Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2016

Tο πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής

Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς 
Κ​​ανένα κόμμα από όσα κυβέρνησαν την Eλλάδα στα τελευταία σαράντα δύο χρόνια και καμιά κυβέρνηση συνεργασίας κομμάτων δεν απασχολήθηκε με το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής στη χώρα.

Tο θέμα αγνοήθηκε ολοκληρωτικά για μισό περίπου αιώνα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται σήμερα στοιχειώδεις εξηγήσεις, τουλάχιστον για τη σημασία των λέξεων:

Tι θα πει «κοινωνική συνοχή»; H έκφραση ηχεί στις μέρες μας μάλλον σαν ηθικολογικό αιτούμενο ή σαν αμυντική της συλλογικότητας σκοπιμότητα: Aν χρειαστεί να αποτρέψουμε την εδαφική συρρίκνωση της κρατικής μας οντότητας, δηλαδή αν χρειαστεί να πολεμήσουμε ιταμούς εισβολείς, θα το κάνουμε γιατί; Για να διασώσουμε ένα κράτος που το ζούμε καθημερινά σαν εχθρό και μισητό αντίπαλο; Kράτος που χαρατσώνει ληστρικά το εξωφρενικά μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων του μόχθου μας; Kράτος που κλέβει σαν κοινός λωποδύτης την αποταμιευμένη εγγύηση αξιοπρέπειας των γηρατειών ή της αρρώστιας μας; Θα θυσιάσουμε τη ζωή μας για ένα κράτος διεφθαρμένο και σάπιο ώς το μεδούλι, ταυτισμένο με τους αργόμισθους της κομματικής πελατείας, έρμαιο της εκμετάλλευσης μιας σπείρας «νταβατζήδων»;

H γελοιωδώς μεταπρατική, κυριολεκτικά τζουτζέδικη «προοδευτική» μας διανόηση υπαγορεύει πολιτική στις κυβερνήσεις της χώρας μας, όλων των κομματικών αποχρώσεων, τα τελευταία σαράντα δύο χρόνια. Mε έναν άξονα: τον ατομοκεντρισμό των δικαιωμάτων και «συνεκτικό άξονα» της συλλογικότητας: τον ορθό λόγο. Φυσικά, γελάνε οι όπου γης ιστοριογνώστες – με την επαρχιώτικη μικρονοϊκή ξιπασιά μας. Διότι ο ατομοκεντρισμός των δυτικών κοινωνικών μας ινδαλμάτων έχει ρίζες εθισμού αιώνων στον θρησκευτικό νομικισμό και ηθικισμό. Oταν απελάκτισαν τον θρησκευτικό ζυγό αρκούσε για τη συνοχή της συλλογικότητας να στεγάσουν τα μακραίωνα αντανακλαστικά του νομικισμού και ηθικισμού κάτω από την ορθολογική «εγκυρότητα» της χρησιμοθηρίας.

Aγνοεί όμως η μυωπική και μεταπρατική «προοδευτική» μας διανόηση ότι η περίπτωση των Eλλήνων διαφέρει ριζικά από τη μετα-ρωμαϊκή Δύση: Oι Eλληνες δεν ήταν ποτέ ένας ατομοκεντρικά θρησκευόμενος λαός, ήταν πάντοτε λαός εγρήγορος στην κοινωνούμενη μεταφυσική αναζήτηση. H πρόσβαση στη μεταφυσική αλήθεια ήταν πάντοτε «κοινόν άθλημα» – γεγονός κοινωνίας σχέσεων: «εκκλησίας του δήμου» ή «εκκλησίας των πιστών» (των όσων εμπιστεύονταν τη δυναμική της σχέσης ως μετοχή στην αλήθεια).

Mε μοναδικό άξονα συνοχής του συλλογικού βίου τον ατομοκεντρισμό της νομικής εξασφάλισης «δικαιωμάτων», το νεοελληνικό ελλαδικό κρατίδιο είχε καταγωγικά ναρκοθετήσει την ιστορική του ύπαρξη: Aπό την πρώτη στιγμή και νομοτελειακά κατ’ εξακολούθηση, βυθίστηκε σε σπαραγμούς διχασμών, φανατισμένων ρήξεων, κομματικών διενέξεων, εμφύλιων αλληλεξοντώσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ώς το 1974 (συμβατικό χρονικό οροθέσιο) λειτούργησε ως παράγων κάποιας κοινωνικής συνοχής μια ψυχολογικού - συναισθηματικού χαρακτήρα και κενόλογης ρητορικής «ελληνικότητα»: Kαύχηση για τη γλώσσα μας, για τους αρχαίους προγόνους μας, για τον ένδοθεν εξελληνισμό της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, τον πολιτισμό της οικουμενικής Pωμιοσύνης.

Πρέπει βέβαια να ομολογηθεί ότι χάρη σε αυτή την κενολόγο, ψυχολογική, ρητορική «ελληνικότητα», η κοινωνία του ελλαδικού κρατιδίου μπόρεσε να διπλασιάσει τα γεωγραφικά του σύνορα με τους πολέμους του 1912-13. Aντεξε τη Mικρασιατική Kαταστροφή: το οριστικό ιστορικό τέλος της ελληνικής οικουμενικότητας, την καταδίκη να μεταβληθεί ο Eλληνισμός σε μόνιμης καχεξίας βαλκανική επαρχία. Aνέβηκε στα βουνά της Πίνδου και νίκησε την ιταλική αυτοκρατορία. Eξουδετέρωσε, με θυσίες τρομακτικές και αίμα πολύ, την απειλή να υποταγεί στον εφιαλτικό ολοκληρωτισμό του μπολσεβικισμού.

Oλα αυτά ώς το 1974. Tότε, με το σύνθημα της χούντας «Eλλάς Eλλήνων Xριστιανών», η φενάκη της ιδεολογικοποιημένης «ελληνικότητας» και του θρησκειοποιημένου Xριστιανισμού εξανεμίστηκε μέσα στον πάνδημο χλευασμό. Kαι ευτυχώς, γιατί κάθε φενάκη, έστω παρηγορητική, έστω τροφός συγκινήσεων και ενθουσιασμών, είναι παραχώρηση στην πλαστογράφηση της ζωής και των αναγκών της.

Tο τραγικό και καταστροφικό ήταν ότι στη θέση του πλασματικού και προσχηματικού δεν μπήκε το αυθεντικό, το γνήσιο. Aπό το ’74 ώς το ’81 κυβερνούσε την Eλλάδα ο «συντηρητικός» (υποτίθεται) «εθνάρχης» Kαραμανλής, αλλά, ώς την πιο ασήμαντη πολίχνη και το έσχατο ψαροχώρι, «κυρίαρχη ιδεολογία» ήταν ένας παλαιομοδίτικος μαρξισμός, που διαφημιζόταν σαν η πιο «μοδέρνα» έκφανση του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου». Tο πολιτικό ταλέντο του Kαραμανλή ήταν πάντοτε παγιδευμένο στη χρησιμοθηρία και στον μιμητισμό – δεν είχε ποτέ να προσφέρει άξονα κοινωνικής συνοχής, στόχους επικαιροποιημένης ελληνικής ιδιαιτερότητας, ενεργητικής συμβολής για την αποτροπή της διολίσθησης στην πολτώδη ομοιομορφοποίηση, την «ευρωμαρμελάδα».

