Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2015

Αγιο Ορος: Θεέ μου δώσ' μου υπομονή....

Αγιο Ορος: Θεέ μου δώσ' μου υπομονή....
Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός.

Ὀρθοδοξία καὶ Ἔθνος

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


(Κατὰ τὸ Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντώνιο Χραποβίτσκυ)

Οἱ ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι σωβινιστές. Θυμοῦμαι κάποτε τὸ 1926 σὲ μία συζήτηση ποὺ εἶχα μὲ τὸ Μητροπολίτη Ἀντώνιο ὅτι μοῦ διηγήθηκε τὸ ἑξῆς: «Στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπάρχει τὸ τυπικὸ ὅτι ἕνας μοναχὸς ποὺ δὲν συγχωρεῖ τὰ «ὀφειλήματα» κανονίζεται νὰ παραλείπει τὰ λόγια «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἠμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» ἀπὸ τὴν ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, μέχρι τὸν καιρὸ ποὺ θὰ ἔχει συγχωρέσει τὸ ἀδίκημα ποὺ τοῦ ἔγινε. Κι ἐγὼ ἔχω εἰσηγηθεῖ» πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος «ὅτι οἱ σωβινιστὲς ἐθνικιστὲς δὲν πρέπει νὰ ἀπαγγέλλουν τὸ ἔννατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως» (σημ. Μ.: δηλαδὴ τὸ ἄρθρο ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία).

Ὁ εὐαγγελικὸς πατριωτισμὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη ἀξία κάθε ἔθνους καὶ ἡ μοναδικὴ πραγματικὴ αἰτία τῆς ὕπαρξής του. Γιατί «τί μπορεῖ νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕνα ἔθνος;» ρωτᾶ ὁ μακάριος Μητροπολίτης. Μπορεῖ ἡ ἀσήμαντη ὕπαρξη μιᾶς κυβέρνησης, ποὺ στερεῖται ὁποιουδήποτε λογικοῦ νοήματος ἂν βασίζεται μόνο στὴν ἐθνικὴ φιλαυτία καὶ ποὺ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἰδέα, νὰ πάρει πραγματικὰ ἐκείνη τὴ θέση; Ἕνα τέτοιο ἔθνος δὲν εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα ἔθνος ἀλλὰ ἕνα πτῶμα σὲ ἀποσύνθεση ποὺ θεωρεῖ τὴ φθορά του σὰν ζωή. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχει καθόλου ζωὴ ἀλλὰ μέσα του καὶ πάνω του ζοῦν μόνο τυφλοπόντικες καὶ σκουλήκια καὶ ἀποκρουστικὰ ἔντομα καὶ ποὺ ἐπιχαίρουν γιατί τὸ σῶμα ἔχει πεθάνει καὶ ἀποσυντίθεται, μιὰ καὶ σ’ ἕνα ζωντανὸ σῶμα δὲν θάβρισκαν κάτι γιὰ νὰ ἐπιζήσουν καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ λαιμαργία τους.

Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ κάθε προσώπου ξεχωριστά, τὸ ἴδιο εἶναι ἐπίσης σημαντικὸ γιὰ τὴ συλλογικὴ πνευματικὴ ζωὴ ἑνὸς λαοῦ. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι οἱ ἴδιες καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις. Γι’ αὐτό, ὁ ἅγιος Μητροπολίτης συμβουλεύει καὶ κηρύσσει: «Μιὰ καὶ ἡ ἰδιαίτερη προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου πνίγεται στὴν ἀνάπτυξή της καὶ γίνεται ἄδεια καὶ ρηχὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸν ἑαυτὸ του τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐνέργειάς του ἔτσι ἐπίσης ἡ συλλογικὴ προσωπικότητα ἑνὸς ἔθνους ἐπιτυγχάνει τὴν πλήρη ἀνάπτυξη τῶν χαρισμάτων του μόνον ὅταν δὲν εἶναι ἕνας αὐτοσκοπὸς γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ μᾶλλον ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἐκπλήρωση τοῦ Θείου προορισμοῦ του».

Ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἀποκρυσταλλώσομε αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίου θὰ τὴ διαβάζαμε ὡς ἑξῆς: Τὸ Ρωσσικό, Σερβικὸ καὶ Βουλγαρικὸ ἔθνος δὲν μποροῦν νὰ εἶναι μεγάλα ἐκτὸς ἐὰν ὁ στόχος τῆς ὕπαρξής τους γίνει ἡ συλλογικὴ πραγμάτωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Διαφορετικὰ ὁ «Σερβιανισμός», ὁ «Ρωσσισμὸς» καὶ ὁ «Βουλγαρισμὸς» ὑποβιβάζονται σὲ ἄσκοπο καὶ καταστρεπτικὸ σωβινισμό. Ἐὰν ὁ «Σερβιανισμὸς» ἀκμάζει ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν εὐαγγελικῶν ἀγώνων κι ὄχι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη καθολικότητα, τότε θὰ πνιγεῖ μέσα στὸν ἴδιο τὸ σωβινιστικὸ του ἐγωισμό. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τοὺς Σέρβους εἶναι ὠφέλιμο ἐπίσης γιὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα ἔθνη. Τὰ ἔθνη παρέρχονται, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι αἰώνιο. Μόνο ἐφ’ ὅσον ἕνα ἔθνος πληροῦται μὲ τὴν αἰώνια εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη, ἀληθινὰ ὑπάρχει καὶ γίνεται τὸ ἴδιο καὶ παραμένει αἰώνιο. Μόνο ἕνας τέτοιος πατριωτισμὸς μπορεῖ νὰ βρεῖ δικαίωση ἀπὸ εὐαγγελικὴ σκοπιὰ

Αὐτὸς εἶναι ὁ πατριωτισμὸς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων πατέρων. Ὅταν ὁ διώκτης τύραννος ἐρώτησε τοὺς ἁγίους μάρτυρες Ἀκίνδυνο, Πηγάσιο καὶ Ἀνεμπόδιστο ἀπὸ ποῦ κατάγονταν, αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Μᾶς ρωτᾶς. Αὐτοκράτορα, γιὰ τὴν πατρίδα μας; Ἡ πατρίδα μας καὶ ἡ ζωὴ μας εἶναι ἡ Παναγία, ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἕνας Θεός».

Ὁ μακάριος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶναι ὁ πιὸ προικισμένος σύγχρονος ἐκπρόσωπος τοῦ Ρωσσικοῦ Ὀρθόδοξου ἐθνικισμοῦ, ἑνὸς ἐθνικισμοῦ ποὺ εἶναι καθαγιασμένος καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Χριστὸ• ἕνας ἐθνικισμὸς βάσει τοῦ ὁποίου ὁ ἰσχυρὸς πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἀδύνατο, ὁ σοφὸς τὸν ἄσοφο, ὁ ταπεινὸς τὸν ὑπερήφανο, ὁ πρῶτος τὸν ἔσχατο. Θρεμμένος μὲ τὸν πατερικὸ Ὀρθόδοξο καθολικὸ πατριωτισμό, ὁ μακάριος ἐπίσκοπος μπορεῖ μόνο νὰ ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀποστολικὴ πατερικὴ προοπτική. Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε γι’ αὐτὸν αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γιὰ τὸν ἀδελφό του, Ἅγιο Βασίλειο, μετὰ ποὺ πέθανε. «Ποῦ βρίσκεται ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ τοῦ Βασιλείου; Ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα του; Ἡ καταγωγὴ του εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὴ Θεότητα καὶ ἡ πατρίδα του ἡ ἀρετή».

