Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 12, 2015

ΟΥ ΓΑΡ ΟΙ ΑΚΡΟΑΤΑΙ...ΑΛΛ΄ ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΙΚΑΙΩΘΗΣΟΝΤΑΙ Αποστολικό Ανάγνωσμα Β' Κυριακής Ματθαίου (Ρωμ. β' 10-16)

ΟΥ ΓΑΡ ΟΙ ΑΚΡΟΑΤΑΙ...ΑΛΛ΄ ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΙΚΑΙΩΘΗΣΟΝΤΑΙ
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Β' Κυριακής Ματθαίου
(Ρωμ. β' 10-16)

Δεν είναι ολίγοι εκείνοι οι πιστοί που ενώ ξεκινούν την πνευματική ζωή με ιερό ενθουσιασμό και με συνέπεια, προϊόντος τού χρόνου αφήνουν την καρδιά τους να ψυχρανθεί και η πίστις να καταστεί απλώς κάτι σαν ιδέα και θεωρία. Οι συνέπειες όμως αυτής τής καταστάσεως είναι άκρως αρνητικές, αφού τελικώς όχι αυτοί που έχουν κάποια γνώση, αλλά εκείνοι που την εφαρμόζουν θα δικαιωθούν εν ημέρα κρίσεως. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια μάς επισημαίνει στο Αποστολικό ανάγνωσμα ο Απ. Παύλος.
Ου γαρ οι ακροαταί τού νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ' οι ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται” (Ρωμ. β' 13).
Ας εμβαθύνουμε όμως με τη χάρη τού Θεού στο σημαντικότατο αυτό θέμα.
Θα πρέπει εξ' αρχής να τονίσουμε και να εννοήσουμε ότι ο Θεός δεν δίδει τον Νόμον του και τις εντολές του απλώς και ως έτυχε. Δεν είναι απλά λόγια το αποκαλυπτικό θέλημα του Θεού που επαφίεται στο τι εξ' αυτών ο άνθρωπος θα θελήσει να εφαρμόσει. Όχι, ο Νόμος και οι Εντολές τού Θεού για τους πιστούς που εκουσίως δέχονται τον ελαφρύ ζυγό τού Χριστού, είναι υποχρεωτικού κύρους και εφαρμογής. Μας εδόθη ο νόμος τού Θεού που διασφαλίζεται και ερμηνεύεται αυθεντικώς μόνο εντός τού Σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όχι για άλλο σκοπό, αλλά για να τον έχουμε ρυθμιστή στην ατομική, την οικογενειακή, την κοινωνική, την Εθνική μας ζωή. Και φυσικά το τέλειο είναι ολόκληρος ο κόσμος να τεθεί στην υπακοή αυτών των θείων εντολών που απελευθερώνουν και εξαγιάζουν τον άνθρωπο.
Ο Χριστιανός που θεωρητικώς αποδέχεται την πίστη τού Χριστού αλλά αδιαφορεί για την πρακτική της εφαρμογή ομοιάζει προς το άκαρπο δένδρο. Τι λέγει όμως ο Κύριος για την περίπτωση αυτή; “Παν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται”.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίες οι λέξεις διά των οποίων ο Κύριος αποδίδει τις ουράνιες πραγματικότητες, αφού σε αυτό το πυρ τής αιωνίου κολάσεως θα καταλήξει ο κάθε αμετανόητος παραβάτης τού Ευαγγελικού νόμου.
Όχι, αδελφοί μου, δεν μπορούμε να θεωρούμε εντελώς φυσιολογικό γεγονός την εφαρμογή τού πολιτειακού νόμου· να συμφωνούμε ότι άγνοια νόμου δεν συγχωρείται· να δεχόμαστε απαξάπαντες - οι νουν έχοντες - ότι οι παραβάτες των νόμων τού κράτους πρέπει να τιμωρούνται και από την άλλη να αρνούμαστε τις συνέπειες της παραβάσεως των εντολών τού Θεού. Εκ των λόγων σου κρινώ σε δούλε πονηρέ. Αυτή τη λογική που εφαρμόζεις για τα του κόσμου, τουλάχιστον εφάρμοσέ την και στα του Θεού, για να μην ισχυριστούμε ότι η διαλεκτική αυτή σύγκρισις υποβιβάζει το πανάγιον θέλημα. Αλλ' έστω κι απ' αυτήν την οπτική γωνία εάν το παρατηρήσει κάποιος το όλον θέμα, καταντά αναπολόγητος και στη ζωή αυτή, αλλά, φοβερόν, και εν ημέρα κρίσεως.
Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να καταντούμε άνευ των έργων τής πίστεως, πνευματικώς νεκροί. Και φυσικά, αυτό σε ουδεμία των περιπτώσεων συνιστά ηθικισμό όπως θα σπεύσουν να κατηγορήσουν οι νεορθόδοξοι και οι “καιροσκόποι” θεολόγοι, το κατάντημα δηλ. τούτο τής πίστεως. Η εφαρμογή τής Ορθοδόξου πίστεως διά έργων αγαθών, αποδεικνύει ορθοπραξίαν και συνειδητή μυστηριακή – ασκητική – ησυχαστική – ομολογιακή βιοτή με όλες τις συνέπειες και σε όλες τις εκφάνσεις τής καθημερινότητος.
Αυτό δηλ. που κηρύσσει θεοπνεύστως και ο θείος Ιάκωβος όταν γράφει: “η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί”, για να προσθέσει προς κάθε πιστόν “δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου”.
Εάν τώρα θελήσουμε να προσέξουμε περισσότερο την πληγή τής μη εφαρμογής θα διαπιστώσουμε και θα παραδεχθούμε όχι ότι ο Θεός ζητά πράγματα ακατόρθωτα, αλλά ότι μας πνίγουν οι τρεις γίγαντες της ψυχής, δηλ. η ραθυμία, η λήθη και η άγνοια, κατά τους Πατέρες τής Εκκλησίας μας. Αυτή είναι η βασική αιτία συν τού ότι ως ανόητοι αναπαυόμαστε στην αμαρτητική ροπή που φέρουμε μέσα μας αλλά και στην κατάσταση της πνευματικής αναισθησίας που καρποφορεί η ενεργός αμαρτία σε όλα της τα επίπεδα. Είναι δε τόσο δαιμονική η αδικαιολόγητος δικαιολογία ορισμένων ότι δήθεν οι εντολές τού Χριστού είναι ανεφάρμοστες και τα θεία παραγγέλματα ακατόρθωτα που εγγίζουν τα όρια της βλασφημίας τού Αγίου Πνεύματος. Είναι δυνατόν άνθρωπε ο Θεός να δώσει νόμο δυσβάστακτο και ακατόρθωτο στους ανθρώπους; Αυτός ο πάνσοφος που γνωρίζει έως λεπτομερείας τις δυνατότητες του ανθρώπου, Αυτός που εξ αγάπης και εκ του μη όντως τον δημιούργησε, Αυτός που έδωσε τον Υιόν του τον μονογενή να θυσιαστεί επί του Σταυρού για την σωτηρία τού ανθρώπου, είναι ποτέ δυνατόν να ισχυρισθούμε ότι ζητά κάτι ακατόρθωτο από τον άνθρωπο; Κύριε φύλαξέ μας από τέτοιους δαιμονικούς λογισμούς. Όχι λοιπόν δεν είναι αυτό. Η πνευματική τεμπελιά, η άγνοια, η συνήθεια στην αμαρτία που καταντά δευτέρα φύσις καθότι “το επαναλαμβανόμενον έθος, ήθος”, η δειλία και η ντροπή τού κόσμου και τόσα άλλα είναι εκείνα που υψώνονται ως ανυπέρβλητο εμπόδιο στο να εφαρμόσουμε με χαρά και ενθουσιασμό τον αιώνιον και αμετάθετον νόμον τού Θεού. Αυτή είναι η πραγματικότητα και ας αφήσουμε τις δικαιολογίες που ως βαρίδια μάς δένουν και μας ρίχνουν στο πέλαγος της ανυπακοής.
Ναι. Τα πάντα ως προς το ζήτημα αυτό εξαρτώνται από εμάς και μόνον από εμάς, δοθέντος ότι “ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” (Α' Τιμ. Β' 4).
Αδελφοί μου τα έτη που μας χαρίζει η αγάπη τού Θεού για να ζήσουμε στον πρόσκαιρο αυτό κόσμο είναι μετρημένα και φεύγουν γρηγορότερα και από το νερό. Στο χέρι μας είναι να τα εκμεταλλευθούμε και να θέσουμε αρχή σωτηρίας. Η εφαρμογή και μόνο η εφαρμογή των θείων εντολών είναι που βεβαιώνει την ελπίδα για την άλλη, την αιώνια, την ζωή στους ουρανούς που θα απολαμβάνουμε το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Να δώσει ο Θεός.
Αμήν.



Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Πρεσβ. Αθανασίου Μηνά, "Αληθεύοντες εν αγάπη..."

« Ἀληθεύοντες  ἐν  ἀγάπῃ... »


ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  ΜΗΝΑ




Οἱ Ἅγιοι Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καί Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης κατενόησαν εἰς βάθος τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ἤτοι τό σκοπούμενον τέλος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ «γίνεσθε ἅγιοι, γίνεσθε τέλειοι». Βρῆκαν τόν στόχο, τόν κατάλαβαν, ζυμώθηκαν μ’αὐτόν πρός τήν Βασιλείαν, ἔδωσαν αἷμα καί πῆραν Ἅγιον Πνεῦμα, ἔγιναν κληρονόμοι Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ. Πέτυχαν διά τῆς Χάριτος τήν ἀξίωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τούς χαρίστηκε τό Φῶς, ἡ καθαρότητα, ἡ ταπείνωσις, ἡ διάκρισις. Ὅ,τι ἔχει ὁ Παράκλητος κατά Φύσιν, διά τῆς κοινωνίας, τούς ἐδόθη κατά Χάριν χωρίς ποτέ νά τό ζητήσουν οἱ ἴδιοι, δωρεάν, ὅπως π.χ. ἡ διόρασις, ἡ προόρασις, ἡ προφητεία, καθώς καί σημεῖα φοβερά, ἰάσεις ψυχῶν καί σωμάτων καί ἐκδιώξεις δαιμονίων.