Eτσι, εκ των πραγμάτων, νομοτελειακά, το κενό που δημιούργησε η κατάρρευση της πλασματικής και προσχηματικής ελληνικότητας, ήρθε να το καλύψει, χάρη στο ηροστράτειο «ταλέντο» του Aνδρέα και στα γαλαντόμα «πακέτα» των Eυρωπαίων, η ελληνικότητα ως ατσιδοσύνη. Oλόκληρη η χώρα μετατράπηκε σε ένα υστερικό, ξέφρενο διαγούμισμα, όχι μόνο της ευρωπαϊκής βοήθειας, αλλά και του κρατικού ταμείου και της τσέπης του συναλλασσόμενου με το κράτος συμπολίτη και, τελικά, των εξωφρενικών δανείων που με εγκληματική ασυνειδησία φόρτωναν στη χώρα αμοραλιστές πολιτικοί.

Oφείλουμε τίμια να παραδεχθούμε ότι σήμερα πια άξονας κοινωνικής συνοχής στην Eλλάδα δεν υπάρχει, κυρίαρχη πραγματικότητα είναι η ζούγκλα του ατομοκεντρισμού, κυριολεκτικά ο πρωτογονισμός. Mοναδική χαρά ζωής, μοναδικό νόημα ύπαρξης, μέτρο ευτυχίας και στόχος κάθε επιδίωξης, είναι μόνο η καταναλωτική ευχέρεια – μόνο και αποκλειστικά αυτή. Πραγματική χαρά δεν δίνει στον Eλληνα σήμερα ούτε η γλώσσα του ούτε η ιστορική του συνείδηση ούτε η καλλιέργεια ούτε η φήμη, το «καλό όνομα», η ποιότητα στο κάθε τι, ούτε η φιλία. Yπαρκτική δικαίωση και ρεαλιστική ευεξία δίνει μόνο η εγγυημένη καταναλωτική ευχέρεια.

H αναζήτηση άξονα κοινωνικής συνοχής έφτασε να είναι το πρώτο και μέγιστο πολιτικό μας πρόβλημα.

Πηγή "Καθημερινή"
το είδαμε εδώ

Εν όψει της Μεγάλης Συνόδου

Κατηγορούν κάποιοι μεγαλόσχημοι τους κληρικούς και λαϊκούς εκείνους που έχουν κάποιες επιφυλάξεις για την επικείμενη Μεγάλη Σύνοδο, ότι δεν κάνουν υπακοή στην Εκκλησία και δεν δείχνουν πειθαρχία. Και όταν λέγουν Εκκλησία εννοούν αυτάρεσκα και αταπείνωτα τον εαυτό τους ή κάποια εκκλησιαστικά κέντρα αποφάσεων και κάποια πρόσωπα υψηλά ιστάμενα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία.

Δεν υπάρχει όμως χειρότερο επιχείρημα μέσα στην ιστορία της Πίστεως από το να χρησιμοποιείται η αρετή της υπακοής και η ανάγκη της ενότητος για την αναίρεση του θεόσδοτου δώρου της ελευθερίας και της λογικής και μάλιστα με αποτέλεσμα την παραχάραξη της Αλήθειας.
«Αυτού ακούετε» φωνάζει ο Άγιος Θεός από το ύψος του θαβωρίου όρους της Μεταμορφώσεως. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «ποίησον φίλους διά τον Χριστόν και εχθρούς διά τον Χριστόν». Δεν υπηρετούμε λοιπόν πρόσωπα ούτε κολακεύουμε και χαϊδεύουμε αξιώματα και θρόνους χάριν του οποιουδήποτε δικού μας συμφέροντος και σε βάρος της αλήθειας. Την Αλήθεια και τον Χριστό υπηρετούμε «πάση θυσία».
Δηλαδή, «ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία» επικριτές της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τι έπρεπε να κάνει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στη ψευδοσύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας σύμφωνα με τη δική σας σκέψη; Να υπακούσει στον πατριάρχη και στο βασιλιά σε βάρος της αλήθειας και να υπογράψει την υποταγή στον Πάπα; Μα ακριβώς αυτή η στάση του, αυτό το ΟΧΙ, ευλογήθηκε από το Θεό και επαινέθηκε από το λαό και παραμένει μέχρι σήμερα ο «Άτλας της Ορθοδοξίας».
Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν τίποτε δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο. Τι σημαίνει ότι κάποιος είναι Πατριάρχης ή Επίσκοπος ή Θεολόγος; Πόσους τέτοιους έχει καταδικάσει και αναθεματίσει η συνείδηση της Εκκλησίας ως αιρετικούς; Ακόμη και πολυπληθείς συνόδους ανακήρυξε ληστρικές. Όλοι κρίνονται στην Ορθοδοξία.
Πρωτίστως πρέπει να πούμε ότι Εκκλησία είμαστε όλοι. Κλήρος και λαός. Είμαστε «ο Χριστός και εμείς μέσα στους αιώνες» όπως λέγει ο ιερός Αυγουστίνος. Εκκλησία είναι Ο Χριστός, Το Ευαγγέλιο, Η Αλήθεια, ο Επίσκοπος, Το Ιερατείο, Το Θυσιαστήριο και Ο πιστός Λαός. Όλα μαζί. Όχι λαοκρατία ούτε όμως και κληρικοκρατία. Όχι αναρχία ούτε όμως και ισοπεδωτική ομοιομορφία. Συνοδικότητα και Ομοφωνία. Το τεκμήριο της Αλήθειας τελικά βρίσκεται στον πιστό λαό. Το είπαν αυτό οι Πατριάρχες της Ανατολής στον Πάπα το 1848.
«...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ, ὡς ἔργῳ ἐπειράθησαν καὶ πολλοὶ τῶν ἀπὸ τοῦ σχίσματος Παπῶν τε καὶ Πατριαρχῶν Λατινοφρόνων μηδὲν ἀνύσαντες...».
Ο Χριστός μας επίσης όταν απέστειλε τους μαθητές Του στα έθνη, τους είπε «διδάσκοντες αυτούς πάντα όσα ενετειλάμην υμίν», δηλαδή : «δε θα λέτε άλλα αντ΄ άλλων και δικά σας πράγματα, αλλά μόνο όλα όσα σας έδωσα Εγώ ως εντολές».
Λοιπόν, δεν έχουμε το δικαίωμα να διαβάζουμε και να κρίνουμε, αν αυτά που ετοιμάζονται στη Μεγάλη Σύνοδο είναι μέσα στην Αλήθεια του Χριστού και της Εκκλησίας; Δεν κατακρίνουμε πρόσωπα, κείμενα κρίνονται με βάση το Ευαγγέλιο και την ιερά Παράδοση.
Έλεος ! Και αυτό το πανανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψεως και του λόγου θα το στερήσουν οι αρνητές της πολυφωνίας και της συνοδικότητος; Δηλαδή δεν πρέπει να εκφράσουν τη γνώμη τους κληρικοί, θεολόγοι, επίσκοποι, άγιο Όρος, αδελφότητες; Ακόμη και τα κοσμικά νομοσχέδια τίθενται σε ανοιχτή διαβούλευση. Χειρότεροι και από τους κοσμικούς θα γίνουν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες;
Θεολογικά κείμενα κρίνονται λοιπόν, καθώς πρέπει να γίνεται, από τον συμμετέχοντα ευσεβή λαό, ο οποίος δεν είναι υποδεέστερος στην έρευνα και αποτίμηση της αλήθειας του Χριστού. Δεν είναι τυφλά ποντίκια οι άνθρωποι ούτε ζαλισμένο κοπάδι οι Χριστιανοί.
Που φτάσαμε επιτέλους; Να αντιγράφωνται στην Εκκλησιαστική ζωή παπικές ισοπεδωτικές πρακτικές και να μιμείται η ανελεύθερη κομματική πειθαρχία των πολιτικών σχηματισμών; Δυστυχώς.
Ασφαλώς και δεν θα τους ακολουθήσει σε αυτό το δρόμο ο Πιστός Λαός ούτε θα αυτοκαταργηθεί επειδή το θέλουν μερικοί. 
Χριστιανική Εστία Λαμίας

