Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 06, 2016

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ



Α΄. Ποιος είναι ο τίμιος Πρόδρομος
    Είναι αυτός για τον οποίον ο Χριστός είπε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να γεννήθηκε από γυναίκα και να είναι ανώτερος του. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας ψάλλει στο απολυτίκιό του· «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Τίμιε Πρόδρομε».
    Πράγματι ο Τίμιος Πρόδρομος έχει ιδιαίτερα και πολλαπλά χαρακτηριστικά.
    Είναι αυτός που γεννιέται με έκτακτο και ασυνήθιστο τρόπο από την περασμένης ηλικίας μητέρα του· είναι καρπός προσευχής μάλλον παρά σαρκικού θελήματος.
    Είναι αυτός που λύνει την αφωνία του πατέρα του και σκορπά χαρά σ’ όλους με τη γέννησή του.
    Είναι ο παραιτούμενος οικιοθελώς από τη νομική ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και σχολάζων κατά Θεό στην έρημο του Ιορδάνου.
    Είναι ο άκρος ασκητής και εγκρατευόμενος· δεν πίνει οινοπνευματώδη εντελώς, έχει περιορίσει στο ελαχιστότατο τις ανάγκες της τροφής, της ενδύσεως, της διαβιώσεως.
    Είναι ο κατ’ εξοχήν ελεύθερος άνθρωπος. Ελεύθερος από την τυραννία της τροφής, των ρούχων, των αξιωμάτων, της κολακείας, της κοινωνικής αποδοχής και συμπαραστάσεως. Ελεύθερος από τον φόβο και τις πιέσεις θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου.
    Είναι ο επίγειος άγγελος και ο επουράνιος άνθρωπος. Είναι ο Αδάμ πριν την πτώση και πριν δημιουργηθεί η Εύα. Ο κατ’ εξοχήν παρθένος και άγαμος. Το κατ’ εξοχήν εκλεκτό δημιούργημα του Θεού. Η Παναγία και αυτός είναι οι δύο μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας.
    Είναι αυτός που έχει Πνεύμα Άγιο από την κοιλιά της μητέρας του και γι’ αυτό λαλεί προφητικά με τη γλώσσα της μητέρας του, ενώ ακόμη είναι έμβρυο έξι μηνών (Λκ. 1,41-45).
    Είναι ο Πρόδρομος του Κυρίου, όχι μόνο όταν ζούσε αλλά και όταν πέθανε. Προπορεύθηκε και προετοίμασε τις ψυχές των ανθρώπων και στη γη και στον Άδη. Τον έδειξε στους ανθρώπους ως έμβρυο, ως ώριμος άνδρας αλλά και ως νεκρός.
    Είναι αυτός που έρχεται «εις τύπον και τόπον», «εν πνεύματι και δυνάμει» του προφήτου Ηλία. Πυρφόρος, αλύγιστος, άτρομος, ασυμβίβαστος. Η μόνη του διαφορά με τον Ηλία ότι δεν έκανε χρήση της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή να κάψει αποσπάσματα στρατιωτών, να σφάξει τους ιερείς των ειδώλων και τους ψευδοπροφήτες, ή να ταλαιπωρεί με ξηρασία τον αμαρτωλό λαό. Ήταν οξύς και απειλητικός και ελεγκτικός μόνο στο κήρυγμα. Το κύριο και μόνο όπλο των αποστόλων.
    Είναι ο προφήτης που εμφανίζεται μετά από μακρόχρονη παύση της προφητείας. Πέντε αιώνες περίπου είχαν περάσει από την εμφάνιση του τελευταίου προφήτου του Μαλαχία. «Λιμός του ακούσαι τον λόγον Κυρίου» είχε πέσει. Η μεγαλύτερη τιμωρία και αποδοκιμασία του Θεού. Ο λαός διψούσε για προφητικό κήρυγμα και για προφητική καθοδήγηση και γι’ αυτό πλημμύρισαν από κόσμο οι όχθες του Ιορδάνου όταν εμφανίσθηκε.
    Είναι ο μόνος προφήτης που προφητεύτηκε εκ των προτέρων –από δύο προφήτες της Π.Δ. (Ησαΐα και Μαλαχία) και από τον πατέρα του (Λκ. 1,76)- ότι θα έρθει για να κάνει αυτό το έργο. «Ως γέγραπται εν ταις προφήταις, ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθεν σου (Μαλ.3,1)· φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού (Ησ. 40,3)» (Μαρκ. 1,2-3).
    Είναι ο Βαπτιστής του Κυρίου, που αξιώθηκε ανάμεσα σε δισεκατομμύρια ανθρώπους όλων των εποχών να τον βαπτίσει!
    Είναι ο θεόπτης που είδε τον Χριστό ως άνθρωπο, το Πνεύμα το Άγιο «εν είδει περιστεράς» και άκουσε τη φωνή του Θεού Πατέρα, βιώνοντας έτσι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.
    Είναι, αν και χαρισματούχος και φοβερά άγιος, αφάνταστα ταπεινός. Τον ρωτούσαν μήπως είναι ο Ηλίας που τον πήρε ο Θεός χωρίς να γνωρίσει θάνατον. Τον ρωτούσαν μήπως είναι ο Μεσσίας.Ερωτήματα που ξυπνούν τον ανθρώπινο εγωισμό και την ματαιοδοξία και που μπορούν να σπρώξουν τον άνθρωπο στο δρόμο της απωλείας. Κι όμως ο Ιωάννης πέρα για πέρα ταπεινός ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι ο Ηλίας, δεν είναι ο Μεσσίας, απλώς είναι αυτός που προετοιμάζει την οδό του Κυρίου. Κι όταν βλέπει τον Κύριο λέγει στους μαθητές του να ο αμνός του Κυρίου ακολουθείστε τον. Εγώ πρέπει να μικραίνω κι αυτός να μεγαλώνει. Εγώ δεν είμαι άξιος ούτε τα κορδόνια από τα παπούτσια να λύσω. Εγώ σας βαπτίζω με νερό αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο. Κι όταν βάπτισε τον Χριστό είπε εγώ πρέπει να βαπτισθώ από σένα και όχι εσύ.
    Είναι αυτός που μαρτύρησε και σφαγιάστηκε χάριν του Χριστού. Πριν σφαγιασθεί ο «Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», τα νήπια που σφαγίασε ο Ηρώδης ο μέγας και ο Τίμιος πρόδρομος που έσφαξε ο Ηρώδης Αντίπας τη απαιτήσει της συζύγου του Ηρωδιάδος, είναι τα αίματα που χύθηκαν για να καθαρίσουν τον κόσμο κάπως και να τον προετοιμάσουν να οικειωθεί την Θυσία του Σταυρού.

