Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 16, 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 16 Μαρτίου 2014 Β΄Νηστειών Μάρκος β΄1-12



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 16 Μαρτίου 2014


Β΄Νηστειών Μάρκος β΄1-12



Κείμενο:
1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι' ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. 2 καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. 3 καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. 4 καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ἐφ' ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. 5 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 6 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· 7 Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; 8 καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 9 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 10 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ· 11 Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 12 καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι, οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
Μετάφραση:
Ύστερα από λίγες μέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα· και τους κήρυττε το μήνυμά του. Έρχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέροντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από ΄κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος. Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: «Μα πως μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός». Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας; Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: "σου συγχωρούνται οι αμαρτίες" ή να του πω, "σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα"; Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» - λέει στον παράλυτο: «Σ΄ εσένα το λέω, σήκω πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ΄ όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει!»

Απόστολος Κυριακής Β΄Νηστειών: Εβρ. α’ 10 – β’ 3 (16-03-2014)

Κείμενο
Κατ’ ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται,  καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι.  πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;
Δια τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν.  εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,  πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
Μετάφραση
Εσύ, Κύριε, θεμελίωσες αρχικά τη γη και έργο των χεριών σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα καταστραφούν, εσύ όμως παραμένεις αμετάβλητος. Και όλοι γενικά σαν ρούχο θα παλιώσουν και σαν περικάλυμμα θα τους τυλίξεις και θα αλλοιωθούνε, εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος και τα χρόνια σου τελειωμό δε θα ‘χουν. Και σε ποιον από τους αγγέλους είπε ποτέ ο Θεός: Στα δεξιά μου να κάθεσαι, ωσότου κάνω τους εχθρούς σου ακουμπιστήρι των ποδιών σου; Δεν είναι μήπως όλοι υπηρετικά πνεύματα που αποστέλλονται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία; Γι’ αυτό πρέπει εμείς να στρέφουμε την προσοχή μας περισσότερο σ’ αυτά που ακούσαμε για να μην τυχόν και λοξοδρομήσουμε απ’ αυτά σε καμιά περίπτωση. Γιατί, αν ο λόγος που κηρύχτηκε μέσω των αγγέλων αποδείχτηκε αληθινός και κάθε παράβαση και παρακοή πήρε τη δίκαιη ανταμοιβή της σύμφωνα με το νόμο, πώς θα μπορέσουμε εμείς να ξεφύγουμε, αν παραμελήσουμε μια τόσο μεγάλη σωτηρία; H οποία αφού άρχισε να πρωτοκηρύσεται από τον Κύριο, μας την επιβεβαίωσαν στη συνέχεια εκείνοι που τον άκουσαν.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και διδασκάλους της μυστικής και νηπτικής θεολογίας και της δογματικής αλήθειας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια γενιά. Οι γονείς του προέρχονταν από την Μ. Ασία. Με την προσπέλαση όμως των Τούρκων στα Βυζαντινά εδάφη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. και μεγάλωσε στην αυτοκρατορική αυλή. Πολύ νωρίς, σε ηλικία μόλις επτά ετών, έμεινε ορφανός από πατέρα, αλλά παρέμεινε κάτω από την προστασία και την προσωπική επίβλεψη του αυτοκράτορα.

