Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2016

'ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ; "

ΤΟΥ Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα γέροντα που αγαπώ πολύ. Είδες ποτέ τον Χριστό γέροντα τον ρώτησα. «Ναι πάτερ μου», μονολόγησε, με συστολή. «Πώς είναι Γέροντα;» «Όπως στα Ευαγγέλια πάτερ μου, αγνός, αγαθός, απλός και προσιτός». «Και πότε συνέβη αυτό», ήταν η αμέσως επόμενη γεμάτη θάμβος ερώτηση μου. «Όταν αγάπησα πολύ δίχως να περιμένω τίποτα πάτερ μου», ψιθύρισε ο γέροντας με χαμηλωμένα τα μάτια του, που είχαν ήδη πλημμυρίσει ερωτικά δάκρυα για τον Χριστό του. «Άδειασα σαν άνθρωπος και γέμισα Χριστό. Τα έδωσα όλα και δεν πήρα τίποτα. Τότε έρχεται Εκείνος όταν του μοιάσεις».
Αυτή η φράση, «Ο Χριστός έρχεται όταν του μοιάσουμε», σκαρφάλωσε στα πιο δύσβατα μονοπάτια της καρδιάς μου και άνοιξε χώρο μέσα μου. Ναι, η αγάπη. Εκείνη που ξέρει να θυσιάζεται και να χάνει. Να τα δίνει όλα δίχως να κρατάει λογαριασμό. Εκείνη που πεθαίνει για να ζήσεις ο άλλος. Που προδίδεται, σταυρώνεται κι όμως συγχωρεί. Που ξέρει να λέει και να εννοεί, πάρε τον παράδεισο μου και δος μου την "κόλαση" σου….

ΠΗΓΗ

ΒΑΛΤΕ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΨΤΕ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ. Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΕΙΝΑΙ ΦΙΔΙ ΦΑΡΜΑΚΕΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΧΑΡΤΙΑ ΜΗΝ ΠΙΑΣΕΤΕ!

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ

YΠAPXEI, αγαπητοί μου, μια κοινωνική πληγή, που μοιάζει με φοβερό φίδι. Tο φίδι αυτό όλο το χρόνο λουφάζει. Tώρα στις εορτές βγαίνει. Ποιό είναι το φίδι; Ας γελάς εσύ που μ” ακούς, όποιος και νά “σαι. Eγώ θα σου πω την αλήθεια, και αδιαφορώ τι θα πεις εσύ. Tο φίδι, λοιπόν, που μαστίζει την κοινωνία τις ημέρες αυτές και ιδίως τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, είναι η χαρτοπαιξία. Mεγάλο φίδι…
―Δε” μ” αφήνεις ήσυχο να παίξω για το καλό του χρόνου; σου λέει ο άλλος.
«Για το καλό του χρόνου»; Mα δε” φέρνει κανένα καλό η χαρτοπαιξία. Δεν είναι αθώο παιχνιδάκι. Eίναι παιχνίδι δαιμονικό. Eίναι σατανάς ολόκληρος με εκατόν πενήντα κέρατα.

* * *

1. Παίζεις χαρτιά; Πρώτα – πρώτα χάνεις το χρόνο σου. Hξερα ένα παιδί που ήρθε πρώτος στο πανεπιστήμιο στην Aθήνα. Tον πρώτο χρόνο πήγαινε καλά, έπαιρνε και υποτροφία. Tο δεύτερο χρόνο έμπλεξε με παρέες και τον μάθανε να χαρτοπαίζει. E, μέχρι σήμερα δίπλωμα δεν πήρε. Aντί να ξενυχτά στα γράμματα, ξενυχτούσε στό χαρτοπαίγνιο. Eτσι καταστράφηκε. Oι χαρτοπαίκτες χάνουν το χρόνο τους. Nα χτυπήσει η Eκκλησία την καμπάνα και να καλέσει σε αγρυπνία, δεν έρχονται. Oταν όμως ο σατανάς καλεί για χαρτοπαίγνιο, κάθονται εκεί μέχρι τις πρωϊνές ώρες χάνοντας το χρόνο τους.
2. Παίζεις χαρτιά; Xάνεις κάτι ακόμα ανώτερο· χάνεις την ειρήνη της ψυχής σου. Γιατί; Γιατί από την ώρα που θα πιάσεις το χαρτί στα χέρια, έρχεται ένας σκορπιός και σέ τσιμπάει· ―Aχ θα κερδίσω;… Kαι ο άνθρωπος μπαίνει σέ μια διαρκή αγωνία. Kι όπως λένε οι γιατροί, οι χαρτοπαίκτες είναι νευρικοί, και οι περισσότεροι πεθαίνουν καρδιακοί.
3. Παίζεις χαρτιά; Παραβαίνεις εντολή του Θεού. Ποιά εντολή; Tο «Oυ κλέψεις» (Eξ. 20,14), δεν επιτρέπεται να κλέψεις. ―Mπα; θα πεις. Mάλιστα. Δεν είναι κλέφτες και λησταί μόνο αυτοί που γυρίζουν στα βουνα ή μ” ένα πιστόλι μπαίνουν στις τράπεζες και γδύνουν τους ανθρώπους και τα ταμεία. Γκάγκστερ και λησταί είναι και οι χαρτοπαίκτες.
«Eλα απόψε να περάσουμε μια ωραία βραδιά· θα έχουμε ζεστασιά, γλυκά, πιοτό, το ένα το άλλο…». Aυτα είναι τα δολώματα. Oπως το ποντικάκι με το τυρί μπαίνει στη φάκα, έτσι κ” εδώ. O πιό καπάτσος, με μαεστρία, κλέβει ή αλλάζει τα χαρτιά, και στό τέλος μαδάνε τον αφελή, σαν κοτόπουλο που του βγάζουν όλα τα φτερά. Bγαίνει πια τις πρωϊνές ώρες ζαλισμένος, στενοχωρημένος, χωρίς λεπτά και σπίτι. Oι επιτήδειοι στα τυχερά παιχνίδια είναι κλέφτες και λησταί. Δεν το λέω εγώ· το λέει ο μεγάλος φιλόσοφος Aριστοτέλης. Tώρα εσύ τί λες, ότι το χαρτοπαίγνιο είναι αθώο;
4. Παίζεις χαρτιά; Kαταστρέφεις το σπίτι σου. Oταν ήμουν στα Γιάννενα, μια μέρα μου λένε· «Eλα, πάτερ μου, να δεις τα χάλια μας». Πάω σ” ένα σπίτι εκεί κοντα στή λίμνη. Mπήκα μέσα, τί να δω; Pημαγμένο το σπίτι. δεν είχαν καρέκλα να καθήσουν. Γυμνή η γυναίκα, τα παιδια πεινασμένα, ελεεινά. Oύτε κάρβουνο για τη φωτιά, ούτε τίποτα. Που είναι ο άντρας; ρωτώ, δουλεύει; «Aχ, πάτερ μου, μόλις βασιλέψει ο ήλιος και μέχρι τις πρωϊνές ώρες πάει στα χαρτιά. Kι ό,τι κερδίζει τα παίζει, και μας αφήνει νηστικούς και γδυτούς…».
5. Aλλα κ” ένα άλλο κακό. Παίζεις χαρτιά; Mυστήριο πράγμα· αυτός που χαρτοπαίζει είναι γεμάτος προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Mου “λεγε ένας καλός παπάς· Δεν ξέρω πώς μπήκα σ” ένα σπίτι και είδα να στρώνουνε την πράσινη τσόχα. Στάθηκα να δω τί κάνουνε. Mόλις όμως βρέθηκα πάνω απ” το κεφάλι ενός, μ” έδιωξε· «Φύγε από μένα, παπά!». Διώχνανε τον παπά, γιατί θεωρούσαν ότι θα τους φέρει γρουσουζιά. Aντιθέτως, για νά “χουν γούρι όπως λένε, παίρνουν κοντά τους διεφθαρμένα γύναια. Aυτό είναι πρόληψις. O παπάς θα τους κάνει κακό· αν βρούν καμμια πόρνη, την παίρνουν κοντά τους, νά “νε πάνω απ” το κεφάλι τους… Ας είναι επιστήμονες με διπλώματα, ας κάνουν τον έξυπνο. Tους έχει πιάσει για καλα ο διάβολος και τους ξευτελίζει.
6. O χαρτοπαίκτης όμως εκτός από δεισιδαίμων γίνεται και αλκοολικός. Γιατί τόσες ώρες εκεί, τα νεύρα κουράζονται και θέλουν ενίσχυσι. Γι” αυτό κατεβάζουν συνεχώς οινοπνευματώδη ποτά. Eτσι οι περισσότεροι χαρτοπαίκτες γίνονται αλκοολικοί.
7. O χαρτοπαίκτης ακόμα, κοντα στα άλλα, γίνεται βλάστημος. Ω Θεέ μου, άλλο κι αυτό το αμάρτημα! Oταν χάνει, αντί να χτυπά το κεφάλι του, τί κάνει; Bλαστημά το Θεό, την Παναγία, τους αγίους, τα πάντα. Oι μεγαλύτερες βλαστήμιες ακούγονται στα χαρτοπαίγνια.
  Kαι το τέλος ποιό είναι; Eμένα ρωτάτε; Oι χαρτοπαίκτες συνήθως δεν κερδίζουν τα χρήματα δουλεύοντας με το φτυάρι και τον κασμά· στην πλάτη τους τα κολλάνε. Στό τέλος όμως πεθαίνουν πολλές φορές, αφού τα ξεράσουν όλα. Eτσι κάνει ο διάβολος· σου τα δίνει στην αρχή, και μετα στο τέλος τα παίρνει όλα. Εάν εξετάσετε, θα δήτε, ότι διάσημοι παίκτες των καζίνων δεν είχαν καλό τέλος. Tο τέλος τους ποιό ήταν; H αγχόνη· αυτοκτόνησαν. Eκατό μεγάλοι χαρτοπαίκται έχουν αυτοκτονήσει. Eκεί καταλήγει το κακό αυτό.

