Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2015

Το Ευαγγέλιο της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος




Ματθ. 17,1Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν·
Ματθ. 17,1Επειτα δε από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον αδελφόν αυτού Ιωάννην και ανέβηκε με αυτούς μόνον εις υψηλόν όρος.
 
Ματθ. 17,2καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς.
Ματθ. 17,2Και μετεμορφώθη εμπρός εις αυτούς, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού όπως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά όπως το φως.
 
Ματθ. 17,3καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες.
Ματθ. 17,3Και ιδού, εφάνησαν εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνωμιλούσαν μαζή του.
 
Ματθ. 17,4ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ματθ. 17,4(Συνεπαρμένος ο Πετρος από το μεγαλειώδες εκείνο θέαμα έλαβε τον λόγον και είπεν στον Ιησούν)· “Κυριε καλά είναι να μείνωμεν ημείς εδώ· εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, μίαν για σένα, μίαν για τον Μωϋσέα και μίαν για τον Ηλίαν”.
 
Ματθ. 17,5ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε·
Ματθ. 17,5Ενώ δε ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ολόφωτος νεφέλη εσκίασεν αυτούς και ιδού ακούσθηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγεν· “αυτός είναι ο μονογενής υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον δια την απόλυτον αυτού αναμαρτησίαν και αγιότητα έχω ευαρεστηθή. Εις αυτόν να υπακούετε”.
 
Ματθ. 17,6καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.
Ματθ. 17,6Οταν οι μαθηταί ήκουσαν αυτήν την φωνήν έπεσαν στο χώμα πρηνείς και εφοβήθησαν πάρα πολύ.
 
Ματθ. 17,7καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε.
Ματθ. 17,7Προσήλθεν όμως ο Ιησούς, τους ήγγισε και είπε· “σηκωθήτε, μη φοβείσθε”.
 
Ματθ. 17,8ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον.
Ματθ. 17,8Υψωσαν εκείνοι τα μάτια των και δε είδαν κανένα παρά μόνον τον Ιησούν. (Και τότε ενόησαν καλύτερα ότι περί αυτού έγινε η φωνή εκείνη του Θεού από την νεφέλην).
 
Ματθ. 17,9καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ.
Ματθ. 17,9Και όταν κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν εις αυτούς εντολήν ο Ιησούς και τους είπε· “να μη πήτε εις κανένα αυτό το όραμα, έως ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών”

Η ΕΝΔΟΞΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΠΕΡΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΧΑΡΙΤΟΣ



