Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014

Αρχιμ. Ισίδωρος, Καθηγ. Ι. Μ. Βαρλαάμ: Ο σύγχρονος Μετεωρίτικος Μοναχισμός ως μαρτυρία Χριστού


Εισήγηση στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο
Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000
Ό­ταν οι πρώ­τοι Α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τες α­σκη­τές έ­κτι­ζαν τις τα­πει­νές κα­λύ­βες τους στούς α­πό­κο­σμους βρά­χους η με­τέ­βαλ­λαν τις σκο­τει­νές σπη­λι­ές σε κατανυκτι­κούς να­ΐ­σκους, δεν θα εί­χαν πο­τέ φαν­τα­σθή ό­τι θε­με­λί­ω­ναν μια λαμ­πρή Μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α, που έ­μελ­λε να α­να­δεί­ξη χο­ρεί­α ο­σί­ων, να γί­νη ι­σχυ­ρός προ­μα­χώ­νας της Ορ­θο­δο­ξί­ας και του Ελ­λη­νι­σμού, να δι­α­λα­λη­θή στα πέ­ρα­τα της Οι­κου­μέ­νης και να προ­σελ­κύ­η ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους
θαυμα­στές της α­πό κά­θε γω­νιά της γης. Κι ό­ταν οι ό­σιοι Κτί­το­ρες των Μονών μας οι­κο­δο­μού­σαν με ά­με­τρες θυ­σί­ες τα Πε­ρί­λαμ­πρα Κα­θο­λι­κά και τα ευ­τρέ­πι­ζαν με μο­να­δι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες, ό­ταν δη­μι­ουρ­γού­σαν για τις ανάγ­κες των Α­δελ­φο­τή­των τους τα κα­λαί­σθη­τα κτι­ρια­κά συγ­κρο­τή­μα­τα η πλού­τι­ζαν τις μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θή­κες με α­νε­κτί­μη­τα χει­ρό­γρα­φα, ποι­ός θα μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρή­ση το βά­ρος της κλη­ρο­νο­μιάς που θ' ά­φη­ναν; Μιας κλη­ρο­νο­μιάς που φέ­ρει έ­κτυ­πη τη σφρα­γί­δα της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής αφοσι­ώ­σε­ώς τους στον Θε­ο και των ι­σο­βί­ων μό­χθων τους.

