Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

Η παράσταση τελείωσε! Του χρόνου πάλι!

                                          

Κάθε 23 Οκτωβρίου οι εκκλησιαστικοί ιστότοποι κατακλύζονται από ρεπορτάζ και φωτογραφίες σχετικά με τη Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου η οποία τελέσθηκε ανά την επικράτεια στη μνήμη του. Πρόκειται αναμφίβολα για μια επαινετέα συνήθεια αναβίωσης αυτού του αρχαϊκού λατρευτικού τύπου.






Στις φωτογραφίες αυτές ευφραινόμαστε βλέποντας επισκόπους να μοιάζουν στους αγίους μας: με φαιλόνιο και ωμοφόριο, χωρίς τον ανιστόρητο σάκο και την αντιαισθητική μίτρα. Επίσης παρατηρούμε πιστούς να μεταλαμβάνουν από το κάθε είδος Θείας Κοινωνίας χωριστά. Αν υπάρχει και βίντεο, ακούμε άφθονες ιερατικές ευχές και λίγα σύντομα ψαλτικά, έχει δε συμβή να αξιωθούμε της μεγάλης χαράς να ακούσουμε το ‘Αμήν’ του λαού κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Και μετά τι; Από την επομένη, τα κεφάλια μέσα!
Ξανά στα ίδια: αυτοκρατορική ένδυση, πλήρης αποσιώπηση των ευχών, αργά μέλη, ισχυρά μεγάφωνα, ένα ‘Αμήν’ που το επαναλαμβάνει ο ίδιος ο λειτουργός (ίλεως γενού, Κύριε!). Πάλι η θλιβερή επανάληψη των αντιλειτουργικών και αντιεκκλησιαστικών συνηθειών οι οποίες λυμαίνονται την Εκκλησία εδώ και αιώνες ακυρώνοντας την εκκλησιολογική συνείδηση των πιστών. (Γιατί όχι; και πολλών κληρικών).
Οι ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, χρειάζεται να το αντιληφθούμε αυτό, είναι έκφραση μιας εμπράγματης εκκλησιολογίας. Μαρτυρούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το Σώμα της Εκκλησίας, για την θέση των λαϊκών, για την συμμετοχή τους στην ψαλμωδία, για την εγγύτητα κληρικών και πιστών που δεν νοείτο κατά την εποχή εκείνη να τους χωρίζει τέμπλο, για τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας (και όχι εγκοσμιοκρατικό ως απομεινάρι του παλατίου). Οι αρχαίες λειτουργίες που, από πρόνοια Θεού, διασώθηκαν τουλάχιστον στα χαρτιά, ενδιαφέρονταν για το μέλλον της Εκκλησίας, όχι για το παρελθόν της. Έτσι, σε τούτη την αγκυλωμένη εποχή, αποτελούν τους αδιάψευστους μάρτυρες μιας προδομένης εκκλησιολογίας.
Δεν υπονοώ πως οι εν χρήσει λειτουργίες (Χρυσοστόμου, Βασιλείου) εκφράζουν προβληματική εκκλησιολογία. Ο άγιος Μάξιμος επ’ αυτών έγραψε την εκπληκτική εσχατολογική ‘Μυσταγωγία’ του. Απλούστατα κατά την εποχή εκείνη ακόμη δεν είχαν υποστή την φθορά που ακολούθησε. Για την ακρίβεια είχε μόλις αρχίσει. Κατά τους επόμενους αιώνες, όμως, υπέστησαν τέτοια παθήματα ώστε μεταβλήθηκαν τελικά (στις συνειδήσεις των περισσοτέρων, εννοώ) σε ένα σύνολο ευλαβών πράξεων, το οποίο κάποια απόμακρη σχέση μόνο διατηρεί με το αρχικό μεγαλειώδες δημιούργημα.
1
Επειδή θεωρώ βέβαιο ότι κάποιοι θα διακρίνουν στις γραμμές αυτές μια δήθεν υποτίμηση του μυστηρίου και θα με ρωτήσουν με τον γνωστό επιθετικό τους τρόπο αν πιστεύω ότι σταμάτησε η Χάρη του Θεού να διαχέεται κατά την Θεία Ευχαριστία όπως τελείται σήμερα, θα σπεύσω να τους ζητήσω ‘να αφήσουν ήσυχο’ τον Θεό και την Χάρη Του. Ο Κύριός μας συνεχίζει και θα συνεχίζει να κάνει στους αιώνες των αιώνων αυτό που ξέρει καλά: να σκορπίζει Χάρη, να δέχεται, να συγχωρεί, να ενσωματώνει, να αγιάζει. Με εμάς είναι το πρόβλημα. Το ερώτημα που ορθώνεται μπροστά μας είναι αν και πόσο, με την Θεία Λειτουργία όπως την τελούμε σήμερα, οικοδομούμε συνειδήσεις Χριστιανών με επίγνωση μέλους του Σώματός Του. Αν μαρτυρούμε μέσω της Λατρείας για την αλήθεια της Εκκλησίας. Αν εμείς επιτρέπουμε στη Χάρη να μάς ‘καταρτίζει’ στην πληρότητα της ζωής Του.
Μου είναι δύσκολο να σας μεταδώσω την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι όταν χρειάζεται να εξηγήσω την Θεία Λειτουργία σε έναν λειτουργικά ‘αναλφάβητο’. Έχω συναντήσει αρκετούς τέτοιους: διανοούμενους που αποφάσισαν να πλησιάσουν την Εκκλησία, έντιμους ανθρώπους που είχαν μείνει για χρόνια μακριά της, αλλοεθνείς που θέλησαν να κατηχηθούν. Σε όλους αυτούς πρέπει να μεταδώσω δύο θεμελιώδη στοιχεία: τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Λειτουργίας και την φανέρωση και συγκρότηση του λαού του Θεού σε Σώμα. Μόνο που αμφότεροι οι στόχοι είναι σχεδόν αδύνατο να φανερωθούν στην σημερινή δομή της Λειτουργίας. Έτσι αναγκάζομαι συχνά να προσθέτω: «αυτό γινόταν έτσι στην αρχαία Εκκλησία για να φανερώσει εκείνο, αλλά σήμερα δεν γίνεται πλέον», «αυτό υπονοείται αλλά δεν το κάνουμε έτσι πια», «αυτό εισήχθη κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια και είναι άσχετο με το τελεσιουργούμενο μυστήριο» κ.ο.κ…  Ποιά είναι τα αλλοιωμένα σημεία; Προσκομιδή, Μικρά Είσοδος, Ασπασμός της Ειρήνης, Απαγγελία Ευχών εις επήκοον, Συμψαλμωδία, Συναπαγγελία, Αμφίεση Αρχιερέων, Φήμη και Πολυχρονισμός τους κ.ά.
Υπο το φως των ως άνω σκέψεων η τέλεση άπαξ ή δις του έτους αρχαίας Λειτουργίας είναι μεν πολύτιμη διότι οξύνει την αυτοσυνειδησία μας, αποβαίνει όμως και οδυνηρή διότι ξύνει και τις πληγές μας. Σε μια Εκκλησία η οποία εμφανίζεται απρόθυμη να αποβάλει τα ξένα στοιχεία που η άγνοια αλλά και η ιδιοτέλεια επεσώρευσαν, η τέλεση αρχαίας Λειτουργίας –ας μου συγχωρηθή- αποβαίνει απλώς μια παράσταση. Εντυπωσιακή μεν, αλλά χωρίς αντίκρυσμα.
Μήπως εισηγούμαι να σταματήσει η τέλεση της; Κάθε άλλο, πρέπει να γίνει συχνότερη. Ούτε φυσικά προτείνω να επανέλθει η χωριστή μετάδοση των δύο ειδών, για προφανείς λόγους ασφαλείας. Όλες οι υπόλοιπες ιδιαιτερότητες των αρχαίων Λειτουργιών, όμως, επανέρχονται άπαξ του ενιαυτού για να μάς κρίνουν. Να κρίνουν τα αυτονόητά μας, την δίψα μας για πρωτοτυπία πότε-πότε, την επίδειξη ανώδυνης προοδευτικότητας και ευρύτητας πνεύματος ενδεχομένως, αλλά συνάμα την αμετακίνητη διατήρηση του status quo.
01-1 (Small)
Δεν ήταν όλα τέλεια στην αρχαία Εκκλησία. Δεν την εξιδανικεύουμε ούτε θέλουμε να την αποκαταστήσουμε. Κάθε περίοδος της Εκκλησίας έχει να συμβάλει με τα δικά της χαρακτηριστικά στην διαμόρφωση του ψηφιδωτού της καθολικότητας. Αυτή η συμβολή της, όμως, απαιτεί μια θεμελιώδη προϋπόθεση: να διαθέτει την ικανότητα να εκφράζει την ορθόδοξη εκκλησιολογία, ή τουλάχιστον να είναι συμβατή με αυτήν. Και η αρχαία Εκκλησία έθεσε αξεπέραστες βάσεις εκκλησιολογικού φρονήματος.
Επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αρχαίες Λειτουργίες και ταυτόχρονα κρατώντας αδιαπραγμάτευτα όσα στηρίζουν τον κληρικαλισμό, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τις ‘διεθνείς ημέρες’. Πολλοί έχουν επισημάνει π.χ. ότι το να αφιερώνουμε μία μέρα τον χρόνο στους αναπήρους, με επισημότητες και εκδηλώσεις, γίνεται το άλλοθί μας ώστε να μην κάνουμε τίποτε απολύτως γι’ αυτούς κατά τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου.  Δυστυχώς αυτό θυμίζει ετούτη η ενιαύσια πρωτοτυπία μας.
Με άλλα λόγια, φαίνεται σαν να αποφασίζουμε να κρατήσουμε επιλεκτικά την λειτουργική επιφάνεια της αρχαίας Εκκλησίας, ως έκτακτη και επετειακή μουσειακή αναπαράσταση μόνο, απορρίπτοντας το φρόνημα που την γέννησε. Δηλαδή, διατηρώντας «τη μορφή της ευσέβειας, αλλά έχοντας αρνηθή την δύναμη της» (Β’ Τιμ. 3: 5)…

                              article_16285

του π.Βασιλείου Θερμού
Πηγή
το είδαμε εδώ

Δεήσεις για την ειρήνη. «Μεγάλη Συναπτή»(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία»)


«Εν ειρήνη, του Κυρίου δεηθώμεν».
(Με ειρήνη, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο.)