images (1)                                                                                               Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
                 Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
Η Περιώνυμος Δεσποτική εορτή της ενδόξου Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού αποτελεί ιδιαίτερη αγιοπνευματική και μεταμορφωτική ευκαιρία και εμπειρία για τους «εις Χριστόν πιστεύοντας» μέσα στον εορτολογικό και λατρευτικό αμπελώνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η πανευφρόσυνη αυτή εορτή έχει βαθύτατο σωτηρολογικό, οντολογικό, δηλαδή υπαρξιακό, και εσχατολογικό περιεχόμενο για τη σύνολη ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου εν τη Εκκλησία και παράλληλα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την περί του Ακτίστου Φωτός και της Ακτίστου Χάριτος διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Θεσπέσιων Θεοφόρων Πατέρων και Θεολόγων αυτής, όπως είναι ο κατεξοχήν θεοκίνητος Θεολόγος, ερμηνευτής, συγγραφεύς και κυρίως θεμελιωτής και εκφραστής της του Θαβωρίου ακτίστου φωτός διδασκαλίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τον οποίο προσφυέστατα ο αοίδιμος μεγάλος πανεπιστημιακός Διδάσκαλος της Ορθοδόξου Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήσου εχαρακτήρισε ως τον «Κήρυκα της Χάριτος και του Φωτός».
 Το θαυμαστό γεγονός της ενδόξου Μεταμορφώσεως του Κυρίου περιγράφεται από τους τρεις «συνοπτικούς» Ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και σύμφωνα με τις αγιογραφικές αναφορές τοποθετείται κατά το τριακοστό τρίτο και τελευταίο έτος του επί γης βίου του Κυρίου και στο πλαίσιο μιας περιοδείας του στα μέρη της Καισαρείας Φιλίππου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος άρχισε να προετοιμάζει πιο άμεσα τους μαθητές του για το επικείμενο πάθος του, προκειμένου να τους επιστηρίξει πνευματικά και να τους θωρακίσει.
 Λίγες μέρες προ του σταυρικού πάθους του ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη ανέρχεται στο Θαβώριο όρος όπου «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως… ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα• ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα• αυτού ακούετε…» (Μθ 17, 1-9). Αυτή η επέκεινα της φθαρτής και πεπερασμένης φυσικής νομοτέλειας υπερβατική μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού εκφράζεται και στη συναφή θεόπνευστη υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην οποία ο Κύριος έδειξε «τοις μαθηταίς την δόξαν καθώς ηδύναντο». Εύστοχα ο πανεπιστημιακός Διδάσκαλος Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Τζέρπος γράφει: «Τα κυριώτερα δε θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφονται οι ύμνοι της εορτής είναι τα εξής: α) η αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, όπως αυτή περιγράφεται ιδιαίτερα στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Φως αναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός αγεννήτου εν τω φανέντι φωτί σου σήμερον εν Θαβωρίω, φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το πνεύμα, φωταγωγούν πάσαν κτίσιν», β) η ενότητα της Θείας Αποκαλύψεως στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αφού η Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίζεται προτυπούμενη στις Θεοφάνειες του Όρους Σινά και Χωρείβ, γ) η Μεταμόρφωση του Κυρίου ως προετοιμασία των μαθητών για το πάθος «ίνα θεωρήσαντες τα θαυμάσιά» του, «μη δειλιάσουσι τα παθήματά» του, δ) η με βάση τη χριστολογία της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου διδασκαλία περί της διαμέσου «θεολαμπούσης σαρκός του Κυρίου» φανέρωση της θείας φύσεώς του… ε) η αποκάλυψη της διαμέσου της θείας ενανθρωπήσεως δημιουργηθείσας νέας οντολογικής και σωτηριολογικής καταστάσεως, αφού με τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός έδειξε «το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος», το οποίο «θεασάμενοι των αποστόλων οι πρόκριτοι», «την θείαν ηλλοιώθησαν έκστασιν», και στ) η προεικόνιση της «εκ των βροτών εναλλαγής» δηλαδή, της αλλαγής την οποία θα υποστούν τα ανθρώπινα σώματα κατά τη δεύτερη ένδοξη παρουσία του Κυρίου».
 Ιστορικό της καθιερώσεως της γιορτής
 Η καθιέρωση της μεγίστης αυτής Δεσποτικής εορτής άρχισε να καθιερώνεται σταδιακά στην εορτολογική και λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μετά τον 4ο αιώνα. Ο εορτασμός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος από την Εκκλησία των Ιεροσολύμων αναφέρεται στο Τυπικό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου (634-644), το οποίο διασώζεται στο Ιεροσολυμίτικο Κανονάριο του 5ου-7ου αιώνος. Από δε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων η εορτή της Μεταμορφώσεως θα πρέπει εν συνεχεία να μεταφέρθηκε στην Αρμενική Εκκλησία, ενώ στη Βυζαντινή Εκκλησία ήταν γνωστή και καθιερωμένη εορτή ήδη από τον 8ο αιώνα. Ο εορτασμός σε σταθερή ημερομηνία στο Βυζαντινό εορτολόγιο μαρτυρείται τον 10ο αιώνα, όπως τούτο καταγράφεται στο αρχαιότερο χειρόγραφο του Συναξαρίου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ο φ. Αγγελάτος αναφέρει ότι ιδιαίτερη αίγλη προσεδόθη στον εορτασμό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κατά την εποχή των ησυχαστικών ερίδων (1341-1431) εξαιτίας της περί των ακτίστων του Θεού ενεργειών Θεολογίας και της σχέσεώς της προς το θαύμα της θείας Μεταμορφώσεως. Η λεγόμενη «προέλευσις», δηλαδή, η λιτανεία της 6ης Αυγούστου μέχρι τον 12ο αιώνα γινόταν στο ναό της Του Θεού Σοφίας και μετέπειτα στην περικαλλή Ιερά Μονή του Παντοκράτορος.
«Εορτή της Σκηνοπηγίας, φανέρωση της δόξας του Κυρίου μας στο όρος Θαβώρ»
 Πολλοί ειδικοί μελετητές και λειτουργιολόγοι (Ιω. Φουντούλης, Γ. Φίλιας, Πρωτ. Δημήτριος Τζέρπος κ.ά) αναφέρουν ότι για την 6η Αυγούστου ως ημερομηνίας τελέσεως της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις.
 Κατά την επικρατέστερη, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, η εορτή αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται σαράντα περίπου ημέρες πριν από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), ώστε να προτάσσεται και της εορτής αυτής, που φέρει γενικά «τα ίσα τη Μ. Παρασκευή», νηστεία ανάλογη προς αυτήν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σύμφωνα με μία δεύτερη θεώρηση, η Εκκλησία, των Ιεροσολύμων προέβη στον καθορισμό της εορτής της Μεταμορφώσεως την 6η Αυγούστου σε αντικατάσταση της Ιουδαϊκής εορτής της Σκηνοπηγίας, η οποία εορταζόταν το θέρος κατά τη συγκομιδή των καρπών. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως και σε ορισμένα συριακά-ιακωβιτικά μηνολόγια η 6η Αυγούστου αναγράφεται ως εορτή με το όνομα «Εορτή της Σκηνοπηγίας» ή «Εορτή της Σκηνοπηγίας, φανέρωση της δόξας του Κυρίου μας στο όρος Θαβώρ». Πιο συγκεκριμένα ο Γ. Φίλιας σχετίζει τη γιορτή της Μεταμορφώσεως και προς την κατά την 17ην του μηνός Tammuz, η οποία προσδιορίζεται χρονικά με το μέσον του θέρους, οπότε οι Εβραίοι ετελούσαν την εορτή της Φανερώσεως της δόξας του Μωϋσέως όταν εκείνος κατέβη «φωτόμορφος» από το όρος Σινά.
 Από αιώνων έχει καθιερωθεί υπό της ορθοδόξου εκκλησίας μικρά πενθήμερος νηστεία προ της εορτής της Μεταμορφώσεως, η οποία εντάσσεται μέσα στην δεκαπενθήμερη νηστεία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που ούτως ή άλλως προϋπήρχε της εορτής της Μεταμορφώσεως. Έτσι, οι μεν πέντε πρώτες ημέρες του Αυγούστου θεωρούνται ως ημέρες νηστείας της εορτής της Μεταμορφώσεως, ενώ οι υπόλοιπες ημέρες ως νηστεία της εορτής της Θεοτόκου.
 Στο δε μνημειώδες έργο των Ράλλη Γ.-Ποτλή Μ., υπό τον τίτλο: «Σύνταγμα Ιερών Κανόνων», αναφέρεται ότι για να διατηρηθεί η συνοχή της παλαιάς δεκαπενθημέρου νηστείας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Αυτοκράτωρ Λέων ο Σοφός κατήργησε την κρεοφαγία κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως και καθιέρωσε η εορτή αυτή να τιμάται με ιχθυοφαγία.
