Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 08, 2014

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ. ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΟΙ"



Eκείνο τον καιρό «ήθέλησεν ο Ιησούς έξελθείν εις την Γαλιλαίαν και ευρίσκει Φίλιππον και  λέγει αυτώ ακολουθεί μοι.  δε Φίλιππος από Βηθσαϊδά, έκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου» (Ίωάν. α' 44-45). Μετά τη βάφτιση Του στον Ιορδάνη ό Κύριος Ιησούς πήγε στη Γαλιλαία, απ' όπου ξεκίνησε το έργο Του. Τα σκουριασμένα μυαλά των Ιουδαίων δεν άξιζαν για ν' αρχίσει απ' αυτούς το έργο Του ό Κύριος. Ή Ιουδαία, όπου άνηκε κι ή Ιερουσαλήμ, με την κοσμική και σαρκική φύση της, είχε πέσει πολύ πιο χαμηλά από τις ειδωλολατρικές επαρχίες. Ή Γαλιλαία ήταν ειδωλολατρική. Εκεί είχαν κατοικήσει κυρίως Έλληνες, Ρωμαίοι και Σύροι και ελάχιστοι σκόρπιοι Εβραίοι. Οι Εβραίοι της Ιουδαίας περιφρονούσαν τη Γαλιλαία επειδή την κατοικούσαν ειδωλολάτρες, την λογάριαζαν τόπο πνευματικού σκότους και άγνοιας.


Σ' αυτόν ακριβώς τον τόπο ήταν να λάμψει και ν' αποκαλυφτεί ένα λαμπρό φώς, όπως το αναφέρουν και τα προφητικά λόγια: «Γαλιλαίοι των εθνών... ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ιδετε φως μέγα οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φώς λάμψει εφ' υμάς» (Ήσ. ΘΊ -2). Εσύ, Γαλιλαία, πού σέ κατοικούν διάφορα έθνη ειδωλολατρικά... εσύ λαέ της Γαλιλαίας πού περπατάς μέσα στο σκοτάδι, θα δεις ένα φως μεγάλο. Εσείς πού κατοικείτε μέσα στο σκοτάδι και στη σκιά του πνευματικού θανάτου, θα δείτε ν' αστράφτει κοντά σας ένα τεράστιο κι εκτυφλωτικό φως.


Με το να πει τα πρώτα Του λόγια στη Γαλιλαία, έναν τόπο όπου κατοικούσαν άνθρωποι με μικτή καταγωγή, ό Κύριος έκανε σαφές πώς το κήρυγμα Του απευθυνόταν σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα. Με το ν' αποκαλύψει τον εαυτό Του πρώτα σ' αυτήν τη σκοτεινή κι άγνωστη γωνιά της Παλαιστίνης, φανέρωνε τόσο την ταπείνωση Του, όσο και την καταδίκη Του ενάντια στην ανόητη και σκοτισμένη αλαζονεία, καθώς και στη διαφθορά της Ιερουσαλήμ.


Ό Αντρέας ακολούθησε πρώτος το Σωτήρα χωρίς να κληθεί, όπως αναφέρει ό Ιωάννης (α'35 και εφ.). Έπειτα ό Αντρέας του παρουσίασε τον αδελφό του Πέτρο, ενώ στο Φίλιππο ό Κύριος είπε: «Ακολουθεί μοι». Το ότι ό Φίλιππος ανταποκρίθηκε στην κλήση του Κυρίου αυθόρμητα και χωρίς κανένα δισταγμό, είναι φανερό από το γεγονός ότι, αμέσως μετά, γεμάτος ζήλο για το Χριστό, άρχισε να μιλάει σέ άλλους και να τούς φέρνει στον Κύριο.


Ή άμεση απόφαση του Φίλιππου ν' ακολουθήσει τον Κύριο μπορεί να εξηγηθεί, αν υποθέσουμε πώς πρωτύτερα θα είχε ακούσει για το Χριστό από τούς γείτονες του Αντρέα και Πέτρο, αφού όλοι τους κατάγονταν από τη Βηθσαϊδά, ή και από άλλους στην πατρίδα τους. Το πιο πιθανό όμως είναι πώς στην απόφαση του να τα εγκαταλείψει όλα, να τούς ξεχάσει όλους και να τον ακολουθήσει, σπουδαίο ρόλο θα έπαιξε ή προσωπικότητα του ίδιου του Κυρίου, πού μαγνήτιζε. Ή δυναμική προσωπικότητα του Κυρίου εντυπωσίασε τόσο πολύ το Φίλιππο ώστε, όπως προείπαμε, δεν αρκέστηκε ν' ακολουθήσει μόνος αυτός τον Κύριο, αλλά ξεκίνησε αμέσως την αποστολική διακονία του κι έφερε άλλους στο Χριστό, όπως φαίνεται στη συνέχεια.


«Ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αύτω-ον έγραφε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ίησούν τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ» (Ίωάν. α' 46). Μόλις ό Φίλιππος συνάντησε το Ναθαναήλ, του λέει: Βρήκαμε τον Ιησού, το γιό του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, Εκείνον για τον όποιο έγραψαν ό Μωυσής στο νόμο κι οι προφήτες.


Πόσο απλά μίλησε ό Φίλιππος! Ό Φίλιππος κι ό Ναθαναήλ είναι δύο φλογερές ψυχές και συνομιλούν μεταξύ τους. Ό Φίλιππος δεν είπε «βρήκαμε το Μεσσία πού περιμέναμε» ή το «γιό του Δαβίδ» ή «το βασιλιά του Ισραήλ» ή «το Χριστό, τον Κύριο». 


Τόνισε στο Ναθαναήλ μόνο πώς βρήκαν Εκείνον για τον Όποιο έγραψαν οι προφήτες κι ό Μωυσής. Έδώ βλέπουμε πώς μιλάει μια ψυχή πού πλημμυρίζει από θαυμασμό και χαρά. Τα βαθιά αισθήματα πού νιώθει δέ χρειάζεται να ψάξει να βρει λέξεις για να τα διατυπώσει. Τα λόγια βγαίνουν από μόνα τους, αυθόρμητα, απλά, καμιά φορά κι απλοϊκά, σίγουρα πώς ή δύναμη τους μπορεί να φανεί ακόμα και μέσα από τ' απλούστερα λόγια. Τ' αδύναμα κι απατηλά αισθήματα χρειάζονται ασημένιες τρομπέτες, δυνατά και πομπώδη λόγια, για να φανούν πιο δυνατά και πιο αληθινά απ' ότι είναι στην πραγματικότητα. Ό Φίλιππος κι ό Ναθαναήλ θα πρέπει να είχαν συζητήσει πολλές φορές για τον αναμενόμενο Μεσσία, για Εκείνον πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες και τον ανέμεναν γενεές γενεών. Αυτό ήταν αγαπητό και κοινό θέμα συζητήσεων ανάμεσα στους αληθινούς Ισραηλίτες, ανάμεσα στις διψασμένες κι αγνές ψυχές.



«Εύρήκαμεν Ίησούν», είπε ό Φίλιππος. Βρήκαμε Εκείνον πού δεν εμφανίστηκε σαν αστραπή πού ξεσπάει μέσα από τα σύννεφα και κάνει τη γη να τρέμει, ούτε και έπεσε ξαφνικά στη γη σαν μετεωρίτης, ούτε ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ιερουσαλήμ, εκεί όπου παρατηρούσαν οι κοντόφθαλμοι φαρισαίοι κι οι ανόητοι γραμματείς, καθώς κι άλλοι πού περίμεναν το Μεσσία. Μεγάλωσε κι έζησε εδώ και τριάντα χρόνια στη Γαλιλαία, ανάμεσα μας, μα δεν τον γνωρίσαμε. Μεγάλωσε σαν υγιές κλαδάκι αμπέλου πού ξεφύτρωσε σέ άγριο κορμό, μα ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσεις ωσότου αναπτυχθεί κι αρχίσει ν' αποδίδει καρπούς. Ήταν σαν θησαυρός κρυμμένος στη γη. Σκάφτηκε ή γη κι ό θησαυρός έλαμψε. Δέ βάδισε καμαρωτός, δέ φρόντισε να εντυπωσιάσει. Εμείς τον είδαμε και τον γνωρίσαμε ταπεινό σαν αρνί, καθαρό σαν τον ήλιο, γλυκό σαν την άνοιξη και δυνατό σαν Θεό.
Κατάγεται από τη Ναζαρέτ, είναι γιός του Ιωσήφ.


Ποιος μπορεί να γνωρίζει όλα τα λόγια με τα οποία ό Φίλιππος περιέγραψε στο Ναθαναήλ τον Ιησού; Ποιος μπορεί να επαναλάβει ολόκληρη τη συνομιλία τους; Ό ευαγγελιστής καταγράφει με συντομία μόνο τα πιο αξιόλογα στοιχεία. Κι όλα όσα άκουσε από το Φίλιππο ό Ναθαναήλ, δεν μπορεί παρά να τον χαροποίησαν. Ήταν όμως και κάτι πού τον δυσκόλευε, του 'φερνε σύγχυση και υπονόμευε την πίστη του. Πώς ήταν δυνατό ό Μεσσίας να προερχόταν από τη Ναζαρέτ; Ό Φίλιππος είπε πώς ό Ιησούς ήταν γιός του Ιωσήφ, Ίσως επειδή ακόμα κι ό ίδιος δέ γνώριζε το υπερφυές μυστήριο της σύλληψης Του από το Άγιο Πνεύμα. "Ίσως ακόμα επειδή ήθελε ή είδηση του να γίνει όσο γίνεται πιο σύντομη και κατανοητή για έναν άνθρωπο πού τώρα οδηγούνταν βήμα βήμα στην κατανόηση του μυστηρίου της ενσάρκωσης του Θεού. 


