ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
(Ματθ. 10, 32-33, 37-38 καί 19, 27-30)
ΜΙΜΕΙΣΘΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
1. Τίποτε πάνω ἀπό τόν Χριστό
Ἑορτάζομε σήμερα τήν μεγάλη ἑορτή τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Πάντων.
Ἀκούσαμε τόν ἀπόστολο πού μᾶς ἔλεγε: «Ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστοφῆς, μιμεῖσθε τήν πίστιν». Ἔχομε γύρω μας ἕνα μεγάλο νέφος. Σύννεφο ὁλόκληρο ἀπό ἁγίους. Ἔχομε ὑποχρέωση, ξέροντας ὅτι οἱ ἅγιοι ἐπέτυχαν καί εἶναι γιά πάντα κοντά στό Χριστό, στή βασιλεία του, νά μελετᾶμε τούς βίους τους, τί ἔκαναν, τί ἐσκέπτονταν, τί καρδιά διαμόρφωσαν καί νά τούς μιμούμεθα. Νά μιμούμεθα τά ἔργα τους, τίς σκέψεις τους τά συναισθήματά τους. Γιά νά ἁγιάζομε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Καί ὅταν φύγομε ἀπό τή ζωή αὐτή, νά φύγομε μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά πᾶμε κοντά στό Χριστό καί ὄχι στήν ἀπώλεια.
Στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς ἔλεγε μέ κάποια αὐστηρότητα, «ἄν δέν ἀφήσει κανένας τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του γιά χάρη μου, δέν εἶναι ἄξιος νά ρθεῖ κοντά μου. Ἄν δέν ἀφήσει τά παιδιά του καί τούς ἀδελφούς του, καί τά χωράφια του, δέν εἶναι ἄξιος νά ρθεῖ κοντά μου». Βέβαια, δέν μᾶς ἀρέσει τόσο πολύ νά ἀκοῦμε τά λόγια αὐτά. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν ἐννοεῖ ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά… δείρομε τόν πατέρα μας, νά «μουτζώνουμε» τόν πατέρα μας, νά ἐγαταλείψομε τήν γυναίκα μας καί τά παιδιά μας καί τά χωράφια μας.
Ἐννοεῖ ὅτι δέν πρέπει ποτέ, νά ἔχομε πάνω ἀπό τόν Χριστό, πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν πατέρα μας, ὅσο ἱερό πρόσωπο καί ἄν εἶναι. Ἤ τήν μητέρα μας, ὅσο καί ἄν τήν ἀγαπᾶμε. Ἤ τά παιδιά μας, ὅσο καί ἄν ἔχομε χρέος νά θυσιαστοῦμε γιά χάρη τους. Ἤ τά χωράφια μας πού μᾶς δίνουν τό βιοπορισμό μας, ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀγαθό, πάνω ἀπό τόν Χριστό.
2. Νήπια ὁδηγοί
Διαβάζομε στούς βίους τῶν ἁγίων: Μία φορά ἔπιασαν μία γυναίκα καί τήν πῆγαν, τότε πού διώκονταν οἱ χριστιανοί, στό δικαστήριο. Κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της ἕνα παιδάκι μικρό.
Τῆς λέει ὁ δικαστής:
-Λυπήσου τό παιδί σου. Δέν τό ξέρεις ὅτι ἅμα ἐσύ ὁμολογήσεις Χριστόν θά σέ σφάξουν; Ποῦ θά μείνει αὐτό τό παιδάκι; Λυπήσου τό παιδί σου.
Ἀπάντησε ἡ ἁγία γυναίκα ἐκείνη:
-Θεόν ἔχει. Θεόν ἔχει. Ἔχει Πατέρα τόν Θεό καί προστάτη τόν Θεό. Ἐγώ τί θά τοῦ κάνω;
Καί ὁμολόγησε καί διακήρυξε ὅτι πιστεύει στό Χριστό. Καί τήν ἔσφαξαν.
Ἄλλη περίπτωση: Μία μητέρα μάθαινε ἀπό μικρό τό παιδάκι της, νά κάνει τό Σταυρό του. Καί νά λέει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Ἡ ἁγία Ἀγαθονίκη. Τήν πηγαίνουν στό δικαστήριο καί ρωτᾶ ὁ δικαστής τό παιδάκι στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του:
-Πέσε μου ἐσύ παιδί μου, ποιόν ἔχομε Θεό; Ποιός εἶναι ὁ Θεός; Ποιόν πρέπει νά προσκυνᾶμε παιδάκι μου γιά Θεό;
Καί ἀπαντάει τό νήπιο πού βύζαινε ἀκόμη:
-Τόν Χριστό. Τόν Χριστό.