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων οἱ Ἅγιοι Πορφύριος καί Παΐσιος ἀγάπησαν μετά τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Ἐν τούτοις, ἡ ἀγάπη τους  αὐτή καθώς καί ἡ Ὀρθόδοξη εὐγένεια πρός πάντα ἄνθρωπον δέν ἀπέβαινε ποτέ εἰς βάρος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Τηροῦσαν ἀπαρασάλευτα ἄχρι κεραίας, τούς λόγους τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ, ἀγαπῶντες ἐν ἀληθείᾳ». Ὑπερτόνιζαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδική κιβωτός σωτηρίας, ὅπως ἐπίσης ὅτι τά Ὀρθόδοξα Μυστήρια ἀναπλάθουν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν κάνουν Καινή Κτίση, κληρονόμον τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, συγκληρονόμον Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τόνιζαν: «Ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί Παράδοσιν γεννιοῦνται τέκνα ὀργῆς, ἀπιστίας καί ἀπειθείας
Δυστυχῶς αὐτή τήν ἀγάπη καί εὐγένεια τῶν Ἁγίων κάποιοι Νεοεποχῖτες δῆθεν Ὀρθόδοξοι, ἐξαιτίας τῆς ἐσκοτισμένης αὐτῶν καρδίας, τήν παρεξήγησαν καί προσπαθοῦν καί σήμερα μέ κείμενα καί εἰκόνες μέσα ἀπό τάmedia νά παρουσιάσουν τούς Ἁγίους ὡς ἔχοντες πνεῦμα Οἰκουμενιστικό, Νεοεποχίτικο, μέ τήν ἀνόητη δικαιολογία ὅτι ἐδέχοντο ὅλους καί συνομιλοῦσαν μέ τούς πάντες. Ὦ, πλάνη οἰκτρά καί θόλωσις τοῦ νοός!!!
Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές καί πρός ἀποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων παραθέτουμε στή συνέχεια  αὐθεντικά στοιχεῖα ἀπό λόγους καί ἐπιστολές τῶν Ἁγίων ὥστε εἰ δυνατόν νά ἔρθουν σέ μετάνοια οἱ ἀντικείμενοι καί νά πάψουν ἐπιτέλους νά συκοφαντοῦν τούς Ἁγίους. Τώρα, ἄν κάποιοι μετά τήν παράθεση αὐτῶν τῶν πειστηρίων παραμείνουν στήν ἀτιμία καί συνεχίσουν διαστρεβλώνοντες τήν ἀλήθεια, σκανδαλίζοντας δέ τούς πιστούς, φέρουν ἀκεραία τήν εὐθύνη καί ἐλέγχονται ὡς αὐτοκατάκριτοι.
Ἀπόσπασμα Α’ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, πού ἐστάλῃ στίς  21-1-1968 στήν Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε τόν κίνδυνο ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ τήν συνέναιση καί σύμπραξη τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα:
«”Τό νόμισμα τῆς ἀγάπης” πού κυκλοφορεῖ μετά ἀπό τό “κλείσιμο τῶν δογμάτων”, ἡ “ἐπανίδρυσις τῆς Μιᾶς… Ἐκκλησίας” καί τόσα ἄλλα εἶναι ἀκατανόητα καί κυριολεκτικῶς βλάσφημα διά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία…
Ἡ ἄρνησις πρός τόν Πατριάρχη (Ἀθηναγόρα) δέν εἶναι ἄρνησι πρός τήν ἀγάπη οὔτε πρός τήν ἑνότητα. Εἶναι «ὄχι» πρός τό ψευδές καί «ναί» πρός τήν Ἀλήθεια, πού κρύβει μέσα της ἡ Ἐκκλησία.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού φάνηκαν «σκληροί» στή διατήρηση τοῦ Δόγματος, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγάπησαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον τόν ἄνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τά ἀπύθμενα βάθη του καί δέν θέλησαν ποτέ νά τόν κοροϊδέψουν μέ τίς συνθηματολογίες ἐφήμερης καί ἀνύπαρκτης ἀγάπης, ἀλλά τόν σεβάστηκαν προσφέροντάς του τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἀληθείας, πού χαρίζει τή μακαρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή.
Δέν εἶναι λοιπόν ἡ πιστότης στό Δόγμα στενοκεφαλιά οὔτε ὁ ἀγώνας γιά τήν Ὀρθοδοξία μισαλλοδοξία, ἀλλά ὁ μοναδικός τρόπος ἀληθινῆς ἀγάπης».
Ἀπόσπασμα Β’Ἐπιστολῆς τοῦ ἰδίου πρός τήν Ἱ.Μ. Σταυρονικήτα πού ἐστάλῃ στίς 23-1-1969:
«Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας…Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν…
Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει.
         ...Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί· ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει… Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».
Χαρακτηριστικά τῆς προσοχῆς τοῦ Ἁγίου Παϊσίου στά θέματα τῆς ἐπικοινωνίας καί συμπροσευχῆς μέ τούς αἱρετικούς εἶναι καί τά παρακάτω γεγονότα:
«Κάποτε, διηγήθηκε ὁ Γέροντας, μοῦ ἦρθαν δύο παπικοί, λατίνοι... Μοῦ λέει λοιπόν ὁ ἕνας – Ἔλα νά ποῦμε τό ‘Πάτερ ἡμῶν...’ – Γιά νά τό ποῦμε μαζί, τοῦ εἶπα, πρέπει νά συμφωνοῦμε στό Δόγμα. Ὅμως, μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστί. Ὕστερα μοῦ λέει : - Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κοντά στό Θεό καί μόνο αὐτοί θά σωθοῦνε; Ὁ Θεός εἶναι μέ ὅλο τόν κόσμο. – Ναί, τοῦ εἶπα. Ἐσύ μπορεῖς νά μοῦ πῆς καί πόσος κόσμος εἶναι κοντά στό Θεό; ... – Ὅλοι μιλᾶνε γιά ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια, τούς εἶπα στό τέλος, ἀλλά ὅλοι αὐτοί εἶναι διχασμένοι καί μέ τόν ἑαυτό τους καί μέ τούς ἄλλους. Γι' αὐτό καί ἑτοιμάζουν ὅλο καί μεγαλύτερες βόμβες. Πολλοί, πού μιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό, γιατί δέν τόν ἔχουν ἀγαπήσει, οὔτε ἔχουν ἀληθινή ἀγάπη. Ἀγάπη ἀληθινή ἔχει ἐκεῖνος, πού ἔχει ὀρθή πίστη, ζῆ κοντά στό Θεό, καί τότε ὁ Θεός ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του καί οἱ ἄλλοι βλέπουν στό πρόσωπό του τόν Θεό». (Λόγοι Ε΄. Πάθη καί ἀρετές, 2006, σελ. 285).
Ὁ τότε Πάπας, ἔχοντας ἀκούσει γιά τήν φήμη τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ἔστειλε μερικούς καρδιναλίους στήν καλύβη τοῦ γέροντος, γιά νά τοῦ ἀνακοινώσουν ὅτι ὁ Πάπας τόν προσκαλεῖ στή Ρώμη, γιά νά συζητήσουν περί δογματικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Ἡ ἀπάντηση τοῦ γέροντος ἦταν ἀποστομωτική : «Ὁ πάπας δέν εἶναι ἕτοιμος ἀκόμη γιά μιά τέτοια συζήτηση. Πρέπει νά ἀποβάλλει τόν ἐγωϊσμό του».
Στό βιβλίο του «Ἐπιστολές» λέει τά ἑξῆς:
«Στήν ἐποχή μας, ὅμως, πολλοί ἀπό ἐμᾶς, ἐπηρεαζόμενοι δυστυχῶς ἀπό τήν κοσμική ἀγάπη, πού δέν ἔχει πνευματικό ἀντίκρυσμα, πᾶμε δῆθεν νά κάνουμε καλό, νά δώσουμε αἷμα, ἐνῶ τό αἷμα μας εἶναι γεμάτο ἀπό πνευματικά μικρόβια καί βλάπτουμε περισσότερο. Ἐάν ὅμως ζούσαμε Πατερικά, θά εἴχαμε ὅλοι πνευματική ὑγεία, τήν ὁποία θά ζήλευαν καί ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι καί θά ἄφηναν τίς ἀρρωστημένες τους πλάνες καί θά σώζονταν δίχως κήρυγμα....Αὐτό πού ἐπιβάλλεται σέ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νά βάζη τήν καλή ἀνησυχία καί στούς ἑτεροδόξους, νά καταλάβουν δηλαδή ὅτι βρίσκονται σέ πλάνη, γιά νά μήν ἀναπαύουν ψεύτικα τόν λογισμό τους καί στερηθοῦν καί σ' αὐτήν τήν ζωή τίς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καί στήν ἄλλη ζωή στερηθοῦν τίς περισσότερες καί αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ...» (Ἐπιστολές, 2004, σσ. 123, 149-150).
Στό  βιβλίο «Λόγοι Α’. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο» γράφονται τά ἑξῆς:
«...Σήμερα δυστυχῶς μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκή εὐγένεια καί πᾶνε νά δείξουν τόν καλό. Θέλουν νά δείξουν ἀνωτερότητα καί τελικά πᾶνε νά προσκυνήσουν τόν διάβολο μέ τά δύο κέρατα. ...Σήμερα λένε : Ὄχι μόνο μέ αἱρετικό, ἀλλά καί μέ Βουδδιστή καί μέ πυρολάτρη καί μέ δαιμονολάτρη νά συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νά βρίσκωνται στίς συμπροσευχές τους καί στά συνέδρια καί οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μιά παρουσία. Τί παρουσία; Τά λύνουν ὅλα μέ τή λογική (χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα) καί δικαιολογοῦν τά ἀδικαιολόγητα. Τό εὐρωπαϊκό πνεῦμα νομίζει ὅτι καί τά πνευματικά θέματα μποροῦν νά μποῦν στήν Κοινή Ἀγορά...[1]» ( Λόγοι Α΄, 2006, σελ. 347).
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης γνώριζε πολύ καλά τά σχέδια τοῦ Παπισμοῦ. «Μή φοβᾶστε», ἔλεγε, «οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νά ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θά ἔλθει ἡμέρα πού ὁ διάλογος θά ματαιωθεῖ· τίποτε δέν πρόκειται νά γίνει· ἄλλωστε οἱ οὐνίτες, αὐτός ὁ δούρειος ἵππος, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τούς ἐνδιαφέρει νά ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλήν τόν Πάπα καί τίποτε περισσότερον».
Σέ συνομιλία  πού εἶχε μέ κάποιους νέους ἀναφέρει τά ἑξῆς:
Μία θρησκεία μόνον εἶναι: Ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική θρησκεία καί τό πνεῦμα αὐτό τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές. Τά ἄλλα πνεύματα, εἶναι πνεύματα πλάνης καί οἱ διδασκαλίες εἶναι μπερδεμένες.
...Καί γι' αὐτό τό σκοπό, ἐπειδή ἐγώ εἶμαι γέροντας, πρέπει νά εἶμαι εἰλικρινής. Ἔχω τόσο κόσμο. Δέν ξεύρεις ὅλος, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ στό τηλέφωνό μου, νά ἔρθεις ἀπό ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου μοῦ τηλεφωνοῦν. Τήν νύχτα, ὅ,τι ὥρα νά 'ναι. Ἀπ' ὅλα τά βασίλεια... Καί ν' ἀκουστεῖ  ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, ἔχω ἐλεύθερο πνεῦμα καί παραδέχομαι ὅλες τίς θρησκεῖες; Ὄχι, δέν παραδέχομαι. Ὅποιος νά μοῦ πεῖ, καί ἕνας ἄγγελος νά ἔρθει νά μοῦ πεῖ: «ἔτσι εἶναι ὅπως πιστεύει ὁ τάδε», «Ὄχι» θά τοῦ πῶ. «Λές ψέμματα, δέν εἶσαι πνεῦμα ἀγαθόν. Εἶσαι πονηρόν πνεῦμα καί λές αὐτό.» Ἔτσι θά τοῦ πῶ ἐγώ τοῦ ἀγγέλου, δέν θά τόν πιστέψω. (...)
Δέν τό θέλω βέβαια νά προπαγανδίζετε στόν ἕναν καί στόν ἄλλον καί νά λέει: «οἱ θρησκεῖες ὅλες εἶναι μία. Δέν ἔχουνε (διαφορά), τοῦ Θεοῦ εἶναι, σέ ὅποια θέλεις πηγαίνεις. Καί ὅποιο Θεό θέλεις προσκυνάεις». Δέν τά θέλω ἐγώ αὐτά, δέν μπορῶ. Εἶναι ἔτσι τό πνεῦμα μου. (...)
Ἐγώ ἔχω κάνει στήν ἔρημο, ἔχω ἀγωνιστεῖ, ἔχω νηστεῖες, κακουχίες, ἀγρυπνίες, γυμνότητα, μέ παλιόρουχα, μέ..., καί ὅλα αὐτά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καί ζοῦσα μέσα σέ ἁγίους ἀνθρώπους. Ἀλλά Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Κατάλαβες;
... Εἶναι σύστημα ὁλόκληρο. Πρέπει νά τό μελετήσεις καί μήν μέ ἐπιπολαιότητα λές λόγια, πού δέν εἶναι (σωστά). Δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί λέει ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, δέν μποροῦμε. Πρέπει νά ἰδοῦμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια εἶναι στήν Ὀρθοδοξία[2]. Ἐγώ τήν ἔχω ζήσει καί τήν ξεύρω μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ἔχω ζήσει μέσα σέ ἁγίους ἀνθρώπους, πού πέφτουνε στό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀληθείας. Ὑπάρχουν πολλά φῶτα, πού βλέπει κανείς καί ἐντυπωσιάζεται, μά ἕνα εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν.
...Μόνο ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἑνώνει καί ὅλοι πρέπει νά προσευχόμαστε νά ἔρθουνε σ’αὐτή τή θρησκεία. Ἔτσι θά γίνει ἕνωσις, ὄχι μέ τό νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἴμαστε τό ἴδιο καί ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο. Δέν εἶναι τό ἴδιο.»] (Τό Πνεῦμα τό Ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, Μέρος πρῶτον, πρώτη συνομιλία, Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου).
Στή συνέχεια τῶν γραπτῶν αὐτῶν κειμένων καί λόγων τῶν Ἁγίων πού παραθέσαμε πιό πάνω, ὡς ὕστατη ἐν Χριστῷ προσπάθεια, ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά καί τήν αἰτία γιά τήν ἐμμονή τους στήν ὕβριν ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἔτσι ὅπως τήν καταγράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Νὰ γνωρίζετε δὲ αὐτό, ἀδελφοί, ὅτι τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰ δυσεβῆ δόγματα ἀλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγῳ τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπὸ τὸν Θεό.» (Παλαμικὸν Ταμεῖον, σελ.748, Ὁμιλία Η’ “Ἑτέρα περὶ νηστείας”, ΕΠΕ 9,224.PG 151,101B).                                                                    
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
«Ἐὰν κανεὶς δὲν συμφωνῇ μὲ τοὺς ἁγίους ὅπως ἐμεῖς, δὲν θὰ δεχθοῦμε αὐτὸν σὲ ἐπικοινωνία». (Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)
«Δυστυχῶς ὁ δυτικός ὀρθολογισμός ἔχει ἐπιδράσει καί σέ ἀνατολικούς ὀρθόδοξους ἄρχοντες καί ἔτσι βρίσκονται σωματικά μόνο στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὅλο τό εἶναι τους βρίσκεται στήν Δύση πού τήν βλέπουν νά βασιλεύει κοσμικά. Ἐάν ἔβλεπαν τήν Δύση πνευματικά, μέ τό φῶς τῆς Ἀνατολῆς, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τότε θά ἔβλεπαν τό πνευματικό ἡλιοβασίλεμα τῆς Δύσης, πού χάνει σιγά‐σιγά τό φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, καί προχωρεῖ γιά τό βαθύ σκοτάδι… Πά,πά…βασανίζουν καί μπερδεύουν τόν κόσμο αὐτοί οἱ ἄνθρωποι!»   (Ἅγ. Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, Λόγοι Α’. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, 1998, σελ. 210).  
«...Θά μοῦ πεῖς νά: ”Γιατί δέν τά βλέπει ὁ Θεός;” Μά αὐτά εἶναι, τά βλέπει ὁ Θεός. Ἀλλά ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἐπέμβει. Μπορεῖ ὅμως, μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νά ἔρθει, νά ἔρθει ὥστε οἱ ἄνθρωποι ν’ἀποκτήσουν μία ἐπίγνωση, νά ἰδοῦνε τό χάος ὁλοζώντανο μπροστά τους, νά ποῦνε: Ἔ! Πέφτουμε στό χάος, χανόμαστε. Ὅλοι πίσω, ὅλοι πίσω, γυρίστε πίσω, πλανηθήκαμε. Καί νά ἔρθουνε πάλι στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί νά λάμψει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.»  (Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό Πνεῦμα τό Ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, Μέρος πρῶτον, πρώτη συνομιλία).
Στόν Ἰησοῦν τόν Μεσσίαν ἀνήκει ἡ Βασιλεία, τό Κράτος καί ἡ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



