Κάθε 23 Οκτωβρίου οι εκκλησιαστικοί ιστότοποι κατακλύζονται από
ρεπορτάζ και φωτογραφίες σχετικά με τη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του
αδελφοθέου η οποία τελέσθηκε ανά την επικράτεια στη μνήμη του. Πρόκειται
αναμφίβολα για μια επαινετέα συνήθεια αναβίωσης αυτού του αρχαϊκού
λατρευτικού τύπου.
Στις φωτογραφίες αυτές ευφραινόμαστε βλέποντας επισκόπους να μοιάζουν στους αγίους μας: με φαιλόνιο και ωμοφόριο, χωρίς τον ανιστόρητο σάκο και την αντιαισθητική μίτρα. Επίσης παρατηρούμε πιστούς να μεταλαμβάνουν από το κάθε είδος Θείας Κοινωνίας χωριστά. Αν υπάρχει και βίντεο, ακούμε άφθονες ιερατικές ευχές και λίγα σύντομα ψαλτικά, έχει δε συμβή να αξιωθούμε της μεγάλης χαράς να ακούσουμε το ‘Αμήν’ του λαού κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Και μετά τι; Από την επομένη, τα κεφάλια μέσα!
Ξανά στα ίδια: αυτοκρατορική ένδυση, πλήρης αποσιώπηση των ευχών, αργά μέλη, ισχυρά μεγάφωνα, ένα ‘Αμήν’ που το επαναλαμβάνει ο ίδιος ο λειτουργός (ίλεως γενού, Κύριε!). Πάλι η θλιβερή επανάληψη των αντιλειτουργικών και αντιεκκλησιαστικών συνηθειών οι οποίες λυμαίνονται την Εκκλησία εδώ και αιώνες ακυρώνοντας την εκκλησιολογική συνείδηση των πιστών. (Γιατί όχι; και πολλών κληρικών).
Οι ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, χρειάζεται να το αντιληφθούμε αυτό, είναι έκφραση μιας εμπράγματης εκκλησιολογίας. Μαρτυρούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το Σώμα της Εκκλησίας, για την θέση των λαϊκών, για την συμμετοχή τους στην ψαλμωδία, για την εγγύτητα κληρικών και πιστών που δεν νοείτο κατά την εποχή εκείνη να τους χωρίζει τέμπλο, για τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας (και όχι εγκοσμιοκρατικό ως απομεινάρι του παλατίου). Οι αρχαίες λειτουργίες που, από πρόνοια Θεού, διασώθηκαν τουλάχιστον στα χαρτιά, ενδιαφέρονταν για το μέλλον της Εκκλησίας, όχι για το παρελθόν της. Έτσι, σε τούτη την αγκυλωμένη εποχή, αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες μιας προδομένης εκκλησιολογίας.
Δεν υπονοώ πως οι εν χρήσει λειτουργίες (Χρυσοστόμου, Βασιλείου) εκφράζουν προβληματική εκκλησιολογία. Ο άγιος Μάξιμος επ’ αυτών έγραψε την εκπληκτική εσχατολογική ‘Μυσταγωγία’ του. Απλούστατα κατά την εποχή εκείνη ακόμη δεν είχαν υποστή την φθορά που ακολούθησε. Για την ακρίβεια είχε μόλις αρχίσει. Κατά τους επόμενους αιώνες, όμως, υπέστησαν τέτοια παθήματα ώστε μεταβλήθηκαν τελικά (στις συνειδήσεις των περισσοτέρων, εννοώ) σε ένα σύνολο ευλαβών πράξεων, το οποίο κάποια απόμακρη σχέση μόνο διατηρεί με το αρχικό μεγαλειώδες δημιούργημα.