Γίνανε θηρία οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄρχισαν νά ταλαιπωροῦν τό μικρό παιδάκι, γιά νά τούς εἰπεῖ κάτι ἄλλο. Καί ἀπάντησε πάλι τό παιδί διδαγμένο ἀπό τήν μητέρα του:
-Τόν Χριστό.
-Ποιόν πρέπει νά σεβόμαστε Θεό;
-Τόν Χριστό. Τόν Χριστό.
Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου, πόσα ὑπέφερε γιά τόν Χριστό· μαρτύρια. Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου· ἀπό δεκαοχτώ χρονῶν, μέχρι ἑκατόν πέντε χρονῶν, πῆγε εἰς τήν ἔρημο γιά νά ζήσει κοντά στό Χριστό, ἀπερίσπαστος ἀπό κάθε ἄλλη μέριμνα.
Διαβάζομε πόσα ὑπέφερε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πόσα ὑπέφερε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, τί ἔκανε ὁ Πρόδρομος καί τί ἔκανε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Εἶναι φυσικό νά ζηλεύομε ἀπό μιά μεριά καί νά φοβόμαστε ἀπό τήν ἄλλη. Γι' αὐτό καί τούς ἐπικαλούμεθα στίς προσευχές μας καί λέμε: «Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύετε καί γιά μᾶς, νά μᾶς δυναμώνει ὁ Θεός καί νά μᾶς φωτίζει, γιατί βλέπομε τόν ἑαυτό μας μικρό καί ἀδύναμο».
Ὁ Χριστός ἀναδεικνύει κάθε ἐποχή καί δούλους του καί ἁγίους.
Τούς ἀναδεικνύει ὁ Χριστός· καί γίνονται μέ τό ἡρωικό τους φρόνημα τῆς πίστεως.
3. Δέν λυπήθηκαν τή ζωή τους
Ἄς ποῦμε τώρα μία νεότερη ἱστορία.
Βρισκόμαστε στό 1943. Οἱ Γερμανοί ἕτοιμοι νά πυροβολήσουν μία ὁμάδα ἀνθρώπων γιά ἀντίποινα. Ὅλοι εἶναι νέοι. Ἀνάμεσά τους ἕνας κλαίει μέ σπαραγμό. Καί φωνάζει: «Παιδάκια μου, παιδάκια μου. Ποῦ θά μείνετε;» Δίπλα στεκόταν ἕνας παπάς. Πάει καί λέει στόν ἀξιωματικό τῶν Γερμανῶν: «Μπορῶ νά πάρω ἐγώ τί θέση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;» Ὁ ἀξιωματικός, πού ἔβλεπε τά κλάματα τοῦ νέου ἐκείνου πατέρα, λέει: «Ναί, ἅμα θέλεις…». Γι' αὐτόν δέν ὑπῆρχε θέμα. Εἶχε δοθεῖ ἐντολή τόσοι νά τουφεκιστοῦν, γιατί θυμᾶστε οἱ παληότεροι τί γινόταν τότε. Ἔρριξε κάποιος μιά ντουφεκιά, καί ἔλεγαν: «Θά ἐκτελεστοῦν εἴκοσι, τριάντα». Ἐκεῖνοι πού πέσανε μπροστά τους. Δέν χρειάζονταν περισσότερους.
Πῆγε ὁ παπάς ἀντί γιά τό νέο, ἔκανε τό Σταυρό του, ἦρθε ἡ ντουφεκιά καί τόν σκότωσαν. Γιατί σκοτώθηκε; Γιατί ἀγάπησε τόν πονεμένο ἄνθρωπο περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του. Τί ἔκανε μέ τήν πράξη του αὐτή; Ἔδειξε ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἀνώτερη, πρέπει νά εἶναι πάνω ἀπό τή ζωή μας.
Ποιός μᾶς δίδαξε τί εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον; Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Πῶς μᾶς τήν ἐδίδαξε; Μέ ὅλα τά καλά πού εἶπε. Μέ ὅλα τά καλά πού ἔκανε. Καί προπαντός μέ τό νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς. Πέθανε ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς, ἐπάνω στό Σταυρό. Καί εἶπε: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει». Μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανείς, ἀπό τό νά πεθάνει γιά κάποιον ἄλλον.
