Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2016

Κράτα το φως αναμμένο.


Κράτα το φως αναμμένο

(Αληθινή ιστορία για την άσβεστη μνήμη των ψυχών)

Μικρό κορίτσι με εικονίτσες Αγίων και την μικρή Αγία Γραφή κάτω απ το μαξιλάρι να συναντά στα όνειρά της το Φως …
Μόνο αυτό της έρχεται από τα περασμένα κάθε ξημέρωμα όταν πλαγιάζει μετά τον κανόνα της ως το πρώτο τάλαντο …
Δεν θυμάται τα χρόνια που πέρασαν … Δεν νιώθει την ανάγκη να νοσταλγήσει το χθες … Την κάνει χαρούμενη το σήμερα, το σήμερον του επιούσιου άρτου της Ζωής, την μόνη μέριμνά της …
Έχει βέβαια και τα διακονήματα εδώ στο Μοναστήρι, το εργόχειρό της με τα κομβοσκοίνια, τα ζωντανά, τους κήπους … μα αυτά άσκεφτα τα κάνει, δεν σπαταλά ψυχή για δαύτα, μόνο το σώμα και τον κόπο της αφιερώνει, όλο το υπόλοιπο είναι της, το χάρισε σε Εκείνον, την αληθινή Ζωή και την Μητέρα Της την Κεχαριτωμένη…
Δεν λησμονά τους δικούς της βέβαια , που έρχονται να την δουν μα είναι αλλιώτικη τούτη η αγάπη και δεν διαφέρει από αυτήν που καίει μέσα της για κάθε αδελφό της που θα διαβεί την πύλη της μετανοίας της . Έτσι όταν την ειδοποίησαν για τον πατέρα της που κοιμήθηκε απρόσμενα, δεν θρήνησε , δεν έκανε όλα αυτά που γίνονται συνήθως με τα μοιρολόγια , και τους κοπετούς …

Δάκρυσε όπως ο Κύριος και έφερε τον πατέρα της στην μνήμη, συγχωρώντας τον για κάθε φορά που την πίκρανε ιδίως όταν έλαβε την μεγάλη απόφαση της αφιέρωσης …
Ένιωσε τώρα για πρώτη φορά εδώ και χρόνια την ανάγκη να ψάξει στο παρελθόν για κείνες τις στιγμές της πατρικής αγκαλιάς, το χαμόγελό του, την καλόκαρδη ματιά του, την καλοσύνη του … Όχι σαν ελαφρυντικά μα σαν απάντηση στην ξαφνική αγωνία που την κυρίευσε για τον αγώνα που μόλις εκείνος ξεκινούσε … Δεν ήταν σίγουρη αν είχε φροντίσει για την ... τακτοποίησή του …
Κάθε φορά βέβαια που ερχόταν στο μοναστήρι μεριμνούσε με διάκριση να του υπενθυμίζει την μακαρία εγρήγορση στους χρόνους της χρηστότητος και της μακροθυμίας, το σωτήριο μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως… Μα πάντοτε εκείνος πήγαινε την κουβέντα αλλού …
-Μην ανησυχείς, ξέρω εγώ! της έλεγε …
Μακάρι να ήταν έτοιμος ο Πατέρας, να έχει καλήν απολογία! Σκέφτηκε και έπιασε αμέσως το κομποσκοίνι της το διακοσάρι…
Ξεκίνησε να δέεται στον πολυεύσπλαχνο Δεσπότη των πάντων για την ψυχή του … Χιλιάδες μνήσθητι έφυγαν για τον Θρόνο του Δίκαιου Κριτή μαζί με δάκρυα και νηστεία και αγρυπνία…
Ζήτησε και από τις αδελφές της να προσευχηθούν και απ την Γερόντισσά τους την αγαπημένη …
-Προσευχηθείτε Γερόντισσα για τον δούλο του Θεού Ελευθέριο … Ζητήστε αν είναι ευλογημένο πληροφορία για την ψυχούλα του ...
-Ναι παιδί μου θα κάνουμε όλες προσευχή και θα πάρουμε τηλέφωνο και στον Γέροντα στο Όρος να κάνουν σαρανταλείτουργο!
Κύλησαν έτσι οι σαράντα ημέρες … Προσπαθούσε να καταλάβει κάθε φορά που συναντούσε την Ηγουμένη, από την έκφραση του προσώπου της, αν είχε ανοίξει καθόλου ο Ουρανός, αν υπήρχε καλή είδηση για την ψυχούλα του Πατέρα της … Δεν ρώτησε βέβαια ξανά …
Μα η σιωπή της σοφής Μητέρας την γέμιζε με λύπη, αφού λογισμοί απωλείας της ψυχής του πατέρα της την κυρίευαν κάθε τόσο …
Δεν σταμάτησε να προσεύχεται κάθε νύχτα για την ανάπαυσή του … Τι κι αν είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε … Με επιμονή και πίστη προσευχόταν …
Αυτό το νύχτωμα σκέφτηκε λίγο πριν την προσευχή να μελετήσει τους Αγίους Πατέρες, τους Αγγέλους εν σώματι …
Πήρε να διαβάσει του Χρυσοστόμου τους Θείους λόγους …
Πάντα της άρεσαν τα ρητά του … Σταμάτησε μόλις διάβασε:
Κλαύσον τους αμετανοήτους, κλαύσον τους μηδέποτε μετανοήσαντες ...
Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια….
Ο μισόκαλος που πάντα απεργάζεται την αιώνια συντριβή μας , έγειρε και της επανέλαβε αυτό το τελευταίο ρητό: Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια…. Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια…
Αρέσκεται ο επίβουλος της ψυχής μας να μεταχειρίζεται ακόμα και Αγιογραφικά αποσπάσματα προκειμένου να μας σαλέψει την διάνοια, να μας θολώσει την σκέψη … Εδώ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την Αγία Γραφή στο Σαραντάριο Όρος όταν πείραζε τον Θεάνθρωπο … Αν είσαι Υιός του Θεού Του είπε πέσε κάτω. Άραγε θα διατάξει ο Θεός τους αγγέλους του να σε σηκώσουν στα χέρια, ώστε να μη χτυπήσεις στις πέτρες, όπως λένε οι Γραφές;
Και ο Κύριος του απάντησε: «Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή ότι δεν πρέπει να προκαλούμε τον Θεό με τις πράξεις μας».
Πάλι Τον πήρε έπειτα και Τον μεταφέρει σε πολύ ψηλό βουνό, απ’ όπου φαίνονταν όλα τα βασίλεια της πλάσης μ’ όλα τα πλούτη και τη δόξα τους και του λέει: Αν με προσκυνήσεις, όλ’ αυτά θα σου τα χαρίσω. Κι ο Χριστός μας του είπε αυστηρά: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά. Στη Γραφή είναι γραμμένο: Μόνο τον Κύριό σου να προσκυνήσεις και μόνο Αυτόν να λατρέψεις».
Νικημένος ο διάβολος έφυγε μακριά από τον Ιησού. Τότε ήρθαν άγγελοι του Θεού και Τον υπηρετούσαν.
Δεν μπόρεσε να τα σκεφτεί όλα τούτα η Ανθία η Μοναχή, αν και από μικρό παιδί τα διάβαζε, μόλις επαναλαμβανόταν συνεχώς κείνη την νύχτα το: Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια….
Έξαφνα της φαινόταν ανώφελο το να προσεύχεται για την ψυχή του πατέρα της … Μόνο ευχήθηκε την Σωτηρία , μα ένιωσε πλέον ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα … Όσες φορές και αν το μετέφρασε όσες κι αν το ερμήνευσε δεν μπορούσε να βρει λόγο για να συνεχίσει … Σκοτείνιασαν απότομα όλα μέσα της. Ξεκίνησε να λέει μόνο την ευχή του Ιησού την μονολόγιστη...
Θα ρωτήσω αύριο την Γερόντισσα σκέφτηκε . Δεν πέρασε πολύ ώρα και βλέπει απ το παράθυρό της κάποιον από μακριά να πλησιάζει με ένα φως … της φάνηκε φακός …
Παραξενεύτηκε γιατί πλησίαζαν μεσάνυχτα … Κάτι θα συνέβη σκέφτηκε, ίσως με την ηλικιωμένη Μακρίνα που την περίμεναν τούτες τις μέρες … Άνοιξε την πόρτα του κελιού της και προσπάθησε να διακρίνει την μορφή …
-Ποιος είναι; Ποιος είναι;
Δεν πήρε απόκριση και περίμενε να πλησιάσει …
-Ακυλίνα εσύ είσαι; Ευλόγησον!
Πάλι δεν ακούστηκε φωνή … Ήταν πυκνό το σκοτάδι εκείνης της νύχτας, αφέγγαρο σχεδόν.
Σε λίγο αντιλήφθηκε πως δεν ήταν φακός αυτό που κρατούσε η φιγούρα μα ένα μικρό φανάρι … Περίεργο σκέφτηκε … Που το βρήκε αυτό, δεν ήξερα πως έχουμε ... Έφτασε σιμά της η λεπτή φιγούρα κρατώντας το φανάρι … Το σήκωσε ψηλά και φωτίστηκε το πρόσωπό της …
-Θεέ μου! Πατέρα εσύ! μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει …. Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του αδύναμη και παραπονεμένη …
-Ένα φως είχα και αυτό μου το έσβησες!
Άνοιξε τα μάτια μετά από ώρες … Την βρήκαν σχεδόν λιπόθυμη πριν το μεσονυκτικό, όταν ήρθαν γιατί ανησύχησαν που δεν την είδαν στο καθολικό …
Η Γερόντισσα της μίλησε και γαλήνεψε την ψυχή της, της φώτισε και πάλι τον εσκοτισμένο, τον πρόσκαιρα πλανεμένο νου της … Η μορφή του Πατέρα της και το παράπονό του δεν την εγκατέλειψαν ποτέ από τότε …
Έδωσε υπόσχεση στην ψυχή του αλλά και σε όλες τις αναγκαιμένες ψυχούλες, ποτέ να μην τις λησμονήσει …Εκείνες δεν μπορούν να κάνουν τίποτε , ούτε να αλλάξουν μόνες την κατάστασή τους …
Αυτοί που μένουν πίσω όμως μπορούν και δεν πρέπει να λησμονούν , διαρκώς να κρατούν το φως αναμμένο …
Νώντας Σκοπετέας

