Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Κυριακή Βαΐων: Τη μία "Ωσαννά", την άλλη "Σταυρωθήτω". π. Στυλιανός Μακρής



Σκάβοντας τ χωράφι του νας γρότης, βρκε κάποτε μία μεγάλη εκόνα τς Παναγίας. Σκέφθηκε μέσως ν τν πά στν κκλησία το χωριο, γι ν τν προσκυνήσουν ο συγχωριανοί του. πειδ μως ταν βαρειά, τν βαλε στν πλάτη το ποζυγίου του κα τράβηξε κατ τ χωριό. Στ δρόμο, σοι βλεπαν τν εκόνα, τν προσκυνοσαν μ ελάβεια. Τ ποζύγιο ασθάνθηκε σπουδαο κα νόμισε πς εχε μερίδιο στ προσκυνήματα το κόσμου. χωρικός, βλέποντας τ λογό του ν φουσκών π περηφάνεια, το επε: «Κάτσε ν τελειώσουμε πρτα μ τν εκόνα  κα μετ θ σ ξυλοφορτώσ, πως σο ταιριάζει».

Τ ποζύγιο το σημερινο εαγγελικο ναγνώσματος εναι να ταπειν γαϊδουράκι. συνήθιστο τ φαινόμενο νας βασιλις ν μν ππεύ λογο, πο εναι σύμβολο δύναμης. δο πρώτη πογοήτευση τν εροσολυμιτν, νακατεμένη μ τς αχς κα τς φωνς το νθουσιώδους χλου. Περίμεναν βασιλι δυνατό, αστηρό, βλοσυρό, μ δυ τρία μαχαίρια ζωσμένα στ μέση, τοιμο ν δώσ μ βροντερ φων τ σύνθημα τς πανάστασης, καν ν πατάξ τος ωμαίους δυνάστες κα ν ναδείξ τος βραίους σ κυρίαρχη δύναμη στν περιοχή, βασιλι πο θ ξεχώριζε στ νδύματα κα θ φοροσε πολύτιμο δαχτυλίδι, σημάδι ξουσίας.
χλος! διος χθς κα σήμερα! νόητος πάντοτε, ς μ διακρίνων τ ρθό, τ ληθινό, π τ ψεύτικο κα παροδικό, μεταβαλλόμενος π τ μι μέρα στν λλη, γόμενος κα φερόμενος π τν νεμο το συμφέροντός του, εκολόπιστος, λαφρόμυαλος, καιροσκόπος, πικίνδυνος. Ναί! Τέτοιος ταν κα χλος πο προϋπάντησε τν Χριστό ξω π τν ερ πόλη, γιατ μετ π ξι μέρες Τν σταύρωσε. λλα εεργετήθηκε, λλα περίμενε, λλα κατάλαβε, λλα ποφάσισε. Τόσα θαύματα, τόσες θεραπεες, τόσες εεργεσίες, χορτασμοί, λόγια σοφά, νεκραναστάσεις, κι μως! τ μι «Ελογημένος», τν λλη «πικατάρατος»· τ μι «μετ βαΐων κα κλάδων», τν λλη «μετ μαχαιρν κα ξύλων»· τ μι «σαννά», τν λλη «Σταυρωθήτω». Νά, ατς εναι χλος!
Περίμεναν πιβλητικ εσοδο, λλ λίγο τος τ χάλασε τ γαϊδουράκι...π μακρυ ο φαρισαοι κοιτοσαν καχύποπτοι. «ποκλείεται ν εναι ατς πο περιμένει σραήλ», σκέφτονταν πονηρά. προφητεία γνωστή: «Μ φοβσαι, ερουσαλήμ· δο βασιλιάς σου ρχεται καθήμενος πάνω σ να γαϊδουράκι», μως νος τους τελείως λλοτριωμένος π τν φθόνο κα τν κακία, πλανεμένος π τν περηφάνεια τς περοχς τς κοινωνικς τους θέσης, δν τος φηνε ν ννοήσουν τ δέοντα. χλος, ρκετ συγκράτητος, νθουσιώδης, ταν δύσκολο κείνη τ στιγμ ν χειραγωγηθ. ς στρωνε τ μάτιά του. Εχαν ξι μέρες καιρό, γι ν τν δασκαλέψουν, ν τν καθοδηγήσουν, ν τν κοροϊδέψουν, ν τν πάρουν μ τ μέρος τους, ν τν στρέψουν κατ το εεργέτη του, ταν κενος στ βμα τ Λιθόστρωτο θ κουγε τος βραίους ν πιλέγουν τν πελευθέρωση το Βαραββ.
Ποτ δν κατάλαβαν ποιός εναι ησος, γιατ ποτ δν εχαν ταπείνωση. ταπεινς διακρίνει τν ταπεινό, γι’ ατ κα ο φαρισαοι δν διέκριναν τι πάνω στ ταπειν ποζύγιο ταν ταπεινς Μεσσίας. Τν περίμεναν ν δόξ, τ δ ποζύγιό του συνευδοκοσε στν ντροπ κα τν τίμωση, τν ποίαν ς νταπόδωση το τοίμασαν στ Γολγοθ. Τν εδαν ν δακρύζει, παράδεκτο γι ποιον χει ξιώσεις ν εναι βασιλιάς.
Ο πόγονοί τους κόμη περιμένουν τν Μεσσία. Τ επε διος Κύριος: «γ χω ρθει στ νομα το Πατρός Μου κα δν μ δέχεσθε· ν λθ λλος στ νομα το αυτο του, κενον θ τν δεχθτε». Ναί, θ τν δεχθονε, δελφοί μου, ατν πο θ ρθ ς Χριστς τάχα μ μι δεύτερη παρουσία, λλ θ ποδειχθ τέτοιος πο ταίριαζε στος προγόνους τους, σκληρς κα δυσώπητος, βλοσηρς κα κακόψυχος, συγκίνητος κα σπλαχνος, λλαζονικς κα περφίαλος, μ λες τς μαρτίες κα λα τ δαιμονικ διώματα.
Γι μς τος χριστιανος Μεσσίας ρθε· εναι προς κα ταπεινς στν καρδι ησος Χριστός, ληθινς Θες πο γινε νθρωπος γι χάρη μας. Σήμερα Τν ποδεχόμαστε λειτουργικά, χι ς χλος, λλ ς λαός Του ελογημένος, ς κκλησία Του, ς ποίμνιό Του. Δν μς ζητ ν στρώσουμε μάτια, λλ τς μαρτίες μας, γι ν περάσ π πάνω τους μ τ ποζύγιο τς ταπεινώσεως, στ ποο ναπαύθηκε, τν Τίμιο κα Ζωοποι Σταυρό Του, τσι στε ν τς σβήσ μι γι πάντα. Δν μς ζητ ν κρατήσουμε βάγια, λλ τ για προστάγματά Του στν καρδιά μας, τσι στε ν μν παρασυρθομε, ν μν πλανηθομε κα Τν προδώσουμε, πως χλος κενος. 
Σήμερα τ πόγευμα, δελφοί μου, εσοδεύουμε στ Μεγάλη βδομάδα, τν πιό κατανυκτικ περίοδο το τους. ς προετοιμάσουμε αυτος καταλλήλως, γι ν πολαύσουμε κα τν χαρ τς ναστάσεως.


π. Στυλιανός Μακρής

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Ομιλία στην Κυριακή των Βαΐων

Σέ καιρό εὐνοίας σέ ἐπήκουσα καί σέ ἡμέρα σωτηρίας σ’ ἐβοήθησα», εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 49, 8). Καλό λοιπόν εἶναι νά εἰπῶ σήμερα τό ἀποστολικό ἐκεῖνο πρός τήν ἀγάπη σας: «Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού ἡμέρα σωτηρίας ἄς ἀπορρίψωμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἄς ἐκτελέσουμε τά ἔργα τοῦ φωτός, ἄς περπατήσουμε μέ σεμνότητα, σάν σέ ἡμέρα» (Β΄ Κορ. 6, 2· Ρωμ. 13, 12). Διότι προσεγγίζει ἡ ἀνάμνησις τῶν σωτηριωδῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί τό νέο καί μέγα καί πνευματικό Πάσχα, τό βραβεῖο τῆς ἀπαθείας, τό προοίμιο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί τό προκηρύσσει ὁ Λάζαρος πού ἐπανῆλθε ἀπό τά βάραθρα τοῦ Ἅδη, -ἀφοῦ, μέ μόνο τόν λόγο καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τήν ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τήν τέταρτη ἡμέρα- καί προανυμνοῦν παιδιά ἄκακα καί πλήθη λαοῦ, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Θείου Πνεύματος, Αὐτόν πού λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο, πού ἀνεβάζει τίς ψυχές ἀπό τόν Ἅδη καί πού χαρίζει ἀΐδια ζωή στήν ψυχή καί στό σῶμα.

Ἄν λοιπόν κανείς θέλη ν’ ἀγαπᾶ τή ζωή, νά ἰδῆ ἀγαθές ἡμέρες, ἄς φυλάττη τήν γλῶσσα του ἀπό κακό καί τά χείλη του ἄς μή προφέρουν δόλο ἄς ἐκκλίνη ἀπό τό κακό καί ἄς πράττη τό ἀγαθό (Α΄ Πέτρ. 3, 10 ε. Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καί ἡ ἀσωτία κακό εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀδικία κακό εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ θρασύτης καί ἡ ὑπερηφάνεια.

Ἄς ἀποφύγη λοιπόν ὁ καθένας τέτοια κακά καί ἄς ἐπιτελεῖ τά ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις.