Ἐξαιτίας τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν του καὶ ἰδιαίτερα ἐξ αἰτίας τῆς Ὀρθόδοξης καθολικότητάς του, ὁ μεγάλος καὶ ἅγιος Ἐπίσκοπος, ὁ μακάριος Μητροπολίτης Ἀντώνιος, ἦταν ἀγαπητὸς καὶ κοντὰ σὲ μᾶς τοὺς Σέρβους ὅπως ἦταν καὶ στοὺς Ρώσσους. Ἦταν ὁ κοινός μας θησαυρός, ὁ κοινός μας ἅγιος καὶ φωτιστής, ὁ κοινός μας ὁδηγὸς καὶ ἡγέτης. 

Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ ὅτι ὁ μακάριος Μητροπολίτης Ἀντώνιος ἦταν ὁ πραγματικὸς κύριος της ψυχῆς μου, ὁ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος καὶ ἐπιτηρητὴς τῆς καρδιᾶς μου. Στὸ πρόσωπό του εἶχα τὸν πιὸ ἀγαπητὸ πνευματικό μου πατέρα. Ἔχοντας πάντα τὸ νοῦ ἑνὸς παν-Ὀρθόδοξου πλαισίου μᾶς συγκέντρωνε ἐμᾶς τοὺς ξένους Ὀρθοδόξους κάτω ἀπὸ τὶς εὐρύχωρες φτεροῦγες τῆς μεγάλης Ρωσσικῆς ψυχῆς του «ὡς ἡ ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ὑπὸ τὰς πτέρυγας αὐτῆς». Πολλὲς φορὲς ἔνοιωσα τὴ δύναμη τῆς παν-Ὀρθόδοξης ἀγάπης του• γι’ αὐτὸν ἐμεῖς οἱ Σέρβοι εἴμαστε τὸ ἴδιο ἀγαπητοὶ ὅπως οἱ Ρῶσσοι. Μιὰ συγκινητικὴ δύναμη ποὺ ἀγκαλίαζε τοὺς πάντες ἐκχεόταν ἀπὸ αὐτόν. Θὰ τὸ ὀνόμαζα Ὀρθόδοξη καθολικότητα. Ἂν θέλετε ἦταν ἕνας σύγχρονος παν-Ὀρθόδοξος πατριάρχης. Μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ του ἔγινε κι ἔμεινε πάντοτε ἕνας κανόνας πίστεως καὶ μιὰ εἰκόνα πραότητος, ἕνας Θεὸ-πνευστος τροφοδότης ἱεραρχῶν κι ἕνας διαπρύσιος πρεσβευτὴς γιὰ τὶς ψυχές μας. Σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἔζησε πάντα σὲ μία προσευχόμενη κοινωνία «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Χωρὶς ἀμφιβολία τώρα καὶ στὸν ἄλλο ἐκεῖνο κόσμο ζεῖ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ Χριστοῦ τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον».

Μετάφραση: Κυπριανὸς
πηγή

Β΄ Κυριακῆ Ματθαίου (Ματθ. 4, 18-23) Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου




Ὁ Χριστὸς ἀναζητᾶ καὶ καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὲς Του «παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον καθημερινὸ καὶ ἁπλό, μὲ ἐλεύθερο φυσικὸ ὁρίζοντα. Οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται εἶναι ἄνθρωποι τοῦ καθημερινοῦ μόχθου, γνήσιοι καὶ ἀληθινοὶ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀνεπιτήδευτοι, ἂν καὶ μὲ διαφορετικὴ ἰδιοσυγκρασία μεταξύ τους.


Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, πρὶν ἀκόμη μᾶς δημιουργήσει, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς γνωρίζει, πρὶν μᾶς φέρει στὴ ζωή. Αὐτὸς ποὺ μᾶς καλεῖ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Δὲν μᾶς καλεῖ στὴν ὕπαρξη, γιὰ νὰ γεννηθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του σὲ μία ἀτέλειωτη ζωή. Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα μυστήριο, ἔργο τοῦ θελήματος καὶ τῆς πρόγνωσης τοῦ Θεοῦ. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς» (Ἰω. 15,16), δὲν μὲ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς διάλεξα. Αὐτὸ τὸ κάλεσμα ἀπευθύνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ κοινὸ σκοπό, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς διαλέγει καὶ μᾶς ἐκλέγει, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ, σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσωπικότητάς μας. Δὲν παραβλέπει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας, δὲν μᾶς ἰσοπεδώνει καὶ δὲν μᾶς ἐξισώνει, γιατί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν κατασκευάζει πανομοιότυπους ἁγίους.

Μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καλούμαστε νὰ χωρέσουμε ὅλοι, κλειστοὶ καὶ ἀνοιχτοὶ τύποι χαρακτήρων, πρόσχαροι καὶ σοβαροί, ἐπιεικεῖς καὶ αὐστηροί, εὐαίσθητοι καὶ δυναμικοί, ὅποιοι καὶ ἂν εἴμαστε ἐμεῖς, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι oι ἄλλοι, oἱ διαφορετικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς. Οἱ μαθητὲς δέχθηκαν ἀμέσως τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ ὁλοκληρωτικά. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ ἦταν καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι. Ἡ ἀπάντησή τους στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ ἦταν πράξη ὑπακοῆς.

Ἐμπιστεύθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ παραδόθηκαν στὸ θέλημά Του καὶ στὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ, λοιπόν, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός, ἡ ὑπακοὴ στὴν κλήση Του.

Ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα βαθύτατα προσωπική. Ἀγγίζει τὸ κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία νεφελώδης φιλοσοφία οὔτε μία ἀκατανόητη, ὑψηλὴ καὶ φλύαρη θεολογία, ὅπως, δυστυχῶς, κάποτε τὸν παραμορφώνουμε καὶ τὸν κακοποιοῦμε ἐμεῖς. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε ἀμεσότητα μὲ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρει πολλὲς φορὲς τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στοὺς ἀκροατές Του ποὺ σκέφτονται τὸν θερισμό, μιλᾶ γιὰ τὸν πνευματικὸ θερισμό. Στὴ Σαμαρείτιδα ποὺ πῆγε γιὰ νερὸ στὸ πηγάδι, κάνει λόγο γιὰ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψαράδες ποὺ τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ ἐργασία τους, τοὺς μιλᾶ γιὰ μία διαφορετικὴ παράδοξη καὶ θαυμαστὴ ἁλιεία.


Ἡ ἀπάντηση στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλευθερία

«Οἱ δὲ ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν τὸν Χριστό». Ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Δὲν ἦταν μὲ κανέναν καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο τόσο δεμένοι ὅσο μπόρεσαν νὰ δεθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀγάπη Του. Γι' αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀκολουθεῖ πραγματικὰ τὸν Χριστὸ δὲν προτρέχει οὔτε στέκεται μακριά του, ἀλλὰ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ κάθε δέσμευση μὲ πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις καὶ ζεῖ μιὰ καινούργια πραγματικότητα. Βιώνει τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀκλόνητη πίστη καὶ βεβαιὸτητα ὅτι ἔχει βρεῖ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει ἀπὸ ὅλα ὅσα καθημερινὰ τὸν περικυκλώνουν.

Πράγματι, ὅσο ὡριμάζουμε καὶ ὁλοκληρωνόμαστε ἐσωτερικά, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ πολυσυζητημένη ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπιδιώκει καὶ ὁ πολιτισμὸς προβάλλει ὡς βασικὸ σύνθημα εἶναι ἐξωτερική, σχετικὴ καὶ περιορισμένη. Γιατί εἴμαστε αἰχμάλωτοι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν συνθηκῶν μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε, τῆς κληρονομικότητας καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας μας, τοῦ περιβάλλοντός μας, ἀλλὰ καὶ ὁτιδήποτε ἄλλου μᾶς δεσμεύει καὶ μᾶς ὑποτάσσει σ' αὐτό. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι στὰ σύνορά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κανεὶς δὲν μᾶς ρωτᾶ πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιοὺς θὰ ἔρθουμε στὴ ζωή, ἀλλὰ οὔτε πότε, ποῦ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴν.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο ὅταν θεληματικὰ ὑποταχθοῦμε στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε δουλεία στὴν ὁποία εἴμαστε φυλακισμένοι, γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.

