Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2014

ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ



Ο Σίμων ο μάγος ζητά από τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να του χαρίσουν επί χρήμασι το Άγιο Πνεύμα. Θεωρείται ο πατέρας όλων των αιρέσεων


 Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως οι αιρέσεις είναι σύγχρονο φαινόμενο και δείχνει την απιστία της εποχής μας . Θα εκπλαγούν όμως οι περισσότεροι αν μάθουν, πως οι αιρέσεις όχι μόνο υπήρχαν εδώ και χιλιάδες χρόνια αλλά είναι και τόσο παλιές όσο και ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Άλλωστε κάποιες από αυτές αναφέρονται και στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Έτσι σκεφτήκαμε να αφιερώσουμε ένα άρθρο που να αναφέρεται στις αιρέσεις στα χρόνια των Αποστόλων. 

 Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ 

Ξεκινάμε την αναφορά μας στις αιρέσεις στα χρόνια των Αποστόλων, με την αίρεση του Σίμωνα του μάγου, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας όλων των αιρέσεων.
 Καταγόταν από την κωμόπολη Γίτθων της Σαμάρειας και με τα μαγικά του τεχνάσματα είχε εντυπωσιάσει τους συμπατριώτες του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται η «Μεγάλη Δύναμη του Θεού». Πιθανολογείται ότι έγραψε και βιβλίο που περιέχει την διδασκαλία του με τον τίτλο «Απόφαση Μεγάλη» το οποίο όμως έχει χαθεί. 
Τον Σίμωνα τον μάγο τον συναντάμε στο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 8, στίχοι 8 – 25,και είναι αυτός ο οποίος, εντυπωσιασθείς από τα θαύματα του διακόνου Φίλιππου θέλησε να γίνει Χριστιανός – βαπτίστηκε μάλιστα – για να μπορεί να επιτελεί και αυτός ανάλογα θαύματα. Όταν δε αργότερα είδε τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν στους ανθρώπους με την επίθεση των χεριών στο κεφάλι τους το Άγιο Πνεύμα, πρόσφερε χρήματα στους Αποστόλους για να κάνει κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό και η λέξησιμωνία σήμερα, σημαίνει την εξαγορά εκκλησιαστικής εξουσίας από κληρικό.
 Επειδή αποδοκιμάστηκε από τον Πέτρο κατέφυγε στη Ρώμη όπου απέκτησε πολλούς οπαδούς, γιατί ενώ έλεγε ότι πρεσβεύει τον Χριστιανισμό στην ουσία πρέσβευε ένα Γνωστικό σύστημα διδασκαλιών. Έλεγε ότι ήταν ο Πατέρας, ο οποίος κατέβηκε στην γη για να απελευθερώσει την Έννοια (την δημιουργική δύναμη του Πατέρα) η οποία είχε φυλακιστεί σε ανθρώπινο σώμα. Και πράγματι την βρήκε την Έννοια και την απελευθέρωσε στο πρόσωπο μιας πόρνης από την Τύρο της Φοινίκης. 
Οι οπαδοί του, οι οποίοι οι περισσότεροι βρίσκονταν στην Σαμάρεια, τον λάτρευαν σαν Θεό, γονατίζοντας σε εικόνες αυτού και της Ελένης προσφέροντας θυμιάματα, θυσίες και σπονδές. Είχαν και κρυφές τελετές, που όπως παραδίδει ο Ευσέβιος Καισαρείας (περίπου 320 μ.Χ.), δεν μπορούν να ειπωθούν από σώφρονες ανθρώπους γιατί είναι γεμάτες από υπερβολική αισχρότητα και βρομερότητα. Σιγά – σιγά, η αίρεσή του εξαφανίστηκε, πολλοί δε από τους οπαδούς του απορροφήθηκαν στα άλλα γνωστικά συστήματα της εποχής.

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΓΟΗΤΟΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ

Ο Μένανδρος ήταν αυτός που διαδέχτηκε τον Σίμωνα το μάγο. Καταγόταν και αυτός από τη Σαμάρεια και συγκεκριμένα από την κωμόπολη Καπαρατταία. Η διδασκαλία του ήταν ένα κράμα Γνωστικισμού ντυμένο με Χριστιανικό μανδύα.
 Για τους μη γνωρίζοντες ο Γνωστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα, με το οποίο ο Χριστιανισμός πάλεψε σκληρά τους τρεις πρώτους αιώνες, μέχρι να επικρατήσει. Ήταν προγενέστερος του Χριστιανισμού και είχε επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό, τις ανατολικές Θρησκείες του 
Ζωροαστρισμού, Παρσισμού κ.λ.π., καθώς και τα Αιγυπτιακά μυστήρια. Όταν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός πήρε στοιχεία και από αυτόν, γι’ αυτό και έγινε επικίνδυνος για την Εκκλησία. Δέχονταν δύο κόσμους, ένα νοητό, όπου εκεί υπάρχει ο αληθινός Θεός με τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες». 
Ο Μένανδρος λοιπόν δίδασκε, πως αυτός ήταν ένας σωτήρας σταλμένος από τους αόρατους «αιώνες». Έλεγε επίσης πως δεν μπορούσε κανείς να νικήσει τους κακούς δημιουργούς αγγέλους, αν δεν περάσει προηγουμένως από την μαγική εμπειρία και το βάπτισμα, τα οποία μόνο αυτός μπορούσε να δώσει. Διαστρέφοντας τα Χριστιανικά δόγματα για την ζωή μετά τον θάνατο και την ανάσταση των νεκρών, υποστήριζε, πως όσοι τον ακολουθήσουν δεν θα πεθάνουν ποτέ και θα παραμείνουν για πάντα νέοι και αθάνατοι. 
Υπολείμματα των οπαδών του, διασώθηκαν μέχρι και την εποχή του Ιουστίνου του μάρτυρα (περίπου 160 μ.Χ.).

 ΕΒΙΩΝΑΙΟΙ Ή ΕΒΙΩΝΙΤΕΣ

Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη εβιωνίμ που σημαίνει φτωχός. Πιθανόν να ονομάστηκαν έτσι, επειδή ζούσαν ασκητικά και φτωχά. Ανήκουν στις Ιουδαΐζουσες αιρέσεις. Οι αιρέσεις αυτές, επιθυμούσαν ο Χριστιανισμός να είναι μια βελτιωμένη έκδοση του Ιουδαϊσμού και όχι κάτι ξεχωριστό και πανανθρώπινο. 
Οι οπαδοί της αίρεσης των Εβιωναίων ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα θεωρούσε το Χριστό ως ένα απλό άνθρωπο – που είχε γεννηθεί από την συνεύρεση της Παναγίας με άνδρα – και δικαιώθηκε από τον Θεό, λόγω της ηθικής του προκοπής. Πίστευαν πως δεν σώζει κάποιον η πίστη στον Χριστό αλλά είναι απαραίτητος και ο Μωσαϊκός νόμος.
 Η δεύτερη ομάδα δέχονταν την γέννηση του Χριστού από την Παναγία και το Άγιο Πνεύμα, απέρριπταν όμως την θεϊκή του υπόσταση. Όπως και οι προηγούμενοι τηρούσαν πιστά την λατρεία του Μωσαϊκού νόμου. Δίδασκαν επίσης, πως πρέπει να απορριφτούν όλες οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τον οποίον σημειωτέον, θεωρούσαν αποστάτη του νόμου. Χρησιμοποιούσαν μόνο το λεγόμενο «Προς Εβραίους Ευαγγέλιο», δίνοντας ελάχιστη σημασία στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια. Τηρούσαν την ημέρα του Σαββάτου και όλο το Ιουδαϊκό τελετουργικό, αλλά παρ’ όλα αυτά, γιόρταζαν και την Κυριακή ως ημέρα ανάστασης του Χριστού.

 Ο ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗΣ ΚΗΡΙΝΘΟΣ 

Ο Κήρινθος ήταν ένας άλλος αρχηγός αίρεσης στα χρόνια των Αποστόλων. Ήταν ο εισηγητής του Χιλιασμού δηλ. της επίγειας βασιλείας του Χριστού για χίλια χρόνια. 
Υποστήριζε, πως αυτά που δίδασκε, τα γνώρισε τάχα από αποκαλύψεις οι οποίες είχαν γραφεί από κάποιο σπουδαίο απόστολο, τον οποίο όμως δεν κατονόμαζε, καθώς επίσης, πως πολλά από την διδασκαλία του, του είχαν αποκαλυφτεί από κάποιον άγγελο. 
Έλεγε λοιπόν, πως η χιλιετής βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγεια και σαρκική (σ’ αυτό τον μιμούνται και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Κατά τους χρόνους αυτούς, ο καθένας θα μπορεί να απολαμβάνει τα φαγητά, τα ποτά, τον έρωτα και τις γιορτές.
 Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυών (περίπου 200 μ.Χ.), μας παραδίδει μια μαρτυρία του Πολύκαρπου επίσκοπου Σμύρνης (περίπου 110 μ.Χ.), πως όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είχε πάει σε ένα δημόσιο λουτρό για να λουστεί και έμαθε πως βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και ο Κήρινθος, έφυγε λέγοντας σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Ας φύγουμε για να μην πέσει το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας». 