Β΄. Ποιο ήταν το έργο του
α΄. Να προαναγγείλει τον ερχομό του Χριστού.
    Από την εποχή του Αβραάμ ο Θεός μιλούσε για κάποιον που θα έφερνε την ευλογία του Θεού σ’ όλο τον κόσμο. Που θα ένωνε ξανά τη γη με τον ουρανό. Που θ’ αποκαθιστούσε τις σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Περνούσαν όμως οι αιώνες και ο λυτρωτής αυτός δεν φαινόταν. Οι άνθρωποι είχαν σταματήσει πλέον να ελπίζουν και να περιμένουν τον ερχομό του. Κι έρχεται ο Πρόδρομος να τους το υπενθυμίσει και να ξαναζωντανέψει στη θύμισή τους τον ερχομό του.
β΄. Να προετοιμάσει τον κόσμο να δεχθεί τον Κύριο, δηλαδή να μετανοήσει.
    Το «ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού» (Ησ. 40,3) σημαίνει προετοιμάστε τις ψυχές των ανθρώπων να τον δεχθούν. Αυτές είναι που είναι γεμάτες από πάθη και ελαττώματα, που σαν αγκάθια, δεν επιτρέπουν να περάσει ο ερχόμενος Κύριος. Έτσι ο Πρόδρομος κατέστη ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος του νόμου του Θεού, ο κατ’ εξοχήν προφήτης και απόστολός του.
    Αυτό θα είναι και το έργο του Χριστού ως ανθρώπου μετέπειτα. Να μετανοήσει ο κόσμος και να ενωθεί ξανά με τον Τριαδικό Θεό.

    Λέγει ο αείμνηστος π. Αθάνασιος Μυτιληναίος σε ομιλία του· «Όταν ο Θεός μιλούσε στον Αδάμ στον παράδεισο δεν χρειαζόταν καμμία προετοιμασία. Ο Θεός παρουσιαζότανε και μιλούσε, δεν ξέρουμε πως γινόταν αυτό μόνο ο Αδάμ και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης το γνωρίζουν, πάντως μιλούσε και παρουσιαζότανε εική και ως έτυχε, χωρίς προετοιμασία. Διότι οι πρωτόπλαστοι δεν είχαν ακόμη αμαρτήσει.
    Μετά την πτώση όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η αμαρτία έγινε εμπόδιο στο να συναντά ο Θεός τον άνθρωπο και όταν τον συναντούσε κατ’ ανάγκη, λόγω πρωτοβουλίας του Θεού, ό άνθρωπος γέμιζε από φόβο και αγωνία. Γι’ αυτό, όταν προσπαθεί να δει τον Αδάμ και την Εύα μετά τη πτώση, εκείνοι κρύβονται και δεν παρουσιάζονται.
    Έκτοτε ο άνθρωπος για ν’ αναφερθεί στο Θεό προετοιμάζεται. Η προετοιμασία αυτή ήταν κάποια θυσία ή κάποια ιδιαίτερη άσκηση και καθαρμός εκούσια ή κάτι που το του ζητά ο Θεός εκ των προτέρων».
    Ας θυμηθούμε την θυσία του Άβελ και του Κάιν και το πώς ο Θεός αντέδρασε σ’ αυτήν ανάλογα με την προσφορά που δέχθηκε.
    Ας θυμηθούμε τις θυσίες που προσφέρανε οι πατριάρχες των Εβραίων, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ σε ξεχωριστές και επίσημες στιγμές της ζωής τους. Ας θυμηθούμε την προετοιμασία των Ισραηλιτών και του Μωυσή στο Σινά, κατόπιν εντολής του Θεού, πριν πάρουν το νόμο του Θεού.
    Ας θυμηθούμε τον Ηλία, που νήστεψε κι αυτός σαράντα μερόνυχτα πριν δει τον Θεό, λόγω ιδιαιτέρων συνθηκών που αντιμετώπιζε τότε, όταν τον καταδίωκε η Ιεζάβελ για να τον σκοτώσει,.
    Κι όλα αυτά δεν έπρεπε να είναι αυτονομημένα και αποκομμένα από την ψυχή του ανθρώπου, αλλά να εδράζονται και να ξεκινούν από την γνήσια και αυθεντική μετάνοια του. Η θυσία, η νηστεία, το πένθος, η συντριβή, η εκζήτηση του ελέους του Θεού, η αλλαγή νοοτροπίας και διαθέσεως όλα αυτά είναι, πρέπει να είναι στοιχεία και ενδείξεις της μετανοίας του ανθρώπου. Ας διαβάσουμε το πρώτο κεφάλαιο της προφητείας του Ησαΐα για να δούμε πως εκείνο που μας προετοιμάζει για να συναντήσουμε το Θεό είναι κυρίως η γνήσια μετάνοια και η υπακοή στο θέλημά του. Πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που έρχεται ο Θεός να συναντήσει τον άνθρωπο πρόσωπο προς πρόσωπο, έπρεπε να γίνει μια προετοιμασία του αμαρτωλού λαού.
    Έτσι ο Πρόδρομος αρχίζει το αφυπνιστικό του κήρυγμα «μετανοείτε» και οι άνθρωποι αρχίζουν να ανανήφουν και να τρέχουν κοντά του να τον συμβουλευθούν. Έρχονται οι όχλοι, οι Ιεροσολυμίτες, οι τελώνες, οι στρατιώτες και ρωτούν «τι ουν ποιήσομεν» (Λουκ. 3,10-14). Οι μόνοι που δεν έρχονται για να ρωτήσουν με αγνό σκοπό είναι οι ιερείς, οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι «οι δικαιούντες εαυτούς» (Λουκ. 16,15). Γι’ αυτό ο Ιωάννης τους ελέγχει σκληρά ονομάζοντάς τους «γενεά εχιδνών» και υποδεικνύοντάς τους να μετανοήσουν και να μη επαναπαύονται στο ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ.
γ΄. Να δείξει τον Χριστό.
    Την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη σύγχυση για το ποιος θα είναι ο Χριστός. Άλλοι λέγανε μήπως είναι ο Ιωάννης και ο Ιωάννης απαντούσε αρνητικά. Άλλοι λέγανε ότι θα είναι ο Ιερεμίας, ο Ηλίας ή κάποιος άλλος προφήτης. Η σύγχυση που επικρατούσε τότε ήταν σαν τη σύγχυση που επικρατεί τώρα για το πρόσωπο του αντιχρίστου. Έρχεται λοιπόν ο Πρόδρομος και τον δείχνει· «να αυτός είναι ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου». Εδώ είναι το κυρίως προφητικό έργο του Ιωάννου, ν’ αποκαλύψει την παρουσία του Θεού στον κόσμο που δεν τη γνωρίζει.
δ΄. Να βαπτίσει τον Χριστό.
    Τι ήταν το βάπτισμα του Ιωάννου; Ήταν βάπτισμα μετανοίας. Ήταν δηλαδή ένα μέσο που καλλιεργούσε τους ανθρώπους και τους προετοίμαζε για να μετανοήσουν. Ο Ιωάννης ήταν «κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ.3,3) Εγώ βαπτίζω με νερό έλεγε ο Ιωάννης θα έρθει όμως ο Μεσσίας που θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο «αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκ.3,16).
    Με το νερό ένα μεταλλικό αντικείμενο καθαρίζεται μόνο εξωτερικά, ενώ η φωτιά εισχωρεί μέσα του και το λειώνει, ώστε να καθαρισθεί από κάθε πρόσμιξη, να πάρει νέα μορφή και νέο σχήμα. Έτσι το βάπτισμα του Μεσσία -που εμφανίζεται πρώτη φορά την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου το άγιο Πνεύμα κατέρχεται με μορφή πυρίνων γλωσσών εκπληρώνοντας την προφητεία του Ιωάννου- εξαγνίζει βαθειά τον άνθρωπο και τον μεταμορφώνει, καθώς το άγιο Πνεύμα σαν φωτιά διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξή του.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Όταν η Πάτρα του περασμένου αιώνα γιόρταζε τα Φώτα


