Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 01, 2018

Για μια καλή χρονιά (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)



Θα σου πάει καλά όλη η χρονιά, όχι αν μεθάς την πρώτη του μηνός, αλλά αν και την πρώτη του μηνός και κάθε μέρα κάνεις αυτά που αρέσουν στον Θεό. Διότι η ημέρα γίνεται κακή ή καλή όχι από τη δική της φύση, αφού δεν διαφέρει η μια μέρα από την άλλη, αλλά από τη δική μας επιμέλεια ή ραθυμία.

Αν κάνεις την αρετή, σου έγινε καλή η μέρα. Αν κάνεις την αμαρτία, έγινε κακή και γεμάτη κόλαση. Αν εμβαθύνεις σ’ αυτά κι έχεις αυτές τις διαθέσεις, θα ‘χεις καλή όλη τη χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ελεημοσύνες. Αν όμως αμελείς την προσωπική σου αρετή κι εμπιστεύεσαι την ευφροσύνη της ψυχής σου στις αρχές των μηνών και στους αριθμούς των ημερών, θα ερημωθείς απ’ όλα τα αγαθά σου.

Αυτό, λοιπόν, επειδή το αντιλήφθηκε ο διάβολος κι επειδή φροντίζει να καταλύσει τους κόπους μας για την αρετή και να σβήσει την προθυμία της ψυχής, μας έμαθε να βάζουμε στις μέρες την ετικέτα της ευτυχίας ή της δυστυχίας.
Ένας που έπεισε τον εαυτό του ότι η ημέρα είναι κακή ή καλή, ούτε στην κακή θα φροντίσει για καλά έργα, διότι τάχα άδικα τα κάνει όλα και χωρίς σε τίποτα να ωφελήσει, εξαιτίας της κακορρίζικης ημέρας· ούτε στην καλή πάλι θα το κάνει αυτό, διότι τάχα σε τίποτα δεν τον εμποδίζει η προσωπική του ραθυμία, εξαιτίας της καλορρίζικης ημέρας, κι έτσι και από τις δύο πλευρές θα προδώσει τη σωτηρία του. Κι άλλοτε μεν διότι δήθεν ανώφελα κοπιάζει, άλλοτε διότι δήθεν περιττά, θα ζήσει μέσα στην αργία και την πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό πρέπει να αποφεύγουμε τις μεθοδείες του διαβόλου και να βγάλουμε από το νου μας αυτήν την ιδέα και να μη προσέχουμε τις μέρες ούτε να μισούμε τη μια και ν’ αγαπούμε την άλλη…
Ο χριστιανός δεν πρέπει να γιορτάζει μόνο μήνες ούτε πρωτομηνιές ούτε Κυριακές, αλλά σ’ όλη του τη ζωή να έχει τη γιορτή που του πρέπει. Και ποιά γιορτή του πρέπει; Ας ακούσουμε τον Παύλο που λέει· «Ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας» (Α’ Κο. 5, 8).
Όταν λοιπόν έχεις καθαρή τη συνείδηση, έχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι με καλές ελπίδες και εντρυφάς στην προσδοκία των μελλόντων αγαθών· όπως, όταν δεν έχεις παρρησία κι έχεις πέσει σε πολλά αμαρτήματα, ακόμη κι αν είναι μύριες γιορτές και πανηγύρια δεν θα ‘σαι σε καθόλου καλύτερη θέση από εκείνους που πενθούν. Διότι, τί όφελος έχω εγώ από τη λαμπρή μέρα, όταν την ψυχή μου τη σκοτίζει η συνείδηση;
Αν λοιπόν θέλεις να ‘χεις και κάποιο κέρδος από την πρωτομηνιά, κάνε το εξής. Όταν βλέπεις ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος, ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι σε έβαλε σ’ αυτήν την περίοδο των ετών. Δημιούργησε κατάνυξη στην καρδιά σου, ξαναλογάριασε τον χρόνο της ζωής σου, πες στον εαυτό σου· Οι μέρες τρέχουν και περνούν, τα χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος του δρόμου προχωρήσαμε. Άραγε τι καλό κάναμε; Μήπως άραγε φύγουμε από δω άδειοι κι απογυμνωμένοι από κάθε αρετή; Το δικαστήριο είναι κοντά, η ζωή μας τρέχει προς το γήρας.

(Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος εν ταις Καλάνδαις, PG 48, 955-956)

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀφαιρέθηκε





Φαντάζεστε τί θά γινόταν, ἄν τήν ἐποχή τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχαν σύγχρονα μέσα ἐνημέρωσης; Φαντάζεστε, ἄν ὑπῆρχαν ἔστω καί μόνο τά κασετόφωνα, πο]y κάθε καλός κύριος ἤ καλή κυρία τά στήνει πάνω στό τραπέζι τοῦ ὁμιλητῆ, πόσα στιγμιότυπα θά ἀποθησαυρίζαμε κι ἀπό αὐτούς ἀκόμη τούς μεγάλους Πατέρες, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο;

Ὡστόσο ἡ ἀπογοήτευσή μας δέν πρέπει νά εἶναι ἀπόλυτη, τουλάχιστον γιά τούς μεγάλους Πατέρες, γιατί τότε ὑπῆρχαν ἱκανοί στενογράφοι, πού συχνά λειτουργοῦσαν σάν τά κασετόφωνα. Δηλαδή κατέγραφαν μηχανικά ὅσα πρόφεραν οἱ ὁμιλητές.

Ἐδῶ θά παρουσιάσουμε ἕνα περιστατικό μέ τόν Μέγα Βασίλειο, πού συνέβη ὅταν ἑρμήνευε τήν Ἑξαήμερο σέ συνέχειες. Οἱ ὁμιλίες αὐτές, ἐννέα τόν ἀριθμό, ἔγιναν στήν Καισαρεία, ὅταν ἦταν πρεσβύτερος, δηλαδή πρίν τό 370. Πρέπει, κατά τούς εἰδικούς, νά τίς ἔκανε σέ περίοδο νηστείας, καί μάλιστα σέ χρονικό διάστημα μίας ἑβδομάδας. Συνεπῶς ἐκφωνοῦσε περίπου δύο ὁμιλίες τήν ἡμέρα.

Τό σχετικό περιστατικό συνέβη στήν ὄγδοη ὁμιλία. Γιά νά τό καταλάβουμε ὅμως πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἕβδομη ὁμιλία, πού τήν εἶπε τό προηγούμενο βράδυ. Στήν ὁμιλία αὐτή ὁ Μ. Βασίλειος ἑρμήνευσε τό χωρίο τῆς Ἑξαημέρου πού ἀναφέρεται στή δημιουργία τῶν «ἑρπετῶν» καί τῶν «πτηνῶν» καί πού ἀρχίζει μέ τίς λέξεις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός ἐξαγαγέτω…» (Γέν. 1,20). Ὡστόσο περιορίστηκε μόνο στό θέμα τῶν «ἑρπετῶν», δηλαδή στόν θαλάσσιο κόσμο καί τά ζῶα, καί δέν προχώρησε στά πτηνά.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ὁ Μ. Βασίλειος, ξεφυλλίζοντας τόν κώδικα τῆς Γενέσεως γιά νά ξαναθυμίσει στό ἀκροατήριό του τό κείμενο, διάβασε ἀπό παραδρομή ἕνα χωρίο παρακάτω (1,24), πού ἄρχιζε μέ τά ἴδια λόγια τοῦ χθεσινοῦ: «Καί εἶπεν ὁ Θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχήν ζῶσαν κατά γένος, τετράποδα καί ἑρπετά καί Θηρία…». Μέ ἀφορμή αὐτό τό χωρίο ὁ Μ. Βασίλειος προχώρησε στήν ἀξιολογική σύγκριση τῶν θαλασσίων ζώων μέ τά χερσαῖα. Ἀναφέρθηκε στή διαφορά ἀνάμεσα στίς ψυχές τῶν ζώων καί τῶν ἀνθρώπων καί κατέκρινε τούς ἕλληνες φιλοσόφους πού δέχονταν τήν ἄποψη ὅτι οἱ ψυχές τῶν γυναικῶν, τῶν θάμνων καί τῶν θαλασσίων ζώων ἦσαν «ὁμοειδεῖς). Στή συνέχεια ἔκλεισε τό θέμα μέ τήν ἑξῆς εἰρωνεία: «Τό ἄν οὗτοι πού λένε κάτι τέτοια θά γίνουν κάποτε ψάρια, δέν μπορῶ νά τό βεβαιώσω· αὐτό ὅμως πού ξέρω εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔγραψαν τά παραπάνω ἦσαν πιό ἀνόητοι καί ἀπό τά ψάρια».

Τέλος ἐπανέλαβε τό χωρίο τῆς Γενέσεως: «Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχήν ζῶσαν», γιά νά συνεχίσει μέ τά ζῶα. ‘Αλλά ἀντί νά μιλήσει, ἔμεινε ἐντελῶς σιωπηλός, ἔτσι πού ἔγινε ἀντιληπτός καί ἀπό τό ἀκροατήριό του. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἀπό μικρή ἀβλεψία, μέ τό νά διαβάσει τό πιό κάτω χωρίο τῆς Γενέσεως, μίλησε γιά τά ζῶα χωρίς νά ἀσχοληθεῖ μέ τά πτηνά.

