Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή Αναπλ. Καθηγητή Λειτουργικής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)
«Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί»[1].
Ο Καινοδιαθηκικός αυτός λόγος που αφορά την Παναγία Μητέρα του
Χριστού, Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία, επιβεβαιώθηκε μέσα στους αιώνες
κατά τον καλύτερο τρόπο με την Θεομητορική εορτολογική μνήμη, τη λαϊκή
ευσέβεια, το υμνολογικό «μεγαλύνωμεν» της Παναγίας, τη Συνοδική διακήρυξη (Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος 341), αλλά και την Πατερική ομολογία ότι «Θεοτόκον δέ κυρίως καί ἀληθῶς τήν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν»[2].
Η πίστη αυτή της Εκκλησίας για την Παναγία, η οποία υπηρέτησε το
μυστήριο της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου και δι’ αυτής «Θεόν τά ἀνθρώπινα προσλαβόμενον οἴδαμε τόν Χριστόν»[3],
διατρανώνεται και στη θεία Λειτουργία, το μυστήριο που αποτελεί
προέκταση του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως[4]και ανακεφαλαίωση όλου του
μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας[5].
Η Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία μνημονεύεται σε διάφορα σημεία του
κειμένου της Θείας Λειτουργίας, που στην πρωτογενή του τουλάχιστον μορφή
(Αναφορά) μας είναι γνωστό από τον 4ο μ.Χ. αι.[6]. Στα σημεία αυτά θα
αναφερθούμε στη συνέχεια ξεκινώντας από την Ακολουθία της Προθέσεως, της
οποίας η διαμόρφωση με τη σημερινή της μορφή ανάγεται στον 8ο-9ο μ.Χ.
αι.[7], προηγείται της Λειτουργίας και κατά τον ιερό Καβάσιλα τα όσα
συμβαίνουν κατ’ αυτήν επί του άρτου προδιαγράφουν «καθάπερ ἐν πίνακι»[8]το πάθος του Χριστού και τον θάνατον Αυτού.
Αρχικά η τέλεση της Προσκομιδής γινόταν πολύ απλά και σύμφωνα με το
ερμηνευτικό υπόμνημα του αγίου Γερμανού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
(8ος αι.) προσφερόταν μία προσφορά από την οποίαν έβγαινε ο αμνός. Ο
ίδιος Πατριάρχης είναι ο πρώτος που συνδέει τα τελούμενα στην Προσκομιδή
με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Χριστού[9]. Στη βάση αυτή του νέου
απεικονιστικού συμβολισμού της θείας Λειτουργίας το σκευοφυλάκιο, όπου
τελείται πλέον η προσκομιδή, «ἐμφαίνει τόν κρανίου τόπον, ἐν ᾧ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός»[10], η δε προσφορά ή άρτος ή ευλογία «ἐξ
ἧς τό Κυριακόν σῶμα διατέμνεται, εἰς τύπον τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεοτόκου
λαμβάνεται, ἥτις κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Πατρός καί θέλησιν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ
καί Λόγου καί ἐπέλευσιν τοῦ Θείου Πνεύματος, τόν ἕνα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Λόγον εἰσδεξαμένη, τέλειον Θεόν καί τέλειον ἄνθρωπον
ἀπεκύησεν»[11]. Κατά τον Θεόδωρο ή Νικόλαο Ανδίδων (11ος-12ος αι.),
σύμφωνα με τον οποίον ο συμβολισμός της Λειτουργίας επεκτείνεται σε όλα
τα γεγονότα της επί της γης ζωής του Κυρίου «εἰς τύπον τῆς πανυμνήτου Θεοτόκου πιστῶς δεχόμεθα καί δοξάζομεν»[12]την προσφορά.
Σύμφωνα με τις πηγές το 12ο αι. έχουμε μία νέα εικόνα στην Ακολουθία
της Προθέσεως. Πρώτος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος ο
Γραμματικός(1111) κάνει λόγο για χρήση τεσσάρων προσφορών το λιγότερο.
Από την πρώτη, τη δεσποτική, βγαίνει ο αμνός, από τη δεύτερη βγαίνει
μικρή σφραγίδα προς μνημόνευση της Θεοτόκου κ.λπ.[13]. Την πράξη αυτή με
τέσσερες ή και περισσότερες αν χρειαζόταν προσφορές την καταγράφει και
αποδέχεται και ο επίσκοπος Κρήτης Ηλίας (1120) στο αρχαιότερο
ολοκληρωμένο υπόμνημα – τυπικό της Προσκομιδής[14]. Στα εν λόγω κείμενα,
που καταγράφουν μία ρευστή ακόμη κατάσταση ως προς την Ακολουθία της
Προθέσεως, γίνεται λόγος περισσότερο για μνημόνευση, ακόμη και της
Θεοτόκου, και όχι για εξαγωγή μερίδων και τοποθέτησή των δίπλα ή κάτω
από τον αμνό όπως γίνεται σήμερα. Στο δίσκο εναποτίθεται μόνο η σφραγίδα
(μερίδα) από την πρώτη προσφορά[15], η οποία είναι και η μόνη που
υψούται[16]. Και σ’ αυτό ακόμη το θέμα η πραγματικότητα μέχρι την εποχή
εκείνη ήταν ρευστή και κάποιες φορές ασαφής. Ο Γερμανός
Κωνσταντινουπόλεως π.χ. μιλά για ύπαρξη τεμαχίων προσφορών στο δίσκο
εκτός βεβαίως του αμνού, «μέρη καί μέλη τοῦ σώματος» του
Χριστού, όπως γράφει, που δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για μερίδες μεταξύ
των οποίων θα ήταν προφανώς και της Θεοτόκου[17]. Παλαιότερα ακόμη ο
άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κάνει λόγο για την «τῶν ἁγίων ἀπογραφή», προφανώς για τεμάχια άρτου προς την τιμήν των αγίων, που ετίθεντο στο θείο θυσιαστήριο μαζί με την εναπόθεση «τῶν σεβασμίων συμβόλων, δι’ ὧν ὁ Χριστός σημαίνεται καί μετέχεται»[18].
Σε κάθε όμως περίπτωση σαφή μαρτυρία εξαγωγής μερίδων και μνημοσύνου
της Θεοτόκου και των αγίων έχουμε από τον Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο
(14ος αι.), ο οποίος στη «Διάταξι τῆς θείας Λειτουργίας» κάνει λόγο για πέντε άρτους – προσφορές. Η δεύτερη, ως συνήθως, προσφέρεται «εἰς τιμήν καί μνήμην τῆς ὑπερευλογημένης δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Η μερίδα δε την οποία βγάζει ο ιερεύς με την αγία λόγχη τίθεται «ἐξ ἀριστερῶν τοῦ ἁγίου ἄρτου»[19].