 Το έθος της ευλογίας των σταφυλιών
 Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι κατά την ημέρα της Μεταμορφώσεως έχει από αιώνων καθιερωθεί το έθος της ευλογίας των σταφυλιών και η διανομή τους προς ευλογία για τους πιστούς, οι οποίοι δεν γεύονται των καρπών αυτών πριν η Εκκλησία ευλογήσει «τα γεννήματα της αμπέλου». Γι’ αυτό και οι σχετικές ευχές «επί προσφερόντων απαρχάς» ή «επί προσφερόντων καρπούς νέους» αναγιγνώσκονται ως έκφραση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον παντός αγαθού δομήτορα Θεό «τω οικονομούντι τα προς ζωάρκειαν και θεραπείαν ημών».
 Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μεθεκτές για τον πεπερασμένο κτιστό άνθρωπο
 Η θεολογία περί της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού και του Θαβωρίου φωτός είναι άμεσα συνδεδεμένη με την περί ακτίστου ενεργείας και ακτίστου χάριτος του Θεού διδασκαλία, όπως αυτή μοναδικά και όντως θεόπνευστα διετυπώθη και εκηρύχθη υπό του θεοφόρου μεγίστου Θεολόγου Πατρός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της βασικής οντολογικής διακρίσεως μεταξύ της ακτίστου ουσίας του Θεού που είναι αμέθεκτη και της ακτίστου ενεργείας Αυτού που είναι μεθεκτή και αποτελεί τη μεταμορφωτική δύναμη, η οποία καθιστά τον άνθρωπο «φωτοφόρο», «πνευματοφόρο», «θεοφόρο», «φωτόμορφο» και «σύμμορφον Χριστώ» κατά την προς «εν Χριστώ τελείωση» και «θέωσή» του.
 Ο Μεταμορφωμένος εν Θαβωρίω όρει Χριστός προβάλλει ενώπιον του ανθρώπου «κάλλει ωραίος», φωτόμορφος και φωτοφόρος, ως μόνη πηγή του ακτίστου φωτός, ως «αυτόφως» άκτιστο και επέκεινα της φθαρτής και πεπερασμένης φυσικής νομοτέλειας υπάρχον. Ο ενδόξως και υπερβατικώς μεταμορφωθείς Χριστός αποκαλύπτει την άκτιστη ενέργειά του ως έλαμψη και φωτογονία και φωτοχυσία φωτός όχι χοϊκού και γήινου και αισθητού, αλλά ως άληκτου, ανέσπερου, υπεραισθητού, υπερουράνιου, υπεργήινου, απρόσιτου και άκτιστου φωτός αυτόφωτη αυτοπηγή και αυτοζωή, που μεταμορφώνει και τον χοϊκό άνθρωπο σε «τέκνον φωτός», φωτόμορφο και φωτοφόρο, καθώς του παρέχεται η οντολογική και υπαρξιακή δυνατότητα να «κοινωνεί και να μετέχει» του Θείου φωτός και του εκ Θεού μεταμορφωτικού φωτισμού. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μεθεκτές για τον πεπερασμένο κτιστό άνθρωπο, ο οποίος γενόμενος «κοινωνός και μέτοχος» του ακτίστου Θεϊκού φωτός γίνεται ψυχοσωματικώς «όλος φως Χριστού», επειδή από του Κυρίου, που είναι «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», μεταμορφώνεται «εις Χριστόν» και υπερβαίνει οντολογικά και υπαρξιακά τη φθαρτότητα της κτιστής φύσεώς του.
Η Εκκλησία στο φωτοφόρο πρόσωπο της αυτοζωής και του αυτόφωτος που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός ψάλλει αδιαλείπτως: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον» και απαύστως ανά τους αιώνες δέεται: «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον».
 Ο μεταμορφωμένος «ακτίστω φωτί» Χριστός διαβεβαιώνει αψεύδως: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Η δε διαβεβαίωσή του συνιστά και μόνιμη ανοικτή πρόσκληση στον άνθρωπο που περιδιαβαίνει τα «σκοτάδια της ζωής» να γνωρίσει το φως το αληθινόν, να βαπτισθεί μέσα στο άκτιστο φως του Θεού για να μεταμορφωθεί σε φως Χριστού.
 Το άκτιστο φως δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να καταληφθεί αισθητώς
 Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής ο άνθρωπος, χωρίς να απωλέσει τις συνήθεις πνευματικές-νοητικές λειτουργίες του, έρχεται ενώπιον του Θεού. Υφαρπάζεται από αφθονία φωτός, από το άκτιστο φως της θείας δόξας που εκπέμπεται αιωνίως από την Αγία Τριάδα. Το Φως του Όρους Θαβώρ που είδαν οι μαθητές στη Μεταμόρφωση, το φως που βλέπουν ανά τους αιώνες οι ησυχαστές και η υπόσταση των αγαθών της μελλούσης ζωής είναι τρεις φάσεις του ίδιου πνευματικού γεγονότος σε μία άχρονη πραγματικότητα.
 Το άκτιστο φως δεν είναι αντικείμενο που μπορεί να καταληφθεί αισθητώς. Υπερβαίνει και την αίσθηση και τη νόηση. Αλλά παρ’ όλα αυτά, τόσο το σώμα όσο και η ψυχή μετέχουν της Θέας του υποστάσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθώντας τη διδασκαλία του Διαδόχου της φωτικής, όπως γράφει ο μεγάλος πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου, διατυπώνει την άποψη ότι ο νους κατά την ανύψωσή του αποκτά νέα πνευματική αίσθηση, η οποία είναι το ίδιο το φως. Ο νους, όταν υφαρπάζεται από το φως και εισέρχεται στο φως, γίνεται ο ίδιος φως. Επομένως στην πραγματικότητα το φως είναι εκείνο που βλέπει το φως. Έτσι, ο χοϊκός άνθρωπος υπερβαίνει το στάδιο της «εκστάσεως», της αφαιρέσεως δηλαδή από τα εγκόσμια, και φτάνει στο στάδιο της ενώσεως με τον Θεό και της θεώσεως. Στη νέα αυτή οντολογική κατάσταση υπάρχει αρχή και πρόοδος αλλ’ όχι τέλος. Η «εν Χριστώ πρόοδος» είναι ατελεύτητη καθώς ο μεταμορφωμένος άνθρωπος βαίνει «από δόξης εις δόξαν» βιώνοντας τις συνεχείς «αποκαλύψεις» της ακτίστου και φωτοφόρου μεταμορφωτικής χάριτος του Θεού.
«Η άκτιστη χάρη δεν προσφέρεται κατά μαγικό τρόπο»
 Πολύ εύστοχα ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης στο μνημειώδες έργο του: «Παλαμικά» γράφει χαρακτηριστικά: «Η άκτιστη χάρη δεν προσφέρεται κατά μαγικό τρόπο προς ενίσχυσιν των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου ή των πνευματικών ικανοτήτων αυτού. Μία τοιαύτη χάρις θα ήτο κτιστή, διότι απλούστατα δεν θα απετέλει προσωπικήν σχέσιν, αλλ’ αντικειμενικήν προσφοράν. Άκτιστος χάρις είναι το φως του Θεού. Είναι η έλευσις και η παραμονή αυτού εντός του πιστού… Άκτιστος χάρις είναι η δόξα της Μεταμορφώσεως, η πνοή της Πεντηκοστής. Η οποία αναγεννά τον άνθρωπος… Άκτιστος χάρις είναι η ζωή του Χριστού εντός του πιστού και η ζωή του πιστού εντός του Χριστού».
 Και ενώ το άκτιστο φως ως έκφανση της ακτίστου ενέργειας και χάριτος του Τριαδικού Θεού είναι απρόσιτο και υπεραισθητό για τον άνθρωπο, εντούτοις δεχόμενος ο χοϊκός άνθρωπος τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος καθίσταται «κοινωνός, μέτοχος και θεωρός υπερφυών θεαμάτων». Τότε ψυχοσωματικά μεταμορφώνεται ο άνθρωπος σε φωτοφόρο και φωτόμορφο δοχείο της ακτίστου χάριτος του Θεού. Όπως λοιπόν ο Χριστός έλαμψε στο όρος Θαβώρ δια της ακτίστου δόξας της θεότητός του, έτσι και οι δίκαιοι μετέχοντες της ακτίστου χάριτος θα λάμψουν όπως ο μεταμορφωθείς Χριστός στη Βασιλεία του Θεού. Η δόξα και Βασιλεία του Χριστού και των πιστών είναι κοινή. Αλλά ο μεν Χριστός, ως Θεός θα είναι η φυσική πηγή, οι δε άγιοι ως κτίσματα οι κατά χάριν μέτοχοι.
 «Το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί τον αρραβώνα της “πρόσωπον προς πρόσωπον” θεωρίας του Θεού από τους ανθρώπους κατά τον μέλλοντα αιώνα»
 Στο πλαίσιο της παλαμικής θεολογίας περί του ακτίστου φωτός, ο Γεώργιος Μαντζαρίδης επισημαίνει ότι: «το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί τον αρραβώνα της “πρόσωπον προς πρόσωπον” θεωρίας του Θεού από τους ανθρώπους κατά τον μέλλοντα αιώνα. Αυτή η θεωρία καθίσταται δυνατή διότι και ο Θεός ως πρόσωπο ενεργεί προσωπικώς. Το άκτιστο φως, το οποίο εξέστραψε εκ του Χριστού κατά τη μεταμόρφωση, δεν απετέλεσε αόριστη ή απρόσωπη δύναμη, αλλά συγκεκριμένη προσωπική ενέργεια του ενσαρκωθέντος θεού Λόγου, του Ιησού Χριστού.
Το φως του Θαβώρ βλέπουν και οι ησυχαστές κατά τις μυστικές τους εμπειρίες, αυτό πρόκειται να ιδούν και όλοι οι άγιοι κατά τον μέλλοντα αιώνα».
 Τελικώς, η ένδοξη μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού αποτελεί το «κάτοπτρο» στο οποίο αντικατοπτρίζεται η οντολογική μεταμόρφωση και όλων των χοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι είναι «δεκτικοί» της ακτίστου χάριτος και ενεργείας του Θεού, καθώς βιώνουν ψυχοσωματικά την «άνοδο και κλίμακα» της αγιοπνευματικής «εκστάσεως» και «καθάρσεως» μέχρι την κατά χάρη θέωσή τους μέσα στον «άκτιστο λουτήρα του ακτίστου φωτός».

