Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2017

Ο Πανορμίτης. Να εύχεστε μερικοί να μην αγριέψει, γιατι τότε…

Στή Σύμη, τό νησάκι τῆς Δωδεκανήσου μέ τά ἑβδομήνταεφτά ἐξωκκλήσια καί μοναστήρια, οἱ κάτοικοι εὐλαβοῦνται ἰδιαίτερα τούς Παμμεγίστους Ταξιάρχες.Ὑπάρχουν ἐκεῖ ἐννέα μοναστήρια τῶν Ταξιαρχῶν, ὅσα δηλαδή καί τά τάγματα τῶν Ἀσωμάτων Ἀγγέλων. Τό πιό φημισμένο μοναστήρι εἶναι ὁ Πανορμίτης, ἀφιερωμένο στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ καί χτισμένο στά βυζαντινά χρόνια πάνω στά ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, τοῦ Πανορμίου Ποσειδώνα. Ἔτσι ὁ Πανορμίτης πῆρε ὄχι μόνο τή θέση, ἀλλά καί τήν ἰδιότητα τοῦ ἀρχαίου θεοῦ, γιατί ἀπό τότε θεωρεῖται προστάτης τῶν θαλασσινῶν μας. Γι’ αὐτό τά περισσότερα συμιακά καΐκια ἔχουν τ’ ὄνομά του.

Ἄν καί τά ἱστορικά στοιχεῖα εἶναι πενιχρά, εἶναι ὅμως πλούσια ἡ συμιακή παράδοση, πού ἀναφέρεται στήν ἵδρυση τῆς μονῆς τοῦ Πανορμίτη: Τήν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα χάθηκε. Τή βρῆκε ὅμως ἡ γυναίκα στό Πάνορμο, κάτω ἀπό τό σχίνο, καί τή μετέφερε πάλι στό σπίτι της. Αὑτό ἐπαναλήφθηκε καί τρίτη φορά, κι ἔκανε τήν εὐλαβή γυναίκα ν’ ἀπορεῖ καί νά λυπᾶται, γιατί ὁ Ταξιάρχη δέν ἤθελε νά μείνει στό σπίτι της.

Τήν ἀπορία της τήν ἔλευσε ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος ὅταν παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος κι ἀστραφτερός στ’ ὄνειρο της, καί τῆς δήλωσε ὅτι θέλει νά μείνει στό Πάνορμο. Τότε ἐκείνη φανέρωσε στήν πόλη τό γεγονός, κι ἔτσι δόθηκε ἀφορμή καί χτίστηκε μιά μικρή ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἀργότερα ἡ ἐκκλησία ἔγινε μεγαλύτερη καί, τέλος σχηματίστηκε γύρω της μοναστήρι. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ γυναίκα πού βρῆκε τό εἰκόνισμα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἦταν τό Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, μιά εὐλαβής Συμιακιά, που εἶχε στή ζωή της καί ἄλλες ἐπισκέψεις ἀπό τόν Ταξιάρχη.

Κάποτε ξεκίνησε μέ τά κορίτσια τῆς γειτονιᾶς νά πᾶνε στό ἐξωκλήσι τοῦ Πανορμίτη γιά ν’ ἀνάψουν τά καντήλια. Ἡ βραδιά ἦταν φεγγαρόλουστη καί τό ξωκκλήσι φάνταζε ἀσημωμένο στήν ἄκρη τοῦ μυχοῦ τοῦ λιμανιοῦ.

Πέρασαν μέσα, προσκύνησαν κι ἄναψαν τά καντήλια. Ἀφοῦ συγύρισαν, ἔπεσαν νά κοιμηθοῦν μέσα στήν ἐκκλησία, γιατί τό πρωί θά εἶχαν Λειτουργία.

Σέ λίγο ὅλες κοιμόταν βαθιά. Μόνο τό Μαριγιώ δέν εἶχε ὕπνο. Ἕνας φόβος, μιά ἀνησυχία τῆς ἔσφιγγε τήν καρδιά. Ἐπί τέλους κοιμήθηκε, μά σέ λίγο ἀκούει μιά βαρειά κι ἐπιβλητική φωνή νά βγαίνει ἀπό τό ἱερό:

-Μαριγιώ τοῦ Πρωτενιοῦ, πάρε τά κορίτσια καί φύγε!

Ξύπνησε τρομαγμένη, ἄναψε τό καντήλι τοῦ ἀρχαγγέλου πού εἶχε σβήσει, καί ξανακοιμήθηκε. Σέ λίγο ὅμως ἀκούει τήν ἴδια φωνή, πιό βαρειά καί προστακτική:

-Φύγε, Μαριγιώ. Φύγε σοῦ λέω.

-Πανορμίτη μου, γιατί μέ διώχνεις; Ἄσε με νά πάρω ἕναν ὕπνο! Παραπονέθηκε ἁπλοϊκά ἡ γυναίκα, κι ἔγειρε πάλι νά κοιμηθεῖ.

Τότε ἀκούει, γιά Τρίτη φορά τή φωνή, ἀλλ’ ἀγριεμένη τώρα καί βροντερή τόσο, πού ἔκανε νά τρίξει ἡ εἰκόνα τοῦ Πανορμίτη:

-Φύγε σοῦ λέω, Μαριγιώ. Φύγε μέ τά κορίτσια! Μή θέλεις νά μέ ντροπιάσεις!

Αὐτή τή φορά κι ἐκείνη ἀγριεύτηκε. Ξύπνησε τά κορίτσια καί πῆραν γρήγορα τόν ἀνήφορο. Ὅταν ἀνέβηκαν ἀρκετά, γυρίζουν πίσω τους καί τί νά δοῦνε!

Στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη εἶχα ἀράξει δυό τούρκικες φρεγάτες, κι ὁ τόπος τριγύρω ἦταν γεμάτος ἀπό κόκκινα φέσια καί κάτασπρα σαρίκια… Ὁ Ταξιάρχης τίς εἶχε γλυτώσει ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων.

* * *

Γιά τόν Πανορμίτη ἔχουν νά ποῦν, πώς ἄν τοῦ τάξεις κάτι καί δέν τοῦ τό πᾶς, θά σοῦ τό πάρει ὁπωσδήποτε. Ἀκόμη, ἄν τοῦ ἀφαιρέσεις κάτι ἀπό τό μοναστήρι, δέν θά σ’ ἀφήσει νά φύγεις, ἄν δέν σοῦ τό πάρει πίσω.

Μιά συμιακή παράδοση ἀναφέρει, πώς τόν περασμένο αἰώνα εἶχε προσεγγίσει στό λιμάνι τοῦ Πανορμίτη ἕνα καράβι μέ Ἕλληνα καπετάνιο καί τούρκικο πλήρωμα. Ὅταν ξεκίνησαν νά φύγουν, στάθηκε ἀδύνατο νά βγοῦν ἀπ’ τό λιμάνι. Ἡ αἰτία ἦταν μιά χήνα τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἔκλεψαν οἱ ναῦτες, τήν ἔσφαξαν καί τήν ἔφαγαν. Μόνο ἀφοῦ ἔταξαν στόν ἀρχάγγελο ἀσημένια τή χήνα, μπόρεσε τό καράβι σαλπάρει. Σήμερα, μπροστά στό εἰκονοστάσι τοῦ Πανορμίτη, κρέμεται μιά ἀσημένια χήνα, πού πιστοποιεῖ τό θαῦμα.

Στό μουσεῖο τῆς μονῆς ὑπάχουν ποικίλα τάματα, πού μόνη της ἡ θάλασσα ἔφερε ὥς ἐκεῖ μέσα σέ μπουκάλια, κουτιά ἤ ὁμοιώματα καραβιῶν. Ἀπό τότε πού χτίστηκε τό μοναστήρι, οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί ἔριχναν στή θάλασσα ὅ,τι ἔταζαν στόν Ταξιάρχη. Καί τό τάμα πήγαινε μόνο του κι ἄραζε στό λιμάνι, ἀρκεῖ αὐτός πού τό’ στελνε νά εἶχε θερμή πίστη.

Συχνά οἱ ναυτικοί μας, ὅταν κινδυνεύουν, ἐπικαλοῦνται τή βοήθεια τοῦ Πανορμίτη καί ρίχνουν τό τάμα τους μ’ ἕνα μπουκάλι στή θάλασσα. Γιατί ἔχουν ἀκούσει, ὅτι σίγουρα μιά μέρα θά φτάσει στόν προορισμό του. Τότε καμπάνες τῆς μονῆς θά σημάνουν χαρμόσυνα, κι ὁ ἡγούμενος μέ τή συνοδεία του θά κατεβεῖ στήν προκυμαία γιά νά τό παραλάβει. Εἶναι συνήθως λιβάνι, κεριά λίγα χρήματα κι ἕνα κομμάτι χαρτί μέ τά ὀνόματα αὐτῶν πού κινδυνεύουν ἤ πού εἶναι ἄρρωστοι.