Αμέσως μετά το «Ευλογημένη…» και το «Αμήν», γίνεται μια σειρά από δεήσεις, που όλες μαζί λέγονται «Μεγάλη Συναπτή». Λέγονται έτσι, επειδή σ’ αυτές τις δεήσεις συνάπτεται, δηλαδή περιμαζώνεται όλος ο βίος και η ζωή των πιστών. Είναι σαν μια πρώτη εμφάνιση και παρουσία της Εκκλησίας ενώπιον του Θεού, με όλες τις επίγειες ανάγκες και περιστάσεις του βίου. Η Εκκλησία μέσα στο ναό είναι σαν ένα καράβι, που πλέει και ταξιδεύει προς την ανατολή, εκεί που ήταν ό αρχαίος παράδεισος, «κατά ανατολάς», καθώς λέει η θεία Γραφή. Προς τον παράδεισο πλέει η Εκκλησία και κουβαλάει μέσα στο πλοίο της εξαγιασμένο όλο τον επίγειο βίο των ανθρώπων. Όλες αυτές οι δεήσεις της Μεγάλης Συναπτής λέγονται και «Ειρηνικά», επειδή οι τρεις πρώτες δεήσεις είναι για την ειρήνη. Η ειρήνη είναι ο καθαρός αέρας, μέσα στον οποίο μπορεί να ζήσει η θεία κοινωνία, που είναι η Εκκλησία. Η ειρήνη, που είναι πρώτα καρπός του Αγίου Πνεύματος μέσα στους πιστούς κι υστέρα ειρηνική κατάσταση στο θεσμό της Εκκλησίας και σ’ όλο τον κόσμο.
Μετά τη δοξολογία του τριαδικού Θεού, η πρώτη λέξη, που ακούεται στη σύναξη της Εκκλησίας, είναι η ειρήνη. Ο διάκονος σαν σάλπιγγα, που δίνει το σύνθημα και το παράγγελμα, φωνάζει δυνατά, για να τον ακούσουν όλοι’ «Εν ειρήνη, του Κυρίου δεηθώμεν»· με ειρήνη μέσα μας και μεταξύ μας, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο. Γιατί δεν γίνεται αλλιώς· το πρώτο που μας χρειάζεται, για να σταθούμε μπροστά στο Θεό, είναι η ειρήνη. Να είμαστε ειρηνευμένοι πρώτα μέσα μας κι ύστερα μεταξύ μας. Γιατί μόνο, αν έχουμε ειρήνη μέσα μας, μπορούμε να έχουμε και μεταξύ μας ειρήνη. Σ’ όλη τη θεία Λειτουργία, πολλές φορές θα ακούσουμε το λειτουργό ιερέα να δίνει την ειρήνη και να λέει· «Ειρήνη πάσι». Χωρίς ειρήνη, «ουδέν ένι ούτε ειπείν  ούτε πρά­ξαι»· μέσα στην Εκκλησία τίποτε δεν μπορούμε να πούμε ούτε να κάνουμε χωρίς ειρήνη. Γι’ αυτό ο επίσκοπος δεν ανεβαίνει στο θρόνο, αν πρώτα δεν ευλογήσει και δεν ευχηθεί σε όλους ειρήνη· «ου πρότερον επί τον θρόνον αναβαίνει τούτον, έως αν άπασιν ημίν ειρήνην επεύξηται». Και τα πρώτα και τα δεύτερα είναι λόγια του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Μετά την πρώτη δέηση για ειρήνη, ο λειτουργός προχωρεί σε μια δεύτερη, στην οποία φαίνεται αμέσως ο σκοπός της εκκλησιαστικής λειτουργικής σύναξης. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών, του Κυρίου δεηθώμεν»· για την ειρήνη από το Θεό και για τη σωτηρία των ψυχών μας, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο. Η ειρήνη, το πρώτο και μεγάλο αγαθό, είναι καρπός μέσα μας του Αγίου Πνεύματος. Κι αυτή η ειρήνη, σαν τέλειο δώρημα «ά­νωθεν καταβαίνον», είναι κάτι άλλο από την ειρήνη, για την οποία πολιτικά και διπλωματικά μιλάνε οι άνθρωποι. Γι’ αυτή την ειρήνη του Θεού ο Ιησούς Χριστός έλεγε στους μαθητές του· «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» και «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν εγώ δίδωμι υμίν». Καθώς λοιπόν γράφει ο Απόστολος, ότι κάθε δωρεά του Θεού δίδεται «προς το συμφέρον», έτσι και στην αρχή της θείας Λειτουργίας ζητούμε την ειρήνη για τη σωτηρία των ψυχών μας. Γιατί αυτό πρώτα και μόνο μας συμφέρει, η σωτηρία· «κομιζόμενοι το τέλος της πίστεως ημών αωτηρίαν ψυ­χών», γράφει ο απόστολος Πέτρος. Δηλαδή· να κερδίσουμε το σκοπό για τον οποίο πιστεύουμε, κι αυτός είναι η σωτηρία των ψυχών μας.
Μα οι χριστιανοί δεν είμαστε έξω από τον κόσμο. Η Εκκλησία είναι και στη γη, πορεύεται μαζί με τον κόσμο και παλεύει να τον μεταμορφώσει και να τον οδηγήσει στη ζωή του «μέλ­λοντος αιώνος». Γι’ αυτό ο διάκονος σ’ ένα τρίτο αίτημα δέεται· «Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως, του Κυρίου δεηθώμεν»· για την ειρήνη όλου του κόσμου, για τη στερέωση των αγίων Εκκλησιών του Θεού και για την ένωση όλων των ανθρώπων, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο. Όρια τοπικά δεν υπάρχουν για την Εκκλησία, γι’ αυτό και στα αρχαία λειτουργικά κείμενα χαρακτηρίζεται «από περάτων έως περάτων» της οικουμένης. Την ενδιαφέρει λοιπόν η ειρήνη του κόσμου, από την οποία εξαρτάται και η δική της ειρήνη. Η ευστάθεια των τοπικών Εκκλησιών, δηλαδή η σταθερή ειρηνική τους κατάσταση εξαρτάται και από την ειρήνη του κόσμου. Οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές και επαναστάσεις δεν είναι ποτέ για το καλό της Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό η Εκκλησία πλήρωσε πολλές ξένες αμαρτίες, γιατί οι άνθρωποι την έμπλεξαν στις διαφορές τους και στις μεταξύ τους διαμάχες. Γι’ αυτό, σύμφωνα και με την προφητεία του Ιησού Χριστού, η δέηση είναι όλοι οι άνθρωποι να ενωθούν και να γίνουν μία ποίμνη.
Αλλ’ ας ξαναγυρίσουμε κι ας μιλήσουμε πλατύτερα επάνω σ’ αυτές τις δεήσεις για την ειρήνη, που ακούμε στην αρχή της θείας Λειτουργίας. Είναι δεήσεις από την πολύ παλιά εποχή. Γι’ αυτό κι αισθανόμαστε ιερή συγκίνηση, όταν διαπιστώνουμε ότι με τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία και με τις ίδιες λέξεις τελούσε από την αρχή τη θεία Λειτουργία. Αυτή η συνέχεια, που είναι μια ζωντανή παράδοση, μας βεβαιώνει για την ενότητα της Εκκλησίας και για την γνησιότητα της πίστεως. Τίποτ’ άλλο δεν μας πείθει πως η Εκκλησία μας παραδίδει πιστά και γνήσια το Ευαγγέλιο της σωτηρίας παρά   η ομοιόμορφη και πατροπαράδοτη λατρεία της και μάλιστα η θεία Λειτουργία. Είκοσι αιώνες οι γενεές των πιστών με τον ίδιο τρόπο και σχεδόν με τις ίδιες λέξεις τελούν τη θεία Λειτουργία. Όλα τα αρχαία λειτουργικά κείμενα μας δίνουν το ίδιο διάγραμμα, τον ίδιο τύπο και τις ίδιες δεήσεις της θείας Λειτουργίας.
Είναι ένα βιβλίο της αρχαίας Εκκλησίας με τον τίτλο «Διαταγαί των Αποστόλων». Σ’ αυτό λοιπόν το βιβλίο υπάρχει το κείμενο της αρχαίας Λειτουργίας, όπου σχετικά με την ειρήνη του κόσμου και της Εκκλησίας διαβάζουμε την εξής δέηση· «Υπέρ της ειρήνης και της ευστα­θείας του κόσμου και των αγίων Εκκλησιών δεηθώμεν, όπως ο των όλων Θεός αΐδιον και αναφαίρετον την εαυτού ειρήνην ημίν παράσχοιτο, ίνα εν πληροφορία της κατ’ ευσέβειαν αρετής διατελούντας ημάς συντήρηση». Δηλαδή· ας παρακαλέσουμε για μια σταθερή ειρήνη στον κόσμο και στις άγιες Εκκλησίες του κάθε τόπου, για να μας δώσει ο Θεός την παντοτεινή και αναφαίρετη ειρήνη του και να μας φυλάξει, ώστε να μπορούμε να εκτελούμε τα χρέη της πίστεώς μας. Απ’ ό,τι ξέρουμε πως γίνεται και σήμερα σε πολλούς τόπους, μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της δέησης, σ’ εκείνο τον καιρό των διωγμών, που οι χριστιανοί έφευγαν από τόπο σε τόπο.
Στο ίδιο βιβλίο μια δεύτερη δέηση στη συνέχεια γίνεται ειδικά και μόνο για την Εκκλησία και για την ειρήνη της Εκκλησίας. «Υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της από περάτων έως περάτων δεηθώμεν, όπως ο Κύριος άσειστον αυτήν και ακλυδώνιστον διαφύλα­ξη και διατηρήση μέχρι της συντελείας των αιώνων τεθεμελιωμένην επί την πέτραν». Δηλαδή· ας παρακαλέσουμε για την καθολική και αποστολική Εκκλησία, που βρίσκεται από τη μια στην άλλη άκρη της γης, για να την φυλάξει και να την κρατήσει ο Κύριος άσειστη και γαληνεμένη μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, θεμελιωμένη επάνω στην πέτρα της πίστεως. Αυτή η δέηση αφορά ειδικά στην εσωτερική ειρήνη της Εκκλησίας, που πάντα και τότε και τώρα πολλές αιρέσεις και σχίσματα την αναστάτωσαν και την ταλαιπωρούν.
Αυτή λοιπόν η πολυπόθητη ειρήνη, και για την Εκκλησία και για τον κόσμο, πρώτ’ απ’ όλα είναι η άνωθεν ειρήνη των ψυχών μας. Μια κατάσταση δηλαδή μέσα μας, καθώς το βλέπουμε σε μια Ευχή της Εκκλησίας, που την λέει ο επίσκοπος σε όποιον μπαίνει σε διακονία εκκλησιαστική· «Ημών δε τας ψυχάς ρύθμισον προς πάσαν ευταξίαν και κατάστασιν ειρηνικήν, εις το ανέχεσθαι αλλή­λων εν ταπεινώσει αληθινή και ανυποκρίτω». Η αληθινή και ανυπόκριτη ταπεινοσύνη, που μας κάνει να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον, αυτή γεννάει μέσα μας την ειρήνη, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος· «προς πάσαν ευταξίαν και κατάστασιν ειρηνικήν» λέει η Ευχή, που θα πει πως αυτή η ευταξία και η νοικοκυροσύνη, που τόσο λείπει στη ζωή μας, είναι γιατί δεν έχουμε μέσα μας ειρήνη. Ας μη ξεγελιέται κανένας μας· ούτε η Εκκλησία ούτε ο κόσμος θα ειρηνέψουν, αν δεν ειρηνέψουμε ο καθένας μέσα του. Αν δεν ζητήσουμε την ειρήνη του Θεού, που «υπερέχει πάντα νουν», ξεπερνάει κάθε ανθρώπινο λογισμό. Οι άνθρωποι πάνε ανάποδα· θέλουν να φτιάξουν πρώτα τον κόσμο κι ύστερα τον εαυτό τους. Μα όσοι στ’ αλήθεια θέλουν το καλό του κόσμου ξεκινάνε από το Θεό κι από τον εαυτό τους, Η Εκκλησία αρχίζει τη θεία Λειτουργία και ζητάει πρώτα την ειρήνη του Θεού. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης…». Αμήν.
(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)
πηγή

