Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2018

Φωτεινὸς ὁδοδείκτης ἁγιοπνευματικὴς ζωῆς ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος

Ἐπιμέλεια τοῦ βίου: Γαβριὴλ Τ.
Στὸ Synax. Eccl. CP[1], στὴν Ἑλληνικὴ Πατρολογία[2], στὸ Μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου (ΙΑ΄) καὶ ἀλλοῦ[3], ἀναφέρεται ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου. 
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Καππαδοκίας ποὺ ὀνομαζόταν Μωγαρισοῦ[4]. Ἦταν υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ πιστῶν. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Προαιρέσιο καὶ τὴ μητέρα του Εὐλογία.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ μελετᾶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ, προτύπου ὅλων ὅσοι ἀπὸ ἀγάπη στὸν Κύριο ξενιτεύονται (Γέν. 12), καὶ τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ συνιστοῦν νὰ ἀφήσουμε γονεῖς, ἀγαθὰ καὶ φίλους γιὰ νὰ κληρονομήσουμε ζωὴν αἰώνιον (Ματθ. 19,29). Μὲ ψυχὴ ποὺ καταφλεγόταν ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ὁ Θεοδόσιος ἀποφάσισε νὰ ἐφαρμόσει αὐτὰ τὰ παραγγέλματα[5].
Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴν Ἀντιόχεια, καὶ ἀντάμωσε τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Στυλίτη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔμαθε καὶ τὴν πρόοδο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει στὴν ἀρετή, καὶ ὅτι θὰ γίνει καὶ ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἔπειτα ἔζησε κοντὰ σὲ ἕναν ἡσυχαστή, ποὺ λεγόταν Λογγίνος, καὶ παρουσιάστηκε τόσο ὑπερβολικὰ ἐγκρατής, ποὺ ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἔτρωγε μόνο μία φορά. Στὸ διάστημα μάλιστα τριάντα ὁλόκληρων χρόνων δὲν ἔφαγε καθόλου ψωμί, παρὰ μόνο ἰσχάδες, χουρμάδες, κουκιὰ καὶ βότανα.
Ἄσκησε λοιπὸν κάθε εἶδος ἀρετῆς καὶ ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος ἀναβάσεως, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ ἐκτελεῖ παράδοξα θαύματα. Μόνο αὐτὸς ἔβλεπε μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο....
ἀδελφὸ τὸ μαθητὴ του Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἔκτισε γιὰ αὐτὸν πρὸς ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, στεκόταν μετὰ τὸ θάνατο στὴν Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ ἔψαλλε μαζί τους. Καὶ ἦταν ἀόρατος γιὰ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτὸς ἄναψε καὶ τὰ σβησμένα κάρβουνα χωρὶς φωτιὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ θεμελιωθεῖ τὸ μοναστήρι. Ἐπίσης ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν αἱμορραγία μία γυναίκα, ἡ ὁποία προσῆλθε μὲ πίστη καὶ ἀπὸ ἕνα σπυρὶ σιτάρι, τὸ ὁποῖο εὐλόγησε, ἔκανε νὰ ὑπερχειλίσουν οἱ σιταποθῆκες.

Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἐμφανίστηκε χωρὶς νὰ τὸν βλέπουν, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ βυθὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὸ παιδὶ ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ μέσα καὶ ἀκόμη βοήθησε τὰ παιδιὰ μίας γυναίκας, τὰ ὁποία πρὶν ἀκόμα ἔρθουν στὴ ζωή, ἁρπάζονταν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ἔτσι καὶ τὴ μητέρα τους, ἡ ὁποία δὲν εἶχε καλύτερη τύχη καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς στείρα, ἐξαιτίας τῶν θανάτων τῶν παιδιῶν, ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του τὴν ἔκανε πολύτεκνη. Ἀλλὰ καὶ τὸ νέφος ἀκρίδων ἒδιωξε μὲ μία μόνον ἐπιτίμηση. Αὐτὸς καὶ τὸν Κόμη τῆς Ἀνατολῆς Κήρυκο φύλαξε ἄτρωτο στὸν πόλεμο, διότι ἐκεῖνος φοροῦσε γιὰ προστατευτικὸ θώρακα τὸ τρίχινο ἱμάτιο τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ καὶ τὴ γῆ ποὺ ἀδικοῦνταν ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ δὲν ἔδινε καρπὸ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀνυδρία, προκαλώντας βροχὴ μὲ τὴν προσευχή του.            
Προεῖπε ἀκόμα ὁ Ὅσιος καὶ τὴν κατεδάφιση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ἡ πόλη Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν σεισμὸ (526). Καὶ πολλοὺς ἀνθρώπους γλύτωσε ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας μὲ τὴν ἐμφάνισή του ὅταν κινδύνευαν. Καὶ στάθηκε καὶ δάσκαλος τῆς ἀρετῆς σὲ πολλοὺς μαθητές, καὶ περισσότερους παρακίνησε πρὸς τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ μίμηση τῆς δικῆς του ἀρετῆς μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἔφερε κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἡ φήμη του γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ του ἔγινε γρήγορα γνωστὴ στὰ πέρατα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἔφερε στὸ ἡσυχαστήριό του δεκάδες ἀδελφοὺς ἀναγκάζοντας τὸν Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα εὐρύχωρο μοναστήρι ὅπου ἐφάρμοσε πιστὰ τὰ πρότυπα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Τὸ μεγάλο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, τέλεια ὀργανωμένο, ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐπίγειος παράδεισος. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θαυμάζοντας τὴ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, διόρισε τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο γενικὸ προϊστάμενο καὶ ἐπόπτη ὅλων τῶν κοινοβίων τῆς Παλαιστίνης, γι' αὐτὸ καὶ λέγεται Κοινοβιάρχης.
Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων ἐργάσθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, γι' αὐτὸ καὶ ἔπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου (491-518), ποὺ ὑποστήριζε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξόρισε. Μετὰ τὴν ἐξορία του, ὁ Κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στὸ κοινόβιό του κι ἔζησε ἀκόμα 11 χρόνια μέχρι τὸ 529, ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὡς τὰ βαθειὰ γεράματά του ἦταν ἕνας ὡραῖος μὲ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ σ' αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τῶν γὰρ ἁγίων οὐχὶ τὰ ρήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πρόσωπα πνευματικῆς γέμει χάριτος[6].
Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε σὰν ἀστραπή. Καὶ ἔτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἀκόμη καὶ Ἐπίσκοποι, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνδρός, ποὺ στάθηκε γιὰ ὅλους φιλόστοργος πατέρας καὶ προστατευτικὸς ἀδελφός. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων προσῆλθε νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ παραστεῖ στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία· μεγάλη δὲ ὑπῆρξε ἡ συγκίνησή του, ὅταν βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου. Ἡ σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο (Ἀποστολικὸ ναὸ) τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία.

Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἱερομόν. Ἐφραὶμ Χαλής, μελετώντας τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἀναγνωρίζει κανεὶς τὴν μεγάλη προσφορὰ τοῦ Ὁσίου στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν κοινωνία. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν κοινωνικὸς ἐργάτης, ἱεραπόστολος καὶ ἱεροκῆρυξ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι φῶς γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μάλιστα ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ παρθενία τῶν μοναχῶν πολλὰ μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν[7].
  
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν κατὰ πλάτος Βίο τοῦ Ἁγίου[8]
Καὶ ἦταν σὲ ὅλα ὅσα γίνονταν πραότατος, ταπεινὸς καὶ ἥμερος, ὅταν ὄμως  κινδύνευε ἡ εὐσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος καὶ ἰσχυρογνώμων ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος. Καὶ ἦταν, σύμφωνα μὲ τὴ Γραφή, «πῦρ φλέγον» καὶ «μάχαιρα κόπτουσα», ποὺ ἀφανίζει τὰ κακὰ ζιζάνια. Ἔτσι φιλονίκησε μὲ τὸν παράνομο βασιλιὰ Ἀναστάσιο, τὸν μεγάλο καὶ ἄσπονδο ἐχθρό τῆς Δ' οἰκουμενικῆς ἁγίας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ δυσσεβοῦς Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μία φύση, οἱ ἄχρηστοι, ὁ ὁποῖος βασιλιὰς ἄλλους πατέρες κολάκευε καὶ συμμορφώνονταν μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἄλλους τοὺς τυραννοῦσε ὁ ἄμυαλος. Κι ἔτσι δοκίμασε νὰ παρασύρει καὶ τὸν σοφὸ Θεοδόσιο μὲ ἀργύρια, ὁ φιλάργυρος. 