Επειδή θεωρώ βέβαιο ότι κάποιοι θα διακρίνουν στις γραμμές αυτές μια δήθεν υποτίμηση του μυστηρίου και θα με ρωτήσουν με τον γνωστό επιθετικό τους τρόπο αν πιστεύω ότι σταμάτησε η Χάρη του Θεού να διαχέεται κατά την Θεία Ευχαριστία όπως τελείται σήμερα, θα σπεύσω να τους ζητήσω ‘να αφήσουν ήσυχο’ τον Θεό και την Χάρη Του. Ο Κύριός μας συνεχίζει και θα συνεχίζει να κάνει στους αιώνες των αιώνων αυτό που ξέρει καλά: να σκορπίζει Χάρη, να δέχεται, να συγχωρεί, να ενσωματώνει, να αγιάζει. Με εμάς είναι το πρόβλημα. Το ερώτημα που ορθώνεται μπροστά μας είναι αν και πόσο, με την Θεία Λειτουργία όπως την τελούμε σήμερα, οικοδομούμε συνειδήσεις Χριστιανών με επίγνωση μέλους του Σώματός Του. Αν μαρτυρούμε μέσω της Λατρείας για την αλήθεια της Εκκλησίας. Αν εμείς επιτρέπουμε στη Χάρη να μάς ‘καταρτίζει’ στην πληρότητα της ζωής Του.
Μου είναι δύσκολο να σας μεταδώσω την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι όταν χρειάζεται να εξηγήσω την Θεία Λειτουργία σε έναν λειτουργικά ‘αναλφάβητο’. Έχω συναντήσει αρκετούς τέτοιους: διανοούμενους που αποφάσισαν να πλησιάσουν την Εκκλησία, έντιμους ανθρώπους που είχαν μείνει για χρόνια μακριά της, αλλοεθνείς που θέλησαν να κατηχηθούν. Σε όλους αυτούς πρέπει να μεταδώσω δύο θεμελιώδη στοιχεία: τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας και την φανέρωση και συγκρότηση του λαού του Θεού σε Σώμα. Μόνο που αμφότεροι οι στόχοι είναι σχεδόν αδύνατο να φανερωθούν στην σημερινή δομή της Λειτουργίας. Έτσι αναγκάζομαι συχνά να προσθέτω: «αυτό γινόταν έτσι στην αρχαία Εκκλησία για να φανερώσει εκείνο, αλλά σήμερα δεν γίνεται πλέον», «αυτό υπονοείται αλλά δεν το κάνουμε έτσι πια», «αυτό εισήχθη κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια και είναι άσχετο με το τελεσιουργούμενο μυστήριο» κ.ο.κ… Ποιά είναι τα αλλοιωμένα σημεία; Προσκομιδή, Μικρά Είσοδος, Ασπασμός της Ειρήνης, Απαγγελία Ευχών εις επήκοον, Συμψαλμωδία, Συναπαγγελία, Αμφίεση Αρχιερέων, Φήμη και Πολυχρονισμός τους κ.ά.
Υπο το φως των ως άνω σκέψεων η τέλεση άπαξ ή δις του έτους αρχαίας Λειτουργίας είναι μεν πολύτιμη διότι οξύνει την αυτοσυνειδησία μας, αποβαίνει όμως και οδυνηρή διότι ξύνει και τις πληγές μας. Σε μια Εκκλησία η οποία εμφανίζεται απρόθυμη να αποβάλει τα ξένα στοιχεία που η άγνοια αλλά και η ιδιοτέλεια επεσώρευσαν, η τέλεση αρχαίας Λειτουργίας –ας μου συγχωρηθή- αποβαίνει απλώς μια παράσταση. Εντυπωσιακή μεν, αλλά χωρίς αντίκρυσμα.
Μήπως εισηγούμαι να σταματήσει η τέλεση της; Κάθε άλλο, πρέπει να γίνει συχνότερη. Ούτε φυσικά προτείνω να επανέλθει η χωριστή μετάδοση των δύο ειδών, για προφανείς λόγους ασφαλείας. Όλες οι υπόλοιπες ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, όμως, επανέρχονται άπαξ του ενιαυτού για να μάς κρίνουν. Να κρίνουν τα αυτονόητά μας, την δίψα μας για πρωτοτυπία πότε-πότε, την επίδειξη ανώδυνης προοδευτικότητας και ευρύτητας πνεύματος ενδεχομένως, αλλά συνάμα την αμετακίνητη διατήρηση του status quo.
