του, δεν θα καθίση τόσο σχολαστικά να βγάλη και τον παραμικρό λεκέ από τα ρούχα του, γιατί αυτά είναι χίλιες φορές καθαρώτερα από την ψυχή του. Αλλά αν δεν έχη υπ’ όψιν του ο άνθρωπος την πνευματική σαβούρα που έχει μέσα του, ε, τότε κοιτάζει να βγάλη σχολαστικά και τον παραμικρό λεκέ! Αυτό που χρειάζεται, είναι να στρέψη όλη την φροντίδα του στην πνευματική καθαρότητα, στην εσωτερική ομορφιά κι όχι στην εξωτερική. Τα πρωτεία να δοθούν στην ομορφιά της ψυχής, στην πνευματική ομορφιά και όχι στις μάταιες ομορφιές, γιατί και ο Κύριος μας είπε: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος».

πηγή

«ΠΝΕΥΜΑ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΥ» Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΙΑ' Λουκά Των Αγίων Προπατώρων (Β' Τιμ. α' 8-18)

«ΠΝΕΥΜΑ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΥ»
Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής
ΙΑ' Λουκά
Των Αγίων Προπατώρων
(Β' Τιμ. α' 8-18)

Το αποστολικό ανάγνωσμα που θα ακούσουμε την Κυριακή στους ναούς μας, είναι ένα κείμενο από το πρώτο κεφάλαιο της Β' προς Τιμόθεον επιστολής του Απ. Παύλου.
Είναι ένα κείμενο, στο οποίο φαίνεται η ομολογία της πίστεως και στο τέλος γίνεται επαινετική αλλά και αρνητική αναφορά για κάποια πρόσωπα.
Επειδή η ομολογία είναι θέμα καίριο για τον κάθε συνειδητό πιστό, πόσο μάλλον για τους ποιμένες της Εκκλησίας, είναι ανάγκη να εμβαθύνουμε στο πνεύμα της Αποστολικής Ομολογίας, αλλά και στις συνέπειες που έχει αυτή σ΄ εμάς. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ομολογία, εκτός της πίστεως, απαιτεί και το θάρρος. Απαιτεί την πνευματική ανδρεία και τη δύναμη, για τις οποίες κάνει λόγο ο Απόστολος στο κείμενό του.
Επομένως, αφού οι πιστοί έχουμε λάβει όχι «πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και σωφρονισμού» (Β' Τιμ. Α' 7), είναι απαράδεκτο το να ντρεπόμαστε να ομολογούμε αυτή την αλήθεια που δεν είναι άλλη, από το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ευθύς εξ' αρχής λοιπόν, παραγγέλλει στον μαθητή του Τιμόθεο: «Μη επαισχυνθείς». Μη ντραπείς δηλ. να δίδεις την μαρτυρία σου περί του Κυρίου, αλλά ούτε για εμένα να ντρέπεσαι που είμαι δέσμιος, όχι για άλλους λόγους, αλλά χάριν του Αγίου Του ονόματος.
Και κατόπιν της θερμής αυτής προτροπής για την Ομολογία, στο ιερό κείμενο αναπτύσσεται η Χριστολογική και Σωτηριολογική αποκάλυψη. Η αλήθεια δηλ. που είναι ανάγκη να γνωρίζουν οι πιστοί, αφού αυτό είναι ουσιαστικά το κήρυγμα και η πρόσκληση της Σωτηρίας στον κόσμο, που κηρύσσει η Εκκλησία μας.
«Αυτός μας έσωσε και μας κάλεσε με ιερή κλήση που μας αγιάζει. Μας έσωσε και μας κάλεσε όχι για τα έργα μας, αλλά γιατί ο ίδιος είχε την αγαθή θέληση και μας πρόσφερε τη χάρη του, λόγω της σχέσεώς μας με τον Ιησού Χριστό. Μας έδωσε λοιπόν τη χάρη του και μας πρόσφερε τη σωτηρία αυτή, προτού δημιουργηθούν όσα έγιναν μέσα στο χρόνο, επειδή την είχε αποφασίσει προαιώνια. Αυτή δε η χάρις, φανερώθηκε τώρα με την εμφάνιση στη γη του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κατήργησε τον θάνατο και έφερε στο φως ζωή και αθανασία διά του Ευαγγελίου, για το οποίο εγώ ορίστηκα κήρυκας και Απόστολος και διδάσκαλος των εθνικών» ( Β' Τιμ. Α' 9-11).
Πράγματι αδελφοί μου, μόνο θεόπνευστος νους και καρδιά που έχει καταστεί κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος, θα μπορούσε «εν βραχύ ρήματι» να χαράξει αυτές τις αλήθειες!