Απόσπασμα από εκπομπή με τίτλο : Από εμάς περιμένουν ( 3 μέρη ), Διασκευασμένη σε διήγημα, αληθινή Ιστορία από προφορική εξιστόρηση Γέροντος Νίκωνος Αγιορείτου Νεοσκητιώτου, (ομιλία: η ζωή μετά την ζωή)



Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ (4 ΜΑΡΤΙΟΥ)


«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου είχαμε μνημονεύσει τον άγιο αρχιεπίσκοπο Σεβαστείας Βλάσιο, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον Γέροντα Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα, ακόμη και με φίδια, είναι γνωστή. Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» («Υπηρέτης θηρ τω Γερασίμω γέρας, θήρας παθών κτείναντι πριν λήξαι βίου») (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» («Την κατ’ εικόνα, θεοφόρε, αξίαν  φυλάττων, φοβερός ανημέροις θηρσίν εδείχθης») (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς -  κάτι που έλεγε και ο Γέρων Παΐσιος - τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» («Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, εν ερημίαις αεί, και σπηλαίοις και όρεσι πίστει διαιτώμενος, τον Θεόν εξεζήτησας και τούτον εύρες, ώσπερ επόθησας») (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε» («Προς τον άυλον πόθον τον του Κυρίου, Πάτερ όσιε, αεί ενατενίζων») (ωδή γ΄). «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» («Ελλάμψει του Πνεύματος, θεοφόρε, καταυγασθείς τα νοητά της ψυχής σου όμματα, προς φως ενητένισας δι’ αρετής το άδυτον») (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Με έναν λόγο, τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητάς του και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.

Σημερα το 1957 Πού είναι ο Αυξεντίου; Έκρουσεν εκεί μέσα!..

