Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2016

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)



  

«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε τὸ ἔτος 1522 μ.Χ. στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Ὁ Κύριος ποὺ ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημα ἐκείνων ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν ἀγαποῦν, ἄκουσε τὴν δέησή της. Καὶ πράγματι, μία ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε κατὰ τὴν συνήθειά της στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἔντονης και ἐπίμονης προσευχῆς τὴν πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἕνα φῶς ἰσχυρὸ καὶ λαμπρὸ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ εἰσῆλθε στὴν κοιλιά της. Ἔτσι ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἔκρινε ὅτι τὸ ὅραμα αὐτὸ σήμαινε στὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὴ μονάκριβη θυγατέρα της. Μαζὶ μὲ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴν μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.

Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Κατ’ ἀρχήν, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτόκλητου, τὸν ὁποῖο εἶδε σὲ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Στὸ μοναστήρι πρόσθεσε καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα οἰκοδομήματα καὶ ἐκτάσεις καὶ τὸ προικοδότησε μὲ μετόχια καὶ ὑποστατικά, ποὺ ὑπερεπαρκοῦσαν γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ συντήρηση τῶν μοναζουσῶν. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας σκορποῦσε εὐωδία, γεγονὸς ποὺ ἀποτελοῦσε ἐμφανὴ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας αὐτῆς. Τὸ παράδειγμά της, λοιπόν, νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι. Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καὶ τὰ ὀρφανὰ στοργή. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Στηρίζει τοὺς πονεμένους σκλάβους μὲ τὴν προσευχή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.

Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο λατρεύω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά, ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ ἄνθρωπο τέλειο καὶ θὰ σᾶς χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἂν μπορεῖτε μία ὥρα πρωτύτερα νὰ μὲ στείλετε πρὸς Αὐτὸν μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ ἀπάντηση πρὸς τοὺς κατακτητές, ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχὴς καὶ φερώνυμη Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία. Ἀφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στὸ μοναστήρι της, ὅπως ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Φρόντιζε δέ, ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δικῆς της ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τοὺς μὲν ἐνάρετους τοὺς στερέωνε στὴν ἀρετή, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βελτίωνε ἠθικὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια. Καὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα.

Ἔτσι λοιπόν, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε στὴν τελειότητα καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, πρὸς ἀπόδειξη τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θὰ μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τὸ ἀκόλουθο: Ζοῦσε στὴν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ πολὺ μικρὸς εἶχε συνηθίσει στὶς κλεψιὲς καὶ στὶς ρᾳδιουργίες. Ὁ νέος αὐτός, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, κυριεύθηκε ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Ἐξ αἰτίας τούτου περιφερόταν στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος , θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλὲς φορές, ὅταν συνερχόταν ἀπὸ τὴν τρέλα, στὴν ὁποία τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, σύχναζε στὰ γύρω μοναστήρια γιὰ νὰ βρεῖ θεραπεία στὴν ἀσθένειά του. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ πετύχει τίποτε. Κάποιοι, ποὺ τὸν εὐσπλαγχνίστηκαν, τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἁγία Φιλοθέη ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καὶ ἐκτενὴ προσευχὴ τὸν λύτρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ διαβολικὴ μάστιγα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸ νουθέτησε ἀρκετά, τὸν εἰσήγαγε καὶ στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Καὶ ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ’ ὅλους.

Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».
(Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ: ᾽Ηλεκτρ. διεύθ. synaxarion. gr)

Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της. Τα λείψανα των αγίων, ως γνωστόν, αποτελούν το μεγαλύτερο θησαυρό για έναν τόπο, με το δεδομένο βεβαίως ότι υπάρχουν πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οι ορθόδοξοι έχουμε τα «μάτια»   να μπορούμε να βλέπουμε τη χάρη του Θεού σ’ αυτό που για τους απίστους είναι ένα νεκρό σώμα, ένα πτώμα. Για εμάς, το «πτώμα» είναι η ζωντανή παρουσία του αγίου και η απτή απόδειξη ότι ο Χριστός αγιάζει τον άνθρωπο ολοτελή: και στην ψυχή και στο σώμα. Πού σημαίνει: η ψυχή ζει την ενέργεια του Θεού, καθώς είναι στραμμένη σ’ Εκείνον, κι αυτή η ενέργεια μεταγγίζεται και στο συνδεδεμένο με αυτήν σώμα. Κανείς υλισμός δεν είναι ανώτερος και δραστικότερος από αυτόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα καθημερινά θαύματα που επιτελούνται από τον άγιο, μέσω των λειψάνων του, είναι η επιβεβαίωση της παραπάνω αλήθειας. Κι ακόμη: τα λείψανα, ευωδιάζοντα και μυροβολούντα, δείχνουν σε πόση πλάνη βρίσκονται όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν την καύση των νεκρών. Πόσος πνευματικός μυωπασμός και έλλειμμα πίστεως κρύβεται πίσω από την πεποίθηση αυτή. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο» («Σήμερον χαίρουσιν αι κλειναί Αθήναι, ότι εις προσκύνησιν τα θεία λείψανα της Φιλοθέης προτίθεται και μετά πόθου πας ο λαός ταύτα κατασπάζεται»).

Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα -  και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου – «ο Θεός αγάπη εστί» - σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, στενοχωρία, κίνδυνος, μάχαιρα; Ουδέν δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού». Το ίδιο λοιπόν επισημαίνουμε και στην αγία Φιλοθέη. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» («αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος»). Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Χαίρε, πανέντιμε. Συ γαρ τον επίγειον πλούτον σκορπίσασα, περί σαυτήν δε συνάξασα παρθένων πλήθη, αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους» («Συ τον πλούτον ένειμας, οσία, τον σον δεομένοις, τον ρευστόν»).

Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εγγίζει κορυφές πνευματικού όρους,  διότι ακριβώς υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία» («ως αστήρ φαεινότατος εν τω σκότει επάλαμψας και ως άνθος εύοσμον και μυρόπνοον εν τω χειμώνι εξήνθησας∙ ως φως και ως ήλιος εξανέτειλας φαιδρώς εν Αθήναις, θερμαίνουσα και φωτίζουσα τους δουλεία στυγνή εζοφωμένους»).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα» («υπέρ του άστεως πρέσβευε, εν ω τον βίον εν οσιότητι διετέλεσας»). Και θα ‘λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού,  επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό» («Σαις προσευχαίς προς τον Δεσπότην την πόλιν περίσωζε την σην»).
 Γένοιτο.
το είδαμε εδώ

Ἡ ἀπιστία τῶν παιδιῶν ὀφείλεται στοὺς γονεῖς;

Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Ἀρχιμανδρίτης)
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ ἀπιστία τῶν παιδιῶν ὀφείλεται στοὺς γονεῖς;



- Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη ἐξ αἰτίας τῶν γονέων

- Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά;

[...]Ἐπειδὴ οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς μας ἔχασαν τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ συνείδηση, ἄρχισαν νὰ γεννοῦν προπαντὸς κατὰ σάρκα. Τὰ παιδιὰ μας ἔγιναν ἀνίκανα γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀδυνατοῦν νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι εἰκόνα τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στὶς ἡμέρες μας ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι βυθίστηκαν στὴν ἀπόγνωση καὶ δὲν πιστεύουν πιὰ στὴν Ἀνάσταση. Ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τελειωτικὸς θάνατος, ὡς ἐκμηδένιση, ἐνῶ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς στιγμὴ ἀλλαγῆς τῆς μορφῆς τῆς ὑπάρξεώς μας ὡς ἡμέρα γεννήσεώς μας στὴν ἀνώτερη ζωή, σὲ ὁλόκληρο πλέον τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ ἀνήκει στὸ Θεό. Ἀλήθεια, τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Ὁ πιστεύων εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον ὁ δὲ ἀπειθὼν τῷ Υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωὴν» (Ἰωάν. 3,36). «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι… ὁ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5,24). «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 8,51). Παρόμοιες λοιπὸν ἐκφράσεις μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε πολλές.Συχνὰ ἀκούω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς ἢ γιατί συμβαίνουν ὅλα αὐτά;

Γιατί ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων ἔχασε τὴν ἱκανότητα νὰ πιστεύει; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ νέα ἀπιστία συνέπεια τῆς εὐρύτερης μορφώσεως, ὅταν αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφὴ γίνεται μύθος, ἀπραγματοποίητο ὄνειρο;

Ἡ πίστη, ἡ ἱκανότητα γιὰ τὴν πίστη, δὲν ἐξαρτᾶται πρωτίστως ἀπὸ τὸν βαθμὸ μορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι παρατηροῦμε ὅτι στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία διαδίδεται ἡ μόρφωση, ἡ πίστη ἐλαττώνεται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε οὐσιαστικὰ νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο ὅσο δηλαδὴ πλατύτερες γίνονται οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο περισσότερες ἀφορμὲς ἔχει γιὰ νὰ ἀναγνωρίζει τὴ μεγάλη σοφία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Σὲ τί λοιπὸν συνίσταται ἡ ρίζα τῆς ἀπιστίας;

Πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἔργο τῶν γονέων, τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων. Ἂν οἱ γονεῖς φέρονται πρὸς τὴν πράξη τῆς γεννήσεως τοῦ νέου ἄνθρωπου μὲ σοβαρότητα, μὲ τὴ συνείδηση ὅτι τὸ γεννώμενο βρέφος μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ «υἱὸς ἀνθρώπου» κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, τότε προετοιμάζονται γιὰ τὴν πράξη αὐτὴ ὄχι ὅπως συνήθως γίνεται αὐτό. Νὰ ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ προσεύχονταν γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ τοὺς χαρισθεῖ τέκνο… Καὶ τί συνέβη λοιπόν; «Ὤφθη δὲ αὐτῷ (τῷ Ζαχαρίᾳ) ἄγγελος Κυρίου ἐστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην καὶ ἔσται χαρὰ σοι καὶ ἀγγαλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. Ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου… καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν» (Λουκ. 1,11-16).