Όταν τελείωσε τη βασική εκπαίδευση, ο αυτοκράτορας του έδωσε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο φιλοσοφικές σπουδές. Εδώ ο Γρηγόριος διακρίθηκε τόσο για τη μεγάλη διάνοιά του, όσο και για τη βαθιά επιμέλεια και επίδοσή του στο φιλοσοφικό και θεολογικό χώρο. Όμως, οι επιτυχίες και τα αξιώματα δέν τον μεθούσαν. Αλλού είχε αυτός το «όμμα της ψυχής» στραμμένο. Η φλογερή αγάπη του για τον Θεό του σκίαζε τη λάμψη της κοσμικής δόξας. Έτσι σε ηλικία είκοσι ετών αναχώρησε μαζί με τα τρία αδέρφια του και εγκαταστάθηκαν στη φημισμένη Μονή, που βρισκόταν στο όρος Παπίκιο, μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης. Η φήμη όμως των Αγιορειτών μοναχών και όσα ο ίδιος είχε από παιδί ακόμα ακούσει, από τους μοναχούς που επισκέπτονταν κατά καιρούς την Κωνσταντινούπολη, τον έφεραν γρήγορα στο ποθητό Αθωνίτικο περιβάλλον.
Στη Θεσσαλονίκη το 1326 μ.Χ., σέ ηλικία τριάντα ετών, χειροτονήθηκε ιερέας και θεμελίωσε νέο ησυχαστήριο στην περιοχή της Βέροιας. Εκεί, παρόλο που ήταν προϊστάμενος, ζούσε τελείως απομονωμένος, με μεγάλη άσκηση, προσευχή και σιωπή και έβγαινε από το κελλί του μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, για να λειτουργήσει και να δει τους αδερφούς.
Μόλις πέντε χρόνια μπόρεσε να απολαύσει την αγαπημένη του έρημο και ησυχία. Σέρβοι επιδρομείς έφτασαν στην περιοχή και η συνοδεία του Αγίου Γρηγορίου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ερημητήριό της και να ξαναγυρίσει στον Άθωνα. Τώρα τον περίμεναν νέοι και ιδιόμορφοι αγώνες.
Κάποιος Έλληνας από την Καλαβρία της Ιταλίας, έφτασε το 1330 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επιδόθηκε στη διδασκαλία της φιλοσοφίας και της Λογικής. Ήταν ο γνωστός Βαρλαάμ, στον οποίο μάλιστα ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός, που είχε το αξίωμα του «μεγάλου Δομέστικου» (πρωθυπουργού), εμπιστεύτηκε μια έδρα του αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου και αυτό συνετέλεσε στο να γίνει ο Βαρλαάμ περισσότερο γνωστός στον κύκλο των γραμμάτων. Ο σκοπός και το έργο του Βαρλαάμ, όπως αργότερα αποδείχτηκε, δεν ήταν τυχαία. Όταν το 1333-34 ο Πάπας έστειλε δύο Δομηνικανούς θεολόγους για να προετοιμάσουν το διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, ο Βαρλαάμ ανέλαβε να εκπροσωπήσει την ορθόδοξη Εκκλησία. Και ναι μεν διακήρυττε πάντοτε την ορθοδοξία του, αλλά δεν αντέδρασε καθόλου στη θέση των Ρωμαιοκαθολικών περί της «εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού». Βασιζόμενος στα κείμενα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, παρερμήνευσε τον αποφατισμό της ορθόδοξης θεολογίας με την σκέψη ότι, εφόσον ο Θεός είναι το «επέκεινα», δεν μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί στη θεοπτία. Σ᾽ αυτό το σημείο άρχισε η αντιδικία του με τους ορθόδοξους μοναχούς, των οποίων ο Βαρλαάμ περιγέλασε τη νηπτική τακτική και τη μέθοδο της καθάρσεως του νου διά της νοεράς προσευχής, ονομάζοντάς τους «ομφαλοσκόπους».
Ο Άγιος Γρηγόριος δεν μπορούσε να σιωπήσει. Από το ερημητήριο του Αγίου Σάββα και αργότερα από τη Θεσσαλονίκη συνέταξε τις περίφημες Τριάδες, για την υπεράσπιση του ησυχασμού. Τα κείμενα αυτά κατοχυρώνουν, για πρώτη φορά θα λέγαμε, τη θεολογία του ησυχασμού. Η ευκαιρία που δόθηκε με την αιρετική θέση και πρόκληση του Βαρλαάμ, έδωσε τη δυνατότητα στην ορθόδοξη θεολογία να προσδιορίσει την έννοια και το νόημα του ησυχασμού και ακόμα τη σχέση του με τα βασικά δόγματα, για την πτώση του ανθρώπου, τη Σάρκωση του Θεού Λόγου και την απολυτρωτική χάρη των Μυστηρίων.
Ο Γρηγόριος στη συνέχεια ξεκαθαρίζει το θέμα της θεωρίας του Ακτίστου Φωτός. Ο Θεός, λέει, δέν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τον άνθρωπο, ως προς την ουσία Του. Μπορεί όμως να αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος να κοινωνήσει μαζί Του, «διά των θείων ενεργειών». Με τη θέση αυτή, η οποία περιγράφηκε και εκφράστηκε δογματικά πρώτα από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έκλεισε το πολυσύνθετο θέμα της θέας του Ακτίστου Φωτός και της γνώσεως του Θεού.
Το 1341 μ.Χ. η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον Βαρλαάμ και έτσι τελείωσε η πρώτη φάση της ησυχαστικής έριδας, η οποία είχε τρία βασικά αντικείμενα: α) Την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, β) Τη γνώση του Θεού και γ) Τη θέα του Ακτίστου Φωτός.
Η επόμενη φάση των «ησυχαστικών ερίδων» αρχίζει το 1341 μ.Χ. και τελειώνει το 1347 μ.χ. Αντιμέτωπο αυτή τη φορά είχε τον Ακίνδυνο. Ο Ακίνδυνος ήταν μοναχός Βουλγαρικής καταγωγής και παλιός μαθητής του Αγίου Γρηγορίου στόν Άθωνα. Αρχικά ο Ακίνδυνος στάθηκε από πλευράς θεολογικής μεταξύ των απόψεων του Βαρλαάμ και του Παλαμά. Αργότερα κράτησε δική του θέση συντηρητική και εξωτερικά παραδοσιακή. Η βάση της όμως ήταν μια απόλυτα αιρετική παρέκκληση από το ορθόδοξο δόγμα και την εκκλησιαστική παράδοση.
Δυστυχώς οι απόψεις του Ακινδύνου υπερίσχυσαν και ο Παλαμας απομακρύνθηκε και εξορίστηκε σε κάποια Μονή του Βοσπόρου. Από εκεί τον μετέφερναν από Μονή σε Μονή και τέλος τον έκλεισαν στις φυλακές των ανακτόρων. Παράλληλα το 1346 η Σύνοδος τον απέκοψε από την Εκκλησιαστική κοινωνία, ως αιρετικό.
Από τις φυλακές ο Άγιος Γρηγόριος έγραψε πολλές επιστολές και τους αντιρρητικούς λόγους κατά του Ακινδύνου. Το 1346 μ.Χ., ύστερα από επέμβαση της βασιλομήτορας Άννας, ελευθερώθηκε. Εδώ έκλεισε και η δεύτερη φάση των ησυχαστικών ερίδων, που τόσο ταλαιπώρησαν την Εκκλησία, αλλά και που έδωσαν την ευκαιρία να εκφραστεί για μιά ακόμη φορά η ορθή πίστη της Εκκλησίας.
Τον ίδιο χρόνο ο Άγιος Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Θεσσαλονίκης, αλλά εξαιτίας πολιτικών αναταραχών δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί στην έδρα του, και παρέμεινε για ένα διάστημα μεταξύ Αγίου Όρους και Κωνσταντινουπόλεως. Όταν όμως ο Ιωάννης Καντακουζηνός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε και ο Άγιος Γρηγόριος κοντά στό ποίμνιό του. Στη Θεσσαλονίκη ο Παλαμάς αντιμετώπισε ένα νέο ρεύμα δοξασιών, με επικεφαλής κάποιον Γρηγορά, μαθητή του Ακινδύνου. Δύο όμως αλλεπάλληλες Σύνοδοι το 1351-52, καταδίκασαν το Γρηγορά, πριν ακόμα να του δοθεί η ευκαιρία να διαταράξει εκ νέου με τις δοξασίες του την ειρήνη της Εκκλησίας.
Στην προσπάθειά του να μεσολαβήσει μεταξύ δύο πολιτικών αντιπάλων και να ειρηνεύσει την πολιτική κατάσταση για το καλό και της Πολιτείας και της Εκκλησίας, έπεσε στα χέρια των Τούρκων, έξω από την νήσο Τένεδο. Τα χρόνια που ακολούθησαν του πρόσθεσαν πολλούς κόπους και ταλαιπωρίες, αλλά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί «τα δεσμά» του, προσεγγίζοντας τους Τούρκους και προετοιμάζοντας την Κατήχηση και την είσοδό τους στην Εκκλησία. Το 1355 ελευθερώθηκε και ξαναγύρισε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε το 1359 μ. Χ.
Η Εκκλησία, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του ένα γνήσιο τέκνο της και αυτόν που εξέφρασε θεωρητικά και δίδαξε πρακτικά ότι το δόγμα και η παράδοση δεν είναι στεγανά και η πίστη δεν είναι, από πλευράς θεολογικής τοποθετήσεως, μια απλή και άκαμπτη «επανάληψη των γνωστών», αλλά είναι ένας διαρκής χείμαρρος που ρέει ακατάπαυστα μέσα στην Εκκλησία και τη ζωογονεί, τον ανακήρυξε άγιο (1368 μ.Χ.) και έχει αφιερώσει στη μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών.

Το έργο του
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Γρηγορίου υπήρξε πολύ μεγάλο και σε όγκο και σε βάθος. Η θεολογία του δεν ξεκινάει από φιλοσοφικές έννοιες, αλλά από την προσωπική εμπειρία. Αυτό δεν υπονοεί καμιά απολυτοποίηση της γνώσεως, αντίθετα τονίζει ότι η θεολογία και η πίστη δεν έχουν βάση τη γνώση που πηγάζει από την αίσθηση, αλλά βασίζονται στη γνώση που ξεκινάει και τρέφεται με τη διόραση. Μ᾽ άλλα λόγια η μελέτη των όντων μόνο δέν οδηγεί στη θεογνωσία, αλλά η θεγνωσία γεννιέται στην ψυχή από τον Ίδιο τον Θεό, που «αυτοαποκαλύπτεται», κοινωνεί με τον άνθρωπο και του διδάσκει την «άνωθεν σοφία».
Στα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου διδάσκεται καθαρά και επίμονα η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι «αυθύπαρκτος, αυτοπάτωρ και ακατάληπτος», ενώ οι ενέργειες είναι «ενυπόστατα στοιχεία» που κοινωνούν με τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος είναι συγκεφαλαίωση της κτίσεως, που υποδουλώθηκε όμως σ᾽ αυτή μετά την πτώση του. Με το βάπτισμα «εκβάλλεται» ο Σατανάς από την ψυχή και την πολεμάει πλέον «εκ των έξω». Γι᾽ αυτό, ως βασικές προϋποθέσεις για την ανακαίνιση του ανθρώπου, θεωρεί το βάπτισμα και τη Θ. Ευχαριστία. Η Θ. Ευχαριστία μαζί με τη βίωση της μετανοίας και της ασκήσεως οδηγούν στη «μέθεξι» του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο «εν τω Χριστώ άναρχον και ατελεύτητον». Αυτό δεν είναι φιλοσοφική θεώρηση, αλλά πραγματικότητα, την οποία βίωσαν, κατά κάποιο τρόπο, απόλυτα η Υπεραγία Θεοτόκος και ο Τίμιος Πρόδρομος, οι οποίοι αποτελούν πλέον και τα αρχέτυπα όσων επιθυμούν να αγιαστούν και να ζήσουν αιώνια.
Ο συγγραφικός πλούτος, που κληροδότησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Άγιος Γρηγόριος, είναι ανεκτίμητος. Δίκαια ο υμνογράφος του τον αποκαλεί «λύρα του Πνεύματος». Έζησε με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, τράφηκε από το Άκτιστο Φως και άφησε την εμπειρία του στην Εκκλησία, ως οδηγητική στήλη στη «ζοφερά νύχτα του παρόντος αιώνος».

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Θαυματουργός, ὁ ἐν Πάτμῳ



 


Αὐτὸς ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτμο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβέστατους, καὶ ὀρθοδόξους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης.