Τοῦ ἔστειλε λοιπὸν δωρεὰ τριάντα λίτρες χρυσοῦ καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ καταλάβει ὅτι τὸ ἔστειλε μὲ πονηριὰ καὶ τὸ γυρίσει πίσω, κάλυψε μὲ πονηριὰ τὸ δόλωμα καὶ τοῦ μήνυσε νὰ τὸ δεχτεῖ γιὰ νὰ τὸ ξοδέψει γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς. Καὶ ὁ Ἅγιος δέχτηκε τὸ χρυσὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλο, τὴ μιαρὴ ὅμως γνώμη του τὴ μίσησε καὶ τὴν ἀπέκρουσε, ἀνατρέποντάς την μὲ ἀληθινὲς ἀποδείξεις καὶ παραδείγματα, καὶ νικήθηκε ὁ βασιλιάς, σὰν νὰ πολεμοῦσε τὸ ἐλάφι μὲ τὸ λιοντάρι, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω.
Ἀφοῦ πέρασε λίγος καιρός, ἀφότου φιλοδώρησε τὸν Ἅγιο μὲ τὸν χρυσὸ ὁ βασιλιάς, ἔστειλε ἀνθρώπους στὸν Ὅσιο νὰ ὑπογράψει τὴν προαναφερθεῖσα αἵρεση. Τότε συγκεντρώνει ὅλους τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου καὶ μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ τὴ θέληση ὅλων γράφει στὸν βασιλιὰ τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: «ἐπειδὴ μᾶς ἔστειλες μήνυμα νὰ κάνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, δηλαδὴ ἢ νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν ἄποψη τῶν Ἀκέφαλων ἢ νὰ θανατωθοῦμε βίαια ἂν μείνουμε πιστοὶ στὰ ὀρθὰ Δόγματα τῶν Πατέρων, μάθε ὅτι προτιμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ὄχι μόνο ἐμεῖς δὲν παρεκκλίνουμε καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἄλλους παρασύρετε καὶ δεχτοῦν τὰ φρονήματά σας, ἐμεῖς τοὺς ἀναθεματίζουμε, καὶ ἂν χειροτονήσετε κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἀκέφαλους, ἐμεῖς δὲν τὸν δεχόμαστε.
Μακάρι, Χριστὲ Βασιλιά, νὰ μὴ συμβεῖ νὰ παραιτηθοῦμε οὔτε λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δοῦμε τοὺς Ἅγιους αὐτοὺς Τόπους νὰ ἔχουν παραδοθεῖ στὴ φωτιά, ἀκόμα καὶ ἂν πάθουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν ἀλλάζουμε γνώμη, ἀκόμα καὶ ἂν ἐλεεινὰ τεμαχίσουν τὰ σώματά μας σὲ μικρὰ τεμάχια, ἀλλὰ πιστεύουμε στὶς τέσσερις Ἅγιες Συνόδους, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Α΄ τῶν 318 Πατέρων ἔγινε κατὰ τοῦ Ἄρειου στὴ Νίκαια, τὸν ὁποῖο καὶ ἀναθεμάτισαν, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τοῦ δυσσεβοὺς θεωροῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ξένο ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Ἡ Β΄ κατὰ τοῦ Μακεδόνιου, ὁ ὁποῖος βλασφημοῦσε πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Γ΄ πραγματοποιήθηκε στὴν Ἔφεσο κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος φλυαροῦσε μὲ  μιαρὸ καὶ παράλογο τρόπο κατὰ τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ τέταρτη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων στὴ Χαλκηδόνα, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας ἴδιο φρόνημα μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφόρισαν τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Νεστόριο, καὶ τοὺς ἒδιωξαν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δυνάμωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Πίστη, χαρακτηρίζοντας αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διαφορετικὸ φρόνημα ξένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ αὐτὴ λοιπὸν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη δὲν παρεκκλίνουμε οὔτε προδίδουμε (μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς!) τὴν εὐσέβεια, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ μᾶς δώσετε χιλιάδες θανάτους. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ καθοδηγεῖ κάθε νοῦ, μακάρι νὰ εἶναι φύλακας καὶ ὁδηγὸς τοῦ κράτους σου».