[1] Βλέπε λείψανα Ἁγίων πού οἱ Πάπες ὡς δούρειον ἵππον εἰσάγουν στήν Ἑλλάδα μπαινοβγαίνοντας οἱ Καρδινάλιοι στά Ἅγια Ὀρθόδοξα Θυσιαστήρια προβάλλοντες τούς ἑαυτούς τους ὡς δῆθεν ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπε ἀκόμη 4/6/2015 καί ὥρα 06.10 π.μ. σέ ἐκκλησιαστικό ραδιοφωνικό σταθμό, ἱερομόναχος νά λέει στούς ἀκροατές του ὅτι οἱ ὕμνοι οἱ Ὀρθόδοξοι πού γράφτηκαν μέσῳ τῶν ἱερῶν ὑμνωδῶν ἀπό τόν Παράκλητο κουράζουν, ἐνῶ ἡ μετάφραση πού αὐτός διάβασε δῆθεν ξεκουράζει. Ξεκίνησε ὁ ἐν λόγῳ κληρικός ἀπό τό «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε...»(Κοντάκιον τῆς Πεντηκοστῆς), αὐτόν τόν πνευματοφόρον ὑπέροχον ὕμνον, τόν ὁποῖον κακοποίησε βάναυσα! Ἔκλεισα τό κουμπί διότι ἔνοιωσα ναυτία.
[2] Ἀπευθυνόμενος ὁ Ἅγιος Πορφύριος σέ Λατίνο «μοναχό», ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στό πρόγραμμα Ὀρθόδοξης Ἱερᾶς Μονῆς παραμένοντας ὅμως στήν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ, τόνισε: «Μήν νομίσεις ὅτι θά βρεῖς αὐτό πού ζητᾶς, ἐάν παραμείνεις αὐτοῦ πού εἶσαι. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια.» (Μαγνητοφωνημένη μαρτυρία Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ.κ. Ἀθανασίου πού συνόδευε τόν ἐν λόγω «μοναχό»).
το είδαμε εδώ

Αξία και απαξία των ψυχολογικών θέσεων

psixisdromoi01_UP
Πιστεύω πως οι παρερμηνείες και οι παρεξηγήσεις των φαινομένων της ζωής ή οι ψευδείς προσδοκίες δεν αφήνουν την ελευθερία, την θέληση του ανθρώπου να συνεργαστεί με την θέληση του Θεού. Η δεισιδαιμονία, η θρησκοληψία, η παρερμηνεία, όλα αυτά, νομίζω πως είναι τροχοπέδη στην βούληση του ανθρώπου. Αντιστρόφως, όσο αποκαθαίρεται από αυτά ο άνθρωπος ελευθερώνεται η βούληση του και μπορεί να την κάνει αυτό που θέλει, πολύ δε περισσότερο, μπορεί να θαυματουργήσει, όταν ενώσει την βούληση του με την βούληση του Θεού.
  • Συνέντευξη με τον π. Αντώνιο Ρωμαίο (απόσπασμα)
  • Περιοδικό ‘Ψυχής δρόμοι’, τεύχος 1, 2011, εκδόσεις Αρμός.
Μέσα στο μοναστήρι είχα αυτή την ευκαιρία, να ζήσω πλέον πολύ στενά με πολλές ψυχές, να μάθω την ιστορία τους, να ζω τα σύγχρονα και τρέχοντα προβλήματά τους, την συγκρουσιακή σχέση τους μέσα στο κοινόβιο και, εκτός από την αυτοπαρατήρηση, είχα και την ετεροπαρατήρηση και αποκτούσα έτσι συγχρόνως την δυνατότητα να βλέπω την αξία ή την απαξία των ψυχολογικών θέσεων. Να κάνω δηλαδή μια δουλειά εκτεταμένη αλλά σιωπηλά και αθόρυβα.
Τι εννοείτε με την αξία και απαξία των ψυχολογικών θέσεων;
Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν και θέσεις ψυχολογικές οι οποίες να είναι είτε εσφαλμένες είτε παρατραβηγμένες. Δεν πιστεύω ότι δεν υπάρχουν λαθεμένες θέσεις σε κάποια συγγράμματα. Λέει κάποιος ότι η θρησκευτικότητα – για να πάρουμε την φροϋδική θέση – είναι μια εξιδανίκευση της άλφα ή βήτα ορμής. Σε σχέση με την οντολογία του ανθρώπου όμως, η θρησκευτικότητα είναι πολύ πιο υπαρκτικά ριζωμένη μέσα στα ενδότερα του ανθρώπου.
Μια άλλη ψυχολογική θέση που είχα διαβάσει έλεγε για τούς λειτουργούς του δημόσιου προφορικού ή γραπτού λόγου, ότι μερικοί από αυτούς που επιτίθενται λάβροι εναντίων άλλων για κάποια πάθη ή αμαρτήματα, φανερώνουν πως οι ίδιοι υπόκεινται σε αυτά και με την επιθετικότητά τους, αυταπατώμενοι, απωθούν το ενδεχόμενο της βίωσης της ενοχής τους ή της ενοχοποίησής τους εκ μέρους των άλλων. Μπορούσα να ξεχωρίσω την θρησκοληψία από την γνήσια θρησκευτικότητα. Βαθμηδόν και πληρέστερα, μπορούσα να γνωρίσω, ας πούμε, ποιος καταλαβαίνει σωστά τους Πατέρες και ποιος δεν τους καταλαβαίνει σωστά. Μπορούσα να έχω τέτοια ερεθίσματα και προκλήσεις, διαρκώς να δουλεύω πάνω σε αυτά τα θέματα, σιωπηρά μέσα μου.
Στην πορεία, με τις θεολογικές σας γνώσεις και τις μελέτες σας και με τα χρόνια που πέρασαν, ποια άλλη μορφή έχει πάρει, αν πήρε και αν εξελίχθηκε, αυτή η θεολογική τεκμηρίωση της Ψυχολογίας;
Φυσικά. Τριάντα τριών  ετών, βρέθηκα στην Αγγλία, στις μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, που είδα πια τον συνδυασμό των επιστημονικών κλάδων της Ψυχιατρικής, της Κοινωνιολογίας και της Θεολογίας, από κοινού πλέον, στα ανθρώπινα προβλήματα, στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Και από εκεί και πέρα αισθάνθηκα πως η κατάφαση της Θεολογίας για την λειτουργία της Ποιμαντικής Ψυχολογίας είναι ξεκάθαρος δρόμος και κατοχυρωμένος και στρωμένος,  πάνω στον οποίο και προσπάθησα αλλά και θέλησα να δουλέψω, χωρίς όμως να αποκτήσω τις επιστημονικές επενδύσεις που ήθελα να έχω. Δηλαδή δεν είμαι επιστημονικά και αυθεντικά καταρτισμένος, αλλά οπωσδήποτε νομίζω ότι όσο μπόρεσα, είτε με προσωπική μελέτη, είτε με βοήθεια άλλων προσώπων, έχω προσπαθήσει πλέον να ζω μέσα σε αυτό το πλέγμα των δύο-τριών βασικών αυτών θέσεων. Αναφέρω με ειλικρινή ευγνωμοσύνη την σημαντική βοήθεια που πήρα από τις επί δέκα και πλέον έτη μηνιαίες συναντήσεις μιας ομάδος (ψυχιάτρων, ψυχολόγων, θεολόγων) επί όλων αυτών των θεμάτων.
Δηλαδή, δέχομαι γενικώτερα κάθε ανθρωπολογική επιστήμη που βοηθάει την ανθρωπογνωσία, διότι ουσιαστικά βοηθάει πάρα πολύ το έργο της Ποιμαντικής Θεολογίας, επειδή δημιουργεί την ορθότερη δυναμική της προσλήψεως της Θεολογίας, της θρησκευτικής εμπειρίας, της χάριτος του Θεού. Δεν πιστεύω ποτέ ότι πρέπει να υπάρχει μια προκατάληψη του τύπου εκείνου που υπάρχει σε μερικούς αγαπητούς αδελφούς κληρικούς, οι οποίοι, για λόγους αρχών πίστεως, αρνούνται την σημαντική συμβολή της Ψυχολογίας ή της Ψυχιατρικής, χωρίς βέβαια να δέχομαι ή να αποδέχομαι ή να αμνηστεύω τα ενδεχόμενα γνωστικά/θεωρητικά, κλινικά και πρακτικά λάθη των επιστημών αυτών.
Θυμάμαι τώρα ότι ως φοιτητής είχα και ευχαριστηθή και ξαφνιαστή όταν έμαθα για τα πρώτα έργα του κ. Κορναράκη που ήταν τότε στην Θεσσαλονίκη και νομίζω έκτοτε τα πράγματα έχουν πάρει μια  αρκετά ανεπτυγμένη έκταση και νομιμότητα. Δεν βλέπω δηλαδή η αυθεντική θεολογική επιστήμη να παραγνωρίζει την ψυχολογική διάσταση. Αλλά στην ποιμαντική πράξη υπάρχουν πολλοί φορείς της ποιμαντικής ευθύνης οι οποίοι για άλλους λόγους, τους οποίους πάλι με βοηθάει η Ψυχολογία ενδεχομένως να τους εξηγώ, αρνούνται την αρμονική αυτή σύζευξη. Νομίζω όμως ότι ακριβώς αυτό οφείλεται στο ότι οι  άνθρωποι αυτοί έχουν επενδύσει την άποψή τους με ζήλο και πίστη και καρδιακή μεν αφοσίωση στον Κύριο, η οποία όμως δεν τους αφήνει να υποψιασθούν ότι υπάρχουν λόγοι, τους οποίους ερμηνεύει η Ψυχολογία και τους οποίους αυτοί αρνούνται να δεχθούν ή ουσιαστικά αρνούνται να προχωρήσουν στην αυτογνωσία τους.
Θα θέλατε να γίνετε εδώ πιο σαφής και πιο συγκεκριμένος για το ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι λόγοι;
Νομίζω ένας βασικός λόγος είναι η φυγή από τον εαυτό μας. Η Ψυχολογία μάς υποχρεώνει να στρέφουμε πολύ ερευνητικά τα μάτια μας μέσα μας και να είμαστε πολύ ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Αντιστρόφως οι άνθρωποι αυτοί, ίσως έχουν την τάση, με το πρόσχημα μιας θρησκευτικής αυθεντικότητας, να επικαλύπτουν τα κακώς κείμενα και να περιμένουν από τον Θεό να δράσει μαγικά εκεί που πρέπει να δράσουν οι ίδιοι. Έχουμε την τάση, οι θρησκευόμενοι, να αναθέτουμε στον Θεό τις διακονίες μας. Έτσι πιστεύω. Κάτι  τέτοιες βασικές διακονίες, όπως είναι η αυτογνωσία, τις ανάγουμε στο μυστήριο, στην μαγεία, στο κρυφτό με τον εαυτό μας. Ας το πω έτσι, έχουμε κάνει ιδιαίτερο «μυστήριο» την άγνοια και την δυσλειτουργία του ψυχισμού μας. Πολύ σκληρό, αλλά πολλές φορές έτσι βλέπω να γίνεται.
Οι σχολές της Ψυχολογίας παρουσιάζουν αποκλίσεις, οι οποίες εμένα πάλι δεν με φοβίζουν, διότι μπορώ να ωφεληθώ και από αυτούς οι οποίοι έχουν διαφωνίες, δηλαδή και από τον Φρόιντ μπορεί να ωφεληθώ και από τον Άντλερ και από τον Γιουγκ. Αλλά δεν δέχομαι ότι μπορούμε να απολυτοποιήσουμε ούτε την Ορθόδοξη Θεολογία, πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε τίποτα άλλο. Θεωρητικά δέχομαι πως  θα έπρεπε να είναι απολυτοποιημένη και ταυτισμένη με τον Θεό η Θεολογία άλλα πρακτικά και ανθρώπινα δεν μπορεί να γίνει αυτό ποτέ. Όλα είναι σχετικά. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να απολυτοποιηθούν κάποιες πλευρές επιστημόνων  της Ψυχολογίας οι οποίοι εκφράζονται αυθεντικά και απολυτοποιημένα για κάποιες θέσεις τους. Αυτό είναι άλλο θέμα. Αλλά εμένα με βοηθούν. Και υπάρχουν περιπτώσεις που οι θεωρίες τους δεν εφαρμόζονται επί όλων των ανθρώπων αλλά επί κάποιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ιστορίας μπορεί να εφαρμόζονται. Οπότε εγώ είμαι ανοικτός και διατεθειμένος να πάρω κάθε άποψη και φυσικά ως ποιμένας δεν δυσκολεύομαι, έχοντας υπόψη μου όλες αυτές τις πλευρές, να βοηθηθώ στο έργο μου και της γνώσεως του προσώπου του άλλου και της δικής μου παρακολουθήσεως την ώρα που συνεργάζομαι με το άλλο πρόσωπο. Αισθάνομαι πολύ όμορφα όταν μπορώ να το κάνω.