Για το ποια είναι τα αριστερά ή τα δεξιά του άρτου δημιουργήθηκε
αργότερα, το 17ο αι., στο Άγιον Όρος έριδα. Η κατάληξη ήταν να
ξεκαθαριστεί ότι η μερίδα της Θεοτόκου τίθεται στα δεξιά του άρτου όπως
βλέπει ο ιερέας προς το θυσιαστήριο[20].
Πληρέστερη εικόνα, τόσο τελετουργικά όσο και θεολογικά σχετικά με το
θέμα των μερίδων, μας δίδει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο
λειτουργιολόγος πατήρ επισημαίνει τον ιλαστικό χαρακτήρα που έχουν οι
μερίδες για τους ζώντες και τους τεθνεώτες, αλλά υπογραμμίζει ότι οι
μερίδες των αγίων προσφέρονται «εἰς μνήμην αὐτῶν καί τιμήν δι’ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν ἡμῶν». Μετέχουν στο φρικτό μυστήριο «ὡς συνηγωνισμένοι Χριστῷ, δόξης καί ἀναβάσεως μείζονος τῇ κοινωνίᾳ τῆς σωτηριώδους θυσίας». Δεν μεταβάλλονται όμως οι μερίδες σε «σῶμα
δεσποτικόν ἤ εἰς τά σώματα τῶν ἁγίων, ἀλλά μόνα δῶρά εἰσι καί προσφοραί
καί θυσίαι δι’ ἄρτου κατά μίμησιν τοῦ Δεσπότου καί ἐπ’ ὀνόματι τούτων
αὐτῷ προσφερόμεναι καί τῇ ἱερουργίᾳ τῶν μυστηρίων τῇ ἑνώσει τε καί
κοινωνίᾳ ἁγιαζόμεναι καί εἰς ἐκείνους ὑπέρ ὧν εἰσι τόν ἁγιασμόν
παραπέμπουσαι καί διά τῶν ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰς ἡμᾶς δή καί διά τῶν εὐχῶν
τοῦτο γίνεται»[21].
Ό,τι ισχύει για τις μερίδες των αγίων ισχύει και για την μερίδα της
Θεοτόκου με τη μόνη διαφορά ότι αυτή τιμητικά τίθεται στα δεξιά του
άρτου, ενώ οι των ταγμάτων αριστερά αυτού. Η εξαγωγή δε της σχετικής
μερίδας γίνεται «εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός»[22]. Εξαιρετικά η δόξα αυτή ανήκει στην Παναγία, τη Μητέρα του Θεού Λόγου, καθόσον κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης είναι «ἡ
τῆς μεγάλης οἰκονομίας ὑπηρέτις, τό τῆς θείας ἑνώσεως πρός ἡμᾶς
ἐργαστήριον, ἡ τοῦ μεγάλου τούτου θύματος ῥίζα τε καί γεννήτρια καί
αἰτία τῷ Ποιητῇ φανεῖσα, πρό πάντων τήν δόξαν κομίζεται καί τήν ἔλλαμψιν
πρωτοδότως ἐκ τοῦ σαρκωθέντος ἐξ αὐτῆς ὑπέρ λόγον παρθενικῶς καί ἁγίως,
καί ἡμῖν ἑνωθέντος ἄκρᾳ χρηστότητι. Διό καί ἐκ δεξιῶν τούτου
παρίσταται, καί ἅμα ἐκ δεξιῶν τοῦ ἱεροῦ ἄρτου τήν ὑπέρ αὐτῆς μερίδα
τίθεμεν, τοῦτο δηλοῦντες ἐκ τούτου, ὡς ὑπερτέρα πάντων αὕτη καί ἐγγυτέρα
Θεῷ»[23].
Παρά την τιμητική θέση της μερίδας της Παναγίας στο δισκάριο με τον
αμνό και τις άλλες μερίδες των αγίων και των πιστών, έκφραση της
ενότητας της Εκκλησίας και του μεγάλου μυστηρίου όπου «Θεός ἐν ἀνθρώποις καί Θεός ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατά φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπέρ αὐτῶν»[24],
εν τούτοις ούτε αυτή μεταβάλλεται σε σώμα Χριστού. Όλες οι μερίδες
μετέχουν του σώματος και του αίματος του Χριστού και δι’ αυτής της
επαφής και ένωσης αγιάζονται· «Οὐδεμία τῶν εἰρημένων μερίδων, εἰ καί
ἑνοῦται τῷ σώματι τοῦ Κυρίου καί τῷ αἵματι, μεταβάλλεται εἰς σάρκα καί
αἷμα Χριστοῦ. Μόνος γάρ ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ὁ εἰς ἀνάμνησιν τοῦ πάθους
τοῦ Κυρίου καί τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ προσαχθείς, οὗτος μετουσιοῦται καί
μεταβάλλεται· αἱ μερίδες μετοχικῶς τοῦ ἁγιασμοῦ μεταλαμβάνουσι. Διά
τοῦτο προσεχέτω ὁ ἱερεύς, ἵνα μή ἀντί τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου τήν μερίδα
τοῖς κοινωνοῦσι μεταδώσῃ· καί γάρ καθάπερ αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί περί τό φῶς
εἰσί τῆς Θεότητος, οὐ γίνονται δέ ἐκεῖναι φύσει Θεός, ἀλλά κατά
μέθεξιν, οὕτω καί αἱ μερίδες, εἰ καί ἑνοῦνται τῇ τοῦ Κυρίου σαρκί καί τῷ
αἵματι»[25].
Σε τελική ανάλυση εκείνο που η παράδοσή μας και η περί την Ακολουθία
της Προθέσεως (Προσκομιδής) λειτουργική ερμηνευτική της Εκκλησίας θέλει
να αναδείξει είναι αυτό που ο ιερός Καβάσιλας επισημαίνει, ότι δηλαδή «πᾶσα γάρ ἡ προσαγωγή τῶν δώρων εἰς ἀνάμνησιν γίνεται τοῦ Κυρίου καί διά πάσης ὁ αὐτοῦ καταγίνεται θάνατος»[26].
Έτσι όπως διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες η Ακολουθία της Προθέσεως
(Προσκομιδής) αποτελεί ουσιαστικά προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στη
θεία Λειτουργία. Η εικόνα του δισκαρίου, όπως την είδαμε στη σχετική
περιγραφή και ερμηνεία του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, είναι εικόνα της
ενότητας της Εκκλησίας, στρατευμένης και θριαμβεύουσας. Ως εκ τούτου
είναι και αλήθεια που παραπέμπει στη μέλλουσα βασιλεία και στο της
αιωνίου ζωής το πολίτευμα· «Θεός μεθ’ ἡμῶν ὁρώμενός τε καί μεταλαμβανόμενος»[27].
