Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 26, 2014

Τι ένιωσε, τι έζησε και τι έμαθε, ένας άθεος στον απόμακρο και μυστηριώδη κόσμο του Αγίου Όρους - φωτό


«Άκουσε, νεαρέ μου. Εδώ θα δεις και θα ακούσεις πολλά. Πρωτίστως, όμως, θα δεχθείς όλα όσα επιτρέψει η ψυχή και ο Θεός». Ο γέροντας με πλησιάζει -έχω την εντύπωση ότι αντιλαμβάνεται την αμηχανία μου. Είμαι εδώ στον Άθω όχι για να εξερευνήσω τα όρια της πνευματικότητας και της σχέσης μου με το Θεό -έχω απολέσει συνειδητά ήδη από τα δεκαοκτώ μου χρόνια κάθετι που έχει σχέση με την ορθόδοξη πίστη. Με γοητεύει όμως η ιδέα να γνωρίσω αυτό τον απόμακρο και μυστηριώδη κόσμο.


Στην πλατεία των Καρυών, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, είναι νωρίς το μεσημέρι. Για να φτάσω εκεί έχω περάσει μιάμιση ώρα στο καράβι από την Ουρανούπολη ως τη Δάφνη, το κεντρικό λιμάνι του Άθω και σαρανταπέντε λεπτά στοιβαγμένος σε ένα λεωφορείο με εβδομήντα, ίσως και περισσότερα άτομα. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά. «Μην σε επηρεάζει αυτό που βλέπεις», λέω και ξαναλέω μέσα μου. Ένα «κράμα» από μοναχούς και κοσμικούς, κυρίως Ρώσοι και Ουκρανοί απλώνεται στο χώρο. «Η πίστη τους ενώνει;», αναρωτιέμαι, αναλογιζόμενος όλα όσα διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες στις ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας. «Ή μήπως ο φόβος;» έρχεται μια δεύτερη σκέψη. Βλέπω τους μοναχούς που διαμένουν κυρίως στα γειτονικά μοναστήρια, τις σκήτες και τις καλύβες, αλλά και αρκετούς Έλληνες. Καταστήματα με εικόνες και αναμνηστικά, ένα σούπερ μάρκετ, δύο μικρά καφενεία. Λίγο πιο κάτω ο φούρνος.
Ένας «λαϊκός» με το αγροτικό του με παραλαμβάνει μετά από συνεννόηση με τον γέροντα ο οποίος και θα με φιλοξενήσει στην Καλύβα του στη Καψάλα, μία ημιορεινή ασκητική περιοχή κοντά στις Καρυές. «Πέσε πίσω στην καρότσα γρήγορα, έχω και σημαντικότερες δουλειές να κάνω. Και που είσαι; Το νου σου μην σε δουν οι αστυνομικοί» μου λέει και τρώω την πρώτη κρυάδα. Στα μπροστινά καθίσματα κάθονται επίσης τρεις ζηλωτές μοναχοί. Πίσω εγώ καταϊδρωμένος και σκονισμένος, δύο κουτιά με μπανάνες, τρεις ασκοί με ημίγλυκο κρασί, και πέντε έξι φρατζόλες ψωμί. Μετά από είκοσι λεπτά οδήγησης σε κακοτράχαλους χωματόδρομους, φθάνουμε σε ένα σταυροδρόμι. «Εδώ είμαστε», λέει ένας μοναχός και ανοίγει την τέντα για να με βοηθήσει να πηδήξω έξω. Φορτώνουμε τα πράγματα σε δυο γαϊδούρια - οι Καλυβίτες χρησιμοποιούν αυτά ως μέσο μεταφοράς αντίθετα με τους μοναχοούς των Μοναστηριών που διαθέτουν τζιπ και αγροτικά - και μέσα από δαιδαλώδη μονοπάτια με καστανιές, έλατα και ρείκια κατευθυνόμαστε προς τις καλύβες της Καψάλας. Είχα την ατυχία κατά τη διάρκεια της πορείας ο ζηλωτής (παλαιοημερολογίτης) μοναχός να είναι λαλίστατος. Και τελικά τα μόνα που συγκράτησα από τα λεγόμενά του, ήταν η εμμονική του αντιπάθεια προς το πρόσωπο του Πατριάρχη ο οποίος «μολύνει την Ορθοδοξία κάνοντας λειτουργία με τους Καθολικούς και η ανωτερότητα του Χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών».


Μοναχός στο μονοπάτι για τις Καρυές 
Ο υποτακτικός του ζηλωτή καλόγερου με οδηγεί στην καλύβα. Στη μέση του πουθενά, με μόνη οπτική επαφή το κελί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και στο βάθος το επιβλητικό όρος Άθως. Εκεί με περιμένει ένας μεσήλικας μοναχός, τον οποίο μου είχε προτείνει να επισκεφτώ ένας φίλος. «Αυτός θα σου ταιριάζει περισσότερο», μου είχε πει γεγονός που το συνειδητοποιώ από το ζεστό καλωσόρισμα. Η ζωή στις καλύβες του Αγίου Όρους διαφέρει αρκετά από αυτή των είκοσι μονών που συνθέτουν τον μοναστικό χάρτη του Αγίου Όρους. Στις καλύβες το πρόγραμμα είναι πιο ελαστικό και εναπόκειται στον γέροντα ο οποίος ηγείται. Κάποιοι γέροντες ακολουθούν το μοναστικό σκληρό τυπικό των Μονών. Εγώ πάλι στάθηκα τυχερός.

Το δικό μου πρόγραμμα περιελάμβανε ξύπνημα στις επτά με οκτώ το πρωί - χωρίς να είμαι υποχρεωμένος - πρωινό καφέ και χαλαρή κουβέντα. Σε αντίθεση με την στρατιωτικού τύπου οργάνωση των μοναστηριών - όπου στις 4:00 σημάνει εγερτήριο και λειτουργία, μετά πρωινό και στις δέκα με έντεκα το πρωί μεσημεριανό - στις καλύβες του Όρους η ζωή κυλά σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Θυμίζουν περισσότερο τα φυλάκια του στρατού και όχι τα «προβλεπόμενα» αχανή στρατόπεδα με τους καραβανάδες. Κάθε πρωί έφτιαχνα το σακίδιό μου και αναχωρούσα από την καλύβα για να περπατήσω τα μονοπάτια και να φωτογραφίσω έναν τόπο που μέχρι πρότινος μου φαινόταν απόκοσμος αλλά σιγά σιγά άρχιζε να μου προκαλεί πραγματικό ενδιαφέρον. Επέστρεφα το μεσημέρι έχοντας όμως δηλώσει το στίγμα μου στον γέροντα. «Συγγνώμη αλλά πρέπει να ξέρω που βρίσκεσαι. Δεν ξέρεις τι κουμάσια μας έχουν έρθει εδώ κατά καιρούς». Προσπαθώντας να ανταποδώσω τη φιλοξενία, συμμετείχα στο μαγείρεμα και έσκαβα τα μικρά χωραφάκια από τα οποία αντλούν τα αγαθά για τη διατροφή τους οι «Καλυβίτες». Προς μεγάλη μου έκπληξη το φαγητό δεν περιελάμβανε μόνον νηστίσιμα, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά και κοτόπουλο. Όλα μαγειρεμένα σε μια ξυλόσομπα στην αυλή της καλύβας, με την απαιτούμενη ευλάβεια. «Και κρέας δεν τρώτε», ρώτησα τον καλόγερο, έχοντας υπόψη πως απαγορεύεται η εκτροφή ζώων. «Κάποιοι μοναχοί κυνηγούν ακόμη και αγριογούρουνα που υπάρχουν άφθονα στα βουνά. Γι’ αυτό έχε το νου στα μονοπάτια», με προειδοποίησε.


Κάνοντας σινιάλο. Η ανάγκη για επικοινωνία ξεπερνά την τεχνολογία 
Από τους πρώτους καλόγερους που συνάντησα στο Όρος ήταν ένας πρώην υπάλληλος μεγάλης εταιρείας στην πρωτεύουσα. Ανακοινώνοντας την πρόθεσή μου να γράψω ένα ρεπορτάζ, αρχικά κράτησε απόσταση την οποία έπρεπε να εκμηδενίσω. Με σκισμένα ράσα, από τις εργασίες στο χωράφι, αλλά και την άρνησή του για τα εγκόσμια καθ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών μας γυρνούσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και αναφωνούσε: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού Ελέησον με τον αμαρτωλό». Το βλέμμα του όλες αυτές τις ημέρες ήταν γαλήνιο και ήρεμο. Άκουγε τις απορίες μου και αγκάλιαζε τις ανησυχίες μου και σε κάθε ερώτησή μου απαντούσε με ένα εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης ή των Καλογερικών. Ασυναίσθητα στη σκέψη μου επανερχόταν ένα απόσπασμα του Σιοράν από το βιβλίο του «Ο Κακός Δημιουργός» .«Τι απόγνωση ή τι ντροπή για μας αν ανακαλυπτόταν ότι ήταν μύθος. Σε ποιον άλλον θα φορτώναμε τις ελλείψεις, τις δυστυχίες μας, τον ίδιο μας τον εαυτό». Κάτι βέβαια που δεν κατάφερα να του εκμυστηρευτώ.
Σε ένα κελί του Όρους συνάντησα έναν άπορο και άστεγο από τη Βόρεια Ελλάδα. Ένα χρόνο διέμενε εκεί, προσπαθώντας να καταλαγιάσει το άγχος του και την απελπισία του. Όπως μου είπε, όταν απεβίωσαν οι γονείς, του έμεινε με τεράστια χρέη, τα οποία ποτέ του δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Μοναχογιός. Έκανε κάποια μεροκάματα στην οικοδομή, περισσότερο μερεμέτια. Κάθε μεσημέρι τον επισκεπτόμουν στο δωμάτιό του και μιλούσαμε. Σε ένα τραπεζάκι μπροστά από το κρεβάτι του είχε αραδιασμένα τα χαρτιά της Πρόνοιας, προσπαθώντας να τα ταξινομήσει. «Έμεινα στον δρόμο για χρόνια. Στο Άγιο Όρος δεν ήρθα για να μετανοήσω. Ξέρεις, καλά είναι και εδώ, αλλά πνίγομαι». Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, με αγκάλιασε και με φίλησε. «Ελπίζω να ξαναβρεθούμε. Μη με ξεχάσεις», μου είπε βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση, καθώς έβλεπα ότι τον συγκεκριμένο επισκέπτη τον ειρωνεύονταν από απόσταση κάποιοι μοναχοί.
Αυτό που με παραξένεψε - όχι πως δεν είχα γνώση - είναι πως ακόμη και οι εικόνες με γυναίκες Αγίες απαγορεύονται. Επιτρέπονται μονάχα της Παναγίας. Μου εξήγησαν ότι είναι και οι μοναδικές, όπως και ένα σκονισμένο κάδρο με τη φωτογραφία μιας ηλικιωμένης που βρήκα στο εγκαταλελειμμένο κελί του Άξιον Εστί. Σύμφωνα με το άρθρο 186 του Κ.Χ.Α.Ο. «η εις την χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται». Επίσημη δικαιολογία η παρθενία των μοναχών και το γεγονός πως η μοναστική Πολιτεία είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Το προσπερνάω με κόπο παρ’ ότι ακόμη και σήμερα πιστεύω πως αποτελεί μια ακόμη ακραία και παρωχημένη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε γνωρίζω πως για να καταφέρω να βγάλω την εβδομάδα στο Άγιο Όρος πρέπει να κάνω υποχωρήσεις.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συνδιαλέχτηκα επέμεναν πως ο Θεός δεν προσεγγίζεται με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. Ένας από αυτούς ζούσε για χρόνια με αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά. Στο Άγιο Όρος μου εκμυστηρεύθηκε πως βρήκε την γαλήνη που δεν κατάφερε να του προσφέρει καμμία συμβατική θεραπεία. Άκουσα ιστορίες για τους δώδεκα αόρατους μοναχούς που ζουν κοντά στην κορυφή του Άθω τρεφόμενοι μόνο με την προσευχή και για Πατέρες που τους έχουν αντικρύσει. Με τις μέρες, οι πνευματικές κουβέντες άρχιζαν να δίνουν την θέση τους σε πιο γήινες. Μου είπαν για περιστατικά ομοφυλοφιλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κόντρες και ξεκατινιάσματα ανάμεσα σε καλόγερους. Για ιερές μπίζνες με πρωτοστάτη την Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Για λυκοφιλίες, αντιπαλότητες και εύνοιες. Αυτό όμως που κατάλαβα παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής είναι πως το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος ιδιαίτερος. Με ιδιαίτερους ανθρώπους και ξεχωριστή ομορφιά. Αλλά δεν παύει να είναι και ένας τόπος όπως όλοι οι άλλοι. Με την καθημερινότητά του, τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Και την τεχνολογία να έχει εισβάλει ακόμη και στις καλύβες καθώς αρκετοί ήταν οι μοναχοί που διέθεταν κινητά τελευταίας τεχνολογίας με σύνδεση στο Ίντερντετ. «Λατρεύω τα ρομανικά παρεκκλήσια. Θαυμάζω τις γοτθικές εκκλησίες. Όμως η ανθρωπότητα που τα έχτισε και ο κόσμος που τα περιέχει, μου μαθαίνουν περισσότερα», αναφέρει ο Αντρε Κοντ Σποντβίλ.