Στη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και όλων των Επουρανίων Δυνάμεων (Ομιλία 1η)


8 ΝοεμβρίουΤΑΞΙΑΡΧΕΣ

Ομιλία του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Αντινόης, κ.κ. Παντελεήμονα
Ο άνθρωπος της εποχής μας περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, επιδιώκει την εφαρμογή των αρχών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας. Αναζητεί την αναγνώρισή του ως άτομο αξίας. Ο κόσμος είναι κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από τις ακατάπαυστες διαμάχες και εκμεταλλεύσεις των κοσμικών δυνάμεων, οι οποίες αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στο προσωπικό τους συμφέρο και στην εκμετάλλευση του ανθρώπου. Η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, έχει παραμερισθεί, διότι, όπου κυριαρχεί το συμφέρον, εκεί καταπατείται ο άνθρωπος.
Μέσα απ’ αυτή την απρόσωπη και ψυχρή κοινωνία, καλούμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι να μεταλλαμπαδεύσουμε το φως της Ορθόδοξης Πίστεως και να λάμψουμε με την έμπρακτη και ζωντανή μαρτυρία της χριστιανικής μας ζωής και πολιτείας. Διότι, η Ορθοδοξία είναι η μόνη οδός, που οδηγεί τον άνθρωπο στην σωστή θεώρηση περί του Θεού, περί της ζωής και περί τα του εαυτού του. Είναι η μοναδική δύναμις, που αγκαλιάζει την σκληρή από την αμαρτία ψυχή και εμφυτεύει μέσα της την μετάνοια. Είναι η μόνη, που οδηγεί τον αμαρτωλό άνθρωπο από την λάσπη της αμαρτίας στην αγιότητα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία της Χάριτος του Θεού.
Ο άνθρωπος, που ζει μακρυά από τον Θεό, είναι επόμενο να βιώνει την κυριαρχία ενός σκότους που δεν του επιτρέπει να δει και να αντιλαμβάνεται ορθά τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Το θρησκευτικό δόγμα παίζει οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ατόμου. Βάσει του ορθού ή μη δόγματος διαμορφώνεται ο όλος βίος του ανθρώπου. Γι’ αυτό μέσα στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι Άγιοι Ταξιάρχες έχουν ιδιαίτερη θέση και αξία.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο χριστιανό, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αποχωρίζεται από την αγάπη προς την αμαρτία, την αμαρτωλή ζωή και τα αμαρτωλά πάθη, και αφοσιώνεται πλήρως στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Χωρίζεται από τον κόσμο, αλλ’ ουδέποτε απομακρύνεται από τον συνάνθρωπό του. Θέλει την επικοινωνία με τον Θεό, αλλά κοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Ζει αγγελική πολιτεία, μιμούμενος την φωτοφόρο ζωή των Αγγέλων, αλλά γίνεται ταυτόχρονα φως και παράδειγμα για τους γύρω του, τους εγγύς και τους μακράν διαβιούντας.
Στην σύγχρονη εποχή, εμείς οι οποίοι αξιωθήκαμε από τη θεία Χάρη να λάβουμε τον θείο φωτισμό, έχομε χρέος να διατηρήσουμε το φως της Ορθοδοξίας αναμένο μέσα στις λυχνίες της καρδιάς μας, τροφοδοτούντες αυτό διαρκώς με καινούργιο λάδι που εκπηγάζει από τις αρετές και τα καλα έργα. Η θεία Χάρις του Θεού δόθηκε. Χρέος μας είναι να προσθέτουμε στις αρχικές θείες ενέργειες τις δικές μας καλές πράξεις, τα έργα πίστεως, ώστε τα μηνύματα του Ευαγγελίου να ενσωματωθούν πλήρως με την όλη προσωπικότητά μας. Μ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνυόμεθα άτομα αναγεννημένα, υιοί φωτός, άξιοι του ονόματος και της κλήσεώς μας ως τέκνα Θεού.
Ολοι οφείλομε μετ’ αυταπαρνήσεως και εθελοθυσίας να υπηρετήσουμε τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Οι κοινωνίες μικρές και μεγάλες, περιμένουν με την ανατολή του 21ου αιώνα την εμφάνιση της Ορθοδοξίας, του πραγματικού Χριστιανισμού, για να ιλαρύνει με την παρουσία της, να φωτίσει με τη διδασκαλία της, να καθοδηγήσει με το παράδειγμά της και να ηθικοποιήσει με τη ηθική της όλες εκείνες τις ψυχές, που ο ισχυρός άνεμος της αμαρτίας προσπαθεί να βυθίσει στο απύθμενο βυθό της αγνωσίας.
Οι σημερινοί εορταζόμενοι Άγιοι Ταξιάρχες, είναι το υπόδειγμα για τον κάθε Χριστιανό, διότι ως λύχνοι καιόμενοι και ως λαμπάδες τηκόμενες υπηρετούν με πίστη και αφοσίωση το θείο θέλημα, αναδεικνυόμενοι προστάτες και βοηθοί των ανθρώπων που με ελπίδα καταφεύγουν σ’ αυτούς και με πίστη επιζητούν την Χάρη τους. Ως πολύφωτοι αστέρες μέσα στο λαμπρό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού, διαχέουν το φως της αγγελικής πολιτείας σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Το σημαντικό σημείο, που μας υπενθυμίζει η σημερινή εορτή των Ταξιαρχών, είναι το εάν ο λύχνος της χριστιανικής μας υπάρξεως φέγγει επί του λυχνοστάτου, εάν οι χριστιανικές μας αρχές σελαγίζουν από οποιαδήποτε κοινωνική θέση κι αν κατέχουμε, εάν χύνει στους  γύρω του το παρήγορο και ιλαρώτατο φως της Πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης.
Οι Άγιοι Ταξιάρχες αναδείχθηκαν με την αφοσίωση τους στον Ένα Αληθινό Θεό κανόνες της ορθής πίστεως. Υπήρξαν οι προστάτες και οι υπερασπιστές όλων εκείνων που χειμάζονται από τα ποικιλόμορφα προβλήματα της καθημερινότητας.
Τα παιδιά και οι άνθρωποι, που πεθαίνουν καθημερινά από την μάστιγα της πείνας, δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους και ασυγκίνητους, επειδή οι συγκαιρίες μας βοήθησαν να έχουμε κάποια οικονομική άνεση και μιά καλύτερη ζωή. Οι αρρώστιες, που θερίζουν τους αδελφούς μας, πρέπει να ανάψουν την συμπόνια μέσα στην χριστιανική μας ψυχή. Στη σκέψη μας πρέπει να κυριαρχούν τα λόγια του Κυρίου, ο οποίος μας δίδαξε, ότι δεν πρέπει να θυσαυρίζουμε θυσαυρούς επάνω στη γη, αλλά, να θυσαυρίζουμε θυσαυρούς στην ουράνια και πνευματική τράπεζα του θείου Ελέους. Διότι, “μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται”.
Η σημερινή γιορτή των Ταξιαρχών μας δίδει την αφορμή να κάνουμε μια ανασκόπηση του εαυτού μας. Να εξετάσουμε, κατά πόσο εφαρμόζουμε τις θείες εντολές του Κυρίου, κατά πόσο είμεθα πιστοί στον Σωτήρα μας, κατά πόσο επιβλέπουμε στις ανάγκες των φτωχών, κατά πόσο ανακουφίζουμε τον πόνο των ασθενών. Και από τα βάθη της καρδιάς μας, ας του ζητήσουμε να μας αξιώσει να γίνουμε και εμείς “φως Χρίστού” . Να ζήσουμε μια αγγελική πολιτεία, μιμούμενοι τους δύο Παμμεγίστους Ταξιάρχας Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και τέλος, να διασκορπίζουμε, με την παραδειγματική μας ζωή, τα μηνύματα της ελπίδας για μια καλλύτερη κοινωνία απηλλαγμένη από τις συμφορές του βίου, τον πόνο και την δυστυχία.