Στο γεγονός αυτό της προετοιμασίας και της «ἐν πίνακι» διαγραφόμενης θυσίας, αλλά και της αναμονής – πρόγευσης των εσχάτων, η Παναγία ως εικόνα της Εκκλησίας[28], «ἡ ἀνταπόκριση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας στήν κλήση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ»[29], λειτουργεί κάθε φορά ως η «Θεόμυστος
τράπεζα τῆς ὑπέρ νοῦν ἱερουργίας, ἐφ’ ἥν ὁ ἐξ οὐρανοῦ ἄρτος Χριστός, ὁ
ὑπέρ πάντων Ἀμνός ὡς θυμίαμα καί ἱερεῖον ζωοθυτούμενον τέθυται»[30].
Στον τύπο της δικής της μερίδας από ξεχωριστή προσφορά παρίσταται εκ
δεξιών του αμνού ως ασάλευτος θρόνος του Βασιλέως Χριστού[31]. Στον τύπο
δε της πρώτης προσφοράς «τῆς καθαρωτέρας»[32]μάλιστα, από την οποία εξάγεται ο ιερός άρτος, συνεχίζει να προσφέρει μυστικά το σώμα της από το οποίο «Χριστός ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία καί δύναμις, τήν ἑαυτοῦ σάρκα ᾠκοδόμησεν»[33].
Στη Λειτουργία δηλαδή υπάρχει η Παναγία, επειδή υπάρχει ο Χριστός, η
ζωή[34], το φως[35]και ο λυτρωτής του κόσμου. Η προς την Θεοτόκον δε
τιμή «εἰς τόν ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα (Υἱόν) ἀνάγεται»[36].
β) Στην αρχή της Θείας Λειτουργίας και συγκεκριμένα
στο τέλος κάθε συναπτής πριν από τις ευχές των αντιφώνων λέγεται από το
διάκονοτο «τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου,
δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας μετά πάντων τῶν ἁγίων
μνημονεύσαντες, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ
Θεῷ παραθώμεθα». Εδώ ζητείται η βοήθεια των αγίων και προ πάντων
της Θεοτόκου στην προσπάθειά μας να κάνουμε το Χριστό κέντρο της ζωής
μας. Οι άγιοι είναι οι φίλοι του Θεού[37]και πρώτοι αυτοί όπως και η
Θεοτόκος εμπιστεύθηκαν τη σωτηρία των στο Χριστό[38]. Η Παναγία
ιδιαίτερα αφιέρωσε από παιδί τη ζωή της στον Θεό και έγινε ο έμψυχος
θρόνος Του. «Έτσι και ο κάθε πιστός προσφέρεται στον Κύριο για να γίνει οίκος δικός Του»[39].
Ο ιερός Καβάσιλας ερμηνεύοντας το παραπάνω αίτημα σημειώνει ότι «οὐ πάντων ἐστι ‘τό παρατίθεσθαι ἑαυτούς τῷ Θεῷ’». Προς τον σκοπό αυτό χρειάζεται παρρησία η οποία έχει ως προϋπόθεση την καθαρή συνείδηση, «ὅταν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγιγνώσκῃ ἡμῶν, ὅταν τά αὐτοῦ μεριμνῶμεν, ὅταν ὑπέρ τοῦ μεριμνᾶν τά ἐκείνου (του Θεού δηλαδή)
τῶν ἡμετέρων καταφρονῶμεν. Τότε γάρ αὐτοί τε ἀληθῶς ἀφιστάμεθα τῆς
μερίμνης τῆς ὑπέρ ἡμῶν αὐτῶν, καί τῷ Θεῷ ταύτην παρατίθεμεν ἀφαλῶς,
πιστεύοντες βεβαίως ὅτι δέξεται τήν παρακαταθήκην ἡμῶν καί φυλάξει». Το
έργο αυτό όμως θέλει ιδιαίτερη σπουδή και φιλοσοφία, στηριγμό δηλαδή
και δύναμη που μόνο η Θεοτόκος και οι άγιοι μπορούν να τα προσφέρουν.
Αυτήν την έννοια έχει το «μνημονεῦσαι», το «καλέσαι» δηλαδή και το «δεηθῆναι»[40], προκειμένου όπως και η Παναγία να γίνουμε «Ἰησοῦ οἰκητήριον, τερπνόν καί ὡραῖον»[41].
Στο σημείο αυτό συνηθίζεται να ψάλλεται το «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς»,
όπως συμβαίνει πριν από τα θεομητορικά τροπάρια των κανόνων ή τα
τροπάρια των παρακλητικών κανόνων και του Ακαθίστου Ύμνου. Η φράση αυτή
δεν απαντά στη χειρόγραφη παράδοση, αλλά αποτελεί συνήθεια ευλάβειας
μεταγενέστερη. Κατά τον καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη δεν δικαιώνεται «από
την παράδοσι και από την ορθή λειτουργική τάξι. Εκτός αυτού, διακόπτει
με μία άσκοπο παραβολή την φράση της διακονικής προς το λαό προτροπής,
επισκιάζοντας έτσι το όλο νόημά της και μεταθέτοντας το βάρος της από
τον Χριστό και την παράθεσι σ’ αυτόν της ζωής μας, στις πρεσβείες της
Θεοτόκου»[42].
Τις τελευταίες δεκαετίες τέθηκε και θέμα δογματικής ακρίβειας της εν λόγω έκφρασης και εις αντικατάστασή της προτάθηκε το «Ὑπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν». Και τούτο διότι κατά την πρόταση αυτή, η Παναγία πρεσβεύει στο Χριστό που είναι και ο μόνος «σωτήρ τοῦ σώματος»[43],
δηλαδή της Εκκλησίας. Στο ζήτημα αυτό εξέφρασε την άποψή του και ο
μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι «οὐδόλως
εἶνε ἀπορριπτέον τό ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς’, διότι ἄδοντες καί
ψάλλοντες χείλεσί τε καί καρδίᾳ τοῦτο, δέν ζητοῦμεν παρά τῆς Ἀχράντου
Δεσποίνης ἵνα σώσῃ ἡμᾶς ἰδίᾳ δυνάμει καί ἐξουσίᾳ καί φυσικῷ δικαιώματι,
ὡς κακῶς ὑπολαμβάνουσί τινες, ἀλλ’ ἵνα, χρωμένη τῇ ἀπείρῳ Αὐτῆς μητρικῇ
παρρησίᾳ πρός τόν Θεόν Λόγον, εἰς Ὅν σάρκα ἐκ τῆς ἰδίας Αὐτῆς σαρκός
ἐδάνεισε, συντελέσῃ διά τῶν θερμῶν πρεσβειῶν Αὐτῆς, ὅπως κερδίσωμεν
τελικῶς τήν ἐν ΧΡΙΣΤῼ σωτηρίαν καί ἀπαλλαγῶμεν ἐκ τοῦ ἀθανάτου θανάτου.
