ΜΑΣΟΝΙΑ:
Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(12 Οκτωβρίου 1933)
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την συνεδρίαν της 12 Οκτωβρίου 1933, επιληφθείσα της μελέτης και εξετάσεως της Μασσωνίας, του διεθνούς τούτου μυστικού οργανισμού, και μετά προσοχής ακούσασα της εισηγητικής εκθέσεως της τετραμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής, της υπό της Ιεράς Συνόδου της άρτι ληξάσης περιόδου συγκροτηθείσης, ως και της γνωματεύσεως της Θεολογικής Σχολής του Αθήνασι Πανεπιστημίου, μάλιστα δε της προς ταύτην συνημμένης ιδιαιτέρας γνώμης του καθηγητού κ. Παναγ. Μπρατσιώτου, έχουσα δ’ άμα υπόψη τα επί του ζητήματος τούτου υπό ημετέρων τε και ξένων δημοσιευθέντα, κατέληξε, μετά την διεξαχθείσαν συζήτησιν, εις τα επόμενα, ομοφώνως υπό πάντων των συγκροτούντων αυτήν Αρχιερέων γενόμενα δεκτά συμπεράσματα.
Η Μασσωνία δεν είναι απλή τις φιλανθρωπική ένωσις ή φιλοσοφική Σχολή, αλλ’ αποτελεί μυσταγωγικόν σύστημα, όπερυπομιμνήσκει τας παλαιάς εθνικάς μυστηριακάς θρησκείας ή λατρείας, από των οποίων κατάγεται και των οποίων συνέχειαν και αναβίωσιν αποτελεί.
Τούτο όχι απλώς ομολογούσιν, αλλά και εναβρυνόμενοι διακητύττουσιν αυτοί οι πρόκριτοι των εν ταις στοαίς διδασκάλων, βεβαιούντες αυταίς λέξεσιν, ότι «η Μασσωνία είναι η μόνη επιζήσασα των αρχαίων μυστηρίων και δύναται να αποκληθή ο φύλαξ αυτών» ότι «ο Τεκτονισμός είναι κατ’ ευθείαν απόγονος των Αιγυπτιακών μυστηρίων» ότι «το πενιχρόν εργαστήριον της μασσωνικής στοάς δεν είναι άλλο τι, ει μη τα σπήλαια και αι σκιάδες των δρυών και των κέδρων των Ινδιών και τα άγνωστα βάθη των Πυραμίδων και αι κρύπται των μεγαλοπρεπών ναών της Ίσιδος» ότι «η ελληνική μυστηριακή τεκτοσύνη διατρέξασα τας φωτεινάς της γνώσεως κελεύθους υπό μυστηριάρχας τον Προμηθέα, τον Διόνυσον, τον Ορφέα, υπετύπωσε του σύμπαντος τους αιωνίους νόμους».
Η τοιαύτη άλλως τε προς τα αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια σχέσις της Μασσωνίας εμφαίνεται και εκ των εν ταις μυήσεσιν αυτής δρωμένων και τελουμένων. Διότι, ως εν τοις δρωμένοις των παλαιών ειδωλολατρικών μυστηρίων επανελαμβάνετο το δράμα των αγώνων και του θανάτου του μυστηριακού Θεού, διά της μιμικής δε επαναλήψεως του δράματος τούτου ο μυούμενος συναπέθνησκε μετά του πάτρωνος της μυστηριακής θρησκείας, όστις ήτο πάντοτε πρόσωπον μυθικόν, συμβολίζον τον Ήλιον ή την εν τω χειμώνι μεν θνήσουσαν, εν τω έαρι δε αναγεννωμένη φύσιν, ούτω και εν τη μυήσει του τρίτου βαθμού της Μασσωνίας. Όντως δε αποτελεί αύτη δραματικήν αφήγησιν του θανάτου του πάτρωνος της Μασσωνίας Χιράμ και είδος τι μιμικής επαναλήψεως του θανάτου τούτου, εν τη οποία ο μυούμενος συμπάσχει, πληττόμενος διά των αυτών οργάνων και επί των αυτών μερών του σώματος, εφ’ ων και δι’ ων και ο Χιράμ.
