Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2015

Μία αυτοκράτειρα,οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας και η ζωή μας(Αγία Θεοδώρα)

πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός
 Η γιορτή της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης στην Κέρκυρα μας δίδει την ευκαιρία να εντρυφήσουμε σε μία φράση την οποία καταθέτει ένα από τα στιχηρά του Εσπερινού της εορτής για το πρόσωπό της. Ο ιερός υμνογράφος την χαρακτηρίζει ως «το στήριγμα της Ορθοδοξίας», για το λόγο ότι τίμησε τις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, όντας η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, ο εκφραστής της πολιτικής εξουσίας, η σεμνή Βασίλισσα η οποία έκανε πράξη την συναλληλία Κράτους και Εκκλησίας σε μία εποχή όπου το κοινωνικό σώμα ήταν βαθιά τραυματισμένο από μία σύγκρουση κατά βάθος πολιτική, αλλά επιφανειακά θρησκευτική: αυτή της εικονομαχίας.

         Και αναδείχθηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα διότι φρόντισε να ακολουθήσει την παράδοση της Παφλαγονίας, από όπου καταγόταν. Η Παφλαγονία είναι η περιοχή πριν τον Πόντο, ξεκινά από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και έρχεται σε συνέχεια της ασιατικής πλευράς της Κωνσταντινούπολης.
 Οι κάτοικοί της ακολουθούσαν την παράδοση της τιμής της εικόνος η οποία έβαινε στο πρωτότυπο και δεν είχαν επηρεαστεί από τις απόψεις των μονοφυσιτών της Συρίας, που είχαν ως εκφραστές τους τους Ισαύρους, ούτε τους εικονομάχους αυτοκράτορες της δυναστείας του Αμορίου, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί έντονα από την αν-εικονική τέχνη των Αράβων και αρνούνταν το δικαίωμα των χριστιανών να έχουν και να τιμούν τις ιερές εικόνες. Η Θεοδώρα ακολούθησε τη δική της οικογενειακή παράδοση και ως αυτοκράτειρα, παρότι στην πράξη είχε έρθει σε ρήξη με το σύζυγό της Θεόφιλο. Η Ορθοδοξία δεν στηρίζεται αν δεν ακολουθείται η αυθεντική παράδοση της πίστης.

          Αναδείχτηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η αγία Θεοδώρα διότι αξιοποίησε την εξουσία της για να επιλύσει ειρηνικά το διχασμό που υπήρχε μεταξύ του λαού. Οι ιστορικοί σημειώνουν το πόσο γρήγορα λύθηκε ένα ζήτημα το οποίο ταλάνισε επί 130 και πλέον έτη την βυζαντινή κοινωνία χάρις στην αποφασιστικότητα της Θεοδώρας. 
Και συμφιλιώθηκαν τα πρόσωπα και ο λαός αποδέχτηκε τις αποφάσεις οι οποίες στηρίζονταν στην αυθεντική επιχειρηματολογία της Εκκλησίας. Η Θεοδώρα δεν ακολούθησε την λογική των μακρόχρονων συζητήσεων, ούτε μιας διπλωματικής προσέγγισης στο θέμα, αλλά αυτό που πίστευε ως αληθινό το εφάρμοσε. Διχάζει ή συντηρεί τον διχασμό ό,τι δεν στηρίζεται στην αλήθεια. Ό,τι είναι αληθινό σύντομα ενώνει.
          Αναδείχτηκε στήριγμα της Ορθοδοξίας η αγία Θεοδώρα διότι στη ζωή της υπήρξε υπόδειγμα συνέπειας λόγων και έργων. Και αυτή η συνέπεια δεν είχε να κάνει μόνο με την πνευματική της ζωή και πορεία, αλλά είχε να κάνει και με τον τρόπο που άσκησε την διοίκηση ως αυτοκράτειρα. Όπως αναφέρουν και πάλι οι ιστορικοί όταν παραιτήθηκε από την θέση της αυτοκράτειρας υπέρ του υιού της άφησε ένα τεράστιο οικονομικό πλεόνασμα στα ταμεία της αυτοκρατορίας. Υπήρξε άριστη διαχειρίστρια των πολιτικών, θρησκευτικών και οικονομικών υποθέσεων του κράτους, δείχνοντας ότι ο άνθρωπος του Θεού δεν είναι μόνο ικανός στα πνευματικά, αλλά ανταποκρίνεται με γνώμονα τις αρχές και τις αρετές της πίστης σε όποια διακονία κι αν έχει κληθεί να προσφέρει. Γιατί δυσφημείται η Ορθοδοξία όταν ταγοί που έχουν κληθεί να διακονήσουν τους ανθρώπους και ισχυρίζονται ότι πιστεύουν δεν φέρονται σύμφωνα με τις αρχές της πίστης.
      Τήρηση της πνευματικής παράδοσης την οποία κληρονόμησε, αποφάσεις με γνώμονα την αλήθεια και με σκοπό την ενότητα και όχι μία υποκριτική διπλωματία, η οποία δεν οδηγεί πουθενά, αλλά διαιωνίζει τα προβλήματα και εφαρμογή των αρχών της πίστης, με γνώμονα το συμφέρον των πολλών, σε κάθε έργο αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά εκείνα της Αυγούστας και Οσίας.
 Και είναι ένα μήνυμα σε όλους εμάς η παρουσία του ιερού σκηνώματος και η τιμή στο πρόσωπό της από την Εκκλησία ότι δεν έχουμε κληθεί να ζούμε μία στείρα πνευματικότητα, μακριά από την ιστορική πορεία του κόσμου, αλλά έχουμε κληθεί να ζούμε την χριστιανική πίστη εντός του κόσμου με αρχές και αξίες. Ότι κρινόμαστε οι χριστιανοί από τις επιλογές και τον τρόπο ζωής μας, όπου κι αν διακονούμε, είτε στην εργασία, είτε στην οικογένειά μας, είτε στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας, πόσο μάλλον οι ταγοί της Εκκλησίας και της κοινωνίας, ιδίως εμείς οι κληρικοί. Ότι ο καθένας από εμάς αφήνει με τα έργα του να μπει το φως του, για να δοξάζεται ο Θεός.
      Ζούμε σε μία πραγματικότητα στην οποία τα προσωπεία έχουν πέσει. Η μεγάλη κρίση έχει αναδείξει ξεκάθαρα νέες και την ίδια στιγμή παλαιές προκλήσεις στο προσκήνιο για εμάς τους χριστιανούς. 
Ποια γνώση της παράδοσής μας έχουμε; Παράδοση δεν είναι μόνο ό,τι παραλάβαμε ως έθιμο. 
Παράδοση είναι και ό,τι είναι δεμένο με την θεολογία της Εκκλησίας μας. Ό,τι ξεκαθαρίζει το ορθόδοξο ήθος από τις νοθεύσεις και τις παραχαράξεις. Από έναν σύγχρονο μονοφυσιτισμό, που ζητά από την Εκκλησία να πιστεύει σε έναν Θεό πνευματικό, ο Οποίος κινείται στη λογική της αιωνιότητας και της μεταθανάτιας ζωής και όχι σε έναν Θεό που έχει προσλάβει σάρκα και οστά και γίνεται ο Άρτος της Ζωής που μεταμορφώνει κάθε πτυχή της πραγματικότητάς μας. Να πιστεύει σε έναν Θεό φάντασμα της αιωνιότητας και όχι έναν Θεό που γεμίζει με όρεξη για ζωή και δημιουργία την καθημερινότητά μας.
 Έναν Θεό που θα Τον συναντήσουμε όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο και όχι έναν Θεό που είναι πανταχού παρών και μας θέλει υπεύθυνους για τον κόσμο, όχι μόνο για να ταΐζουμε τον κόσμο, αλλά για να του δείχνουμε πώς η ζωή του μπορεί να έχει νόημα και ελπίδα, πώς μπορεί να αγαπά και να μεταμορφώνει σώμα και ψυχή σε γνήσια κοινωνία με τον ουρανό και τη γη στο πρόσωπο του πλησίον. Από έναν πολιτισμό αν- εικονικό ως προς την πίστη, αλλά γεμάτο εικόνες ως προς την βιοτή. Μόνο που σ’ αυτές δεν περιλαμβάνεται η εικόνα του Θεού που αγαπά, αλλά η φαντασίωση ενός Θεού που θέλει με το ζόρι τους πάντες να Τον ακολουθούν, θέλει την Εκκλησία να γίνεται δεκανίκι του κράτους, ακόμη κι αν το κράτος δεν τη θέλει, για να διασώσει δήθεν η Εκκλησία προνόμια, έχοντας γίνει «άλας άναλον».
       Η κρίση σήμερα έχει δείξει ότι δεν έχει νόημα μία στείρα και φοβική διπλωματία, που δεν θα λύνει προβλήματα, αλλά θα κρύβει την αλήθεια. Θέλει τόλμη και γενναιότητα υπερβάσεων και την ίδια στιγμή διάθεση για ενότητα και όχι διχασμούς. Και ο διχασμός επέρχεται όταν απουσιάζει η αλήθεια από την σκέψη και τη δράση και τη ζωή μας. Όταν κρυβόμαστε πίσω από τα προβλήματα και ο λόγος μας δεν είναι ρομφαία δίστομος. 
Όταν δεν γνωρίζουμε τι θέλουμε ούτε από το Θεό ούτε από τους ανθρώπους. Όταν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στις δωρεές του Θεού, στη χάρη του Πνεύματος, στα χαρίσματα που μας δόθηκαν, στην ακρίβεια της πίστης μας και φοβόμαστε μήπως χάσουμε την βόλεψή μας. Καιρός για αλήθειες από την μεριά της Εκκλησίας. Τόσο για τον τρόπο της ζωής της κοινωνίας μας, που δεν μπορεί να ζει χωρίς γνήσια και ολοκληρωμένη παιδεία, χωρίς αρετή, χωρίς ήθος συλλογικό, αλλά με συμφεροντολογία και κολακείες. Όσο και για την παρουσία της Εκκλησίας σε αυτήν την κοινωνία. Η Εκκλησία άλλαξε τον κόσμο γιατί επέμεινε στην ταυτότητά της. Και η Εκκλησία εκκοσμικεύθηκε όταν άλλαξε την ταυτότητά της για να ευχαριστήσει τους πολλούς.
        Η κρίση σήμερα έχει γεννήσει την ανάγκη για αυθεντικούς ηγέτες. Για επισκόπους, για ιερείς, για λαϊκούς που γνωρίζουν ότι κρίνονται από την κοινωνία για τα έργα και τη ζωή τους, για το αν αυτά που διδάσκουν τα εφαρμόζουν. 
Για το αν είναι κοντά στον πλησίον, όχι μόνο για τα υλικά, αλλά πρωτίστως για τα πνευματικά. 
Για το αν γίνεται φως, για το αν δίνει φως στους άλλους. Με την προσευχή, αλλά και τη γνώση. Με το λόγο αλλά και τη σιωπή. Με την εργατικότητα αλλά και την ταπείνωση. Με τα λίγα αλλά και με τα πολλά. Γίνονται τα χαρίσματά μας αρετές που διακονούν τον πλησίον; Αισθανόμαστε την ευθύνη όχι μόνο της σωτηρίας των ψυχών των ανθρώπων αλλά και της αφύπνισής τους για να εργαστούν για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, που δεν μπορεί να μείνει μόνο στο χρήμα; Γιατί αν η Εκκλησία αφυπνιστεί και αφυπνίσει, τότε ο πήχυς θα μπει ψηλότερα για όλους. Για πιστούς και άθεους.
        Η αγία Θεοδώρα η Αυγούστα μας καλεί σε εγρήγορση, σε νήψη. Ατενίζοντάς την, ας ξαναδούμε τι θέλει η Ορθοδοξία από τον καθέναν μας, όχι για να στηριχτεί, διότι έχει το Θεό και τους αγίους της για κάτι τέτοιο, αλλά για να μας βοηθήσει να στηριχτούμε. Να προσλάβουμε τα παραδείγματα των μεγάλων μορφών της και να ξαναβρούμε την αληθινή μας θέση σε μία κοινωνία που περιθωριοποιεί όχι μόνο την σωτηρία, αλλά τελικά και την ίδια την αξία μιας ζωής που θα έχει αληθινή χαρά, καθώς βαδίζει στις συντεταγμένες ενός άθεου και προσανατολισμένου στην ματαιότητα  πολιτισμού, στον οποίο όμως κληθήκαμε και καλούμαστε να δώσουμε την μαρτυρία μας. Καιρός του λαλείν.
Το είδαμε  εδώ