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΪΤΩΝ

Η αίρεση των Νικολαϊτών είναι αυτή, που μνημονεύεται και στο βιβλίο της Αποκάλυψης κεφάλαιο 2, στίχοι 6 και 15. Είναι και αυτή γνωστικίζουσα αίρεση με ειδωλολατρικά στοιχεία. Εκείνο όμως που την διέκρινε κυρίως ήταν η έντονη ακολασία των οπαδών της. Το όνομά τους τον πήραν από τον Νικόλαο, έναν από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεγεί από την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, για την υπηρεσία των πτωχών, γεγονός που αναφέρεται στο βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 6, στίχος 5.Η ελεύθερη πορνεία τωνΝικολαϊτών και η ακολασία τους, αποδίδεται σε ένα επεισόδιο που συνέβη στον διάκονο Νικόλαο. Αυτός λοιπόν, επειδή είχε ωραία γυναίκα, επεπλήχθη για ζηλοτυπία από τους Αποστόλους. Τότε λοιπόν ο Νικόλαος την έφερε στην μέση της σύναξης και επέτρεψε σε όποιον ήθελε να συνάψει σχέσεις μαζί της. Αυτό το έκανε για να είναι σύμφωνος με το ρητό εκείνο που λέει «παραχράσθαι τη σαρκί δει». Η λέξη όμως παραχράσθαι έχει διφορούμενη έννοια. Σημαίνει και υπερχρησιμοποιώ καιπεριφρονώ. Άρα αν αποδώσουμε στην νεοελληνική το παραπάνω ρητό θα προκύψουν δύο αντίθετες τελείως έννοιες. Η μία λέει, πως πρέπει να υπερχρησιμοποιούμε την σάρκα και η άλλη να την περιφρονούμε. 
Οι Νικολαΐτες λοιπόν αποδέχτηκαν την πρώτη ερμηνεία του ρητού και για αυτό επιδίδονταν σε άκρατη ακολασία.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε εδώ, πως ο διάκονος Νικόλαος σύμφωνα με την παράδοση που μας διασώζεται, έκανε την παραπάνω πράξη, ακριβώς για να δείξει πως περιφρονεί τη σάρκα και την ηδονή, για να υπηρετεί σωστά τον Κύριο. Άλλωστε δεν είχε καμιά άλλη σχέση με γυναίκα εκτός από την νόμιμη σύζυγό του, και από τα παιδιά του, οι μεν θυγατέρες του γέρασαν παρθένοι, ο δε γιος του έμεινε και αυτός αγνός και άφθορος.

πηγή

Η έννοια της ψυχής στην Παλαιά Διαθήκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ανθρωπολογία, ο λόγος δηλαδή για τον άνθρωπο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν υπάρχει καμία επιστήμη από όσες ονομάζονται ανθρωπιστικές, με την ευρύτερη του όρου έννοια, η οποία να μην παραπέμπει έστω και έμμεσα στον περί ανθρώπου λόγο. Αυτό είναι εύλογο διότι δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς σε συμπεράσματα ή εφαρμογές που αφορούν τον άνθρωπο εάν πρώτα δεν έχει αποσαφηνίσει τι είναι ο άνθρωπος.
eisevpd2
Το ερώτημα αυτό, τι είναι ο άνθρωπος, έχει δύο κυρίως σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά τη σύσταση του ανθρώπου, δηλαδή από τι αποτελείται ή με άλλα λόγια ποια στοιχεία τον συνθέτουν. Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αφορά τον σκοπό του ανθρώπου, τον οποίον καλείται να εκπληρώσει. Φαινομενικά τα δύο σκέλη διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους ώστε να δικαιολογείται η ξεχωριστή πραγμάτευσή τους. Ωστόσο μία διεισδυτικότερη ματιά πείθει τον ενδιαφερόμενο ότι έχουν άμεση και οργανική σχέση. Για παράδειγμα η θεώρηση του ανθρώπου την οποία εισηγούνται τα υλιστικά φιλοσοφικά συστήματα, έχει άμεσο αντίκτυπο και στο σκοπό της ύπαρξής του στον κόσμο με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως π.χ. την αξιολογική του θεώρηση, την ηθική του, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, την σχέση του με την κτίση.
Τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησε ο μοντέρνος κόσμος με την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας ξεπέρασαν κατά πολύ κάθε πρόβλεψη και απέδειξαν ότι οι ασφαλιστικές δικλείδες στις οποίες η ανθρωπότητα κατέφευγε για την αντιμετώπισή τους, όπως η οικονομία, η πολιτική, η κοινωνική ηθική κ.ά. είναι εν τέλει ανεπαρκείς. Μία απλή αναφορά στα περιβαλλοντικά – οικολογικά προβλήματα, στην δυνατότητα που γεννά την πιθανότητα συνολικής καταστροφής του πλανήτη μέσω των όπλων μαζικής καταστροφής και στα ζητήματα της βιοηθικής, αρκεί για να καταδείξει την ανάγκη για ένα συμπαγές και πειστικό θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος θα μπορέσει να επαναπροσδιορίσει την θέση του στον κόσμο. Η ηθική, στην παλαιότερη και νεώτερη εκδοχή της, καθώς και οι κοινωνικοοικονομικές θεωρίες συναντούν ολοένα και περισσότερα αδιέξοδα. Επόμενο λοιπόν ήταν να στραφεί το ενδιαφέρον της φιλοσοφικής σκέψης εκ νέου στην ανθρωπολογία και να ξαναθυμηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος ποιος είναι, από πού προήλθε και προς τα πού πορεύεται.
Μία από τις σημαντικότερες πηγές, η οποία επηρέασε και συνέβαλε στη διαμόρφωση της ανθρωπολογικής θεώρησης πολλών πολιτισμών είναι η Παλαιά Διαθήκη. Ο Εβραϊκός, ο Χριστιανικός και ο Ισλαμικός πολιτισμός βασίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ως προς την ανθρωπολογική τους αντίληψη στην αντίστοιχη της Π.Δ. Χωρίς να κινδυνεύει κάποιος να σφάλλει σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να ισχυρισθεί ότι ακόμη και ο ουμανισμός του σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, βασίζεται στην παλαιοδιαθηκική ανθρωπολογία, όπως την παρέλαβε επεξεργασμένη από την δυτική χριστιανοσύνη, αφού προσπάθησε να της αφαιρέσει όσο μπορούσε τα θρησκευτικά της χαρακτηριστικά.
Εκείνο το οποίο είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και αξιοπρόσεκτο, είναι το γεγονός ότι ένα κείμενο το οποίο βρίθει ηθικών παραινέσεων, όπως αυτό της Π.Δ. ακολουθεί με περισσή συνέπεια τον φιλοσοφικό κανόνα, ότι της ηθικής προηγείται πάντοτε η ανθρωπολογία[1]. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καθορισθεί το τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος, εάν πρώτα δεν ξεκαθαρισθεί το τι είναι ο άνθρωπος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι συγγραφείς της Π.Δ. έθεσαν ισχυρά θεμέλια στην ανθρωπολογία της από τους πρώτους στίχους του κειμένου της Γενέσεως. Ίσως σε ελάχιστα κείμενα στον κόσμο μπορεί κανείς να βρει μία συμπαγή και πλήρη ανθρωπολογία μέσα σε τόσο λίγες γραμμές, όπως αυτή του βιβλίου της Γενέσεως στους στίχους 1, 26-28 και 2, 7.
Αν θα θέλαμε να εκφράσουμε σε αδρές γραμμές την ανθρωπολογία της Γενέσεως θα μπορούσαμε να την διατυπώσουμε ως εξής: Ο άνθρωπος είναι 1. δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού και 2. Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ύπαρξη.
Οι δύο παραπάνω θέσεις έχουν αποτελέσει αφετηρία για εκτενείς θεολογικές και φιλοσοφικές αναλύσεις είτε ανεξάρτητα είτε σε σχέση μεταξύ τους. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες και εμβριθέστερες από αυτές τις αναλύσεις άρχισαν και συνεχίστηκαν για αιώνες από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς με αποκορύφωμα το σημαντικότατο ανθρωπολογικό έργο του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Κατασκευής του Ανθρώπου[2]. Ως κοινό τους στοιχείο αυτά τα συγγράμματα έχουν το ότι βλέπουν την ανθρωπολογία της Παλαιάς κάτω από το πρίσμα της Καινής Διαθήκης. Σε αυτή τη συλλογιστική τους, τους ακολουθούν και πολλοί από τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς θεολόγους, οι οποίοι παραμένουν πιστοί στη γραμμή ότι η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να θεωρείται και να ερμηνεύεται με βάση την Καινή.
Χωρίς να επιθυμούμε να εκφράσουμε κάποια αντίθεση στην παραπάνω άποψη, θα θέλαμε ωστόσο να πούμε ότι κατά την ενασχόλησή μας με την ανθρωπολογία της Π.Δ., βρήκαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πως εκφράζεται και εξελίσσεται αυτή μέσα στα πλαίσια της ίδιας της Π.Δ., χωρίς να χρήζουν τα γραφόμενά της μιας συνεχούς ερμηνείας, η οποία θα βασίζεται σε άλλες εκτός αυτής αφετηρίες. Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσε η έννοια της ψυχής όπως αυτή εμφανίζεται μέσα στα κείμενα της Π.Δ., η οποία κατά ορισμένους ερμηνευτές αποτελεί τον σημαντικότερο ανθρωπολογικό όρο[3]. Έτσι κατόπιν προτροπής του επιβλέποντος καθηγητή κ. Δημητρίου Καϊμάκη αποφασίσαμε να ασχοληθούμε στην παρούσα μεταπτυχιακή εργασία με την έννοια της ψυχής, το νόημά της και την εξέλιξή της στην Π.Δ. Στην μελέτη μας θα χρησιμοποιήσουμε ως βασικό κείμενο την μετάφραση των Ο΄, η οποία σύμφωνα με έγκριτους μελετητές της Π.Δ. και όπως θα διαπιστωθεί και κατά την πορεία της εργασίας, είναι ιδιαίτερα ακριβής στην απόδοση των χωρίων με ανθρωπολογικές αναφορές[4], διασώζοντας έτσι το πνεύμα της Π.Δ. στο θέμα το οποίο προτιθέμαστε να πραγματευθούμε.
Για το ανθρωπολογικό δίπολο σώμα – ψυχή στην Π.Δ. έχουν εκφραστεί πολλές απόψεις τις οποίες θα συναντήσουμε κατά την πορεία της εργασίας μας. Εκείνο ωστόσο το οποίο προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η μονόπλευρη ανάπτυξη αναφορικά με τη έννοια της ψυχής στην Π.Δ. είναι αδύνατη χωρίς συνεχείς αναφορές στη σχέση της με το σώμα. Αν και η παρούσα εργασία έχει ως βασικό σκοπό να εστιάσει στην έννοια της ψυχής ως κύριο άξονα πραγμάτευσης, η ενότητα ψυχής και σώματος στην Π.Δ. είναι τέτοια που επιβάλλει, εκτός από ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερωμένο σε αυτήν την σχέση, την εκ παραλλήλου μελέτη των δύο βασικών ανθρωπολογικών στοιχείων σε μεγάλο μέρος της εργασίας μας.
[Συνεχίζεται]