Κυριακὴ Β΄Ματθαίου Ὁ ἐσωτερικὸς κριτὴς τοῦ ἀνθρώπου, Ρωμ.2,10-16



Κυριακὴ Β΄Ματθαίου


Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Β΄ Ματθαίου ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἄπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἀκόλουθη:

«Ἀδελφοί, δόξα, τιμὴ καὶ εἰρήνη προσμένουν ὅποιον κάνει τὸ καλό, πρῶτα τὸν Ἰουδαῖο ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό· γιατί ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσοι ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸν νόμο. Γιατί στὸ θεϊκὸ δικαστήριο δὲν δικαιώνονται ὅσοι ἄκουσαν ἁπλῶς τὸν νόμο ἀλλὰ μόνο ὅσοι τήρησαν τὸν νόμο. Ὅσο γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸν νόμο, πολλὲς φορὲς κάνουν ἀπὸ μόνοι τους αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ νόμος. Αὐτὸ δείχνει πώς, ἂν καὶ δὲν τοὺς δόθηκε ὁ νόμος, μέσα τους ὑπάρχει νόμος. Ἡ διαγωγὴ τους φανερώνει πὼς οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι γραμμένες στὶς καρδιές τους· καὶ σ' αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησή τους, ποὺ ἡ φωνὴ της τοὺς τύπτει ἢ τοὺς ἐπαινεῖ, ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγή τους. Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιό μου» (Ρωμ.2,10-16).

Ὁ Ἄπ. Παῦλος στὴν περικοπὴ αὐτή τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς θίγει τὸ θέμα τῆς καθολικότητας καὶ βεβαιότητας τῆς τελικῆς κρίσης τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη καὶ ἀμερόληπτο Θεό. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶχε τὸν Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινὰ καὶ ὁ νέος λαός, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει τὸν εὐαγγελικὸ Νόμο τῆς Χάρης ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτουν πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι: Καλά, οἱ Ἰσραηλίτες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὸν Νόμο τους, ὅμως τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς ἀνθρωπότητας – ποὺ εἶναι κι αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ – μὲ ποιὸ κριτήριο θὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴν τελικὴ κρίση; Θὰ ἀδικηθεῖ ἐπειδὴ δὲν γνώρισε τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ; ἢ μήπως γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο θὰ τύχει εὐμενοῦς κρίσης; Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα τόνισαν τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁποιαδήποτε σκέψη τιμωρίας καὶ διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ δώσει γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν σὲ ὅλους. Βέβαια κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θέσει ὅρια στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ τὴν περιορίσει σὲ ὁρισμένους μόνο καλοὺς χριστιανοῦ, διότι οἱ βουλὲς τοῦ θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν παραπάνω περικοπή. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα κυρίως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς διδασκαλίας του, τῶν θαυμάτων, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης, Ἀποκαλύπτεται ὅμως καὶ διὰ τῶν δυνατοτήτων ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴ δημιουργία τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕνα ἀδέκαστο κριτὴ μέσα τους ποὺ λέγεται συνείδηση, ἡ ὁποία ἐλέγχει ἢ ἐπιδοκιμάζει τὶς διάφορες πράξεις τους, ὥστε νὰ αἰσθάνονται «θλίψη» καὶ «στενοχώρια», ὅταν διαπράττουν τὸ κακὸ ἢ «δόξα» καὶ «τιμὴ» καὶ «εἰρήνη», ὅταν ἐνεργοῦν τὸ καλό. Ἔτσι, σὲ κάθε ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του.

Ἴσως παρατηρήσει κανεὶς ὅτι μία τέτοια διδασκαλία εἶχαν ἤδη διατυπώσει οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι. Αὐτὸ εἶναι σωστό, γιατί ὁ Θεὸς φώτισε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ προχριστιανικὰ χρόνια νὰ φθάσουν ψηλαφώντας τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἔδωσε κατὰ τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα Ἰουστίνο τὸν «σπερματικὸ λόγο». Ἡ διαφορὰ ὅμως τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τὴ στωικὴ εἶναι:

α) ὅτι ἡ συνείδηση δὲν εἶναι αὐτονόητο φυσικὸ δεδομένο ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο,
β) ὅτι σχετίζεται ὄχι μὲ ἕνα ἀκαθόριστο Θεὸ ποὺ συγχέεται πανθεϊστικὰ μὲ τὴ φύση ἀλλὰ μὲ ἕναν προσωπικὸ Θεὸ ἀγαθὸ καὶ δίκαιο, καὶ τέλος
γ) τὸ ἔργο τῆς συνείδησης τελεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν τελικὴ κρίση, ὅπως γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴ σημερινὴ περικοπή.

Βέβαια ὅλα αὐτὰ δὲν γράφονται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο μὲ σκοπὸ νὰ οἰκοδομηθεῖ μία «φυσικὴ θεολογία», ἢ μία φιλοσοφία περὶ τοῦ «ἄγραφου νόμου τῆς συνείδησης», ἀλλὰ γράφονται μὲ ἐνδιαφέρον ἱεραποστολικό, μὲ σκοπὸ νὰ ἀφυπνιστοῦν οἱ ἐθνικοὶ ἀκροατὲς τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ὁλοφάνερη παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους νὰ προχωρήσουν στὸ νὰ ἀναγνωρίσουν αὐτὸν τὸν Θεό, ὅπως τὸν ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γράφονται ἐπίσης καὶ πρὸς τοὺς γεμάτους αὐτοπεποίθηση Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ πρὸς Χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους σὰν μάζα ἀπωλείας, ὥστε νὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπογραμμιστεῖ στὴν ἐποχή μας. Ὅσο κι ἂν αἰσθάνεται παντοδύναμος καὶ αὐτάρκης ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μὲ τὶς ἐπιστημονικές του γνώσεις καὶ τὴν τεχνικὴ ἐξέλιξη, τὰ σκοτεινὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, οἱ μύχιοι λογισμοὶ καὶ οἱ κρυφὲς ἐπιθυμίες του βρίσκονται ἀνὰ πάσα στιγμὴ κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τεχνικὰ κατορθώματά του – ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποτελοῦν πραγματοποίηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» (Γεν. 1,28) – ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ὅπως αὐτὴ ἐξωτερικεύεται σὲ πράξεις ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.

«Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν»




Στά Τίμια Δῶρα δέν ἔχουμε κρυμμένον τόν Χριστό (δέν ὑποκρύπτεται, δέν εὐρίσκεται ἁπλᾶ μέσα, οὔτε εἶναι ἁπλᾶ σύμβολα ὁ ἄρτος καί ὁ οἵνος αὐτοῦ τοῦ Σώματος καί τοῦ αἷματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ προτεστάντες) καί, πολύ περισσότερο, δέν ἔχουμε ἁπλή μυστική ἕνωσι τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε πιστοῦ μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι! Θά μποροῦσα νά φωνάξω χίλιες φορές: ὄχι! Στήν πραγματική καί ἀληθινή Μεταβολή βρίσκεται Ο ΧΡΙΣΤΟΣ! καί μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό λέμε «ἐσθίομεν καί πίνομεν», καί ἔτσι γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι καί χριστοφόροι καί ἀποτελοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού λαμβάνουμε μέσα μας, ἕνα σῶμα καί ἕνα αἷμα. Ἔχουμε τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό «κατοικοῦντα καί μένοντα σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι», ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ μιά Λειτουργική του Εὐχή.Βέβαια, τά μάτια μας βλέπουν ἄρτο καί οἵνο, καί ἡ γλῶσσα μας ἔχει γεῦσι ψωμιοῦ καί κρασιοῦ, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Καί θά τολμήσω νά πῶ: πολλοί ἥταν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐμάσησαν, δέν ἔφαγαν, δέν κατάπιαν ψωμί καί κρασί, ἀλλά Σῶμα καί αἷμα, Σάρκα καί αἷμα Χριστοῦ, γιά νά ἀκολουθήση ἀπέραντη εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς τους καί γενικά ψυχοσωματική ἀλλοίωσις διά Πνεύματος Ἁγίου.
 