Μόλις δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ βασιλιάς, εὐλαβήθηκε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἔστειλε ἀπάντηση προφασιζόμενος ὅτι δὲν ἔφταιγε ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ οἱ κακοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι θέλοντας νὰ φανοῦν σοφοί, προκαλοῦσαν τὰ σκάνδαλα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀφοῦ ἔγραψε ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιο, σταμάτησε καὶ δὲν ἐκβίαζε κανένα νὰ ἀκολουθήσει τὴν αἵρεση. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔστειλε πάλι γράμματα κατὰ τῆς εὐσέβειας, ὁ ἀπερίσκεπτος. 

Ὁ γενναῖος ὅμως καὶ ζηλωτὴς τῆς ὀρθῆς πίστης Ἅγιος Θεοδόσιος, δὲν ἀποδέχτηκε τὰ γράμματα, ἀλλὰ σὰν λιοντάρι ὅρμησε κατὰ τῶν ἀπεσταλμένων καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε τὸ πλῆθος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε μεγαλόφωνα: «ὅποιος ἐναντιωθεῖ στὶς τέσσερις Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ δὲν τὶς τιμᾶ ὅπως τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, νὰ ἔχει τὸ ἀνάθεμα.». Αὐτὰ εἶπε καὶ ἔτρεξε σὰν Ἄγγελος στὶς κοντινὲς χῶρες καὶ πόλεις σὰν στρατηγός, μὲ πολλοὺς Μοναχοὺς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ στήριζε τοὺς πιστούς, ξεσήκωνε τοὺς νωθροὺς καὶ ὅσους εἶχαν ἀμφιβολία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τοὺς βεβαίωνε καὶ τοὺς ἔκανε πρόθυμους νὰ μὴ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς τοῦ τυράννου, ἀλλὰ νὰ πεθάνουν, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ τὴν εὐσέβεια.
Καὶ τοὺς δίδασκε ὁ Ὅσιος νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόχρονα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος σὲ μία ὑπόσταση, δηλαδὴ πρόσωπο, ἔχοντας ἀπὸ τὴ φύση του τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔφερε καὶ γιὰ ἀπόδειξη τὴν Ἁγία ἐκείνη καὶ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία σαφέστατα ἀνατρέπει αὐτὲς τὶς δύο αἱρέσεις, τοῦ δυσσεβοὺς Νεστόριου, ὁ ὁποῖος χώριζε τὸν ἕνα Χριστὸ σὲ δύο υἱοὺς καὶ δύο ὑποστάσεις ὁ ἀνόητος, καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι συγχέουν σὲ μία φύση τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. 