Κατά την ομολογίαν δε αυτών των προκρίτων της Μασσωνίας διδασκάλων ο Χιράμ τυγχάνει «ως ο Όσιρις, ο Μίθρας και ο Βάκχος, μία από τας μυρίας προσωποποιήσεις του Ηλίου».
Ούτως η Μασσωνία αποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, όλως διάφορος, κεχωρισμένη και ξένη της Χριστιανικής θρησκείας. Εμφαίνεται άλλως τούτο αδιαμφισβητήτως και εκ του ότι κέκτηται ιδίους Ναούς μετά βωμών, τους οποίους οι πρόκριτοι των τεκτόνων χαρακτηρίζουσιν ωςεργαστήρια, «άτινα δεν δύνανται να υστερήσωσιν εις Ιστορίαν και αγιότητα της Εκκλησίας», και ως ναούς της αρετής και της σοφίας, εν τοις λατρεύεται το υπέρτατον Ον και διδάσκεται η αλήθεια.
Κέκτηται ιδίας θρησκευτικάς τελετάς, οίαι η τελετή υιοθεσίας λυκιδέως ή το τεκτονικόν βάπτισμα, η τελετή της συζυγικής αναγνωρίσεως ή ο τεκτονικός γάμος, το τεκτονικόν μνημόσυνον, τα εγκαίνια του τεκτονικού ναού κ.λπ.
Κέκτηται ιδίας μυήσεις, ίδια τελετουργικά Τυπικά, ιδίαν ιεραρχικήν τάξιν και ωρισμένην πειθαρχίαν, ως δε θα ηδύνατο να συναχθή εκ τε των τεκτονικών αγαπών και του εορτασμού των δύο ηλιοστασίων, χειμερινού και θερινού, μετά θρησκευτικών συμποσίων και κοινών ευωχιών, είναι θρήσκευμα φυσιολατρείας.
Και φαίνεται μεν εκ πρώτης όψεως, ότι η Μασσωνία συμβιβάζεται προς πάσαν άλλην θρησκείαν, άτε μη ενδιαφερομένη αμέσως εις ποίον θρήσκευμα ανήκει έκαστος των μυστών αυτής. Τούτο όμως οφείλεται εις τον συγκρητιστικόν αυτής χαρακτήρα, αποδεικνύει δε ταύτην και κατά το σημείον τούτο απόγονον και συνεχιστήν των αρχαίων ειδωλολατρικών μυστηρίων, άτινα εδέχοντο εις τας μυήσεις αυτών πάντας οιωνδήποτε θεών λάτρας. Αλλ’ ως τότε αι μυστηριακαί θρησκείαι παρά το φαινόμενον πνεύμα της ανοχής και θεοξενίας, ωδήγησαν εις τον «συγκρητισμόν», υπονομεύουσαι και κλονίσασαι βαθμηδόν την προς τας υπαρχούσας τότε λατρείας εμπιστοσύνην και αφοσίωσιν, ούτω και ήδη η Μασσωνία, ζητούσα να συμπεριλάβη κατά μικρόν εις τους κόλπους αυτής ολόκληρον την ανθρωπότητα και υποσχόμενη ότι θα παράσχη εις αυτή την ηθικοποίησιν και τελειοποίησιν και γνώσιν της αληθείας, ανυψοί ανεπαισθήτως ευατήν εις είδος τι υπερθρησκείας, θεωρούσα πάσας τας θρησκείας, μηδέ της χριστιανικής τοιαύτης εξαιρουμένης, ως υποδεεστέρας αυτής.
