Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

Κυριακή της Ορθοδοξίας(ομιλία του π.Δημ.Μπαθρέλλου)

 Η Εκκλησία μας εορτάζει σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Το γεγονός αυτό μάς κάνει όχι μόνο να χαιρόμαστε και να δοξάζουμε το Θεό, αλλά ενδεχομένως και να απορούμε. Για ποιο λόγο άραγε τοποθετείται μια τόσο μεγάλη και χαρμόσυνη εορτή κατά την πένθιμη και κατανυκτική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και μάλιστα τιμητικά κατά την πρώτη Κυριακή της; Δεν θα ήταν άραγε καλύτερα να εορταζόταν την ημέρα αυτή κάποιος μεγάλος ασκητής της Εκκλησίας μας, για να μας διδάσκει με τη βιοτή του ‘την τρίβον’ της ασκήσεως ‘την όντως ευθείαν’, και συγχρόνως να μας εμπνέει, αλλά και να μας ταπεινώνει, με τα ασκητικά του κατορθώματα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι προφανώς αρνητική. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι, αποφάσισαν διαφορετικά. Και τούτο διότι γνώριζαν ότι τα ανθρώπινα έργα της ασκήσεως και της αγάπης μάς ενώνουν με το Θεό εφόσον παραμένουν θεμελιωμένα στο αρραγές θεμέλιο της πίστεως και αμόλυντα από το μικρόβιο των αιρέσεων. Η πίστη αποτελεί το θεμέλιο της άσκησης και της αρετής. Και η αληθινή πίστη δεν μπορεί να είναι παρά ορθόδοξη πίστη.

   Τη σημασία της ορθής πίστης ως θεμέλιου λίθου της χριστιανικής και εκκλησιαστικής ύπαρξης και ζωής την τονίζει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός. Όταν ο Χριστός ρώτησε τους μαθητές του ‘τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι’, ο Πέτρος του απάντησε ‘συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος’. Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή με τα λόγια ‘μακάριος ει Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής’. Η Εκκλησία οικοδομείται πάνω στην πέτρα της πίστεως. Μια χριστιανική κοινότητα που δεν πιστεύει ορθά στο Θεό έχει νοθεύσει την ταυτότητα και την αποστολή της. Διδάσκει στους ανθρώπους μια πίστη που δεν παραπέμπει στον τριαδικό Θεό όπως αυτός είναι αλλά όπως εκείνη τον φαντάζεται. Και κάτι τέτοιο τραυματίζει καίρια τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό. 

   Είναι γνωστή μια ιστορία από το Γεροντικό, που μας διηγείται ότι κάποιοι μοναχοί για να δοκιμάσουν ένα ξακουστό Γέροντα άρχισαν να τον κατηγορούν για διάφορα πάθη και αμαρτήματα. Εκείνος δεχόταν αγόγγυστα και ταπεινά όλες τις κατηγορίες χωρίς να διαμαρτύρεται. Όταν όμως τον αποκάλεσαν αιρετικό, διαμαρτυρήθηκε έντονα ομολογώντας την oρθοδοξία του. Όταν στη συνέχεια οι μοναχοί τον ρώτησαν γιατί δεν αντέδρασε για όσα αμαρτήματα εσφαλμένα του απέδιδαν, διαμαρτυρήθηκε όμως όταν τον αποκάλεσαν αιρετικό, εκείνος απάντησε ότι εάν δεχόταν ότι είναι αιρετικός θα χωριζόταν από το Θεό.

   Υπάρχει μία ακόμη χαρακτηριστική ιστορία που φανερώνει τη μεγάλη σημασία της ορθής πίστης, και την οποία μας έχει παραδώσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αυτός ο μεγάλος υπερασπιστής της ορθοδοξίας των εικόνων. Κάποιος, λέει, ασκητής αντιμετώπιζε για μεγάλη χρονική περίοδο πολύ έντονους σαρκικούς πειρασμούς. Είχε στην καλύβη του μια εικόνα του Χριστού και της Θεοτόκου, μπροστά στην οποία προσευχόταν καθημερινά. Παρόλα αυτά ο πόλεμος του διαβόλου συνεχιζόταν τόσο έντονα ώστε να έχει καταστεί σχεδόν ανυπόφορος. Κάποια λοιπόν από τις ημέρες εκείνες, εμφανίστηκε στον ασκητή ο δαίμονας που τον πολεμούσε, και του πρότεινε να σταματήσει να τον πολεμά, αρκεί ο ασκητής να απομάκρυνε από το κελί του την εικόνα. Ο μοναχός προβληματίστηκε και, μαθημένος καθώς ήταν να επιζητεί πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία των Γερόντων, απευθύνθηκε σε κάποιον άγιο και έμπειρο συνασκητή του. Εκείνος τότε τον συμβούλευσε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να διαπράξει κάθε είδος σαρκικής αμαρτίας, παρά να απομακρύνει την εικόνα από το κελί του. Αυτό έδωσε κουράγιο και δύναμη στο μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του περιφρονώντας τον πόλεμο και τα τεχνάσματα του διαβόλου και παραμένοντας φυσικά σταθερός στην πίστη της Εκκλησίας.

   Η προάσπιση της ορθόδοξης πίστης είναι κάτι στο οποίο η Εκκλησία αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου της και του δυναμισμού της. Ήδη τον 4ο αιώνα, με το τέλος των διωγμών, εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη αίρεση, η αίρεση του Αρείου και των οπαδών του, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Εάν όμως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος, αλλά απλώς και μόνο ένα δημιούργημα του Θεού, τότε με την ενσάρκωσή του δεν θα ενωνόταν η ανθρώπινη φύση με τη θεία. Η απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο θα παρέμενε αγεφύρωτη. Εξάλλου, οι χριστιανοί που από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξης της Εκκλησίας λάτρευαν το Χριστό, έφεραν το όνομά του, και καλούνταν να μαρτυρήσουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον, δεν θα διέφεραν στην πραγματικότητα από τους ειδωλολάτρες. Επιπλέον, η αγιοπνευματική χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας θα έχανε το νόημά της, καθώς δεν θα αποτελούσε μετοχή στη ζωή και τη χάρη του Θεού. 

   Τον ίδιο αιώνα η Εκκλησία καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Απολλιναρίου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, διότι δήθεν ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη σκέψη οδηγούν αναπόφευκτα στην αμαρτία, και άρα δεν έχουν θέση στην ύπαρξη και τη ζωή του Θεανθρώπου. Η δεύτερη οικουμενική σύνοδος καταδικάζοντας την παραπάνω θεωρία τόνισε τη σημασία της λογικότητας του ανθρώπου ως δώρου του Θεού, ενός δώρου το οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ενανθρώπησή του προσέλαβε, θεράπευσε, και αγίασε. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας, όχι από το μυαλό μας. Οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν ‘νουν Χριστού’, ‘αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις υπακοήν Του’. Τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού δεν είναι αμαρτωλά όταν προέρχονται από ένα νου εξαγιασμένο. 

   Η επόμενη μεγάλη δογματική πρόκληση για την Εκκλησία ήρθε μετά από μισό περίπου αιώνα. Γύρω στα 430 μ.Χ. ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ισχυρίστηκε ότι στο Χριστό έχουμε όχι ένα αλλά δύο πρόσωπα, το Θεό Λόγο και τον άνθρωπο Ιησού, δύο πρόσωπα που ήταν ενωμένα μεταξύ τους με μια ‘σχετική’ ένωση, με ένα είδος δηλαδή λίγο-πολύ εξωτερικής και χαλαρής συνάφειας, που θεμελιωνόταν στην κοινή τιμή και αξία των δύο αυτών προσώπων. Ένας όμως τέτοιος διχασμός του Χριστού θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρωπο και ότι κατά συνέπεια ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε εν Χριστώ να ενωθεί με το Θεό. Η Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος, καταδικάζοντας την αίρεση του Νεστορίου, επανεπικύρωσε τη θεολογία του Μεγάλου Αθανασίου, σύμφωνα με την οποία ‘ο Θεός ενηνθρώπισεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν’, ο Θεός ενώθηκε πλήρως με τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, ώστε και ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει κατά χάριν θεός. 

   Είκοσι χρόνια αργότερα, το 451μ.Χ., συνήλθε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, με αφορμή τη διδασκαλία του Ευτυχή, ενός διάσημου μοναχού εκείνης της εποχής. Ο Ευτυχής ισχυριζόταν ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν ομοούσιο με το δικό μας, ο Χριστός δηλαδή δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, επειδή η ανθρώπινη φύση του είχε αλλοιωθεί ως αποτέλεσμα της ενώσεώς της με τη θεία φύση. Εάν όμως όντως είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε ότι η ένωση του ανθρώπου με το Θεό δεν συνεπάγεται την τελείωση αλλά την καταστροφή του ανθρώπου. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ευτυχή και τη διδασκαλία του και διακήρυξε ότι ο ένας Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό δεν χάνει τα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά αντιθέτως τα αγιάζει και τα μεταμορφώνει μέσα από την ανακαινιστική ενέργεια του Θεού. Το μόνο που έχει να χάσει ο άνθρωπος που ενώνεται με το Θεό είναι τα πάθη και οι αμαρτίες του. 

   Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος στα μέσα του 6ου αιώνα καταδίκασε, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία του Ωριγένη, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι δαίμονες, τελικά θα σωθούν. Η διδασκαλία αυτή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε στην Εκκλησία μας μόλις πριν από δύο Κυριακές, πλήττει καίρια τη ζωή και τη σωτηρία των ανθρώπων. Σχετικοποιεί τη διαφορά του καλού από το κακό, εφόσον και τα δύο οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Επιπλέον χρησιμεύει ως εύκολη και φτηνή δικαιολογία για την επιτέλεση του κακού, εφόσον, ούτως ή άλλως, η σωτηρία του ανθρώπου είναι εξασφαλισμένη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, τη μνήμη του οποίου θα γιορτάσουμε μετά από τρεις Κυριακές, προειδοποιεί τους αναγνώστες του με τα παρακάτω λόγια: ‘πρόσχωμεν πάντες, επί πλείον δε οι πεπτωκότες, μη νοσήσαι εν καρδία την Ωριγένους του αθέου νόσον˙ την γαρ του Θεού φιλανθρωπίαν προβαλλομένη η μιαρά, ευπαράδεκτος τοις φιληδόνοις γίνεται’. ‘Ας προσέξουμε όλοι, ιδίως όσοι έχουμε διαπράξει μεγάλα αμαρτήματα, να μην νοσήσει η καρδιά μας με τη νόσο του άθεου Ωριγένη˙ διότι η μιαρή αυτή αρρώστια, υπερτονίζοντας τη φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται εύκολα παραδεκτή από τους φιλήδονους’.

   Η έκτη οικουμενική σύνοδος συνήλθε για να καταδικάσει μία ακόμη αίρεση, εκείνη του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή ισχυριζόταν ότι ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινη θέληση, διότι αυτή είχε κατακυριευτεί από τη θεία θέληση. Η Σύνοδος, βασισμένη στη θεολογία ενός απλού μοναχού αλλά συνάμα και μέγιστου ονόματι και πράγματι θεολόγου, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, επανέλαβε ότι ο Χριστός είχε όχι μόνο θεία αλλά και ανθρώπινη θέληση, η οποία όμως δεν αντιμαχόταν τη θεία θέληση, αλλά υποτασσόταν ελεύθερα σ’ αυτήν. Ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, ήθελε ελεύθερα αυτό που ήθελε ο Θεός. Αυτό σημαίνει για μας ότι ο Θεός δεν καταστρέφει αλλά τελειοποιεί και εξαγιάζει την ελευθερία των ανθρώπων μέσα από μια υγιή διαδικασία ελεύθερης κατά Θεόν υπακοής. 

   Τέλος, η έβδομη οικουμενική σύνοδος υπερασπίστηκε την προσκύνηση των εικόνων. Εφόσον ο Χριστός είναι τέλειος άνθρωπος, είναι περιγραπτός και εικονιστός κατά το ανθρώπινον, η δε τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα, ‘επί το πρωτότυπον διαβαίνει’ σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου. 

   Ήδη από τις προηγηθείσες αναφορές γίνεται σαφής μια βασική διάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Η Ορθοδοξία δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι απλώς και μόνο μια θεωρητική γνώση της αλήθειας για το Θεό. Η Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ ένα είδος ‘φιλοφοφικής σχολής’, και η μαθητεία στις αλήθειες της δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξερής, έστω και ορθής, θρησκευτικής γνώσης. Η λέξη ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα. Η λέξη όμως δόξα σημαίνει τόσο το δόγμα, δηλαδή την πίστη, όσο και τη λατρεία, τη δοξολογία δηλαδή του Θεού. Ορθόδοξος είναι αυτός που πιστεύει, δηλαδή λατρεύει, ορθά το Θεό, ή αντίστροφα, αυτός που λατρεύει, δηλαδή πιστεύει, ορθά το Θεό. Ήδη τον τρίτο αιώνα ο Άγιος Ειρηναίος τόνιζε ότι ‘ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην’˙ η γνώμη, δηλαδή η πίστη, και η ευχαριστία συνδέονται άρρηκτα. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, ένας διακεκριμένος μοναχός θα γράψει ότι ‘ει θεολόγος ει, προσεύξει αληθώς, ει δε προσεύχει αληθώς, θεολόγος εί’. Εάν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και εάν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος’. 

   Τη στενή σύνδεση της πίστης με τη λατρεία την κατανοούμε εάν φέρουμε για μια στιγμή στο μυαλό μας το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας θα αποτελούσε χονδροειδή ειδωλολατρική πράξη χωρίς την πίστη στη θεότητα του Χριστού που διακήρυξε η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε εάν γινόταν δεκτή η διδασκαλία του Νεστορίου, που απέκοπτε την ανθρωπότητα του Χριστού από τη θεότητά του. Στην περίπτωση αυτή θα κοινωνούσαμε το σώμα και το αίμα ενός ανθρώπου ενωμένου απλώς και μόνο κατά χάριν, θέλησιν, και ευδοκίαν με το Θεό, και όχι το σώμα και του αίμα του ίδιου του σαρκωμένου Θεού. Τέλος, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας θα έχανε το νόημά του εάν ίσχυε αυτό που ισχυρίζονταν ορισμένοι εικονομάχοι, ότι δηλαδή ο καθαγιασμένος άρτος και οίνος αποτελούν απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού – στην πραγματικότητα εδώ δεν έχουμε απλώς και μόνο εικόνα του Χριστού αλλά τον ίδιο το Χριστό, το ίδιο το σώμα του και το ίδιο αίμα του. Αυτή η βαθιά σύνδεση της πίστης με τη λατρεία αναδεικνύεται και από τη σημερινή εορτή. Διότι δεν είναι φυσικά τυχαίο που η Κυριακή της Ορθοδοξίας συνδέεται με την αναστήλωση των εικόνων, ενός δηλαδή σημαντικού λειτουργικού αντικειμένου.

   Η σημερινή όμως εορτή της Ορθοδοξίας συνδέεται και με μερικά ακόμη στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εν πάση δυνατή συντομία. Πρώτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την πίστη στο Θεό όχι μόνο ως υπόθεση του νου αλλά και ως βίωμα της καρδιάς. Το πρώτο είναι πολύ λίγο χωρίς το δεύτερο. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Χριστός κατέκρινε τους Ιουδαίους συμπυκνώνεται στα προφητικά λόγια του Ησαϊα, τα οποία ο Χριστός επαναλαμβάνει: ‘ο λαός ούτος τοις χείλεσιν αυτών με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού’. Ο Χριστός ζητά να έχει την πρώτη θέση όχι μόνο στο μυαλό μας ή το λόγο μας, αλλά και στην καρδιά μας. Ο Θεός απευθύνει σε όλους μας την έκκληση που διαβάζουμε στις Παροιμίες: ‘υιέ, δος μοι σην καρδίαν’.

   Δεύτερον, η σημερινή εορτή μας θυμίζει ότι η πίστη συνδέεται με τα έργα. Όπως μας γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ‘η πίστις άνευ των έργων νεκρά εστι’. Ο Χριστός, άλλωστε, στο Ευαγγέλιο μας τονίζει ότι ‘ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την βασιλεία του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς’. Σήμερα τιμήσαμε και τιμούμε τους μεγάλους ομολογητές της πίστης: τους αυτοκράτορες που την υπερασπίστηκαν και που συχνά αντήλλαξαν τη βασιλική πορφύρα με το ταπεινό ένδυμα του μοναχικού σχήματος. Τους ποιμένες της Εκκλησίας, αρχιερείς και ιερείς, που ορθοτόμησαν το λόγο της αληθείας και υπέστησαν τις συνέπειες. Τους μοναχούς και τους λαϊκούς που αγωνίστηκαν για το μεγάλο δώρο της ορθοδοξίας θυσιάζοντας πολλές φορές ακόμη και τη ζωή τους. Τα υποδείγματα των ομολογητών και των αγίων μάς θυμίζουν ότι το να χρησιμοποιείται το καύχημα της ορθοδοξίας ως άλλοθι για την έλλειψη ορθοπραξίας αποτελεί τεράστιο λάθος. 

   Τρίτον, η σημερινή εορτή συνδέεται με την ενότητα της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στην ενότητα της πίστεως, την οποία σε κάθε θεία λειτουργία ζητάμε από το Θεό. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας, δεν είναι πια σε θέση να ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας. Η λέξη ομολογία συνδέεται με το ρήμα ομολογώ, που σημαίνει ‘ομού’ λέγω, το να λέγω δηλαδή το ίδιο πράγμα μαζί με τους άλλους, μαζί, δηλαδή, με την Εκκλησία. Όποιος εγκαταλείπει την Εκκλησία, εγκαταλείπει και τη δυνατότητα να ‘ομολογεί’ την πίστη της. Όποιος τραυματίζει την ενότητα της Εκκλησίας διαπράττει σχεδόν εξίσου σοβαρό αμάρτημα με εκείνον που τραυματίζει την αυθεντικότητα της πίστεως στην οποία αυτή η ενότης θεμελιώνεται.