Ο χριστιανός μπορεί να λυπάται μόνο για δύο λόγους!


παιδάκι δάκρυα


Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. 
Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός. Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.


Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.
Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.
Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.
Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.
Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
πηγή:Απόσπασμα από το βιβλίο «Θέματα ζωής Β΄
το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2015

«Εις όρος υψηλόν».




Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
Μιλώντας ο θεόπτης πατέρας της Εκκλησίας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, για το γεγονός της φρικτής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, δεν παραλείπει να εγκωμιάσει ταυτόχρονα και το όρος Θαβώρ, που δέχτηκε αυτήν τη μεγάλη ευλογία. Το παρουσιάζει να χαίρεται, να ευφραίνεται και συγχρόνως να συναγωνίζεται κατά κάποιο τρόπο τον ουρανό. «Τώρα το όρος Θαβώρ χαίρεται πολύ και ευφραίνεται, αυτό το άγιο και θεϊκό όρος...με την ύψωσή Του στα ύψη του ουρανού. Διότι συναγωνίζεται κατά κάποιο τρόπο ως προς την χάρη με τον ουρανό. Διότι σ’ Εκείνον οι Άγγελοι δεν έχουν το σθένος να κρατήσουν το βλέμμα τους προς Αυτόν...ενώ σ’ αυτό το όρος οι πρόκριτοι των Αποστόλων Τον βλέπουν να αστράφτει με τη βασιλική Του δόξα. Σ’αυτό το όρος βεβαιώνεται η ανάσταση των νεκρών και αναδεικνύεται ο Χριστός Κύριος νεκρών και ζώντων, παρουσιάζοντας δίπλα Του από τους νεκρούς τον Μωυσή και φέρνοντας ως μάρτυρα και τον Ηλία, που δεν απέθανε, αλλά ανελήφθη και ζει».

1. «Όρος υψηλόν»
Έτσι το ονομάζει ο Ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος : «παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ιδίαν» (Ματθ. 17, 1).
Έτσι το χαρακτηρίζουν οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας : «Εις όρος υψηλόν, μεταμορφωθείς ο Σωτήρ, τους κορυφαίους έχων των Μαθητών, ενδόξως εξέλαμψας» (Στιχηρά Κεκραγάρια Εσπερινού Μεταμορφώσεως).
Η κορυφή του υψώνεται μόλις 400 μέτρα πάνω από τη θάλασσα και είναι αρκετά χαμηλή σε σχέση με τις κορυφές των άλλων ορέων της Ιουδαίας. Γιατί άρα το «υψηλόν»; Γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός του Ιερού Ευαγγελιστού, των θεοφόρων Πατέρων και των θεοπνεύστων ιερών υμνογράφων;
Καλείται «υψηλόν», γιατί δεν είναι δυνατόν στον κάθε άνθρωπο και μάλιστα σ’αυτόν που δεν έχει καθαρθεί από τα πάθη, δεν έχει νεκρώσει τον παλαιό άνθρωπο μαζί με τις επιθυμίες, κατά την έκφραση του Αποστόλου των εθνών Παύλου, σ’αυτόν που δεν έχει αρθεί από τα γήινα και επίπεδα προς εκείνα τα ουράνια, να γίνει θεατής της δόξης του Θεού. Είναι χαρακτηριστική δε η προτροπή των ιερών υμνογράφων : «Δεύτε νυν την κρείτονα, αλλοιωθέντες αλλοίωσιν, ... εν όρει προσβήναι, Θεού τω αγίω, την αναλλοίωτον Χριστού, δόξαν αστράπτουσαν κατοπτεύσοντες» (Στιχηρά Εσπερινού 5ης Αυγούστου). Και ένας άνθρωπος που δεν έχει απαλλαγεί από το πνεύμα του κόσμου, την αμαρτία και την υλοφροσύνη, δεν είναι δυνατόν να φθάσει στην κατάσταση εκείνη να δεχτεί την άκτιστη χάρη του Θεού.
Είναι ο νους μας καθαρός; Είναι τότε νους Χριστού (Α’Κορ. β, 16).
Είναι η ζωή μας αντιγραφή του Χριστού; Τότε μπορούμε και εμείς να επαναλαμβάνουμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο «ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». Πόσο χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου προς τους κατοίκους της Εφέσου : «Προσέχετε να μην σας εξαπατήσει κάποιος ... επειδή είσαστε ενωμένοι με τον Θεό. Οι σαρκικοί είναι αδύνατο να πράττουν τα πνευματικά, το ίδιο και οι πνευματικοί να πράττουν τα σαρκικά. Όπως ακριβώς και αυτός που πιστεύει να ζει με απιστία, και αυτός που είναι άπιστος να ζει σύμφωνα με τα της πίστεως ... Να θυμάστε ότι είσαστε όλοι συνοδοιπόροι, θεοφόροι και ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι, ζώντας κατά πάντα σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού.»
2. «Όρος υψηλόν»
Αυτή η φράση του Ιερού Ευαγγελιστού και των Αγίων της Εκκλησίας μας περικλείει ένα μεγάλο και θεολογικό περιεχόμενο. «Όρος υψηλόν» και συγχρόνως υψηλός και ο βίος του Χριστιανού. Βρίσκεται σε μία διαρκή άνοδο από τα χαμηλά και στοιχειώδη προς τα ανώτερα και πνευματικά. Ο στόχος του είναι να φθάσει και να γίνει «εις άνδραν τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4,13). «Να κινείσαι διαρκώς και σύντομα πάντα να γίνεσαι νέος. Κι αν αμαρτήσεις να μετανοείς. Αν πετυχαίνεις το σωστό να πετυχαίνεις την αύξησή του», θα συστήσει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (ΕΠΕ 5,232). Για το χριστιανό πάντα υπάρχει κάτι καινούριο και κάθε επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Πάντα υπάρχει μια υψηλότερη κορυφή που τον καλεί και τον μαγνητίζει. Και αυτή η πνευματική άνοδος για τον κάθε αθλητή του Χριστού είναι πηγή ανεξάντλητης χαράς και ευτυχίας που πάντα ζητά κάτι το ανώτερο χωρίς ποτέ να χορταίνει. Είναι δρόμος προς την τελείαν και ατέλεστον τελειότητα κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη (Κλίμακα, Λόγος 29).
Γι’αυτό αυτή η γιορτή δεν είναι μόνο μία αποκάλυψη του τί είναι ο Θεός, αλλά και του τί είμαστε εμείς. Είναι μία αποκάλυψη της κατά φύσιν ανθρώπινης καταστάσεως και της πρωταρχικής ωραιότητος της φύσεώς μας, όπως ήταν στον Παράδεισο πριν από την πτώση. Μας το τονίζει ιδιαίτερα ο ιερός υμνογράφος : «έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος εν ανθρωπίνη αναλαβών ουσία» (απόστιχα εορτής Μεταμορφώσεως). Η μεταμόρφωση του Χριστού είναι έτσι η γιορτή της καταστάσεως της αγιότητος.
Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου και εις τον οίκον του Θεού ημών.
Φωτί προσλάβομεν φως και μετάρσιοι γενόμενοι τω πνεύματι, Τριάδα ομοούσιον υμνήσωμεν εις τους αιώνας. (Δοξαστικό Λιτής).
Αυτός ουν Φιλάνθρωπε Χριστέ ο Θεός, και ημάς καταύγασον, εν τω φωτί της απροσίτου σου δόξης, και αξίους ανάδειξον κληρονόμους, της ατελευτήτου Βασιλείας σου, ως υπεράγαθος. 
(Στιχηρό Λιτής)
το είδαμε εδώ