Ταπεινά συνήθως εἶναι τά τάματα τοῦ λαοῦ κερί καί λάδι. Ὑπάρχουν ὅμως καί τά ὁλόχρυσα ἀφιερώματα μπροστά στό εἰκόνισμά του, πού μαρτυροῦν τίς πολλές θαυματουργικές εὐεργεσίες.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ (σελ.237-241) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007

πηγή  /   αντιγραφή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2017

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης πάντοτε ἐπίκαιρος…

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης


«Μὲ σχολαστικότητα οὔτε καὶ στοὺς ἄλλους θὰ πρέπει νὰ ἐπιμένουμε, νὰ πονοκεφαλιάζομε γιὰ νὰ τοὺς πείσουμε, λέγοντας πολλὲς φορὲς τὴν ἀλήθεια, ἐὰν ἐκεῖνοι ἀγνοοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ ξέρουν μόνον τὰ ψέματα. (Σὰν νὰ κουρδίζει κανεὶς ρολόι ποὺ ἔχει φευγάτο τὸ ἐλατήριο ἀπὸ τὸν ἄξονα). Ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν κάνουν δική τους μὲ τὸν δικό τους τρόπο, γιὰ νὰ ὑποστηρίζουν τὶς ἰδέες τους, καλύτερα νὰ τοὺς ἀποφεύγει κανείς, γιὰ νὰ μὴν κουράζεται ἄσκοπα καὶ χαραμίζει τὶς μεγάλες ἀλήθειες, διότι, ὅταν ὁ τοῖχος εἶναι χωματόκτιστος, δὲν πιάνει σουβὰ ἀπὸ ἄσβεστη ἀλλὰ ἀπὸ χῶμα μὲ ἄχυρα».

«Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

π.Γεωργίου Δορμπαράκη
Μικρές στάσεις στην Κλίμακα του Αγ.Ιωάννου(1)

  «Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα: «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (λόγ. α΄ 38).

 Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος. Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.
Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. 
 Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!
Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος«Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».


το είδαμε εδώ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν!


ψυχές

Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.

Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:
– Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μούστειλε!”.
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τόνειρο έσβησε…
Ο ιερέας , όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Το βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:
– “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.
Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή:
– “Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τόφερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο.
Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
– Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!
Ο άνθρωπος όταν τάκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:
– Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!
Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τόπα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μούστειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…
– “Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”, ψιθύρισε ο ιερέας κα τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…

Οι Ψάλτες κατά τους Ιερούς Κανόνες.


Αποτέλεσμα εικόνας για Οι Ψάλτες κατά τους Ιερούς Κανόνες.




(Άρθρο του Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου Βαλληνδρά, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1964 στα πρώτα φύλλα της Εφημερίδας «Ιεροψαλτικά Νέα», Μηνιαίου Οργάνου του Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός και Ιωάννης ο Δαμασκηνός».

Είναι βεβαίως γνωστόν ότι, κατά τους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας οι Ψάλται θεωρούνται κατώτεροι Κληρικοί.
Όπως δε οι ανήκοντες εις τον ανώτερον Κλήρον (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι) καθίστανται τοιούτοι δια χειροτονίας, παρομοίως και οι αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον λαμβάνουσιν ειδικήν χειροθεσίαν υπό του οικείου Επισκόπου.


ΑΡΧΙΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ
ΟΙ ΨΑΛΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
* * * 

1. Πρώτος Κανών, όστις ομιλέι ρητώς περί Ψαλτών και χαρακτηρίζει τούτους ως ανήκοντας είς τον Κλήρον, είναι ο 26ος Αποστολικός Κανών. Δια του κανόνος τούτου ρυθμίζεται το θέμα του γάμου των Κληρικών εν γένει. Καθορίζεται η γνωστή απαγόρευσις του μετά την χειροτονίαν γάμου των ανωτέρων Κληρικών. Και προστίθεται: «των εις Κλήρον προελθόντων αγάμων κελεύομεν βουλομένως γαμείν Αναγνώστας και Ψάλτας μόνον.» Δηλαδή εκ πάντων των Κληρικών, μετά την εγκατάστασιν αυτών εις το εκκλησιαστικόν αυτών λειτούργημα (δια χειροτονίας ή δια χειροθεσίας), ο γάμος επιτρέπεται μόνον είς τους Αναγνώστας και τους Ψάλτας.
Η σημασία του Κανόνος τούτου εν σχέσει πρός τους Ψάλτας έγκειται όχι τόσο εις την περί του γάμου αυτών διάταξιν, αλλ' είς τό ότι ρητώς συγκαταριθμεί τους Ψάλτας μετά του Κλήρου, και δη προβαίνει και εις ρύθμισιν σοβαρού ζητήματος αφορώντος εις τους Κληρικούς εν γένει λαμβάνων ειδικήν πρόνοιαν περί των Ψαλτών.

2. Κατά την παλαιάν εποχήν οι Ψάλται, ως Κληρικοί, είχον το προνόμιον να ανέρχωνται επί του άμβωνος και επ' αυτού ιστάμενοι να ψάλωσιν ωρισμένα ψάλματα. Σχετικώς ο 33ος Κανών της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου όπως μή επιτρέπηται εις ουδένα μή έχοντα κανονικήν χειροθεσίαν επισκόπου να αναβαίνη εις τον άμβωνα και να ψάλλη. Διατάσσει δε τούτο ελέγχων ωρισμένους «μή αποκειρομένους Ιεροψάλτας...» (τ.έ. μή προβαίνοντας εις χειροθεσίαν και κουράν των Ιεροψαλτών). Όθεν παραγγέλει: «μηδέ τινά συγχωρείν, επ' άμβωνος κατά τήν τών έν κλήρω καταλεγομένων τάξιν, τους θείους τώ λαώ λόγους υποφωνείν εί μήτι άν ιερατική κουρά χρήσηται ο τοιούτος, και την ευλογίαν υπό του οικείου ποιμένος κανονικώς υποδέξηται».
Συνοπτικώτερος αλλ' εξίσου απόλυτος, ο 15ος Κανών της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου διαλαμβάνει: «περί του μή δειν πλέον των κανονικών Ψαλτών των επί τον άμβωνα αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινάς εν τη Εκκλησία». Απαγορεύει δηλαδή να ψάλλει οιοσδήποτε εν τη Εκκλησία. Μόνον κανονικοί Ψάλται (κανονικώς χειροθετημένοι και κανονικώς εντεταγμένοι εις τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας) δύνανται να ψάλλωσιν.

3.Είναι επόμενον ότι, εφ' όσον η Εκκλησία θεωρεί τους Ψάλτας ως Κληρικούς και παρέχει εις αυτούς χειροθεσίαν παρά του Επισκόπου, επιβάλλονται εις αυτούς και ωρισμέναι υποχρεώσεις. Κυρίως η Εκκλησία, δια των ιερών αυτής Κανόνων, παροτρύνει του Ψάλτας να συνειδοτοποιήσουν την ιερότητα του λειτουργήματος αυτών και να διάγωσιν βίον μή απάδοντα προς την διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν των.
Θα αναφέρωμεν, επί του παρόντος, δύο μόνον Αποστολικούς Κανόνας, τον 43ον και τον 69ον, οίτινες ρητώς ομιλούντες περί Ψαλτών αξιούσι παρ αυτών ιεροπρέπειαν και εκκλησιαστικήν συνειδησιν. Επιφυλασσόμεθα δ' όπως εν συνεχεία αναφέρωμεν και άλλας κανονικάς διατάξεις ομιλούσας περί ηθικών υποχρεώσεων των ανηκόντων εις τον κατώτερον εν γένει Κλήρον.
Και ο μεν πρώτος εκ των μνημονευθέντων Κανόνων επιτάσσει:« ...Ψάλτης τα όμοια ποιών (κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω». Είναι προφανές ότι αξίωσις του Αποστολικού τούτου Κανόνος είναι όπως οι Ψάλται, καθό Κληρικοί, μή εκτρέπωνται εις αναρμόστους πράξεις, ώς είναι η χαρτοπαιξία και η μέθη. Παραλλήλως δ' ως θα είδομεν άλλοι Αποστολικοί Κανόνες απαγορεύουσιν εις τους κατωτέρους Κληρικούς ότι δεν είναι σύμφωνον προς τον ηθικόν νόμον. Απαίτησις άρα της Εκκλησίας είναι, όπως οι Ψάλται ίστανται εις υψηλήν ηθικήν στάθμην και μή εκπίπτωσιν εις χαμηλόν ηθικόν επίπεδον. Ο δε μνημονευθείς Κανών, ομιλών περί της τηρήσεως της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εκάστης Τετάρτης και Παρασκευής αξιοί ίνα δίδωσι το παράδειγμα οι Κληρικοί, Ανώτεροι και Κατώτεροι, δεν παραλείπει δε να αναφέρη ρητώς και τους Ψάλτες: «Ει τις ...Ψάλτης την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτη του κληρικού αυτού αξιώματος.
Ενδεικτικώς βεβαίως αναφέρομεν την περί νηστείας ταύτην κανονικήν διάταξιν. Είναι πρόδηλον ότι τοιαύται κανονικαί διατάξεις, διαλαμβάνουσαι μάλιστα ρητώς περί Ψαλτών και κατωτέρων Κληρικών, εκφράζουσι την απαίτησιν της Εκκλησίας όπως οι εν οιωδήποτε βαθμώ (ανωτέρω ή κατωτέρω) υπηρετούντες ώς κληρικοί Αυτής, σέβονται τας εκκλησιαστικάς εν γένει διατάξεις, έχωσιν ανεπτυγμένον το Εκκλησιαστικόν φρόνημα, και είναι πρόσωπα εγνωσμένης ευσεβείας και αρετής.
Πλήν των ιερών εκείνων Κανόνων, οίτινες ρητώς αναφέρουσι τους Ψάλτας και θεσπίζουσιν ειδικάς περί αυτών διατάξεις και πλήστοι άλλοι κανόνες της Εκκλησίας αφορώσιν είς τους Ψάλτας, βεβαίως και αναμφισβητήτως, εφ' όσον ομιλούσιν ευρύτερον περί των κατωτέρων εν γένει Κληρικών μετά των οποίων συγκαταλέγονται οι Ψάλται ως «κληρικοί έξω του Βήματος».