το είδαμε εδώ

Γιατὶ νὰ λατρεύω τὸν Θεὸ;



 


Πῶς τόν φαντάζεσαι τόν Θεό;

•Μήπως τόν βλέπεις σάν κάποιο ὁ ὁποῖος κάθεται σέ πανύψηλο θρόνο πού στραβομουτσουνιάζει καί θυμώνει ὅταν δέν τόν λατρεύεις καί δέν τόν δοξάζεις;


•Μήπως σάν κάποιο ὁ ὁποῖος χαίρεται καί εὐχαριστιέται μαζί σου ὅταν πηγαίνεις ἐκκλησία καί προσεύχεσαι;


•Μήπως ἔχεις τήν ἐντύπωση πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καλωσυνάτος παππούς (γεροντάκος) πού δέν τοῦ καίγεται καρφί τό τί κάνεις μέ τήν ζωή σου, φτάνει σύ νά εἶσαι εὐχαριστημένος μέ τόν ἑαυτό σου;


Ἄν ἔτσι πιστεύεις γιά τόν Θεό, δέν θά καταλάβεις ποτέ:


•οὔτε γιατί ἔχεις χρέος νά Τόν λατρεύεις·


•οὔτε γιατί ὁ Θεός εἶναι καλός μόνο ὅταν σέ ἀφήνει νά κάνεις τά ὅποια θελήματά σου-ἐλεύθερο.


Ἄς ξεκινήσομε ὅμως μέ τό πρῶτο ἐρώτημα: γιατί ἔχομε χρέος νά Τόν λατρεύομε.


Ἡ λέξη λατρεία στήν ἀρχική της σημασία σημαίνει: ἀπονέμω ἀξία, τιμή καί σεβασμό σέ κάποιο ἤ σέ κάτι. Συνεπώς, λατρεία εἶναι ἡ ἐκδήλωση σεβασμού, τιμής, ἀξίας, ἀναγνώρισης. Π.χ. ὅταν χειροκροτῶ ἕνα ἠθοποιό ἐπάνω στήν σκηνή ἤ ἕνα ποδοσφαιριστή (ἀθλητή), τόν τιμῶ· τοῦ ἀναγνωρίζω κάποια ἀξία· τόν λατρεύω. Κάθε φορά πού ἕνας ἄνδρας -τήν παλαιότερη ἐπόχη- ἔβγαζε τό καπέλο του σέ μιά διερχόμενη γυναίκα, τό ἔκαμε εἰς ἔνδειξη τιμῆς (τιμητικά).


Γιά τόν Θεό, λατρεία εἶναι κάτι παραπάνω. Λατρεύω τόν Θεό σημαίνει: ἀναγνωρίζω τήν δύναμή Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀξία Του, τήν μεγαλωσύνη Του, τήν κυριαρχία Του, τήν ἀλήθεια Του...


•Ἄν δέν λατρεύεις τόν Θεό, μάθε το, λατρεύεις κάτι ἄλλο ἤ κάποιον ἄλλο, πού 9 στίς 10 φορές θά εἶναι ὁ ἑαυτός σου!


•Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, θεός εἶσαι σύ! Καί ἄν ἐσύ εἶσαι θεός - ὁ νομοθέτης καί ὁ δημιουργός, τότε τί νά σοῦ εἰπῶ; Ἐγώ εἶμαι ἄθεος. Ὁ βασικός λόγος πού οἱ ἄνθρωποι σήμερα λατρεύουν λίγο τόν Θεό καί πολύ τόν ἑαυτό τους, εἶναι ὅτι δέν θέλουν νά τό «χωνέψουν» ὅτι εἶναι κτίσματα-δημιουργήματα καί ὄχι δημιουργοί!


Νά λοιπόν, γιατί ἔχεις χρέος νά λατρεύεις τόν Θεό.


Ὄχι γιατί ὁ Θεός τό ἔχει ἀνάγκη, ἤ διαφορετικά θά αἰσθανόταν δυστυχισμένος καί ἀτελής, ἀλλά ἐπειδή σύ θά εἶσαι δυστυχισμένος καί ἀτελής

το είδαμε εδώ

Ὁ Ἐκκλησιασμός Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



Πρόλογος

Ἡ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία, προπαντὸς στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἀποτελοῦν γιὰ κάθε ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας δυὸ πραγματικότητες ἀξεχώριστες. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴ θεία Λειτουργία. Τὰ ὑπερῷα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ συνέχειά τους εἶναι οἱ ἱεροὶ ναοί, ἀποτελοῦν κατεξοχὴν τοὺς τόπους τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διανομῆς τῶν θείων χαρισμάτων. Ἡ «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» προσκαρτέρηση τῶν πιστῶν ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ποὺ ἐδῶ καὶ τώρα προγεύεται τὰ ἀγαθά της βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀπηχοῦν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Πενθέκτης Συνόδου (691), ὅταν παραγγέλλουν ν᾿ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνος πού, χωρὶς σοβαρὸ λόγο, δὲν ἐκκλησιάζεται γιὰ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές.
 