* * *

Ας προσθέσουμε σ” αυτά, ότι και ιστορικώς αποδεικνύεται ο όλεθρος της χαρτοπαιξίας. Θά “χετε ακούσει για τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Oι στρατιώτες της Pώμης ξαπλώσανε σ” όλο τον κόσμο και κατέκτησαν όλα τα βασίλεια. Στην αρχή οι Pωμαίοι ήταν πειθαρχημένοι και δίκαιοι. Στο τέλος όμως, όταν μαζέψανε λεπτά, γύρισαν στη Pώμη, κ” εκεί το ρίξανε έξω· διασκεδάσεις, πιοτό, γυναίκες, και χαρτοπαίγνιο. Oλη η Pώμη χαρτόπαιζε! Πρώτα χαρτιά και ζάρια δεν ξέρανε. Mετά ξέρετε πού φθάσανε; Bάζανε στην πλάτη τα χρηματοκιβώτια, και πηγαίνανε στα χαρτοπαικτικά κέντρα, και παίζανε από ανατολής μέχρι δύσεως του ηλίου. Παίζανε λεπτα και περιουσίες, παίζανε τα αξιώματά τους, παίζανε ―πού καταντά ο άνθρωπος!― ακόμα και τα ρούχα τους. Παίζανε τα πάντα, και τελευταία τί παίζανε; Tην τιμή τους! Παίζανε ακόμα και τη γυναίκα τους! Tέτοια διαφθορά, όπως βεβαιώνει ο ιστορικός Tάκιτος.
Γι” αυτό ο Δάντης, μεγάλος ποιητής, σ” ένα ποίημα για την κόλασι, εκεί σε κάποιο κύκλο της κολάσεως έβαλε και τους χαρτοπαίκτες. Bλέπεις, λέει, τα σπίτια αυτα που γίνεται το χαρτοπαίγνιο; (σήμερα θα έλεγε τις λέσχες και τα καζίνο)· έχουν δυό πόρτες· μία εισόδου και μία εξόδου. Στην ε­ἰσοδο γράφει ελπίδα, και στην έξοδο όλεθρος, καταστροφή.
Kαι το αποκορύφωμα του κακού. Που βλέπουμε τους χαρτοπαίκτες; Στο Γολγοθά τη Mεγάλη Παρασκευή! O Xριστός αγωνιούσε πάνω στο σταυρό, σταγόνα – σταγόνα έπεφτε το αίμα του, και κάτω οι Pωμαίοι στρατιώτες ρίχνανε τα ζάρια και παίζανε. «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμ. 21,19· Iωάν. 19, 24). Tέτοιο κακό είναι τα τυχερά παιχνίδια.
Oποιος δεν πείθεται από αυτά, ας διαβάσει και το Πηδάλιο. Tί θα πει Πηδάλιο; Eίναι οι κανόνες της αγίας μας Eκκλησίας. Tί λένε οι κανόνες; O 42 (MB΄) και ο 43 (MΓ΄) αποστολικός κανόνας και ο 50 (N΄) της Eκτης (ΣT΄) Oικουμενικής Συνόδου λένε, ότι όποιος δεσπότης ή παπάς ή διάκος παίζει ζάρια (καί, κοντα στα ζάρια, χαρτιά), αυτός, λέει, ή θα σταματήσει τα παιχνίδια αυτά ή θα καθαιρεθεί· και όποιος αναγνώστης ή ψάλτης ή λαϊκός, άντρας ή γυναίκα, κάνει το ἴ­διο, ή θα σταματήσει ή θα αφορισθεί. Aυτα λένε οι ιεροί κανόνες.

* * *

Eπιστημονικώς, ψυχολογικώς, ιστορικώς σας ανέπτυξα τί είναι το χαρτοπαίγνιο.
Γι” αυτό, αγαπητοί μου, προτρέπω όλο τον ευσεβή λαό. Εάν θέλετε με το νέο έτος να έχετε την ευλογία του Θεού, χαρτιά μήν πιάσετε! Πηγαίντε στα σπίτια σας, βάλτε φωτιά και κάψτε τα χαρτιά. Mην πιάσετε χαρτιά ούτε σεις ούτε οι δικοί σας, κανείς απολύτως. Kηρύξτε πόλεμο εναντίον της χαρτοπαιξίας.
Kαι κανείς μην εμπαίξει τα λόγια αυτά. Oπως ακούσατε, οι καταπατηταί των ιερών κανόνων υπόκεινται σέ αφορισμό. Δεν επιτρέπεται χαρτοπαίκτης να κοινωνεί τα άχραντα μυστήρια! Σας παρακαλώ όλους, άντρες-γυναίκες, να διαφωτίσετε τους γνωστούς σας.
Ας μας κυβερνήσει το Πνεύμα το Άγιο. Bοηθήστε κ” εσείς, ώστε οι γιορτές να περάσουν χωρίς χαρτιά, για νά “χουμε την ευλογία του Θεού.
Mε την ελπίδα ότι θα μ” ακούσετε σας ευλογώ εν ονόματι Iησού Xριστού, ο η δόξα και το κράτος εις αιώνας αιώνων. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(εσπερινή ομιλία στον ι. ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, μεταδοθείσα και από τον κρατικόν ραδιοφωνικόν σταθμόν, Σάββατο 23-12-1967, παραμονή της Kυριακής των Προπατόρων)
Σχετική και σύγχρονος είναι η υπ” αριθμ. 20/26-12-1967 εγκύκλιος με τίτλοΗ χαρτοπαιξία (βλ. προς κλήρον και λαόν, Aθήναι 1969, σελ. 217 κ.α.).

Η περιτομή του Ιησού Χριστού



Απόστολος: Κολ. β΄  8 – 12
Ευαγγέλιον: Λουκ. β΄  20-21, 40-52
Εωθινόν: Περιτομή Ιησού Χριστού
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
«Βλέπετε, μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών»
«Ο συλαγωγών». Εκείνος, που αρπάζει σαν λάφυρο, όπως στράτευμα εισβολέων λαφυραγωγεί τη χώρα, στην οποία εισέβαλε, αρπάζοντας κάθε τι πολύτιμο που υπάρχει σ’ αυτή. Είναι κλέφτης, μπαίνει κρυφά, ανοίγει από κάτω τους τοίχους, για να συλαγωγήση. Τι συλαγωγεί; Τον νουν μας η την πίστι με λαθραίες επιβουλές η κάμνοντας ημάς τους ιδίους λείαν. Τους παρακινεί να γρηγορούν και να νήφουν και να αποστρέφωνται τελείως εκείνους, που επιχειρούν, να συλήσουν την πίστι.
Βλέπεις πως έδειξε ότι είναι κλέπτης και ξένος και σιγά – σιγά του επιτίθεται. Τώρα τον παρέστησε ότι εισήλθε. «Βλέπετε» λέγει. Έπειτα, επειδή φαίνεται, ότι είναι καλό το έργον της Φιλοσοφίας, προσέθεσε «και κενής απάτης», Υπάρχει και απάτη, με την οποίαν απατήθηκαν πολλοί και την οποίαν ούτε απάτην πρέπει να ονομάζωμε. Περί αυτής της απάτης λέγει ο Ιερεμίας: «Ηπάτησάς με, Κύριε, και ηπατήθην» εγώ όμως δεν πείθομαι. Αυτό ούτε απάτην πρέπει να το ονομάζωμε. Επειδή και τον πατέρα του απάτησε ο Ιακώβ, αλλά αυτό δεν ήταν απάτη, αλλά οικονομία.

«Δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Χριστόν».
Τώρα αρχίζει τον έλεγχον της παρατηρήσεως των ημερών, εννοώντας τα στοιχεία του κόσμου, τον ήλιον, την σελήνην. Όπως έλεγε και στην προς Γαλάτας. «Πως πάλιν επιστρέφετε επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία;» και δεν είπε παρατηρήσεις ημερών,  αλλά ολόκληρον τον παρόντα κόσμον, για να δείξη το ευτελές. Διότι, εάν ο παρών κόσμος είναι μηδέν, πολύ περισσότερον και τα στοιχεία του.
«Και κενής απάτης». Με τη φιλοσοφία, που φέρει μόνον το όνομα της σοφίας, ενώ κατ’ ουσίαν είναι κενή (κούφια) απάτη, διότι από την αλήθεια είναι μακρυά και καταπλήττει όχι με στερεά και πράγματι αληθινά επιχειρήματα. Υπάρχει βέβαια και η υγιής φιλοσοφία, που είναι άσκησις πραγματική των λογικών ιδιοτήτων του ανθρώπου και ανεβάζει το πνεύμα από τα ορατά στα αόρατα και από τα δημιουργήματα στον Δημιουργό. Αυτή οδηγεί στη γνώσι του Θεού και προπαρασκευάζει τον λογικώς σκεπτόμενον άνθρωπον στο να δεχθή το φως της υπεφυσικής και θείας αποκαλύψεως. Αλλά η φιλοσοφία, περί της οποίας ομιλεί εδώ ο Απόστολος, μόνον το όνομα της φιλοσοφίας φέρει, που σκεπάζει κάτω από αυτό την κενήν απάτην.
Αφού τους έδειξε πρώτα τα όσα έχουν ευεργετηθή, τότε προσθέτει την κατηγορία, για να την δείξη μεγαλύτερη και να κερδίση τους ακούοντας. Αυτό κάνουν και οι Προφήται πάντοτε. Πρωτύτερα δείχνουν τις ευεργεσίες και ύστερα μεγαλώνουν την κατηγορίαν, όπως λέγει ο Ησαΐας. «Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν».
«Κατά την παράδοσιν των ανθρώπων». Με τη φιλοσοφία, που είναι κατά την παράδοσιν των ανθρώπων. Οι Εσσαίοι, οι πνευματικοί πρόδρομοι αυτών των ψευδοδιδασκάλων, καθώς και οι διάδοχοί τους Γνωστικοί ισχυρίζοντο ότι κατείχαν κάποια γνώσι από αρχαία παράδοσι, την οποίαν ωρκίζοντο να μη ανακοινώσουν, παρά μόνον στους μυουμένους.
«Και ου κατά Χριστόν» λέγει. Και αν ήταν εξ ημισείας, ώστε να μπορή κανείς και αυτό και εκείνο να υπηρετή, ούτε έτσι έπρεπε.
Πρωτύτερα τους σάλεψε τις Ελληνικές παρατηρήσεις και στην συνέχεια αναιρεί και τις Ιουδαϊκές. Διότι οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι παρατηρούσαν περισσότερα, οι μεν από την φιλοσοφίαν, οι δε από τον Νόμον.
Πως όχι κατά Χριστόν; «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Πρώτα θέτει την λύσιν και ύστερα την αντίθεσιν. Είναι ανύποπτη αυτή η λύσις η καλύτερα την δέχεται ο ακροατής, επειδή δεν φροντίζει αυτό ο λέγων. Εκεί μεν αγωνίζεται να μη ηττηθή, εδώ όμως όχι.
«Ότι εν αυτώ κατοικεί» λέγει. Δηλαδή ότι ο Θεός κατοικεί μέσα του. Αλλά για να μη νομίσης, ότι αυτός έχει κλεισθή σαν σε σώμα, λέγει «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Άλλοι εξηγούν ότι εννοεί την Εκκλησίαν, που είναι γεμάτη από την θεότητά του, καθώς αλλού λέγει: «Του πάντα εν πάσι πληρουμένου». Το δε σωματικώς, εδώ είναι όπως το σώμα στην κεφαλή. Αλλά γιατί δεν προσέθεσε:αυτή είναι η Εκκλησία;
Γιατί πάλιν λέγει το ίδιο «και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι;» Τι σημαίνει; Ότι δεν έχετε τίποτε λιγότερο από αυτόν.
Όπως εις εκείνον κατώκησε έτσι και σε σας. Βιάζεται πάντοτε ο Παύλος να μας φέρη κοντά στο Χριστό, όπως όταν λέγη «συνήγειρε και συνεκάθησεν ημάς» και «ει υπομένωμεν και συμβασιλεύσομεν» και «πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται» και όταν μας ονομάζει συγκληρονόμους.
«Και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Επειδή η φύσις μας ενώθηκε με το Θεό και ημείς εις αυτόν γίναμε μέτοχοι θείας φύσεως. Ο Χριστός είναι πεπληρωμένος και σεις σ’ αυτόν μετέχετε του πληρώματός του και ως εκ τούτου είσθε πεπληρωμένοι και δεν έχετε κανενός ανάγκην, για να πετύχετε τη σωτηρία σας, αλλά κάθε τι, που την εξασφαλίζει σε σας το έχετε με πλεονασμόν. Τούτο είναι εξ ολοκλήρου αληθές σχετικά με την χάριν, που μας δικαιώνει και μας αγιάζει. Δεν έχομε, λοιπόν, ανάγκην ούτε από την βοήθεια της φιλοσοφίας, ούτε από οποιαδήποτε ανθρώπινη δύναμι ξένη προς την αλήθεια και χάρι, που μας σώζει.
Έπειτα ομιλεί περί του αξιώματος. «Ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Αυτός, που είναι ο ανώτερος όλων, η αιτία των πάντων, δεν είναι και ομοούσιος; Έπειτα προσέθεσε τα της ευεργεσίας με θαυμαστό τρόπο και πολύ θαυμαστότερα από την προς Ρωμαίους. Εκεί μεν λέγει: «περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Εδώ όμως «εν τω Χριστώ».
«Δια της κοινωνίας σας με αυτόν», λέγει, «επεριτμηθήκατε και με αχειροποίητο περιτομή, στην αποβολή του σώματος των αμαρτιών της σάρκας, στην περιτομή του Χριστού». Πρόσεξε πως πλησιάζει το θέμα. «Στην αποβολή», λέγει• δεν είπε, στην αφαίρεσι. «Του σώματος των αμαρτιών»- την παλαιά εννοεί ζωή. Συνεχώς περιστρέφεται στα ίδια και με διαφορετικό τρόπο, όπως έλεγε πιο πριν στην επιστολή του, «Ο οποίος μας έσωσε από την εξουσία του σκότους, και μας συμφιλίωσε, ενώ ήμασθε αποξενωμένοι από αυτόν, ώστε να γίνωμε άγιοι και άμεμπτοι». Δεν γίνεται πλέον, λέγει, η περιτομή με μαχαίρι, αλλά με τον ίδιο τον Χριστό. Διότι δεν προκαλεί, όπως εκεί, την περιτομή χέρι ανθρώπου, αλλά το άγιο Πνεύμα- δεν περιτέμνει ένα μέρος, αλλά όλο τον άνθρωπο. Και αυτό είναι σώμα, και εκείνο σώμα, αλλά το ένα περιτέμνεται σαρκικά και το άλλο πνευματικά. Όχι όμως να κάνετε όπως οι Ιουδαίοι, διότι δεν απεκόψατε σάρκα, αλλά τα αμαρτήματα. Πότε και που; Στο βάπτισμα. Και αυτό το οποίο ονομάζει περιτομή, πάλι ονομάζει τάφο. Πρόσεξε πάλι πως περνά στα δικαιώματα.
«Των αμαρτιών», λέγει, «της σάρκας», δηλαδή εκείνα που έπραξαν με τη σάρκα τους. Μεγαλύτερο της περιτομής λέγει, διότι δεν απεμάκρυναν το περιτμηθέν μέρος του σώματος, αλλά το εξαφάνισαν, το κατέστρεψαν.
«Όταν εταφήκατε μαζί του», λέγει, «στο βάπτισμα, με το οποίο και αναστηθήκατε μαζί του δια της πίστεως στην ενέργεια του Θεού, ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών». Καλώς είπε, «δια της πίστεως», διότι δια της πίστεως γίνονται τα πάντα. Επιστεύσατε ότι μπορεί ο Θεός να σας αναστήση, και έτσι έχετε αναστηθή. Έπειτα και η απόδειξις, «ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών», λέγει. Ήδη παρουσιάζει την ανάστασι.
«Εν ω και συνηγέρθητε». Και εγερθήκαμε και την ανάστασιν την έχομεν τώρα δυνάμει, θα την πάρωμε δε και με έργο στον καιρό της. Επί πλέον είναι διπλός ο λόγος της αναστάσεως. Ο μεν ένας είναι πνευματικός, ο άλλος όμως σωματικός. Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθηκαν, αυτοί και προ της κοινής αναστάσεως εκέρδισαν δωρεάν άλλην ανάστασιν, διότι ήδη αναστήθηκαν από τον θάνατον των αμαρτιών.
Αρχ/της Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (†)
πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;


Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!

ΜΟΡΦΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕΣ. (Αναφορά στη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου) ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ



Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (Γαλ.4:4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής μας σωτηρίας.

Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά, «κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών Μονοφυσιτών του 5ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3). Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε σήμερα.
Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι, κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄ περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17:12).
Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel, την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17:12). Ο περιτμημένος ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.
Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία. Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτμημένος γινόταν μέλος του λαού της Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6:4).
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2:21). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.
Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ' εαυτή η εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο. Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.
Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5ο αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ.1:5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4:4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.
Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του. «Εν μορφή Θεού υπάρχων ... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπόκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2:7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται», πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια του θρόνου Του.
Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη, ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός άνθρωπος, καθ' ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).
Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «... Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος ... ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι' ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα ... ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ' ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν...» (Όρος Δ΄Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).
Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα» για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του, για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως.

Ο χρόνος κατά τον Μέγα Βασίλειο

Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που, προ ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.

          Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
          Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την  άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά σταυλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
          Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική μπορεί ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
          Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν»[1]
          Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!

Αρχιμ. Ε.Ο.



[1] Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση – Μύθοι και πραγματικότητα

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Γαλ. α´ 11-19
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ. β´ 13-23
Ἦχος: δ´.– Ἑωθινόν: Ζ´
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ
   Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν Χριστουγέννων, οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις μᾶς μεταφέρουν στὴ Βηθλεέμ, μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Μάγους, τὸν ἀστέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους... Μᾶς ἀφηγοῦνται τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.


Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή: «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄν­θρω­πον»· σᾶς γνωστοποιῶ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ Εὐ­­αγγέ­­­­­­λιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν ­ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπι­νό­η­ση. Καὶ συνεχίζει: ­Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ κι ἐ­­­­γὼ δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποι­­­ον ἄν­­­­­θρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα «δι’ ἀπο­καλύψεως Ἰησοῦ Χρι­στοῦ».
Σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ στὰ ὑπερφυσικὰ σημεῖα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναφέρονται στὰ Εὐαγγέλια καὶ προσ­παθεῖ εἴτε νὰ τὰ ἐξηγήσει μὲ διάφορους συλλογισμοὺς εἴτε νὰ ἀποδυναμώσει τὸ ἱστορικό τους ὑπόβαθρο δίνοντάς τους μυθικὸ χαρακτήρα. Κι ὅμως, εἶναι θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν ἀδιάψευστους μάρτυρες, ὅπως π.χ. ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων στοὺς βοσκούς, τὸ ἀστέρι τῶν Μάγων ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε μέρα-νύχτα καὶ τελικὰ στάθηκε ἐπάνω ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου ἦταν ὁ νεογέννητος Χριστός, κ.ἄ. Ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύφθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ πλέον χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἑορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα: τὴν ἱστορικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
2. Δύναμη ἀναγεννητικὴ
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴ θεοπνευστία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀκολουθοῦν.
Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν φέρνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα μεταστροφῆς καὶ ἀναγεννήσεως ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Γράφει: «Ἠκούσατε τὴν ἐ­μὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκ­κλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν»· ἀσφα­λῶς ἔχε­τε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγὴ ποὺ ἔδειξα κά­ποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τὸ νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰου­δαίων. Ἀκού­­σατε δηλαδὴ ὅτι κατεδίωκα ὑπερβολικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν κατα­­στρέψω. 
Κι ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἦταν φανατικὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν περισσότερο κι ἀπὸ κάθε ἄλλο Ἰουδαῖο, ὅταν δέχθηκε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐγκατέλειψε τὴν προηγούμενη ζωή του καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. 
Οἱ καλοδιάθετες ψυχὲς δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἀσυγκίνητες στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ πραγματικὸ συγκλονισμὸ μέσα τους καὶ γίνεται ἀφορμὴ μετανοίας καὶ ριζικῆς ἀλλαγῆς. «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. δ΄ 12). Εἶναι ζων­τανὸς καὶ δραστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ κοφτερὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μαχαίρι δίκοπο. Εἰσχωρεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὶς ἀπαραίτητες τομὲς ἐπιφέρει τὴν κάθαρση, τὴ θεραπεία, τὴν ἀνακαίνιση!
3. Ὁ «Ἀδελφόθεος»
Κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ὀνομάζεται «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τρεῖς σημαν­τικὲς μορφές: Τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου, τὸν βασιλέα Δαβὶδ ὡς προπάτορα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο. Εἰδικὰ γιὰ τὸν ἀ­­­δελφόθεο Ἰάκωβο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ τέλος τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ Ἀναγνώσματος καὶ βεβαιώνει ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο, δὲν συνάντησε κανέναν ἄλλον Ἀπόστολο, «εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου». 
Βέβαια, ὅταν ἀκοῦμε γιὰ ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἶ­ναι παιδιὰ τῆς Ὑπεραγίας ­Θεοτόκου, ἡ ὁ­­­ποία ὑπῆρξε Παρθένος καὶ πρὸ καὶ κατὰ καὶ μετὰ τὸν τόκον, γι’ αὐτὸ καὶ ­ὀνομάζεται Ἀειπάρθενος, ἀλλὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ. Διότι ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ, προτοῦ ­μνηστευθεῖ τὴν ­Παναγία, εἶχε σύζυγο ποὺ πέθανε καὶ μὲ τὴν ὁποία εἶχαν ἤδη ἀποκτήσει παιδιά. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Ἰάκωβος. Κι ἐπειδὴ στὰ μάτια τῶν Ἰουδαίων ὁ μνήστορας Ἰωσὴφ νομιζόταν ὡς ὁ πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ ὁ Ἰάκωβος καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ θεωροῦνταν ὡς ἀδελφοί Του. 
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ποὺ ἔμεινε γνωστὸς ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου» φάνηκε ἀντάξιος τοῦ τιμητικοῦ αὐτοῦ τίτλου, διότι, ὡς πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ αὐ­ταπάρνηση μέχρι τέλους καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἐπισφραγίσει τὴ ζωή του μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρ­τυρίου. Ἂς ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Περιτομή του Χριστού και Μεγάλου Βασιλείου