 Ἄς ἐπιτελοῦμε λοιπόν αὐτά, γιά νά μεταλάβουμε ἀξίως τοῦ θυσιασθέντος γιά χάρι μας Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ· καί ἄς λάβουμε ἀπό Αὐτόν τόν ἀρραβῶνα τῆς ἀφθαρσίας γιά νά τόν φυλάξουμε κοντά μας σ’ ἐπιβεβαίωσι τῆς  ὑπεσχημένης πρός ἐμᾶς κληρονομίας στούς οὐρανούς.

Ἀλλά εἶναι μήπως δυσκατόρθωτο τό ἀγαθό καί οἱ ἀρετές εἶναι δυσκολώτερες ἀπό τίς κακίες; Ἐγώ πάντως δέν τό βλέπω διότι περισσότερους πόνους ὑφίσταται ἀπό ἐδῶ ὁ μέθυσος καί ὁ ἀκρατής ἀπό τόν ἐγκρατή, ὁ ἀκόλαστος ἀπό τόν σώφρονα, ὁ ἀγωνιζόμενος νά πλουτήση ἀπό τόν ζῶντα μέ αὐτάρκεια, αὐτός πού ἐπιζητεῖ ν’ ἀποκτήση δόξα ἀπό τόν διάγοντα σέ ἀφάνεια ἀλλ’ ἐπειδή, λόγω τῆς ἡδυπάθειάς μας, οἱ ἀρετές μᾶς φαίνονται δυσκολώτερες, ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας διότι ὁ Κύριος λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί οἱ βιασταί τήν ἁρπάζουν» (Ματθ.11,12).

Χρειαζόμαστε λοιπόν ὅλοι προσπάθεια καί προσοχή, ἔνδοξοι καί ἄδοξοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πλούσιοι καί πτωχοί, ὥστε ν’ ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας τά πονηρά αὐτά πάθη καί ἀντί αὐτῶν νά εἰσαγάγωμε σ’ αὐτήν ὅλη τή σειρά τῶν ἀρετῶν.

Πραγματικά ὁ γεωργός καί ὁ σκυτοτόμος, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ράπτης, ὁ ὑφαντής καί γενικῶς ὁ καθένας πού ἐξασφαλίζει τή ζωή του μέ τούς κόπους καί τήν ἐργασία τῶν χεριῶν του, ἐάν ἀποβάλουν ἀπό τήν ψυχή τους τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας καί τῆς τρυφῆς, θά εἶναι μακάριοι· διότι αὐτοί εἶναι οἱ πτωχοί γιά τούς ὁποίους προορίζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί γι’ αὐτούς εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί κατά τό πνεῦμα» (Ματθ. 5,3). Πτωχοί δέ κατά τό πνεῦμα εἶναι αὐτοί πού, λόγω τοῦ ἀκαυχήτου καί ἀφιλοδόξου καί ἀφιληδόνου τοῦ πνεύματος, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἤ ἔχουν ἑκουσίαν καί τήν ἐξωτερική πτωχεία ἤ τήν βαστάζουν γενναίως, ἔστω καί ἄν αὐτή εἶναι ἀκούσια.

Αὐτοί ὅμως πού πλουτοῦν καί εὐημεροῦν καί ἀπολαύουν τήν πρόσκαιρη δόξα καί γενικῶς ὅσοι εἶναι ἐπιθυμητοί αὐτῶν τῶν καταστάσεων θά περιπέσουν σέ δεινότερα πάθη καί θά ἐμπέσουν σέ μεγαλύτερες, περισσότερες καί δυσχερέστερες παγίδες τοῦ Διαβόλου· διότι αὐτός πού πλούτησε δέν ἀποβάλλει τήν επιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ, ἀλλά μᾶλλον τήν αὐξάνει, ὀρεγόμενος περισσότερα ἀπό προηγουμένως. Ἔτσι καί ὁ φιλήδονος καί ὁ φίλαρχος καί ὁ ἄσωτος καί ὁ ἀκόλαστος αὐξάνουν μᾶλλον τίς ἐπιθυμίες των παρά τίς ἀποβάλλουν. Οἱ δέ ἄρχοντες καί οἱ ἀξιωματοῦχοι προσλαμβάνουν καί δύναμι, ὥστε νά ἐκτελοῦν ἀδικίες καί ἁμαρτίες.

Γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά σωθεῖ ἄρχων καί νά εἰσέλθη στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλούσιος. «Πῶς», λέγει, «μπορεῖτε νά πιστεύετε σ’ ἐμένα λαμβάνοντας δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μή ζητώντας τήν δόξα ἀπό τόν Θεό μόνο» (Ἰω. 5, 44); Ἀλλ’ ὅποιος εἶναι εὔπορος ἤ ἀξιωματοῦχος ἤ ἄρχων ἄς μή ταράσσεται διότι μπορεῖ, ἄν θέλη, νά ζητήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά πιέση τόν ἑαυτό του, ὥστε ἀνακόπτοντας τήν πρός τά χειρότερα ροπή νά ἀναπτύξη μεγάλες ἀρετές καί ν’ ἀπωθήση μεγάλες κακίες, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ἀπό πολλούς ἄλλους πού δέν θέλουν.

Μπορεῖ, πραγματικά, ὄχι μόνο νά δικαιοπραγεῖ καί νά σωφρονεῖ, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀδικοῦν καί νά ζοῦν ἀκόλαστα νά τούς ἐμποδίζη ποικιλοτρόπως, καί ὄχι μόνο νά παρουσιάζεται ὁ ἴδιος εὐπειθής στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί στούς κήρυκές του, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀπειθοῦν νά τούς φέρη σέ ὑποταγή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στούς προϊσταμένους της κατά Χριστόν, ὄχι μόνο διά τῆς δυνάμεως καί ἐξουσίας πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τό νά γίνεται τύπος στούς ὑποδιέστερους σέ ὅλα τά ἀγαθά διότι οἱ ἀρχόμενοι ἐξομοιοῦνται μέ τόν ἄρχοντα.

Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια καί βία καί προσοχή σέ ὅλους, ἀλλά, βέβαια, ὄχι ἐξίσου. Σ’ αὐτούς πού εὑρίσκονται σέ δόξα, πλοῦτο καί ἐξουσία, καθώς καί στούς ἀσχολούμενους μέ τούς λόγους καί τήν ἀπόκτηση τῆς σοφίας, ἄν θά ἤθελαν νά σωθοῦν, χρειάζεται περισσότερη βία καί προσπάθεια, ἐπειδή ἀπό τήν φύσι τους εἶναι δυσπειθέστεροι. Αὐτό μάλιστα γίνεται καταφανές καί ἀπό τά Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώσθηκαν χθές καί σήμερα. Πραγματικά, μέ τό θαῦμα πού τελέσθηκε στόν Λάζαρο καί παρέστησε ὁλοφάνερα ὅτι αὐτός πού τό ἔκαμε εἶναι Θεός, οἱ μέν ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πείσθηκαν καί πίστευσαν, οἱ δέ τότε ἄρχοντες, δηλαδή οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, τόσο ἀμετάπειστοι ἔμειναν, ὥστε νά ἐκμανοῦν περισσότερο ἐναντίον του καί νά θέλουν, λόγω φρενοβλαβείας, νά παραδώσουν σέ θάνατο, Αὐτόν πού καί μέ ὅσα εἶπε καί μέ ὅσα ἔπραξε ἀναφάνηκε Κύριος ζωῆς καί θανάτου. Δέν ἔχει δέ νά εἰπεῖ κανείς ὅτι ἐπειδή τότε ὁ Χριστός σήκωσε τούς ὀφθαλμούς του καί εἶπε, «Πάτερ, σ’ εὐχαριστῶ πού μέ ἄκουσες», στάθηκε ἐμπόδιο ὥστε γιά τό νά θεωρήσουν ὅτι Αὐτός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα διότι Αὐτός προσθέτει ἐκεῖ, λέγοντας πρός τόν Πατέρα, «ἐγώ γνώριζα ὅτι πάντοτε μέ ἀκούεις, ἀλλά τά εἶπα γιά χάρι τοῦ λαοῦ πού παρευρίσκονταν, γιά νά πιστεύσουν ὅτι ἐσύ μέ ἀπέστειλες» (Ιω. 11,42).

 Γιά νά γνωρίσουν δηλαδή ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι εἶναι Θεός καί ἔρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ἐνεργεῖ τά θαύματα ὄχι ἐναντίον ἀλλά μέ συναίνεσι τοῦ Πατρός, σήκωσε μέν ἐμπρός σέ ὅλους τούς ὀφθαλμούς του πρός τόν Πατέρα, εἶπε δέ πρός αὐτόν ἐκεῖνα πού ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτός πού μίλησε ἐπί γῆς εἶναι ἴσος μέ τόν ὑψηλά στούς οὐρανούς Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως στήν ἀρχή, ὅπου ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, ἔτσι καί τώρα στό Λάζαρο, ὅπου ἐπρόκειτο ν’ ἀναπλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Ἄλλά ἐκεῖ, πού ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἶπε ὁ Πατήρ πρός τόν Υἱό «ἄς κατασκευάσουμε ἄνθρωπο» καί ὁ Υἱός ἄκουσε, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἦρθε στήν ὕπαρξι•ἐδῶ δέ τώρα εἶπε ὁ Υἱός καί ὁ Πατήρ ἄκουσε, καἰ ἔτσι ζωοποιήθηκε ὁ Λάζαρος.