Πότε αγαπάμε πραγματικά τον συνάνθρωπο μας; – Άγιος Ιουστίνος Ποποβιτς


prairie-679014_640Τὸ χειρότερο πρᾶγμα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ θάνατος: τὸ νὰ γίνω λάσπη, νὰ μεταβληθῶ σὲ σκουλήκια, σὲ πηλό! Ἀξίζει τάχα νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος; Γιατὶ νὰ σὲ ἀγαπήσω, Θεέ μου, ἀφοῦ αὔριο θὰ μεταβληθῶ σὲ σκουλήκια καὶ πηλό;

Νά, ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνιο ζωὴ γιὰ τὴν ψυχή σου καὶ τὸ σῶμα, ὅταν ἐκεῖνο θὰ ἀναστηθεῖ λαμπερό καὶ θά ἑνωθεῖ μὲ τὴν ψυχή.


Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος Ἰησους ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖται ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος, ὁ μόνος ἀπὸ κατασκευῆς κόσμου μέχρι τῆς Φοβερᾶς Κρίσεως. . Μονάχα ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὸν θάνατο εἶναι ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἁπλὲς φλυαρίες.
Καὶ οἱ κουλτοῦρες, οἱ πολιτισμοί, οἱ ἐπιστῆμες καὶ οἱ τέχνες; – Τὶ ἀστεῖα πράγματα! Μὰ τὶ νὰ τὴν κάνω τὴν τεχνολογία καὶ τὴν ἐπιστήμη, ὅταν μὲ μεταβάλλουν σὲ σκουλήκια καὶ λάσπη;
Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, αὐτὸς ποὺ μὲ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐφευρέτης τῆς ἁμαρτίας καὶ μαζὶ μ᾽ αὐτὴν καὶ τοῦ κακοῦ.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο: ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν θάνατο. Λέει ἡ δεύτερη μεγάλη ἐντολή: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. κβ´ 39).
Πότε ἀγαποῦμε λοιπόν πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο; Ὅταν τὸν λυτρώνουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του, ἀπὸ τὴν κόλαση… αὐτὴ εἶναι ἡ γνήσια ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπατᾶ ἑαυτόν ὅποιος νομίζει πὼς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἐγκρίνει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἀναπαύει τὰ πάθη του. Τότε ἀγαπᾶ τὸν θάνατό του καὶ ὄχι τὸν ἴδιο.
Μονάχα ὅταν ἀγαπᾶ κανεὶς τὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ Χριστοῦ -μέ ὅλη τὴν ψυχή καὶ τὴν δύναμή του- τότε τὸν ἀγαπᾶ ἀληθινά.
Θὰ ρωτήσει κάποιος: καὶ ἡ ἀγάπη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα; Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ συζύγου πρὸς τὴν σύζυγο; Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν πατρίδα; Δὲν εἶναι καὶ αὐτά ἀγάπη; Τὰ ἀνομάζουμε βέβαια ὅλα αὐτά ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἆραγε ἔτσι;
Ὅλα αὐτά δὲν ἔχουν ἴχνος ἀγάπης, ἐάν δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἡ δύναμη ἐκείνη μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀγαπᾶμε. Ἄν ὁ πατέρας δὲν ἀγαπᾶ τὰ τέκνα του μὲ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἄν δὲν τὰ παιδαγωγεῖ στὸ ἀγαθό, ἂν δὲν τὰ ὁδηγεῖ στὸν ἴσιο δρόμο, ἂν δὲν τὰ διδάσκει νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρὰ μονάχα τὰ χαϊδεύει καὶ τὰ κολακεύει, τότε τὰ μισεῖ καὶ τὰ φονεύει.
Ἂν πάλι, ὁ σύζυγος ἀγαπᾶ τὴν σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ὁ φονιάς της. Ἔτσι συμβαίνει μὲ κάθε γήινη, σαρκικὴ ἀγάπη.
πηγή
Το είδαμε εδώ

Τὰ παιδιὰ τοῦ αἰώνα μας







Τρίτη, 10 Μαΐου, 1977

Μακρὰ συζήτηση μὲ τοὺς Ν. καὶ ΝΝ. – μακρυὰ μαλλιά, χορτοφάγοι, μονίμως ἐρωτευμένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία; Μιλοῦν γιὰ «ἐπίπεδα συνείδησης», κ.λ.π. Οὔτε ἕνα γιώτα μετριοφροσύνης, καμία ἀπορία, μόνο βεβαιότητες. Περιφρόνηση γιὰ ὁτιδήποτε δὲν ἀνήκει στὰ ἄμεσα ἐνδιαφέροντά τους. Τοὺς λυπήθηκα τόσο πολύ, τοὺς λυπήθηκα γιὰ τὴν ἐσωτερική τους φτώχεια, τὸ περιορισμένο ὅραμα. Ὁ Ν. εἶναι καλλιτέχνης. Τὸ σπίτι του εἶναι γεμάτο ἀπὸ τοὺς πίνακές του. Ἀπογοητευτικοί, προκλητικοί, μονίμως ἀχρείαστοι. Ὁ ἄλλος μελετᾶ κάποια παράξενη μουσική. Συζήτηση γιὰ τὴν ταυτότητα. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ διπλώματα καὶ μισθούς. Τί ἔχει πάει στραβὰ λοιπόν; Καὶ ποῦ; Τὰ δύο αὐτὰ ἀγόρια εἶναι ἐνδιαφέροντα ἐπειδὴ δὲν εἶναι πρωτότυπα καὶ ἀντικατοπτρίζουν ἐπακριβῶς αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει γύρω μας. Ἡ κλινικὴ διάγνωσή τους θὰ ἦταν πὼς εἶναι «παιδιὰ τοῦ αἰώνα τούτου». Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ «παιδιοῦ τοῦ αἰώνα τούτου» - ὑπέρμετρος ναρκισσισμός, ἀπασχόληση μὲ τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὸ «Ἐγώ», καὶ ἀπόδοση ὑπερβολικῆς σημασίας στὶς ἰδέες τους.

Πιστεύουν πὼς αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς συμπίπτει μὲ τὴν «ἀγάπη», ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν πεποιθήσεις, καὶ πὼς οἱ ἴδιοι κατὰ κάποιο τρόπο ἀποτελοῦν τὴν γνήσια θρησκεία.

Ἄρνηση ποὺ προστίθεται σ’ ὅλη τὴν ἄγνοια τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς παράδοσης, τῆς συνέχειας, τῆς εὐθύνης, κ.λ.π. Ἄρνηση a priori, ποὺ βασίζεται στὴν περιφρόνηση. Ὁλοκληρωτικὴ ἔλλειψη ἐπιθυμίας ἀκόμη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ γνωριστοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται. Ἄρνηση ποὺ ριζώνει στὴν ὑποσυνείδητη βεβαιότητά τους πὼς μιὰ τέτοια γνώση θὰ περιόριζε τὴν ἐλευθερία τους, δηλαδὴ τὸν ναρκισσισμό τους. Αὐτοθαυμασμός, ποὺ γιὰ νὰ πραγματωθεῖ, χρειάζεται τὴν ἐπιλογὴ ψευδο-ἀπολύτων: χορτοφαγία, ἀπόρριψη τῶν διπλωμάτων, τῆς ἴδιας τῆς ἰδέας τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ μισθοῦ, κρίση ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν τὰ ψευδο-ἀπόλυτά τους. Ἐν συντομίᾳ, αἴσθηση φτηνῆς ὑπεροχῆς.

Ἐπιτελοῦν, γι’ αὐθεντία, κάποιο πράγμα ἀπὸ τὸ περιθώριο τῆς βασικῆς παράδοσης, εἴτε τοῦ πολιτισμοῦ εἴτε τῆς θρησκείας. Ἐπιλέγουν κάποια «ὄμορφα μικρὰ βιβλία» (μᾶλλον βιβλίο, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ περισσότερα ἀπὸ ἕνα). «Ὄμορφα» ἐπειδὴ τοὺς ὑπόσχονται ἕνα συντομότερο δρόμο πρὸς τὴν «Ἀλήθεια», τὴν τελείωση, τὴν γνώση, τὴν εὐτυχία. Μιὰ αἴσθηση “ἀποστολῆς“ σὲ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς ποὺ δὲν καταλαβαίνουν, ἂν προστεθεῖ μάλιστα καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία συμπόνοιας, ἀγάπης, συμπάθειας, κ.λ.π. “Θέλουμε νὰ τοὺς σώσουμε”, δηλαδὴ «τοὺς ἀγαπᾶμε». Πλήρης πεποίθηση πὼς αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία τους εἶναι ἐγγυημένη, πὼς θ’ ἀναγνωριστοῦν – καὶ ἀναγνωρίζονται – ὡς καλλιτέχνες, στοχαστές, φορεῖς τῆς σωτηρίας. Χρήση λόγων καὶ ἐκφράσεων, ποὺ ἐξηγοῦν καὶ δικαιώνουν ὅλα αὐτά, μὲ μερικὰ ἀχώνευτα ψήγματα ψυχολογίας: «ἐπίπεδο συνείδησης», κ.λ.π.

Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν κάτι ποὺ σὲ κάθε περίπτωση παραμένει ἀδιαπέραστο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἀπὸ τὴν βασική του «τριαδικὴ ἐνόραση» - τὴ δημιουργία, τὴν πτώση, τὴ σωτηρία, ἀπὸ τὸ βασικὸ ἱστορικό του νόημα. Φυσικά, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας ἀντι-Χριστιανισμός, ὡστόσο ἕνας κρυμμένος ἀντὶ-Χριστιανισμὸς λόγῳ τῆς διαρκοῦς χρήσης τῆς λέξης «ἀγάπη».

Τώρα ἂν θελήσουμε νὰ τὸ μεταφράσουμε αὐτὸ στὴ γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς (ποὺ συμπίπτει μὲ μιὰ πνευματικὴ ἐκτίμηση), αὐτὸ ποὺ ἀναδύεται εἶναι τεμπελιά, ὑπερηφάνεια, αὐταπάτη, αὐτοδικαίωση, ἐγωισμός. Τόσο ἁπλό. Ὁ πολιτισμός μας ὅμως δὲν δέχεται τὴ “γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς“. Φεύγει ἀπὸ κοντὰ της ὅπως ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸ λιβάνι! Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸ θάνατο.

Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος

Προϋπόθεση τῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Παρὰ ταῦτα ὁ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία Θεὸς γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν βιώνει. Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὸν εἶναι βιωματική, εἶναι μία πορεία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς τέρμα τὴν θέωση. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀ-λογίας φτάνει στὴν δοξο-λογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι μὲν ἀπρόσιτος, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Εἶναι ὅμως προσιτὸς σὲ μᾶς κατὰ τὴν ἐνέργεια: διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο. Στὴν πραγματικότητα λοιπὸν δὲν πρόκειται γιὰ ἀντίφαση, ἀλλὰ γιὰ μία διαλεκτικὴ σύνθεση. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτὰ πιὸ ἀναλυτικά.

Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, τί εἶναι Θεός. Θεὸς εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ τὸ τελείως ἀπρόσιτο. Ἂν ρωτήσει κάποιος τί εἶναι Θεός, αὐτὴ εἶναι μία ἀνόητη ἐρώτηση, δὲν ἔχει νόημα, γιατί Θεὸς εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ρωτήσουμε, νὰ ὁρίσουμε τί εἶναι: γιατί ὁ Θεὸς ἁπλὰ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ εἶναι. Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ρώτησε τὸ Θεὸ στὴ φλεγομένη βάτο, «ἀπὸ ποιὸν ἐγὼ θὰ πῶ ὅτι ἔχω τὴν ἐντολὴ αὐτή, ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου», ἐκεῖνος ἀπάντησε «ἐχγιὲ ἀσὲρ ἐχγιέ», ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἐγὼ εἶμαι», αὐτὸς ποὺ ἐγὼ εἶμαι. Αὐτὸ τὸ μετέφρασαν οἱ Ἑβδομήκοντα «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Αὐτὸ τὸ «ὁ ὤν», ποὺ σημαίνει ὁ ὑπάρχων, ἀποδίδει κατὰ κάποιον τρόπο τὸ Γιαχβὲ τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ εἶναι παλαιότερη μορφὴ τοῦ «ἐχγιέ». Τὸ Γιαχβὲ σημαίνει, λοιπόν, «ἐγὼ εἰμί». Ὅταν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο κυρίως, ὁ Χριστὸς ἀναφέρει τὶς λέξεις «ἐγὼ εἰμί», αὐτὸ τὸ «ἐγὼ εἰμὶ» εἶναι τὸ Γιαχβέ. Ὁ Ἰωάννης ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Γιαχβέ. Κάθε Εὐαγγελιστὴς ἔχει ἕναν εἰδικὸ θεολογικὸ σκοπό. Ὁ σκοπὸς τοῦ Ἰωάννη εἶναι αὐτός. Ὅσες φορὲς ὁ Χριστὸς εἶπε «ἐγὼ εἰμί», ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι ὁ Γιαχβέ, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»…

Ὁ Χριστὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Γιαχβέ, εἶναι ἐκεῖνος, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύφθη ὁ Γιαχβέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Γιαχβέ, ἐκεῖνος διὰ τοῦ ὁποίου πηγαίνει κανεὶς στὸν Γιαχβέ: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα»• «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» «ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Ἐὰν κανεὶς δὲν ξέρει, δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ὤν». Ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Τίνα ζητεῖτε»; Καὶ ὅταν αὐτοὶ εἶπαν «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον», ὁ Χριστὸς ἀπάντησε «ἐγὼ εἰμί». Ἀκούγοντας «ἐγὼ εἰμὶ» ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν πρηνεῖς, σὰν μία δύναμη νὰ τοὺς ἔσπρωξε, γιατί ἄκουσαν τὴ λέξη, τὴ φράση αὐτή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ. Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς «ἐγὼ εἰμί», τοὺς ἔλεγε ἐγὼ εἶμαι ὁ Γιαχβέ. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ οὐσία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοηθοῦμε, χρησιμοποιοῦμε δύο δρόμους. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἀποφατικός, δηλαδὴ ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνεξιχνίαστος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ εἶναι ὁ ἀποφατικὸς δρόμος. Λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, ἀναφής, ἀπρόσιτος, στὴν πραγματικότητα λέμε τί δὲν εἶναι. Λέμε τί εἶναι, λέγοντας τί δὲν εἶναι. Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὁ καταφατικός. Λέμε, ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος, ἤ, στὴν εὐχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, («Σὺ γὰρ εἰ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…»), «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν»· ἐδῶ μιλᾶμε καταφατικά. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ καταφατικὰ ποὺ λέμε γιὰ τὸν Θεό, πάλι δὲν λέμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ: λέμε τὰ περὶ τὸν Θεό, λέμε ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ· «ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀνεπλάσθη τὰ τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ὑπάρχουμε ἐν χρόνῳ, ὁ Θεὸς εἶναι ἀεὶ ὤν· ἐμεῖς ἀλλοιούμεθα, ὁ Θεὸς εἶναι ὡσαύτως ὤν. Αὐτὰ ὅλα, ἡ καταφατικὴ ὁδός, δὲν μᾶς λέει πάλι τί εἶναι ὁ Θεός.

Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ 6ο κεφάλαιο, ὁ Θεὸς ἀναφέρεται ὡς «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν» (πάλι ἀποφατικὸς δρόμος), «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Τὸ ἀναλύσαμε ἤδη. Ἀπρόσιτο φῶς, τὸ ὁποῖο «οὐδεὶς ἀνθρώπων εἶδεν ἢ ἰδεῖν δύναται» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ὅμως, «φῶς οἰκῶν». Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ καταφατικὸς δρόμος, συνδυασμένος ἐδῶ μὲ τὸν ἀποφατικό.


*****

Γιὰ νὰ προσεγγίσει τὴν ἔννοια τοῦ ἀπροσίτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὅλως ἄλλου, τοῦ ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικοῦ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ συλλάβουμε, ἡ κλασικὴ θεολογία, ἀκολουθοῦσα τὴ φιλοσοφία, κυρίως τὴν ἀριστοτελική, διακρίνει μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ. Βέβαια ὁ Ἀριστοτέλης δὲν εἶπε τίποτε περὶ τῆς ἐννοίας μεταφυσική, ἁπλῶς μετὰ τὰ Φυσικὰ ἔγραψε ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ὀνομάσαμε Μετὰ τὰ Φυσικά, ὅθεν τὰ Μεταφυσικά. Ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ μεταφυσικοῦ δὲν εἶναι κυρίως εἰπεῖν ὀρθόδοξη. Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη ὑπερφυσικό. Καὶ αὐτὸ τὸ λέμε πάλι γιὰ νὰ συνεννοηθοῦμε: ὑπὲρ τὴν φύσιν. Ἡ μόνη θεολογικὴ ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι ἡ διάκριση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπρόσιτος μὲν κατὰ τὴν οὐσία, προσιτὸς δὲ κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές του ἐπίσης ἄκτιστες, ἀλλὰ ὅμως προσιτές. Κτιστὸς εἶναι ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἄλλο ὑπάρχει ἐκτός τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλη διάκριση ποὺ γίνεται, εἶναι ἡ μεταξύ τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅμως τοποθετοῦνται οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή, ὁ Θεός. Συμφυρμὸς δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Οἱ δύο ἔννοιες, τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μὴ συμβατές, εἶναι δύο ἔννοιες ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν καμία ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ἡ συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἀποστάσεως μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος. Ἡ προσπάθεια γεφυρώσεως αὐτοῦ τοῦ ἄγχους γεννᾶ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις ποὺ ὀνομάζουμε θρησκεία. Ἡ θρησκεία δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ προσπαθεῖ νὰ γεφυρώσει τὴν ἀπόσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ καταλαβαίνουμε ὅτι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ ὑπὲρ-κόσμος. Ἕνα κάλυμμα σκεπάζει τὸν κόσμο καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ διαπεράσουμε τὸ κάλυμμα, νὰ δοῦμε ἀπὸ πάνω. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια λέγεται θρησκεία.

Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θρησκεία καὶ τὰ ὑποκατάστατα τῆς θρησκείας νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, νὰ φτάσει ψηλά. Ὑποκατάστατα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ οἱ ἰδεολογίες, αὐτὲς ποὺ τελειώνουν σὲ ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· ὅλα αὐτὰ εἶναι προσπάθειες νὰ γεφυρώσουμε τὸ χάσμα. Ἄλλος προσπαθεῖ νὰ φτάσει ἐπάνω μὲ μία ἰδεολογία, ἄλλος μὲ τὴν τέχνη, μὲ τὰ ταξίδια, μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, εἴτε αὐτὰ λέγονται χρῆμα, εἴτε δόξα, εἴτε ἡδονή, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑποκατάστατα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦμε νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας, τὸ ὑπαρξιακὸ κενό, τὸ ὑπαρξιακὸ χάος, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ νὰ φτάσουμε στὸν ὑπερκόσμο. Ἀκόμη ἔχουμε, χειρότερες μορφὲς ὑποκαταστάτων, τὰ ναρκωτικά, τὰ βαριά, ἢ καὶ πιὸ ἀθώα ναρκωτικά, ὅπως τὸ κάπνισμα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσυνείδητες ἀναζητήσεις μιᾶς χαμένης Ἐδέμ.

Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀνέβει ἐπάνω, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες τῆς θρησκείας ἢ τῶν ὑποκαταστάτων της, εἶναι ἀνίκανες νὰ λυτρώσουν τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀνίκανες νὰ μᾶς δείξουν τί βρίσκεται στὸν ὑπερκόσμο. Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, ὁ Ἐπάνω νὰ ἀνοίξει μία καταπακτή, νὰ ρίξει μία σκάλα, νὰ ἔρθει κάτω ὁ ἴδιος καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐπάνω. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτὸ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κατέβηκε κάτω, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» καὶ «ἡ θύρα», γι’ αὐτὸ καὶ λέμε στὴν Παναγία: «Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».

Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μίαν ἄλλην εἰκόνα, περπατᾶμε στὸ σκοτάδι, καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπουμε μπροστὰ μας τίποτα, ξαφνικὰ μία ἀστραπὴ μᾶς φωτίζει καὶ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Δὲν ἀνακαλύψαμε μόνοι μας ποῦ βαδίζουμε, αὐτὸ εἶναι ἀποκάλυψη. Κάποιος μοῦ ἀποκαλύπτει κάτι.

Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία. Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φτάσει μόνος, δι΄ ἰδίων δυνάμεων ἐκεῖ πάνω, πράγμα ἀδύνατο. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, εἶναι ἡ εἰσβολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ὁ Θεὸς ὁ ἄκτιστος ἔφτιαξε τὸν κτιστὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὁ κτιστὸς ἔπεσε διὰ τῆς ἁμαρτίας στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Βρίσκεται στὴν ταλαιπωρία, στὸ ἄγχος, καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὸν λυτρώσει. Γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς εἰσέβαλε στὸ χῶρο, στὴν ἱστορία, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἐν Χριστῷ μᾶς ἔσωσε. Ἄρα τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο χριστιανικὴ κοσμοθεωρία, ἢ χριστιανικὴ ἰδεολογία. Δὲν πιστεύουμε σὲ μία κοσμοθεωρία. Τὸ πρόβλημά μας δὲν λύνεται μὲ ἰδέες καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε. Σ’ αὐτὸν ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὴν κλίμακα, νὰ τοῦ δώσουμε τὸ χέρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω. Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ἀποκάλυψη.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως μία ἰδέα καὶ μία θεωρία, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ λένε, ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος, ἠθικὸς ἀναμορφωτής, κοινωνικὸς ἐργάτης. Ἂν ἦταν κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλίμονό μας. Ἡ σωτηρία μας θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ, ὁ Κομφούκιος εἶπε πολὺ ὡραῖα πράγματα, καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν εἶπε ἄσχημα πράγματα. Καὶ ὁ Μωϋσῆς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶπε ὡραῖα πράγματα, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι ὁ σωτήρας. Δὲν σώζουν οἱ ἠθικὲς διδασκαλίες, δὲν σωζόμαστε ἂν γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ ἕνας ἄθεος, βουδδιστής, ἰνδουϊστής, μπορεῖ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται κανεὶς ἂν ἀφήσει τὸ χέρι του νὰ τὸ πιάσει ὁ Χριστός, ὁ ἀποκαλυφθεὶς Θεός, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐπάνω. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸν Θεό. Σὲ θεὸ πιστεύουν ὅλες οἱ θρησκεῖες. Πρέπει νὰ πιστεύεις στὸν Χριστό. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύφθηκε• «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν», λέγει ὁ Φίλιππος (Ἰω. 14, 8). Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα»: διότι στὸ πρόσωπό μου βλέπει κανεὶς τὸν Πατέρα. Γι’ αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 4) «τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15).

Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.


*****

Ἡ κλασικὴ θεολογία διακρίνει μεταξὺ φυσικῆς καὶ ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη πραγματώνεται στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία καὶ στὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι στὴ θέα τοῦ κόσμου, «τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1, 20). Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη. Ὅμως ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Χρειάζεται καὶ ἡ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη. Χρησιμοποιοῦμε τὴ λέξη, ὅπως εἶπα, τῆς κλασικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοῶ τὴν πατερικὴ θεολογία, αὐτὴ ἡ διάκριση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής. Οἱ Πατέρες δὲν συμπαθοῦν αὐτὸν τὸν ὅρο. Περισσότερο χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες:

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Τὰ τρία πρόσωπα περιχωροῦνται καὶ εἶναι ἑνωμένα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ὁ Θεός, τὸ μόνο ὄντως μακάριο Ὄν, ὑπάρχει ὡς ἀγάπη. Ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θέλησε νὰ κρατήσει τὴ μακαριότητά του γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνοίγει, τρόπον τινά, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ καὶ δημιουργεῖ ἄλλα ὄντα γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του. Τὰ ὄντα αὐτὰ πρέπει, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μετάσχουν στὴν μακαριότητά του, νὰ εἶναι λογικὰ καὶ ἐλεύθερα. Ἂν ἦταν λογικά, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐλεύθερα, σκεφθεῖτε τὸ βάσανο ἑνὸς λογικοῦ ὄντος ποὺ εἶναι καταναγκασμένο νὰ κάνει κάτι. Ἐὰν ἦταν ἐλεύθερα, ἀλλὰ δὲν ἦταν λογικά, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὶς συνέπειες, ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἀφῆστε τα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἦταν καταστροφή. Αὐτὸ σημαίνει τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐπλάσθη καὶ «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσπάθειά του, δὲν θὰ μποροῦσε τὸ καλὸ νὰ εἶναι καλό. Τὸ καλὸ εἶναι καλό, γιατί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ κακὸ εἶναι κακό, γιατί πάλι ἐλεύθερα τὸ ἐπέλεξε ὁ ἄνθρωπος. Καλὸ καὶ κακὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.

Ἀνοίγει λοιπὸν ὁ Θεός, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, δημιουργεῖ τὴν κτίση γιὰ νὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο μέσα σ’ αὐτήν, καὶ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή.

Ἐδῶ θὰ κάνω μία παρένθεση. Ὅλο αὐτὸ τὸ σύμπαν ποὺ ὑπάρχει – ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου τὸ ἡλιακὸ σύστημα εἶναι ἕνα μέρος, ἕνας κόκκος, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ δισεκατομμύρια ἀστέρια τοῦ γαλαξία μας, καὶ ὑπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ναί, γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ σημερινοὶ φυσικοὶ καὶ οἱ ἀστρονόμοι δέχονται στὴν πλειοψηφία τους ὡς λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε τὸ σύμπαν τὴ λεγόμενη ἀνθρωπικὴ ἀρχή. Τὸ σύμπαν ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συντείνουν στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ τὸ τέρμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, ἂν θέλετε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λεγομένης μεγάλης ἐκρήξεως, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅλα κατατείνουν στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν… καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς• καὶ ἐγένετο φῶς… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός… Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…» (Γέν. 1, 1 κ. ἑ.). Αὐτὸ τὸ «καὶ εἶπεν» εἶναι μία ἀνθρωποπαθὴς ἔκφραση. Σημαίνει ὅτι διὰ τοῦ Λόγου του ἐποίησε τὰ πάντα, «τῷ λόγω τοῦ Κυρίου ἐστερεώθησαν οἱ οὐρανοί», «αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν». «Ὁ Πατὴρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύμαπ ποιεῖ τὰ πάντα». Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποκαλύψεως δηλαδή. Τὸ τέλος; «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. 1, 1-2). «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1, 18). Ἐκεῖνος. Δὲν χρειαζόμαστε ἄλλον. Δὲν χρειαζόμαστε δηλαδὴ γκουρού, τὸν τεκτονισμό, τὸν ἕνα ὁποιονδήποτε -ισμὸ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πληρότης. «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. 1,17). Ὁ νόμος ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἐγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετικὴ λέξη, μία διαφορετικὴ ἔννοια. Καὶ τὸ ἴδιο μᾶς λέγει πάλι ὁ Ἰωάννης: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1, 14). Τὸ ἴδιο ρῆμα. Τὸ ἐγένετο σημαίνει τὴν πραγματοποίηση, τὴν ὑλοποίηση, κάτι τὸ χειροπιαστό. Ὁ Λόγος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ «σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον «οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», ἀπεκαλύφθη διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ μεσίτης τῆς ἀποκαλύψεως.



Ἐδῶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς βαθμίδες ἀποκαλύψεως. Ἡ πρώτη εἶναι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνοίγει, ἐξέρχεται ἑαυτοῦ, δημιουργεῖ τὸν κόσμο («Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»)· στὴν δεύτερη ἔχουμε τὴν πλήρωση τῆς ἀποκαλύψεως («Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο»)· καὶ ἔχουμε καὶ μίαν τρίτη ἀποκάλυψη, ποὺ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, εἶναι ἡ μέλλουσα κρίση. Ἐκεῖ θὰ ἀποκαλυφθεῖ πάλι ὁ Θεός, ἀλλὰ θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς φῶς γιὰ τοὺς ἀξίους καὶ ὡς «πῦρ καταναλίσκον» γιὰ τοὺς ἀναξίους («Ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1,18).


*****

Τὸ περιεχόμενο λοιπὸν τῆς ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλυπτόμενος ἐν Υἱῷ, δηλαδὴ σὲ μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή, ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἑνώθηκε ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα.

Ποῦ βρίσκεται ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ποῦ φυλάσσεται, ποιὸς τὴν προσφέρει;

Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ, ἔζησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο. Συνεχίζει νὰ ζεῖ παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες ὡς Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος μὲ τὴ σταυρική του θυσία, καὶ τὴν ὁποία τρέφει καὶ συντηρεῖ μὲ τὸ αἷμα του διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτὸς ἔστειλε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ συνήγαγε στὸ ὄνομά του ὅλους ὅσοι πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν μεσσιανικὴ σύναξη, τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων, τὸν νέο Ἰσραήλ, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὴν θεία κοινωνία τῶν πιστῶν, λέει ὁ ἱερέας: «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονομιά του, διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία προσφέρεται καὶ ἡ ὁποία μόνον δομεῖ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία.

Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ μέλη ἐκείνους ποὺ μπολιάσθηκαν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τρέφονται ἀπὸ τοὺς ζωτικοὺς χυμοὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία: τρέφονται ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν, ἀπρόσιτο μέν, ἀλλὰ ἀποκαλυπτόμενο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Θεό.

Αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἡ Ἐκκλησία τὴν προσφέρει ὡς θεματοφύλαξ της μὲ δύο τρόπους:

α) ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Παίρνοντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ παίρνουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀποκαλυφθέντα Θεὸ ποὺ κατέβηκε κάτω στὴ γῆ·

β) ὡς κήρυγμα, ὡς προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Τὴν μὲν πρώτη μορφὴ τῆς ἀποκαλύψεως τὴν παίρνουμε διὰ τοῦ στόματος, τὴ δεύτερη διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς· βρώση καὶ ἀκοή. Αὐτὰ συμβολίζουν καὶ οἱ δύο Εἴσοδοι ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, Μικρὰ καὶ Μεγάλη. Στὴ Μικρὰ Εἴσοδο ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας κρατεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο λιτανεύει διὰ μέσου τῶν πιστῶν – ὅλοι, ὅλος ὁ λαὸς μετέχει σ’ αὐτὸ – καὶ λέει: «Σοφία»: αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ Σοφία· «ὁ Χριστὸς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 1, 30). Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ ποὺ κρατῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία. «Ὀρθοὶ» λοιπόν. Καὶ ψάλλεται κατόπιν: «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ…», δηλαδὴ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐναποτίθεται τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὴ συνέχεια διὰ τῆς ἀναγνώσεως καὶ τοῦ κηρύγματος γίνεται ὁ ἀποκαλυφθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ προσιτὸς σὲ μᾶς διὰ τῶν ὤτων, τῆς ἀκοῆς.

Στὴ Μεγάλη Εἴσοδο παίρνει ὁ διάκονος ἢ ὁ ἱερέας τὰ Τίμια Δῶρα ποὺ δὲν ἔχουν μεταβληθεῖ ἀκόμη σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἔχουν ὅμως προετοιμασθεῖ στὴν Προσκομιδή, καὶ ἐν λιτανείᾳ λέει πάλι: «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. Ὅλη αὐτὴ ἡ λιτανεία συμβολίζει τὴν πορεία πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία ἀνοίχθηκε μὲ τὴν πόρτα τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» στὴν ἀρχὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀνοίγουμε μὲ τὴ Λειτουργία τὶς πύλες: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα» (Ἰω. 10, 7.9), ἐλᾶτε νὰ μπεῖτε δι’ ἐμοῦ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι στὴ θέση τοῦ τρίτου Ἀντιφώνου, στὸ σημεῖο ποὺ σήμερα ψάλλουμε γιὰ λόγους συντομίας τὸ Ἀπολυτίκιο, κανονικὰ ψάλλονται οἱ Μακαρισμοί, στοὺς ὁποίους ἀναλύεται πὼς ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου καὶ πὼς ὁ ληστὴς «παρεβίασε» τὶς πύλες του μὲ τὸ «μνήσθητί μου». Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα λοιπὸν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται μὲ τὶς δύο αὐτὲς πομπές, λιτανεῖες, εἰσόδους, ποὺ εἶναι ἕνα νόμισμα μὲ δύο πλευρές. Δὲ μποροῦμε νὰ τὶς χωρίσουμε. Δὲ μποροῦσε νὰ κάνουμε Θεία Εὐχαριστία χωρὶς ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, οὔτε ἀνάγνωση Εὐαγγελίου χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο πόλοι, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὅλη ἡ Θεία Λειτουργία καὶ συνεπῶς ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας. Ἄρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι κηρυσσομένη καὶ βιουμένη, κηρυγματικὴ καὶ βιωματική. Πρῶτα κηρύσσεται καὶ ὕστερα βιοῦται. Πρῶτα διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μετὰ κοινωνοῦμε. Πῶς θὰ σωθοῦν, ἂν δὲν πιστέψουν; καὶ πῶς θὰ πιστέψουν, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἂν δὲν ἀκούσουν; καὶ πῶς θὰ ἀκούσουν ἂν κάποιος δὲν τοὺς κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Ἀπόστολος, Εὐαγγέλιο, καὶ μετὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Πρὶν ὅμως, ὁμολογοῦμε τί πιστεύουμε. Αὐτὰ ὅλα εἶναι μὲ σοφία, θεόπνευστα βαλμένα ἔτσι. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρόσληψη τοῦ ἀποκαλυφθέντος Χριστοῦ, ἄρα ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ σωτηρίας. Πρὶν ἀπὸ τὴ βίωση πρέπει νὰ πιστέψουμε. Σ’ αὐτὸ συντελεῖ ἡ Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ κηρυσσομένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, προϋπόθεση γιὰ τὴν βιουμένη. Κηρυσσομένη καὶ βιουμένη ἀποτελοῦν μίαν ἑνότητα, ὅπως ἡ Θεία Λειτουργία. Δὲν χωρίζονται, γιατί καὶ τὰ δύο οἰκοδομοῦν, συντηροῦν, τρέφουν καὶ αὐξάνουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μόνον στὴν Ἐκκλησία ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, μόνον ἐκεῖ βιώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεό.