ceb1cf85ceb3cebfcf85cf83cf84ceb7cf83-ceb2ceb3ceb1ceb9cebdceb5ceb9-ceb1cf80cebf-cebacf81ceb7cf83cf86cf85ceb3ceb5cf84cebf-cebcceb1cf87
Τον Αυξεντίου έκαψαν οι Άγγλοι με βενζίνη
κι η Ιστορία εσαεί Νέρωνες θα τους κρίνει!..
ΤΡΕΙΣ του Μάρτη 1957, μιάμιση η ώρα μετά το μεσημέρι και η μάχη του Μαχαιρά συνεχιζόταν. Από τις έξι το πρωί. Ο γενναίος των γενναίων Γρηγόρης Αυξεντίου, με το συναγωνιστή του Αυγουστή Ευσταθίου, αναμετρούνταν, ως νέοι Δαυίδ προς τους αποικιοκράτες Γολιάθ: Με εκατοντάδες Άγγλους πάνοπλους στρατιώτες, στο κρησφύγετό τους, ένα περίπου χιλιόμετρο ΒΑ΄ του μοναστηριού της Παναγίας της Μαχαιράδος. Το χάνι της Γραβιάς, οι Θερμοπύλες, η Αλαμάνα και οι άλλοι τόποι θυσίας των Ελλήνων προγόνων μας, αναβίωναν τις ώρες εκείνες στην Κύπρο, στο πρόσωπο του 29χρονου έφεδρου αξιωματικού του ελληνικού στρατού από την ηρωική Λύση, κορυφαίου στελέχους της απελευθερωτικής προσπάθειας των Ελλήνων Κυπρίων για αποτίναξη του αγγλικού ζυγού. Του θρυλικού Ζήδρου, του Αίαντα, του Ζώτου και Άρη της ΕΟΚΑ.
cebcceb1cf87ceb1ceb9cf81ceb1cf83-61Η ΜΑΚΡΑ, ως την ώρα εκείνη διάρκεια της μάχης και η αποτυχία των Άγγλων να πλησιάσουν έστω στη σπηλιά, έκανε τον Αυγουστή – τον «Ματρόζο» της ΕΟΚΑ – να ενθουσιαστεί τόσο πολύ, ώστε να φωνάξει στον Γρηγόρη:
– Δεν μας φκάλλουν πιον Μάστρε μου που δαμέσα! Μόλις νυχτώσει, θα φύουμε!..
Δεν έχασε, μάλιστα, καιρό ο «Ματρόζος» και άρχισε τις προετοιμασίες. Εφτιαξε το γυλιό, έβαλε χρειώδη πρώτων βοηθειών και μερικά άλλα πράγματα, οπότε με περισσότερη πια αυτοπεποίθηση ξαναείπε στον Γρηγόρη:
– Αλλά και να πεθάνουμεν Μάστρε, δεν πειράζει! Οι άλλοι που θα μείνουν, θα συνεχίσουν τον αγώνα…
– Δεν επεθάναμεν ακόμα ρε μισκή (μικρέ), του απάντησε ο Αυξεντίου. Και πρόσθεσε:
– Δεν σημαίνει, όμως τίποτε, αν έρθουν έτσι τα γεγονότα, που θα πρέπει να πεθάνουμε…Μήπως δεν το ξέραμε από την πρώτη στιγμή του αγώνα ότι ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε μας βήμα; Μήπως αυτό δεν είναι το καθήκον μας; Να ελευθερώσουμε την πατρίδα, έστω και με το θάνατό μας;
Και ο Αυγουστής τότε, σφόδρα ενθουσιασμένος, επανάλαβε:
– Είμαι σίουρος Μάστρε, ότι μόλις νυχτώσει θα φύουμε!..
Ο Γρηγόρης, όμως, έμπειρος στα στρατιωτικά και έχοντας υπ’
όψη και τις πιο σκληρές και απάνθρωπες μεθόδους που είχαν χρησιμοποιήσει μέχρι τότε κάποιοι αντίπαλοι, του υπέδειξε προφητικά:
– Έχουν κι άλλα, πολλά και διάφορα, μέσα «Ματρόζο» και, στην ανάγκη, όλα θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον μας!..
ΔΕΝ είχε τελειώσει ο «Μάστρος» τη φράση του αυτή και μια έντονη οσμή άρχισε να αναδύεται στο στενό κρησφύγετο. Ένα υγρό κυλούσε στον πίσω τοίχο της σπηλιάς και, σε ελάχιστο χρόνο μέσα, είχε «κολυμπώσει» στο χωμάτινο δάπεδο…Ήταν βενζίνη!
Ο ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ καθόταν την ώρα εκείνη με τη ράχη στον τοίχο που «ξερνούσε» βανζίνη, ενώ ο Αυγουστής ήταν γονατισμένος κοντά στο στόμιο του κρησφυγέτου. Η έντονη μυρωδιά του «σούβλιζε» κυριολεκτικά τα ρουθύνια, οπότε, με πολλή απορία και αγωνία, απευθύνθηκε ανήσυχος στον «Μάστρο» του:
– Εν πεζίνα Μάστρε! Θα μας κάψουν ζωντανούς!..
ΔΕΝ πρόλαβαν να πουν οτιδήποτε άλλο και έσκασαν απανωτά στο χώρο του κρησφυγέτου τρεις εμπρηστικές βόμβες, οι οποίες και μετέτρεψαν αμέσως τη σπηλιά σε φλογισμένο καμίνι!
ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ αυτόματα πυρόκαψαν τα μαλλιά και το δεξί μέρος του προσώπου του Αυγουστή. Ο πόνος που δέχτηκε ήταν δυνατόςμ όμως δεν ήταν αυτό που προείχε. Ασυναίσθητα έβαλε στο πρόσωπο τα χέρια, με έντονο και πάλι το αίσθημα της καύσης και σ’ αυτά. Την κρίσιμη εκείνη όμως ώρα, η έγνοια του «Ματρόζου» ήταν ο Αυξεντίου, ο «Μάστρος». Έστεψε τότε αστραπιαία το βλέμμα προς αυτόν για να δει, όμως, τι; Οι φλόγες τον είχαν ζώσει από πάνω μέχρι κάτω! Σαν πεύκο, που το πλημμυρίζει η φωτιά! Κι όμως, σαν από θαύμα, το πρόσωπό του παρέμεινε ήρεμο και γαλήνιο. Και το πιο συγκινητικό, συγκλονιστικό: Δευτερόλεπτα προτού η ψυχή του υπέροχου αγωνιστή οδεύσει προς τα ουράνια και, παρά τη φρίκη των στιγμών, ο Αυγουστής τον ακούει να του λέει:
– Μην φοβάσαι βρε Ματρόζο, μην φοβάσαι!..
Αν είναι δυνατό!..
ΑΠΛΕΤΑ στοργικός και την κρίσιμη εκείνη ώρα του θανάτου υπήρξε ο Γρηγόρης. Ανθρώπινος όσο κανένας άλλος και πονόψυχος, ακόμα και τη στιγμή που οι σάρκες του ψήνονταν από τη βενζίνη και σαν πύρινη ρομφαία εγκατέλειπε τα γήινα και μετακόμιζε στην αθανασία, δεν παρέλειψε να δώσει στον «μισκή» την τελευταία του διδαχή. Μια εμψυχωτική συμβουλή – απόσταγμα πατρικής αγάπης και αιώνιας συναγωνιστικής προτροπής: «Μην φοβάσαι»! Όπως άφοβος, ατρόμητος και ακούραστος ήταν ο ίδιος. Και με τη διδαχή αυτή να παραμένει χαραγμένη εσαεί στα κατάστιχα της Ιστορίας ως άφθαρτο δείγμα αντρειοσύνης και παραδειγματισμού για όλες τις επερχόμενες γενιές…
Γρηγόρη ήσουν κορυφή σ’ αισθήματα και ήθος,
αμέτρητα παράσημα κουβάλαγες στο στήθος,
που θα’ χει για υπόδειγμα,
αλλά και ως παράδειγμα, όλης της γης το πλήθος!
***   ***
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ, μπροστά στο καταθλιπτικό θέαμα του καιόμενου «Μάστρου» του, με τόνους ταραχής σ’ όλο του το σώμα και την καρδιά συντριμμένη, κινήθηκε σαν ναρκωμένος.  Κυρτός όπως ήταν, διπλωμένος, άφησε το σώμα του να κυλήσει προς τη ρεματιά. Όπως το όχημα, που κατηφορίζει από το βουνό χωρίς φρένα…Ευτυχώς, τον σταμάτησε, μερικά μέτρα πιο κάτω μια πυκνή λατζιά, ένας θάμνος, ο πρώτος που βρέθηκε στο ελεύθερο κατέβασμά του. Οι πυκνοί καπνοί, που κυριαρχούσαν την ώρα εκείνη στην περιοχή, τον βοήθησαν να μην γίνει αντιληπτός από τους Άγγλους, παρατηρώντας ενδελεχώς από εκεί, με σφιγμένη την καρδιά, τα διαδραματιζόμενα. Εκμεταλλευόμενοι, όμως, τους καπνούς οι στρατιώτες, βρήκαν την ευκαιρία να πλησιάσουν πιο πολύ στο φλεγόμενο κρησφύγετο.
***   ***
ΗΤΑΝ ήδη δύο το απόγευμα, όταν ταρακούνησε συθέμελα τη σπηλιά μια πολύ δυνατή έκρηξη, η οποία πέταξε πέρα-δώθε πέτρες και χώματα. Μέχρι κι εκεί που κρυβόταν ο Αυγουστής, που παρέμενε ακίνητος σαν σε καραούλι. Στο μεταξύ, οι στρατιώτες δεν άργησαν να περικυκλώσουν την είσοδο της σπηλιάς και ν’ αρχίσουν το ψάξιμο του εδάφους σπιθαμή προς σπιθαμή. Στα πλαίσια αυτά δεν άργησαν να φτάσουν και στο θάμνο που κρυβόταν ο Αυγουστής, ο οποίος, κυριολεκτικά, βρέθηκε μπροστά σε ανήμερα θηρία!, Μόλις τον εντόπισαν, ένας χειροδύναμος στρατιώτης χύμηξε πάνω του, τον σήκωσε με δύναμη στα χέρια του και το πέταξε σαν σακί στο χώμα, πατώντας τον στη συνέχεια με την αρβύλα ασφυκτικά στο στήθος, ενώ ούρλιαζε:
– Εσύ είσαι ο Αυξεντίου;
– Όχι, απάντησε ο Αυγουστής.
– Είσαι ο Πατρόσης;, (Ματρόζος, μάλλον, ήθελε να πει, που ήταν το ψευδώνυμό του Ευσταθίου).
– Ναι, του απάντησε χωρίς περιστροφές, ο αγωνιστής.
– Πού είναι ο Αυξεντίου;
– Έκρουσεν εκεί μέσα!..
– Είσαι ψεύτης, ούρλιαξε με λύσσα ο Άγγλος. Και πρόσθεσε:
– Τότε να μπεις μέσα και να τον βγάλεις έξω!..
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΜΑΧΑΙΡΑ
Ο Αυγουστής πολέμησε παρέα με τον «Μάστρο»,
γυαλιά στον Χάρντιγκ έβαλαν,
σε ρημαδιό μετέβαλαν των Βρετανών το κάστρο!..
ΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ εξακολουθούσε ακόμη να φλέγεται, γεγονός που έκανε τον Αυγουστή ν’ αρνείται να μπει μέσα, οπότε ο Άγγλος, μαινόμενος, του άρχισε κλωτσιές και σπρωξιές, που τον έφεραν συρτό σε δευτερόλεπτα, μέσα στη σπηλιά. Ήταν τόσο άγριος εκείνος ο «πολιτισμένος» Άγγλος, που δεν παρέλειπε να του καταφέρει στα πλευρά και δυνατά κτυπήματα με τον υποκόπανο του όπλου του, εκστομίζοντας παντός είδους βρισιές εναντίον του!
Βρέθηκε στα ουράνια ο «Μάστρος» σαν αστέρι,
μα τον «Ματρόζο» άφησε ανάμεσα σ’ ασκέρι,
σε χέρια μακελλάρηδων σκληρά να υποφέρει!..
***   ***
ΜΕ το που τρύπωσε ο Αυγουστής στο κρησφύγετο, ένας στρατιώτης τον άρπαξε από το πόδι και τον κρατούσε σφιχτά! Ο σκοπός του φανερός: Για να μην του ξεφύγει και μπει και κρυφτεί, όπως συνέβη ώρες πριν.
ΑΥΤΟ που είχε προηγηθεί, ήταν το ότι σε κάποια φάση της μάχης, οι Άγγλοι είχαν ρίξει στην είσοδο της σπηλιάς χειροβομβίδα και ο Αυγουστής, που ήταν έξω εκείνη την ώρα μαζί με τους άλλους συντρόφους του Αυξεντίου, ξεγέλασε τους στρατιώτες και μπήκε στο κρησφύγετο, λέγοντάς τους ότι «ο Αυξεντίου πέθανε». Αυτοί του είπαν να τον βγάλει έξω, όμως ο Αυγουστής βρέθηκε κοντά στον «Μάστρο» του, φροντίζοντας, μάλιστα, να φωνάξει με πολλή ικανοποίηση και παληκαριά στους Άγγλους:
-Τώρα είμαστε δύο, ελάτε να μας πιάσετε!..
Και συνέχισαν μαζί τη μάχη.
***   ***
ΤΟ ΘΕΑΜΑ, που αντίκρυσε μπαίνοντας στο κρησφύγετο τη δεύτερη φορά ο Αυγουστής ξυλοκοπούμενος, ήταν συγκλονιστικό: Ο «Μάστρος» του, ο ημίθεος Γρηγόρης Αυξεντίου κειτόταν νεκρός ανάσκελα, σαν πραγματικό κάρβουνο από τη μέση και πάνω, με το αριστερό του χέρι υψωμένο! Από τη μέση και κάτω, το σώμα συνέχισε ακόμη να καίγεται!..
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ προσπάθησε να πιάσει το πυρίκαυστο σώμα, όμως κάηκε και τραβήχτηκε ασυναίσθητα προς τα πίσω. Την ίδια ώρα, οι στρατιώτες δεν έπαυαν να του φωνάζουν για να τον σύρει έξω, κι αυτός συνέχεια τους απαντούσε πως ήταν νεκρός. Δεν τον πιστεύαν, όμως. Κάθε φορά, μάλιστα, που τους το έλεγε, αυτοί ωρύονταν, προστάζοντάς τον να του πάρει το παπούτσι αν πράγματι ήταν νεκρός. Το προσπάθησε κι αυτό ο Αυγουστής, αλλά έκανε και πάλι πίσω, αφού καιγόταν και πνιγόταν από τους καπνούς. Τότε, με μια δυνατή ξαφνική κίνηση απελπισίας βρέθηκε έξω, όπου οι Άγγλοι συνέχιζαν να του λένε πως ο Αυξεντίου δεν πέθανε, γι’ αυτό και τον έσπρωχναν να μπει και πάλι μέσα για να τον βγάλει! Αυτός, έχοντας γνώση τις φοβερά ψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν στη σπηλιά, τους έλεγε πως προτιμούσε να πεθάνει παρά να μπει μέσα! Τότε οι Άγγλοι σκέφτηκαν και σήκωσαν μια μεγάλη πέτρα, από τις πολλές που βρίσκονταν πάνω από το κρησφύγετο, οπότε φάνηκε νεκρός ο Αυξεντίου!…Και ήταν τότε, ακριβώς, που έλαμψαν από ικανοποίηση τα πρόσωπα των Άγγλων. Παρέμειναν έτσι χαμογελαστοί για μερικά λεπτά και μετά, σκυφτοί και αμίλητοι οδήγησαν τον Αυγουστή στο μοναστήρι του Μαχαιρά, όπου σε λίγο πήραν και δυο από τους τρεις άλλους συντρόφους του Αυξεντίου: Τον Αντώνη Παπαδόπουλο και το Φειδία Συμεωνίδη.
***   ***
ΚΑΤΩ από τις δραματικές, συγκλονιστικές, αυτές συνθήκες, πέταξε προς τη δόξα ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Στεφανωμένος με το χρυσό διάδημα του μέχρι τελευταίας πνοής μαχητή της κυπριακής ελευθερίας, αφήνοντας, όμως, πίσω του τον Αυγουστή απαρηγόρητο. Που με πολύ πικρό παράπονο, έλεγε και ξανάλεγε και επαναλαμβάνει και τώρα στα γεράματά του:
– Ουδέποτε θα βρω τη ψυχική μου γαλήνη, γιατί ο Ύψιστος δεν με αξίωσε να πέσω κοντά του, να πεθάνω για την πατρίδα μαζί με τον θρυλικό μου Μάστρο, που δόξασε την Κύπρο!..
Γρηγόρη όσα κι αν σου πω, όσο κι αν σε παινέψω,
αδύνατο στη δόξα σου πλησίον να κοντέψω
της υδρογείου ποταμούς ακόμα κι αν στερέψω!
(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)
nikospa.wordpress.com
Τρεις του Μάρτη, 2016
το είδαμε εδώ