Απομαγνητοφωνημένο Κήρυγμα του π. Θεοδώρου Ζήση 
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΕΟΡΤΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Τριπλή εορτή σήμερα!  Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, Ουρανοφάντορος.  Και κοντά σ’ αυτές τις δύο γιορτές υπάρχει θα λέγαμε και η πολιτική εορτή της ενάρξεως του νέου πολιτικού έτους, η πρωτοχρονιά και η πρωτομηνιά, η οποία όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία για όλους μας, πνευματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία κοσμική εορτή και να κάνουμε κι εμείς τα του κόσμου.  Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της σημερινής ημέρας, το μεν Ευαγγέλιο του Όρθρου, από το κατά Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο, ορίστηκε εξ αιτίας της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου·  και εκεί, όσοι ήσαν το πρωί στον Όρθρο, άκουσαν ότι ο Χριστός μάς ομίλησε για τον καλό ποιμένα, ποιος είναι ο καλός ποιμήν· κι ότι τα πρόβατα ακούν τη φωνή του καλού ποιμένος, ενώ του κακού ποιμένος την φωνήν ως ξένου, ως αλλοτρίου, δεν την ακούν.  Αλλοτρίω δε, ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν . (Ιωάν., 10, 5).  Και ορίστηκε αυτή η περικοπή, διότι καλός ποιμήν, κατ’ εξοχήν, καθ’ υπερβολήν μέγας ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο εορταζόμενος σήμερα άγιος, ο Μέγας Βασίλειος.
Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Κυριακής έχουν σχέση με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας, η οποία βέβαια δεν αναπτύσσεται εκτενώς μέσα στο Ευαγγέλιο·  όπως ακούσαμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας είπε ότι συμπληρώθηκαν οι οχτώ ημέρες του περιτεμείν το παιδίον (Λουκ., 2, 21) και ότι οδήγησαν στο ναό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά από οκτώ ημέρες και εκεί έγινε η περιτομή, όπως προέβλεπε ο Μωσαϊκός νόμος και συγχρόνως του έδωσαν και το όνομα Ιησούς, κατά την περιτομήν, το οποίο ήδη είχε αναγγείλει ο Άγγελος.
Η Αποστολική περικοπή, από την προς Κολασσαείς επιστολή, έχει κι αυτή σχέση με την περιτομή, κάνει λόγο για την περιτομή την χειροποίητο, αυτήν την οποίαν υπέστη και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την Ιουδαϊκή περιτομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από μας τους χριστιανούς.  Γνωρίζετε όλοι ότι κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας μας έγινε πολύ μεγάλο ζήτημα, ανάμεσα στους ιουδαΐζοντας χριστιανούς και στους μη ιουδαΐζοντας, αν θα έπρεπε και οι χριστιανοί, και εμείς, να περιτεμνόμαστε·  κάποιο διάστημα μάλιστα και ο Απόστολος Πέτρος παρασύρθηκε και υποστήριζε και αυτός ότι πρέπει όλοι μας να περιτεμνόμαστε, όπως οι Ιουδαίοι, και τον ήλεγξε αυστηρώς ο Απόστολος Παύλος και τελικώς η Α’ Αποστολική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49-50 μ.Χ., αποφάσισε ότι δεν πρέπει οι χριστιανοί να τηρούν τη διάταξη αυτή του Μωσαϊκού νόμου και να περιτεμνόμαστε.  Αυτά όμως είναι εισαγωγικά.
Αυτό το οποίο σήμερα εδώ επέλεξα να σας αναπτύξω εν ολίγοις, είναι κάτι που έχει σχέση με την αποστολική περικοπή, η οποία είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αλλά έχει σχέση επίσης και με μία νοοτροπία, η οποία έχει καλλιεργηθεί στις ημέρες μας, νοοτροπία και συνήθειες, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούσαν οι χριστιανοί στις Κολοσσές  και τις οποίες συνήθειες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος.  Και οι συνήθειες αυτές τις οποίες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος είναι ότι, ενώ είχαν γίνει πολλοί χριστιανοί, εξακολουθούσαν να τηρούν διατάξεις παλαιές, να παρασύρονται από την κοσμική νοοτροπία κι από τον κοσμικό τρόπο διαβιώσεως και ζωής, κι έτσι ουσιαστικώς να μην τηρούν όσα προβλέπει το Ευαγγέλιο, όσα προβλέπουν οι εντολές του Κυρίου.
Ακούσατε λοιπόν πριν από λίγο, ότι μας είπε ο Απόστολος Παύλος Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν. (Προς Κολασ., 2, 8).   Να προσέχετε, λέγει, να μην υπάρξει κάποιος ο οποίος θα σας ξεγελάσει, θα σας παρασύρει  με την  φιλοσοφία αλλά και με την ψεύτικη απάτη, όπως επίσης και κατά τα στοιχεία του ανθρώπου, του κόσμου, κατά τις συνήθειες του κόσμου και ου κατά Χριστόν.  Διότι στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα σωματικώς κι εμείς είμαστε γεμάτοι από το Χριστό, και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, κι όποιος είναι γεμάτος από το Χριστό δεν έχει ανάγκη να γεμίζει και από τις κοσμικές συνήθειες και από τις κοσμικές εορτές.  Και στη συνέχεια μας κάνει λόγο για την περιτομή την αχειροποίητο εν ω περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω· έχουμε υποστεί κι εμείς οι χριστιανοί μία περιτομή, σε μας όμως δεν απέκοψαν τμήμα του δέρματός μας, όπως στη σωματική περιτομή τη χειροποίητο, αλλά  σε μας περιέκοψαν τα αμαρτήματα, το σώμα της αμαρτίας εν τη απεκδύσει του σώματος των αμαρτιών της σαρκός, εν τη περιτομή του Χριστού  αυτή είναι η δική μας αχειροποίητος περιτομή, ότι με το βάπτισμά μας απεκδυόμεθα τα αμαρτήματά μας, κόπτονται τα αμαρτήματά μας·  και περισσότερο ότι αυτή την περιτομή εμείς την κάνουμε πράξη στη ζωή μας, περικόπτοντας όχι σωματικό μέρος, αλλά περικόπτοντας τις αμαρτίες μας.  Αυτή λοιπόν εδώ η περικοπή του Αποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ έκανε να σκεφτώ ότι όντως έχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, η οποία εξακολουθεί και η οποία επιδεινώνεται τις ημέρες αυτές των εορτών και κατά την ημέρα της σημερινής εορτής.  Δεν ξέρω αν και σε άλλες χρονιές ήταν και σε μας το εκκλησίασμα τόσο αραιωμένο, πάντοτε ήταν αραιωμένο διότι οι περισσότεροι ξενυχτούν, πολλοί από το εκκλησίασμα το δικό μας έχουν φύγει και βρίσκονται αλλού, αλλά παρατηρώ κάθε χρόνο ερχόμενος το πρωί στην εκκλησία ότι η Πρωτοχρονιά είναι η μόνη μέρα που η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη αυτοκίνητα, σαν  να είναι καθημερινή.  Τις Κυριακές που έρχομαι υπάρχει ησυχία, ξεκουράζονται όλοι, κοιμούνται τις Κυριακές, δεν παν στην εκκλησία·  τώρα κυκλοφορούν, κυκλοφορούν, κυκλοφορούν και γιατί κυκλοφορούν;  Διότι τη νύχτα ξενυχτούν, διότι υπάρχει αυτή η εσφαλμένη αντίληψις ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι αυτή την ημέρα· τα στοιχεία του κόσμου, κατά την παράδοση των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Θεόν·  κι ότι πρέπει να γλεντήσουμε τη βραδιά αυτή της Πρωτοχρονιάς, να ξεδώσουμε, να χαρούμε, εις τρόπον ώστε αν αυτή η μέρα μας πάει καλά, όλες οι άλλες ημέρες θα πάνε καλά.  Πολλές φορές αναφέρθηκα σ’ αυτή την κακή πρόληψη, την κακή δεισιδαιμονία και είπα ότι ο χρόνος μας και η ζωή μας αγιάζεται όχι παρατηρώντας μήνας και καιρούς και ενιαυτούς, όχι βλέποντας αν την 1η του μηνός θα πάμε καλά ή αν την 1η της χρονιάς, του έτους, θα πάμε καλά, αλλά αγιάζοντας τη ζωή μας με την αρετή.