Ἀθεΐα καί ἀθεΐα



Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι δικαίωμα τοῦ καθενός. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἀπεριόριστη ἐλευθερία, ὥστε ἄν θέλουμε καί νά τόν ἀρνηθοῦμε.

Δέν θά ἐπιχειρήσω διόλου νά ἀποδείξω τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Πιστεύω ὅτι δέν ἀποδεικνύεται λογικά ἡ ὕπαρξή του, ἀλλά μόνο βιώνεται στά βάθη τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἐλεύθερος λοιπόν κάποιος νά πρεσβεύει ὅ,τι θέλει. Δέν χρειάζεται ὅμως καθόλου ἕνας ἄθεος νά εἰρωνεύεται ἕναν πιστό καί φυσικά τό ἀντίθετο.

Ἐπιτρέψτε νά πῶ πώς ὁ ἄθεος προσπαθεῖ ἐναγώνια νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, δέν ἀφήνει γι’ αὐτόν χῶρο στήν καρδιά του καί ζεῖ στήν ἀπόλαυση τῆς ὕλης. Ποὺ ἀδυνατεῖ νά χαροποιήσει τό πνεῦμα. Ὁ Νίτσε φτάνει εὔστοχα νά πεῖ: «Ἀπαίσιε ἄνθρωπε, δέν ἀνέχεσαι ἐκεῖνον πού εἶδε τά βάθη σου καί γι’ αὐτό τόν ἐκδικεῖσαι». Ἡ πολλή λογική ὁδηγεῖ στήν ἀθεΐα, ὄχι ὅτι ἡ πίστη εἶναι παράλογη, ἀλλά ὁ ψυχρός ὀρθολογισμός κοιτᾶ μόνο στή γῆ. Ὁ ὑλισμός ἐπίσης δέν ἀφήνει χῶρο γιά τό Θεό. Ὁ φυσιοκρατικός πανθεϊσμός, κατά τόν Σοπενχάουερ, ὁδηγεῖ σέ μιὰ εὐγενῆ ἀθεΐα.