Βλέπουμε μάλιστα στὴ συνέχεια ὅτι ὁ Ἰωάννης, εὑρισκόμενος ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του, ἀναγνώρισε τὴν ἐπίσκεψη τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἡ χαρὰ του μεταδόθηκε στὴ μητέρα του. Τότε ἐκείνη γέμισε μὲ προφητικὸ πνεῦμα. Ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ προφήτιδα Ἄννα.
Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ ἀπιστία τῶν παιδιῶν ὀφείλεται στοὺς γονεῖς;
Ἔτσι καὶ τώρα ἂν οἱ πατέρες καὶ οἱ μητέρες θὰ γεννοῦν παιδιὰ συναισθανόμενοι τὴν ἄκρα σπουδαιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τότε τὰ παιδιά τους θὰ γεμίζουν ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο, ἤδη ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, τὸν Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, ὡς πρὸς τὸν Πατέρα τους, θὰ γίνει γι’ αὐτὰ φυσική, καὶ καμία ἐπιστήμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ κλονίσει τὴν πίστη αὐτή, γιατί «τὸ γεννώμενον ἐκ Πνεύματος πνεῦμα ἐστίν». Ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐγγύτητά του σὲ μᾶς εἶναι γιὰ μία τέτοια ψυχὴ ὀφθαλμοφανὲς γεγονός. Καὶ ἡ ἀπιστία τῶν πολυμαθῶν ἢ τῶν ἀμαθῶν στὰ μάτια τῶν τέκνων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἁπλῶς ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν γεννήθηκαν ἀκόμη Ἄνωθεν, καὶ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, διότι εἶναι ἐξολοκλήρου σάρκα, γεννημένοι ἀπὸ σάρκα.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἀποτελεῖ πραγματικὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν προορισμό της, εἶναι τὸ πῶς νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ἀληθινὰ τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ αἰωνίου Πατρὸς πῶς νὰ δείξει στὸν κόσμο τὴ δυνατότητα μιᾶς ἄλλης ζωῆς, ὅμοιας πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ἢ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἁγίων. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ φέρει στὸν κόσμο ὄχι μόνο τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴ βεβαιότητα γι’ αὐτήν. Τότε περιττεύει ἡ ἀπαίτηση γιὰ ὁποιεσδήποτε ἄλλες ἠθικιστικὲς διδασκαλίες.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μοναδικὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ





‹‹Τὶ δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;››


Ἕνας ἀοίδιμος Μητροπολίτης ἔγραφε: ‹‹Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ὑποκείμενον, τὰ γύρω του εἶναι τὰ ‹‹ἀντικείμενα››. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπον, ὅλα τὰ γύρω του εἶναι πράγματα καὶ χρήματα, δηλ. ἤ ἀποτελέσματα τῶν πράξεων τοῦ ἀνθρώπου ἢ μέσα πρὸς χρῆσιν τοῦ ἀνθρώπου››. Ἂν γελασθοῦμε καὶ μεταθέσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὰ πράγματα ποὺ μᾶς περιβάλλουν, χάσαμε τὴ δύναμή μας καὶ τὴ θέση μας. Οὐδέποτε πρέπει νὰ ξεχάσουμε πὼς ἔχουμε ψυχή, ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχει ὁ κόσμος γύρω μας. Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες ἐκφράζει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ μάλιστα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς μας.


Ὁ κόσμος καὶ ἡ ψυχή μας

Εἶναι ἀδύνατο ἕνας ἄνθρωπος νὰ κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο. Ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ ἦταν κατορθωτό, δὲν εἶχε νὰ ὠφεληθεῖ τίποτε. Ὁ κόσμος εἶναι πεπερασμένος ἐνῶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου συνδεδεμένη μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀθάνατη. Μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου ἔχουμε μιὰ τέρψη πρόσκαιρη, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας μιὰ κόλαση αἰώνια. Ὅλη τὴν Οἰκουμένη νὰ ἔχουμε, δὲν ἀξίζει οὔτε ζυγίζει ὅσο ἡ ψυχή μας, δηλ. ἡ ὕπαρξή μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει μία ἀνάλυση σπουδαία πάνω στὸ σημεῖο αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός. Ὁ ἐκτός, δηλ. τὸ σῶμα, καὶ ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, ‹‹ἡ ψυχὴ δηλονότι››. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἐκτὸς ἄνθρωπος προδώσει τὸν ἑαυτό του στὸ θάνατο, ‹‹ἀπόλλυσι τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν χωριζομένην αὐτοῦ››, δηλ. χάνει καὶ τὴν ψυχή του, ποὺ χωρίζεται ἀπ’αὐτόν. Ὁ φιλόψυχος, ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸν παρόντα αἰώνα καὶ ὅσα πράγματα ἔχει ὁ αἰώνας αὐτός, ζημιώνει τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἀποστερεῖ, ‹‹τῆς ὄντως ζωῆς››. Ἡ ἄρνηση τῆς θυσίας νὰ σηκώσουμε τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε, δὲν ἰσοσταθμίζεται οὔτε μὲ τὴν κατάκτηση ὅλου τοῦ κόσμου. Τὴν ὄντως ζωή, γιατί αὐτὸ σημαίνει ψυχὴ στὸ σημεῖο αὐτό, ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Χριστός, δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ τίποτε.


Προυποθέσεις γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ

Ἡ ἄρση τοῦ Σταυροῦ εἶναι μία πορεία πρὸς ἐκτέλεση. Ἐὰν ὁ Σταυρὸς ἀναμένει τὸ Σωτήρα, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι διαφορετικὴ ἡ τύχη τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ κι ὅλων ὅσοι θὰ πιστεύσουν στὸ πρόσωπό Του στὸ μέλλον. Ὁ πιστὸς μαθητής, γράφει ἕνας θεολόγος, ἀκολουθεῖ καὶ μιμεῖται τὸ διδάσκαλό του ὄχι μόνο στὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὸ θάνατο. Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι βασικὴ προυπόθεση γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Σημαίνει τὴν ἀπονέκρωση τοῦ ἐγώ μας, τῶν ἐπιθυμιῶν μας καὶ τῆς δαιμονικῆς αὐτάρκειας τοῦ ἑαυτοῦ μας.Ἐπίσης ἡ ὑποταγή μας στὸ Χριστὸ ἀπαιτεῖ, ἐφ’ ὅσον τὸν ἀκολουθήσουμε, τὴ θετικὴ ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του.

Ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια του Κυρίου ἴσως φαίνονται δυσέφικτα καὶ ἀκατανόητα γιὰ τὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ ἴσως τὰ θεωροῦν καὶ οὐτοπικά. Εἶναι λάθος αὐτό. Ὅσοι ἀγωνίζονται πνευματικὰ γνωρίζουν πὼς εἶναι ἐφαρμόσιμα καὶ ἀληθινά. Εἴμαστε στηριγμένοι στὰ πάθη μας, ποὺ ἐμποδίζουν νὰ πάρουμε μέσα μας τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ μᾶς φαίνονται δύσκολα τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἂς ἀρχίσουμε νὰ κάνουμε μικρὲς προσπάθειες μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματός μας, τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν, καὶ τότε θὰ δοῦμε τὰ εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ δειλία εἶναι κατάσταση ποὺ τὴν καλλιεργεῖ ὁ διάβολος. Ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ἔλεγε πὼς μία μικρὴ προσπάθεια ποὺ γίνεται κάθε μέρα, φέρνει πολὺ καρπό. Ἀντίθετα ἡ ραθυμία γιὰ μιὰ σωστὴ πνευματικὴ ζωὴ φέρνει τὸ θάνατο. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πρότυπο τῆς ζωή μας κι Αὐτὸν ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε: ‹‹Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ›› (Α’ Πέτρ. 2,21).

Ὁ Ἅγιος Λέων Πάπας Ῥώμης




Ὁ Λέων ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας (450). Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους προμάχους καὶ ὑποστηρικτὲς τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Χαλκηδόνα, ἡ ἔμμεση συμμετοχή του ὑπῆρξε ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν Μονοφυσιτῶν.

Ἔστειλε σ᾿ αὐτὴν τέσσερις ἀντιπροσώπους του καὶ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν στὴ Σύνοδο (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Λέοντος εἶχε σταλεῖ τρία (3) χρόνια πρὶν στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἀνεγνώσθη στὴ Σύνοδο. Εἶναι δὲ γνωστὴ ὡς «Τόμος τοῦ Λέοντος»).  M᾿ αὐτὴ καθόριζε μὲ πλήρη ἀκρίβεια καὶ ἀλήθεια τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. 

Ἡ ἐπιστολὴ ἀκούστηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἄρεσε πάρα πολὺ στὰ μέλη τῆς Συνόδου καὶ στὸ βασιλιὰ Μαρκιανό. Ἡ χρησιμότητά της ἦταν μεγάλη στὴ διεξαγωγὴ τῶν συζητήσεων καὶ στὴ διατύπωση τῶν ὄρων, γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἔτσι ὁ Λέων, μὲ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὃ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ», δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαῖρι τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἔγγραφος στὴν περίπτωση αὐτή, ἔγινε ἀπὸ τὰ λαμπρότερα ὄπλα, γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. 

Ὁ Λέων, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ θεολογική του ἱκανότητα, ἄφησε ἀρκετὲς ὁμιλίες, ποὺ εἶναι γραμμένες μὲ πολλὴ γλαφυρότητα καὶ δύναμη. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς βιογραφίας του, αὐτὴ τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ποὺ παραθέτουμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένη:

«Ἐγενήθη ἐν Ῥώμῃ περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος, ἐπὶ δυὸ παπῶν διατελέσας διάκονος τοῦ Καλλίστου καὶ Σήξτου, ὃν καὶ διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον τὴν 29η Σεπτεμβρίου τοῦ 440. Ὑπῆρξεν εἷς τῶν ἀπολυταρχικωτέρων παπῶν, ὑποστηρίξας μετὰ πείσματος τὸ παπικὸν πρωτεῖον καὶ ἀντιταχθεὶς κατὰ τῆς ἀποφάσεως τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης διὰ τοῦ κη᾿ Κανόνος αὐτῆς τὰ ἴσα πρεσβεῖα τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸν ἐπίσκοπον Ῥώμης. 