[1] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Οδοιπορικό θεολογικής ανθρωπολογίας, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιο Όρος 2005
[2] PG 44, 124-256.
[3] Gerhard von Rad, Theologie des Alten Testaments, Tόμ.Ι: Die Theologie der geschichtlichen Überlieferungen Israels, München 41960, σ. 157.
[4] Νικολάου Π. Μπρατσιώτου, Η ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης (στο εξής:Μπρατσιώτης Ανθρ.), (έκτη ανατύπωση) Αθήναι 1989, σ. 12.

ΤΟ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ» ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ ή Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΕ … ΔΙΑΚΟΠΕΣ!!!!





Στο μέσον η ... κυβέρνηση του Θεού και γύρω - γύρω οι υπήκοοι! Από το τευχίδιο της "Σκοπιάς" η "Κυβέρνηση που θα φέρει τον Παράδεισο" σελ. 25

Είναι γνωστό στους περισσότερους που ασχολούνται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, πως η διδασκαλία τους περιλαμβάνει ένα συνονθύλευμα από παλιότερες και νεότερες αιρέσεις. Έτσι είναι πολύ δύσκολο αν ερωτηθεί κάποιος, να μπορέσει να ορίσει τα κύρια χαρακτηριστικά της διδασκαλία αυτής, που παρέχεται από τα έντυπα της Εταιρείας «Σκοπιά».
Παρόλα αυτά αν προσπαθούσαμε να ορίσουμε, μέσα από αυτό το ομιχλώδες τοπίο της διδασκαλίας της, κάποια εξέχοντα σημεία, θα στεκόμασταν σε τέσσερα –κατά την γνώμη μας – σπουδαιότερα σημεία:...


1. Διαστρεβλώνοντας το στίχο 45 του κεφαλαίου 24 από το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο,που αναφέρεται σε κάθε πιστό που θα εκμεταλλευτεί το χάρισμα (τάλαντο), το οποίο του έδωσε ο Θεός για τη σωτηρία του, αυτοαποκαλείται η Σκοπιά «πιστός και φρόνιμος δούλος του Θεού» που έχει οριστεί από τον Ιεχωβά να δίνει τη κατάλληλη τροφή (διδασκαλία) στα πλήθη των οπαδών της.
2. Ο Θεός έχει προσωπικό όνομα, το Ιεχωβά, και όποιος δεν το γνωρίζει αυτό κινδυνεύει η σωτηρία του. (περισσότερα βλέπε στο άρθρο μας, «Ιεχωβά: ένα τεχνητό όνομα για το Θεό»).3. Κακοποιώντας το χωρίο της Αποκάλυψης κεφάλαιο 7, στίχοι 1-9 χωρίζει τους οπαδούς της στα δύο. Σ’ αυτούς που θα ζήσουν στον Ουρανό και θα συγκυβερνήσουν με το Χριστό και ανέρχονται σε 144.000 και στο πολύ τον Όχλο ( όπου ανήκει και το πλήθος των Μ. του Ιεχωβά) που θα ζήσει στη Γη, σε κατάσταση Παραδείσια και θα τον κυβερνάνε ο Χριστός με τις 144.000. (περισσότερα βλέπε στο άρθρο μας, «Η τελετή της ανάμνησης ή το ασανσέρ της Σκοπιάς»).4. Η ίδρυση της Βασιλείας του Θεού από το Χριστό, το 1914.
Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, το σπουδαιότερο όλων είναι ο ισχυρισμός της Σκοπιάς για την ίδρυση της Βασιλείας του Θεού το 1914, το οποίο αποτελεί και το θεμέλιο λίθο– το «Ευαγγέλιο» της – του οικοδομήματος της.
Αν αφαιρέσεις αυτόν το λίθο, όλο το οικοδόμημα της Σκοπιάς καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Και το γελοίο όσο και τραγικό της υπόθεσης είναι πως πρόκειται για ένα ακόμη«παραμύθι» της Σκοπιάς, που στηρίζεται όχι μόνο πάνω στις γνωστές παλινωδίες και ψεύδη της, αλλά εκτελεί εν ψυχρώ και την ιστορική αλήθεια.Και αφού πρόκειται για «παραμύθι», καταλληλότερη «γιαγιά» από τη Σκοπιά δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι μέσα από τα έντυπά της θα μας διηγηθεί η ίδια το «παραμύθι» του 1914. Μη φοβάστε όμως. Κακός λύκος δεν υπάρχει! Εμπρός λοιπόν. «Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει».

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΕ … ΔΙΑΚΟΠΕΣ!
Προσλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς των Αντβεντιστών – αίρεση Προτεσταντική – η Σκοπιά, ισχυρίζεται πως η διακυβέρνηση του Θεού που εκπροσωπούνταν από το Ισραήλ, έπαψε να υφίσταται, όταν καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ και αιχμαλωτίστηκε ο τελευταίος βασιλιάς Σεδεκίας, από τον Βαβυλώνιο ηγεμόνα Ναβουχοδονόσορα το 607 π.Χ.
Η διακυβέρνηση αυτή, άρχισε πάλι να ισχύει μετά από 2520 χρόνια, όταν ανέλαβε βασιλιάς αυτής της διακυβέρνησης ο Χριστός το 1914. Περισσότερα αλλά κυρίως μπερδεμένα μπορεί να βρει κάποιος στο βιβλίο της Σκοπιάς «Μπορείτε να ζείτε», σελίδες 139 – 141 .

Και που είναι το πρόβλημα θα μπορούσε να πει κάποιος. Πρώτον και κύριον δεν υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά πολλά προβλήματα, με εξέχον την πτώση της Ιερουσαλήμ.Πουθενά μα πουθενά, κανένας ιστορικός, κανένα Λεξικό, καμιά εγκυκλοπαίδεια, καμιά άποψη ειδικών επιστημόνων δεν συμφωνεί με το έτος πτώσης της Ιερουσαλήμ το 607 π.Χ.Για τον απλό λόγο, πως η πτώση της Ιερουσαλήμ, έλαβε χώρα το 587/6 π.Χ.Βέβαια στο απλό ερώτημα, τι έκανε ο Χριστός μέχρι το 1914 που ανέλαβε βασιλιάς, η Σκοπιά απαντάει πως καθόταν αδρανής στα δεξιά του Πατέρα του! Διακοπές λοιπόν ο Χριστός για εκατοντάδες χρόνια !!!! Και για τους «άπιστους Θωμάδες» το παρακάτω απόσπασμα από βιβλίο της Σκοπιάς «Μπορείτε να ζείτε», σελίδα 68, θα αποδείξει την αλήθεια των λεγομένων μας:


«Μπορείτε να ζείτε» σελίδα 68: Ο Χριστός ξεκουράζεται δίπλα στον Πατέρα του!

Ο Χριστός βέβαια πάντοτε ήταν βασιλιάς και δεν περίμενε … το «σύνθημα» της Σκοπιάς να αναλάβει το 1914. Αυτό φαίνεται άλλωστε στην Γραφή, όταν οι Μάγοι ψάχνοντας για τον νεογέννητο Χριστό ρωτάνε: « Που είναι ο γεννηθείς βασιλιάς των Ιουδαίων;» Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 2, στίχος 2.Επίσης ούτε αυτός μένει αργός, ούτε ο Πατέρας του, άλλο αν η Σκοπιά τον στέλνει … διακοπές! « Ο δε Ιησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς, ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, και εγώ εργάζομαι». Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 5, στίχος 17.

ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟ 1874 ή ΤΟ 1914;
Ότι δεν έγινε καμιά ίδρυση της βασιλείας το 1914 και πρόκειται για ένα ακόμημεγαλειώδες ψέμα της Σκοπιάς, μας το δείχνει και το εξής γεγονός. Πως για δεκάδες χρόνια η Σκοπιά υποστήριζε πως η ίδρυση της βασιλείας είχε γίνει το 1874 !!!! Ούτε κακοήθεις και συκοφάντες είμαστε, ούτε από το μυαλό μας τα βγάλαμε. Η ίδια η Σκοπιά τα γράφει στο βιβλίο της «Διαγγελείς της Βασιλείας», σελ. 46 – 47.Συγκεκριμένα γράφει, πως ο ιδρυτής των ΜτΙ, Κάρολος Ρώσσελ εξέδωσε το 1877, μαζί με κάποιον Μπάρμπουρ, ένα βιβλίο με τίτλο «Τρεις Κόσμοι και η Σοδειά αυτού του Κόσμου». Σ’ αυτό λοιπόν το βιβλίο υποστήριζε πως η ίδρυση της βασιλείας είχε γίνει το 1874:




«Διαγγελείς της Βασιλείας» σελίδα 47: Ο Χριστός ήρθε αόρατα το 1874!