Αλλά και πάλι, ο Απόστολος επανέρχεται στο κεντρικό θέμα της ομολογίας, τονίζοντας ότι για όλα αυτά που ανέφερε, δεν ντρέπεται «ουκ επαισχύνομαι»! «Δεν ντρέπομαι, διότι γνωρίζω σε ποιόν έχω στηρίξει την εμπιστοσύνη μου. Έχω εμπιστοσύνη, διότι γνωρίζω, είμαι πεπεισμένος απολύτως, ότι Εκείνος έχει την δύναμη τούτο τον θησαυρό της πίστεως και την αμοιβή που μου αναλογεί να τα διαφυλάξει μέχρι την ημέρα εκείνη της δευτέρας Του παρουσίας» (Β' Τιμ. Α' 12).
Και κατόπιν της διδασκαλίας αυτής, περιγράφει τώρα ο Απόστολος των Εθνών τη ζωή του και τα παθήματά του. Το κάνει αυτό, για να παραδειγματιστεί το αγαπημένο πνευματικό του τέκνο, ο Τιμόθεος. Τον παρακινεί να έχει ως φωτεινό παράδειγμα της Ευαγγελικής διδασκαλίας, τη δική του γνήσια και υγιή διδασκαλία περί της πίστεως και της αγάπης του Χριστού: «Υποτύπωσιν έχε υγιαινόντων λόγων ων παρ' εμού ήκουσας, εν πίστει και αγάπη την εν Χριστώ Ιησού» (Β' Τιμ. Α'13).
Επειδή όμως το θέμα της εν Χριστώ ομολογίας είναι από τα ουσιώδη της Χριστιανικής ζωής, συνεχίζει να του υπενθυμίζει και πρόσωπα, τόσο από θετικής, όσο και από αρνητικής πλευράς, που έχουν σχέση με το Ευαγγέλιο.
Μη μιμηθείς αυτούς που με εγκατέλειψαν, του παραγγέλλει με πόνο. Αντιθέτως, στην οικογένεια του Ονησιφόρου, είθε να δώσει ο Κύριος πλούσιο το έλεός του, διότι αυτός πολλές φορές με ανακούφισε και δεν ντράπηκε - «ουκ επαισχύνθη» - την αλυσίδα των δεσμών μου, αλλά και στη Ρώμη έφτασε και με αναζήτησε επιμόνως και με βρήκε.
Και φυσικά, αυτή η επιμονή της αγάπης προς τον Απόστολο, κρύβει και το θάρρος και την αρετή της Ομολογίας.
Αλλά εδώ τώρα, τίθεται ένα ερώτημα. Καλά, αυτοί που έμειναν πιστοί «άχρι τέλους». Οι άλλοι που είναι και επισημαίνονται μάλιστα ως παράδειγμα προς αποφυγήν, για ποίον λόγο τον εγκατέλειψαν και μαζί με τον Απόστολο, τον Κύριο και Θεό;
Είναι τραγικό, αλλά επιβάλλεται να γίνει ειδικός λόγος. Εγκατέλειψαν την πίστη και τον Απόστολο, διότι φοβήθηκαν μήπως φυλακιστούν και αυτοί από τον Νέρωνα.
«Απεστράφησάν με». Πόσος πόνος στον λόγο αυτό του μεγάλου Αποστόλου. Με αρνήθηκαν, αφού πρώτα αρνήθηκαν τον ίδιο τον Χριστό. Αρνήθηκαν να ομολογήσουν την πίστη. Συμβιβάστηκαν. Ο ζήλος εξατμίστηκε. Και όταν η αγάπη του Χριστού και ο ζήλος της πίστεως χάνονται, τότε την καρδιά την γεμίζει η ντροπή και ο φόβος του κόσμου. Έτσι, εκτός των αγίων μαρτύρων, υπάρχουν δυστυχώς και οι πεπτωκότες. Αυτοί που προτιμούν «την ησυχία τους». Αυτοί οι οποίοι κοστολογούν τόσο πολύ την υπόληψη του κόσμου και την αξία της χαμοζωής, ώστε φτάνουν ν' αρνηθούν την αλήθεια και αυτήν την αιωνιότητα. Την βασιλεία του Θεού.
Αλλ' ας μη νομίσουμε ότι οι θλιβερές αυτές καταστάσεις έκαναν την εμφάνισή τους μόνο κατά τα έτη των σκληρών διωγμών. Δυστυχώς, οι συμβιβασμοί και οι προδοσίες, ως καρκινώματα, εμφανίζονται σε κάθε εποχή και σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
Παρουσιάζονται όχι μόνο σε απλοϊκούς πιστούς που δεν φρόντισαν να ρίξουν γερά τα θεμέλια της πίστεως στην ύπαρξή τους, αλλά το διαπιστώνει κανείς και σε όλα δυστυχώς τα επίπεδα, κλήρου, μοναχισμού και λαού. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό, ότι τα ονόματα των προσώπων που με βαθιά θλίψη αναφέρει ο Απόστολος «Φύγελλος και Ερμογένης», δεν ήταν ούτε τυχαίοι, ούτε φυσικά εχθροί εξ' αρχής. Ήταν συνεργάτες του μεγαλύτερου των Αποστόλων. Και φυσικά, αυτός που ντροπιάζεται αιωνίως, δεν είναι ο Απόστολος, αλλ' αυτοί οι αποστάτες.