Γιατί δεν πρέπει να ντυθώ τις Απόκριες; - Του πρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου


Εάν σε ρωτήσει κάποιος , τι είναι ή τι γιορτάζουμε με το καρναβάλι και τις Απόκριες τι θα πεις; Ότι γιορτάζουμε τον Ζορό, καουμπόι ή σούπερμαν; Το ξεκίνημα της νηστείας;
Παίρνω και εγώ το θάρρος και σε ρωτώ , εσύ ξέρεις τι γιορτάζεις; Γιορτάζεις επειδή το γιορτάζουν και οι άλλοι; Θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβεις τι είναι αυτό το οποίο θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχαμε αποφύγει.
Η λέξη αυτή προέρχεται από το στερητικό «από» και «κρέας», που σημαίνει την «αποχή από το κρέας», και τις σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις. Στην Ρώμη χρησιμοποιούσαν την λατινική λέξη "CARNEVALE" που σημαίνει "ΑΝΤΙΟ ΚΡΕΑΣ". Εξ ου και το δικό μας "ΑΠΟΚΡΕΩ" με το οποίο ονόμαζαν οι Βυζαντινοί. Είναι όμως τόσο αθώα; Φυσικά και όχι διότι είναι συνέχεια της αρχαίας ειδωλολατρικής παράδοσης των Ελλήνων, οι οποίοι γιόρταζαν την έναρξη του νέου έτους και την άνοιξη, την αναγέννηση της φύσης. Βασικό στοιχείο ήταν οι έξαλλες εκδηλώσεις των ανθρώπων οι προκλητικές μεταμφιέσεις, τα γλέντια, οι παρελάσεις, τα αστεία, τα πειράγματα, οι βωμολοχίες, τα αισχρά υπονοούμενα, τα κομφετί, οι χοροί κι οι διασκεδάσεις, όλο αυτό το γενικό «ξεφάντωμα» το οποίο έχουμε και σήμερα.
Από την αρχή η Χριστιανική Εκκλησία στάθηκε αντίθετη και επικριτική σε όλες αυτές τις γιορτές της αχαλίνωτης ακολασίας και κραιπάλης. Μάλιστα, ο άγιος Τιμόθεος, μαθητής του Απ. Παύλου και επίσκοπος Εφέσου, κατά την παράδοση, υπέστη στην Έφεσο, επί αυτοκράτορα Δομετιανού, μαρτυρικό θάνατο, από τους εξαγριωμένους όχλους των ειδωλολατρών, επειδή σε κάποια γιορτή της «Αρτέμιδος της Εφεσίας», κατέκρινε τα όργια των εορταστών.
Ο Απόστολος Πέτρος στην Α΄του Επιστολή (62μ.Χ) γράφει χαρακτηριστικά «και διά τούτο παραξενεύονται ότι σεις δεν συντρέχετε με αυτούς εις την αυτήν εκχείλισιν της ασωτίας, και σας βλασφημούσιν»· (Πέτρου Α' 4:4), ενώ ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή τους προς Γαλάτας (58 μ.Χ.) αναφέρει ως έργα της σαρκός τις «μέθαι» και τις «κώμαι», όπου «κώμη» είναι «η θορυβώδης πορεία διασκεδαστών επί τη εορτή θεού τινός». «Φανερά δε είναι τα έργα της σαρκός, τα οποία είναι μοιχεία, πορνεία. ΜΕΘΑΙ, ΚΩΜΟΙ, και τα όμοια τούτων, περί των οποίων σας προλέγω, καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράττοντες βασιλείαν Θεού δεν θέλουσι κληρονομήσει». (Γαλάτες 5:19-21)
Κατά το 2ο αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μιλάει για τους συγχρόνους του, τους ''γελοίως κατά τας πομπάς σχηματιζομένους" και τον 4ο αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιτίθεται κατά των χριστιανών για την "ακαταγέλαστον κωμωδίαν" να καταστρέφουν το πρόσωπό τους σύμφωνα με ειδωλολατρική συνήθεια, ενδύοντας γυναίκες με ανδρικά ρούχα.
Ότι και τον επόμενο αιώνα συνεχίζονταν οι μεταμφιέσεις μαρτυρεί ο 62ος κανόνας της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος καταδικάζει τις μεταμφιέσεις και τις μάσκες, όπως και τους χορούς και τους αστεϊσμούς, που ελάμβαναν χώρα σε παρόμοιες καρναβαλικές εορτές του παρελθόντος, και επιβάλλει στους κληρικούς, που μετέχουν την ποινή της καθαιρέσεως, στους δε λαϊκούς την ποινή του αφορισμού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349-407μ.Χ.) αναφερόμενος στο επιχείρημα ότι με τις καρναβαλικές εκδηλώσεις διασκεδάζουν και ευφραίνονται οι άνθρωποι, ξεφεύγουν από την καθημερινότητα, απαντά ότι αυτό είναι τελείως παράλογο, διότι η χαρά και ευφροσύνη πρέπει να συμβαδίζουν με την ηθική και την ευπρέπεια. «Το να χαιρόμαστε με όλα δεν είναι καλό. επειδή και ο μοιχός χαίρεται όταν καταστρέψει τον γάμο του πλησίον του. ας μην κοιτάμε λοιπόν αν κάποιος χαίρεται, αλλά εάν για καλό πράγμα χαίρεται». Όταν μεταβάλλεται ένα σπίτι σε πορνείο, είναι ντροπή να ισχυρίζεται κανείς ότι πρόκειται για ηδονή και ευχαρίστηση.«Πορνείον γέγονέ σου η οικία, μανία και οίστρος, και ουκ αισχύνη ταύτα ηδονήν καλών;».
Αδελφοί μου Έλληνες Χριστιανοί, θυμηθείτε τις υποσχέσεις κατά την ώρα του Μεγάλου Μυστηρίου της Βαπτίσεως: «Συντάσσομαι τον Χριστό και αποτάσσομαι τον σατανά και πάση την πομπή αυτού». Είναι καιρός ομολογίας πίστεως! Εφόσον οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε ΟΧΙ να μάθουμε να κάνουμε ΥΠΑΚΟΗ και μόνον τότε θα έχουμε την Ευλογία του Θεού στο σπιτικό μας. «Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».
το είδαμε εδώ

Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα





Πρόλογος

Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, οἱ εἰδικὲς εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους. Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ δογματικὰ θεμέλια: α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς καὶ β) τὴν πίστη στὴ μεταθανάτια ζωή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.

Ἐπιπλέoν, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ διαχρονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπουν νὰ ἐκδηλώνουμε τὴ μέριμνά μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση μιᾶς ψυχῆς ὄχι μόνο μὲ προσευχές, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα ἀγάπης. Ἔτσι, οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς παραγγέλνουν νὰ προσφέρονται στοὺς φτωχοὺς ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ νεκροῦ στὴ μνήμη του. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, συμβουλεύει νὰ κάνουμε τέτοιες ἀγαθοεργίες, «ὥστε, ἂν μὲν ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• καὶ ἂν εἶναι δίκαιος, νὰ λάβει μεγαλύτερο μισθὸ καὶ ἀνταπόδοση». Οἱ προσευχές, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, γιὰ τοὺς νεκροὺς περιλαμβάνουν τόσο τὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τους στὶς θεῖες λειτουργίες, ὅσο καὶ τὴν τέλεση εἰδικῶν ἀκολουθιῶν, τῶν μνημοσύνων.

Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια), ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς: Τὰ «τρίτα» συμβολίζουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν’ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία. Τὰ «ἔνατα» τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἀύλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄυλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ. Τὰ «τεσσαρακοστὰ» τελοῦνται γιὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασή Του. Μὲ τὴν εὐχὴ νὰ «ἀναληφθεῖ» καὶ ὁ νεκρός, νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του. Τὰ «ἐνιαύσια» (ἐτήσια), τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου, σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ, καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή. Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω, τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μήνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου («τρίμηνα», «ἑξάμηνα», «ἐννεάμηνα»).

Τὴ μεγαλύτερη ὠφέλεια, πάντως, στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους, γιατί τότε, μὲ τὶς μερίδες τους στὸ ἅγιο δισκάριο, «ἑνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγοροῦνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε νεκρὸ μνημόσυνα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς «κεκοιμημένους», ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τοῦ μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς ἐκτενεῖς τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καὶ τῆς θείας λειτουργίας. Ἔχει, ἐπίσης, καθιερώσει καὶ εἰδικὲς ἡμέρες μνημοσύνων. Τὰ Σάββατα σχεδὸν ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, καὶ ἰδιαίτερα τὰ προηγούμενα τῶν Κυριακῶν τῆς Ἀπόκρεω καὶ τῆς Πεντηκοστῆς (Ψυχοσάββατα), εἶναι ἀφιερωμένα στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν.

Πρέπει, τέλος, νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.

Ὅσα συνοπτικὰ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, γενικότερα, τὴν κοινωνία τῶν ζωντανῶν μὲ τὰ «κεκοιμημένα» μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀφενὸς ἐνημερωτικὰ γιὰ τὸν «ἀμύητο» ἀναγνώστη καὶ ἀφετέρου προοιμιακά τῆς πραγματείας τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Περὶ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων», ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη νεοελληνικὴ ἀπόδοση.