Όταν η Πάτρα του περασμένου αιώνα  γιόρταζε τα Φώτα Τα Θεοφάνεια- Ο αγιασμός των υδάτων

Τρεις φωτογραφίες απο τα παλιά, από τις αρχές του περαμένου αιώνα, φωτίζουν μια άλλη Πάτρα και ρίχνουν το ...σταυρό στη νοσταλγία. Θεοφάνεια όπως άλλοτε.
Στις αρχές του αιώνα
Στα 1920.. ο αγιασμός των υδάτων
Τα Θεοφάνεια του 1922. Στην εικόνα αποτυπώνεται το πλήθος του κόσμου που συγκεντρώθηκε στο μόλο της Αγίου Νικολάου ανήμερα των Φώτων.

Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2016

Την εορτή των Αγίων Θεοφανείων του Χριστού μας και εορτή των Φώτων καλούμε.

ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ ΚΑΛΟΥΜΕ
Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Την εορτήν των Αγίων Θεοφανείων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εορτή των Φώτων την καλούμε.  Φυσικά τα Άγια Θεοφάνεια καλούνται Φώτα γιατί κατά τους πρώτα χριστιανικά χρόνια οι πρώτοι Χριστιανοί εβαπτίζοντο την παραμονή της Εορτής.  Η Υμνογραφία της Εκκλησίας μας γέμει από  αναφορές που δικαιολογούν την ονομασία εορτή των Φώτων.

Σε στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Εορτής ψάλλομε, «τον φωτισμόν ημών, τον φωτίσαντα πάντα άνθρωπον». Στο «και νυν» πριν την Είσοδον κατά την Εσπερινή Ακολουθία ψάλλομε, «του δοξάζειν σε Σωτήρ, τον φωτισμόν των ψυχών ημών».
Μετά τα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα ψάλλομε, το τροπάριον «Επεφάνης εν τω κόσμω, ο τον κόσμον ποιήσας, ίνα φωτίσεις τους εν σκότει καθημένους· Φιλάνθρωπε δόξα σοι».  Στους στίχους που ακολουθούν του τροπαρίου αυτού ψάλλομε την κατακλείδα του τροπαρίου αυτού, «Ίνα φωτίσεις τους εν σκότει καθημένους· Φιλάνθρωπε δόξα σοι».
Μετά τα υπόλοιπα Παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα ψάλλομε, το τροπάριον, «Αμαρτωλοίς και τελώναις, δια πλήθους ελέους σου επεφάνης Σωτήρ ημών, που γαρ είχε το φως σου λάμψαι, ειμή τοις εν σκότει καθημένοις; δόξα σοι». Στους στίχους που ακολουθούν του τροπαρίου αυτού ψάλλομε την κατακλείδα του τροπαρίου αυτού «Που γαρ είχε το φως σου λάμψαι, ειμή τοις εν σκότει καθημένοις; δόξα σοι».
Κατά τη Θεία Λειτουργία, ο υμνογράφος τον Άγιον Ιωάννη τον Πρόδρομο θέλει να ερωτά «πως φωτίσει ο λύχνος το Φως;»    Μετά το Ευαγγέλιο και τα ‘’Ειρηνικά’’ εις την ευχή που διαβάζει ο ιερέας μυστικώς,  αναφέρει μεταξύ άλλων το εξής : «το φως το εκ φωτός, ο ελθών εις τον κόσμον του φωτίσαι αυτόν».
Εις άλλην ευχή που διαβάζει ο ιερέας μεγαλοφώνως,  αναφέρει μεταξύ άλλων το εξής : «το Φως το απρόσιτον, το φωτίζον πάντα άνθρωπον εις τον κόσμον λάμψον καμοί τω αναξίω δούλω σου, φώτισον μου της διανοίας τα όμματα».
Το τροπάριον της εορτής «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε» έχει τον καταληκτικό στίχο «Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός, και τον κόσμον φωτίσας δόξα σοι».  Εις την Λιτή σε ιδιόμελον του Κοσμά Μοναχού αναφέρονται και τα εξής : «Ω του θαύματος! δίχα πυρός  αναχωνεύει, και αναπλάττει άνευ συντρίψεως, και σώζει τους εις αυτόν φωτιζομένους, Χριστός ο Θεός και Σωτήρ των ψυχών ημών».
Εις τον όρθρον ψάλλομε «Πνεύμα δε το Άγιον, επί σε κατεγίνετο εν ω και φωτισθέντες βοώμεν∙ Δόξα τω εν Τριάδι Θεώ».  Το κοντάκιον της εορτής «Επεφάνης σήμερον», καταλήγει με το «ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον».