Ἡ σχολική του ἐπίδοση ὑπῆρξε ἀξιοσημείωτη, καὶ ἀπὸ νεαρὸς ἀκόμα ἀνατράφηκε στὴ μοναχικὴ ζωή. Εἶχε πλοῦτο λαμπρῶν πλεονεκτημάτων καὶ ἀρετῶν. Διότι δὲν ἦταν μόνο εὐσεβὴς ψυχή, ἀγαθὴ καρδιά, χρηστὸς χαρακτῆρας, ἀλλὰ καὶ δυναμικός, εὐφυής, δραστήριος καὶ τολμηρός.

Ἀργότερα, μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118), ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτμο, ὅπου καὶ μόνασε. Ἀλλὰ οἱ ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων καὶ συγκεκριμένα τῶν Ἀράβων, τὸν ἀνάγκασαν νὰ πάει στὴν Εὔβοια. Ἡ διαμονή του στὴν Εὔβοια διήρκεσε 7-8 χρόνια, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1101. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Χριστοδούλου, μετακομίστηκε ἀργότερα στὴ Μονὴ τῆς Πάτμου, ὅπου σῴζεται μέχρι σήμερα.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα καὶ τῶν μοναζόντων τὸ κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις τὸν καύσωνα· διό σε πιστῶς ἱκετεύομεν, ἑπερχομένων παντοίων κακῶν ἡμᾶς λύτρωσαι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Μέγαν εὔρατο ὲν τοῖς κινδύνοις.
Μέγα εὗρέ σε ἡ Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμὴν πατέρων· ὡς γὰρ διῆλθες ὁδὸν τῆς ἀσκὴσεως, τοῦ ἀκροτάτου τέλους ἐπέτυχες καὶ παρρησίας οὐδόλως διήμαρτες πάτερ, ὁσιε Χριστόδουλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρὴσασθαι ἡμῖν τὸ μἐγα ἕλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Τῆ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ.
Τῷ ἐκ τοῦ κὀσμου τῆς δεινῆς ματαιὄτητος ταῖς διδαχαῖς σου ταῖς σεπταῖς ποίμνην ἐλάσαντι, ἀναγράφομεν οἱ παῖδἐς σου ὕμνον σοι, μάκαρ. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ὲκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κολάσεων, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε.

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον τοῦς προσκυνοῦντας σχετικῶς ἐκ πίστεως φύλαττε, πάτερ, ἀσινεῖς, ταῖς πρὸς Θεὸν ἱκεσίαις σου, ὁσιε πάτερ θεόφρον Χριστόδουλε.
(Ποίημα του αββά Απολλώ)

Ὁ Οἶκος 
Άγγελος ἀλλος ὤφθης ἐπὶ γῆς, θεοφόρε, βιώσας ἐγκρατῶς ὑπὲρ λόγον καὶ τοῖς ἐπουρανίοις χοροῖς συνηρίθμησαι τανῦν, τρισμακάριστε· διὸ ἀνυνοῦντες βοῷμέν σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαίροις ἀστὴρ τῆς ἐῴας ἑκλάμψας.
Χαίροις φωστὴρ τους ὲν Πάτμῳ αὐγάσας.
Χαῖρε τῶν ἑν βάθει παθῶν ἡ ἀνάκλησις.
Χαῖρε τῶν ἐν ζόφῳ κακίας ἡ λύτρωσις
Χαῖρε ἐλκών πρὸς μετάνοιαν ταῖς τῶν λόγων διδαχαῖς.
Χαῖρε ἄγων πρὸς ἀπάθειαν ταῖς τοῦ βίου ἀγωγαῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις όδηγὸς μοναζόντων.
Χαῖρε, ὅτι τυγχάνεις ἰατρὸς ἀσθενούντων.
Χαῖρε σωτὴρ ἀνθρώπων θερμὸτατε.
Χαῖρε φωστὴρ σῶν, παίδων λαμπρότατε.
Χαῖρε, δι οῦ ό Θεὸς ὲδοξάσθη.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ ό ἐχθρὸς κατησχύνθη.
Χαίροις, πάτερ Χριστόδὁυλε.

Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Αἰγύπτιος




Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-304) διέταξε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἐκεῖ ἔπαρχος Ἀῤῥιανὸς ἀπὸ τοὺς πρώτους ζήτησε τὸ Σαβίνο, γνωστότατο γιὰ τὶς ἐνέργειές του ὑπὲρ τῆς πίστης. Οἱ ὑπόλοιποι, ὅμως, χριστιανοί, τῶν ὁποίων αὐτὸς ἦταν στήριγμα καὶ παρηγοριά, τὸν πίεσαν νὰ διαφυλάξει τὴν ζωή του, γιὰ τὸ καλό της Ἐκκλησίας.

Ὁ Σαβίνος πείστηκε καὶ φυλάχθηκε μὲ λίγους ἄλλους χριστιανοὺς σ᾿ ἕνα σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο. Αὐτὸς μεταχειρίσθηκε κάθε εἴδους κολακείας καὶ ὑποσχέσεως, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἐπίσης, ναυάγησαν καὶ οἱ ἀπειλές του.

Ὁ Σαβίνος σὲ κάθε ἐρώτηση ἀπαντοῦσε μὲ τὴν θαῤῥαλέα καὶ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη ἀπάντηση τῶν μαρτύρων: «Χριστιανὸς εἰμί». Δηλαδή, «ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ». Τὸ μαρτύριό του ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔσχισαν τὶς σάρκες του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικὰ τὸν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, ὅπου τὸ σῶμα του βρῆκε τὸ θάνατο, ἐνῷ ἡ ψυχή του πετοῦσε στὴν αἰώνια ζωή.

(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται - ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές- τὴν 28η καὶ τὴν 31η Μαρτίου).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἀσεβῶν ἐναντίων, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβῖνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας· ὅθεν ἔφθασας, πρός ἀφθαρσίας χειμάῤῥουν, τέλος ἅγιον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος· διὸ εὐφημοῦμέν σε.

Κοντάκιον 
Ἦχος β´. Τά ἄνω ζητῶν.
Πρός ὕδωρ ζωῆς, καὶ πέλαγος χρηστότητος, ἰθύνθης σαφῶς, ἱστίῳ τῷ τοῦ Πνεύματος, ποταμίοις ὕδασι, προσριφείς Σαβῖνε πανεύφημε· διὸ λύσιν ἁμαρτιῶν, ὀμβρίζεις ἀπαύστως, προσευχαῖς σου ἡμῖν.

Κάθισμα 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλοφόρε μέγιστε, τῆς ἀληθείας ὁπλῖτα, Χριστομάρτυς ἔνδοξε, Κήρυξ τῆς θείας Τριάδος, αἴτησαι, τοῖς σὲ τιμῶσιν ἐξ ὕψους χάριν, δώρησαι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πᾶσιν εἰρήνην, τοῖς ἀπαύστως ἀνυμνοῦσι, τὴν θείαν μνήμην, τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον.
Πίστιν τὴν ἀμώμητον ὡς πηγήν, Μάρτυς κεκτημένος, ἀπεξήρανας θολερά, ῥεύματα τῆς πλάνης, καὶ ἀπλανῶς ἰθύνθης, πρὸς πέλαγος Σαβῖνε, ἀϊδιότητος.

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργός



Ὀρφανὸς σὲ ἡλικία 15 χρονῶν, πῆγε κοντὰ στὸν διάσημο ἐρημίτη Μαϊουμᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ἀνίνας, πέτυχε στὸν ἑαυτό του μεγάλη εὐσέβεια μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γέροντά του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ γέροντάς του ἀναχώρησε σ᾿ ἄλλο τόπο, ὁ δὲ Ἀνίνας ἔμεινε.

Τὸ δὲ κελλί του, ἦταν πέντε μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Εὐφράτη. Πολλοὶ διερχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ, γνώρισαν καὶ ἑλκύστηκαν ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν προθυμία του, καὶ θαύμασαν τὴν ἀσκητικὴ ἀρετή του καὶ τὰ πνευματικά του χαρίσματα.