πηγή

Ο ΑΛΛΟΣ «ΘΕΟΣ», Αφιερωμένο στην συνάντηση Πατριάρχη-Πάπα.



Γράφει ο Νϊκος Χειλαδάκης 

Πριν από μερικά χρόνια είχα βρεθεί σε μια αγρύπνια σε ένα κεντρικό ναό της Θεσσαλονίκης. Στο τέλος της λειτουργίας ένα γνωστός αγιορείτης ιερομόναχος μίλησε στο εκκλησίασμα και αναφέρθηκε σε έναν επίσης πολύ γνωστό ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο βαλκανικής χώρας. Ο εν λόγω αρχιεπίσκοπος με πολλές περγαμηνές και μεγάλη συγγραφική παρουσία είχε δηλώσει τότε ότι, «ήρθε ο καιρός να κτίσουμε ένα παγκόσμιο ναό όπου θα μπορούν όλοι να προσευχόμαστε στον κοινό θεό». Στην επίμονη ερώτηση του ιερομόναχου ποιος θα είναι αυτό ο θεός και πως  θα ονομάζεται αυτός ο θεός, ο αρχιεπίσκοπος δεν απάντησε, προχώρησε όμως στην έδρα της αρχιεπισκοπής του στην οικοδόμηση ενός χριστιανικού ναού με την φροντίδα να μοιάζει καταπληκτικά με μουσουλμανικό τέμενος στην προσπάθεια του να συνδυάσει τις δυο θρησκείες, όπως ο ίδιος υποστήριξε.

Όταν κάποιος μυείται  σε κάποιο τεκτονικό τάγμα, στην τελετή εισδοχής του στον πρώτο βαθμό αφού τον υποδέχονται οι ήδη μυημένοι με τα φλογισμένα ξίφη τους να τον σημαδεύουν, τον βάζουν να δηλώσει πίστη στον μεγάλο αρχιτέκτονα του σύμπαντος. Πάνω στην «αγία έδρα» της στοάς, υπάρχει η Αγία Γραφή. Σε μια άλλη στοά υπάρχει το Κοράνι και κάπου αλλού υπάρχει η Μπαγκαβάτ Γκιτά και ούτω κάθε εξής. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας, όπως υποστηρίζουν οι μασόνοι, είναι ο αρχιτέκτονας του σύμπαντος, ο μυστικός θεός που κατευθύνει τα πάντα και που το κύριο μέλημα του είναι να «ενώσει» τους ανθρώπους, ένα στόχο για το οποίο αγωνίζεται η μασονία ανά τους αιώνες κάτω από την αποκλειστική κυρίαρχη εξουσία αυτού του κοινού θεού του σύμπαντος.

Η λουθηρανική εκκλησία είναι η μεγαλύτερη εκκλησία των διαμαρτυρομένων των ΗΠΑ με εκατομμύρια οπαδούς. Στις 28 Ιουλίου του 2010 στη λουθηρανική εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Σαν Φρανσίσκο γίνονταν μια μεγαλοπρεπή τελετή παρουσία πολύ κόσμου. Την ημέρα εκείνη χειροτονήθηκαν επτά γκέι πάστορες στην Ευαγγελική λουθηρανική εκκλησία των ΗΠΑ, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιστροφή στον κλήρο σε ιερείς που είχαν ομολογήσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία τους και είχαν εκδιωχθεί από τους κόλπους της εκκλησίας αυτής στις ΗΠΑ.  «Σήμερα η εκκλησία μιλάει ξεκάθαρα», είπε ο αιδεσιμότατος Τζεφ Τζόνσονένας από τους επτά γκέι πάστορες που χειροτονήθηκαν.

«Ολοι οι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι εδώ, όλοι οι άνθρωποι καλούνται να βοηθήσουν την ηγεσία της εκκλησίας και όλους τους αγαπά ο θεός  άνευ όρων», προσέθεσε. Ένας θεός άνευ όρων! Ένας θεός για όλα τα γούστα και για κάθε πάρα φύση ανωμαλία!

Κάποτε είχαν πάει στον πάτερ Παΐσιο δυο καθολικοί και του άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση για την ένωση των εκκλησιών. Οι δυο ξένοι του έλεγαν με επιμονή «γιατί να μην ενωθούμε, όλοι μας είμαστε κάτω από την στέγη του θεού, ο παντοδύναμος Θεός είναι για όλους μας όπως ο ήλιος λάμπει για όλους τους ανθρώπους».  Ο πάτερ Παΐσιος αφού τους άκουσε προσεκτικά τους απάντησε : «Ναι, σωστά, ο Θεός είναι για όλους μας, αλλά.. εμείς όλοι δεν είμαστε για τον Θεό!»

Στην αχανή πλατεία του Αγίου Πέτρου είχαν μαζευτεί χιλιάδες προσκυνητές από όλα τα μέρη του κόσμου για να δουν αυτό το πρωτοφανές γεγονός. Για πρώτη φορά την έλευση ενός Ορθόδοξου Πατριάρχη, (Αθηναγόρα), στην καρδιά του Βατικανού. Σαν έφτασε ο Πατριάρχης με την τιμητική συνοδεία στα σκαλιά του Αγίου Πέτρου, βγήκε από το αυτοκίνητο του και αμέσως ενδύθηκε τον αυτοκρατορικό μανδύα όπως κάνουν όλοι οι Αρχιερείς από την εποχή της Αλώσεως μέχρι και σήμερα. Ψηλά στην κεντρική είσοδο του ναού βρισκόταν όλο το Κογκλάβιο των Καρδιναλίων και στο κέντρο ο ίδιος ο Πάπας περίμεναν την άνοδο του Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα για να συναντήσει τον Πάπα. Ξαφνικά, λίγα σκαλοπάτια πριν φτάσει στην κορυφή, ένας νεαρός καθολικός καλόγερος, αποσπάστηκε από την επίσημη ομήγυρη και κρατώντας έναν Εσταυρωμένο σε ψηλό κοντάρι, με γυάλινα μάτια από ζήλο, πλησίασε με απότομο βήμα τον Πατριάρχη και τον έβαλε μπροστά στο πρόσωπο, λες και ο Πατριάρχης ήταν κανένας ειδωλολάτρης, με μια έκφραση σαν να «διέταζε»… «Προσκύνα στον αληθινό θεό και μετανόησε για την πλάνη σου ζητώντας συγχώρεση για την αποστασία σου!».

Στις 6-13 Σεπτεμβρίου του 2007 έγινε στην Γροιλανδία το Ζ΄Οικολογικό συμποσίο παγκόσμιο οικολογικό συμπόσιο για την σωτηρία δήθεν του πλανήτη από το «φαινόμενο του θερμοκηπίου». Παραβρέθηκε ο πατριάρχης Βαρθολομαίος. Στο τέλος των εργασιών ο Πατριάρχης συμπροσευχήθηκε για την «σωτηρία» του πλανήτη  με εκπροσώπους διαφόρων θρησκειών όπως  Ιουδαίων Ραββίνων-Παπικών-Θιβετιανών Μοναχών κλπ μπροστά σε μια  κρυστάλλινη σφαίρα  που θωρήθηκε πως ήταν ομοίωμα της γης. Η συμπροσευχή ήταν αφιερωμένη στην λατρεια της Γαίας. Η λατρεία της Γαίας  φέρεται ως λατρεία της νεοθρησκείας της Νέας Εποχής και του κλάδου του Οικουμενιστικού M.R.A.

Στις συγκεντρώσεις των οικουμενιστών γίνεται λόγος για τον ένα και μοναδικό θεό, για τον κοινό θεό όλων των θρησκειών, για τον θεό που λατρεύουν και οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι και ο ιουδαίοι και οι βουδιστές, οι μασόνοι και ότι άλλο υπάρχει σε αυτόν τον τομέα. Ο θεός αυτός δεν έχει καμία ταυτότητα, ούτε κάποιο δόγμα, ούτε κάποια ιεραρχία, ούτε κάποιο τυπικό, ούτε εντολές, ούτε απαιτήσεις από αυτούς που τον προσκυνούν, παρά μονό έχει την προυπόθεση όλοι να αποδέχονται ολοκληρωτικά την αρχή και την εξουσία του. Είναι ο θεός της υποψίας  του καθενός, ένας θεός της κάθε ατομικής  επιθυμίας, της κάθε υποκειμενικής του αντίληψης, της όποιας φαντασίωσης έχει δημιουργήσει ο οποιοσδήποτε για τον αυτόν τον ανώτερο θεό που είναι πάνω από όλους, της όποιας πεποίθησης του που μπορεί να μην συμπλέει με τις πεποιθήσεις των άλλων, χωρίς όμως ο ένας να θίγει την πεποίθηση του άλλου και όλοι μαζί στην κοινή πορεία. Ένας θεός που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όλων, αλλά χωρίς κανένα προσδιορισμό για να μην θιγεί κανένας στην προσωπική του ιδεοληψία. Όσοι όμως δεν τον υπακούσουν, είναι οι χαμένοι του κόσμου τούτου. Είναι τα παράσιτα της ανθρωπότητας. Είναι τα απόβλητα της «νέας κοινωνίας». Είναι οι οπισθοδρομικοί, οι αναχρονιστές, οι κομπλεξικοί ακόμα και ψυχοπαθείς, ανήκουν σε άλλες ξεπερασμένες εποχές και είναι καταδικασμένοι να χαθούν στο βάρος της μεγαλειότητας του.