1.-Μεταξύ των Κανόνων τούων όχι ολίγοι καθορίζουσι τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών. Ο 25ος Αποστολικός Κανών, επί παραδείγματι, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να είναι Κληρικός - ούτε Κατώτερος - ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς». Ως ποινήν δε εις τους τα τοιαύτα πράξαντας ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος του Κληρικού. Και ως μόνην επιείκειαν διά τους τοιούτους αναφέρει, να μή εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των (έκπτωσις από του βαθμού του Κληρικού και αφορισμός). «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ εκδικήσεις δις επί τω αυτώ». Δια να είναι δε σαφές ότι είς τήν διάταξιν ταύτην δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.
Εκ του Κανόνος τούτου συνάγεται ότι , ούτως ειπείν, καθαιρείται ο Ψάλτης ο διαπράτων τας προμνημονευθείσας πράξεις. Καταβιβάζεται από την υψηλήν και διακεκριμένην εν τη Εκκλησία θέσιν του, και -επιεικώς - δεν εξάγεται εις τον Νάρθηκα, έξω του Ναού, οπού ήτο άλλοτε η θέσις των βαρέως αμαρτανόντων, αλλά του επιτρέπεται να μένη εντός του Ναού μετά των άλλων πιστών ώς εκπεσών Κληρικός. Ρητώς δε περί «καθαιρέσεως» και των Ψαλτών ομιλεί ο 4ος κανών της 6ης οικουμενικής Συνόδου.
Ο 54ος Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου να μή συχνάζη εις ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και την Εκκλησίαν.

2. - Άλλοι ιεροί Κανόνες ρυθμίζουσι πειθαρχικά ζητήματα. Απαιτούσι δ' όπως πάντες οι κατώτεροι σέβωνται τους ιεραρχικώς ανωτέρους των. Και ο μεν 55ος Αποστολικός κανών περιφρουρεί το κύρος του Επισκόπου και απαγορεύει είς πάντα κληρικόν οιουδήποτε βαθμού (και εις τους ψάλτας επομένως) να συμπεριφερθή υβριστικώς και ανευλαβώς προς Επίσκοπον. Ο δε επόμενος (56ος) επιβάλλει σεβασμόν προς πάντα Πρεσβύτερον και Διάκονον. Είναι πρόδηλον ότι ο Κανών ούτος, δια της φράσεως «εί τις Κληρικός υβρίσει Πρεσβύτερον ή Διάκονον αφοριζέσθω», αναφέρεται μάλλον εις τους κατωτέρους Κληρικούς (Αναγνώστας, Ψάλτας κ.τ.λ.), οίτινες οφείλουσι σεβασμόν πρός τους έσω του Βήματος Κληρικούς, Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Έστω λοιπόν προς γνώσιν των ψαλτών των εν τω Ναώ υπηρετούντων, ότι δεν είναι «κανονικόν» να απολείπει αυτούς η διάκρισις και ο σεβασμός προς Διακόνους και Πρεσβυτέρους, και ότι ουδαμώς συμβιβάζονται προς την κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας διαπληκτισμοί και φιλονικίαι μετά των ιερουργούντων εν γένει εν τη Εκκλησία. Και η παρακοή απλώς προς τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας (είτε Προϊσταμένους, είτε λειτουργούς), ακόμη και προς τους Διακόνους, επιτιμάται υπό των Κανόνων ως ανευλάβεια.

3.- Οι ιεροί Κανόνες δεν παραλείπωσι να ρυθμίσωσι και τας έναντι των πολιτικών αρχόντων υποχρεώσεις των εν τω Ναώ υπηρετούντων. Σχετικώς ο 84ος Αποστολικός Κανών λέγει: «Ει τις υβρίσει Βασιλέα ή Άρχοντα ...Κληρικός καθαιρείσθω». Το νόημα του Κανόνος τούτου είναι ευρύτερον παρ' ότι έκ πρώτης όψεως φαίνεται. Απαιτεί κυρίως νομιμοφροσύνην από τους εν τω Ναώ υπηρετούντας, ίνα γίνονται παράδειγμα είς πάντας. Εγγύησιν νομιμοφροσύνης και υποταγής είς τα κελεύσματα των νομίμων Αρχών αξιοί ο Κανών. Εγγύησιν, ώς θα ελέγομεν σήμερον, υγιών κοινωνικών φρονημάτων, θεσπίζει. Κατά το πνεύμα δηλ. τού Κανόνος τούτου, δεν έχουσι θέσιν εν τη υπηρεσία της Εκκλησίας άνθρωποι ανατρεπτικών αρχών, μή σεβόμενοι τα θεία παραγγέλματα τα καθορίζοντα: «τον Βασιλέα τιμάτε» (Α' Πετρ.2, 17), «άρχοντα του λαού σου ούκ ερείς κακώς» (Πραξ.23,5), «ού γαρ εστίν εξουσία, εί μή υπό Θεού» (Ρωμ.13,1) κλπ. Είναι λοιπόν κανονικώς απαράδεκτον να ψάλλωσι και εν γένει να υπηρετώσιν εν τη Εκκλησία πρόσωπα μή ηγγυημένης νομιμοφροσύνης.
Και εις άλλους ιερούς κανόνας απαντάται η αξίωσις, όπως οι άνθρωποι του Ναού είναι υπόδειγμα νομοταγών πολιτών. Εις τον 66ον Αποστολικόν ωσαύτως Κανόνα στίγματίζεται: «εί τις Κληρικός εν μάχη τινά κρούσας». Γνωστή βεβαίως η παραγγελία του Αποστόλου Παύλου η απαιτούσα πάντα ανώτερον Κληρικόν «μή πλήκτην» (Α' Τιμοθ. 3,3). ο δε Αποστολικός ούτος Κανών, επεκτείνων το πράγμα πρός πάντα Κληρικόν (και Κατώτερον δηλ. ώς οι Ψάλται), παραγγέλει να απέχωσιν οι άνθρωποι της Εκκλησίας πάσης αυτοδικίας. Αλλοίμονον, εάν εν τω Ναώ στεγάζωνται και εργάζονται άνθρωποι φιλόνικοι, φθάνοντες μέχρι χειροδικίας! Προνοητικώτατος ο Κανών ορίζει, όπως, όταν παρουσιασθώσι τοιαύτα συμπτώματα, αποβάλλωνται εκ της εκκλησιαστικής υπηρεσίας τα φιλόνεικα πρόσωπα , δια το αδιάβλητον της Εκκλησίας, και χάριν της εν τη Εκκλησία ειρήνης και της εν αυτή αρμονικής συνεργασίας πάντων των συνυπηρετούντων , εν οιωδήποτε βαθμώ προσώπων.
Και την εντιμότητα , τέλος, των εν τω Ναώ υπηρετούντων απαιτούσιν οι Ιεροί Κανόνες. Ενδεικτικώς δε αναφέρωμεν τον 72ον Αποστολικόν Κανόνα, όστις επιτιμά τους εκ του υπηρετικού προσωπικού του Ναού (Κληρικούς ή και λαϊκούς) αφαιρούντας και ιδιοποιουμένους υλικά πράγματα ανήκοντα εις τον Ναόν. Είναι φανερόν ότι, κατά το πνεύμα του Κανόνος τούτου, οι εν τω Ναώ υπηρετούντες οφείλουσι να είναι κατά πάντα έντιμοι και ακέραιοι άνθρωποι , ανώτεροι και της παραμικράς υποψίας δια την ειλικρίνειαν και την ευθύτητα και το άδολον αυτών.
Θαυμάζει κανείς, ομολογουμένως, περί πόσων ζητημάτων έλαβον αφορμήν να προνοήσουν οι Ιεροί Κανόνες. Πολύπλευροι κανονικαί διατάξεις ρυθμίζουσι μετ' αυθεντικού κύρους τα επισυμβαίνοντα εν τη Εκκλησία, και ανακαλούσι εις την τάξιν και εις την «κανονικήν» δεοντολογίαν τους οπωσδήποτε σφάλωντας .
Συμπληρούντες τάς επιταγάς των ιερών Κανόνων περί των ψαλτών, εφιστώμεν δια του παρόντος την προσοχήν των ασκούντων το ιερό λειτούργημα του ψάλλειν εν τη Εκκλησία επί τριών εισέτι ζητημάτων, (παραλείποντας άλλα αναφερόμεν είς καθοριζομένας ηθικάς προϋποθέσεις και υποχρεώσεις των ψαλτών, περί των οποίων αρκούμεθα ενδεικτικώς εις τα σημειωθέντα εν τοις προηγουμένοις).