Συνεπῶς τό ‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν’ καί τό
‘Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς’ κατ’ οὐσίαν οὐδόλως διαφέρωσι. Διότι, ἐν
μέν τῷ πρώτῳ, αἱ πρεσβεῖαι τῆς Θεοτόκου ἅς ἐπικαλούμεθα, δέν ἀναφέρονται
εἰς ἄλλο τι εἰμή εἰς τήν εὐόδωσιν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ἡμῶν· ἐν τῷ
δευτέρῳ, τό ‘σῶσον ἡμᾶς’, ὅπερ λέγομεν, δέν ἀναφέρεται εἰς ἄλλο τι εἰμή
εἰς τάς θερμάς πρεσβείας Αὐτῆς, δι’ ὧν δύναται Αὕτη νά συντελέσῃ εἰς τήν
εὐόδωσιν τῆς ἐν Χριστῷ πάλιν σωτηρίας ἡμῶν»[44].
Οι παραπάνω θέσεις δικαιώνονται απόλυτα τόσο βιβλικά, όσο και πατερικά, αλλά και λειτουργικά. Ο απόστολος Παύλος π.χ. λέγει· «τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω»[45]. Στην επιστολή Ιακώβου επίσης σημειώνεται· «ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλόν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ, σώσει ψυχήν ἐκ θανάτου»[46]. Κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό η Παναγία είναι «τό τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἐργαστήριον»[47],
αφού αυτή γέννησε το σωτήρα του κόσμου. Στην υμνογραφία επίσης πολύ
συχνά γίνεται λόγος για την Παναγία που σώζει τους ανθρώπους· «Μαρία τό σεπτόν … πέφυκας ἁμαρτωλῶν σωτηρία καί σῴζεις τούς δούλους σου»[48], «ἡ ἀρρήτως παρθένε σῷζε τούς σέ μεγαλύνοντας»[49], «χαῖρε μόνη τῶν ἀνθρώπων ἡ σωτηρία»[50]. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ανακεφαλαιώνει κατά τον καλύτερο τρόπο την περί του θέματος αυτού ορθόδοξη θέση· «Δι’ αὐτῆς γάρ (τῆς Θεοτόκου δηλαδή)καταλάμπονται
καί ἐξ αὐτῆς πρώτης ἡμεῖς διά τῶν ἁγίων σωζόμεθα, ὅτι καί διά ταύτης
Θεῷ ἡνώθημεν … κοινόν ἐστί παντός κόσμου σωτήριον … καί δι’ αὐτῆς τήν
σωτηρίαν ἐλπίζομεν … ὡς ὑπέρ πάντας σῶσαι ἡμᾶς δυναμένην»[51].
γ) Σχετικό με τα προηγούμενα είναι και το περιεχόμενο του εφυμνίου του πρώτου αντιφώνου της θείας Λειτουργίας· «Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς»[52]. Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου και πρεσβευτής μας προς αυτόν είναι η Παναγία[53]. «Αὕτη
γάρ ὑπέρ πᾶσαν λογικήν κτίσιν ἀγαπήσασα τόν Θεόν, τοῦτον ἔνοικον ἔσχε
τῇ ταπεινώσει καί ὑπερτάτῃ ἁγνείᾳ αὐτῆς, ἱκανή δεδειγμένη, καί δι’ αὐτῆς
ἡμᾶς τῷ Θεῷ καί Πατρί τόν ἀγαπητόν Υἱόν σαρκώσασα ᾠκειώσατο»[54].
Γενικότερα τα αντίφωνα σε θεολογικό επίπεδο προκηρύσσουν την Ενσάρκωση
του Λόγου[55]. Ως προρρήσεις των προφητών προκαταγγέλλουν «τήν παρουσίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἐκ Παρθένου ἐπί γῆς»[56]. Το «Ἀγαθόν τό ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ»[57]
π.χ., που είναι ο πρώτος στίχος του πρώτου αντιφώνου, κάνει λόγο για
την αφορμή της υμνήσεως του Θεού Πατέρα, αλλά και του μονογενούς Υιού.
Αυτή ακριβώς οφείλεται στη θεία φιλανθρωπία και «τά διά σαρκός ἔργα καί πάθη»[58].
Επομένως είναι πολύ λογικό το εφύμνιο να αναφέρεται στην Παναγία, το
πρόσωπο που υπηρέτησε στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου·
«Ἐπεί γάρ ὑπέρ σωτηρίας ψυχῶν καί συγχωρήσεως πταισμάτων τήν θείαν
τελοῦμεν μυσταγωγίαν, εἰκότως, ὡς ὑπερτέραν οὔσαν τήν Θεομήτορα πάντων
τῶν ἁγίων, ἤ καί αὐτῶν τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων, εἰς ἱκεσίαν
παρακαλούμεθα»[59].
δ) Ο ύμνος που ακολουθεί, δηλαδή «Ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ …», κατ’ άλλους ποίημα του Ιουστινιανού και κατ’ άλλους παλαιότερο[60], είναι ύμνος Χριστολογικός και θεωρείται «περίληψις
τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μᾶς γνωρίζει πῶς τό δεύτερον
πρόσωπον τῆς μακαρίας Τριάδος, ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ,
φύσει ἀθάνατος, ἀπαθής καί ἄτρεπτος ὑπάρχων, κατεδέξατο δι’ ἡμᾶς τούς
ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, ὄχι μόνο νά σαρκωθῇ ἐκ τῆς
ἁγίας Θεοτόκου, ἀλλά καί νά δεχθῇ σταυρόν καί θάνατον, ἵνα διά τοῦ
θανάτου Αὐτοῦ θανατώσῃ τήν ἁμαρτίαν, ἀποκτείνῃ τόν διάβολον καί οὕτως
ἀπαλλάσσων ἡμᾶς ἀπό τῆς δουλείας αὐτοῦ, σώσῃ ἡμᾶς»[61].