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΤΑ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΛΑΚΩΝΙΑΣ


ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΕ ΙΕΡΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ


DSCN2918NEAPOLH 2015


Η Νεάπολη Βοιών ή Βάτικα είναι παραθαλάσσια κωμόπολη της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας.
Mε το πρόγραμμα Καλλικράτης ανήκει στο δήμο Μονεμβασιάς. Είναι η νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας και βρίσκεται στην θέση της αρχαίας πόλης των Βοιών, σε ένα ήρεμο κόλπο.
Πίσω από την Νεάπολη βρίσκεται ο ορεινός όγκος της Κριθίνας, ο οποίος καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας.
Το ακρωτήριο του Μαλέα είναι απότομο, με γκρεμούς ύψους 600 μέτρων. Το τοπίο του ακρωτηρίου είναι ερημικό με φρυγανική βλάστηση και λίγους ελαιώνες.
Στο ακρωτήρι ζουν επίσης μερικά τσακάλια και στις καταποντισμένες σπηλιές και άλλες απόμερες περιοχές έχουν καταγραφεί μεσογειακές φώκιες.
Έχει χαρακτηριστεί και μικρό Άγιο Όρος από τις εκκλησίες και τα ασκητήρια που βρίσκονται στην περιοχή.
Το περπάτημα έως τη νότια άκρη του Μαλέα είναι μια συγκλονιστική εμπειρία.
Θα ακολουθήσετε το μονοπάτι από το τέλος του χωματόδρομου λίγο μετά το απολιθωμένο δάσος και το ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας.
Είναι ευδιάκριτο και περνάει στο χείλος του γκρεμού.
Σε περίπου 60 λεπτά θα σας φέρει στο κατάλευκο ξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης Καβομαλούσας, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ξωκλήσια της Λακωνίας.
Στέκει κατάλευκο στολισμένο με μια γέρικη, μεγάλη σαν δέντρο φραγκοσυκιά, με λίγα πεύκα και κυπαρίσσια και μια χούφτα κελιά πάνω από τις ερημιές του Καβομαλιά.
Είναι του 19ου αιώνα, ναός σταυροειδής με τρούλο, χτισμένος σε ερείπια παλαιότερου.
Στο εσωτερικό υπάρχουν φορητές εικόνες στο τέμπλο φιλοτεχνημένες το 1907 από τον Κρητικό μοναχό Νέστορα Βασαλάκη.
Ολόγυρα υπάρχουν απομεινάρια κτιρίων και πιο ψηλά, ερειπωμένα ασκηταριά.
Στα βράχια χαμηλότερα θα δείτε ένα λιμανάκι όπου προσορμίζει εύκολα σκάφος.
Από την Αγία Ειρήνη και με μόλις 10΄περπάτημα θα φτάσετε στην άκρη του γκρεμού, όπου βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Λακωνίας, μικρό στο μέγεθος αλλά με τεράστια ιστορική και συναισθηματική αξία.
Είναι η μονή του Αγίου Γεωργίου, ένα πανάρχαιο ερημητήριο χτισμένο σαν φωλιά αετού πάνω στα απόκρημνα βράχια, μάρτυρας αψευδής της ιστορίας του μοναχισμού στον Μαλέα.
Η δημιουργία της χρονολογείται στον 13ο-14ο αιώνα. Την προστάτευε τα χρόνια εκείνα από τις πειρατικές επιθέσεις ισχυρός μαντρότοιχος.
Σήμερα σώζονται διάφορα κτίσματα από τη μονή, σε ένα γοητευτικό σύμπλεγμα. Ψηλότερα από όλα τα κτίρια βρίσκεται κατερειπωμένος ναός των Αγίων Τεσσαράκοντα.
Χαμηλότερα υπάρχει το παλιό καθολικό που ήταν μονόκλιτη θολωτή βασιλική, από την οποία σώζεται μόνο η βόρεια πλευρά με τρία τυφλά αψιδώματα, στα εσωράχια των οποίων υπάρχουν ίχνη τοιχογραφιών.
Ο ναός είχε μαρμάρινο τέμπλο και στο δάπεδο είχε δύο υδατοδεξαμενές.
Σε πολύ καλύτερη κατάσταση διατηρείται το παρεκκλήσι με τον κατάλευκο τρούλο.
Στο εσωτερικό υπάρχουν λίγες, αλλά ωραίες, τοιχογραφίες: στον τρούλο απεικονίζεται ο Παντοκράτορας περιστοιχισμένος στο τύμπανο από εννέα προφήτες, στο ιερό η Παναγία Βλαχερνίτισσα και ο Μελισμός, στην Πρόθεση ο Ρωμανός ο Μελωδός κ.ά.
Το σύνολο των βυζαντινών ερειπίων που αιωρούνται πάνω από τους γκρεμούς και μια από τις αγριότερες θάλασσες της Μεσογείου όπου τα πλοία περνούν ασταμάτητα, δημιουργεί μοναδικά συναισθήματα. Την επίσκεψη εδώ θα τη θυμάστε για πάντα.
Η Κοκαλιάρα
Δίπλα στον μικρό μόλο κάτω από το εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης Καβομαλούσας ξεκινάει ένα σαθρό και απότομο μονοπατάκι που σε δέκα λεπτά οδηγεί σε μια από τις σπηλιές του Καβομαλιά.
Υπάρχουν πολλές, η συγκεκριμένη ωστόσο είναι ξεχωριστή.
Μέσα, στο βάθος, θα δείτε δίπλα σε μικρό προσκυνητάρι σωρούς από ανθρώπινα κόκαλα!
Ηταν έως πρόσφατα πολύ μεγάλοι, αλλά λίγο οι κακοκαιρίες, λίγο οι επισκέπτες που τα έπαιρναν (άραγε γιατί;) λιγόστεψαν.
Τα κόκαλα της Κοκαλιάρας είναι φορτωμένα με αμέτρητους μύθους και θρύλους.
Αλλοι λένε ότι εδώ οι πειρατές του Καβομαλιά πέταγαν τους εκτελεσθέντες αιχμαλώτους τους. Αλλοι λένε ότι ίσως ήταν οστεοφυλάκιο του μοναστηριού που υπήρχε στην Αγία Ειρήνη.
Σκήτη Οσίου Θωμά
Δύο είναι τα ασκητήρια του Οσίου Θωμά. Το πρώτο είναι μία ημιφυσική σπηλιά με θολωτό χώρο. Το δεύτερο είναι απρόσιτο και οι κάτοικοι ισχυρίζονται ότι ένας βοσκός μόνο το επισκέφτηκε.
Ο Όσιος Θωμάς υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία του μοναχισμού και λείψανα του φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Φιλοθέου στο Άγιο Όρος και στην εκκλησία «Μυρτιδιώτισσα» στα Βελανίδια.
Πριν ακολουθήσει την ασκητική ζωή, υπήρξε ένδοξος στρατιωτικός, γόνος εύπορης οικογένειας, που άφησε τη στρατιωτική ζωή και πήγε να ασκητέψει στην μοναστική κοινωνία του Μαλέα.