Φαίνεται πώς έδώ ό Φίλιππος λειτουργούσε κιόλας σαν Ιεραπόστολος, με τον αποστολικό τρόπο πού εξήγησε αργότερα ό απόστολος Παύλος: «Έγενόμην τοις άσθενέσιν ως ασθενής, ίνα τούς ασθενείς κερδήσω- τοις πασι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (Α' Κορ. θ'22). Κοντά στους άρρωστους κι αδύναμους στην πίστη, έγινα κι εγώ άρρωστος, για να τούς κερδίσω. Σέ όλους έγινα τα πάντα, για να κερδίσω όσο γίνεται περισσότερους. Ό Ναθαναήλ ήταν ακόμα αδύναμος, ακατήχητος, δεν είχε φωτιστεί. Γι' αυτό κι ό απόστολος τον προσέγγισε σαν αδύναμο, προσεχτικά.


«Και είπεν αύτω Ναθαναήλ  εκ Ναζαρέτ δύναται τι
αγαθόν είναι; Λέγει αυτώ Φίλιππος- έρχου και ίδε» (Ίωάν. α'47). Ό Ναθαναήλ είπε στο Φίλιππο: Είναι δυνατό να προκύψει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ; Κι ό Φίλιππος του απάντησε: Έλα και θα δεις.


Ή ερώτηση του Ναθαναήλ δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν κακεντρεχής παρατήρηση πού βγαίνει από σκληρή και κακόβουλη καρδιά. Ήταν μάλλον το ενδιαφέρον μιας ειλικρινούς καρδιάς για το φίλο του, ώστε να μην πέσει θύμα άπατης. Ή Σάρα γέλασε όταν ό Θεός της αποκάλυψε πώς, στην προχωρημένη ηλικία της, θα γεννούσε γιό (βλ. Γέν. ιη'12). Έδώ πρόκειται για χαρά, πού απλά περιμένει επιβεβαίωση με την ερώτηση. Ό Ναθαναήλ δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του τόσο χαρούμενες ειδήσεις, σαν κι αυτές πού του έφερε ό Φίλιππος. Αλλά όπως κάθε χαρά σκιάζεται καμιά φορά από την αμφιβολία, έτσι έγινε και με το Ναθαναήλ. Ή χαρά του Ναθαναήλ μετριάστηκε λίγο στο άκουσμα της λέξης «Ναζαρέτ». Οι προφήτες δεν έγραψαν πώς ό Μεσσίας θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ; Γενεές γενεών δεν περίμεναν να δουν με ανυπομονησία στην πόλη του Δαβίδ τον αναμενόμενο Μεσσία και Βασιλιά; Ίσως ό Φίλιππος να κάνει λάθος.


Ό Φίλιππος δέ θέλει να προχωρήσει ό ίδιος σέ εξηγήσεις και αποδείξεις. Δέ θέλει να δώσει ό ίδιος απάντηση στο σχόλιο του Ναθαναήλ. Γι' αυτό και του είπε απλά. 'Έρχου και ίδε. Έλα και θα δεις μόνος σου. Πόσο θριαμβευτικά ηχούν τα λόγια αυτά: Έρχου και ίδε. Έλα, Ναθαναήλ, και θα δεις. Εγώ δεν μπορώ να σου αποδείξω αυτά πού σου λέω, ή παρουσία Του όμως είναι ή καλλίτερη απόδειξη. Εγώ δεν μπορώ να σου δώσω απάντηση σ' αυτήν ή σε κάποια άλλη ερώτηση ή απορία πού Ίσως έχεις, ή παρουσία Του όμως είναι απάντηση στην οποία δεν μπορείς ν' αντισταθείς. Εσύ, έλα απλά μαζί μου. Έρχου και ιδε. Ό Ναθαναήλ συμφώνησε και ξεκίνησαν μαζί με το Φίλιππο για συνάντηση του Ιησού.


«Εΐδεν ό Ιησούς τον Ναθαναήλ έρχόμενον προς αυτόν και λέγει περί αυτού' ίδε αληθώς Ισραηλίτης εν ώ δόλος ουκ εστι» (Ίωάν. α'48). Ό Ιησούς είδε τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και είπε: ορίστε, αυτός είναι γνήσιος Ισραηλίτης, πού δεν έχει μέσα του δόλο και πονηριά.


Τί μέγιστος έπαινος! Κι από τί χείλη! Τί σημαίνει τώρα αληθώς Ισραηλίτης εν ώ δόλος ουκ εστι; Αυτό δηλώνει τον άνθρωπο πού είναι γεμάτος με το αντίθετο του δόλου και της πονηριάς, δηλαδή με το Θεό. Άνθρωπο με τις σκέψεις του Θεού, την επιθυμία για το Θεό, την αναζήτηση του Θεού, την προσδοκία του Θεού, την ελπίδα στο Θεό. Αυτός είναι ό άνθρωπος πού έχει παραδοθεί στον ένα Κύριο και Δημιουργό - το Θεό. Δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο. Είναι ό άνθρωπος πού «τα πνευματικά της πονηρίας» (Έφ.στΊ2) δέ βρίσκουν τρόπο να μπουν και να ριζώσουν μέσα του.


Ή επισήμανση αυτή του Χριστού για το Ναθαναήλ πώς είναι αληθινός Ισραηλίτης, είναι ταυτόχρονα και μια παρατήρηση για ένα θλιβερό γεγονός, πώς αληθινοί Ισραηλίτες έχουν απομείνει πολύ λίγοι. Γι' αυτό ό



Κύριος αναφώνησε με χαρά, ϊδε αληθώς Ισραηλίτης! Έδώ έχουμε έναν αληθινό άνθρωπο ανάμεσα σέ άλλους, πονηρούς και δόλιους. Έδώ έχουμε κάποιον πού Ισραηλίτης δεν είναι μόνο κατ' όνομα, άλλ' αληθινός. Μ' Όλο πού ό Κύριος μπορούσε να διακρίνει από μακριά τις αμφιβολίες πού διατύπωσε ό Ναθαναήλ στο Φίλιππο για τον Κύριο, ό Κύριος εγκωμίασε το Ναθαναήλ, τον ονόμασε αληθινό Ισραηλίτη, άδολο κι απονήρευτο.


Μήπως ό Κύριος εγκωμίασε το Ναθαναήλ για να τον προσελκύσει κοντά Του; Όχι! Εκείνος πού διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων δέ βασίζεται στα λόγια, μα στην καρδιά την ίδια. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, ούτε και μπορούμε να γυρίσουμε στις σελίδες του ευαγγελίου για να διαβάσουμε πώς ό Ναθαναήλ ήταν άδολος κι απονήρευτος άνθρωπος. Ό Κύριος το είδε στην καρδιά του, το διάβασε εκεί. 0ι άλλοι απόστολοι πού είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το Χριστό ίσως ξαφνιάστηκαν με τα εγκωμιαστικά λόγια Του, Εκείνος όμως άφησε το χρόνο ν' αποκαλύψει στους αποστόλους την αλήθεια του επαίνου Του.



Ό ίδιος ό Ναθαναήλ ξαφνιάστηκε με τον έπαινο του Χριστού «και λέγει αύτώ πόθεν με γινώσκεις; άπεκρίθη Ιησούς και εΐπεν αύτώ προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, οντα υπό την συκήν εϊδόν σε». Από πού με γνωρίζεις; ρώτησε ό Ναθαναήλ. Κι ό Ιησούς του αποκρίθηκε: Προτού σέ φωνάξει ό Φίλιππος, εγώ σέ είδα πού καθόσουν κάτω από τη συκιά, μ' όλο πού εκεί δέ σ' έβλεπε άλλο ανθρώπινο μάτι.



Προσέξτε τώρα πώς ό Ναθαναήλ αποδείχνεται αμέσως ότι είναι άνθρωπος άδολος. Ό δόλιος άνθρωπος ασχολείται με τον εαυτό του, για τους άλλους είναι αδιάφορος. Ό δόλιος άνθρωπος αρέσκεται στους επαίνους και τις κολακείες. "ν ό Ναθαναήλ ήταν δόλιος θα είχε μεθύσει από τον έπαινο τού Χριστού και θ' άρχιζε κι αυτός να τον επαινεί, ή θ' άποποιόταν τον έπαινο με προφανή ταπεινολογία. Ό Ναθαναήλ όμως ενδιαφερόταν για το Χριστό, όχι για τον εαυτό του. Έτσι, χωρίς να δείχνει ότι δέχεται ή ότι απορρίπτει τον έπαινο, κάνει μια ερώτηση με σκοπό να μάθει την αλήθεια για το Χριστό. Πόθεν με γινώσκεις; Πρώτη φορά συναντιόμαστε στη ζωή μας. Αν με είχες καλέσει με τ όνομα μου, ίσως να είχα ξαφνιαστεί λιγότερο, γιατί ένα όνομα μπορεί πιο εύκολα ν' αναγνωριστεί. "Όμως με καταπλήσσει το γεγονός ότι γνώρισες τόσο γρήγορα το όνομα της καρδίας και της συνείδησης μου - κάτι πού είναι πολύ καλά κρυμμένο από τούς ανθρώπους και πού το φανερώνει κανείς πολύ προσεχτικά και μόνο στους στενούς φίλους του. Πόθεν με γινώσκεις;
Με την απάντηση Του ό Κύριος του αποκάλυψε ένα δεύτερο, εξωτερικό και ορατό μυστήριο. 


Προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν ειδόν σε. Εκείνος πού γνωρίζει τα μυστικά της καρδίας, εύκολα μπορεί να γνωρίζει και τα εξωτερικά, τα σωματικά μυστικά. Αυτός πού βλέπει τις κινήσεις και τις σκέψεις του νου κι ακούει τούς μυστικούς ψιθύρους του μέσα στον άνθρωπο, μπορεί πολύ ευκολότερα να δει τις κινήσεις του σώματος και ν' ακούσει τα λόγια πού βγαίνουν από τα χείλη του άνθρωπου.


 Προτού ό Φίλιππος πλησιάσει το Ναθαναήλ, ό Κύριος τον είδε να κάθεται κάτω από τη συκιά. Προτού ό Φίλιππος αποφασίσει για να πάει να συναντήσει το Ναθαναήλ, ό Κύριος είχε δει κι είχε γνωρίσει την καρδιά του. Με τη δική Του πρόνοια ό Φίλιππος πήγε στο Ναθαναήλ και τον κάλεσε να 'ρθει και να δει. Πώς μπορεί ό άνθρωπος να κρυφτεί από τα μάτια τού Θεού; Υπάρχει τρόπος να κρυφτεί κανείς από τη μεγάλη και φοβερή παρουσία Του; Ό Ψαλμωδός, αναφερόμενος στη μέγιστη και φοβερή αυτή παρουσία, στρέφεται στον πάνσοφο Θεό και λέει: «Συ έγνως την καθέδρα μου και την έγερση μου, σύ συνήκας τούς διαλογισμούς μου από μακρόθεν... ότι ουκ εστί δόλος εν γλώσση  μου. ιδού, Κύριε, σύ έγνως πάντα, τα έσχατα, και τα αρχαία- σύ επλασάς με και εθηκας επ' εμέ την χείρα σου... που πορευθώ από του πνεύματος σου και από του προσώπου σου που φύγω;» (Ψαλμ. ρλη'2-7). Εσύ, Κύριε, αναφωνεί ό Ψαλμωδός, γνωρίζεις πότε κάθομαι και πότε σηκώνομαι, Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις μου πολύ προτού τις κάνω εγώ... Εσύ γνωρίζεις πώς είμαι ειλικρινής, πώς στη γλώσσα μου δεν υπάρχει δολιότητα. Εσύ, Κύριε, τα γνωρίζεις όλα, τόσο τα πρόσφατα όσο και τα παλιά. Εσύ με έπλασες, Εσύ έβαλες πάνω μου το χέρι Σου... Πού μπορώ να πάω και να ξεφύγω από Σένα; Πώς μπορώ να κρυφτώ από την απανταχού παρουσία Σου;


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.

Οι άγιες εικόνες στην Ορθόδοξη Παράδοση


Οι άγιες εικόνες στην Ορθόδοξη ΠαράδοσηΤου Μιχαήλ Γ. Χούλη, Θεολόγου
Οι θρησκευτικές εικόνες στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουν βαθύ συμβολικό, Χριστοκεντρικό, εκκλησιοκεντρικό και αναγωγικό περιεχόμενο. Εκφράζουν την αλήθεια ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί κατά χάριν. Αποτελούν γι’ αυτό μεγάλο θησαυρό κατά την οδόν της σωτηρίας των πιστών, ενώ η θεωρία τους γαληνεύει και ηρεμεί τις ψυχές. Η παιδαγωγική τους αξία είναι τεράστια. Είναι γνωστό άλλωστε ότι μια εικόνα ισοδυναμεί με διδασκαλία χιλίων λέξεων και ότι ήταν και είναι πάντοτε ‘το σχολείο των αγραμμάτων’. Παραπέμπουν στην μίμηση της ζωής του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, ενώ θεολογικά λούζονται από το φως της αναστάσεως του Θεανθρώπου. Οι Ορθόδοξες εικόνες δεν περιέχουν φυσική απεικόνιση των προσώπων, αλλά τη δόξα του παραδείσου, την, δια της Χάριτος του Κυρίου, «καλήν αλλοίωσιν» των αγίων, την κατά Θεόν μεταμόρφωσή τους, που είναι το ζητούμενο και το αγιοπνευματικό νόημα της ζωής για όλους τους ανθρώπους.
Πολέμιοι των εικόνων εμφανίστηκαν στην ιστορία ο Ιουδαϊσμός, ο μονοφυσιτισμός και το Ισλάμ, ενώ η αυτοκρατορία Ρωμανίας-Βυζαντίου ταλαιπωρήθηκε πολύ, επί 100 και πλέον έτη, με συγκρούσεις μεταξύ εικονόφιλων και εικονομάχων, που κατέληξαν ευτυχώς στον θρίαμβο της πίστης και την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Είναι γνωστό πως η αμφισβήτηση των εικόνων στη ζωή και στη λατρεία των χριστιανών ξεκίνησε επί Ισαύρων αυτοκρατόρων και ότι αναθερμάνθηκε αργότερα επί Λέοντα Ε΄ του Αρμένιου. Η αλήθεια της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε επί ηγεσίας δύο γυναικών: Της Ειρήνης της Αθηναίας (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, 787) και της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (τοπική Σύνοδος του 843), οπότε και αναστηλώθηκαν οριστικά οι εικόνες. Η Εκκλησία μας γιορτάζει την αναστήλωση των εικόνων την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, που ονομάζεται «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
«Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Τιμώντας την εικόνα, τιμάμε το πρόσωπο που εικονίζει) διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, καταθέτοντας την Ορθόδοξη παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι οι χριστιανοί, τιμώντας τις εικόνες του Χριστού ή των αγίων, δεν λατρεύουμε, δεν τιμάμε και δεν μένουμε προσκολλημένοι στο ξύλο που τους απεικονίζει, στα υλικά της αγιογραφίας, στο χαρτί ή την μπογιά, αλλά αναγόμαστε μέσω των μορφών τους στον επουράνιο κόσμο του Θεού, των αγγέλων και των αγίων. Και τον Θεό μεν λατρεύουμε ως Κύριο και σωτήρα μας, στην Υπεραγία δε Θεοτόκο, τους αγίους ή τους αγγέλους αποδίδουμε τιμητική προσκύνηση και μόνο, ως φίλους του Χριστού και ως μετέχοντες στη δόξα της Αγίας Τριάδος.
Εξάλλου ο ίδιος ο Θεός διέταξε στο Μωυσή την κατασκευή των δύο αντικριστών Χερουβείμ από χρυσό, όπως αναφέρεται στο 25,18 κεφ. της Εξόδου: «Θα κατασκευάσεις δύο Χερουβείμ από χρυσάφι σφυρηλατημένο και θα τα τοποθετήσεις, ένα σώμα με το ιλαστήριο, στις δύο άκρες του, ένα σε κάθε άκρη». Στο Β’ Παραλ. 3,10, ο βασιλιάς Σολομώντας, στο ναό του Κυρίου που έχτισε στην Ιερουσαλήμ: «Κατασκεύασε δύο Χερουβίμ, έργο σκαλιστό, ντυμένο με χρυσάφι, και τα τοποθέτησε στα άγια των αγίων». Και δεν σταμάτησε εδώ ο σοφός βασιλιάς, αλλά «σε όλους τους τοίχους του ναού, τόσο του εξωτερικού τμήματος όσο και του ενδότερου, υπήρχαν ολόγυρα σκαλιστά σχήματα, που παρίσταναν Χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια» (Α’ Βασ. 6,29). «Και επί τα συγκλείσματα αυτών ανά μέσον των εξερχομένων λέοντες και βόες και Χερουβίμ», εικόνες δηλαδή από το ζωικό και φυτικό βασίλειο (Γ’ Βασ. 7,16 – Α’ Βασ. 7,29). Πώς τότε το δέχτηκε αυτό ο Θεός (Γ΄Βασιλ. 9,3) και δεν ‘οργίστηκε’; Απλούστατα, διότι δεν εχρησιμοποιούντο τα αντικείμενα αυτά και οι ζωγραφιές ως ειδωλολατρικές απεικονίσεις, καθώς η τιμή ανέβαινε στον Κύριο της δόξης, δεν ετιμώντο δηλαδή τα ίδια τα υλικά αντικείμενα. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αγία Γραφή ως βιβλίο. Η τιμή δεν αποδίδεται στα φύλλα, το χαρτί, τα γράμματα, τις ξύλινες ή μεταλλικές επενδύσεις πάνω στο βιβλίο κ.λπ., αλλά στο πνευματικό περιεχόμενο της Βίβλου. Το ξαναλέμε: Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο Μωυσής ή ο Σολομών ήταν ειδωλολάτρες, κατασκευάζοντας τέτοια αριστουργήματα; Όχι βέβαια! Αφού οι παραστάσεις αυτές συμβόλιζαν την πίστη τους στον επουράνιο κόσμο των αγγέλων και του Θεού. Δεν απέδιδαν λατρεία σε είδωλα, δεν λάτρευαν ομοιώματα ως θεούς, παρά εξεικόνιζαν με παραστατικό και αισθητό τρόπο -όπως συμβαίνει εξάλλου στην Εκκλησία- την ευσέβεια που έδειχναν στα υπεραισθητά και νοερά.
Ο Θεός, δια μέσου των εικόνων και των αγίων λειψάνων, μεταδίδει τη χάρη Του, αγιάζει και ζωοποιεί, όποτε θελήσει, όποιους κρίνει κατάλληλους προς θεραπεία και αγιασμό, και όταν Εκείνος αποφασίζει να γνωρίσει τη δύναμή Του στους ανθρώπους, επιτελώντας θαύματα, προς σωτηρίαν και πάλι του λαού Του και προς δόξαν δική Του. Αντίθετα, τα ψευτοθαύματα των μέντιουμ, των αποκρυφιστικών κύκλων και των γιατρών-μάγων άπω-ανατολικού τύπου γίνονται για λόγους θεατρινισμού, οικονομικούς και συμφεροντολογικούς ή προς βλάβην της ψυχικής και σωματικής υγείας των παθόντων θυμάτων ή οπαδών τους.
Κάθε τι που έρχεται σε επαφή με τη Χάρη του Θεού μπορεί να μεταδώσει, κατά παραχώρηση Θεού, αγιασμό και ευλογία στους εν πίστει συμμετέχοντες. Για τον ίδιο λόγο, διάφορες εικόνες έχουν μέχρι σήμερα θαυματουργήσει, όχι γιατί το υλικό απ’ το οποίο αποτελούνται έχει δυνάμεις αφ’ εαυτού, ωσάν να είναι μαγικό, αλλά διότι ο Θεός και μέσω ακόμη των εικόνων αποκαλύπτεται στην Κτίση Του. Πλήθος τέτοιων περιστατικών θαυματουργών αντικειμένων μαρτυρούνται στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη:
Όταν ο Μωυσής χρησιμοποιώντας τη ράβδο του, χτύπησε το νερό στο Νείλο ποταμό, μεταβλήθηκαν τα νερά σε αίμα (Εξ. 7,20).
Όποιος ατένιζε το χάλκινο φίδι στην έρημο θεραπευόταν αμέσως (Αριθμ. 21, 8-9).
Η ράβδος του Ααρών τοποθετημένη στη σκηνή του Μαρτυρίου, θαυματουργικά άνθισε, μέσα σε μια νύχτα. Άνοιξε μάλιστα μπουμπούκια, είχαν σχηματιστεί λουλούδια και είχαν δέσει μύγδαλα (Αριθ. 17,23).
Τα μαντήλια της κεφαλής ή του λαιμού, ή περιζώματα από το σώμα, που είχε χρησιμοποιήσει ο απ. Παύλος, θεράπευαν τους ασθενείς και τα πονηρά πνεύματα εξεδιώκοντο από αυτούς (Πραξ. 19, 11-12).
Τέλος, ο σεβασμός που δείχνουμε οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στις εικόνες και οι λιτανείες, που κληρικοί και λαϊκοί επιτελούμε προτάσσοντας τις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, για να εκδηλώσουμε την πίστη μας και να ζητήσουμε την επέμβαση του Θεού σε δύσκολες στιγμές, έχουν ως βάση και πάλι την Αγία Γραφή. Κατά την άλωση της Ιεριχούς από τον Ιησού του Ναυή, «η κιβωτός του Κυρίου έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεψαν στο στρατόπεδο και πέρασαν εκεί τη νύχτα. Νωρίς το άλλο πρωί σηκώθηκε ο Ιησούς, και οι ιερείς σήκωσαν πάλι την κιβωτό του Κυρίου. Οι επτά ιερείς …. βάδιζαν μπροστά και μετά από αυτούς βάδιζε ο υπόλοιπος λαός πίσω από την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου … Έξι ημέρες έκαναν το ίδιο…..» (Ιησούς του Ναυή 6,11-16).
Οι εκκλησιαστικές εικόνες υποδεικνύουν διαχρονικά ότι η αλήθεια είναι πάντοτε Τριαδική, και αυτό σημαίνει ότι κανείς από μόνος του και χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, ατομικιστικά δηλαδή και Αλειτούργητα, δεν πρόκειται να εντρυφήσει σ’ αυτήν. Οι μεγαλύτεροι εχθροί της Εκκλησίας υπήρξαν όσοι κατά καιρούς προσπάθησαν «εκ των έσω» να την εξαλείψουν και να υποσκάψουν τα θεμέλιά της. Η αίρεση βέβαια είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εφόσον δεν περιέχει αλήθεια, παρά μόνο την πλάνη, που αντέχει ελάχιστα στο χρόνο. Η θεολογική αλήθεια θα αντέχει όμως αιώνια, γιατί αιώνιος είναι και ο Ιησούς Χριστός ο οποίος, μαζί με τον Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα, παραμένει πάντοτε «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» για τους πιστούς βαπτισμένους στο όνομά Του.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1. «Περιπατούντες εν αληθεία», Μιχαήλ Χούλη, Σύρος 1997
2. «Σύγχρονες αιρέσεις και παραθρησκευτικές λατρείες στην Ελλάδα», Μιχαήλ Χούλη, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Σύρου, Ιούλιος 2002