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ὁμοτιμία καί ἡ ὁμοβουλία; Διότι ἡ μέν μορφή τῆς προσευχῆς χρησιμοποιήθηκε γιά τόν παρευρισκόμενο ὄχλο, τά δέ λόγια δέν ἦταν λόγια προσευχῆς, ἀλλά δεσποτείας καί ἐξουσίας  «Λάζαρε, ἔλα ἔξω», καί ἀμέσως ὁ τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σ’ αὐτόν ζωντανός ἄραγε τοῦτο ἔγινε μέ πρόσταγμα ἀναζωοῦντος ἤ μέ προσευχή ζωοποιοῦντος; Φώναξε ἐπίσης μέ μεγάλη φωνή γιά τούς παρευρισκομένους διότι μποροῦσε ὄχι μόνο μέ μετρία φωνή, ἀλλά καί μέ τήν θέληση μόνο νά τόν ἀναστήση, ὅπως μποροῦσε νά τό κάμη καί ἀπό μακριά, ἀλλά καί μέ τήν πέτρα ἐπάνω στόν τάφο. Προσῆλθε ὅμως στόν τάφο καί εἶπε στούς παρευρισκομένους, πού σήκωσαν τήν πέτρα καί αἰσθάνθηκαν τή δυσωδία, κι φώναξε μέ μεγάλη φωνή τόν κάλεσε κι ἔτσι τόν ἀνέστησε, ὥστε καί μέ τήν ὅρασί τους (διότι τόν ἔβλεπαν πάνω στόν τάφο) καί μέ τήν ὄσφρησί τους (διότι αἰσθάνονταν τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ πού ἦταν ἤδη στήν τέταρτη μέρα) καί μέ τήν ἁφή (διότι χρησιμοποιώντας τά χέρια τους κατά πρῶτον σήκωσαν τήν πέτρα ἀπό τό μνημεῖο, ὕστερα ἔλυσαν τό δέσιμο στό σῶμα καί τό σουδάριο στό πρόσωπο) καί μέ τά αὐτιά τους (ἀφοῦ ἡ φωνή τοῦ Κυρίου ἔφθανε σέ ὅλων τίς ἀκοές), νά καταλάβουν ὅλοι καί νά πιστεύσουν, ὅτι Αὐτός εἶναι πού καλεῖ τά μή ὄντα σέ ὄντα, πού βαστάζει τά πάντα μέ τόν λόγο τῆς δυνάμεώς του, πού καί στήν ἀρχή μέ λόγο μόνο δημιούργησε τά ὄντα ἀπό μή ὄντα.

 Ὁ ἄκακος λαός, λοιπόν, πίστευσε σ’ Αὐτόν μέ ὅλα αὐτά ἔτσι, ὥστε νά μή κρατοῦν τήν πίστι σιωπηρά, ἀλλά νά γίνουν κήρυκες τῆς θεότητός του μέ ἔργα καί λόγια. Διότι μετά τήν τετραήμερη ἔγερσι τοῦ Λαζάρου ὁ Κύριος βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι, πού προετοιμάσθηκε ἀπό τούς μαθητάς, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, κάθησε σ’ αυτό, εἰσῆλθε στά Ἱεροσόλυμα κατά τήν προφητεία τοῦ Ζαχαρίου πού προεῖπε, «μή φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, ἰδού ἔρχεται ὁ βασιλεύς σου δίκαιος καί σωτήριος, πράος ἐπάνω σέ ὑποζύγιο, σέ πουλάρι ὄνου» (Ζαχ. 9, 9· Ματθ. 21, 5).

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ προφήτης δείκνυε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ προφητευόμενος βασιλεύς, πού εἶναι ὁ μόνος πραγματικά βασιλεύς τῆς Σιών διότι, λέγει, ὁ βασιλεύς σου δέν εἶναι φοβερός στούς παρατηρητάς, οὔτε εἶναι κάποιος βαρύς καί κακοποιός, συνοδευόμενος ἀπό ὑπασπιστάς  καί δορυφόρους, ἤ σύροντας πλῆθος πεζῶν καί ἱππέων, ζώντας μέ πλεονεξία καί ἀπαιτώντας τέλη καί φόρους, δουλεῖες καί ὑπηρεσίες ἀγενεῖς καί ἐπιβλαβεῖς· ἀντίθετα, σημαία του εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ πτωχεία καί ἡ εὐτέλεια, ἐφόσον εἰσέρχεται ἐπάνω σέ ὄνο χωρίς καμμιά ἔπαρσι. Γι’ αὐτό, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος δίκαιος βασιλεύς πού σώζει μέ δικαιοσύνη καί Αὐτός εἶναι πράος, ἔχοντας ὡς ἰδιότητά του τήν πραότητα διότι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέγει γιά τόν Ἑαυτό του, «μάθετε ἀπό ἐμένα, ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά».

Ὁ βασιλεύς λοιπόν πού ἀνέστησε τόν Λάζαρο εἰσῆλθε τότε στά Ἱεροσόλυμα καθήμενος ἐπάνω σέ ὄνο ἀμέσως δέ ὅλοι οἱ λαοί, παιδιά, ἄνδρες, γέροντες, στρώνοντας τά ἐνδύματα καί παίρνοντας βαΐα ἀπό φοίνικες, πού εἶναι σύμβολα νίκης, τόν προϋπαντοῦσαν σάν ζωοποιό καί νικητή τοῦ θανάτου, τόν προσκυνοῦσαν, τόν προέπεμπαν, ψάλλοντας μέ μιά φωνή ὄχι μόνο ἔξω, ἀλλά καί μέσα στόν ἱερό περίβολο, «ὡσαννά στόν υἱό τοῦ Δαβίδ, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τό ὡσαννά εἶναι ὕμνος πού ἀναπέμπεται πρός τόν Θεό καί ἑρμηνευόμενο σημαίνει «σῶσε μας λοιπόν» ἡ δέ προσθήκη «ἐν τοῖς ὑψίστοις» δεικνύει ὅτι αὐτός δέν ἀνυμνεῖται μόνο ἐπί γῆς οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλά στά ὕψη ἀπό τούς οὐράνιους ἀγγέλους.

 Καί ὄχι μόνο τόν ἀνυμνοῦν καί τόν θεολογοῦν ἔτσι, ἀλλά στή συνέχεια ἐναντιώνονται καί στήν κακόβουλη καί θεομάχο γνώμη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων καί στίς φονικές προθέσεις των. Αὐτοί ἔλεγαν γιά Ἐκεῖνον φρενοβλαβῶς, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό κι ἐπειδή πραγματοποιεῖ πολλά θαύματα, ἄν τόν ἀφήσωμε ζωντανό, ὅλοι θά πιστεύσουν σ’ αὐτόν καί θά ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι καί θά μᾶς πάρουν τήν πόλι καί τό ἔθνος» (Ιω. 11,47). Καί ὁ λαός τί λέγει; «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένη ἡ ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ» (Μάρκ. 11, 10). Μέ τή φράσι «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὑπεδείκνυαν ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα  καί ὅτι ἦλθε στό ὄνομα τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν Ἑαυτό του, «ὅτι ἐγώ ἦλθα στό ὄνομα τοῦ Πατρός μου καί ἀπό τόν Θεό ἐξῆλθα καί σ’ αὐτόν πηγαίνω» (Ιω. 8, 42). Μέ τή φράσι δέ «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ», ὑπεδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ βασιλεία στήν ὁποία πρόκειται νά πιστεύσουν τά ἔθνη κατά τήν προφητεία, καί μάλιστα οἱ Ρωμαῖοι. Διότι ὁ βασιλεύς αὐτός ὄχι μόνο εἶναι ἐλπίς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί προσδοκία τῶν ἐθνῶν κατά τήν προφητεία τοῦ Ιακώβ (Γεν. 49, 10), «δένοντας στήν ἄμπελο τήν ὄνο του», δηλαδή τόν ὑποκείμενο σ’ αὐτόν λαό ἀπό τούς Ἰουδαίους, «καί στό κλῆμα τό πουλάρι τῆς ὄνου του» (Γεν. 49,11). Κλάδος δέ τοῦ κλήματος εἶναι οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου, πρός τούς ὁποίους ἔλεγε, «ἐγώ εἶμαι ἡ ἄμπελος, ἐσεῖς τά κλήματα» (Ιω. 15, 5).

Μέ τό κλῆμα λοιπόν αὐτό συνέδεσε ὁ Κύριος πρός τόν Ἑαυτό του τό πουλάρι τῆς ὄνου του, δηλαδή τό νέο Ἰσραήλ ἀπό τά ἔθνη, τοῦ ὁποίου τά μέλη ἔγιναν κατά χάρι υἱοί τοῦ Ἀβραάμ. Ἐάν λοιπόν ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι ἐλπίς καί τῶν ἐθνῶν, πῶς τότε, λέει ὁ λαός, ἀφοῦ ἐπιστεύσαμε σ’ αὐτήν ἐμεῖς, θά φοβηθοῦμε τούς Ρωμαίους; Ἔτσι λοιπόν οἱ νηπιάζοντες ὄχι στά μυαλά ἀλλά στήν κακία, ἐμπνευσθέντες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνέπεμψαν στόν Κύριο πλήρη καί τέλειον ὕμνο, μαρτυρώντας ὅτι ὡς Θεός ζωοποίησε τόν Λάζαρο, ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός. Οἱ δέ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, μόλις εἶδαν τά θαυμάσια αὐτά καί τά παιδιά νά κράζουν στό ἱερό λέγοντας, «αἶνος στόν Σωτήρα μας υἱό τοῦ Δαβίδ», ἀγανάκτησαν κι ἔλεγαν πρός τόν Κύριο «δέν ἀκούεις τί λέγουν αὐτά;», πράγμα πού ἔπρεπε μᾶλλον ὁ Κύριος νά εἰπεῖ τότε πρός αὐτούς, ὅτι δηλαδή, “δέν βλέπετε καί δέν ἀκοῦτε καί δέν καταλαβαίνετε;”.

 Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ἀντικρούοντάς τους πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἀνέχεται τήν ὑμνωδία πού μόνο στόν Θεό ταιριάζει, λέγει, ναί, ἀκούω αὐτούς πού σοφίζονται ἀπό ἐμέ ἀοράτως καί ἐκφέρουν τέτοιους λόγους γιά μένα καί ἐάν σιωπήσουν αὐτοί, θά κράξουν οἱ λίθοι (Λουκ. 19, 40). Ἐσεῖς ὅμως δέν ἀνεγνώσατε ποτέ ἐκεῖνον τόν προφητικό λόγο, ὅτι ἀπό στόμα νηπίων πού θηλάζουν συντόνισες ὕμνον (Ματθ. 21,16); Διότι καί τοῦτο ἦταν ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ, ὅτι τά ἀμόρφωτα καί ἀμαθῆ παιδιά θεολογοῦσαν τελείως τόν Θεό πού ἐνανθρώπησε γιά μᾶς, παίρνοντας στό στόμα τους ἀγγελικό ὕμνο· ὅπως δηλαδή οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν γιά τή γέννησι τοῦ Κυρίου, «δόξα πρός τόν Θεό στά ὕψη καί ἐπί γῆς» (Λουκ. 2, 14· 19, 38), ἔτσι καί αὐτά τώρα κατά τήν εἴσοδό του ἀναπέμπουν τόν ἴδιο ὕμνο, λέγοντας, «δόξα στό σωτήρα μας τόν υἱό τοῦ Δαβίδ, δόξα στό σωτήρα μας στά οὐράνια» (Ματθ. 21,9).

 Ἀλλά, ἄς νηπιάσουμε κι ἐμεῖς ἀδελφοί, κατά τήν κακία, νέοι καί γέροντες, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, γιά νά ἐνδυναμωθοῦμε ἀπό τόν Θεό, νά στήσουμε τρόπαιο καί νά βαστάσουμε τά σύμβολα τῆς νίκης, ὄχι μόνο κατά τῶν πονηρῶν παθῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ὥστε νά βροῦμε τήν χάρι τοῦ λόγου γιά βοήθεια εὔκαιρη. Διότι ὁ νέος πῶλος, ὅπου καταξίωσε ὁ Κύριος νά καθήση γιά χάρι μας, ἄν καί εἶναι ἕνας, προετύπωνε τήν πρός αὐτόν ὑποταγή τῶν ἐθνῶν, ἀπό τά ὁποῖα προερχόμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι.

Ὅπως, λοιπόν, στόν Ἰησοῦ Χριστό δέν ὑπάρχει ἀρσενικό καί θηλυκό, οὔτε Ἕλληνας οὔτε Ἰουδαῖος, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἕνα κατά τόν Θεῖο ἀπόστολο (Γαλ. 3, 28), ἔτσι σ’ Αὐτόν δέν ὑπάρχει ἄρχων καί ἀρχόμενος, ἀλλά μέ τήν χάρι του, εἴμαστε ἕνα κατά τήν πίστι σ’ αὐτόν καί ἀνήκουμε στό ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του, ἔχοντας μία κεφαλή, Αὐτόν καί ἕνα Πνεῦμα ποτισθήκαμε διά τῆς παναγίας χάριτος τοῦ Πνεύματος καί ἕνα βάπτισμα λάβαμε ὅλοι  καί μία εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅλων καί ἕνας ὁ Θεός μας, ὁ ἐπάνω ἀπό ὅλους καί διά μέσου ὅλων καί μέσα σέ ὅλους μας (Ἐφ. 4, 6).

 Ἄς ἀγαποῦμε λοιπόν ἀλλήλους, ἄς ἀνεχώμαστε καί ἄς φροντίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη ἀλλήλων διότι τό σῆμα τῆς μαθητείας μας πρός Ἐκεῖνον, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ πατρική κληρονομία πού μᾶς ἄφησε ἀναχωρώντας ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί ἡ τελευταία εὐχή πού μᾶς ἔδωσε ἀνεβαίνοντας πρός τόν Πατέρα ἀναφέρεται στήν πρός ἀλλήλους ἀγάπη μας (Ἰω. 13, 33ε.). Ἄς σπεύδουμε λοιπόν νά ἐπιτύχουμε τήν πατρική εὐχή καί ἄς μή ἀποβάλλουμε τήν ἀπό αὐτόν κληρονομία οὔτε τό σῆμα πού μᾶς ἔδωσε, γιά νά μή ἀποβάλλουμε καί τήν υἱοθεσία καί τήν εὐλογία καί τήν πρός Αὐτόν μαθητεία, καί τότε θά ξεπέσουμε ἀπό τήν ἐλπίδα πού μᾶς ἀναμένει καί θά κλεισθοῦμε ἔξω ἀπό τόν πνευματικό νυμφῶνα.

Καί, ὅπως πρίν ἀπό τό σωτηριῶδες Πάθος, καθώς ὁ Κύριος εἰσερχόταν στήν κάτω Ἱερουσαλήμ, τοῦ ἔστρωναν τά ἱμάτια ὄχι μόνο ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ πραγματικοί ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, δηλαδή, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, ἄς στρώσουμε τά ἔμφυτα ἱμάτιά μας, ὑποτάσσοντας τήν σάρκα καί τά θελήματά της στό πνεῦμα.

Ἔτσι, ὄχι μόνο θ’ ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τό σωτηριῶδες Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἁγία ἀνάστασι, ἀλλά καί ν’ ἀπολαύσουμε τήν κοινωνία πρός Αὐτόν, «διότι», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ἐάν γίναμε σύμφυτοι μέ τό ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, εἶναι φανερό ὅτι θά γίνουμε σύμφυτοι καί τῆς ἀναστάσεως» (Ρωμ. 6, 5). Αὐτήν τήν ἀνάστασι εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Αγίου Ευλογίου Αλεξανδρείας: Ομιλία εις την αγίαν εορτήν των Βαΐων και εις τον πώλον

Ἑορτάζουμε σήμερα οἱ πιστοὶ ἐπίσκεψι βασιλικὴ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα θεοπρεπῶς. Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα, ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἂς ὑψώσωμε τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ σβύσωμε τὸ πνεῦμα, ἂς ἀνάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ἂς ἀνανεώσωμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ἂς βαστάσωμε νικηφόρως τὰ βαΐα καὶ ἂς βοήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον, ἂς ὑμνήσωμε ὅπως τὰ παιδιά, μαζί τους: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἰδοὺ ὅτι ἦλθεν, ἰδοὺ ἐφανερώθη, ἰδοὺ ἔφθασε. Πάλιν εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, πάλι σταυρὸς ἑτοιμάζεται, πάλι σχίζεται τὸ χειρόγραφό του Ἀδάμ, πάλιν ὁ Παράδεισος ἀνοίγεται, πάλι γίνεται ἔνοικός του ὁ ληστής, πάλιν ἡ ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ πονηρὰ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν οἱ δαίμονες αἰσχύνονται, πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι μαίνονται, πάλιν οἱ πιστοὶ διασώζονται.

Ὅλα συμμετέχουν στὴν ἑορτή, ὅλα ὑμνοῦν τὸν Δεσπότη, οἱ οὐρανοὶ εὐφραίνονται, τὰ ὅρη ἀγάλλονται. Ποταμοὶ κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν μας νὰ πραγματοποιοῦνται· τὰ ὅρη ἀλαλάξετε, νήπια ὑμνήσετε, μαθηταὶ κηρύξετε, ἱερεῖς λαλήσετε, ἔθνη συναχθῆτε· τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια, κάθε ἡλικία καὶ ἀξίωμα.

Διότι ἔρχεται ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήση· ἐφανερώθη γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήση ὅλους, γιὰ νὰ χαρίση σὲ ὅλους τὴν ἀγαλλίασι. Ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ «ἐπὶ τῆς γῆς ὄφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μὲ τοὺς χρεωφειλέτες ὁ πληρωτής, μὲ τοὺς ἀσώτους ἡ σωτηρία, μὲ τοὺς καταδίκους ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἡ ἐλπίς, μὲ τοὺς κατακειμένους ἡ ἀνάστασις, μὲ τοὺς ἀγνώμονες ὁ ἐλεήμων, μὲ τοὺς δραπέτες ὁ δίκαιος, μὲ τοὺς ὑπευθύνους ὁ ἀνεύθυνος, μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς ἀχαρίστους αὐτὸς ποὺ πάντα χαρίζει ἀφθόνως.

Αγίου Επιφανίου, Επισκόπου Κύπρου: Ομιλία εις τα Βαΐα

Χαῖρε μέ ἀσυγκράτητη χαρά, θυγατέρα τῆς Σιών. Ἀπόλαυσε βαθιά χαρά καί ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σέ σένα ὁ Βασιλιάς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νά Τόν προϋπαντήσουμε. Ἄς βιαστοῦμε νά δοῦμε τή δόξα Του. Ἄς προλάβωμε νά τιμήσωμε τόν ἐρχομό Του μέ χαρά. Ἄλλη μιά φορά σωτηρία στόν κόσμο, πάλι ὁ Θεός ἔρχεται γιά νά σταυρωθῆ.

Ὁ Βασιλιάς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ᾽ αὐτήν καί χαρίζει πάλι τή σωτηρία στόν κόσμο. Τό φῶς ἄλλη μιά φορά μᾶς ἐπισκέπτεται καί ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καί χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καί πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τά Ἔθνη καί ἡ Σιών στολίζεται.