Ἔκτοτε μέχρι τοῦ νῦν δὲν ἔπαυσαν οἱ πάπαι τὰ πρωτεῖα ἐπὶ τῆς καθόλου ἐκκλησίας διεκδικοῦντες, πολλῶν κακῶν γενόμενοι τῇ ἐκκλησίᾳ πρόξενοι. Τὴν κατάταξιν αὐτοῦ μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας ὀφείλει ὁ Λέων εἰς τὴν δογματικὴν ἐκείνην ἐπιστολὴν (ιδ. Migne PG. 54, 755-781), τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐναντίον τῶν Μονοθελητῶν καὶ Μονοφυσιτῶν, ἧς τὸ περιεχόμενον ἐγένετο μετ᾿ ἐνθουσιασμοῦ δεκτὸν ἀπὸ μέρους τῶν παρευρεθέντων πατέρων. Ἀπέθανε τῇ 10ῃ Νοεμβρίου 460).


Ο Θεός δεν μας υποσχέθηκε επίγεια ευτυχία ~ π.Αλέξανδρος Σμέμαν

                                 

                                                                                       
π.Αλέξανδρος Σμέμαν: Ο Θεός δεν μας υποσχέθηκε επίγεια ευτυχία
  
Τι είναι αυτό που θέλει ο άνθρωπος; Γιά ποιό πραγµα διψά; Αν δεν το λάβει, µεταµορφώνεται σ’ ένα πρόσωπο του κακού, κι αν το λάβει, τον κάνει να επιθυµει περισσότερο...

Θέλει την αναγνώριση, δηλαδή τη «δόξα των άλλων». Να είναι «κάποιος» για τον άλλο, για τους άλλους, «κάτι»: µια αρχή, µια εξουσία, ένα αντικείµενο φθόνου, κ.λπ. 

Εδώ βρίσκεται, νοµίζω, η κύρια πηγή και η ουσία της υπερηφάνειας. Κι αυτή η υπερηφάνεια µεταµορφώνει αδελφούς σ’ εχθρούς.

Στην Εκκλησία, που είναι ένας µικρόκοσµος και που καλείται ν’ αποκαλύψει την Καινή Ζωή σ’ αυτόν τον κοσµο, η πηγή της και η ουσία της δεν είναι η υπερηφάνεια, αλλά η αγάπη. Έξω από την Εκκλησία, «εν τω κοσµω τούτω», η υπερηφάνεια - όπως ο θάνατος, η εξουσία, ο πόθος - είναι νοµιµη.

Εφευρίσκονται σχήµατα για τον εξαγνισµό τους, τη µεταµόρφωσή τους σε κοινωνικά αποδεκτά φαινόµενα. Γι’ αυτό έχουµε τη σηµερινή αναστάτωση µε τα «δικαιώµατα», τη δηµοκρατία, κ.λπ. 

Η κύρια κινητήρια δύναµη σηµερα δεν είναι η «ελευθερία», όπως συνήθως νοµίζουµε, αλλά η εξίσωση. Είναι µια ισχυρή άρνηση της ιεραρχίας στη ζωή... 

Αν εκπέσει ή αδυνατίσει η αγάπη, αν κάποιος αποµακρυνθεί από την αγάπη, εισβάλλει η υπερηφάνεια (επιθυµια της σαρκός, επιθυµια των οφθαλµων, αλαζονεία του βίου - Α’ Ιωαν. 2,16). 

Ο Θεός δίνει αυτή την αγάπη, κάνει τον άνθρωπο µέρος αυτής της αγάπης, και αυτή η κοινωνία είναι η Εκκλησία.

Έτσι στην Εκκλησία δεν υπάρχουν δικαιώµατα, ούτε συνδεόµαστε µ’ αυτά τα δικαιώµατα, ούτε υπάρχει εξισωτισµος. Δεν υπάρχει εξισωτισµος, γι’ αυτό και δεν υπάρχει σύγκριση,που είναι η κύρια πηγή υπερηφάνειας.

Η πρόσκληση για τελείωση που απευθύνεται σε κάθε πρόσωπο είναι µια πρόσκληση να βρούµε τον εαυτό µας, όχι βέβαια µε τη σύγκριση, ούτε µε την αυτοανάλυση («που βρίσκεται το δυναµικό µου;») αλλά κατά Θεόν. 

Από δω προέρχεται και το παράδοξο:

µπορείς να βρείς τον εαυτό σου µόνον όταν τον χάσεις.. 
και αυτό σηµαίνει να ταυτίσεις ολοκληρωτικά τον εαυτό σου µε την κλήση του Θεού... 

ενώ το σχέδιο που υπάρχει για τον άνθρωπο δεν αποκαλύπτεται στον ίδιο τον άνθρωπο,αλλά «εν Θεώ»!

Ν’ αγαπάς - τον εαυτό σου και τους άλλους - µε την αγάπη του Θεού: πόσο χρειάζεται αυτό στην εποχή µας που η αγάπη έχει σχεδόν ολοκληρωτικά παρεξηγηθεί... 

Στην αγάπη του Θεού, δεν υπάρχει καµια υπόσχεση για επίγεια ευτυχία, καµια φροντίδα γι’ αυτήν. Αυτή η αγάπη είναι υποταγµένη ολοκληρωτικά στην επαγγελία και στην έγνοια για τη Βασιλεία του Θεού...

δηλαδή στην απόλυτη ευτυχία για την οποία ο Θεός έχει δηµιουργήσει τον άνθρωπο και στην οποία έχει καλέσει τον άνθρωπο. 

Έτσι, η πρώτη ουσιαστική σύγκρουση ανάµεσα στην αγάπη του Θεού και στην πεπτωκυία ανθρώπινη αγάπη: «Κόψε το χέρι σου», «βγάλε το µάτι σου», «άφησε τη γυναίκα και τα παιδιά σου», «ακολούθησε τη στενή οδό...» - όλα αυτά είναι φανερό πως δεν συµβιβάζονται µε την ευτυχία στη ζωή. 

''Αυτό ήταν που έκανε τον κοσµο ν’ αλλάξει δροµο από την ολοκληρωτική αγάπη, και να τον γεµίσει µε µίσος...'' ~ π. Schmemann Alexander
_____________________________________

Σχόλιο: Εφήμερη θεώριση των πραγμάτων, και οχι αναζήτηση της αλήθειας. Απο αυτό πάσχουμε, μην θέλωντας να κατανοήσουμε, πως εδω θα υπάρξουμε για λίγα χρόνια, θες 50-70 θες 100, μην αναφέρω βέβαια όσους φεύγουν σε πολύ νεαρή ηλικία...

Ενας μηδαμινός αριθμός σε σχέση με το αέναο, την αιώνεια και ατελείωτη ύπαρξη της ψυχής. Οι επίγειες ανεκπλήρωτες επιθυμίες, τα θέλω, οι κοσμικές φιλοδοξίες, φαντάζουν αστεία μπροστά στο συνταρακτικό αυτό γεγονός... 

Η ζωη δεν τελειώνει ποτέ, συνεχίζει η ψυχή να αισθάνεται, να βλέπει, να βιώνειΚαι ολα γύρω μας, οι εξουσίες του κόσμου τούτου, να προβάλουν με μανία την λήθη, την άγνοια, μια σειρά απο εωσφορικά όνειρα μιάς πλαστής - υλικής ευτυχίας με στόχο την απώλεια της ψυχής. ''Μια ισχυρή άρνηση της ιεραρχίας στη ζωή.'' 
 
Και αυτή η ιεραρχία, δεν είναι άλλη απο την γνώση της αλήθειας και αγάπης του Θεού, και την επιστροφή στόν Πατέρα και Δημιουργό μας, ενωμένοι ως μέλοι της ίδιας οικογένειας... 

Προσευχή εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν


Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος

 


Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐσύ πού ἔκλαψες ὅταν πέθανε ὁ φίλος σου Λάζαρος, καί ἄφησες νά στάξουν δάκρυα λύπης καί συμπάθειας γιά κεῖνον, δέξου καί τά δικά μου πικρά δάκρυα.

Μέ τά πάθη σου ἐπάνω στό Σταυρό, θεράπευσε τά πάθη μου• μέ τίς πληγές σου, γιάτρεψε τά τραύματά μου• μέ τό αἷμα σου, καθάρισε τό αἷμα μου, καί τήν εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος συγκέρασέ την μέ τό σῶμα μου• ἡ χολή, πού οἱ σταυρωταί σου σέ πότισαν, ἄς γλυκάνει τή ψυχή μου ἀπό τήν πίκρα, μέ τήν ὁποία μέ πότισε ὁ διάβολος.

Τό ἅγιο σῶμα σου, πού τό τάνυσαν ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἄς ἀνεβάσει πρός ἐσένα τό νοῦ μου, τόν ὁποῖο τράβηξαν πρός τά κάτω οἱ δαίμονες.

Ἡ κεφαλή σου, τήν ὁποία ἔκλινες ἐπάνω στό Σταυρό, ἄς σηκώσει ψηλά τό κεφάλι μου, πού τόσα ραπίσματα ἔχει δεχτεῖ κατά πρόσωπο ἀπό τούς ἀντιπάλους μου δαίμονες.

Τά πανάγια χέρια σου, πού ἀπό τούς ἀπίστους καρφώθηκαν ἐπάνω στό Σταυρό, ἄς μέ ἀνεβάσουν πρός ἐσένα, καθώς βρίσκομαι πεσμένος στά βάθη τῆς ἀπώλειας, ὅπως τό πανάγιο στόμα σου μᾶς ὑποσχέθηκε.

Τό πρόσωπό σου, πού ἀπ’ τούς θεοκατάρατους δέχτηκε ἐμπτυσμούς καί ραπίσματα, ἄς καθαρίσει καί τό δικό μου πρόσωπο, τό ὁποῖο καταλερώθηκε ἀπό τίς ἁμαρτίες.

Ἡ ψυχή σου, τήν ὁποία, ὄντας ἀκόμη πάνω στό Σταυρό, παρέδωσες στό Πατέρα σου, ἄς ὁδηγήσει κ’ ἐμένα πρός ἐσένα, μέ τή χάρη σου. Ἡ καρδιά μου δέν πονάει νά τρέξει πρός ἀναζήτησή σου.