Δεν ήταν όλα τέλεια στην αρχαία Εκκλησία. Δεν την εξιδανικεύουμε ούτε θέλουμε να την αποκαταστήσουμε. Κάθε περίοδος της Εκκλησίας έχει να συμβάλει με τα δικά της χαρακτηριστικά στην διαμόρφωση του ψηφιδωτού της καθολικότητας. Αυτή η συμβολή της, όμως, απαιτεί μια θεμελιώδη προϋπόθεση: να διαθέτει την ικανότητα να εκφράζει την ορθόδοξη εκκλησιολογία, ή τουλάχιστον να είναι συμβατή με αυτήν. Και η αρχαία Εκκλησία έθεσε αξεπέραστες βάσεις εκκλησιολογικού φρονήματος.
Επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αρχαίες Λειτουργίες και ταυτόχρονα κρατώντας αδιαπραγμάτευτα όσα στηρίζουν τον κληρικαλισμό, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τις ‘διεθνείς ημέρες’. Πολλοί έχουν επισημάνει π.χ. ότι το να αφιερώνουμε μία μέρα τον χρόνο στους αναπήρους, με επισημότητες και εκδηλώσεις, γίνεται το άλλοθί μας ώστε να μην κάνουμε τίποτε απολύτως γι’ αυτούς κατά τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Δυστυχώς αυτό θυμίζει ετούτη η ενιαύσια πρωτοτυπία μας.
Με άλλα λόγια, φαίνεται σαν να αποφασίζουμε να κρατήσουμε επιλεκτικά την λειτουργική επιφάνεια της αρχαίας Εκκλησίας, ως έκτακτη και επετειακή μουσειακή αναπαράσταση μόνο, απορρίπτοντας το φρόνημα που την γέννησε. Δηλαδή, διατηρώντας «τη μορφή της ευσέβειας, αλλά έχοντας αρνηθή την δύναμη της» (Β’ Τιμ. 3: 5)…
ΠηγήΣτις φωτογραφίες αυτές ευφραινόμαστε βλέποντας επισκόπους να μοιάζουν στους αγίους μας: με φαιλόνιο και ωμοφόριο, χωρίς τον ανιστόρητο σάκο και την αντιαισθητική μίτρα. Επίσης παρατηρούμε πιστούς να μεταλαμβάνουν από το κάθε είδος Θείας Κοινωνίας χωριστά. Αν υπάρχει και βίντεο, ακούμε άφθονες ιερατικές ευχές και λίγα σύντομα ψαλτικά, έχει δε συμβή να αξιωθούμε της μεγάλης χαράς να ακούσουμε το ‘Αμήν’ του λαού κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Και μετά τι; Από την επομένη, τα κεφάλια μέσα!
Ξανά στα ίδια: αυτοκρατορική ένδυση, πλήρης αποσιώπηση των ευχών, αργά μέλη, ισχυρά μεγάφωνα, ένα ‘Αμήν’ που το επαναλαμβάνει ο ίδιος ο λειτουργός (ίλεως γενού, Κύριε!). Πάλι η θλιβερή επανάληψη των αντιλειτουργικών και αντιεκκλησιαστικών συνηθειών οι οποίες λυμαίνονται την Εκκλησία εδώ και αιώνες ακυρώνοντας την εκκλησιολογική συνείδηση των πιστών. (Γιατί όχι; και πολλών κληρικών).