Ἔρχεται ὁ Χριστός καθισμένος στό πουλάρι, ὅπως σέ θρόνο. Ἀναγαλλιάστε οὐρανοί. Ὑμνῆστε Ἄγγελοι. Εὐφρανθῆτε τά βουνά. Σκιρτῆστε λόφοι. Παφλάστε ποταμοί. Ὁ λαός τῆς Σιών χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες χαρῆτε. Ψάλλετε Ἱερεῖς, προφῆτες ἐλᾶτε πρῶτοι, εὐαγγελιστῆτε μαθηταί, ὑποδεχθῆτε λαοί. Τρέξτε μαζί καί οἱ γέροντες, χορέψετε μητέρες καί τά νήπια τραγουδῆστε. Φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές μαζευτῆτε.

Κάθε πλάσμα, κάθε ὕπαρξη, κάθε τάξη, κάθε τι πού ἀναπνέει, ὅλη ἡ γῆ, κάθε ἀξίωμα, ὅλες οἱ ἡλικίες, ὅλες οἱ ἀρχές τῶν ἐθνῶν, ὅλες οἱ βασιλεῖες, ἄς ὑποδεχθοῦν βασιλικά τό βασιλιά τῶν βασιλέων, δεσποτικά τῶν δεσποτῶν τό Δεσπότη. Ἄς προσκυνήσωμε, ἄς τραγουδήσωμε θεϊκά τραγούδια στό Θεό τῶν Θεῶν, στόν αἰώνιο νυμφίο θεϊκούς νυφιάτικους χορούς, ἄς χορέψωμε. Χαρούμενοι ἄς ἀνάψωμε τίς χαρωπές λαμπάδες μας, τούς χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας, ὅπως ταιριάζει γιά νά τιμήσουμε τόν Θεό, ἄς ἀλλάξωμε. Ἄς ἑτοιμάσωμε ὄμορφα τούς δρόμους τῆς ζωῆς, τά βαΐα τῆς νίκης ἄς κρατήσωμε γιά τό νικητή τοῦ θανάτου. Καί ἄς σείσωμε τούς βλαστούς τῆς ἐλιᾶς στό βλαστό τῆς Μαρίας. Ἀγγελικά ἄς ὑμνήσουμε τό Θεό τῶν Ἀγγέλων. Ἄς κραυγάσωμε μαζί μέ τά παιδιά, ὅπως πρέπει στό Θεό. Μαζί μέ τό πλῆθος καί ἐμεῖς τήν κραυγή τοῦ πλήθους ἄς ποῦμε: «Ὡσαννά, στόν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

 Ὁ Θεός καί ὁ Κύριος φάνηκε σάν φῶς, ἔλαμψε σ᾽ ἐμᾶς πού καθόμασταν στό σκότος καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἐφάνηκε ἡ ἐπανόρθωση γιά ὅσους ἔπεσαν, φάνηκε ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων, φάνηκε ἡ ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν, φάνηκε ἡ παρηγορία γιά ὅσους πενθοῦν, φάνηκε ἡ ἀνάπαυση ὅσων κοπιάζουν. Φάνηκε τῶν διψασμένων τό ξεδίψασμα. Φάνηκε ἡ δικαίωση τῶν ἀδικημένων. Φάνηκε τῶν ἀπελπισμένων ἡ λύτρωση. Φάνηκε ἡ ἕνωση τῶν χωρισμένων. Φάνηκε ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν. Φάνηκε ἡ γαλήνη ὅσων εἶχαν βρεθῆ σέ τρικυμία.

Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς μαζί μέ τό πλῆθος ἄς φωνάξωμε σήμερα στό Χριστό:«Ὡσαννά», πού θά πεῖ «Σῶσε μας ὁ οὐράνιος Θεός». Ὤ καινούργια πράγματα, θαύματα ἀνέλπιστα! Χτές ὁ Χριστός ἀνέστησε τό Λάζαρο, σήμερα ὁ Ἴδιος βαδίζει πρός τό θάνατο. Σέ ἄλλον χτές, σάν Ζωή, τή ζωή ἐχάρισε καί σήμερα ὁ ζωοδότης ἔρχεται στό θάνατο. Χτές ἔλυσε τά σάβανα τοῦ Λαζάρου, σήμερα ἔρχεται νά τυλιχτῆ στά σάβανα ὁ Ἴδιος, θεληματικά. Χτές ἀπό τό σκοτάδι ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο.

Σήμερα γιά τόν ἄνθρωπο ἔρχεται νά μπῆ στά σκότη καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Χτές, ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα, ζωντανό καί μέ τίς πέντε αἰσθήσεις, τόν τετραήμερο ὁ Τριήμερος, στίς δυό ἀδελφές τόν ἕνα ἀδελφό τους χαρίζει. Καί σήμερα βαδίζει στό Σταυρό. Στή Μαρία τόν τετραήμερο νεκρό χαρίζει, ἐνῶ στήν Ἐκκλησία τριήμερο χαρίζει τόν Ἑαυτό Του ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μόνο ἡ Βηθανία θαυμάζει. Ἐδῶ ἑορτάζει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν, ἔχοντας στό μέσο τό βασιλιά τῶν ἀΰλων Δυνάμεων, ὡς Νυμφίο μαζί καί Βασιλιά. Ἑορτάζει ἑορτή, σάν ἐλιά κατάκαρπη στόν κῆπο τοῦ Θεοῦ, πού πυκνόφυλλη πάντα σκιάζει. Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία ἑορτή, καί εἶναι σάν κρίνο ἀνοιξιάτικο, ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀληθινό κρίνο, τό θαλερό, πού δέν κρίνει ἀλλά σώζει τόν κόσμο. Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό γιατρευτικό βότανο, πού γιατρεύει ἀληθινά τά πάθη τῶν ἀρρώστων.

Ὅπου ὁ Χριστός εἶναι τό ἀμπέλι πού λέει: «Ἐγώ εἶμαι τό ἀμπέλι τό ἀληθινό.» Ὅπου ὁ ἐλαιώνας ὁ Ὁποῖος ἀληθινά ἐλεεῖ ὅσους ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν. Ἐκεῖ εἶναι ὅπου ἐβλάστησε ὁ κλάδος ὁ προαιώνιος ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, χωρίς νά καλλιεργήση καί νά σκάψη ὁ γεωργός. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ ἀέναη πηγή. Ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει Φυσών καί Γεών, Τίγρις καί Εὐφράτης, ἀλλά Ματθαῖος, Μᾶρκος, Λουκᾶς καί Ἰωάννης, πού ποτίζουν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό περιβόλι. Ἐκεῖ ὅπου ὅλη σήμερα ἡ νεολαία, καθώς ἐλαία κατάκαρπη γεμάτη ἀπό ἐλιές, τόν ἐλεήμονα Χριστό παρακαλοῦμε. Φυτεμένοι στό κτῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοιξιάτικα μέσα στόν κῆπο Του ἀνθισμένοι, ἑορτάζομε τήν ἑορτή μας, βλέποντας ὅτι ἔχει ὑποχωρήσει ἡ χειμωνιά τοῦ Νόμου. Γιόρταζε, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τυπικά καί σωματικά, ἀλλά χορεύοντας χορό πνευματικό. Γιόρταζε τή γιορτή σου, βλέποντας τήν πτώση τῶν εἰδώλων καί ζώντας τή δική σου ἀνάσταση.

Προσθέτω τή φωνή μου στήν ἱερή καί ἰσχυρή φωνή τοῦ Παύλου: «Πέρασαν τά παλιά• ὅλα ἰδού, ἔχουν γίνει καινούργια». Ἀλλά καί ἀνέλπιστα. Γι᾽ αὐτό χαρῆτε, χαρῆτε, νεολαία τοῦ Χριστοῦ. Εἶστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιόρταζε, ἡ Ἐκκλησία, ἡ κόρη τοῦ Θεοῦ καί ἀγαλλίασε. Δική σου εἶναι ἀκέραια ἡ δόξα, γνήσια κόρη τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ. Καί δέν εἶσαι ἡ χήρα κάποιου ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἡ σύζυγος, πού ἀνθίζεις, ὄχι στ᾽ ἀριστερά τοῦ Θεοῦ γιά τούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά στά δεξιά.