Φυσικά υπάρχουν και άλλες αναφορές στην Ακολουθία της εορτής.  Αυτό το υμνογραφικό βίωμα του Ορθοδόξου λαού μας, ήταν φυσικό να περάσει και εις τα κάλαντα των Φώτων με την αρχή, «Σήμερα είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός και γιορτή μεγάλη κι αγιασμός».  Δικαίως λοιπόν την εορτήν των Αγίων Θεοφανείων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εορτή των Φώτων την καλούμε. 

ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ- ΜΕΓΑΛΟ ΦΑΡΜΑΚΟ. ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΑΓΙΑΣΜΟ!

Εσφαλμένες απόψεις που, δυστυχώς, διδάσκονται στις μέρες μας
ακόμη και από Κληρικούς! 

theofaneia
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε. Βολουδάκη

Στις 5 Ιανουαρίου, τελείται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού και εν συνεχεία οι ιερείς θα αγιάσουν τα σπίτια όσων χριστιανών το επιθυμούν και το ζητήσουν.
Η ίδια Ακολουθία θα τελεσθεί και στις 6 Ιανουαρίου,  εορτή των Θεοφανείων, κατά την οποία εορτή πανηγυρίζουμε  το γεγονός της Φανερώσεως επί της γης του Χριστού ως Μονογενούς Υιού και λόγου του Θεού Πατρός. Ταυτοχρόνως εορτάζουμε και τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, καθ’ ότι, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν».
Ο αγιασμός και των δύο ημερών, 5ης και 6ης Ιανουαρίου, είναι ίδιος. Δηλαδή έχει την ίδια αγιαστική δύναμη.
Μερικοί, όμως, παρασυρόμενοι από το γεγονός ότι την παραμονή των Θεοφανείων παραλείπεται η ανάγνωση της πρώτης μεγάλης Ευχής ισχυρίζονται ότι, ένεκα αυτής της ελλείψεως, ο αγιασμός της 6ης Ιανουαρίου είναι μεγαλυτέρας αγιαστικής χάριτος. Οι υποστηρικτές αυτής της απόψεως δεν έχουν δίκιο, διότι η παραλειπομένη ευχή δεν είναι αγιαστική αλλά κηρυκτική. Αναλύει θεολογικά το νόημα της εορτής χωρίς, όμως, να περιέχει επίκληση της αγιαστικής Θ. Χάριτος.
Πραγματική διαφορά αγιαστικής δυνάμεως υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Αγιασμού και του Μικρού αγιασμού που τελείται στην αρχή κάθε μηνός.
Η διαφορά αγιαστικής Χάριτος Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Δεν διαφέρει η ποιότητα της Θ. Χάριτος, η Οποία είναι η αυτή πάντοτε αλλά διαφέρει η ποσότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιερωσύνη. Και οι τρεις βαθμοί της, Επίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος έχουν λάβει την ίδια ποιότητα Θ. Χάριτος αλλά όχι την ίδια ποσότητα και γι’ αυτό υπάρχει διαφορά στην ενέργεια των τριών βαθμίδων της Ιερωσύνης.
Ο Μέγας Αγιασμός είναι το σπουδαιότερο φάρμακο της Εκκλησίας μας μετά τη Θ. Κοινωνία και γι’ αυτό μεταλαμβάνουμε του αγιασμού πριν να λάβουμε το αντίδωρο, ενώ, αντιθέτως, ο μικρός Αγιασμός, ως τέταρτος κατά σειράν δυνάμεως, λαμβάνεται μετά το αντίδωρο. Μέγα Αγιασμό λαμβάνουν και όσοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις και την ανάλογη προετοιμασία για τη Θ. Μετάληψη.
Ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της Μετανοίας και την Εξομολόγηση, καθ’ ότι η αρχή του ανάγεται στο βάπτισμα μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίο ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε με την Παρουσία και την Βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό.
Η σύνδεση του Μ. Αγιασμού με το μυστήριο της Μετανοίας επιτάσσει να προηγείται της μεταλήψεως του Μεγάλου Αγιασμού νηστεία άνευ ελαίου, δεδομένου ότι η νηστεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μετάνοια. Η ανέλαιος νηστεία για την μετάληψη του Μ. Αγιασμού τηρείται πάντοτε και όχι μόνο κατά την παραμονή των Θεοφανείων, εφ’ όσον μετάληψη Μεγάλου Αγιασμού γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Μερικοί επιμένουν να πιουν Μ. Αγιασμό την παραμονή των Θεοφανείων, χωρίς να έχουν νηστέψει το λάδι, συνεπικουρούμενοι και από κάποιους ιερείς που τους εξοπλίζουν με το τάχα… ακαταμάχητο επιχείρημα: «Μα, γιατί να χρειάζεται να νηστέψουμε το λάδι για να πιούμε Μ. Αγιασμό, αφού με αυτόν ραντίζουμε τους τοίχους και τον χύνουμε στο έδαφος;».
Οι άνθρωποι που προτάσσουν αυτό το επιχείρημα πρέπει να γνωρίζουν ότι μόνο δύο ημέρες (5 και 6 Ιανουαρίου) το χρόνο ο Μέγας Αγιασμός ρίπτεται στο έδαφος και ραντίζεται και αυτό, για να αγιασθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμεθα εμείς οι άνθρωποι. Το πάτωμα και τα πλακάκια δεν μπορούν να νηστέψουν! Οι πιστοί, όμως, μπορούμε και πρέπει να νηστέψουμε, γιατί, όπως προείπαμε, ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται με το μυστήριο της Μετανοίας.
Εξαίρεση στην ανέλαιο νηστεία γίνεται αν συμπέσει η παραμονή των Θεοφανείων, ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, οπότε γίνεται κατάλυση ελαίου, διότι ποτέ δεν νηστεύουμε το λάδι, τα Σάββατα και τις Κυριακές παρεκτός μόνο το Μέγα Σάββατο.
Οι αγιαστικές Ευχές καθιστούν το νερό του Μ. Αγιασμού ισοδύναμο με το νερό της βαπτίσεως και γι’ αυτό ο Μ. Αγιασμός χρησιμοποιείται για την βάπτιση βρεφών, που είναι ετοιμοθάνατα, ή βαρειά άρρωστα προς συντόμευση της Ακολουθίας της Βαπτίσεως. Επίσης, εάν τελεσθεί βάπτιση την ημέρα των Θεοφανείων χρησιμοποιείται στην κολυμβήθρα Μέγας Αγιασμός, χωρίς να αναγνωσθεί η Ευχή του Αγιασμού του ύδατος αλλά μόνο τα λόγια, που αφορούν στον βαπτιζόμενο. Η Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού (που τελείται κάθε μήνα) δεν περιέχει αγιαστική Ευχή, δηλαδή επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος αλλά ο αγιασμός του ύδατος γίνεται μόνο με την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, ο Μικρός Αγιασμός ρίπτεται και ραντίζεται στο έδαφος καθ’ όλο το έτος εν αντιθέσει με τον Μεγάλο Αγιασμό, ο οποίος, όπως μαρτυρείται στους χειρογράφους κώδικες «ου ρίπτεται το σύνολον»(κωδ. 979 του Σινά) κατά τις λοιπές ημέρες, πλην των ημερών της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων.
Ο Μέγας Αγιασμός φυλάσσεται καθ’ όλο το έτος στο Ιερό Βήμα του Ναού και χρησιμοποιείται από τους Ιερείς στις περιπτώσεις, που προαναφέραμε αλλά και σε άλλες περιστάσεις. Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να φυλάσσεται και στα σπίτια των χριστιανών, δεδομένου ότι για να διατηρηθεί στο σπίτι πρέπει να επικρατούν σ’ αυτό πνευματικές συνθήκες. Εξ άλλου η Εκκλησία μας είναι το «ταμείον της Θ. Χάριτος»και φυσικά δεν θα αρνηθεί ποτέ να μας χορηγήσει τον Μεγάλο Αγιασμό, όταν η περίσταση το καλέσει και ο Πνευματικός κρίνει ότι θα αποβεί «προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειος».
                                                              Πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία», Ιανουάριος 2004

Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῶν Θεοφανείων

Π. Εὐδοκίμωφ
Μέχρι τόν Δ° αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ’ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως. Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά… ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).
«Τό δέ παιδίον ηὔξανε… καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
 Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός – Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ… ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου… Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.
Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου…». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης.
 Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος. «Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 – 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.
 Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν… οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου…». Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα… Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
 Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου… Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας. Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς).
 Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
 Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς. Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35). Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος. Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο.
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις… Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα… (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα». Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14).
Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία). Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσ-μοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο.
Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
 Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »… Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του. Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε…».

Τα άγια Θεοφάνεια Τα δύο βαπτίσματα

Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Τα άγια Θεοφάνεια

Τα δύο βαπτίσματα


ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, αγαπητοί μου, για όλους τους ορθοδόξους λαούς. Ιδιαιτέρως την εορτάζει ή Ελλάς, χώρα ναυτική. Οι ναυτικοί μας, όπου και να πλέουν, εϊτε στον Ατλαντικό εϊτε στον Ειρηνικό ωκεανό, την τιμούν χαρμοσύνως• σήμερα αγιάζονται τα νερά και οί θάλασσες με τον τίμιο σταυρό.

Ή εορτή των Φώτων είναι το τέλος μιας εκκλησιαστικής περιόδου πού ονομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα το Δωδεκαήμερο, πού άρχισε με τη γέννηση του Χριστού. Να μιλήσουμε για την εορτή των Φώτων; Μικρά ή διάνοια μας, ασθενής ή γλώσσα μας, και το μυστήριο πού αποκαλύπτεται σήμερα με τη βάπτιση του Κυρίου απέραντο όπως ό ωκεανός. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε. Άλλα για να μη μείνη ό άμβωνας άφωνος τέτοια μέρα, τολμώ, επικαλούμενος τη χάρι του αγίου Πνεύματος, κάτι να πω.

Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε στη γη ως άνθρωπος υπό τις πλέον ταπεινές συνθήκες• ήλθε ως νήπιο, γεννήθηκε από πάμπτωχη κόρη σε μια κωμόπολη της Ιουδαίας μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ποιος, βλέποντας το βρέφος εκείνο, ήταν δυνατόν να φανταστή, ότι κάτω από αυτό το σχήμα κρυβόταν ή Θεό- της; Μετά από οκτώ ήμερες δέχθηκε την περιτομή και έλαβε το όνομα Ιησούς Χριστός, «το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2,9). Δώδεκα ετών τον βλέπουμε πάλι στο ναό του Σολομώντος, όπου κατέπληξε τους σοφούς πρεσβυτέρους με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του. Μετά, για το διάστημα από δώδεκα ετών έως τριάντα, ορισμένοι λένε πολλά φανταστικά, άσχετα με το Ευαγγέλιο. Άλλ' ένα είναι το βέβαιο• ότι ό Ιησούς Χριστός έζησε αφανής. Αφάνεια. Ωραία είναι ή αφάνεια! Που ήταν; Έμενε και εργαζόταν στη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κρατούσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά και καρφιά. Είναι ό πρώτος εργάτης! Τίμησε την εργασία εκεί στο- εργαστήριο του νομιζομένου πατρός του. Έτσι έμεινε άγνωστος. Ποιος φανταζόταν, ότι αυτός ό ξυλουργός είναι ό προφητευμένος από αιώνων «υιός ανθρώπου» (Δαν. 7,13);