Οι ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, χρειάζεται να το αντιληφθούμε αυτό, είναι έκφραση μιας εμπράγματης εκκλησιολογίας. Μαρτυρούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το Σώμα της Εκκλησίας, για την θέση των λαϊκών, για την συμμετοχή τους στην ψαλμωδία, για την εγγύτητα κληρικών και πιστών που δεν νοείτο κατά την εποχή εκείνη να τους χωρίζει τέμπλο, για τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας (και όχι εγκοσμιοκρατικό ως απομεινάρι του παλατίου). Οι αρχαίες λειτουργίες που, από πρόνοια Θεού, διασώθηκαν τουλάχιστον στα χαρτιά, ενδιαφέρονταν για το μέλλον της Εκκλησίας, όχι για το παρελθόν της. Έτσι, σε τούτη την αγκυλωμένη εποχή, αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες μιας προδομένης εκκλησιολογίας.
Δεν υπονοώ πως οι εν χρήσει λειτουργίες (Χρυσοστόμου, Βασιλείου) εκφράζουν προβληματική εκκλησιολογία. Ο άγιος Μάξιμος επ’ αυτών έγραψε την εκπληκτική εσχατολογική ‘Μυσταγωγία’ του. Απλούστατα κατά την εποχή εκείνη ακόμη δεν είχαν υποστή την φθορά που ακολούθησε. Για την ακρίβεια είχε μόλις αρχίσει. Κατά τους επόμενους αιώνες, όμως, υπέστησαν τέτοια παθήματα ώστε μεταβλήθηκαν τελικά (στις συνειδήσεις των περισσοτέρων, εννοώ) σε ένα σύνολο ευλαβών πράξεων, το οποίο κάποια απόμακρη σχέση μόνο διατηρεί με το αρχικό μεγαλειώδες δημιούργημα.
Επειδή θεωρώ βέβαιο ότι κάποιοι θα διακρίνουν στις γραμμές αυτές μια δήθεν υποτίμηση του μυστηρίου και θα με ρωτήσουν με τον γνωστό επιθετικό τους τρόπο αν πιστεύω ότι σταμάτησε η Χάρη του Θεού να διαχέεται κατά την Θεία Ευχαριστία όπως τελείται σήμερα, θα σπεύσω να τους ζητήσω ‘να αφήσουν ήσυχο’ τον Θεό και την Χάρη Του. Ο Κύριός μας συνεχίζει και θα συνεχίζει να κάνει στους αιώνες των αιώνων αυτό που ξέρει καλά: να σκορπίζει Χάρη, να δέχεται, να συγχωρεί, να ενσωματώνει, να αγιάζει. Με εμάς είναι το πρόβλημα. Το ερώτημα που ορθώνεται μπροστά μας είναι αν και πόσο, με την Θεία Λειτουργία όπως την τελούμε σήμερα, οικοδομούμε συνειδήσεις Χριστιανών με επίγνωση μέλους του Σώματός Του. Αν μαρτυρούμε μέσω της Λατρείας για την αλήθεια της Εκκλησίας. Αν εμείς επιτρέπουμε στη Χάρη να μάς ‘καταρτίζει’ στην πληρότητα της ζωής Του.
Μου είναι δύσκολο να σας μεταδώσω την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι όταν χρειάζεται να εξηγήσω την Θεία Λειτουργία σε έναν λειτουργικά ‘αναλφάβητο’. Έχω συναντήσει αρκετούς τέτοιους: διανοούμενους που αποφάσισαν να πλησιάσουν την Εκκλησία, έντιμους ανθρώπους που είχαν μείνει για χρόνια μακριά της, αλλοεθνείς που θέλησαν να κατηχηθούν. Σε όλους αυτούς πρέπει να μεταδώσω δύο θεμελιώδη στοιχεία: τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας και την φανέρωση και συγκρότηση του λαού του Θεού σε Σώμα. Μόνο που αμφότεροι οι στόχοι είναι σχεδόν αδύνατο να φανερωθούν στην σημερινή δομή της Λειτουργίας. Έτσι αναγκάζομαι συχνά να προσθέτω: «αυτό γινόταν έτσι στην αρχαία Εκκλησία για να φανερώσει εκείνο, αλλά σήμερα δεν γίνεται πλέον», «αυτό υπονοείται αλλά δεν το κάνουμε έτσι πια», «αυτό εισήχθη κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια και είναι άσχετο με το τελεσιουργούμενο μυστήριο» κ.ο.κ… Ποιά είναι τα αλλοιωμένα σημεία; Προσκομιδή, Μικρά Είσοδος, Ασπασμός της Ειρήνης, Απαγγελία Ευχών εις επήκοον, Συμψαλμωδία, Συναπαγγελία, Αμφίεση Αρχιερέων, Φήμη και Πολυχρονισμός τους κ.ά.