Ὁ τακτικὸς ἐκκλησιασμὸς δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν πιστὸ μίαν ἁπλὴ συνήθεια, ἕνα τυπικὸ θρησκευτικὸ καθῆκον, μιὰ κοινωνικὴ ὑποχρέωση ἢ ἔστω μία ψυχολογικὴ διέξοδο ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τῆς καθημερινότητος. Ἀντίθετα, μὲ τὴν προσέλευσή του στὸ ναὸ ἐκφράζει μίαν ὑπαρξιακή του ἀνάγκη. Τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει ἀληθινά, αὐθεντικά. Νὰ συναντήσει τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς του, τὸ Δημιουργό του, καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του. Νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβειά του στὴν Παναγία μας καὶ στοὺς Ἁγίους, τοῦ φίλους του Θεοῦ. Νὰ νιώσει δίπλα του τοὺς πνευματικούς του ἀδελφούς.
 
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦποὺ μεταλαβαίνει στὴ θεία Λειτουργίατοῦ χαρίζουν αὐτὴ τὴν πληρότητατὸν κάνουν νὰ αἰσθάνεται «συμπολίτης τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖος του Θεοῦ». Ἔτσι, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ ναὸ μὲ τὴ δύναμη ν᾿ ἀντιμετωπίσει σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴ φθαρτότητα τοῦ καθημερινοῦ του βίου.
 
Στὶς μέρες μας, ποὺ τὸ ψεύτικο καὶ ἀπατηλὸ περισσεύει καὶ ποὺ οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες ἀπὸ παντοῦ διαψεύδονται, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία συνεχῶς αὐξάνεται, καθὼς πολλοὶ ἀνακαλύπτουν σ᾿ αὐτὴν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια, οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μας...
 
Τὸ τεῦχος τοῦτο ἀποτελεῖ μία σύνθεση ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτωνσὲ ἐλεύθερη ἀπόδοσηἀπὸ διάφορες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (354-407), τοῦ μεγάλου ἱεράρχουποὺ συνέδεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ ζωή του μὲ τὴ θεία ΛειτουργίαΔιαβάζοντας κανεὶς τοὺς λόγους του, χαίρεται τὴ ζωντάνια τους, θαυμάζει τὴν ἐπικαιρότητά τους καὶ διαπιστώνει πὼς ὁ ἄνθρωπος στὸ βάθος τοῦ παραμένει ἀπαράλλακτος ὅλες τὶς ἐποχές.
Ἂς εὐχηθοῦμε, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερὸς ναός, νὰ γίνει καὶ δικό μας σπίτι, ἡ θεία Λειτουργία νὰ καταστεῖ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας ν᾿ ἀποβεῖ γιὰ τὸν καθένα μας «ψυχοτρόφος καὶ ζωοποιός».
 
                                                                                                                                                         ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Λιμάνια πνευματικὰ οἱ ναοί

Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.
Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;
 
Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένωνἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων,ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένωνἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων.Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη.




Γιατί δὲν ἐκκλησιάζεσαι;

Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο.
 
Κι ἂν τοὺς ρωτήσειςποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιούπόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοιδὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους.Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;
 
Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
 
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
 
«Μὰ εἶμαι ἀμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.
 
«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἂν ὁ ξυλοκόπος, ποὺ θέλει νὰ κόψει μία βελανιδιά, δὲν κατορθώσει νὰ τὴ ρίξει μὲ τὴν πρώτη τσεκουριά, δὲν τὴ χτυπάει καὶ δεύτερη καὶ πέμπτη καὶ δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
 
Ἀλλάθὰ μοῦ πεῖςσ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖςὍμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;
 
Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
 
Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
 
«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸ Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχὲς τοὺς οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
 
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποῦ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;




Ἡ προσέλευσή μας στὸ ναό

Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς ἱκετεύω, ἂς προτιμᾶτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία καὶ φροντίδα τὸν ἐκκλησιασμό. Ἂς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, στὴν ἐκκλησία.
 
Προσέξτεὅμωςκανεὶς νὰ μὴν μπεῖ στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶροἔχοντας βιοτικὲς φροντίδες ἢ περισπασμοὺς ἢ φόβουςἈλλὰ ἀφοῦ τ᾿ ἀφήσουμε ὅλα τοῦτα ἔξω, στὶς πύλες τοῦ ναοῦ, τότε ἂς περάσουμε μέσα. Γιατὶ ἐρχόμαστε στὰ ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατᾶμε σὲ τόπους ποὺ ἀστράφτουν.
 
Ἂς διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας πρῶτα-πρῶτα τὴ μνησικακίαγιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμεὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχηθοῦμε λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν..., ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοὶς ὀφειλέταις ἡμῶν».
 
Διαφορετικάπῶς θέλεις νὰ φανεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς γλυκὸς καὶ πρᾶος ἀπέναντί σουἀφοῦ ἐσὺ γίνεσαι στὸν συνάνθρωπό σου σκληρὸς καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖςΠῶς θὰ μπορέσεις νὰ ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανόΠῶς θὰ κινήσεις τὴ γλῶσσα σου σὲ λόγια προσευχῆςΠῶς θὰ ζητήσεις συγγνώμηἈκόμα κι ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σουδὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὸν πλησίον σου.


Ἡ ἀμφίεσή μας

Μὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία μας στὸ ναὸ νὰ εἶναι καλὴ ἀπὸ κάθε πλευρά. Νὰ εἶναι κόσμια καὶ ὄχι ἐξεζητημένη. Γιατί τὸ κόσμιο εἶναι σεμνό, ἐνῷ τὸ ἐξεζητημένο εἶναι ἄσεμνο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Θέλω νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο, σηκώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ χέρια ὅσια, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας. Ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἀμφίεση σεμνή, στολίζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη, ὄχι μὲ περίτεχνες κομμώσεις καὶ χρυσὰ κοσμήματα ἢ μαργαριτάρια ἢ ἐνδύματα πολυτελῆ, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι ταιριάζει στὶς γυναῖκες ποὺ λένε ὅτι σέβονται τὸ Θεό, δηλαδὴ μὲ καλὰ ἔργα» (Α´ Τιμ. 2:8-10). Ἄν, λοιπόν, ἀπαγορεύει στὶς γυναῖκες ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη πλούτου, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὅσα κινοῦν τὴν περιέργεια, ὅπως τὰ φτιασίδια, τὸ βάψιμο τῶν ματιῶν, τὸ κουνιστὸ βάδισμα, τὰ παράξενα ροῦχα καὶ τὰ παρόμοια.
 