Άλλωστε το 1914 – σύμφωνα με τα έντυπα της Σκοπιάς – δεν περίμεναν να εγκαθιδρυθεί η βασιλεία του Χριστού, αλλά να μεταλλαχτούν και αποκτώντας πνευματικά σώματα να αναληφθούν στον ουρανό!!!Έτσι είχαν ορίσει, πως τον Οκτώβριο του 1914, θα λάβαιναν τα πνευματικά σώματα! Μάλιστα ένα σημαντικό στέλεχος της Οργάνωσης, ο Μακμίλαν, πίστευε ότι η ομιλία που εκφωνεί στις 30 Σεπτεμβρίου, θα είναι και η τελευταία γιατί σύντομα θα πήγαιναν στον Ουρανό! Και σε άλλο σημείο της ίδιας σελίδας, ο ίδιος Μ. του Ιεχωβά παραδέχεται ότι δεν θα εκπλησσόταν καθόλου, αν μια ανακοίνωση του τότε προέδρου και ιδρυτή της Οργάνωσης, Κάρολου Ρώσσελ, γινόταν σήμα για την ουράνια ανάληψή τους! Τι μέγεθος αφελείας, τι μέγεθος ανοησίας!Άξια προσοχής επίσης είναι, τα όσα γράφονται λίγο πιο κάτω, που δείχνουν το ποιόν αυτών των ατόμων και πως αντιμετωπίζουν τα πράγματα γύρω από την Αγία Γραφή και το Θεό. Φαντάζονταν ! λέει, πως θα πήγαιναν να κατοικήσουν στον ουρανό οι ΜτΙ, αν και η Γραφή σύμφωνα και με τη δική τους δήλωση δεν έλεγε τίποτα τέτοιο ! Η φαντασία στην εξουσία που λέει και το γνωστό σύνθημα των αναρχικών.
Όλα λοιπόν τα κωμικά και αστεία γύρω από την «ανάληψη» των ΜτΙ, μπορεί να τα διαβάσει κάποιος στους «Διαγγελείς της Βασιλείας», σελ. 62 – 63:


«Διαγγελείς της Βασιλείας» σελίδα 62: Οι ΜτΙ περιμένουν να «αναληφθούν» στον ουρανό!



Η … ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ 1914
Και το «παραμύθι» της Σκοπιάς για την ίδρυση της βασιλείας το 1914, από τον Χριστό, δεν έχει τέλος. Είναι τόσο «παχύδερμο» η Σκοπιά, που δεν την νοιάζει να γελοιοποιείται συνεχώς. Επειδή η «βασιλεία του 1914» είναι δική της ανακάλυψη. Ο Κολόμβος βρήκε την Αμερική και αυτή την βασιλεία του 1914. Και λέμε για ανακάλυψη, γιατί πράγματι πρόκειται για τέτοια.
Επειδή όποιος διαβάσει τα τότε έντυπα της Σκοπιάς, δεν θα βρει ούτε την παραμικρότερη νύξη για κάτι ανάλογο. Και πως θα μπορούσε άλλωστε αφού η θεωρία για την βασιλεία του 1914, «ανακαλύφτηκε» μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια!! Ναι, καλά διαβάσατε.Το … 1925, «ανακάλυψαν» πως είχε ιδρυθεί η βασιλεία του Χριστού το 1914!!!
Τότε η Σκοπιά δημοσίευσε στο ομώνυμο περιοδικό, της 15ης Μαρτίου, άρθρο με τίτλο «Η Γέννηση του Έθνους», όπου ισχυρίζονταν πως είχε ιδρυθεί η Μεσσιανική Βασιλεία του Χριστού. Μάλιστα όπως ισχυρίζεται και το έντυπό της, προσκόμιζε αποδείξεις για την εγκαθίδρυση της βασιλείας αυτής!! Και είναι τόσο ατράνταχτες οι αποδείξεις αυτές, αφού εκτός των άλλων, είχε στείλει και πολεμικό ανταποκριτή στον Ουρανό και μετέδιδε στη Σκοπιά όλες τις πληροφορίες, για την μάχη που γινόταν μεταξύ των αγγελικών δυνάμεων και των δαιμονικών δυνάμεων που έληξε – σύμφωνα με τη Σκοπιά – με τη νίκη των αγγελικών δυνάμεων και την εξορία του Σατανά στα περίχωρα της γης!!
Πέρα από το χιούμορ που κάνουμε, με τον πολεμικό ανταποκριτή, πρόκειται για μία ακόμη υλική και παχυλή αντίληψη της Σκοπιάς, γύρω από τα πνευματικά πράγματα και συγκεκριμένα από το 12 κεφάλαιο της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που το εκλαμβάνει κυριολεκτικά και όχι συμβολικά ως θα όφειλε, ορίζοντας κιόλας και το έτος (1914) που συνέβησαν αυτά, λες και ήταν παρούσα.
«Οι Διαγγελείς της Βασιλείας», σελ. 138 – 139, μας βοηθάνε για μια ακόμη φορά, να αποδείξουμε την αλήθεια των ισχυρισμών μας:


«Διαγγελείς της Βασιλείας» σελίδες 138 – 139: Το 1925 «ανακάλυψαν» οι ΜτΙ πως ιδρύθηκε η Βασιλεία το 1914!

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΡΘΕ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ … ΕΡΘΕΙ!
Ερχόμαστε τώρα να δούμε πως δικαιολογεί η Σκοπιά, το αυθόρμητο ερώτημα που ανεβαίνει στα χείλη του οιοσδήποτε, που διαβάζει για την ίδρυση της Βασιλείας του Θεού από το Χριστό το 1914: «Αφού ήρθε ο Χριστός γιατί δεν τον βλέπουμε;» Και το ερώτημα αυτό γίνεται επιτακτικότερο, αφού η Γραφή είναι γεμάτη από περιγραφές για την ορατή επιστροφή του Χριστού. Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο χωρία από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που όχι μόνον δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί του αντιθέτου, αλλά δεν επιδέχονται και παρερμηνειών ή συμβολισμών.
Ερωτώμενος λοιπόν ο Χριστός από τους μαθητές του, λίγο πριν από το πάθος του, για την επάνοδό του λέει:
«Διότι όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φαίνεται ως την δύση, έτσι θα είναι και η έλευση του Υιού του ανθρώπου. Όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν οι αετοί».Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 24, στίχοι 27 – 29.Βλέπουμε λοιπόν στο παραπάνω χωρίο ο ίδιος ο Χριστός να υποστηρίζει πως η επάνοδός του, θα είναι τόσο φανερή, όπως η αστραπή που φωτίζει τον ουρανό και όπως μαζεύονται οι αετοί όταν βλέπουν ένα πτώμα.Ομοίως και ο στίχος 30: «Και τότε θα φανεί εις τον ουρανό το σημείο του Υιού του ανθρώπου και τότε θα θρηνήσουν όλες οι φυλές της γης, και θα ιδούν τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού με πολλή δύναμη και δόξα».Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά η Σκοπιά, προσπαθεί να δικαιολογήσει τον ανύπαρκτο ερχομό του Χριστού καταφεύγοντας σε ένα ευφυολόγημα, που μόνο άφθονο γέλιο και θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, υποστηρίζοντας ότι: Ο Χριστός ήρθε χωρίς …. να έρθει!!!Γράφει λοιπόν στους «Διαγγελείς της Βασιλείας», σελ. 137, πως το 1914 οι ΜτΙ κατανόησαν ότι είχε αρχίσει η αόρατη παρουσία του Χριστού, όχι με το να επανέλθει εκείνος προσωπικά (έστω και αόρατα) στα περίχωρα της γης, αλλά με το να στρέψει την προσοχή του στη γη!


«Διαγγελείς της Βασιλείας» σελίδα 137: Ο Χριστός ήρθε το 1914 χωρίς να έρθει!



Απ’ όλα λοιπόν τα παραπάνω εκτεθέντα, συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα, πως η βασιλεία του 1914, βρίσκεται μόνο στη φαντασία της Σκοπιάς. Προσέξτε επίσης και το ρήμα που χρησιμοποιεί. Και αυτό δεν είναι άλλο από το αόριστο ρήμα «κατανόησαν», το οποίο βέβαια κάθε άλλο, παρά αποδεικτική αξία περικλείει για τον ερχομό του Χριστού.
Άξιο προσοχής επίσης είναι, πως το παραπάνω απόσπασμα της Σκοπιάς, περιέχει και αντίφαση. Γιατί γράφει, πως άρχισε η αόρατη παρουσία του Χριστού, χωρίς να έλθει ο Χριστός στη γη, έστω και αόρατα!Ορθά λοιπόν και εμείς κάναμε λογοπαίγνιο, λέγοντας πως Ο Χριστός ήρθε χωρίς …. να έρθει!!!Βέβαια αν μας ρωτήσει κάποιος που είδε η Σκοπιά πως ο Χριστός έστρεψε την προσοχή του στη γη, θα τον παραπέμψουμε στον … πολεμικό ανταποκριτή, που αναφέραμε πιο πάνω. Αυτός φαίνεται όταν ήταν στον … ουρανό, θα είδε τον Χριστό να στρέφει την προσοχή του στη γη και ενημέρωσε τη Σκοπιά!!!
Λίγο Γραφή αν γνώριζε η Σκοπιά, δεν θα έλεγε αυτά που λέει. Επειδή η Γραφή λέει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που υποστηρίζει η Σκοπιά.
Γιατί ο Χριστός πάντα είναι μαζί μας αοράτως και πάντα έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στη γη:
«Και να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι την συντέλεια του κόσμου» Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 28, στίχος 20.«Διότι όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι και εγώ ανάμεσά τους». Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 18, στίχος 20.Άλλωστε όσο και να φανεί απίστευτο αυτό που θα γράψουμε,ούτε η ίδια η Σκοπιά διαφωνεί μαζί μας. Και δεν αστειευόμαστε. Σοβαρολογούμε πέρα ως πέρα.
Γιατί στην σελίδα 29, από τους «Διαγγελείς της Βασιλείας», ερχομένη σε κόντρα με τον ίδιο της τον εαυτό γράφει το εξής απίστευτο, βάζοντας η ίδια μπουρλότο στο σαθρό και ψεύτικο οικοδόμημα της «Βασιλείας του 1914», πως ο Χριστός από τον ουρανό είχε πάντα στραμμένη την προσοχή του στη γη!!!!