Οι πρώ­τες γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες της ι­στο­ρί­ας των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ανάγονται στον εν­δέ­κα­το η κα­τ' άλ­λους στον δέ­κα­το αι­ώ­να, ε­πο­χή κα­τά την ο­ποί­α συγ­κρο­τεί­ται η Σκή­τη της Δού­πια­νης, με κέν­τρο Λα­τρεί­ας το μικρο Κυ­ρια­κό της, τον να­ο της Πα­να­γί­ας, που σώ­ζε­ται μέ­χρι και σή­με­ρα. Εξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α ο «Πρώ­τος» της Σκή­της Νεί­λος ο Θε­ο­φι­λής, κτί­ζει τον 14ο αι­ώ­να,  πλην της Δού­πια­νης, και άλ­λες τρεις Μο­νές.
Ο 14ος αι­ώ­νας εί­ναι η πε­ρί­ο­δος της πρώ­της με­γά­λης κτι­το­ρι­κής δημιουργίας στην Θη­βα­ΐ­δα των Στα­γών. Ο ό­σιος Α­θα­νά­σιος ο Με­τε­ω­ρίτης ι­δρύ­ει την ε­πο­χή αυ­τή την Μο­νή του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου και θε­με­λιώ­νει με το «Τυ­πι­κό» του, που α­πε­τέ­λε­σε πρό­τυ­πο και για τις υ­πό­λοι­πες Μο­νές, τον κοι­νο­βια­κό τρό­πο ζω­ής. Οι Ό­σιοι Θε­ο­φά­νης και Νε­κτά­ριος οι Α­ψα­ρά­δες, κτί­το­ρες του Βαρ­λα­άμ, εί­ναι οι με­γά­λες α­σκη­τι­κές μορφές, που σφρα­γί­ζουν με την α­γι­ό­τη­τα της ζω­ής τους και με την κτι­το­ρι­κή τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τα την ε­πο­χή της με­γα­λύ­τε­ρης ακ­μής των Με­τε­ώ­ρων, τον 16ο αι­ώ­να, κα­τά την ο­ποί­α οι Μο­νές φθά­νουν τις εί­κο­σι τέσ­σε­ρες, χω­ρίς να υ­πο­λο­γί­ζον­ται στον α­ριθ­μό αυ­τό οι κα­λύ­βες και τα μι­κρά ασκη­τή­ρια. Την άν­θη­ση αυ­τή, που συνε­χί­ζε­ται και τον 17ο αι­ώ­να, α­κολου­θεί η φθί­νου­σα πο­ρεί­α του 18ου και 19ου αι­ώ­νος, ό­ταν οι ε­πι­δρομες των Τούρ­κων κα­τα­κτη­τών, ο χρό­νος και η φύ­ση ε­ρη­μώ­νουν στα­διακα τις πε­ρισ­σό­τε­ρες Μο­νές. Τα δι­α­σω­θέν­τα με­γά­λα Μο­να­στή­ρια, α­κολου­θών­τας α­να­πό­φευ­κτα τις ε­θνι­κές μας πε­ρι­πέ­τει­ες, διέρ­χον­ται, κα­τά την Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή και στα με­τέ­πει­τα εί­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, πε­ρί­ο­δο με­γά­λης δο­κι­μα­σί­ας. Οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, Α­δελ­φό­τη­τες με ε­λά­χιστους Μο­να­χούς, κτί­ρια ε­τοι­μόρ­ρο­πα α­πό την φθο­ρά του χρό­νου και α­πό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς των Γερ­μα­νών, συν­θέ­τουν την με­τα­πο­λε­μι­κή ει­κό­να της άλ­λο­τε ακ­μαί­ας Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας.
Η δά­δα, ό­μως, του α­σκη­τι­κού ι­δε­ώ­δους και μέ­σα σ' αυ­τόν τον δει­νό χειμώνα δεν έ­σβη­σε. Οι λί­γοι η­λι­κι­ω­μέ­νοι Μο­να­χοί δι­α­τη­ρούν με θαυ­μα­στή αυ­τα­πάρ­νη­ση την α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πε­ρι­μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά την ευλογη­μέ­νη ώ­ρα που η Α­γί­α Λι­θό­πο­λη θα πε­ρι­βαλ­λό­ταν την πα­λιά της αίγλη.
Και η ώ­ρα ήλ­θε. Οι πρε­σβεί­ες των ο­σί­ων Κτι­τό­ρων έ­φε­ραν Μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης και Στα­γών τον α­πό Λη­μνου κυ­ρό Δι­ο­νύ­σιο, α­σκη­τι­κό και φιλομόνα­χο ι­ε­ράρ­χη, ο ο­ποί­ος με­ρι­μνά με α­ξι­ο­θαύ­μα­στο ζή­λο να επανδρωθούν οι Μο­νές, για να συν­τε­λε­σθή το θαύ­μα της πνευ­μα­τι­κής και κτι­ρια­κής α­να­γεν­νή­σε­ως. Η εγ­κα­τά­στα­ση, το έ­τος 1961, στην Μο­νή Βαρλαάμ της Συ­νο­δεί­ας του μετέπειτα Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πειραι­ώς κ.κ. Καλ­λι­νί­κου, δι­α­κρι­τι­κού και πο­λυ­δρά­στου Ι­ε­ράρ­χου, με κτιτορι­κό έρ­γο στην Μο­νή, ο­ρο­θε­τεί την α­παρ­χή μιας νέ­ας λαμ­πρής περιόδου στην ι­στο­ρί­α του Α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κού Μο­να­χι­σμού.
Με­λος ε­πί­λε­κτο της Α­δελ­φό­τη­τος αυ­τής και σε­μνό καύ­χη­μα της μετέ­ω­ρης Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας ο ση­με­ρι­νός σε­πτός Προ­κα­θή­με­νος της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας κ.κ. Χρι­στό­δου­λος, ο ο­ποί­ος λαμ­πρύ­νει και ευ­λο­γεί με την παρουσί­α του και το Μο­να­στι­κό τού­το Συ­νέ­δριο. Με τον πλού­το των θεοσδό­των χα­ρι­σμά­των του και την ευ­παρ­ρη­σί­α­στη τόλ­μη της α­ρετής του,δί­δει, στούς τω­ρι­νούς κρί­σι­μους για την  Εκ­κλη­σί­α και το  Έ­θνος μας και­ρούς, πο­λυ­μέ­τω­πους σκλη­ρούς α­γώ­νες υ­πέρ των ι­ε­ρών και των ο­σί­ων μας.
Δυ­ο α­κό­μη ε­κλε­κτοί βλα­στοί της Μο­νής Βαρ­λα­άμ α­πό την ί­δια Συ­νοδεί­α, ο μα­χη­τι­κός Μη­τρο­πο­λί­της Κα­λα­βρύ­των και Αι­γι­α­λεί­ας κ.κ. Αμβρό­σιος και ο μει­λί­χιος Ά­γιος Κι­τρους και Κα­τε­ρί­νης κ.κ. Α­γα­θό­νι­κος, μαρ­τυ­ρούν την αδιάκο­πη ευ­ερ­γε­τι­κή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων σε ό­λους τούς το­μείς του εκ­κλη­σι­α­στι­κού και ε­θνι­κού μας βί­ου, πα­ρου­σί­α που δεν λεί­πει ού­τε στις πιο δύ­σκο­λες στιγ­μές της ι­στο­ρί­ας τους.
Με τα ορ­γα­νω­μέ­να σή­με­ρα Μο­να­χι­κά Κοι­νό­βια α­να­βι­ώ­νει και γνωρί­ζει μια νέ­α άν­θη­ση πά­νω στούς ι­ε­ρούς βρά­χους η ι­σάγ­γε­λη πο­λι­τεί­α. Πι­στοί στις υπο­θή­κες των ο­σί­ων Πα­τέ­ρων τους οι ση­με­ρι­νοί Α­γι­ο­με­τεω­ρί­τες Μο­να­χοί και προ­ση­λω­μέ­νοι στην μα­κραί­ω­νη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δοση, δί­δουν πολυτρόπως την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού. Ο ά­πει­ρος σε­βα­σμός και η α­γά­πη τους προς την α­τί­μη­τη πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά των κα­τά πνεύ­μα προ­γό­νων τους, η α­φο­σί­ω­ση στην υ­ψη­λή α­πο­στο­λή τους, η φιλοκαλί­α και ο ζή­λος τους α­περ­γά­ζον­ται το ση­με­ρι­νό α­να­στηλω­τι­κό θαύμα που με­τα­μορ­φώ­νει την κτι­ρια­κή ει­κό­να των Μο­νών. Με ι­ε­ρό δέ­ος και ευ­λά­βεια για τα έρ­γα των χει­ρών των κτι­τό­ρων, με σε­βασμο στην παράδο­ση και στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με προ­σω­πι­κούς κόπους και θυ­σί­ες, ε­πί σα­ράν­τα ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, συν­τη­ρούν, α­να­και­νίζουν και αναστηλώνουν, σώ­ζον­τας έ­τσι α­πό τον α­φα­νι­σμό τα πα­λαι­ά κτί­σμα­τα και δί­νον­τας για αι­ώ­νες ζω­η στα α­πα­ρά­μιλ­λα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α.