Ὁ Ὅσιος προικίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ θαυματουργικὴ δύναμη. Καὶ ἀποδείχτηκε σ᾿ ὅλα ἄξιος της μὲ τὴν μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Ἐπίσης, ἵδρυσε καὶ μία μικρὴ ἀδελφότητα, ποὺ τὴν κατάρτιζε μὲ τὰ διδάγματα τῆς ζωντανῆς εὐσέβειας.
Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 110 χρονῶν.

Συναξαριστής της 16ης Μαρτίου

Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Αἰγύπτιος

 


Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-304) διέταξε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἐκεῖ ἔπαρχος Ἀῤῥιανὸς ἀπὸ τοὺς πρώτους ζήτησε τὸ Σαβίνο, γνωστότατο γιὰ τὶς ἐνέργειές του ὑπὲρ τῆς πίστης. Οἱ ὑπόλοιποι, ὅμως, χριστιανοί, τῶν ὁποίων αὐτὸς ἦταν στήριγμα καὶ παρηγοριά, τὸν πίεσαν νὰ διαφυλάξει τὴν ζωή του, γιὰ τὸ καλό της Ἐκκλησίας.

Ὁ Σαβίνος πείστηκε καὶ φυλάχθηκε μὲ λίγους ἄλλους χριστιανοὺς σ᾿ ἕνα σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο. Αὐτὸς μεταχειρίσθηκε κάθε εἴδους κολακείας καὶ ὑποσχέσεως, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἐπίσης, ναυάγησαν καὶ οἱ ἀπειλές του.

Ὁ Σαβίνος σὲ κάθε ἐρώτηση ἀπαντοῦσε μὲ τὴν θαῤῥαλέα καὶ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη ἀπάντηση τῶν μαρτύρων: «Χριστιανὸς εἰμί». Δηλαδή, «ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ». Τὸ μαρτύριό του ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔσχισαν τὶς σάρκες του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τελικὰ τὸν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, ὅπου τὸ σῶμα του βρῆκε τὸ θάνατο, ἐνῷ ἡ ψυχή του πετοῦσε στὴν αἰώνια ζωή.

(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται - ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές- τὴν 28η καὶ τὴν 31η Μαρτίου).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἀσεβῶν ἐναντίων, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβῖνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας· ὅθεν ἔφθασας, πρός ἀφθαρσίας χειμάῤῥουν, τέλος ἅγιον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος· διὸ εὐφημοῦμέν σε.

Κοντάκιον 
Ἦχος β´. Τά ἄνω ζητῶν.
Πρός ὕδωρ ζωῆς, καὶ πέλαγος χρηστότητος, ἰθύνθης σαφῶς, ἱστίῳ τῷ τοῦ Πνεύματος, ποταμίοις ὕδασι, προσριφείς Σαβῖνε πανεύφημε· διὸ λύσιν ἁμαρτιῶν, ὀμβρίζεις ἀπαύστως, προσευχαῖς σου ἡμῖν.

Κάθισμα 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλοφόρε μέγιστε, τῆς ἀληθείας ὁπλῖτα, Χριστομάρτυς ἔνδοξε, Κήρυξ τῆς θείας Τριάδος, αἴτησαι, τοῖς σὲ τιμῶσιν ἐξ ὕψους χάριν, δώρησαι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις πᾶσιν εἰρήνην, τοῖς ἀπαύστως ἀνυμνοῦσι, τὴν θείαν μνήμην, τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον.
Πίστιν τὴν ἀμώμητον ὡς πηγήν, Μάρτυς κεκτημένος, ἀπεξήρανας θολερά, ῥεύματα τῆς πλάνης, καὶ ἀπλανῶς ἰθύνθης, πρὸς πέλαγος Σαβῖνε, ἀϊδιότητος.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφιαναῖς

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Ῥωμανὸς ὁ ἐν τῷ Παρίῳ

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ἅγιος Πάπας

Δόξασε τὴν χώρα τῆς Λυκαονίας. Ἦταν θερμὸς κήρυκας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ τὸν χτύπησαν μὲ λεπτὲς εὐλύγιστες βέργες. Κατόπιν ἔσχισαν τὰ πλευρά του μὲ σιδερένια νύχια. Στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν τοῦ φόρεσαν σιδερένια παπούτσια καὶ τὸν βίαζαν νὰ βαδίζει. Τέλος, μισοπεθαμένο τὸν κρέμασαν σ᾿ ἕνα δένδρο, ὅπου παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοὴ ψιθυρίζοντας μέχρι τέλους: «Χριστιανὸς εἰμί».

(Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος ἅγιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου).

 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπὸ τὴν Κιλικία

Βλέπε τὴν βιογραφία του 21 Ἰουνίου, ὅπου εἶναι καὶ ἡ κυρίως μνήμη του.

 
Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Φοινίκῃ

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργός

Ὀρφανὸς σὲ ἡλικία 15 χρονῶν, πῆγε κοντὰ στὸν διάσημο ἐρημίτη Μαϊουμᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ἀνίνας, πέτυχε στὸν ἑαυτό του μεγάλη εὐσέβεια μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γέροντά του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ γέροντάς του ἀναχώρησε σ᾿ ἄλλο τόπο, ὁ δὲ Ἀνίνας ἔμεινε.

Τὸ δὲ κελλί του, ἦταν πέντε μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Εὐφράτη. Πολλοὶ διερχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ, γνώρισαν καὶ ἑλκύστηκαν ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν προθυμία του, καὶ θαύμασαν τὴν ἀσκητικὴ ἀρετή του καὶ τὰ πνευματικά του χαρίσματα.

Ὁ Ὅσιος προικίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ θαυματουργικὴ δύναμη. Καὶ ἀποδείχτηκε σ᾿ ὅλα ἄξιος της μὲ τὴν μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Ἐπίσης, ἵδρυσε καὶ μία μικρὴ ἀδελφότητα, ποὺ τὴν κατάρτιζε μὲ τὰ διδάγματα τῆς ζωντανῆς εὐσέβειας.
Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 110 χρονῶν.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος πάπας Ῥώμης

Ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα, καλεῖται Ἀλεξανδρίων. Ἀλλὰ μὲ τέτοιο ὄνομα πάπας Ῥώμης δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὸν πάπα Ἀλέξανδρο τὸν Α´ (105-115).

 
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Θαυματουργός, ὁ ἐν Πάτμῳ

 


Αὐτὸς ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτμο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβέστατους, καὶ ὀρθοδόξους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης.

Ἡ σχολική του ἐπίδοση ὑπῆρξε ἀξιοσημείωτη, καὶ ἀπὸ νεαρὸς ἀκόμα ἀνατράφηκε στὴ μοναχικὴ ζωή. Εἶχε πλοῦτο λαμπρῶν πλεονεκτημάτων καὶ ἀρετῶν. Διότι δὲν ἦταν μόνο εὐσεβὴς ψυχή, ἀγαθὴ καρδιά, χρηστὸς χαρακτῆρας, ἀλλὰ καὶ δυναμικός, εὐφυής, δραστήριος καὶ τολμηρός.

Ἀργότερα, μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118), ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτμο, ὅπου καὶ μόνασε. Ἀλλὰ οἱ ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων καὶ συγκεκριμένα τῶν Ἀράβων, τὸν ἀνάγκασαν νὰ πάει στὴν Εὔβοια. Ἡ διαμονή του στὴν Εὔβοια διήρκεσε 7-8 χρόνια, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1101. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Χριστοδούλου, μετακομίστηκε ἀργότερα στὴ Μονὴ τῆς Πάτμου, ὅπου σῴζεται μέχρι σήμερα.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα καὶ τῶν μοναζόντων τὸ κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’.
Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις τὸν καύσωνα· διό σε πιστῶς ἱκετεύομεν, ἑπερχομένων παντοίων κακῶν ἡμᾶς λύτρωσαι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Μέγαν εὔρατο ὲν τοῖς κινδύνοις.
Μέγα εὗρέ σε ἡ Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμὴν πατέρων· ὡς γὰρ διῆλθες ὁδὸν τῆς ἀσκὴσεως, τοῦ ἀκροτάτου τέλους ἐπέτυχες καὶ παρρησίας οὐδόλως διήμαρτες πάτερ, ὁσιε Χριστόδουλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρὴσασθαι ἡμῖν τὸ μἐγα ἕλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Τῆ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ.
Τῷ ἐκ τοῦ κὀσμου τῆς δεινῆς ματαιὄτητος ταῖς διδαχαῖς σου ταῖς σεπταῖς ποίμνην ἐλάσαντι, ἀναγράφομεν οἱ παῖδἐς σου ὕμνον σοι, μάκαρ. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ὲκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κολάσεων, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε.