Μετά ἀπό λίγο διέκοψε τή σιωπή του καί εἶπε περίπου τά ἑξῆς: «Πολλοί ἴσως ἀπό σᾶς ξαφνιάστηκαν πού, ἐνῶ μιλοῦσα, σταμάτησα γιά κάποιο χρόνο. Ὅσοι ὅμως ἀπό τούς ἀκροατές ἦσαν προσεκτικοί, κατάλαβαν τήν αἰτία τῆς σιωπῆς μου. Κι ἐγώ μέ τή σειρά μου τούς κατάλαβα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀλληλοκοιταζόντουσαν καί ἔκαναν μεταξύ τους νεύματα. Ἡ συμπεριφορά τους αὐτὴ μέ ἔκαμε νά συνέλθω καί νά φέρω στή μνήμη μου αὐτά πού παρέλειψα. Καθώς βλέπετε λησμόνησα ἕνα ὁλόκληρο τμῆμα τῆς δημιουργίας, τά πτηνά, δηλαδή ἕνα τμῆμα πού δέν εἶναι ἀπό τά μικρά».

Ἀμέσως μετά ὁ Μ. Βασίλειος ἐπανῆλθε στό ἀρχικό κείμενο τῆς Γενέσεως 1,20-21: «Ἐξαγαγέτω γάρ τά ὕδατα ἑρπετά ψυχῶν ζωσῶν κατά γένος, καί πετεινά πετούμενα ἐπί τῆς γῆς κατά τό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ), καί συνέχισε: «Μιλήσαμε γιά τά θαλάσσια χθές τό βράδυ, ὅσο ὁ χρόνος μᾶς τό ἐπέτρεψε. Σήμερα περάσαμε στήν ἐξέταση τῶν χερσαίων ζώων. Μᾶς ξέφυγαν τά πετεινά, δηλαδή αὐτά πού εἶναι ἀνάμεσα στά θαλάσσια ζῶα καί τά ἐπίγεια. Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη νά κάνουμε αὐτό πού κάνουν οἱ ξεχασιάρηδες ὁδοιπόροι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ξεχνοῦν κάτι σημαντικό, ἔστω κι ἄν προχώρησαν πολύ, πάλι γυρίζουν πίσω γιά νά τό πάρουν, καί τιμωροῦνται ἔτσι γιά τήν ἀφηρημάδα τους μέ τό νά φορτώνονται τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Ἔτσι καί μεῖς θά κάνουμε αὐτό πού πρέπει, μέ τό νά ἀκολουθήσουμε τήν ἴδια πορεία. Αὐτό πού λησμονήσαμε δέν εἶναι καθόλου μικρό, ἀλλά εἶναι τό ἕνα τρίτο τοῦ συνόλου τῶν ζώων πού δημιουργήθηκαν, ἐφ’ ὅσον τρία γένη ζώων ὑπάρχουν, «τό τε χερσαῖον, καί τό πτηνόν, καί τό ἔνυδρον».

Μετά τήν παρέμβαση αὐτή συνέχισε τόν λόγο του.

Του Αγίου Βασιλείου: Ήμαστε Έλληνες γιατί είμαστε Ορθόδοξοι!




του Γιάννη Παναγιωτόπουλου*

Πόσες φορές έχουμε θαυμάσει ένα όμορφο δέντρο και έχουμε ζηλέψει τους καρπούς του; «Πράγματι, για ένα δέντρο είναι φυσική αρετή να δίνει καρπό στην ώρα του, αλλά του δίνουν κάποια ομορφιά και τα φύλλα που κουνιούνται στα κλαδιά. Έτσι λοιπόν, και η ψυχή έχει την αλήθεια πρώτα για καρπό, αλλά είναι ωραίο να φορά και την κοσμική σοφία, κάτι σαν τα φύλλα που προστατεύουν τον καρπό και ομορφαίνουν την όψη του δέντρου», σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, του οποίου τη μνήμη εορτάζουμε, προσδιορίζοντας τη σχέση της θεολογίας και της ελληνικής σκέψης. Άλλωστε ζει και εργάζεται σε μια εποχή που δομούνται οι προϋποθέσεις ενός νέου πολιτιστικού μεγέθους, που ονομάζεται Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός! Ο ίδιος θα σημειώσει ότι ο θεολόγος που διακρίνει στην ορολογία μορφή και περιεχόμενο είναι ορθόδοξος. 

Η ομορφιά, όμως, δεν υπάρχει μόνο στις σκέψεις ή στην ποίηση, αλλά και η δημιουργία ολόκληρη έχει «ομορφιά», κάλλος, γιατί είναι δημιούργημα του Θεού, που είναι το κατ᾽ εξοχήν κάλλος. 

Ο Μέγας Βασίλειος απέκτησε ελληνική παιδεία στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, γευόμενος την παιδεία όσο κανείς άλλος στην εποχή του. Αλλά αυτό που τον σαγήνευσε ήταν ο τρόπος ζωής των αναχωρητών και των θεοπτών της ερήμου, που γνώρισε σε ένα μοναδικό ταξίδι μαθητείας στην Αίγυπτο. Σύντομα και ο ίδιος εγκατέλειψε πλήρως την κοσμική ζωή του, και αφοσιώθηκε στην πνευματική ζωή της άσκησης μακριά από τον κόσμο, στη δική του έρημο. 

Ο ίδιος ο Βασίλειος άφησε μόνο έμμεσες νύξεις για την πνευματική του κατάσταση και τη διαδικασία φωτισμού την οποία βίωνε. Ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Νύσσης κατηγορηματικά μας βεβαιώνουν ότι ο Βασίλειος είχε ελάμψεις και εντρύφησε, κατοίκησε, στο ίδιο το άγιο Πνεύμα. 

Η ζωή του, η πνευματική του εγρήγορση τον κατέστησαν όχι μόνο αναγκαίο διδάσκαλο και θεολόγο, αλλά και ποιμένα. Το έργο του θα μείνει στην ιστορία, όχι για την τεράστια πνευματική του παραγωγή, αλλά για την αξεπέραστη ποιμαντική του δράση, προσφέροντας μια ολόκληρη πόλη κοινωνικής μέριμνας προς κάθε πάσχοντα και αδύναμο, που ονομάστηκε Βασιλειάδα. 

Και ίσως για κάποιους που τα διαβάζουν όλα αυτά να αποτελούν κενό γράμμα, να προκαλούν αδιαφορία και σε κάποιους αποτροπιασμό. Η ζωή, όμως, του Μεγάλου Βασιλείου απετέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ολόκληρη η ασκητική παράδοση της Ανατολής, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ένας ισχυρός θεολογικός λόγος και ασφαλώς είναι στύλος της ορθοδοξίας. Είναι δηλαδή η ανεξάντλητη πηγή όλων αυτών που είμαστε και θέλουμε να λεγόμαστε, ορθόδοξοι και Έλληνες! Και δεν θα ήμασταν Έλληνες εάν δεν μέναμε ορθόδοξοι, και εάν δεν μέναμε ορθόδοξοι δεν θα ήμασταν Έλληνες. 

Αυτός ο χρόνος ας αποτελέσει αφετηρία αυτοσυνειδησίας και κυρίως αφετηρία έργων, που θα μας οδηγήσουν ασφαλώς στο να αναδείξουμε ηγέτες ανάλογους της κληρονομιάς μας, και να δούμε τον λαό μας να προοδεύει! 

Καλή και ευλογημένη χρονιά! 

*Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι Επ.. Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Γεν. Γραμματέας Ενημέρωσης, πολιτεύεται με τη ΝΔ.

Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου




Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, γεννημένος τό 330μ.Χ. στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς μέ δυνατό χριστιανικό φρόνημα, ἔμελλε νά γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος καί κορυφαῖος θεολόγος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ χριστιανική του ἀνατροφή καί ἡ πνευματική του πορεία τόν ὁδήγησαν στήν Θεία θεωρεία τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, καί στήν αὐστηρή ἀσκητική ζωή, παράλληλα μέ τό ποιμαντικό, παιδαγωγικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο.

Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν καθηγητής ρητορικῆς στή Νεοκαισάρεια καί ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Στήν οἰκογένεια ἐκτός ἀπό τό Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτώ παιδιά. Μεταξύ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἀσκητής καί θαυματουργός, ἡ Ὁσία Μακρίνα καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας.

Τά πρῶτα γράμματα, τοῦ τά δίδαξε ὁ πατέρας του. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἰατρική, ρητορική καί γραμματική. Οἱ σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Ἡ ἀσκητική του ζωή ξεκίνησε ἤδη ἀπό τά χρόνια ὁποῦ φοιτοῦσε στήν Ἀθήνα. Ὁ σοφός δάσκαλός του Εὔβουλος ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν αὐστηρή νηστεία, τοῦ Ἁγίου, καί μετά τήν παραίνεσή του, λέγεται ὅτι ἔγινε Χριστιανός.