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ, ΟΙ ΕΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ (9 ΜΑΡΤΙΟΥ)


«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και  έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς  με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα  της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία  δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.

Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».

Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι  οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν  τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού  - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν».   Το σημειώνει και ο απόστολος:«Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται». Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο – το μαρτύριο και τα βάσανα – αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου – τη βασιλεία του Θεού – ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους: έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους: ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.

Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, ω συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας» («Φέροντες τα παρόντα γενναίως, χαίροντες τοις ελπιζομένοις, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι Μάρτυρες Μη γαρ ιμάτιον αποδυόμεθα; Αλλά τον παλαιόν άνθρωπον αποτιθέμεθα. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος αλγεινή η πήξις, αλλά ηδεία η απόλαυσις. Μη ουν εκκλίνωμεν, ω συστρατιώται μικρόν υπομείνωμεν, ίνα τους στεφάνους της νίκης αναδησώμεθα, παρά Χριστού του Θεού και Σωτήρος των ψυχών ημών»). Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων» («Ρίπτοντες περιβόλαια πάντα, βαίνοντες ατρόμως εις λίμνην, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι μάρτυρες Διά Παράδεισον, ον απωλέσαμεν, ιμάτιον φθαρτόν σήμερον μη αντισχώμεθα δι’ όφιν ποτέ φθοροποιόν ενδυσάμενοι, εκδυσώμεθα νυν διά την πάντων ανάστασιν»). Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» («Οι εν Χριστώ σάρκα και κόσμον μισήσαντες, τον παλαιόν μεν άνθρωπον συνεξεδύσασθε, τη προσκαίρω εσθήτι, στολήν δε αφθαρσίας περιεβάλεσθε») (ωδή α΄).

Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «τω εν ουρανοίς Δεσπότη προσεκολλήθητε, αθλοφόροι Κυρίου τεσσαράκοντα» (κοντάκιο) «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» («Πληρούμεν υστέρημα σου, Σώτερ, πάθους, τεσσαράκοντα, συντριβέντες τα σκέλη») (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).

Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.

 Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» («Γεγηθώς ο αρχέκακος ήρπασεν, ως της δωδεκάδος Ιούδαν τον δείλαιον, και της Εδέμ τον άνθρωπον, της τεσσαρακοντάδος τον έκπτωτον») (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» («Ματαιόφρων και θρήνων επάξιος, ος τις των ζωών αμφοτέρων διήμαρτε διά πυρός γαρ λέλυται, και προς πυρ εξεδήμησεν άσβεστον») (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» («Λουτρώ προσδραμών ψυχοφθόρω θανατούται ο φιλόζωος») (ωδή η΄).

Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι  αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» («Αναιδής ων δικαίως φρυάττεται, οία γαρ Ληστή και Ματθία το πρότερον, ούτω και νυν ο τύραννος του φρουρούντος τη κλήσει σπαράττεται») (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη  για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» («Εξέστη ορών τους στεφάνους ο φρουρός των τεσσαράκοντα, και παρωσάμενος το φιλόζωον, ανεπτερώθη τω έρωτι της επιφανείσης σου δόξης») (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» («ο φιλόχριστος άρπαξ άριστος των θεαθέντων γενόμενος») (ωδή ζ΄).

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική  και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά  αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» («Ρωμαλεότητι φρενών, ον εκύησεν επ’ ώμων αραμένη η φιλόθεος μήτηρ, της ευσεβείας καρπόν προσάγει συν Μάρτυσι Μάρτυρα, την ιερουργίαν Αβραάμ μιμουμένη») (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» («Την προς την άληκτον ζωήν ευθυδρόμως, ω υιέ, στέλλου πορείαν, η φιλόχριστος μήτηρ τω φιλοχρίστω παιδί, εβόα ου φέρω σε δεύτερον, τω αγωνοθέτη Θεώ εμφανισθήναι») (ωδή η΄).  


Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας» («Αθλοφόροι Χριστού, την πάνσεπτον νηστείαν φαιδροτέραν απειργάσασθε, τη μνήμη της ενδόξου υμών αθλήσεωςΤεσσαράκοντα γαρ όντες, την τεσσαρακονθήμερον αγιάζετε, το σωτήριον πάθος μιμησάμενοι, διά της υπέρ Χριστού υμών αθλήσεως. Διό έχοντες παρρησίαν πρεσβεύσατε, εν ειρήνη καταντήσαι ημάς εις την τριήμερον Ανάστασιν του Θεού, και Σωτήρος των ψυχών ημών») (δοξαστικό αίνων όρθρου).
                                

Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ – ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Tήν άνάσταση τών νεκρών σωμάτων καί τήν καθολική κρίση θά επακολουθήσει ή συντέλεια, ή μεταρρύθμιση, ό μετασχηματισμός καί ή άνακαίνιση τού κόσμου. Τότε θά έλθει τύ «εύλογημένον Σάββατον», τό όποιο γιά ολόκληρη τήν κτίση είναι «ή τής καταπαύσεις ήμέρα», όπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τής άκολουθίας τού Μ. Σαββάτου. Τότε θά άρχίσει ή μυστική «όγδόη» ήμέρα τής δημιουργίας, «ή άνέσπερος ήμέρα τής Βασιλείας», όπως λέγει ένα τροπάριο τών Αϊνων τής Άναστάσεως. Τότε θά άρχίσει τό «καινόν», τό καινούργιο Πάσχα. Γι’ αύτό ή χαρά τής Άναστάσεως καί τής αιώνιας ζωής καθιστά τή νύκτα τής Κυριακής τού Πάσχα «πανήγυριν πίστεως», κατά τήν όποία κάθε πιστός «μετέχει έν τινι μέτρω καί δι’ όλί-γας στιγμάς» τής «όγδοης ήμέρας», ή όποία θά έκτείνεται στούς άτελεύτητους αιώνες

. Ή Κυριακή τού Πάσχα είναι ήμέρα «κλητή καί άγία», όπως ψάλλουμε στήν η' Ώδή τοϋ Κανόνος τοϋ Πάσχα. Δηλαδή ήμέρα επίσημη καί άγία, διότι είναι ήμέρα νέα- άπαρχή τοϋ αίώνος τής σωτηρίας, «τό τής σωτηρίας γενέθλιον»· είναι άφετηρία τής πανευτυχούς «όγδοης ήμέρας», τού άπέραντου αίώνος τού ύπεραπείρου Θεού. Γ ι’ αύτή τήν ήμέρα μίλησε αίνιγματωδώς ό σοφός Σολομών καί σ’ αύτήν άφιερώνει τούς Ψαλμούς «ύπέρ της όγδοης» ό μέγας Δαβίδ. Τήν ϊδια ήμέρα, κατά τήν ύμνολογία τής Εκκλησίας μας, προετύπωνε καί ό Υιός καί Λόγος τοϋ Θεοϋ, όταν ταπεινωνόταν ώς άνθρωπος καί δεχόταν περιτομή τήν όγδόη ήμέρα
Κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, καί «τό μέγα θέαμα τοϋ φωτός τής τοϋ Κυρίου Μεταμορφώσεως τής όγδοης (δηλαδή τοϋ μέλλοντος αίώνος) έστί μυστήριον- κατά τήν όγδόην γάρ δυνάμει κράτος ένεργείας ή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ άναφαίνεται». ’Επειδή μάλιστα ή άγια Μεταμόρφωση τοϋ Σωτήρος «είναι έορτή καί μυστήριον τοϋ μέλλοντος αίώνος», γι’ αύτό «ή ’Εκκλησία διώρισε νά λέγεται καθ’ έκάστην έν ταίς 'Ώραις τό Κοντάκιον τής Μεταμορφώσεως “Έπί τού όρους μετεμορφώθης...”, ϊνα διά τής συνεχούς ύπομνήσεως κινή τούς Χριστιανούς είς πόθον τής μελλούσης δόξης». Μέ τόν τρόπο αύτό «τούς χαροποιεί καί τούς ενδυναμώνει νά άθλήσουν άνδρείως, διά νά άξιωθούν τοιούτου άκηράτου στεφάνου τής μακαριότητος»
Άλλά καί ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος θεωρεί τήν «όγδόην ήμέραν» ώς τύπον τού μέλλοντος αίώνος, ό όποιος δέν θά έχει τέλος. Γράφει σχετικώς: «Τάς έπτά ήμέρας (ό Θεός) τάς έδιώρισε νά είναι είς τύπον τών έπτά αιώνων όποϋ μέλλουν νά άπεράσουν ύστερον. Τόν δέ παράδεισον τόν έφύτευσεν ύστερον άπό αύτάς τάς έπτά ήμέρας, διά νά είναι τύπος τού μέλλοντος αίώνος. Άμή (άλλά) διατί τό Πνεύμα το 'Άγιον τήν όγδόην ήμέραν δέν τήν άρίθμησε μαζί μέ τάς έπτά; έπειδή ήτον άνάρμοστον νά μετράται καί αύτή μαζί μέ τάς έπτά, αί όποϊαι άνακυκλούμεναι κάμνουν τάς τύσας, καί τόσας έβδομάδας, καί χρόνους, καί αιώνας.


 Άλλά έπρεπεν ή όγδόη νά είναι έξω άπό τάς έπτά, ώσάν όπού δέν έχει ούτε άρχήν, ούτε τέλος. Διατί ούδέ τώρα μέν είναι, μέλλει δέ νά γένη καί νά λάβη άρχήν, άλλά καί πρό τών αιώνων ήτον, καί τώρα είναι, καί θέλει είναι είς αιώνα αίώνος, όμως λέγεται πώς δέν είναι τώρα, άλλά μέλλει νά λάβη άρχήν, ότι θέλει έλθη έξ άπαντος (οπωσδήποτε), καί θέλει φανερωθη είς ήμάς όλοϋστερινά, καί θέλει γένη μία ήμέρα άνέσπερος, καί άτε-λεύτητος» όποιο θά παυσει. Διότι, όπως μάς διδάσκει ό θεοφώτιστος άγιος Δαμασκηνός, μετά τή γενική εξανάσταση καί τήν καθολική κρίση δέν θά άριθμεΐται πλέον ό χρόνος μέ ήμέρες καί νύκτες· τότε θά είναι «μάλλον μία ήμέρα άνέσπερος». «Ό χρόνος τότε δέν θά ύπάρχει. Ή κτίσις όμως θά διατηρηθή» μέ νέα βέβαια μορφή. «Ό κτιστός κόσμος δύναται νά ύπάρχτ] καί “έν ούχί χρόνω”. Ή κτίσις ήρχισεν, άλλά δέν θά παύση νά ύπάρχει. Ή ψυχή καί οί άγγελικές ύπάρξεις, θεολογεί ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός, έχουν άρχή, δέν έχουν όμως τέλος8! Κατά συνέπειαν, όπως γράφει ό π. Γ. Φλωρόσφσκυ, «είναι δυνατόν νά παρομοιάσωμεν τήν κτίσιν μέ μίαν γεωμετρικώς διατεταμένην δέσμην άκτίνων ή ήμιευθειών9, πού άπύ τήν πηγήν τους ή έστω ένα άφετηριακόν σημεϊον έπεκτείνονται πρός τό άπειρον». Ό κόσμος δημιουργήθηκε άπό τό μηδέν μέ τόν παντοκρατορικό λόγο τού Θεού «γενηθήτω» (Γεν. α 3). ’Άρχισε κάποτε. Όμως «ό λόγος τού Θεού έξέρχεται, άλλά δέν παρέρχεται»· ό θεόπνευστος Άπόστολος έβε-βαίωσε ότι ό λόγος τού Κυρίου «μένει είς τόν αιώνα», γι’ αύτό καί ή ζωή στήν όποία μάς άναγεννά είναι ζωή αιώνια (Α' Πέτρ. α 25). Έπί πλέον ό Θεός δημιούργησε τά πάντα γιά νά ύπάρχουν (βλ. Σ. Σολ. α' 14). «Δέν τά έκτισε “γιά λίγο”, άλλά “γιά πάντα”. Μέ τόν δημιουργικόν του λόγον έφερε τήν κτίσιν είς τό είναι (πάντοτε)». Καί «δέν ύπάρχει προοπτική νά άνακληθή αύτή ή δημιουργική άπόφα-σις» τού παντοδυνάμου Θεού. Επομένως «ό κόσμος έχει συμβατική άρχή, όχι όμως καί τέλος. Υπάρχει χάρις στό άμετάκλητο θέλημα τού Θεού»10.
Όλα αύτά μάς τά έφανέρωσε ή σοφία τού Θεού μέ τούς θεόπνευστους Προφήτες. Ό ψαλμογράφος έμελούργησε: Οί ούρανοί θά χαλάσουν καί θά χάσουν τό σημερινό τους σχήμα. Όλος ό κόσμος σάν ένδυμα θά παλιώσει. Ό δέ Κύριος, σάν εξωτερικό ρούχο πού περιβάλλονται οί άνθρωποι θά τούς γυρίσει, θά τούς περιτυλίξει καί θά άλλάξουν (Ψαλ. ρα [101] 26-27). Όπως είχε τή δύναμη νά δημιουργήσει τόν αόρατο καί ορατό κόσμο άπό τό μηδέν, έτσι καί μέ νέο δημιουργικό πρόσταγμα θά άνακαινίσει τά πάντα καί θά τοός δώσει νέα μορφή. Τήν ϊδια άλήθεια άντιλάλησε καί ό ευαγγελιστής Προφήτης (βλ. Ήσ. λδ' [34] 4- να [51] 6), ό όποιος έπρόσθεσε ότι αυτό θά γίνει γιά νά καταστεί «ό ούρανός καί ή γή καινή» (Ήσ. ξε' [65] 17). Στήν Κ. Διαθήκη ό ϊδιος ό Κύριος μάς ειπε ότι «ό ούρανός καί ή γή παρελεύσονται» (Ματθ. κδ' [24] 35- ε' 18), ένώ Αύτός θά βρίσκεται πάντοτε μέ τούς δικούς του «έως τής συντελείας τοϋ αίώνος» τούτου (Ματθ. κη' [28] 20). Είπε έπίσης ότι άπό τήν καταστροφή τού παρόντος κόσμου, τής όποιας θά προηγηθούν μεγάλες άναστατώ-σεις,θά προέλθει ή «παλιγγενεσία»,ή άνανέωση τού κόσμου (Ματθ. ιθ' [19] 28). Παρόμοια έκήρυξε καί ό θεοδίδακτος Παύλος, ό όποιος είπε ότι ή κτίση θά ελευθερωθεί «άπό τής φθοράς» (Ρωμ. η' 20-23). Ό άπόστολος Πέτρος έγραψε ότι μετά τήν άλλαγή ούρανού καί γής, ή όποία θά γίνει μέ βοή καί πάταγο, θά άνατείλουν «καινοί ούρανοί καί γή καινή», στούς όποιους θά κατοικεί ή άρετή καί ή άγιότητα (Β' Πέτρ. γ' 7, 10, 13). Έπίσης άπό τόν άετό τής Πάτμου πληροφορούμαστε ότι τόν μετασχηματισμό τού κόσμου θά άκολουθήσει «ούρανός καινός καί γή καινή». Ό ίδιος μαρτυρεί ότι «ό καθήμενος έπί τοϋ θρόνου» τού είπε: «’Ιδού καινά ποιώ πάντα» (Άποκ. κα' [21] 1-5).
Τή βεβαιότητα αύτή,ή όποία ήταν άνέκαθεν ζωηρή στούς πιστούς τής Εκκλησίας τού Χριστού, μάς τήν ερμήνευσαν καί μάς τήν άνέ-πτυξαν καί οί θεοφόροι Πατέρες, οί όποιοι έβοηθούντο άπό τήν «άνωθεν σοφίαν», πού έφώτιζε τόν νού καί καθοδηγούσε τήν όσία ψυχή τους. Έτσι ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων μάς κατηχεί: Έρχεται «ό Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός έξ ούρανών έρχεται δέ περί τήν συντέλειαν τού κόσμου τούτου  γίνεται γάρ τού κόσμου τούτου συντέλεια, καί ό γενητός (ό κτιστός) ούτος κόσμος πάλιν άνακαινοποιεΐται (θά ξεκαινουργωθεϊ)». Καί συνεχίζει: «Επειδή καί φθορά καί κλοπή καί μοιχεία καί πάν είδος άμαρτιών έχύθη (διαδόθηκε) έπί τής γής» καί αϊματα έπί αιμάτων άνεμίχθησαν στόν κόσμο, γιά νά μή μείνει «τό θαυμαστόν τούτο» κατοικητήριο τού άνθρώποο γεμάτο άνομίες, θά παρέλθει ό κόσμος αύτός, γιά νά άναδειχθεΐ ό άλλος, ό καλύτερος. Ό θείος Κύριλλος γιά τή διδασκαλία του αύτή παραπέμπει στόν Κύριον ήμών Ίησούν Χριστόν (πρβλ. Ματθ. κδ' [24] 29), στόν προφήτη Ήσαΐα (βλ. Ήσ. λδ' [34] 4) καί στόν Ψαλμωδό (βλ. Ψαλ. ρά [101] 26-27)".