Υπάρχει επίσης και μια άλλη συνήθεια και νοοτροπία κοσμική, η οποία και αυτή κυριαρχεί αυτές τις ημέρες, η ευχή –πολλές φορές το έχω πει κι αυτό, ας το επαναλάβω- η ευχή «Χρόνια πολλά».  Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, αφού και όλοι μας, κι εγώ από συνήθεια, όπου βρεθώ λέω «Χρόνια πολλά», τι να πω;  Και για να μειώσω λίγο αυτή την ευχή, που δεν είναι χριστιανική ευχή το «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλά και ευλογημένα»·  τουλάχιστον να είναι ευλογημένα, να μην είναι απλώς «χρόνια πολλά», αλλά να είναι ευλογημένα, να είναι κατά Χριστόν τα «χρόνια πολλά».  Και η άλλη ευχή «πάνω απ’ όλα υγεία»·  όπου βρεθείς «πάνω απ’ όλα υγεία», υγεία, υγεία, υγεία, υγεία να έχετε, πάνω απ’  όλα υγεία.  Κι όλοι εύχονται για μακροημέρευση, εις έτη πολλά, για χρόνια πολλά, να είσαι γερός, να ζήσεις, να χαρείς, να είσαι υγιής…  Όλα αυτά, αγαπητοί μου, είναι στοιχεία του κόσμου, είναι παραδόσεις ανθρώπων, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, και δεν είναι χριστιανική νοοτροπία, δεν είναι χριστιανική διδαχή, δεν προκύπτουν όλα αυτά από το Ευαγγέλιο, δεν προκύπτουν από τη ζωή των Αγίων, δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας μας, δεν είναι παράδοση των Αγίων Πατέρων.
Σχετικώς λοιπόν με αυτά σήμερα, ήθελα να σας παρουσιάσω μερικές σκέψεις, λέγοντας γενικώς τα εξής: κατά την Πίστη, της Εκκλησίας μας στο σχέδιο του Θεού ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ένα ον, το οποίο θα ζούσε αιωνίως, όχι απλώς χρόνια πολλά, θα ζούσε αιωνίως ο άνθρωπος· δεν θα υπήρχε ούτε το γήρας, ούτε η φθορά, ούτε ο θάνατος, αλλά θα είχαμε μία αιώνια ζωή.  Και το Ευαγγέλιο μας λέει ότι αυτή την αιώνιο ζωή πρέπει πάντοτε να έχουμε στο νου μας, διότι αυτή η αιώνιος ζωή μπορεί ξανά να κερδηθεί.  Την χάσαμε αυτή τη ζωή στον Παράδεισο εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή η αιώνιος ζωή είναι μπροστά μας·  γιατί λοιπόν να κοιτάζουμε και να ενδιαφερόμαστε εδώ για τα «χρόνια πολλά», πόσο θα ζήσουμε και να μην ενδιαφερόμαστε για την αιώνια ζωή, την ατελεύτητη ζωή και να ευχόμαστε, όπως πολλές φορές έχω πει, «Καλό Παράδεισο»!  Πού να ευχηθείς «Καλό Παράδεισο»;  Θα θεωρηθεί αυτό ότι αυτό είναι μία ευχή, που λες να πεθάνει:  «Καλό Παράδεισο», άντε να πεθάνεις τώρα.  Αλλά υπάρχει καλύτερη ευχή;  Σαν να του λες να κληρονομήσεις την αιώνια ζωή, να κληρονομήσεις τον Παράδεισο.  Δεν υπήρχε λοιπόν στο σχέδιο του Θεού η φθορά και ο θάνατος και το γήρας.  Ο Αδάμ και η Εύα δεν γεννήθηκαν βρέφη, για να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν·  πλάστηκαν και δημιουργήθηκαν από το Θεό στην κατάσταση της νεότητος, για να μείνουν αιώνια νέοι και αθάνατοι και να φτάσουν στην αγήρω μακαριότητα, στην αγήραστη ευφροσύνη της αιωνίου ζωής.  Η εμφάνιση όμως του κακού, της αμαρτίας, η ανυπακοή και ο εγωισμός του ανθρώπου απέναντι του Θεού ανέτρεψαν αυτόν τον αρχικό σχεδιασμό και οδήγησαν το Θεό σε προσαρμογή του σχεδίου, στις νέες πλέον συνθήκες της αμαρτίας, τις οποίες συνθήκες δημιούργησε ο άνθρωπος.  Αν ο άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι αθάνατος, μετά από την αμαρτία, θα διαιώνιζε το κακό στην ύπαρξή του και θα έδινε στο κακό αιώνια υπόσταση.  Για να μη γίνει, λοιπόν, το κακό αθάνατο, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται ,πολύ ωραία φράση από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός δρώντας ευεργετικά και θεραπευτικά, επιτρέπει την εκδήλωση της φθοράς, του γήρατος, και του θανάτου με τη διαδικασία αυτή της φθοράς των κυττάρων του οργανισμού, για να διακοπεί η συνέχιση του κακού της αμαρτίας.  Δεν υπάρχει ούτε μία ημέρα στη ζωή μας χωρίς αμαρτία.  Γιατί ουδείς καθαρός από ρύπου, κι αν μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης.  Γι’ αυτό η παράταση της ζωής, η μακροβιότητα, τα πολλά χρόνια, τα οποία ευχόμαστε όλοι μας και τα οποία οραματίζονται να επιτύχουν οι ιατροί με έρευνα κτλ, αν δεν συνοδεύονται όλα αυτά, η μακροβιότητα, τα χρόνια πολλά, αν δεν συνοδεύονται και από προσπάθεια τελειοποιήσεως στην αρετή και στην αγιότητα, αν είναι απλώς χρόνια πολλά κι όχι χρόνια άγια, χρόνια ενάρετα είναι επιζήμια, γιατί παρατείνουν τη διάπραξη της αμαρτίας και του κακού και οδηγούν σε συσσώρευση αμαρτιών.  Όσο πιο πολύ ζούμε, όσο πιο πολλά χρόνια ζούμε, τόσο πιο πολλές αμαρτίες συγκεντρώνουμε και συσσωρεύουμε.
Αυτή η νέα, λοιπόν, θεώρηση του χρόνου της ζωής, σε σχέση με την αρετή και με την αγιότητα, άλλαξε ριζικά την αξιολόγηση όλων αυτών, της μακροβιότητος, της ευχής «χρόνια πολλά» και στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική Παράδοση.  Από την Αγία Γραφή να σας σημειώσω εδώ, μόνον, αυτό που κι άλλη φορά και στο Αρχονταρίκι κάτω είπαμε, ότι εκεί ο Απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του, τι λέει για την ζωή μας;  Ελάτε, λέει, εσείς που προγραμματίζετε για αύριο και μεθάυριο, όπως προγραμματίζουμε όλοι μας: το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε εκείνο, ας πάμε εδώ και ας πάμε εκεί, ας κάνουμε το χρόνο αυτό εκείνο και το άλλο.  Ποία γαρ η ζωή υμών;  Πώς σχεδιάζετε, λέει, εσείς για όλα αυτά, το χρόνο αυτό θα κάνουμε αυτό, το χρόνο αυτό θα κάνουμε εκείνο, να ζήσουμε χρόνια πολλά.Ποία γαρ η ζωή υμών;  ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη.  Τι είναι η ζωή μας;  Η ζωή μας είναι ένας ατμός, μία ατμίς, η οποία ξαφνικά εμφανίζεται όπως ο ατμός και σε λίγο εξαφανίζεται, αυτός ο ατμός.  Μας λέει λοιπόν, κι άλλη φορά το είπαμε, αντί να λέμε θα κάνουμε αυτό κι αυτό κι αυτό τα χρόνια που θα ζήσουμε, να λέμε εάν ο Κύριος θελήσει και ζήσομεν και ποιήσομεν και ζήσομεν ετούτο και εκείνο.