Διάφορες νεότερες φιλοσοφικές θεωρίες ἔχουν ἀρκετά ἀθεϊστικά στοιχεῖα, ὅπως ὁ θετικισμός, ὁ διαλεκτικός ἤ ἱστορικός ὑλισμός, ὁ πανσεξουαλισμός, κάποιες ἀποχρώσεις καί αὐτοῦ τοῦ ὑπαρξισμοῦ καί ἀρκετές ἄλλες. Ἡ θρησκευτικότητα θεωρεῖται ἀποκύημα τῆς φαντασίας. Ὁ Νίτσε στόν “Ὑπεράνθρωπό” του διακηρύσσει ὅτι κανείς ἄλλος Θεός δέν ὑπάρχει πλήν τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στόν “Ζαρατούστρα” λέει ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Κατά τόν Μάρξ ὁ Θεός δέν εἶναι μιὰ ὀντολογική πραγματικότητα ἀλλά ἡ ἀντικειμενικά προβαλλόμενη φύση. Ὁ Σάρτρ καί ὁ Καμὺ τελικά θεοποιοῦν τόν ἄνθρωπο.

Εἶναι νομίζουμε ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα ἡ γνώμη τοῦ K. Joel. “Δεν ὑπῆρξαν γνήσιοι φιλόσοφοι τῆς ἀθεΐας, ὅπως δέν ὑπῆρξαν γνήσιοι ὑλιστές καί ἀρνητές τῆς ψυχῆς. Ὅσοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν ὡς ἄθεοι δέν ὑπῆρξαν στήν πραγματικότητα τέτοιοι. Αὐτοί δέν ὑπῆρξαν ἀρνητές τοῦ θείου, ἀλλά ἀρνητές ἑνός ἰσχύοντος Θεοῦ ἤ ἑνός ὁρισμένου τρόπου γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ λίγοι ὅμως φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι πράγματι κατά τούς νεότερους χρόνους, χαρακτηρίστηκαν ὡς ἄθεοι, ὑπῆρξαν οὐσιαστικά ἀντιθεϊστές”. Ὁ Γιάσπερς, πού μελέτησε καλά τόν Νίτσε, λέει πώς ὁ ἀντιθεϊσμός του περιέχει θρησκευτική νοσταλγία Ὁ ἀντιθεϊσμός καί ὁ ὑλισμός φέρνουν τό μηδενισμό, πού δέν χαρίζει γαλήνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μά μελαγχολία καί μοναξιά.

Στή Γραφή, ἡ ἀθεΐα χαρακτηρίζεται ἀφροσύνη. Ἡ θρησκευτική ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο πλούσια καί μεγάλη, ὥστε καί οἱ ἄθεοι δημιουργοῦν θρησκευτικά ὑποκατάστατα, ἀνεβάζοντας στόν ἄδειο θρόνο τοῦ Θεοῦ, κατά τόν καθηγητή Νικόλαο Λούβαρι, διάφορα εἴδωλα: Τό χρυσό μοσχάρι, τή φύση, τή μαγεία, τό κράτος, τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνική, τή μοίρα, τόν ἐλεύθερο ἔρωτα. Σύγχρονοι νεοέλληνες καθηγητές, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι προσκυνοῦν τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί διακωμωδοῦν ὅσους προσκυνοῦν τόν ἀληθινό Θεό. Ὑπάρχει μιὰ ψυχολογική ἑρμηνεία στό γεγονός. Προσποιούμενοι κάποιοι τούς ἄθεους θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν ἀδιάφανη διαγωγή τους καί τήν ἄτακτη ζωή τους. Ἔτσι τούς ἱκανοποιοῦν καί εὐχαριστοῦν καί διάφορα πραγματικά ἤ μή ἐκκλησιαστικά σκάνδαλα.

Ἡ ἀθεΐα ἔχει σχέση καί μέ τήν ἡμιμάθεια, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ὅπως εἴπαμε ἄστατη ζωή. Ἔτσι μποροῦμε ἄνετα νά ποῦμε πώς ἡ ἀθεΐα δέν ὀφείλεται σέ ἀντικειμενικά ἀλλά σέ ὑποκειμενικά αἴτια. Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι…

Θά κλείσω μέ τούς λόγους τοῦ ἔξοχου Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νά κάμει δημοσίᾳ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσει εἰς ὕψος καί φανεῖ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἀλλ’ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον, ἔχει καί θά ἔχει διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».

Ποιὸς ἀγαπάει ἀληθινὰ σήμερα;



Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ εἶναι δικαίωμα τοῦ καθενός. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἀπεριόριστη ἐλευθερία, ὥστε ἄν θέλουμε καί νά τόν ἀρνηθοῦμε.

Δέν θά ἐπιχειρήσω διόλου νά ἀποδείξω τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Πιστεύω ὅτι δέν ἀποδεικνύεται λογικά ἡ ὕπαρξή του, ἀλλά μόνο βιώνεται στά βάθη τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἐλεύθερος λοιπόν κάποιος νά πρεσβεύει ὅ,τι θέλει. Δέν χρειάζεται ὅμως καθόλου ἕνας ἄθεος νά εἰρωνεύεται ἕναν πιστό καί φυσικά τό ἀντίθετο.

Ἐπιτρέψτε νά πῶ πώς ὁ ἄθεος προσπαθεῖ ἐναγώνια νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, δέν ἀφήνει γι’ αὐτόν χῶρο στήν καρδιά του καί ζεῖ στήν ἀπόλαυση τῆς ὕλης. Ποὺ ἀδυνατεῖ νά χαροποιήσει τό πνεῦμα. Ὁ Νίτσε φτάνει εὔστοχα νά πεῖ: «Ἀπαίσιε ἄνθρωπε, δέν ἀνέχεσαι ἐκεῖνον πού εἶδε τά βάθη σου καί γι’ αὐτό τόν ἐκδικεῖσαι». Ἡ πολλή λογική ὁδηγεῖ στήν ἀθεΐα, ὄχι ὅτι ἡ πίστη εἶναι παράλογη, ἀλλά ὁ ψυχρός ὀρθολογισμός κοιτᾶ μόνο στή γῆ. Ὁ ὑλισμός ἐπίσης δέν ἀφήνει χῶρο γιά τό Θεό. Ὁ φυσιοκρατικός πανθεϊσμός, κατά τόν Σοπενχάουερ, ὁδηγεῖ σέ μιὰ εὐγενῆ ἀθεΐα.



Διάφορες νεότερες φιλοσοφικές θεωρίες ἔχουν ἀρκετά ἀθεϊστικά στοιχεῖα, ὅπως ὁ θετικισμός, ὁ διαλεκτικός ἤ ἱστορικός ὑλισμός, ὁ πανσεξουαλισμός, κάποιες ἀποχρώσεις καί αὐτοῦ τοῦ ὑπαρξισμοῦ καί ἀρκετές ἄλλες. Ἡ θρησκευτικότητα θεωρεῖται ἀποκύημα τῆς φαντασίας. Ὁ Νίτσε στόν “Ὑπεράνθρωπό” του διακηρύσσει ὅτι κανείς ἄλλος Θεός δέν ὑπάρχει πλήν τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στόν “Ζαρατούστρα” λέει ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Κατά τόν Μάρξ ὁ Θεός δέν εἶναι μιὰ ὀντολογική πραγματικότητα ἀλλά ἡ ἀντικειμενικά προβαλλόμενη φύση. Ὁ Σάρτρ καί ὁ Καμὺ τελικά θεοποιοῦν τόν ἄνθρωπο.