Ε­κεί­νο, ό­μως, που βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς ώ­μους μας εί­ναι η ευ­θύ­νη για την πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά μας, την σώ­ζου­σα και α­γι­ά­ζου­σα Παράδοση του Ορ­θο­δό­ξου Α­να­το­λι­κού Μο­να­χι­σμού, που φθά­νει σ' εμας δια των ο­σί­ων Με­τε­ω­ρι­τών Πα­τέ­ρων. Αυ­τήν κυ­ρί­ως την κλη­ρο­νομια αγωνι­ζό­μα­στε να δι­α­φυ­λά­ξου­με και να με­τα­δώ­σου­με α­νό­θευ­τη στις επόμενες γε­νι­ές. Εί­ναι το βά­ρος των α­ρε­τών του ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου του Μετεωρίτου, ε­νός εκ των με­γά­λων νη­πτι­κών πα­τέ­ρων της ε­πο­χής του· εί­ναι η α­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τή ό­λων των κτι­τό­ρων μας, εί­ναι ο φι­λό­θε­ος ζή­λος, η φιλάδελ­φη δι­ά­θε­ση προ­σφο­ράς και η μέ­χρις αυ­το­θυ­σί­ας φι­λο­πα­τρί­α ό­λων των α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­τών πα­τέ­ρων, που α­νέ­δει­ξαν την θε­ό­κτι­στη Λι­θό­πο­λή μας σε θε­μα­το­φύ­λα­κα των θρη­σκευ­τι­κών και ε­θνι­κών μας α­ξι­ών.
Οι βρά­χοι των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, που εί­δαν στα πρό­σω­πα των ο­σίων μας το κάλ­λος και την ευ­πρέ­πεια της ει­κό­νος του Θε­ού, εί­ναι για τούς σημερινούς ε­νοί­κους τους το Θα­βώρ της προ­σω­πι­κής τους μεταμορφώσεως. Με την α­πο­τα­γή του κό­σμου, που, ως εκ­ζή­τη­ση του Θε­ού και θυ­σί­α των τερ­πνών της ζω­ής, α­πο­τε­λεί μια τρα­νή μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, εισέρ­χε­ται ο Με­τε­ω­ρί­της Μο­να­χός στο στά­διο των α­σκη­τι­κών αγωνισμάτων, ό­που νυ­χθη­με­ρόν «πυ­κτεύ­ει, υ­πο­πιά­ζει και δου­λα­γω­γεί» εαυτον, για να φθά­ση στην ε­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα και να δε­χθή την έλλαμψη του α­κτί­στου φω­τός της Τρι­α­δι­κής Θε­ό­τη­τος. Α­κο­λου­θών­τας στα ί­χνη των πα­τέ­ρων του, ε­λεύ­θε­ρος α­πό τα δε­σμά της υ­λι­κής προ­σπα­θεί­ας, πορεύ­ε­ται την ο­δό του μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως, α­πεκ­δύ­ε­ται το δι­κό του θέ­λη­μα, α­γνεύ­ει για την α­γά­πη του Χρι­στού και βρί­σκει μέ­σα στούς κόπους του την α­νά­παυ­ση της ει­ρή­νης του Θε­ού. Κα­τω α­πό το στορ­γι­κό βλέμ­μα των Α­γί­ων μας και μέ­σα στούς ί­διους χώ­ρους,  στούς ο­ποί­ους ε­κεί­νοι κέρδισαν τον ου­ρα­νό, δί­δει α­δι­ά­κο­πα την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού και συ­νε­χί­ζει την μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση, α­σκού­με­νος στις α­ρε­τές της παρθε­νί­ας, της ακτημο­σύ­νης και της υ­πα­κο­ής, στη νη­στεί­α, στην α­γρυ­πνί­α, στην αδιάλειπτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Στούς να­ούς, που ά­γι­ες χεί­ρες οι­κοδό­μη­σαν και γε­νι­ές α­τέ­λει­ω­τες Μο­να­χών λά­τρευ­σαν τον Κυ­ριο, προσφέ­ρει με τούς ίδιους ύ­μνους τη δι­κή του λα­τρεί­α· στα κελ­λιά, που πο­τίσθη­καν α­πό άφθονους α­σκη­τι­κούς ι­δρώ­τες, εκ­ζη­τεί, με γο­νυ­κλι­σί­ες και κομ­βο­σχοί­νια, με πε­ρι­συλ­λο­γή και δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας, το έ­λε­ος του Θεού.
Στο Πο­τή­ριο της Ζω­ής, που δεν έ­παυ­σε να προ­σφέ­ρε­ται α­δι­ά­κο­πα μέ­σα στούς αι­ώ­νες, στο πε­τρα­χή­λι του Πνευ­μα­τι­κού, στην ι­ε­ρή υ­μνω­δί­α που δεν σί­γη­σε πο­τέ και στα νά­μα­τα της α­είρ­ρο­ης πα­τε­ρι­κής δι­δα­σκαλί­ας, διασώζεται και με­τα­φέ­ρε­ται α­πό γε­νιά σε γε­νιά γνή­σια η ορ­θοδο­ξη ασκητική πνευ­μα­τι­κό­τη­τα στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, την ο­ποί­α η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να, ό­πως δι­α­μορ­φώ­νε­ται α­πό τα ση­με­ρι­νά δε­δομέ­να, κά­νει α­θέ­α­τη σ' έ­να ε­πι­πό­λαι­ο βλέμ­μα και σε μια α­βα­σά­νι­στη κρί­ση.
Με ρε­α­λι­σμό, με συγ­κα­τά­βα­ση στις α­παι­τή­σεις των και­ρών και με υψη­λό αίσθη­μα ευ­θύ­νης αν­τι­με­τω­πί­ζει η Μο­να­στι­κή μας Πο­λι­τεί­α την συγχρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το μο­να­δι­κό φυ­σι­κό κάλ­λος της ό­λης α­γι­ο­με­τεω­ρι­κής περι­ο­χής, η ι­στο­ρί­α, τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α και οι κει­μη­λια­κοί μας θησαυ­ροί προ­σελ­κύ­ουν πλή­θη ε­πι­σκε­πτών α­πό ό­λο τον κό­σμο, η δε πνευμα­τι­κή α­κτι­νο­βο­λί­α, τα ά­για λεί­ψα­να και η χά­ρη των θαυ­μα­τουρ­γών α­γί­ων κα­θι­στούν τα Με­τέ­ω­ρα έ­να παγ­κό­σμιο ορ­θό­δο­ξο προ­σκύ­νη­μα. Η νέ­α αυ­τή δι­ά­στα­ση ε­πι­φορ­τί­ζει τούς ση­με­ρι­νούς Με­τε­ω­ρί­τες με μια ε­πί πλέ­ον ευ­θύ­νη. Την ευ­θύ­νη της ι­ε­ρα­πο­στο­λής μέ­σα στα Μο­να­στή­ρια τους, που γίνον­ται άμ­βω­νες και στέλ­λουν το μή­νυ­μα του Ευ­αγ­γε­λί­ου στα πέρα­τα της Οι­κου­μέ­νης. Η πα­ρου­σί­α και μό­νο του μο­να­χού εί­ναι έ­να ζωντα­νό κή­ρυγ­μα ό­χι μό­νο για τον προ­σκυ­νη­τή, αλ­λά και για τον αλ­λό­πι­στο η τον αλ­λό­δο­ξο ε­πι­σκέ­πτη. Ζώ­σα ει­κό­να και μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ε­νερ­γεί σε πολ­λές ψυ­χές την κα­λή αλ­λοί­ω­ση, με τη χά­ρη του Θε­ού που α­κτι­νο-βο­λεί στο πρό­σω­πο, στο λό­γο και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