******

Ἕνα λάθος πολλῶν ποὺ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὅτι βλέπουν σὲ αὐτὴν ἁπλῶς ἕνα ἠθικὸ μήνυμα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς εὐσέβειας. Δὲν εἶναι βιβλίο προσωπικῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζεται, παραλαμβάνεται καὶ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀκόμη καὶ ὁ ψάλτης, ποὺ εἶναι κατώτερος κληρικός, καὶ αὐτὸς παραλαμβάνει τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ἐπιστρέφει· αὐτὴ εἶναι μία συμβολικὴ κίνηση, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας. Βιβλίο βεβαίως ποὺ οἰκοδομεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ πρωτίστως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ὁ ἄνθρωπος οἰκοδομηθεῖ μόνος του, αὐτόνομα, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν κάνει τίποτα. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴ Γραφὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Γραφὴ εἶναι ἕνα ξεριζωμένο δένδρο καὶ δὲν μᾶς χρειάζεται σὲ τίποτε.

Ποιὸς μᾶς λέει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη περιέχεται στὴν Ἁγία Γραφή; Μᾶς τὸ λέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς παραδόσεως. Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παλιὰ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔλεγαν ὅτι, δύο εἶναι οἱ πηγὲς τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοσις. Αὐτὸ τὸ ἀντιγράψαμε ἀπὸ ἐγχειρίδια Δογματικῆς τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ θέλησαν νὰ ἀπαντήσουν στὸ Λούθηρο, ποὺ ὑποστήριζε τὸ sola scriptura, μόνον ἡ Γραφή.

Δὲν κυριολεκτοῦμε ὅταν λέμε γιὰ τὴν παράδοση, ὅτι εἶναι πηγὴ τῆς πίστεώς μας. Ὡς παράδοση ἐννοοῦμε τὴν πράξη τοῦ παραδίδειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παραδώσω, τὸ παρέλαβα ἀπὸ κάπου. Τὴν παράδοση παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Πατέρες κ.ο.κ., γιὰ νὰ φθάσουμε μέχρι τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολοι τὴν παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αὐτὸ λέγεται ἀποστολικὴ παράδοση καὶ παρεδόθη ὄχι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία μας ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἄρα παράδοση εἶναι, πρῶτα ἡ πράξη τοῦ παραλαμβάνειν καὶ παραδίδειν, καὶ ὕστερα αὐτὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ τί παραλαμβάνουμε καὶ παραδίδουμε.

Τὸ περιεχόμενο τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ πίστη μας ποὺ κατεγράφη στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι μέρος τῆς παραδόσεως. Τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφτηκε περὶ τὸ 50 (πρόκειται γιὰ τὴν Α΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή), τὰ τελευταῖα βιβλία (κατὰ Ἰωάννην, Ἀποκάλυψη) γύρω στὸ 100. Στὸ μεταξὺ διάστημα τῶν 50 ἐτῶν δὲν εἴχαμε πλήρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ἤ, ἂν θέλετε, πρὸ τοῦ 50 δὲν εἴχαμε κἄν Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ παράδοση καὶ ἡ πίστη. Ἄρα ἡ παράδοση εἶναι κάτι τὸ ζωντανό, κάτι ποὺ περιέχει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Γραφὴ εἶναι ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ παράδοση εἶναι ἡ ἄγραφη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄγραφο βιβλίο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι παράδοση τύπων, ἰδεῶν, δογματικῶν ἀπόψεων, παράδοση ἠθῶν ἢ ἐθίμων εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι, εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἱδρυτή της καὶ τὰ πρῶτα βήματά της, εἶναι ἡ καταγραφὴ τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε «κατὰ τὰς Γραφάς». Εἶναι θεόπνευστη, γιατί ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη. Ἔτσι στὸ sola scriptura ἢ στὸ sola fide τοῦ Λουθήρου θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεῖς sola ecclesia. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν πίστη, τὴ Γραφή. Ἔτσι Γραφή, παράδοση καὶ Ἐκκλησία περιχωροῦνται, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν χωρίζονται, τὸ ἕνα περιέχεται στὸ ἄλλο, τὸ ἕνα μαρτυρεῖται, ζωοποιεῖται, ἑρμηνεύεται καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ ζεῖ μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀποκαλύπτουσα τὸν ἀπρόσιτο Θεό. Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες εἶναι τὰ στόματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν Γραφὴ ἐφάπαξ ἡ Ἐκκλησία ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοὺς Πατέρες ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τὴν ἐμπειρία της ὡς πρὸς τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.

Τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία μας τὸ λεγόμενο «Συνοδικόν», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει ἄριστα ὅσα εἴπαμε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀπροσίτου Θεοῦ ποὺ διαφυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία:

«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον [πρβλ. Παλαιὰ Διαθήκη], οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν [πρβλ. Καινὴ Διαθήκη], ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν [πρβλ. Ἱερὰ Παράδοση], οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι], ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν».


*****

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαδρομὴ στὸ μυστήριο τοῦ ἀπροσίτου πλὴν ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, μποροῦμε νὰ κλείσουμε τὴν εἰσήγησή μας συνοψίζοντας ἐν εἴδει συμπεράσματος τὰ λεχθέντα:

Ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς ἀπεκαλύφθη ὅταν «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἡ πληρότης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν», εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰώνας» (ἱ. Αὐγουστίνος). Συνεπῶς: στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται διὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ζεῖ, φυλάσσεται καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὁ ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεὶς ἀπρόσιτος Θεός. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πιστὸς ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς καὶ θύρα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὸν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθέντα ἀπρόσιτο Θεό. Ἀκολουθώντας αὐτὴν τὴν ὁδό, περνώντας ἀπὸ αὐτὴν τὴν θύρα, ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, παύει νὰ εἶναι ἀπρόσιτος καὶ εἶναι πλέον πατέρας.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης o Τραπεζούντιος

Μαρτύρησε στο Ασπρόκαστρο στις 12 Ιουνίου 1492
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και ήταν έμπορος. Κάποτε φόρτωσε σ’ ένα καράβι πολλή πραμάτεια για να εμπορευθεί σ’ άλλες πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Ο λατίνος καπετάνιος βλέποντας τον συνειδητό Χριστιανό, να προσεύχεται, δηλαδή, να νηστεύει, να κάνει ελεημοσύνες, άρχισε να τον ενοχλεί για θέματα πίστεως. Σ’ όλο το ταξίδι φιλονικούσαν. Ό Άγιος γνώριζε την Αγία Γραφή, ήταν καταρτισμένος σε θέματα της Εκκλησίας και αποστόμωνε τον καπετάνιο με αποτέλεσμα εκείνος να τον φθονήσει. Κάποια μέρα άραξαν στο Ασπρόκαστρο, πόλη του Εύξεινου Πόντου, αρχαία ελληνική αποικία με το όνομα Τύρα, νότια της Οδησσού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Δνείστερου.
Το μαρτύριο του Αγίου Ιωάννη του Νέου. Τοιχογραφία στο καθολικό της Μονής Αγίου Γρηγορίου Σουτσεάβα.
Βρισκόταν στην κυριαρχία των Τούρκων από το 1484 μέχρι το 1812.
Πήγε λοιπόν ο καπετάνιος στον πασά και του είπε πως στο καράβι μου είναι ένας χριστιανός από την Τραπεζούντα, που αποφάσισε να γίνει μουσουλμάνος και ορκίστηκε μάλιστα. Αν καταφέρεις να τον κερδίσεις θα είναι πολύ σημαντικό για σένα διότι είναι πολύ προικισμένος άνθρωπος και από τους πρώτους της Τραπεζούντας. Αμέσως τότε ο πασάς διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Άκουσα, του λέει, πως αποφάσισες να έλθεις στην πίστη μας, έλα λοιπόν στη λαμπρή και δοξασμένη θρησκεία μας και έχεις ν’ απολαύσεις τιμές, αξιώματα και πλούτη.
Ο Άγιος μόλις τ’ άκουσε σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και είπε με δυνατή φωνή : μη γένοιτο, Κύριέ μου, να σ’ αρνηθώ ποτέ, εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω ν αποθάνω. Ούτε τα πλούτη σας θέλω, ούτε Τούρκος γίνομαι αλλά πιστεύω στον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό. Ο πασάς θύμωσε και άρχισε να βλαστημάει τον Χριστό και για να τον φοβίσει έφερε μπροστά του όλα τα βασανιστήρια όργανα. Τα βλέπεις, του λέει, αν δεν έλθεις στην θρησκεία μας θα σε βασανίσω και θα πεθάνεις με φρικτό θάνατο. Ο Άγιος ομολόγησε για δεύτερη φορά τον Χριστό, οπότε άρχισαν να τον δέρνουν αλύπητα με χοντρά ραβδιά με ρόζους, τόσο που οι σάρκες του πετιούνταν κομμάτια και ο τόπος κοκκίνιζε από το αίμα του. Ο Άγιος μάρτυρας υπέμενε με γενναιότητα το μαρτύριο και ευχαριστούσε τον Θεό γιατί αξιωνόταν να πάσχει για χάρη Του. Κατόπιν τον έκλεισαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα οδηγήθηκε πάλι στον πασά. Το πρόσωπό του ήταν λαμπρό και χαρούμενο τόσο που ο πασάς απορούσε. Βλέπεις, του λέει, λίγο έλειψε να χάσεις τη ζωή σου, μη στεναχωριέσαι θεραπεύεσαι όμως, αν μ’ ακούσεις βέβαια. Εμένα, του απάντησε ο Άγιος, δεν μ’ ενδιαφέρει το φθαρτό μου σώμα, άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει, πώς θα υπομείνω με τη δύναμη του Χριστού μου όλα τα βασανιστήρια μέχρι τέλους. Ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται, λέει ο Χριστός. Αν επινόησες τίποτε καινούργια βάσανα κάνε μου, γιατί εκείνα που μου έκανες δεν μου φάνηκαν τίποτα. Ο τύραννος θύμωσε και διέταξε να τον δείρουν πάλι. Τόσο τον έδειραν, ώστε έπεσαν οι σάρκες του και φάνηκαν τα εντόσθιά του. Ακόμα κι οι παριστάμενοι Τούρκοι αγανάκτησαν για τη μεγάλη σκληρότητα του πασά. Εκείνος όμως αντί να καμφθεί διέταξε να τον δέσουν στην ουρά ενός άγριου αλόγου και να τον σέρνουν σ’ όλο το κάστρο. Περνώντας από τις γειτονιές των Εβραίων βγήκαν έξω εκείνοι και τον χτυπούσαν και του πετούσαν ό, τι έβρισκαν. Τελικά ένας από τους Εβραίους αρπάζοντας ένα σπαθί του έκοψε την κεφαλή.
Τότε ένας στρατιώτης έλυσε το Άγιο λείψανο από το άλογο και το άφησε εκεί που τον θανάτωσαν. Κανένας χριστιανός δεν τολμούσε να πλησιάσει να τον πάρει για ταφή. Τη νύχτα στήλη φωτός απ’ τον ουρανό κατέβαινε στον μάρτυρα, γύρω φαίνονταν πολλές λαμπάδες αναμμένες και τρεις λευκοφόροι άνδρες έψαλλαν ύμνους. Κάποιος Εβραίος που κατοικούσε εκεί νομίζοντας πως πήγαν οι ιερείς των χριστιανών για να τον θάψουν άρπαξε το τόξο του και ετοιμάστηκε να τους τοξεύσει. Τότε το ένα του χέρι κόλλησε στο τόξο, το άλλος στο βέλος και έμεινε εκεί δεμένος μέχρι το πρωί. Όταν το έμαθε ο πασάς φοβήθηκε και έδωσε άδεια να ταφεί. Πήγαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια. Μετά από λίγες μέρες ο καπετάνιος που τον συκοφάντησε μετάνιωσε και πήγε τη νύχτα με ανθρώπους του κρυφά να πάρει το Άγιο λείψανο. Οπότε ο Άγιος εμφανίστηκε στον εφημέριο του ναού και του λέει : σήκω γρήγορα και πήγαινε στην εκκλησία γιατί ήρθαν να με κλέψουν. Αμέσως ο ιερέας μαζί με άλλους χριστιανούς έτρεξαν και έδιωξαν τον καπετάνιο. Το δε Άγιο λείψανο το τοποθέτησαν μέσα στο Άγιο Βήμα του ναού, πλησίον της αγίας Τραπέζης και έμεινε εκεί εβδομήντα χρόνους κάνοντας διάφορα θαύματα. Αργότερα μεταφέρθηκε στην πόλη Σιοτζάβα της Ρουμανίας, στον ναό της Μητροπόλεως, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα και είναι μετά την Αγ. Παρασκευή την Επιβατηνή ο περισσότερο τιμώμενος Άγιος στη Ρουμανία..