Εἶναι νομίζουμε ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα ἡ γνώμη τοῦ K. Joel. “Δεν ὑπῆρξαν γνήσιοι φιλόσοφοι τῆς ἀθεΐας, ὅπως δέν ὑπῆρξαν γνήσιοι ὑλιστές καί ἀρνητές τῆς ψυχῆς. Ὅσοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν ὡς ἄθεοι δέν ὑπῆρξαν στήν πραγματικότητα τέτοιοι. Αὐτοί δέν ὑπῆρξαν ἀρνητές τοῦ θείου, ἀλλά ἀρνητές ἑνός ἰσχύοντος Θεοῦ ἤ ἑνός ὁρισμένου τρόπου γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ λίγοι ὅμως φιλόσοφοι, οἱ ὁποῖοι πράγματι κατά τούς νεότερους χρόνους, χαρακτηρίστηκαν ὡς ἄθεοι, ὑπῆρξαν οὐσιαστικά ἀντιθεϊστές”. Ὁ Γιάσπερς, πού μελέτησε καλά τόν Νίτσε, λέει πώς ὁ ἀντιθεϊσμός του περιέχει θρησκευτική νοσταλγία Ὁ ἀντιθεϊσμός καί ὁ ὑλισμός φέρνουν τό μηδενισμό, πού δέν χαρίζει γαλήνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μά μελαγχολία καί μοναξιά.

Στή Γραφή, ἡ ἀθεΐα χαρακτηρίζεται ἀφροσύνη. Ἡ θρησκευτική ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο πλούσια καί μεγάλη, ὥστε καί οἱ ἄθεοι δημιουργοῦν θρησκευτικά ὑποκατάστατα, ἀνεβάζοντας στόν ἄδειο θρόνο τοῦ Θεοῦ, κατά τόν καθηγητή Νικόλαο Λούβαρι, διάφορα εἴδωλα: Τό χρυσό μοσχάρι, τή φύση, τή μαγεία, τό κράτος, τήν ἐπιστήμη, τήν τεχνική, τή μοίρα, τόν ἐλεύθερο ἔρωτα. Σύγχρονοι νεοέλληνες καθηγητές, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι προσκυνοῦν τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί διακωμωδοῦν ὅσους προσκυνοῦν τόν ἀληθινό Θεό. Ὑπάρχει μιὰ ψυχολογική ἑρμηνεία στό γεγονός. Προσποιούμενοι κάποιοι τούς ἄθεους θέλουν νά δικαιολογήσουν τήν ἀδιάφανη διαγωγή τους καί τήν ἄτακτη ζωή τους. Ἔτσι τούς ἱκανοποιοῦν καί εὐχαριστοῦν καί διάφορα πραγματικά ἤ μή ἐκκλησιαστικά σκάνδαλα.

Ἡ ἀθεΐα ἔχει σχέση καί μέ τήν ἡμιμάθεια, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ὅπως εἴπαμε ἄστατη ζωή. Ἔτσι μποροῦμε ἄνετα νά ποῦμε πώς ἡ ἀθεΐα δέν ὀφείλεται σέ ἀντικειμενικά ἀλλά σέ ὑποκειμενικά αἴτια. Ἀπό καιρό ὁ προοδευτισμός ἔχει ταυτιστεῖ μέ ἕνα σφοδρό ἀντιθεϊσμό, ἀντιεκκλησιασμό, ἀντιμοναχισμό καί ἀντιχριστιανισμό. Ἐπικρατοῦν ἔτσι οἱ ψυχίατροι, οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχαναλυτές, ἀκόμη καί οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ πνευματιστές, οἱ ὡροσκόποι καί μελλοντολόγοι…

Θά κλείσω μέ τούς λόγους τοῦ ἔξοχου Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νά κάμει δημοσίᾳ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσει εἰς ὕψος καί φανεῖ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἀλλ’ οὐδέν ἧττον καί τό ἐλεύθερον, ἔχει καί θά ἔχει διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο Σέρβος