Δεν αμ­φι­σβη­τού­με την α­ξί­α της η­συ­χί­ας, ως ση­μαν­τι­κού πα­ρά­γον­τος πνευμα­τι­κής ζω­ής. Και στα Με­τέ­ω­ρα --ό­σο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο-- μπορού­με να την δι­α­σφα­λί­σου­με κα­τά έ­να με­γά­λο μέ­ρος. Η αυ­στη­ρή τήρηση του ω­ρα­ρί­ου ε­πι­σκε­πτών, το ο­ποί­ο δεν υ­περ­βαί­νει το έ­να τέ­ταρ­το του ει­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου, μας ε­ξα­σφα­λί­ζει πολ­λές και τις κα­λύ­τε­ρες ώ­ρες για την λα­τρεί­α και την α­το­μι­κή μας προ­σευ­χή. Η δυ­να­τό­τη­τα ε­ναλ­λα­γής των δι­α­κο­νη­τών στα με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νό­βια και η ε­ναλ­λα­κτι­κή λύ­ση του λα­ϊ­κού προ­σω­πι­κού στα ο­λι­γά­ριθ­μα, κα­θώς ε­πί­σης και το κλεί­σι­μο των Μο­νών μί­α η και δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα μας πα­ρέ­χουν υ­πρρ­δι­πλά­σιες η­μέ­ρες ησυχίας. Κι αυ­τό μό­νο για τούς θε­ρι­νούς μή­νες, δι­ό­τι η χειμε­ρι­νή πε­ρί­ο­δος εί­ναι κα­τά κα­νό­να η­συ­χα­στι­κή. Έ­χου­με δε και το πλε­ονέ­κτη­μα της μη διανυκτε­ρεύ­σε­ως ε­πι­σκε­πτών στις Μο­νές, λό­γω στε­νό­τη­τος χώ­ρου και λόγω των κον­τι­νών α­πο­στά­σε­ων της Κα­λαμ­πά­κας και του Κα­στρα­κί­ου, όπου υ­πάρ­χει πλη­θώ­ρα ξε­νο­δο­χεί­ων.
Η αί­σθη­ση του χρέ­ους προς την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των πα­τέ­ρων μας μας επιβάλ­λει την θυ­σί­α, εν μέ­ρει, της πο­θη­τής για κά­θε μο­να­χό η­συ­χί­ας και μας ε­πι­βα­ρύ­νει με πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­πο. Ο χώ­ρος αυ­τός, ο κα­θι­ε­ρω­μέ­νος ε­πί μί­α και πλέ­ον χι­λι­ε­τί­α στη λα­τρεί­α του Θε­ού, τέ­τοι­ος πρέ­πει να παρα­μεί­νη μέ­χρι της συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος. Και η μό­νη εγ­γύ­η­ση για την δι­α­φύ­λα­ξη του ασκη­τι­κού και λα­τρευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρος του εί­ναι η μο­ναχι­κή πα­ρου­σί­α.
Η α­να­γνώ­ρι­ση α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος της ι­ε­ρό­τη­τος της ό­λης αγιομε­τε­ω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής και η νο­μο­θε­τι­κή κα­το­χύ­ρω­σή της, το έ­τος 1995, α­πό την Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεί­α την πε­ρι­φρου­ρεί α­πό τούς έ­ξω­θεν προερχομένους κιν­δύ­νους και α­πο­τε­λεί, ως εκ τού­του, μέ­γα ευ­ερ­γέ­τη­μα, για το ο­ποί­ο εί­με­θα πάν­το­τε ευ­γνώ­μο­νες. Αλ­λά ο σω­τή­ριος αυ­τός νό­μος, ό­πως και η προ­στα­σί­α της U­N­E­S­CO, η ο­ποί­α συμ­πε­ρι­έ­λα­βε τα Με­τέ­ω­ρα στα διατη­ρη­τέ­α μνη­μεί­α της Αν­θρω­πό­τη­τος, και κά­θε άλ­λο προ­στα­τευ­τι­κό μέτρο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μό­νο με την πα­ρου­σί­α των Μο­να­χών μπορει να τε­λε­σφο­ρή­ση.
Αν και η ευ­λο­γη­μέ­νη Μο­να­στι­κή μας πο­λι­τεί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για αναχωρη­τι­σμό και τε­λεί­α η­συ­χί­α, δεν υ­στε­ρεί δι­ό­λου σε προ­ϋ­πο­θέ­σεις πνευμα­τι­κής τε­λει­ώ­σε­ως. Δεν εμ­πο­δί­ζει κα­νείς τον ση­με­ρι­νό Με­τε­ω­ρί­τη Μονα­χό να ο­μο­λο­γή α­δι­ά­κο­πα Χρι­στόν στο στά­διο της μαρ­τυ­ρι­κής υπακοής και να φθά­ση στην έ­νω­ση με τον Θε­ο, κα­ταρ­ρί­πτον­τας, «το μεσότοι­χον του ι­δί­ου θε­λή­μα­τος». Κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Σι­να­ΐ­τη, ο μο­να­χός που α­σκεί την υ­πα­κο­ή, «πάν­τα τα πά­θη υ­φ' εν πε­ρι­έ­κο­ψε· και δια της υ­πα­κο­ής και την η­συ­χί­αν κα­τώρ­θω­σε, τον Χρι­στόν ευ­ρών». Ασφαλέστερη και δο­κι­μώ­τε­ρη θε­ω­ρεί ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης της Κλί­μα­κος την αρετή που α­πο­κτά­ται δια της υ­πα­κο­ής, α­πό αυ­τήν, η ο­ποί­α καλ­λι­ερ­γεί­ται στην η­συ­χί­α. «Η μεν εξ η­συ­χί­ας κα­τορ­θου­μέ­νη του σώ­μα­τος α­πά­θεια, κόσμω πολ­λά­κις πλη­σι­ά­ζου­σα, ουκ α­σά­λευ­τος έ­μει­νεν· η δε εξ υ­πα­κο­ής προσγι­νο­μέ­νη, παν­τα­χού δό­κι­μος και α­κρά­δαν­τος».
Η υ­πα­κο­ή εί­ναι για τον Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό α­σπί­δα προ­στα­σί­ας στην καθημε­ρι­νή του δι­α­κο­νί­α, η ζων­τα­νή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων ε­νί­σχυ­ση στούς πει­ρα­σμούς, και η μνή­μη του Θε­ού με την α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προσευ­χή, την ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­α­τη­ρή και μέ­σα στο θό­ρυ­βο των ε­πι­σκεπτών, το εντρύφη­μα και η α­γαλ­λί­α­ση της ψυ­χής του. 
Η έν­το­νη λα­τρευ­τι­κή ζω­η με την α­νελ­λι­πή τέ­λε­ση των δι­α­τε­ταγ­μέ­νων Ακολου­θι­ών και την συ­χνή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, οι α­γρυ­πνί­ες, η κα­τά μό­νας προ­σευ­χή, η με­λέ­τη, η συμ­με­το­χή στα Μυ­στή­ρια, η ε­ξα­γό­ρευ­ση των λογισμών, η νη­στεί­α και κά­θε μέ­σο που προ­σφέ­ρει η Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α προς α­για­σμόν, με την προ­σω­πι­κή συμ­βο­λή της τη­ρή­σε­ως του νου και του ε­σω­τε­ρι­κού α­γώ­νος, εί­ναι και για μας πο­ρι­σμός Θεί­ας Χα­ρι­τος. Μέσα σ' αυτήν την α­τμό­σφαι­ρα της προ­σευ­χής και μέ­σα στην χά­ρη του Θεού, ό­λες οι δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, α­κό­μη και οι υ­λι­κές, προσ­λαμ­βά­νουν για τον Με­τε­ω­ρί­τη, ό­πως και για κά­θε Μο­να­χό, πνευ­μα­τι­κές δι­α­στά­σεις. Έ­τσι, η δι­α­κο­νί­α των επι­σκε­πτών, κα­τά την ο­ποί­α «Χρι­στός κα­ταγ­γέ­λεται»­, δια της ξε­να­γή­σε­ως και της ό­λης πα­ρου­σί­ας του Μο­να­χού, κα­θώς και το πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των Μο­νών μας δεν α­πο­τε­λεί πα­ρέκ­κλι­ση α­πό τον βα­σι­κό σκο­πό της α­πο­τα­γής του κό­σμου, αλ­λά μια άλ­λη έκ­φρα­ση α­γά­πης προς τον Θε­ο και τον συνάνθρω­πο, έ­να ε­πί πλέ­ον μέ­σον α­γιασμου και συ­νε­πώς μια α­κό­μη μαρτυρί­α Χρι­στού.