Αν λοιπόν, υπεροχικά πρόσωπα στο έργο της Εκκλησίας, ξεφεύγουν και αρνούνται τελικώς, τόσο την πίστη, όσο και τους Αποστόλους, και γενικώτερα τους Πατέρες και διδάσκαλους, έως και τις ημέρες μας, κατανοεί κανείς πόση προσοχή χρειάζεται στο να μένει κανείς εδραίος και αμετακίνητος επί των επάλξεων της εν Χριστώ ομολογίας.
Είναι εύκολη η ομολογία; Είναι και εύκολη αλλά και δύσκολη.
Εύκολη όταν κανείς αποδεχθεί απολύτως και χωρίς κρατούμενα τον Κύριο. Όταν ζει τη ζωή Του μέσα στο Σώμα Του που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δύσκολη όμως και αδύνατη, όταν ο «πιστός» θέλει να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, νομίζοντας ότι και τον Θεό μπορεί να λατρεύει, αλλά και ο κόσμος να τον θεωρεί δικό του.
Χρειάζεται όμως προσοχή και διάκρισις.
Το θέμα της ομολογίας - και μάλιστα τις ορθές του προδιαγραφές - για να μην καταντά άκριτο και φαιδρό, για να μη φέρει πνευματική ζημία αντί καλού και ωφελείας, πρέπει να συνοδεύεται με διάκριση. Δεν είναι και τόσο απλό όσο ίσως εξ' αρχής φαίνεται. Είναι πολύπτυχο και απαιτεί όχι μόνο την αγνή διάθεση εκ μέρους του πιστού, αλλά και την στιβαρή χειραγωγία από έμπειρο ή έμπειρους πνευματικούς πατέρες.
Βεβαίως, τον Απόστολο Τιμόθεο τον κρατούσε γερά και τον διαπαιδαγωγούσε εν Χριστώ ο μέγιστος των Αποστόλων. Και αν ερευνήσουμε, θα διαπιστώσουμε πως πίσω ή καλύτερα δίπλα από τον κάθε ομολογητή ή μάρτυρα της αμωμήτου πίστεώς μας, βρίσκεται ένας αυθεντικός πνευματικός πατέρας που άνδρωσε και γύμνασε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, την ηρωίκή ύπαρξη. Διότι και στο σημείο αυτό, θα πρέπει να γνωρίζουμε, πως λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Είναι δε αδύνατον να φέρει κανείς ευλογημένα αποτελέσματα όταν ξεκινά μόνος ή το ακόμα χειρότερο, όταν την «αποτείχισή» του ή την αποκοπή του από το Σώμα της Εκκλησίας, την τοποθετεί στα ομολογιακά δήθεν επίπεδα και το σχίσμα θέλει να το δικαιολογήσει ως δήθεν Πατερική γραμμή και αυθεντική Ορθοδοξία. Το δε ακόμα χειρότερο είναι τούτο. Πως ενώ αργά ή γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς την πλάνη και την παρασπονδία του, «αισχύνεται» όμως και να την ομολογήσει. Και γιατί αυτό; Διότι τώρα φοβάται να αντιμετωπίσει τον συρφετό της ομάδας των «συναγωνιστών» που και αυτοί ίσως, από αυτόν τον ίδιον να οδηγήθηκαν στην κατ' άτομο ή και στην ομαδική «αποτείχιση» και αποκοπή.
Αλλ' επιβάλλεται στο σημείο αυτό να αγγίξουμε και μια παραπλήσια και κρυφή ή και φανερή πληγή. Το πόσες δηλ. ψυχές, κατά τα άλλα αγαθές και ειλικρινείς, διστάζουν ή και φοβούνται να ομολογήσουν την αλήθεια. Φοβούνται και δειλιάζουν, λόγω του ότι έχουν εγκλωβιστεί σε καθαρά ανθρώπινες καταστάσεις. Καθοδηγούνται δηλ. από πρόσωπα που έχουν ημιμάθεια σε θέματα ορθοδόξου βιωτής και Πατερικής παραδόσεως. Σε ομάδες με ρευστή δογματική συνείδηση. Αποτέλεσμα; Να αρνούνται όχι μόνο την αυθεντική ομολογία, αλλά και την πιο απλή έστω διαμαρτυρία σε θέματα που άπτονται την ουσία και αυτής της ζωής, όπως είναι για παράδειγμα ο λεγόμενος «εγκεφαλικός θάνατος», αλλά και τόσα άλλα για τα οποία θα έπρεπε να αποδείξουν ότι και ευαισθησία υπάρχει στους κόλπους τους, μα και ότι γνωρίζουν να ξεχωρίζουν την αυθεντική Αποστολική και πατερική φωνή, από τον ψευδοσυναισθηματισμό και τις νόθες Εκκλησιαστικές καταστάσεις.
Είθε, ο Κύριος Ιησούς να χαρίζει τον φωτισμό, την διάκριση και την ομολογία σε όλες τις εκφάνσεις της πίστεως και της ζωής μας.


Αμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...