Δέν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, αὐτά πού ἐπαναφέρουν τά παιδιά στό πατρικό τους.

Δέν ἔχω δάκρυα παρακλήσεως, Δέσποτά μου. Ὁ νοῦς μου ἔχει σκοτιστεῖ, βυθισμένος στά βιοτικά καί τά ὑλικά, καί δέν μπορεῖ νά σέ ἀτενίσει• μέ πόνο, ἡ καρδιά μου ἔχει παγώσει ἀπό τούς πολλούς πειρασμούς καί δέν μπορεῖ νά ζεσταθεῖ ἀπό τά δάκρυα τῆς ἀγάπης της γιά σένα.

Ὅμως, ἐσύ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πού εἶσαι ὁ θησαυρός ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δώρισέ μου ὁλοκληρωτική μετάνοια καί καρδιά ὑπομονετική στούς κόπους, γιά νά μπορῶ νά βγαίνω στήν ἀναζήτησή σου ὁλόψυχα• γιατί χωρίς ἐσένα εἶμαι ἀποξενωμένος ἀπό κάθε ἀγαθό• χάρισέ μου, λοιπόν, ὤ Ἀγαθέ, τή χάρη σου.

Ὁ οὐράνιος Πατέρας, πού σέ γέννησε ἀπό τούς κόλπους του πρίν ἀπό τούς χρόνους ὅλους καί πρό τῶν αἰώνων, ἄς ξανακαινουργιώσει καί σ’ ἐμένα τή μορφή τῆς εἰκόνας σου.

Ἐγώ σ’ ἐγκατέλειψα, μά ἐσύ μή μ’ ἀφήσεις• ἐγώ ἔφυγα ἀπό κοντά σου, μά ἐσύ βγές νά μέ ἀναζητήσεις• βάλε με πάλι στήν αὐλή σου, μαζί μέ τ’ ἄλλα πρόβατα τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καί θρέψε με κ’ ἐμένα μαζί τους μέ τή χλόη τῶν θείων σου μυστηρίων, αὐτῶν τῶν μυστηρίων πού κέντρο τους εἶναι ἡ καθαρή καρδιά, πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ καί τήν ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία εἶναι ἀναψυχή καί παρηγοριά ὅλων, ὅσοι κοπίασαν μέσα σέ θλίψεις καί πολυποίκιλα βάσανα.

Μακάρι, αὐτή τήν ἔλλαμψη ν’ ἀξιωθοῦμε ν’ ἀπολαύσουμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία σου, πού εἶσαι ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, καί τώρα καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016

ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ



ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου

    Γεννηθήκαμε σέ μιά ἐποχή ἀναμετρήσεων. Μιά ἐποχή πού μοιάζει βέβαια μέ ἄλλες, ὅμως ἔχει τήν δική της ξεχωριστή σφραγίδα, ἀφοῦ ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται. Ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ἐκπληκτική καί ταχύτατη διάχυση τοῦ κακοῦ, ἡ παρουσία του σέ συνεχῶς ἐναλλασσόμενες μορφές. Αὐτός πού μπορεῖ νά δεῖ, θλίβεται βλέποντας νά ἐνεργεῖται σέ ἕνα κόσμο κόσμημα τό μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. 2,7).
Εἴμαστε μακριά ἀπό τά χρόνια τῆς σχετικῆς ἀθωότητας, ὅπου ἁπλά ὁ λύκος παραμόνευε νά ξεμοναχιάσει τά πρόβατα. Ὁ λύκος πλέον ἔχει μεταμφιεσθεῖ σέ βοσκό καί παριστάνει ὅτι τά φυλάει. Ἔχει φορέσει τό προσωπεῖο τῆς κυβέρνησης, τοῦ προέδρου, τοῦ παγκόσμιου ὀργανισμοῦ, καί καταχρᾶται τήν συμπυκνωμένη ἐξουσία πού βρίσκεται στά χέρια του. Οἱ φαινομενικά ἰσχυροί παρουσιάζονται στό προσκήνιο σάν σωτῆρες μέ εὐαισθησίες καί φιλότιμοι ἐργάτες τοῦ συλλογικοῦ συμφέροντος, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν εἶναι παρά μία καλλωπισμένη βιτρίνα, πού ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς μιᾶς παγκόσμιας ἐλίτ. Ἡ τελευταία ἀποτελεῖται ὄχι ἀπό ἁπλῶς “ἄφρονες πλουσίους”—κεφαλαιοκράτες, πού ἀρέσκονται νά ἐπιδεικνύουν τόν πλοῦτο τους, ἀλλά ἀπό τούς οἰκονομικά πανίσχυρους, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν νά μένουν στήν ἀφάνεια.
Αὐτή ἡ μικρή ὁμάδα πού ἐξουσιάζει ἀπό τά παρασκήνια, χρωματίζεται ἀπό μεταφυσικές ἀρχές πού ἀνάγονται στόν ἀποκρυφισμό καί τόν γνωστικισμό. Σέ αὐτά βασίζεται καί ἡ φιλοσοφία τῆς “νέας τάξης” πραγμάτων. Τό πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς χρησιμοποιεῖ τόν ζωδιακό διαχωρισμό τῆς ἱστορίας. Μιλᾶ γιά τό χρονολογικό τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ ἰχθύος καί τήν ἀρχή τῆς ἐποχῆς τοῦ ὑδροχόου. Ὁ ἰχθύς εἶναι σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί κατ’ αὐτούς ἡ ἔλευση τῆς νέας ἐποχῆς θά σημάνει καί τό τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σκοπίμως παρερμηνεύεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θά εἶναι μαζί μας μέχρι τό τέλος τοῦ αἰῶνος, ἐφόσον μεταφράζουν τόν ἀναφερόμενο αἰῶνα σάν μιά ἱστορική περίοδο πού ἀναγκαστικά θά τελειώσει. Αὐτό φυσικά δέν ἀληθεύει, ἀφοῦ  ὁ Χριστός μέ τόν ὄροαἰῶνας ἐννοεῖ τό διάστημα τῆς ἱστορίας ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία. Σύμφωνα μέ τούς ὀπαδούς τῆς νέας τάξης, ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος ἡ κυρίαρχη φιγούρα τοῦ Χριστοῦ ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου ἀναμένεται ἕνας ἡγέτης παγκοσμίου ἐμβελείας, ὁ ὁποῖος θά μυήσει τήν ἀνθρωπότητα μέ μαγικό τρόπο σέ πιό προηγμένο ἐπίπεδο συνειδητότητας. Ὁ Χριστός ὑποβιβάζεται σέ μύστη, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, καί τό περιεχόμενο τῶν Γραφῶν θεωρεῖται τροχοπέδη γιά τήν πνευματική ὠρίμανση τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς ἰσχυρισμούς τῆς νέας τάξης, ἀπό ἐδῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά στραφοῦν πρός τόν νέο Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά ἐπωμισθεῖ τήν καθοδήγηση τῆς ἀνθρωπότητας σέ μιά ἐποχή εἰρήνης, ἰσότητας καί ἀνώτερης φώτισης.
Οἱ θέσεις τῶν ἀποκρυφιστῶν αὐτῶν ἐρείδονται σέ μία βασική διαστρέβλωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὁ ὄφις δέν θεωρεῖται ὡς μία δόλια παρουσία πού μέσω τῆς πλάνης προκάλεσε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡς προμηθεϊκή φιγούρα, δηλαδή εὐεργέτης τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή σέ αὐτόν τάχα ὀφείλεται ὁ ἐμπλουτισμός τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό πνεῦμα. Τά λόγια τοῦ διαβόλου, ὡς μόνου φορέα τοῦ φωτός (Ἑωσφόρου), θεωροῦνται πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ ὁ διάβολος κατέστησε ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά διακρίνει ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό καί νά ὀρθωθεῖ ὡς ἴσος μπροστά στόν Θεό. Ἀποσπασμένος ἀπό τόν Θεό ἔχει πλέον αὐτογνωσία, συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητας μέ ἐλευθερία βούλησης. Οἱ νοητικές του λειτουργίες φέρουν μέσα τους τό θεϊκό στοιχεῖο, ὅπου ἀνακαλύπτοντας το μπορεῖ ὁ ἴδιος νά γίνει Θεός.
Στόν πυρῆνα τῆς ἰδεολογίας τῆς νέας τάξης πραγμάτων βρίσκεται αὐτό ἀκριβῶς τό εὐαγγέλιο τοῦ ὄφεως, πού ἐνῶ ἐμπνέεται ἀπό μίσος πρός τόν Θεό καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται ὡς ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν θεό μοχθηρό.
 παγκοσμιοποίηση ὑποκρίνεται ἀνεκτικότητα στήν διαφορετικότητα. Στό πλαίσιο τῆς ἰδεολογίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός, χάνεται ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπαφή μέ τό θεῖο. Ἐν συνεχεία, ἡ ὑποταγή στά προσωπικά πάθη θεμελιώνεται ὡς κανόνας, μέ τό πρόσχημα ὅτι προάγει τήν ἀτομικότητα. Στήν οὐσία δέν εἶναι παρά μιά ἔμμεση προτροπή γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς νέας τάξης.
Ἄν ἐξετάσουμε τά πράγματα ἀντικειμενικά, θά βρεθοῦμε μπροστά σέ μιά ἐντέχνως καλυμμένη ἀπέχθεια, μίσος καί βαθειά διάθεση γιά τήν κατάλυση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἕνα πλῆθος ἡγετῶν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τό ὅραμα μιᾶς ὑφηλίου ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός παγκόσμιου κέντρου διακυβέρνησης μέ σημαία τήν ἑνότητα, πού θά καλλιεργήσει τήν ἀλληλοκατανόηση καί τόν σεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπερβαίνοντας γεωγραφικά ἤ ψυχικά σύνορα. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλά τό δόλωμα γιά ὅσους στεροῦνται κριτικῆς σκέψης. Ἀφοῦ ὑπονομεύσουν τίς ἀξίες πού καθιστοῦν δυνατή τήν οὐσιαστική κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί ἀπομονώσουν κάθε ἄνθρωπο στό κάστρο τοῦ ἀτομικισμοῦ του, ὁδηγώντας τον ἔτσι σέ ἀπόγνωση καί ἀνασφάλεια, οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, κυριευμένοι ἀπό τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης, θά ζητήσουν νά γίνουν πολτός στόν ἀναδευτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης.
Οἱ ἀρχιτέκτονες αὐτοῦ τοῦ συστήματος διακυβέρνησης ἐργάζονται ἀκατάπαυστα. Ἡ τακτική μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν τήν ψυχολογική κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων ἔχει σάν κέντρο της τόν φόβο. Ὅταν κάποιος βρίσκεται σέ καθεστώς φόβου, οἱ κινήσεις του εἶναι τυφλές καί προσπαθεῖ νά κρατηθεῖ ἀπό τό πρῶτο πράγμα πού θά τόν κάνει νά αἰσθανθεῖ ἀσφαλής. Αὐτό ἐκμεταλλεύονται οἱ κυβερνῶντες σκηνοθετώντας καταστροφικά γεγονότα. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δέν τούς ἐνδιαφέρει νά λύσουν τά ἤδη ὑφιστάμενα προβλήματα, ἀφοῦ συμβάλλουν στήν γενικότερη κοινωνική κατάρρευση. Ἄν προκύψουν ἀμφιβολίες ἤ δυσαρέσκεια γιά τήν πολιτική τους, ὁπλίζουν τό ψυχολογικό ὁπλοστάσιο τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, γιά νά ἀφαιρέσουν τήν κριτική σκέψη τῶν ἀνθρώπων.
Τό κακό ἔχει ἐξαπολύσει μιά ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση κατά τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας πιστούς καί φιλάνθρωπους, πῶς μποροῦμε νά μένουμε ἀμέτοχοι; Καί ἄν ἀποφασίσουμε νά ἀντιταχθοῦμε στό κακό, πῶς θά μπορέσουμε νά τό ἐπιτύχουμε παρά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ; Μά ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ἁπλή συναίνεση. Ζητάει ὑπέρβαση. Δέν ζητᾶ μισθωτούς ἐργάτες. Ζητᾶ ἐλεύθερους φίλους. Δέν ζητᾶ λίγο χῶρο στήν ψυχή μας, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ψυχή μας. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε ἐλιγμούς, γιά νά ἱκανοποιήσουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους. Ζητᾶ νά εἴμαστε ἀνυποχώρητοι, ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκονται ἐμπόδιο στήν ἀφιέρωσή μας σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γι’ αὐτό καί μᾶς ζητᾶ τά πάντα.
Ἡ χριστιανική συνείδηση γνωρίζει ὅτι τά πάντα γίνονται ἐπειδή τά παραχωρεῖ ὁ Θεός. Καί τά παραχωρεῖ ἐπειδή γνωρίζει νά ἐξάγει ἀπό τό κακό ἀγαθό, δίνοντας μας τήν εὐκαιρία νά σφυρηλατηθοῦμε στήν δοκιμή, στήν ὑπομονή, στήν ἐλευθερία, στό μαρτυρικό φρόνημα, στήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης. Τά πάντα ἐνέχουν τήν θεϊκή σοφία καί ἀγάπη, πού παραμένει σέ μᾶς ἀνεξιχνίαστη.
Μποροῦμε νά κάνουμε ὁ καθένας τήν δική του ἐπανάσταση μέ μιά ὁμολογία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τόσο ἐξωτερικά, ἀλλά μέσα ἀπό οὐσιαστικό πνευματικό ἀγώνα. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη πού ἀνατρέπει κάθε ἀντίθεη δύναμη. Ἀπό τήν στιγμή πού καθένας μας μεταμορφώνεται ἐσωτερικά, αὐτόματα συμμεταβάλλεται καί ὁ κόσμος, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μέρος τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θά κερδίσουμε τήν μάχη μέ τόν διάβολο, ἀλλά Ἐκεῖνος πού τό ἔχει κάνει ἤδη καί ἔχει τήν δύναμη νά ἀποκαταστήσει ὁλόκληρη τήν δημιουργία στήν θεϊκή δόξα. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε νέα ἐποχή. Γνωρίζουμε τήν “καινή κτίση”, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄς γινόμαστε ἁπλοί καί ταπεινοί, ὥστε νά μᾶς φωτίζει μέ τήν ἄκτιστη Χάρη Του καί νά μᾶς καθιστᾶ “υἱούς φωτός καί ἡμέρας”.