Μ’ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὁ μεγάλος ἅγιος καὶ θεολόγος τοῦ 8ου αἰώνα συνοψίζει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία μας γιὰ τὰ μνημόσυνα καί, χρησιμοποιώντας πλῆθος πατερικῶν μαρτυριῶν, ἀπαντᾶ σὲ πολλὰ ἐρωτήματα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἱστορικὴ προέλευση, τὴ σημασία καὶ τὴ σκοπιμότητά τους.

1). Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι πρόσφεραν θυσίες γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν «τῶν μετ’ εὐσεβείας κοιμωμένων» (Β΄ Μακ.12:45)

2) Σχετικὸς εἶναι καὶ ὁ θεολογικὸς συμβολισμὸς τῶν κολλύβων ποὺ προστίθενται σὲ κάθε μνημόσυνο. Τὸ σιτάρι συμβολίζει τὴν ταφή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθώς, πέφτοντας στὴ γῆ, σαπίζει καὶ «πεθαίνει». Ἀπ’ αὐτὸν τὸ «θάνατό» του ὅμως βλασταίνει μία νέα ζωή.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ







Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα

Ὁ διάβολος, ὁ ἄδειος ἀπὸ καθετὶ καλὸ καὶ θεάρεστο, μὲ πρόσχημα ἀλλόκοτο καὶ παράδοξο καὶ ὁλότελα ἄθεσμο, ἔπεσε πάνω σὲ κάποιους καὶ τοὺς φύτεψε τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα τοὺς νεκροὺς ὅλες οἱ θεάρεστες πράξεις, ποὺ γίνονται γιὰ τὶς ψυχές. Γιατί λένε, χρησιμοποιώντας ἁγιογραφικὰ χωρία γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν ἄποψή τους, «Ὁ καθένας θὰ πάρει τὴν ἀμοιβὴ του ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα καλὰ ἢ κακὰ ἔπραξε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ» (Β΄ Κορ.5:10) καὶ «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώποιόν Σου;» (πρβλ.Ψαλμ. 6:6) καὶ «Ἐσύ, Κύριε, θὰ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «ὅ,τι ἔσπειρε ὁ καθένας, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει». (πρβλ.Γαλ. 6:7).

Ἀλλά, σοφοί μου, θὰ λέγαμε σ’ αὐτούς, ἐρευνῆστε καὶ μάθετε, ὅτι ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἐμπνέει ὁ Θεός, ὁ Κύριος τῶν ὅλων, πολὺ πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ ἀγαθότητά Του. Καὶ οἱ ἀπειλὲς Του εἶναι, βέβαια φοβερές, μὰ καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀφάνταστα μεγάλη. Καὶ οἱ καταδίκες Του εἶναι φρικτές, μὰ καὶ ἡ εὐσπλαχνία Του πέλαγος ἀπέραντο.

Προσέξτε τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή:

Ὅταν στὴ Σιών, τὴν πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ, ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος εἶδε τὸ λαὸ του θανατωμένο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔψαξε καὶ βρῆκε μέσα στοὺς κόρφους τους μικρὰ εἴδωλα. Ἀμέσως, μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ ἀγάπη, πρόσφερε γιὰ τὸν καθένα τους ἐξιλαστήρια θυσία στὸν σπλαχνικὸ Κύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ Γραφὴ θαυμάζεται γιὰ τὴν πράξη του ἐκείνη, καθὼς καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες (βλ. Β΄ Μακκ. 12:38-45).

Οἱ μαθητὲς τοῦ Σωτήρα μας, πάλι, οἱ μῦστες καὶ αὐτόπτες τοῦ Λόγου, οἱ θεῖοι ἀπόστολοι, ποὺ σαγήνεψαν τὸν κόσμο, θέσπισαν νὰ γίνεται μνημόνευση τῶν πιστῶν νεκρῶν κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων. Ἀπὸ τότε μέχρι τώρα ἡ ἀποστολικὴ καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, κρατάει σταθερὰ καὶ ἀναντίρρητα αὐτὴ τὴν παράδοση, καὶ θὰ τὴν κρατάει ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Αὐτό, ὁπωσδήποτε, δὲν τὸ θέσπισαν οὔτε ἀλόγιστα οὔτε ἄσκοπα οὔτε τυχαῖα. Γιατί τίποτε ἀνώφελο δὲν ἔχει παραλάβει ἡ ἀλάθητη χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τίποτε ἄχρηστο δὲν ἔχει διατηρήσει σταθερὰ τόσους αἰῶνες. Ὅλα ὅσα ἔχει παραλάβει καὶ διατηρήσει εἶναι καὶ χρήσιμα καὶ θεάρεστα καὶ πολὺ ὠφέλιμα καὶ πολὺ σωτήρια.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί ἔχουν πεῖ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα οἱ παλαιότεροι ἅγιοι πατέρες.

Ὁ μεγάλος καὶ βαθὺς γνώστης τῶν θείων Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, στὸ ἔργο του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία, γράφει ἀκριβῶς τὰ ἑξῆς: «Οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καί, πολὺ περισσότερο, μετὰ τὸ θάνατο, ἐπιδροῦν σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἄξιοι ἱερῶν εὐχῶν, δηλαδὴ στοὺς πιστούς». Καὶ πάλι: «Ὁ πανάγαθος Θεὸς ζητάει νὰ συγχωρήσει ὅλα τὰ πταίσματα, ποὺ ὀφείλονται στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, καὶ νὰ τοὺς τοποθετήσει στὴ χώρα τῶν ζωντανῶν, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἀπ’ ὅπου ἔχουν φυγαδευθεῖ ὁ πόνος, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός, παραβλέποντας μὲ τὴν ἀγαθότητα τῆς θεαρχικῆς Του δυνάμεως τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ὁ νεκρὸς ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀφοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία.

Βλέπεις ἐσὺ ποὺ ἀντιλέγεις, πὼς βεβαιώνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμες οἱ δεήσεις γι’ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν μὲ τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό;

Ὁ ἐπώνυμός τῆς θεολογίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει γιὰ τὴ μητέρα του στὸν ἐπιτάφιο λόγο τοῦ ἀδερφοῦ του Καισαρίου: «Ἀκούστηκε κήρυγμα ἀξιοπρόσεκτο καὶ ὁ πόνος τῆς μητέρας γίνεται πιὸ ἐλαφρὸς μὲ τὴν καλὴ καὶ θεάρεστη ὑπόσχεση, ὅτι θὰ τὰ δώσει ὅλα γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ, θὰ δώσει τὸν πλοῦτο του ὡς ἐπιτάφιο δῶρο γι’ αὐτό». Καὶ πιὸ κάτω: «Ὅσα, λοιπόν, ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, εἶναι αὐτά. Καὶ ἄλλα τὰ κάναμε ἤδη, ἀλλὰ θὰ τὰ κάνουμε στὸ μέλλον, προσφέροντας τὶς ἐτήσιες τιμὲς καὶ τὰ μνημόσυνα, ἂν φυσικὰ μείνουμε στὴ ζωή».

Μετὰ ἀπ’ αὐτόν, ὁ χρυσώνυμος καὶ πραγματικὰ Χρυσόστομος Ἰωάννης, στὴ θεοφώτιστη ἑρμηνεία του στὸ κατὰ Ἰωάννη εὐαγγέλιο, λέει: «Ἂν οἱ εἰδωλολάτρες καῖνε μαζὶ μὲ τοὺς νεκροὺς καὶ τὰ πράγματα ποὺ τοὺς ἀνήκουν, πόσο μᾶλλον ἐσύ, ὁ πιστός, πρέπει νὰ συνοδέψεις μαζὶ μὲ τὸν πιστὸ καὶ τὰ πράγματά του, ὄχι γιὰ τὴν στάχτη, ὅπως ἐκεῖνα τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσεις μεγαλύτερη δόξα: Ἂν δηλαδὴ ὁ νεκρὸς εἶναι ἁμαρτωλός, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του• ἂν πάλι εἶναι δίκαιος γιὰ ν’ αὐξηθοῦν ὁ μισθὸς καὶ ἡ ἀνταμοιβή του». Καὶ στὴν ἑρμηνεία του στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ γράφει: «Ἂς σοφιστοῦμε κάποιαν ὠφέλεια γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν. Ἂς τοὺς προσφέρουμε κάθε δυνατὴ βοήθεια. Μιλάω γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες καὶ τὶς προσφορές, αὐτὲς ποὺ πραγματικά τοὺς ἐξασφαλίζουν πολλὴ ἀνακούφιση, μεγάλη ἀπολαβὴ καὶ ὠφέλεια. Γιατί αὐτὰ ποὺ νομοθετήθηκαν οὔτε παραδόθηκαν ἔτσι ἄσκοπα καὶ τυχαῖα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς μαθητές Του. Καὶ δὲν θὰ μᾶς ἄφηναν ἐκείνη τὴν παράδοση νὰ κάνει εὐχὴ ὁ ἱερέας, κατὰ τὴν τέλεση τῶν φρικτῶν μυστηρίων, γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κοιμήθηκαν, ἂν δὲν γνώριζαν ὅτι θὰ εἶχαν ἀπ’ αὐτὸ πολὺ κέρδος καὶ μεγάλη ὠφέλεια.

Ὁ σοφὸς Γρηγόριος ὁ Νύσσης, πάλι γράφει: «Τίποτα δὲν παραδόθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, μὰ καὶ τίποτα δὲν διατηρήθηκε ἀσυλλόγιστα καὶ ἀνώφελα σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὴ θεία κι ὁλόλαμπρη μυσταγωγία ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν ὀρθόδοξοι, εἶναι ὁπωσδήποτε ὠφέλιμο καὶ θεάρεστο».