Και σε πολλά άλλα χωρία η Αγία Γραφή μας ομιλεί για το πόσο η ζωή μας είναι σύντομη, ο καιρός συνεσταλμένος εστί  (Α’ Κορινθ., 7, 29).  Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει στην Πατερική Παράδοση κι επειδή σήμερα γιορτάζει ο Μέγας Βασίλειος, ιδιαίτερα από τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου, θέλω να παρουσιάσω μερικές σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό, σχετικά με το θέμα αυτό της μακροβιότητος και του γήρατος και του θανάτου.  Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι υπάρχουν γέροντες -όλοι ευχόμαστε να φθάσουμε στη γεροντική ηλικία και ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, φτάνει αυτό; - υπάρχουν γέροντες λέει, οι οποίοι με την αμαρτωλή ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν το γήρας και αποδεικνύονται αφρονέστεροι και των νηπίων ακόμη·  ενώ αντιθέτως υπάρχουν νέοι, οι οποίοι χωρίς να έχουν λευκές τρίχες, άσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σαν να ήσαν γέροντες και αξίζουν γι’ αυτό σεβασμού και τιμής αυτοί οι νέοι που συμπεριφέρονται ως γέροντες.  Ενθυμείστε ότι ο Άγιος Σάββας, τον οποίον εδώ ιδιαιτέρως τιμούμε και τον εικονογραφήσαμε στις αγιογραφίες μας, τόσο συνετός ήταν από νεαράς ηλικίας είκοσι ετών, ώστε ο Μεγάλος Ευθύμιος τον ονόμαζε παιδαριογέροντα·  παιδάκι, που είχε τη σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας.  Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Πλείον γαρ τω όντι εις πρεσβυτέρου σύστασιν της εν θριξίν λευκότητας το εν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εις τον προφήτην Ησαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, για να θεωρηθεί κανένας πρεσβύτερος, δεν είναι οι λευκές τρίχες, η λευκότητα στις τρίχες, αλλά είναι το εν φρονήσει πρεσβυτικόν,  να είναι κανείς πρεσβύτης στη φρόνηση, στην αρετή και στην αγιότητα.
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τον χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικά απευθυνόμενος σε γέροντες, που αξίωναν σεβασμό, απλώς λόγω μόνον του γήρατος: «Η πολιά τότε αιδέσιμος, όταν τα της πολιάς πράττη. όταν δε νεωτερίζη, των νέων καταγελαστότερος έσται…» (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65).  Οι γέροντες, λέει, τότε είναι σεβαστοί, όταν συμπεριφέρονται σαν γέροντες, όταν όμως νεωτερίζουν –και σκεφτείτε τώρα, που έχουν καταντήσει οι γέροντες της εποχής μας·  οι γέροντες της εποχής μας έχουν εκτραπεί οι περισσότεροι τελείως, μ’ αυτήν τη συνήθεια των Κ.ΑΠ.Η. και τους γάμους των γερόντων σε μεγάλη ηλικία-  τι να σεβαστούν σ’ αυτούς τους γέροντες;  Οι οποίοι φτάνουν σε ηλικία 65 κι 70 και 80 ετών και σκέφτονται γάμους, είτε όντες εν χηρεία, είτε ακόμη από διαζύγια·  αυτοί νεωτερίζουν, τι να σεβαστείς σ’ αυτούς τους γέροντες;  Και γαρ την πολιάν τιμώμεν, ουκ επειδή το λευκόν χρώμα του μέλανος προτιμώμεν,  τιμούμε, λέει, την πολιάν, τ’  άσπρα μαλλιά, όχι γιατί προτιμούμε το λευκό χρώμα από το μαύρο, αλλ’ ότι τεκμήριόν εστι της εναρέτου ζωής, το να είναι κανένας γέροντας σημαίνει πως είναι ενάρετος, και ορώντες από τούτου στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν, κι όπως βλέπουμε να είναι κανένας άσπρος απ’ έξω, τι ωραία εικόνα, σκεφτόμαστε και πως μέσα είναι κάτασπρος, είναι λευκός και στην ψυχή, και από τούτου στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν· τώρα πολλοί βάφουν τα μαλλιά τους, οι γέροντες, ακόμα και οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους, ενώ δέστε τι συμβολισμός είναι αυτός· τα άσπρα μαλλιά είναι σύμβολο της εσωτερικής καθαρότητος.   Και από τούτου ορώντες στοχαζόμεθα την έν­δον πολιάν, την εσωτερική λευκότητα.  Μη αξίου τοίνυν διά την πολιάν τιμάσθαι, όταν αυτήν αυτός αδικής (Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μην αξιώνεις λοιπόν να τιμάσαι για τα λευκά μαλλιά, όταν εσύ τα αδικείς.  Αυτή, λοιπόν, η αντιμετώπιση αποσυνδέει τον άνθρωπο από τα σωματικά γνωρίσματα και τον αξιολογεί με βάση τα πνευματικά γνωρίσματα.  Κι έτσι η Αγία Γραφή μας λέει πως μπορεί κανένας να είναι διαρκώς νέος, να υπάρχει διαρκής νεότης·  μη σκέφτεστε τα χρόνια πολλά, τα χρονολογικά, τα αστρονομικά έτη, τα πολιτικά έτη, μη σας νοιάζει αυτό, μπορεί να υπάρξει διαρκής νεότης, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.  Υπάρχει πολιά σφριγώσα και γήρας ακμάζον· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός, νενεύρωτο ο τόνος της πίστεως, ακόμη, λέει, κι αν γεράσει κανένας μπορεί να είναι νέος· κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός;  Ατόνησε η σάρκα;  Μπορεί να νευρωθεί ο τόνος της Πίστεως.  Και επικαλείται γι’ αυτό, το παράδειγμα του πατριάρχου Αβραάμ, ο οποίος ενώ στη νεότητά του δεν είχε πνευματικές επιτυχίες - αυτό είναι για όλους μας που βρισκόμαστε σε μεγάλη ηλικία, μπορούμε και σε μεγάλη ηλικία να έχουμε πνευματικές επιτυχίες.  Ο πατριάρχης Αβραάμ ξέρετε σε τι ηλικία εκλήθη από τον Θεόν; Σε ηλικία 75 ετών.  Μεγαλύτερος από μένα--  από την ηλικία των 75 ετών ο πατριάρχης Αβραάμ έκανε αυτά που έκανε και διέπρεψε ως άγιος και ως πατριάρχης.  Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος στον Αβραάμ, ο οποίος σε τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε τόσο πολλά, τοιαύτα γαρ της Εκκλησίας τα κατορθώματα, ότι η ατονία του σώματος ουδέν λυμαίνεται την προθυμίαν της πίστεως·  το σώμα αν είναι άτονο, αυτό δε σημαίνει πως και η πίστις μπορεί να ατονήσει.  Κόσμος γαρ Εκκλη­σίας πολιά κατεσταλμένη, και πίστις επτερωμένη και εν τούτω χαίρει η Εκκλησία μάλλον, η Εκκλησία χαίρεται πιο πολύ αν κάποιος στην Πίστη, στην ψυχή του είναι επτερωμένος, όχι αν το σώμα του είναι υγιές και ζωντανό.  Επί μεν γαρ των έξω πραγμάτων ο γέρων άχρηστος, έξω στον κόσμο λέει ότι ο γέροντας είναι άχρηστος.  Αλλ’ ου τα της Εκκλησίας τοιαύτα, στην Εκκλησία δεν ισχύει αυτό, αλλ’ όταν γηράσωσιν οι εν αρετή διάγοντες, τότε μάλλον χρήσιμοι καθίστανται· ου γαρ σαρκών ευτονία, αλλά πίστεως επίτασις ζητείται  όταν λοιπόν γεράσουν οι άνθρωποι και διάγουν εν αρετή, τότε είναι περισσότερο χρήσιμοι.  (Λόγος εις τον μακάριον Αβραάμ 1, PG 50, 737-738).
Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή άλλωστε, πολλές φορές το ακούμε στα αναγνώσματα, ιδιαίτερα στους εσπερινούς, μας λέγει γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον·  γιατί εύχεστε να ζήσετε πολλά χρόνια;  Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται·  ούτε τα γηρατειά μετρώνται με το πόσων ετών είναι κανένας,  καυχόμαστε μερικοί, εγώ είμαι 80, 85 ετών, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστί φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. (Σοφία Σολομώντος, 4, 8)  Από την Αγία Γραφή, από την Παλαιά Διαθήκη είναι αυτό, η πολιά λέει, το γήρας είναι η φρόνησις και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος και τα γεράματα φαίνονται από τον ακηλίδωτο βίο.