Χρι­στός ο­μο­λο­γεί­ται και Χρι­στός μορ­φώ­νε­ται στις ψυ­χές τό­σων και τό­σων πι­στών που έρ­χον­ται να α­πο­θέ­σουν στο πε­τρα­χή­λι των ση­με­ρινων Μετεωρι­τών πνευ­μα­τι­κών πα­τέ­ρων το βά­ρος των α­μαρ­τι­ών τους. Χρι­στός με­τα­δί­δε­ται στο πλή­θος των φι­λα­κο­λού­θων που προ­σέρ­χον­ται στις Αγρυπνί­ες και στις Θεί­ες Λει­τουρ­γί­ες και γί­νον­ται τα Μο­να­στή­ρια μας κέντρα και πρό­τυ­πα εκ­κλη­σι­α­στι­κής ζω­ής.
Μια ση­μαν­τι­κή, ε­πί­σης, προ­σφο­ρά των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων στην Εκκλη­σί­α είναι η εκ­παί­δευ­ση νέ­ων ι­ε­ρέ­ων στις αν­δρώ­ες Μο­νές, ό­που, εκτός α­πό την εκ­μά­θη­ση της λει­τουρ­γι­κής πρά­ξε­ως και τά­ξε­ως, με­τα­δί­δεται στούς ι­ε­ρείς η ευ­λά­βεια και ο ζή­λος της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής.
Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού εί­ναι και το πο­λυ­σχι­δές κοι­νω­νι­κό και φι­λαν­θρωπι­κό έργο των Μο­νών που ε­κτεί­νε­ται και πέ­ραν των ο­ρί­ων της Ελ­λη­νικης Επικρα­τεί­ας. Η α­νέ­γερ­ση να­ών στην Κα­λαμ­πά­κα και στην Αλ­βα­νί­α, η ανοικο­δό­μη­ση πνευ­μα­τι­κού κέν­τρου στην Κα­λαμ­πά­κα, η πα­ρο­χή οικονομικής βο­η­θεί­ας στην Σερ­βί­α και στις άλ­λες εμ­πε­ρί­στα­τες Χώ­ρες των Βαλ­κα­νί­ων, η α­φα­νής πο­λύ­πλευ­ρη, κα­θη­με­ρι­νή, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, φι­λαν­θρω­πι­κή προ­σφο­ρά, κα­θώς και η ε­νί­σχυ­ση του έρ­γου της Ε­ξω­τε­ρι­κής Ι­ε­ρα­πο­στο­λής εί­ναι πε­ρίσ­σευ­μα α­γά­πης και καρ­πός συ­νε­χών α­σκη­τι­κών κό­πων.
Προ­σή­λω­ση στην ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, νή­φου­σα εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση και ο­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα μαρ­τυ­ρεί και η ε­νερ­γός συμ­με­το­χή των Μο­νών μας στούς α­γώ­νες της Εκ­κλη­σί­ας για την προ­ά­σπι­ση των δι­καί­ων της και για την δι­α­φύ­λα­ξη της α­κε­ραι­ό­τη­τος της Πι­στε­ως. Οι θεσεις μας στο πρόβλη­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής πε­ρι­ου­σί­ας, της Συμ­φω­νί­ας Σεν­γκεν, του ηλεκτρο­νι­κού φα­κελ­λώ­μα­τος, της δι­α­γρα­φής του θρη­σκεύμα­τος α­πό τα δελ­τί­α ταυ­τό­τη­τος και σε ό­λα τα φλέ­γον­τα σύγ­χρο­να ζητή­μα­τα, θέ­σεις, οι ο­ποί­ες εκ­φρά­σθη­καν με ψη­φί­σμα­τα, με έκ­δο­ση φυλλα­δί­ων και βι­βλί­ων και με κά­θε άλ­λο πρό­σφο­ρο μέ­σο, θε­με­λι­ω­μέ­νες στον α­ναλ­λοί­ω­το α­γι­ο­γρα­φι­κό και α­γι­ο­πα­τε­ρι­κό λό­γο, α­πη­χούν πι­στά την γνώ­μη της Εκ­κλη­σί­ας μας.
Η πα­ρά­δο­ση συ­νε­χί­ζε­ται στα Με­τέ­ω­ρα και με την ε­πί­δο­ση των Μονα­χών στις εκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες. Με ι­δι­αί­τε­ρη ε­πι­μέ­λεια καλ­λι­ερ­γεί­ται η προσιδιάζου­σα στην μο­να­χι­κή ι­δι­ό­τη­τα τέ­χνη της α­γι­ο­γρα­φί­ας και η Βυζαντι­νή Μου­σι­κή, η ο­ποί­α α­νυ­ψώ­νει το ε­πί­πε­δο της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής. Η πα­ρα­σκευ­ή θυ­μι­ά­μα­τος και α­γνού κε­ριού, α­πα­ραι­τή­των για τις λει­τουργι­κές α­νάγ­κες, δεν λεί­πει α­πό τις ε­να­σχο­λή­σεις τους, δια δε της συγγρα­φι­κής δραστη­ρι­ό­τη­τος ε­πι­τε­λεί­ται έρ­γο ευ­αγ­γε­λι­σμού ψυ­χών και προ­α­γω­γής του γλωσ­σι­κού και πνευ­μα­τι­κού ε­πι­πέ­δου.
Το πο­λύ­μο­χθο και πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ών στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα, με ι­δι­αί­τε­ρη μέ­ρι­μνα, ε­κτός α­πό τις α­να­στη­λώ­σεις, στην ι­στό­ρη­ση να­ών και στην συν­τή­ρη­ση των χει­ρο­γρά­φων, δι­έ­σω­σε και α­νέδει­ξε τούς ατί­μη­τους θη­σαυ­ρούς της κλη­ρο­νο­μιάς μας και εί­ναι μια μαρτυ­ρί­α Χρι­στού ό­χι μό­νο για τούς πρω­τερ­γά­τες Μο­να­χούς, αλ­λά και για ό­σους ήλ­θαν αρωγοί στούς κό­πους μας. Εκ­φρά­ζου­με και α­πό τη θέ­ση αυ­τή θερ­μές ευχαρι­στί­ες προς τα πρό­σω­πα που στη­ρί­ζουν τις προ­σπάθει­ές μας και κα­τά πρώ­τον λό­γον στον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη μας Στα­γών και Μετεώρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ για την ποι­μαν­τι­κή μέ­ρι­μνα, την συμ­πα­ρά­στα­ση και την δι­α­κρι­τι­κή του α­γά­πη. Πι­στεύ­ου­με ό­τι η άρ­ση του προ­σω­πο­πα­γούς χα­ρα­κτή­ρος της Μη­τρο­πό­λε­ώς μας θα εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κή για τα Ά­για Μετέωρα και την ό­λη πε­ρι­ο­χή. Στο τε­ρά­στιο α­να­στη­λω­τι­κό έρ­γο συμ­βάλ­λει ου­σι­α­στι­κά το εν­δι­α­φέ­ρον, η δι­ά­κρι­ση και η α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α του Προϊστα­μέ­νου της 7ης Ε­φο­ρεί­ας Βυ­ζαν­τι­νών Αρ­χαι­ο­τή­των κ. Λα­ζά­ρου Δεριζι­ώ­τη, δια δε της κα­τα­γρα­φής και με­λέ­της των χει­ρο­γρά­φων, κατεγράφη ευ­γνω­μό­νως το ό­νο­μα του α­ει­μνή­στου Νι­κο­λά­ου Βε­η και του δι­α­δό­χου του Ελ­λο­γι­μω­τά­του Κα­θη­γη­τού του Ι­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου κ. Δημη­τρί­ου Σο­φια­νού στην ι­στο­ρί­α της Α­γί­ας Λι­θο­πό­λε­ως.  
Ε­πι­κλεί­ον­τας, πα­ρα­κα­λώ, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, εύ­χε­σθε η ζω­η­φό­ρος ορ­θοδο­ξη ασκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση να μα­κραί­νη την χο­ρεί­α των Με­τε­ω­ρι­τών Α­γίων και η ου­ρα­νο­γεί­των α­γι­ό­τε­κνη Λι­θό­πο­λή μας να πα­ρα­μέ­νη «ου­ρα­νού αν­τί­τυ­πον», που θα «δι­η­γεί­ται δό­ξαν Θε­ού» «εις πά­σαν την γην». 
Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000- Μετεωρίτικοι Αντίλαλοι
πηγή  το είδαμε εδώ