Αλλά ποιος είναι αυτός ο θεός τον οποίο προσκυνούν όλοι αυτοί ; Ψάξαμε να βρούμε κάποιο όνομα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτόν τον θεό. Ψάξαμε παντού, ψάξαμε σε πολλές θρησκευτικές εκδηλώσεις των «πολύχρωμων» οπαδών του, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο αντάξιο όνομα της κοινής προσευχής όλων αυτών των υποτιθέμενων θρησκειών.  Ψάξαμε να βρούμε ποιος είναι αυτό ο θεός που κυριαρχεί πάνω σε όλες της θρησκείες, που είναι το κεντρικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνουν τις προσευχές τους όλοι αυτοί που συμπροσεύχονται με τα παρδαλά τους άμφια και με τις ακροβατικές τους τελετές που της έχουν βαπτίσει θεια λειτουργία.

Μήπως αυτός ο άλλος θεός  που κάθεται στην κορυφή του κόσμου και γοητεύει τους ανθρώπους με όμορφα και φανταχτερά λόγια, όπως ενότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, αδελφοσύνη,  ισότητα, κινήματα για την ειρήνη και την ευημερία των ανθρώπων, είναι κάποιος γνωστός, αλλά σκόπιμα κρυφός και απρόσιτος; Μήπως είναι ο θεός της επιχείρησης  αυτονόμησης του ανθρώπου; του ηλεκτρονικού φακελώματος, της  νομιμοποίησης και προβολής κάθε ανώμαλης λειτουργίας της φύσεως και παράλληλα απαξίωσης κάθε φυσιολογικής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, της μιας παγκόσμιας ηγεμονίας αλλά για το «καλό» της ανθρωπότητας, των οικονομικών μεγιστάνων που «φιλάνθρωποι» και «πονετικοί» νοιάζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση σαν το σίγουρο μέτρο της ανθρώπινης «ευτυχίας» που θα τους αποφέρει ακόμα περισσότερα κέρδη; Μήπως αυτός ο άλλος θεός είναι ο γνωστός  «άρχοντας του κόσμου» τούτου;

Μήπως αυτός ο «άλλος θεός», είναι αυτός ο Διάβολος;


ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος 

πηγή το είδαμε εδώ

Να αναγνωρίζετε την αδυναμία σας και να ζητάτε το έλεος του Θεού.

Είπε Γέρων :
Μην καταπιέζετε εγωιστικά τον εαυτό σας, πάνω από τις δυνάμεις σας, και δημιουργείτε άγχος. Ο Χριστός είναι στοργικός Πατέρας κι όχι τύραννος. Τον φιλότιμο αγώνα μας χαίρεται ο Χριστός.


Εάν δεν μπορούμε να αγωνιστούμε πολύ ή καθόλου, τουλάχιστον να το αναγνωρίζουμε ταπεινά και να ζητάμε το έλεος του Θεού.
Εάν θα μας βοηθούσε και η μη αναγνώριση, ούτε και αυτή θα μας την ζητούσε ο Χριστός.
Για να ακούσει κανείς το θείο μήνυμα του Λόγου του Θεού, για να αλλοιωθεί, πρέπει και ο ίδιος να γυρίσει το κουμπί του στην ίδια συχνότητα, που εκπέμπει ο Χριστός δια του Ιερού Ευαγγελίου, και να εφαρμόζει τις θείες Του εντολές με ευλάβεια.
Άλλο ευλάβεια και άλλο ευσέβεια – όπως η Ορθόδοξη Ανατολική ευλάβεια διαφέρει από την Δυτική ευρωπαϊκή ευσέβεια.

Η μεν ευλάβεια έχει θεία Χάρη, η δε ευσέβεια έχει ανθρώπινο μυαλό….