«Διαγγελείς της Βασιλείας» σελίδα 29: Ο Χριστός πάντα ήταν παρών «αοράτως»

Ευαγγελικός Μοναχισμός (4ο Μέρος)


Αλλά εκείνο, που κυρίως κάνει τον αγιαζόμενο μοναχό χαρά και φως του κόσμου είναι ότι διασώζει το «κατ’ εικόνα». Μέσα στην παρά φύσιν κατάστασι της αμαρτίας, που ζούμε, ξεχνάμε και χάνουμε το μέτρο του αληθινού ανθρώπου. Ποιος ήταν ο προπτωτικός άνθρωπος και ποιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος δηλαδή η εικόνα του Θεού, μας το φανερώνει ο αγιασμένος μοναχός. Έτσι ο μοναχός παραμένει για όσους τουλάχιστον ημπορούν να διακρίνουν τη βαθύτερη και αληθινή ανθρώπινη φύση χωρίς τις προκαταλήψεις των παρερχομένων ιδεολογιών — η ελπίδα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν ημπορή να θεωθή και αν δεν έχουμε προσωπικά γνωρίσει θεωμένους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ελπίζουμε στην δυνατότητα να ξεπεράση ο άνθρωπος την πεπτωκυΐα του κατάστασι και να επιτύχη τον σκοπό, για τον οποίο τον έπλασε ο Πανάγαθος Θεός, δηλαδή την χαριτωμένη θέωσι: Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φως μοναχοίς άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία» (Λόγος ΚΣΤ).
evmon4om2
Έχοντας ο μοναχός την χάρι της θεώσεως ήδη από την παρούσα ζωή, γίνεται σημείο και μάρτυς της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Βασιλεία δε του Θεού κατά τους αγίους Πατέρας είναι η δωρεά και ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος. Μέσω του θεωμένου μοναχού γνωρίζει ο κόσμος «αγνώστως» και θεάται «αθεάτως» τον χαρακτήρα και την δόξα του θεωμένου ανθρώπου και της ερχομένης Βασιλείας του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Έτσι με τον μοναχισμό διατηρείται στην Εκκλησία η εσχατολογική συνείδησι της Αποστολικής Εκκλησίας, ζωντανή η προσδοκία του ερχομένου Κυρίου (μαράν αθά = ο Κύριος έρχεται), αλλά και η εν μέσω ημών ήδη μυστική παρουσία Του, το ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών έστι».
Η χαρισματική μνήμη του θανάτου και η γόνιμη παρθενία επεκτείνουν τον μοναχό στον μέλλοντα αιώνα. «Όπως διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εκ Παρθένου γεννάται (ο Χριστός) παρθενίαν νομοθετών», ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι… στρέφων από των δρωμένων επί τα μη βλεπόμενα» (Εις τον Μέγα Βασίλειον Επιτάφιος, P.G. 36, 576). Ο κατά Χριστόν παρθενεύων μοναχός υπερβάς όχι μόνο το παρά φύσι, αλλά και το κατά φύσι, και φθάσας εις το υπέρ φύσι μετέχει της αγγελικής αφύλου καταστάσεως, για την οποία μίλησε και ο Κύριος: «Εν γαρ τη αναστήσει ούτε γαμούσιν (νυμφεύονται) ούτε εκγαμίζονται (υπανδρεύονται), αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Όπως οι άγγελοι έτσι και οι μοναχοί παρθενεύουν όχι για να επιτύχουν πρακτικές ωφέλειες για την Εκκλησία (ιεραποστολική δράσι), αλλά για να λατρεύουν τον Θεό  «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι αυτών» (Α’ Κορ. 6, 20).
Η παρθενία θέτει όριο στον Θάνατο, όπως θεολογεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας «o βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος», επειδή και κατ’ αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας περί αυτήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη διά παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν συντρίβεται πως και καταλύεται του θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται» (Περί Παρθενίας ιδ’, 1, 25 εν S.C. τ. 119, σελ. 436).
Το ευαγγελικό εσχατολογικό πνεύμα, που διατηρεί ο μοναχισμός, προφυλάσσει και την εν τω κόσμω Εκκλησία από την εκκοσμίκευσι και την συμμαχία με αμαρτωλές καταστάσεις, που είναι αντίθετες στο ευαγγελικό πνεύμα.
Τοπικά απομονωμένος και σιωπηλός, αλλά πνευματικά και μυστικά εν μέσω της Εκκλησίας και από υψηλό άμβωνα κηρύττει ο μοναχός τα δικαιώματα του Παντοκράτορος και την ανάγκη για απόλυτη χριστιανική ζωή. Προσανατολίζει τον κόσμο προς; την άνω Ιερουσαλήμ και την δόξα της Αγίας Τριάδος, σαν τον καθολικό σκοπό της δημιουργίας.
Αυτό είναι το αποστολικό κήρυγμα, που αυθεντικά κηρύττει σε κάθε εποχή ο Μοναχισμός και που προϋποθέτει την αποστολική αποταγή των πάντων και την εσταυρωμένη ζωή του αποστολικού έργου. ‘Όπως οι Άγιοι Απόστολοι, έτσι και οι Μοναχοί, «αφέντες πάντα» ακολουθούν τον ‘Ιησού και εκπληρώνουν τον λόγο Του: «πας ος αφήκεν οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 29). «Μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» συμμερίζονται τα παθήματα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις αγρυπνίες και την κατά κόσμον ανασφάλεια των Αγίων Αποστόλων.
Αξιώνονται όμως, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, να γίνουν «επόπται και της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. ], 16) και να λάβουν προσωπική εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε επίσης αποστολικά να ημπορούν να ειπούν όχι μόνον το  «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15), αλλά και το  «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· -και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’ Ιωάνν. 1,1 – 2).
Αυτή η θέα της δόξης του Θεού και η γλυκυτάτη επίσκεψι του Χριστού στον μοναχό δικαιώνει όλους τους αποστολικούς του αγώνες και κάνει την μοναχική ζωή την  «όντως ζωήν» και «μακαρίαν ζωήν», την οποίαν με τίποτε δεν ανταλλάσσει, οποίος ταπεινός μοναχός χάριτι Θεού έστω και έπ3 ολίγον την εγνώρισε.
Αυτή την χάρι ακτινοβολεί μυστικά ο μοναχός και προς τους εν τω κόσμω αδελφούς του, ώστε όλοι να ιδούν, να μετανοήσουν, να πιστεύσουν, να παρηγορηθούν, να χαρούν εν Κυρίω και να δοξάσουν τον
Ελεήμονα Θεόν  «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. 9, 8).
Πηγή: αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Ευαγγελικός Μοναχισμός, περίοδος β΄, Τεύχος 1ο, σελ. 64-80,  Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976.
πηγή

Θεολογία καὶ Ἀνανέωση




Ἐπιλογὲς ἀπὸ σχετικὸ δοκίμιο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου σχετικὰ μὲ ποιὰ εἶναι ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία.

Σὲ ἕνα ἀφιέρωμα γιὰ τὴν παράδοση καὶ τὴν ἀνανέωση στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείψει ἡ ἀναφορὰ στὴ Θεολογία. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ Θεολογία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ συντελεστὴ ἀνανέωσης. Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ σκέψη καὶ γραφὴ ἐπηρεάζει τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δίνοντας κατευθύνσεις καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν ἀλήθεια.

Ποιὰ εἶναι ὅμως ἢ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν Ἐκκλησία;

Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ τὸ παρακάτω κείμενο τοῦ π. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου. O συγγραφέας, λόγιος θεολόγος, εἶναι ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα «Παράδοση καὶ Ἀνανέωση» ὅσο λίγοι καὶ μάλιστα ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Ἄλλωστε, τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχει ἑτοιμαστεῖ τὸ 1962, στὰ πλαίσια τοῦ Θεολογικοῦ Συμποσίου ποὺ πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ Ζωὴ» μὲ γενικὸ θέμα «Θεολογία, ἀλήθεια καὶ ζωή». Τὸ κείμενο, μὲ τὸ νὰ εἶναι «σύγχρονο», ἀποδεικνύει εὔγλωττα ὅτι ἡ ἀληθινὴ Θεολογία εἶναι πάντοτε ζωντανὴ καὶ ἐπίκαιρη. Τὸ παραθέτουμε σὲ διασκευή.

 

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ



Μερικὰ γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας

OΡΘOΔOΞΗ:

Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ εἶναι ἡ θεολογία μας ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια ἀρνητική, δηλαδὴ νὰ μὴν περιπίπτει σὲ αἵρεση ἢ πλάνη. Πρωτίστως, πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξη ὑπὸ ἔννοια θετική. Δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδόξου γραμμῆς. Πρέπει ἡ πνοὴ καὶ ὁ παλμὸς τῆς θεολογίας νὰ εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ εἶναι ὅλη διαποτισμένη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα, νὰ ἀντλεῖ ἀπ’ τὸν ἀστείρευτο ποταμὸ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Νὰ εἶναι βιβλικὴ καὶ πατερική, ὄχι τυπικῶς ἀλλ’ οὐσιαστικῶς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνοικεῖ σ’ αὐτὴν πλουσίως καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες νὰ εἶναι οἱ ζωντανοὶ ὁδηγοί της.