Ἕτερον Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον τοῦς προσκυνοῦντας σχετικῶς ἐκ πίστεως φύλαττε, πάτερ, ἀσινεῖς, ταῖς πρὸς Θεὸν ἱκεσίαις σου, ὁσιε πάτερ θεόφρον Χριστόδουλε.
(Ποίημα του αββά Απολλώ)

Ὁ Οἶκος 
Άγγελος ἀλλος ὤφθης ἐπὶ γῆς, θεοφόρε, βιώσας ἐγκρατῶς ὑπὲρ λόγον καὶ τοῖς ἐπουρανίοις χοροῖς συνηρίθμησαι τανῦν, τρισμακάριστε· διὸ ἀνυνοῦντες βοῷμέν σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαίροις ἀστὴρ τῆς ἐῴας ἑκλάμψας.
Χαίροις φωστὴρ τους ὲν Πάτμῳ αὐγάσας.
Χαῖρε τῶν ἑν βάθει παθῶν ἡ ἀνάκλησις.
Χαῖρε τῶν ἐν ζόφῳ κακίας ἡ λύτρωσις
Χαῖρε ἐλκών πρὸς μετάνοιαν ταῖς τῶν λόγων διδαχαῖς.
Χαῖρε ἄγων πρὸς ἀπάθειαν ταῖς τοῦ βίου ἀγωγαῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις όδηγὸς μοναζόντων.
Χαῖρε, ὅτι τυγχάνεις ἰατρὸς ἀσθενούντων.
Χαῖρε σωτὴρ ἀνθρώπων θερμὸτατε.
Χαῖρε φωστὴρ σῶν, παίδων λαμπρότατε.
Χαῖρε, δι οῦ ό Θεὸς ὲδοξάσθη.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ ό ἐχθρὸς κατησχύνθη.
Χαίροις, πάτερ Χριστόδὁυλε.

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος καὶ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Γεωργίας
Οἱ Ἅγοι ἔζησαν κατὰ τὸν 13ο αἰώνα στὴ Γεωργία στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Δημητρίου τοῦ Β’ (1271 – 1289).
Ἐργάστηκαν ἱεραποστολικὰ καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.


 

Π. Β. Πάσχου Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Οἱ λόγοι σου πάνσοφε καὶ τὰ σεπτὰ συγγράμματα, δρόσος οὐρανία, μέλι πέτρας, ἄρτος Ἀγγέλων τοῖς ἐντυγχάνουσι, νέκταρ ἀμβροσία γλυκασμός, ἥδυσμα Γρηγόριε καὶ πηγὴ ζῶντος ὕδατος. (ἐκ τῆς ἀκολουθίας)

ἐκ τῆς ἐκδόσεως, Π. Β. Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1987

Ἡ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη σ᾿ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας: τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, γύρω στὰ 1296. Ἔχοντας «περιφανεῖς καὶ ἔνδοξους γονεῖς», τὸ συγκλητικὸ Κωνσταντῖνο καὶ τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, φρόντισε νὰ κοσμήσει πιὸ πολὺ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν φαίνεται, μὲ ἀρετὲς καὶ παιδεία. Μικρὸς ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Εἶχε τὴν εὐτυχία ὅμως νά ῾χει μητέρα τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, ποὺ ἡ μόνη φροντίδα τῆς ἦταν ν᾿ ἀναθρέψει τὰ παιδιά της μὲ τὴν παιδεία τοῦ Κυρίου. Στὰ εἴκοσί του χρόνια ὁ ἅγ. Γρηγόριος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸ διάπυρο πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, παίρνει τὰ δύο ἀδέρφια του, τὸν Μακάριο καὶ τὸ Θεοδόσιο, καὶ πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάσσεται στὸν γέροντα Νικόδημο, πεπειραμένο ἁγιορείτη μοναχὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου. Σὰν πέθανε ὁ γέροντάς του Νικόδημος, φεύγει γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἀπ᾿ ὅπου οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν ἀναγκάζουν νὰ φύγει, καὶ νὰ πάρει τὸ δρόμο γιὰ τὴ Σκήτη τοῦ ἁγ. Προδρόμου, στὴ Βέροια. Πηγαίνει σὲ λίγο στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου χειροτονεῖται ἱερεὺς κ᾿ ἐπιστρέφει πάλι στὴ Βέροια, ὅπου ἔμεινε πέντε χρόνια. Ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ ἡ δίψα του γιὰ τὴν ἡσυχία, ἀναγκάζουν πάλι τὸν ἅγιο Γρηγόριο, νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε εἴκοσι τρία ὁλάκερα χρόνια μὲ προσευχή, μελέτη καὶ πολὺ ἱδρώτα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τῆς ἐρήμου. Τότε παρουσιάστηκε ὁ δαιμόνιος ἐκεῖνος Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ποὺ σήκωσε τὸν φοβερὸ πόλεμο, ὁ ὁποῖος ἔχει μείνει στὴν ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα «ἡσυχαστικαὶ ἔριδες τοῦ ιδ´ αἰῶνος».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πάλεψε μὲ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, μὲ πολλὴ δύναμη καὶ πολλὴ σοφία, καὶ νίκησε στὸ τέλος καὶ τὸν ἀντίπαλό του καὶ τὶς αἱρετικὲς καὶ ἀπὸ τὴ Δύση φερμένες διδασκαλίες του, ἀποδεικνύοντας μὲ γραφικὰ καὶ πατερικὰ πνευματικὰ ἐπιχειρήματα, πὼς τὸ θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν ἄκτιστο κι ὄχι κτιστὸ-ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ. Στὴ Σύνοδο, μάλιστα, τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Ἀνδρόνικου τοῦ Β´, ἡ ἥττα τοῦ Καλαβροῦ ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γρήγορα γιὰ τὴν Ἰταλία. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ διέτρεξε γι᾿ ἄλλη μιὰ φορὰ τεράστιο κίνδυνο ἀπὸ τὴ Δύση, καὶ κατέκτησε δίκαια μιὰ ὑψηλὴ θέση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χειροτονεῖται μετὰ ἐπίσκοπος καὶ στέλνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ θρόνο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πανηγυρίζουν τὴ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μὲ πάνδημες γιορτὲς καὶ Λειτουργίες στὸ φερώνυμο ὡραῖο Ναὸ ποὺ τοῦ ἔκτισαν, τότε ἤτανε μοιρασμένοι σὲ δύο φατρίες καὶ δὲν τὸν δέχτηκαν. Ἀναγκάστηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ φύγει στὴ Λῆμνο, ἀπ᾿ ὅπου ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν κάλεσαν οἱ ἴδιοι οἱ Θεσσαλονικεῖς στὴ πόλη τους καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ μεγάλες τιμές. Μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση στὴ μεγάλη του ἁγιότητα, τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ συμφιλιώσει τ᾿ ἀντιμαχόμενα, γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ὑψηλὰ βασιλικὰ πρόσωπα τοῦ Βυζαντίου. Στὸ δρόμο, συλλαμβάνεται ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται ἐπὶ ἕνα χρόνο, περιφερόμενος ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Στὴν Προῦσα, ὅπου τελικὰ δικάστηκε, ἐλευθερώθηκε μετὰ τὴν ἀθώωσή του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ θρόνο του, ἀφοῦ στήριξε καὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ ὑπέφερε καὶ μὲ τοὺς θείους λόγους του, τὶς βασανισμένες ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατάκοπος πιὰ ἀπὸ τόσα δεινὰ καὶ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ στὴ Θεσσαλονίκη, γύρω στὰ 1360, σὲ ἡλικία 63 χρονῶν. Τὸ ἅγιο λείψανό του σώζεται ἐνταφιασμένο στὸν πρὸς τιμή του καὶ στὸ ὄνομά του ἀφιερωμένο ἱερὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ μὲ μεγάλη συντομία καὶ σὲ ἁδρὲς μόνο γραμμὲς ἀναφερθήκαμε πρὶν λίγο στὸν ἅγιο βίο του, φύλαξε ὅσο ζοῦσε ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς ξένες ἐπιδράσεις. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, α) μὲ τὰ πολλὰ θαύματα, καὶ β) μὲ τὰ βαθιὰ σὲ ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ θεολογία συγγράμματά του, συνεχίζει νὰ εἶναι ἕνας φύλακας ἄγγελος τῆς πονεμένης καὶ χτυπημένης ἀπὸ χίλιους δύο αἱρετικοὺς Ὀρθοδοξίας μας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του, εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Φράγκους τῆς Σαντορίνης. Τὸ ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (στὰ 1660), γιὰ ν᾿ ἀποδείξει στοὺς Φράγκους ὅτι λένε ψέματα καὶ συκοφαντίες, ὅταν λένε πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀνέδειξε πιὰ κανέναν ἅγιο, ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ χωρίσαμε μὲ τοὺς Δυτικούς, μὲ τὸ σχίσμα. Στὴ Σαντορίνη, λοιπόν, τὴ μέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλ. τὴ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, μερικοὶ Φράγκοι, Ρωμαιοκατόλικοι, μπῆκαν σὲ μιὰ βάρκα καὶ ἔκαναν βόλτα στὴ θάλασσα. Μέσα στὴ βάρκα εἶχαν καὶ μερικὰ φραγκόπουλα, δασκαλεμένα νὰ βλαστημοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Φώναζαν, λοιπόν, τὰ δασκαλεμένα φραγκόπουλα: «ἀνάθεμα στὸν Παλαμᾶ· ἂν εἶναι ὁ Παλαμᾶς ἅγιος, ἂς κάμει νὰ πνιγοῦμε»! Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ – ὢ τοῦ θαύματος!- μέσα σὲ γαλήνια καὶ ἀκύμαντη θάλασσα, καταποντίστηκε στὸ βυθὸ ἡ βάρκα, μὲ ὅλους τοὺς Φράγκους καὶ τὰ φραγκόπουλα, ποὺ πρὶν λίγο προκαλοῦσαν τὸν ἅγιο, μὲ τὰ ὑβριστικὰ ἐκεῖνα λόγια «ἂν εἶναι ἅγιος ἂς μᾶς πνίξει!»