1. Ρητή διάταξις του 8ου Αποστολικού Κανόνος διαλαμβάνει πεί της υποχρεώσεως πάντων των «εκ του καταλόγου του ιερατικού» δηλ. και των κατωτέρων κληρικών (και των ψαλτών επομένως), όπως μεταλαμβάνωσι τακτικώς των αχράντων Μυστηρίων. «Εί τίς (δέ) μή μεταλάβοι, την αιτίαν ειπάτω, και εάν ή εύλογος, συγγνώμης τυγχανέτω...».
Ο κανών ούτος αναφέρεται βεβαίως εις την συνεχή θείαν Κοινωνίαν, ήτις επί των Αποστολικών χρόνων και επί των ημερών των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων ήτο εν ευρυτάτη χρήσει. Οπωσδήποτε όμως θέτει το ζήτημα της συμμετοχής (των ψαλτών εν προκειμένω) εις την θείαν Κοινωνίαν, κατά το μάλλον και ήτον τακτικώς.
Θα είμεθα ευτυχείς εάν ηδυνάμεθα να βεβαιώσωμεν ότι ευρίσκει ικανήν ανταπόκρισιν ο κανών ούτος εις τους παρ' ημίν ψάλτας.
Δια τούτο προσημειώσαμεν τας ηθικάς υποχρεώσεις των ψαλτών, ίνα, προσέχοντες εις ταύτας, μή εμποδίζονται να μεταλαμβάνωσι. Και είναι ωραίο πράγματι και εποικοδομητικόν δια το εκκλησίασμα, να κατέρχεται ο ψάλτης εκ του στασιδίου του, ίνα προσέλθη εις την θείαν Κοινωνίαν. Όπως εξάλλου δίδει πολύ κακήν εντύπωσιν εις τον θρησκεύοντα λαόν ο αδιάφορος προς τα θεία μυστήρια και ξένος προς αυτά ιεροψάλτης.

2. Ωσαύτως ρητή διάταξις του 15ου Αποστολικού Κανόνος κάμνει λόγον περί των μετακινήσεων από πόλεως εις πόλιν καί από επαρχίας είς επαρχίαν (κατά πρώτον βεβαίως λόγων τών Πρεσβυτέρων καί Διακόνων, έν συνεχεία όμως και «ό λ ω ς τ ο υ κ α τ α λ ό γ ο υ τ ώ ν κ λ η ρ ι κ ώ ν», οπότε περιλαμβάνονται αφεύκτως και οι ψάλται). Είς ουδένα επιτρέπει ο κανών, ίνα «μεταστάς διατρίβη εν άλλη (επαρχία) παρά γνώμην του ιδίου Επισκόπου αυτού επανελθείν, ούχ υπήκουσεν». Είναι σαφές ότι, κατά την κανονικήν ταύτην διάταξιν, καί ο ψάλτης, ώς κληρικός, υπάγεται εις τον οικείον Επίσκοπον, είς τήν αρμοδιότητα τού οποίου υπόκειται νά επιτρέψει ή μή τήν μετάθεσιν ψάλτου είς άλλην Επαρχίαν. Ο δέ ακολουθών 16ος αποστολικός Κανών απαγορεύει είς τόν Επίσκοπον εταίρας Επαρχίας «ίνα δέξηται αυτούς ώς Κληρικούς», τούς άνευ αδείας τού οικείου Επισκόπου αποχωρήσαντας εκ τής Επαρχείας αυτού. Ρητώς δέ αναφέρεται ότι κατωχυρώνεται τοιουτοτρόπως η τάξις και η πειθαρχία εν τη Εκκλησία, αποδοκιμάζεται δε «ως διδάσκαλος αταξίας» ο τά αντίθετα επιτρέπων και ανεχόμενος υπεύθυνος εκκλησιαστικός λειτουργός.
Σκοπός τής υπομνήσεως τής κανονικής ταύτης διατάξεως είναι ουχί η δέσμευσις βεβαίως των επιθυμούντων μετάθεσιν τινά, είτε εντός της ιδίας επαρχίας είτε και εκτός αυτής, αλλ' η αποφυγή των αυθαιρεσιών εκείνων και μονομερών αποφάσεων ψαλτών τινών, οίτινες εγκαταλείπουσιν αυτοβούλως και τελεσιγραφικώς τάς θέσεις των, ίνα μεταπηδήσωσιν είς άλλας, χωρίς να προηγηθή η υπό του οικείου Επισκόπου ρύθμισης τού ζητήματος, διά τής οποίας θά αποφεύγετο οιαδήποτε ανωμαλία είς τήν λειτουργίαν των ιερών Ναών καί θά ετηρήτο ή επιβεβλημένη εκκλησιαστική ευταξία και δεοντολογία.

3. Καιρός ήδη νά γίνη λόγος καί περί τών υπό τών ιερών Κανόνων οριζομένων δικαιωμάτων των Ιεροψαλτών.
Συναφής διάταξις υπάρχει είς τον 4ον Αποστολικόν Κανόνα. Δι' αυτής καθορίζεται ότι τά προσφερόμενα υπό των πιστών «δ ή λ ο ν» (είναι αυτονόητον) ώς ο Επίσκοπος και οί Πρεσβύτεροι επιμερίσουσι τοίς Διακόνοις και τοις λοιποίς Κληρικοίς». Η ρητή αύτη μνεία τού «επιμερισμού», τ.ε. τής διανομής είς πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας τών προσφορών τών πιστών (ούτως ειπείν, των «τυχηρών»), είναι άξιον προσοχής ότι ειδικεύεται έτι περισσότερον είς τας λεγομένας «Διαταγάς των Αποστόλων» βιβλ. Β' κεφ. 28), ένθα, προκειμένου περί τών ψαλτών, αφ' ενός μέν αναφέρονται ούτοι ώς δικαιούχοι επί λέξει: «ω σ α ύ τ ω ς κ α ι ψ α λ τ ω δ ό ς», αφ' ετέρου δέ καθορίζεται καί τό δί αυτούς αναλογούν ποσοστόν τής διανομής, τιθεμένης ώς αρχής ίνα οί έσω τού Βήματος Κληρικοί λαμβάνωσιν έκαστος διπλάσιον μερίδιον τών έξω τού Βήματος τοιούτων.
Τέλος, ο 59ος Αποστολικός Κανών λαμβάνει πρόνοιαν διά τάς περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης τών Κληρικών έν γένει (ανωτέρων και κατωτέρων) και αξιοί στοργήν πρός τους κατωτέρους υπό τών ανωτέρων. «Εί τίς Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος τινός τών Κληρικών ενδεούς όντως, μή επιχορηγοί τα δέοντα κρίνεται αυστηρώς διά τήν αστοργίαν ταύτην, με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν: ως φονεύσας τον αδελφόν αυτού».
Τοιουτοτρόπως συνάπτοντες οί ιεροί Κανόνες πάντας τούς έν τώ Ναώ υπηρετούντας διά του ιερού δεσμού τής αγάπης (έν συνδυασμώ μετά τής οφειλομένης πειθαρχίας και σεβασμού, ώς προείπομεν επιθέτουσιν αρίστην κορωνίδαν, την υψίστην τών αρετών, την θεοδίδακτον αγάπην, είς την κλίμακαν τών ηθικών υποχρεώσεων καί καθηκόντων, τών βαρυνόντων τούς διακονούντας έν οιωδήποτε βαθμώ, τον Άγιον τών Αγίων εν τώ Αγίω Ναώ.

Αντιγραφή από την ιστοσελίδα της ΟΜΣΙΕ (Ομοσπονδία Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος), το 2008.
http://analogion.gr/logos/canons/171-psaltes-ieroi-kanones 

το είδαμε εδώ

Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς



Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ κύριος λόγος πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου νηστείας καί γενικῆς πνευματικῆς προπαρασκευῆς γιά τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυραναστάσιμου Πάσχα πού ἀκολουθεῖ, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του προετοιμάστηκε στήν ἔρημο "νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα" γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Ματθ. δ´ 11). Πρός μιά τέτοια πνευματική ἔρημο παρομοιάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ χριστιανός, μιμούμενος τόν Κύριο, ἀποδύεται σ' ἕναν ἀνάλογο πνευματικό ἀγώνα, ἀντιτάσσοντας στόν πρῶτο πειρασμό αὐτή καθαυτή τή νηστεία, στόν δεύτερο τήν ἀδιάλειπτο λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στόν τρίτο τήν ταπείνωση ὡς μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, ἡ χριστοκεντρική αὐτή θεμελίωση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ σωτηριολογική θεώρησή της, ὡς μιᾶς ξεχωριστῆς εὐκαιρίας μίμησης τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἰδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοργανώνεται καί νοηματίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στήν πνευματική πανδαισία πού προσφέρουν στούς πιστούς οἱ δοξολογικές ἀκολουθίες τῶν πέντε Κυριακῶν τῶν Νηστειῶν ἤ ἡ τόσο λαοφιλής καί πανηγυρική ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται κατά τίς ἑσπερινές λατρευτικές συνάξεις κάθε Παρασκευῆς, ὡς προεόρτιος ἤ μεθεόρτιος ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἐννοοῦμε κυρίως τόν κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Νηχθημέρου (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Ἑσπερινός, Μέγα Ἀπόδειπνο), στίς ὁποῖες καί ἐγκρύπτεται κυρίως τό ἐσώτερο νόημα τῆς πνευματικότητας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Διότι ἐμπλουτισμένες, κατά τήν περίοδο αὐτή, μ' ἕνα πλῆθος ἐκλεκτῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί κατανυκτικῶν ὕμνων, καί σέ συνδυασμό μέ τή νηστεία καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν μιά θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς ἀδιάλειπτης δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τό πλαίσιο μιᾶς καθημερινῆς πνευματικῆς "ἀποδεκάτωσης" τῆς ζωῆς μας, ὅπως ὁρίζει τήν πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.