Σαν ένα μικρό σύμβολο πίστεως μας θυμίζει ότι κέντρο της θείας Λειτουργίας είναι ο Χριστός, ο εκ Παρθένου σαρκωθείς «ἀτρέπτου
μεινάσης τῆς θεότητος καί ἀσυγχύτου, εἷς ἐστι τῆς ἁγίας Τριάδος,
ἐνανθρωπήσας καί σταυρωθῆναι καταδεξάμενος, ὁ καί ἐν τρισαγίῳ ὕμνῳ
συνδοξαζόμενος ὑπό τῶν νοερῶν καί οὐρανίων δυνάμεων. Ἀνεκφοιτήτως γάρ
καί ἀχωρίστως τῶν πατρικῶν κόλπων καταβάς σεσάρκωται. Αὐτός οὖν ἐστι ὁ
σῴζων ἡμᾶς»[62]. Ο Χριστός «τήν αὐτοῦ Μητέρα ὑπέρ ἡμῶν ἐξελέξατο»[63]και «ἐγεννήθη ἐξ αὐτῆς ἀσυγχύτως καί ἀσυνδοιάστως, Θεός καί ἄνθρωπος»[64]. Όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας περί ενσαρκώσεως του Λόγου στο πρόσωπο της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, «διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», περικλείεται σ’ αυτόν τον μικρόν ύμνο της θείας Λειτουργίας, σ’ αυτόν «τόν παιάνα τῆς νίκης»[65]του Χριστού κατά της αμαρτίας και του θανάτου.
ε) Αυτήν την αλήθεια ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος
του Θεού καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος από την Παρθένο χωρίς να χάσει τη
θεότητά Του, την ομολογούμε και στο σύμβολο της πίστεως, το «Πιστεύω», το οποίο εισήλθε στη θεία Λειτουργία τον 6ο αιώνα από το μυστήριο του βαπτίσματος[66], ψαλλόμενο μάλιστα «ὑπό παντός τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος»[67]. Αυτή η ομολογία της πίστεως, η ευχαριστήριος ομολογία του ανθρώπου για τις δωρεές του Θεού και πρωτίστως για την «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου»
ενανθρώπηση του Λόγου, γίνεται λειτουργική εμπειρία. Έργο δηλαδή που
μαρτυρεί ότι στη θεία Λειτουργία ενεργείται εσαεί το μυστήριο της
σωτηρίας μας· «οὕτω φαινόμεθα ζῶντες ὁμοῦ καί πολιτευόμενοι. Καί τά
μέν πάθη σαρκί τοῦτον ὑπομεμενηκέναι ὁμολογῶμεν· ἀπαθῆ δέ τούτου
φυλάττεσθαι τήν θεότητα»[68].
Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύοντας το περιεχόμενο του συμβόλου της πίστεως και ιδιαιτέρως τους στίχους «Καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα» τονίζει αρχικά ότι ο Θεός Λόγος δεν σαρκώθηκε κατά φαντασίαν, αλλά πραγματικά· «εἰ γάρ φαντασίᾳ ὤφθη, τό πᾶν τῆς οἰκονομίας κενόν»[69]. Στην πραγματική αυτή ενσάρκωση για τη σωτηρία μας το Πνεύμα το άγιον «συνυπούργησε. Μία γάρ ἡ ἐνέργεια καί ἡ δύναμις τῶν τριῶν. Μόνος δέ ὁ Λόγος σεσάρκωται, καί οὐχί ὁ Πατήρ ἤ τό Πνεῦμα»[70]. Η Παναγία Παρθένος[71], «ἀσπόρως καί ἀπεριλήπτως»[72]κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, πρόσφερε τη δική της γαστέρα ώστε ο άσαρκος Λόγος να προσλάβει εξ αυτής «τήν
ἀπαρχήν τοῦ ἡμετέρου φυράματος, σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καί
νοερᾷ, ὥστε αὐτήν χρηματίσαι τῇ σαρκί ὑπόστασιν, τήν τοῦ Θεοῦ Λόγου
ὑπόστασιν, καί σύνθετον γενέσθαι τήν πρότερον ἁπλῆν οὖσαν τοῦ Λόγου
ὑπόστασιν»[73].
Ο Θεός κατά τον άγιο Συμεών, μπορούσε εξ αρχής να δημιουργήσει τον άνθρωπο και από άλλη ύλη. Δεν το θέλησε όμως «ἵνα
μή ἀκοινωνήτως πρός ταύτην ἔχων τήν κτίσιν, οὐ δύναται μένειν, ἤ
κοινωνίαν ἔχειν ἐν αὐτῇ· οὕτω δή καί τήν ἀνάπλασιν ποιῶν τοῦ ἀνθρώπου,
οὐχ ἑτέραν ὕλην προσλαβέσθαι ἠθέλησεν, ἵνα μή ἡ παραπεσοῦσα φύσις ἡμῶν
ἐναπομείνῃ τῷ πτώματι. Εἰ γάρ μή ἀπό τῶν αἱμάτων τῆς Παρθένου, τῆς ἐκ
τοῦ Ἀδάμ καταγομένης, τήν σάρκα ἦν εἰληφώς, πῶς ἄν τό συγγενές πρός
ἀνθρώπους εἶχεν; ἤ πῶς τόν ἀπό Θεοῦ ἁγιασμόν ἐλαμβάνομεν; ἤ πῶς ἄν
ἐζωώθημεν οἱ νενεκρωμένοι, μή τῆς ζωῆς ἐλθούσης ἡμῖν»[74]. Μετέχει
δηλαδή: ο Θεός του ιδίου φυράματος, για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί
μαζί του και να χαίρεται την εν Χριστώ σωτηρία στην Εκκλησία και τα
μυστήριά της, το πλήρωμα των οποίων είναι η Θεία Ευχαριστία[75], καθόσον
στο Κυριακό σώμα «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ σωματικῶς, ὅπερ ἐστιν οὐσιωδῶς»[76].
στ) Από τα κεντρικότερα και σημαντικότερα σημεία της
Θείας Λειτουργίας είναι και αυτό των διπτύχων με το οποίο ολοκληρώνεται
το τμήμα της Αναφοράς[77]. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με την
μνημόνευση των κεκοιμημένων και των αγίων μνημονεύεται «ἐξαιρέτως» και η Παναγία. «Ἐξαιρέτως δέ ἡ τῆς Παναγίας καί μόνης Θεοτόκου ἀνάμνησις, ὅτι καί νῦν καί τότε τό κοινόν ἐστί παντός τοῦ κόσμου σωτήριον»[78],
σημειώνει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος Ανδίδων ερμηνεύοντας
τη φράση αυτή αιτιολογεί τη μνημόνευση προς τη Θεομήτορα λέγοντας ότι «ὡς ἐκ προσώπου τοῦτο λέγεσθαι τοῦ Κυρίου»[79]. Τοποθετεί δηλαδή τη θέση της Θεοτόκου σε σχέση με το Χριστό και όχι σε σχέση με τους ανθρώπους, για να δειχθεί «ὅτι
μόνος αὐτός ἐκτός ἁμαρτίας ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί ὅτι ὑπέρ πάντων
ἑαυτόν ἁπλῶς δέδωκε καί ὅσα τότε, τό πάθος, ἡ ταφή καί ἡ ἀνάστασις
εἰργάσατο ταῦτα πάντα καί νῦν διά τῶν συμβόλων τοῖς πιστεύουσι
κατορθοῦται»[80].