ΖΩΝΤΑΝΗ:

Ἡ θεολογία μας πρέπει νὰ μὴν εἶναι ξηρά, νοησιαρχικὴ καὶ σχολαστική, ἀλλὰ ζωντανὴ καὶ οὐσιαστική, γραμμένη «ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ., γ΄ 3). Νὰ εἶναι ἀπαύγασμα ζωῆς, προϊόν τῆς ψυχῆς, ἔκφραση τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. Νὰ ἀκούει τὸν σύγχρονον ἄνθρωπο καὶ νὰ ἔχει κάτι νὰ τοῦ πεῖ. Νὰ τὸν κατανοεῖ καὶ νὰ τὸν βοηθεῖ.

Ἡ ἀληθὴς θεολογία εἶναι ἀνθρωπιστικὴ καὶ καθοδηγητική, εἶναι θεανθρωπολογία. Τὸ ὅτι εἶναι παραδοσιακὴ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι στατικὴ καὶ ἐπαναληπτική. Ἡ πορεία της δὲν σταματᾶ. Ὁ λόγος της «οὐ δέδεται», διότι εἶναι ἔκφρασις τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος.


ΧΡΙΣΤOΒΙΩΜΑΤΙΚΗ:

Ὁ πράγματι ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι καὶ «θεοφόρος». Σκοπὸς του εἶναι ὄχι νὰ γνωρίσει τὸν Θεόν, ἀλλὰ πρωτίστως νὰ «μορφωθῆ Χριστὸς ἐν αὐτῷ» (Γαλ. δ’ 19). Μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ ε΄,8). Ὅταν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖ, τότε θὰ γίνει ὅλη ὀφθαλμός, κατὰ τὸν Ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Θεολόγος εἶναι ὁ ὁρῶν, ὁ βλέπων, ὅπως ἦταν ὁ προφήτης τῆς Π. Διαθήκης, ὁ «ἐπόπτης τῆς θείας μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ., α΄ 16) ὁ «ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. β’14).

Μόνον σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος «ἀπεκδύεται τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ ἐνδύεται τὸ νέον» (Κολ. γ΄ 9-10) ἀποκαλύπτεται ὁ Ἀπερίγραπτος. Μόνο ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει μετὰ τοῦ Χριστοῦ ὡς πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ συσταυροῦται καὶ συνθάπτεται, αὐτὸς βλέπει τὸν ἀναστάντα. Μόνον ὅταν «κατοικήσῃ ὁ Χριστὸς ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης, εἶναι δυνατὸν «καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ” (Ἐφεσ. γ΄ 17-19).


ΠΡOΣΕΥΧOΜΕΝΗ:

Μόνον μέσα στὴν θερμὴ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς συνεχοῦς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸν μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ μία ἀληθινή, ζωντανὴ καὶ ὀρθόδοξη θεολογία. Καὶ ὄχι μόνον ἡ ἀτομικὴ προσευχή, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ὁμαδικὴ λατρεία, ἡ συμμετοχὴ στὴν λειτουργικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ τροφοδοτήσει καὶ θὰ ἐμπνεύσει τὴν θεολογία μας. Ἡ ἕδρα πρέπει νὰ πλησιάζει τὸ θυσιαστήριον, τονίζει καὶ ὁ σοφὸς θεολόγος π. Γ. Φλωρόφσκυ.


ΑΓΙΑ:

Ἀλλ’ ἡ θεολογία πρέπει ἐπίσης νὰ εἶναι ἁγία. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ὑπηρέτες της, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξαν ὅσιοι καὶ ἅγιοι. Διὰ τοῦτο ὑπῆρξαν οἱ κατεξοχὴν θεολόγοι. Κάθε πιστὸς εὕρισκε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μία διαυγῆ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τους, ἕνα ζωντανὸ θεολογικὸ ὑπόμνημα.

Καὶ σήμερα, πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, ἅγιοι πρέπει νὰ γίνουν οἱ θεολόγοι, ἐὰν θέλουν νὰ δώσουν στὴ θεολογία τὴν ἀρχαία της αἴγλη καὶ τὴ θαυματουργική της δύναμη. Καὶ ἅγιος δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει φθάσει στὴν κορυφή, ἀλλὰ ὁ τείνων πρὸς τὴν ἁγιότητα, ὁ πράγματι ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀσκητής. Χωρὶς αὐτὸν τὸν ἀπαραίτητον τόνον τῆς ἁγιότητας ἡ θεολογία εἶναι ἀναιμικὴ καὶ ἄψυχος, ἀδρανὴς καὶ ἀνενέργητος.


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ:

Ἡ θεολογία ἡ ὀρθόδοξη, δὲν εἶναι αὐτόνομη ἢ ὑποκειμενική, ὅπως τὰ προτεσταντικὰ κατασκευάσματα, ἀλλὰ εἶναι στόμα καὶ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, λειτουργός τοῦ μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Διακονεῖ τὸν Θεὸν καὶ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὸ μυστικὸ «πανδοχεῖον». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἁγιαστικὸ χῶρο καὶ ἀπὸ τὴν ζωογόνο ἀτμόσφαιρα τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας. Μόνον «πεφυτευμένη ἐν τῷ Οἴκῳ Κυρίου» δύναται νὰ «φέρῃ καρπὸν πολὺν» (Ἰω, ιε’,5).


ΑΓΩΝΙΖOΜΕΝΗ:

Ἡ ἀληθινὴ θεολογία δὲν μένει κλεισμένη στὸ γραφεῖο της, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία «θεολογία τῶν καθηγητῶν», ἀλλὰ κατέρχεται καὶ στὸν στίβο, μετέχει τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου, ὅταν χρειαστεῖ. Κατὰ ταῦτα, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι πρέπει νὰ εἶναι ἀπόστολοι καὶ προφῆτες, ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες, «ἵνα μαρτυρῶσι τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω, ιη΄ 37).


ΠΝΕΥΜΑΤOΦOΡOΣ:

Εἶναι τρομερὸ ὅτι πολλοὶ θεολόγοι λησμονοῦν τὴ ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ διαβεβαίωση τοῦ ἀψευδοῦς Κυρίου: “ὁ Παράκλητος…, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω, ιστ΄, 13). Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καταυγάζει τὸν νοῦν, πυρώνει τὴν καρδιά. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἁπλὴ ἰδεολογικὴ καὶ νοητικὴ ἀνάπτυξη. Αὐτὴ εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ συχνὰ ἐπικίνδυνη. Ἂν δὲν κατοικήσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεολογήσουμε. Ὁ θεολόγος πρέπει νὰ εἶναι δοχεῖο τοῦ Πνεύματος καὶ πλῆκτρο τοῦ Πνεύματος, πνευματοφόρος καὶ πνευματοκίνητος, «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. στ΄. 3).

Σύμφωνα μ’ αὐτά, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς οὐσιαστικῆς ἀλήθειας, τῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ ἡ ὁποία εἶναι συγχρόνως ἡ OΔOΣ καὶ ἡ ΖΩΗ (Ἰω. ιδ΄, 6). Ἀναζήτηση ὄχι μόνον διὰ τῆς διανοίας, ἀλλὰ «ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ψυχῆς». Ἀναζήτηση εὐλαβικὴ καὶ ἱκετευτική, ταπεινὴ καὶ σεμνή. Μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ζώσης πίστεως, μετ’ ἀγάπης καὶ πόθου, μετὰ ταπεινώσεως καὶ συντριβῆς καὶ κατανύξεως, μετὰ καθαρότητος ψυχῆς καὶ συνεχοῦς ἐξαγνισμοῦ, «κεκαθαρμέναις διανοίαις … καὶ ταῖς αἰσθήσεσι», μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα λατρείας καὶ ἀσκήσεως, μέσα στὸ πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς.

Μία τέτοια θεολογία εἶναι γονυκλισία πρὸ τοῦ θείου μυστηρίου, εἶναι γεύση Θεοῦ καὶ ψυχικὴ ἐμπειρία, εἶναι ἱερουργία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεοῦ. (Ρώμ. ιε΄ 16) καὶ κατεξοχὴν λειτουργία, εἶναι οἰκείωση, βίωση καὶ κοινωνία Θεοῦ, συγχρόνως δὲ «καταγγελία τῶν θαυμασίων Αὐτοῦ».

Μόνον μία τέτοια ὄντως ὀρθόδοξη θεολογία δύναται νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὶς ὀλισθηρὲς ἀτραποὺς τῆς «ψευδωνύμου γνώσεως» (Α’ Τιμ. στ΄ 10)., ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ὑπάρχει ὡς μία μεγάλη ἀπειλὴ σὲ κάθε ἐποχή.

Τὴν καλλιέργεια μιᾶς τέτοιας Θεολογίας περιμένει ὁ αἰώνιος Θεός, ἀλλὰ καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας.

Μνήμη Ἁγίας Κυριακῆς (7 Ἰουλίου)




Σήμερα ἡ Ἐκκλησία, 7 Ἰουλίου, γιορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς. Ἡ ἁγία Κυριακὴ εἶναι ἀπὸ τὰ ἱερὰ θύματα τῶν τελευταίων ἀρχαίων διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ βασίλεψε ἀπὸ τὸ 284 ὥς τὸ 305, Ὓστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, στὰ 312 καὶ 313 ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ δύο Διατάγματα σταμάτησε τοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρχαῖοι διωγμοὶ εἶναι ἀπὸ τὶς ἐνδοξότερες μέρες στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ κάθε διωγμός, γιατί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία πάντα διώκεται.