Ὅσο, ὅμως, κι ἄν οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν τά εὔοσμα ἐκεῖνα ἄνθη, πού φαιδρύνουν μέ τήν παρουσία τους τήν πνευματική ἔρημο τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας ἱστορικῶν συγκυριῶν καί τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρόσβαση σ' αὐτές ἀποτελεῖ σήμερα προνόμιο μόνο τῶν μοναχῶν καί ὁρισμένων ἄλλων φιλακόλουθων χριστιανῶν. Γι' αὐτό καί εἶναι εὔλογο τό ἀπό πολλές πλευρές διατυπούμενο αἴτημα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ περισσότερο ἀξιοποιήσιμη ποιμαντικά εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν περίοδο αὐτή.

Πράγματι, ἡ ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἑσπερινή ἀκολουθία, πού ψάλλεται κατά τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ὁποίας νοηματίζουν κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τήν ἑσπερινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι, Τά πρός Κύριον (Ψαλμ. 119-133) εἶναι οἱ λεγόμενες Ὠδές τῶν Ἀναβαθμῶν, πού ἔψαλλαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, καθώς ἀνέβαιναν λιτανεύοντας τά σκαλιά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί διά μέσου τῶν ὁποίων ἐκφράζεται καί σήμερα κατά ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ πόθος τοῦ λατρεύοντος χριστιανοῦ γι' αὐτή τήν ἑσπερινή του συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ἡ εὐλογία τοῦ λαοῦ μέ τήν ἀναμμένη λαμπάδα καί ἡ ἱερατική ἀναφώνηση "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι" ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχαία χριστιανική συνήθεια τῆς εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός καί ἀποτελοῦν μιά συμβολική ἀναγωγή στήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. η´ 12· Ματθ. ιδ´ 20), πού συνδέεται ἄμεσα καί πρός τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα πού ἀκολουθοῦν. Πρόκειται γιά τά ἴδια περίπου ἀναγνώσματα, πού διαβάζονταν στίς ἀντίστοιχες ἑσπερινές κατηχητικές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί μᾶς μεταφέρουν στήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πρός τό Ἅγιο Φώτισμα (Βάπτισμα) εὐτρεπιζομένων ἀδελφῶν, πού γινόταν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί ὑπέρ τῶν ὁποίων ὥς σήμερα γίνονται εἰδικές δεήσεις στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἡ ἀσματική ψαλμώδηση τοῦ ἀναδιπλούμενου 140 ψαλμοῦ τοῦ λυχνικοῦ, μέ ἐφύμνιο τόν β´ στίχο τοῦ "Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...", πού ἐπέχει θέση προκειμένου ἤ ἀλληλουαρίου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τή λειτουργικότητα τοῦ ὁποίου, ὡς ψαλμοῦ μετανοίας στά πλαίσια τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαίρει ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ οὐσιαστικά τήν ἀκολουθία αὐτή ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑσπερινή ἀκολουθία εἶναι κυρίως τό γεγονός ὅτι κατά τήν τέλεσή της δίδεται στούς πιστούς ἡ δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀφοῦ μποροῦν νά μεταλάβουν ἀπό τά Τίμια Δῶρα, πού καθαγιάστηκαν κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Καί αὐτό, διότι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε νά μήν τελεῖται ἡ κανονική Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν διαταράσσεται ἀπό τόν δοξολογικό της χαρακτήρα ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν. "Ὁμοῦ δέ χαίρειν καί πενθεῖν ἀσύμβατόν τε καί ἀνακόλουθον", ὅπως λέγει ἕνα ἀρχαῖο κείμενο.

Ὡστόσο αὐτό τό "συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν" τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς τελετῆς δέν ἔχει καμιά σχέση πρός τό κραυγαλέο πένθος τῆς δυτικῆς πνευματικότητας ἤ τά μελαμβαφῆ ἄμφια, πού κατέκλυσαν τά τελευταῖα χρόνια καί τούς δικούς μας ναούς. Ἀλλά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τό χαροποιόν πένθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μ' αὐτό τό θρηναγάλλιασμα τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται κατά ξεχωριστό τρόπο στόν εἰδικό χερουβικό ὕμνο τῆς ἀκολουθίας, "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν...". Πρόκειται γιά τόν ὕμνο πού ψάλλεται κατά τήν εἰσόδευση τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία τράπεζα καί προσδίδει στήν ὅλη στιγμή μιά μυστική καί ὑπερκόσμια μεγαλοπρέπεια, "γιατί ἐκφράζει λειτουργικά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τό τέλος μιᾶς μακρᾶς νηστείας, προσευχῆς καί ἀναμονῆς· τόν ἐρχομό τῆς βοήθειας, τῆς ἀνακούφισης καί τῆς χαρᾶς πού περιμένουμε".

Ὄντας, λοιπόν, ἀπό τή φύση της ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μιά ἑσπερινή ἀκολουθία, συνδυασμένη μέ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἐφαλτήριο ἐκκίνησης σ' αὐτό τό μεῖζον ἀγώνισμα χρησιμοποίησης τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα κατ' αὐτή τήν ἱερή περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά δέν εἶναι οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ψαλμωδία, οὔτε ἡ προσευχή ἀπό μόνα τους, ἀλλά "τό ἐκτελεῖσθαι ταῦτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ... ὅταν ἀτενῶς ἡ διάνοια ἐκείνῳ ἐνορᾶ, καί διά τό πρός αὐτόν ὁρᾶν καί νηστεύῃ καί ψάλλῃ καί προσεύχηται". Αὐτή δέ ἡ "ἀτενής ἐνόραση" τοῦ Θεοῦ καί ἡ καύση τῆς καρδίας (Λουκ. κβ´ 32) ἐν ὄψει τῆς βραδυνῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό νόημα σέ κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας πού πέρασε καί ἀποτελεῖ τήν σταυραναστάσιμη ἐκείνη γεύση πού αὐξάνει τόν πόθο τῶν χριστιανῶν γιά περισσότερη χριστοποίηση τῆς ζωῆς τους "ὅτι χρηστός ὁ Κύριος" (Ψαλ. λγ´ 9).
 

Κατήχησις εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης
 



Κατήχησις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα.



Εὐλόγησον πάτερ.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ, ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.

Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Κυριακὴ τῆς συγχώρησης



Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.

Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.

Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.

Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: "Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ' αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ".

Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε "ἐν καινότητι" ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.



 

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο ( τῆς Τυρινῆς) Anthony Bloom




Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος.

Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε - ὅπως τή χάνει καί τώρα - ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.

Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;» Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς. Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ' ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.

Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς.

Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;

Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν' ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν' ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν' ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν' ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης.

Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν' ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω. Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».

Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.

Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ' ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν' ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.

Ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς





῾Η νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μαζί μέ τή νηστεία τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, εἶναι οἱ ἀρχαιότερες καί μόνες νηστεῖες, πού ἔχουν Οἰκουμενική κάλυψη, δηλαδή ἐπικυρώθηκαν μέ Κανόνες Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ξθ΄ ῾Αγ. ᾿Αποστ., ε΄ τῆς Α΄, β΄, κθ΄ καί πθ΄ τῆς ΣΤ΄). Οἱ λοιπές καθιερωμένες νηστεῖες τοῦ ἔτους, βασίζονται στήν ῾Ιερή Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού κι αὐτή εἶναι ἰσχυρή καί ἔγκυρη.

῾Η νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάγεται ἤδη στούς ἀποστολικούς χρόνους καί θεσμοθετήθηκε κατά μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. δ΄, 2), ὡς καί τῶν σαραντάμερων νηστειῶν τῶν Προφητῶν Μωυσέως (᾿Εξοδ. λδ΄, 28) καί ᾿Ηλιοῦ (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8).

῾Η ἀρχαιότητά της, ἔγκειται καί στό γεγονός, ὅτι μόνον κατ᾿ αὐτή, σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες μεταγενέστερες μακρές νηστεῖες, δέν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση τῆς ἀναιμάκτου θυσίας (τελείας Λειτουργίας), παρά μόνο τά Σάββατα καί τίς Κυριακές.