Άλλ' ήρθε ή ώρα να εμφανιστεί. Και τότε παρουσιάστηκε ό Ιωάννης ό Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια και είλκυε κόσμο πολύ. Όλοι έσπευδαν στα ρείθρα του Ιορδανού, μετανοούσαν και έβαπτίζοντο. Μέσα στο πλήθος ήρθε και ό Χριστός. Ήταν απέριττος, χωρίς κάποιο εξωτερικό διακριτικό• δέ φορούσε διάδημα. Ό Ιωάννης όμως διέκρινε, ότι κάτω από το φτωχικό του παρουσιαστικό υπήρχε ή Θεότης. Τον αντελήφθη, γι' αυτό ακριβώς ήταν εκεί. Ό Χριστός του λέει• —Βάπτισε με. Ό Ιωάννης• —Δεν είμαι άξιος• εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα. Ό Χριστός επιμένει καΐ στο τέλος ό Ιωάννης πειθαρχεί. Κι όταν τον βάπτισε, τότε άνοιξαν οι ουρανοί, είδε το Πνεύμα το άγιο σαν περιστερά λευκή να κατεβαίνει επάνω στην κεφαλή του Χριστού μας, και ακούστηκε ή φωνή του ουρανίου Πατρός να μαρτυρεί γι' αυτόν. Έτσι απεκαλύφθη το μέγα μυστήριο.

Ένας ασεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε να διακωμώδηση το μυστήριο αυτό. Μα τί θα πή «λογοτέχνης »; Άν σου βρίσει τον πατέρα, θα το δεχτής επειδή είναι λογοτέχνης; Ό ένας βρίζει χυδαίως κι ό άλλος βρίζει λογοτεχνικώς• τί σημασία έχει; είτε σε χυδαία γλώσσα εϊτε σε λογοτεχνική, ϋβρις είναι. Το ύβρισαν λοιπόν οι άπιστοι το μυστήριο• τους φαίνεται σκάνδαλο. Εμείς το βλέπουμε διαφορετικά.

Υπάρχει μία λέξη του ευαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέγει. Στόν Ιορδάνη έμπαιναν γυμνοί στο νερό και, όπως ήταν, έξωμολογοΰντο τις αμαρτίες τους. Και άλλοι μεν έμεναν περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, αναλόγως των αμαρτημάτων πού είχαν να πουν. Όλοι πάντως έμεναν ένα διάστημα βυθισμένοι. Ένας μόνο δεν έμεινε καθόλου• ό Χριστός. Το λέει το ευαγγέλιο• «Και βαπτισθείς ό Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος» (Ματθ. 3,16). Είδες μια λέξι τί σημασία έχει; «Ευθύς», λέει. Μόλις μπήκε, βγήκε. Γιατί; Διότι δεν είχε τίνα πή, δεν είχε αμαρτήματα! Το «ευθύς» είναι μαρτυρία της αγίας Γραφής, οτι ό Κύριος ήταν λευκός όχι μόνο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από προσωπικά αμαρτήματα. Ήταν ό μόνος πού απηύθυνε εκείνο το αναπάντητο ερώτημα• «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ίωάν. 8, 46).

Άλλ' αφού είναι αναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ή βάπτισις του Χρίστου έχει πολλούς λόγους. Έβαπτίσθη, για ν' άκουσθή ή μαρτυρία του Πατρός, να φανή ή συμφωνία του αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθεί έτσι ή θεότης του Υΐοϋ. Έβαπτίσθη, για να φανερωθή το μέγα μυστήριο της αγίας Τριάδος. Έβαπτίσθη, για να αγιάσει τα ύδατα. Έβαπτίσθη ακόμα, για να είναι το βάπτισμα του υπόδειγμα σ' εμάς• αν βαπτίσθηκε εκείνος πού δεν είχε ανάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο έχουμε εμείς ανάγκη να βαπτισθούμε.

Στο βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιος όμως το νιώθει; Γελούν τώρα οι καλεσμένοι θεομπαίχτες καταντήσαμε... Άλλα και στο βαπτιζόμενο, λόγω τής ηλικίας, δεν υπάρχει συνείδησις του μυστηρίου. Το μυστήριο θέλει πίστη' «... ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Σύμβ. πίστ.). Αν πιστεύαμε, αν είχαμε μάτια αγγέλων, θα βλέπαμε ότι ή ψυχή εκείνου πού βαπτίζεται, προτού να μπη στην κολυμβήθρα είναι μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα• άλλ' όταν βγαίνει από την κολυμβήθρα, μετά την τρίτη κατάδυση «εις το όνομα του Πατρός και του Υιοϋ και του αγίου Πνεύματος» —αύτη είναι ή πίστις μας—, βγαίνει πιο λευκή κι άπ' το χιόνι πού καλύπτει τώρα τα βουνά της πατρίδος μας. Για αυτό βλέπεις, το παιδί πού βαπτίζεται είναι υποχρεωτικό να το ντύνουν στα λευκά, σύμβολο ότι καθαρίστηκε. Σά' να λέη• Πλϋνε με, Κύριε, «και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9).