   Τα παραπάνω συνδέονται με ένα τέταρτο στοιχείο, με το ότι δηλαδή η ορθοδοξία, ήτοι η αλήθεια, δεν είναι μία ιδέα αλλά ένα πρόσωπο. ‘Εγώ ειμι η οδός, και η αλήθεια, και η ζωή’, διακήρυξε ο Χριστός. Όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππος κάλεσε το Ναθαναήλ, δεν επικαλέστηκε μια θεωρία, αλλά τον προσκάλεσε να δει ένα πρόσωπο: ‘έρχου’, του είπε, ‘και είδε’. Η αλήθεια ταυτίζεται με το Χριστό, και οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στο Χριστό, όχι απλώς και μόνο σε μία, έστω και ορθή, θρησκευτική θεωρία. Για να το θέσουμε ακριβέστερα, οι χριστιανοί καλούν τους ανθρώπους στον όλο Χριστό και ο όλος Χριστός, σώμα και κεφαλή, συμπεριλαμβάνει, όπως έγραψε ο Άγιος Αυγουστίνος και επανέλαβε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, την Εκκλησία, ‘το πλήρωμα’, κατά τον Απόστολο Παύλο, ‘του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου’. 

   Η κλήση όμως του Φίλιππου προς το Ναθαναήλ μας θυμίζει το πέμπτο και τελευταίο στοιχείο με το οποία συνδέεται η σημερινή εορτή, και αυτό δεν είναι άλλο από την ιεραποστολή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η σημερινή ημέρα έχει οριστεί από την Εκκλησία της Ελλάδος ως η αφετηρία της εβδομάδος που είναι αφιερωμένη στην εξωτερική ιεραποστολή. Ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, είναι και ο πρώτος και μεγάλος ιεραπόστολος. Στους ύμνους που ψάλλαμε σήμερα το πρωί και στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάσαμε εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στο Χριστό για το μεγάλο δώρο της ορθόδοξης πίστης που κληρονομήσαμε. Το δώρο όμως αυτό δημιουργεί ευθύνες. Όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, οι Ιουδαίοι, λίγο μετά την Πεντηκοστή, συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη με αφορμή το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου από τον Απόστολο Πέτρο. Όταν μετά από λίγο τους άφησαν ελεύθερους, τους απείλησαν να μην μιλούν καθόλου για τον Ιησού. Η απάντηση των Αποστόλων σ’ αυτή την απειλή ήταν η εξής: ‘εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε’. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για μας. Η Εκκλησία δεν ήταν ποτέ μια εσωστρεφής και αυτοαπασχολούμενη κοινότητα. Την συνείχε πάντοτε το χρέος να μεταδώσει το ευαγγέλιο του Χριστού στους εγγύς και τους μακράν, με το λόγο της και τη ζωή της. Το χρέος της ιεραποστολής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης πίστης. ‘Ουδέν ψυχρότερον χριστιανού ετέρους μη σώζοντος’ γράφει ο Χρυσόστομος. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος συνέγραψε πριν από δεκαετίες ένα σχετικό κείμενο με τον ενδεχομένως προκλητικό αλλά στην πραγματικότητα πολύ εύστοχο τίτλο ‘αδιαφορία για την ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας’. 

Σεβασμιώτατε,

   Το μεγάλο έργο της διαφύλαξης και της μαρτυρίας της Ορθόδοξης πίστης η Εκκλησία μας το έχει αναθέσει στους κληρικούς και μάλιστα στον επίσκοπο. Ο επίσκοπος κατά τη χειροτονία του ομολογεί την ορθόδοξη πίστη, χειροτονείται δε ακριβώς προ της αναγνώσεως των βιβλικών αναγνωσμάτων της λειτουργίας για να τονιστεί με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του να ορθοτομεί το λόγο της αληθείας κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Το κήρυγμα όμως αυτό είχε, έχει, και θα έχει πάντοτε ανταγωνιστές και αντιπάλους. Ποιοι είναι άραγε σήμερα οι κίνδυνοι που απειλούν την ορθόδοξη πίστη;

   Στις μέρες μας ζούμε την τραγωδία της διηρημένης χριστιανοσύνης. Οι προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της εκκοσμίκευσης, και της αθεϊας σημαδεύουν την καθημερινότητά μας. Η ειδωλοποίηση της δύναμης και του πλούτου απειλούν να μας παραλύσουν. Νέα Ευαγγέλια, από το χώρο της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, των κοινωνικών επιστημών, της πολιτικής θεωρίας, και της τέχνης προσπαθούν να εκτοπίσουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων και να τοποθετήσουν την Εκκλησία στο περιθώριο. Τα ψεύδη, επαναλαμβανόμενα από χιλιάδες στόματα, εμφανίζονται, σχεδόν αυτονόητα, ως αλήθειες. Την ίδια στιγμή, η αλήθεια πολλές φορές σιωπά, ελλείψει μαρτύρων ικανών και πρόθυμων να την υπερασπιστούν και να την ομολογήσουν. Η ευθύνη της μαρτυρίας της πίστεως είναι σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ποτέ. 
  
   Η μαρτυρία όμως αυτή θα πρέπει να δίνεται στην εποχή μας μετά λόγου γνώσεως. Η εποχή των αυτονοήτων και της συνθηματολογίας, η εποχή των εύκολων λύσεων κατά την οποία αρκούσε απλώς και μόνο η επίκληση της αυθεντίας και της παράδοσης, έχει παρέλθει. Η μαρτυρία της πίστεως σήμερα δεν έχει συνήθως ανάγκη από θορύβους και συγκρούσεις, υψηλούς τόνους, αμυντισμό, και φανατισμούς. Πολλές φορές η μαρτυρία της πίστεως είναι πολύ αποτελεσματικότερη όταν εκφράζεται με την ήρεμη και ειρηνική αυτοπεποίθηση όσων πραγματικά πιστεύουν ότι ο λόγος του Ευαγγελίου είναι ο μόνος λόγος που αξίζει να ακούγεται. 
  
   Η μαρτυρία αυτού του λόγου δεν είναι πάντοτε υπόθεση απλή. Προϋποθέτει, ιδίως εκ μέρους των ποιμένων της Εκκλησίας, επίπονη και μακρά μαθητεία στις πηγές της πίστης, αλλά και γνώση των αντίζηλων ‘ευαγγέλιων’ που την παρερμηνεύουν ή την αρνούνται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η αντίκρουσή τους. Προϋποθέτει τέλος την αναθέρμανση της πνευματικής και εκκκλησιαστικής μας ζωής, αλλά και της αγάπης μας προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό η Ορθοδοξία δεν θα αποτελεί απλώς και μόνο καύχημα και μουσειακό θησαυρό του παρελθόντος, αλλά και πηγή ζωής για τους εγγύς και τους μακράν, για το σήμερα και το αύριο.
π.Δημήτριος Μπαθρέλλος

Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τα κριτήρια της αληθινής ομολογίας πίστεως του Καθ.Μιλτιάδη Κωνσταντίνου