Συμφοιτητές του ἦταν καί δύο νέοι πού ἔμελλε νά διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στήν ἱστορία. Ὁ ἕνας, φωτεινό ὁ Ἅγιος καί Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί ὁ ἄλλος μελανό στόν ἀντίποδα, προδότης τοῦ Ἰησοῦ, εἰδωλολάτρης καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης. Κατά τήν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καί ἰσχυρή φιλία. Ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές τους, εἶχαν ἱεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στίς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ἵδρυσαν ἐπίσης καί τόν πρῶτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Ἐπέστρεψε στήν Καισαρεία τό καλοκαίρι τοῦ 356μ.Χ. καί συνεχίζοντας τήν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητής τῆς ρητορικῆς. Τό 358 μ.Χ. ἐπηρεασμένος ἀπό τό θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του μοναχοῦ Ναυκρατίου, καθώς καί μέ τήν παρότρυνση τῆς ἀδερφῆς του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, καί ἀποφασίζει νά ἀφιερώσει τόν ἑαυτό του στήν ἀσκητική πολιτεία. Ἀποσύρθηκε λοιπόν σέ ἕνα κτῆμα τῆς οἰκογενείας του στόν Πόντο. Χαρακτηριστικό τῆς μεγαλοψυχίας του εἶναι, ὅτι μετά τήν βάπτισή του δώρισε στούς φτωχούς καί στήν ἐκκλησία τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικό σέ γνωστά κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καί Μεσοποταμία, ἐπιθυμώντας νά συναντήσει πολλούς ἀσκητές καί μοναχούς γιά νά γνωρίσει τόν τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν γύρισε στό Πόντο ἀπό τό ταξίδι αὐτό, μοίρασε καί τήν ὑπόλοιπη περιουσία του καί ἀποσύρθηκε στό κτῆμα του ἐπιθυμώντας νά ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τούς: «Κανονισμούς διά τόν Μοναχικόν βίον», κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ζωή στά μοναστήρια μέχρι τίς μέρες μας. Μέ τήν ὑψηλή του κατάρτιση στήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τόν ἀσκητικό, θαυμαστό του βίο, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἐξαπλώθηκε μέ τόν καιρό σέ ὅλη τήν Καππαδοκία. Ἔτσι καί ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιώντας τήν Θεία Βούληση ἀλλά καί αὐτή τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τό 364 μ.Χ. τόν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Τό 370 μ.Χ., μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου καί σέ ἡλικία 41 ἐτῶν, τόν διαδέχθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στήν ἐπισκοπική ἕδρα, μέ τή συνδρομή τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καί τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ. Ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιμετώπισε τήν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νά ἐπιβάλει τόν Ὁμοιανισμό (ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ἐπικοινωνώντας μέσω ἐπιστολῶν μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί τόν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στόν τόπο του, στήν περιφέρεια τῆς δικῆς του ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου καί ἄλλων κακοδοξιῶν. Ἀπό τίς ἐπιστολές του φαίνονται οἱ προσπάθειες πού κατέβαλε γιά τήν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, γιά τήν ἀνάδειξη ἄξιων κληρικῶν στό ἱερατεῖο, καθώς καί γιά τήν πιστή ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπό ὅλους τοὺς πιστούς καί φανερώνεται ἐπίσης ἡ ποιμαντική φροντίδα στά ἀποκομμένα καί περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία ὁ Μέγας Βασίλειος οὐσιαστικά ἀναλαμβάνει τά πνευματικά ἡνία ἀπό τό Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος γηραιός πλέον, ἀποσύρεται ἀπό τήν ἐνεργό δράση. Ἐργάζεται συνεχῶς γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καί ὑπερασπίζεται μέ σθένος τό δογματικό προσανατολισμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τούς ἀδικημένους καί κουρασμένους, τούς πεινασμένους καί τούς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γένος, τή φυλή καί τό θρήσκευμα. Ἔτσι τό ὅραμά του τό ἔκανε πραγματικότητα ἱδρύοντας ἕνα πρότυπο καί γιά τίς μέρες μας κοινωνικό καί φιλανθρωπικό σύστημα, τή «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα πού λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καί ξενώνας γιά τήν φροντίδα καί ἰατρική περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καί ξένων. Τίς ὑπηρεσίες του τίς πρόσφερε τό ἵδρυμα δωρεάν σέ ὅποιον τίς εἶχε ἀνάγκη. Τό προσωπικό τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντές πού προσφέρανε τήν ἐργασία γιά τό καλό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καί σέ ἄλλες ἐπισκοπές καί στούς πλουσίους ἕνα μάθημα νά διαθέτουν τόν πλοῦτο τους μέ ἕνα ἀληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση πού εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. νά ἱδρύσει καί νά λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα - πρότυπο.

Καταπονημένος ἀπό τήν μεγάλη δράση πού ἀνέπτυξε σέ τόσους πολλούς τομεῖς, ἐναντίον τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μή διστάζοντας πολλές φορές νά ἀντιταχθεῖ μέ τήν ἑκάστοτε πολιτική ἐξουσία, μέ ὅπλα του τήν πίστη καί τήν προσευχή, μέ τά κηρύγματα καί τούς λόγους του, μέ τά πολλά ἀσκητικά καί παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς καί τήν ἀσκητική ζωή του ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας παραδίδει τό πνεῦμα στό Θεό τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του βυθίζει στό πένθος ὄχι μόνο τό ποίμνιό του ἀλλά καί ὅλο τό χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Στήν κηδεία του συμμετέχει καί ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενές ἀπό ἄποψη θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς διαφοροποιήσεως. Τό ὑψηλῆς σημασίας θεολογικό καί δογματικό του ἔργο καθώς καί ἡ λειτουργική καί πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση, εἶναι ἡ μεγάλη παρακαταθήκη πού μᾶς ἄφησε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τήν 1ην Ἰανουαρίου. Ἀπό τό 1081 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους (ὁ ἀπό Εὐχαϊτῶν) θέσπισε ἕναν κοινό ἑορτασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στίς 30 Ἰανουαρίου, ὡς προστατῶν τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας.

Μέ σοφία, στό ἀπολυτίκιο του ἀναφέρεται ἡ φράση «... τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας...». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν Ἐπιτάφιο γιά τόν καλό καί Μέγα φίλο του Ἅγιο Βασίλειο, ἀποδίδει σ' αὐτόν, μέ τήν ποιητική καί βαθιά στοχαστική ματιά του, τό χαρακτηρισμό «παιδαγωγός τῆς νεότητος»

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων θαυμάσιων καί Θείας ἐμπνεύσεως ἔργων του, ἔγραψε καί τήν ἐκτενή καί κατανυκτική Θεία Λειτουργία, πού, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς συντομότερης Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορές τό χρόνο:
τήν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καί ἡ μνήμη του),
τίς πρῶτες πέντε Κυριακές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,
τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων,
τήν Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατο.



Λίγα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου


Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης

Ὅταν ὁ Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, ὁ ἀσεβής καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, θέλησε νά πάει στήν Περσία νά πολεμήσει πέρασε κοντά ἀπό τήν Καισαρεία. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γνωρίζοντάς τον ἀπό τήν Ἀθήνα ὅπου ἦταν συμφοιτητές πῆγε μαζί μέ τόν λαό νά τόν τιμήσει. Ὁ Ἰουλιανός ἀπαίτησε νά τοῦ δωρίσει, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δέν εἶχε τίποτε ἄλλο, τρεῖς ἀπό τούς κριθαρένιους ἄρτους του. Ὁ Ἅγιος τό ἔκανε καί ὁ Ἰουλιανός διέταξε τούς ὑπηρέτες νά ἀνταμείψουν τή δωρεά καί νά δώσουν χόρτο ἀπό τό λειβάδι. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βλέποντας τήν καταφρόνηση τοῦ βασιλιᾶ τοῦ εἶπε «ἐμεῖς, βασιλιᾶ ὅτι μᾶς ζήτησες ἀπό κεῖνο πού τρῶμε σοῦ τό προσφέραμε κι ἐσύ μᾶς ἀντάμειψες ἀπό κεῖνο πού τρῶς». Τότε ὁ Ἰουλιανός θύμωσε πάρα πολύ καί ἀπείλησε, ὅτι ὅταν θά ἐπιστρέψει ἀπό τήν Περσία νικητής, θά κάψει τήν πόλη καί τόν λαό θά τούς πάρει δούλους. Ὅσο γιά τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Βασίλειο θά τόν ἀνταμείψει ὅπως πρέπει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅταν πῆγε στήν πόλη ζήτησε ἀπό τό λαό νά μαζέψουν ὅτι πολύτιμο εἶχαν καί νά τό ἀποθηκεύσουν κάπου ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ φιλοχρήματος Ἰουλιανός γιά νά τοῦ τό προσφέρουν. Ἴσως κι ἔτσι κατευνάσουν τήν ὀργή του.

Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπιστρέφει ὁ ἄφρων βασιλιάς, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ζήτησε ἀπό τούς πολίτες νά προσευχηθοῦν καί νά νηστεύσουν τρεῖς μέρες. Μετά ὅλοι μαζί ἀνέβηκαν στό δίδυμον ὄρος τῆς Καισαρείας ὅπου στή μία ἀπό τίς δύο κορυφές ἦταν ὁ ναός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκεῖ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος εἶδε σέ ὀπτασία, μία μεγάλη οὐράνια στρατιά, νά κυκλώνει τό ὄρος καί στή μέση νά κάθεται σέ θρόνο μία γυναίκα (ἡ Παναγία) καί νά δοξάζεται, ἡ ὁποία γυναίκα εἶπε στούς ἀγγέλους νά τῆς φέρουν τόν Μερκούριο γιά νά φονεύσει τόν Ἰουλιανό, τόν ἐχθρό του υἱοῦ της. Ἔπειτα εἶδε τόν Μάρτυρα Μερκούριο νά φθάνει ὁπλισμένος μπροστά στήν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων κι ὅταν ἐκείνη τόν πρόσταξε αὐτός νά φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο πού ἦταν γραμμένη ὅλη ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως κι ἔπειτα τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Εἶπε» καί στό τέλος τοῦ βιβλίου ἐκεῖ πού ἔγραφε γιά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Τέλος». Μόλις εἶδε τήν ὀπτασία αὐτή ὁ Ἅγιος ξύπνησε.