Ἀπό τή στιγμή, πού κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἱερουργεῖται τό Μυστήριο, δέν ἔχουμε πλέον μπροστά μας ὅ,τι βλέπουν τά μάτια μας, ἤ ὅ,τι αἰσθάνεται ἡ γλῶσσα μας, ἀλλά ἔχουμε Αὐτό πού πιστεύουμε, Αὐτό πού προσκυνοῦμε, Αὐτό πού λατρεύουμε· ἔχουμε Αὐτό τό θεωμένο Σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀληθινό, τό πραγματικό.
 
Ζοῦσε σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Ρουμανίας, ἕνας κεχαριτωμένος ἱερεύς, ὁ πατήρ Μηνᾶς, ὁ μετέπειτα Ὄσιος Μηνᾶς. Αὐτός, μετά τή Θεία Λειτουργία, γιά νά ξεκουραστῆ, ἔβγαινε στό δάσος, διότι τό μοναστήρι ἥταν μέσα σέ δάση, κι ἐκεῖ ἔψελνε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ ἀναστάσιμα τροπάρια καί μέ πολλά ἄλλα.
 

Τότε μαζεύονταν τά πουλιά τοῦ δάσους γύρω του: στό κεφαλάκι του, στούς ὤμους του, στά χέρια του, αὐτός δέ τρυφερά τά χάϊδευε. Τίς περισσότερες φορές, ὅταν ὁ πατήρ Μηνᾶς ἔψελνε, τά πουλιά βουβαίνονταν καί τόν ἄκουγαν.
 
Ἐπειδή οἱ Λειτουργίες ἄρχιζαν νύχτα καί τελείωναν μέ τό χάραμα, ὤσπου νά κάνη Κατάλυσι καί νά ξεντυθῆ, ξημέρωνε, ἔβγαινε ὁ ἥλιος κι ἔτσι ἔβγαινε πρωΐ – πρωΐ μέσα στό δάσος καί χαιρόταν τή φύσι καί τήν παρουσία τῶν πουλιῶν. Κι ἐκεῖ ὅλοι μαζί αἰνοῦσαν καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό.
 

Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὅτι, ὅταν εἶχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία καί ἀργοῦσε νά τελειώση, καί μάλιστα ἀργοῦσε πολύ μετά τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, τά πουλιά μαζεύονταν πάνω στήν Ἐκκλησία!
 
Τήν ὥρα τῆς Μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων, πού ὁ ἱερεύς ἔλεγε «τά Σά ἐκ τῶν Σῶν», τότε ὅλα τά πουλιά πάνω στήν Ἐκκλησία βουβαίνονταν! Καί στό «ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, Ἀχράντου…», στά Ρουμανικά βέβαια, καί ἐνῶ ἡ χορωδία ἔψαλλε τό «Ἄξιόν ἐστι», τότε πάλι τά πουλιά ἄρχιζαν νά κελαηδοῦν!
 

Παρόμοιο γεγονός μοῦ ἀφηγήθηκε κάποιος πιστός, πού συνέβη καί στόν Ναό τῆς Παναγίας τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς στήν Πάρο, κατά τήν Θεία Λειτουργία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ ἔτους 1998.
 

Δεκάδες σπουργίτια καί ἄλλα πουλιά, φτερουγίζοντας μέσα κι ἔξω ἀπό τόν Ναό, ἀπό τά ἀνοικτά παράθυρα τοῦ τροῦλλου, κελαηδοῦσαν καί τιτίβιζαν ζωηρά. Τήν ὥρα, ὅμως, τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων βουβάθηκαν καί ἀκινητοποιήθηκαν ὅλα, γιά νά ξαναρχίσουν μετά τό » Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου… »
 
Τήν πραγματικότητα αὐτή τῆς Μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἴμα Χριστοῦ μαρτυροῦν καί τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου στό Μυστικό Δεῖπνο, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Τοῦτο ἐστι τό σῶμά μου… τοῦτο ἐστι τό αἵμά μου…» Θεία λοιπόν εἶναι ἡ σύστασις τοῦ Μυστηρίου. Τό συνέστησε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.

 

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Ἀπό τό βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»

Θεόκτιστος Μοναχός Διονυσιάτης (1926 – 8/6/1995)