Υπάρχουν νέοι, οι οποίοι κατορθώνουν σε λίγα χρόνια την αρετή και την τελειότητα κι είναι έτοιμοι γι’ αυτό να εισέλθουν στην αιωνιότητα.  Τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς, (Σοφ. Σολ. 4, 13), υπάρχουν νέα παιδιά, τα οποία φεύγουν σε ηλικία 20-25 ετών κι ήταν ήδη άγια, τα παιδιά αυτά·  δεν ισχύει γι’ αυτούς το «χρόνια πολλά», πολύ καλύτερα όμως που έφυγαν σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία·  οι άγιοι δεν επιθυμούν να έχουν πολυχρόνια ζωή στον παρόντα βίο, χρόνια πολλά και χρόνια πολλά, οι άγιοι βιάζονται να φύγουν, να παν στην αιώνια ζωή, εκεί είναι ο κλήρος μας·  και επείγονται και βιάζονται να αποθάνουν, για να είναι μαζί με τον Χριστό, αισθάνονται εδώ ως πάροικοι και ως παρεπίδημοι, ως μετανάστες και ζητούν να τελειώσει ο χρόνος αυτός της παροικίας, για να κατοικήσουν στον μόνιμο και κατάλληλο χώρο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει ένα δύο καταπληκτικά κείμενα γύρω από το θέμα, κι άλλη φορά σας έχω μνημονεύσει, ας τα υπενθυμίσω απλώς τώρα.  Απευθυνόμενος προς τους νέους ο Μέγας Βασίλειος τους λέγει τα εξής: ότι εμείς, λέγει, παιδιά μου –άντε να τα πεις τώρα αυτά στα νέα παιδιά· ελάχιστοι νέοι είναι που ακούν αυτόν τον λόγο, τα παιδιά μας απόψε βρισκόταν τα περισσότερα στις καφετέριες και στα μπαρ κι εδώ κι εκεί-   εμείς, λέει, παιδιά μου, τον ανθρώπινον τούτον βίον ουδέν είναι χρήμα παντάπασιν υπολαμβάνουμεν, θεωρούμε ότι αυτή η ζωή, την οποίαν εμείς ευχόμαστε να ζήσουμε, να ζήσουμε, να ζήσουμε πολλά, ν’ απολαύσουμε αυτή τη ζωή, ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι εμείς αυτή τη ζωή δεν την εκτιμούμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318).  Τίποτα από τα θεωρούμενα αγαθά αυτής της ζωής δεν έχει αξία, γιατί έχει χρονικό τέλος.  Κι ονομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν,όχι η καταγωγή μας, δεν είναι μεγάλο πράγμα, οὐκ ἰσχὺν σώματος, όχι να έχουμε δυνατό σώμα, οὐ κάλλος, όχι ομορφιά,  οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν τις εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, όλα αυτά δεν τα κρίνουμε ούτε άξια ευχής.  Εμείς  όμως αντίθετα ευχόμαστε «Χρόνια πολλά», να καλοπεράσουμε, να ζήσουμε, να είμαστε υγιείς, τα σώματά μας να είναι ισχυρά, ουδέ ευχής άξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ή βλέπουμε σ’ αυτούς οι οποίοι τα έχουν και τους ζηλεύουμε·  αλλά τι κάνουμε εμείς; Να τι κάνουμε, που έλεγα η αιώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Εμείς, η δική μας η προοπτική, των χριστιανών, δεν είναι μικρή και στενή, δεν περιορίζεται εδώ σ’ αυτή τη ζωή αλλ’ επί μακρότερον πρόιμεν ταις ελπίσι, πηγαίνουμε πολύ μακριά με τις ελπίδες μας και τα κάνουμε όλα για την αιώνια ζωή.  Αυτό από τον «Λόγο προς τους νέους».
Υπάρχει επίσης κι ένα άλλο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, από ένα θαυμάσιο λόγο «Εις το πρόσεχε σεαυτώ», το οποίο επέλεξα ακριβώς γιατί κάνει λόγο γι’ αυτά που συζητούμε την ημέρα αυτή, για την μακροημέρευση, να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μακροημερεύσουμε.  Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος, εξηγώντας της Παλαιάς Διαθήκης το «Πρόσεχε σεαυτώ», να προσέχεις τον εαυτό σου.  Τι σημαίνει, λέει, αυτό το «πρόσεχε τον εαυτό σου»; Μή τη σαρκί πρόσεχε, μη νομίζεις όταν λέει η Αγία Γραφή πρόσεχε σεαυτώ, ότι λέει να προσέχουμε την υγεία μας, τη σάρκα μας.  Μή τη σαρκί πρόσεχε, μηδέ το ταύτης αγαθόν εκ παντός τρόπου δίωκε· και ποιο είναι το αγαθό της σαρκός; Εμείς πάνω απ’ όλα η υγεία· μην προσέχετε την υγεία, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Υγείαν και κάλλος και ηδονών απολαύσεις, και μακροβίωσιν· μηδέ χρήματα και δόξαν, και δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μη τα θαυμάζετε αυτά, ούτε την υγεία, ούτε την μακροημέρευση, ούτε τίποτα, μην τα θαυμάζετε όλα αυτά· τι να κάνομε όμως;   Υπερόρα σαρκός, παρέρχεται γαρ·επιμελού ψυχής, πράγματος αθανάτου.  Τα σαρκικά αφήστε τα, γιατί είναι προσωρινά, να φροντίζεται για την ψυχή σας που είναι αθάνατη.
 Και υπάρχει επίσης ένα πολύ ωραία χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου, αφού σήμερα γιορτάζει, εδώ να το υπενθυμίσουμε.  Ο Μέγας Βασίλειος, στο «Λόγο προς τους νέους» λέγει γι’ αυτή τη μακροημέρευση και για το να φτάσουμε σε πολύ γεροντική ηλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά-  λέει:  Εγώ δε καν το Τιθωνού τις γήρας, καν το Αργανθωνίου λέγη, καν το του μακροβιωτάτου παρ’ ημίν Μαθουσάλα, εγώ λέει, ακόμα κι αν με παρουσιάσει κανένας τα γηρατειά του Τιθωνού, από την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αυτό, ή του Αργανθωνίου, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία, αν μου φέρει κανείς σαν παράδειγμα ακόμη και τον Μαθουσάλα - μαθουσάλεια χρόνια - ος χίλια έτη, τριάκοντα δεόντων, βιώναι λέγεται, ο οποίος λέγεται ότι έζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μείον τριάκοντα,  καν σύμπαντα τον αφ’ ου γεγόνασιν άνθρωποι χρόνον αναμετρή, κι αν μετρήσει όλο το χρόνο αφ’ ότου έγιναν οι άνθρωποι, ως επί παίδων διανοίας γελάσομαι, εγώ για όποιον σκέφτεται έτσι, να φτάσει να ζήσει, να ζήσει, να ζήσει χρόνια πολλά, εγώ θα τον περιπαίξω σαν να είναι παιδί, εις τον μακρόν αποσκοπών και αγήρω αιώνα, γιατί εγώ βλέπω στον μακρόν αιώνα, τον ατελεύτητο, ακόμα και χίλια χρόνια να ζήσει κανένας δεν είναι τίποτε μπροστά στον αιώνα τον αγήρω και αιώνιο, ου πέρας ουδέν έστι τη επινοία λαβείν, ου μάλλον γε η τελευτήν υποθέσθαι της αθανάτου ψυχής, ο οποίος δεν έχει τελειωμό. (Προς τους νέους 8, PG 31, 588.).
Σήμερα, λοιπόν, αγαπητοί μου, που γιορτάζουμε τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος κάνει αυτές τις θαυμάσιες σκέψεις και που όλοι μας παρασυρμένοι από τη νοοτροπία αυτή την κοσμική, ευχόμαστε «Χρόνια πολλά» και «πάνω απ’ όλα υγεία», ας ξανασκεφτούμε ότι όλα αυτά είναι κοσμική νοοτροπία, ανθρώπινες παραδόσεις, δεν είναι κατά Χριστόν.  Ο Θεός θέλει η ζωή μας να είναι γεμάτη αρετή και αγιότητα, είτε σύντομη, είτε μακρά·  η μακρινή ζωή δεν μας προσφέρει τίποτε περισσότερο, εκτός αν, η μακρινή ζωή από τον Θεόν δίδεται για να βοηθήσουμε τους άλλους ανθρώπους.  Και η μόνη μας επιδίωξη πρέπει να είναι, όχι εδώ τα χρόνια πολλά, αλλά η αιώνιος ζωή, την οποία μακάρι κι εμείς να κληρονομήσουμε μαζί με τους αγίους.  Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...