πηγή: εδώ 
το είδαμε εδώ

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ ΓΙΑ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΗΤΕΣ Όταν λέμε «ζηλωτή», πρέπει να εννοούμε φανατικό παλαιοημερολογίτη, οι οποίοι καταδικάζουν την Εκκλησία ως αιρετική και σχισματική.

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ
ΓΙΑ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΗΤΕΣ
Όταν λέμε «ζηλωτή», πρέπει να εννοούμε φανατικό παλαιοημερολογίτη, οι οποίοι καταδικάζουν την Εκκλησία ως αιρετική και σχισματική.


    Πριν από χρόνια ήταν ένας πνευματικός Κύπριος πάρα πολύ καλός. Αυτός ήτανε αρχικά στο Σταυροβούνι, είναι ένα μοναστήρι στην Κύπρο· ήτανε τότε νεώτερος, αλλά ιερομόναχος. Όταν ήταν σ’ αυτό το μοναστήρι, μου το διηγείτο ο ίδιος, εκεί έφυγε ένας Αγιορείτης ζηλωτής πατέρας, του παλαιού, βέβαια, ημερολογίου. Όταν λέμε «ζηλωτή», πρέπει να εννοούμε φανατικό παλαιοημερολογίτη, οι οποίοι καταδικάζουν την Εκκλησία ως αιρετική και σχισματική.
 Αυτός λεγόταν πατήρ Ιωάννης, τον ήξερα, έφυγε από το Άγιον Όρος, μάλιστα από την Σκήτη της Αγίας Άννας και πήγε στην Κύπρο. Εκεί στην Κύπρο προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα παλαιοημερολογίτικο και εν συνεχεία πήγε επάνω στο μοναστήρι Σταυροβουνίου, όπως μου διηγείτο ο ίδιος ο ιερομόναχος, και άρχισε να μιλάει τα του παλαιού ημερολογίου στους εκεί πατέρες του μοναστηρίου. Άρχισε να λέει και στον ιερομόναχο αυτόν, ότι οι λειτουργίες που κάνεις δεν είναι λειτουργίες και τα μυστήρια, τα οποία κάνεις, δεν είναι μυστήρια, ότι δεν έχουν χάρη, δεν έχουν ευλογία κλπ.
Ο ιερομόναχος αυτός άρχισε να ταλαντεύεται μέσα, μες στους λογισμούς του, και να λέει: άραγε, λέει σωστά αυτός ο άνθρωπος; Άραγε, μήπως δεν κάνω λειτουργία και μυστήριο, αλλά κάνω μια θεατρική παράσταση εδώ στη λειτουργία και βλέπει ο κόσμος; Έχοντας όλα αυτά μες στο λογισμό του, μια μέρα ξεκίνησε να κάνει Θεία Λειτουργία.
  Ε, προχώρησε η Θεία Λειτουργία, ευλόγησε τα Άγια κι όταν έφτασε η ώρα και γονάτισε για να κάμει την ύψωση του Αγίου άρτου και να πει «πρόσχωμεν, τα άγια τοις αγίοις» βλέπει στο δισκάριο επάνω, βλέπει στο δισκάριο επάνω ότι ο άρτος έγινε σάρκα, έγινε κρέας κόκκινο και αμέσως άρχισε ο έλεγχος της συνειδήσεως να του λέει ότι: από την απιστία των λογισμών σου, γιατί αμφέβαλλες, και γι’ αυτό και για κείνο, ο Θεός επέτρεψε τώρα ο άρτος να γίνει σάρκα, να γίνει κρέας, και τώρα πώς θα κοινωνήσεις, και πώς θα κοινωνήσεις και τους μοναχούς, κι όλα είναι από την αμαρτία που σκέφτηκες, κι όλα αυτά τον έκαμαν να κλαίει. Γονάτισε εκεί κι άρχισε και πάλι να κλαίει, δεν μπορούσε να κοιτάξει στο δισκάριο το κρέας. Κι ήταν πάτερ μου, λέει, κρέας σαν κι αυτό του μηρού, λέει, που δεν έχει πάχη, κόκκινο…
Κι έτσι εκεί που έκλαιγα, και παρακαλούσα, και δεόμουνα του Θεού ν’ αλλάξει την περίπτωση, να γίνει πάλι άρτος, και να με συγχωρέσει τους λογισμούς μου και την απιστία μου, που είχα στο μυστήριο, εκεί, έρχεται ο εκκλησιαστικός και λέει: Πάτερ, σας συνέβηκε καμιά ζημιά, ξέρω γω τι, να σας βοηθήσω;  Όχι παιδί μου, πήγαινε, οι αμαρτίες μου, τις αμαρτίες μου κλαίω εδώ, πήγαινε συ, δε χρειάζεσαι… Και δεόμουνα πάλι, και μετά αφού έκλαψα, έκλαψα πολύ, σηκώνω έτσι δειλά δειλά τα μάτια μου να δω τι γίνεται επάνω στην Αγία Τράπεζα, κοιτάζω στο Δισκάριο, πάει το κρέας, έγινε άρτος, έγινε λευκός όπως ήταν το πρόσφορο! Σηκώνομαι, τον μελίζω, κοινωνάω με χαρά, μ’ ευχαρίστηση, ησύχασα μέσα μου, ότι όντως, η λειτουργία μου είναι σωστή εν Αγίω Πνεύματι κι ότι δεν είναι αυτό σωστό, που μου είπε ο ζηλωτής αυτός πατέρας, ο φανατικός, ότι δεν έχουν τα μυστήρια χάρη κι ότι εμείς οι νεοημερολογίτες είμαστε εκτός Χάριτος και εκτός Εκκλησίας κι είμαστε οι κολασμένοι.
   Αυτό είναι το ένα γεγονός. Έχω κι άλλο. Επέρυσι, αν θυμούμαι ακριβώς, ήμουνα στης Πορταριάς το μοναστήρι κι όπως είμαστε τώρα έτσι εδώ, ήμουνα με τις μοναχές και τις μιλούσα. Εκεί που τις μιλούσα, χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω, ήταν ένα πνευματικό μου παιδί, μια γυναικούλα από την Κρήτη, μια χαριτωμένη γυναικούλα, που με πολύ έτσι, πολύ ενάρετο και πολύ πιστό κοντά μου, και ήταν στο Βόλο και ανέβαινε απάνω και άκουγε τη Θεία Λειτουργία και κοινωνούσε και μετά έκανε, είναι η μετάθεσις του ανδρός της από τεχνικής πλευράς και πήγε στην Κοζάνη και μου πήρε τηλέφωνο κι έτσι κάπως ανήσυχα μου λέει:
- Γέροντα, θέλω να σου πω το εξής και είμαι πολύ στενοχωρημένη· τι είναι αυτό, που μου συμβαίνει; οι αμαρτίες μου είναι, που συνέβαλλαν να νιώσω αυτά τα πράγματα; 
-Ε, τι παιδί μου; της λέω, Ευτυχούλα, της λέω, τι συμβαίνει;
-Πατέρα, μου λέει, όταν ήμουνα στο μοναστήρι αυτού, κοινώνησα· κι όπως κοινώνησα λέει, η μερίδα του Αγίου Άρτου, έγινε κρέας στο στόμα μου και δεν μπορούσα να το μασήσω· ωμό κρέας, και το κατάπια. Κι έγινε μια ευωδία στο στόμα μου, λέει, τρελλή,  μου λέει. Ήρθα εδώ στην Κοζάνη και κοινώνησα πάλι με το νέο, στη Μητρόπολη (σε μας κοινώνησε με το παλαιό) κοινώνησα εδώ με το νέο και μου έγινε η μερίδα πάλι κρέας και τόση ευωδία, που έχω μια βδομάδα που δεν παίρνω (…….) να τακτοποιηθώ, γιατί δεν θέλω να χάσω την ευωδία της Αγίας Κοινωνίας, που έχω, που αισθάνομαι. Γιατί; Οι αμαρτίες μου είναι τόσες πολλές, λέει, και μου συμβαίνει αυτό;
-Λέω, παιδάκι μου, λέω, δεν είναι αυτό, αλλ’ ότι ο Θεός σε αγάπησε έτσι και σου έδειξε αυτό το μυστήριο, για να πιστέψεις ακράδαντα ότι εμείς οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Άγιος Άρτος και το κρασί μας γίνονται, με την ευλογία της Εκκλησίας, και με τις ευχές της Εκκλησίας, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, μεταβάλλεται σε σάρκα και αίμα και κοινωνάμε τον Θεό μας με σάρκα και αίμα, και γινόμαστε ένα με το Χριστό και αγιάζεται και η σάρκα και το πνεύμα μας.
- Ω, λέει, έτσι έχουν τα πράγματα; 