Έπειδή γιά τήν Εκκλησία τοϋ Χριστοϋ ό παρών κόσμος δέν έχει άνεξάρτητη ιστορία, διαφορετική άπό έκείνη τοϋ άνθρώπου,γι’ αύτό άκολουθεΐ καί αύτός (ό κόσμος) βήμα πρός βήμα τήν ιστορική πορεία τοϋ βασιλέως τής έπίγειας δημιουργίας, δηλαδή τοϋ άνθρώπου. Καί όπως ό παρών κόσμος καί όλα όσα ύπάρχουν σ’ αύτόν ύπηρετούν τόν άνθρωπο, έτσι καί ή άνακαίνιση τοϋ κόσμου είναι ύπηρετική τού άνθρώπου. Ή άλήθεια αύτή, όπως καί τό ότι οί ήθι-κές μεταβολές τού άνθρώπου καθορίζουν καί τή μεταβολή τής κτίσεως, τονίζονται άπό τόν Ιερό Χρυσόστομο πολύ ώραΐα. Άναφε-ρύμενος ό θείος Πατήρ στόν λόγο τού Ψαλμωδοϋ «οί ούρανοί άπο-λοΰνται, σύ δέ διαμένεις...» (Ψαλ. ρα' [101] 26-27), στά δσα ό θείος Παύλος γράφει πρός τούς Χριστιανούς τής Ρώμης (βλ. Ρωμ. η' 19-22) καί σ’ έκεϊνα πού κηρύττει ό προφήτης Ήσαΐας (βλ. Ήσ. να' [51] 6), παρατηρεί: Όπως οί άνθρωποι δέν πρόκειται νά χαθούν, άλλά θά άλλαγοϋν καί θά μετατεθούν στήν άφθαρσία, κατά παρόμοιο τρόπο «καί ή κτίσις». Θά ελευθερωθεί καί αύτή άπό τήν ύποδούλωση στή φθορά (πρβλ. Ρωμ. η' 21)· δηλαδή δέν θά είναι πλέον «φθαρτή», άλλά θά άκολουθήσει τήν «εύμορφίαν» καί τή φύση τών άνισταμέ-νων άνθρώπινων σωμάτων. Διότι όπως τό άνθρώπινο σώμα έγινε φθαρτό λόγω τής άμαρτίας, έγινε δέ καί αύτή (ή κτίση) φθαρτή, «συστενάζουσα καίσυνωδίνουσα» μαζί του «άχρι τού νύν» (Ρωμ. η' 22), κατά παρόμοιο τρόπο, όταν τό σώμα καταστεί άφθαρτο, θά καταστεί καί αύτή άφθαρτη12. Τώρα ή κτίση, έπειδή μετέχει στή φθορά, ύποφέρει καί αύτή πολλές μεταβολές, όσες είναι φυσικό νά παθαίνουν καί τά σώματα. Τότε όμως, άφοϋ άποδυθεϊ τά πάντα, θά μάς παρουσιάσει άφθαρτη μεγαλοπρέπεια- έπειδή πρόκειται νά δεχθεί άφθαρτα σώματα, θά μετασχηματισθεί καί αύτή πρός τό καλύτερο, τό έξοχότερο13. Στολισμένη μέ αύτόν τόν τρόπο έξαίρει καί τονίζει τή δόξα τοϋ άνθρώπου, τόν όποιο ύπηρέτησε καί διακό-νησε στή γή. Άλλά καί ό Μ. Βασίλειος μάς διδάσκει ότι είναι άνάγκη νά μεταποιηθεί ό κόσμος αύτός, έφ’ όσον καί οί ψυχές μετά θάνατον θά είσέλθουν σέ νέο τρόπο ζωής. Διότι όπως ή ζωή τού κόσμου αύτού
είναι ανάλογη πρός τη φύση τοϋ παρόντος κόσμου, έτσι καί ή μέλλουσα ζωή τών ψυχών θά είναι τέτοια πυύ θά συγγενεύει πρός τίς νέες συνθήκες τής ζωής

Ό συνώνυμος τής Θευλυγίας Πατήρ, ερμηνεύοντας τόν θεόπνευστο λόγο «έτι άπαξ έγώ σείω ού μόνον την γήν, άλλά καί τόν ουρανόν» (Έβρ. ιβ' [12] 26· πρβλ. καί Άγγ. β' 6-7), παρατηρεί: Μέ τούς προφητικούς αύτούς λόγους δηλώνεται, νομίζω, ή λαμπρή μεταβολή τών πραγμάτων τής ζωής αύτής. Ό τελευταίος αύτός σεισμός δέν είναι άλλος παρά «ή δευτέρα τού Χριστού παρουσία», καί ή άλλαγή καί ή μετάθεση τού σύμπαντος στήν κατάσταση τής ήρεμίας καί τής σταθερότητος. Θεωρεί δέ ό θεολόγος Πατήρ δτι ό σεισμός εκείνος δέν θά είναι κατώτερος καί μικρότερος τών άλλων σεισμών πού θά έχουν γίνει15. ’Άλλωστε όλη ή άψυχη κτίση περιμένει μέ μεγάλη έπι-θυμία καί σφοδρό πόθο τή δόξα τού άνθρώπου καί τή νέα καί άφθαρτη ζωή τών δικαίων, διότι ζεΐ μέ τήν έλπίδα δτι καί αύτή θά άποκατασταθεί μαζί τους (βλ. Ρωμ. η' 19-21). Όταν ό Θεός «άνα-καινίση τόν άνθρωπον καί τόν κάμη άφθαρτον καί άθάνατον καί πνευματικόν, τότε θά άνακαινίση μαζί μέ αύτύν καί όλην τήν κτίσιν, καί θά τήν κάμη άίδιον (αιώνια) καί άφθαρτον»16.
Ή διδασκαλία τής ’Εκκλησίας μας περί τής συντελείας καί άνα-καινίσεως τού κόσμου είναι τόσο βασική καί σπουδαία, ώστε ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λέγει: Έάν κανείς δέν δέχεται τή συντέλεια τού κόσμου, τότε είναι φανερό ότι αύτός δέν πιστεύει ότι ό Θεός είναι ό δημιουργός τοϋ ούρανού καί τής γής. Τό πώς δμως θά γίνει ή συντέλεια, συνεχίζει, διαφεύγει άπό τή δική μας επιμελή έρευνα καί πολυ-πραγμοσύνη. Ωστόσο τήν πιστεύουμε, δπως πιστεύουμε δτι ό κόσμος δημιουργήθηκε «έκ τού μή όντος», άφήνοντας κατά μέρος τήν έρευνα εκείνων πού δέν είναι προσιτά στή δική μας κατανόηση. Όπως άρκεΐ ή θεία Παντοδυναμία γιά νά δημιουργήσει άπό τό μηδέν τά πάντα, κατά παρόμοιο τρόπο άπο δίδουμε στήν ϊδια δύναμη καί τήν «άναστοιχείωσιν» τών ύπαρχόντων, διότι θεωρούμε τήν πίστη αύτή πρέπουσα καί λογική