Μαρτύρησε στη Σόφια στις 11 Φεβρουαρίου 1515
Ο Άγιος ήταν στην καταγωγή Σέρβος από την πόλη Κράτοβα. Οι γονείς του, Δημήτριος και Σάρρα, ήσαν ευσεβείς Χριστιανοί και φρόντισαν ο γιος τους από μικρός να μάθει γράμματα και την τέχνη του χρυσοχόου.
Έμεινε ορφανός από πατέρα και επειδή ήταν πολύ όμορφος και έξυπνος φοβήθηκαν οι δικοί του μήπως τον πάρουν οι Τούρκοι για το παλάτι του σουλτάνου και τον έστειλαν στη Σόφια. Εκεί έμεινε στο σπίτι ενός καλού ιερέως, ονόματι Πέτρου, και εργαζόταν την τέχνη του χρυσοχόου. Ο ιερέας βλέποντας ότι ο Γεώργιος ήταν έξυπνος, φιλομαθής και προπάντων ευλαβής, τον δίδασκε την Αγία Γραφή και γενικά την ορθόδοξη πίστη, την οποία προσπαθούσε ο νεαρός Γεώργιος να κάνει πράξη.
Δεν ήταν δυνατόν η παρουσία του να μη γίνει αντιληπτή από τους Τούρκους της Σόφιας, οι οποίοι θαυμάζοντας τον ενάρετο τρόπο ζωής του θέλησαν τεχνηέντως να τον οδηγήσουν στην πίστη τους.
Διάλεξαν ένα ομόθρησκό τους πεπαιδευμένο στη θρησκεία του Ισλάμ να πάει υποκρινόμενος πως θέλει να του κατασκευάσει κάποιο χρυσό αντικείμενο και να τον καταφέρει να γίνει μουσουλμάνος. Ο Άγιος όμως,ως έξυπνος και γνώστης της ορθοδόξου πίστεως αλλά και ενάρετος Χριστιανός που ήταν, αντέκρουσε με επιτυχία τα επιχειρήματα του Τούρκου.
Αυτός, κρύβοντας το φαρμάκι στην καρδιά του, επέστρεψε στους ομοθρήσκους του αλλά και στον κριτή και διηγήθηκε καταλεπτώς τα πάντα,πιέζοντας να συλληφθεί ο νέος, διότι από την παρουσία του κινδυνεύει η πίστη των Τούρκων. Ο δικαστής έστειλε τον ίδιο Τούρκο να του φέρει τον Άγιο με τρόπο, ώστε να μην υποψιαστεί ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι Χριστιανοί. Με τον δόλο λοιπόν ότι τον θέλουν να φτιάξει κάποια χρυσά στολίδια απονήρευτος ο Άγιος ήρθε στον δικαστή.
Μόλις τον είδε ο δικαστής εξεπλάγη από την ομορφιά του νέου και με ήρεμο τρόπο τον κάλεσε κοντά του και επεχείρησε να τον φέρει στην πίστη του Ισλάμ. Ο Άγιος κατάλαβε τότε ότι εκεί είχε έρθει να αγωνιστεί για την πίστη του και όχι για την τέχνη του. Ζητώντας μυστικά την σοφία του Θεού, άρχισε με παρρησία να καταδεικνύει με επιχειρήματα την πλάνη των Μωαμεθανών και την αλήθεια του Χριστού Επίσης προσπάθησε να κλονίσει την πίστη τους στη θεοπνευστία του Κορανίου και το προφητικό αξίωμα του Μωάμεθ, αφού κανένας δεν είχε δει να του μιλάει ο Θεός ούτε να του παραδίδει το Κοράνιο. Ενώ και την παρουσία του Θεού στο Σινά και την παράδοση του νόμου στον Μωυσή βίωσε ολόκληρος ο Ισραηλιτικός λαός. Επίσης τα θαύματα του Χριστού από την γέννησή Του ως την Ανάληψή Του τα έζησαν πολλοί άνθρωποι και μαρτυρούν γι’ αυτά. Τόνισε επίσης ότι το Ισλάμ είναι μια εύκολη θρησκεία για σαρκικούς ανθρώπους.
Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι Τούρκοι φώναζαν να θανατωθεί. Ο δικαστής διέταξε να φυλακιστεί. Δέρνοντας, κλωτσώντας και φτύνοντας τον δεμένο μάρτυρα, τον έκλεισαν στη φυλακή. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ιερέας Πέτρος, με την πρόφαση να τον συμβουλέψει κι αυτός για το καλό του. Επειδή γνώριζε τον δεσμοφύλακα η συνάντηση έγινε στο σπίτι του δεσμοφύλακα. Ο ιερέας τον στήριξε στην πίστη και τον ενθάρρυνε να μη δειλιάσει αλλά να υπομείνει τους πρόσκαιρους πόνους από τα βασανιστήρια ώστε να χαίρεται και να απολαμβάνει την αιώνια ζωή, όπου και ο Κύριος θα τον ομολογήσει ενώπιον του Πατρός του. Στους φόβους του νεαρού μάρτυρα,μήπως δεν αντέξει τη φωτιά, του απάντησε πως ο Χριστός είναι Εκείνος που θα τον ενισχύσει με την χάρη Του, όπως και τους παλαιούς μάρτυρες και τον ομώνυμό του Άγιο Γεώργιο.
Την άλλη μέρα οδήγησαν τον Άγιο μπροστά στον δικαστή, ο οποίος με κολακείες και υποσχέσεις αγωνίστηκε να τον τουρκέψει αλλά μάταια. Ο ιερέας Πέτρος προσπάθησε με παρακλήσεις και δώρα στον δικαστή να τον ελευθερώσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά από οκτώ ημέρες φυλάκισης παρουσιάστηκε πάλι μπροστά στον δικαστή. Πάλι ταξίματα και υποσχέσεις, μέχρι που ο δικαστής υποσχέθηκε να τον κάνει συγκληρονόμο του με τον γιό του, να του δώσει τέτοιο αξίωμα ώστε να τον προσκυνούν όλοι. Με πολύ θάρρος και γενναιότητα ο Άγιος απάντησε :
Αν με αγαπάς, όπως λες, άφησέ με να ζω ως Χριστιανός, ειδεμή μάθε ότι από την πίστη μου και την αγάπη του Χριστού δεν είναι δυνατόν να με χωρίσει τίποτα, ούτε πλούτος επίγειος, ούτε δόξα πρόσκαιρη, ούτε φωτιά, ούτε καμμία άλλη βάσανος, όσα κακά κι αν μου κάνεις. Ελπίζω στον Χριστό μου ότι αντί γι` αυτά θα απολαύσω εκατονταπλάσια στην ουράνια Βασιλεία. Γιατί λοιπόν αργοπορείς; Κάμε ένα από τα τρία. Ή απόλυσέ με να ζω ως Χριστιανός ή στείλε με στον Χριστό μου μια ώρα αρχύτερα ή γίνετε κι εσείς Χριστιανοί για να γλυτώσετε από την αιώνια κόλαση.
Ο δικαστής τότε έκανε μια πονηρή ενέργεια. Έκανε μια ομολογία πίστεως για τον Χριστό, κατά το Ισλάμ. Ο Άγιος,με τη χάρη του Θεού, δεν έπεσε στην παγίδα αλλά αντιθέτως έκανε μια λαμπρή ομολογία πίστεως στην οποία αποδέχθηκε τον Χριστό ως τον προφητευόμενο Μεσσία αλλά και Θεό αληθινό. Το αποτέλεσμα ήταν το πλήθος να εξαγριωθεί και θα τον σκότωνε την ώρα εκείνη αν δε το εμπόδιζε ο δικαστής με τους στρατιώτες του. Τελικά ο δικαστής γυρνώντας στο πλήθος τους είπε: Η αμαρτία του ας είναι στις ψυχές σας και όπως θέλετε κάντε με αυτόν.
Με τα χέρια δεμένα πίσω και με αλυσίδα στο λαιμό, τον οδήγησαν, φτύνοντάς τον και ραπίζοντάς τον,μέσα από την αγορά, για να τον κάψουν, με την κατηγορία ότι βλασφήμησε τον νόμο του Ισλάμ και δεν δέχθηκε να αρνηθεί τον Χριστό. Κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας άρχισαν να συγκεντρώνουν ξύλα για την πυρά. Ο ιερέας Πέτρος κατόρθωσε να τον πλησιάσει και να τον ενισχύσει με λόγια πνευματικά, ο δε Άγιος του ζήτησε να προσεύχεται στον Χριστό να τον στερεώσει. Ο ιερέας μαζί με άλλους ιερείς και λαϊκούς Χριστιανούς μαζεύτηκαν και προσεύχονταν με δάκρυα στον Κύριο να στηρίξει τον μάρτυρα.
Κοντά τώρα στην στοίβα των ξύλων προσπαθούσαν ακόμα οι αγαρηνοί να μεταστρέψουν τον Άγιο με νέα ταξίματα. Εκείνος τους είπε:
Εγώ την πίστη μου δεν την αρνούμαι, ακόμα και χίλια βασανιστήρια να μου κάνετε.
Έτρεξαν τότε να φέρουν από τα γύρω σπίτια κάρβουνα και δαυλούς για να ανάψει γρηγορότερα η φωτιά, θεωρώντας ότι κάνουν έργο θεάρεστο. Έγδυσαν τον Άγιο και τον άφησαν μόνο με το πουκάμισο. Τον έριξαν στη φωτιά και τον τράβηξαν αμέσως πίσω μήπως και αλλάξει γνώμη. Ο Άγιος αντίθετα με περισσότερη πίστη ομολογούσε τον Χριστό. Το έκαναν και δεύτερη φορά, χωρίς αποτέλεσμα, οπότε τον έριξαν μέσα στη φωτιά.
Ήταν πεσμένος ανάσκελα κοιτώντας προς την ανατολή. Όταν κάηκαν τα δεσμά των χεριών του, σήκωσε το δεξί του χέρι, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε : Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας Σου παραδίδω το πνεύμα μου.
Τότε ένας Τούρκος πήρε ένα μεγάλο ξύλο, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον θανάτωσε. Αμέσως ένα σύννεφο εμφανίστηκε στον ουρανό και έβρεξε, μόνο πάνω στην πυρά, δρόσο πολλή. Οι Χριστιανοί δόξασαν τον Θεό ενώ οι Τούρκοι ντροπιάστηκαν, ωστόσο κάποιοι από αυτούς δάκρυσαν. Τότε οι Χριστιανοί με τόλμη πήγαν στον δικαστή και ζήτησαν το λείψανο του Αγίου. Οι Τούρκοι όμως φώναζαν, μην ελπίζετε πως θα τον πάρετε, θα τον κάψουμε και τη στάχτη του θα την σκορπίσουμε.
Πηγαίνετε, τους είπε ο δικαστής, να τον θάψετε αλλά προσπαθήστε με δώρα να πείσετε εκείνους που τον φυλάνε για να μη σας εμποδίσουν.
Δυστυχώς, παρά τις παρακλήσεις και τα δώρα, αντί να μαλακώσουν εκείνοι γίνονταν σκληρότεροι. Και αγρίευαν περισσότερο. Άναψαν τη φωτιά πάλι και έριχναν μέσα πτώματα ζώων, ώστε να μην αναγνωρίζονται τα λείψανα του Αγίου μάρτυρος. Όλα τα ζώα καίγονταν, το Άγιο λείψανο έμενε σώο και ακέραιο. Πεισματωμένοι έλεγαν, αύριο θα προσπαθήσουμε πάλι, διότι στο μεταξύ νύχτωνε, κι αν δεν καεί θα το ρίξουμε σ’ ένα λάκκο γεμάτο λάσπη. Τη νύχτα ωστόσο, κάποιος Χριστιανός, με τη βοήθεια του Θεού, χωρίς να τον δουν, πήρε το Άγιο λείψανο και το πήγε στην κεντρική εκκλησία.
Έτσι την άλλη μέρα με την άδεια του δικαστή έθαψαν τον πολύαθλο και θαυμαστό ομολογητή του Χριστού, με τη συμμετοχή όλου του κλήρου και του λαού, με τιμές, με ύμνους μαρτυρικούς και δοξολογίες στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης.