- Μάλιστα παιδί μου, έτσι έχουν τα πράγματα.
    Όταν ήμουνα το ’72 στο Σινά, στην Αγία Αικατερίνη, στο μοναστήρι, εκεί που καθίσαμε, είπαμε να λειτουργήσω την επαύριο, να κοινωνήσουν οι πιστοί, και μία που ήμουνα και για πρώτη φορά στο Σινά, και στην Αγία Αικατερίνα, λέγω, είναι ευχής έργον τώρα κι έχουμε και το Άγιο Λείψανό της εκεί, να λειτουργήσω. Οι άλλοι πήγαν επάνω στην κορυφή, αλλά εγώ προτίμησα στην Θεία Λειτουργία. Λειτούργησα, ήταν πάρα πολύ ωραία· και βγάλαμε και τα Άγια Λείψανα και χαιρετήσαν οι Χριστιανοί· ευωδίαζε ο τόπος με της Αγίας Αικατερίνης. Από βραδίς δε, επειδή συζητούσαμε για τη Θεία Κοινωνία, ποιοι θα κοινωνήσουν κλπ., και αναφερθήκαμε πάλι στο παλαιό, ότι το νέο δεν έχει χάρη κλπ. Πετάγεται μία κυρία, η οποία είχε πνευματικό πατέρα τον π. Άγγελο, τον Νησιώτη, αν έχετε ακουστά, ένας πάρα πολύ πνευματικός άνθρωπος. Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος, η γυναίκα τον είχε πνευματικό πατέρα, και θέλοντας να υποστηρίξει την αλήθεια λέει το εξής: ότι κάποτε πάτερ, μου λέει, θα κάναμε μία Θεία Λειτουργία και είχαμε συνήθεια από το Γέροντα, ότι όπου πηγαίναμε, μας έλεγε ετοιμαστείτε να κοινωνήσετε, και πήγαμε κάπου εκδρομή και σε κάποιο παρεκκλήσι κάναμε τη Θεία Λειτουργία. Όταν βγήκε ο πνευματικός μας έξω στην Ωραία Πύλη με το Άγιον Ποτήριον, λέει: παιδιά μου, τι να σας κοινωνήσω; δέστε τι έγινε εδώ! Και μας έδειξε, πάτερ, με τα μάτια μου είδα, μέσα στο Άγιο Ποτήριο ήταν κρέας και αίμα. Δεν μπορώ να σας κοινωνήσω λέει, μόνον θα σας κοινωνήσω με το Άγιον Αίμα· και μας έδωσε μόνον Αίμα, λέει, διότι τη σάρκα δεν μπορούσε να μας τη δώσει. Εδώ, πώς την κατέλυσε αυτός, τι προσευχές έκανε και μετεβλήθη πάλι σε άρτο και κατέλυσε την Αγία Κοινωνία, ο Θεός ξέρει κι ο ίδιος. Αλλά μας το είπε η ίδια η γυναίκα, η οποία το είδε με τα μάτια της. Και πόσα άλλα έχουμε από τους Αγίους Πατέρας…
Θέλω να πω ότι χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι του παλαιού, παρότι είναι το ορθόδοξο, το πιο σωστό ημερολόγιο και πιο ευλογημένο, αλλά ωστόσο όμως, επειδή με την πάροδο του χρόνου άνθρωποι, οι οποίοι δεν κατείχαν καλά τα πράγματα και την αλήθεια, από κει που ξεκίνησε σαν ημερολόγιο και σαν μια ακρίβεια να φυλαχτεί και προς έναν έλεγχο της Εκκλησίας της Ελλάδος να επιστρέψει στο παλαιό πάλι κλπ., το φτάσανε να το κάνουν δογματικό από μια εκκλησιαστική παράβαση, έγινε δογματικό, δογματική παράβαση. Οπότε, όταν κανείς ακούσει ότι σφάλμα επάνω σε δόγμα της Εκκλησίας, δειλιάζει κι αρχίζει και το κοιτάζει διαφορετικά το θέμα. Αλλά δεν είναι δογματικόν, είναι απλώς εκκλησιαστικόν και είναι απλώς ημερολόγιο.
Και έφτασε η υπόθεσις αυτή τώρα πλέον, και κυρίως στην Ελλάδα, να έχουμε δύο, τρεις, τέσσερις Σύνοδοι, από επισκόπους παλαιοημερολογίτες, οι οποίες η μία Σύνοδος έχει διαφορές με την άλλη. Και η κάθε Σύνοδος έχει τον Αρχιεπίσκοπό της. Σκεφτείτε τώρα, μέσα σε μία Αθήνα, που πρέπει να υπάρχει ένας Αρχιεπίσκοπος, είναι πέντε-έξι αρχιεπίσκοποι.
 Ε, όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν πάμε καλά, ότι δεν ξεκίνησε καλά το θέμα. Βέβαια οι επίσκοποι, οι οποίοι ηγήθησαν του παλιού τότε, ήταν βέβαια πάρα πολύ σωστοί άνθρωποι, και μάλιστα ο Φλωρίνης ήταν ένας άγιος άνθρωπος και πολύ μελετημένος και όπως λέγεται ότι στα τελευταία του, όταν ήταν να κοιμηθεί, αναστέναξε και είπε: Κύριε, μη στήσεις την αμαρτίαν ταύτην. Δηλαδή, εννοούσε ότι με το να ξεκινήσουν και να ηγηθούν του παλαιού, είδαν ότι βγήκε έξω από το σωστό δρόμο, κι από ημερολόγιο το κάναν δόγμα και το (…) τώρα άνθρωποι και δεν μπορεί να τους αναχαιτίσει. Κι όταν επέθανε ο Δημητριάδος και οι δύο άλλοι, ο Χριστοφόρος με τον Πολύκαρπο, υπήρχε, ο (…) ήταν από τους δύο αυτούς επισκόπους, νέοι επίσκοποι γύρισαν με το νέο πάλι, γιατί κατάλαβαν ότι έκαναν λάθος κι ότι πρέπει να το διαλύσουν. Δηλαδή, άμα αντιληφθείς, σκεφτήκανε η ηγεσία η εκκλησιαστική θα υποχωρήσει κι ο λαός· και θα ενωθεί πάλι με την Εκκλησία και δεν θα υπάρχει θέμα παλαιού για να υπάρχει αυτό το σχίσμα. Φύγαν, έγιναν με το νέο αυτοί, επέστρεψαν και έμεινε μόνον ο Φλωρίνης σαν τελευταίος· και τον λέγαν, κάμε επίσκοπο, κάμε επίσκοπο· όχι, όχι, όχι. Σου λέει να πεθάνω κι εγώ, να σβήσει. Και απέθανε κι αυτός και δεν άφησε διάδοχο. Και έφτασαν οι παλαιοημερολογίτες να μην έχουνε επίσκοπο, να μην έχουν κεφαλή. Και να έχουν πέσει κατά κάποιον τρόπο στην αίρεση, που δεν είναι αίρεσις, αλλά σε θέση μιας αιρέσεως, που δεν είχαν κεφαλή.
Ήτανε λαός, αλλά επίσκοπο δεν είχανε. Φθάσανε σ’ αυτό το σημείο. Εάν ήτανε η μόνη Ορθόδοξος Εκκλησία… Η Ορθόδοξος Εκκλησία ποτέ δεν έμεινε χωρίς Επίσκοπο. Όπου Επίσκοπος εκεί και κεφαλή, εκεί κι η Εκκλησία. Αυτοί δεν είχανε επίσκοπο για πολλά χρόνια. Και επειδή ήξευραν ότι εκατηγορούντο ως ακέφαλοι πλέον, και δεν στέκεται στον τελευταίο Χριστιανό να το σκεφτεί, ότι υπάρχει Εκκλησία χωρίς Επίσκοπο, αναγκάστηκαν έτσι, κι επίμονα, κι ήρθαν στην Αμερική ορισμένοι Αρχιμανδρίτες να χειροτονηθούν Επίσκοποι από την Εκκλησία, από τη Σύνοδο της Διασποράς, των Ρώσων του Αναστασίου. Αλλά η Σύνοδος δεν χειροτονούσε κανέναν! Γιατί δεν θέλαν να ξεκινήσουνε, να συνεχίσουν ας πούμε, οι νέοι Επίσκοποι ότι εκείνοι οι παλαιοί είδαν ότι δεν πάει καλά. Ωστόσο όμως, η επιμονή τους να κάνουνε, για να ηγηθεί κάποιος Επίσκοπος, δύο επίσκοποι να κάνουν κεφαλή, να μην κατηγορούνται ως ακέφαλοι, γιατί δεν στέκεται σε καμιά περίπτωση, ήτανε ξεκάρφωτο το πράγμα εντελώς, ήταν ολοφάνερο ότι δεν παν καθόλου καλά· και βρήκανε τον Σεραφείμ και έναν, αν δεν απατώμαι, τον Λεόντιο, οι οποίοι ήτανε και οι δύο Επίσκοποι της Συνόδου της Διασποράς των Ρώσων, η οποία Σύνοδος δεν έχει δώσει την άδεια, καταλάβατε; Αυτοί οι δύο, κρυφά από τη Σύνοδό τους, ο ένας νεοημερολογίτης κι ο άλλος παλαιοημερολογίτης της αυτής Συνόδου, κρυφά χειροτόνησαν τον Ακάκιο και τον κάναν Αρχιεπίσκοπο.