Γιατί ὁ Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις καὶ ὑποστάσεις στὸ Χριστὸ καὶ δύο υἱούς, ἕναν Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἄλλον ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο. Ὁ Εὐτυχὴς πάλι καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὁ Σεβῆρος, ποὺ πίστευε τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, θέλοντας δῆθεν νὰ πολεμήσουν αὐτὴ τὴ σφαλερὴ διαίρεση τοῦ Νεστόριου, ἔπεσαν πάλι καὶ οἱ ἴδιοι τόσο ἀνόητα σὲ ἄλλη αἵρεση, δίνοντας στὸ Χριστὸ μία φύση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ πιστεύοντας οἱ ἄμυαλοι ὅτι ἡ θεότητα μπορεῖ νὰ πάσχει. Γιατί , ἂν ἔχει ὁ Χριστὸς μία φύση, ὅπως φλυάρησαν αὐτοί, ἄρα καὶ ἡ θεότητα γνώρισε τὸ θάνατο.
Ἀλλὰ ἂς σφραγισθοῦν τὰ μιαρά τους στόματα, γιατί ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ τιμοῦμε δύο φύσεις θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ μία ὑπόσταση χωρὶς νὰ τὶς συγχέουμε, χωρὶς νὰ τὶς μεταβάλλουμε καὶ δίχως νὰ τὶς χωρίζουμε, ἕναν Υἱὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς προαιώνιο σύμφωνα μὲ τὴ θεότητα, μεταγενέστερο καὶ πάλι γεννηθέντα ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο μὲ νεότερο νόμο σύμφωνα μὲ  τὴν ἀνθρωπότητα, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, ἀμήτορα καὶ ἀπάτορα. 

Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια δίδασκε μὲ θάρρος τὸ ποίμνιό του ὁ σοφὸς Θεοδόσιος. Καὶ γιὰ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς θύμωνε μαζί του καὶ τὸν ἐξόρισε ἄδικα. Ὁ δίκαιος κριτὴς ὅμως Θεός, ἀφαίρεσε τὴ ζωὴ ἐκείνου τοῦ παράφρονα καὶ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ὅσιος ἔπαυσε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταμάτησαν τὰ σκάνδαλα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιερεῖς διώχτηκαν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, καὶ οἱ εὐσεβεῖς πῆραν πίσω τούς δικούς τους θρόνους, ὅπως καὶ πρίν, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐπαίνεσαν τὸν μέγα Θεοδόσιο γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔδειξε καὶ δὲν δέχτηκε τὰ βασιλικὰ προστάγματα. Ἰδιαίτερα οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, τῆς Ῥώμης Ἀγάπιος καὶ ὁ Ἐφραὶμ τῆς Ἀλεξάνδρειας τοῦ ἔγραψαν ἐγκωμιαστικὰ γράμματα καὶ πολὺ τὸν ἐγκωμίασαν.
  
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης καὶ τὸ κοινόβιό του στὴν Παλαιστίνη[9]
Βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Βηθλεέμ, στὴν ἀρχὴ τῆς Ῥέμου καὶ πάνω στὸν ἀρχαῖο κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Τὸ σημερινὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου κοινοβίου, ποὺ ἵδρυσε ὁ μέγας Κοινοβιάρχης τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἁγίας Γῆς, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, τὸν 5ο αἰώνα. Στὸν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ βλέπει κανεὶς μωσαϊκὰ δάπεδα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, μαρμάρινα κιονόκρανα καὶ κολῶνες, στέρνες καὶ ἐρείπια κτιρίων.                           
Ἡ σπηλιὰ-προσκύνημα εἶναι τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον τμῆμα τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι φυσική, μὲ λίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε ὡς κοιμητήριο τῶν ἡγουμένων καὶ τῶν ἐπιφανῶν της μοναχῶν. Στὶς λάρνακες κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι ἐνταφιασμένοι, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου καὶ μετέπειτα ὀνομαστὸς πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ἄλλες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.                                     
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἀλλὰ καὶ δραματικότερες τῶν μοναστηριῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἱδρύθηκε τὸ 465 ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ σπουδαιότερο κέντρο τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τὸ σχολεῖο τῶν μοναχῶν, ὅπως τὸ ἔλεγαν. Ἐκεῖ μέσα ἔφθασε ὁ μοναχισμὸς στὴν πιὸ τέλεια καὶ ὀργανωμένη του μορφή, καλλιεργήθηκε ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα θεραπευόταν ψυχοσωματικὰ ζώντας σύμφωνα μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Στὶς μέρες τὶς ἀκμῆς του, τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου (στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι τὸ 700 περίπου μ.Χ.) ἔφτασε νὰ ἔχει μέχρι 700 μοναχούς, διαφόρων ἐθνοτήτων. Μέσα στὴ μονὴ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια, Ἐκκλησίες, πτωχοκομεῖα, φροντιστήρια, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνες κ.ἂ. Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ μοναστήρι νὰ μοιάζει μὲ μικρὴ πολιτεία ὄχι μόνον ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς.
                            