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας

 


Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ καὶ οἱ γνώσεις ποὺ πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴ συνετέλεσαν νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη του. Διότι στὴ μελέτη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ, ἔβλεπε ἀναρίθμητα καὶ καταπληκτικὰ δείγματα σοφίας. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ τὰ ἀποδώσει στὴν τύχη. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν τὸν παντοδύναμο καὶ πάνσοφο Δημιουργό.

Ὁ Βλάσιος, λοιπόν, ἦταν ἄριστος ἐπιστήμονας καὶ σοφὸς στὸ μυαλό. Ὅμως αὐτὸ δὲ φθάνει, καὶ ῥωτάει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τὶς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Δηλαδή, ποιὸς ἀπό σας εἶναι σοφὸς καὶ φωτισμένος; Ὅποιος εἶναι, ἂς τὸ δείξει ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς του ζωῆς καὶ μὲ πραότητα, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ σοφία. Καὶ ὁ Βλάσιος τὸ ἔδειξε.

Τὴν ἐπιστήμη του δὲν τὴν ἔκανε ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἀγαθοεργία. Πήγαινε στὰ σπίτα τῶν φτωχῶν ἀσθενῶν, ποὺ θεράπευε καὶ φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο. Συγχρόνως ὅμως, μελετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλη του ἡ καλὴ ἐργασία ἔφερε τὸν Βλάσιο στὶς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, χρησιμοποιεῖ περισσότερο τὴν ἐπιστήμη του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μὲ ἔργα καὶ διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ ἀποκεφαλίζεται. Συνδύασε, ἔτσι, στὴ ζωή του ἁρμονικότατα, πίστη καὶ ἐπιστήμη.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας, ὡς δένδρον εὔκαρπον, ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες καὶ θαυμάτων δωρεάς ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος ἱερομάρτυς τοῖς καταφεύγουσι πάτερ τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Βλάσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τό ἄνθος τό ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τό κλῆμα τό πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τούς ἐν πίστει τιμῶντας τήν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς δένδρον πανευθαλές, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου Ἱερουργέ, πολλοὺς κατεφύτευσας, πρὸς τὴν γῆν τὴν σωτήριον, καὶ ὡς κριὸς ποιμνίου, καλῶς ἡγησάμενος, δεσμευθεὶς ἐσφάγης, θυσία γενόμενος, τῷ δι' εὐσπλαγχνίαν, ὡς ἀρνίον σφαγέντι, καὶ χαίρων ἀνέδραμες, πρὸς αὐτὸν Πάτερ Βλάσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνος



Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνος
Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρα Βλασίου του Ακαρνάνος,
που άθλησε μαρτυρικά τον 11ο αιώνα.
Η μνήμη του γιορτάζεται στις 11 Φεβρουαρίου.
Ο άγιος ιερομάρτυρας Βλάσιος ο Ακαρνάν καταγόταν από ένα χωριό της Ακαρνανίας, πιθανότατα από το χωριό Σκλάβαινα, όπου βρέθηκε ο τάφος του με τα ιερά λείψανά του το 1923. κατά τις εμφανίσεις του συστήνοντας και έλεγε: «Είμαι Ακαρνάν». «Είμαι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα» κ.α. Και τους κατοίκους των Σκλαβαίνων τους ονόμαζε «πατριώτες του» κ.λπ. Σύμφωνα με τη χρονολογία (1006) που βρέθηκε μέσα στον τάφο του Αγίου το 1923, αυτός έζησε κατά το τέλος του 10ου και τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ.
Μόνασε ως Ηγούμενος στην ιερά Μονή των Εισοδίων της Παναγίας κοντά στην παλιά Κιάφα – Σκλάβαινα της Ακαρνανίας της επαρχίας Βόνιτσας και Ξηρομέρου. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους αγαρηνούς πειρατές, μαζί με τους πέντε συμμοναστές του, δύο ιερομονάχους και τρεις μοναχούς, καθώς και με πολλούς άλλους χριστιανούς κατοίκους της παλιάς Κιάφας – Σκλάβαινας, από τους οποίους πολλοί απήχθησαν για σκλάβοι από τους πειρατές. Για αυτό το γεγονός της σκλαβιάς, το παλιό χωριό Κιάφα ονομάστηκε Σκλάβαινα. Τον βίο του, τον μαρτυρικό του θάνατο και τον τάφο του αποκάλυψε ο ίδιος ο Άγιος Βλάσιος σε πολλούς ανθρώπους, κληρικούς και λαϊκούς, κυρίως όμως στην ευσεβέστατη αείμνηστη Γερόντισσα Ευφροσύνη Σ. Κατσαρά από τα Σκλάβαινα με τις πολλές και ποικίλες οφθαλμοφανείς εμφανίσεις του, οι οποίες έγιναν από την 23η Αυγούστου 1923 μέχρι σήμερα. Την πρώτη φορά εμφανίστηκε σε αυτήν ο Άγιος ως αρχιμανδρίτης, φορώντας όλη την ιερατική στολή και λάμποντας πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο. Της αποκάλυψε τα στοιχεία του, το όνομά του κ.λπ. και την οδήγησε στο σημείο όπου βρισκόταν ο έως τότε άγνωστος τάφος του. Της είπε ότι εκεί είναι θαμμένος, εκεί τον βασάνισαν και εκεί τον έθαψαν και να σκάψουν για να βρουν τα λείψανά του και εκεί να χτίσουν ιερό ναό του. Αφού έσκαψαν λοιπόν τον τάφο του Αγίου, βρήκαν τα ιερά του λείψανα που εξέπεμπαν άρρητη θεία ευωδία. Μέσα στον τάφο βρέθηκε σιδερένιος σταυρός και πέντε καρφιά, τα οποία – όπως προείπε ο Άγιος – κάρφωσαν βάρβαροι στο σώμα του.
Και πρόσφατα ο Άγιος Βλάσιος έκανε δύο εμφανίσεις. Μία σε όραμα στον ευσεβέστατο αείμνηστο Αρχιμ. Αρσένιο Τσαταλιό στις 6.12.1978 και μία άλλη οφθαλμοφανή σε ευλαβέστατο μοναχό Αγιορείτη στο Άγιο Όρος στις 3.2.1980. Τη στιγμή που προσεύχονταν ο μοναχός, εμφανίστηκε ο Άγιος ως Ηγούμενος φέροντας μανδύα, αφού προηγήθηκε θείο φως, όπως συνέβαινε πάντα στις πολλές οφθαλμοφανείς εμφανίσεις του Αγίου. Κι ενώ ο μοναχός συλλογίζονταν «ποιος άραγε άγιος να είναι αυτός;», άκουσε φωνή που έλεγε: «Είναι ο Άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο με τη βιογραφία του». Και όλα έγιναν ακριβώς όπως ειπώθηκαν.

Απολυτίκιο του Αγίου Βλασίου του Ακαρνάνος
Ήχος γ’.

   «Νέος ήλιος, ημίν εφάνης, ει και ‘ηθλησας, τοις πάλαι χρόνοις, τη φανερώσει των θείων λειψάνων σου, ιερομάρτυς Πατήρ ημών Βλάσιε, και καταυγάζεις ημάς θείαις χάρισιν∙ όθεν πρέσβευε, Κυρίω τω σε δοξάσαντι δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».