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



῾῾Ο ὅσιος ᾽Ιωάννης γεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί ὀρθοδόξους, ὅταν βασίλευε στήν Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος, κατά τό ἔτος 1690 μ.Χ. Ἦταν στρατιώτης κατά τόν πόλεμο πού ἔκανε ὁ τολμηρός αὐτός τσάρος ἐναντίον τῆς Τουρκίας (τό 1711), στόν ὁποῖο ὅμως ὁ μέγας ἡγεμόνας στάθηκε ἄτυχος καί κινδύνεψε μάλιστα νά θανατωθεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τούρκους. ῾Ο ᾽Ιωάννης πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπό τούς Τάταρους, μαζί μέ χιλιάδες Ρώσους, καί οἱ Τάταροι τόν πούλησαν σέ ἕναν ᾽Οθωμανό ἀξιωματικό ῞Ιππαρχο, πού καταγόταν ἀπό τό Προκόπι τῆς Μικρᾶς ᾽Ασίας (κοντά στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας). ῾Ο ἀγᾶς τόν πῆρε μαζί του στό χωριό του, ἐνῶ ἡ Τουρκία γέμισε ἀπό ἀμέτρητο πλῆθος δούλων Ρώσων, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους μή ἀντέχοντας τά βάσανα ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἔγιναν Μουσουλμάνοι.
῾Ο ᾽Ιωάννης ὅμως ἦταν ἀπό παιδί ἀναθρεμμένος ῾ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου᾽ καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί τήν θρησκεία τῶν πατέρων του. Γι᾽ αὐτό, ἔχοντας τήν σοφία πού δίνει ὁ Θεός σ᾽ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονή στήν δουλεία καί τήν κακομεταχείριση τοῦ ἀφεντικοῦ του καί στίς ὕβρεις καί τά πειράγματα τῶν ᾽Οθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι τόν φώναζαν ῾κιαφίρη᾽, δηλαδή ἄπιστο, φανερώνοντάς του τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπέχθειά τους. Σημειωτέον ὅτι τό Προκόπι ἦταν στρατόπεδο τῶν χριστιανομάχων Γενιτσάρων καί ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν τό βδέλυγμά τους, διότι στόν κύριό του καί σέ ὅσους τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν θρησκεία του, ἀποκρινόταν μέ σθεναρή γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά πέσει σέ τέτοια φοβερή ἁμαρτία. Στόν ἀγᾶ μάλιστα εἶπε: ῾῎Αν μέ ἀφήσεις ἐλεύθερο στήν θρησκεία μου, θά εἶμαι πολύ πρόθυμος στίς διαταγές σου. ῎Αν ὅμως μέ πιέσεις νά ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τό κεφάλι μου παρά τήν πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θά πεθάνω᾽.
῾Ο Θεός βλέποντας τήν πίστη του καί ἀκούγοντας τήν ὁμολογία του μαλάκωσε τήν σκληρή καρδιά τοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος μέ τόν καιρό τόν συμπάθησε. Σ᾽ αὐτό συνήργησε καί ἡ μεγάλη ταπείνωση πού στόλιζε τόν ᾽Ιωάννη, καθώς καί ἡ πραότητά του.
῎Εμεινε λοιπόν ἥσυχος ὁ μακάριος ᾽Ιωάννης ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί ἀπειλές τοῦ ᾽Οθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε διορίσει στόν σταῦλο του γιά νά φροντίζει τά ζῶα του. Σέ μία γωνιά τοῦ σταύλου ξάπλωνε τό κουρασμένο σῶμα του καί ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τόν Θεό γιατί ἀξιώθηκε νά ἔχει ὡς κλίνη τήν φάτνη στήν ὁποία ἀνακλίθηκε κατά τήν Γέννησή Του ὡς ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός. ῏Ηταν δέ ἀφοσιωμένος στό ἔργο του, καθώς περιποιόταν μέ στοργή τά ζῶα τοῦ κυρίου του, τά ὁποῖα αἰσθάνονταν τήν τόση πρός αὐτά ἀγάπη τοῦ ἁγίου, ὥστε νά τόν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νά τόν προσβλέπουν μέ ἀγάπη καί νά χρεμετίζουν μέ χαρά ὅταν τά θώπευε, σάν νά συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μέ τόν καιρό ὁ ἀγᾶς τόν ἀγάπησε, καθώς καί ἡ σύζυγός του καί τοῦ ἔδωσαν γιά κατοικία ἕνα μικρό διαμέρισμα κοντά στόν ἀχυρώνα. ῞Ομως ὁ ᾽Ιωάννης δέν δέχτηκε καί ἐξακολούθησε νά κοιμᾶται στόν ἀγαπητό του σταῦλο, γιά νά καταπονεῖ τό σῶμα του μέ τήν κακοπέραση καί μέ τήν ἄσκηση, μέσα στήν δυσοσμία τῶν ζώων καί τά ποδοβολητά τους. ᾽Εκεῖνος ὅμως ὁ σταῦλος γέμιζε τήν νύκτα ἀπό τίς προσευχές τοῦ ἁγίου καί ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς. ῾Ο μακάριος ᾽Ιωάννης εἶχε ἐκεῖνον τόν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καί ἐκεῖ πορευόταν κατά τούς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπί ὧρες γονυπετής καί προσευχόμενος, παίρνοντας λίγο ὕπνο μαζεμένος πάνω στό ἄχυρο, χωρίς ἄλλο σκέπασμα πέρα ἀπό μία παλαιά κάπα, τρώγοντας μέ διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί καί νερό, νηστεύοντας τίς περισσότερες ἡμέρες καί ψάλλοντας μέ χαμηλή φωνή τούς ψαλμούς τοῦ Δαυίδ, πού τούς ἤξερε νά τούς λέει στήν Ρωσική γλώσσα. Ψαλμούς σιγόψελνε  καί τήν ὥρα πού ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπό τό ἄλογο τοῦ κυρίου του, τόν καιρό πού περιδιάβαζε ἐκεῖνος μέσα στήν χώρα, καί τοῦτο τό ἔκανε κατά τήν τάξη τῶν ἱπποκόμων. Μέ τήν εὐλογία πού ἔφερε ὁ ἅγιος στόν οἶκο τοῦ Τούρκου ῾Ιππάρχου αὐτός πλούτισε καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἰσχυρούς τοῦ Προκοπίου.
῾Ο ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτός ἀπό τήν προσευχή καί τήν νηστεία πού ἔκανε νυχθημερόν μέσα στόν σταῦλο, χειμώνα καί καλοκαίρι, καθήμενος πάνω στόν κόπρο σάν ἄλλος ᾽Ιώβ, πήγαινε τήν νύκτα καί ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στόν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη στήν κουφάλα ἑνός βράχου καί βρισκόταν κοντά στόν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. ᾽Εκεῖ πήγαινε κρυφά τήν νύκτα καί κοινωνοῦσε κάθε Σάββατο τά ἄχραντα μυστήρια. Καί ὁ Κύριος ῾ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς᾽, ἐπέβλεψε ἐπί τόν δοῦλο του τόν πιστό, καί ἔκανε ὥστε νά παύσουν νά τόν περιπαίζουν καί νά τόν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καί οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι. ῎Εδωσε δέ ὁ Κύριος καί πλούτη πολλά στόν κύριο τοῦ ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος κατάλαβε ἀπό ποῦ ἦλθε στόν οἶκο του ἡ τόση εὐλογία, καί τό διαλαλοῦσε στούς συμπολίτες του.
᾽Αφοῦ λοιπόν πλούτισε, ἀποφάσισε νά πάει στήν Μέκκα γιά προσκύνημα, καί μία ἡμέρα ἔφυγε ἀπό τό Προκόπι καί μετά ἀπό διάφορες ταλαιπωρίες ἔφθασε στήν ἱερή πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
Πέρασαν ἀρκετές ἡμέρες ἀπό τό ταξίδι του, ὁπότε ἡ σύζυγός του παρέθεσε τραπέζι στούς συγγενεῖς καί τούς φίλους τοῦ ἄνδρα της, γιά νά εὐφρανθοῦν καί νά εὐχηθοῦν γιά τήν καλή ἐπάνοδό του. ῾Ο μακάριος ᾽Ιωάννης διακονοῦσε στό τραπέζι. Μέσα στά φαγητά πού παρέθεσαν ἦταν καί τό πιλάφι, πού ἄρεσε πολύ στόν ἀγᾶ καί τό συνηθίζουν στήν ᾽Ανατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τόν σύζυγό της καί εἶπε στόν ᾽Ιωάννη: ῾Πόση εὐχαρίστηση θά ἔπαιρνε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καί ἔτρωγε μαζί μας ἀπό τό πιλάφι αὐτό!᾽ ῾Ο ᾽Ιωάννης τότε ζήτησε ἀπό τήν κυρά του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καί εἶπε ὅτι θά τό ἔστελνε στόν ἀφένη του στήν Μέκκα. Οἱ προσκεκλημένοι γέλασαν, ἀλλά ἡ οἰκοδέσποινα ἔδωσε ἐντολή νά δώσουν τό συγκεκριμένο πιάτο στόν ᾽Ιωάννη, πιστεύοντας ὅτι ἤ θά τό φάει ὁ ἴδιος ἤ θά τό δώσει σέ καμμία πτωχή οἰκογένεια κατά τήν συνήθειά του.
῾Ο ἅγιος πῆρε τό πιάτο καί πῆγε στόν σταῦλο, καί ἐκεῖ γονατιστός ἔκανε θερμή προσευχή παρακαλώντας τόν Θεό νά στείλει τό πιάτο στόν κύριό του μέ ὅποιον τρόπο ᾽Εκεῖνος ὡς παντοδύναμος ἤξερε. Καί πράγματι τό πιάτο μέ τό φαγητό χάθηκε ἀπό τά μάτια του, καί ὁ μακάριος ᾽Ιωάννης ἐπέστρεψε στό τραπέζι καί εἶπε στήν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στήν Μέκκα. Οἱ κεκλημένοι βεβαίως ἀκούοντας τόν λόγο γέλασαν, γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης τόν εἶπε χάριν ἀστειότητας.
Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες γύρισε ὁ κύριός του, φέροντας μαζί του τό χάλκινο πιάτο, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκείων του, περιγράφοντάς τους τό πῶς μία συγκεκριμένη ἡμέρα (ἐκείνη τοῦ συμποσίου) εἰσερχόμενος στό κλειδωμένο δωμάτιό του βρῆκε τό πιλάφι, μέσα σέ πιάτο ὅμως πού ἀνῆκε στόν ἴδιο, κάτι πού ἦταν ἀκατανόητο νά τό ἐξηγήσει. Παρ᾽ ὅλη ὅμως τήν ταραχή του, ἔφαγε τό πιλάφι καί ἔφερε πίσω τό χάλκινο πιάτο. ῾Η γυναίκα του τοῦ ἐξήγησε τά καθέκαστα τοῦ συμποσίου καί πῶς ὁ ᾽Ιωάννης ζήτησε φαγητό γιά ἐκεῖνον, κάτι πού τό γέλασαν τότε, ἀλλά νά πού ἦταν ἀληθινό.
Τό θαῦμα αὐτό διαφημίστηκε σέ ὅλο τό χωριό καί στά περίχωρα, καί ὅλοι πιά θεωροῦσαν τόν ᾽Ιωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καί ἀγαπητό στόν Θεό, τόν ἔβλεπαν μέ φόβο καί σεβασμό καί δέν τολμοῦσε κανείς νά τόν ἐνοχλήσει. ῾Ο κύριός του καί ἡ σύζυγός του τόν περιποιοῦνταν περισσότερο καί τόν παρακαλοῦσαν πάλι νά φύγει ἀπό τόν σταῦλο καί νά κατοικήσει σέ ἕνα οἴκημα πού ἦταν κοντά στόν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε λοιπόν τήν ζωή του μέ τόν ἴδιο τρόπο ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρίν στήν περιποίηση τῶν ζώων καί κάνοντας μέ προθυμία τά θελήματα τοῦ κυρίου του, ἐνῶ τήν νύκτα τήν περνοῦσε μέ προσευχή καί ψαλμωδία.
᾽Αλλά ὕστερα ἀπό λίγα ἔτη ἀσθένησε καί κειτόταν πάνω στά χόρτα μέσα σ᾽ ἐκεῖνον τόν σταῦλο πού τόν εἶχε ἁγιάσει μέ τίς δεήσεις του καί μέ τήν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιά τό ὄνομα καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς καί σταυρώθηκε γιά τήν δική μας ἀγάπη. Καί προαισθανόμενος τό τέλος του ζήτησε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁπότε ἔστειλε καί κάλεσε ἕναν ἱερέα. ῾Ο ἱερέας στήν ἀρχή φοβήθηκε νά φέρει τά ἅγια μυστήρια στόν σταῦλο, λόγω τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων, ὅμως ἔπειτα φωτίστηκε ἀπό τόν Θεό, πῆρε ἕνα μῆλο, τό ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τήν θεία κοινωνία, καί ἔτσι πῆγε καί κοινώνησε τόν μακάριο ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος μόλις μετέλαβε παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού τόσο Τόν ἀγάπησε. Αὐτό ἔγινε τήν 27η Μαΐου τοῦ 1730, σέ ἡλικία περίπου σαράντα ἐτῶν᾽.
Τά θαύματα πού ἔκτοτε ὁ Θεός ἔκανε μέσω τοῦ ἁγίου Του εἶναι πάμπολλα, ἐνῶ ἡ ἴδια χάρη τοῦ ἁγίου καί τοῦ χαριτόβρυτου λειψάνου του ἐξακολουθεῖ νά προσφέρεται καθημερινῶς σέ καθέναν πού μέ πίστη καί ταπείνωση τόν ἐπικαλεῖται καί τόν προσεγγίζει.
Κατά τό ἔτος 1924, ὁπότε καί ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν ῾Ελλάδος καί Τουρκίας, ἔγινε καί ἡ μετακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη τοῦ Ρώσου ἀπό τό Προκόπι τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας στό Νέο Προκόπι τῆς Εὐβοίας, ὅπου καί βρίσκεται καί σήμερα.

Μπορεῖ ἡ Ρωσία νά καυχᾶται γιά τό σπουδαῖο γέννημά της, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, ἡ Μικρά ᾽Ασία νά ὑπεραίρεται διότι στόν τόπο της ἀναδείχτηκε ἡ ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Πατέρα, τό Νέο Προκόπι τῆς νήσου Εὐβοίας νά λαμπροφορεῖ διότι ἐκεῖ κατέληξε τό χαριτόβρυτο λείψανό του, ὅμως ὅλοι οἱ πιστοί ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ἑορτάζουν τόν μεγάλο ὅσιο νέο ὁμολογητή. Κι αὐτό γιατί οἱ ἅγιοί μας ἀποτελοῦν καύχημα καί εὐλογία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. ῞Ενας ἄγιος δηλαδή μπορεῖ νά ἦταν ῾δεμένος᾽ μέ κάποιον τόπο ὅσο ζοῦσε στήν ζωή αὐτή, ὅμως τελικῶς ἀνήκει σέ ὅλην τήν ᾽Εκκλησία, πού σημαίνει ὅτι ὁ κάθε πιστός μπορεῖ νά θεωρεῖ δικό του τόν ἅγιο, νά τόν ἔχει φίλο καί προστάτη του, ἀδελφό καί πατέρα του. ῾Ο καλός ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου ἱεροδιδάσκαλος ᾽Ιωσήφ ὁ ἐκ Κερμίρης τῆς Καππαδοκίας ἐπανειλημμένως ἔρχεται καί μᾶς τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέσα ἀπό τήν ἀκολουθία του: ῾Χαίροις τό τῆς Ρωσίας κάλλιστον θρέμμα καί τῶν πιστῶν ἁπάντων τό σεμνολόγημα᾽ (Χαῖρε τό πιό καλό γέννημα τῆς Ρωσίας καί τό σεμνολόγημα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν πιστῶν) (λιτή). ῾Ρωσία σοῦ καυχᾶται τῶν σπαργάνων ἡ πάτριος, καί ἡ ἀσιᾶτις γῆ χαίρει τῷ ἁγίῳ λειψάνῳ σου᾽ (῾Η πατρίδα σου ἡ Ρωσία καυχᾶται γιά τά σπάργανά σου, ἐνῶ ἡ ἀσιατική γῆ χαίρει γιά τό ἅγιο λείψανό σου) (ἀπολυτίκιο β´). ῞Ομως ῾δεῦρο δή μοι ἅπαν τό σύστημα τῶν ὀρθοδόξων, ἑορτάσωμεν αὐτοῦ τήν θείαν μνήμην᾽ (ἐμπρός λοιπόν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἄς ἑορτάσουμε τήν θεία μνήμη του) (Δοξαστικό λιτῆς).