Τό νόημα τῆς ὀπτασίας τοῦ βιβλίου, ἦταν ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔγραψε, ὄντως, ἑρμηνεία στήν Ἑξαήμερον τοῦ Μωϋσέως στήν ὁποία διηγεῖται, πῶς ὁ Θεός ἐποίησε τόν οὐρανό, τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τή θάλασσα, τά ζῶα καί ὅλα τά αἰσθητά κτίσματα. Ὅταν ὅμως, ἔμελλε νά γράψει καί γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, τότε ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στή γῆ καί πῆγε στούς οὐρανούς νά συναντήσει τόν Κύριόν του πού μέ δύναμη ἀγάπησε καί πού γι' Αὐτόν μέσα σέ πολύ σύντομο διάστημα πού ἔζησε ἔπραξε τόσα πολλά καί τόσο μεγάλα. Τό ἔργο του συμπλήρωσε κατόπιν ὁ ἀδελφός του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νύσσης, πού ἔγραψε γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε τήν ὀπτασία, πῆγε στήν πόλη μέ μερικούς κληρικούς, στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου μή βρίσκοντας τό λείψανο τοῦ Ἁγίου καί τά ὅπλα του πού φυλάσσονταν στόν Ναό ἕναν αἰώνα ἀφότου μαρτύρησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Βαλεριανοῦ καί Βαλερίου, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ κι ἔτρεξε ἀμέσως στό λαό νά τούς εἰδοποιήσει ὅτι ὁ ἄφρων Ἰουλιανός φονεύθηκε.

Βλέποντας τό θαῦμα οἱ Χριστιανοί καί τήν παρρησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δέν θέλησαν νά πάρουν πίσω τήν περιουσία πού εἶχαν ἀποθηκεύσει γιά τόν τύραννο Ἰουλιανό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ τούς ἐπαίνεσε γιά τήν πράξη τους, τό ἕνα τρίτο τοῦ ποσοῦ τούς τό ἔδωσε καί τά ὑπόλοιπο ποσό τό διέθεσε γιά νά κτίσουν πτωχοτροφεῖα, ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, γηροτροφεῖα καί ὀρφανοτροφεῖα.


Οὐάλης

Μετά τόν Ἰουλιανό τόν παραβάτη, βασίλευσε ὁ θεοσεβής Ἰοβιανός μόνο γιά ἕνα χρόνο καί κατόπιν τή βασιλεία παρέλαβαν ὁ Οὐαλεντιανός καί ὁ ἀδελφός του Οὐάλης πού ἦταν αἱρετικός, ὀπαδός τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ Οὐάλης ἀφοῦ πῆρε μέ τό μέρος του ὅλους τοὺς ἐπισκόπους, θέλησε νά κάμψει καί τόν Μέγα Βασίλειο πού ἔμαθε ὅτι ἦταν ἀνένδοτος. Ἔστειλε δύο δικούς του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ ἀπειλές προσπάθησαν νά ἀποδεχθεῖ ὁ Ἅγιος τίς αἱρετικές καί βλάσφημες δοξασίες τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἕνας, μάλιστα ὁ ἄρχοντας Μόδεστος ἀφοῦ γύρισε ἄπραγος στόν βασιλιά τοῦ εἶπε ὅτι, εὐκολότερο εἶναι νά μαλακώσει κανείς τό σίδηρο παρά τήν γνώμη τοῦ Βασιλείου. Ἀκούγοντας αὐτά ὁ βασιλιάς Οὐάλης θέλησε νά πάει ὁ ἴδιος στόν Μέγα Βασίλειο. Αὐτό καί ἔκανε. Ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Θεοφανείων, ὅταν ἔφθασε ὁ βασιλιάς στόν Ναό. Ἐκεῖ εἶδε τήν τάξη καί τήν ἡσυχία τῶν Χριστιανῶν πού παρακολουθοῦσαν, τόν Ἅγιο Βασίλειο νά τούς διδάσκει, σεμνός, ἀπέριττος, μέ λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία καί χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ βασιλιάς ἔδειξε νά μετανιώνει κι ἀφοῦ μίλησε μέ τόν Ἅγιο, ἔφυγε.

Οἱ Ἀρειανοί Ἀρχιερεῖς, ὅμως καί πάλι μετέβαλαν τή γνώμη τοῦ βασιλιᾶ καί τόν ἔπεισαν νά ἐξορίσει τόν Ἅγιο. Ὅρισε τότε ὁ βασιλιάς νά συντάξουν ἕνα κείμενο μέ τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου. ‘Ομως, βλέποντας ὅτι τό χέρι ἐκείνου πού θά ἔγραφε τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας, ξεράθηκε καί τό ἴδιο του τό παιδί ἀρρώστησε βαριά, κάλεσε τόν Ἅγιο νά προσευχηθεῖ. Καί κεῖνος μόνο πού εἶδε τό παιδί τό ἴασε. Καί τόν Μόδεστο, ἀκόμη γιάτρευσε πού καί κεῖνος κινδύνευε νά πεθάνει. Αὐτά εἶδε ὁ βασιλιάς καί γύρισε στό θρόνο του.

Ὁ βασιλιάς Οὐάλης ἀργότερα, θέλησε νά χωρίσει τήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας σέ δύο ἐπαρχίες, μέ ἕδρα τήν Καισάρεια στή μία καί τά Τύανα στήν ἄλλη. Οἱ ἐπίσκοποι αἱρετικοί ὅπως ἦταν βρῆκαν εὐκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικοῦσαν μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο νά χωρίσουν καί τίς Μητροπόλεις σέ δύο, ὁρίζοντας δική τους Μητροπολίτη στά Τύανα. Τότε ὁ Ἅγιος μέ ταπείνωση τούς εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ὑποχρέωση νά ἀκολουθεῖ τήν βασιλεία, ἀλλά ἡ βασιλεία τήν Ἐκκλησία, οὔτε εἶναι πρέπον νά χωρίζουν οἱ Μητροπολίτες, οἱ μιμητές τοῦ Χριστοῦ ἐπειδή χώρισαν οἱ ἔπαρχοι. Δέν τόν ἄκουσαν ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καί ὅρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Ἄνθιμον. Κι ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά ἔκλεψαν καί κάποια κτήματα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου πού ἦταν στή δικαιοδοσία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ Ἅγιος ὡς μιμητής Χριστοῦ, εἰρήνευσε καί ἀρκέσθηκε στήν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας. Βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή του, σύντομα τιμώρησε τόν Μητροπολίτη Τυάνων Ἄνθιμον καί ἑνώθηκαν καί πάλι οἱ ἐπαρχίες. Τότε εἶναι καθώς λένε ὅτι χειροτόνησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο Ἐπίσκοπο στά Σάσιμα.

Ἀργότερα πάλι, μέ περίσσιο θράσος οἱ Ἀρειανοί ἐπίσκοποι καί μέ τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ Οὐάλη ἐκδίωξαν τόν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα τῆς Νίκαιας καί τούς Χριστιανούς τῆς πόλης καί κατέλαβαν τόν Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ἔδρασε γι' ἄλλη μιὰ φορά ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφοῦ πῆρε τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ νά διευθετήσει ὅπως αὐτός ἤθελε μέ τόν τρόπο του, ἀρκεῖ νά εἶναι δίκαιος καί γιά τά δύο μέρη, ἔφθασε στή Νίκαια καί εἶπε νά σφραγίσουν τόν Ναό καί οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἀρειανοί καί ἀφοῦ προσευχηθοῦν πρῶτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά πάρουν αὐτοί τόν Ναό, ἐάν ὅμως ὄχι νά προσευχηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά τούς δοθεῖ καί πάλι ὁ Ναός ἐάν ὄχι νά πάει στούς Ἀρειανούς. Συμφώνησαν ὅλοι καί περισσότερο οἱ Ἀρειανοί ἀφοῦ πλεονεκτοῦσαν στή περίπτωση πού δέν ἄνοιγαν οἱ πύλες. Ἔτσι κι ἔγινε. Προσευχήθηκαν πρῶτα οἱ Ἀρειανοί, γιά τρεῖς ἡμέρες. Πῶς νά τούς ἀκούσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτοί τόν ὑβρίζουν; Οἱ πύλες καί βέβαια ἔμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, πού ἦταν κοντά στόν Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος μέ ὅλο τό πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πῆγαν στό Μητροπολιτικό Ναό καί ὅταν ἀκούσθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος νά λέει «Εὐλογητός ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων», ἔσπασαν οἱ μοχλοί καί οἱ κλειδαριές καί οἱ πύλες ἄνοιξαν. Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ὁ Ναός ἐπανῆλθε στούς Ὀρθοδόξους καί πολλοί ἀπό τούς πιστούς τοῦ Ἀρείου ἔγιναν Ὀρθόδοξοι.


Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος

Μαθαίνοντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Ἅγιος. Εἶδε τότε στήλη πυρός πού ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό καί ἄκουσε μία φωνή νά λέει «Ἐφραίμ, Ἐφραίμ, καθώς τήν πυρίνην ταύτην στήλην, τοιοῦτος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα ἔφυγε ἀπό τήν ἔρημο παίρνοντας μαζί του ἕνα διερμηνέα πού νά μιλάει τήν Ἑλληνική καί Συριακή γλώσσα καί πῆγε νά βρεῖ τόν Ἅγιο Βασίλειο. Ἔφθασε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὅταν τήν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος καί βλέποντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ τά λαμπρά καί πολύτιμα ἄμφια τά ὁποῖα φοροῦσε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, θέλησε νά φύγει γιατί νόμιζε ὅτι μάταια πῆγε. Τότε ἔστειλε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἕνα διάκονο νά βρεῖ στή δυτική πύλη τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τόν φέρει στό ἱερό. Ὁ Ὅσιος δέν θέλησε νά πάει λέγοντας στόν διάκονο, ὅτι μᾶλλον πλανήθηκε ὁ Ἀρχιερέας, γιατί αὐτοί εἶναι ξένοι. Ἔστειλε πάλι τόν διάκονο ὁ Ἅγιος Βασίλειος λέγοντάς του νά τοῦ πεῖ «Κύριε Ἐφραίμ, ἐλθέ εἰς τό Ἅγιον Βῆμα, διότι σέ καλεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε ἔτσι ὁ Ὅσιος ὅτι στήλη πυρός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος καί πῆγε στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκε συνομίλησε μαζί του γιά πνευματικά θέματα καί θεία νοήματα.

Μία χάρη σοῦ ζητῶ, Ἅγιε Δέσποτα τοῦ εἶπε μέσω τοῦ διερμηνέα του ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, νά προσευχηθεῖς στόν Κύριό μας νά μοῦ χαρίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα τήν δύναμη νά μιλήσω Ἑλληνικά. Προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος μαζί μέ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τό θαῦμα. Ὁ Ὅσιος πραγματικά μίλησε Ἑλληνικά. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ Ἱερέα καί τόν διερμηνέα του Διάκονο.


Μιμητής Χριστοῦ

Ὅταν κάποτε παρατήρησε τόν τοπικό ἄρχοντα γιά μία ἀδικία πού ἔκανε σέ μία χήρα γυναίκα, κι ἀφοῦ ὁ ἄρχοντας δέν συμμορφώθηκε, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ, ὅτι ὅπως ἔμενε ἀσυγκίνητος στίς ἐκκλήσεις αὐτῆς τῆς ἀδικημένης γυναίκας ἔτσι κάποιοι θά μένουν ἀσυγκίνητοι ὅταν αὐτός ὁ ἴδιος θά ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἔτσι ἔγινε ὅταν ὁ βασιλιάς τοῦ ἔδειξε τήν ὀργή του, ὁδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οἱ στρατιῶτες του στίς πόλεις γιά νά πληρώσει τίς ἀδικίες πού εἶχε κάνει. Τότε κατάλαβε τήν πρόρρηση τοῦ ἁγίου καί παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τόν Θεό νά τόν λυπηθεῖ. Ὁ ἀμνησίκακος Ἅγιος προσευχόμενος στόν Θεό καί μόνο μέ τήν εὐχή του ἠρέμησε τό βασιλιᾶ καί μετά ἀπό ἕξι μέρες ἀφ' ὅτου ὁ δυστυχής ἄρχοντας παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο ἔφθασε γράμμα ἀπό τό βασιλιᾶ ὅπου τόν ἐλευθέρωνε. Μ' αὐτό τόν τρόπο συνετίσθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀναγνώρισε τήν καλωσύνη τοῦ Ἁγίου τόν ὁποῖο κι εὐχαρίσθησε. Καί στή γυναίκα πού εἶχε ἀδικήσει ἔδωσε διπλάσιο τό ποσό.

Πρός τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στήν Ἐκκλησία, μία ἁμαρτωλή γυναίκα ἔπεσε στά πόδια του ρίχνοντας ἕνα γράμμα στό ὁποῖο ἔγραψε τίς ἁμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν ἡ ἴδια νά τίς ξεστομίσει καί κλαίγοντας παρακαλοῦσε τόν Ἅγιο νά τό διαβάσει καί νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες της. Ὁ Ἅγιος τήν παρηγόρησε, καί εἶπε ὅτι μόνο ὁ Κύριος συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, ὅπως ἦταν, κρατοῦσε τό γράμμα σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Στό τέλος κάλεσε τή γυναίκα καί τῆς ἐπέστρεψε τό γράμμα. Ἐκείνη μόλις τό ἄνοιξε δέν βρῆκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ἕνα σημεῖο ὅπου ἀναφέρει ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τόν παρακαλοῦσε νά τήν λυπηθεῖ καί νά προσευχηθεῖ καί πάλι στό Θεό νά τή συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τότε τῆς εἶπε νά πάει ἀμέσως στήν ἔρημο νά βρεῖ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά δεηθεῖ αὐτός, στόν Θεό γιά τό ἁμάρτημά της. Ἡ γυναίκα χωρίς νά χρονοτριβήσει μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου πῆγε ἀμέσως στήν ἔρημο. Ἐκεῖ βρῆκε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ κι ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε τήν ἱστορία της, τόν παρακάλεσε θερμά.

Ὁ Ὅσιος ὅμως τῆς ἀρνήθηκε, λέγοντάς της νά πάει στόν Ἅγιο Βασίλειο ὅπου οἱ δικές του δεήσεις ἔσβησαν τίς ἁμαρτίες της ἔτσι αὐτός πάλι μπορεῖ νά δεηθεῖ στόν Κύριο καί γιά τή μία ἁμαρτία πού ἔμεινε. Νά τό κάνει σύντομα ὅμως γιατί ὁ Ἅγιος σέ λίγο πεθαίνει. Ἐκείνη μόλις τό ἄκουσε ἔφυγε τρέχοντας νά προλάβει ζωντανό τόν Ἅγιο. Ὅταν ἔφθασε, ὅμως ἡ δύστυχη βρῆκε τό φέρετρό του καί πλῆθος κόσμου πάνω του. Ἔκλαιγε καί φώναζε, ρίχνοντας τό γράμμα στά πόδια τοῦ Ἁγίου εἶπε σέ ὅλους τήν ἱστορία. Κλαίγοντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος μποροῦσε νά δεηθεῖ καί γι' αὐτή τήν ἁμαρτία ἀλλά τήν ἔστειλε σέ ἄλλον. Ἕνας Ἱερέας τότε θέλησε νά δεῖ στό γράμμα γιά ποιά ἁμαρτία μιλοῦσε ἡ γυναίκα. Καί τότε νά τό θαῦμα. Δέν ὑπῆρχε στό γράμμα τίποτε γραμμένο.

Κατά τήν τελευταία μέρα πάλι τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος καί Μέγας Βασίλειος ἔκανε Χριστιανό τόν Ἑβραῖο γιατρό καί φίλο του Ἰωσήφ καθώς καί ὅλη του τήν οἰκογένεια μέ θαυμαστό τρόπο. Ἀφοῦ ὁ γιατρός τόν ἐπισκέφθηκε, ρώτησε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ πόσες ὧρες τοῦ μένουν. Αὐτός πιάνοντας τόν σφυγμό του, τοῦ εἶπε ὅτι μένουν λίγες ὧρες, κι ὅτι στή δύση τοῦ ἡλίου θά πεθάνει. Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ζήσει μέχρι τήν ἑπόμενη ἡμέρα τί θά κάνει. Ὁ Ἰωσήφ τοῦ εἶπε ὅτι ἄν συμβεῖ κάτι τέτοιο νά πεθάνει ὁ ἴδιος. Καλά τό λές τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος νά πεθάνεις τήν ἁμαρτία καί νά ζήσεις ἐν Χριστῷ. Δέχθηκε ὁ Ἰωσήφ γιατί ἦταν ἀδύνατο μέ τούς φυσικούς νόμους νά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἑβραῖος, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στόν Θεό νά τοῦ παρατείνει τή ζωή καί γιά νά δώσει τήν πραγματική ζωή στό φίλο του Ἰωσήφ καί στήν οἰκογένειά του καί γιά νά προλάβει νά ἔρθει ἐκείνη ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, πού ἔστειλε στήν ἔρημο στόν Ὅσιο Ἐφραίμ. Ὁ Θεός ἄκουσε τή δέηση τοῦ ἀγαπημένου δούλου του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα τό πρωΐ ζήτησε νά τοῦ φέρουν τόν Ἑβραῖο γιατρό. Ἐκεῖνος ἀμέσως πῆγε στό σπίτι τοῦ Ἁγίου νομίζοντας ὅτι θά τόν βρεῖ νεκρό. Βλέποντας ὅμως ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ζωντανός χωρίς κἄν σφυγμό καί ζωή στίς φλέβες του ἔπεσε στά πόδια του κι ἀναγνώρισε τόν ἀληθινό Θεό καί Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό. Σέ λίγο ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος βάπτισε τόν Ἰωσήφ μέ τό ὄνομα Ἰωάννη καί ὅλη του τήν οἰκογένεια.