Εις την Εορτήν των Ασωμάτων(8 Νοεμβρίου)




Ὑπὸ Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Ἀ. Κυπριανοῦ
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Γλυκῶν Νερῶν


Ἱερὴ λειτουργικὴ ἀναστάσιμη σύναξη ἀλλὰ καὶ φαιδρὴ πανήγυρη πρὸς τιμὴν τῶν Ἀρχιστρατήγων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ «πασῶν τῶν τιμίων, ἐπουρανίων, θείων, ἀΰλων, νοερῶν δυνάμεων Ἀσωμάτων» γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ λόγος λοιπὸν σήμερα γιὰ τὰ λειτουργικὰ αὐτὰ πνεύματα, τὰ «εἰς διακονίαν καὶ σωτηρίαν» ἡμῶν ἀποστελλόμενα. Τιμοῦμε σήμερα τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους, τοὺς ἁγίους Ταξιάρχες καὶ τοὺς λοιποὺς ἁγίους Ἀσωμάτους, οἱ ὁποῖοι ἔνδοξοι καὶ μακαριστοὶ παραστέκουν στὸ θρόνο τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀσταμάτητα τὸν Κύριο τῆς δόξης. Τιμοῦμε τὰ «Χερουβεὶμ» καὶ τὰ «Σεραφεὶμ» «τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα καὶ βοῶντα» τὸν τρισάγιον ὕμνον. Τιμοῦμε ἐπίσης σήμερα τὸν φύλακα Ἄγγελο τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς, «τὸν πιστὸν ὁδηγόν, τὸν φύλακα τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων ἡμῶν». Αὐτὸν ποὺ μᾶς προστατεύει σὲ κάθε ἀνάγκη καὶ πειρασμὸ καὶ θλίψη καὶ σώζει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ διαφυλάττει τὴ ζωή μας ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ κόσμου.
Ὑπάρχει σὲ μᾶς ἔλλειμμα πίστεως, διαφορετικὰ θὰ βλέπαμε ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν συμβάλλοντας μὲ τὶς ἀγγελικές τους δυνάμεις στὸ ἔργο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας μας. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ κύριο ἔργο τους, ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς ἐμᾶς ὡς διάκονοι καὶ ὑπηρέτες τῆς δικῆς μας σωτηρίας. Πολὺ ἐκφραστικὰ καὶ λυρικὰ ἡ τῶν οὐρανίων στρατιῶν χάρις διὰ τῶν Ἀρχιστρατήγων παρέχεται σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους, μὲ τὴν σκέπη τῶν πτερύγων τῆς ἀΰλου δόξης Αὐτῶν καὶ ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώνουν ἡμᾶς ὡς ταξιάρχαι τῶν ἄνω δυνάμεων, ὅπως χαρακτηριστικὰ στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τους ψάλλουμε.
Ἀδελφοί. Οἱ ἐπιθέσεις καὶ οἱ προσβολὲς τοῦ πονηροῦ, οἱ πειρασμοί, εἶναι εὐκαιρίες νὰ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία καὶ τὴν βοήθεια τοῦ φύλακα ἀγγέλου τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Ἰδιαίτερα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἀγγέλων, τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ. Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἐκφράζει ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς τῆς ἑορτῆς καὶ στὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων ψάλλει: «Ὅπου ἐπισκιάσῃ ἡ χάρις σου Ἀρχάγγελε, ἐκεῖθεν τοῦ διαβόλου διώκεται ἡ δύναμις, οὐ φέρει γὰρ τῷ φωτί σου προσμένειν ὁ πεσὼν Ἑωσφόρος. Διὸ αἰτοῦμέν σε, τὰ πυρφόρα αὐτοῦ βέλη τὰ καθ’ ἡμῶν κινούμενα, ἀπόσβεσον τῇ μεσιτείᾳ σου, λυτρούμενος ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων αὐτοῦ, ἀξιοΰμνητε Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε». Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀπευθύνεται καὶ στοὺς δυὸ Ἀρχαγγέλους, Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ἀναφωνεῖ: «Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, λειτουργοὶ θείας δόξης τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοὶ καὶ ἀρχηγοὶ ἀσωμάτων αἰτήσασθε τὸ συμφέρον ἡμῶν καὶ τὸ μέγα ἔλεος». Ὅμως ἀγαπητοί μου, οἱ δυὸ Ἀρχιστράτηγοι, ὁ προσωπικὸς ἄγγελος τοῦ καθ’ ἑνὸς ἀπὸ μᾶς ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι ποὺ θέλουν καὶ ἐπιδιώκουν τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ μᾶς προστατεύουν καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν θέλουν νὰ μᾶς βλέπουν νὰ ὑπακοῦμε ὅπως καὶ αὐτοὶ στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πειθαρχοῦμε σ’ αὐτό. Τότε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι γίνονται γιὰ μᾶς πιστοὶ φύλακες, ἄγρυπνοι φρουροὶ καὶ γενναῖοι ὑπερασπιστές. Ἐπιτίθενται ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τὸν συντρίβουν.
Ἀδελφοί. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς πληρώνουν μεγάλα ποσὰ γιὰ νὰ ἔχουν φύλακες, σωματοφύλακες κ.λπ. Σὲ μᾶς ὁ Θεὸς χάρισε δωρεὰν «Ἄγγελον εἰρήνης φύλακα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». Μὴ τὸν διώχνουμε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή μας.
Ἀμὴν.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ  ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ

Ο άνθρωπος της εποχής μας περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, επιδιώκει την εφαρμογή των αρχών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας. Αναζητεί την αναγνώρισή του ως άτομο αξίας. Ο κόσμος είναι κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από τις ακατάπαυστες διαμάχες και εκμεταλλεύσεις των κοσμικών δυνάμεων, οι οποίες αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στο προσωπικό τους συμφέρο και στην εκμετάλλευση του ανθρώπου. Η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, έχει παραμερισθεί, διότι, όπου κυριαρχεί το συμφέρον, εκεί καταπατείται ο άνθρωπος
 Η Ορθοδοξία είναι η μόνη οδός, που οδηγεί τον άνθρωπο στην σωστή θεώρηση περί του Θεού, περί της ζωής και περί τα του εαυτού του. Είναι η μοναδική δύναμις, που αγκαλιάζει την σκληρή από την αμαρτία ψυχή και εμφυτεύει μέσα της την μετάνοια. Είναι η μόνη, που οδηγεί τον αμαρτωλό άνθρωπο από την λάσπη της αμαρτίας στην αγιότητα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία της Χάριτος του Θεού.
Ο άνθρωπος, που ζει μακριά από τον Θεό, είναι επόμενο να βιώνει την κυριαρχία ενός σκότους που δεν του επιτρέπει να δει και να αντιλαμβάνεται ορθά τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Το θρησκευτικό δόγμα παίζει οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ατόμου. Βάσει του ορθού ή μη δόγματος διαμορφώνεται ο όλος βίος του ανθρώπου. Γι’ αυτό μέσα στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι Άγιοι Ταξιάρχες έχουν ιδιαίτερη θέση και αξία.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο χριστιανό, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αποχωρίζεται από την αγάπη προς την αμαρτία, την αμαρτωλή ζωή και τα αμαρτωλά πάθη, και αφοσιώνεται πλήρως στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Χωρίζεται από τον κόσμο, αλλ’ ουδέποτε απομακρύνεται από τον συνάνθρωπό του. Θέλει την επικοινωνία με τον Θεό, αλλά κοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Ζει αγγελική πολιτεία, μιμούμενος την φωτοφόρο ζωή των Αγγέλων, αλλά γίνεται ταυτόχρονα φως και παράδειγμα για τους γύρω του, τους εγγύς και τους μακράν διαβιούντας.
Χρέος μας είναι να προσθέτουμε στις αρχικές θείες ενέργειες τις δικές μας καλές πράξεις, τα έργα πίστεως, ώστε τα μηνύματα του Ευαγγελίου να ενσωματωθούν πλήρως με την όλη προσωπικότητά μας. Μ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνυόμεθα άτομα αναγεννημένα, υιοί φωτός, άξιοι του ονόματος και της κλήσεώς μας ως τέκνα Θεού.
Η αγάπη του Παντοδυνάμου Θεού είναι μία ιδιότητα που εξωτερικεύεται με τη δημιουργία από την ανυπαρξία τόσον του αοράτου κόσμου ή του κόσμου των αγγέλων, όσον με την δημιουργία του υλικού και ορατού σύμπαντος. Η αποκορύφωση της όλης δημιουργικής αγάπης του Θεού εκδηλώνεται με την πλάση του ανθρώπου και τελικά με την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο κόσμος των Αγγέλων ήταν η πρώτη δημιουργική πράξη του Θεού. Οι άγιοι Άγγελοι είναι νοητά κτίσματα, άυλα πνεύματα και αεικίνητα. Οι Άγγελοι είναι ελεύθερα και αυτεξούσια πνεύματα• είχαν την απόλυτη ελευθερία, εάν ήθελαν, να μείνουν σταθεροί στην αγιότητα , ή να στραφούν προς το κακό, όπως συνέβη με τον Εωσφόρο, που επινόησε το κακό, και όλους τους αγγέλους που τον ακολούθησαν και έπεσαν. Οι Άγγελοι είναι ασώματοι και υπηρετούν τον Θεό δοξολογώντας ακατάπαυστα την αγιότητα και την άπειρή Του δύναμη. Ο Θεός δημιούργησε τους αγγέλους από την αρχή αθανάτους και ξένους προς την φθορά και τον θάνατο. Είναι όμως τρεπτοί ως προς την φύση και τη γνώμη τους, δηλαδή έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν την φύση τους και από το καλό να μεταπηδήσουν στο κακό. Την δόξα και λαμπρότητά τους την λαμβάνουν από τον Θεό. Οι Άγγελοι είναι περιγραπτοί, δεν παρευρίσκονται παντού, όπως συμβαίνει μες τον Θεό.
Οι σημερινοί εορταζόμενοι Άγιοι Ταξιάρχες, είναι το υπόδειγμα για τον κάθε Χριστιανό, διότι ως λύχνοι καιόμενοι και ως λαμπάδες τηκόμενες υπηρετούν με πίστη και αφοσίωση το θείο θέλημα, αναδεικνυόμενοι προστάτες και βοηθοί των ανθρώπων που με ελπίδα καταφεύγουν σ’ αυτούς και με πίστη επιζητούν την Χάρη τους. Ως πολύφωτοι αστέρες μέσα στο λαμπρό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού, διαχέουν το φως της αγγελικής πολιτείας σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Ο Θεός, όταν δημιούργησε τους Αγγέλους, τους έδωσε να έχουν την απόλυτη ελεύθερα γνώμη. Έπρεπε όμως να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι της τιμής με την οποία τους κόσμησε. Γι’ αυτό δοκιμάστηκε η πίστη τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Εωσφόρος, που ήταν ο πρώτος όλων των αγγελικών Ταγμάτων, αυτός που ήταν ο ωραιότερος, δυνατότερος και λαμπρότερος, υπερηφανεύθηκε και πίστεψε ότι μπορεί να αντικαταστήσει τον Θεό και να στήσει τον θρόνου του υπεράνω του Θεού. Αυτό ήταν το αμάρτημά του. Υπερηφανεύθηκε! Επαναστάτησε εναντίον του Θεού και μαζί του παρέσυρε μεγάλο αριθμό αγγέλων, που με την πτώση τους μετατράπηκαν από φωτεινούς αγγέλους σε σκοτεινούς και από αγίους σε πονηρούς. Όταν έπεσαν οι πονηροί άγγελοι, που ονομάζονται δαίμονες, συγκεντρώθηκαν όλα τα επουράνια Τάγματα και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στάθηκε στο κέντρο και αναφώνησε: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού» και αμέσως οι άγιοι Άγγελοι στάθηκαν πιστοί προς τον Θεό και δεν ακολούθησαν την πονηρά σκέψη του Εωσφόρου. Αυτό, λοιπόν, το γεγονός εορτάζουμε σήμερα. Δεν γιορτάζομε την πτώση του Εωσφόρου και των πονηρών του πνευμάτων, αλλά γιορτάζομε τη συνάθροιση των αγίων Αγγέλων που έδειξαν πίστη ορθή και ακλόνητη στον Ένα Αληθινό Θεό και Δημιουργό των όλων. Συναθροίστηκαν οι άγιοι Άγγελοι για να εκφράσουν την πίστη τους στο Δημιουργό τους και από τότε παρέμειναν σταθεροί στην αγιότητα και στο καλό.
Το γεγονός αυτό μας υπενθυμίσει δύο πράγματα: Πρώτον, εάν οι άγγελοι που έπεσαν στην υπερηφάνεια, έχασαν την αξία τους και τη λαμπρότητά τους εξ αιτίας της αμαρτίας, πόσο μάλλον θα συμβεί σε μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, εάν δεν στεκόμαστε στο ύψος των αρετών; Εάν στον Εωσφόρο συνέβηκε τόσο ανεπανόρθωτο κακό, επειδή δεν πρόσεξε και στράφηκε στο κακό, πόσο μάλλον θα συμβεί σ’ εκείνους που θεληματικά μένουν προσκολλημένοι στην αμαρτία; Δεύτερον, πρέπει να παραδειγματιστούμε από την πιστότητα των αγίων Αγγέλων.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που μας υπενθυμίζει η σημερινή εορτή των Ταξιαρχών, είναι ότι ο λύχνος της χριστιανικής μας υπάρξεις  πρέπει φέγγει επί του λυχνοστάτη, αλλά και  οι χριστιανικές μας αρχές πρέπει να σελαγίζουν από οποιαδήποτε κοινωνική θέσηNα κατέχουμε και να χύνουμε  στους  γύρω μας το παρήγορο και ιλαρότατο φως της Πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης.
Οι Άγιοι Ταξιάρχες αναδείχθηκαν με την αφοσίωση τους στον Ένα Αληθινό Θεό κανόνες της ορθής πίστεως. Υπήρξαν οι προστάτες και οι υπερασπιστές όλων εκείνων που χειμάζονται από τα ποικιλόμορφα προβλήματα της καθημερινότητας.
Η σημερινή γιορτή των Ταξιαρχών μας δίδει την αφορμή να κάνουμε μια ανασκόπηση του εαυτού μας. Να εξετάσουμε, κατά πόσο εφαρμόζουμε τις θείες εντολές του Κυρίου, κατά πόσο είμεθα πιστοί στον Σωτήρα μας, κατά πόσο επιβλέπουμε στις ανάγκες των φτωχών, κατά πόσο ανακουφίζουμε τον πόνο των ασθενών. Και από τα βάθη της καρδιάς μας, ας του ζητήσουμε να μας αξιώσει να γίνουμε και εμείς “φως Χρίστού” . Να ζήσουμε μια αγγελική πολιτεία, μιμούμενοι τους δύο Παμμεγίστους Ταξιάρχας Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και τέλος, να διασκορπίζουμε, με την παραδειγματική μας ζωή, τα μηνύματα της ελπίδας για μια καλλύτερη κοινωνία απηλλαγμένη από τις συμφορές του βίου, τον πόνο και την δυστυχία.