Υπο το φως των ως άνω σκέψεων η τέλεση άπαξ ή δις του έτους αρχαίας Λειτουργίας είναι μεν πολύτιμη διότι οξύνει την αυτοσυνειδησία μας, αποβαίνει όμως και οδυνηρή διότι ξύνει και τις πληγές μας. Σε μια Εκκλησία η οποία εμφανίζεται απρόθυμη να αποβάλει τα ξένα στοιχεία που η άγνοια αλλά και η ιδιοτέλεια επεσώρευσαν, η τέλεση αρχαίας Λειτουργίας –ας μου συγχωρηθή- αποβαίνει απλώς μια παράσταση. Εντυπωσιακή μεν, αλλά χωρίς αντίκρυσμα.
Μήπως εισηγούμαι να σταματήσει η τέλεση της; Κάθε άλλο, πρέπει να γίνει συχνότερη. Ούτε φυσικά προτείνω να επανέλθει η χωριστή μετάδοση των δύο ειδών, για προφανείς λόγους ασφαλείας. Όλες οι υπόλοιπες ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, όμως, επανέρχονται άπαξ του ενιαυτού για να μάς κρίνουν. Να κρίνουν τα αυτονόητά μας, την δίψα μας για πρωτοτυπία πότε-πότε, την επίδειξη ανώδυνης προοδευτικότητας και ευρύτητας πνεύματος ενδεχομένως, αλλά συνάμα την αμετακίνητη διατήρηση του status quo.
Δεν ήταν όλα τέλεια στην αρχαία Εκκλησία. Δεν την εξιδανικεύουμε ούτε θέλουμε να την αποκαταστήσουμε. Κάθε περίοδος της Εκκλησίας έχει να συμβάλει με τα δικά της χαρακτηριστικά στην διαμόρφωση του ψηφιδωτού της καθολικότητας. Αυτή η συμβολή της, όμως, απαιτεί μια θεμελιώδη προϋπόθεση: να διαθέτει την ικανότητα να εκφράζει την ορθόδοξη εκκλησιολογία, ή τουλάχιστον να είναι συμβατή με αυτήν. Και η αρχαία Εκκλησία έθεσε αξεπέραστες βάσεις εκκλησιολογικού φρονήματος.
Επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αρχαίες Λειτουργίες και ταυτόχρονα κρατώντας αδιαπραγμάτευτα όσα στηρίζουν τον κληρικαλισμό, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τις ‘διεθνείς ημέρες’. Πολλοί έχουν επισημάνει π.χ. ότι το να αφιερώνουμε μία μέρα τον χρόνο στους αναπήρους, με επισημότητες και εκδηλώσεις, γίνεται το άλλοθί μας ώστε να μην κάνουμε τίποτε απολύτως γι’ αυτούς κατά τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Δυστυχώς αυτό θυμίζει ετούτη η ενιαύσια πρωτοτυπία μας.
Με άλλα λόγια, φαίνεται σαν να αποφασίζουμε να κρατήσουμε επιλεκτικά την λειτουργική επιφάνεια της αρχαίας Εκκλησίας, ως έκτακτη και επετειακή μουσειακή αναπαράσταση μόνο, απορρίπτοντας το φρόνημα που την γέννησε. Δηλαδή, διατηρώντας «τη μορφή της ευσέβειας, αλλά έχοντας αρνηθή την δύναμη της» (Β’ Τιμ. 3: 5)…
του π.Βασιλείου Θερμού
το είδαμε εδώ