Ό ιερός Αυγουστίνος συμφωνεί μέ τούς άλλους Πατέρας τής ’Ορθοδόξου ’Ανατολής καί γράφει: «Μετά τήν κρίσιν ό ούρανός ούτος καί ή γή θά παύσουν νά ύφίστανται, όταν έμφανισθούν νέος ούρανός καί νέα γή. Ό κόσμος θά διέλθη διά τής μεταβολής καί όχι διά τής έκμηδενίσεως όλων τών πραγμάτων». Άναφερόμενος δέ στόν άπο-στολικό λόγο «παράγει τό σχήμα τοϋ κόσμου τούτου» (Α' Κορ. ζ' 31) σημειώνει: «Αύτό τό όποιον παράγεται είναι ή μορφή καί όχι ή φύσις». Σχολιάζοντας έξ άλλου τό χωρίο τής Άποκαλύψεως «καί είδον ούρανόν καινόν καί γην καινήν ό γάρ πρώτος ούρανός καί ή πρώτη γή άπήλθον» (Άποκ. κά [21] 1) παρατηρεί: «Τότε ή όψις τού κόσμου θά μεταβληθή είς λίμνην πυρός, όπως είχεν ήδη μεταβληθή κατά τόν κατακλυσμόν είς ύδωρ». Έτσι μετά τήν μεταβολή αύτή «ό άνακαινισθείς καί βελτιωθείς κόσμος θά εύρεθή είς τέλειον συναρμο-νισμόν μετά τών άνακαινισθέντων» άνθρώπων, ώς πρός τά άφθαρτα σώματά τους18. Ή κτίση λοιπόν, κατά τόν όσιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο, «έπειδή έπαλαιώθη καί κατεμολύνθη άπύ τάς άμαρτίας μας, θέλει διαλυθή άπό τόν δημιουργόν Θεόν μέ φωτίαν, ήγουν θέλει ξαναχωνευθή, καί θέλει γένη καινούργια, καί λαμπρότερα άσυγκρίτως άπό αύτήν όπού φαίνεται τώρα»
Ώστε ή συντέλεια καί ή άνακαίνιση τού κόσμου θά γίνουν μέ φωτιά, τήν όποία θά έξαπολύσει έν τη παντοδυναμία καί πανσοφίρι της ή δεξιά τού Ύψίστου. Κατά τήν ήμέρα τού Κυρίου τά ούράνια σώματα θά διαλυθούν διά τής καύσεως, καί ή γή καί τά έργα πού θά ύπάρχουν σ’ αύτήν θά κατακαούν (βλ. Β' Πέτρ. γ' 10)· καί τότε ή θεία Παντοδυναμία καί Πανσοφία θά άνεγείρει «καινούς ούρανούς καί γήν καινήν» (Β' Πέτρ. γ' 13· Άποκ. κά [21] I)20. Πολίτες τού νέου έκείνου κόσμου θά είναι «οί λελυτρωμένοι παρά Κυρίου». «Οί κύνες (οί άδιάντροποι όπως τά σκυλιά) καί οί φαρμακοί (οί μάγοι) καί οί πόρνοι καί οί φονεϊς καί οί είδωλολάτραι καί πάς φιλών καί ποιών το ψεύδος» (Άποκ. κβ' [22] 15) θά άπουσιάζουν έντελώς άπό έκεί. Έκεϊ θά κατοικούν μονίμως ή άρετή καί ή άγιότης (Β' Πέτρ. γ' 13).

Ό όσιος ’Ισαάκ ό Σύρος μένει έκστατικός, καθώς σκέπτεται τή νέα έκείνη τάξη τών πραγμάτων, καί άναφωνεΐ: ’Ώ τού θαύματος! Πόσο ή πάνσοφη οικονομία καί άγαθή πρόνοια τοϋ Θεού ύπερβαίνει κάθε έννοια, καί πόσο ή θαυμαστή δύναμή του (...) θά καταργήσει τή θαυμαστή αύτή τάξη καί ύστερα άπό αύτύ θά έλθει «άλλος αιών»! Στύν νέο έκεΐνο αιώνα δλα θά λησμονήσουν παντελώς αύτή τήν πρώτη κτίση. Αύτό θά συμβεΐ, διότι θά γίνει «άλλοίωσις άλλη»· διότι έκεϊ θά επικρατούν πλέον «άλλοι διαλογισμοί καί άλλη μέριμνα». Οί δίκαιοι άνθρωποι δέν θά θυμούνται πλέον τόν κόσμο αύτό ουτε τήν προηγούμενη διαγωγή τους. Επειδή ό νούς τών δικαίων πού θά ζούν στή νέα βασιλεία θά δεσμευθεΐ «είς τήν θεωρίαν έκείνης τής καταστάσεως» καί δέν θά έπιστρέψει πλέον πίσω γιά νά άσχοληθεΐ μέ τήν πάλη «αϊματος καί σαρκός». Διότι μέ τόν άφανισμό τοϋ αίώνος τούτου θά λάβει άμέσως άρχή ό μέλλων αιών

Ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος γράφει: «Όλη ή κτίσις άφού άνακαινισθή καί γένη όλη πνευματική, θέλει γένη κατοικητήριον άϋλον, άφθαρτον, άτρεπτον, παντοτεινόν καί νοερόν. Καί ό ούρανός θέλει είναι άσυγκρίτως λαμπρότερος καί φωτεινότερος άπό αύτύν πού φαίνεται τώρα, ώσάν άλλος καινούργιος. Καί ή γή θέλει λάβη μίαν εύμορφίαν άνεκλάλητον καί καινούργιαν καί ένα είδος χλόης άμάραντον, ήγουν στολισμένη μέ άνθη φωτεινά καί πολυποίκιλα καί πνευματικά, είς τά όποια, καθώς λέγει ό θείος λόγος, κατοικεί δικαιοσύνη. Καί ό ήλιος θέλει λάμψη έπταπλασίως περισσότερον (...). Καί δλος ό κόσμος ούτος θέλει είναι άνώτερος άπό κάθε λόγον, ώσάν όπού ύπερβαίνει κάθε διάνοιαν. Όμως μέ τό νά είναι πνευματικός καί θείος ενώνεται μέ τόν νοητόν κόσμον, καί γίνεται ένας άλλος παράδεισος νοερός, καί 'Ιερουσαλήμ έπουράνιος (...) μία κληρονομιά άσυλος (άσύλητη, πού δέν μπορεί κανείς νά τήν άρπάξει) τών υιών τοϋ Θεού»
Ιδού λοιπόν «τί θά ύπάρχτ] κατά τό τέλος (τό) άνευ τέλους- διότι τί άλλο τέλος δύναται νά ύπάρξη δι’ ήμάς παρά νά φθάσωμεν είς τό βασίλειον,τό όποιον ούδέποτε θά έχ/) τέλος;»23. Στό βασίλειο έκεϊνο ή άπειράριθμη, ή νέα καί αιώνια κοινωνία τών «λελυτρωμένων» θά άποτελει σύνολο τό όποιο θά συνδέεται μέ άρρηκτους δεσμούς μεταξύ του καί μέ τόν Κύριον, πρός τόν όποιον οί «λελυτρωμένοι» θά άναπέμπουν ούράνιες μελωδίες καί άσμα νέο, αιώνιο, γλυκύ, πάντερπνο. Έκεΐ ό Θεός θά έχει έξαλείψει «πάν δάκρυον άπό τών οφθαλμών ήμών»' έκεΐ ό θάνατος δέν θά ύπάρχει πλέον, «οΰτε πένθος οΰτε κραυγή οΰτε πόνος» θά ύπάρχουν πλέον. Έκεΐ ή άγάπη θά είναι άγνή καί θά αύξάνει συνεχώς· θά είναι άδυτη καί άστένακτη. Όλα θά είναι ήρεμα, γαληνά, όσια, άγνά. Διότι έκεΐ θά βρίσκεται ή άχειροποίητη «σκηνή τοΰ Θεού μετά τών άνθρώπων», καί ό Θεός θά κατοικήσει μαζί τους καί αύτοί θά είναι λαός δικός του καί ό ίδιος ό άπειροάπειρος Θεός θά είναι μαζί τους (βλ. Άποκ. κα' [21] 1-4).