Γύρω στίς δέκα ρώτησε πάλι ὁ Ἅγιος τόν φίλο του «Κύριε Ἰωάννη πότε θά πεθάνω;» κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε «ὅταν ὁρίσεις ἐσύ Δέσποτα»


Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Κατανοώντας ὁ Ἅγιος Βασίλειος τά προβλήματα πού εἶχαν δημιουργηθεῖ καί στόν κλῆρο καί στό λαό, νά παρακολουθήσουν τήν μακρά Θεία Λειτουργία καί τίς εὐχές πρός τόν Θεό, στήν ὅλη ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, παρακάλεσε τόν Κύριο μέ νηστεία καί προσευχή νά τοῦ φανερώσει τόν τρόπο νά βοηθήσει τούς πιστούς. Ὁ τρόπος, θαυμαστός, ὅπως μόνο σέ ἕναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα καί Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας θά ταιρίαζε. Σέ ὀπτασία, λοιπόν, εἶδε ὁ Ἅγιος, ὁ σοφότατος Βασίλειος, τόν Κύριο μέ τούς Ἀποστόλους, νά τελεῖ τήν Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τίς εὐχές ὄχι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένες στή Θεία λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλά συντετμημένες μέ τέτοιο τρόπο, ὅπως τίς συνέθεσε κατόπιν ὁ Ἅγιος στή Θεία Λειτουργία του.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α'.
Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου,
ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου
δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας,
τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας,
τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε,
Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
 

Προσευχή για τη νέα χρονιά

συμπεριφοράς

συμπεριφοράς

Πανάγαθε Κύριε, συ που μας χάρισες τόσα έτη ζωής μέχρι σήμερα και μας αξιώνεις να εισέλθουμε και πάλι σε νέο έτος, Σε παρακαλούμε, μη λάβεις υπόψη σου την αδιαφορία και αμέλεια που δείξαμε μέχρι τώρα.
Εάν μας κρίνεις σύμφωνα με τη ραθυμία και αδιαφορία μας, ασφαλώς μας περιμένει η δίκαιη καταδικαστική σου απόφαση.
Αλλ’ όχι, φιλάνθρωπε Κύριε. Η αγαθότητά σου μας παρέχει νέες ευκαιρίες, ώστε εκείνο που δεν κάναμε μέχρι σήμερα να το κάνουμε από τώρα και στο εξής.
Σε παρακαλούμε, ευλόγησε τις προσπάθειές μας.
Ενίσχυσε την αδύνατη θέλησή μας.
Βοήθησέ μας με όσους τρόπους Συ γνωρίζεις, ώστε και κατά το έτος αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας να εξαγοράζουμε τον καιρό και να χρησιμοποιούμε την επίγεια ζωή μας όπως Συ θέλεις και παραγγέλλεις.
Αξίωσέ μας να παρουσιασθούμε μπροστά σου κατά την ημέρα της Κρίσεως με κέρδη πνευματικά, τα οποία θα πετύχουμε με τη χάρη σου και τη βοήθειά σου στην παρούσα ζωή, για να κληρονομήσουμε τότε, Κύριε, τα άφθαρτα αγαθά της αιωνίου σου βασιλείας.
Αμήν!
+ Αρχιμ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου
από το νεανικό προσευχητάρι “Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου”
εκδόσεις “Ο Σωτήρ”

Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

ΚΑΛΟ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 2018



ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ
ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
ΚΙ ΟΛΟ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΕΙΜΑΣΤΕ
ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΥΞΙΔΑ ΜΑΣ
!

Στέργιος Ν. Σάκκος, Η περιτομή του Κυρίου


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
Γιορτή δεσποτική
Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων... οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.

Σημάδι διαθήκης τοῦ Θεοῦ
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
«᾿Αχειροποίητη περιτομή»
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
Τό δεύτερο σημάδι τοῦ Θεοῦ
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε... ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
Στήν καινή κτίση
 ῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
Τά δῶρα τῆς Κυριακῆς
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
Κοινωνοί θείας φύσεως
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
 Στέργιος Ν. Σάκκος, Ομότιμος καθηγητής Εισαγωγής και Ερμηνείας Καινής Διαθήκης  Αριστοτέλειου  Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔτους


Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἀπ’ ὅλες τὶς εὐχές, ποὺ μοιράζονται τώρα μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου ἔτους, ἡ πιὸ σωστὴ γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς εἶναι ἡ δέηση τῆς Ἐκκλησίας. «Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετάνοιᾳ ἐκτελέσαι». Ἡ πιὸ ἐπίκαιρη καὶ πιὸ ἀληθινὴ εὐχὴ εἶναι αὐτή, τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας ποὺ μᾶς μένει νὰ τὸν περάσουμε εἰρηνικὰ καὶ μετανοημένοι.

Ὅταν ἡ Ἐκκλησία λέη «ἐν εἰρήνῃ», δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ εἰρήνη, ἀλλὰ πρῶτα καὶ πολὺ περισσότερο τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ψυχική μας εἰρήνη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Γιατί εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ κόσμος δὲν θὰ εἰρήνευση, ἂν δὲν εἰρηνεύσουν ἕνας-ἕνας οἱ ἄνθρωποι, ἀνοίγοντας εἴσοδο καὶ δεχόμενοι μέσα τους τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὴν πορεία τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Καθὼς στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τὸ Πνεῦμα του «ἐπεφέρετο ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (1), ἔτσι καὶ τώρα τὸ ἴδιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶν’ ἐπάνω ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν συντηρεῖ καὶ τὸν κυβερνᾶ. Ὄχι σὰν μοίρα ἤ σὰν τυφλὴ βία, ἀλλὰ ὁ θεῖος Λόγος ἐπάνω στὴν κτίση καὶ ἡ θεία Χάρη μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε στὴν τύχη βρέθηκε ὁ κόσμος οὔτε ἄσκοπη εἶναι ἡ πορεία του οὔτε ἄγνωστο εἶναι τὸ τέλος του.

Ἡ Ἐκκλησία ὁμιλεῖ γιὰ τὰ «ἐν ἀρχῇ» καὶ κηρύττει γιὰ τὰ «τέλη τῶν αἰώνων». Ἡ θεία Γραφή, ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὄχι μὲ τὴ γλώσσα τῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀρχὴ καὶ γιὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου. «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ...» (2), γράφει γιὰ τὴν ἀρχὴ ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή, μὲ τὴν πίστη βάζομε στὸ μυαλό μας πὼς οἱ κόσμοι δημιουργήθηκαν μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὸ τέλος ἄλλος Ἀπόστολος γράφει· «οὐρανοὶ ροιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται» (3). Δηλαδὴ οἱ οὐρανοὶ θὰ ἐξαφανιστοῦν μὲ πάταγο καὶ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴ φωτιά, καὶ ἡ γῆ κι ὅλα τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ἐπάνω της θὰ καοῦν καὶ θὰ γίνουν στάχτη.

Τὸ τέλος αὐτό, ὄχι σὰν καταστροφὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ σὰν ἀλλαγὴ καὶ μεταμόρφωση, θὰ μᾶς περάση «ἀπὸ τοῦ νῦν πρὸς τὸν μέλλοντα αἰῶνα», σὲ μία καινούργια καὶ ἀνέσπερη ἥμερα, τὴν ὄγδοη καὶ ἀτελεύτητη ἡμέρά τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἀνάστασης.

Κι ὅταν ἡ Ἐκκλησία στὴ δέηση γιὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας λέη «ἐν μετάνοιᾳ», τοῦτο ἀκριβῶς ἐννοεῖ· νὰ εἲμαστ’ ἕτοιμοι περιμένοντας αὐτὸ τὸ τέλος, ἐπειδὴ δὲν ξέρομε πότε μᾶς ἔρχεται. Καὶ πάντως ὄχι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ τέλος τοῦ βίου μας, ποὺ ἂν δὲν εἶναι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, εἶναι τὸ δικό μας τέλος γιὰ τὸν κόσμο. Ὕστερα, καθὼς εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (4).

Ὅ,τι ἔχομε νὰ κάμωμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας θὰ τὸ κάμωμε τώρα, μέσα σ’ αὐτὴ τὴ διάρκεια τῆς ἐδῶ ὕπαρξής μας, ποὺ λέγεται βίος. Ὁ βίος αὐτὸς εἶναι μία πίστωση καὶ μία προθεσμία, ποὺ μᾶς παρέχεται γιὰ νὰ ἐργασθοῦμ’ ἐπάνω στὸ κεφάλαιο ποὺ μᾶς ἔδωκε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι τὸ «κατ’ εἰκόνα», γιὰ νὰ κατορθώσουμε ὅσο μπορέσουμε τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», ποὺ θὰ εἶναι ἡ φιλοτιμία κι ὁ κόπος ὁ δικός μας.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ λένε πὼς εἶναι χριστιανοί, δὲν τὰ σκέφτονται ἔτσι, ἀλλ’ ἀντίθετα πιστεύουν πὼς ὁ βίος κι ἡ ζωὴ μας εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ εὐθύνη καὶ χρέος καὶ ἐργασία καὶ κόπος καὶ φιλότιμη προσπάθεια, γιὰ νὰ φτιάξουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν κόσμο. Γιατί γι’ αὐτὸ ἤρθαμε, γιὰ νὰ φτιάξουμε, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας κι ἐπεκτείνοντας τὴν προσπάθειά μας ὅσο μποροῦμε πιὸ πολὺ καὶ στὰ γύρω μας.