Ο άγιος Νικόλαος ο Κάβασιλας είναι περισσότερο θεολογικός ως προς
τοθέμα αυτό. Έτσι επισημαίνει ότι η λογική λατρεία προσφέρεται και υπέρ
των αγίων όχι ως ικεσία, αλλά ως ευχαριστία· «ὡς χαριστήριον τῷ Θεῷ·
καί πάντων καί ἐξαιρέτως τῶν ἄλλων ὑπέρ τῆς μακαρίας τοῦ Θεοῦ μητρός,
ὡς οὔσης ἁγιωσύνης ἐπέκεινα πάσης. Διά τοῦτο οὐδέν αὐτοῖς εὔχεται ὁ
ἱερεύς ἀλλά μᾶλλον αὐτός παρ’ ἐκείνων εἰς τάς εὐχάς δεῖται βοηθεῖσθαι»[81]. Σε άλλο σημείο της Ερμηνείας του εξηγεί ότι το «υπέρ»αναφέρεται
όχι μόνο όταν θέλουμε να εκφράσουμε ικεσία, αλλά και όταν ευχαριστούμε,
όπως συμβαίνει με τα λεγόμενα στην Αναφορά της Λειτουργίας· «ὑπέρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμεν … ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν … καί ὑπέρ τῆς λειτουργίας ταύτης»[82].
Για να τεκμηριώσει ακόμη περισσότερο τον ευχαριστήριο, αλλά και
ικέσιο χαρακτήρα της θυσίας παραλληλίζει τη μνημόνευση της Παναγίας στα
δίπτυχα με την προσφορά της μερίδας της στην Προσκομιδή. «Ὥσπερ ἐπί τῆς πρώτης (της Προσκομιδής δηλαδή) ‘εἰς δόξαν τῆς Παναγίας, εἰς πρεσβείαν τῶν ἁγίων’, φησίν, οὕτω καί ἐπί τῆς δευτέρας· (μνημόνευση δηλαδή στα δίπτυχα)‘ὑπέρ
τῶν ἁγίων ἁπάντων, ἑξαιρέτως τῆς Παναγίας’. Ὥσπερ γάρ ἐκεῖ τήν ὑπεροχήν
αὐτῆς ἔδειξε τῶν ἄλλων προτιθείς ἁπάντων, οὕτως ἐνταῦθα, ἐπεί μετά
τινας ἄλλους αὐτῆς ἐμνημόνευσε, τό ‘ἐξαιρέτως’ προσθείς»[83]. Σε κάθε περίπτωση και μέσα από την «ἐξαιρέτως» μνημόνευση της Παναγίας στα δίπτυχα αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά η αλήθεια ότι «στη
Θεία Ευχαριστία κοινωνούμε το σώμα και το αίμα, που από αυτήν πήρε ο
ενανθρωπήσας θείος Λόγος· η σάρκα του Κυρίου είναι σάρκα της Θεοτόκου»[84].
ζ) Ο ύμνος «Ἄξιό ἐστιν ……» που ακολουθεί
έχει ξεχωριστή ιστορία και ιδιαίτερο θεολογικό ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς
αποτελείται από δύο αυτοτελή μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά το «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον, καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».Πρόκειται
για αρχαγγελικό ύμνο τον οποίον σύμφωνα με τη διήγηση την αποδιδόμενη
στον Ιερομόναχο και πρώτο του Αγίου Όρους Σεραφείμ το Θυηπόλο (16ο αι.)
έψαλε ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τη διάρκεια του Όρθρου σε κελλί της
Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως «κατά τήν Σκήτην τοῦ Πρωτάτου, τήν εὑρισκομένην εἰς τάς Καρέας, ἐκεῖ πλησίον, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος»[85].
Την ώρα που ψάλλεται το «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ …» ο αρχάγγελος Γαβριήλ υπό την μορφήν ξένου μοναχού έκαμε άλλην αρχήν του ύμνου ψάλλοντας το «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς …», για να ακολουθήσει το τροπάριο «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ…». Κατά παράκλησιν του εντοπίου μοναχού το έγραψε με το δάκτυλόν του σε μία πλάκα· «καί,
ὤ τοῦ θαύματος! τόσον βαθέως ἐχαράχθησαν τά γράμματα ἐπάνω εἰς τήν
σκληρήν πλάκα, ὡσάν νά ἐγράφησαν ἐπάνω εἰς πηλόν ἁπαλώτατον. Εἶτα λέγει
τῷ ἀδελφῷ· ἀπό τῆς σήμερον καί εἰς τό ἑξῆς, οὕτω νά ψάλλετε καί ἐσεῖς,
καί ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι»[86]. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε στους άρχοντες του Αγίου Όρους και εστάλη η σχετική πλάκα στο Πατριαρχείο, το έτος 980, «πατριαρχοῦντος
Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη. Τῆς Συνόδου δέ συνελθούσης, καθιερώθη ὁ
ἀγγελικός οὗτος ὕμνος εἰς γενικήν ἐκκλησιαστικήν χρῆσιν»[87]. Αυτή η καθιέρωση έγινε το έτος 982[88]. Εννοείται ότι το «Τήν τιμιωτέραν …»
αποτελεί το δεύτερο και παλαιότερο τμήμα του όλου Τροπαρίου. Πρόκειται
για τον ειρμό της θ΄ ωδής του κανόνα της Μ. Παρασκευής, ποίημα Κοσμά του
Μελωδού[89], ο οποίος το ενεπνεύσθη από τον ύμνο προς τη Θεοτόκο του
οσίου Εφραίμ του Σύρου· «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἀσυγκρίτως πασῶν τῶν οὐρανίων στρατιῶν …»[90].