Κήρυγμα εις τους Άγιους Ταξιάρχες

 


Ο άνθρωπος της εποχής μας περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, επιδιώκει την εφαρμογή των αρχών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας. Αναζητεί την αναγνώρισή του ως άτομο αξίας. Ο κόσμος είναι κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από τις ακατάπαυστες διαμάχες και εκμεταλλεύσεις των κοσμικών δυνάμεων, οι οποίες αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στο προσωπικό τους συμφέρο και στην εκμετάλλευση του ανθρώπου. Η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος, έχει παραμερισθεί, διότι, όπου κυριαρχεί το συμφέρον, εκεί καταπατείται ο άνθρωπος
 Η Ορθοδοξία είναι η μόνη οδός, που οδηγεί τον άνθρωπο στην σωστή θεώρηση περί του Θεού, περί της ζωής και περί τα του εαυτού του. Είναι η μοναδική δύναμις, που αγκαλιάζει την σκληρή από την αμαρτία ψυχή και εμφυτεύει μέσα της την μετάνοια. Είναι η μόνη, που οδηγεί τον αμαρτωλό άνθρωπο από την λάσπη της αμαρτίας στην αγιότητα και τον αποκαθιστά στην υιοθεσία της Χάριτος του Θεού.
Ο άνθρωπος, που ζει μακριά από τον Θεό, είναι επόμενο να βιώνει την κυριαρχία ενός σκότους που δεν του επιτρέπει να δει και να αντιλαμβάνεται ορθά τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Το θρησκευτικό δόγμα παίζει οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στη ζωή του ατόμου. Βάσει του ορθού ή μη δόγματος διαμορφώνεται ο όλος βίος του ανθρώπου. Γι’ αυτό μέσα στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι Άγιοι Ταξιάρχες έχουν ιδιαίτερη θέση και αξία.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο χριστιανό, είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αποχωρίζεται από την αγάπη προς την αμαρτία, την αμαρτωλή ζωή και τα αμαρτωλά πάθη, και αφοσιώνεται πλήρως στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Χωρίζεται από τον κόσμο, αλλ’ ουδέποτε απομακρύνεται από τον συνάνθρωπό του. Θέλει την επικοινωνία με τον Θεό, αλλά κοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Ζει αγγελική πολιτεία, μιμούμενος την φωτοφόρο ζωή των Αγγέλων, αλλά γίνεται ταυτόχρονα φως και παράδειγμα για τους γύρω του, τους εγγύς και τους μακράν διαβιούντας.
Χρέος μας είναι να προσθέτουμε στις αρχικές θείες ενέργειες τις δικές μας καλές πράξεις, τα έργα πίστεως, ώστε τα μηνύματα του Ευαγγελίου να ενσωματωθούν πλήρως με την όλη προσωπικότητά μας. Μ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνυόμεθα άτομα αναγεννημένα, υιοί φωτός, άξιοι του ονόματος και της κλήσεώς μας ως τέκνα Θεού.
Η αγάπη του Παντοδυνάμου Θεού είναι μία ιδιότητα που εξωτερικεύεται με τη δημιουργία από την ανυπαρξία τόσον του αοράτου κόσμου ή του κόσμου των αγγέλων, όσον με την δημιουργία του υλικού και ορατού σύμπαντος. Η αποκορύφωση της όλης δημιουργικής αγάπης του Θεού εκδηλώνεται με την πλάση του ανθρώπου και τελικά με την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο κόσμος των Αγγέλων ήταν η πρώτη δημιουργική πράξη του Θεού. Οι άγιοι Άγγελοι είναι νοητά κτίσματα, άυλα πνεύματα και αεικίνητα. Οι Άγγελοι είναι ελεύθερα και αυτεξούσια πνεύματα• είχαν την απόλυτη ελευθερία, εάν ήθελαν, να μείνουν σταθεροί στην αγιότητα , ή να στραφούν προς το κακό, όπως συνέβη με τον Εωσφόρο, που επινόησε το κακό, και όλους τους αγγέλους που τον ακολούθησαν και έπεσαν. Οι Άγγελοι είναι ασώματοι και υπηρετούν τον Θεό δοξολογώντας ακατάπαυστα την αγιότητα και την άπειρή Του δύναμη. Ο Θεός δημιούργησε τους αγγέλους από την αρχή αθανάτους και ξένους προς την φθορά και τον θάνατο. Είναι όμως τρεπτοί ως προς την φύση και τη γνώμη τους, δηλαδή έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν την φύση τους και από το καλό να μεταπηδήσουν στο κακό. Την δόξα και λαμπρότητά τους την λαμβάνουν από τον Θεό. Οι Άγγελοι είναι περιγραπτοί, δεν παρευρίσκονται παντού, όπως συμβαίνει μες τον Θεό.
Οι σημερινοί εορταζόμενοι Άγιοι Ταξιάρχες, είναι το υπόδειγμα για τον κάθε Χριστιανό, διότι ως λύχνοι καιόμενοι και ως λαμπάδες τηκόμενες υπηρετούν με πίστη και αφοσίωση το θείο θέλημα, αναδεικνυόμενοι προστάτες και βοηθοί των ανθρώπων που με ελπίδα καταφεύγουν σ’ αυτούς και με πίστη επιζητούν την Χάρη τους. Ως πολύφωτοι αστέρες μέσα στο λαμπρό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού, διαχέουν το φως της αγγελικής πολιτείας σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Ο Θεός, όταν δημιούργησε τους Αγγέλους, τους έδωσε να έχουν την απόλυτη ελεύθερα γνώμη. Έπρεπε όμως να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι της τιμής με την οποία τους κόσμησε. Γι’ αυτό δοκιμάστηκε η πίστη τους. Ένας απ’ αυτούς, ο Εωσφόρος, που ήταν ο πρώτος όλων των αγγελικών Ταγμάτων, αυτός που ήταν ο ωραιότερος, δυνατότερος και λαμπρότερος, υπερηφανεύθηκε και πίστεψε ότι μπορεί να αντικαταστήσει τον Θεό και να στήσει τον θρόνου του υπεράνω του Θεού. Αυτό ήταν το αμάρτημά του. Υπερηφανεύθηκε! Επαναστάτησε εναντίον του Θεού και μαζί του παρέσυρε μεγάλο αριθμό αγγέλων, που με την πτώση τους μετατράπηκαν από φωτεινούς αγγέλους σε σκοτεινούς και από αγίους σε πονηρούς. Όταν έπεσαν οι πονηροί άγγελοι, που ονομάζονται δαίμονες, συγκεντρώθηκαν όλα τα επουράνια Τάγματα και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στάθηκε στο κέντρο και αναφώνησε: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού» και αμέσως οι άγιοι Άγγελοι στάθηκαν πιστοί προς τον Θεό και δεν ακολούθησαν την πονηρά σκέψη του Εωσφόρου. Αυτό, λοιπόν, το γεγονός εορτάζουμε σήμερα. Δεν γιορτάζομε την πτώση του Εωσφόρου και των πονηρών του πνευμάτων, αλλά γιορτάζομε τη συνάθροιση των αγίων Αγγέλων που έδειξαν πίστη ορθή και ακλόνητη στον Ένα Αληθινό Θεό και Δημιουργό των όλων. Συναθροίστηκαν οι άγιοι Άγγελοι για να εκφράσουν την πίστη τους στο Δημιουργό τους και από τότε παρέμειναν σταθεροί στην αγιότητα και στο καλό.
Το γεγονός αυτό μας υπενθυμίσει δύο πράγματα: Πρώτον, εάν οι άγγελοι που έπεσαν στην υπερηφάνεια, έχασαν την αξία τους και τη λαμπρότητά τους εξ αιτίας της αμαρτίας, πόσο μάλλον θα συμβεί σε μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, εάν δεν στεκόμαστε στο ύψος των αρετών; Εάν στον Εωσφόρο συνέβηκε τόσο ανεπανόρθωτο κακό, επειδή δεν πρόσεξε και στράφηκε στο κακό, πόσο μάλλον θα συμβεί σ’ εκείνους που θεληματικά μένουν προσκολλημένοι στην αμαρτία; Δεύτερον, πρέπει να παραδειγματιστούμε από την πιστότητα των αγίων Αγγέλων.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που μας υπενθυμίζει η σημερινή εορτή των Ταξιαρχών, είναι ότι ο λύχνος της χριστιανικής μας υπάρξεις  πρέπει φέγγει επί του λυχνοστάτη, αλλά και  οι χριστιανικές μας αρχές πρέπει να σελαγίζουν από οποιαδήποτε κοινωνική θέση. Nα κατέχουμε και να χύνουμε  στους  γύρω μας το παρήγορο και ιλαρότατο φως της Πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης.
Οι Άγιοι Ταξιάρχες αναδείχθηκαν με την αφοσίωση τους στον Ένα Αληθινό Θεό κανόνες της ορθής πίστεως. Υπήρξαν οι προστάτες και οι υπερασπιστές όλων εκείνων που χειμάζονται από τα ποικιλόμορφα προβλήματα της καθημερινότητας.
Η σημερινή γιορτή των Ταξιαρχών μας δίδει την αφορμή να κάνουμε μια ανασκόπηση του εαυτού μας. Να εξετάσουμε, κατά πόσο εφαρμόζουμε τις θείες εντολές του Κυρίου, κατά πόσο είμεθα πιστοί στον Σωτήρα μας, κατά πόσο επιβλέπουμε στις ανάγκες των φτωχών, κατά πόσο ανακουφίζουμε τον πόνο των ασθενών. Και από τα βάθη της καρδιάς μας, ας του ζητήσουμε να μας αξιώσει να γίνουμε και εμείς “φως Χρίστού” . Να ζήσουμε μια αγγελική πολιτεία, μιμούμενοι τους δύο Παμμεγίστους Ταξιάρχας Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και τέλος, να διασκορπίζουμε, με την παραδειγματική μας ζωή, τα μηνύματα της ελπίδας για μια καλλύτερη κοινωνία απηλλαγμένη από τις συμφορές του βίου, τον πόνο και την δυστυχία.