Τί άλλο μπορούμε νά προσθέσουμε έμεϊς; Τίποτε άπολύτως. Τό μυστήριο θά παραμείνει άρρητο. Γι’ αύτό καί ή Άγία Γραφή, γιά νά έκφράσει τό άρρητο αύτό μυστήριο τής αίωνιότητος, χρησιμοποιεί δύο μόνο λέξεις: «αιώνας αιώνων»\...
Αγαπητέ μου άναγνώστα- τώρα πού μέ τή βοήθεια τής Παναγίας καί Όμοουσίου καί Ζωοποιού Τριάδος έφθάσαμε στό τέλος, στοχάσου αύτό πού έγραψε ό σοφός Σολομών στό θεόπνευστο βιβλίο του ’Εκκλησιαστής ώς κατακλείδα τών στοχασμών, τών άπογοητεύσεων καί τών ελπίδων του. Μετά άπό τήν πικρή διαπίστωση ότι στόν κόσμο αύτό «ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα (είναι) ματαιότης», λέγει στόν καθένα μας: «Τέλος λόγου, τό πάν ακούε· τόν Θεόν φοβού καί τάς έντολάς αύτού φύλασσε», διότι ή διπλή αύτή έντολή είναι όλος ό σκοπός καί ό προορισμός τού άνθρώπου στή γή. Στοχάσου «ότι σύμπαν τό ποίημα ό Θεός άξει έν κρίσει»· ότι όλα τά έργα μας ό Θεός θά τά κρίνει στό Παγκόσμιο Δικαστήριο. "Ολα· κάθε φανερή καί άπόκρυφη πράξη μας, όλα τά έν γνώσει καί έν άγνοια έργα μας· όλα, εϊτε άγαθά εϊτε πονηρά είναι αύτά, θά τά φανερώσει καί θά άποδώσει δικαιοσύνη (Έκκλ. ιβ' [12] 13-14).

Φιλοσόφησε, λοιπόν χριστιανοπρεπώς έπί όλων αύτών. Κάθε κτύπος τοϋ ώρολογίου μάς σπρώχνει απαλά άλλά σταθερά πρός την ένδοξη, φοβερή ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας τοΰ Κυρίου. Όλες οί φωτεινές ήμέρες σάν λευκοί ποταμοί καί δλες οί σκοτεινές νύκτες σάν μαύροι ποταμοί διασχίζουν τούς κρημνούς καί τίς άβύσσους τής ύπάρξεως καί μάς μεταφέρουν πρός έκείνη τήν ήμέρα. «Αί μυριάδες τών ήμερών» κατευθύνονται πρός τήν επιφανή καί ένδοξη ήμέρα τού Κυρίου. Καθώς τά έτη καί οί αιώνες διαδέχονται ό ένας τόν άλλο μέσα άπό τίς άλλαγές καί τίς άλλοιώσεις τού παρόντος αίώνος, κόσμος καί άνθρωποι, δλοι καί δ λα τρέχουμε πρός μία μόνο κατεύθυνση: πρός έκείνη τήν ήμέρα. Οί ώρες, οί ήμέρες, τά έτη, οί αιώνες, οί χιλιετίες τρέχουν, φεύγουν καί μάς παραπέμπουν πρύς τούς «αιώνας τών αιώνων», τήν άρρητη αιωνιότητα, ή όποία ούδέποτε θά περάσει, διότι δέν έχει τέλος! Γι’ αύτό οί Πατέρες συμβουλεύουν τόν καθένα μας: «’Άν έχεις καιρόν, μή περιμένεις εύκαιρίαν»! Άλλωστε γιατί τό λησμονούμε; Οί γέροντες βαδίζουν πρός τόν θάνατο, ό θάνατος δμως έρχεται πρός τούς... νέους!

Δέν έχω ούτε καί βρίσκω κανένα δικό μου λόγο άξιο νά κατακλείσω τίς σελίδες τού βιβλίου αύτού. ’Άλλωστε, δσα έγράφησαν έδώ δέν προέρχονται άπό έμενα. «Πάσα δόσις άγαθή καίπάν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαϊνον άπό τοϋ πατρός τών φώτων» (Ίακ. α 17). Δικά μου μόνον είναι οί παραλείψεις καί οί έλλείψεις πού ύπάρχουν σέ δσα έγράφησαν. Γι’ αύτό «έξουδενωμένος» έξ έπόψεως πνευματικής, καί άρα άδύναμος νά σκεφθώ βαθύτερα- «κτηνώδης παρά τώ Θεώ» (Ψαλ. οβ' [72] 22) ώστε νά κατανοήσω τήν άπειρύσοφη οικονομία του περί τό βαθύ μυστήριο τού θανάτου- «πτωχός καί πένης» (Ψαλ. λθ' [39] 18) σέ έργα άρετής καί άγιότητος, ώστε νά έχω θείο φωτισμό, δανείζομαι άπό τόν «έν θεολόγοις δσιον καί έν όσίοις θεολόγον» Νικόδημο τόν Αγιορείτη τούς δικούς του λόγους:
«Κάμνω τέλος, καί λέγω μέ τόν Άγιον Συμεών τόν νέον Θεολόγον δτι είναι άνάγκη δλοι ήμεΐς οί Χριστιανοί νά ίατρευθώμεν άπό τά πάθη καί τάς πληγάς τής άμαρτίας, καί έπειτα νά φυλάξωμεν καί δλας τάς έντολάς τού Κυρίου, καί νά κάμωμεν κάθε άρετήν- εί (έάν) δέ καί δέν προφθάσωμεν νά κάμωμεν άλλας έντολάς τοϋ Κυρίου, καί άλλας άρετάς, τό έλάχιστον έλάχιστον είναι άνάγκη καν νά εύρεθώμεν ύγιεΐς καί ολόκληροι άπό τάς πληγάς καί άσθενείας τής άμαρτίας, διά μέσου τής έντολής, καί τής άρετής τής μετανοίας-διατί, έάν μέν άποθάνωμεν ύγιεΐς καί ίατρευμένοι άπό τά πάθη καί
άμαρτίας διά τής μετανοίας, άπερχόμεθα εις τήν Βασιλείαν τών Ουρανών έάν δέ άποθάνωμεν αγιάτρευτοι, άσθενεϊς καί μισεροί διά τής άμετανοησίας, άπερχόμεθα είς τόν άδην (Λόγ. ιβ'). ’Επειδή καί ή Βασιλεία τών Ούρανών δέν είναι νοσοκομεϊον καί σπητάλι, διά νά δέχεται τούς άρρώστους καί μισερούς- άλλ’ είναι κατοικία καί παλάτι, διά νά δέχεται τούς ύγιεΐς καί γερούς. Διά τούτο, άμαρτωλοί σύντροφοι έδικοί μου, άς φωνάζωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς έκείνας τής ’Εκκλησίας δεήσεις·

 “'Άγιε έπίσκεψαι καί ϊασαι τάς άσθενείας ήμών, ένεκεν τού ονόματος σου”· καί- “’Επουράνιε Βασιλεύ, ήμάς έν μετανοία καί έξομολογήσει παράλαβε, ώς άγαθός καί φιλάνθρωπος”»
Άδελφή ψυχή, σύ πού έμελέτησες τίς γραμμές οί όποιες προηγήθησαν, άς άγωνισθοϋμε νά ζήσουμε μέ τόν άγιο καί άγνό φόβο τού Θεού τόν ύπόλοιπο χρόνο τής «παροικίας ήμών» (Α' Πετρ. α 17), δηλαδή τής ξενιτειάς μας έδώ στή γή.
 Έάν ζήσουμε «σωφρόνως καί δικαίως καί εύσεβώς έν τώ νϋν αίώνι», περιμένοντας μέ άγιο πόθο καί χαρά τή μακαριότητα πού έλπίζουμε καί τή φανέρωση τής δόξης τού μεγάλου Θεού καί Σωτήρος μας ’Ιησού Χριστού (Τίτ. β' 13), δέν θά έπιτρέψει ό περιπόθητος καί γλυκύτατος Κύριός μας νά γίνουμε «έπίχαρμα» τών παγκάκων δαιμόνων δηλαδή τέτοιοι ώστε νά πανηγυρίζουν καί νά χαιρεκακούν οί δαίμονες. Άπ’ εναντίας θά μάς άξιώσει νά «προφθάσωμεν τό πρόσωπον αύτού έν έξομολογήσει καί έν φαλμοϊς»· νά άλαλάξουμε καί έμεϊς μαζί μέ τούς άγιους Άγγέλους, όταν θά έλθει νά κρίνει «τήν οικουμένην έν δικαιοσύνη» (Ψαλ.δ' [94] 2-3· [95] 13). Τότε θά γίνουμε καί έμεϊς άγια καί μακάρια μέλη τής δεδοξασμένης καί πανευτυχούς όμηγύρεως τών «έν ούρανοΐς άπογεγραμμένων», γιά νά άναπέμπουμε παναρμόνιο, πάντερπνο καί άσίγητο ύμνο πρός τόν Παμβασιλέα Χριστόν.

ΑΥΤΩ Η ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ  ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΑΜΗΝ

Από το Βιβλίο ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...