Γέροντας Παΐσιος: Μερικές συμβουλές για την σχέση μας με τον πνευματικό μας



Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν θέλη να βοηθήση κάποιον, προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό και όχι να τον δέση με τον εαυτό του.

Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον συνδέση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά.


Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πώς να ευχαριστήση αυτόν που προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργειά του θα στενοχωρήση ή θα χαροποιήση εκείνον, και δεν κοιτάζη πως ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργειά του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, αλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεϊκή βοήθεια.

Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το οποίο κάνει, αλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία. Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: «Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;». Ε, αυτή δεν βοηθιέται. Ενώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά· και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαριστήση.

- Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;

- Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού.

Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημά του και έχει στο λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή.Και αν του πη μετά ο πνευματικός «γιατί ενήργησες έτσι;», του λέει: «Έτσι δεν μου είπες να κάνω;»

Αλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν. Θα σας πω μια περίπτωση, για να καταλάβετε. 

Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε από το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ό,τι του πη ο πνευματικός του.

Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ εμένα.

Εγώ είχα εκείνη την ημέρα την Εξαρχία του Πατριαρχείου, δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα: «Να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός σου». Αυτός δεν έφευγε – και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που ευκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε: «Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτή την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου». «Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;». «Μου είπε: ‘’Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα’’». Καταλάβατε; Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, «αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα», όχι να την σκοτώση! Από τότε δεν λέω σε κανέναν: «να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός», αλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός…

- Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια από τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;

- Εμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση – αυτό επιβάλλεται – και άλλο είναι να επιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: «Αυτό το φάρμακο να μου δώσης». Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό· δεν θα του υποδείξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: «Θέλω μπακλαβά ή θέλω κανταϊφι». Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.

 ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

Προσευχὴ καὶ Ἀναπνοή


«Ἡ προσευχή μου, εἶναι ἡ ἀναπνοή μου».

Μή βιάζεστε. Δέν εἶναι λόγια μοναχοῦ. Εἶναι λόγια οἰκο­γενει­άρχη, πατέρα πέντε παιδιῶν.

Ἄς τόν ἀκούσομε:
* * *
Οἱ ὑποχρεώσεις μου εἶναι πολλές. Χρόνος δέν μοῦ μένει. Φροντίζω ὅμως, νά «παρακολουθεῖ» ἡ προσευχή μου, τά ποικίλα γεγονότα τῆς καθημερινότητας. Ἔτσι ποτέ δέν εἶναι στερεότυπη, ρουτίνα. Ἄλλοτε ἀναβλύζει σάν ὁρμητικός χείμαρρος καί ἄλλοτε σάν ἥσυχο ρυάκι. Γιά νά «δουλέψει» ἡ προσευχή, εἶναι ἀπαραίτητο νά σιωπήσει κάποιος «κινηματο­γράφος», πού βρίσκεται μέσα μας. Οἱ δελεαστικές εἰκόνες του καί οἱ ἦχοι του μᾶς πνίγουν. Δέν μᾶς ἀφήνουν νά εἴμαστε διαθέσιμοι στό Θεό καί στόν ἀδελφό μας.
 ***
Οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας πού βασίζονται στήν Ἁγ. Γραφή μέ συναρπάζουν. Τί ὑπέροχο νά ξεκινᾶς τήν ἡμέρα σου μέ τούς Ψαλμούς! «Κύριε, ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου. Σέ ἀναζητῶ ἀπό τά χαράματα. Γιά σένα διψᾶ ἡ ψυχή μου, στήν «ἔρημη καί ἄνυδρη» αὐτή γῆ πού ζῶ» (Ψαλμ. 62,1). «Κύριε, ἐσύ θά ἀνοίξεις τά χείλη μου, γιά νά σέ ὑμνήσω» (Ψαλμ. 50,17). Μοῦ ἀρέσει νά προσεύχομαι μέ τούς Ψαλμούς. Μέ αὐτούς «πληροφορῶ» τόν Πατέρα μου: γιά τόν πόνο μου· γιά τά... παράπονά μου· γιά τίς ἀμφιβολίες μου. Τόν ἱκετεύω νά τρέξει νά μέ βοηθήσει. Τόν δοξολογῶ. Στούς Ψαλμούς βρίσκεις ὅτι συνιστᾶ τή ζωή μας.
 ***
Θέλεις καί καμμιά ἄλλη προσευχή; Πᾶρε, ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τήν προσευχή τοῦ Τελώνη: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λέγε τήν κάθε λέξη μέ πολλή προσοχή. Καί θά δεῖς, πῶς «γεμίζει» ἡ καρδιά σου μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά προσαρμόσεις τήν προσευχή σου στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζεις; Μή διστάζεις. Λέγε τήν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς: «Ἰησοῦ, σπλαγχνίσου με» (Λουκ. 18,38)· ἤ «Κύριε, θέλω νά βρῶ τό φῶς μου» (Λουκ. 18,41). Μπορεῖς ἀκόμα νά προφέρεις μέ πόθο τό σωτήριο Ὄνομα: Κύριε! Ἰησοῦ! Ἄλλες πάλι φορές δέν χρειάζεται νά λέμε τίποτε! Γιατί τότε βλέπομε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Κύριο δίπλα μας. Καί Τόν ἀκοῦμε νοερά. Προσευχή δέν εἶναι καί αὐτό;

Ἡ προσευχή μᾶς ἁγιάζει. Ἀδειάζει σιγά-σιγά τήν καρδιά μας, ἀπό ὅλη ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή «σαβούρα», πού εἶναι ἐκεῖ μέσα στοιβαγμένη. Ἀνοίγει τά σφαλισμένα ἀπό τήν ἀδιαφορία μας παράθυρα τῆς καρδιᾶς μας· καί τήν γεμίζει μέ Φῶς Χριστοῦ.
***
Μιά ἀκόμα προσευχή, ἡ «κατ’ ἐξοχήν» προσευχή, εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Σ’ αὐτήν, οἱ καρποί τοῦ κόπου μας, τό ψωμί καί τό κρασί, μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί μᾶς ἁγιάζουν. Μᾶς δυναμώνουν τήν πίστη. Στή Λειτουργία συμμετέχομε στό Πάσχα. Περνᾶμε ἀπό τό θάνατο στήν ζωή· ἀπό τήν ἁμαρτία στήν δική μας Ἀνάσταση. Καί κάτι ἄλλο: Παρουσιάζομε στό Χριστό τήν ζωή μας. Τήν προσωπική καί τήν οἰκογενειακή. Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα τά γεγονότα τῆς ἑβδομάδος. Ὁμολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀδελφούς τό κοινό «Πιστεύω». Μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ τήν πίστη του «ἰδιωτικά», μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία; Κυριακή σημαίνει: ραντεβοῦ μέ τόν Θεό, πού μᾶς ἀνοίγει τό μέλλον! Τί εἶναι γιά μένα ἡ Λειτουργία; Ἐπιθυμία καί χαρά!
***
Ὅταν κάνω κάτι, δίνω ὅλο τόν ἑαυτό μου. Ναί. Μέ τήν ἐργασία μου διαμορφώνω ἕνα περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο οἱ ἀδελφοί μου θά πρέπει νά ἔχονται πιό κοντά στόν Θεό. Καί αὐτό μέ κάνει νά τρέμω. Ὅμως δέν σταματάω. Δανείζω τά χέρια μου στόν Χριστό. Γιατί ξέρω, ὅτι Αὐτός κάνει τό ἔργο Του στόν κόσμο μας, μέ τά δικά μας χέρια.

Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἁβραάμ -Γκότσης Χρῆστος


 

Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τάς ρητάς μαρτυρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχομεν καί ὑπαινιγμούς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.

῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίον τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυός Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τήν σκηνήν του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι εἰς αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑπεδέχθη μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπην, παρ᾿ ὅλον πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. ᾿Ακολούθως τούς παρέθεσε πλουσίαν τράπεζαν. Κατά τήν συζήτησιν οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀπέκτα παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινεν.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.

Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).

῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.

Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).

῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.



῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.



Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἰδεῖ τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.



῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.

᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.

᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).

Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.

Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.

῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Αγίων Μαρίας και Μάρθας, των αδελφών του Λαζάρου


Οι δύο αυτές άγιες γυναίκες, αδελφές του Λαζάρου, φίλου του Χριστού, διέμεναν στην Βηθανία, ένα χωριό κοντά στα Ιεροσόλυμά. Μία ημέρα, ο Ιησούς φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους. Η Μάρθα, η μεγαλύτερη, αναλώθηκε φροντίζοντας να περιποιηθεί τον Κύριο. Βλέποντας την αδελφή της, την Μαρία, να κάθεται σιωπηλή στα πόδια του Χριστού ακούγοντας τα θεία λόγια, είπε αγανακτισμένη: Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπεν διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται. Ο Κύριος όμως της αποκρίθηκε: Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστιν χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ αυτής (Λουκ. 10, 38-42).

Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Λίγο αργότερα, πριν το Πάθος, ο Λάζαρος αρρώστησε και πέθανε. Οι δύο αδελφές έστειλαν να ειδοποιήσουν τον Ιησού, ο οποίος έφθασε στην Βηθανία την τέταρτη ημέρα μετά τον θάνατο. Η Μάρθα έτρεξε αμέσως να τον συναντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι όπου είχαν έλθει πολλοί φίλοι και συγγενείς για να τις παρηγορήσουν. Ο Κύριος την διαβεβαίωσε ότι ο αδελφός της επρόκειτο να αναστηθεί και η Μάρθα του εξέφρασε την πίστη της ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Κατόπιν πήγε να φωνάξει την αδελφή της και όλοι μαζί μετέβησαν στον τάφο του Λαζάρου. Με το πρόσταγμα του Ιησού ο νεκρός εξήλθε με τα χέρια και τα πόδια δεμένα με πάνινες λωρίδες και το πρόσωπο περιτυλιγμένο στο σουδάριο (Ιω. 11).
Έξι ημέρες πριν το Πάσχα, ετοίμασαν δείπνο προς τιμήν του Ιησού στην Βηθανία, παρουσία του Λαζάρου. Η Μάρθα ως συνήθως φρόντιζε να τους περιποιείται, ενώ η Μαρία παίρνοντας μία φιάλη ακριβό άρωμα, άλειψε τους πόδες του Κυρίου και τους σκούπισε με τα μαλλιά της. Ο φιλάργυρος Ιούδας διαμαρτυρήθηκε για την σπατάλη αυτή, αλλά ο Κύ­ριος είπε ότι το άρωμα εκείνο η Μαρία το φύλασσε για την ημέρα του ενταφιασμού Του (Ιω. 12).
Μετά την Ανάληψη, η Μάρθα και η Μαρία συνόδευσαν τον Λάζαρο για να διαδώσουν στα πέρατα το μήνυμα της Αναστάσεως.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούνιος, εκδ. Ίνδικτος, σ.53)

Ἡ Ὁσία Σοφία, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ὅσια


 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἶνο τῆς Θρᾴκης καὶ ἦταν θυγατέρα ἐπισήμων καὶ πλουσίων γονέων.

Παντρεύτηκε καὶ ἔγινε μητέρα ἕξι παιδιῶν, ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ ἀτύχημα νὰ τὰ χάσει ὅλα. Βρῆκε λοιπὸν παρηγοριὰ στὴ θλίψη της, προστατεύοντας ὀρφανὰ καὶ χῆρες.

Ἔκανε συνεχεῖς ἐλεημοσύνες, προσευχές, νηστεῖες καὶ κάθε τί ποὺ ἀνακούφιζε τὸν πλησίον. Στὰ τέλη τῆς ζωῆς της ἐκάρη Μοναχὴ καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, σὲ ἡλικία 53 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, κατὰ κόσμον Βλαδίμηρος Νικόλσκϊυ, ἐγεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1870 στὸ χωριὸ Ποβοντνέβο τῆς Ἐπισκοπῆς Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσίας καὶ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἐσπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Γιαροσλάβλ καὶ τὸ 1891 συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὴν 1η Αὐγούστου 1893, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶ 6 Αὐγούστου ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ 1895 ἐτελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία καὶ στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ὁ νέος ἱερέας Ἀνδρόνικος ἐξεκίνησε τὴ διακονία του ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὅπου διορίσθηκε βοηθητικὸς ἐπιθεωρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Κουτάϊσι. Τὸ 1897 ἀπεστάλη στὸ Ρώσικο Ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο τῆς Ἰαπωνίας. Ἀναχώρησε γιὰ τὴ νέα του θέση περίλυπος ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκϊυ) γιὰ τὴν Ἰαπωνία, ὅπου ἔφθασε στὶς 26 Δεκεμβρίου. Ἔγραφε γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ διορισμός μου αὐτὸς μὲ κατέστησε τόσο περίλυπο ποὺ ἔκλαψα. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ζήσω, ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς κελεύει».

Μετὰ δύο ἔτη ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, στὴν πόλη Ἄρντον, καὶ ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ φίλου του, τὴ διεύθυνση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1906, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο καὶ ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἰαπωνίας.

Τὸ 1907, ἐκλέγεται ἀναπληρωτὴς τοῦ Ἐπισκόπου Εὐλογίου τοῦ Χόλμ καί, τὸ 1908, ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Ἐπίσκοπος μίας περιφέρειας τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ κήρυγμά του εἶναι δυναμικὸ καὶ ἀνδρεῖο.