Κατά κόσμον λεγόταν Θεόδωρος Σαχρόνης και γεννήθηκε σε ένα ωραίο Ζαγοροχώρι της Ηπείρου λεγόμενο Λάιστα. Δεν γνωρίζω γιατί μετά το δημοτικό σπούδασε σε ρουμάνικο σχολείο γι’ αυτό τα ρουμάνικα τα μιλούσε όπως τη μητρική του γλώσσα.
Στα νεανικά του χρόνια φαίνεται ότι ζούσε στην άγνοια αν και με τη συνείδησή του ήταν πολύ προσεχτικός. Είχε και μίαν αδελφή, δεν θυμάμαι το όνομά της. Στην εποχή εκείνη η πατρίδα μας πέρασε την μεγάλη δοκιμασία όχι μόνον του πολέμου, αλλά δυστυχώς κατόπιν και του εμφυλίου. Το αντίθετο στρατόπεδο, δηλ. οι κομμουνιστές, και αυτοί από άγνοια, δεν πολεμούσαν μόνο με τους ανθρώπους αλλά πολέμησαν και την Εκκλησία με το δόγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Έτσι παρέσυραν σε μικρό βαθμό τον Θεόδωρο, αλλά πολύ περισσότερο την αδελφή του εις την αθεΐα. Δυστυχώς ο παππούς αυτός μέχρι τέλους της ζωής του έφυγε μ’ αυτόν τον πόνο, ότι η αδελφή του παρέμεινε άθεη.
8eoktistdionisi2
Για τον ίδιον όμως μεσολάβησε στη ζωή του ένα πολύ θαυμαστό περιστατικό, που τον ανάγκασε να κάνει στροφήν 180 μοιρών. Μετά την απόλυσή του από το στρατό έπαθε φυματίωση σε βαθμό που κινδύνευε η ζωή του. Στη δοκιμασία αυτή αναγκάσθηκε να προβληματισθεί μήπως υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη από τους γιατρούς και δειλά-δειλά άρχισε να προσεύχεται. Μιά βραδυά, μας έλεγε, βλέπει ζωντανά στον ύπνο του τον Άγιο Νικόλαο να τον ρωτά:
—Τι έχεις Θεόδωρε;
—Δεν βλέπεις, παππού, τα χάλια μου; Πεθαίνω από φυματίωση.
—Άντε, εγώ θα σε κάνω καλά, αλλά πρόσεχε (με κάπως αυστηρή φωνή) στο εξής να ζεις χριστιανικά και Τετάρτη και Παρασκευή πάντοτε να νηστεύεις. Εντάξει;
—Εσύ, ποιός είσαι, παππού;
—Εγώ είμαι ο Άγιος Νικόλαος.
Και ξύπνησα.
Την άλλη ημέρα πήρε ήδη την άνω βόλτα, τρέχει στην πρώτη Εκκλησία και ψάχνει πνευματικό να εξομολογηθεί. Πάει να προσκυνήσει. Κοιτάει· να το άγνωστο Γεροντάκι στην εικόνα. Ήταν η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η εικόνα έμοιαζε ακριβώς. Ύστερα από μιά συντετριμμένη εξομολόγηση, άλλαξε παντελώς η ζωή του. Εν τω μεταξύ μεταβαίνει για τις συνηθισμένες ιατρικές εξετάσεις, για να πει στους γιατρούς «είμαι καλά». Προς έκπληξη των ιατρών οι εξετάσεις ήσαν ολοκάθαρες και με παρρησίαν μαζί με τη φυσική του απλότητα διεκήρυττε ότι ο Άγιος Νικόλαος τον έκανε καλά και ότι αυτά που μας διδάσκουν περί αθεΐας είναι ανοησίες. Αυτή η ομολογία φαίνεται να του ξέπλυνε και μιά αμαρτία εν καιρώ της αγνοίας του.
Τον καιρό του Β΄ παγκοσμίου πολέμου περνούσαν μαζί με πολλούς άλλους από ένα φυλάκιο Γερμανών. Οι Γερμανοί ρωτούσαν προφορικά «τι είσαι;». Έλληνας ορθόδοξος. «Πέρνα απ’ εδώ» και τον κρατούσαν. Άλλους ρωτούσαν «τι είσαι;». Μουσουλμάνος από την Ξάνθη. «Ελεύθερος· φύγε». Βλέποντας ο νεαρός τότε Θεόδωρος αυτή τη διάκριση, όταν τον ρωτάει ο Γερμανός, εσύ «τι είσαι;», αυτός δυστυχώς απαντά, Μουσουλμάνος από Ξάνθη. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι μιά καθαρή άρνηση πίστεως. Το ελαφρυντικό μόνον ήταν ότι τότε ακόμα καλά-καλά ούτε σαν ορθόδοξος δεν πίστευε. Ωστόσο όπως μας έλεγε, όπως ο Δαβίδ έλεγε «η ανομία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» έτσι και ο Γέροντας αυτός το θυμόταν και ζητούσε συγγνώμη σ’ όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό και όταν του διδόταν ευκαιρία ομολογούσε και διακήρυττε την ορθόδοξη πίστη παντού.
Αφού λοιπόν μετά την θαυμαστή θεραπεία αλλαξε παντελώς ζωή, ήδη από τον κόσμο ζούσε ασκητικά μέχρις ότου με στερεά αλλά και ώριμη απόφαση, σε τελεία ηλικία περίπου τριάντα ετών, αποφασίζει να αναχωρήσει για μοναχός στο Άγιον Όρος.
Ακούοντας τη φήμη και τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου, προτού αναχωρήσει μπήκε μέσα του διακαής πόθος να μεταβεί να την προσκυνήσει. Αυτό πάλιν, απετέλεσε δεύτερο σταθμό στη ζωή του. Εκεί αισθάνθηκε τόση χάρη, τόσον έντονη την παρουσία της Κυρίας Θεοτόκου, ώστε δεν μπορούσε να βαστάξει τον εαυτόν του από τα πολλά δάκρυα. Οπόταν για μιά στιγμή βλέπει να κατεβαίνει ολοφάνερα μέσα στον ναό η Δέσποινά μας και να ευλογεί τον λαό. Από έκπληξη και θαυμασμό και με τη συνηθισμένη του απλότητα φωνάζει δυνατά: «η Παναγία μας, η Παναγία». Τότε, ώ του παραδόξου θαύματος, στρέφοντας το βλέμμα οι πιστοί εκεί που τους έδειχνε, όλοι με μιά φωνή είπαν «η Παναγία, η Παναγία». Όλοι την είδαν. Το τι συγκίνηση, όπως μου έλεγε, δεν περιγράφεται.
Μετά το ταξίδι και την εμπειρία αυτή δεν άργησε να αναχωρήσει για το Άγιον Όρος όπου επέλεξε και την πιό αυστηρή Μονή, δηλ. του Διονυσίου κατά χρονολογίαν 1957. Σε δύο χρόνια μέσα, αφού οι εξετάσεις ως δόκιμος ήσαν άριστες, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Θεόκτιστος. Έκτοτε έδωσε όλον τον εαυτόν του στην υπακοήν και την αδιάλειπτον προσευχήν. Ο Ηγούμενος τον είχεν αναπληρωματικόν σε όλα τα διακονήματα. «Πέρασα», όπως μου έλεγε, «όλα τα διακονήματα: φούρνος, μαγειρείο, τράπεζα, λάντζα, Μονοξυλίτη, αντιπροσωπείο κλπ». Και μου έλεγε με όλη την απλότητα: «Ξέρεις τι είναι η προθυμία στην υπακοή, αδελφέ; Θαύματα, ζωντανά θαύματα κάνει, αδελφέ, κάθε μέρα».
Μία ημέρα πήγα πρώτη Λειτουργία για να μαγειρέψω τα ρεβύθια στη δεύτερη μετά δύο ώρες. (Στην Μονή Διονυσίου αρχίζουν πολύ νωρίς Όρθρο και μετά γίνεται διακοπή μιά-δυό ώρες, για να γίνει Θ. Λειτουργία. Εκτός από τον Εφημέριον όμως οι άλλοι ιερείς συνήθως λειτουργούν αμέσως μετά το τέλος του Όρθρου. Αυτή είναι η πρώτη Λειτουργία. Αυτό βοηθά πολλούς λαϊκούς αλλά και μοναχούς που διακονούν μαγειρείο και τράπεζα). Βάζω πάνω τα ρεβύθια, βράζουν, βράζουν· τίποτα σκληρά σαν πέτρα. Πλησιάζει να τελειώσει και η δεύτερη Λειτουργία· ακολουθεί τράπεζα. Τι θα γίνει; Τι πειρασμός τώρα. Όμως για μιά στιγμή, λέω «καλά θαύματα δεν γίνονται;». Τι αγωνιώ; Και αμέσως «Παναγία μου και Τίμιε Πρόδρομε, βοήθα με». Έ! δεν θα πιστέψεις. Κοιτάζω το καζάνι και στη στιγμή μέσα, λιώμα τα ρεβύθια. Δεν έφθασε αυτό, είχα και έπαινο στο τέλος. Μου λέει ο Ηγούμενος, «Θεόκτιστε, συγχαρητήρια. Τέτοια γλυκιά ρεβύθια δεν ξαναφάγαμε».
Άλλοτε πάλι, σαν κονακτσής στις Καρυές (βοηθός του αντιπροσώπου) μία μέρα γιορτή του Αγίου Στεφάνου, ήλθε ο παπάς, ένας ευλαβής ρώσος Ιερομόναχος, να λειτουργήσει, αλλά παραδόξως κάθησε σε μιά γωνιά. Περνά αρκετή ώρα. Τότε πάει ο αντιπρόσωπος και του λέει. «Άντε, παπά μου, αργήσαμε. Πάρε καιρό». Και εκείνος απαντά:
—Αφού μέσα άλλο παπά έχει, εγώ τι χρειάζει;
— Μα ποιός παπάς, πάτερ μου;
—Μα εμένα δουλεύει· δεν είδες διάκο που βγήκε έξω και θυμίασε;
Ο ευλαβής αυτός ιερομόναχος μπροστά στα μάτια μας μου έλεγε είδε οφθαλμοφανώς τον Άγιο Στέφανο (στον οποίον τιμάται και το εκκλησάκι). Όμως εγώ ως ανάξιος δεν είδα τίποτε.
Ο π. Θεόκτιστος, μπορώ να πω και ως αυτόπτης, παντού διέπρεψε. Όμως επί των ημερών μας άφησε εποχή και μοναδικό παράδειγμα στο διακόνημα του γηροκόμου. Αφότου πήγε στο Μοναστήρι (δεν ξέρω αν μόνο στα πρώτα χρόνια μας) πέρασαν απ’ αυτόν όλα τα γεροντάκια. Δεν είναι μόνο να ταΐσεις και να ποτίσεις. Αυτό δεν είναι τίποτε. Έτυχε να πέφτουν κατάκοιτοι γεροντάκια που άλλοτε με γεροντικές ιδιοτροπίες, άλλοτε ετύχαινε να χάσουν το μυαλό και να πάθουν αρτηριοσκλήρωση. Εκεί να δεις αγώνα. Είδα εγώ, ιδίοις όμμασιν, ένα γεροντάκι που μάλιστα ζήτησε καταφύγιο στο γήρας από τη Σκήτη του Ξενοφώντος, που (με συγχωρείτε) λερωνόταν κάθε μέρα. Δώστου ο παππούς να του αλλάζει ρούχα, σεντόνια και να πλένει με τα χέρια. Δεν έφτανε αυτό, το γεροντάκι το μισόχασε. Ο ένας καθάριζε ακαθαρσίες και ο άλλος να βρίζει. «Ρε τύραννε, ρε Νέρων, ρε Διοκλητιανέ» και δώστου κατάρες με την ιδέα ότι τον βασανίζει κιόλας. Και ο παππούς άκουα να μονολογεί. «Είμαι Νέρων, είμαι Διοκλητιανός!, ο Θεός σχωρέστον. Δεν καταλαβαίνει. Τι να κάνω». Και συνέχιζε το καθήκον. Τέτοιες περιπτώσεις του έτυχαν πάμπολλες, διότι την περίοδο εκείνη είχε πολλά γεροντάκια το Μοναστήρι.
Αλλά τι να πω για την πίστη του, την πραότητα, την ανεξικακία, την μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία, τον Τίμιο Πρόδρομο και όλους τους Αγίους, κατ’ εξοχήν τους Ηπειρώτες; Ο Άγιος Μηνάς, ο φανερωτής Άγιος. Στο εκκλησάκι του Ακαθίστου πίσω από ένα στασίδι υπάρχει τοιχογραφία του Αγίου Μηνά. Όταν βλέπαμε το εισοδικό με μιά λαμπάδα λέγαμε «κάτι έχασε ο π. Θεόκτιστος». Δεν περνούσε πολλή ώρα και τον ακούαμε με τη συνηθισμένη του απλότητα «θαύμα, θαύμα μέγα» και μας έλεγε τι του φανέρωνε αμέσως κατά θαυμαστό τρόπο.
Είχε μεγάλο πόθο για την όσο πιό συχνή Θεία Κοινωνία. Ο παλαιός Ηγούμενος έδινε σημασία μεταξύ των άλλων απαραιτήτων για ετοιμασία και στην τριήμερη νηστεία. Ως εκ τούτου κοινωνούσαν άλλοι κάθε 15 και άλλοι νήστευαν και την Πέμπτη κάθε εβδομάδα προκειμένου να κοινωνήσουν το Σάββατο. Όταν ο αείμνηστος Γέροντας μου π. Χαράλαμπος ανέλαβε τα σκήπτρα, μετρίασε την νηστεία λόγω του ότι ως μοναχοί νηστεύουμε πάντα τρις της εβδομάδος και το Σάββατο νηστεύαμε μόνον στη δεύτερη τράπεζα και έτσι κοινωνούσαμε και Κυριακή.
Τι χαρά έκανε το γεροντάκι αυτό, όταν μπορούσε να κοινωνεί τόσο τακτικά, δεν περιγράφεται. Αλλά και ως προς τον μοναχικό του κανόνα είχε μεγάλη ακρίβεια. Ποτέ δεν παρέλειψε τον κανόνα στο κελλί και παρ’ όλον τον φόρτο της διακονίας πάντοτε ήταν πρώτος στην Εκκλησία και έφευγε τελευταίος.
Να τον αναπαύσει ο Χριστός, όπως και αυτός ανέπαυσε όχι μόνον τους προϊσταμένους του και όλους τους αδελφούς με την πρόθυμη υπακοή, αλλά κυρίως ένα πλήθος γεροντάκια τα οποία πέρασαν από τα χέρια του. Έτσι και ο αείμνηστος και αγαπητός μας αδελφός π. Θεόκτιστος με την αδιάλειπτον ευχήν στα χείλη αφήκεν την τελευταίαν του αναπνοήν κατά τις 8.6.1995 εις ηλικίαν 69 ετών.
Αιωνία αυτού η μνήμη.