 



Ἡ ἁγία Κυριακὴ ἦταν θυγατέρα εὐσεβῶν γονέων. Ὁ πατέρας της Δωρόθεος κι ἡ μητέρα της Εὐσεβία δὲν εἶχαν παιδιά. Προσεύχονταν καὶ παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσει ἕνα παιδὶ καὶ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῶν εὐσεβῶν γονέων, καὶ μιὰ Κυριακὴ γεννήθηκε ἕνα ὡραῖο κοριτσάκι. Ὁ Δωρόθεος καὶ ἡ Εὐσεβία, πιστοὶ στὴν ὑπόσχεσή τους, τὸ ὀνόμασαν Κυριακὴ καὶ τὸ ἀνάθρεψαν μὲ κάθε φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια, ὡς ἀφιερωμένο στὸ Θεό. Ἡ ἀτεκνία πάντα εἶναι μεγάλη λύπη γιὰ τοὺς συζύγους καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ ἡ χαρὰ τους πάλι πολὺ μεγάλη, ὅταν ἀποκτήσουν παιδί. Γι’ αὐτὸ μὲ κάθε τρόπο, καὶ πρῶτα μὲ τὸ ὄνομα ποὺ δίνουν στὸ παιδί, δείχνουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸ Θεό.

Στὸ διωγμὸ ποὺ κήρυξε ὁ Διοκλητιανὸς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἡ Κυριακὴ θὰ ἦταν μία παιδούλα οὔτε ὥς εἴκοσι ἀκόμα ἐτῶν. Τότε καὶ οἱ γονεῖς καὶ ἡ θυγατέρα κατηγορήθηκαν καὶ πιάστηκαν ὡς χριστιανοί. Καὶ τὸ πιὸ σκληρὸ ἦταν ὅτι χωρίστηκε τὸ κορίτσι ἀπὸ τοὺς γονεῖς του· τὸ Δωρόθεο καὶ τὴν Εὐσεβία τοὺς πῆγαν πρὸς τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν ὁδήγησαν στὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ ὁ ἡγεμόνας, ἀνακρίνοντας τὴν παιδούλα καὶ βλέποντας τὴ σταθερή της πίστη, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὴ μαστιγώσουν σκληρά. Ἡ Κυριακὴ σὲ κάθε ἐρώτηση ἀπαντοῦσε· «Εἶμαι χριστιανή». Καὶ σὲ κάθε ἀπειλὴ τοῦ ἡγεμόνα ἔλεγε· «Μὴν πλανιέσαι καὶ μὴ σὲ ξεγελάει ὁ λογισμός σου· μὲ βοηθάει ὁ Θεὸς καὶ δὲν θὰ μὲ νικήσεις».

Ὓστερ’ ἀπὸ ἐξαντλητικὴ ἀνάκριση, ὁδήγησαν τὴν ἁγία Κυριακὴ στὸ ναό, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκείνη, μπαίνοντας στὸ ναό, παρακαλοῦσε μέσα της τὸ Χριστὸ νὰ τὴν βοηθήσει. Ἕνας δυνατὸς τότε σεισμὸς κατατρόμαξε τοὺς δημίους καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ ναοῦ ἔπεσαν κι ἔγιναν κομμάτια. Ἄναψαν ὕστερα φωτιὰ γιὰ νὰ τὴν κάψουν ζωντανή, μὰ ὅπως τὴ βάτο τοῦ Μωϋσῆ, τὴν κύκλωσαν οἱ φλόγες, μὰ δὲν τὴν ἔκαψαν. Τὴν ἔριξαν ὕστερα στὰ θηρία, μὰ κι ἐκεῖνα δὲν τὴν πείραξαν, παρόμοια ὅπως τὸ Δανιήλ, ὅταν τὸν ἔριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόντων. Θὰ περίμενε κανένας ὁ ἡγεμόνας νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια του καὶ νὰ δεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, μὰ ἔξαλλος καὶ τυφλωμένος ἀπὸ ὀργὴ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸ ἀθῶο κι ἁγνὸ κορίτσι.

Ἡ ἁγία Κυριακή, πρὶν ὁ δήμιος ἐκτελέσει τὴ διαταγή, ζήτησε νὰ τὴν ἀφήσουνε νὰ προσευχηθεῖ. Γονάτισε τότε κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Κανένας δὲν ἄκουσε τὰ λόγια της, γιατί σὲ τέτοιες στιγμὲς ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, προσεύχεται «στεναγμοῖς ἀλλαλήτοις». Δὲν κινοῦνται τὰ χείλη, δὲν ἀκούεται φωνή. Κι ὅμως ὁ Θεὸς ἀκούει, κι εἶναι σὰν καὶ νὰ ρωτᾶ τὸν προσευχόμενο, σὰν καὶ τότε τὸ Μωϋσῆ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα· «Τί βοᾶς πρὸς με;». Ἡ ἁγία Κυριακὴ προσευχήθηκε γιὰ ὥρα πολλὴ κι ὕστερα ἔγειρε στὴ γῆ. Ὅταν ὁ δήμιος πλησίασε γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴ διαταγή, εἶδε πὼς ἡ ἁγία Κυριακὴ ἦταν νεκρή. Ἡ ψυχὴ τῆς παιδούλας πέταξε σὰν μικρὸ πουλί, καὶ φωτεινὸς ἄγγελος τὴν πῆρε, γιὰ νὰ τὴ φέρει στὸ Νυμφίο Χριστό.

Ἂς μείνουμε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Κυριακῆς, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της τὴν ὀνόμασαν ἔτσι, ἐπειδὴ γεννήθηκε σὲ ἡμέρα Κυριακή. Τὸ ὄνομα συνδέεται στενὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ τὸ ὄνομα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ προστίθεται σ’ αὐτὸν ὕστερα, ὅμως συνδέεται τόσο μαζί του, ποὺ γίνεται ἕνα μ’ αὐτόν. Ἔτσι καταλαβαίνουμε τὴν καλὴ συνήθεια τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν νὰ δίνουν στὰ παιδιὰ τους ὀνόματα Ἁγίων τῆς πίστης. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ ἡ Ἐκκλησία κάθε χρόνο γιορτάζει τὰ ἱερά της πρόσωπα, ὁ κάθε χριστιανὸς στὸ ὄνομά του ἔχει μία συνεχῆ ὑπόμνηση τῆς εὐσέβειας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πὼς μὲ τὸ ὄνομα εἰσάγει «εἰς τὴν οἰκίαν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ τὸν ἅγιον». Ἀμήν.