«Αὐτό πού ἔκαμα ἐγώ καί σεῖς πρέπει νά θέλετε νά τό κάνετε», εἶπε ὁ Χριστός. Καί ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὁ παπάς, ἔχοντας γνώση τοῦ τί σημαίνει θέλημα Θεοῦ, ἀντικατάστησε τόν πονεμένο καί τόν χρήσιμο, κατά τήν γνώμη του τοὐλάχιστον, μέ τόν ἑαυτό του.
Στεκόμαστε μέ σεβασμό καί μέ εὐλάβεια μπροστά στήν πράξη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου, πού κληρονόμησε τήν αἰώνια ζωή καί Βασιλεία. Ἀλλά στεκόμαστε ἀκόμη μέ εὐλάβεια καί ἀπέναντι σέ ἀπό χίλιους-δυό ἄλλους ἀνώνυμους ἀνθρώπους, πού τήρησαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
4. Ὁ νεαρός ραφτάκος
Ἄλλο παράδειγμα. Ἦταν ἕνας νεαρός στήν Κωνσταντινούπολη τό 1630 περίπου, ράφτης. Ἔραβε πάρα πολύ ὡραῖα, κοστούμια καί φορέματα. Καί πήγαιναν οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Τούρκισσες νά ραφτοῦν. Ἀλλά αὐτός ἦταν δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Δούκας τό ὄνομά του. Πῆγε καί μία Τουρκάλα ἀρχόντισσα. Καί βλέποντας τό παιδί, ὀμορφόπαιδο, τό ἐρωτεύτηκε καί τὄβαλε πεῖσμα της, νά τό πάρει. Ἐκεῖνος δέν δεχόταν. «Ἐγώ δέν μαγαρίζω τόν ἑαυτό μου μέ Τουρκάλα, δέν μαγαρίζω μέ ἀπάτες» ἔλεγε.
Τοῦ εἶπε ὅτι δέν τήν ἐνδιαφέρει νά γίνει γάμος. Τῆς ἀρκοῦσε «ἡ φιλία του». Ἀλλά ὁ νεαρός ἄν τόν γάμο δέν δεχόταν, δέν δεχόταν πολύ περισσότερο τήν πορνεία.
Καί τί κάνει ἡ Τουρκάλα; Τόν κατηγορεῖ καί τόν κλείνουν στή φυλακή. Καί ἀρχίζουν τά βασανιστήρια. Πηγαίνει καί τοῦ λέει:
-Τί προτιμᾶς, ἀπό τά δύο; Βασανιστήρια, ἤ νά ρθεῖς μαζί μου;
Ὁ νεαρός βασανίζεται ἕνα ὁλόκληρο μήνα, καί δέν ὑποχωρεῖ νά προτιμήσει τήν ἡδονή ἀπό τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Τέλος τόν σκότωσαν μέ μαρτυρικό θάνατο.
Γι’ αὐτούς τούς μάρτυρες λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν».
5. Εἶσαι εὐεργέτης μου
Ἦταν ἕνας ἄλλος ἅγιος, εἶχε τό σπιτάκι του καί τά μικρά πραγματάκια του, φτωχαδάκι ἦταν. Καί πήγαινε ἕνας «ἔξυπνος» κάθε τόσο, ἔμπαινε στό σπίτι του καί τοῦ ἀφαιροῦσε ὅ,τι εὕρισκε μπροστά του. Εἶναι γραμμένη αὐτή ἡ ἱστορία στό Γεροντικό. Εἶναι βέβαια τῆς Ἐκκλησίας μας. Κάποια φορά, προχώρησε, ὅλο καί προχωροῦσε ἡ κατάσταση, ἀρρώστησε καί κινδύνευε νά πεθάνει ὁ φτωχός ἄνθρωπος.
Τότε, θυμήθηκε ὁ κλέφτης ὅτι εἶναι ἔνοχος ἀπέναντί του, καί πῆγε νά τοῦ ζητήσει συγγνώμην. Ὅταν λοιπόν ἐμφανίστηκε μπροστά στόν ἑτοιμοθάνατο γέροντα, τοῦ ἅρπαξε τό χέρι καί τοῦ τό φίλησε. Τοῦ κλέφτη τό χέρι ἅρπαξε καί φίλησε ὁ γέροντας. Ὄχι ὁ κλέφτης τοῦ ἀδικημένου. Ὁ καλός ἄνθρωπος φίλησε τό χέρι τοῦ κλέφτη.
-Γιατί μοῦ φιλᾶς τό χέρι; Ρώτησε ὁ κλέφτης.