Γεννάται όμως το ερώτημα" μετά το βάπτισμα τί γίνεται; Όλοι λερώνουμε το χιτώνα του βαπτίσματος, δεν τον κρατούμε καθαρό και αμόλυντο, όπως λέει σήμερα ή Εκκλησία «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Και το ερώτημα, πού συνεκλόνισε αιώνα ολόκληρο την Εκκλησία είναι• Τα αμαρτήματα προ του βαπτίσματος, είτε κληρονομικά είτε προσωπικά, συγχωρούνται τα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα συγχωρούνται; Διχάστηκαν στην πρώτη Εκκλησία. Άλλοι είπαν, ότι δεν συγχωρούνται. Άλλα ή Εκκλησία είπε ότι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, συγχωρούνται. Πώς συγχωρούνται; Έχει ή Εκκλησία ένα άλλο μυστήριο, πού είναι ένα δεύτερο βάπτισμα. Βαπτισθήκαμε στην κολυμβήθρα, πρέπει να βαπτισθούμε και σ' αυτό. Όπως αυτός πού δέ' βαπτίζεται δέ' θεωρείται Χριστιανός, έτσι και αυτός πού αμάρτησε δέ' συγχωρείται αν δεν πέραση από αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο βάπτισμα; Είναι ή μετάνοια και εξομολόγησης. Πολλά άχρηστα δάκρυα χύνουν οί άνθρωποι• ένα δάκρυ έχει αξία• δώστε μου ένα τέτοιο δάκρυ! είναι το δάκρυ για τις αμαρτίες, το δάκρυ της μετανοίας. Αυτό γίνεται Ιορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα. Πού τελείται; "Οταν πας στον πνευματικό πατέρα και ομολογήσεις είλικρινώς τα αμαρτήματα σου, εκείνα πού δεν ξέρει ούτε ή γυναίκα σου ούτε ό είσαγγελεύς ούτε ό κόσμος (πού μπορεί να σε θεωρεί καλό και έντιμο άνθρωπο, αλλά ή συνείδησι βοά μέσα σου...).

Σπεύσε λοιπόν σ' αυτό το δεύτερο βάπτισμα το συνιστώ έπ' ευκαιρία σήμερα. Οί περισσότεροι δυστυχώς είναι ακόμη άνεξομολόγητοι. Το τονίζω• ή εξομολόγησης είναι ή κάθαρσις του αγίου Πνεύματος. Το είπαν και μεγάλοι ψυχολόγοι ή έξομολόγησις σε έμπειρο πνευματικό πατέρα απαλλάσσει τον άνθρωπο από το άγχος. Λίγοι δοκίμασαν την έξομολόγησι. Μεταξύ αυτών είναι και ένας 'Ρώσος συγγραφεύς, προφήτης του 'Ρωσικού λαού, ό Ντοστογιέφσκυ. Ήταν κατάδικος επί τσάρου μέσα στις φυλακές της Σιβηρίας, και εκεί γνώρισε τον Κύριο. Εκεί διάβασε και θαύμασε το Ευαγγέλιο, πίστεψε στο Χριστό. Βρήκε λοιπόν ένα πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματα πού έκανε ως άνθρωπος. Τότε είπε• «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην ψυχή μου».

Αγαπητοί μου, χωρίς εξομολόγηση παράδεισο δέ' θα δούμε. Γι' αυτό μικροί και μεγάλοι, όλοι στην έξομολόγησι. Ας πέσει από το μάτι μας ένα δάκρυ ενώπιον του πνευματικού. Και το δάκρυ αυτό θα γίνει Ιορδάνης. Και ή αγία Τριάς θα κάνη ν' ανοίξουν και για μας οί ουρανοί των ουρανών. Και τότε θα αισθανθούμε, ότι μέσα στην καρδιά μας ήλθε αυτή ή αγία Τριάς, Πατήρ Υιός και άγιον Πνεύμα• ω ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 6-1-1990 με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησις 6-1-2005

Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2016

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΩΡΑ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!

π. Ηλίας Υφαντής
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"