Κι όταν ήρθε αυτός στην Ελλάδα, τότε θυμάμαι ήμουνα κάτω, ήρθε αυτός και είπε ότι χειροτονήθηκα Επίσκοπος. Τα χειροτονικά σας πάτερ;  Χειροτονικά δεν υπήρχαν! Πώς θα σε πιστέψουμε πως έγινες επίσκοπος; Είμαι επίσκοπος και τα χειροτονικά μου θα έρθουνε μετά από καιρό. Ποιοι είναι οι Επίσκοποι, οι οποίοι σε κάνανε; Δεν έλεγε· δεν ήθελε να φανερωθεί, ότι θα πήγαινε είδηση στην Σύνοδο, στην οποία υπάγοντο οι Επίσκοποι· και θα γινόταν, θα δικαζόντουσαν οι άνθρωποι.
 Και κατά κανόνα της Εκκλησίας, όποιος Επίσκοπος χειροτονήσει –οι δύο είχαν χειροτονήσει επίσκοπο- κρυφά, άνευ αδείας της Εκκλησιαστικής των αρχής, οι χειροτονίες άκυρες και οι χειροτονίες αυτές καθαίρονται.Καταλάβατε; Κανόνας ρητός Συνόδου. Λοιπόν, κατά κανόνα έπρεπε: η χειροτονία, τώρα, να είναι άκυρος του Ακακίου και αυτοί οι δύο οι Ρώσοι, οι δύο άνθρωποι, οι δύο Επίσκοποι, να καθαιρεθούν. Γι’ αυτό και δεν έδειχνε χειροτονικό! Δεν είχε. Πώς να το φανερώσει; Άλλοι είπαν ότι δεν σε δεχόμαστε ως Επίσκοπο και άλλοι, αναγκαστικά, για να καλύψουν τη θέση τους, τον δεχτήκαν ως Επίσκοπο κι ότι, εν καιρώ, θα φέρει τα χειροτονικά. Και τα χειροτονικά του έγιναν με δικηγόρο, σαν συμβόλαιο έδειξε κατόπιν. Όταν πια έγινε γνωστό, ότι έγινε κρυφά η χειροτονία του, πήγε στη Σύνοδο η υπόθεσις. Η Σύνοδος σκέφτηκε από δω, σκέφτηκε από κει, θα γίνουμε ρεζίλι, και συγχώρεσαν το σφάλμα στους δύο Επισκόπους και, κατά κάποιον τρόπο, και το σφάλμα του Ακακίου και ενέκριναν σχετικώς και οικονομικώς τη χειροτονία.
Στη συνέχεια, ένας δεν μπορούσε να χειροτονήσει Επίσκοπο, διότι αν χειροτονούσε θα έπαιρνε κι αυτός τη σειρά του Ματθαίου, ο οποίος Ματθαίος χειροτόνησε μόνος του κι έκανε ολόκληρη Σύνοδο και είναι εντελώς άκυρες οι χειροτονίες του. Γι’ αυτό κι αυτός κάλεσε πάλι το Λεόντιο, κρυφά, από την Αμερική και ήρθε στην Αθήνα και κρυφά, σε μοναστήρια μέσα, κάναν χειροτονίες επισκόπων και ξαφνικά τους φανέρωσαν χειροτονημένους. Και λεν, μα πού έγιναν οι χειροτονίες; Γιατί δεν έγιναν ενώπιον του λαού; Αν τους εγκρίνουμε κι εμείς; Αλλά, είπαν ότι τώρα εμείς, δεν μπορούμε να κάνουμε φανερά για τον άλφα ή βήτα λόγο· κρυφά, τα κάλυψαν και έγιναν επίσκοποι και ο Αυξέντιος και ο Γερόντιος και ο (…) και τόσοι άλλοι, και κάνανε μία Σύνοδο.
Στη συνέχεια, όπως είπαμε και προχτές, κάποτε είπαν ότι πρέπει να συνέλθομε και να ενωθούμε, να αποτελέσουμε ένα μεγάλο σώμα, μια μεγάλη Εκκλησία, να αντιπαραταχθούμε στο Νέο ημερολόγιο, στη νέα Εκκλησία. Αλλά συμφωνήσανε να πιστέψουνε και να κάνουν κοινό «πιστεύω» ότι η Εκκλησία, η καθ’ όλα Εκκλησία ή του παλαιού ή του νέου ημερολογίου, που δεν υπάγονται σ’ αυτούς, όπως είναι οι Βούλγαροι κι οι Σέρβοι κι η Αλβανική κτλ., όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες του παλαιού και του νέου, όλες αυτές οι Εκκλησίες  απεκηρύχθησαν ως αιρετικές και σχισματικές κι ότι τα μυστήριά τους είναι άκυρα· και μόνον τα δικά τους είναι έγκυρα και σωστά.
Αλλά όταν συνήλθαν και κάναν αυτή την Σύνοδο, διεφώνησαν ύστερα ποιος θα ‘ναι ο Αρχιεπίσκοπος! Από ποια παράταξη θα ‘ναι ο Αρχιεπίσκοπος; Εκεί διαφώνησαν. Οι μεν έλεγαν ο δικός μας θα ‘ναι Αρχιεπίσκοπος, η άλλη παράταξη έλεγε ο δικός μας θα είναι κι εκεί πάλι ξεχώριζαν και μείναν πάλι ξεχωριστά οι παρατάξεις, με αρχιεπισκόπους δικούς των, αλλά συμφώνησαν στο ίδιο «πιστεύω», ότι δεν υπάρχει Χάρις και Αγιασμός στα μυστήρια της Εκκλησίας, της καθ’ όλα Εκκλησίας και μόνον αυτοί έχουν τον Αγιασμό.
Γι’ αυτό σήμερα λένε, όπως τώρα έχω μάθει, τώρα που ήρθα εδώ, εκεί που πηγαίνουν επάνω στο μοναστηράκι αυτό, τους λέει ο πάτερ ότι, εκκλησιαστείτε κάτω εδώ στην Εκκλησία, αλλά μυστήρια μην παίρνετε. Που θέλει να πει, το λέγει πλάγια δεν το λέει ευθέως ότι είναι άκυρα, διότι δεν υπάρχει Εκκλησία με το παλαιό για να εκκλησιαστούν οι άνθρωποι· λέει, ακκλησίαστοι θα μείνουν; Ας παν στην εκκλησία, έως ότου σκέφτονται να κάνουν εκκλησία, αλλά μυστήρια μην πάρετε, λέει. Αν τα μυστήρια είναι έγκυρα, γιατί να μην τα πάρουν;  Αν όμως είναι άκυρα, δεν πρέπει να τα πάρουν. Δεν το λέει ευθέως, αλλά το λέει πλάγια, πολύ έξυπνα κι έντεχνα ότι, μην κοινωνήσεις, μόνο σε μένα θα κοινωνήσεις· που λέει μόνον τα δικά του είναι έγκυρα και της εκκλησίας της  δικής σας δεν είναι έγκυρα. Αυτό δεν πρέπει να λέγονται έτσι. Πρέπει να πει ότι, αν είναι, πρέπει να του κάνουμε την ερώτηση, ωραία: Να πάμε στην εκκλησία, πάτερ μου, γιατί δεν μας επιτρέπετε; πέστε μας μ’ ένα ναι κι ένα όχι: είναι έγκυρα ή δεν είναι; Έχουν Άγιο Πνεύμα ή δεν έχουν; Αν έχουν, επιτρέψτε μας να κοινωνήσουμε· εάν δεν έχουν, πέστε μας ότι δεν έχουν και γι’ αυτό δεν μας επιτρέπετε. Αυτή είναι η αλήθεια του Θεού. Καταλάβατε. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν.
Και εγώ, με τον πάτερ Παντελεήμονα, που είναι στην Αμερική στη Βοστώνη, είναι σαν αδελφός μου. Εννοείτε δηλαδή, ότι ο πατήρ Αρσένιος, το γεροντάκι που έχουμε σήμερα, όπως ξέρετε, είναι ο κατόπιν από τον Γέροντα Ιωσήφ, ανέλαβε σαν μεγαλόσχημα, κι εγώ σαν εφημέριος τον διάβαζα, στην σκήτη που ήμασταν εκεί. Ο πατήρ Παντελεήμων αίρει την χειροτονία του διακόνου από τον Αθηναγόρα των Θυατείρων, ξέρετε, αυτός που άφησε ιστορία όχι ορθόδοξη στο Λονδίνο· ήταν πρώτα επίσκοπος Βοστώνης μετά έγινε Θυατείρων Αγγλίας, ο οποίος άφησε όνομα οικουμενιστικό, κι απέθανε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια ερχόταν ο πατήρ Παντελεήμων ως διάκονος και συλλειτουργούσαμε κάτω. Εν τω μεταξύ με το νέο ημερολόγιο ο Θυατείρων, όταν ήταν στη Βοστώνη, με την εκκλησία του Ιακώβ. Στη συνέχεια έγινε ιερεύς στα Ιεροσόλυμα, από την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που εννοείται ότι είναι με την καθ’ όλα Εκκλησία και δεν είναι με τους παλαιοημερολογίτες. Από κει πήρε και την χειροτονία, πάρα πολύ σωστά· κι από τη μία πλευρά κι από την άλλη. Αλλά, τώρα πιστεύει πλέον, ότι δεν υπάρχει σωτηρία ούτε… καλά, σε μας είναι ξεκάθαρο το πιστεύω.