Γιατί τὰ λόγια, «Ἐσύ, Κύριε, θ’ ἀμείψεις ἢ θὰ τιμωρήσεις τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του» (Ψαλμ. 61:13) καὶ «Ὁ καθένας θὰ θερίσει αὐτὸ ποὺ ἔσπειρε» (πρβλ. Γαλ.6:7) καὶ τὰ ἄλλα παρόμοια, ἔχουν λεχθεῖ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, τὴ φοβερὴ κρίση καὶ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Τότε, βέβαια, δὲν θὰ ὑπάρχει δυνατότητα βοήθειας. Τότε κάθε ἱκεσία θὰ εἶναι ἀνώφελη. Γιατί, ὅταν τελειώσει τὸ παζάρι, δὲν ὑπάρχει πιὰ ἐμπόρευμα διαπραγματεύσιμο. Πραγματικά, ποῦ θὰ εἶναι τότε οἱ φτωχοί; Ποῦ θὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας; Ποῦ οἱ ψαλμωδίες; Ποῦ οἱ εὐεργεσίες; Ποῦ οἱ ἀγαθοεργίες;

Γι’ αὐτό, πρὶν ἔρθει ἐκείνη ἡ ὥρα, ἂς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἂς προσφέρουμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἀδερφούς. Γιατί δέχεται μὲ εὐχαρίστηση τὶς προσφορές μας γιὰ χάρη ὅσων δὲν πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν, θὰ λέγαμε, ἀπροετοίμαστοι. Τὶς δέχεται καὶ τὶς λογαριάζει σὰν πράξεις καὶ προσφορὲς ἐκείνων. Ἔτσι θέλει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, νὰ Τοῦ ζητᾶνε τὰ πλάσματά Του καὶ νὰ τοὺς δίνει ὅσα εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τους. Καὶ μάλιστα λυγίζει ὁλοκληρωτικά, ὅταν κάποιος δὲν ἀγωνίζεται μόνο γιὰ τὴν δική του ψυχή, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος γίνεται μιμητὴς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς δωρεὲς τῶν ἄλλων τὶς ζητάει σὰν δικές του χάρες. Ἔτσι ἐκπληρώνει τὴν προϋπόθεση τῆς τέλειας ἀγάπης, ἐξασφαλίζει τὸν μακαρισμὸ («μακάριοι εἶναι ὅσοι δείχνουν ἔλεος στοὺς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτοὺς θὰ δείξει ὁ Θεὸς τὸ ἔλεός Του», Ματθ.5: 7) καί, μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον, εὐεργετεῖ πάρα πολὺ καὶ τὴ δική του ψυχή.

Ἂς περάσουμε τώρα ἀπ’ αὐτὰ σὲ ἄλλα παρόμοια καὶ ἰσοδύναμα. Ὁ Παλλάδιος, στὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία του, ἀναφέρει μὲ ἀκρίβεια τὰ θαύματα τοῦ μεγάλου Μακαρίου. Ἐκεῖ γράφει πὼς ὁ ὅσιος Μακάριος, ρωτώντας κάποτε τὸ κρανίο ἑνὸς νεκροῦ ἔμαθε ὅλα τὰ σχετικὰ μ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει. Καὶ στὸ τέλος τὸν ρώτησε: ‘‘Δὲν βρίσκετε, λοιπόν, καμιὰ παρηγοριά;’’ Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τὴν ἔκανε, γιατί συνήθιζε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ ἤθελε νὰ ξέρει ἂν πραγματικά τοὺς ὠφελοῦσε. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος θέλησε ν’ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια στὸ πιστὸ ὑπηρέτη Του. Τὸν πληροφόρησε, λοιπόν, μέσω τοῦ κρανίου: ‘‘Ὅταν προσφέρεις τὶς δεήσεις γιὰ τοὺς νεκρούς, αἰσθανόμαστε μιὰ μικρὴ ἀνακούφιση’’.

Κάποιος ἄλλος, πάλι, ἀπὸ τοὺς ὁσίους πατέρες εἶχε ἕναν μαθητὴ ποὺ ζοῦσε ἀπρόσεκτα. Ἔτσι, μέσα στὴ ραθυμία, ἔφτασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ πολυεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος φανέρωσε στὸ γέροντα, ποὺ τὸν παρακάλεσε μὲ δάκρυα, ὅτι θὰ ρίξει τὸν μαθητή του στὴν φωτιὰ μέχρι τὸ λαιμό, ὅπως τὸν πλούσιό τῆς παραβολῆς τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16:23-24). Ὅταν ὁ ὅσιος γέροντας ἄρχισε νὰ κτυπιέται καὶ νὰ ἱκετεύει κλαίγοντας τὸ Θεό, Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι θὰ τὸν βάλει στὴ φωτιὰ μόνο μέχρι τὴ ζώνη. Μὰ ὅταν καὶ πάλι ὁ γέροντας Τὸν παρακάλεσε μὲ μεγάλη ἐπιμονή, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδειξε σὲ ὅραμα ὅτι λύτρωσε τελείως τὸ μαθητή του ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.

Ἀλλὰ ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθεῖ μὲ τὴ σειρὰ ὅλες τὶς μαρτυρίες, ποὺ βρίσκονται σκόρπιες μέσα στοὺς βίους τῶν ἁγίων, στὰ μαρτυρολόγια καὶ στὶς ἱερὲς ἀποκαλύψεις, ἀπ’ ὅπου ὁλοφάνερα ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ προσευχές, οἱ λειτουργίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες γιὰ τοὺς νεκροὺς ὠφελοῦν πολὺ τὶς ψυχές τους; Γιατί, ἀπ’ ὅσα δανείστηκαν στὸ Θεό, τίποτα δὲν πάει χαμένο. Ὅλα τὰ ἀνταποδίδει ὁ Κύριος μὲ τὸ παραπάνω.

Ὅσο γιὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη, «Στὸν ἅδη ποιὸς θὰ μετανοήσει ἐνώπιόν Σου;» (πρβ. Ψάλμ. 6:6), εἴπαμε ἤδη πὼς οἱ ἀπειλὲς τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ εἶναι, βέβαια, φοβερές, ἀλλὰ τελικὰ τὶς ἐξουδετερώνει ἡ ἀνυπολόγιστη φιλανθρωπία Του. Ἄλλωστε, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ προφήτη, ἔγινε ὁπωσδήποτε μετάνοια στὸν ἅδη. Ἐννοῶ τὴ μετάνοια ἐκείνων ποὺ πίστεψαν ἐκεῖ, ὅταν κετέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἅδη δὲν τοὺς ἔσωσε ὅλους ὁ Ζωοδότης. Ἔσωσε μόνο ὅσους τὸν πίστεψαν. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καταργεῖται ἡ προφητεία. Ὄχι, ποτέ. Ἁπλὰ ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ πανάγαθος Κύριος νικιέται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του στὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ Ἰωνᾶ, «Ἡ Νινευΐ θὰ καταστραφεῖ» (Ἰων.3:4). Καὶ ὅμως δὲν καταστράφηκε, γιατί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νίκησε τὴ δικαιοσύνη Του. Καὶ στὸν Ἐζεκία εἶπε μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «Τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ σου, γιατί θὰ πεθάνεις. (Δ΄ Βασ. 20:1). Καὶ ὅμως δὲν πέθανε. Στὸν Ἀχαάβ, πάλι, ἔστειλε τὸν προφήτη Ἠλία γιὰ νὰ τὸν προειδοποιήσει: «θὰ σοῦ στείλω συμφορὲς» (Γ΄ Βασ. 20:21). Καὶ δὲν τοῦ ἔστειλε. Γιατί; Τὸ ἐξήγησε στὸν προφήτη. Εἶδες πῶς μετανόησε ὁ Ἀχαάβ; Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ τοῦ στείλω συμφορὲς ὅσο ζεῖ» (Γ΄ Βασ. 20:29). Πάλι, δηλαδή, ἡ ἀγαθότητά Του νίκησε τὴν ἀπόφασή του, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ πάρα πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις καὶ ὅπως θὰ γίνεται μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ τελειώσει τὸ πανηγύρι, τότε ποὺ δὲν θὰ εἶναι πιὰ καιρὸς γιὰ βοήθεια ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος θὰ βρεθεῖ μόνος μὲ τὸ φορτίο του. Ἐνῶ τώρα εἶναι ἀκόμα καιρός, καιρὸς γιὰ φροντίδα, καιρὸς γιὰ συναλλαγή, καιρὸς γιὰ κόπο καὶ τρεχάματα καὶ ἀγώνα. Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀπόκαμε, οὔτε ἔχασε τὴν ἐλπίδα του. Μὰ πιὸ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίστηκε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν πλησίον του.

Γιατί αὐτό, τὸ νὰ τρέχει δηλαδὴ ὁ καθένας σὲ βοήθεια τοῦ πλησίον, εὐχαριστεῖ περισσότερο τὸν φιλεύσπλαχνο Κύριο. Αὐτὸ θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ, νὰ εὐεργετοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Ἂν δὲν ἔβλεπε σωστὸ κάτι τέτοιο, δὲν θὰ μᾶς ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ μνημονεύουμε τοὺς νεκροὺς στὴ θεία λειτουργία, καθὼς καὶ νὰ τοὺς κάνουμε μνημόσυνα στὶς τρεῖς ἡμέρες, στὶς ἐννέα, στὶς σαράντα καὶ στὸ χρόνο, ὅπως χωρὶς καμιὰν ἀντίρρηση τὰ τηρεῖ ὁ εὐσεβέστατος λαός της. Ἄν, δηλαδή, αὐτὰ ἦταν μία κοροϊδία δίχως κέρδος καὶ ὠφέλεια, ὁπωσδήποτε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πολλοὺς προγενέστερους θεοφόρους ἁγίους, πατριάρχες, πατέρες καὶ διδασκάλους θὰ ἐρχόταν ἡ φώτιση νὰ σταματήσει τὴν πλάνη. Κανένας τους, ὅμως, δὲν δοκίμασε ποτὲ νὰ καταργήσει τὰ μνημόσυνα. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ὅλοι τὰ ἐπικύρωσαν, κι ἔτσι καθημερινὰ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ὄχι μόνο ἁπλώνεται καὶ ριζώνει, ἀλλὰ δέχεται καὶ ἀλλεπάλληλες προσθῆκες.