Η καθιέρωση της πρώτης Κυριακή της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως ημέρας της Ορθοδοξίας ανάγεται στα μέσα του θ΄ μ.Χ. αιώνα. Συγκεκριμένα, ήταν 11 Μαρτίου του 843 μ.Χ., όταν σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έθετε τέρμα σε μια έριδα που συγκλόνισε για περισσότερο από έναν αιώνα την Εκκλησία· την έριδα που έμεινε γνωστή στην Ιστορία με το όνομα “Εικονομαχία”. Η επόμενη, μετά τη σύνοδο, Κυριακή ήταν η πρώτη της περιόδου των νηστειών, και ο λαός επανέφερε σε πομπή τις εικόνες στις εκκλησίες. Με αφορμή το γεγονός αυτό η Εκκλησία θυμάται όλους τους αγώνες και τις θυσίες που απαιτήθηκαν, για να διαμορφωθεί και να εδραιωθεί αυτό που σήμερα δηλώνεται με τον όρο “Ορθοδοξία”. Αγώνες μακροχρόνιοι, που ξεκινούν, όπως αναφέρει το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας (Εβρ 11:24-26,32-40), από τα βάθη των αιώνων, με τους ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης, και θυσίες που κόστισαν πόνο, δάκρυα, αλλά και ποταμούς αίματος, καθώς η αντιπαράθεση ήταν ολομέτωπη και απέναντι σε δυνάμεις πανίσχυρες. Η σύμπτωση όμως της γιορτής με την περίοδο της νηστείας προσδίδει σ’ αυτήν και ένα άλλο νόημα και χαρακτήρα, εκτός από τον πανηγυρικό. Δεν είναι μέρα μόνο για πανηγυρισμούς αλλά και για περισυλλογή και αυτοκριτική. Η Εκκλησία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά πως ό,τι με τόσους αγώνες και θυσίες κερδήθηκε μπορεί πολύ εύκολα να χαθεί και για τον λόγο αυτό απαιτεί ανάλογους αγώνες και θυσίες, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό.
Η αναφορά όμως του αποστολικού αναγνώσματος σε ανθρώπους που «δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις, λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, σφαγιάστηκαν, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, υπέμειναν στερήσεις, καταπιέσεις, κακουχίες ... πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης» (Εβρ 11:36-38), ηχεί κάπως παράξενα στα αφτιά του σύγχρονου πιστού, καθώς σήμερα ούτε η Ορθοδοξία φαίνεται να απειλείται ούτε επιτακτική προβάλλει η ανάγκη μιας ημέρας αφιερωμένης στην Ορθοδοξία, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τόσος λόγος γίνεται καθημερινά για τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και η θρησκευτική ελευθερία εμφανίζεται πλήρως εξασφαλισμένη. Έτσι, δικαίως θα μπορούσε να προκύψει το ερώτημα, αν κείμενα γραμμένα αιώνες πριν από τη σύγχρονη εποχή μπορούν να προσφέρουν κάποια λύση σε προβλήματα σημερινά και να εμπνεύσουν αγωνιστική διάθεση απέναντι σε κινδύνους, που, έτσι κι αλλιώς, δύσκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει.
Με αφορμή το παραπάνω κείμενο από την Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή, θα μπορούσε να επιχειρήσει κανείς μια απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, ανατρέχοντας σε ένα κείμενο που προέρχεται από το ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον με αυτό στο οποίο αναφέρεται ο απόστολος.
Στον τελευταίο λόγο του προς τους Ισραηλίτες ο Ιησούς του Ναυή, ο διάδοχος του Μωυσή, καταλήγει με την εξής συμβουλή:
«Τώρα, λοιπόν, να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύ¬ετε με ειλικρίνεια και πιστότητα. Απομακρύνετε τους ξένους θεούς που λάτρευαν οι πρόγονοί σας στα ανατολικά του Ευφράτη και στην Αίγυπτο και λατρέψτε τον Κύριο. Αν όμως δεν σας αρέσει να λατρεύετε τον Κύριο, πρέπει σή¬μερα να διαλέξετε ποιον θέλετε να λατρεύετε• είτε τους θε¬ούς των προγόνων σας της ανατολικά του Ευφράτη περιο¬χής είτε τους θεούς των Αμορραίων στη χώρα των οποίων κατοικείτε. Εγώ πάντως και η οικογένειά μου θα λατρεύ¬ουμε τον Κύριο, γιατί είναι άγιος» (Ιησ 24:14-15).
Ο Ιησούς του Ναυή θέτει τον λαό μπροστά σε ένα δίλημμα, καλώντας τον να πάρει μια απόφαση ζωής. Ο λαός ανταποκρίνεται διατυπώνοντας μια ομολογία πίστεως:
Τότε αποκρίθηκε ο λαός και είπε: «Να μη συμβεί σε μας το να εγκαταλείψουμε τον Κύριο για να λατρέψουμε άλλους θεούς. Ο Κύριος ο Θεός μας αυτός είναι Θεός• αυτός ανέβασε εμάς και τους προγόνους μας από την Αίγυπτο και μας προστάτεψε καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας που ακολουθήσαμε και από όλους τους λαούς ανάμεσα από τους οποίους περάσαμε. Ο Κύριος έδιωξε από μπροστά μας τους Αμορραίους και όλους τους λαούς που κατοικούσαν σ’ αυτήν τη χώρα• γι’ αυτό, λοιπόν, και εμείς τον Κύριο θα λατρεύουμε, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας» (Ιησ 24:16-18).
Από το ερώτημα του Ιησού του Ναυή και την απάντηση του λαού προκύπτουν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής ομολογίας πίστεως, όπως την κατανοούν οι βιβλικοί συγγραφείς, αλλά και κάποια ερωτήματα για την ποιότητα της πίστης των σύγχρονων ορθόδοξων χριστιανών:
1. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι μια γενική και αφηρημένη διατύπωση κάποιων πεποιθήσεων, αλλά συνιστά συγκεκριμένη απάντηση σε συγκεκριμένο ερώτημα. Ο Ιησούς του Ναυή ρώτησε τον λαό σε ποιον θεό θέλει να πιστεύει και ο λαός απάντησε.
Το ερώτημα που προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει στον Θεό.
2. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να σημαίνει συναισθηματική ή εκ παραδόσεως ένταξη σε κάποια θρησκευτική κοινότητα, αλλά προϋποθέτει ελεύθερη και προπάντων συνειδητή επιλογή.
Το ερώτημα που και πάλι προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους είναι ορθόδοξος.
3. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι μια κατάφαση σε μια θεωρητική διδασκαλία περί Θεού, αλλά προϋποθέτει εμπειρία των ενεργειών του Θεού και συνεπάγεται συγκεκριμένη στάση ζωής. Κατά συνέπεια, η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από τη ζωή.
Το νέο ερώτημα που προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του τις εμπειρίες που τον οδήγησαν στην επιλογή να γίνει ορθόδοξος και τι σημαίνει αυτό για την καθημερινή του ζωή.
Αν από τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προκύψει
•ότι θεωρεί κανείς την Εκκλησία σαν έναν θεσμό ξένο προς αυτόν,
•ότι έχει συνδέσει την Εκκλησία με μια τυπική υποχρέωση της Κυριακής ή με έναν χώρο κοσμικών εκδηλώσεων σε βαφτίσια, γάμους και κηδείες,
αν προκύψει
•ότι μπαίνει κανείς στις εκκλησίες ως άτομο, ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας με τα ατομικά του προβλήματα και με τις ατομικές του επιδιώξεις, και βγαίνει από αυτές ίδιος κι απαράλλακτος,
•ότι δεν έμαθε ποτέ να ζει και να λειτουργεί ως μέλος μιας κοινότητας,
τότε η Ορθοδοξία πράγματι κινδυνεύει και κινδυνεύει από ένα θηρίο πολύ πιο φοβερό από εκείνα που αντιμετώπισαν οι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες· κινδυνεύει από τον ατομισμό του κάθε ορθόδοξου χριστιανού. Και μπορεί το θηρίο αυτό να μην αφαιρεί ζωές, νεκρώνει όμως τους ανθρώπους ως πρόσωπα και τους ισοπεδώνει, καθώς τους καθιστά απαθείς απέναντι σε ο,τιδήποτε δεν εμπίπτει στις ατομικές τους επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Αλλά απάθεια, αδιαφορία για τα κοινά και ατομισμός ισοδυναμούν με εκχώρηση της ορθοδοξίας στους επαγγελματίες του χώρου. Αυτός όμως είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς δεν προέρχεται απ’ έξω αλλά από μέσα, από την έλλειψη μαρτυρίας ζωής.
Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί θαυμάσια αφορμή για μια συνολική επανεξέταση της ορθοδοξίας του κάθε ορθοδόξου και της σχέσης του με αυτήν. 

Ο Ακάθιστος Ύμνος. Οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου

Ο Ακάθιστος 'Υμνος αποτελείται από 24 «οίκους» και έχει σαν ακροστιχίδα ένα από τα γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου.
Επίσης έχει δυο «εφύμνια».
Οι «οίκοι» με περιττούς αριθμούς (1, 3, 5 κ.λ.π) είναι μεγαλύτεροι, αναφέρονται στο πρόσωπο της Θεοτόκου και τελειώνουν με το «χαίρε Νύμφη ανύμφευτε».
Οι «οίκοι» με άρτιους, ζυγούς αριθμούς (2, 4, 6 κλπ) είναι σύντομοι, αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού (εκτός από τον τελευταίο που αναφέρεται στο πρόσωπο τηςΘεοτόκου) και τελειώνουν με την λέξη «Αλληλούια».

Το αρχικό «προοίμιο», που είναι «το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει» και που εξυμνεί τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αντικαταστάθηκε από το 626μ.Χ. από το « Τη Υπερμάχω Στρατηγώ...» σαν ευχαριστία για τη σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως από την πολιορκία των Αβάρων.

Όπως είναι γνωστό, ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Περσών για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα του Τιμίου Σταυρού, Οι Άβαροι πολιόρκησαν την βασιλεύουσα από ξηρά και θάλασσα.
Οι λιγοστοί μαχητές στήριξαν τις ελπίδες τους στην «Υπέρμαχο Στρατηγό» τη Θεοτόκο.
Ξαφνικός ανεμοστρόβιλος καταστρέφει τα πλοία των Αβάρων τη νύκτα στις 7 Αυγούστου του 626μΧ., με αποτέλεσμα να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν.

Η βασιλεύουσα σώθηκε. Ο λαός πανηγυρίζοντας για τη σωτηρία, την οποία απέδωσε στην προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μαζεύτηκε στον ιερό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και ακάθιστος έψαλλε αυτό τον ύμνο και μαζί με «τα νικητήρια ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια».


Από τότε ο λαός του Θεού καταφεύγει στη Θεοτόκο είτε για να ζητήσει βοήθεια και προστασία, είτε για να την ευχαριστήσει.
Με τον τρόπο αυτό δυναμώνει την πίστη των χριστιανών στις διάφορες δοκιμασίες και τους ενθαρρύνει να βρίσκουν α' αυτήν «κράτος απροσμάχητον».

Iamatikos.gr

προοίμιο.
Το προσταχθέν μυστικώς λαβών έν γνώσει,
εν τή σκηνή του Ιωσήφ σπουδή επέστη,
ο ασώματος λέγων τή Απειρογάμω.
Ο κλίνας τή καταβάσει τους ουρανούς,
χωρείται αναλλοιώτως όλος εν σοι·
ον καί βλέπων εν μήτρα σου,
λαβόντα δούλου μορφήν,
εξίσταμαι κραυγάζειν σοι·
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε. 

ΣΤΑΣΙΣ Α'
γγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε (γ')
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα· 

Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Βλέπουσα ἡ Ἁγία, ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; κράζων·
Ἀλληλούϊα.


Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι, ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
Ἐκ λαγόνων ἀγνῶν, Υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν, λέξον μοι;.
Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀρρήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούϊα.


χουσα θεοδόχον, ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ·
τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε!
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα,
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν, οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις· χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη,
πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθῶν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἔφη·
Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Β'


κουσαν οἱ ποιμένες τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν τῇ γατρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῆ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ ᾍδης· χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Θεοδρόμον ἀστέρα θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ,
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν Αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούϊα.


δον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσί τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρί τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν
τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένη·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάτουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα·
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμὸν καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούϊα.


Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης, Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν·
οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν· χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφή τοῦ μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ' ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τήν ἄρρητον σοφίαν, κράζων·
Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Γ'


Νέαν ἔδειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ὑμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην, ὥσπερ ἦν, ἄφθορον·
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες, ὑμνήσωμεν αὐτήν, βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα· χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις· χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας· χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος,
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς Αὐτῷ βοῶντας·
Ἀλληλούϊα.


λος ἦν ἐν τοῖς κάτω, καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε·
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα· χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα· χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπί τῶν Χερουβείμ· χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπί τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ ταναντία εἰς ταυτὸ ἀγαγοῦσα· χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνύσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις· χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη Παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλείς τῆς Χριστοῦ βασιλείας· χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων κατεπλάγη τὸ μέγα τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν, ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον·
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούϊα.


Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πὼς καὶ Παρθένος μένεις καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ Μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον· χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοῖ συζητηταὶ· χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα· χαῖρε, τῶν ἀλιέων τὰς σαγῆνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα· χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμήν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας, ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούϊα.
ΣΤΑΣΙΣ Δ'


Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων·
ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, κατεσκεύασέ σε Ποιητὴς Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ σου, καὶ πάντας σοὶ προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως· χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληθέντας αἰσχρῶς· χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συλληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα· χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστὰς ἀσπόρου νυμφεύσεως· χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων· χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


μνος ἅπας, ἡττᾶται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδάς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν, τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούϊα.


Φωτοδόχον λαμπάδα, τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν, ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄϋλον ἅπτουσα φῶς, ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἠλίου· χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα· χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν· χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρητον, ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον· χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ῥύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν· χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας· χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Χάριν δοῦναι θελήσας, ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι' ἑαυτοῦ, πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούϊα.


Ψάλλοντές σου τὸν τόκον, ἀνυμνοῦμέν σε πάντες, ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε·
ἐν τῇ σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρί, ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξεν βοᾶν σοι; πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου· χαῖρε, Ἁγία Ἁγίων μείζων,
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε,
Χαῖρε, τίμιον διάδημα, βασιλέων εὐσεβῶν· χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον, ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος· χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.


Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων Ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον (γ')·
δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥύσαι συμφορὰς ἅπαντας·
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούϊα.


γγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
Αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλʼ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
Ίνα κράζω σοι. χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

πηγή

Χαῖρε, ὀσμή τῆς Χριστοῦ εὐωδίας




Κάθε Παρασκευή, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πλήθη πιστῶν κατακλύζουν τοὺς ἱεροὺς ναοὺς γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ ψάλουν τὸ «χαῖρε» πρὸς τὸ «εὔοσμον θυμίαμα», τὸ «μύρον τὸ πολύτιμον», τὴν Κυρία Θεοτόκο. Πλημμυρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι ναοὶ ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία ποὺ ἀναδίδει ἡ πάναγνος μορφὴ τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνωδὸ ἀναφωνοῦν: «Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας»! Χαῖρε ἐσύ, Θεοτόκε, ποὺ ἀναδίδεις τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Εὐωδία Χριστοῦ! Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαίσιο, τὸ ὑπερουράνιο ἄρωμα τὸ ὁποῖο ἀναδίδει ἡ Παρθένος Μαρία. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος ἀπέπνεε ἔντονη τὴ δυσοσμία τῆς ἁμαρτίας· μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτικὴ ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις τῆς ἠθικῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς θρησκευτικῆς πλάνης, ἡ Παναγία ἔγινε «τῆς εὐωδίας τὸ σεπτὸν σκήνωμα», τὸ δοχεῖον τῆς Χάριτος τὸ ὁποῖο γέμισε ἀπὸ τὸ ἀκένωτο μύρο τῆς θεότητος. Τί ἦταν ὅμως αὐτὸ ποὺ κατέστησε τὴν Παρθένο Μαρία δοχεῖο κατάλληλο ποὺ ἔφερε τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο;

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς της. Ἡ Παναγία Παρθένος σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ ὑπῆρξε ἄσπιλη κι ἀμόλυντη. Ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας διατηροῦσε καθαρὴ καὶ ἁγνὴ τὴν ψυχή της. Δὲν ἄφησε τὸ ρυπαρὸ καὶ ἄθλιο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἐπὶ ἔτη, νὰ μολύνει στὸ παραμικρὸ τὴν ἠθικὴ καθαρότητά της. Ἀντιστάθηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ παρέμεινε ἄτρωτη κι ἀνεπηρέαστη.

Ἦταν ἡ Παναγία ἕνα ὁλόλευκο κρίνο ἁγνότητος. Τὸ μοναδικὸ λουλούδι ποὺ εἶχε νὰ προσφέρει ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ τὸ ἐπισκιάσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ δεχθεῖ τὸ οὐράνιο Μύρο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. «Οὐκ εἶχε», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἡ κατ’ ἐκείνην γενεὰ τῶν ἀνθρώπων ὁμότιμον τῆς καθαρότητος τῆς Μαρίας, ὥστε ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος ὑποδέξασθαι» (PG 31, 1464BC). Δὲν εἶχε ἐκείνη ἡ γενεὰ τῶν ἀνθρώπων κανέναν ἰσάξιο μὲ τὴν καθαρότητα τῆς Μαρίας γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου τὴν κατέστησε δοχεῖο κατάλληλο νὰ φιλοξενήσει τὸ ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα ἐ ξαίσιον ἄρωμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς της ἡ Παρθένος Μαρία φρόντιζε νὰ καλλιεργεῖ καὶ τὶς μοναδικὲς σὲ κάλλος θεῖες ἀρετές. Πῶς νὰ μὴ θαυμάσει κανεὶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοὴ τῆς πανάγνου Κόρης, ὅταν εἶπε τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 38); Πῶς νὰ μὴν ἐγκωμιάσει τὴν εὐλάβεια, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸ Θεὸ αὐτῆς ποὺ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ζοῦσε στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου;

Πῶς νὰ μὴν ἐπαινέσει τὴν πίστη της στὰ παράδοξα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ; Καὶ πάλι πόσα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφέρει γιὰ τὴ σύνεση, τὴ σεμνότητά της...

Καθὼς μελετοῦμε τὴ ζωὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μᾶς ἀποκαλύπτεται ἕνας ἀπέραντος κόσμος ἀρετῆς· γι’ αὐτὸ οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι τὴν ἀποκαλοῦν «κῆπον τῶν χαρίτων» καὶ «παράδεισον», μέσα στὸν ὁποῖο ἄνθισαν ὅλης τῆς ἀρετῆς τὰ πολύχρωμα καὶ μυρωδάτα λουλούδια.

Μονὴ αὐτὴ λοιπὸν ἡ Παρθένος Μαρία μπόρεσε ν’ ἀνθίσει καὶ νὰ σκορπίσει στὸν κόσμο, ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν πνιγερὴ ἀτμόσφαιρα τῆς κακίας, τὸ ἄρωμα τῆς πλέον εὐωδιαστῆς καὶ οὐράνιας ἀρετῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ πανάγαθος Θεὸς αὐτὴν διάλεξε γιὰ νὰ τὴν κάνει Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου του. Καὶ τότε πλέον ἡ Παναγία πλημμύρισε ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ θεία κένωση ὅλο τὸ ἀκένωτο Μύρο γέμισε τὴν ὕπαρξη τῆς Παρθένου Μαρίας. Τὸ «καθαρώτατον δοχεῖον» ποὺ εὐωδίαζε ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή της, τώρα συγκρατεῖ ἀπερινοήτως στὰ τοιχώματά του τὴν πηγὴ τῆς εὐωδίας, αὐτὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀνέδειξε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς τὸ πλέον «πολύτιμον μύρον», «ὀσμὴν τῆς Χριστοῦ εὐωδίας». Ἀπὸ τότε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία, σκορπίζει αὐτὴ τὴ θεϊκὴ εὐωδία, ὡς ὀσμὴ μύρου μοναδική, καὶ ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους κοντὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία.

«Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας»! Αὐτὴ τὴν ὀσμὴ τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ ὀσφραινόμαστε κι ἀπολαμβάνουμε κι ἐμεῖς κοντὰ στὴν Παναγία μας, κοντὰ στοὺς ἁγίους, κοντὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ! Μιὰ εὐωδία πνευματικὴ ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ τὴν νιώθουμε καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας, ὅταν προσκυνοῦμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες ποὺ μυροβλύζουν καὶ τὰ χαριτόβρυτα ἅγια Λείψανα ποὺ εὐωδιάζουν... Αὐτὴ τὴν ὀσμὴ τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἀναδίδει καὶ ἡ δική μας ζωή, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν» (Β΄ Κορ. β΄ 15). Ἀρκεῖ νὰ φροντίζουμε, ὥστε τὴν ψυχή μας νὰ τὴ διατηροῦμε καθαρὴ ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτίες καὶ νὰ τὴ στολίζουμε μὲ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Ἂς μιμηθοῦμε κι ἐδῶ τὸ παράδειγμα τῆς πανάγνου Κόρης τῆς Ναζαρέτ. Οἱ καιροί μας δὲν εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τοὺς τότε καιρούς. Μὲ τὶς πρεσβεῖες της ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ τῆς μοιάσει· στὴν ἁγνότητα, τὴν πίστη, τὴν ταπεινόφρονα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες ἀρετὲς ἑλκύουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ σκορπίζουν ζωογόνο εὐωδιαστὸ ἀέρα μέσα στὴν ἀσφυκτικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ ζοῦμε.