-Φιλάω τό χέρι σου, πού θά μέ πάει στόν Παράδεισο, ἀπάντησε.
-Γιατί;
Γιατί ἐνῶ τόν ἔκλεβε, ἐκεῖνος δέν καταριόταν. Δέν ἔβριζε. Δέν τοῦ εἶπε τίποτε κακό. Ἀλλά προσευχόταν καί ἔλεγε: «Συχώρεσέ με Θεέ μου καί ἐμένα, συχώρεσε καί αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού μέ ἀδικεῖ». Καί εἶπε: «Ἔμαθα νά ἔχω ὅλο τό διάστημα αὐτό ἀνεξικακία καί ὑπομονή».
Τί μεγάλο πράγμα εἶναι νά μαθαίνομε νά ἔχομε ἀνεξικακία καί ὑπομονή. Ὄχι ἐκδικητικότητα, ἀλλά ἀγάπη.
Αὐτό ποῦ θά τό μάθομε ἄν δέν κοιτάζομε στούς βίους τῶν ἁγίων;
6. Τό κατάλαβαν μά ἦταν πολύ ἀργά
Μία παλαιότερη ἐποχή ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος πολύ. Καί γλεντζές μεγάλος. Ὅτι περισσότερο μποροῦσε τό ἔκανε, γιά νά εὐχαριστηθεῖ. Ἀλλά ἦρθε καί γι' αὐτόν ἡ ὥρα νά πεθάνει. Τότε ἔκανε μιά στροφή στό παρελθόν. Ἐξέτασε τή ζωή του. Καί τί βρῆκε λέτε; Ἀέρα κοπανιτό. Κενό, μηδέν. «Τί ἔκανα; Τί κέρδισα; Χόρτασα;» σκέφτηκε.
Ποιός χόρτασε ἀπό φαΐ;
Ποιός χόρτασε ἀπό κρασί;
Ποιός χόρτασε ἀπό ὁποιαδήποτε ἡδονή;
Ὅλα ἰσχύουν γιά τήν στιγμή πού τρῶς καί γιά τή στιγμή πού πίνεις. Μετά ἀπό λίγο, εἴτε ἔγινε εἴτε δέν ἔγινε εἶναι τό ἴδιο.
Καί εἶπε ὁ πλούσιος: «Γράψετε ἐπάνω στόν τάφο μου: Ἐνθάδε κεῖται ἕνας ἠλίθιος. Ἐδῶ σ’ αὐτό τόν τάφο, εἶναι ἕνας ἠλίθιος. Πού πέρασε ὁλόκληρη τή ζωή του, χωρίς νά καταλάβει γιατί ἦρθε στόν κόσμο. Τί ἔπρεπε νά κάνει. Τί ἔπρεπε νά ἐπιξιώξει. Τί ἔπρεπε νά σκέπτεται».
Ἐρώτημα:
-Δέν ἦταν πραγματικά ἠλίθιος ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Πέρασε τή ζωή του ἄδικα. Χαμένη. Γιά πάντα χαμένη. Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἅγιο Ἀντώνιο; Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἅγιο Γεώργιο; Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τούς ἄλλους ἁγίους πού προτίμησαν καί νά χάσουν τά πάντα γιά τόν Χριστό καί γιά τήν ψυχή τους.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πρόσωπα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ἦταν ὁ Ὀλμπέρ . Ὑπουργός τῶν οἰκονομικῶν τοῦ βασιλιά τῆς Γαλλίας, Λουδοβίκου τοῦ ΙΔ΄. Πού ἦταν ὁ μεγαλύτερος βασιλιάς τῆς Εὐρώπης στήν ἐποχή του. Γιά νά στηρίζεται ὁ βασιλιάς καί νά μπορεῖ νά κάνει τά μεγαλεῖα του, καί τούς πολέμους του, ὁ ὑπουργός τῶν Οἰκονομικῶν κάθε μέρα ἔστιβε τό κεφάλι του, πενήντα χρόνια βασίλευσε ἐκεῖνος ὁ βασιλιάς, γιά νά βρίσκει τά μέσα τά οἰκονομικά μέσα νά μπορεῖ νά κάνει ἐκεῖνα πού ἤθελε.
Πόσο κουράστηκε, πόσο στενοχωρήθηκε, πόσο ὑπέφερε; Μόνο ἐκεῖνος τό ξέρει.