Ἂς δοῦμε, ὅμως τί λέει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν ὡραιότατο λόγο του γιὰ τοὺς κοιμηθέντες: «Κι ἂν ἀκόμα ὁ νεκρὸς τελείωσε τὴ ζωή του μὲ εὐσέβεια καὶ τοποθετήθηκε στὸ οὐρανό, μὴν ἀρνεῖσαι νὰ προσφέρεις λάδι καὶ ν’ ἀνάβεις κεριὰ στὸν τάφο του, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτὰ εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ φέρνουν πλούσια τὴν ἀνταπόδοσή Του, ἀφοῦ τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι θυσία, ἡ θεία λειτουργία εἶναι ἐξιλέωση, καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς φέρνει κάθε ἀγαθὴ ἀνταπόδοση προσαυξημένη. Ὁ σκοπός, λοιπόν, ἐκείνου ποὺ κάνει τὴν προσφορὰ γιὰ τὸν νεκρό, εἶναι ἴδιος μ’ ἐκείνου ποὺ ἔχει ἕνα παιδὶ ἄλαλο, ἀδύναμο καὶ ἄρρωστο, καὶ γιὰ χάρη του προσφέρει μὲ πίστη στὸν ἱερὸ ναό, ὡς θυσία, κεριά, λιβάνι καὶ λάδι. Αὐτά, λοιπόν, δὲν εἶναι σὰν νὰ τὰ κρατάει καὶ νὰ τὰ προσφέρει τὸ ἴδιο τὸ παιδί; Κάτι ἀνάλογο δὲν γίνεται καὶ στὸ μυστήριο τοῦ θείου βαπτίσματος, ὁπότε ὁ ἀνάδοχος ‘‘ἀποτάσσεται τῷ σατανᾶ’’ καὶ ‘‘συντάσσεται τῷ Χριστῷ’’ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ νηπίου ποὺ βαπτίζεται; Ὅμοια πρέπει νὰ κατανοοῦμε καὶ τὴν περίπτωση ἐκείνου ποὺ πέθανε πιστὸς στὸν Κύριο, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἴδιος κρατάει καὶ προσφέρει τὰ κεριά, τὸ λάδι καὶ ὅλα ὅσα ἐμεῖς προσφέρουμε γιὰ τὴν λύτρωσή του. Ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπιδίωξη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν πίστη, δὲν θὰ ματαιωθεῖ. Γιατί οἱ θεολόγοι ἀπόστολοι καὶ οἱ μυσταγωγοὶ καὶ οἱ πνευματοφόροι πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἑνώθηκαν μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῆς ἐκστατικῆς δυνάμεώς Του, θέσπισαν θεάρεστα τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ψαλμωδίες, ποὺ γίνονται κάθε χρόνο στὴ μνήμη τῶν νεκρῶν».

Ἔρχεται, ὅμως, ἕνας ἀντίθετος καὶ λέει: ‘‘Ἂν εἶναι ἔτσι, ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ κανένας δὲν θὰ κολαστεῖ’’.

Σωστά. Καὶ μακάρι νὰ γίνει κάτι τέτοιο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ποθεῖ καὶ θέλει καὶ ἐπιδιώκει ὁ πανάγαθος Κύριος, εἶναι αὐτὸ ποὺ Τοῦ δίνει χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, τὸ νὰ μὴ στερηθεῖ κανεὶς τὶς θεῖες δωρεές Του. Μήπως τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια τὰ ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἀγγέλους; Μήπως ἦρθε στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὶς οὐράνιες δυνάμεις; Μήπως στοὺς ἀγγέλους θὰ πεῖ, «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ» (Ματθ. 25:34); Δὲν μπορεῖς ἐσύ, ὁ ἀντιρρησίας, νὰ ἰσχυριστεῖς ὅτι θὰ γίνει αὐτό. Ἀφοῦ ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὰ ὑπέφερε ὁ Χριστός, ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἑτοίμασε. Ποιὸς ἄλλωστε, καλώντας τοὺς φίλους του σὲ πλούσιο γεῦμα, δὲν θέλει νὰ ἔρθουν ὅλοι καὶ νὰ χορτάσουν ἀπ’ τὰ καλά του; Γιὰ ποιὸ σκοπό, δηλαδή, ἑτοίμασε τὸ φαγοπότι, ἂν ὄχι γιὰ νὰ περιποιηθεῖ τοὺς φίλους του; Ἄν, λοιπόν, αὐτὸ θέλουμε ἐμεῖς, δὲν θὰ τὸ θέλει πολὺ περισσότερο ὁ μεγαλοδωρος Θεός, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση Τοῦ εἶναι πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος καὶ πού, μοιράζοντας καὶ δίνοντας δῶρα, χαίρεται καὶ ἀγάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐκεῖνος ποὺ τὰ παίρνει;

Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀπέκτησε μικρὴ ζύμη ἀρετῶν καί, μολονότι ἤθελε, δὲν πρόφτασε νὰ τὴν κάνει ψωμὶ ἀπὸ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ἀναβλητικότητα, κι ἔτσι μία μέρα, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει, τὸν θέρισε ὁ θάνατος, αὐτὸς δὲν θὰ λησμονηθεῖ ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή. Ὁ Κύριος θὰ συγκινήσει τὶς ψυχὲς τῶν οἰκείων του, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, ἀναπληρώνοντας τὰ ὑστερήματα τοῦ νεκροῦ.

Ἀπεναντίας, ὅποιος ἔζησε ζωὴ ἁμαρτωλή, ὅποιος δὲν πορεύθηκε ποτὲ σύμφωνα μὲ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ κυλιόταν ἄφοβα καὶ ἀδιάντροπα στὶς δυσωδίες τῶν ἡδονῶν, ἱκανοποιώντας ὅλες τὶς ὀρέξεις τῆς σάρκας καὶ ἀδιαφορώντας ὁλότελα γιὰ τὴν ψυχή του, ὅταν θὰ φύγει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ κανέναν δὲν θὰ βοηθηθεῖ. Ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν τὸν λογαριάζει γιὰ δικό Του, θὰ οἰκονομήσει νὰ τὸν ξεχάσουν καὶ ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ τ’ ἀδέλφια του καὶ οἱ φίλοι του.

Ἐμένα, λοιπόν, ὅποιος εἶναι φίλος μου, εὔχομαι νὰ μὲ βοηθήσει, ἂν εἶναι δυνατόν, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσω πίσω μου κανένα ὑστέρημα. Ἄν, ὅμως, φτάσω στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου χωρὶς νὰ εἶμαι ἀπόλυτα ἕτοιμος, παρακαλῶ τὸν πολυέλαιο Κύριο νὰ συγκινήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μου καὶ νὰ θερμάνει τὶς καρδιές τους, ὥστε, ἂν ὡς ἄνθρωπος ἀφήσω κάποιο ὑστέρημα, νὰ μὲ βοηθήσουν ὁλοπρόθυμα καὶ νὰ τὸ ἀναπληρώσουν μὲ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα. Ἔτσι, ἄλλωστε, διδάσκει καὶ διακηρύσσει ὁ θεολόγος Χρυσόστομος, ποὺ τὸν ἀνέφερα καὶ πιὸ πάνω. «Ἂν δὲν πρόλαβες», λέει, «νὰ τακτοποιήσεις ὅλα τὰ ζητήματα τῆς ψυχῆς σου ὅσο ζοῦσες, τότε, ἔστω καὶ στὰ τελευταῖα σου, ἄφησε ἐντολὴ στοὺς δικούς σου νὰ στείλουν μαζί σου τὰ ὑπάρχοντά σου, ὅταν πεθάνεις, νὰ σὲ βοηθήσουν δηλαδὴ μὲ ἀγαθοεργίες, ἐλεημοσύνες καὶ προσφορές. Ἔτσι θὰ κάνεις τὸ Λυτρωτὴ νὰ σὲ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιείκεια, γιατί αὐτὰ τὰ δέχεται μὲ εὐχαρίστηση».

Ὁ ἴδιος, πάλι γράφει κάπου ἀλλοῦ: «Στὴ διαθήκη σου βάλε συγκληρονόμο, μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς συγγενεῖς σου, καὶ τὸν Κύριο. Ἂς ἔχει τὸ χαρτὶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κριτῆ. Ἂς μὴν παραλείπει, ἀκόμα, ν’ ἀναφέρει καὶ τοὺς φτωχούς. Ἐγὼ γίνομαι ἐγγυητής τους. Αὐτό, βέβαια, δὲν πρέπει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει κανεὶς ὡς πρόφαση, γιὰ νὰ μὴν κάνει ἐλεημοσύνες ὅσο εἶναι ζωντανός. Καὶ ὅσο ζεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο νὰ τὶς συνεχίζει. Τὸ ἀντίθετο εἶναι τελείως παράλογο, βέβηλο καὶ ἀσύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πολὺ καλὸ καὶ ἀρεστὸ καὶ εὐπρόσδεκτο ἀπ’ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ νὰ καθαρίζει κάθε εὐσεβὴς καὶ φιλοχρηστὸς ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλες τὶς ἀγαθοεργίες, νὰ ἀποφεύγει κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ τηρεῖ τὶς φωτεινὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει, ὅταν φτάσει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ θαρρετὰ στὸν Κύριο: ‘‘Ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ μου, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου’’ (Ψαλ. 107:2). Καὶ ἔτσι μὲ χαρὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ θὰ κατέβουν γιὰ νὰ τὸν παραλάβουν».