Να σκέπτεσαι, παιδί μου, το άδηλον του θανάτου


Να σκέπτεσαι, παιδί μου, το άδηλον του θανάτου, ποία δαιμόνια, ποία τελώνια φοβερά θα διέλθη η ταπεινή ψυχή μας! Τι φοβερόν κριτήριον την περιμένει! Θα τρέμη από φόβον και τρόμον! Μελέτα την οδυνηράν κόλασιν μετά των δαιμόνων, οίμοι, αιωνία υπάρχει χωρίς τέλος και τέρμα!
 

Δυστυχώς, παιδί μου, ο κακός διάβολος όλας τας σωτηριώδης μνήμας, μας τας παίρνει, δια να μην ωφεληθώμεν και μας φέρει όλας τας κακάς, δια να μας μολύνη την ψυχήν. Εφ’ όσον γνωρίζομεν τας παγίδας του, ας βιάζωμεν τους εαυτούς μας τόσον εις την αγιωτάτην ευχήν, όσον και εις τας πνευματικάς μελέτας, των τόσον ωφελίμων θεωριών, ώστε η ψυχή μας συνεχώς να ωφελήται και να καθαρεύη.


Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας 

Πατρικαι Νουθεσίαι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
Περί Μνήμης Θανάτου
Κολάσεως και Κρίσεως