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός:
 Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός: "Όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης"
Ευρύτατα διαδεδομένη σε άλλες χώρες, η αποτέφρωση των νεκρών συνεχίζει να διχάζει τους Έλληνες. Την ώρα που ορισμένοι δήμοι, όπως της Θεσσαλονίκης, έχουν δρομολογήσει τη διαδικασία για κατασκευή του αποτεφρωτηρίου, η Εκκλησία "φυλάει Θερμοπύλες", σε μια προσπάθεια να κρατήσει ακέραιη και αλώβητη την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Αυτό υποστήριξε, μιλώντας στο NEWS247, ο πρωτοπρεσβύτερος και ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μεταλληνός, συμφωνώντας απολύτως με την πρόσφατη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία δεν θα γίνεται νεκρώσιμος ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους επιλέγουν την αποτέφρωση.

"Η αποτέφρωση δεν έχει καμία σχέση με την ορθοδοξία και τον ελληνισμό. Οι Έλληνες δεν αποτεφρώναμε στην αρχαιότητα. Οι Έλληνες εκηδεύαμε. Εάν πάτε στον τύμβο του Μαραθώνος, θα βρείτε σκελετούς. Κάνουν ανασκαφές πολλές φορές εδώ στην Αθήνα και βρίσκουν από την αρχαιότητα σκελετούς. Πριν μερικά χρόνια, στην οδό Πατησίων, πάνω από 170 σκελετούς βρήκαν από την αρχαιότητα" τόνισε ο π. Μεταλληνός.
Και πρόσθεσε: "Πότε έκαιγαν ή κυρίως άφηναν άταφο το σώμα. Ή όταν είχαμε προδοσία ή μολυσματικές νόσους. Τότε καίγανε. Αλλά κυρίως στην προδοσία. Άρα όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης και τον καίμε. Η κηδεία είναι το σώμα. Εμείς είμαστε ορθόδοξοι Έλληνες. Ανατολίτες και λοιπά, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι μια παράδοση και μετά θεολογία.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εγώ είμαι Κερκυραίος. Στην Κέρκυρα υπάρχει ακέραιο και θαυματουργό το σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κεφαλονιά, ο Άγιος Γεράσιμος. Αν κάψουμε, δεν θα ξέρουμε ποιος είναι Άγιος μετά, γιατί το λείψανο ευωδιάζει και μένει άφθαρτο. Είναι απόδειξη της ορθοδοξίας ότι ο Θεός κατοικεί μέσα στο λείψανο. Επομένως είναι πάρα πολλοί λόγοι που η ελληνορθόδοξη παράδοση και όλων των ορθοδόξων δεν καίει".
Και κατέληξε: "Το ίδιο ίσχυε και στον δυτικό χριστιανισμό. Τώρα μπήκαν μέσα η αθεΐα και όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία οδηγούν σε άλλες αποφάσεις. Ε, δεν θα ακολουθήσουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο".
το είδαμε εδώ

Περί της Θείας Πρόνοιας



Είναι ασύλληπτη η γνώση του Θεού απ’ το δικό μας νου. Είναι άπειρη, περιλαμβάνει όλα τα όντα, ορατά και αόρατα, έσχατα και αρχαία. Τα γνωρίζει ο Θεός όλα με ακρίβεια, σε όλο το βάθος και το πλάτος τους.

Ο Κύριος γνωρίζει εμάς, πριν γνωρίσομε εμείς τον εαυτό μας. Γνωρίζει τις διαθέσεις μας και την παραμικρή μας σκέψη, τους λογισμούς, τις αποφάσεις μας, πριν να τις πάρομε. Αλλά και προ της συλλήψεώς μας και προ καταβολής κόσμου μας γνώριζε καλά. Γι' αυτό ο Δαβίδ θαυμάζει και φωνάζει: «Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με …»

Το Πνεύμα το Άγιον εισχωρεί παντού. Γι' αυτό εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Του τα φανερώνει το Άγιον Πνεύμα. Τίποτα δεν είναι άγνωστο στον Θεό απ’ τις πράξεις μας, αλλά γράφονται όλα. Γράφονται κι όμως δεν γράφονται. Γεννιούνται και υπάρχουν, αλλά δεν γεννιούνται. Αυτό που ξέρετε εσείς τώρα, το ξέρει ο Θεός προ καταβολής κόσμου. Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στην Ευχή προ της Θείας Μεταλήψεως. Ακούστε: «Το μεν ακατέργαστόν μου έγνωσαν οι οφθαλμοί Σου· επί το βιβλίον δε Σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει».

Αυτά τα λόγια κάποιοι τα παρεξηγούν και τα μπερδεύουν. «Αφού ο Θεός τα έχει όλα γραμμένα, έχομε μοίρα, λένε, έχομε τύχη, έχομε πεπρωμένο. Άρα ήταν γραμμένο και πεπρωμένο να κάνεις, για παράδειγμα, φόνο· σε είχε προορίσει γι’ αυτό ο Θεός». Θα μου πεις: «Αν είναι γραμμένο ότι εγώ επρόκειτο να σκοτώσω εσένα, είμαι εγώ υπεύθυνος ή ανεύθυνος; Αφού και τα «μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει», γιατί να είμαστε υπεύθυνοι οι άνθρωποι; Τώρα πες μου εσύ, που λέεις ότι ο Θεός είναι αγαθός, γιατί το έγραφε και δεν με απέτρεπε να το κάνω;».

Εδώ είναι το μυστήριο. Ο Θεός εν τη παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του γνωρίζει τα πάντα, και τα μέλλοντα να συμβούν, αλλά δεν είναι Εκείνος υπαίτιος για το κακό. Ο Θεός προγνωρίζει αλλά δεν προορίζει. Για τον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα είναι γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιόν Του. Πως το λέει ο απόστολος Παύλος; «Πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Ως παντογνώστης γνωρίζει και το αγαθό και το κακό. Συνεργάζεται με το αγαθό ως φύσει αγαθός και είναι ξένος του κακού. Αφού είναι ξένος του κακού, πώς είναι δυνατόν να μας προορίζει γι’ αυτό; Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα καλά λίαν και έδωσε σε όλα αγαθό άγιο προορισμό.