Τὰ Φῶτα στ’ Ἀϊβαλὶ



DSC08329[1]Φώτη Κόντογλου
Στά θαλασσινὰ τὰ μέρη ῥίχνουνε τὸν Σταυρό, ὓστερ’ ἀπὸ τή Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ῥίχνανε καὶ στήν πατρίδα μου, κ’ ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.
Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τή μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ’ ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσᾶ τὰ ἄμφια, παπάδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατὶ ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στίς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τή Λειτουργία καὶ πηγαίνανε οἱ παπάδες στή μητρόπολη, γιά νά γίνεται ἡ γιορτὴ πιὸ ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ’ οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἑλληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα πού τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλμωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικὰ θεατρικὰ τραγούδια. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.
Σὰν φτάνανε στ’ Ἀγγελὴ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπάδες ἀνεβαίνανε σὲ μία μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιά νά κάνουνε τὸν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἔπιανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει. Τὰ σπίτια πού ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τίς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος πού στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι πού ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐκια, μοιάζανε σὰν ἁρμάδα πού θὰ κάνει πόλεμο. Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τίς βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ἤτανε κι αὐτὰ γεμάτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.
Σ’ αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο. Ἀπάνου στά ξάρτια καὶ στίς σκαλιέρες, στίς γάμπιες καὶ στά μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στήν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες πού εἴχανε κοντοζυγώσει στή στεριὰ καὶ περιμένανε νά πέσει ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα – δυό νοματέοι ἀπάνω στήν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δυό ἤτανε στά κουπιά. Αὐτοὶ πού στεκόντανε ὀρθοὶ στήν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ πού φορούσανε σὰν πεστιμάλι. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιὰ τους ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τους ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ’ ἁλάτι. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ῥιχμένες στίς πλάτες τίς γοῦνες τους, γιά νά μὴν παγώσουνε. Ἕνα – δυό ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου – κάπου τὸν σταυρὸ τους. Μὰ τὸ μάτι τους ἤτανε καρφωμένο στό μέρος πού θὰ ‘ῥιχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης.
Ἀνάμεσα στούς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστῆς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατῆς ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργῆς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας, Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβὸ – Παρασκευὰς κι ἄλλοι. Σὰν νά τοὺς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ’ ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στό κεφάλι του ἕνα μαντίλι κ’ ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ’ ἕνα κοντάρι, λές κ’ ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δήμητρος ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τή γούνα του, μὲ τὸ μάτι του καρφωμένο στόν δεσπότῃ. Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβὸ – Παρασκευάς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσὶ του ἤτανε ἀπὸ φυσικὸ του κόκκινο. Στό κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δέν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στό σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ῥοῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στά ξάρτια σὲ μία μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νά σαλέψει, σὰν τ’ ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δέν πάγωνε! Ὁ Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μοναχὸς πού δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στό κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στό σχέδιο. Τὰ χέρια του τὰ ‘χε μπλεγμένα μπροστὰ στό στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στή βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ’ ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.
Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στή θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στίς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τίς γοῦνες τους κ’ οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιά νά ‘ναι οἱ βάρκες τους κοντὰ στό μέρος πού θὰ ‘πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στίς κουπαστὲς γιά νά δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νά περάσει ὁ δεσπότης, κ’ ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στόν ἀφέντη!» Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παρατάξη κ’ οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στό τέλος τὸ ‘ψελνε κι ὁ δεσπότης κ’ ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στή θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στή θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανε τὸ ‘να τ’ ἄλλο. Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μία τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξὺ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στό νερὸ κ’ ἡ θάλασσα ἄφριζε σὰν νά παλεύανε σκυλοψαρά. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν’ ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στόν πάτο νά βροῦνε τὸν Σταυρό. Γιά μία στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βούλιαζε γλήγορα πρὶν νά τὸ δεῖς.
Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ’ ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβὸ – Παρασκευάς. Μὲ δυό – τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότῃ καὶ σκάλωσε στήν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι του κ’ ἔδωσε τὸν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στόν ἀσημένιο δίσκο κ’ ὕστερα ἔδωσε τὸν δίσκο στόν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιά τὴν ἐκκλησία. Ὁ Παρασκευὰς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στά χέρια, γύριζε στούς μεγάλους καφενέδες καὶ στίς ταβέρνες κ’ ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ῥεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τοὺς ὤμους του δέν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πώς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, πού γύριζε τὸν χειμῶνα γυμνὸς μέσα στήν Ἀθήνα τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, κ’ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ῥωτούσανε γιατὶ δέν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πώς ὅλο τὸ κορμὶ του εἶναι σὰν τὸ κούτελο, πού δέν κρυώνει ποτές.
Τὴν ὥρα πού ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, ὅλα τὰ καΐκια καὶ τὰ καράβια, πού ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στό πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τους κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ πού ἦρθε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Θεοφάνεια = Φανέρωση Θεού
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σύγχρονο άνθρωπο, με τα ποικίλα προβλήματα, τις έννοιες και τα τρεχάματα;
Ποιο μήνυμα ζωής θα μπορούσε να δώσει στον καθένα μας η γιορτή της Βάφτισης του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη πριν δυο χιλιάδες χρόνια;
Δεν θα ήθελα μ' αυτό το σημείωμα ν' αναλύσω τη σημασία της γιορτής, ν' αναφερθώ στη φανέρωση της αγίας Τριάδος στον κόσμο και τι σημαίνει αυτό, ή στη σημασία του αγιασμού των υδάτων.
Θέλω να επισημάνω ότι όλα τα πιο πάνω, τα Θεολογικά και σπουδαία για την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι για όλους! Δεν τα καταλαβαίνουν, αλλά κυρίως δεν ενδιαφέρουν όλους! Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα σε μας και στους άλλους; Οι περισσότεροι δεν είμαστε προσκολλημένοι στις μέριμνες; Δεν είναι «πάρεργο» η ενασχόλησή μας με την Εκκλησία, το δόγμα και το ήθος της; Δεν είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιούμετις ακολουθίες των ημερών, για να νιώσουμε κάτι διαφορετικό; Μπορεί να ακούγονται τα πιο πάνω κάπως σκληρά. Αλλά ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «δεν πιστεύουν όλοι». Δεν είναι για όλους το μυστήριο της Θεολογίας. Δεν έχουν όλοι τη δυνατή ερωτική σχέση με το Θεό. Δεν βιώνουν όλοι το ίδιο την εμπειρία της Χάριτος.
Είναι αναγκαίο να κατανοούμε αυτό το «ου γαρ πάντων η πίστις» για να ταπεινωνόμαστε όταν η Εκκλησία μας παρουσιάζει τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια ως όντως φανέρωση Θεού και εμείς μένουμε ψυχροί και αδιάφοροι αναμένοντας τη συναισθηματική και ψυχολογική χαρά, όπως και να αποδεχόμαστε την ελευθερία του καθενός να σταθεί με τον τρόπο που θέλει και στο ποσοστό που θέλει απέναντι στην πνευματική και μυστηριακή ζωή. Για να «πιστέψουμε», να σταθούμε δηλαδή με δέος μπροστά στο μυστήριο της Θεοφανείας, που οι γιορτές μάς προσκαλούν, χρειάζεται να «σχολάσουμε», να ησυχάσουμε όντως. «Σχολάστε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Γιατί η ησυχία θα οδηγήσει στην αυτογνωσία και η αυτογνωσία στην προσπάθεια για αλλαγή, δηλαδή τη μετάνοια που είναι η θύρα προς τη βασιλεία.
Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, ένεκα του τρόπου ζωής που μπλεχτήκαμε, τουλάχιστο ας έχουμε τη συναίσθηση της αδυναμίας και οκνηρίας μας. «Όταν είμαστε ανίκανοι ν' αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατεβούμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπεινώσεως» (Στάρετς Μακάριος). Αυτή η ταπείνωση, ως συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», φέρει τη χάρη που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Τότε ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη φανέρωση του Θεού μέσα του ως φως, ως χαρά, ως αγαλλίαση και ηρεμία, που δεν τον απομονώνει από τους άλλους, αλλά τον ενώνει με όλο τον κόσμο με αγάπη, και συγχρόνως του δίνει την ελπίδα για νέα αληθινή πορεία προς την όντως ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση η ελευθερία του καθενός μας καθορίζει και τη συμμετοχή μας στη Χάρη των μυστηρίων του Θεού, που η εκκλησία κάθε χρόνο μας προσφέρει με τις γιορτές της και μας καλεί να δεχτούμε καρδιακά, απλά και ουσιαστικά τη φανέρωση του Θεού μας.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...