Μεγαλυνάριον.

   «Χαίροις των Οσίων κλέος σεπτόν, χαίροις ιερέων και Μαρτύρων ο κοινωνός, χαίροις των Σκλαβαίνων, ο θείος πολιούχος, Ιερομάρτυς χαίρε, Κυρίου Βλάσιε».

(Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Αγιορείτου Μικραγιαννανίτου).

Από το βιβλίο του αρχιμ. Αυγουστίνου Κατσαμπίρη "Ο άγιος ιερομάρτυς Βλάσιος ο εν Σκλαβαίνοις Ακαρνανίας ο νεοφανής και θαυματουργός", Αθήναι 1979, και νεώτερες γραπτές πληροφορίες του ίδιου.
Απόδοση στα νέα Ελληνικά από τον Συναξαριστή Νεομαρτύρων
των Εκδόσεων  Ορθοδόξου Κυψέλης

Γεώργιος Τέζας - Φιλόλογος

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα




 


Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, νωρὶς ὅμως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθμό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερμη προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ μεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της.

Ἡ Θεοδώρα εἶχε πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ 830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, μετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ μὲ τὴν Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ ἦταν εἰκονομάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ μικρός. Ἀμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Δυστυχῶς ὅμως ἀργότερα, ὁ γιός της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια μὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε, νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της, στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια, τὴν μόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν μέσα στὴν κοσμικὴ ἀστάθεια καὶ ματαιότητα. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.

 


Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαῖς δωρεαῖς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως· τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἀκρότης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς καλλονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐπρέπειαν
Καὶ Βασιλίδων χαρακτῆρα καὶ διάδημα
Ἀνυμνοῦμέν σε, θεόστεπτε Θεοδώρα.
Σὺ γὰρ ὤφθης τῶν Εἰκόνων ἀναστήλωσις
Καὶ τελείας τῆς αἱρέσεως καθαίρεσις·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Ἄνασσα πάντιμε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Θεοδώρα πανευκλεής· χαίροις εὐσεβείας, ἀνακήρυξις ἀληθής· χαίροις παρρησίαν, ἐν Θεῷ κεκτημένη, Αὐγούστα καὶ Ὁσία ἀειμακάριστε.

Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία πατέρα τοῦ Προδρόμου


Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος.

Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυμα, μίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν Θεό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως λέει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος στὸ ἔργο του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως.

(Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουμε καὶ τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ πόσο ὅμως αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε).

Συναξαριστής της 11ης Φεβρουαρίου

Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας

 
 


Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα. Σπούδασε τὴν ἰατρικὴ καὶ οἱ γνώσεις ποὺ πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴ συνετέλεσαν νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη του. Διότι στὴ μελέτη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τοῦ θαυμάσιου αὐτοῦ ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ, ἔβλεπε ἀναρίθμητα καὶ καταπληκτικὰ δείγματα σοφίας. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ τὰ ἀποδώσει στὴν τύχη. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν τὸν παντοδύναμο καὶ πάνσοφο Δημιουργό.

Ὁ Βλάσιος, λοιπόν, ἦταν ἄριστος ἐπιστήμονας καὶ σοφὸς στὸ μυαλό. Ὅμως αὐτὸ δὲ φθάνει, καὶ ῥωτάει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τὶς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Δηλαδή, ποιὸς ἀπό σας εἶναι σοφὸς καὶ φωτισμένος; Ὅποιος εἶναι, ἂς τὸ δείξει ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς του ζωῆς καὶ μὲ πραότητα, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ σοφία. Καὶ ὁ Βλάσιος τὸ ἔδειξε.

Τὴν ἐπιστήμη του δὲν τὴν ἔκανε ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἀγαθοεργία. Πήγαινε στὰ σπίτα τῶν φτωχῶν ἀσθενῶν, ποὺ θεράπευε καὶ φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο. Συγχρόνως ὅμως, μελετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλη του ἡ καλὴ ἐργασία ἔφερε τὸν Βλάσιο στὶς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, χρησιμοποιεῖ περισσότερο τὴν ἐπιστήμη του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μὲ ἔργα καὶ διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ ἀποκεφαλίζεται. Συνδύασε, ἔτσι, στὴ ζωή του ἁρμονικότατα, πίστη καὶ ἐπιστήμη.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας, ὡς δένδρον εὔκαρπον, ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες καὶ θαυμάτων δωρεάς ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος ἱερομάρτυς τοῖς καταφεύγουσι πάτερ τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Βλάσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τό ἄνθος τό ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τό κλῆμα τό πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τούς ἐν πίστει τιμῶντας τήν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς δένδρον πανευθαλές, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου Ἱερουργέ, πολλοὺς κατεφύτευσας, πρὸς τὴν γῆν τὴν σωτήριον, καὶ ὡς κριὸς ποιμνίου, καλῶς ἡγησάμενος, δεσμευθεὶς ἐσφάγης, θυσία γενόμενος, τῷ δι' εὐσπλαγχνίαν, ὡς ἀρνίον σφαγέντι, καὶ χαίρων ἀνέδραμες, πρὸς αὐτὸν Πάτερ Βλάσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Δύο Παῖδες

Ἦταν συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


 

 
Οἱ Ἁγίες Ἑπτὰ Γυναῖκες

Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο Βλάσιο στὸ μαρτύριο, καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


 

 
Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία πατέρα τοῦ Προδρόμου

Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος.

Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυμα, μίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν Θεό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως λέει ὁ Ἱεροσολύμων Νεκτάριος στὸ ἔργο του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως.

(Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι μαζὶ μὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουμε καὶ τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Κατὰ πόσο ὅμως αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε).


 

 
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα

 


Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, νωρὶς ὅμως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθμό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ μητέρα της Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερμη προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ μεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της.

Ἡ Θεοδώρα εἶχε πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ 830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, μετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ μὲ τὴν Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ ἦταν εἰκονομάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ μικρός. Ἀμέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Δυστυχῶς ὅμως ἀργότερα, ὁ γιός της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια μὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε, νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της, στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια, τὴν μόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν μέσα στὴν κοσμικὴ ἀστάθεια καὶ ματαιότητα. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται σήμερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης.

 


Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαῖς δωρεαῖς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως· τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἀκρότης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς καλλονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐπρέπειαν
Καὶ Βασιλίδων χαρακτῆρα καὶ διάδημα
Ἀνυμνοῦμέν σε, θεόστεπτε Θεοδώρα.
Σὺ γὰρ ὤφθης τῶν Εἰκόνων ἀναστήλωσις
Καὶ τελείας τῆς αἱρέσεως καθαίρεσις·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Ἄνασσα πάντιμε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Θεοδώρα πανευκλεής· χαίροις εὐσεβείας, ἀνακήρυξις ἀληθής· χαίροις παρρησίαν, ἐν Θεῷ κεκτημένη, Αὐγούστα καὶ Ὁσία ἀειμακάριστε.


 

 
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβία

 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Σάῤῥα. Ἀπὸ ἕξι χρονῶν ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καὶ ἀργότερα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, φοβήθηκε μήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, τὸν πάρει στὴν αὐλή του ὁ ἀκόλαστος Σουλτάνος Βαγιαζὴτ ὁ Β´ (1418-1512), καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦλθε στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου κατοικοῦσε στὸ σπίτι ἑνὸς Ἱερέα ὀνομαζόμενου Πέτρου.