Το κακό είναι πρόβλημα, το οποίο η θρησκεία μας το εξηγεί μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο, που καλύτερος δεν υπάρχει. Η εξήγηση που του δίνει είναι η εξής: Το κακό υπάρχει και προέρχεται απ’ τον διάβολο. Μέσα μας έχομε και το κακό πνεύμα και το αγαθό πνεύμα και μάχονται αλλήλους. «Ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει· ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Μέσα μας δηλαδή γίνεται πάλη μεταξύ καλού και κακού. Σ’ αυτήν όμως την πάλη ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ν’ αποφασίσει τι θα διαλέξει. Άρα δεν είναι ο Θεός που προορίζει κι αποφασίζει αλλά η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

Ο Θεός εν τη παντογνωσία Του γνωρίζει μ’ όλη την ακρίβεια όχι απλώς από πριν αλλά προ καταβολής κόσμου ότι ο τάδε θα κάνει, παραδείγματος χάριν, φόνο, όταν γίνει τριάντα τριών ετών. Αλλά ο άνθρωπος εν τη ελευθερία της βουλήσεώς του – δώρο που του έδωσε ο Θεός και το διαστρέβλωσε – ενεργεί αυτοβούλως. Δεν είναι ο Θεός ο αίτιος, ούτε μας προορίζει γι’ αυτό το σκοπό. Η παγνωσία Του δεν μας υποχρεώνει. Σέβεται την ελευθερία μας, δεν την καταργεί. Μας αγαπάει, δεν μας κάνει δούλους, μας δίνει αξία. Ο Θεός δεν επεμβαίνει στην ελευθερία μας, τη σέβεται, μας δίνει το ελεύθερο. Άρα είμαστε υπεύθυνοι, διότι κάνομε αυτό που θέλομε εμείς. Δεν μας αναγκάζει ο Θεός. Είναι προδιαγεγραμμένο και γνωστό στον Θεό ότι θα σκοτώσεις εσύ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι κανονισμένο υπό του Θεού να το κάνεις. Πώς είναι δυνατό ο Θεός, που μας εδημιούργησε από άπειρη αγάπη κι ο ίδιος είναι απόλυτη αγάπη και θέλει μόνο την αγάπη, να θελήσει να σε οδηγήσει στην κακία και στο φόνο; Σου δίνει την ελευθερία και μετά σου την παίρνει; Εσύ ενεργείς ελεύθερα, εσύ αποφασίζεις αυτό που ο Θεός γνωρίζει εκ των προτέρων, χωρίς να σε αναγκάζει, γι’ αυτό και είσαι εσύ υπεύθυνος.

Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά, θέλουν θείο φωτισμό, για να τα κατανοήσει ο άνθρωπος. Είναι μυστήρια. Το αγαθό στη φύση είναι μυστήριο. Δεν είναι ωραίο ένα λουλουδάκι με ποικίλα χρώματα, που σε τραβάει και σε κάνει να το αγαπήσεις; Το πλησιάζεις κι έχει άρωμα τόσο ευγενικό, τόσο λεπτό, που σε κάνει να το αγαπάεις πιο πολύ. Αυτό είναι το αγαθό. Έ ναι, αλλά δεν είναι όμως κι αυτό μυστήριο; Πώς έγιναν αυτά τα χρώματα, πώς έγινε αυτό το άρωμα; Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα πουλιά, για τα ζώα, για τα υδρόβια. Όλα εκφράζουν την αγαθότητα του Θεού.

Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ό,τι πιο ωραίο και καλό. Τον προόρισε να γίνει τέλειος. Του έδωσε, όμως, και την ελευθερία κι έτσι έγκειται και σ’ εκείνον ν’ ακολουθήσει το αγαθό ή το κακό. Από το ένα μέρος η αγάπη του Θεού κι από το άλλο η ελευθερία του ανθρώπου. Αγάπη και ελευθερία μπλέκουν. Ενώνεται το πνεύμα με το Πνεύμα. Αυτή είναι η μυστική ζωή. Όταν το πνεύμα μας ενώνεται με το Πνεύμα του Θεού, τότε κάνομε το αγαθό, γινόμαστε αγαθοί.

Για τα πάθη μας ευθύνεται άλλος, η βούλησή μας. Ο Θεός δεν θέλει να περιορίσει τη βούλησή μας, δεν θέλει να μας πιέσει, δεν θέλει να επιβάλει τη βία. Από μας εξαρτάται τι θα κάνομε και πώς θα ζήσομε. Ή θα ζούμε τον Χριστό και θα έχομε τα θεία βιώματα και την ευτυχία ή θα ζούμε στη μελαγχολία και στη λύπη. Μέση κατάστασις, μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή θα είσαι ή δεν θα είσαι. Ή το ένα ή το άλλο. Η φύση εκδικείται, μισεί το κενό. Το καθετί μπορεί να είναι έτσι, αλλά μπορεί και να μην είναι. Το φίλημα επί παραδείγματι μπορεί να είναι άγιο και μπορεί να είναι πονηρό. Αλλ’ αυτό έχει αξία, να ενεργεί ο άνθρωπος ελεύθερα. … Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο να ζητάει μόνος του να γίνει καλός, να το επιθυμεί μόνος του και να γίνεται, τρόπον τινα, σαν δικό του το κατόρθωμα, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται απ’ την χάρι του Θεού. Έρχεται πρώτα στο σημείο να το θέλει, να το αγαπάει, να το επιθυμεί και κατόπιν έρχεται η θεία χάρις και το κατορθώνει.

Ο Θεός είναι αγάπη δεν είναι απλός θεατής της ζωής μας. Προνοεί και ενδιαφέρεται ως Πατέρας μας που είναι, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας. Δεν μας πιέζει. Εμείς να έχομε την ελπίδα μας στην πρόνοια του Θεού και, εφόσον πιστεύομε ότι ο Θεός μας παρακολουθεί, να έχομε θάρρος, να ριχνόμαστε στην αγάπη Του και τότε θα Τον βλέπομε διαρκώς κοντά μας. Δεν θα φοβόμαστε μήπως παραπατήσομε.

Πόσες βελόνες έχει το κάθε πεύκο; Ο Θεός τις γνωρίζει και χωρίς τη δική Του θέληση ούτε μία δεν πέφτει κάτω. Όπως και οι τρίχες της κεφαλής μας και αυτές όλες είναι ηριθμημέναι. Εκείνος φροντίζει και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, μας αγαπάει, μας προστατεύει.

Εμείς ζούμε σαν να μην αισθανόμαστε το μεγαλείο της θείας προνοίας. Ο Θεός είναι πολύ μυστικός. Δεν μπορούμε να καταλάβομε τις ενέργειές Του. Μη νομίζετε ότι ο Θεός το έκανε έτσι και μετά το διόρθωσε. Ο Θεός είναι αλάθητος. Δεν διορθώνει τίποτα. Ποιος είναι, όμως, στο βάθος ο Θεός, στην ουσία, εμείς δεν το γνωρίζομε. Τις βουλές του Θεού, δεν μπορούμε να τις εξιχνιάσομε.

Όταν ο Θεός μας δωρίσει το χάρισμα της ταπεινώσεως, τότε όλα τα βλέπομε, όλα τα αισθανόμαστε, τότε Τον ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όταν δεν έχομε την ταπείνωση, δεν βλέπομε τίποτα. Το αντίθετο όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπομε όλα, τα χαιρόμαστε όλα. Ζούμε τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.

Αγιος Πορφύριος

πηγή   
το είδαμε εδώ

Μοναχός Ιννοκέντιος Σεραγιώτης (30/10/1860 – 06/11/1901)

Γεννήθηκε στις 30.10.1860 στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Μικρός έμεινε ορφανός από τους γονείς του και ζούσε με τα πέντε αδέλφια του. Ο πατέρας του τους κληροδότησε χρυσορυχεία. Νέος μετέβη στην Πετρούπολη, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά και νομικά. Ζώντας ο ίδιος πολύ λιτά, ασκητικά και αγνά ασκούσε πλούσια την αρετή της ελεημοσύνης σε άπορους συμμαθητές του και σε όποιον είχε μεγάλη ανάγκη. Μία επίσκεψή του στην Ευρώπη τον απογοήτευσε, για την εντελώς κοσμική ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι. Πίστευε ότι τα χρήματα δεν χαρίζουν την πραγματική ευτυχία και αύξησε τον ασκητικό του αγώνα.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου
Ζούσε ως ασκητής μέσα στον κόσμο, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ταπεινοφροσύνη και συνεχή ελεημοσύνη. Σε μία φτωχή μοναχή έδωσε ενα μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε μερικοί θεώρησαν οτι έχασε τα λογικά του και ζήτησαν να του γίνει ψυχιατρική εξέταση. Τελικά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για αληθινό άνθρωπο του Θεού, ενάρετο, ελεήμονα, που ζούσε για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του. Ένα πλουσιόπαιδο να ζεί μ’ εγκράτεια, πενία και καθαρότητα για την αγάπη του Χριστού και του πλησίον! Πολλοί τον ευλαβήθηκαν και άρχισαν να τον τιμούν ως πνευματοκίνητο και θεοφώτιστο.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 2
Το 1890 στην Πετρούπολη ο τριαντάχρονος Ιννοκέντιος Σιμπιριακώβ γνωρίσθηκε με τον Ιερομόναχο Δαυΐδ, αδελφό της Βατοπεδινής κοινοβιακής σκήτης του Αγίου Ανδρέου-Σεράι, παρά τις Καρυές του Αγίου Όρους, που ήταν προϊστάμενος του μετοχίου της σκήτης στην Αγία Πετρούπολη. Από τότε του έγινε πνευματικός πατέρας και οδηγός και τον δίδαξε τα μυστικά της νοεράς προσευχής και του ορθοδόξου μοναχισμού. Μαθαίνοντας ο Ιννοκέντιος τις ανάγκες για την ανοικοδόμηση της σκήτης πρόσφερε ενα τεράστιο ποσό, από το μερίδιο της περιουσίας του, για την ολοκλήρωση των έργων, ώστε κατεστάθη νέος κτήτορας. Πουθενά ομως δεν επέτρεψε ν’ αναγραφεί τ’ όνομα του.
Κηδεία μοναχού Ιννοκέντιου Σεραγιώτου 3
Την ίδια εποχή γνωρίσθηκε και με τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης († 1908), στον οποίο προσέφερε πολλά χρήματα για τις ανάγκες της ιεραποστολής και της φιλανθρωπίας του. Συνέχισε να προσφέρει χρήματα στις μονές Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Λατόγκα και Βαλαάμ, και στις σκήτες Αναστάσεως του Χριστού και Αγίων Πάντων. Επίσης δεν έπαυε να ελεεί φιλανθρωπικά Ιδρύματα, σχολεία, ασθενείς, αναπήρους και φτωχούς.
Το 1894 έγινε δόκιμος μοναχός, το 1896 έλαβε τη ρασοευχή, το 1898 εκάρη μικρόσχημος και ήλθε στο Άγιον Όρος, και το 1899 εκάρη μεγαλόσχημος. Έκτισε εκ βάθρων το Κελλί της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της σκήτης. Μαζί με τον Γέροντά του Δαυίδ επιδόθηκαν σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Νήστευαν όλο τον χρόνο όλη την εβδομάδα το λάδι και κατέλυαν μόνο τα Σαββατοκύριακα, λέγοντας ακατάπαυστα την ευχή του Ιησού. Έδωσε όλη την περιουσία του στη σκήτη και έκτισε ολόκληρη πτέρυγα με τρεις ναούς, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Παντελεήμονος και του Αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ, ιατρείο, νοσοκομείο και γηροκομείο.
Υπήρξε υπόδειγμα καθαρότητος, ταπεινότητος, υπακοής, φιλοθεΐας, πραότητος, ανεξικακίας, ασκητικότητος και ελεημοσύνης. Όλοι οι Σεραγιώτες μοναχοί τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και παράδειγμα προς μίμηση. Μετά ολιγόμηνη ασθένεια -έπασχε από φυματίωση- ανεπαύθη στις 3 μ.μ. της 6.11.1901, αφού μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων, έχοντας μεγάλη χαρά ψυχής, που θα μεταβεί στον Νυμφίο Χριστό. Εκηδεύθη και ετάφη μετά διήμερο πίσω από τον αρχικό ναό της σκήτης του Αγίου Αντωνίου μετά του πρώτου κτήτορος Δικαίου Βησσαρίωνος, ως μέγας κτήτορας κι ευεργέτης. Από μεγάλη ταπείνωση δεν θέλησε να ιερωθεί κι έλεγε: «Έχασα τόσα χρόνια σπουδάζοντας την θύραθεν παιδείαν. Καιρός τώρα να μετανοήσω. Να κερδίσω τον χαμένον μου χρόνον. Αφήσατέ με εν ησυχία να κλαύσω τας πολλάς μου αμαρτίας, ίνα εύρω έλεος ο αμαρτωλός και τρισάλθιος εν ημέρα Κρίσεως».
Βιβλιογραφία: Εφραίμ Προηγουμένου, Ημερολόγιον Ιεράς Βατοπαιδινής Κοινοβιακής Σκήτης Αποστόλου Ανδρέου, Άγιον Όρος 2009.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
πηγή