Πολὺ περισσότερο ὅμως, ἡ ζωή μας θὰ φέρει τὴν τοῦ «Χριστοῦ εὐωδίαν», ὅταν δεχόμαστε μέσα μας τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ μύρο, τὸν Βασιλέα Χριστό. Ὅταν δηλαδὴ μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ κατάλληλη προετοιμασία προσερχόμαστε στὸ οὐράνιο Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Τότε ὁ πιστὸς ἑνωμένος πλέον μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, γίνεται ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ!

Ἂς παρακαλοῦμε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ ἀξιώνει καὶ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς μὲ τὴν καθαρὴ κι ἐνάρετη ζωή του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ γίνεται ἕνα θυμιατήρι τοῦ Χριστοῦ ποὺ θὰ σκορπᾶ στὸ περιβάλλον του τὸ ἄρωμα τῆς πίστεως, τὴν «ὀσμὴν τῆς Χριστοῦ εὐωδίας».

Χαιρετισμοί της Παναγίας! Η Αρχιστράτηγός μας!

«Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια, χαίρε δι’ ής εχθροί καταπίπτουσιν»
Το 626 μ. Χ. η Κωνσταντινούπολις, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εδοκιμάζετο σκληρώς. Ο Ηράκλειος, ο γενναιότατος αυτοκράτορ, απουσίαζε. Με όλον τον στρατόν του ευρίσκετο προς τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, αγωνιζόμενος να συντρίψει τον Χοσρόην, τον αγέροχον 

εκείνον βασιλέα της Περσίας,
τον διάδοχον του Ξέρξου κατά το μίσος προς τον Ελληνισμόν, όστις εκαυχάτο ότι δεν θα καταθέσει τα όπλα παρά μόνον όταν και ο τελευταίος Χριστιανός αρνηθή τον εσταυρωμένον. Αλλ’ ενώ ο στρατός εμάχετο και συνέτριβε την αντίχριστον δύναμιν του Χοσρόου, Χοσρόη συμμαχή μετά των Αράβων, άλλου εχθρού του Βυζαντίου. Αι στρατιαί των προχωρούν, και ιδού η πόλις ευρίσκεται πολιορκιμένη από ξηράς και θαλάσσης. Φρουρά της πόλεως ήτο ελάχιστη. Τα τρόφημα είχον εκλείψει. Οι κάτοικοι, βλέποντες την μυρμηγκιάν των εχθρών, ήρχισαν να δειλούν. Το ηθικόν κατέπιπτεν. Εις την κρισημοτάτην εκείνην στιγμήν, καθ’ ήν εκρίνετο η τύχη όχι μόνον της πόλεως, αλλά και του πολιτισμού της ανθρωπότητος, η χριστιανική πίστις εθαυματούργησεν.
Ο πατριάρχης Σέργιος, κρατών την εικόνα της Παναγίας, προτρέπει τον λαόν εις αντίστασιν. Αναπτερώνει τα αισθήματα, εγκαρδιώνει τους ανάνδρους, εξοπλίζει ψυχικώς τον λαόν, και η φρουρά επί των τειχών της πόλεως αμύνεται. Και ενώ αι χείρες των γενναίων υπερασπιστών της πόλεως εκράτουν τα όπλα, αι καρδίαι όλων προσηύχοντο και ανέμενον την βοήθειαν της Παναγίας, την προστασίαν του Θεού.
Και η βοήθεια ήλθε, και το θαύμα έγινεν. Εις την θάλασσαν του Βοσπόρου, καθώς περιγράφουν οι ιστορικοί της εποχής, εγείρεται πρωτοφανής καταιγίς. Τεράστια κύμματα χτυπούν τον εχθρικόν στόλον, η θάλασσα ολοέν εξογκόνεται, μαίνεται, και καταπίνει κατά χιλιάδας τα πλοία των εχθρών. Η Παναγία έκανε το θαύμα της. Εβύθισε τον στόλον και ηλευθέρωσε την πόλιν. Από τότε ανεκηρύχθη η Αρχιστράτηγος και εις όλην την πόλιν ηκούετο ο θούριος « Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…».
Έκτοτε επέρασα 1.300 και πλέον έτη. Και ενώ κατά το διάστημα τούτο ο Ελληνικός λαός έμαθε και απέμαθε χιλιάδας άσματα σχετικά με διάφορα γεγονότα της κοσμικής ζωής του, εν τούτοις ο Ακάθιστος ύμνος δεν ελησμονήθη. Και εις την Πόλιν, και εις τας Αθήνας, και εις την Κύπρον, και εις το όρος Σινά, και όπου υπάρχει εκκλησία ελληνική, κάθε Παρασκευήν της Μ. Τεσαρακοστής οι Χριστιανοί Έλληνες ψάλλουν τον θεσπέσιον ύμνον και εκφράζουν την βαθείαν ευγνωμοσύνην προς την Παναγίαν, την Αρχιστράτηγον του Γένους μας.
Και δόξα τω Θεώ, ζει εις την ψυχήν της Ελλάδος η πίστις αυτή. Διότι όχι μόνον τω καιρώ εκείνω, το 626, αλλά και επί των ημερών μας ο χριστιανικός λαός της Ελλάδος εθαυματούργησε με την βαθείαν πίστιν εις τον Θεόν.
Ήτο η 28η Οκτωβρίου 1940. Τότε ένας νεότερος Χοσρόης, όχι πλέον εξ Ανατολών αλλά εξ Δυσμών, ώρμα με μίσος άσπονδον κατά της Ελλάδος, με την απόφασιν να την εξαλείψη δια παντός από τον χάρτην της Ευρώπης. Αλλ’ οι Έλληνες δεν επτοήθησαν. Με την πίστιν, ότι η Παναγία είνε μαζί των και ότι θα τιμωρήσει τον ασεβή, όστις εμίανε την εορτήν της, η Ελλάς ημύνθη. Κάθε στρατιώτης είχε εις το στήθος του την εικόνα της Παναγίας. Πολλοί αξιωματικοί και στρατιώται την είδον – δεν είνε ψεύδος, είνε αλήθεια – να περιπατή επάνω εις τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και να δίδη νίκας εις τον στρατόν μας, νίκας που έκανα τον κόσμον να απορή, να θαυμάζη και να διερωτάται. Τι είνε επί τέλους αυτοί οι Έλληνες!

Είνε λοιπόν, η Παναγία η Αρχιστράτηγός μας. Δια τούτο και κατά την εθνικήν μας εορτήν της 25ης Μαρτίου ολόκληρος ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς, ως μια ανθρωποθάλασσα προσκυνητών, υπεδέχθη πανδήμως με βαθυτάτην κατάνυξιν την εικόνα της Μεγαλόχαρης της Τήνου. Και όλοι έψαλαν. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια».
Και η Ελλάς με την πάνδημον αυτήν υποδοχήν, κατά το πρώτον αυτό έτος της απελευθερώσεώς μας από τους κατακτητάς, εκφράζει χαρακτηριστικώς την απόφασίν της, ότι η νέα ζωή του έθνους πρέπει να θεμελιωθή επάνω εις την χριστιανικήν μας πίστιν.
Ναι! Δια της πίστεως εις τον Χριστόν έζησεν η Ελλάς και εθαυματούργησεν εις το παρελθόν. Δια της πίστεως αυτής θα ζήσωμεν. Χωρίς την χριστιανικήν πίστιν θα καταπέσωμεν, έστω και εάν τα έχωμεν όλα διωργανωμένα. Χωρίς πίστιν θα ήμεθα σώμα χωρίς νεύρα, χωρίς ψυχήν. Διότι ψυχή της Ελλάδος μας πρέπη να γίνει ο Χριστός, η πίστις εις Αυτόν, η οποία πρέπει να εκδηλωθεί εις την καθημερινήν μας ζωήν. Ας ακούσωμεν όλοι τι γράφει επι του σπουδαιοτάτου τούτου ζητήματος ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος. «Ουδέποτε έθνος ηυδαιμόνησε και εμεγαλούργησεν εν τω κόσμω τούτω άνευ ισχυρών ηθικών ελατηρίων. ΕΝ ΔΕ ΤΩΝ ΕΛΑΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥΤΩΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΧΥΡΟΤΑΤΟΝ ΠΑΝΤΩΝ, ΕΙΝΕ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Όλοι οι άλλοι ηθικοί των εθνών μοχλοί, φιλοπατρία, φιλοτιμία, φιλοδοξία, παιδεία, ισονομία, και ει τις άλλος, ηνωμένοι ομού, δεν δυνηθώσι ν’ αναπληρώσωση την έλλειψιν της θρησκείας… Τα έθνη λοιπόν δεν ακμάζουσι και δεν μεγαλουργούσιν ειμή δια της Θρησκείας, ήτις στήνει τον θρόνον αυτής εν μέση κοινωνία και εν μέσοις στρατοπέδοις, ίνα διδάξη τον λαόν το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΟΛΙΤΕΥΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΝΑΙΩΣ ΘΡΗΣΚΕΙΝ».
Αυτή είνε η φωνή της Ιστορίας. Θα είμεθα εγκληματικώς ανόητοι εάν την περιφρονήσωμεν, απείρως όμως ευτυχείς εάν όλοι την ακούσωμεν τώρα εις την αρχήν του νέου εθνικού μας βίου.