Αγία μάρτυς Κυριακή, η θαρραλέα αθλήτρια του Κυρίου

Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού, ένα ζευγάρι ευσεβών και ευπόρων χριστιανών, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, όντας άτε­κνοι παρακαλούσαν τον Θεό να χαρίσει σε αυτούς τέκνο, υποσχόμενοι να το αφιερώσουν σε Αυτόν. Η προσευχή τους εισακούσθηκε και μία Κυ­ριακή απέκτησαν θυγατέρα που για τον λόγο αυτό ονόμασαν Κυριακή. Την βάπτισαν και την ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου κατά τον Απόστολο (Εφ. 6, 4) και μένοντας πιστοί στην υπόσχεσή τους φύ­λαξαν την κόρη παρθένο, προκειμένου να την αφιερώσουν στην υπηρεσία του Κυρίου.
07_07_agia_kiriaki
Μία ημέρα, ένας πλούσιος ειδωλολάτρης που παρεπιδημούσε στην πόλη, ακούγοντας επαίνους για την ομορφιά και το ήθος της νεαράς παρθένου, αποφάσισε να την δώσει σύζυγο στον γιό του. Όταν όμως της έγινε η πρόταση, η Κυριακή δήλωσε ότι ήταν νύμφη του Χριστού και ότι επιθυ­μία της ήταν να πεθάνει εν αγνεία. Έξαλλος ο ειδωλολάτρης κατήγ­γειλε για αυτήν και τούς γονείς της στον Διοκλητιανό ότι δεν πειθαρ­χούσαν στην εξουσία του. Ο ηγεμόνας τους κάλεσε και ρώτησε να μάθει τον λόγο που απέρριπταν τους θεούς της Αυτοκρατορίας. Ο Δωρόθεος απάντησε με θάρρος ότι είχε μάθει από τους γονείς του να μην λατρεύει παρά μόνο έναν Θεό, τον Ποιητή ουρανού και γης που έλαβε σάρκα για την σωτηρία μας. Υποβλήθηκε σε μαστίγωση.
Επειδή όμως παρά τις μαστιγιές συνέχιζε να χλευάζει τα είδωλα, ο αυτοκράτορας, βλέποντας ότι δεν θα έβγαζε τίποτε έτσι, τον έστειλε μαζί με την Ευσεβία στον Ιούστο, διοικητή της Μελιτινής της Μικρής Αρμενίας. Αυτός τούς βα­σάνισε και με τον αποκεφαλισμό τους χάρισε τον στέφανο του μαρτυρίου.
Όσο για την αγία Κυριακή, ο Διοκλητιανός την απέστειλε στον γαμ­πρό του, καίσαρα Μαξιμιανό, που διέμενε στην Νικομήδεια. Αφού αυτός θαύμασε το λαμπρό της κάλλος την οδήγησε στο δικαστήριο και της υποσχέθηκε να την νυμφεύσει με κάποιον συγγενή του αυτοκράτορα αν δεχόταν να τιμήσει τους θεούς. Η νέα κόρη έμεινε στερεά στην πίστη και δήλωσε ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να την χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Ο τύραννος τότε πρόσταξε να την τεντώσουν κατά γης ανάμεσα σε τέσσερεις πασσάλους και να την δείρουν με βούνευρα μέχρι θανάτου. Οι στρατιώτες εξαντλημένοι άλλαξαν τρεις βάρδιες, άλλα η αγία παρέμενε απρόσβλητη από τα κτυπήματα τα οποία την έκαναν να ακτινοβολεί θεία χάρη.
Ο Μαξιμιανός θεωρώντας ότι οι άνδρες του από λύπη για την νεαρή παρθένο δεν χρησιμοποιούσαν όλη την δύναμή τους ξέσπασε πάνω τους την οργή του. Τότε η αγία του είπε: «Μην πλανάσαι, Μαξιμιανέ. Δεν πρόκειται να με νικήσεις ποτέ γιατί έχω βοηθό τον Θεό». Φοβούμενος νέα γελοιοποίηση, ο Μαξιμιανός είπε να την αποστείλουν στον Ιλαριανό (ή Ιλάριο), διοικητή της Βιθυνίας, άνδρα ονομαστό για την σκληρότητά του απέναντι στους χριστιανούς.
Αφού ενημερώθηκε από την επιστολή του Μαξιμιανού που συνόδευε την κρατούμενη, ο Ιλαριανός απείλησε την αγία με ανήκουστα βασανι­στήρια. Η Κυριακή αποκρίθηκε ότι θα ήταν ευκολότερο γι’ αυτόν να μα­λάξει το σίδερο παρά να την υποτάξει και γι’ αυτό, όταν περνούσαν αναμ­μένους πυρσούς πάνω στο σώμα της, αφού την είχαν κρεμάσει από τα μαλλιά, παρέμενε απαθής, σαν να είχε ήδη ενδυθεί την αφθαρσία που επαγγέλλεται για τους εκλεκτούς. Την επόμενη νύκτα δέχθηκε στο δεσμωτήριό της την επίσκεψη του Χριστού που ίασε τις πληγές της και της υποσχέθηκε να την λυτρώσει από όλες τις δοκιμασίες με την χάρη Του.
Το πρωί ο τύραννος έμεινε άναυδος βλέποντας την σώα και αβλαβή, αλλά αποδίδοντας το θαύμα αυτό στους θεούς πρόσταξε να την οδηγή­σουν στο ειδωλείο. Μπαίνοντας στον ναό η αγία γονάτισε και ανέπεμψε προσευχή στον Χριστό. Αμέσως σείστηκε το οικοδόμημα και τα είδωλα γκρεμίστηκαν κατά γης και έγιναν χίλια κομμάτια που ένας ανεμο­στρόβιλος σκόρπισε στον αέρα, τρέποντας σε φυγή τους παρόντες ειδω­λολάτρες. Μόνον ο Ιλαριανός συνέχιζε να ξεστομίζει βλασφημίες, όταν μία αστραπή έσχισε αίφνης τον ουρανό και κατέκαυσε το πρόσωπο του διοικητή που έπεσε από τον θρόνο του και εξέπνευσε. Τον αντικατέστησε ένας άλλος δικαστής, ο Απολλώνιος, που ενημερωμένος για τα γεγονότα που τάραζαν την επαρχία οδήγησε την αγία στο δικαστήριο και την κα­ταδίκασε να καεί ζωντανή.
Αφού άναψαν μεγάλη πυρά, οι στρατιώτες έριξαν μέσα την αγία Κυριακή. Παρέμεινε ώρες πολλές προσευχόμενη, με τα χέρια τεντωμένα προς τον ουρανό, χωρίς να μπορούν οι φλόγες να της προκαλέσουν το παραμικρό έγκαυμα. Κι ενώ ήταν καλοκαίρι και ο ουρανός καθαρός, ένα μαύρο σύννεφο παρουσιάστηκε και μία νεροποντή ήλθε να σβήσει την φωτιά. Ο Απολλώνιος διέταξε να απολύσουν εναντίον της δύο λιοντάρια· μόλις όμως την πλησίασαν, τα θηρία έγιναν ήμερα σαν αρνιά και ξάπλωσαν στα πόδια της αγίας. Πλήθος ειδωλολατρών, που στάθη­καν μάρτυρες στα παράδοξα αυτά, ομολόγησαν τότε τον Χρίστο και θα­νατώθηκαν πάραυτα.
Την επόμενη ημέρα μία ακόμη ανάκριση μπροστά στον διοικητή απο­δείχθηκε κι αυτή ανώφελη. Διαπιστώνοντας τότε αυτός ότι δεν ήταν σε θέση να νικήσει την γενναία αθλήτρια του Χριστού με τις κολακείες και τα μαρτύρια, την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Οδήγησαν την αγία έξω από την πόλη και εκείνη ζήτησε από τους δημίους να της παραχωρήσουν λίγο χρόνο για να προσευχηθεί. Πέφτοντας στα γόνατα ανέπεμψε μακρά προσευχή στον Χριστό, που της είχε δώσει την δύναμη να ομολογήσει το Όνομά Του ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων και είχε φυλάξει την αγνεία της μέχρι την ημέρα των μυστικών γάμων της.
Άγγελοι λαμπροί ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή της για να την παρουσιάσουν στον Νυμφίο της και η αγία πλάγιασε γλυκά στην γη. Οι στρατιώτες που ετοιμάζονταν να την αποκεφαλίσουν έμειναν έκπληκτοι βρίσκοντας την ήδη νεκρή. Άκουσαν τότε μία ουράνια φωνή να τους λέει: «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγηθείτε τα μεγαλεία του Θεού». Ενώ πήγαιναν να δώσουν αναφορά στον διοικητή για όσα είχαν δει, χριστιανοί που είχαν κρυφθεί από τον φόβο των ειδωλολατρών ήλθαν να πάρουν το σκήνωμα της αγίας και το εντα­φίασαν σε τόπο κατάλληλο, αναπέμποντας ευχαριστίες στον Θεό.
( Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 11ος Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 76-78).

Ὁ Ὅσιος Θωμὰς ὁ ἐν Μαλεῷ

Ἦταν πλούσιος καὶ τὴν περιουσία του χρησιμοποιοῦσε σὲ ἔργα φιλανθρωπικά. Τὴν δὲ ἀρχοντική του θέση, διέθετε πάντοτε πρὸς ὑποστήριξη τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐπιείκειας, χωρὶς ποτὲ νὰ ζητήσει ἐξυπηρέτηση ἀτομικῶν παθῶν καὶ συμφερόντων. Θέλησε ὅμως, νὰ προσηλωθεῖ ἀκόμα περισσότερο στὸν Θεό.
Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὸ Μαλεόἴσως νὰεἶναι τὸ ἀκρωτῆρι τῆς Πελοποννήσου ΜαλέαἘκεῖ ἔζησε ζωὴ ἀσκητική, μὲ προσευχή, μελέτη καὶ ψαλμῳδία. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, τὸν παρακινοῦσε καὶ κατέβαινε στὶς γύρω περιοχὲς καὶ εὐεργετοῦσε πολὺ κόσμο, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα καὶ νὰ θαυματουργεῖ.
 θάνατος τὸν βρῆκε νὰ εὐεργετεῖ συνεχῶςδιότι καὶ κατὰ τὸν χρόνοτῆς μόνωσής τουπροσευχόταν γιὰ ὅλους καὶ κατάρτιζε τὸν ἑαυτό τουνὰ γίνεται ἄξιο ὄργανο τοῦ Θεοῦγιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν διαρρέουσαν δόξαν ἀπέρριψας, καὶ τὸν τοῦ Κτίσαντος, ζυγὸν ἠγάπησας, ἀγγελικὴν ἐπὶ τῆς γῆς, ἑλόμενος πολιτείαν· ὅθεν χαρισμάτων σε, δωρεαῖς κατεπλούτισε, Χριστὸς ὁ Φιλάνθρωπος, ὁ δοξάσας τὸν βίον σου· ᾧ πρέσβευε Θωμᾶ θεοφόρε, ῥῦσαι ἡμᾶς πάσης ἀνάγκης.


Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος ὀπαδὸν καὶ φίλον γνήσιον
Καὶ τῶν Ὁσίων μιμητὴν καὶ ἀκροθίνιον
Ἀνυμνοῦμεν σε ἀξίως, Θωμᾶ θεόφρον·
Σὺ γὰρ ὤφθης ἀπαθείας ἐνδιαίτημα
Καὶ θαυμάτων αὐτουργὸς ἐκ θείας χάριτος
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.


Μεγαλυνάριον.
Κόσμου ἀπωσάμενος τὰ τερπνά, πόθῳ ᾠκειώσω, ὑπερκόσμια ἀγαθά, δι’ ἐνθέου βίου, Θωμᾶ θαυματοφόρε, δι’ οὗ θαυμάτων ὤφθης, Πάτερ ἀνάπλεως.

Οἱ Ἅγιοι Περεγρῖνος, Λουκιανός, Πομπήιος, Ἡσύχιος, Παππίας, Σατορνῖνος καὶ Γερμανός


Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Τραϊανοῦ (98 μ.Χ.). Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπιβιβάστηκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο καὶ ἀπέπλευσαν στὴν πόλη τοῦ Δυῤῥαχίου. 

Ἐκεῖ ὅταν εἶδαν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀστείου, ἐπισκόπου Δυῤῥαχίου, τὸν μακάρισαν καὶ συνελήφθηκαν. Στὴ συνέχεια ἀφοῦ ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί, μὲ διαταγὴ τοῦ ἀνθυπάτου Ἀγρικόλα, τοὺς ἔριξαν στὸ Ἀδριατικὸ πέλαγος καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὰ δὲ ἁγία λείψανά τους, ἀφοῦ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσα, παραχώθηκαν στὴν ἄμμο. 

Μετὰ 70 χρόνια, φανερώθηκαν στὸν ἐπίσκοπό της Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὰ παρέλαβε, τὰ ἔθαψε μὲ τιμὲς καὶ ἔκτισε στ᾿ ὄνομά τους μικρὴ Ἐκκλησία.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...