Η Θεοτοκολογία στην σλαβική και σερβική βιβλιογραφία


Η Θεοτοκολογία στην σλαβική και σερβική βιβλιογραφία κατά τους Ιουστίνο Πόποβιτς και Αθανάσιο Γιέβτιτς[1]
Ο μακαριστός καθηγητής της Θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου αρχιμ. και άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει στα γραφόμενά του ότι θα πρέπει να θέτουμε «φυλακήν τω στόματί ημών» όταν μιλούμε ή γράφουμε για τα μυστήρια του Θεανθρώπου Χριστού. Ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για το «μυστήριο των μυστηρίων» που αφορά τον Θεάνθρωπο Χριστό και την Παναγία Θεοτόκο μητέρα Του. Ο δε μαθητής του π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής πανεπιστημίου Βελιγραδίου επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς μας υπενθυμίζει ότι ο Μωυσής ο θεόπτης με φόβο, τρόμο και ευλάβεια θέλησε να δεί την «άφλεκτο βάτο» στο Σινά, που ήταν μόνο «σκιά της αλήθειας» της αληθινής Βάτου της Υπεραγίας Θεοτόκου. Συνεπώς εμείς τι θα πρέπει να κάνουμε, όταν πρόκειται να γράψουμε ή να μιλήσουμε για την Θεοτόκο την Υπερευλογημένη και Αειπάρθενο, παρά μόνο ταπείνωση και συντριβή σύμφωνα και με τους ιερούς μας υμνωδούς. Καθώς όπως γνωρίζουμε για την Παναγία Θεοτόκο έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες, ποιητές, υμνογράφοι και δοξολογητές, γιατί τα μυστήριά της είναι «πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα»[2] και ο ανθρώπινος λόγος ή η διάνοια δεν φτάνει για να υμνήσει τα «μεγαλεία» της, όπως ο έκανε ο Δυνατός[3] Παντοκράτωρ Θεός του Παντός.
serbpan2
Για την Θεοτόκο συνέγραψαν έργα θεόπνευστα και πνευματικά, αιώνια μνημεία στην παγκόσμια βιβλιογραφία, αρκετοί όπως είπαμε, μεταξύ αυτων πολύ σημαντικά είναι αυτά που έγραψε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Μόδεστος και Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ο Ανδρέας Ιεροσολυμίτης, ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Θεοφάνης Νικαίας, ο Καβάσιλας, κ.ά., έτσι και στην σλαβική και σερβική βιβλιογραφία, τόσο ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σάββας Σερβίας ο Χιλανδαρινός, όσο και ο επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς και ο αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Πόποβιτς και ο επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτις, καθώς και αρκετοί άλλοι.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία ζεί την μία αγία καθολική οικουμενική αληθινή και αποστολική παράδοση και στην συγκεκριμένη περίπτωση του θέματός μας «χορίαρχος» και τελετάρχης είναι ο «Άγγελος Πρωτοστάτης είπειν τη Θεοτόκω το Χαίρε»[4]. Αυτό το «Χαίρε» του Αρχαγγέλου συνοψίζει ολόκληρο το χαρμόσυνο μήνυμα και την δοξολογία[5] όλων των γενεών των ανθρώπων που πιστεύουν στην Παναγία Θεοτόκο ως μητέρα Θεού.[6] Ο ύμνος αυτος δεν είναι μόνο ένας «ιερός ύμνος», είναι ταυτόχρονα και θεολογία σύμφωνα με τον Ιουστίνο Πόποβιτς, δηλαδή ορθή «δόξα», ορθός «λόγος», για τα άρρητα μυστήρια του Θεού, μέσα στην Οικονομία για την σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου, μέσω της Παναγίας Θεοτόκου. Διότι σύμφωνα με τον Αθανάσιο Γιέβτιτς η Παναγία δοξάζεται μόνο με την «ορθο – δοξίαν»[7]. Γι’αυτό δεν είναι τυχαίο που στην υμνολογία, στην ποίηση, σε πανηγυρικούς λόγους και υμνολογικούς βρίσκουμε τα δόγματα της Ορθοδοξίας, την αληθινή και αδιάσειστη παράδοση και ιστορία μας. Αυτό ισχύει και για την σλαβική και σερβική βιβλιογραφία και κυρίως εδώ στα έργα του Ιουστίνου Πόποβιτς και Αθανάσιου Γιέβτιτς. Οι οποιοι υπογραμμίζουν την θείαν Παράδοσιν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ό,τι γράφουν περί Θεού, περί Αγίας Τριάδος περί Θεανθρώπου Χριστού και περί την Παναγία Θεοτόκον, το γράφουν βασισμένοι στην θείαν Παράδοσιν, την οποια μας απεκάλυψε και παρέδωσε ο Θεός, μέσω της σωτήριας οικονομίας του Θεανθρώπου Χριστού.
Ο Αθανάσιος Γιέβτιτς προτρέπει να μείνουμε πιστοί στην παράδοση διότι αυτή είναι «το οικοδόμημα και το σώμα»[8] της Ορθόδοξης Καθολικής Αποστολικής Εκκλησίας, φέροντας τα λόγια του Ιωάννου Δαμασκηνού: «στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια ά έθεντο οι Άγιοι Πατέρες ημών μη διδόντες τόπον τοι βουλομένοις καινοτομείν και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Η πιστότητα στην Παράδοσιν της Εκκλησίας σύμφωνα με τα έργα του Ιουστίνου Πόποβιτς, έγκειται κυρίως στην Χριστολογία. Βλέπει και ερμηνεύει τα πάντα, μέσω του «εκ Παρθένου σαρκωθείς Θεός και άνθρωπος», όπως συγκεκριμένα το διατυπώνει ο Μέγας Αθανάσιος «δι’ ημάς σάρκα λαβών εκ Παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας άνθρωπος γέγονε»[9]. Η χριστολογία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στα έργα και των δύο, του διδασκάλου και του μαθητού, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης. Η περί Παναγίας Θεοτόκου ερμηνευτική διδασκαλία υπάρχει εντός της Χριστολογίας και όχι ως μία αυτόνομη «Μαριολογία» ή ως μία ενδιαφέρουσα κοσμική «ανθρωπολογία».
Η Ορθόδοξη σλαβική και κυρίως σερβική θεολογία του Ιουστίνου Πόποβιτς και του Αθανάσιου Γιέβτιτς δεν είναι ανθρωπολογία, ούτε Μαριολογία, αλλά Χριστολογία στην οποια συμπεριλαμβάνεται και η ορθή ανθρωπολογία και η ορθή περί Θεοτόκου διδασκαλία. Κατά τον διδάσκαλο και ο μαθητής, δηλώνουν ότι ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος, ο Χριστός είναι ο αληθινός και τέλειος Θεός και ο πρώτος αληθινός και τέλειος άνθρωπος, αλλά «Είς Χριστός»[10], γι’ αυτό και η Παναγία η οποια Τον εγέννησε είναι αληθώς Θεοτόκος. Μόνο το όνομα και αξίωμα του Χριστού, προσδίδει στην κατά σάρκα Μητέρα Του το όνομα Θεοτόκος, και αντίστροφα.
[Συνεχίζεται]
 
[1] Εισήγηση στο ΙΘ΄ Συνέδριο, Μεταπτυχιακών ΜΦΘΣ Αθηνών, στο Ιερό Ησυχαστήριο Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου Σερρών, από 26-28 Σεπτεμβρίου 2014. Θέμα: Η Θεοτοκολογία στην σλαβική και σερβική βιβλιογραφία κατά τον Ιουστίνο Πόποβιτς και Αθανάσιο Γιέβτιτς, υπο του Aλέξιου Παναγόπουλου του Παναγιώτη, υποψήφιου δρ. τμ. Θεολογίας Αθηνών ιστορικού τομέα, Δρ. Θεολ. Παν/μίου Σεράγεβο, Δρ. Ν/Πολ. Παν/μίου βελιγραδίου, Υφηγητή Θεολογίας Νόβι Σάντ. Για επικοινωνία 6948629530. Εμαιλ: alexpan1@hotmail.com
[2] Θεοτόκιον Αναστάσιμον, ήχος Β’.
[3] Λουκ. 1, 42.
[4] Ακάθιστος Ύμνος, οίκος Α.
[5] Λουκ. 1, 48.
[6] Της των πάντων τελειώσεως και θεώσεως σύμφωνα με τους αγίους Διονύσιον, Μάξιμον και Δαμασκηνόν (P.G. 3, 589 C 4, 193 A και 94, 844 D 5 A).
[7] Αθανασίου Γιέβτιτς, Η θεοτοκολογία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, στο βιβλίο του: Χριστός Αρχή και τέλος, έκδ. ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήναι 1983, σ. 237.
[8] Αθανασίου Γιέβτιτς (ένθ’ ανωτ.) σ. 239.
[9] Κατά Αρειανών Γ’ 29, P.G. 26, 385.
[10] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94, 780. Ομιλ. Β’, 14: «Είς Χριστός, είς Υιός, Θεός και άνθρωπος ο αυτός»
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...