(Γραπτο κήρυγμα της Κατοχής του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στην Κοζάνη, ανεδημοσιεύθη εις την «Σπίθα» φ. 573/Απρ. 2000, σελ. 1)

ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ 

Σήμερον ημέραν Παρασκευήν, κατά την ακλουθείαν του Ακαθίστου Ύμνου θα ομιλήσει εις τον Ι. Ναόν του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ο ιεροκήρυξ αρχιμ. Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης. Επίσης ο ίδιος θα ομιλήση εις τον ίδιον Ναόν κατά την Θείαν Λειτουργίαν της προσεχούς Κυριακής 1 Απριλίου.

(«ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη» Νο1,
μέρος β΄, σελ. 175-178, Κοζάνη 2003, Ανδρονίκης Π. Καπλάνογλου) 

«ΕΣΤΙΑ» Αριθμ. φύλλ. 13


Μικρό λεξικό της περιόδου της Νηστείας

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: Μια περίοδος του έτους κατά την οποία νηστεύουμε. Αποτελείται από δύο περιόδους νηστείας. Η πρώτη έχει έξι εβδομάδες (6 επί 7 ημέρες) και η δεύτερη είναι η Μεγάλη Εβδομάδα. Κατά τη διάρκειά της η νηστεία είναι αρκετά αυστηρή.

ΑΛΑΔΟ ΓΕΥΜΑ: Συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή τρώμε φαγητό, χωρίς προσθήκη λαδιού. Πολλοί τρώνε λάδι μόνο τα Σαββατοκύριακα.

ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ ΜΕΓΑ: Ακολουθία της
Εκκλησίας, η οποίας διαβάζεται στα μοναστήρια μετά το δείπνο. Πολλοί χριστιανοί την διαβάζουν πριν από τον βραδινό ύπνο. Κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής διαβάζεται κάθε απόγευμα και στους ενοριακούς Ναούς.

ΑΡΤΥΣΙΜΕΣ ΤΡΟΦΕΣ: Τροφές που δεν επιτρέπονται κατά την περίοδο της νηστείας. Βασικά πρόκειται για το κρέας και όλα τα γαλακτοκομικά. Εκτός από εξαιρέσεις και το ψάρι.

ΕΝΑΤΗ: Η έκφραση είναι «κάνω ενάτη». Σε πολλά μοναστήρια, κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρατίθεται τράπεζα μόνο μία φορά την ημέρα, μετά τις τρεις το απόγευμα. Κατά το βυζαντινό τρόπο μέτρησης των ωρών η πρώτη ώρα της ημέρας ξεκινά με την ανατολή του ήλιου. Συνεπώς η ενάτη είναι γύρω στις τρεις το απόγευμα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Γιορτή ιδιαίτερης σημασίας για της Εκκλησία και την υπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου. Όποια μέρα και αν πέσει τελείται Θ. Ευχαριστία και τρώγεται ψάρι.

ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΙΧΘΥΟΣ: Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιβάλλεται να φάμε ψάρι ακόμη και αν είναι Τετάρτη ή Παρασκευή (π.χ. της Μεταμορφώσεως, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Εισοδίων). Κατά την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάρι τρώγεται του Ευαγγελισμού και των Βαΐων.

ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΟΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΑΙΟΥ: Σε όλη τη διάρκεια του έτους κάποιες ημέρες που η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη κάποιου πολύ μεγάλου αγίου επιτρέπεται να φάει ο πιστός φαγητό με λάδι και να πιει κρασί ώστε να στηριχθεί.

ΚΟΥΦΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Η εβδομάδα που προηγείται της Μεγάλης. Κατά τη διάρκειά της δεν έχουμε κάποια ακολουθία εκτός από το Μεγάλο Απόδειπνο.

ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: Μια κούκλα φτιαγμένη από ζυμάρι. Έχει επτά πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της νηστείας. Δεν έχει στόμα (γιατί νηστεύουμε και αποφεύγουμε τις άσκοπες συζητήσεις), τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής.

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Η εβδομάδα που λήγει το Μ. Σάββατο. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει αυστηρή νηστεία και ακολουθίες πρωί και βράδυ.

ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Ένα εντυπωσιακό ποιητικό έργο του Αγ. Ανδρέου επισκόπου Κρήτης. Αποτελείται από εκατοντάδες τροπάρια, που αναφέρονται σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, από την Πτώση και έπειτα. Μεταξύ πολλών άλλων αναφέρεται και στην μετάνοια. Ψάλλεται το απόγευμα της Τετάρτης πριν από τον Ακάθιστο Ύμνο.

ΝΗΣΤΕΙΑ: Ετυμολογικά σημαίνει δεν τρώγω (νή+εσθίω). Πρακτικά δεν πρόκειται για μία περίοδο τέλειας ασιτίας, αλλά για μία περίοδο κατά την οποία περιορίζουμε την ποσότητα και την ποικιλία των γευμάτων μας, ώστε να στρέψουμε την προσοχή μας στην προσευχή και τη μετάνοια.

ΝΗΣΤΗΣΙΜΕΣ ΤΡΟΦΕΣ: Όσπρια, θαλασσινά, φρούτα, λαχανικά, σοκολάτα υγείας, σόγια, λαδερά, μέλι, μαρμελάδα, ζυμαρικά, χαλβάς, ταχίνι, ξηροί καρποί, ψωμί, φρυγανιές, παξιμάδι.
ΞΗΡΟΦΑΓΙΑ: Ημέρα κατά την οποία δεν τρώμε λάδι.

ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Ορθότερα αποκαλείται Θ. Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Λόγῳ του πένθιμου χαρακτήρα της περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής δεν τελείται το αναστάσιμο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας τις καθημερινές.
Έτσι, προαγιάζεται Άγιος Άρτος κατά την κυριακάτικη Θ. Λειτουργία, φυλάσσεται σε ειδικό σκεύος και προσφέρεται στους πιστούς κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.

ΤΡΙΩΔΙΟ: Βιβλίο της Εκκλησίας, το οποίο περιέχει τις ακολουθίες της περιόδου από τον εσπερινό του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι το Μεγάλο Σάββατο.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου συνδυασμένη και Απόδειπνο. Ψάλλεται κατά τις Παρασκευές της νηστείας. Ξεκινά από την Παρασκευή μετά την Καθαρά Δευτέρα. Τις τέσσερεις πρώτες Παρασκευές διαβάζεται τμηματικά ο Ακάθιστος Ύμνος, ενώ την πέμπτη ολόκληρος.

Ἀνατολικὴ διδακτικὴ διήγηση


 



Ὅταν βρισκόμουνα στὴν Γερμανία, ἄκουσα σ’ ἕνα κήρυγμα διασήμου γερμανοῦ ἱεραποστόλου καὶ ἱεροκήρυκα μία βαθυστόχαστη καὶ συμβολικὴ διήγηση, παρμένη ἀπὸ συλλογὴ σοφῶν θρύλων καὶ μύθων τῆς Ἀνατολῆς. Τὴ διήγηση αὐτὴ διάβασα ἀργότερα καὶ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐποικοδομητικὰ βιβλία, ποὺ ὀ ἴδιος ἱεραπόστολος ἔχει γράψει, καὶ στὴ συνέχεια τὴν παρέθεσα σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ δημοσιεύματά μου. Κρίνω σκόπιμο νὰ τὴν ὑπενθυμίσω στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ «Ἐφημερίου», διότι εἶναι ὠφέλιμη τόοον γιὰ τὴν προσωπικὴ ζωή τους, ὅσον καὶ γιὰ τὸ συμβουλευτικό τους ἔργο. Τί λέγει, λοιπόν, ἡ διήγηση αὐτή;

Ἦταν κάποτε ἕνας καλὸς βασιληάς. Ὁ γιὸς του εἶχε πάρει τὸν κακὸ δρόμο. Οἱ συμβουλὲς καὶ τὰ φιλικὰ λόγια τοῦ πατέρα του, ὅπως κι οἱ διάφορες τιμωρίες, δὲν ὠφελοῦσαν σὲ τίποτε. Ὁ γιὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ζῆ μέσα στὴν ἁμαρτία. Τέλος ὁ πατέρας, καθὼς ἦταν ἀπελπισμένος, ἀπεφάσισε νὰ χρησιμοποίηση καὶ τὸ ἑξῆς μέσο, γιὰ νὰ διόρθωση τὸ παιδί του.

Μία Κυριακὴ προσκάλεσε τὸ γιό του στὴν αἴθουσα τὸν θρόνου. Ἐκεῖ πάνω σ’ ἕνα τραπέζι εἶχε τοποθετήσει ἕνα κύπελλο, γεμάτο ἀπὸ πολύτιμο ἀρωματικὸ λάδι. Τὸ λάδι αὐτὸ εἶχε παλαιότερα μεγάλη ἀξία στὴν Ἀνατολή. Τέτοιο λάδι εἶχεν ὑπ’ ὄψιν του κι ὁ Ψαλμωδός, ὅταν ἔλεγε: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου» (Ψαλμ. χβ 5). Μπροστὰ στὸ τραπέζι στέκονταν μόνο στρατιῶτες τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως μὲ τὰ ξίφη τραβηγμένα ἔξω ἀπ’ τὴ θήκη. Δίπλα στὸ κύπελλο μὲ τὸ λάδι βρισκόταν ἕνας χάρτης μὲ τὸ σχεδιάγραμμα τῶν ὁδῶν τῆς πόλεως.