Στὶς 30 Ἰουλίου 1914, ἡ Ἐκκλησία τὸν τοποθετεῖ ὡς Ἐπίσκοπο Περμίας καὶ Σολικάμσκ. Ὁ Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ἀρχίζει. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος διαβλέπει τὴ βαριὰ δοκιμασία καὶ τὸ φοβερὸ τοῦ πολέμου, ποὺ χαρακτηρίζει πλήρη βαρβαρότητα, ἠθικὴ πτώχευση καὶ πνευματικὴ διαστροφή.

Ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο ξεσπᾶ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Τὸ τσάρικο καθεστὼς πέφτει μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἔτσι, ὅταν, τὸ 1918, ἐδημοσιεύθηκε στὴν Περμία τὸ διάταγμα γιὰ τὴν «ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως» καὶ τὸ χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀντιστέκεται καὶ θεωρεῖ τοὺς ἐπαναστάτες ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Τύχων τὸν ἀνυψώνει στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος γράφει πρὸς αὐτόν: «Εἶμαι, πρὸς τὸ παρόν, ἐλεύθερος, ἀλλὰ γνωρίζω, ὅτι σύντομα θὰ μὲ συλλάβουν».

Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες, στὶς 4 Ἰουνίου 1918, στὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὁ ἐπαναστάτης Μυασνίκωφ ἔγραψε στὰ ἀπομνημονεύματά του: «Ἐπήγαμε γιὰ πέντε βέρστια κατὰ μῆκος τῆς Σιβηρικῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Ὁδηγηθήκαμε σὲ ἕνα δάσος καὶ ἐκεῖ ἐσταματήσαμε τὰ ἄλογα. Ἔδωσα στὸν Ἀνδρόνικο ἕνα φτυάρι καὶ τὸν διέταξα νὰ σκάψει ἕνα τάφο. Ὅταν τελείωσε, προσευχήθηκε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ μετὰ εἶπε ὅτι περιμένει. Εἶπα ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπυροβολοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὸν ἔθαβα ζωντανό, ἂν ἀκύρωνε ὅλα ὅσα εἶχε γράψει καὶ πεῖ ἐναντίον μας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸν ἐσκεπάσαμε μὲ λίγο χῶμα καὶ τὸν πυροβολίσαμε»

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος (Μπογκογιαβλένσϊυ) ἐγεννήθηκε τὴν 1η Φεβρουαρίου 1867 στὸ Ταμπώφ. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1888 ἐτελείωσε τὴ σχολὴ τοῦ Ταμπὼφ καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, τὶ ἴδιο ἔτος, ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Δύο ἔτη ἀργότερα, στὶς 11 Μαρτίου 1890, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας, γιὰ νὰ καλύψει τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ Ὀβσυάνκι τῆς ἐπαρχίας Ταμπώφ.

Ὅμως τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ νεαρὸ ἱερέα ἦταν ἄλλο. Μετὰ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἡ πρεσβυτέρα του ἐκοιμήθηκε. Ἔτσι ὁ πρεσβύτερος Βασίλειος ἐγκαταβιώνει στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1908 κείρεται μοναχός. Στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους διορίζεται διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, στὶς 26 Ἰουλίου, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Σοὺμσκ τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καί, τὸ 1911, μετατίθεται στὸ Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ τῆς ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ. Ἐδῶ ἐργάζεται ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διακρίνεται γιὰ τὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1916, σὲ ἀναγνώριση τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του, ἀνυψώνεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ Νεζχίν. Παραιτεῖται, ὅμως, τὸ 1917, καὶ ἀποσύρεται στὴ μονὴ Ζαϊκονοσπασσκϊυ τῆς Μόσχας.

Ὅταν, τὸ 1918, δολοφονεῖται ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καλεῖται νὰ ἐρευνήσει ἀπὸ τὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Μόσχας τὰ γεγονότα τῆς δολοφονίας. Ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἐξόργισε τοὺς ἔνοχους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλυφθοῦν.

Ἔτσι, τὸ 1919, μεταξὺ τῶν πόλεων Περμίας καὶ Βιάτκα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος, διευθυντὴς τῆς σχολῆς τῆς Περμίας, καὶ ἕνας λαϊκὸς ἐδολοφονήθησαν ἀπὸ Μπολσεβίκους καὶ τὰ σώματά τους ἐρρίφθησαν στὸ νερὸ τῆς γέφυρας Κάμα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐπῆραν τὰ τίμια λείψανά τους καὶ κρυφὰ τὰ ἐνταφίασαν. Σύντομα ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους ἔγινε προσκύνημα καὶ τόπος ἁγιασμοῦ καὶ θαυμάτων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν τὸ μνημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ καὶ ἔκαψαν τὰ ἱερὰ λείψανα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος οἱ Μάρτυρες τῆς Ρουμανίας

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος ὑπέστησαν, σύμφωνα μὲ κάποιους ἐρευνητές, τὸ μαρτύριο στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἄλλοι λέγουν ὅτι ἄθλησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 319 – 324 μ.Χ., ὄταν βασιλέας ἦταν ὁ Λικίνιος. Δυνάμεθα, ἐπίσης, νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὰ βόρεια τοῦ Δουνάβεως, ὅπου τότε κατοικοῦσαν οἱ Γότθοι, πρὸς τοὺς ὁποίους διέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἅγιος Σάββας τοῦ Μπουζάου. Ἡ καταδίωξη ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλέας Ἀθανάριχος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὰ ἔτη 370 – 372 μ.Χ., ἴσως νὰ προκάλεσε καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνεκαλύφθησαν στὴν κρύπτη μιᾶς βασιλικῆς στὴν περιοχὴ Νικολιτσὲλ τῆς ἐπαρχίας Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, τὸ 1971. Σήμερα τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν εὑρίσκονται στὴ μονὴ Κοκὸς τῆς Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας.

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος, προστάτης τῆς Κορνουάλης, ἐγεννήθηκε τὸ 468 μ.Χ. στὴ νότια Οὐαλία καὶ ἦταν νεώτερος υἱὸς ἢ, κατ’ ἄλλους, ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου Κέρνιβ († 3 Μαΐου), βασιλέως τοῦ Γκλιούϊσινγκ τῆς Οὐαλίας. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰρλανδία καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴ Μεγάλη Βρετανία, ὅπου ἵδρυσε ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο στὴ πόλη Χάϊλεσμουθ καὶ ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Λανβέτινοκ, ποὺ ἔλαβε ἀργότερα τὸ ὄνομα Πέτροκστον καὶ σήμερα εἶναι γνωστὴ ὡς πόλη τοῦ Πάντστοου, ὅπου ἀσκήτεψε ἐπὶ τριάντα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε γιὰ προσκύνημα τὴ Ρώμη καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τελικὰ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἰνδία, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης σὲ νησὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κορνουάλη, ἵδρυσε ἕνα ἄλλο μοναστήρι στὸ Πέτερικ καὶ ἕνα ἐρημητήριο στὸ Μπόντμιν, ὅπου ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Γορανὸ († 7 Ἀπριλίου).

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸμ 564 μ.Χ., καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Πάντστοου καὶ μετακομίσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μπόντμιν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...