Ὁ Ἱερέας αὐτὸς τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ μάθει ἄριστα τὰ Ἱερὰ γράμματα. Ἐφαρμόζοντας ὁ Γεώργιος αὐτὰ ποὺ ἔμαθε, ἔγινε ὑπόδειγμα χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου νέου. Οἱ Τοῦρκοι λόγω τῆς μεγάλης προκοπῆς τοῦ Γεωργίου, προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν μέσῳ ἑνὸς ἔμπειρου μουσουλμάνου διδασκάλου.

Τότε ὁ Γεώργιος βρῆκε τὴν εὐκαιρία, μὲ μακρὲς θρησκευτικὲς συζητήσεις, νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ χριστιανικὴ καὶ νὰ ἐλέγξει συγχρόνως σὰν ψεύτικη τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἀμέσως τότε ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ποὺ ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά του. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ κριτῆ, ὁ Γεώργιος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα πίστη.

Γι᾿ αὐτὸ παραδόθηκε δέσμιος με πολλὰ βασανιστήρια στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἱερέας Πέτρος, ποὺ τοῦ εἶπε λόγια ἐνθαῤῥυντικά. Ἔπειτα πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ μπροστὰ σὲ πλῆθος τούρκικου ὄχλου. Ὁ κριτὴς ὑποσχέθηκε νὰ υἱοθετήσει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν κάνει μέτοχο ὅλου τοῦ πλούτου του, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό.

Ἀλλ᾿ ὁ μάρτυρας μὲ τόλμη ἤλεγξε καὶ πάλι τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἐξαγριωμένο πλῆθος, ποὺ τὸν ἔσερνε ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Στὸ τέλος τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὶς 11-2-1515 στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἀνακηρύξας, τὴν τοῦ Κτίσαντος, οἰκονομίαν, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω Γεώργιε· καὶ τοῦ πυρὸς ἐνεγκὼν τὴν κατάφλεξιν, καταδροσίζεις ἡμᾶς θείαις χάρισι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον.
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, ἡ θεηγόρος σου γλῶσσα, φθεγγομένη ἔνδοξε, ὥσπερ θεόφθογγος σάλπιγξ, ἤχησε τῆς εὐσεβείας τὰ μεγαλεῖα, λύσασα, τῶν παρανόμων τὰς μυθουργίας· διὰ τοῦτο τῷ Κυρίῳ, ὡλοκαυτώθης Μάρτυς Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν νέον ὁπλίτην τοῦ Ἰησοῦ, τὸν σοφίᾳ λόγων, καταπλήξαντα τὸν ἐχθρόν, καὶ προσενεχθέντα, Κυρίῳ ὡς θυσίαν, Γεώργιον συμφώνως ἀνευφημήσωμεν.


 

 
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάνας

Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ χωριὸ τῆς Ἀκαρνανίας, πιθανότατα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα, ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος του μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά του τὸ 1923. Στὶς ἐμφανίσεις του ἔλεγε: «Εἶμαι Ἀκαρνάν. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα» κ.ἄ. Σύμφωνα μὲ τὴν χρονολογία (1006), ποὺ βρέθηκε μέσα στὸν τάφο του, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου.

Μόνασε σὰν Ἡγούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στὴν παλιὰ Κιάφα -Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς πειρατές, μαζὶ μὲ τοὺς πέντε συμμοναστές του, δυὸ Ἱερομόναχους καὶ τρεῖς μοναχούς, καθὼς καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.

Τὴ ζωή του, τὸν μαρτυρικό του θάνατο καὶ τὸν τάφο του, ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Βλάσιος σὲ πολλοὺς Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς κυρίως στὴν εὐσεβέστατη καὶ ἀείμνηστη Γερόντισα Εὐφροσύνη Σ. Κατσαρᾶ ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα, μὲ ὀφθαλμοφανεῖς ἐμφανίσεις του.

Πρόσφατα ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δυὸ ἐμφανίσεις, μία σὲ ὅραμα στὸν εὐσεβέστατο ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Τσαταλιὸ τὴν 6-12-1978 καὶ μία ἄλλη σὲ εὐλαβέστατο μοναχὸ Ἁγιορείτη στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν 3-2-1980.


 

 
Ἀνάμνηση θαύματος ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Πάργα Νικοπόλεως (1603)

 

 
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Βασιλεὺς (+ 1138)

 


Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱὸς τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπὶ πολλὰ ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡγεμόνων. Μετὰ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ τὸ ἔτος 1549.


 

 
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἐκ Ρωσίας

 


Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλοὺκ γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Περεγιασλὰβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ εὐσεβῆ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἵδρυσε μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.

Τὸ ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στὸ Περεγιασλὰβ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπὸ τότε οἱ δύο Ἅγιοι συνδέθηκαν διὰ φιλίας.

Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκιπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει Πνευματικὸς Πατέρας τῶν τέκνων του.

Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ ἡσυχία. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σὲ ἀπομακρυσμένο τόπο καὶ ἐγκαθίσταται βόρεια μὲ τὸν μαθητή του Παχώμιο.

Στὰ δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντά, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βελίκα, ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνέγερση μονῆς. Ὅμως οἱ ντόπιοι, μὲ τὸν φόβο ὅτι τὰ χωράφια τῆς περιοχῆς θὰ γίνονταν μοναστηριακὴ περιουσία, ἀντέδρασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ ἐπιβαρύνουν κανένα μὲ τὴν παρουσία τους, μὲ πικρία ἀπεχώρησαν.

Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τότε συνέστησε τὴν πρώτη κοινοβιακὴ μονὴ στὸ ρωσικὸ βορρά. Τὸ ἔτος 1372, μὲ τὴν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νὰ προσελκύει μαθητὲς καὶ μοναχοὺς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του.

Στὴ νέα μοναστικὴ κοινότητα ὁ Ὅσιος συνδύαζε τὴν προσευχὴ μὲ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Φρόντιζε γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινώντων, φιλοξενοῦσε ἀστέγους, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους καὶ συμβούλευε πνευματικὰ ὅσους προσέτρεχαν καὶ ζητοῦσαν τὸν Κύριο. Τὶς δωρεὲς τῶν πιστῶν πρὸς τὴ μονή, τὶς δεχόταν μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ καὶ τὰ διαχειριζόταν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ δὲν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νὰ μὴν καλλιεργεῖται στὴν καρδιὰ τῶν μοναχῶν κοσμικὸ φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 1392.

Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη

     Ὅποιος ἔχει ταπεινοφροσύνη, γλῶσσα δὲν ἔχει γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν ἕναν ποὺ εἶναι ἀμελής ἢ τὸν ἄλλον ποὺ εἶναι ἀσεβής· οὔτε μάτια ἔχει,
γιὰ νὰ παρατηρεῖ τὰ ἐλαττώματα ἄλλου· οὔτε αὐτιὰ ἔχει, γιὰ νὰ ἀκούει ὅσα δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του· καὶ δὲν ἔχει νὰ μιλήσει σὲ κανέναν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του· ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἔχει εἰρηνικὲς σχέσεις ὄχι γιὰ κάποια φιλία, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ (Μάρκ. 9:50).  
    Ἄν κανεὶς δὲν βαδίζει τὸν δρόμο τοῦτο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀκόμα κι ἂν νηστεύει αὐστηρά, τρώγοντας κάθε ἕξι μέρες ἢ ἐπιδοθεῖ σὲ ὁποιουσδήποτε μεγάλους ἀγῶνες, χαμένοι πηγαίνουν ὅλοι του οἱ κόποι.[...]
Aββάς Ησαίας
Το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...