Αὐτὸ βέβαια, τὸ κάνουν λίγοι καὶ σὲ λίγες περιπτώσεις, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, «αὐτοὶ ποὺ θὰ σωθοῦν θὰ εἶναι λίγοι» (πρβλ. Λουκ. 13:23), λόγο ποὺ εἶπε ὁ Πάνσοφος μὲ κάποια λύπη. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρεθοῦν ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη κατηγορία τῶν σωζομένων, πᾶμε ἀναγκαστικὰ στὴ δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων. Ἔτσι, μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ὠφελοῦνται καὶ ἡ φιλανθρωπία αὐξάνει καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἡ προσευχὴ στὸ Θεὸ δυναμώνει καὶ τὸ ἐκκλησίασμα τῶν ἱερῶν ναῶν πυκνώνει καὶ ἡ ἀγαθοεργία στοὺς φτωχοὺς ἁπλώνεται.

Οἱ θεοφώτιστοι ἄνθρωποι λένε, πὼς οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὕστατη πνοή τους, δοκιμάζονται σὰν σὲ ζυγαριά. Καὶ ἂν ἡ δεξιὰ πλάστιγγα εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ἀριστερή, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ὁ ἑτοιμοθάνατος θὰ παραδώσει τὴν ψυχή του στοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Ἂν πάλι καὶ οἱ δύο πλάστιγγες εἶναι ἴσες, νικάει ὁπωσδήποτε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἡ ζυγαριὰ γέρνει λίγο πρὸς τὰ ἀριστερά, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ ἀναπληρώσει ὅσο χρειάζεται. Νὰ οἱ τρεῖς θεῖες κρίσεις τοῦ Κυρίου: ἡ πρώτη εἶναι δίκαιη• ἡ δεύτερη εἶναι φιλάνθρωπη• ἡ Τρίτη εἶναι ὑπεράγαθη. Μετὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔρχεται ἡ τέταρτη, ὅταν οἱ ἐφάμαρτες πράξεις εἶναι πολὺ βαρύτερες. Ἀλίμονο τότε, ἀδερφοί! Καὶ αὐτὴ ὅμως ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιη καὶ θεσπίζει δίκαια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κρίνονται.

Μετὰ ἀπ’ αὐτά, λοιπόν, ἂς στρέψουμε ὅλη μας τὴν προσοχὴ στὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε, μήπως τότε κατηγορηθοῦμε, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας ὅτι παραμελήσαμε τὶς ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντί τους.

Ἀλίμονο σ’ ὅλους, ὅσοι εἶναι σὰν ἐμένα, ποὺ θὰ κληρωθοῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα στ’ ἀριστερά του Κριτῆ. Μακάριοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Κύριος θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιά Του καὶ θ’ ἀκούσουν τὴν εὐλογημένη φωνή. «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ’ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματθ. 25:34). Αὐτὴ τὴ φωνὴ μακάρι ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ τὴν ἀκοῦμε ὅλοι, ὅσοι θὰ φυλάξουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ν’ ἀπολαύσουμε τ’ ἀγαθὰ ποὺ τὴν ὀμορφιὰ τους «μάτι ἀνθρώπινο ποτὲ δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ σκεφτεῖ». (Α΄ Κορ. 2:9).

Κυριακή της Απόκρεω, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθαίου 25, 31-46 Πώς θα κριθεί ο κόσμος



Κυριακή της Απόκρεω, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθαίου 25, 31-46 


Πώς θα κριθεί ο κόσμος


Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου ονομάζεται της Απόκρεω γιατί η κατά την εβδομάδα που ακολουθεί τηρείται αποχή από την κρεοφαγία. Η Κυριακή της Απόκρεω είναι αφιερωμένη στο έσχατο γεγονός της θείας Οικονομίας, στη Δευτέρα και Ένδοξη Παρουσία του Κυρίου. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μας φέρνει μπροστά στη δίκαιη και αμερόληπτη κρίση του Θεού. Κατά την προηγούμενη Κυριακή του Ασώτου ο Θεός παρουσιάζεται ως στοργικός πατέρας που αναμένει την επιστροφή του Ασώτου υιού του. Κατά την Κυριακή της Απόκρεω μας αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού. Η δικαιοσύνη του Θεού βέβαια δεν κινείται μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, δεν είναι αυθαίρετη, ούτε μεροληπτική, αλλά αμείβει ή «τιμωρεί» τους ανθρώπους ανάλογα με τα έργα τους.

Ο Ιησούς Χριστός για να κάνει κατανοητή στους ακροατές του την εικόνα του διαχωρισμού των ανθρώπων στους εκ δεξιών και στους εξ αριστερών του Δίκαιου Κριτή, χρησιμοποιεί την σκηνή της διαλογής των προβάτων από τα ερίφια. Με όση δηλαδή ευκολία ένας βοσκός διακρίνει και χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, με την ίδια ευκολία θα διαχωριστούν οι άνθρωποι κατά την τελική κρίση. Το ερώτημα που τίθεται είναι με βάση ποιό κριτήριο θα γίνει η τελική αυτή κρίση; Το κριτήριο λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η εκδήλωση της αγάπης με έργα. Γι΄ αυτό ο Δίκαιος Κριτής απευθυνόμενος προς τους εκ δεξιών λέγει: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και αντίστοιχα απευθυνόμενος προς τους εξ αριστερών τονίζει: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Βέβαια η υπόδειξη της αγάπης ως κριτηρίου για την τελική κρίση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας οδηγήσει στην αποσύνδεση της αγάπης από την πίστη στο Θεό. Άλλωστε η ζωντανή πίστη είναι εκείνη που εκφράζεται με έργα. Ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος τονίζει χαρακτηριστικά «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου» (Ιακ.2,18) και «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστίν» (Ιακ.2,20). Η αγάπη έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η ανθρώπινη αγάπη είναι η ανταπόκριση στην απόλυτη αγάπη του Θεού, γιατί «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιω.4,19). Η έκφραση της αγάπης μας περνά μέσα από τους πτωχούς, πάσχοντες και εμπερίστατους συνανθρώπους μας. Ο ευαγγελιστής της αγάπης τονίζει χαρακτηριστικά: «εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν» (Α΄ Ιω.4,20).
Η αληθινή αγάπη πρέπει να είναι και ανιδιοτελής και να μην αποβλέπει ούτε στην αμοιβή, ούτε στην αναγνώριση ή την επίδειξη. Η αγάπη υπάρχει γιατί αυτό είναι η εντολή και το θέλημα του Θεού. Οι εξ δεξιών του Δίκαιου Κριτή όταν ακούν τον έπαινό Του εκπλήσσονται και απορούν όχι γιατί αποδίδονται σε αυτούς έργα αγάπης που δεν έκαναν, αλλά γιατί τα έργα τους αυτά αποδίδονται προς τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτό και μόνο σημαίνει ότι οι πράξεις τους αυτές έγιναν χωρίς τον υπολογισμό της αμοιβής και χωρίς καμία ιδιοτέλεια.
Την ίδια στιγμή η αγάπη έχει και διαπροσωπικό χαρακτήρα, γιατί αναφέρεται στο συγκεκριμένο άνθρωπο που σε κάθε περίπτωση έχει τη δική μας ανάγκη. Η αγάπη δηλαδή δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Ο Δίκαιος Κριτής δεν επαινεί τους εκ δεξιών γιατί έλυσαν τα παγκόσμια προβλήματα της φτώχειας και της δυστυχίας, αλλά γιατί έδωσαν τροφή σε ένα πεινασμένο συνάνθρωπο, γιατί βοήθησαν με κάθε τρόπο έναν εμπερίστατο συνάνθρωπο. Η αγάπη λοιπόν είναι η σχέση του ανθρώπου με τον Δημιουργό Θεό και με τον συνάνθρωπό του και δεν αναφέρεται στην αφηρημένη ανθρωπότητα. Όποιος διακηρύττει με λόγια ότι αγαπά όλους τους ανθρώπους, αλλά αδιαφορεί για τον συνάνθρωπό του που κάθε φορά βρίσκεται απέναντί του και ζητά τη συμπαράστασή του, αυτός ψεύδεται. Η αγάπη προϋποθέτει την αναγνώριση του συνανθρώπου, ακόμα και του πιο φτωχού και ελάχιστου, ως αδελφού, σαν μέλους της ίδιας οικογένειας με πατέρα το Θεό.
Η μαρτυρία της αληθινής αγάπης μέσα στο σύγχρονο κόσμο μας, με τα συνεχώς αυξανόμενα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, είναι η διέξοδος από τη γενικότερη κρίση. Η καλλιέργεια στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ότι όλοι είμαστε μια οικογένεια με Πατέρα τον Θεό, δεν μας αφήνει περιθώρια αδιαφορίας μπροστά στις ανάγκες των αναξιοπαθούντων αδελφών μας. Η παγκόσμια κρίση της ανθρωπότητας σήμερα, που συσσώρευσε πλήθος δυσκολιών στις κοινωνίες μας, ίσως είναι ένα ερέθισμα για την εκδήλωση έργων αγάπης, φιλανθρωπίας και συμπαράστασης προς τον κάθε εμπερίστατο συνάνθρωπό μας. Ο έπαινος του Δίκαιου Κριτή ας είναι ο οδοδείκτης της ζωής μας: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...