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως προηγουμένως σημειώσαμε, στήριξε καὶ στηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μονάχα μὲ τὰ θαύματά του τὰ πολλά, μὰ καὶ μὲ τὰ πολύτιμα συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα, δυστυχῶς, ὄχι μόνον ὁ κόσμος ὁ πολύς, μὰ καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι μας τὰ ἀγνοοῦν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπ᾿ τοὺς μεγαλύτερους καὶ μυστικότερους θεολόγους τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τοὺς λιγότερο γνωστούς. Καὶ ἐπειδὴ ἀγνοοῦμε οἱ περισσότεροι τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ μυστικά του συγγράμματα, συμβαίνει, ὄχι σπάνια, ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη καταπιανόμαστε μ᾿ αὐτά, νὰ τὰ παρερμηνεύουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο, τῶν αἱρετικῶν, δίχως νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὕστερα πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ σημειώσουμε, πὼς ἡ μελέτη τοῦ ἔργου, ἢ πολὺ περισσότερο, ἡ παρουσίαση καὶ ἡ ἑρμηνεία του, χρειάζονται ἰδιοσυγκρασίες συγγενικὲς πνευματικά, ὄχι μονάχα σὲ κλίση καὶ σὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ σὲ κατόρθωση ἁγιότητος. Γιατὶ μὲ τὴ γνώση τῶν θεωριῶν γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, δὲν κερδίζουμε ἀπολύτως τίποτε, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι σὲ χίλιες δύο ἁμαρτωλὲς ἔγνοιες, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε τὸ ἄκτιστο φῶς, μὲ τὴν κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό, κι ὅταν ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τὴ σκληρὴ μέθοδό τους, μὲ τὴ στροφὴ καὶ τοῦ σωματικοῦ τους βλέμματος πρὸς τὴν καρδιὰ ἐπὶ ὧρες ἀτέλειωτες, γιὰ νὰ δοῦν τὸ θαβώρειο φῶς, δείχνουμε μιὰ ἀπορία -ἂν δὲν ἐκδηλώνουμε ὀρθολογιστικότερα τὴν ἐπιφύλαξή μας, ἢ δὲν χαρακτηρίζουμε καὶ ἐμεῖς τοὺς ἡσυχαστὲς (ὅπως τοὺς ὀνόμασε ὁ δυτικόφρονας Βαρλαὰμ) «ὀμφαλοσκόπους» καὶ «ὀμφαλοψύχους». Κι ἀκόμα – κι ἐδῶ εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος- πιστεύουμε, πὼς μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ἢ – ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου- πὼς μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ βροῦμε τὸ Θεό μας, τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλὴ αὐτὴ ἐνδοστρέφεια, δὲν κάνουμε τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ γινόμαστε περίλαμπροι Νεοπλατωνικοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴ ψυχὴ ὡς θεία ἀρχὴ «καθεαυτήν», καὶ πίστευαν ὅτι ἀρκεῖ νὰ στραφεῖ κανεὶς πρὸς τὴ ψυχή του γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ θεῖον. Κάτι ἀνάλογο βέβαια ἔπαθε καὶ ὁ Βαρλαάμ, ποὺ ταύτισε αὐτὴ τὴν ἐνδοσκόπηση τῶν Νεοπλατωνικῶν μὲ τὴ “νοερὰ προσευχὴ” τῶν ἡσυχαστῶν, «ἐκμεταλλευθεὶς ἐπὶ πλέον καὶ τὶς καταχρήσεις ἀπὸ παρανόηση μερικῶν Μοναχῶν, ὡς καὶ τὴν κακοποίηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὶς λαϊκὲς μάζες τοῦ Βυζαντίου, στὶς ὁποῖες εἶχε διαδοθεῖ, γιατὶ αὐτὲς ἦσαν ἀνέτοιμες γιὰ τέτοια λεπτὴ ἐργασία» (Θεοκλ. Διονυσιάτου, Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, σελ. 116).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅμως, πολέμησε γενναιότατα τὴ νεοπλατωνικὴ μυστικὴ καὶ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, προασπίζοντας τὴν πνευματικότητα καὶ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ διασύρει καὶ νὰ γελοιοποιήσει ὁ Βαρλαάμ. Κήρυξε ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ – γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος κανείς, πὼς γυρνώντας μέσα της βρίσκει καὶ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ὕστερα – κι αὐτὸ εἶναι τὸ δογματικὸ σημεῖο ποὺ μπορεῖ καλύτερα νὰ μᾶς φωτίσει πάνω στὸ θέμα – διδάσκει, πὼς «ἐκτὸς τῆς ἀνακαίνισης ἀπὸ τὸ Χριστὸ τῆς εἰκόνας τῆς ψυχῆς ποὺ καταστράφηκε ἡ ἐνδοσκόπηση δὲν ὁδηγεῖ, παρὰ μόνο στὴ θεώρηση τῆς διεφθαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐφ᾿ ὅσον ἡ θεία εἰκόνα μὲ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἀμαύρωθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς ὀνόμασε «θεωροὺς εἰκόνων» ὅσους ἐνδοσκοποῦσαν, ἀλλὰ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ χριστιανισμό, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «οἰκείους τοῦ Χριστοῦ», οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ ἔβλεπαν τὴν θείαν εἰκόνα, δοξασμένη μέσα σὲ ἄφθονο φῶς»» (π. Θεόκλητος Διονυσιάτης).