Σε θεολογικό επίπεδο και στα δύο τμήματα του Θεομητορικού αυτού ύμνου
(μεγαλυναρίου) τονίζεται το ίδιο θέμα, ότι δηλαδή η Παναγία είναι
Θεοτόκος. Η υπερτέρα όλων των αγίων και των αγγέλων σύμφωνα και με τις
αποφάσεις της Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου είναι η όντως Θεοτόκος. Η
τετιμημένη υπέρ πάσαν κτίσιν δεν γέννησε το Χριστό ως ψιλόν άνθρωπον
θεοφόρον κατά τις απόψεις των Νεστοριανών, αλλά γέννησε «Θεόν
σεσαρκωμένον. Αὐτός ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, κυηθείς μέν ἐκ τῆς Παρθένου,
προελθών δέ Θεός μετά τῆς προσλήψεως, ἤδη καί αὐτῆς ὑπ’ αὐτοῦ θεωθείσης
… καί οὕτω νοεῖσθαι καί λέγεσθαι Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, οὐ μόνον
διά τήν φύσιν τοῦ Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου»[91].
Ο Χριστός δηλαδή είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και στο
πρόσωπό Του, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ενώθηκαν
οι δύο φύσεις «καθ’ ὑπόστασιν»[92], δηλαδή πραγματικά και
αληθινά. Δεν υπάρχει σύγχυση ή μίξη, αλλά ένωση όπως ενώνεται η φωτιά με
το σίδηρο ή η ψυχή με το σώμα στον άνθρωπο, «ἀρρήτως καί ἀφράστως»[93]κατά τον άγιο Κύριλλο, «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» κατά το δόγμα της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου[94].
Η άρνηση ή αλλοίωση αυτής της πίστης θέτει σε αμφισβήτηση όλο το
μυστήριο της θείας οικονομίας και της ενανθρωπήσεως του Λόγου για τη
σωτηρία του ανθρώπου[95]. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με πεποικοιλμένη
μάλιστα μελωδία ψάλλει στην οικεία θέση τον ύμνο για την όντως Θεοτόκο,
έτσι ώστε «τῷ προσηνεῖ καί λείῳ τῆς ἀκοῆς τό ἐκ τῶν λόγων ὠφέλιμον λανθανόντως ὑποδεξώμεθα»[96],
για να ομολογείται κάθε φορά στη Λειτουργία, η οποία ανακεφαλαιώνει το
μυστήριο της θείας οικονομίας, ότι η Παρθένος Μαρία είναι η Θεοτόκος· «τό
ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων· ἡ πανήγυρις τοῦ σωτηρίου
συναλλάγματος· ἡ παστάς ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα … Μαρία ἡ
δούλη καί μήτηρ, ἡ παρθένος καί οὐρανός, ἡ μόνη Θεοῦ πρός ἀνθρώπους
γέφυρα»[97].
Κατά τη θεία Λειτουργία του Μεγάλου
Βασιλείου ως μεγαλυνάριο της Θεοτόκου στο τέλος των διπτύχων ψάλλεται ο
ύμνος «Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα
καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν
καύχημα, ἐξ ἧς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων
Θεός ἡμῶν. Τήν γάρ σήν μήτραν θρόνον ἐποίησε καί τήν σήν γαστέρα
πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο. Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ
κτίσις· δόξα σοι». Ο ύμνος αυτός που εκθειάζει την παρθενία και αγιότητα
της Παναγίας και αναφέρεται στη συμβολή της στο μυστήριο της
Ενσαρκώσεως εντάχθηκε στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου από το
14ο αι. και δη το έτος 1360[98]. Σχετίζεται δε με το πολυθρύλλητον θαύμα
που έγινε την εν λόγω εποχή στο Άγιον Όρος: «Ἐπί τῶν ἡμερῶν, γράφει ἡ
ἱστορία, τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου κυρίου Φιλοθέου, ἡγουμενεύοντος ἐν τῇ
ἁγίᾳ Λαύρᾳ τοῦ Ἄθωνος τοῦ πανοσιωτάτου ἐκείνου κυροῦ Ἰακώβου τοῦ
Πρικανᾶ, ὁ παναγιώτατος πατριάρχης ὁ Κάλλιστος εἶχεν ὁρίσει ὅπως ψάλλωσι
τοῦτο, τελουμένης τῆς θείας μυσταγωγίας ἐν τῷ καιρῷ τῶν διπτύχων.
Ὁ δέ γε παναγιώτατος πατριάρχης
Φιλόθεος ὥρισεν, ἵνα ψάλλωσι τό Ἄξιόν ἐστιν, ὡς συντομώτερον. Ἔτυχε
τοίνυν ἡ παραμονή τῶν Φώτων ἐν Κυριακῇ ἤ Σαββάτῳ, οὐ μέμνημαι καλῶς· καί
λέγει ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος ἑνί δομεστίκῳ τοῦ χοροῦ, τό ὄνομα
Γρηγορίῳ, ἵνα ψάλλῃ τό· Ἐπί σοί χαίρει· ἀντεῖπον δέ τινες, μέρος ὄντες
τοῦ Φιλοθέου. Ὁ δέ γε Ἀλεξανδρείας πάλιν ἐπέταξε τοῦτο εἰπεῖν. Ἔψαλλε
τοίνυν ὁ δομέστικος. Ἑσπέρας δέ μετά τό τέλος τῆς ἀγρυπνίας καθεσθέντων
πάντων, ἐτράπη ὁ δομέστικος εἰς ὕπνον μικρόν. Καί ὁρᾷ τήν Δέσποιναν ἡμῶν
τήν Θεοτόκον ἱσταμένην ἐπάνω αὐτοῦ, καί λέγουσαν: ‘δέξαι σου τό
ψαλτικόν ὦ δομέστικε, καί εὐχαριστῶ σοι πολλά’. Τοῦτο δέ εἰποῦσα,
δίδωσιν αὐτῷ οἰκειοχείρως χρυσοῦν ἕν, ὅ καί κρέμαται σήμερον ἐν μιᾷ ἁγίᾳ
εἰκόνι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῇ σεβασμίᾳ μεγίστῃ Λαύρᾳ τοῦ Ἄθωνος.
Ἔκτοτε τοίνυν διαδοθέντος τοῦ θαύματος ἁπανταχοῦ, ὥρισεν ἡ Ἐκκλησία ὅπως
ψάλληται ἀεννάως παρά πάντων, καί ὅτε τελεῖται ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου
Λειτουργία καί ἐν Ἀποδείπνοις»[99].
η) Κατά την ώρα που ο λαός ψάλλει
το «Ἄξιόν ἐστι…» ή το «Ἐπί σοί χαίρει …» ο ιερέας προ των τιμίων δώρων
ευλογεί σήμερα και υψώνει το αντίδωρο[100]. Το αντίδωρο βεβαίως το
οποίον δεν είναι παρά τεμάχια (ευλογίες) από τον προσφερθέντα άρτο
(λειτουργιά) «οὗ τό μεσαίτατον ἐκβληθέν ἱερουργήθη καί σῶμα Χριστοῦ
γέγονεν»[101], είναι ήδη αγιασμένο και ευλογημένο από την πρόθεση.