το  είδαμε εδώ

Ερμηνεία της εικόνας της Μεταμόρφωσης του Κυρίου



Η εικόνα της Μεταμόρφωσης αποτελεί το κλειδί της ορθόδοξης θεολογίας για τη θέα του Θεού. Το φανερωμένο στους αποστόλους φως ήταν η εκδήλωση της θείας λαμπρότητας, άχρονης και άκτιστης δόξας, μια αναγνώριση των δύο φύσεων του Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Ταυτόχρονα ήταν μια «προτύπωσις», μια εικόνα της μεταμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και θέωσης που χαρίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ είναι το αντίστοιχο της Καινής Διαθήκης στην Παλαιά, όπου ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ.

Ήδη απ᾽ τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έχουμε ενδείξεις ότι γιορταζόταν η Μεταμόρφωση του Χριστού, ενώ από το τέλος του 6ου αιώνα θεσπίστηκε ο εορτασμός στις 6 Αυγούστου. 
Από την ίδια εποχή προέρχονται και τα πρώτα παραδείγματα της εικονογραφικής τέχνης.
Το φως του Μεταμορφωθέντος Χριστού αποτελεί την κύρια έκφραση του ησυχαστικού κινήματος μέσω της θεολογίας των «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τον 14ο αιώνα. Ο αρχηγός τους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διακήρυξε ότι ο Θεός ονομάζεται «Φῶς» όχι κατά την ουσία του, αλλά κατά την ενέργειά του, και ότι αυτό το «ἄκτιστο» φως μπορεί να γίνει αισθητό μέσω της προσευχής και εφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιάς, αδιάλειπτη μνήμη Θεού κ.λπ). Το δόγμα αυτό της Εκκλησίας είχε ως αποτέλεσμα να επέλθουν ορισμένες εικονογραφικές αλλαγές στη σύνθεση, ειδικά στην απόδοση της Δόξας του Χριστού. Έτσι η εικόνα της Μεταμόρφωσης ζωγραφίζεται όχι μόνο σύμφωνα με την περιγραφή του Ευαγγελίου – περιγράφεται απ᾽ όλους τους Ευαγγελιστές, Ματθ. 17: 1-9, Μαρκ. 9: 2-13, Λουκ. 9:28-36, με εξαίρεση τον Ιωάννη-, αλλά και σύμφωνα με το πνεύμα του. Ένεκα της βαθιάς δογματικής σημασίας του γεγονότος, το εικονογραφικό θέμα έχει υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις στο διάβα των αιώνων. Η παράσταση αυτή υπήρξε όχι μονο για τους θεολόγους αλλά και για τους τεχνίτες εικονογράφους η αφορμή για να δώσουν εκτεταμένα σχόλια σχετικά με το πως θα έπρεπε να αποδοθεί το άκτιστο φως με υλικά πεπερασμένα μέσα. Πρόκειται για το σημείο όπου συναντιούνται η θεολογία της εικόνας με την ησυχαστική θεολογία και τη θέα του θείου και ακτίστου φωτός.
Στην εικόνα της Μεταμόρφωσης προβάλλεται μια θεληματική αντίθεση, καταπληκτική στον πιο ψηλό βαθμό. Η σύνθεση αντιτάσσει το Χριστό ακινητοποιημένο στην υπέροχη ειρήνη και θεία δόξα που απορρέει από αυτόν, λούζει με θείο μεγαλείο τις μορφές του Μωυσή και του Ηλία που κλίνουν προς τον Κύριο και σχηματίζουν τον τέλειο κύκλο του υπερπέραν, και χαμηλά αντιπαραθέτει το ζωηρό δυναμισμό των αποστόλων – ακόμη εντελώς ανθρώπων – προ της Αποκάλυψης που τους ανατρέπει και τους καταγκρεμίζει.
Ψηλά στο μέσο της εικόνας, πάνω στη μεσαία απ᾽ τις τρεις κορυφές του όρους Θαβώρ της Γαλιλαίας παρουσιάζεται ο Μεταμορφωμένος Χριστός· με το ένα χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατεί κλειστό ειλητάριο, όπου αναγράφεται ο Νόμος του. Φοράει λευκό χιτώνα και ιμάτιο και είναι πλημμυρισμένος με φως μέσα στη μετέωρη Δόξα του – αφού το φως είναι το πρώτο ιδίωμα του Θεού (Ψαλ. 27:1, Ησ. 60:19-20 και 42:6) – καθώς ανιστορεί το θαύμα της αποκαλυπτικής θεοφάνειάς του. Ο Μάρκος περιγράφει τη σκηνή ως εξής: «καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεύς ἐπί γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι» (9:2-3).
Το άκτιστο φως αποδίδεται στην εικόνα μέσα από συμβολικά σχήματα και χρώματα από τα οποία περιβάλλεται ο Χριστός. Οι δύο ομόκεντροι κύκλοι συμβολίζουν την παρουσία των δύο άλλων προσώπων της Αγίας Τριάδος, ολότητα από σφαίρες του δημιουργημένου σύμπαντος. Ο κύκλος είναι εικονογραφικά το τελειότερο σχήμα και συμβολίζει την αέναη διάρκεια, το θεϊκό. Ο Χριστός – το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος – κατά τη στιγμή της Μεταμόρφωσής του περιβάλλεται από τα εξής τρία σύμβολα του φωτός: τις ακτίνες που σχηματίζουν ένα ελλειψοειδές τετράγωνο, τις χρυσές γραμμές (assisto), το φωτοστέφανο γύρω απ᾽ το κεφάλι του και τη λευκή ενδυμασία. Οι ακτίνες που εκφεύγουν απ᾽ το σώμα του υποδηλώνουν τον ήλιο, οι χρυσές γραμμές τη μετάδοση της θείας ζωής, το φωτοστέφανο υπενθυμίζει την ηλιακή σφαίρα, σύμβολο του ιερού και της πνευματικής ενέργειας που ακτινοβολεί, και η λευκότητα των ενδυμάτων την καθαρότητα και αφθαρσία. Θεολογικά, το Θαβώριο αυτό φως κάνει την εικόνα εικονογραφική απόδειξη της θεϊκής ύπαρξης.
Η λαμπρότητα που διακρίνει το Χριστό και τα «λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17: 2) ενδύματά του που έστιλβαν, άστραφταν και αντανακλούσαν μαρμαρυγές θείου μεγαλείου είναι αυτό που τονίζεται σε όλες τις περιγραφές των αποστόλων. Το λευκό σαν σύμβολο του φωτός έχει την ιδιότητα να διαχέεται διασχίζοντας το χώρο· αντιπροσωπεύει έτσι το άχρονο. Δηλώνει την αθωότητα της ψυχής, την αγνότητα, την αγιότητα της ζωής, τη χαρά, την παρθενία, την πίστη και τη δόξα. Σχετικές αναφορές γίνονται και στην Αγία Γραφή: «πλυνεῖς με, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50:9). Λευκά ενδύματα φοράει και ο νεοβαπτιζόμενος ως ένδειξη της γέννησής του στην αληθινή ζωή. Το λευκό γίνεται πλέον το χρώμα της Αποκάλυψης, της Θεοφάνειας, της χάρης, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης «ὁ Θεός φῶς ἐστιν» (Α’ Επιστ. 1:5).