Καί ὅταν πέθαινε, εἶπε τά ἑξῆς λόγια. Εἶναι γραμμένα. Εἶναι ἱστορία ἀληθινή: «Ταλαίπωρη ψυχή μου, ταλαίπωρη ψυχή μου. Ἄν ἔκανες τά μισά γιά τόν Θεό, ἀπ' ὅσα ἔκανες γι’αὐτόν τόν παλιάνθρωπο, θά εἶχες ἐξασφαλίσει ὄχι μιά φορά, ἀλλά δέκα φορές τή σωτηρία σου». Ἄν ἔκανες τά μισά, ἀπ' ὅσα ἔκανες γι' αὐτόν, ἕναν παλιάνθρωπο. Ἄν τά ἔκανες γιά τόν Θεό, δέν θά εἶχε σωθεῖ μιά φορά, ἀλλά δέκα φορές ἡ ψυχή σου.
Τί ὁμολόγησε αὐτός ὁ πανέξυπνος καί σοφότατος, κολοσσός, οἰκονομολογικό κεφάλαιο, γιά ὁλόκληρη τήν παγκόσμια ἱστορία;
Ὅτι ἦταν ἔξυπνος γιά τούς ἄλλους, βλάκας γιά τόν ἑαυτό του.
Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο πανέξυπνο, ἀητονύχη, μή φαντάζεσθε ὅτι εἶναι πραγματικά ἔξυπνος. Ἔξυπνος εἶναι ἐκεῖνος πού ξέρει καί ξεχωρίζει ποία εἶναι οὐσία, μόνιμο, σταθερό, πραγματικά ὠφέλιμο καί ποιό εἶναι ἡ λεπτομέρεια. Ξέρεις τί εἶναι νά θυσιάζεις τή ζωή σου, τήν προκοπή σου, τό καλό σου, γιά μιά λεπτομέρεια;
Νά πάρομε τώρα ἕνα μικρό παράδειγμα, γιά νά δοῦμε πῶς γίνεται ἡ ἀπώλεια ἀπό μιά «λεπτομέρεια»:
Τοῦ λένε τοῦ παιδιοῦ. «Ξέρεις πόσο ὡραῖα θά εὐχαριστηθεῖς, ἅμα πάρεις ναρκωτικά;» Καί τό παιδάκι νεαρό, δεκαπέντε, δεκαοκτώ, εἴκοσι χρονῶν, ρωτάει:
-Ἀμάν, τόσο ὡραῖα θά αἰσθανθῶ;
-Δέν μπορεῖς νά τό φαντασθεῖς, τί ὡραῖα θά αἰσθανθεῖς. Ποτέ καί μέ τίποτε δέν αἰσθάνεσαι τόσο ὡραῖα.
Τό παίρνει τό ναρκωτικό, καί ἀπό κεῖ καί πέρα τοῦ ἀρέσει, καί «ἄντε λίγο ἀκόμη». Καί μετά;
Δέν χρειάζεται νά ποῦμε «τό μετά». Ὅποιος εἶχε τήν ἀτυχία κάποιο παιδί του νά πάρει τέτοια πράγματα, κλαίει γιά ὅλη του τή ζωή καί πονάει. Καί τό ἴδιο τό παιδί καταλαβαίνει ὅτι χάθηκε καί κατεστράφη. Γιατί; Γιατί προτίμησε τήν «λεπτομέρεια», ἀπό τήν οὐσία. Τό προσωρινό ἀπό τό μόνιμο.
7. Προσανατολίσου σωστά
Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὁ Χριστός τό φῶς τοῦ κόσμου, μᾶς διδάσκουν νά εἴμαστε πραγματικά ἔξυπνοι καί νά προτιμᾶμε τά μόνιμα καί τά αἰώνια. Ὄχι τό σῶμα, ἀλλά τήν ψυχή. Ὄχι τή γῆ, ἀλλά τόν οὐρανό. Γι' αὐτό μᾶς λένε ἐπιγραμματικά:
«Στρέφετε τό νοῦ σας στούς ἁγίους, βλέπετε τί κάνανε. Πῶς σκέπτονταν. Τί συναισθήματα καλλιεργοῦσαν στήν ψυχή τους καί μιμεῖσθε τους. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἐπιτυχημένη ζωή. Καί ἡ ἐπιτυχημένη ζωή, ὁδηγεῖ στή μόνιμη ἐπιτυχία, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ζωή κοντά στό Χριστό, στόν Παράδεισο».
Νά δώσει ὁ Θεός νά εἶναι γιά μᾶς ὁδηγητικά τά καλά παραδείγματα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν πάνω στή γῆ καί τῶν ἁγίων πού εἶναι στόν οὐρανό. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Ἔγινε στό Γαλατά στίς 14/6/1998