῾Η αἰτία τῆς οἰκουμενικότητας ἑνός ἁγίου - παρ᾽ ὅλη τήν ἐν Κυρίῳ καύχηση τῶν περιοχῶν ἀπό τίς ὁποῖες πέρασε καί ἅγιασε αὐτός -  ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος δέν ὑπῆρξε στήν ζωή του ἕνας αὐτονομημένος ἄνθρωπος, ὀ ὁποῖος ἐνδεχομένως ἀνέδειξε τά φυσικά χαρίσματά του μέσα στίς συγκυρίες πού βρέθηκε. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν πολλοί στό διάβα τῶν αἰώνων, σφράγισαν ἴσως τήν ἐποχή τους εἴτε μέ τήν πολιτική εἴτε μέ τήν κοινωνική ἤ ἐπιστημονική δραστηριότητά τους, τελικῶς ὅμως παρέμειναν ῾ἀνύπαρκτοι᾽  γιά τήν ᾽Εκκλησία: δέν μνημονεύονται πουθενά στό φάσμα τῶν ἁγίων της ὡς ῾ζῶντες εἰς τόν αἰῶνα᾽. Γιά τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἅγιος ἀφήνει τήν σφραγίδα του στόν κόσμο καί μνημονεύεται ἐσαεί, γιατί ὑπῆρξε ἕνα ἀποτύπωμα τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας μέ ἀκρίβεια τά ἴχνη Του. Τόν Χριστό προβάλλει ὁ ἅγιος, σ᾽ ᾽Εκεῖνον παραπέμπει, σάν τό διάφανο γυαλί πού ἀφήνει τό φῶς τοῦ ἥλιου νά διαπεράσει κατακάθαρο ἀπό μέσα του. ῾Ο κάθε ἅγιος δηλαδή λειτουργεῖ σάν τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο πού διαρκῶς διακήρυσσε: ῾᾽Εκεῖνον (τόν Χριστόν) δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι· ἤ ἀκόμη περισσότερο σάν τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο πού ταυτισμένος μέ τόν Κύριό του ὁμολογοῦσε: ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. ῎Ετσι ὁ κάθε ἅγιος γίνεται μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί τόν Χριστό βλέπει ὁ πιστός στό δικό του πρόσωπο.

Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καί τό ῾μυστικό᾽ τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Ιωάννη: Προσέβλεπε πάντοτε πρός τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ἦταν ἡ ἀδιάκοπη προτεραιότητά του. Μᾶς τό σημειώνει μεταξύ πολλῶν ἄλλων παρομοίων ὕμνων καί ὁ ὑμνογράφος του: ῾Τόν ἐπί ὤμων τόν σταυρόν τοῦ Κυρίου ἀναλαβόντα καί αὐτῷ μέχρι τέλους ἀσκητικοῖς ἀγῶσι καί παλαίσμασιν ἐπακολουθήσαντα εὐφημήσωμεν ὕμνοις ᾽Ιωάννην ἅπαντες᾽ (῎Ας δοξολογήσουμε μέ ὕμνους ὅλοι τόν ᾽Ιωάννη, αὐτόν πού ἀνέλαβε στούς ὤμους του τόν σταυρό τοῦ Κυρίου καί ἐπακολούθησε Αὐτόν μέχρι τέλους μέ ἀσκητικούς ἀγῶνες καί παλαίσματα) (κάθισμα ὄρθρου). Νά προσέξουμε ὅμως: ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀνώδυνη. ᾽Απαιτεῖ ἄρση σταυροῦ, ἀσκητικούς ἀγῶνες, παλαίσματα. Χρειάζεται νά τό λέει ἡ καρδιά κάποιου, καθώς λέμε, προκειμένου νά εἶναι συνεπής χριστιανός. Καί πρέπει ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας νά τονίζουμε τήν ἀλήθεια αὐτή, διότι συχνά οἱ σύγχρονοι χριστιανοί θεωροῦμε τήν ἀκολουθία τοῦ Κυρίου ῾ταξίδι ἀναψυχῆς᾽. ᾽Επιλέγουμε τά ἀνώδυνα καί ὡραῖα καί ὄμορφα, ἀγνοώντας ἤ μή θέλοντας νά λάβουμε σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν μας τήν ὀδύνη τοῦ σταυροῦ εἴτε ὡς πόλεμο κατά τῶν παθῶν μας εἴτε ὡς ἀντιμετώπιση τῶν ἐπιθέσεων τοῦ Πονηροῦ καί τῶν ὀργάνων του μέσα στόν κόσμο.

 ῾Ο ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου προκειμένου νά δείξει τήν ἀσκητική αὐτή διάσταση τοῦ ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ ἀπό τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη ὑπενθυμίζει ὄχι μόνο τό γεγονός τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπό τούς Τούρκους, ὄχι μόνο τούς ὀνειδισμούς πού ὑπέστη σέ ξένη χώρα ὡς ὑπόδουλος, οὔτε ἀκόμη καί τήν φτώχεια καί τήν στέρησή του ζώντας μέσα σέ ἕναν σταῦλο – πράγματα πού δείχνουν τούς ἀκούσιους πειρασμούς του - ἀλλά καί τούς ἑκούσιους λεγόμενους, αὐτούς δηλαδή πού ὁ ἴδιος προσέθετε πάνω στούς ἄλλους: τήν παννύχια προσευχητική στάση του, τά θερμότατα δάκρυα κατανύξεώς του, τήν ἐπιλογή τῆς φτώχειας ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία ὑπέρβασής της. Στό δοξαστικό τῶν αἴνων δέν μπορεῖ ὁ ὑμνογράφος παρά νά θαυμάσει τήν παραδοξότητα αὐτή: ῾Τίς μή ἐπαινέσει σε, τόν ὄντως ἀξιέπαινον; ῎Η τίς μή θαυμάσει σου τόν τρόπον τόν ἀξιοθαύμαστον; Οὐ γάρ ἠρκέσθης, χαριτώνυμε, ἐν τῇ τῆς αἰχμαλωσίας κακουχίᾳ, ἀλλ᾽ ἔσπευσας αὐξῆσαι αὐτήν, διά τῶν ἀσκητικῶν καμάτων καί ἱδρώτων᾽ (Ποιός δέν θά σέ ἐπαινέσει, ἐσένα τόν πράγματι ἀξιέπαινο; ῎Η ποιός δέν θά θαυμάσει τόν ἀξιοθαύμαστο τρόπο τῆς ζωῆς σου; Διότι δέν ἀρκέστηκες, χαριτώνυμε, στήν κακουχία τῆς αἰχμαλωσίας, ἀλλά ἔσπευσες νά αὐξήσεις αὐτήν, μέ τούς ἀσκητικούς κόπους καί τούς ἱδρῶτες).

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τόν παραλληλίζει μέ τόν δίκαιο ᾽Ιώβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ καί μέ τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τόσο πολύ. ῾Ξένην ἐβίωσας πολιτείαν, ἔνδοξε, οἰκήσας σταύλῳ τινί, ὡς ᾽Ιώβ ἄλλος ὅσιε, ὁ ἐπί κοπρίας στένων καί θλιβόμενος᾽ (῎Εζησες παράξενο τρόπο ζωῆς, ἔνδοξε, καθώς κατοίκησες σέ κάποιον σταῦλο, σάν ἄλλος ᾽Ιώβ, ὅσιε, πού στέναζε καί θλιβόταν πάνω στήν κοπριά) (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). ῾᾽Εμιμήσω, θεσπέσιε, τόν κείμενον ᾽Ιώβ ἐπί κοπρίας, κατοικίαν ἔχων, σοφέ τό ἱπποστάσιον᾽ (Μιμήθηκες, θεσπέσιε, τόν ᾽Ιώβ πού βρισκόταν στήν κοπριά, γιατί εἶχες κι ἐσύ ὡς κατοικία τόν σταῦλο τῶν ἀλόγων) (ὠδή δ´). ῾Ο ἔπαινός του ὅμως γιά τόν ὅσιο ἀνεβαίνει κλίμακα, καθώς προβαίνει στήν ἐξαιρετική ἀποτίμησή του σέ σχέση μέ τόν μέγα Πρόδρομο: ῾Φερωνύμως ἡ κλῆσίς σου γέγονε χαριτώνυμος,  ὅσιε Πάτερ· ὡς γάρ ὁ θεῖος βαπτιστής, μεταξύ τοῦ ᾽Ιουδαϊκοῦ λαοῦ ἐχαριτώθη, καί παρά Χριστοῦ σαφῶς ἐμαρτυρήθη, οὕτω καί σύ ὁ ὁμώνυμος αὐτοῦ καί μιμητής, μεταξύ τοῦ ματαιόφρονος λαοῦ, χάριν οὐρανόθεν εἴληφας, τῇ θεαρέστῳ πολιτείᾳ σου, ὦ ᾽Ιωάννη᾽ (Τό ὄνομα ᾽Ιωάννης πού ἔφερες ἔγινε ὄνομα τῆς χάρης, ὅσιε Πατέρα. Διότι ὅπως  ὁ θεῖος βαπτιστής χαριτώθηκε μεταξύ τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί μαρτυρήθηκε σαφῶς ἀπό τόν Χριστό, ἔτσι καί σύ ὁ ὁμώνυμός του καί μιμητής, ζώντας ἀνάμεσα σέ ματαιόφρονα λαό, ἔλαβες χάρη ἀπό τόν Θεό μέ τήν θεάρεστη πολιτεία σου, ᾽Ιωάννη) (λιτή).

῾Η ἔνθεη ζωή τοῦ ὁσίου μέσα σέ χώρα ῾ματαιοφρόνων᾽ καί ἐν αἰχμαλωσίᾳ γίνεται ἀφορμή γιά γενικότερες διαπιστώσεις: ὁ ὅσιος δέν παρασύρθηκε στήν πίστη τῶν ἀλλοθρήσκων παρ᾽ ὅλες τίς δυσκολίες, ἀλλά κράτησε τήν πίστη του καί μεγαλούργησε σ᾽ αὐτήν. ῾Οὗτος οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ τῶν ἀπίστων, εἰ καί ἠχμαλωτίσθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὁ θεόφρων, ἀλλ᾽ ἔστη ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ, μέχρι τοῦ ζῆν ὁ χαριτώνυμος᾽ (Αὐτός δέν ἀλλαξοπίστησε, ἄν καί αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς ἀπίστους, ἀλλά στάθηκε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ ὅσο ζοῦσε ὁ χαριτώνυμος) (δοξαστικό καθισμάτων γ´ ὠδῆς). Πού σημαίνει: ὅταν κανείς εἶναι στερεωμένος στήν πίστη του, τό κοινωνικό περιβάλλον δέν μπορεῖ τελικῶς νά τόν κλονήσει. ῎Ισα ἴσα γίνεται ἀφορμή γιά μεγαλύτερη ἁγιότητα.  Πρόκειται ὄντως γιά παράδοξο θαῦμα. ῾῎Ω τοῦ παραδόξου θαύματος! ἐν ἀκαθάρτοις συνών ᾽Ιωάννης ὁ ἔνθεος καθαρός τῷ σώματι καί ψυχῇ ὅλος γέγονε᾽ (Παράδοξο θαῦμα! ῾Ο ἔνθεος ᾽Ιωάννης ζώντας μαζί μέ ἀκαθάρτους ἔγινε ὅλος καθαρός στό σῶμα καί στήν ψυχή) (ἀπό τούς αἴνους). ῾Οπότε τό  συμπέρασμα ἔρχεται ἀβίαστο ἀπό τόν ἱεροδιδάσκαλο ᾽Ιωσήφ: ὁ αἰχμάλωτος ᾽Ιωάννης αἰχμαλώτισε καί τά πάθη του καί τόν διάβολο. ῾Τῶν παθῶν τά ὁρμήματα σοφῶς ἠχμαλώτισας, Ἰωάννη, τοῖς ᾽Αγαρηνοῖς γενόμενος αἰχμάλωτος᾽ (Μέ σοφό τρόπο αἰχμαλώτισες τίς ὁρμές τῶν παθῶν, ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ ἔγινες αἰχμάλωτος στούς ᾽Αγαρηνούς) (ὠδή δ´). ῾Πλήρης χαρίτων ὁ αἰχμάλωτος ὤφθη. Αἰχμαλωτίσας τοῦ σκότους τόν προστάτην᾽ (Φάνηκες ὁ αἰχμάλωτος γεμάτος ἀπό τίς χάρες τοῦ Θεοῦ. Γιατί αἰχμαλώτισε τόν προστάτη τοῦ σκότους διάβολο) (στίχοι συναξαρίου).

Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν μποροῦμε παραλείποντας ἄλλες ἐπισημάνσεις τοῦ ποιητῆ νά μήν ἀναφέρουμε κάτι πού θεωροῦμε ἀπό τά πιό καίρια γιά τήν ζωή τοῦ ὁσίου ᾽Ιωάννη: ὁ ἅγιος εἶχε ἐνεργοῦσα τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του (ὠδή α´), ἐπειδή πρῶτον βοηθεῖτο ἀπό τόν θεάρεστο βίο του - ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργεῖ ἄν δέν βρεῖ κατάλληλο ἔδαφος στόν ἄνθρωπο - καί δεύτερον καί σημαντικότερο εἶχε ὡς καθοδηγό του τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Δέν εἶναι δυνατόν δηλαδή νά ὑπάρξει πνευματικός ἀγώνας καί μάλιστα ἐπιτυχής, ἄν δέν συντρέξουν μαζί μέ τόν Κύριο οἱ ἅγιοί μας μέ πρώτη τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. ᾽Εκείνη ὡς στοργική Μάνα μας μᾶς παρακολουθεῖ, μᾶς βοηθεῖ καί ἱκετεύει γιά ἐμᾶς, ἰδίως ὅταν βλέπει τόν ἀγώνα καί τήν καλή μας διάθεση. ῎Ας φανταστοῦμε μέ πόση ἀγάπη θά προσέβλεπε Αὐτή πάνω στό ἀγαθό παιδί της, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, πού ἐπέμενε στήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της μέσα στίς ἄπειρες δοκιμασίες πού περνοῦσε. ῾Αἰχμαλωσίᾳ καίτοι κρατυνόμενος εἶχες ὁδηγοῦσάν σε τήν Παρθένον Μαρίαν, εἶχες συμμαχοῦντά σοι τόν θεάρεστον βίον, ὦ ᾽Ιωάννη μέγιστε φωστήρ᾽ (Μολονότι ἤσουν αἰχμάλωτος, εἶχες τήν Παρθένο Μαρία νά σέ ὁδηγεῖ, εἶχες σύμμαχό σου τόν θεάρεστο βίο σου, ᾽Ιωάννη μέγιστε φωστήρα) (᾽Από τά καθίσματα τοῦ ὄρθρου). 




Πνευματική πατρότητα καὶ ποιμαντικές ἀρχές


1. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς μέρες μας, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ πνευματικὸ πατέρα ἐννοεῖται ὁ ἐξομολόγος κληρικός. Ὅμως, στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Πατέρας εἶναι μόνο ὁ Θεὸς1. Ὁ Χριστὸς ἐπίσης, ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται καὶ ὡς πατέρας τῶν ἀνθρώπων φανερώνοντας στὸ κόσμο τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός. Ἡ πατρικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντονότερα αἰσθητὴ κατὰ τὴν Ἀνάληψή του. Οἱ μαθητὲς προαισθάνονται τὴν πνευματικὴ ὀρφάνια καὶ διακατέχονται ἀπὸ ἀπερίγραπτη ὀδύνη. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀφήνει ὀρφανούς. Ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»2.

Οἱ ἀπόστολοι διὰ τοὺ Ἁγίου Πνεύματος γεννοῦν πνευματικὰ τέκνα καὶ μεταδίδουν τὸ χάρισμα στοὺς ἐπισκόπους, κι αὐτοὶ στοὺς διαδόχους τους. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Πατέρες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων3. Στοὺς νεότερους χρόνους ἡ λέξη «πνευματικὸς» ἀποτελεῖ συντόμευση τῆς φράσης «πνευματικὸς πατέρας». Ὅμως, εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν μὲ τὸν ὅρο «πνευματικὸς» νοεῖται ἐκεῖνος ποὺ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συμβάλλει στὴν καλλιέργεια τῆς χάριτος καὶ θεμελιώνει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Συνήθως «πνευματικὸς» θεωρεῖται ὁ καθοδηγητὴς τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ὁ σύμβουλος, ὁ «ψυχολόγος τῆς θρησκείας», ὁ φύλακας νόμων καὶ κανόνων ἤ ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ χορηγός της ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.


2. Πνευματικὴ πατρότητα

Ἂς ἀναζητήσουμε ὅμως τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στὴν βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Γράφει ὁ Ἄπ. Παῦλος: «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, «ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας∙ ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»4. Σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει: «Τεκνία μου...πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ὑμῖν»5. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γεννᾶ διὰ τοῦ εὐαγγελίου τέκνα καὶ ὀδυνᾶται νὰ μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς στὸ ἀνθρώπινο εἶναι.

Στὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων (4ος αἵ.) ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τῶν ἐπισκόπων χαρίζει τὴ θεία υἱοθεσία. Γὶ αὐτὸ ὡς πνευματικοὺς γονεῖς «τιμᾶν αὐτοὺς καὶ στέργειν», «τοὺς δι’ ὕδατος ἀναγεννήσαντας (βάπτισμα), τοὺς τῷ ἁγίῳ πνεύματι πληρώσαντας (χρίσμα-ἐπίθεση χειρῶν), τοὺς τῷ λόγῳ γαλακτοτροφήσαντας, τοὺς ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀναθρεψαμένους (κήρυγμα), τοὺς ἐν ταῖς νουθεσίαις στηρίξαντας (κατ' ἰδίαν διδαχή), τοὺς τοῦ σωτηρίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος ἀξιώσαντας, τοὺς τῶν ἁμαρτιῶν λύσαντας (μετάνοια-ἄφεση) καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς εὐχαριστίας μετόχους ποιήσαντας (κοινωνία)»6.

Ἀνάλογες θέσεις ἀπαντοῦν καὶ στὰ κείμενα τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας.Ἔτσι, τόσο τὰ ἀποστολικὰ ὅσο καὶ τὰ μεταποστολικα κείμενα προσδίδουν στὴν πνευματικὴ πατρότητα ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς «τύπος τοῦ πατρός7» δὲν εἶναι ὑπεύθυνος μόνο τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» τὶς ἁμαρτίες, ἀλλά ἀναγεννᾶ μὲ τὸ βάπτισμα, τρέφει μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς νουθεσίες καὶ παρέχει τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Ἡ μετάνοια κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶναι κυρίως προβαπτισματική.

Μὲ τὴν ἄνθιση τοῦ μοναχικοῦ βίου παρατηρεῖται καὶ ἐκεῖ ἀνάλογη ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Ἡ λέξη ἀββᾶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σανσκρητικά καὶ ἐκφράζει τὴ νέα σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸν Θεό, χρησιμοποιήθηκε παράλληλα μὲ τὴ λέξη Γέρων κυρίως γιὰ τοὺς χαρισματούχους ἀσκητές καὶ μοναχούς. Πατέρας στὴ μοναχικὴ παράδοση εἶναι ὁ διακριτικὸς μοναχός, ὁ θεοδίδακτος, ὁ γέρων, ὁ ἀββᾶς, ὁ στάρετς. Ἐκεῖνος ποὺ μέσῳ τῆς κάθαρσης ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης. Ἡ πατρότητα αὐτὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ κάποιο Ἱερατικὸ λειτούργημα, εἶναι χαρισματικὴ καὶ συνήθως ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα. Τὸ χάρισμα ὅμως ἀναπτύσσεται ἐντός της ἐκκλησίας. Συχνὰ οἱ ἐπίσκοποι ἀπευθύνονται σὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ βοήθεια τους8. Ἀντίστοιχα γιὰ τὶς γυναῖκες, μητέρες τῆς ἐρήμου, ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὰ πνευματικά τους χαρίσματα καὶ βοήθησαν καὶ ἄλλους στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, ἀπαντᾶ ὁ ὅρος «ἀμμᾶς-ἀμμάδες»9.

Κατὰ τὸν 4ο αἰώνα ὑπῆρχαν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ πρεσβύτερος ἦσαν ἴσοι ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ πατρότητα. Ἀπαντώντας καὶ ἐλέγχοντας τὴν πλάνη αὐτὴ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἡ «τάξις» τοῦ ἐπισκοποῦ εἶναι « τάξις πατέρων γεννητική». Ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴ χειροτονία «πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ», ἐνῷ ἡ «τάξις» τοῦ πρεσβυτέρου, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει πατέρες, «διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλλιγγενεσίας τέκνα γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ»10. Βαπτίζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς καθιστᾷ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως συνέβη μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δεκίου, οἱ ἐπὶσκοποι εἰσάγουν τὸ θεσμὸ τοῦ «ἐπὶ τῆς μετανοίας πρεσβυτέρου», ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ἀτόνησε.

Ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (956-1036) ἀναφέρει ὅτι ἡ πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» δόθηκε ἀρχικά ἀπό τους ἁγίους ἀποστόλους στοὺς ἀρχιερεῖς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τους ἀρχιερεῖς μεταβιβάσθηκε στοὺς ἰερεῖς, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους, καὶ ἐν συνεχείᾳ στοὺς μοναχούς. Δύο ἦταν οἱ σημαντικότεροι λόγοι ποὺ συνέβαλαν στὴν ἐξέλιξη τῆς μετάδοσης τοῦ χαρίσματος στοὺς μοναχούς. Πρῶτον ἡ ραγδαία διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἡ αὔξηση τῶν χριστιανῶν καὶ δεύτερον ἡ ἀλλοτρίωση καὶ σχετικοποίηση τῆς χριστιανικῆς ζωης τῶν ἀρχιερέων καὶ ἰερέων. Ἡ ἴδια ἀσθένεια ὅμως προσέβαλε καὶ τοὺς μοναχούς, ὑπὸστηρίζει ὁ Συμεών, καὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ «μοναχοὶ πάμπαν ἀμόναχοι»11. Ἡ αὐστηρὴ κριτικὴ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, καθὼς καὶ τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν του δὲ σημαίνει ἄμφισβητηση ἤ ὑποτίμηση τῆς θεσμικῆς διάστασης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναγέννηση τῆς μοναχικῆς καὶ εὐρύτερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ χαρίσματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας.

Οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου γιὰ τὴν ἱκανότητα τῶν μοναχῶν νὰ ἀσκοῦν τὸ διακὸνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀμφισβητήθηκαν ἔντονα, κυρίως ὠς πρὸς τὸ «δεσμεῖν καὶ λύειν». Ἔτσι ὁ Βαλσαμών ἕναν αἰώνα ἀργότερα διακρίνει σαφέστατα τὴ διακονία νὰ ἀναδέχονται οἱ μοναχοί τους λογισμοὺς καὶ νὰ δίδουν συμβουλές, ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», ποὺ δίδεται ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο στοὺς ἐξουσιοδοτημένους πρεσβυτέρους12. Πιὸ κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης (1429). «Ἐπίσης καὶ τὸ λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητος δὲν πρέπει νὰ παραχωρεῖται σὲ ἁπλούς μοναχούς, ποὺ δὲν ἔχουν χειροτονία. Καὶ τοῦτο, γιατί εἶναι τόσο ἱερὸ αὐτό, ὥστε εἶναι ἔργο μόνο τῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν ἱερέων, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Οἱ πρεσβύτεροι τὸ ἀσκοῦν μόνο κατ' ἀνὰγκην καὶ ὅταν δὲν εἶναι παρὼν ὁ ἐπίσκοπος, ἀλλά ἀπών. Τὰ δὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα, δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως, ἡ ἁμαρτία τοῦ φόνου καὶ τὰ παραπτώματα τῶν ἱερέων, πρέπει νὰ ἀναφέρονται στὸν ἐπίσκοπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσα διαφεύγουν τὴν γνώση τοῦ πνευματικοῦ. Ὅλα δὲ νὰ γίνονται μὲ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, γιατί ἡ μετάνοια εἶναι δικό του ἔργο, τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν χορήγηση προτρεπτικοῦ γράμματος»13.

Παρόλα αὐτά, σὲ νομοκανονικὲς συλλογὲς τῆς τουρκοκρατίας, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἱκανῶν ἱερέων, προτρέπονται οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δίδουν ἐνταλτήριο γράμμα, ὥστε νὰ ἀσκοῦν τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ μοναχοί. Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης διαφωνεῖ μὲ τὴν παραπάνω ἄποψη. Ἔτσι ἐπικαλούμενος τὴν προγενέστερη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γράφει ὅτι: «Ἀνίεροι δὲ καὶ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ ἐξομολογοῦν, οὔτε μοναχαί, παρὰ κανόνας γὰρ τοῦτο»14. Ἐπίσης, τὸ Ἐξομολογητάριον ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ στὴν ἐφαρμογὴ καὶ συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὴν πνευματικὴ πατρότητα πρέπει νὰ ἀναλαμβάνουν καὶ νὰ ἀσκοῦν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔφθασαν μὲ τὴν ἄσκηση στὴν ἀπάθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδὴ γνωρίζει τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐπιλέγουν τουλάχιστον τοὺς ἐμπειρότερους καὶ γεροντοτέρους «καὶ τούτους νὰ καθιστῶσι Πνευματικούς∙ ἐπειδὴ αὐτοί διὰ τὴν ἡλικίαν, εἶναι καὶ ἐμπειρότεροι εἰς τὴν γνῶσιν, καὶ τὰ πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα»15. Δὲν ἀπὸκλείει καὶ τοὺς νεοτέρους, ἂν αὐτοἰ διαθέτουν ἀρετή καὶ φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τὴν ἄποψη νὰ γίνονται πνευματικοί, «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καὶ ἄγαμοι ἱερομόναχοι»16.


3. Οἱ ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ ἡ διάκριση

Ὁ κληρικὸς στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν νοεῖται ὠς ἁπλός θρησκευτικὸς λειτουργός, ὅπως ἀπαντᾶ σὲ νομικὰ κείμενα ἀλλά καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Στὶς πηγὲς ὑπάρχει ποικιλία ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους ἐκφράζεται τὸ ἔργο τοῦ ποιμένα, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερουργία τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἱερεύς, καθὼς ἐπίσης καὶ προεστῶς ἤ προϊστάμενος, πρόεδρος, ἡγούμενος, διδάσκαλος, μυσταγωγός, ἰατρὸς τῶν ψυχῶν, οἰκονόμος τῶν μυστηρίων17. Στοὺς ἕλληνες Πατέρες καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὁ κληρικὸς εἶναι θεραπευτής18, ὑπηρέτης καὶ συνεργὸς στὴν πορεία πρὸς τὴ θὲωση19.

Ὑπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις ἀρχές, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν ἱστορία ποιμαίνει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὁ πνευματικὸς τὶς ἀγνοεῖ, διατρέχει τὸν κίνδυνο τῆς αὐθαιρεσίας. Οἱ γενικὲς ποιμαντικὲς ἀρχὲς εἶναι ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ οἰκονομία20. Ὡς ἀκρίβεια ὁρίζεται ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ἐνῶ ὡς οἰκονομία ἡ πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπὸ αὐτή. Εἰδικότερες ποιμαντικὲς ἀρχές εἶναι ἡ ἀναλογία (μὲ διπλὴ ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καὶ ἡ προσαρμογὴ στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καθὼς καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικὸς ἀνάλογα μὲ τὴ βαρύτητα τοῦ θέματος, λαμβάνουν ὑπόψη τὶς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τὸ consensus patrum. Ἂν ἀγνοοῦμε τὴ θεολογία καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντικὴ κινδυνεύει νὰ μείνει μετέωρη ἤ νὰ προσλάβει κανονιστικὸ καὶ ἀφιλάνθρωπο χαρακτῆρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νὰ γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκρίβεια γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν οἰκονομία, διότι δὲν εἶναι σπάνιο τὸ φαινόμενο περιπτωτικὲς καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καὶ τὰ ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δὲν εἶναι ποινὲς ἐξιλέωσης, ὅπως στὴ δυτικὴ θεολογία.

Ἡ πνευματικὴ ἀνακαίνιση, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καὶ τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καὶ κόπους. Οἱ δυσκολίες καὶ οἱ πνευματικοὶ πόνοι ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες, τὶς πτώσεις, τὴν ἀμετανοησία, τὴ σκληροκαρδία, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καὶ ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νὰ ἀνακαλύπτει καὶ ὁ ποιμένας σὲ κάθε περίπτωση «τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθόν, τὸ εὐάρεστον καὶ τέλειον»21. Διότι, ἂν ἀκολουθεῖ τὴ δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νὰ γίνονται λάθη καὶ σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δὲν ἐρωτῶμεν τους πνευματικοὺς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς∙ οἱ δὲ ἱεράρχαι καὶ πνευματικοί, διότι δὲν ἐρωτοῦν τὸ Κύριον πῶς πρέπει νὰ ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης22.

Ἡ ὀρθὴ ποιμαντικὴ χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικὸς πατέρας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὶς θεῖες ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στὴ νηπτικὴ παράδοση ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι στὴ σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ γέροντες καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τὴ δική του γνώμη δίδοντας τὴν πρώτη θέση σὲ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ἄλλοι τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἄγαθων, ἐνῶ ἄλλοι τὴν ἐλεημο-σύνη καὶ διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μὲ τὴ συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δώσουμε σὲ αὖτες τὰ πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ εἴτε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς»,«πάσας τὰς ἐνθυμήσεις καὶ τὰς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καὶ διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καὶ ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καὶ μακρὰν αὐτοῦ ποιεῖ τὴν πλάνην»23. Χωρὶς τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιὰ ἀρετή δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλἠς μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καὶ φύλαξ ὑπάρχει». Μὲ τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι πατέρες24. Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νὰ κοσμεῖ ἰδιαίτερα τὸν πνευματικὸ πατέρα. 


4. Συμπερασματικὰ

Ὁ πνευματικὸς μὲ βάση τὶς γενικὲς καὶ εἰδικὲς ποιμαντικὲς ἀρχές ἀλλά καὶ τὴ διάκριση πρέπει νὰ κάνει σωστὴ διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος. Ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν πνευματικὴ καρποφορία ἀξιοποιώντας τὸ χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπὸς τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δὲν εἶναι ὁ πειθαναγκασμὸς τοῦ πιστοῦ σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματικὴ πατρότητα καὶ ἡ πνευματικὴ υἱότητα νὰ καλλιεργοῦνται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς καὶ τῆς ὑπακοῆς στο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἄνθρωπων γεννιοῦνται ὑγιῆ πνευματικὰ τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὁ πνευματικὸς δὲν εἶναι κανονοφύλακας, ἀλλά χαρισματικὸς νομοθέτης καὶ μυσταγωγὸς στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος.

Καὶ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἄθλημα πνευματικό, ποὺ βοηθᾶ στὴν ὡρίμανση καὶ τὴ χειραφέτηση. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τὸ πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς μπορεῖ νὰ κρύπτονται δικανικὲς ἀντιλήψεις, αὐτοδικαιωτικὲς νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικὲς ἐξαρτήσεις, ποὺ ἀφοροῦν κατὰ κύριο λόγο στοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀλλά καὶ στὰ πνευματικὰ τέκνα.