Ο Χριστός εικονίζεται με σταυροφόρο φωτοστέφανο που φέρει στις κεραίες του τα γράμματα «Ο Ω Ν» και σημαίνει «ὁ ὑπάρχων, ὁ παρών». Υπενθυμίζει έτσι ότι αυτός είναι η αυθεντική «εἰκόνα» και ομοούσιος του Πατέρα. Ο Θεός αποκαλύπτεται στο Μωυσή στο όρος Χωρήβ λέγοντάς του: «Ἐγώ εἰμί ο Ὤν» (Εξοδ. 3:14). Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται πάνω στο φωτοστέφανο του Χριστού ως ομοούσιου με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Το σχήμα του σταυρού μέσα στο φωτοστέφανο αποδίδει το γεγονός της απολύτρωσης μέσω του Σταυρού.
Μέσα στη θεία του Δόξα ο Χριστός ευλογεί έχοντας στραμμένο το πρόσωπο στο θεατή – προς τον οποίο άλλωστε απευθύνεται. Η χειρονομία ευλογίας με τα δύο δάχτυλα υψωμένα (δείχτης και μεσαίος) και τα τρία άλλα ενωμένα κάνει αναφορά στις δύο φύσεις του, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αντίστοιχα. Στην κάθοδο απ᾽ το Θαβώρ ο Χρστός ευλογεί με διάφορετικό τρόπο· φέρει σε επαφή τον αντίχειρα με τον παράμεσο και έχει υψωμένα τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα. Με τον τρόπο αυτό δηλώνονται πάλι οι δύο φύσεις και τρεις υποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα με τη θέση τους τα δάχτυλα σχηματίζουν και το ελληνικό μονόγραμμα IC XC, που επιγράφεται ως τίτλος σε όλες τις Ορθόδοξες εικόνες του Χριστού, ακόμα και στη Ρωσία.
Στη «τρίκορφη σύνθεση», όπως περιγράφεται το τοπίο από το Διονύσιο εκ Φουρνά, ο Χριστός πλαισιώνεται από τις όρθιες μορφές του προφήτη Ηλία αριστερά και του Μωυσή που κρατά τις πλάκες με το Νόμο του Θεού δεξιά. Αυτοί παρουσιάζονται ως τα πρότυπα των αποστόλων, γιατί σ᾽ αυτούς έχει αποκαλυφθεί ο Θεός· στο μεν Ηλία στο όρος Κάρμηλος, στο δε Μωυσή στο όρος Σινά. Το βουνό είναι εξάλλου στη χριστιανική παράδοση ο τόπος όπου συναντάται ο ουρανός με τη γη, και η ανάβαση στο βουνό έχει μεταφορική έννοια, καθώς νοείται ως η ανάβαση στις βαθμίδες της αγιότητας. Οι δύο προφήτες – απ᾽ τις μεγαλύτερες μορφές της Π. Διαθήκης – φέρονται να συνομιλούν με το Χριστό: «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. 9:31). Ο Χριστός για να μην παρασύρει τους μαθητές σε πειρασμό με τη σκληρή δοκιμασία του σταυρού, αλλά να τους προετοιμάσει και να τους καταστήσει δυνατούς πνευματικά, εμφανίζεται μέσα στη λάμψη της θείας δόξας του. Ο Μωυσής και ο Ηλίας παρασταίνονται με στερεότερο και περισσότερο γήινο παράστημα απ᾽ ότι ο Σωτήρας, και συμβολίζουν αντίστοιχα το Νόμο της Π. Διαθήκης και τους προφήτες· επίσης συμβολίζουν τους νεκρούς (ο Μωυσής) και τους ζωντανούς (ο Ηλίας που μετέστη στον ουρανό πάνω σε ένα πύρινο άρμα). Ο Χριστός τους υπενθυμίζει ότι αυτός είναι εκείνος που έφερε σε επαφή το Νόμο του Μωυσή με τις Παλαιοδιαθηκές ρήσεις των προφητών – που εδώ αντιπροσωπεύονται απ᾽ τον Ηλία – και δηλώνει την υπεροχή του απέναντι σ᾽ αυτές τις Γραφές μέσω της μαρτυρίας του Πατέρα, «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου…».
Σε αντιπαράθεση με τους δύο προφήτες που στέκονται ακίνητοι οι τρεις απόστολοι κάτω από τα πόδια του Χριστού, έντρομοι με όσα συμβαίνουν, απεικονίζονται πεσμένοι πρηνείς. Τυφλωμένοι από τη Θεοφάνεια, τη θεϊκή ενέργεια, αποδίδονται σε στάσεις έντονης κατάπληξης και διακατέχονται από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση, εικονογραφώντας τη μαρτυρία του Ματθαίου: «Καί ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στην Αγία Γραφή έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να αντικρίσει τη θεϊκή παρουσία: το πρόσωπο του Μωυσή μετά την κάθοδό του από το Σινά ακτνοβολούσε το θείο φως, ώστε ο λαός των Ισραηλιτών δεν μπορούσε να τον αντικρίσει (Έξοδ. 34, 27-37).
Η ενέργεια του φωτός της θεϊκής φύσης του Χριστού μεταμορφώνει σε φως τους αποστόλους που έχουν χάσει κάθε δυνατή ανθρώπινη ισορροπία. Πραγματικά οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης εκλέγονται για τη ζωντάνια τους ως «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος… σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ο επιδέξιος τρόπος που αποδίδονται οι στάσεις των αποστόλων με τις τρομαγμένες εκφράσεις τους δημιουργεί μια δραματική εντύπωση σε σύγκριση με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια και «άχρονη» στάση των μορφών που απεικονίζονται στο πάνω μέρος της σκηνής. Αν η ακινησία εκφράζει την ειρήνη του Θεού και την υπεράνθρωπη ζωή, η κινητικότητα αντίθετα μαρτυρεί την ατέλεια της πνευματικής ζωής, δηλαδή την αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε η ίδια η έννοια της κίνησης και ταραχής ανήκει στο γήινο κόσμο, την κατώτερη επικράτεια και όχι στην ουράνια πολιτεία.