Επομένως δεν έχουμε κατά το «Ἄξιόν ἐστιν ……» ύψωση και ευλογία του
αντιδώρου, αλλά ύψωση της Παναγίας, του σώματος της οποίας σύμβολο είναι
το αντίδωρο· «Τί δ’ ἄλλο ἐστί τό λειπόμενον ἤ ὁ τοῦ παρθενικοῦ σώματος
τύπος ὁ μερισμός τῆς εὐλογίας καί προσφορᾶς;»[102].
Η σημερινή λοιπόν
παρερμηνευμένη συνήθεια έχει τις ρίζες της στο παλαιό έθος κατά το
οποίο μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων ο ιερεύς υψώνει ή την μερίδα
της Παναγίας ή την προσφορά από την οποία εξήχθη ο αμνός και συμβολίζει,
όπως άλλωστε είδαμε, το σώμα της Θεοτόκου. Την ύψωση πάνω από το
δισκάριο συνοδεύουν οι Θεομητορικοί στίχοι και ύμνοι«Μέγα τό ὄνομα τῆς
ἁγίας Τριάδος», «Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν»,«Μακαρίζομέν σε πᾶσαι αἱ
γενεαί …» και «Ἄξιον ἐστίν …»[103]. Η πράξη αυτή, η οποία τελείται με
Ακολουθία στην τράπεζα των μοναχών[104], αλλά κατά τον άγιο Συμεών και
στον Όρθρο μετά την ενάτη ωδή[105] ή «καί ἐν ἡμέρᾳ καί ἐν νυκτί καί ἐν
πάσῃ ὥρᾳ»[106], εκφράζει την ευλάβεια των πιστών προς την Παναγία.
Η
με αυτόν τον τρόπο επίκληση του ονόματός της πηγάζει από την πίστη ότι η
Θεοτόκος είναι πάντοτε έτοιμη προς βοήθεια. «Καί ὁ ἄρτος αὐτῇ ὡς δῶρο
κομίζεται· μᾶλλον δέ δι’ αὐτῆς τῷ Υἱῷ αὐτῆς ὑπέρ ἡμῶν ἐξ αὐτῆς
σαρκωθέντα καί δι’ ἡμᾶς ἑκουσίως σταυρόν ὑπομείναντα»[107]. Η σύνδεση
της Θεοτόκου με το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Λόγου, όπως αυτό
βιώνεται στη Θεία Λειτουργία, είναι σαφής. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
που και αυτός, όπως και ο άγιος Συμεών, θεωρεί αποστολική παράδοση την
ύψωση της Παναγίας, δίδει μίαν άλλη διάσταση στην πράξη αυτή. Τη θεωρεί
δηλαδή κάτι ανάλογο με την ευχαριστία που προσφέρθηκε στο Χριστό· «Ἔδοξε
τοῖς ἱεροῖς ἀποστόλοις εἰς τόν ἐκείνων τόπον ἕτερον ἄρτον ἑξαιρεῖσθαι
τῇ τοῦ Κυρίου Μητρί, καί εἰς ἀνάμνησιν αὐτῆς, ὥσπερ ἐκεῖνα τήν τοῦ
Δεσπότου, τοῦτον ἀνατιθέναι τε καί μεταλαμβάνειν»[108].
θ) Μετά την
απονομή του αντιδώρου γίνεται η απόλυση της Θείας Λειτουργίας με την
τελική ευλογία που ο ιερεύς δίδει στους πιστούς. Η ευλογία αυτή και ευχή
επικαλείται το Χριστό, τον αληθινό Θεό μας, να ελεήσει και σώσει το λαό
Του. Το περιεχόμενο της απόλυσης είναι μαρτυρία «ὅτι διά τῆς τοῦ
Σωτῆρος οἰκονομίας καί τῆς ἱερουργίας σεσώσμεθά τε καί σωθησόμεθα,
συνεργούσης ταῖς εὐχαῖς τοῦ ὑπηρέτου τοῦ μεγίστου μυστηρίου, τῆς
Θεοτόκου, καί πάντων τῶν ἡγιασμένων ἐκ τούτου» [109].
Επίλογος
Ανακεφαλαιώνοντας
τα όσα με βάση το κείμενο της Θείας Λειτουργίας αναφέραμε για τη θέση
της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας στο μυστήριο της Θείας
Λειτουργίας – Ευχαριστίας, φάνηκε ότι από την αρχή έως το τέλος
τονίζεται η καθοριστική για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους συμβολή της
στο γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν
λέγαμε ότι η Παναγία, «η εικόνα της κτίσεως, η εικόνα της
Εκκλησίας»[110], είναι το κατ’ εξοχήν ευχαριστιακό πρόσωπο. Και τούτο
όχι με την έννοια ότι ιερουργεί η ίδια, αλλά με την έννοια ότι
τραπεζοφορεί τον ουράνιο άρτο Χριστό, ο οποίος σε κάθε ευχαριστιακή
σύναξη προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. «Η Παναγία μας
είναι ο φιλότιμος εστιάτωρ της θείας και θεοποιού τροφής, ο
παρασκευαστής της αγίας τροφής και η τροφός των καλεσμένων»[111].
Όπως κατά την ενσάρκωση του
Λόγου χάρη στην Θεοτόκο έγινε η υποστατική ένωση της θείας και της
ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού έτσι και στη Θεία Λειτουργία η
Παναγία προσφέρει μυστικά το σώμα της για να πραγματοποιείται κάθε φορά
το ίδιο μυστήριο· «Η Θεία Ευχαριστία γίνεται δυνατή μόνο με την
υποστατική ένωση θεότητας και ανθρωπότητας που πραγματοποιείται στη
μήτρα της Παρθένου Μαρίας θαυματουργικά, ύστερα από την ελεύθερη
κατάφασή της στην κλήση του αγγέλου. Έτσι με τη μετοχή στο μυστήριο της
Θείας Ευχαριστίας οι πιστοί γίνονται κοινωνοί αλλά και ομολογητές του
μυστηρίου του σταυρού και της ανάστασης»[112]. Όπως στη θεολογία Χριστός
και Παναγία δεν χωρίζονται έτσι και στην Εκκλησία και δη στη θεία
Λειτουργία ο Χριστός ιερουργεί τη σωτηρία μας και η Θεοτόκος συνεργεί ως
υπηρέτης του μεγάλου μυστηρίου.