Ετοιμαστείτε! Πληροφορία ΣΟΚ από το Άγιο Όρος: Ο π.Μακάριος Αγιαννανίτης λέει...


ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΘΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΤΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΑΤΟΪΚΟΥΣ

Η φωτιά που άναψε στα Βαλκάνια θα επεκταθεί . Η σημερινή ρωσική ηγεσία θα ανατραπεί και οι Ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων θα συγκρουστούν με τους Νατοϊκούς στο έδαφος της


Τουρκίας, η οποία θα εξαφανιστεί από τον χάρτη . Η Κύπρος θα δεχθεί προσωρινό ράπισμα από τους Τούρκους . Μέσα όμως από την Γενική Σύρραξη θα ξαναγεννηθεί το «Βυζάντιο».

Τα πάντα διοικούνται από τον Θεό Λόγο , δεν τα διοικούν οι Αμερικανοί , ούτε οι Εβραίοι … Αυτοί επικρατούν μια φορά , διότι το επιτρέπει ο Θεός για να παιδεύει τους δικούς του .

Ο παλαιός Ισραήλ , οι παλαιοί ευσεβείς , που ήταν Εβραίοι , εκπαιδεύτηκαν επτάκις . Και εβδομήκοντα χρόνια ήσαν αιχμάλωτοι στους Χαλδαίους (τους σημερινούς Πέρσες).

Μόλις τελείωσε ο κανόνας τους επανήλθαν . Ήταν μια παιδεία , ένα ράπισμα για να τους ξυπνήσει ο Θεός . Αυτοί , οι Εβραίοι , ήταν ο παλαιός Ισραήλ .

Σήμερα ο νέος Ισραήλ είμεθα εμείς . Η δική μας παιδεία όμως είναι εβδομηκοντάκις επτά και όχι επτάκις , διότι εμείς είχαμε τη γνώση .Το εβδομηκοντάκις επτά , που είναι η αιχμαλωσία μας (1453 Άλωση Κων/πόλεως ) από το Ισλάμ , τώρα ακριβώς τελειώνει . Αυτός ήταν ο κανόνας του Θεού για τις αμαρτίες μας .

Ένα παρόμοιο είχε γίνει με τον ρωσικό λαό . Πριν 50 χρόνια μαζί με τον γέροντα μου, τον Ιωσήφ τον Έγκλειστο, συναντήσαμε ένα Ρώσο μοναχό , γέροντα . Για να τον ενισχύσουμε για τα δεινά του ρωσικού λαού και την δοκιμασία των πιστών από τον κομμουνισμό , θελήσαμε να του δώσουμε θάρρος , λέγοντας του λόγια παρηγοριάς . Αυτός όμως λέει : «Δεν είναι τίποτα , κανόνας είναι που θα κρατήσει εβδομήντα χρόνια». Εσύ πως το ξέρεις ; ρωτήσαμε . Και η απάντηση του : «Το 1917 , όταν επεκράτησε ο κομμουνισμός , ο Χριστιανισμός εκηρύχθει εκτός νόμου , και όποιος σκότωνε Χριστιανούς ήταν ήρωας . Οι χριστιανοί πανικοβλήθηκαν και οι μεν πλούσιοι εδραπέτευσαν προς την Ευρώπη , οι δε άλλοι έτρεχαν στους ναούς, ελπίζοντας ότι ο Θεός θα κάμει θαύμα για να τους σώσει .Σε ένα μεγάλο ναό , των Αγίων Αποστόλων , μπήκαν πέντε περίπου χιλιάδες Χριστιανοί.

Οι μπολσεβίκοι όταν τους βρήκαν έβαλαν φωτιά στο ναό . Ένας από τους χριστιανούς δεν πέθανε . Είχε κατορθώσει να ανέβει ψηλά στους τρούλους και έμενε δίπλα από ένα παράθυρο και ανέπνεε . Αυτός λοιπόν μου είπε , ότι όταν ήρθε η ώρα που άρχισε ο κόσμος να πεθαίνει , κλαίγανε και φωνάζανε , παρουσιάστηκαν οι Δώδεκα Απόστολοι και τους είπαν ότι δεν μπορούν να βοηθήσουν , διότι δεν το επιτρέπει ο Θεός . Είναι κανόνας για τις αμαρτίες μας που θα κρατήσει 70 χρόνια ».

Αυτά μας είπε ο Ρώσος μοναχός 50 χρόνια πριν . Το διάστημα που διέρρευσε από τότε , είχα σχεδόν ξεχάσει τα λόγια του . Όταν όμως έπεσε ο χάρτινος πύργος του «ανατολικού ευδαιμονισμού » , τότε το θυμήθηκα . Κάθισα και μέτρησα και είδα ότι ήταν ακριβώς εβδομήντα χρόνια . Τώρα και ο δικός μας κανόνας των εβδομηκοντάκις επτά τελειώνει και θα επανέλθουν . Τώρα ο πνευματικός νόμος θα εφαρμοσθεί πολυτρόπως .

Πρώτα θα παιδεύσει ο Θεός τους μεγάλους εχθρούς της Ορθοδοξίας , που είναι ο Ισλαμισμός και ο Καθολικισμός . Αυτοί που αμείλικτα χτυπούν την Ορθοδοξία, τώρα θα εκλείψουν . Ακόμα και αυτοί που κατέστρεψαν τον Βυζαντινό Πολιτισμό δεν είναι οι Τούρκοι που τον κατέστρεψαν, είναι οι σταυροφόροι , οι Ευρωπαίοι , οι καθολικοί που ενίσχυσαν τους Τούρκους για να καταστρέψουν το Βυζάντιο .Τους απογόνους τους , λοιπόν , θα τους μαζέψει ο Θεός εκεί μέσα και θα σφαγούν εκεί . Εσείς είστε νεότεροι και θα το δείτε , αφού θα είστε εν τη ζωή . Τώρα θα γίνει η Μεγάλη Σύρραξη , ο Αρμαγεδών . Αυτό που τώρα ξεκίνησε στα Βαλκάνια δεν θα σταματήσει .

Εκείνος που θα το εμποδίζει να απλωθεί είναι η διαιρεμένη ρώσικη ηγεσία η οποία πλευρίζει τους Αμερικανούς . Όμως ο ρωσικός λαός θα τους ρίξει και οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων θα προελάσουν .

Οι Ρώσοι θέλουν τώρα να βγουν στη Μεσόγειο . Αυτό θα είναι το ελατήριο. Όμως δεν θα είναι αυτή η πραγματική αλήθεια . Η αλήθεια είναι ότι ο Θεός τους προσκαλεί ως όργανα Του . Κατεβαίνοντας αυτοί θα σβήσουν και θα αφανίσουν την τούρκικη λαίλαπα μέσα σε μια εβδομάδα . Κι όταν κατέβουν οι φίλοι της Τουρκίας (οι απόγονοι δηλαδή των σταυροφόρων) το ΝΑΤΟ , για να τη σώσουν , τότε εκεί θα γίνει , η μεγάλη Σύρραξη και θα σφαγούν .

Η Κύπρος θα δεχτεί ράπισμα από τους Τούρκους (γιατί τώρα είναι ανέγγιχτη), αλλά θα είναι προσωρινό. Η Τουρκία θα σβήσει , αλλά δεν θα υπάρχει ούτε μια σελίδα στην παγκόσμια ιστορία που να φέρνει στη μνήμη ότι υπήρξε αυτή η καταραμένη φυλή .

Αγαπώ πολύ την πατρίδα μου και λυπούμαι πολύ που σήμερα τα Ελληνόπουλα ντρέπονται να πουν πως είναι Έλληνες . Η λέξη «Έλληνας» δεν αποδίδει φυλετισμό . Η λέξη «Έλληνας » αποτελεί φυλετισμό για κάθε άλλον πλην των Ελλήνων . Τώρα όμως δεν είμεθα Έλληνες , είμεθα Ρωμαίοι , είμεθα Βυζαντινοί , είμεθα Θεανθρωπιστές . Ανεβήκαμε πιο ψηλά .

Είναι κρίμα , γιατί σήμερα κατόρθωσε ο διάβολος κι αιχμαλώτισε τις ηγεσίες. Κλαίω την Ελλάδα . Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο σήμερα . Η Ελλάδα για να σωθεί , πρέπει όλοι οι ηγέτες της όπου και αν βρίσκονται , να πάνε εξορία .Να φύγουν , γιατί παρόντες μολύνουν .

Σήμερα πουλήθηκαν όλα . Έχει κατορθώσει ο «Διεθνής Σιωνισμός » με τα προγράμματα που κάνει εδώ και 180 χρόνια , να εφαρμόσει σήμερα τα σχέδια του .

Σήμερα όμως που όλοι γονατίσαμε και δεν υπάρχει ελπίς , θα επέμβει ο Θεός των πατέρων μας για τα αίματα των Μαρτύρων μας και τα λείψανα των Αγίων μας. Το αίμα το Ελληνικό που χύθηκε για την Ορθοδοξία , εάν ενωθεί σήμερα θα γίνει πλωτό ποτάμι , να πνίξει τους κανίβαλους που λέγονται «μεγάλοι».

Όταν έγινε η πρώτη διάσπαση του ατόμου και κατασκευάστηκε η ατομική βόμβα , άκουσα ο ίδιος τον Αϊζενχάουερ να δηλώνει : «Σήμερα ευρισκόμεθα στα προπύλαια της ελληνικής μαθηματικής » .Είπε την αλήθεια ο κανίβαλος !

Όσο για την κατάσταση στην πρώην Γιουγκοσλαβία , αυτή είναι προϊόν του Βατικανού .Είναι οι «ευλογίες » του Πάπα , του «μεγάλου χριστιανού» . Τα νοήματα όλων αυτών συλλαμβάνει ο διεθνής σιωνισμός , το διεθνές χρηματιστήριο που ονομάζεται Αμερική . Αμερική δεν υπάρχει . Οι σιωνιστές είναι η Αμερική .Αυτοί λοιπόν αφού λάβουν τα μηνύματα τα σατανικά , το προωθούν στο Βατικανό , αυτό τα μετατρέπει σε σχέδια και στην συνέχεια καλεί το Ισλάμ να τα εφαρμόσει. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργούν σήμερα τα σατανικά σχέδια . Αυτοί κατόρθωσαν και αιχμαλώτισαν τους ηγέτες μας .

Οι ελπίδες μας είναι μόνο στον Θεό . Κι εσείς να ζείτε χριστιανικά , γιατί σας λέω υπεύθυνα –και θα το δείτε- ότι δεν έχουμε μέρες . Αυτό που ανάβει τώρα στα Βαλκάνια θα συνεχιστεί . Αυτό θα είναι η αφετηρία μέσω της οποίας ο Θεός , με το δικό Του τρόπο , θα ελευθερώσει τους χριστιανούς και θα τους υψώσει πάλι στην γραμμή τους . Και θα επανέλθει το Βυζάντιο. Και ξέρετε γιατί ; Διότι οι Ευρωπαίοι λαοί θα ξαναενωθούν . Ποιος θα τους καθοδηγεί ; Δεν κρατάει κανείς . Μόνο εμείς κρατάμε την Ορθόδοξη πίστη.

¨Λόγοι χάριτος και Σοφίας¨ από τον Αγιορείτη π. Μακάριο Αγιαννανίτη.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...