Υποτρέφει δε ούτω εις τους μύστας αυτής το φρόνημα, ότι μόνον εν τοις μασσωνικοίς εργατηρίοις γίνεται η κατεργασία και λείανσις του αξέστου και ακατεργάστου λίθου. Μόνον, άλλως τε, το γεγονός ότι η Μασσωνία δημιουργεί αδελφότητα την οποίαν, καν έτι τυγχάνει ούσα χριστιανική, θεωρείαπαρτιζομένην εκ βεβήλων, αποδεικνύει εμφανώς τας περί υπερθρησκείας αξιώσεις της.
Διά της Μασσωνικής τουτέστι μυήσεως ο Χριστιανός καθίσταται αδελφός του μεμυημένου οθωμανού ή βουδδιστού ή οιουδήποτε ορθολογιστού, καθ’ ον χρόνον ο μη μεμυημένος εις την Μασσωνίαν Χριστιανός καθίσταται δι’ αυτόν βέβηλος.
Αφ’ ετέρου η Μασσωνία εξαίρουσα εξόχως την γνώσιν και υποβοηθούσα εις την ελευθέραν έρευναν, ως μη «θέτουσα ουδέν όριον εν τη αναζητήσει της αληθείας» (κατά τα Τυπικά και το Σύνταγμα αυτής), επί πλέον δε υιοθετήσασα την λεγόμενην φυσικήν ηθικήν, περιέρχεται και κατά τούτο εις οξείαν αντίθεσιν προς την χριστιανικήν θρησκείαν. Διότι η χριστιανική θρησκεία υπέρ παν άλλο εξαίρει την πίστιν, περιορίζουσα τον ανθρώπινον λόγον εντός των ορίων των υπό της θείας αποκαλύψεως χαρασσομένων και οδηγούσα εις τον διά της υπερφυσικής ενεργείας της θείας χάριτος εξαγιασμόν.
Εν άλλαις λέξεσιν, ενώ ο Χριστιανισμός, ως εξ αποκαλύψεως θρησκεία, έχουσα δόγματα και αληθείας κατά λόγον και υπέρ λόγον, εκζητεί πρωτίστως πίστιν και βασίζει το ηθικόν αυτού οικοδόμημα επί της υπερφυσικής θείας χάριτος, η Μασσωνία έχει μόνον φυσικάς αληθείας, εις γνώσιν των οποίων καλεί τους μύστας αυτής διά της ελευθέρας σκέψεως και ερεύνης και διά μόνου του ορθού λόγου, στηρίζει δε το ηθικόν οικοδόμημα αυτής επί μόνων των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου προς φυσικούς όλως κατατείνουσα σκοπούς.
Ούτω προδήλου ούσης της μεταξύ Χριστιανισμού και Μασσωνίας ασυμβιβάστου αντιθέσεως, φυσικώς ήχθησαν αι απανταχού μεν αλλόδοξοι Εκκλησίαι εις το να ταχθώσιν αντιμέτωποι της Μασσωνίας, και ου μόνον η Δυτική Εκκλησία, η και δι’ ιδίους λόγους δι’ αλλεπαλλήλων παπικών εγκυκλίων καυτηριάσασα την τεκτονικήν κίνησιν, αλλά και αι Λουθηρανικαί και Μεθοδιστικαί και Πρεσβυτεριαναί Κοινότητες εκήρυξαν αυτήν ασυμβίβαστον προς τον Χριστιανισμόν.
Πολύ δε περισσότερον η ανόθευτον τον θησαυρόν της χριστιανικής αληθείας διακρατήσασα Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία οσάκις παρουσιάζετο ζήτημα περί Μασσωνίας, απεφαίνετο κατ’ αυτής. Εσχάτως δ’ έτι η εν Αγίω Όρει συνελθούσα Διορθόδοξος Επιτροπή, ης μετέσχον δι’ αντιπροσώπων πάσαι αι αυτοκέφαλοι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εχαρακτήρισε την Μασσωνίαν «ως σύστημα αντιχριστιανικόν και πεπλανημένον».