Τί λέςγυναῖκαἜρχεσαι στὸ ναὸ νὰ προσευχηθεῖςκαὶ στολίζεσαι μὲ χρυσαφικὰ καὶ χτενίζεσαι ἐπιτηδευμέναΜήπως ᾖρθες γιὰ νὰ χορέψειςΜήπως γιὰ νὰ λάβεις μέρος σὲ γαμήλια γιορτήἘκεῖ ἔχουν θέση τὰ χρυσαφικὰ καὶ οἱ πολυτέλειες· ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτα ἀπ᾿ αὐτάἮρθες νὰ παρακαλέσεις τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση δὲν εἶναι γυναίκας ποὺ ἱκετεύει. Πῶς μπορεῖς νὰ στενάξεις, πῶς μπορεῖς νὰ δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νὰ προσευχηθεῖς μὲ θέρμη, ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση; Θέλεις νὰ φαίνεσαι εὐπρεπής; Φόρεσε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ χρυσό. Ντύσου τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὰ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τὸ χρυσάφι. Αὐτὰ καὶ τὴν ὡραία τὴν κάνουν ὡραιότερη καὶ τὴν ἄσχημη τὴν ὀμορφαίνουν. Νὰ ξέρεις, γυναῖκα, πώς, ὅταν στολιστεῖς πολύ, γίνεσαι πιὸ αἰσχρὴ κι ἀπὸ τὴ γυμνή, γιατὶ ἔχεις ἀποβάλει πιὰ τὴν κοσμιότητα.



Προσοχὴ καὶ προσευχή

Ἀλλὰ καὶ ἡ διαγωγή μας, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἂς εἶναι ἡ πρέπουσα, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ ἄσκοπες συζητήσεις, μὰ νὰ στεκόμαστε μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ ὑψωμένη στὸν οὐρανό.
 
Γιατὶ ἔρχονται πολλοὶ στὴν ἐκκλησία, ἐπαναλαμβάνουν μηχανικὰ ψαλμοὺς καὶ εὐχές, καὶ φεύγουν, δίχως νὰ ξέρουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη κινοῦνται, ἀλλὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ σὲ εἰσακούσει ὁ Θεός; Γονάτισα, λες· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου πετοῦσε μακριά. Τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα ἔλεγε τὴν προσευχὴ καὶ ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφὲς μὲ φίλους. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι πονηρός· ξέρει πὼς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κερδίζουμε πολλά, γι᾿ αὐτὸ τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ἄλλες φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν σκεφτόμαστε· ᾔρθαμε ὅμως στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ ὁ διάβολος μᾶς ἔβαλε ἕνα σωρὸ λογισμούς, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε.
 
Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σου ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἀσέβεια ποῦ δείχνεις στὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τί θὰ κάνεις; Νά, τὴν ὥρα ποὺ Αὐτὸς σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μὲ τὸν διπλανό σου γιὰ πράγματα ἀνώφελα. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἂν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιὰ νὰ στερηθοῦμε τὴ σωτηρία. Μὴν τὸ θεωρεῖς μικρὸ παράπτωμα. Γιὰ νὰ καταλάβεις, τὴ βαρύτητά του, σκέψου τί γίνεται στὴν ἀνάλογη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι συζητᾷς μ᾿ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἢ μ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο φίλο σου. Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος σοῦ μιλάει, ἐσὺ γυρίζεις ἀδιάφορα τὸ κεφάλι σου καὶ ἀρχίζεις νὰ κουβεντιάζεις μὲ κάποιον ἄλλο. Δὲν θὰ προσβληθεῖ ὁ συνομιλητής σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπρέπειά σου; Δὲν θὰ θυμώσει; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸ λόγο;
 
Ἀλίμονο! Βρίσκεσαι στὴ θεία Λειτουργία, κι ἐνῷ τὸ βασιλικὸ τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο, ἐνῷ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ χάρη σου, ἐνῷ ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία σου, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους ἀπὸ δέος καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ σένα, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύνεται ἀπὸ τὴν ἄχραντη πλευρά Του μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συνείδησή σου, ἄραγε, δὲν σὲ ἐλέγχει γιὰ τὴν ἀπροσεξία σου; Σκέψου, ἄνθρωπέ μου, μπροστὰ σὲ Ποιὸν στέκεσαι τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς μυσταγωγίας καὶ μαζὶ μὲ ποιοὺς – μὲ τὰ Χερουβείμ, μὲ τὰ Σεραφείμ, μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ἀναλογίσου μαζὶ μὲ ποιοὺς ψάλλεις καὶ προσεύχεσαι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συνέλθεις, ὅταν θυμηθεῖς ὅτι, ἐνῷ ἔχεις ὑλικὸ σῶμα, ἀξιώνεσαι νὰ ὑμνεῖς τὸν Κύριό της κτίσεως μαζὶ μὲ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους.
 
Μὴ συμμετέχεις, λοιπόν, στὴν ἱερὴ ἐκείνη ὑμνῳδία μὲ ἀδιαφορία. Μὴν ἔχεις στὸ νοῦ σου βιοτικὲς σκέψεις. Διῶξε κάθε γήινο λογισμὸ καὶ ἀνέβα νοερὰ στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέταξε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν Παναγία Τριάδα.


Ἡ θεία Κοινωνία

Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Τοῦ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες. Ἀναλογίσου, λοιπόν, κι ἐσὺ ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.
 
Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.
 
Πές μου, ἄνθρωπε, γιατὶ κάνεις θόρυβο; Γιατί βιάζεσαι; Σὲ πιέζει τάχα ἡ ἀνάγκη νὰ κάνεις τὶς δουλειές σου; Καὶ σοῦ περνάει ἄραγε, τὴν ὥρα ποῦ πᾶς νὰ κοινωνήσεις, ἡ σκέψη ὅτι ἔχεις δουλειές; Ἔχεις μήπως τὴν αἴσθηση ὅτι εἶσαι πάνω στὴ γῆ; Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζὶ μὲ ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων; Μὰ κάτι τέτοιο εἶναι δεῖγμα πέτρινης καρδιᾶς...


Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;

Ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο θέμα: Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του» (Α´ Κορ. 11:27, 29). Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.
 
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίωνὥστεἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους,κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοιΜὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα.


Παραμονὴ ὡς τὴν ἀπόλυση

Ἦρθες, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις, ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν φύγεις πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση, δὲν φεύγεις.
 
Μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις τὴν πλάτη στὰ ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ ἀπ᾿ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
 
Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ ἄγγελοί Του παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σου προσφέρει τὴν ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾷς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι. Καὶ τώρα ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τ᾿ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ φεύγεις;
 
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχέςἼσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶμὰ πρέπει νὰ τὸ πῶὍταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον, λοιπόν, τὸν Ἰούδα μιμοῦνται... Ἂν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος, γιὰ νὰ τὸν φάει.



Μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ

Ἐμεῖς ἂς ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία σὰν λιοντάρια ποὺ βγάζουν φωτιά, ἔχοντας γίνει φοβεροὶ ἀκόμα καὶ στὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ κοινωνοῦμε, ποτίζει τὴν ψυχή μας καὶ τῆς δίνει μεγάλη δύναμη. Ὅταν τὸ μεταλαβαίνουμε ἄξια, διώχνει τοὺς δαίμονες μακριὰ καὶ φέρνει κοντά μας τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μ᾿ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχή, μ᾿ αὐτὸ στολίζεται. Αὐτὸ τὸ αἷμα κάνει τὸ νοῦ μας λαμπρότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸ κάνει τὴν ψυχή μας λαμπρότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι.
 
Προσελκύστε, λοιπόν, τοὺς ἀδελφούς μας στὴν ἐκκλησία, προτρέψτε τοὺς πλανημένους, συμβουλέψτε τους ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Κι ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν πεῖς, ἀλλὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη, δείχνοντας στοὺς ἀπόντες – καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴ φωνὴ καὶ μὲ τὸ βάδισμα καὶ μ᾿ ὅλη σου τὴ σεμνότητα – τί κέρδος ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ τὸ ναό, αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ παραίνεση καὶ συμβουλή. Γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ ναό, σὰν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄδυτα, σὰν νὰ κατεβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους οὐρανούς. Δίδαξε ὅσους δὲν ἐκκλησιάζονται ὅτι ἔψαλες μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, ὅτι ἀνήκεις στὴν οὐράνια πολιτεία, ὅτι συναντήθηκες μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μίλησες μαζί Του. Ἂν ἔτσι ζοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ποῦμε τίποτα στοὺς ἀπόντες.
Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖνοι τὴ δική μας ὠφέλειαθὰ νιώσουν τὴ δική τους ζημιὰ καὶ θὰ τρέξουν γρήγορα στὴν ἐκκλησίαγιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια ἀγαθάμὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦστὸν ὁποῖομαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμααἰώνια ἀνήκει ἡ δόξα.

το είδαμε εδώ

Το κρυφό μήνυμα των οκτώ «Ευαγγελίων» μετά την Ανάσταση

Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη 

Διανύοντας, αδελφοί μου, την περίοδο αμέσως μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας, το «Χριστός Ανέστη» ακούγεται παντού. Την αναστάσιμη αυτή περίοδο η αγία μας Εκκλησία στον εορταστικό της κύκλο έθεσε, όχι τυχαία και θα ερμηνεύσουμε το γιατί, να διαβάζονται με μια σειρά τα εξής Ευαγγέλια:

Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα διαβάζουμε την ευαγγελική περικοπή του Θωμά. Εδώ ο Ευαγγελιστής στέλνει μήνυμα προς όλους τους δύσπιστους ή άπιστους, ότι ο Κύριός μας, όπως ακριβώς προείπε, αναστήθηκε εκ νεκρών. Το γεγονός της Ανάστασής Του αποδεικνύει ότι όσα δίδαξε και ανήγγειλε στον κόσμο είναι η μόνη αλήθεια. Ο Χριστός φανέρωσε με την Ανάστασή Του, ότι δεν ήταν ένας φιλόσοφος ή ένας μύστης ή ένας ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας, αλλά ο ίδιος ο αληθινός Θεός, ο κυρίαρχος της ζωής, εκείνος που έδωσε και συντηρεί τη ζωή στον κόσμο. Όποιος λοιπόν θέλει να σωθεί και να ζήσει αιώνια, Αυτόν πρέπει να ακολουθήσει. Το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι ξεκάθαρο.

Τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα, την Κυριακή των Μυροφόρων, διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή, όπου ως μάρτυρες της Αναστάσεως δεν παρουσιάζεται μόνο ο στενός κύκλος των δώδεκα μαθητών, αλλά την αλήθεια της Αναστάσεως έρχονται να την επιβεβαιώσουν και πλήθος γυναικών, που ονομάστηκαν από την Εκκλησία «Μυροφόρες γυναίκες». Εδώ ο Ευαγγελιστής ενισχύει τη μαρτυρία της Ανάστασης του Χριστού, καθώς αν η Ανάσταση του Κυρίου ήταν ένα ψέμα, δε θα υπήρχε λόγος κανείς να ακολουθήσει τον Χριστό. Πολλοί εξάλλου ήρθαν στον κόσμο και δίδαξαν πολλά, όπως φιλόσοφοι, ιδρυτές θρησκειών, εισηγητές θεωριών, νομοθέτες, μύστες κλπ. Κανένας όμως εξ’ αυτών δεν τόλμησε ποτέ να πει, ότι «όσα σας λέγω και κηρύττω είναι η μόνη Αλήθεια, διότι Εγώ είμαι η Αλήθεια, το Φως, η Ζωή, η Ανάσταση, η Θύρα, η Οδός της σωτηρίας και η ίδια η Αγάπη». Και ακόμη περισσότερο, κανένας δεν τόλμησε να πει, ότι «σας δίνω σημάδι της Αλήθειας όσων σας δίδαξα, λέγοντας, θα σκοτώσετε αυτό το σώμα και εγώ την τρίτη ημέρα θα το αναστήσω». Το είπε και το έκανε! Αυτή την αλήθεια βεβαιώνουν οι μαθητές του Ιησού, οι μυροφόρες γυναίκες και άλλοι 500 άνθρωποι που είδαν τον Αναστημένο Χριστό. 

Όποιος αρνείται αυτή την αλήθεια και δεν δέχεται τον Αναστάντα Χριστό ως Θεό Αληθινό, ας γνωρίζει ότι ζει μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας και της αμαρτίας, γενόμενος έτσι «παράλυτος ψυχικά και σωματικά». Αυτό μαρτυρεί η τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα, κατά την οποία διαβάζουμε στην Εκκλησία την ευαγγελική περικοπή του «παραλύτου». Μια κοινωνία χωρίς τον αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, τον Αναστάντα εκ νεκρών, καταντά παράλυτη ψυχικά και ο μόνος που μπορεί να την επαναφέρει στην υγιή κατάσταση είναι ο Ιησούς που δίνει το παράγγελμα στον παράλυτο: «Σήκω, περπάτησε και μη συνεχίζεις να ζεις στο σκοτάδι της αμαρτίας, διότι εσύ θα είσαι υπεύθυνος των όσων θα σου ξανασυμβούν από εδώ και πέρα».