Δὲν ἤρθαμε μόνο γιὰ νὰ πάρωμε ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσουμε. Πρῶτα γιὰ νὰ δώσουμε κι ὕστερα γιὰ νὰ πάρωμε· ὁ πατέρας κι ἡ μάνα γιὰ τὰ παιδιά τους, ὁ ἀδελφὸς γιὰ τὸν ἀδελφό του, ὁ ἱερέας γιὰ τὸ ποίμνιό του, ὁ δάσκαλος γιὰ τοὺς μαθητές του, ὁ πολίτης γιὰ τὸν τόπο του, ὁ κυβερνήτης γιὰ τὴ χώρα του.

Στὸν καιρὸ μας φαίνονται σὰν καὶ νὰ ἔχουν ἀλλάξει οἱ ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων· ὅλοι ζητοῦν δικαιώματα κι ὅλοι θέλουν νὰ πάρουν, μὰ κανένας δὲν σκέφτεται τί δίνει, τί κάνει πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ γίνη καλύτερος, κι ὕστερα τί κάνει καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὸν τόπο του. Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλιῶς· στὴ ζωὴ δὲν εἴμαστε μόνοι μας οὔτε χωρὶς τόπο. Εἴμαστε μία κοινωνία ἀνθρώπων ἐπάνω σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι τὸ χωριό μας, ἡ πόλη μας, ἡ πατρίδα μας. Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα εἴμαστε δεμένοι ἔτσι, ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ πῆ κανεὶς πὼς εἶναι μόνος του, ἀδέσμευτος κι ἀνεξάρτητος, ποὺ νὰ κάνει ὅ,τι θέλει καὶ τοῦ ἀρέσει.

Ὁ τρόπος αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα στὴν πρώτη τοῦ νέου ἔτους, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πιστεύει καὶ ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἀπευθύνεται στὰ παιδιά της. Γιατί ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ θέση στὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς χριστιανοὺς καὶ στοὺς πιστοὺς ὁμιλεῖ καὶ ἀπευθύνεται. Καὶ ὁ λόγος του δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρὰ λόγος πίστεως, λόγος οἰκοδομῆς καὶ παράκλησης πρὸς τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Δεχθῆτε λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅσα καὶ σήμερα ἔκρινε πὼς μποροῦσε νὰ πῆ ὁ ἐπίσκοπός σας. Δεχθῆτε τα ὄχι σὰν λόγια τυπικά, ποὺ λέγονται μόνο γιὰ νὰ λεχθοῦν οὔτε λόγια ποὺ θέλουν νὰ κάμουν κάποια ἐντύπωση, ἀλλὰ σὰν ρήματα ζωῆς, σὰν λόγο Θεοῦ, ἑρμηνευμένο μὲ ταπεινοσύνη καὶ ἀγάπη. Δεχθῆτε στὸ τέλος καὶ τὴν εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὔχεσθε καὶ σεῖς γιὰ μᾶς τοὺς ἱερεῖς σας, γιὰ νὰ ζήσουμε ὅλοι «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἠμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετάνοιᾳ». Ἀμήν.

†ο Σ.Κ.Δ.

* Ἐλέχθη α. εἰς τὸν [Μητροπολιτικὸν] Ἱ. Ν. ἁγίου Νικολάου [Κοζάνης] τῇ 1ῃ Ἰανουαρίου 1982 β. ἐλέχθη ἐν τῷ αὐτῷ Ναῷ τῇ 1ῃ Ἰαν. 1983, γ. ἐλέχθη ἐν τῷ αὐτῷ Ναῷ τῇ 1ῃ Ἰαν. 1986.


Ὑποσημειώσεις
1. Γέν. 1,2.
2. Ἑβρ. 11,3.
3. Β' Πέτρ. 3,10.
4. Ἰω. 9,4.

Εις τον ουρανοφάντορα Βασίλειο



 Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε...




Η δική σου φωνή θα έπρεπε να παρίσταται ανάμεσα μας, Βασίλειε, λέγει το τροπάριο του όρθρου, αγαπητοί μου αδελφοί, ώστε να δυνηθεί να εγκωμιάσει τον χριστομίμητο βίο και την πολιτεία σου. Και πραγματικά ότι και αν έχει γραφθεί ή λεχθεί ακόμα και από τους χρυσολόγους ρήτορες ή τους θεοπνεύστους πατέρες είναι λίγο, πολύ λίγο για να παραστήσει το ύψος το πνευματικό και την υπεραποστολική συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Αν έπρεπε να ομιλήσουμε για τις αρετές, τις νηστείες, την πραότητα, την σοφία,το μακρόθυμο, το ιεροπρεπές , την αγγελική, αρχιερατική εκείνη φυσιογνωμία , θα έπρεπε να επιστρατεύσουμε ακόμα μια φορά έναν επάξιο ύμνο, ύμνο πού συνέγραψε για εκείνον, ο ομώνυμος του Μοναχός Βασίλειος: " Πάντων τν γίων νεμάξω τάς ρετάςΠατρ μν ΒασίλειεΜωϋσέως τὸ προν, Ἠλιοὺ τν ζλονΠέτρου τν μολογίαν, Ἰωάννου τν Θεολογίαν"και για την ποιμαντική του πατρική φροντίδα, εκδηλούμενη σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα , συνεχίζει: "ὡς ὁ Παλος κβον οκ παύσω. Τς σθενεῖ, καὶ οκσθενῶ; τς σκανδαλίζεταικαὶ οκ γὼ πυρομαι;"
Ο Βασίλειος ο μέγας, ο ουρανοφάντωρ, πού πάει να πεί "ουρανοκατέβατος", "εξ ουρανού φανείς επί γης ουρανοπολίτης", δεν είναι άγνωστος ακόμα στους φιλοσόφους,τους ρήτορες, τους πανεπιστήμονες αυτού του κόσμου. Αλλά και αυτοί οι φιλάνθρωποι από χριστιανών έως ουμανιστών καυχώνται για εκείνον ως πρωτοπόρο ιδρυτή ευαγων ιδρυμάτων ανακούφισης του ανθρώπινου πονου. Αλλά και οι της ακαδημαϊκής θεολογίας θεράποντες καυχώνται για τον πολύσοφο καθαιρέτη Αρείου, οι δε ποιητές για τον ποιητή, οι ρητορες για τον ρήτορα και οι ιατροί για τον ιατρό. Κοντά στους κοσμικούς συγκαυχώνται και οι Μοναχοί,έχοντας μεγάλο κανονολόγο και συνασκητή τον μέγα Βασίλειο.
Αλλ'εμείς δεν καυχώμαστε για τον ρήτορα,τον ακαδημαϊκό θεολόγο,τον φιλόσοφο,τον ιατρό,τον αστρονόμο και διοικητή ιδρυμάτων ή κανονολόγο Βασίλειο επίσκοπο Καππαδοκίας. Καυχώμαστε βέβαια και τιμάμε την κατά κόσμο σοφία του και την συμβολή του στην ιστορία της ανθρώπότητας, Πλέον όμως και κύρια πανηγυρίζουμε τον άγιο, τον εκούσια φτωχό και φιλόπτωχο πατέρα,τον πτωχων υπερασπιστή και πλουτιστή, των ασθενούντων ιατρό, τον έλεγχο των αδίκων και των τυρράνων, της θεολογίας της πνευματικής την ακρότητα, τον κανόνα της ορθοδοξίας κια ορθοπραξίας,τον θερμό άνθρωπο της προσευχής,τον υψίνοα και λαμπρό λειτουργό, τον συνώνυμο της βασιλικής ταπείνωσης,της απεριόριστης, κενωτικής, θυσιαστικής, απέραντης αγάπης, πού επεκτείνεται αδιάκριτα στον κάθε πάσχοντα και ενδεή, ανεξαρτήτως θρησκείας, καταστάσεως και γένους.

Ναι , αγαπητοί μου χριστιανοί, αυτος είναι ο άγιος Βασίλειος. Όχι ένα εντυπωσιακό λήμμα σε μια κοσμική φιλολογική εγκυκλοπαίδεια πού διεκδικείται από τους σοφούς του κόσμου, αλλά αυτός ο διά Χριστός ταπεινός και δια Χριστόν μέγας. Ό άγιος, ο πατέρας, ο σιτοδότης, ο των Αγγέλων συνόμιλος και δέκατος τρίτος των αποστόλων. Ο μέγας πού γνώριζε πώς να γίνεται μικρός, να χέεται , να κενώνεται από το ύψος του για να συνομιλήσει, να περιθάλψει, να διασώσει, να ανακουφίσει και να φωτίσει τον μικρό, τον απλό άνθρωπο, πού οι εκλεκτοί και μεγάλοι συνήθως  θεωρούν ασήμαντο και ανάξιο λόγου.

Αυτή την μεγαλειώδη ταπεινότητα,αυτή την υψηλή αγάπή και ιερατική μεγαλειότητα, εορτάζουμε σήμερα και αυτό καλούμαστε να γίνουμε, αυτό πού μας δίδαξε ζωντανά και πράξει και λόγω ο φαεινός αστέρας της Καισαρείας: ζηλωτές και μιμητές Χριστού,τίποτα λιγότερο ή περισσότερο στην ζωή μας.
Καλή και ευλογημένη χρονιά, πλήρη με τα αγαθά του Κυρίου , δια πρεσβειών του μεγάλου Βασιλείου  εύχομαι σε όλους, αμήν

π. Παντελεήμων Κρούσκος

Το έθιμο της βασιλόπιτας και άλλα πρωτοχρονιάτικα


Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισαρεία. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινουπολη. Ετσι, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας χρυσαφικά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες, έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Αγιος Βασίλης έδωσε εντολή και από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της Βασιλειάδος , και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.

 http://www.saint.gr/1/saint.aspx

ΒΑΣΙΛΌΠΙΤΑ ΚΑΙ ΈΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΆΤΙΚΑ

Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"):
"Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο "Θαλύσιος άρτος", κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο "θάργηλος άρτος".