Οσιομάρτυς Θεοφάνης

Η ΙΜΜ Βατοπαιδίου σε χαλκογραφία (1769).
Γεννήθηκε στο χωριό Ζαπάντι, σημερινό Καλόβρυση, της Καλαμάτας του νομού Μεσσηνίας, από ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και την Κύρω. Νέος καθώς βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε τη ραπτική τέχνη από σκληρό αφέντη, ο κατά κόσμον Θεόδωρος, που διακρινόταν για τη σωματική του ωραιότητα παρασύρθηκε, αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μουσουλμανισμό.
Οι μουσουλμάνοι χάρηκαν για την αλλαξοπιστία του και τον περιποιούνταν με πολλές κολακείες και τιμές, διδάσκοντάς τον επί μία εξαετία τα τουρκικά και αραβικά στα βασιλικά ανάκτορα. Οι πολλές μελέτες του τον οδήγησαν στον Χριστό. Θυμήθηκε την πίστη που αρνήθηκε και με τύψεις και δάκρυα αποφάσισε την επιστροφή του. Προσευχόμενος στην Αγία Τριάδα ενδυναμώθηκε στην απόφαση του.
Ό νέος και ωραίος Θεόδωρος περιπλανήθηκε αρκετά σε διάφορους τόπους, για να βρει κατάλληλο άνθρωπο, που θα τον βοηθούσε στη συγχώρεση και τη σωτηρία του. Επισκέφθηκε την Βενετία, όπου αρχιεράτευε ο σοφός και άγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος
(1577-1616). Σημειώνεται στον βίο του: «Τετυχηκώς εγεγόνει θείων τε και θαυμασίων ανδρών. Τούτων δ΄ ην ο τα πρωτεία φέρων και των αρχιερέων τω όντι ακρότης κύριος Γαβριήλ, ο της αγιωτάτης μητροπόλεως Φιλαδελφείας προϊστάμενος, ον δια την ενούσαν αυτώ αρετήν και σοφίαν, των καθ’ ημάς και των θύραθεν, η των Ενετών αριστοκρατία, ως του ελληνικού γένους Κυβερνήτην άριστον δια τιμής άγουσα, ηγούμενον τούτου και οικονόμον απεκατέστησε μάλιστα». Ό άγιος αυτός ιεράρχης τον δίδαξε, τον νουθέτησε, τον στήριξε και τον έκειρε μοναχό, ονομάζοντας τον Θεοφάνη. Τον παρότρυνε προς το μαρτύριο, λέγοντας του πως η ολοκλήρωση της μετανοίας του θα είναι να χύσει το αίμα του για τον Χριστό, τον όποιο είχε αρνηθή. Ό Θεοφάνης στερεωμένος με αρχιερατικές ευχές, θεία δύναμη και θερμή πίστη επέστρεψε στην πατρίδα του για να μαρτυρήσει.
Περιπλανήθηκε πάλι πολύ, μέχρι να φθάσει τελικά στο ποθούμενο μαρτύριο. Άπό την Κωνσταντινούπολη, όπου δεν κατάφερε να μαρτυρήσει, πηγαίνει στην Αθήνα, όπου μετά τριήμερη προσευχή, παρουσιάζεται στον εκεί δικαστή με θάρρος, ομολογώντας δημόσια τη χριστιανική του πίστη και τη λανθασμένη του πρότερη άρνησή της. Δεν καταφέρνει τίποτε και ο δικαστής τον διώχνει. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Εύβοια και την Λάρισα προκαλώντας τους δικαστές να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο. Στην Λάρισα ο σκληρός και άγριος δικαστής διατάζει να τον μαστιγώσουν εξακόσιες φορές. Μέσα από τις πληγές του ο άγιος ευχαριστεί τον Θεό που πάσχει και χαίρεται πραγματικά θεωρώντας ότι πάσχει άλλος και όχι ο ίδιος. Προσευχόμενος θεραπεύεται και αναχωρεί για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος συνάντησε ενάρετους μοναχούς και πνευματικούς, τους οποίους συμβουλεύθηκε και οι όποιοι τον στερέωσαν και τον όπλισαν με τις ευχές και ευλογίες τους: «Πολλοίς των θαυμασίων ολοσχερώς της αρετής αντεχομένοις εντυχών, εξ ων εύχρηστα τε και κάλλιστα αρυσάμενος». Παρέμεινε στη μονή Βατοπαιδίου και εκεί σως συναντήθηκε με τον μελλοντικό βιογράφο-ύμνογράφο του λόγιο ιεροδιάκονο Συνέσιο τον Βατοπαιδινό, του οποίου η βιογραφία σώζεται στη μονή.
Ενισχυμένος από το Άγιον Όρος μεταβαίνει πάλι στην Κωνσταντινούπολη για την εκπλήρωση του σκοπού του. Σημαντική ήταν εκεί η γνωριμία του με τον νέο «αλείπτη» του πνευματικό Ευθύμιο. Αυτός τον προετοίμασε κατάλληλα για το μαρτύριό του, ώστε να μη δειλιάσει και αποκάμει. Μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων και μετά από ολονύκτια, θερμή και μετά δακρύων προσευχή οδηγήθηκε με θάρρος και τόλμη στο δικαστήριο, για να ομολογήσει απτόητα τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Χριστό ως μόνο αληθινό Θεό. «Τη του ζωοποιού σταυρού πανοπλία καθοπλισάμενος, και «επ΄ ονόματι της τρισσοφαούς και παναιτίου και ζωαρχικής Παναγίας Τριάδος» ειπών».
Με όλη τη δύναμη της ψυχής του ομολόγησε τον Χριστό θεό αληθινό ενώπιον του δικαστηρίου και δήλωσε τη μετάνοια του για την εκτροπή του στη μουσουλμανική θρησκεία. θυμωμένος ο δικαστής ζήτησε την άμεση φυλάκισή του, για να σκεφθεί καλύτερα την καλύτερη τιμωρία του. Οι δέσμιοι ειρωνευόμενοι τον οδηγούσαν στη φυλακή κλωτσώντας και ραπίζοντάς τον σκληρά. Πάλι ο δικαστής τον κάλεσε να απολογηθεί για να δει μήπως ήταν μεθυσμένος η σαλεμένος. Ο άγιος όμως με περισσή λογική, ευφράδεια και αποδείξεις επέμενε ότι αμάρτησε φρικτά που παρασύρθηκε από την ασέβεια, χαίρεται που επέστρεψε στον Χριστό και δεν πτοείται από καμιά τιμωρία. Ο δικαστής διέταξε να τον μαστιγώσουν επτακόσιες φορές, να τον οδηγήσουν δέσμιο στη φυλακή και να τον φυλάγουν.
Κατά τη δεύτερη αυτή φυλάκισή του οι δεσμώτες του τον βασάνιζαν συνέχεια με διάφορα και βαρειά βασανιστήρια. Μάλιστα τον ειρωνεύονταν και τον προκαλούσαν να δουν κάποιο θαύμα από αυτόν. Ο άγιος προσευχόταν ατάραχα στον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο επί τρεις ώρες. Όταν είπε το «αμήν» της προσευχής του, έγινε μεγάλος σεισμός. Συνταράχθηκαν τα θεμέλια της φυλακής, και ενώ ήταν νύχτα έλαμψε όλος ο τόπος από υπερουράνιο φως. Ο άγιος σε στάση προσευχής, λυμένος από τα δεσμά του, φωτεινός και χαρούμενος, δόξαζε τον θεό. Οι διώκτες βασανιστές του είχαν μεταβληθεί από άγρια θηρία σε ήμερα πρόβατα, που ζητούσαν συγχώρεση παρακλητικά, του προσκυνούσαν τα πόδια και τον ικέτευαν να τους ελεήσει για όσα κακά του έκαναν πριν. Μερικοί μάλιστα, ακούοντας την ωραία διδασκαλία του οσιομάρτυρος πίστεψαν στον Χριστό.
Όταν οι άρχοντες πληροφορήθηκαν τα γενόμενα, τον κάλεσαν πάλι στο δικαστήριο για απολογία. Ο άγιος προσήλθε άφοβος και παρά τις απειλές για τη ζωή του και τις υποσχέσεις, για μια ζωή πολυτελή και άνετη αν αρνηθεί τον Χριστό, επέμενε υποστηρίζοντας τη χριστιανική πίστη ως μόνη αληθή, διαλύοντας τ΄άσοφα επιχειρήματα των δικαστών και στηλιτεύοντας την πολλή άγνοιά τους. Απογοητεύθηκαν οι δικαστές από την υπομονή και την επιμονή του, όπως και οι βασανιστές του, που τον παρακολουθούσαν παράδοξα να χαίρεται στις τιμωρίες που τον υπέβαλαν. Αποφάσισαν λοιπόν να τον βασανίσουν φρικτά και να τον θανατώσουν. Έτσι τον ανασκολοπίζουν, γδέρνουν λωρίδες από το στήθος και την πλάτη του, τον ανεβάζουν σε μουλάρι και τον γυρίζουν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης προς θεατρινισμό και εξευτελισμό του. Κατόπιν τον ρίχνουν σε τσιγγέλια, που διαπερνούν το σώμα του, τον καταξεσκίζουν και τον καταματώνουν.
Μέσα σε όλα αυτά τα φρικτά βασανιστήρια και τους μεγάλους πόνους ο άγιος, παρέμενε ατάραχος και θερμά προσευχόμενος. Ευχαριστούσε εγκάρδια την Αγία Τριάδα που τον αξίωσε του ποθούμενου και παρακαλούσε να φανεί σημείο στους άπιστους. Μετά την προσευχή του αγίου κατέβηκε ένα πρωτοφανέρωτο από τον ουρανό ολόλευκο πτηνό σαν περιστέρι. Στη θέα του ο άγιος γέμισε χαρά και ευχαρίστηση, ενώ όλοι οι παρόντες έμειναν απορημένοι και έκπληκτοι. Οι Τούρκοι θαυμάζοντας έλεγαν μεταξύ τους: «Αλήθεια, αληθινός θεός είναι ο Χριστός, που κηρύττεται και δοξάζεται από τον μάρτυρα». Το πτηνό έμεινε εκεί τρεις ώρες και έφυγε. Αρχισε να σκοτεινιάζει. Ο άγιος φώναξε, όπως ο Χριστός στον σταυρό: «διψώ». Οι δήμιοί του άρπαξαν την ευκαιρία και άρχισαν να τον πειράζουν λέγοντάς του· «γίνε σαν και εμάς και θα σου δώσουμε νερό». Ο άγιος δεν ταράζεται και τους άπαντα πως τον δροσίζει ο Χριστός και διψά μόνο τη σωτηρία του.
Μέσα στη νύχτα που ακολούθησε ήλθαν δυνατές βροντές και αστραπές, ενώ ουράνιο φως τύλιξε το καταταλαιπωρημένο σώμα του ένδοξου νεομάρτυρα. Οι παριστάμενοι Τούρκοι με θαυμασμό, ύστερα από όλα τα θαυμάσια που έβλεπαν, διεκήρυτταν πως μία και μόνη των Χριστιανών η ευσέβεια είναι καθαρά αληθινή. Τότε οι δήμιοι φοβήθηκαν ότι θα προσηλυτισθεί ο λαός και παίρνοντας με αγριότητα στα χέρια τους ότι αιχμηρό αντι κείμενο έβρισκαν μπροστά τους άρχισαν βάρβαρα να γδέρνουν το πρόσωπό του και του έβγαλαν τα μάτια. Ο άγιος εξέπνευσε και παρέδωσε το πνεύμα στον Πλάστη του, που τόσο αγάπησε και για τον οποίο αυτοπροαίρετα και πρόθυμα θυσιάσθηκε.
Τότε οι φιλόχριστοι, φιλάγιοι και φιλομάρτυρες χριστιανοί, δίνοντας δώρα και χρήματα στους δήμιους, πήραν τα τίμια λείψανα του μάρτυρος και μάζεψαν με ευλάβεια το αίμα του. Αυτά έγιναν πηγή θαυμάτων σε χωλούς, λεπρούς, δαιμονισμένους, ανίατα και πολυχρόνια ασθενείς, που με πίστη τα προσκυνούσαν και επικαλούνταν τον άγιο. Όσοι όμως από τους δημίους πρωτοστάτησαν στην κατακρεούργηση του μάρτυρος, είχαν κακό τέλος. Αλλοι τυφλώθηκαν, άλλοι τρελλάθηκαν και μανιασμένοι πνίγηκαν στη θάλασσα, άλλων τα χέρια ξεράθηκαν και ο καθένας απέλαβε τη δίκαιη τιμωρία. Ορισμένοι πάλι μετανόησαν, επικαλέσθηκαν τη βοήθεια του αγίου και έγιναν μάρτυρες και κήρυκες των θαυμάτων του και της χριστιανικής πίστης, που αναδεικνύει τέτοιες αγέρωχες ιερές μορφές, όπως τον ένδοξο μεγαλομάρτυρα, νεομάρτυρα Θεοφάνη.
Το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται στις 8 Ιουνίου 1559. Όλοι βασίζονται στο Νέο Μαρτυρολόγιο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Κατά ορθή όμως παρατήρηση του αγιολόγου καθηγητή κ. Π. Β. Πάσχου το μαρτύριο του αγίου τοποθετείται το 1588 βάσει του Κώδικος 339 του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και του Κώδικος 797 της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, όπου τα χρονολογικά στοιχεία με τον αναφερόμενο μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρο (1577-1616), από τον οποίο εκάρη ο οσιομάρτυς Θεοφάνης στη Βενετία, δεν συμφωνούν με τη μαρτυρική του τελείωση το 1599.
Όπως αναφέραμε, βιογράφος και υμνογράφος του είναι ο ιεροδιάκονος Συνέσιος Βατοπαιδινός.
Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουνίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007