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου δὲν ἔβγαλε μόνο ἁπλοϊκοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ σοφούς, ὅπως τὸν περίφημο Ἰωάννη Μόσχο, τὸν Ἅγιο Μόδεστο καὶ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο, τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλοὺς ἄλλους.

Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀνέκοψαν τὴν πρόοδο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς του. Μὲ λίγους μοναχοὺς καὶ μὲ τὸν διαρκή κίνδυνο σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν ἀπὸ τοὺς Βεδουίνους, τῆς ἐρήμου, ἐπέζησε τὸ μοναστήρι μέχρι τὸν 15ο αἰώνα. Τότε ἦταν ποὺ ἐγκαταλείφθηκε.
Στὰ 400 περίπου χρόνια τῆς ἐγκατάλειψης καὶ λησμονιᾶς χρησιμοποιήθηκαν τὰ κτίριά του ὡς στάνες καὶ ἄσυλα τῶν μουσουλμάνων τῆς φυλῆς Ἰμπιν-Ἀμπέντ, γι' αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸ στὰ ἀραβικὰ ὡς Δὲρ-Ἰμπιν-Ἀμπέντ. Τὸ 1858 τὰ ἐρείπιά του ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγιναν ἐργασίες ἀναστήλωσης καὶ ἀνακαίνισης καὶ τὸ μοναστήρι ἐπαναλειτούργησε ἀποκτώντας τὴ σημερινή του μορφή.

Ὑμνολογικὰ κείμενα ἀφιερωμένα στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο[10]
Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου,
Κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία.
Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.


[1] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano, adjectis synaxariis «Selectis»,σ.383-386, Bruxellis 1902.
[2] Vita a. Symeone Metaphrasta, P.G. 114.469-553.
[3] Βλ. BHG II, 288, (1776-1778b).
[4] Στὰ Acta Sanctorum ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ οἱ ὀνομασίες Μαγαρισοῦ καὶ Μαρισσοῦ.
[5] Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ε΄ (Ἰανουάριος), σ. 127.
[6] Μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβιῶν καὶ Κοζάνης + Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Εἰκόνες ἔμψυχοι – Κηρύγματα ἁγιολογικὰ (Ἑξαπλὰ β΄), ἔκδ. Ζωηφόρος.
[7] Ἱερομ. Ἐφραὶμ Χαλής, Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναχισμοῦ), σ. 8.
[8] Τὸ παρὸν ὑλικὸ εἶναι ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα: www.impantokratoros.gr. Πηγὴ τοῦ ἄρθρου ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Τέζα, Ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν ἀντιχαλκιδωνίων, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη.
[9] Τὸ παρὸν κείμενο εἶναι ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα http://holylandagioitopoi.blogspot.com, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία σημειώνεται ὅτι πολλὰ στοιχεῖα ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Β. Τζαφέρη: Ἅγιοι Τόποι. Ἐπίσης πηγὴ τῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ ὁ ἰστότοπος: http://picasaweb.google.gr/injerousalem/OrthodoxMonasteriesIn.
[10] Μηναῖον Ἰανουαρίου ΙΑ΄, σσ. 252-267 καὶ Νέος Ἐνιαύσιος Στέφανος, σ.188.

Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ ἔχεις χάσει πολλά, ὅμως ἐὰν χάσεις καὶ τὴν πίστη, τὰ ἔχασες ὅλα !