Ο γνωστός λαογράφος, Δημήτριος Λουκάτος, έχοντας ερευνήσει εκτενώς το έθιμο τούτο, μας παρέχει αναλυτικές πληροφορίες στα συγγράμματά του. Ένα ενδιαφέρον σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του "Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών" είναι το παρακάτω:

βασιλόπιτα.jpg
Επιπλέον, ο Γ.Α.Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"), παρατηρεί:
"[...] Έτσι το κομμάτι του σπιτιού, που κόβεται αμέσως μετά το κομμάτι του αγίου Βασιλείου, πιθανώς είναι προσφορά προς το "στοιχειό του σπιτιού", τον αγαθό δαίμονα που, κατά την κοινή πίστη, κατοικείθ στο σπίτι και το προστατεύει εμφανιζόμενος στους ενοίκους με τη μορφή φιδιού, όπως ο "Αγαθός Δαίμων", δηλαδή "ο οίκουρος όφις" των αρχαίων.(*βλ.Ν.Γ.Πολίτη, "Παραδόσεις")."

Και πάμε στο Νικόλαο Πολίτη (Παραδόσεις, τόμος Β'):
"[...] Στη Ζάκυνθο έβαζαν άλλοτε ψωμί στην τρύπα όπου κατοικούσε το φίδι του σπιτιού κι όταν εμφανιζόταν, του πρόσφεραν ψωμί και σταφίδες. Τέτοιου είδους προσφορές στο στοιχειό του σπιτιού πρέπει να γίνονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά, και μετεξέλιξη του εθίμου είναι το μοίρασμα της βασιλόπιτας, όπου το πρώτο κομμάτι, "του σπιτιού", προοριζόταν μάλλον για το στοιχειό "του σπιτιού".[...] Στη Χίο, την εποχή του Αλλάτιου, ο οικοδεσποτης τριγύριζε όλο το σπίτι τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς κρατώντας ένα καλάθι με γλυκά, φρούτα και ψωμιά, και τα σκορπούσε παντού μουρμουρίζοντας ευχές για την ευημερία του σπιτιού και των ενοίκων. Ο Ν.Γ.Π. αναφέρει ακόμη τα εξής σύγχρονά του έθιμα:
"Σήμερον εις το χωρίον Πυργί της Χίου συνηθίζονται επίσης την πρώτη του έτους τοιαύτα καταχύσματα (οσπρίων, ρωδίων και των τοιούτων), αλλά ραίνει δια τούτων τον οίκον και τους εν αυτώ μετά την Θείαν Λειτουργίαν εις των του οίκου διελθών την νύκτα εν άλλη συγγενική οικία. Και αλλαχού δε της Ελλάδος συνηθίζονται τα καταχύσματα κατά την πρώτην του έτουςΕις τινα δε χωρία της Κύπρου την παραμονήν θέτουσιν εκ του εσπερινού των δείπνου το πρώτον πινάκιον και οίνον και βαλάντιον χρημάτων εις την αποθήκην του άρτου, την καλουμένην "κοφινίαν" ' αλλά την αρχαϊκοτάτην ταύτην θυσίαν, λησμονήσαντες τον εν αρχή σκοπόν αυτής, περιβάλλουσι δια χριστιανικού περιβλήματος, λέγοντες ότι την προσφέρουσιν εις τον εορταζόμενον κατά την ημέραν εκείνην άγιον Βασίλειον, δια να φάγη και ευλογήση το βαλάντιον του οικοδεσπότου. Αλλά τον προορισμόν της θυσίας δεν ελησμόνησαν οι Λέριοι ων αι γυναίκες συνηθίζουσι την εσπέραν της παραμονής της πρώτης Σεπτεμβρίου, της αρχής του θρησκευτικού έτους να παραθέτωσι τράπεζαν εστρωμένην εν τω μέσω της αιθούσης, και επ'αυτής πινάκια γλυκισμάτων "δια να φάγη τη νύκτα το στοιχειό του σπιτιού" ως λέγουσιν.""

Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας"): "Ως "προσφορά" προς κάποια άλλα πνεύματα, τις "ψυχές των νεκρών" (που τις ημέρες του δωδεκαημέρου, όπως πιστεύεται, επιστρέφουν στον τόπο όπου κατοικούσαν πριν κατέβουν στον Άδη), πρέπει να θεωρηθούν και τα "πολυσπόρια", τα οποία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας δε λείπουν από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μολονότι η σημασία τους δεν είναι, σ'αυτήν την περίπτωση, συνειδητή στο λαό' γι'αυτόν το λόγο θεωρήθηκαν -λανθασμένα- ως προσφορά προς τον άγιο Βασίλειο, ως κόλλυβα τ' αϊ-Βασίλη και συνδέθηκαν με δεισιδαιμονικούς φόβους και μαγικές ενέργειες. Π.χ. στην Κύθνο την παραμονή του αγίου Βασιλείου τρώγουν σιτάρι βρασμένο με μέλι και στην Απείρανθο της Νάξου "χίλια φαγιά νά'χουνε, βάζουνε και μεαριά στο τραπέζι και τρώνε: καλαμπόκι, σιτάρι και φασούλια μαζί μαγειρεμένα. Πρέπει να φάνε, γιατ' αλλιώς αν δε φάνε, πιάνει ψείρα το γέννημά τους".
Στην Κύπρο βράζουν εκλεκτό σιτάρι και το αναμειγνύουν με αμύγδαλα, σταφίδες, σπειριά ροδιών, κανέλα και ζάχαρη' κάνουν τα "κόλλυφα τ'αϊ-Βασιλείου (τα βασιλούδια)" κι αφού γεμίσουν ένα δίσκο με αυτά και βάλουν επάνω τη βασιλόπιτα με μια μικρή αναμμένη λαμπάδα επάνω της, τον τοποθετούν κάτω απ'το εικονοστάσι του σπιτιού. Στη Σκόπελο της Θράκης όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι παίρνουν στα χέρια τους κόλλυβα απ'το πιάτο, τα πετούν ψηλά προς την πόρτα του σπιτιού και λένε: "Όσα κ'κια ρίχνω, τόσ' αμάξια στάρ' να μου δωσ' ο καινούριος χρόνος. Ο καινούριος χρόνος βοήθεια! Όσα κ'κια στη φούχτα, τόσες αγελάδες, τόσα πρόβατα κ.τ.λ."."

Και επανερχόμενοι στη βασιλόπιτα και στην προέλευσή της, να μην παραλείψω να αναφέρω ότι το έθιμο τούτο συνδέεται και με τα τελούμενα κατά την εορτή των Κρονίων (Σατουρναλίων) στη Ρώμη "οπόθεν προήλθε παρά τοις Φράγκοις και η συνήθεια να παρασκευάζουν πίτταν με νόμισμα μέσα και να ανακηρύσσουν βασιλέα της βραδυάς τον ευρίσκοντα αυτό εις το κομμάτι του. Ετίθετο δε και ένα φασόλι εντός της πίττας και όποιος το εύρισκε ανεφωνείτο φασουλοβασιλιάς. Κατά τα Σατουρνάλια προσεφέροντο νως δώρα καρποί και πλακούντες εντός χρυσών φύλλων ή στολίσματα με νομίσματα χρυσά. Υπάρχει όμως και μια θρησκευτική παράδοσις σχετική με την προέλευση του εθίμου της βασιλόπιττας...
βασιλόπιττα.jpg
("Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου")
βασιλόπιταΑ.jpg
Όπως επίσης αναφέρει το παραπάνω λεξικό, η βασιλόπιτα παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, γάλα, αναλόγως τους είδους, και είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκειά. Σε όλες τις βασιλόπιτες τίθεται μέσα νόμισμα χρυσό κωνσταντινάτο, αργυρό ή και χάλικινο, αναλόγως του πλούτου της οικογενείας και, επιλέον, σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος βάζουν μέσα ένα κομματάκι άχυρο, ένα κομματάκι κλήματος αμπέλου και κλώνου ελιάς κι αλλού στεφάνι ξύλινο μικρό (μικρογραφία μάνδρας) και όποιος βρει κάποιο από τούτα θα είναι τυχερός στα σπαρτά, στον ελαιόκαρπο, στο κρασί και ούτω καθ'εξής. Με σειρά αποφλοιωμένων αμυγδάλων επί της επιφανείας της βασιλόπιτας συνηθίζεται να αναγράφεται η αρίθμηση του νέου έτους.

Για το νόμισμα αυτό, αναφέρει ο Δημήτριος Λουκάτος ("Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών"):
νόμισμα.jpg
βασιλόπιταΒ.jpg
Κι αν και υπάρχουν πλήθος ακόμη έθιμα ανα την Ελλάδα σχετικά με τη βασιλόπιτα, θα κλείσω με την καταγραφή του Κώστα Καραπατάκη, στο "Α' Συμπόσιον Ποντιακής Λαογραφίας, Αθήναι 12-15.6.1981":
ποντιακά1.jpg
ποντιακά2.jpgποντιακά3.jpg
Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και φώτιση!


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...