Πρέπει, τελειώνοντας, νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸ θέμα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸν ιδ´ αἰώνα, στὸ δογματικὸ τομέα. Ὁ Βαρλαάμ, χτυπώντας τὴ «νοερὰ προσευχὴ» τῶν ἡσυχαστῶν, χρησιμοποιοῦσε τὰ γνωστὰ ὅπλα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, «τὰς κτιστὰς χάριτας» τῆς «Καθαρᾶς ἐνεργείας» τοῦ Θεοῦ κ.λπ. Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ἔλεγαν, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, πὼς τὸ Θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστό. Καὶ ἑπομένως οἱ Μοναχοὶ τοῦ ἁγίου Ὄρους, ποὺ μὲ τὶς μεθόδους τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔλεγαν πὼς βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς, πέφτουν σὲ αἵρεση, γιατὶ εἶναι σὰ νὰ λένε, πὼς βλέπουν τὸ Θεό, ἐνῶ, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ διάδοχοι τοῦ Θωμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ στὴ Δύση, ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τὴ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Ἡ θεία καὶ θεοποιὸς ἔλλαμψη καὶ χάρη, δὲν εἶναι ἡ οὐσία, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀκατάληπτη καὶ ἀνέκφραστη στὸ νοῦ, ὅμως οἱ ἐνέργειές του ἔρχονται σὲ μᾶς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς μὲ τὴ μεγάλη ἄσκηση καὶ τὸν κυκλικὸ τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ δὲν ἦταν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀκατάληπτη, ἀλλὰ «ἡ θεία χάρη καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια, στὴν ὁποία ὅσοι μετέχουν ἐπιτυγχάνουν τὴ θέωση». Ὅμως αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη καὶ διδασκαλία, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν καταλάβει ἡ δυτικὴ ἀριστοτελίζουσα καὶ σχολαστικὴ Θεολογία. Κάνουν σύγχυση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦν ὡς «actus purus», δηλ. καθαρὰ ἐνέργεια. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὴν «πρόοδον ἐπὶ τὰ ἔξω» του ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, οὔτε τὴν «θείαν ἔλλαμψιν καὶ ἐνέργειαν», γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Πάντως ἡ Ἐκκλησία, στὶς τοπικὲς Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, 1347, καὶ 1351, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του καὶ καταδίκασε ὡς αἱρετικούς τους ἀντιπάλους του.

Βέβαια, «δὲν μπορεῖ κάποιος μὲ τὴ δική του δύναμη νὰ δεῖ τὸ Ἕν, τὸν Θεό». Αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴ δίνει μόνον ὁ Χριστὸς στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» χριστιανούς. «Πῶς λοιπόν, γράφει ὁ Παλαμᾶς, εἶδαν τὰ μάτια (τῶν Ἀποστόλων) τὴν ἄκτιστη δόξα; Ἔπαθαν ἀλλαγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀφοῦ ἀπόκτησαν δύναμη ποὺ δὲν εἶχαν προηγουμένως καὶ ἔγιναν Πνεῦμα, ὅτι ἔκαναν γινόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀπορρίπτει τὸν φυσιοκρατικὸ ἀγνωστικισμὸ τῆς Δυτικῆς θεολογίας καὶ διδάσκει «τὴν ἐν Χριστῷ γνώση καὶ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικὰ ἄνθη, σελ. 95).

Πραγματικά, ἅγιοι λόγοι τῆς χάριτος εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγ. Γρηγορίου: «ἄρτος ἀγγέλων, δρόσος οὐρανία, νέκταρ, ἀμβροσία, γλυκασμός, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε συνηθίσει τὸ στομάχι μας μὲ τὶς κοσμικὲς λογοτεχνίες καὶ φιλοσοφίες, καὶ δὲν ἔχουμε τόπο γιὰ τέτοια πολυτέλεια πνευματικῆς τροφῆς. Νομίζουμε πὼς γίναμε πάνσοφοι, γιατί ξέρουμε πέντε γράμματα. Καὶ νομίζουμε πὼς γίναμε ἅγιοι, γιατὶ διαβάζομε ἕνα θρησκευτικὸ περιοδικὸ ἢ βιβλίο. Τὰ πόσα σκοτάδια ἔχουμε μέσα μας κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ καὶ κανένας ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ φωτίσει. Μὰ τὸ φῶς ποὺ ζητοῦμε, θὰ ἔρθει μονάχα μὲ τὴ συντριβή, τὸ γονάτισμα, τὸ κομποσκοίνι, τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια, τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἀσταμάτητη τραγικὴ κραυγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!»

Θεολογία του Ησυχασμού: Γρηγόριος ο Παλαμάς (Β΄ Νηστειών)

Οι θεολογικές θέσεις του Γρηγορίου του Παλαμά μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα τρία σημεία:
1. Η γνώση του Θεού είναι μία εμπειρία η οποία δίνεται σε όλους τους Χριστιανούς μέσω του Βαπτίσματος και μέσω της συνεχούς συμμετοχής τους στη ζωή του Σώματος του Χριστού στη θεία Ευχαριστία. Απαιτεί τη συμμετοχή ολόκληρου του ανθρώπου στην προσευχή και τη λατρεία, μέσα από την αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον· και τότε αναγνωρίζεται όχι ως μία «νοητική» εμπειρία του νου και μόνον, αλλά ως μία «πνευματική αίσθηση», η οποία μεταδίδει μία αντίληψη ούτε καθαρά «διανοητική» ούτε καθαρά υλική. Εν Χριστώ, ο Θεός αποδέχτηκε ολόκληρο τον άνθρωπο, ψυχή τε και σώματι και ο άνθρωπος ως άνθρωπος θεώθηκε. Στην προσευχή -για παράδειγμα: στη «μέθοδο»-, στα μυστήρια, σε ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας ως κοινότητας, ο άνθρωπος καλείται να μετέχει στη ζωή του Θεού: αυτή η συμμετοχή είναι και η πραγματική γνώση του Θεού.
B·UO?·E‰EOO1
2. Ο Θεός είναι εντελώς απρόσιτος στην ουσία Του, τόσο κατά την παρούσα ζωή όσο και κατά την μέλλουσα· διότι μόνον οι τρεις θείες υποστάσεις είναι «Θεός κατ’ ουσίαν». Ο άνθρωπος, στη «θέωση», μπορεί να γίνει Θεός μόνον «διά της χάριτος» ή «διά της ενεργεί­ας». Το απρόσιτο της ουσίας του Θεού ήταν μία από τις βασικές θέσεις των Καππαδοκών Πατέρων κατά του Ευνόμιου και επίσης, σε διαφορετικό πλαίσιο, κατά του Ωριγένη. Η κατάφαση της απόλυτης υπερβατικότητας του Θεού δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος να πει κάνεις ότι Εκείνος είναι ο Δημιουργός εκ του μηδενός: οτιδήποτε υπάρχει έκτος του Θεού υπάρχει μόνον μέσω τής «θελήσεώς» Του ή «ενεργείας» Του, και μπορεί να μετέχει στη ζωή Του μόνον ως αποτέλεσμα της βούλησης ή της «χάριτός» Του.
3. Το απόλυτο σθένος με το οποίο ό Παλαμάς βεβαιώνει το απρόσιτο του Θεού και η εξίσου ισχυρή κατάφαση της θέωσης και της συμμετοχής στη ζωή του Θεού, ως τον αρχικό προορισμό και στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης, καθιστούν επίσης πλήρως αληθή την παλαμική διάκριση ανάμεσα στην «ουσία» και τις «ενέργειες» στο Θεό. Ο Παλαμάς δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τη διάκριση φιλοσοφικά: ο Θεός του είναι Θεός ζων, ταυτόχρονα υπερβατικός και εκουσίως πανταχού παρών, ο οποίος δεν μπορεί να υπαχθεί σε εκ των προτέρων κατασκευασμένες φιλοσοφικές κατηγορίες. Ωστόσο, ο Παλαμάς θεώρει τη διδασκαλία του ως ανάπτυξη των αποφάσεων της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δηλαδή ο Χριστός έχει δύο φύσεις ή «ουσίες» και δύο φυσικά θελήματα ή «ενέργειες».
Διότι, η ίδια η ανθρώπινη φύση του Χριστού, επειδή ακριβώς είναι ενυποστασιασμένη στο Λόγο, και συνιστώντας με αυτόν τον τρόπο πράγματι την ανθρώπινη φύση του Θεού, δεν έγινε «Θεός κατ’ ουσίαν»- η θεία ενέργεια την διαπέρασε -μέσω της περιχώρησης των ιδιωμάτων – και, μέσω αυτής της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, η δική μας ανθρώπινη φύση βρίσκει πρόσβαση στον Θεό δια των ενεργειών Του. Οι ενέργειες επομένως ουδέποτε θεωρούνται ως απορροές της ουσίας του Θεού ή ως ήττων Θεός. Είναι η ζωή του Θεού, όπως δόθηκε από το Θεό στα πλάσματα Του· και οι θείες ενέργειες είναι Θεός, διότι στον Υιό Του έδωσε Εκείνος πραγματικά τον ίδιο τον Εαυτό Του για τη σωτηρία μας.
Η νίκη του Παλαμισμού κατά τον 14ο αιώνα ήταν επομένως η νίκη ενός σαφέστατα χριστιανικού, θεοκεντρικού ουμανισμού τον οποίο αντιπροσώπευε ανέκαθεν η ελληνική πατερική παράδοση, σε αντίθεση προς κάθε αντίληψη του ανθρώπου η οποία τον θεωρούσε ως αυτόνομο ή «κοσμικό» ον. Η ουσιαστική έμπνευση του χριστιανικού ουμανισμού ότι η «θέωση» δεν καταπνίγει την ανθρώπινη φύση, αλλά καθιστά τον άνθρωπο αληθινά ανθρώπινο, είναι, φυσικά, ιδιαίτερα επίκαιρη για τις δικές μας, σύγχρονες ανησυχίες: ο άνθρωπος μπορεί να είναι πλήρως «ανθρώπινος» μόνον εάν αποκαταστήσει τη χαμένη κοινωνία του με τον Θεό.
(π. Ιωάννου Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία, εκδ. Ίνδικτος σ. 174-176)
πηγή