Μια κοινωνία χωρίς τον Αναστημένο Χριστό καταντά παράλυτη πνευματικά και πέφτει σε μεγάλα πάθη και αμαρτήματα. Μια κοινωνία και κάθε μέλος της χωρίς τον Αναστάντα Χριστό, γίνεται παράλυτη ψυχικά, χωρίς αντιστάσεις και αντιδράσεις έναντι του κακού και υποκύπτει τελικά στη διαφθορά και στα πάθη της σάρκας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας την τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα διαβάζει την ευαγγελική περικοπή της πόρνης και μοιχαλίδος Σαμαρείτιδος. 

Όμως ο Ιησούς μας πονά και αγαπά αυτή την αμαρτωλή κοινωνία και τους ανθρώπους της, διότι είναι τα παιδιά Του. Γι’ αυτό και εμφανίζεται σε αυτούς λέγοντάς τους δύο μεγάλες Αλήθειες που δεν τις είπε πουθενά αλλού, ούτε στο ιερατείο, αλλά ούτε και στους πιστούς ανθρώπους της εποχής του. Αποκαλύπτει τις σωτήριες αλήθειες σε εκείνους που ποθούν και θέλουν τη σωτηρία τους, στους ψυχικά παράλυτους, στους πόρνους, μοιχούς και διεστραμμένους, λέγοντάς τους ότι ο Θεός είναι Πνεύμα και ότι ο Σωτήρας και Μεσσίας τους είναι αυτός ο  Ίδιος. Στο πρόσωπο, λοιπόν, της πόρνης και μοιχαλίδος Σαμαρείτιδος, της μετέπειτα Αγίας Φωτεινής, που έλαβε αυτό το όνομα επειδή εγκαταλείποντας την αμαρτία πέρασε από το στάδιο της καθάρσεως στο στάδιο του φωτισμού, βρίσκεται το πρόσωπο όλων μας και ολοκλήρου της κοινωνίας.

Ωστόσο, όποιος δεν θέλει να δει αυτή την Αλήθεια, δυστυχώς είναι και παραμένει τυφλός. Γι’ αυτό την πέμπτη Κυριακή μετά το Πάσχα στην Εκκλησία διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή του Τυφλού.
Αυτή τη σειρά καθορίστηκε από την Εκκλησία μας να έχουν τα ευαγγελικά αποσπάσματα κατά τις Κυριακές μετά το Πάσχα, ώστε όλοι να αναγνωρίσουμε ότι μια κοινωνία χωρίς Χριστό, μια ψυχή χωρίς Χριστό, είναι παράλυτη, μοιχαλίδα και τυφλή. Το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι ξεκάθαρο και πραγματικό!

Η έκτη Κυριακή μετά το Πάσχα είναι αφιερωμένη στους 318 Θεοφόρους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που κήρυξαν σε όλη την ανθρωπότητα, όπως και οι 12 Απόστολοι, τη μοναδική Αλήθεια. Ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μοναδικός και Αληθινός Θεός. Δεν είναι, θεωρούμε, τυχαίο ότι το 318, αν προσθέσουμε τους αριθμούς του 3, 1 και 8 δίνει τον αριθμό 12, όσοι ήταν και οι Άγιοι Απόστολοι. Κηρύττει η Εκκλησία, δηλαδή, διά των Αγίων Πατέρων της, όχι κάτι διαφορετικό, αλλά ό, τι ακριβώς πίστευε πάντοτε και ό, τι δίδαξαν οι 12 Άγιοι Απόστολοι: την Αλήθεια αυτή, ότι ο Ιησούς είναι η Αιώνιος Ζωή, ο μόνος Αληθινός Θεός, το Φως το φωτίζων πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Αυτή την αλήθεια πρέπει να την γνωρίσουν όλοι όσοι θέλουν και επιθυμούν να σωθούν, διότι δεν υπάρχει άλλη οδός σωτηρίας απ’ το ν’ αποδεχθούν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός που αναστήθηκε από τους νεκρούς, Εκείνος τον Οποίο απέστειλε για τη σωτηρία μας ο Θεός Πατήρ. Όποιος, απεναντίας, δε θέλει ν’ αποδεχθεί αυτή την Αλήθεια, θα παραμείνει ψυχικά τυφλός μέσα στα πάθη της ατιμίας και παράλυτος πνευματικά.

Κι όμως η Αλήθεια αυτή, όπως μας διδάσκει η Εκκλησία μας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εύκολα από τους ανθρώπους, παρά μόνο εν Πνεύματι Αγίω. Αυτή την Αλήθεια την αποδέχονται μόνο εκείνοι που το Άγιο Πνεύμα σκήνωσε μέσα στις ψυχές τους και από τυφλοί, είδαν το Φως το Αληθινό. «Αν δεν έρθει πρώτα στην καρδιά σου, άνθρωπε τυφλέ, αμαρτωλέ και παράλυτε, το Πνεύμα το Άγιο, για να διανοίξει τα μάτια της ψυχής σου, ουδέποτε θα μπορέσεις να αποδεχθείς την Αλήθεια που κήρυξαν οι 12 Απόστολοι, οι 318 Θεοφόροι Πατέρες, αλλά και όλοι οι Άγιοί μας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας σου». 

Γι’ αυτό κατά την έβδομη, μετά το Πάσχα, Κυριακή, η Εκκλησία όρισε την εορτή της Πεντηκοστής, όπου διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή της Επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος. Όποιος γεμίσει την ψυχή του με Άγιο Πνεύμα, που είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, μόνο αυτός μπορεί να δει ξανά τη δόξα του Θεού, το Φως το Αληθινό. Μόνο αυτός μπορεί να απαλλαγεί από τα πάθη του που τον κατέστησαν πνευματικά παράλυτο και πνευματικά τυφλό και αδυνατεί να δει τον Αναστημένο Ιησού.

Χωρίς Άγιο Πνεύμα κανένας δεν μπορεί να φτάσει από την κάθαρση στο φωτισμό και στη θέωση, στον αγιασμό και στην ένωσή του με τον Θεό. Τα πάντα χορηγούνται από το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο χαρίζεται και εισέρχεται μέσα στους δεκτικούς ανθρώπους και το οποίο είναι ο ίδιος ο Θεός.
«Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισέ μοι ο Θεός». Ο Θεός μας τα χαρίζει όλα, δίνοντας στις ψυχές μας το Άγιο Πνεύμα. Ό, τι έχουμε είναι του Θεού. Γι’ αυτό και σε Εκείνον ανήκει η δόξα και όχι σε εμάς. Εκείνος μας τα χάρισε, δεν τα αποκτήσαμε από μόνοι μας. Αλλά και την οδό της σωτηρίας μας Εκείνος μας την έδωσε, διαφορετικά θα ήμασταν τυφλοί και παράλυτοι ζώντας μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας.