1. «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς∙ εἰς γὰρ ἔστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὔρα-νοῖς» (Μάτθ. 23,9).
2. Πρβλ. Ἰωαν. 16,13
3. Βλ. π. Γ. Φλορόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μετάφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 147.
4. Α' Κόρ. 4,14.
5. Γάλ. 4,12.
6. Αἰαταγαὶ Ἀποστόλων, 2,33, ΒΕΠΕΣ τόμ. 2, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1955, σ. 38-39.
7. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαγνησιεῖς 6,1 PG 5, 669AB∙ Τραλλιανοῖς 3 PG5, 677AB.
8. Παῦλος Εὐδοκίμωφ, «Ἡ πνευματικὴ πατρότητα», μτφρ. Γ. Κυθραιώτης, στὸ συλλογικὸ ἔργο, Ὀρθοδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Ἁρμός, σ. 53.
9. Παλλαδίου, Λαυσαϊκή Ἱστορία α', τόμ. 1, μετάφραση-εἰσαγωγὴ-σχόλια, Ν.Θ. Μπουγάτσου - Α.Μ. Μπατιστάτου, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα χ.χ., σ. 182.
10. «Καὶ ὅτι μὲν ἀφροσύνης ἔστι τὸ πᾶν ἔμπλεων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων γεννητικὴ τάξις∙ πατέρας γὰρ γεννᾷ τὴ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ διδασκάλους». Κατὰ αἱρέσεων 3,1, 55,4 PG 42, 508CD.
11. Βενιζέλου Χριστοφορίδη, Ἡ πνευματικὴ πατρότης κατὰ Συμεὼν τὸν Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 52-53.
12. Β. Χριστοφορίδη, ὅ.π.,σ.57.
13. Περὶ μετανοίας, μτφρ. Ἰ. Φουντούλη, Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς μετανοίας, Εἰσηγήσεις-Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας ἔτους 2002, Δράμα 2002, σ. 407.
14. Πηδάλιον σ. 313.
15. Ἐξομολογητάριον, σέλ. 12.
16. Ὅπ.π., σελ 13.
17. John H. Erickson, The challenge of our past, Studies in Orthodox Canon Law and Church History, St. Vladimir's Seminary Press, NY 1991, σ. 54.
18. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 21, PG 35, 492C.
19. Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, 26, PG 35, 436ΑΒ.
Βλ. J. Erickson, ὅπ. π., σ. 56.
20. Βλ. περισσότερα γιὰ τὸ θέμα στὴ μελέτη μας Μεθοδολογικὰ πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, σ. 73 κ.ε. ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.
21. Ρωμ. 12,2.
22. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ. 505.
23. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α', ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ. 86.
24. Ἀγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὁ.π, σ. 87. Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανὸς διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν ποὺ πλανήθηκαν, διότι δὲν εἶχαν τὴν ἀρετή της διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητή Ἤρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καὶ ἐγκρατευόταν μὲ αὐστηρότητα, ἔφθασε στὸ σημεῖο ἀκολουθώντας τὸ λογισμό του νὰ μὴ συνεορτάζει τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὸν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπὸ τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ τὸν διάβολο τὸν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μὲ σκοτισμένο νοῦ ἔπεσε ἑκούσια σὲ πηγάδι πιστεύοντας τὰ λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μὲ πολὺ κόπο τὸν ἔβγαλαν μισοπεθαμένο καὶ μετὰ τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δὲν τοῦ στέρησε τὰ μνημόσυνα καὶ τὶς προσευχὲς ποὺ γίνονται στοὺς κεκοιμημένους, διότι θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87.
πηγή

Τὶ πρέπει νὰ ξέρουμε γιὰ τοὺς λογισμοὺς ( Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ )



Ὅποιος θέλει νὰ προσεύχεται μὲ καθαρὸ νοῦ, πρέπει νὰ μὴ μαθαίνει τὰ νέα τῶν ἐφημερίδων, νὰ μὴ διαβάζει βιβλία ἄσχετα πρὸς τὴν πνευματική μας ζωή, καὶ κυρίως ὅσα διεγείρουν τὰ πάθη, καὶ νὰ μὴ μαθαίνει ἀπὸ περιέργεια ὅσα σχετίζονται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Ὅλα αὐτὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀλλότριες σκέψεις, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὶς διευκρινίσει, αὐτὲς ἀκόμη περισσότερο συγχύζουν καὶ ἐπιβαρύνουν τὴν ψυχή.

Ὅταν ἡ ψυχὴ διδαχθεῖ τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε θλίβεται γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ ὅλη τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται, ὥστε ὅλοι νὰ μετανοήσουν καὶ δεχθοῦν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν, ὅμως, ἡ ψυχὴ χάσει τὴ χάρη, φεύγει ἡ ἀγάπη ἀπὸ αὐτὴν, γιατί χωρὶς χάρη Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγαπᾶ κάποιος τοὺς ἐχθρούς, καὶ τότε βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ διαλογισμοὶ πονηροί, ὅπως λέει ὁ Κύριος (Ματθ. ιε΄19, Μάρκ. ζ΄ 21-22).

Χωρὶς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ δὲν καθαρίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν ἀναπαύεται ποτὲ ἡ ψυχὴ ἐν τῷ Θεῶ, ἀλλὰ ταράζεται πάντοτε ἀπὸ διάφορους λογισμούς, ποὺ παρεμποδίζουν τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὦ, ἡ κατὰ Χριστὸν ταπείνωση! Ὅποιος σὲ δοκίμασε, ὁρμᾶ πρὸς τὸν Θεὸ ἀκόρεστα ἡμέρα καὶ νύχτα.



Ὦ, πόσο ἀσθενὴς εἶμαι! Ἔγραψα λίγο καὶ ἀμέσως κουράστηκα καὶ τὸ σῶμα θέλει ἀνάπαυση. Καὶ ὁ Κύριος ὅταν ἦταν στὴ γῆ, «ἐν τὴ σαρκὶ Αὐτοῦ», γνώρισε τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Καὶ Αὐτός, ὁ Ἐλεήμων, κουραζόταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καὶ κοιμόταν στὸ πλοῖο τὴν ὥρα τῆς τρικυμίας• καὶ ὅταν Τὸν ξύπνησαν οἱ μαθητές, τότε πρόσταξε τὴ θάλασσα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ σιγήσουν καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη. Ἔτσι καὶ στὴν ψυχή μας, ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη. Δῶσε μας, Κύριε, νὰ Σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τελευταία μας πνοή.



Στὴν πλάνη πέφτει κάποιος εἴτε ἀπὸ ἀπειρία εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ ἀπειρία, ὁ Κύριος θεραπεύει γρήγορα αὐτὸν ποὺ πλανήθηκε, ἂν ὅμως εἶναι ἀπὸ ὑπερηφάνεια, τότε θὰ πάσχει γιὰ πολὺν καιρὸ ἡ ψυχή, ὡσότου μάθει τὴν ταπείνωση, καὶ τότε θὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο.

Πέφτουμε στὴν πλάνη, ὅταν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πιὸ φρόνιμοι καὶ ἔμπειροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα. Ἔτσι σκέφθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴν ἀπειρία μου καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέφερα. Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸν Θεό, γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μὲ ταπείνωσε καὶ μὲ νουθέτησε καὶ δὲν ἀπέσυρε τὸ ἔλεός Του ἀπὸ μένα. Καὶ τώρα σκέφτομαι ὅτι, χωρὶς ἐξομολόγηση στὸν πνευματικὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν πλάνη, γιατί στὸν πνευματικὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν».



Ἂν δεῖς φῶς μέσα σου ἢ γύρω σου, μὴν πιστέψεις σ' αὐτὸ ἂν δὲν ἔχεις συγχρόνως κατάνυξη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Μὴ φοβηθεῖς ὅμως, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ φῶς ἐκεῖνο θὰ ἐξαφανιστεῖ.

Ἂν δεῖς κάποιο ὅραμα ἢ εἰκόνα ἢ ὄνειρο, μὴν τὸ ἐμπιστεύεσαι, γιατί ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σὲ φωτίσει γι' αὐτὸ ὁ Κύριος. Ψυχή, ποὺ δὲν γεύθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ ὅραμα. Ὁ ἐχθρὸς δίνει στὴν ψυχὴ μιὰ «γλυκειὰ αἴσθηση» ἀνακατεμένη μὲ κενοδοξία, καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὴ ἡ πλάνη.

Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ὅταν ἡ ὅραση εἶναι ἐχθρική, ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σύγχυση ἢ φόβο. Αὐτό, ὅμως, συμβαίνει μόνο στὴν ταπεινὴ ψυχὴ ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἀνάξιο γιὰ ὅραση. Ὁ κενόδοξος, ὅμως, μπορεῖ νὰ μὴν αἰσθανθεῖ οὔτε φόβο οὔτε σύγχυση, γιατί ἐπιθυμεῖ τὶς ὁράσεις καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἐξαπατᾶ εὔκολα ὁ ἐχθρός.

Τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ ἐπίγεια μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση. Πλανᾶται ὅποιος ἐπιχειρήσει νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὸν φυσικὸ νοῦ, μὲ τὴν ἐπιστήμη, γιατί ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἂν βλέπεις μὲ τὸ νοῦ σου δαιμόνια, ταπεινώσου καὶ προσπάθησε νὰ μὴ βλέπεις, καὶ τρέξε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται στὸν πνευματικό σου γέροντα, στὸν ὁποῖο παραδόθηκες. Πὲς του τα ὅλα, καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει καὶ θὰ σωθεῖς ἀπὸ τὴν πλάνη. Ἄν, ὅμως, νομίζεις ὅτι ἐσὺ γνωρίζεις περισσότερα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ καὶ πάψεις νὰ τοῦ λὲς τί σοῦ συμβαίνει, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ὑπερηφάνειας θὰ παραχωρηθεῖ ἀναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, γιὰ νὰ σὲ συνετίσει.



Νὰ πολεμᾶς τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅταν δεῖς ὅτι κάποιος ἄλλος νοῦς παλεύει μὲ τὸ νοῦ σου, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσει ὁ πόλεμος.

Ἄν σοῦ συμβεῖ νὰ δεῖς δαιμόνια, μὴ φοβηθεῖς, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου, καὶ τὰ δαιμόνια θὰ ἐξαφανιστοῦν. Ἂν ὅμως σὲ πιάσει ὁ φόβος, δὲν θὰ ἀποφύγεις κάποια βλάβη. Νὰ εἶσαι ἀνδρεῖος. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ Κύριος σὲ βλέπει, ἂν στηρίζεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Αὐτόν.

Γιὰ νὰ ἀποκτήσει, ὅμως, ἡ ψυχὴ ἀνάπαυση ἀπὸ τὰ δαιμόνια, πρέπει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ λέει: «Εἶμαι χειρότερη ἀπ’ ὅλους, εἶμαι πιὸ ἄθλια ἀπὸ κάθε κτῆνος καὶ ἀπὸ κάθε θηρίο».

Ὅπως οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν στὸ σπίτι καὶ βγαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ἔρχονται ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ πάλι μπορεῖ νὰ φύγουν, ἂν δὲν τοὺς δεχόμαστε.

Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «κλέψε», καὶ σὺ ὑπακούσεις, δίνεις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ δαιμόνιο ἐξουσία ἐπάνω σου. Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «φάει πολύ, ὥσπου νὰ χορτάσεις», καὶ σὺ φᾶς πολύ, τότε πάλι σὲ ἐξουσιάζει τὸ δαιμόνιο. Κι ἔτσι, ἂν ὁ λογισμὸς κάθε πάθους σὲ νικᾶ, θὰ καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Ἄν, ὅμως, ἀρχίσεις μὲ τὴν πρέπουσα μετάνοια, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ θ΄ ἀναγκαστοῦν νὰ φύγουν". 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...