Ἡ χώρα τῶν θαυμάτων Ἀρχιμανδρίτης Βαρνάβας Λαμπρόπουλος




Σχετικά πρόσφατα ξαναμεταφέρθηκε στήν μεγάλη ὀθόνη τό κλασικό ἔργο τοῦ Λούις Κάρολ «Ἡ Ἀλίκη στήν χώρα τῶν θαυμάτων». Μιλώντας γιά τήν ταινία ὁ σκηνοθέτης της, Τίμ Μπάρτον, εἶπε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:

«Τό ‘ταξίδι’ τῆς Ἀλίκης εἶναι ἕνα ταξίδι, πού ὅλοι πρέπει νά κάνουμε. Ἡ ‘Χώρα τῶν Θαυμάτων’ βρίσκεται μέσα μας, καί μᾶς περιμένει νά τήν ἀνακαλύψουμε. Πρόκειται γιά ἕνα ταξίδι ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ: ‘Ποιός εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί πραγματικά θέλω;’ Καί σ’ αὐτό τό ταξίδι χρειαζόμαστε ὅλο καί περισσότερο ΦΩΣ! Κανείς δέν μπορεῖ νά παριστάνει ὅτι δῆθεν ὅλα μέσα του εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, καί ἐπιμένει, εἶναι ἐπικίνδυνος! Ἀποτελεῖ ... κινούμενη ὡρολογιακή βόμβα, πού κάποτε θά ἐκραγῆ!

»Ἀντίθετα, ὅποιος καταλαβαίνει τό σκοτάδι πού κουβαλάει μέσα του, μοῦ φαίνεται πιό ΑΓΝΟΣ καί πιό ΥΓΙΗΣ!...»
 
* * *

Τήν Δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν γιορτάζουμε τήν μνήμη ἑνός ὄντως ΥΓΙΟΥΣ καί ΑΓΝΟΥ ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνα πολύ δυνατό καί κοφτερό μυαλό. Καί τό ἀξιοποίησε, κοπιάζοντας νά ἀποκτήσει τήν πιό συγκροτημένη μόρφωση – γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ἔπαιζε στά δάχτυλα ὅλη τήν κλασσική ἑλληνική γραμματεία. Καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε κάποτε σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση μπροστά στόν αὐτοκράτορα, ἕνας τόσο μεγάλος σοφός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιάστηκε μέ τήν σοφία τοῦ νεαροῦ τότε Γρηγορίου, καί ξέσπασε μέ τά λόγια: «Ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης, θά σέ ἐπαινοῦσε καί θά σέ καμάρωνε!»...

Ὅμως, τά μυαλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν ... πῆραν ἀέρα! Ἤξερε ὅτι ἡ κατά κόσμον σοφία, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἐλάχιστα φωτίζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά βρῆ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Χρειάζεται μιά ἄλλη πηγή Φωτός, γιά νά φωτίσει τά ἐσωτερικά μας σκοτάδια. Χρειάζεται τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ!

Γι’ αὐτό, ὅταν πῆγε νά ἀσκηθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος! Φώτισόν μου τό σκότος!» Μέ αὐτή τήν προσευχή του ἀναγνώριζε ὅτι, παρ’ ὅλη τήν τεράστια μόρφωσή του, «κουβαλοῦσε μέσα του σκοτάδι»! Καί διακήρυττε ὅτι:

στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, φτάνουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τήν «Χώρα τῶν Θαυμάτων», πού κρύβουμε μέσα μας, μποροῦμε νά τήν ἀνακαλύψουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τό πιό μεγάλο ΘΑΥΜΑ, πού μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα μας, εἶναι ὁ ΦΩΤΙΣΜΟΣ τοῦ Χριστοῦ·

τελικά ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΓΝΟΣ καί ΥΓΙΗΣ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι αὐτόφωτος ἀλλά ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΣ!
 
* * *

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, βέβαια, δέν ἀρκέστηκε σέ ὡραῖες διακηρύξεις καί διαπιστώσεις. Ἔδειξε στήν πράξη, μέ τήν συνεπῆ ἀσκητική του ζωή καί τήν ὑπακοή του στόν Χριστό, ὅτι:

1. χρειάζεται καί τό ... δικό μας τό «χεράκι», γιά νά γυρίσει ὁ «διακόπτης» καί νά ἀνάψει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας·

2. πρέπει νά μή φοβόμαστε νά ἀνοίξουμε τά «παράθυρα», γιά νά μπῆ μέσα μας τό ΦΩΣ τό ΑΛΗΘΙΝΟ, ὅσο κι ἄν δείξει βρώμικο καί ἀκατάστατο τό «δωμάτιο» τῆς ψυχῆς μας·

3. ἀξίζει νά κουραστοῦμε λιγάκι στό καθάρισμα τοῦ «δωματίου» μας, καί νά συνεχίσουμε μέ τήν διαρκῆ ΜΕΤΑΝΟΙΑ νά τό κρατᾶμε καθαρό, ὥστε νά χαιρόμαστε πάντοτε τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ νά πλημμυρίζει τήν ζωή μας.

Μόνον ἔτσι θά ἀπολαμβάνουμε τήν Ἀληθινή Χώρα τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἡ ΟΛΟΦΩΤΗ ἁγία μας Ἐκκλησία.



 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...