Όποιος όμως λάβει το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του, αυτός μόνο μπορεί να πορευθεί προς την αγιότητα, τη θέωση. Γι’ αυτό η όγδοη Κυριακή μετά το Πάσχα είναι η Κυριακή των Αγίων Πάντων, η αφιερωμένη δηλαδή σε όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Η ζωή και το παράδειγμα των Αγίων δείχνουν την οδό και την πορεία που πρέπει να βαδίσουν όσοι αγάπησαν τον Θεό, όσοι θέλουν και ποθούν τη θέωση, την αγιότητα, για να φτάσουν από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση.
Ας το κατανοήσουμε. Άνθρωπος ή κοινωνία χωρίς αγιότητα, μαρτυρεί ότι στερείται το Άγιο Πνεύμα, το οποίο ανοίγει τα μάτια των τυφλών και τους βοηθά να δουν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας του κόσμου. Στερείται της γνώσης ότι ο Χριστός είναι ο μόνος που μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά από όλα τα πάθη της σαρκός και της ψυχής, που μας κατάντησαν ανήμπορους και παράλυτους ψυχικά και σωματικά. 

Μόνο ο Αναστημένος Ιησούς, που είδαν οι μυροφόρες και οι μαθητές Του και μας βεβαίωσαν περί της αλήθειας της Αναστάσεως, είναι η ελπίδα της σωτηρίας όλων και η προσωπική μας ελπίδα σωτηρίας. Μόνο όταν εν Πνεύματι Αγίω αναγνωρίσουμε και αναφωνήσουμε σαν τον Απόστολο Θωμά ότι «Ο Κύριός μου, ο Ιησούς μου, είναι ο Θεός μου», θα φθάσουμε και εμείς στη δική μας προσωπική Ανάσταση και ένωση με το Θεό μας.

Κλείνουμε το άρθρο αυτό, όπως ακριβώς και το αρχίσαμε. Θέλοντας η Εκκλησία μας να μας οδηγήσει στην προσωπική μας ανάσταση διαμέσου των οκτώ ευαγγελικών περικοπών των Κυριακών που ακολουθούν μετά την Ανάσταση του Ιησού και οι οποίες  δεν τοποθετήθηκαν τυχαία, μας δείχνει την οδό, τη μέθοδο και τους τρόπους με τους οποίους θα φθάσουμε στο ποθούμενο που ζητά η ψυχή μας, στον λόγο της υπάρξεώς μας πάνω στη γη που είναι η η αγιότητα και η θέωση. 

Μας δείχνει το δρόμο της επιστροφής προς τον Ζωοδότη Δημιουργό και Πατέρα μας που περνά, όπως πλέον καλά γνωρίζουμε όλοι, μέσα από τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ότι η Εκκλησία μας με τόσους συμβολισμούς προσπαθεί μέσα από τα λειτουργικά της κείμενα να μας οδηγήσει στην αγιότητα και να μας φέρει σε γνωριμία με τον Χριστό, τον αληθινό Θεό μας, ας Τον δοξάσουμε κι ας ευχηθούμε να χαρίσει αυτή την αγιότητα σε όλους μας. Αμήν.

το είδαμε εδώ
το&lang=1&id=1148

Η επιχειρούμενη άλωση της παιδείας μας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας

Κάθε χρόνο στις 29 Μαΐου τιμούμε τους ηρωικώς πεσόντες κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Αλλά παράλληλα είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πώς επιβίωσε το Γένος μετά την Άλωση. Επί 400 ή και 500 χρόνια (για τη Βόρειο Ελλάδα) οι υπόδουλοι στηρίχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στη συνείδηση της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού, στην αγάπη για τα γράμματα, στον κοινοτισμό, στην αλληλεγγύη, στην εμπορική και ναυτική τους δεινότητα και στην ελπίδα. Η Μεγάλη Ιδέα για την απελευθέρωση όλων των ελληνορθοδόξων πληθυσμών ήταν το υπόβαθρο των δεκάδων κινημάτων πριν και μετά το 1821. 

Αυτές τις ρίζες της ελληνορθόδοξης παιδείας, τα επί αιώνες ερείσματα της ελευθερίας μας, προσπαθούν σήμερα να πριονίσουν οι υπεύθυνοι για την Παιδεία. Στο όνομα του δήθεν προοδευτισμού απορρίπτουν την Ορθοδοξία, αμφισβητούν τη συνέχεια του Έθνους, προωθούν μεθόδους και ιδεολογήματα που απέτυχαν διεθνώς. 

Μία πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα είναι εκείνη, η οποία θα συνδυάσει την παράδοση με την εξέλιξη, την ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας με την τεχνολογία και την επιστημονική πρόοδο. Χρειαζόμαστε μία μεταρρύθμιση που δεν θα διστάσει να ξαναγυρίσει σε όσα καλά είχε η παιδεία των παλαιοτέρων χρόνων. Πρόοδος είναι η διάπλαση ανθρώπων με ήθος και όχι η κατακρήμνιση αρχών και αξιών. 

Προτείνω μία μεταρρύθμιση, η οποία θα επαναφέρει τις Ανθρωπιστικές σπουδές ως υποχρεωτικό υπόβαθρο όλων των τάξεων και κατευθύνσεων του ελληνικού σχολείου. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή να συνοδεύεται από Πατερικά κείμενα και τα παιδιά μας να μυούνται στον θεολογικό και φιλολογικό πλούτο της Υμνογραφίας. Τα Αρχαία Ελληνικά να διδάσκονται από την Ε΄Δημοτικού με βάση απλά εκκλησιαστικά κείμενα στο πλαίσιο των Θρησκευτικών. Ήδη αυτό γίνεται με επιτυχία σε ορισμένα ιδιωτικά σχολεία. Η γλωσσική αγωγή να τονίζει τη διαχρονική συνέχεια της Ελληνικής και τα παιδιά μας να μπορούν να κατανοούν τα κλασσικά κείμενα της Αρχαιότητος, αλλά και τη λογία παράδοση και την καθαρεύουσα. 

Στην ύλη των Αρχαίων Ελληνικών να είναι βασικό μάθημα στο Λύκειο ο Επιτάφιος του Περικλέους, που συνδυάζει τη δημοκρατία με τον πατριωτισμό, και ο λόγος «Λυκούργου κατά Λεωκράτους» που μάς διδάσκει ότι «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω». 

Στα Νέα Ελληνικά να ξαναβρούν τη θέση που δικαιούνται ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Κόντογλου. Στην Πολιτική Αγωγή να διδάσκεται η «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους, από την οποία μαθαίνουμε ότι η Αρχαία Αθήνα επέλεγε τους Εννέα Άρχοντες με κριτήριο αν εκτελούν πιστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. 

Η Ιστορία να προβάλλει πρότυπα αγωνιστών από τον Μακεδονικό και τον Κυπριακό Αγώνα. Άς μην επιτρέψουμε την Άλωση της Παιδείας μας. 

Άρθρο μου στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Κυριακή 29 Μαΐου 2016

πηγή

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...