Οι ύμνοι που ακούγονται στις 6 Αυγούστου, την ημέρα που γιορτάζεται η Μεταμόρφωση τονίζουν ότι η θεϊκή δόξα φανερώνεται στους αποστόλους ανάλογα με τη δυνατότητα και το μέτρο δεκτικότητας του καθενός να τη δεχτεί. Οι στάσεις τους συμβολίζουν τους διαφορετικούς τρόπους που οι άνθρωποι αντιδρούν μπροστά στη θεία αποκάλυψη. Έτσι ο Ιωάννης , ο μικρότερος απ᾽ αυτούς, στη μέση, και ο Ιάκωβος δεξιά με το πράσινο ένδυμα πετιούνται στο έδαφος κρατώντας το πρόσωπό τους, μη μπορώντας να αντικρίσουν τη θεϊκή ακτινοβολία, ενώ ο Πέτρος αριστερά, ο μεγαλύτερος, κρατάει μεν με το αριστερό χέρι το πρόσωπό του, το έχει όμως στραμμένο προς τα επάνω. Ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο αποδίδεται και σεβασμός στο συμβολισμό των ηλικιών. Η «θέα Θεοῦ» θεωρούνταν από τους πιστούς Ιουδαίους και χριστιανούς ως η ήψιστη εμπειρία και αρετή που θα μπορούσε να γνωρίσει ο άνθρωπος: «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν», είπε ο Μωυσής στο Θεό (Εξοδ. 33:18). Η εμπειρία όμως αυτή φαίνεται και σαν κάτι το ακατόρθωτο: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», γράφει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του (Ιωάν. 1:18). Εδώ στο Θαβώρ οι τρεις μαθητές γίνονται αδιάψευτοι μάρτυρες μιας στιγμιαίας εμφάνισης της θεϊκής δόξης: «θεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Ιωάν. 1:14). Ο λόγος δεν ήταν τυχαίος: παραβρέθηκαν (σύμφωνα με το ιδιόμελο στιχηρό του εσπερινού της εορτής) στο λαμπρό εκείνο γεγονός, «ἵνα θεωρήσαντες τά θαυμάσια» του Ιησού «μή δειλιάσωσι τά παθήματα» αυτού αργότερα με τη σταύρωση. Άλλωστε ένας άλλος σκοπός της Μεταμόρφωσης του Χριστού ήταν και η προαγγελία «τῆς Ἀναστάσεως».
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς λέγει για τους τρεις μαθητές, μάρτυρες της σκηνής: «Οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (Migne P.G. 151, 433Β). Πιο κάτω λέει πάλι: Αυτός που θεωρεί το θείο φως, θεωρεί το μυστήριο του Θεού. Αυτό το υπερπηδημένο κατώφλι είναι η «ὑποστατική ὡραιότητα», ο θείος Μυσταγωγός, το Άγιο Πνεύμα. Να γιατί ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί το προοίμιο της δόξας του κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Όταν ο Πέτρος είδε το Χριστό σε πλήρη δόξα και τους δύο προφήτες να στέκουν πλάι του, πρότεινε: «Ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί μίαν Μωυσεῖ καί μίαν Ἠλίᾳ». Καθώς μιλούσε, «…ἐγένετο νεφέλῃ καί ἐπεσκίασεν αὐτούς…καί φωνή ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ. 9:33-35). Αποκαλύπτεται έτσι ο Πατέρας «ἐν φωνῇ» και το Άγιο Πνεύμα «ἐν νεφέλῃ». Ο Πατήρ μαρτυρεί για τη θεία γενεαλογία του Ιησού, για να καταλάβουν αργότερα οι μαθητές ότι το πάθος του ήταν εκούσιο: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ιωάν. 13:31). Ταυτόχρονα η Μεταμόρφωση του «ἀναβαλλομένου τό φῶς ὡς ἱμάτιον» Σωτήρα αποκαλύπτει το πρόσωπο του Χριστού, του αγαπημένου και υπερβατικού Υιού, που κατέχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα· παράλληλα θυμίζει ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος «κατ᾽ εἰκόνα» Θεού.
Η εικόνα του αγιογράφου του δωδεκαόρτου της μονής Διονυσίου αποτελεί τη μοναδική εικονογραφική παραλλαγή του θέματος της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. Ο τεχνίτης εικονογράφος ακολουθώντας επακριβώς τις ευαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στη σύνθεσή του δίπλα στο κεντρικό θέμα τις σκηνές της ανόδου και καθόδου στο όρος Θαβώρ. Αριστερά βλέπουμε το Χριστό να προπορεύεται έχοντας στραμμένο το κεφάλι προς τους τρεις μαθητές και το αριστερό χέρι υψωμένο σε χειρονομία λόγου· στο δεξί χέρι κρατεί το θείο Νόμο. Φαίνεται να προετοιμάζει τους μαθητές για τη μοναδική εμπειρία που πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δεν είναι να τους εκπλήξει με τη Μεταμόρφωσή του, αλλά να τους αποκαλύψει τη θεϊκή του δόξα. Μετά το ουράνιο όραμα κατέρχονται από την άλλη πλευρά του βουνού· οι μαθητές στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα προς τον Κύριό τους που τους καθησυχάζει ευλογώντας τους. Ταυτόχρονα τους λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9).
Η παραλλαγή αυτή συνηθίζεται ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες, αλλά απαντάται κάποτε και σε φορητές εικόνες. Το γεγονός αυτό, να προστίθενται δηλαδή γύρω από μια κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα επεισόδια, έχει στην αγιογραφική τέχνη καθαρά βυζαντινή προέλευση. Το βαθύτερο νόημα αυτής της πράξης απορρέει από τη σκέψη ότι πάνω στη «θεϊκή» επιφάνεια –εικόνα-, το διαρκές και αιώνιο παρόν λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα, κάτι που σε μια «κοσμική» επιφάνεια-ζωγραφικός πίνακας- παρουσιάζεται ως μια αλληλουχία γεγονότων.
Στο παρελθόν κάθε αγιογράφος άρχιζε τη «θεία τέχνη» του με την εικόνα της Μεταμόρφωσης. Εδώ η παράδοση πίστευε ότι η σκηνή αγιογραφείται όχι τόσο με τα χρώματα του τεχνίτη, αλλά με το ίδιο το Θαβώριο Φως. Η οδηγός παρουσία του Αγίου Πνεύματος εκδηλώνεται στη φωτεινότητα και λάμψη της όλης σύνθεσης και αφαιρεί κάθε πιθανή κατευθυντική πηγή φωτός.
Το μήνυμα που εκπέμπει στους πιστούς η εικόνα είναι ότι αφού με το βάπτισμα έχουν γίνει μέτοχοι στο μυστήριο της Ανάστασης (που προεικονίζει η Μεταμόρφωση), καλούνται τώρα να μεταμορφώνονται ολοένα και περισσότερο με τη χάρη του Κυρίου (Β’ Κορινθ. 3:18).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...