Η δε Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος εν τη μνημονευθείση συνεδρία αυτής μετ’ ανακουφίσεως ήκουσε και απεδέξατο το συμπέρασμα, όπως εκ τε μελέτης και της διεξαχθείσης συζητήσεως συνήγαγεν ο Μακαριώτατος Πρόεδρος αυτήςΑρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ειπών επί λέξει:
«Ο Μασωνισμός δεν συμβιβάζεται ποσώς προς τον Χριστιανισμόν, εφ’ όσον είναι Σωματείον μυστικόν, ενεργούν και διδάσκον εν κρυπτώ και παραβύστω και θεοποιιούν τον ορθολογισμόν. Ο Μασσωνισμός δέχεται ως μέλη αυτού ου μόνον Χριστιανούς, αλλά και Εβραίους και Μουσουλμάνους. Επομένως δεν δύναται να επιτραπή εις κληρικούς να μετέχωσι του Σωματείου τούτου. Θεωρώ δε άξιον καθαιρέσεως πάντα κληρικόν συμμετέχοντα του Σωματείου τούτου, τούτο δε πρέπει να διακηρυχθεί. Δέον να συσταθή εις όσους προσήλθον χωρίς να προσέξωσι και χωρίς να εξετάσωσι τι έστι Μασσωνισμός, όπως διακόψωσι πάσαν σχέσιν προς αυτόν, διότι μόνον ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία, η διδάσκουσα την απόλυτον αλήθειαν και ικανοποιούσα τας θρησκευτικάς και ηθικάς ανάγκας του ανθρώπου».
Ομοφώνως δε και ομοψύχως άπαντες οι Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Ελλάδος, εγκρίνοντες τα ανωτέρω, αποφαινόμεθα ότι η Μασσωνία είναι όλως ασυμβίβαστος προς τον Χριστιανισμόν και ότι δέον τα πιστά της Εκκλησίας τέκνα, όπως απέχωσι του Μασσωνισμού.
Ακραδάντως πιστεύοντες εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει» (Εφες. ι’ 7-8), κατέχοντες την δι’ αυτού αποκαλυφθείσαν και υπό τον Αποστόλων κηρυχθείσαν αλήθειαν «ουκ πειθοίς ανθρωπίνοις σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α’ Κορ. 2, 4), μετέχοντες των θείων Μυστηρίων, δι’ ων και αγιαζόμεθα και σωζόμεθα εις αιωνίαν ζωήν, δέον να μη εκπίπτωμεν της Χάριτος του Χριστού, γινόμενοι κοινωνοί αλλοτρίων μυστηρίων. Ουδαμώς προσήκει ν’ ανήκη τις εις τον Χριστόν, και να ζητή εκτός αυτού απολύτρωσιν και ηθικήν τελείωσιν. Όθεν είναι ασυμβίβαστος ο αληθής και γνήσιος Χριστιανισμός προς την Μασσωνίαν.
Όθεν και οι τυχόν εμπλακέντες εις την μύησιν των Μασσωνικών μυστηρίων, δέον του λοιπού ν’ απόσχωσι πάσης επικοινωνίας προς τας Μασσωνικάς στοάς και εργασίας, βέβαιοι όντες ότι ούτω ανανεούσιν ασφαλώς τους προς τον ένα Κύριον και Σωτήρα ημών, εξ αγνοίας και κακής των πραγμάτων εκτιμήσεως, υποχαλασθέντας δεσμούς.
Τούτο ιδίως απεκδέχεται μετά πολλής της στοργής η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος παρά των μυτών των στοών, πεποιθυία ότι οι πλείσται εξ αυτών εδέξαντο την τεκτονικήν μύησιν ουχί εν επιγνώσει ότι δι’ αυτής μεθίστανται εις άλλην θρησκείαν, αλλ’ όλως τουναντίον, εξ αγνοίας, νομίζοντες ότι ουδέν το αντιπίπτον εις την θρησκείαν των πατέρων αυτών συντελούν.