᾿Από νωρίς συνδέθηκε μέ τήν ἀρχαία νηστεία τοῦ Πάσχα, τῆς μιᾶς, δύο καί μετά ἕξι ἡμερῶν πρό τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα (Μεγάλη ῾Εβδομάδα). Μιά ἐκδοχή, ὅτι ἀρχικά ἡ Τεσσαρακοστή συνδέθηκε μέ τά Θεοφάνεια, κατά ἀκριβῆ μίμηση τῆς σαραντάμερης νηστείας τοῦ Κυρίου στήν ἔρημο μετά τό Βάπτισμα Του, ἀρχόμενη ἀπό τίς 7 ᾿Ιανουαρίου, δέν ἔχει ἀποκτήσει σταθερά ἐρείσματα καί θεμελιωμένες ἀποδείξεις.

᾿Αρχικό νόημα


Τό νόημα τῆς νηστείας τῶν σαράντα ἡμερῶν, ἀρχικά ἦταν ταυτισμένο μέ τήν προετοιμασία τῶν Κατηχουμένων καί "τῶν πρός τό ἅγιον φώτισμα εὐτρεπιζομένων", γιά τό βάπτισμά τους, κατά τή νύκτα τοῦ Μ. Σαββάτου, στήν παννυχίδα - ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Στή "Λειτουργία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς", τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἤ Προηγιασμένη, οἱ σχετικές "δεήσεις", πού μέχρι σήμερα ἔχουν διατηρηθεῖ ἀνέπαφες, μαρτυροῦν αὐτό τό ἀρχικό νόημα. Τό αὐτό μαρτυρεῖ καί ἡ καθημερινή ᾿Ανάγνωση, στίς ᾿Ακολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου, τῶν Βιβλίων, πού χρησιμοποιοῦσε ἡ ᾿Αρχαία ᾿Εκκλησία γιά Κατήχηση, ἤτοι τῆς Γενέσεως, τοῦ ᾿Ησαΐα καί τῶν Παροιμιῶν.

Τό Πάσχα παρέχει τή μεγάλη ἱερότητα πού ἔχει τό Μυστήριο τοῦ ῾Αγίου Βαπτίσματος, ὡς συμμετοχή (συνταφή καί συνανάσταση) στόν ἐκούσιο Θάνατο καί τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου, κατά τήν θεμελιώδη ἑρμηνεία τοῦ θείου Παύλου: "συνετάφημεν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν" (Ρωμ. ς΄ 4). ῾Η Λειτουργία τῆς Παννυχίδας τοῦ Πάσχα ἦταν μιά καθαρά "βαπτισματική" Λειτουργία, στοιχεῖα τῆς ὁποίας, ἔχουν μέχρι σήμερα διατηρηθεῖ στήν ἀντίστοιχή της ἑσπερινή Λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου (῾Εσπερινός ᾿Αναστάσεως μέ τή Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου). Αὐτά εἶναι:

α) τά 15 Παλαιοδιαθηκικά ᾿Αναγνώσματα τοῦ ῾Εσπερινοῦ (σήμερα ἀναγινώσκονται τρία) γιά τήν κάλυψη τοῦ χρόνου Βαπτίσεως τῶν Κατηχουμένων στό Βαπτιστήριο καί σέ ἀναμονή τῶν πιστῶν γιά τήν ὑποδοχή τους στό Ναό, πού γινόταν μέ τήν ψαλμωδία τοῦ εἰσοδικοῦ ὕμνου "῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...", γιά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας,

β) τά Καινοδιαθηκικά ᾿Αναγνώσματα (᾿Απόστολος καί Εὐαγγέλιο), πού εἶναι τοῦ ῾Αγίου Βαπτίσματος καί

γ) ἡ ψαλμωδία τοῦ βαπτισματικοῦ ὕμνου "῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...", σέ ἀντικατάσταση τοῦ Τρισαγίου ὕμνου.

Περίοδος μετανοίας

῾Η σταδιακή ἀτονία τοῦ θεσμοῦ τῶν Κατηχουμένων μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ κατά τόν 6ο αἰῶνα, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα α) τήν κατάργηση τῆς ὁμαδικοῦ βαπτίσματος, ὡς μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, συνδεδεμένου μέ τή Λειτουργία τοῦ Πάσχα, β) τήν τέλεση μεμονομένων πλέον (ἰδιωτικῶν!) βαπτίσεων, ἀποσυνδεμένων ἀπό τό Πάσχα ἤ ἀπό ἄλλες μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή, πού ὅμως μέχρι σήμερα διατηροῦν τόν βαπτισματικό τους χαρακτῆρα στή Λειτουργία), ἀλλά κυρίως γ) τήν ἀλλαγή τοῦ νοήματος καί τοῦ χαρακτῆρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἀπό "κατηχητικῆς" περιόδου προετοιμασίας τῶν Κατηχουμένων (καί ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, γιά τό γεγονός τῆς εἰσόδου "διά τοῦ βαπτίσματος" νέων μελῶν σ᾿ αὐτήν), σέ περίοδο "μετανοίας", προετοιμασίας τῶν πιστῶν γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα.

Τό νόημα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα, ὡς προσωπικῆς διαβάσεως τοῦ καθενός μας "διά τῆς ᾿Εκκλησίας" καί μέσα στήν ᾿Εκκλησία, ἀπό τό ζοφερό χῶρο τῆς δουλείας τῶν παθῶν καί τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Σατανᾶ, στό χῶρο τῆς ἐλευθερίας τῶν "υἱῶν τοῦ Θεοῦ", τῆς Νέας ᾿Επαγγελίας, προσφέρει ἀκριβῶς τήν "ἀνάληψη" τοῦ ἀγῶνα, γι᾿ αὐτήν τήν ὑπέρβαση, στό "στάδιο τῶν ἀρετῶν", τήν Μ. Τεσσαρακοστή. Αὐτή ἡ ὑπέρβαση θά ἐπιτευχθεῖ μέ τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς τήν ἐξήγγειλε ἡ ἐκπλήρωση καί φανέρωση τῆς πρώτης "ἐπαγγελίας τοῦ Πατρός", ὁ Μεσσίας, στήν πρώτη Του διδασκαλία: "Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν". ῾Η μετάνοια εἶναι ἄλλωστε τό "δεύτερο βάπτισμα" καί ταυτίζεται μέ τόν "ἀγῶνα τῆς νηστείας", πού εἶναι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή.

῾Ο νέος αὐτός προσανατολισμός τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, συνέβαλε, ὥστε ἀπό τόν 9ο κυρίως αἰῶνα νά δημιουργηθεῖ, μέ κέντρο τή Μονή τοῦ Στουδίου στήν Κωνσταντινούπολη καί εἰδικότερα ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρο τό Στουδίτη ἀρχικά, τό λειτουργικό βιβλίο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς "Τριώδιο", στό ὁποῖο καταχωρήθηκε καί διασώθηκε ὁ τεράστιος καί ἀξεπέραστος ὑμνολογικός πλοῦτος, ἐπικεντρωμένος ἀκριβῶς στό νέο νόημα, τή μετάνοια. Τό βιβλίο αὐτό φανερώνει καί τόν τελικό σύνδεσμο τῆς Τεσσαρακοστῆς μέ τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, τήν προέκταση τῆς ἀρχαίας νηστείας τοῦ Πάσχα.

Διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς

῾Η περίοδος διάρκειας καί ὁ τρόπος μετρήσεως τῆς Τεσσαρακοστῆς, μέχρι τήν τελική διαμόρφωσή της, πού ἰσχύει γιά μᾶς σήμερα, παρουσίασε μεγάλη ποικιλία κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες.

Πρόκειται περί τοῦ διαφορετικοῦ ὑπολογισμοῦ τῶν ἡμερῶν τῆς μεγάλης αὐτῆς καί μακρᾶς Νηστείας, πού τήν διαφοροποιεῖ κατά τή χρονική διάρκεια καί ἔκτασή της. Συγκεκριμένα, ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς προβληματισμός στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, ὡς πρός τό:

Ποιές θά εἶναι αὐτές οἱ σαράντα μέρες νηστείας;

Τό Σάββατο καί ἡ Κυριακή, πού εἶναι εὐχαριστιακές καί καταλύσιμες ἡμέρες, θά συμπεριλαμβάνονται στή χρονική διάρκεια;

῾Η Μεγάλη ῾Εβδομάδα θά συμπεριλαμβάνεται στή μέτρηση τῶν 40 ἡμερῶν;

᾿Ανατολική ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.

Γιά μᾶς ἐπικράτησε "ἡ μορφή τῆς Κωνσταντινουπόλεως", δηλαδή ὁ τρόπος μέτρησης πού ἐφαρμόστηκε τελικά στή Βασιλεύουσα μετά τόν 8ο αἰῶνα, ὅταν ὁριστικοποιήθηκε τό νέο νόημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, μέ τή διαμόρφωση καί τοῦ λειτουργικοῦ της βιβλίου τοῦ "Τριωδίου".

Κατά τήν ἰσχύσασα αὐτή "μορφή" στήν Μεγ. Τεσσαρακοστή:

δέν συμπεριλαμβάνεται ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα,

προσμετροῦνται ὅμως τά Σάββατα καί οἱ Κυριακές, πού, ἄν καί δέν εἶναι μέρες νηστείας, ἐντάσσονται στή λειτουργική περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί

χρειάζονται 6 ἑβδομάδες γιά τή συμπλήρωσή της.