Ἅγιος Πορφύριος:Δὲν σὲ βλέπω μὲ τὸν πρῶτο θεῖο ἔρωτα ποὺ εἶχες


Συζήτησα ἤρεμα μὲ τὸν Γέροντα. Ἐκεῖνος εἶχε διαβάσει τελείως τὴν καρδιά μου. 
– Ἐσὺ φταῖς γιὰ ὅλα. Εἶσαι ἄρρωστος ψυχικά, μοῦ εἶπε. Ξέπεσες πολὺ χαμηλά. Ἔπεσες ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ βρισκόσουνα. Τὸ καταλαβαίνεις; Καὶ γιὰ ὅλα φταῖς ἐσύ. Μόνο νὰ βρεῖς τὴν αἰτία. Ἀμέλεια; Ἐγωισμός; Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ λές, δὲν συμβαίνει τίποτα. Τὰ μεγαλοποιεῖ ἡ φαντασία σου. Αὐτὰ εἶναι μικρότητες, πολὺ μικρὰ καὶ γυναικίστικα. Ἐσὺ μὴν κοιτᾶς τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Τὸν ἑαυτό σου κοίτα. Πῶς θὰ ἀγαπήσεις τὸν Χριστό. Δὲν εἶναι δουλειά σου νὰ διορθώσεις τοὺς ἄλλους. Ἂς φροντίσει ὁ Γέροντας. Ἐσὺ γιὰ ὅλους, ὅμως, πρέπει νὰ προσεύχεσαι. Κι ἂν ἔχουν ἕνα στραβό, προσεύχου νὰ τοὺς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ διορθώσουν. Δὲ διορθώνονται αὐτὰ μὲ λόγια, μόνο μὲ προσευχή. Βλέπω ὅτι ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Κόψε τὸν καφέ. Συγχώρα ὅλους θερμά. Μὴ λὲς πολλὰ λόγια. Μὴ μιλᾶς. Μόνο ἐσωτερικὴ ἐργασία, ἐνδοστρέφεια. Δὲν σὲ βλέπω μὲ τὸν πρῶτο θεῖο ἔρωτα ποὺ εἶχες. Πρόσεχε τὴν ἀρχή. Κράτα τὸν πρῶτο ἔρωτα, τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φίλτρο τὸ θεϊκὸ πρὸς τὸν Κύριο. Δὲν εἶναι νύστα αὐτὸ ποὺ ἔχεις, ἀλλὰ ραθυμία. Ἂν μιλούσαμε λίγο στὸ τηλέφωνο, νὰ δεῖς θὰ σοῦ πέρναγαν ἀμέσως ὅλα. Κούραζε τὸ σῶμα, μὴ φοβᾶσαι τὸν κόπο. Ὅλα ἀλλάζουν μὲ τὸν κόπο, καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχή. Ἁπλά, ἀβίαστα, παρακάλα θερμὰ γιὰ ὅλους. Θὰ τοὺς ὠφελεῖς μὲ τὴν...
προσευχή, ὄχι μὲ λόγια. 
Ἂν σὲ ρωτήσουν, πὲς ταπεινά: – Ἔτσι σκέπτομαι. Πάλι, ὅπως νομίζετε σεῖς. Χρειάζεται πολλὴ προσευχή. Νὰ ἀγκαλιάσεις μὲ ἀγάπη τὸν Χριστό μας. Κι ἐκεῖνος θὰ τὰ διαλύσει ὅλα. Ἐσὺ νὰ φέρεσαι ἁπλὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Διότι ἔτσι ὅπως κουμπώνεσαι καὶ ἀποξενώνεσαι, ἀναγκάζεις καὶ τοὺς ἄλλους νὰ σὲ ἀποξενώσουν καὶ στὸ τέλος θὰ σκεφθοῦν ἔτσι ὅπως λες. Τώρα δὲν συμβαίνει τίποτα. Ὅλα εἶναι προϊόντα τῆς φαντασίας σου. Πίστεψέ με καὶ δώσου μὲ ἀγάπη στὸν Χριστό. 
Ἀπό: Ἀνθολόγιο συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου
porphyrios.net
το είδαμε εδώ

Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσῃς τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. ( Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος )




Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.

Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της. Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».

Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἰερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολόγηση τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:

«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.

- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.

Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.

Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεῖς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.

Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.

Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.

Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».

Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».

Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύση ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἔτολμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»

Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».

Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακάρια αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῆ νὰ ἀπόκτηση καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκίμηση τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῆ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».

Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.

Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».

Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:

- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;

Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:

- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.

- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;

- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:

- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνη ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.

Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.

Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:

- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.

Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:

- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;

Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:

- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;

Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:

- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.

Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια, τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο. Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή

Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.

Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.



Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...