Τότε ὁ πατέρας εἶπε στὸν γιό του: «θὰ κάμης μία μικρὴ περιοδεία μέσα στὴν πόλη. Μέσα στὸν χάρτη αὐτόν σοῦ σημείωσα ἕνα δρόμο, ποὺ θὰ ἀκολούθησης. Θὰ ξεκινήσης τώρα ἀμέσως, κρατώντας μπροστά σου αὐτὸ τὸ γεμάτο κύπελλο. ‘Αλλοίμονό σου, ἂν στὸ δρόμο σοῦ χυθῆ ἔστω καὶ μία μόνο σταγόνα ἀπ’ τὸ πολύτιμο αὐτὸ λάδι. Οἱ δυὸ στρατιῶτες ἔχουν αὐστηρὴ διαταγὴ νὰ σὲ ἀποκεφαλίσουν ἀμέσως. Γνωρίζεις δέ, πὼς οἱ διαταγές μου εἶναι γι’ αὐτοὺς ἀπολύτως δεσμευτικές».

Ὁ γιὸς ξεκινάει κάνοντας ὅ,τι τὸν διέταξε ὁ πατέρας του, Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸς χρόνος, ξαναγυρίζει πίσω. Δὲν τὸν εἶχε χυθῆ οὔτε μία σταγόνα λαδιοῦ.

«Τὶ εἶδες, παιδί μου, στὸν δρόμο;», ἐρώτησε ὁ πατέρας.

«Τίποτα!», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ γιοῦ.

«Τί; Δὲν εἶδες τίποτα; Μὰ σήμερα εἶναι ἡ ἐμποροπανήγυρις τῆς χρονιᾶς! Παντοῦ ὑπάρχουν χρωματιστὲς ρεκλάμες, ποὺ προσκαλοῦν στοὺς τόπους τῆς διασκεδάσεως. Παντοῦ στοὺς δρόμους ὑπάρχουν διάφορα θεάματα, γελωτοποιοὶ καὶ θαυματοποιοί. Δὲν εἶδες τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά;».

«Ὄχι, πατέρα! Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶδα τίποτα».

«Μὰ ἂν δὲν εἶδες τίποτα, τότε τί ἄκουσες στὸ δρόμο;», ρώτησε πάλιν ὁ πατέρας.

«Τίποτα», ἦταν πάλιν ἡ ἀπάντησις τοῦ γιοῦ.

«Τί; Δὲν ἄκουσες τὶς φλογέρες; Δὲν ἄκουσες τὶς τρομπέττες καὶ τόσα ἄλλα μουσικὰ ὄργανα; Δὲν ἄκουσες ὅλους αὐτούς, ποὺ διαφήμιζαν τὰ κέντρα τῆς διασκεδάσεως; Δὲν ἄκουσες ὅλα αὐτά, ποὺ ἄλλοτε τόσον πολύ σοῦ τραβοῦσαν τὴν προσοχή;»

«Πατέρα μου, μόνον ἕνα πράγμα ἀντηχοῦσε στ’ αὐτιά μου, ὁ σοβαρὸς λόγος σου: «Ἀλλοίμονό σου, ἂν στὸν δρόμο σοῦ χυθῆ ἔστω καί μία σταγόνα ἀπ’ τὸ πολύτιμο αὐτὸ λάδι». Γι’ αὐτὸ ἕνα μόνο πράγμα ἔβλεπα: τὸ λαδὶ αὐτό. «Ὅλη μου ἡ προσοχὴ ἦταν συγκεντρωμένη σ’ αὐτό. Ἔτρεμα μήπως μοῦ χυθῆ μία σταγόνα. Πατέρα μου, σ΄ εὐχαριστῶ γιὰ αὐτὸ τὸ μάθημα, ποὺ μοῦ ἔκαμες. Τώρα ξεύρω πιὰ τί πρέπει νὰ κάμω, γιὰ νὰ μὴ μὲ αἰχμαλωτίζη τὸ κακό. Πατέρα μου, μὲ ἔσωσες».

Ἀλήθεια, πολὺ διδακτικὴ εἶναι ἡ ὡραία αὐτὴ διήγησις. Ἰδιαίτερα χρήσιμη εἶναι γιὰ τοὺς ἱερεῖς. «Ὅταν ἕνα πνευματικό τους τέκνο λέγη σ’ αὐτοὺς πὼς δὲν μπορεῖ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ τὶς κακὲς συνήθειες καὶ τὰ πάθη του, ἴσως θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ διηγηθοῦν τὸν ἀνατολικὸ αὐτὸ συμβολικὸ μῦθο, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπενθύμιση πολλὲς χριστιανικὲς ἀλήθειες: «Ὅλοι μας εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου Βασιλέως καὶ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ. Ὃ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε γιά μᾶς. Πρέπει λοιπὸν νὰ στρέφωμε διαρκῶς τὴ σκέψη μας στὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ αἷμα Του, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὶς ἅγιες πληγὲς Του πάνω στὸν Σταυρό. Οὔτε μία σταγόνα ἀπὸ τὸ πολύτιμο αὐτὸ αἷμα δὲν πρέπει γιὰ μᾶς νὰ εἶναι χαμένη. Ἡ σκέψη αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθῆ νὰ ἔχωμε μάτια κι αὐτιὰ ὄχι γιὰ τὰ ἀπατηλὰ θέλγητρα τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴν ὄμορφη καὶ ἀληθινὰ εὐτυχισμένη ζωή, τὴν ὁποία μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός.

«Ἂς χρησιμοποιοῦν λοιπὸν οἱ ἱερεῖς μας -ἰδίως οἱ ἐξομολόγοι- τὴ σοφὴ διήγηση τῆς Ἀνατολῆς στὸ συμβουλευτικό τους ἔργο γιὰ ἐκείνους, ποὺ παρασύρονται εὔκολα στὴν ἁμαρτία. Ἄλλα ἂς ἐνθυμοῦνται καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὴν προσωπική τους ζωὴ τὴ βαθυστόχαστη ἀλήθεια τῆς ἀποστολῆς τους ὅταν ἔχουν συνείδησι, ὅτι τὰ χέρια τους κρατᾶνε συχνὰ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅταν ἐνθυμοῦνται διαρκῶς, ὅτι εἶναι διάκονοι τοῦ Ἐπουρανίου Βασιλέως καὶ φρουροὶ οὐρανίων θησαυρῶν, τότε θὰ εἶναι προσεκτικοὶ σὲ ὅλες τους τὶς ἐκδηλώσεις.

πηγή

Οἱ Ἅγιοι Ἐφραίμ, Βασιλεύς, Εὐγένιος, Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος, Καπίτων καὶ Αἰθέριος


 


Ὅλοι πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Χερσώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Καπίτωνα ποὺ διέφυγε τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβαση του Μεγάλου Κων/νου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους.

Ὁ δὲ Ἐλπίδιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱερομάρτυρες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Χερσώνα, στὰ ὅρια τῆς Κριμαίας. Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (296). Ἐκεῖ, ἡ ἐργασία τοῦ Ἐλπιδίου γινόταν μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ καθημερινοὺς κινδύνους. Διότι εἶχε νὰ κάνει μὲ βαρβάρους εἰδωλολάτρες.

Ἡ αὐταπάρνηση μὲ τὴν ὁποία ἐργάστηκε δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας. Ὅμως, ἡ ἀγριότητα τῶν ἀπίστων δὲν ἄργησε καὶ αὐτὴ νὰ φανεῖ. Μία μέρα, ἐνῷ ὁ Ἐλπίδιος κήρυττε, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ μία ἅμαξα. Τὸν ἔσυραν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο στοὺς δρόμους, μέχρι ποὺ πέθανε.

Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας τὸ τίμιο αἷμα του σὰν πιστὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ «μισθός» του στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι ἀφάνταστα μεγάλος. Καὶ δίκαια, διότι κατὰ τὴν ρήση τοῦ Κυρίου, «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ». Δηλαδή, εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ τῆς ἐργασίας του, ποὺ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεύς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίῳ, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἱκεσίαις, πάντας ἐλέησον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’.
Τὰ θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις βουλᾶς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τὰ σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον. 
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστέρες ἄδυτοι, τῆς νοητῆς ἐλλάμψεως, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης καθεύδοντας, υἱοὺς φωτὸς ἐδείξατε, Εὐγένιε καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρε Βασιλεῦ καὶ Αἰθέριε, Ἐφραὶμ σὺν Ἐλπιδίῳ, ἀθλήσαντες ὡς ἀήττητοι.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν Ὡραιότητα.
Μύρῳ τῆς χάριτος ἱερατεύσαντες, ποιμένες ὤφθητε λαοῦ θεόφρονος, καὶ ὡς ἀρνία καθαρά, τυθέντες προσηνέχθητε, Λόγῳ Ἀρχιποίμενι, τῷ τυθέντι ὡς πρόβατον, Μάρτυρες Πανεύφημοι, καὶ φωστῆρες παγκόσμιοι· διὸ πανηγυρίζομεν πάντες, πόθῳ τὴν θείαν μνήμην ὑμῶν. 


Μεγαλυνάριον.

Θύσαντες θυσίαν τὴν λογικήν, ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ἱεράρχαι πανευκλεεῖς, ἔμψυχοι τῷ Κτίστῃ, προσήχθητε θυσίαι, ἀθλητικῶς Πατέρες ἀγωνισάμενοι.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...