῞Εξι ἑβδομάδες ἐπί ἑπτά ἡμέρες κάνουν σαράντα δύο μέρες (6x7=42). ᾿Αφαιροῦνται οἱ δύο τελευταῖες μέρες, τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων καί ἔτσι ἔχουμε 40 ἡμέρες.

῾Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀρχίζει ἀπό τή Δευτέρα τῆς Α΄ ῾Εβδομάδος τῶν Νηστειῶν (Καθαρά Δευτέρα - Καθαρά ῾Εβδομάς) καί λήγει τήν Παρασκευή τῆς ΣΤ΄ ῾Εβδομάδος (πρό τῶν Βαΐων). Τά τροπάρια αὐτῆς τῆς τελευταίας μέρας στό "Τριώδιο", φανερώνουν "τήν πλήρωσιν τῆς ψυχοφελοῦς Τεσσαρακοστῆς" καί τήν ἀναμονή τῆς "ἁγίας ἑβδομάδας τοῦ Πάθους".

Αὐτός ὁ ὑπολογισμός ὑπονοεῖται, κατά τήν ἐρμηνεία πολλῶν, καί ἀπό τίς ᾿Αποστολικές Διαταγές (κείμενο τοῦ τέλους τοῦ δ΄ αἰῶνος), πού λέγουν: "᾿Επιτελείσθω δέ ἡ νηστεία αὕτη πρό τῆς νηστείας τοῦ Πάσχα, ἀρχομένη μέν Δευτέραν, πληρουμένη δέ εἰς Παρασκευήν. Μεθ᾿ ἅς ἀπονηστεύσαντες ἄρξασθε τῆς ἁγίας τοῦ Πάσχα ἑβδομάδος, νηστεύοντες αὐτήν πάντες μετά φόβου καί τρόμου".

Τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων, εἶναι Δεσποτικές ἑορτές. ᾿Εξ αἰτίας τοῦ νέου ὑπολογισμοῦ τῆς Τεσσαρακοστῆς, πού λήγει πρίν τή Μ. ῾Εβδομάδα, ἡ Λειτουργία τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, διασώζει στοιχεῖα βαπτισματικῆς Λειτουργίας, γιά τήν ὁλοκλήρωση τῆς σαραντάμερης προετοιμασίας τῶν Κατηχουμένων. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ψαλμωδία τοῦ βαπτισματικοῦ ὕμνου "῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...", σέ ἀντικατάσταση τοῦ Τρισαγίου ὕμνου, κατά τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί ἀπό τό β΄ ἀπολυτίκιο τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων "Συνταφέντες σοι διά τοῦ Βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ᾿Αναστάσει σου...", πού φανερώνει τήν ἤδη τελεσθεῖσα Βάπτιση τῶν Κατηχουμένων στή λήξη τῆς Τεσσαρακοστῆς.

᾿Αρχαῖες "Προχαλκηδόνιες" ἐκκλησίες

Τό ὅτι ἀρχικά συμπεριλαμβανόταν ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα στήν Τεσσαρακοστή, φαίνεται καθαρά στόν κθ΄ κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), κατά τόν ὁποῖο ἡ Μ. Ἑβδομάδα ἀναφέρεται, ὡς "ὑστέρα (ἐσχάτη) ἑβδομάς" τῆς Τεσσαρακοστῆς, καθώς καί στό ῾Οδοιπορικό τῆς Αἰθερίας (381-384).

Τήν συμπερίληψη τῆς Μ. ῾Εβδομάδος στήν Τεσσαρακοστή, διετήρησαν οἱ ἀρχαῖες "ἐλάσσονες" ἐκκλησίες, πού ἀπεσχίσθησαν ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία μετά τήν "ἐν Χαλκηδόνι" (481), συνελθοῦσα Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο (Προχαλκηδόνιες), ὅπως ἡ ᾿Αρμενική, Κοπτική, Αἰθιοπική κ.ἄ.

Κατά τήν παλαιά μέτρηση δέν συμπεριλαμβάνονται τά Σάββατα καί οἱ Κυριακές, ὡς καταλύσιμες μέρες. ῾Υπολογίζουν μόνο πέντε (5) μέρες νηστείας τήν ἑβδομάδα, γι᾿ αὐτό χρειάζονται ὀκτώ (8) ἑβδομάδες γιά τήν ὁλοκλήρωση τῶν 40 ἡμερῶν νηστείας (55 8=40). ᾿Αρχίζει ἡ Τεσσαρακοστή δηλαδή, μιά ἑβδομάδα πρίν ἀπό μᾶς (Δευτέρα Τυροφάγου).

Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἑβδομάδα τῆς Τυροφάγου, πού γιά μᾶς μέχρι σήμερα ἔχει περιορισμένη νηστεία καί πολλά λειτουργικά στοιχεῖα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, φανερώνει τήν προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν 6 ἤ 8 ἑβδομάδων, ὡς πρός τή χρονική διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

᾿Επίσης, παρά τή νέα ρύθμιση, κατά τήν ὁποία ἡ Μ. ῾Εβδομάδα εἶναι ἐκτός Τεσσαρακοστῆς, στίς Προηγιασμένες Λειτουργίες τῆς Μ. ῾Εβδομάδος, παραμένει ὡς ὀπισθάμβωνος εὐχή, αὐτή πού ἀναφέρεται στή Τεσσαρακονθήμερο νηστεία. Δέν ὑπῆρξε πρόβλεψη γιά ἀλλαγή τῆς εὐχῆς κατ᾿ αὐτές τίς μέρες, πού δέν συμπεριλαμβάνονται στή Μ. Τεσσαρακοστή (ὅπως προβλέπει τό Τυπικό τῆς ᾿Αναστάσεως, κῶδ. τ. Σταυροῦ 43, γιά τήν τέλεση τῆς ἀρχαίας ἱεροσολυμίτικης Προηγιασμένης τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου τοῦ ᾿Αδελφοθέου, τίς ἡμέρες τῆς Μ. ῾Εβδομάδος). Δεῖγμα καί αὐτό τῆς παλαιᾶς συμπερίληψης τῆς Μ. ῾Εβδομάδος στή Τεσσαρακοστή. ῎Αλλωστε στή συνείδηση τοῦ κόσμου ἡ Μ. ῾Εβδομάδα δέν ξεχωρίζεται ἀπό τή Τεσσαρακοστή.

Δυτική Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία

Καί ἡ Ρωμαιοκαθολική ἐκκλησία διετήρησε τή συμπερίληψη τῆς Μ. ῾Εβδομάδος στήν Τεσσαρακοστή. Πλήν ὅμως, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰῶνα στή Ρώμη, ἀργότερα τόν 4ο αἰῶνα στήν ᾿Ισπανία (Σύνοδος ᾿Ελβίρας, καν.26) καί ὁριστικά τόν 5ο αἰῶνα (Ρώμης ᾿Ιννοκέντιος ὁ Α΄, 401-417, ἐπιστ. 25, Migne, 20,555), κατήργησε τήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου καί αὐθαιρέτως ἐθέσπισε τό Σάββατο ὡς νηστήσιμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἐπεκτείνοντας τήν ἐνιαύσια νηστεία τοῦ Μ. Σαββάτου, σέ ἑβδομαδιαία, παρά τή ρητή ἀπαγόρευση τοῦ ξς΄ ἀποστολικοῦ κανόνος. ῾Ως ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καινοτομίας, παραμένει ἡ αὐστηρή ἔκδοση τοῦ νε΄κανόνος τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου.

῎Ετσι ἡ Δυτική ἐκκλησία ὑπολογίζει 6 μέρες νηστείας τήν ἑβδομάδα, ἀφαιρῶντας μόνο τήν Κυριακή. Γιά τήν συμπλήρωση τῶν 40 ἡμερῶν χρειάζεται 6 ἑβδομάδες (6 5 6 = 36) καί 4 ἡμέρες. ῎Ετσι ἡ Τεσσαρακοστή γιά τή Δυτική ἐκκλησία, ἀρχίζει ἡμέρα Τετάρτη (Καθαρά), τήν ἀντίστοιχη Τετάρτη τῆς Α΄ (Καθαρᾶς) ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν γιά μᾶς, ἄν συμπέσει τό Πάσχα κοινό. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Δυτικοί ἑορτάζουν τίς ᾿Απόκριες καί τήν (γιά μᾶς Καθαρά) Δευτέρα καί Τρίτη. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ἡ παρατηρούμενη, δυστυχῶς, ἑορταστική ἐπέκταση... τῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου τήν Καθαρά Δευτέρα, κατά μίμηση ξενικῶν ἑορταστικῶν ἐθίμων. ῾Η ἀργία τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας, στό ᾿Ορθόδοξο Κράτος μας, θεσπίστηκε ἆραγε γιά τήν δυνατότητα ἀπερίσπαστης περισυλλογῆς "ἐπί τῇ ἐνάρξει" τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς ἤ ἐξ ἐπιδράσεως τῆς δυτικῆς ἀποκριάτικης ἑορτῆς;

῾Ο τρόπος τῆς νηστείας

α) Περίοδος Τριωδίου.