Όταν τον ρώτησα τότε «με τους παλαιοημερολογίτες είσαι πάτερ;» μου λέει «όχι, μήτε με τους παλαιοημερολογίτες μήτε με τους νεοημερολογίτες». Τέλος πάντων, έχει δική του γραμμή σταθερή και λέει ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ει μη μόνον στη δική του πλευρά, και δεν κοινωνάει κι ούτε εξομολογείται σε ανθρώπους του νέου ημερολογίου. Αυτό βέβαια έγινε μπροστά μου και δεν μπορεί κανείς να μου πει ότι έχω λάθος· όταν πήγα στη Βοστώνη και πήγα στο μοναστήρι του, έγιναν μπροστά μου και τα ξέρω. Βέβαια εμείς είμαστε πνευματικά αδέλφια κι έχουμε την αγάπη κλπ., αλλά διαφωνούμε πέρα για πέρα στις απόψεις αυτές. Ο δικός μου ο γέροντας του είπε, μεταξύ άλλων, ότι, όπως τον πιστεύεις σαν άγιο κι έχεις το άγιο λείψανό του και κάνεις θαύματα με το λείψανο του Γέροντος, όμως ο Γέροντάς μας έχει κοιμηθεί στην Εκκλησία, εμείς χειροτονηθήκαμε από τον Επίσκοπο, ο οποίος ήταν στην Εκκλησία και μάλιστα τότε, όταν χειροτονηθήκαμε, μνημονεύαμε τον Οικουμενικό Πατριάρχη -τότε ήταν ο ΑΘηναγόρας-, και αγίασε μέσα στην Εκκλησία· πώς τώρα θα πούμε ότι αυτή η Εκκλησία, που αγίασε το Γέροντα είναι αιρετική; Είναι τρομερό!
Όταν τα μυστήρια αγιάζονται εν Αγίω Πνεύματι και εγώ, ο παλαιοημερολογίτης, ο φανατικός, λέω ότι αυτά δεν είναι αγιασμένα αλλά είναι άρτος και οίνος, δεν βλασφημώ στο Άγιο Πνεύμα, που έχουν απάνω τους;
Όταν τα λέω ότι είναι κοινά και δεν είναι αγιασμένα, δεν πάω εναντίον του Αγίου Πνεύματος, που τα έχει αγιάσει; Όταν είναι σάρκα και αίμα Χριστού και λέω «δεν είναι», δεν πάω εναντίον του Αγίου Πνεύματος; Θέλω να πω το εξής, ότι είναι πολύ λεπτό το θέμα και μπορεί σε μια στιγμή, -το λέει κι ο ιερός Χρυσόστομος: κρείσσον εσφαλμένως μετά της Εκκλησίας ή ακριβολογείν και ορθοδοξείν έξω της Εκκλησίας. Τι θέλει να πει εδώ; Είναι ακριβώς απάνω στην περίπτωσή μας. Καλύτερα με το σφάλμα του ημερολογίου μέσα στην Εκκλησία, παρά να κάνω τον Ορθόδοξο, τον σούπερ Ορθόδοξο, και να βρεθώ έξω της Εκκλησίας με το να δογματίζω ότι τα μυστήρια είναι άκυρα και οι άνθρωποι δεν σώζονται.
Εβρέθηκα εγώ, κάποια φορά πριν από χρόνια, κάτω στην Αθήνα, και για κάποια δουλίτσα πήγα στο γραφείο των παλαιοημερολογιτών Επισκόπων κι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος ο Αυξέντιος κι ήταν και τρεις-τέσσερις άλλοι Επίσκοποι. Είχα κάποια δουλίτσα και βρέθηκα εκεί μ’ έναν κύριο. Μόλις με είδε ο Αρχιεπίσκοπος ο Αυξέντιος, ο οποίος με ήξερε, μου λέει ευθέως: Πάτερ Εφραίμ, μην κηρύττετε ότι σώζονται οι νεοημερολογίτες. Λέω: με συγχωρείτε, Μακαριώτατε, ουδέποτε εγώ θα κηρύξω βλάσφημο ότι (…). Πιστεύουμε είναι αρνητικό κι αντίθετο (…). Μου λέει: όχι. (….) Δεν πιστεύω ότι της Εκκλησίας τα μυστήρια είναι άκυρα. Στη συνέχεια φεύγει αυτός και παραλαμβάνει το λόγο ο Ακάκιος ο νεώτερος, ο ανιψιός του Ακακίου, που έγινε αυτός στην Αμερική, που έγινε κατόπιν αρχιεπίσκοπος, κι ο οποίος υπάρχει τώρα κάτω κι έχει δική του, έτσι, πλευρά. Άρχισε εκείνος να μου λέει διάφορα και πολλά, αναφερόταν σε πρόσωπα κατηγορώντας· εγώ δεν μιλούσα. Εγώ, λέει, πάτερ Εφραίμ θα αναμυρώνω, -δεν ξέρω αν μου είπε «και θα αναβαπτίζω»- διότι είναι σχισματικοί δυνάμει και ενεργεία.
 Κάνω μια παρένθεση και σας εξηγώ τι θα πει «δυνάμει και ενεργεία». Δυνάμει, θα πει δυνάμει του τάδε κανόνως η περίπτωσις αυτή είναι σχίσμα. Ενεργεία, όταν ο κανόνας αυτός θα γίνει έργο. Δηλαδή, οι άνθρωποι που θα σφάλλουν στον κανόνα μετά θα το κάνουν πράξη. Δηλαδή, φερ’ ειπείν, λέγω ένα πράγμα ότι είναι σχίσμα αλλά δυνάμει του κανόνος· όταν θ’ αρχίσω να το κάνω πράξη και να το πιστεύω και να το κηρύττω, τότε το κάνω και πράξη. Δυνάμει και ενεργεία, μου λέει, σχισματικοί οι νεοημερολογίτες· σαν να ήθελε να μου πει ότι δεν υπάρχει Πνεύμα Άγιο. Λέω: Σεβασμιώτατε, έχετε λάθος. Θύμωσε αυτός, χτύπησε κάτω το χέρι, πού το ‘χω το λάθος;  Θα σας πω, πώς έχετε λάθος: πρώτον πρέπει να ξέρετε, σαν επίσκοπος, ότι το αναμύρωμα, στην περίπτωση που λέτε, γίνεται όταν κανείς αρνηθεί το Χριστό, όταν γίνει Χιλιαστής, όταν γίνει Αμερικανός, όταν γίνει Ευαγγελιστής, όταν γίνει Καθολικός και μετά επιστρέψει ξανά στην Ορθόδοξο Εκκλησία· τότε παίρνει το Άγιον Μύρο από την Εκκλησία, που δηλοί ότι ξανά λαμβάνει το Πνεύμα το Άγιο, που έχασε με την άρνηση ή με την αίρεση, την οποία είχε ακολουθήσει. Εδώ δεν έχουμε ούτε αίρεση ούτε αρνησιχριστία για να δίνετε εσείς το Άγιον Μύρον. Τίποτε· χτυπούσε το χέρι του κάτω, εγώ, πάτερ, δεν θα κάνω κοινωνία Αγίω ποτηρίω με τον Αθηναγόρα. Δεν σας μιλάω κοινωνία με καθολικούς, δεν σας μιλάω για κάτι τέτοιο, αλλά όταν μου λέτε, ότι βαπτισμένους ανθρώπους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, θα τους αναμυρώνετε, κάνετε τρομερό λάθος. Φώναζε αυτός, εγώ ήρεμα του απαντούσα, μετά έρχεται ο Αρχιεπίσκοπος μέσα. Τι γίνεται πάτερ Εφραίμ; Συμφωνήσατε με τον Επίσκοπο; Ρωτάει τον Επίσκοπο αν συμφωνήσαμε, εν καιρώ, λέει, θα γίνει. Δεν είπα τίποτα περισσότερο, τους χαιρέτησα και έφυγα.
Και θέλω να πω ότι το πράγμα ξεκίνησε εντελώς ορθόδοξα και σωστά, το παλαιό, και μετά σιγά σιγά πήρε μία άλλη, ας πούμε, επικίνδυνη έκταση και θέση, που σήμερα αποτελεί σοβαρή πληγή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι κι αυτοί κομματιάστηκαν σε πολλά κόμματα. Και πριν ξεκινήσω από το Άγιον Όρος μας ήρθε μία φυλλάδα, ένα φυλλάδιο, από την Αμερική, που έλεγε ότι οι παλαιοημερολογίτες του Ματθαίου, οι οποίοι έχουν φτάσει μέχρι την Αμερική, έχουν και Οικουμενικό Πατριάρχη! Είχε τη φωτογραφία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τάδε τάδε Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ΓΟΧ).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...