Εἶσαι τό λουλούδι τῆς θεογνωσίας. Δέν σέ μολύνει αἷμα δουλικό, ἀλλά τοῦ Θεοῦ τό Αἷμα σέ σφραγίζει. Δέν λατρεύεις τόν Ὠβήλ ἀλλά τόν Ἐμμανουήλ. Δέν ἀνυμνεῖς τήν Τρωάδα ἀλλά τήν Τριάδα. Δέν τιμᾶς τόν Πλάτωνα παρά τόν Παντοκράτορα Θεό μας. Δέν τιμᾶς τόν ἀλεξίκακο Ἡρακλῆ, ἀλλά τόν Παράκλητο, τόν ποιητή τῶν ὅλων. Δέν προσκυνεῖς τόν Ἀριστοτέλη πού σ᾽ ἔκαμε σοφό, ἀλλά τόν Θεό πού σ᾽ ἔσωσε γιά ὅλους τούς αἰῶνες. Ἔπεσε ὁ Κρόνος γιατί προσέλαβε σάρκα ὁ Θεός Λόγος. Δέν γεννήθηκε μέ συνέργεια ἀνδρός ἀλλά γεννήθηκε μέ δύναμη Θεοῦ ἀπό τή Μαρία. Προσέξετε τή χάρη τῆς ἡμέρας. Δῆτε τή λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς. Χαῖρε λοιπόν καί ἀγαλλίασε, τῆς Σιών κόρη. Γέμισε εὐφροσύνη καί ἀναγάλλιασε ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

 Γύρισε γύρω τά μάτια σου καί κοίταξε μαζεμένα τώρα, τά σκορπισμένα πρῶτα στά ἔθνη παιδιά σου. Δές τῆς γιορτῆς τήν εὐλάβεια. Δές τοῦ λαοῦ τούς σύμφωνους ὕμνους. Δές ὅλες τίς γλῶσσες ἑνωμένες, ὅλα τά στόματα σάν νά ᾽ναι ἕνα νά ἀναπέμπουν δοξολογικά τόν ἴδιο ὕμνο. Δές τά πρόβατα πού πρῶτα εἶχαν ξεγλιστρίσει ἔξω ἀπό τήν πόρτα σου νά εἶναι τώρα στήν ἀγκαλιά σου. Ἄκουσε τῶν ἐθνῶν τήν ἐπιφήμιση, πού εἶναι τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ἡ μίμηση. Πρόσεξε τήν ἁρμονία τῶν ἀγγελικῶν χορῶν. Πρόσεξε ἀνθρώπων πλῆθος πού μοιάζει μέ παρατάξεις Ἀγγέλων. Θεώρησε τούς ψαλμούς σάν ὕμνους Ἀγγέλων καί τά παιδιά σάν ἄκακα ἀρνάκια πού ψάλλουν στό Χριστό καί λένε: «Ὡσαννά στόν οὐράνιο Θεό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται.» Μαζί τους χτύπησε χαρούμενα καί πανηγυρικά καί τό χέρι σου καί φώναξε μέ καθαρή καί λιονταρήσια φωνή λόγους ἑόρτιους καί εὐχαριστήριους. Ἰδού ἐγώ καί τά παιδιά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, σ᾽ ἐμένα πού ἤμουν κάποτε ἄτεκνη καί ἀσήμαντη στεῖρα. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε, ἀλλά καί πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Θεός μας καί Κύριος εἶναι καί φάνηκε γιά μᾶς Αὐτός πού ἔρχεται καί πού ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν μπορεῖ νά Τόν περικλείσει.

Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν οὐρανό. Εὐλογημένος ἄς εἶναι Αὐτός πού ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος, καί πού θά ἔρθει πάλι ὡς Θεός. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἦρθε σ᾽ ἐμένα συμβολικά καβαλλικεύοντας σέ γαϊδουράκι σάν νά ᾽ταν πάνω σέ Χερουβίμ. Ἄκουσε τί μᾶς λέει ὁ ἱεροκήρυκας Εὐαγγελιστής τῆς ἑορτῆς. Ὅταν πλησίαζε ὁ Κύριος στή Βηθφαγή καί στή Βηθανία, κοντά στό βουνό πού λέγεται τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπό τούς μαθητάς Του παραγγέλλοντάς τους: «Πηγαίνετε στό ἀπέναντι χωριό καί καθώς μπαίνετε θά βρῆτε γαϊδουράκι δεμένο. Λύστε το καί φέρτε το ἐδῶ.» Ἔκαμαν οἱ Μαθηταί ὅπως τούς παράγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Ἔστρωσαν τά ροῦχα τους στό γαϊδουράκι καί καβαλλίκεψε ὁ Ἰησοῦς. Καί ὅταν ἔφτασε στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὁ κόσμος πού εἶχε συναχτῆ γιά τήν ἑορτή, πῆραν κλαδιά φοινίκων καί βγῆκαν νά ὑποδεχθοῦν τόν Ἰησοῦ. Καί ὅσοι πήγαιναν μπροστά καί ὅσοι ἀκολουθοῦσαν φώναζαν: «Ὡσαννά στό γιό τοῦ Δαυΐδ, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στ᾽ ὄνομα τοῦ Κυρίου.»

 Αὐτή εἶναι ἡ Δεσποτική παρουσία στήν παροῦσα ἑορτή μας. Αὐτή εἶναι ἡ παλαιά καί ἡ νέα παραμονή στήν Σιών τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλέων. Αὐτή εἶναι ἡ πανηγυρική καί πάνδημη ἔλευση τῆς σημερινῆς ἡμέρας τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅλο τό πλῆθος πού ἤρθαμε στήν ἑορτή, ἄς βγοῦμε νά Τόν ὑποδεχτοῦμε, ὁρατοί καί ἀόρατοι ἑορτασταί, οἱ προφῆτες πού προηγοῦνται χρονικά, καί οἱ διδάσκαλοι καί ὅσοι ἀκολουθοῦν τό γαϊδουράκι, ὅλοι ὅσους δένει ἀναμεταξύ τους ἡ πίστη στό Θεό.

Σήμερα τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια μαζί ἄς ψάλλουν. Κάθε στόμα καί πνεῦμα ἄς ἀνοίξη γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τά Χερουβίμ βροντοφωνῆστε: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Τρισάγιος, Σαβαώθ• ἀπό τή δόξα Του γεμᾶτος ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ.» Σεραφείμ, ὑμνῆστε, προφῆτες, κηρύξετε. Ἄς λέη ὁ ἄλλος:«Χαῖρε, Κόρη τῆς Σιών, διαλάλησε, Κόρη τῆς Ἱερουσαλήμ.» Καί ὁ ἄλλος ἄς κραυγάση ἀτενίζοντας τό βασιλέα Χριστό: «Ἰδού τό ἀρνί τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.» Κι ἄλλος ἄς διαλαλήση γιά τόν Ἴδιο τόν Κύριο: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας• δέν θά σταθῆ ἄλλος κοντά Του.» Καί κάποιος ἄλλος ἄς προσθέση: « Ἰδού ὁ ἄνθρωπος μαζί καί Θεός, Ἀνατολή εἶναι τό ὄνομά Του.» Καί ὁ Δαυΐδ ἀτενίζοντας τό Χριστό πού προῆλθε ἀπό τή γενιά του, ἄς ψάλλη: « Εἶναι Θεός καί Κύριός μας καί παρουσιάστηκε γιά μᾶς.» Κάποιος ἄλλος τό γόνυ κλίνοντας ἄς πῆ στό Χριστό: «Ὁλόκληρη ἡ γῆ ἄς σέ προσκυνήση.» Καί ἄλλος ἄς προτρέψη τούς λαούς: «Συγκροτῆστε γιορτή στόν ἴσκιο ὡς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου.»

Ἔτσι γινόταν παλαιά ὁ ἐρχομός τοῦ Κυρίου μας μέ τό πουλάρι στή Σιών. Πάνδημη ὁμόνοια, οἱ χοροί τῶν Πατέρων, τῶν δικαίων ὁ λαός, τά πνεύματα τῶν προφητῶν, τά παιδιά τῶν Ἑβραίων, τά νήπια τῶν μητέρων, τά πλήθη τῶν Ἀγγέλων. Ἄλλοι ἅπλωναν τίς φτεροῦγες τους, ἄλλοι κρατοῦσαν τά βάγια κι ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν. Τοῦτοι ἔκοβαν κλαδιά, ἐκεῖνοι ἔπλεκαν στεφάνια, αὐτοί ἔλυναν τό γαϊδουράκι, ἄλλοι ἔστρωναν τά ροῦχα τους, ἄλλοι ἄνοιγαν τίς πύλες κι ἄλλοι καθάριζαν τού δρόμους. Αὐτοί ἑτοίμαζαν τό γαϊδουράκι κι ἐκεῖνοι διαλαλοῦσαν τή νίκη, ἄλλοι κουνοῦσαν τά κλαδιά κι ἄλλοι ἔλεγαν στά νήπια: «Ὑμνῆστε, παιδιά, τό Κύριο». Τά παιδιά ἀποκρίνονταν: «Ὡσαννά, εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου.» Ὤ καινούργια πράγματα κι ἀνέλπιστα θαύματα τῆς ἑορτῆς. Τά παιδιά σάν θεολόγοι χαρακτηρίζουν ὡς Θεό τό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς τόν ὑβρίζουν. Τόν προσκυνοῦν παιδιά πού θηλάζουν, καί δείχνουν ἀσέβεια οἱ διδάσκαλοι. Τά παιδιά τραγουδοῦν «Ὡσαννά» καί οἱ Ἑβραῖοι κραυγάζουν νά σταυρωθῆ. Αὐτά ἔρχονται μέ τά βάγια στό Χριστό κι ἐκεῖνοι Τόν ζυγώνουν μέ μαχαίρια. Αὐτά κόβουν κλαδιά κι ἐκεῖνοι ἑτοιμάζουν τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Τά παιδιά στρώνουν τά ροῦχα τους στό Χριστό καί οἱ ἱερεῖς σκίζουν τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ.

Τά παιδιά ἀνεβάζουν τό Χριστό στό γαϊδουράκι κι οἱ γέροντες ἀνεβάζουν τό Χριστό στό Σταυρό. Τά παιδιά προσκύνησαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνοι κάρφωσαν μέ τά καρφιά τά πόδια τοῦ Χριστοῦ.Τά παιδιά Τοῦ ἀφιερώνουν τόν ὕμνο κι αὐτοί Τοῦ προσφέρουν τό ξίδι. Τά παιδιά τήν τιμή καί τή χολή ἐκεῖνοι. Τά παιδιά κουνοῦν τά βάγια κι αὐτοί μέ τή ρομφαία Τόν τρυποῦν. Τά παιδιά ὑμνοῦν τό Χριστό πάνω στό πουλάρι κι αὐτοί Τόν ἀναβάτη τοῦ πουλαριοῦ πουλοῦν. «Τό βόδι κατάλαβε τόν Κύριό του, ὅταν πλησίασε στή φάτνη Του κι οἱ λαοί ἀναγνώρισαν τόν κατακτητή τους. Ὁ Ἰσραήλ μόνο δέν ἀναγνώρισε τό Χριστό τό Θεό του.»