Στήν ἑβδομάδα τῆς Τυροφάγου, κατάλοιπο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῶν 8 ἑβδομάδων, προστέθηκαν καί ἄλλες δύο, ἡ "Προφωνήσιμος" καί ἡ "᾿Απόκρεως", γιά νά γίνουν τρεῖς, οἱ ἑβδομάδες προετοιμασίας γιά τήν εἴσοδό μας στή Μ. Τεσσαρακοστή. ῾Η περίοδος αὐτή ὀνομάζεται "Τριώδιο".

Στή Νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἰσερχόμεθα σταδιακά, κατά τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, περίοδο πνευματικῆς προετοιμασίας γιά τήν εἴσοδό μας σ᾿ αὐτήν.

Κατά τήν πρώτη ἑβδομάδα (ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου μέχρι τήν Κυριακή τοῦ ᾿Ασώτου), πού καλεῖται Προφωνήσιμη, ἐπειδή ἀποτελεῖ τήν προαναγγελία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἤ "ἀρτσιβούριο" (=προπομπός), ἔχουμε ὅλες τίς μέρες τῆς ἑβδομάδος "κατάλυσιν εἰς πάντα" (ἀπολυτή).

Κατά τήν δεύτερη ἑβδομάδα, τῆς ᾿Αποκριάς ἤ Κρεατινῆς (ἀπό τήν Κυριακή τοῦ ᾿Ασώτου μέχρι τήν Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεω), καταλύουμε εἰς πάντα, ἐκτός Τετάρτης καί Παρασκευῆς, ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας. ῾Η Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεω, εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα, πού τρῶμε κρέας.

Καί κατά τήν τρίτη ἑβδομάδα, τήν Τυροφάγο ἤ Τυρινή (ἀπό τήν Δευτέρα μετά τήν Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεω μέχρι καί τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου), καταλύουμε ἀπ᾿ ὅλα, ὅλες τίς ἡμέρες, ἐκτός ἀπό κρέας (λευκή νηστεία). Τήν ἑβδομάδα αὐτή ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τήν ὀνομάζει "προνήστιμον" καί ἡ ὑμνογραφία "προκαθάρσιον", ἐπειδή κατ᾿ ἐξοχήν αὐτή μᾶς προετοιμάζει, γιά νά εἰσέλθουμε στήν Τεσσαρακοστή.

Μέ τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, κλείνει ἡ προπαρασκευαστική περίοδος τῶν τριῶν ἑβδομάδων τοῦ Τριωδίου καί εἰσερχόμεθα στήν Μ. Τεσσαρακοστή.

β) Μ. Τεσσαρακοστή.

Κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή, ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρή, ἄνευ καταλύσεως "οἴνου καί ἐλαίου".

Λάδι καί κρασί καταλύουμε μόνο τά Σάββατα καί τίς Κυριακές (ὡς λύση τῆς νηστείας), καί κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. ῎Αν κάποιοι τρῶνε λάδι Δευτέρα, Τρίτη καί Πέμπτη, αὐτό γίνεται γιά ἰδιαίτερους λόγους ἀδυναμίας ἤ ἀσθενείας, μέ τή διάκριση καί ἔγκριση τοῦ Πνευματικοῦ.

Ψάρι καταλύουμε κατά τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.

῾Η πρώτη ἑβδομάδα ὀνομάζεται Καθαρά. Ξεκινάει τήν Καθαρά Δευτέρα, ἡμέρα αὐστηρῆς νηστείας, πού χαρακτηρίστηκε ἔτσι, ἀπό τό ἱστορικό πείραμα τοῦ αὐτοκράτορα ᾿Ιουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, ὁ ὁποῖος ἀποπειράθηκε κατά τήν ἡμέρα αὐτή νά μολύνει τίς τροφές τῶν χριστιανῶν στή Κωνσταντινούπολη. ῾Η πανουργία αὐτή ἀποκαλύφθηκε μέ τήν, ἀπό τόν Θεό, ἐπέμβαση τοῦ ἀθλοφόρου ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου, τοῦ προερχόμενου ἀπό τό Τηρωνικό τάγμα (Τήρων = νεοσύλλεκτος), ῾Ο ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων, διά τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Εὐδοξίου, παρώτρυνε τό λαό νά τραφεῖ μέ κόλλυβα. Τό παράδοξο αὐτό θαῦμα γιορτάζεται τό Σάββατο τῆς Α΄ αὐτῆς ἑβδομάδας τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδή "ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ οὐ τελοῦνται μνῆμαι μαρτύρων, εἰ μή ἐν Σαββάτῳ καί Κυριακῇ". ῾Η ἑβδομάδα αὐτή τηρεῖται μέ ξηροφαγία ἤ μέ τριήμερο ἀποχή (ὑπέρθεση) ἀπό παντός τροφίμου κατά τίς τρεῖς πρῶτες μέρες, ἤ ἀκόμη μέ ἀσιτία μέχρι τό Μ. ᾿Απόδειπνο τῆς Πέμπτης καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παρασκευῆς.

γ) Σάββατο Λαζάρου - Κυριακή Βαΐων.

῾Η Μ. Τεσσαρακοστή πληροῦται τήν Παρασκευή τῆς ἕκτης ἑβδομάδος. ᾿Ακολουθοῦν δύο πανηγυρικές ἡμέρες, δύο Δεσποτικές ἑορτές (κατά τίς ὁποῖες δέν τελοῦνται μνημόσυνα, ὅπως ὅλες τίς Δεσποτικές ἑορτές),

"τῆς ᾿Εγέρσεως τοῦ ἁγίου καί δικαίου, φίλου τοῦ Χριστοῦ, Λαζάρου τοῦ τετραημέρου" τό Σάββατο καί

"τῆς λαμπρᾶς καί ἐνδόξου πανηγύρεως τῆς εἰς ῾Ιερουσαλήμ εἰσόδου τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ" τήν Κυριακή.

Κατ᾿ αὐτές, γιά τή λήξη τῆς Νηστείας καί τό θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου "πιστουμένου τήν κοινήν ἀνάστασιν, πρό τοῦ Πάθους Του", τό μέν Σάββατο καταλύουμε "ἔλαιον καί οἶνον", τήν δέ Κυριακή τῶν Βαΐων "ἰχθύας". ῾Ο Θεόδωρος Στουδίτης ὥριζε γιά τούς μοναχούς τῆς Μονῆς Στουδίου κατάλυση ἰχθύων καί τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου (Migne, 99, 1791).

δ) Μεγάλη ῾Εβδομάδα.

Κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ἀπό τή Μ. Δευτέρα μέχρι καί τό Μ. Σάββατο, ὁρίζεται αὐστηρή νηστεία μέ ἀποχή ἀπό λάδι.

Γιά τή Μ. Πέμπτη εἰδικότερα, σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Σάββα, πού ἔχει καταγραφεῖ καί στό "Τριώδιο", ἄλλα Τυπικά ᾿Εκκλησιῶν καί Μονῶν, τή γνώμη τοῦ ὁσιωτάτου Πατριάρχου ΚΠόλεως Νικολάου, καθώς καί τήν εὑρύτατα διαδεδομένη παράδοση τοῦ λαοῦ μας καί τή συνήθεια τῶν χριστιανῶν, μποροῦμε νά καταλύουμε λάδι, μετά τή Θεία Μετάληψη, πρός τιμήν τῆς ἡμέρας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, κατά τό ὁποῖο μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Γιά τό Μ. Σάββατο χρειάζεται προσοχή, γιατί εἶναι ἡμέρα αὐστηρῆς νηστείας, τό μόνο Σάββατο πού νηστεύεται καί ἡ νηστεία παρατείνεται μέχρι τοῦ μεσονυκτίου, "ὅτε, ἐπιφωσκούσης τῆς Κυριακῆς ", ἐξαγγέλλεται ἡ ᾿Ανάστασις τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζουν οἱ ᾿Αποστολικές Διαταγές: "Τῷ δέ Σαββάτῳ μέχρις ἀλεκτροφωνίας παρατείνοντες ἀπονηστίζεσθε ἐπιφωσκούσης τῆς μιᾶς Σαββάτων, ἥτις ἐστίν ἡ Κυριακή".

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


᾿Αγαπίου ἱερομ. καί Νικοδήμου μον., Πηδάλιον

᾿Αμ. ᾿Αλιβιζάτου, Οἱ ἱεροί κανόνες

Γεωργ. Βεργωτῆ, ῾Η Νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς

Χρήστου Μ. ᾿Ενισλείδου, ῾Ο θεσμός τῆς Νηστείας

Εὐαγγ. Θεοδώρου, ῾Η μορφωτική ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριωδίου

Συμ. Κούτσα, ᾿Αρχιμ., ῾Η Νηστεία τῆς ᾿Εκκλησίας

Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων

Α. Schmemann, Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Τοῦ ἰδίου, ᾿Εξ ὕδατος καί πνεύματος

Βασ. Στεφανίδου, ᾿Αρχιμ., ᾿Εκκλησιαστική ῾Ιστορία

᾿Ιω. Φουντούλη, Λειτουργική

Τοῦ ἰδίου, ᾿Απαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας

Τοῦ ἰδίου, Λογική Λατρεία

Τοῦ ἰδίου, Θείαι Λειτουργίαι

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...