Συνιστώσα δε η Ιεραρχία αυτούς και εις την συμπάθειαν – κατ’ ουδένα δε λόγον εις την εχθρότητα και το μίσος – των πιστών τέκνων της Εκκλησίας προκαλεί αυτά ίνα μετ’ αυτής εν χριστιανική αγάπη και από καρδίας εύχωνται όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν, 14, 16) φωτίση και επιστρέψη τους εξ αγνοίας αποπλανηθέντας από την αλήθειαν.
Ο Αθηνών Χρυσόστομος Πρόεδρος | Ο Άρτης Σπυρίδων |
Ο Δρυινουπόλεως και Πωγωνιανής Βασίλειος
| Ο Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος |
Ο Χίου Πολύκαρπος | Ο Σερρών Κωνσταντίνος |
Ο Ζακύνθου Διονύσιος | Ο Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ |
Ο Ξάνθης Πολύκαρπος |
Ο Παροναξίας Ιερόθεος
|
Ο Μαρωνείας Άνθιμος | Ο Δράμας Βασίλειος |
Ο Λήμνου Στέφανος | Ο Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπος |
Ο Κεφαλληνίας Δαμασκηνός | Ο Γυθείου και Οιτύλου Διονύσιος |
Ο Αλεξανδρουπόλεως Γερβάσιος | Ο Νευροκοπίου Φιλόθεος |
Ο Λαρίσσης Αρσένιος | Ο Σουφλίου Ιωακείμ |
Ο Κασσανδρείας Ειρηναίος | Ο Γρεβενών Νικόλαος |
Ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος | Ο Ελάσσωνος Καλλίνικος |
Ο Ιωαννίνων Σπυρίδων | Ο Αργολίδος Ιερόθεος |
Ο Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός | Ο Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Γεώργιος |
Ο Πατρών Αντώνιος | Ο Πολυανής Κύριλλος |
Ο Σπάρτης Γερμανός | Ο Μηθύμνης Διονύσιος |
Ο Δημητριάδος Γερμανός | Ο Κορινθίας Δαμασκηνός |
Ο Κερκύρας Αλέξανδρος | Ο Κυθήρων Δωρόθεος |
Ο Μυτιλήνης Ιάκωβος | Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κωνσταντίνος |
Ο Πλωμαρίου Κωνσταντίνος | Ο Χαλκίδος Γρηγόριος |
Ο Βελλάς και Κονίτσης Ιωάννης | Ο Τριφυλίας και Ολυμπίας Ανδρέας |
Ο Ζιχνών Αλέξανδρος | Ο Καρυστίας Παντελεήμων |
Ο Εδέσσης Κωνστάντιος | Ο Ηλείας Αντώνιος |
Ο Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσόστομος | Ο Μεσσηνίας Πολύκαρπος |
Ο Βερροίας και Ναούσης Πολύκαρπος | Ο Σύρου, Τήνου, Άνδρου και Κέας Φιλάρετος |
Ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος | Ο Φωκίδος Ιωακείμ |
Ο Νιγρίτης Ευγένιος | Ο Αρδαμερίου Καλλίνικος |
Ο Πτολεμαίος Ιωακείμ | Ο Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ |
Ο Καρδαμύλων Ιωακείμ | Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Θεόκλητος |
Ο Διδυμοτείχου Ιωακείμ | Ο Θήρας Άνθιμος |
Ο Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης | Ο Φλωρίνης Βασίλειος |
Ο Σισανίου και Σιατίστης Διόδωρος | Ο Σιδηροκάστρου Βασίλειος |
Ο Ύδρας και Σπετσών Διόδωρος | Ο Λευκάδος και Ιθάκης Δημήτριος |
Ο Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιος | |
«Εγκυκλοπαίδεια της Ελευθέρας Τεκτονικής» - Ν. Λάσκαρι, 1951