Οἱ ἄγριες κάποτε φυλές, θεοφίλητες ἔγιναν, οἱ ἄνομοι ἔννομοι καί οἱ ἔννομοι παράνομοι. Ἄς εἶναι. Δέν ντράπηκες τούς προφῆτες, σκότωσες τούς ἱερεῖς, διέστρεψες τίς Γραφές, κατέλυσες τό Νόμο, καταπριόνισες τούς δικαίους, ἀψήφησες τό Μωυσῆ, κατέσφαξες τούς γιούς, ἐβεβήλωσες τό Ναό, παράτησες τό Θεό, δέν ἐπίστεψες στό Χριστό, ἐξευτέλισες τά θαύματα, δυσπίστησες γιά τό Λάζαρο, δέν ἐπίστεψες στούς τυφλούς πού ξαναβρῆκαν τό φῶς τους. Καλά ὅλα αὐτά. Τί ἔχεις ὅμως νά πῆς γι᾽ αὐτά τά παιδιά; Τί δογματίζεις γιά τόν ὕμνο τῶν νηπίων; Πές μου ποιός τά ἐφώτισε; Ποιός τά ἐδίδαξε; Ἤ ποιός τά παρώτρυνε καί τούς ἔδωσε τή γνώση; Ποιός ξαφνικά στ᾽ ἀμάθητα παιδιά ἔδωσε τό λόγο, ἄν ὄχι ὁ Χριστός ὁ προαιώνιος Λόγος; Τώρα οἱ νέοι καί τά παιδιά καί τά νήπια, πού μέ τό ἕνα χέρι κρατοῦν τό μητρικό μαστό, τόν ἀγγελικό ὕμνο ἀναμέλπουν. Κρατοῦνε τό μαστό μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο κουνοῦνε τά κλαδιά στό Χριστό. Τά παιδιά, ἡ φύση χωρίς νά ἔχη πεῖρα τοῦ λόγου, θεολογοῦν: ἀμέσως τό λόγο τόν προφητικό, τῶν Ἀγγέλων τόν ὕμνο προσφέρουν, σάν δῶρο στό Θεό καί κραυγάζουν : «Ὡσαννά στόν οὐρανό. Εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα Κυρίου.

 Εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός μας κι ἦρθε γιά μᾶς.» Μέσα στό ξέσπασμα τῆς χαρᾶς καί τῆς ἑορτῆς, παίρνοντας θάρρος ἀπευθύνω τίς ἐρωτήσεις μου σ᾽ αὐτά τά ἔνθεα παιδιά. Τί λέτε, παιδιά τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ ὑμνολόγοι. Πῶς συγχρονίζετε τίς φωνές σας μέ τόν ὕμνο τῶν Χερουβίμ; Καί πῶς, ἐνῶ σάν ἄνθρωπο βλέπετε τό Χριστό στό γαϊδουράκι, κραυγάζετε ὅπως ταιριάζει στό Θεό «Ὡσαννά στόν οὐράνιο»; Ναί, μᾶς λένε τά παιδιά μέ τή θεία γλῶσσα. Στό γαϊδουράκι κάθεται ὁ Χριστός, χωρίς νά ἀπομακρύνεται καθόλου ἀπό τόν πατρικό κόλπο. Στό γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλά τό θρόνο τῶν Χερουβίμ δέν ἐγκαταλείπει. Ἀλλά Αὐτός ὁ ἔνσαρκος πού ζεῖ ἀνάμεσα στούς θνητούς, ὁ Ἴδιος συγχρόνως καί στόν οὐρανό ὑπάρχει ἀληθινός Θεός, ὁ Κύριος τῶν πάντων, τοῦ κόσμου, τῶν ἐθνῶν. Εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ δωρητής.

Εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ ὁδηγός καί ὁ Σωτήρας ὅλων. Αὐτός κάμει τήν εἴσοδό Του στήν κάτω Ἱερουσαλήμ καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἀνωτέρω. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τῶν αἰώνων. Ἔρχεται ἀπό τήν αἰωνιότητα καί πορεύεται στήν αἰωνιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτός βαδίζει στή θάλασσα σάν νά εἶναι στή γῆ. Αὐτός τυλίγει τή θάλασσα μέ τήν ὁμίχλη. Αὐτός ἔβαλε κορωνίδα τοῦ κόσμου τόν ἄνθρωπο. Αὐτός ἐρρύθμισε τά ὅρια τῶν θαλασσῶν. Αὐτός ἅπλωσε τή γῆ μετέωρη στό κενό. Αὐτός φρόντισε τήν ὀμορφιά τῶν λουλουδιῶν. Αὐτός ἅπλωσε σάν ροῦχο τόν οὐρανό καί μέ λαμπρά τόν ἐστόλισε ἀστέρια. Αὐτόν τρέμουν τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ φοβοῦνται. Αὐτόν ὑμνεῖ ὁ ἥλιος καί δοξολογεῖ ἡ σελήνη. Αὐτόν ψάλλουν τά ἄστρα κι ὑπηρετοῦν οἱ πηγές. Αὐτόν φοβοῦνται οἱ ἄβυσσοι, μπροστά Του τά τάρταρα δειλιάζουν.

Σ᾽ Αὐτόν ὑπακούουν τά θηρία τῆς θάλασσας κι οἱ δράκοντες τρέμουν. Αὐτόν ὑπηρετοῦν οἱ βροχές καί τά πνεύματα σέβονται. Αὐτός ἔδωσε στόν καθένα τό φυσικό του, ἐδημιούργησε τά πλάσματα, χώρισε τίς τάξεις. Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός τῶν ὄντων τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Θεός καί Κύριός μας. Σ᾽ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ποιμαντορική Εγκύκλιος του Μητροπολίτη Σάμου Ευσέβιου για την Κυριακή των Βαΐων


Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
«Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγεν». Ὅπως ψάλλουμε ἀπό χθές, μάς σύναξε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐφέτος γιά νά ὑποδεχθοῦμε τό Νικητή τοῦ θανάτου, Χριστό, κρατώντας τά βαΐα τῶν φοινίκων μέ τά δαφνόφυλλα, ὡς τῆς νίκης σύμβολα, εἰσερχόμενοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Ταυτόχρονα καί ὕπουλα οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ» προγραμματίζουν κι ἐφέτος νά «θυμηθοῦν» τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ μέ τρόπο, πού ἀποδεικνύει ὄχι μόνο τήν αἵρεση στήν ὁποία εἶναι καταδικασμένοι, ἀλλά καί τό πόσο ἀπέχουν ἀπό τήν πραγματική ἱστόρηση τῶν γεγονότων τῶν ἀχράντων Παθῶν, ὅπως τά καταγράφουν οἱ Ἱεροί Εὐγγελιστές, τούς ὁποίους, παρότι ἐπικαλοῦνται, βάναυσα  διαστρεβλώνουν! 
Πρός τοῦτο διένειμαν μέ ἀφθονία μία πρόσκληση -τυπωμένη στή Γερμανία γιά λογαριασμό τοῦ Κέντρου τους στήν Πενσυλβάνια τῆς Ἀμερικῆς (WatchTowerBibleSocietyofPennsylvania)- στήν ὁποία ἀναφέρουν πώς ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ εἶναι τή Μεγάλη Δευτέρα στίς 14 Ἀπριλίου μετά τή δύση τοῦ ἡλίου. Μάλιστα  χρησιμοποιοῦν καί τό χωρίο: «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (κεφ. κβ, στίχος 19) γιά νά πείσουν πώς ἡ ἐκδήλωσή τους συντάσσεται μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἐπιθυμίας Του.
Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά τονίσουμε, ὅτι τό χωρίο «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» δέν ἀναφέρεται στήν ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ τούς λόγους που ἐπισφραγίζουν την τέλεση τοῦ πρώτου μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός στή διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου παρέδωσε τά ἄχραντα Μυστήρια στούς Μαθητές, λέγοντας τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου, ὅπως τούς ἐκφωνοῦμε  καί σήμερα σέ κάθε θεία Λειτουργία: «Λάβετε φάγετε, τοῦτο μού ἐστί τό σῶμα...» καί  «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο ἐστί τό αἷμα μου...», μετέδωσε  σ’ αὐτούς μέσα ἀπό τόν ἄρτο καί τόν οἶνο, τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του.
Τήν σύσταση τοῦ  ὑπερφυοῦς Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀναφέρουν οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές ( Ματθ. κεφ. κστ’ στίχ.20-29, Μάρκ. κεφ. ιδ’ στίχ. 17-25, Λουκ. κεφ. κβ’ στίχ. 14-38, Ἰωάν. κεφ. στ’ στίχ. 27-69), καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του (κεφ. ια’ στιχ. 23-26). Ἡ περικοπή αὐτή μάλιστα ἀποτελεῖ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς θείας Λειτουργίας τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὡς τῆς κατ’ ἐξοχήν ἡμέρας ἐνθύμισης τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τῆς παραδόσεως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων.
Στή τέλος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἔδωσε τήν ἐντολή στούς Μαθητές: «Τοῦτο», δηλαδή τήν κοινωνία τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματος, «ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». 
Ἡ τέλεση δηλαδή τῆς θείας Λειτουργίας ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τήν συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἀλλά καί τήν ἱερουργία γιά τήν ζωντανή ἀνάμνηση τοῦ Χριστοῦ στούς αἰῶνες. Μιά ἱερουργία πού δίδεται ὡς ἐντολή στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας και ὡς διακονία, διαμέσου τῶν Ἀποστόλων, στούς διαδόχους τους Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς. Ποιά Ἱερωσύνη ἔχουν αὐτοί γιά νά ἐπιτελοῦν τήν ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου, ὅταν πλανεμένοι ἔχουν ἀρνηθεῖ ὅλη τήν Παράδοση καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας;
Ὅσες φορές, λοιπόν, μεταλαμβάνουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἱερή αὐτή ἐνθύμισή μας γίνεται ἀφ’  ἑνός μέν καταγγελία τοῦ ἀδίκου θανάτου, πού μέ τήν θέλησή του ὑπέστη πάνω στόν Σταυρό ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὁμολογία τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς Του «ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ», μέχρι τή Δεύτερη ἐπί γῆς Παρουσία Του, σύμφωνα με τόν ἀπόστολο Παῦλο (Α’Κορ. ια΄26)
Αὐτό λοιπόν εἶναι τό νόημα τῆς φράσης «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Νά τελοῦμε δηλαδή τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί μόνο αὐτό ὡς διαρκῆ καί αἰώνιο ΤΡΟΠΟ ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας, καταγγέλοντας ταυτόχρονα τόν ἑκούσιο σταυρικό θάνατο Του Χριστοῦ καί ὁμολογώντας τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του.
Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει ἀξία καί γίνεται οὐσιαστικός γιά τή σωτηρία μας, ἐπειδή φωτίζεται ἀπό τήν Ἀνάστασή Του. «Ἐάν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀναστῇ ἀπό τούς νεκρούς, τότε θά ἦταν ἀδειανό και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμα μας, κούφια και ἀνωφελής η πίστη μας.»  (βλ. Α΄ Κορινθ. ιε, 14) διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.


Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ  τό θεμέλιο τῆς πίστης μας. Ὅλα τά ὑπόλοιπα, ἀκόμη καί αὐτός ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ, θά ἦταν ἁπλῶς ἱστορικά γεγονότα, ἀν δέν ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση. Οἱ αὐτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ὅμως –καί προσέξατε τοῦτο καλά- δέν λένε τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι ἁπλῶς δέν πιστεύουν, ὅτι ὁ Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.
Ἄς γνωρίζουμε λοιπόν, ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἄνθρωπος πέθανε θεληματικά πάνω στό Σταυρό,«κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα»(βλ. Ἰωάν. ιθ, 30), ὡς Θεός ὅμωςἔμεινε ἀπαθής.
Ἡ δύναμη τῆς θεότητός Του ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀπό τούς νεκρούς, ὅπως προανήγειλλε ὁ Ἴδιος, ὅταν εἶπε στούς Ἰουδαίους: «λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν.» (Ἰωάν. β, 19). Γκρεμίστε δηλαδή τό Ναό καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά τόν ἀνοικοδομήσω. Οἱ μέν Ἰουδαίοι νόμισαν πώς ὁμιλεῖ γιά τόν Ναό τοῦ Σολομῶντος, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅμως διακηρύττει ὅτι ὁ Χριστός ὁμιλοῦσε γιά τό ναό τοῦ σώματός Του! Μόνο μετά τήν ἀνάσταση θυμήθηκαν οἱ Μαθητές τούς λόγους καί ἐννόησαν πώς ὁμιλοῦσε προφητικά γιά τήν Ἀνάστασή Του. (Βλ. Ἰωάν. β, 19-22).
Οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ΨΕΥΔΟΝΤΑΙ ΑΣΥΣΤΟΛΑ, ὅταν ἱσχυρίζονται ὅτι μέ ὁμιλίες καί ἐκδηλώσεις θέλουν νά τιμήσουν μιά φορά τόν χρόνο τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ δέν Τόν πιστεύουν ὡς Θεό καί ἀρνοῦνται τήν Ἀνάστασή Του!
Τούς ἐνημερώνουμε, ὅτι μόνο ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, πιστή στήν ἐντολή, πού ἔδωσε ὁ Χριστός τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου στούς Μαθητές, τελεῖ συνεχῶς τήν θεία Λειτουργία καταγγέλοντας τόν ἑκούσιο σταυρικό Του Θάνατο καί ὁμολογώντας τήν τριήμερη ἐκ νεκρῶν ζωοποιό Του Ἀνάσταση, ἔχοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τη μόνη  αὐθεντική θεϊκή Του ἀνάμνηση.
Ὡς πρός τήν χρονική σύμπτωση τώρα τῆς ἐπετείου τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, οὔτε στίς 14 Ἀπριλίου συνέβη, οὔτε μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου ὅπως διατείνονται στά φυλλάδιά τους οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, μέ τόν ὁποῖον συμφωνοῦν και σύγχρονοι ὑπολογισμοί, ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπολογίζεται ὅτι ἔγινε τήν Παρασκευή 23 Μαρτίου καί Κυριακή 25 Μαρτίου ἀντιστοίχως τοῦ ἔτους 33 μ.Χ. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἑβραϊκοί μῆνες ὁρίζονται σύμφωνα μέ τήν κίνηση τῆς σελήνης καί ἄρα δέν ὑπάρχει σταθερή ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἤδη ἀπό τό 325 μ.Χ. μέ τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο θέσπισε, νά γίνεται ὁ ἑορτασμός τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καί γιά νά εἴμαστε ἱστορικῶς σωστοί καί μετά τό νομικό πάσχα τῶν Ἑβραίων.
Πλήν τούτων ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δέν συνέβη μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου. Ὁ ἰσχυρισμός αὐτός διαψεύδεται τόσο ἀπό τά εὐαγγελικά κείμενα, ὅσο καί ἀπό ἱστορικές μαρτυρίες τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό 27ο κεφάλαιο καί στούς στίχους 45-50 ἀναφέρει: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γὴν ἕως ὥρας ἐνάτης», πού σημαίνει ἀπό τίς 12 τό μεσημέρι σκοτείνιασε ὁ ἥλιος καί σκοτάδι ἁπλώθηκε πάνω στή γῆ ἕως τίς 3 τό μεσημέρι, ὥρα κατά τήν ὁποίαν καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Τοῦτο μαρτυρεῖται καί στόν βίο τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος εὑρισκόμενος ἐκείνη τήν πρώτη Μεγάλη Παρασκευή στήν Ἀλεξάνδρεια καί βλέποντας τό σκοτάδι νά ἁπλώνεται στή γῆ μέσα στό μεσημέρι συγκλονίσθηκε ἀπό τό παράδοξο αὐτό φαινόμενο καί ἀναφώνησε: «Ἤ Θεός πάσχει ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται». Δηλαδή ἤ ὁ Θεός ὑποφέρει ἤ χάνεται τό πᾶν. Σημείωσε δέ μέ ἐπιμέλεια τήν ἡμέρα καί ὥρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ αὐτοῦ γεγονότος τοῦ σκοτισμοῦ τοῦ Ἡλίου.
Ἀκολούθως τό σκοτάδι ἀποσύρθηκε καί ὁ ἥλιος ἔλαμψε καί πάλι ἕως ὅτου ἔδυσε στήν ὥρα του. Μάλιστα δέ τοῦτο τό σκότος καί ὁ ἐκ νέου φωτισμός τῆς ἡμέρας ἀριθμοῦνται ὡς τό πρῶτο νυχθήμερο στόν ὑπολογισμό τοῦ τριημέρου θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου μας, πρίν τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί Καθώς εἰσερχόμαστε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα ἄς κλείσουμε τά αὐτιά μας στίς σειρήνες τῶν αἱρετικῶν αὐτόκλητων Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.
Μέσα στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα κατέχει κεντρική καί περίοπτη θέση. Στή ζωή μας μάθαμε ἀπό μικρά παιδιά νά σεβώμαστε ἰδιαιτέρως αὐτές τίς ἡμέρες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν γιά τή ζωή μας, ὅ,τι τό ἅγιο  βῆμα γιά τόν Ναό. Γι  αὐτό καί μέ εὐλάβεια, ἀκόμη κι ὅσοι δέν τηροῦν μέ συνέπεια τά ἐκκλησιαστικά τους καθήκοντα τόν ὑπόλοιπο χρόνο, αὐτές τίς ἡμέρες θά νηστέψουν, θά ἐξομολογηθοῦν καί θά κοινωνήσουν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια, γιά νά ἐξαγιάσουν τή ζωή τους, μέσα ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως ζωή.
Ἄς ἐτοιμάσουμε λοιπόν τούς ἑαυτούς μας, ὅπως μᾶς συστήνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας μας. Μέ τήν καρδιακή μας προσευχή καί τήν συμμμετοχή μας στίς λατρευτικές Συνάξεις τῶν Ἁγίων αὐτῶν ἡμερῶν. Μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή μετάνοιά μας. Μέ τή νηστεία σώματος καί ψυχῆς. Καί κυρίως μέ πόθο γιά τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά προσκυνήσουμε τά ἄχραντα Πάθη, τήν τριήμερη Ταφή καί τήν ζωοποιό Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, προσφέροντάς Του τά μῦρα τῆς μετανοίας μας καί τήν ἀγάπη τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα γιά νά ἔχουμε ζωή καί σωτηρία.

Καλή Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καλή Ἀνάσταση.
Ὁ  Ἐπίσκοπός Σας

† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...