Image may contain: outdoor
Ξαγρύπνα ἀσταμάτητα, γιὰ νὰ κρατᾶς τὴν πίστη, καὶ ξαγρύπνα ἀσταμάτητα ὥστε ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης, τὸν ὁποῖο ἡ πίστη φέρνει μέσα της, νὰ αὐξηθεῖ καὶ νὰ σοὺ φέρει χαρά. Ἐφόσον μόνη της ἡ πίστη χωρὶς τὴν ἀγάπη, θὰ παρέμενε κρύα καὶ ἄχαρη. 
 Ὅμως καὶ ὅταν μέσα σου κρυώσει ἡ ἀγάπη, καὶ δὲν αὐξηθεῖ καὶ δὲν φέρει καρπὸ χαρᾶς, κράτα τὴν πίστη καὶ περίμενε. Κράτα τὴν πίστη μὲ κάθε κόστος. Καὶ περίμενε, ἀκόμα καὶ χρόνια, μέχρι ἡ ἀγάπη νὰ φυτρώσει ἀπὸ τὴν πίστη. Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ ἔχεις χάσει πολλά, ὅμως ἐὰν χάσεις καὶ τὴν πίστη, τὰ ἔχασες ὅλα. Ἐὰν χάσεις τὴν ἀγάπη, θὰ χάσεις τὸν καρπὸ ἀπὸ τὸ δένδρο, ὅμως ἐὰν χάσεις τὴν πίστη, θὰ ἔχεις κόψει τὸ δένδρο.

(Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)

(Τα λόγια του τίτλου είναι γραμμένα στον τοίχο της φωτογραφίας)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2018

Νέο συκοφαντικὸ χτύπημα ἐναντίον τοῦ Γέροντος Εφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτου στὴν Ἀμερικὴ

Σχόλιο «Ρωμαίικου»: Προσφάτως, εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ συνομιλήσουμε μὲ ἕναν μοναχὸ - πνευματικὸ παιδὶ καὶ ἀδελφὸ ἑνὸς μοναστηριοῦ τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου στὴν Ἀμερική. Τὸν ρωτήσαμε ποιὰ εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ σχετικὰ μὲ τὴν «Σύνοδο τῆς Κρήτης» καὶ μᾶς ἀπάντησε ὅτι ὁ Γέροντας διαφωνεῖ μὲ ὅσα ἀποφασίστηκαν περὶ ἐκκλησιαστικότητας στοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀνησυχεῖ μὲ τὴν πορεία τῆς διοικοῦσας Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἔμπλεη οἰκουμενισμοῦ.
σ.σ. Τό 1960, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔγραψε: «Οἱ Ἀθωνίτες θὰ πρέπει νὰ στείλουν ἄμεσα τούς ἐκπροσώπους τους στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες καὶ νὰ ἱδρύσουν ἐκεῖ μοναστικὲς κοινότητες, ἀλλιῶς ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Ἀμερικανικὴ Ἤπειρο ἀναμένει ἀναπόφευκτη καταστροφή.» Δεκαετίες ἀργότερα ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος ἐπαληθεύεται ἀντιστρόφως. Ὁ Γέρων Ἐφραίμ, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ΜΟΝΟΣ μέσα ἀπ’ τὶς σπηλιὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους φέρνει τὰ πάνω κάτω στὴν...
Ἀμερικὴ καὶ σώζει τὴν Ὀρθοδοξία. Τό ἀντορθόδοξο φρόνημα τῶν ἐξ Ἀμερικῆς «ὀρθοδόξων», τῶν δεινῶν διωκτῶν του, ἀποκαλύπτει, τολμῶ νὰ πῶ, τί ἐννοοῦσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅταν ἔγραφε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Ἀμερικὴ «ἀναμένει ἀναπόφευκτη καταστροφή»: ἡ Ὀρθοδοξία θὰ πνιγόταν μέσα στὸ κοσμικὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀναπόφευκτα θὰ ἔσβηνε. Οἱ διῶκτες τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ δὲν νοοῦν νὰ καταλάβουν ὅτι «ἡ διαρροὴ τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς» στὴν «παράλληλη ἐκκλησία» τοῦ Γέροντα Ἐφραίμ, ὅπως βλασφήμως ἀρέσκονται νὰ διακηρύττουν, εἶναι ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ σὲ μία πρὸ πολλοῦ προδιαγραμμένη καταστροφικὴ πορεία τὴν ὁποία προεῖδε καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Τὸ μένος μὲ τὸ ὁποῖο χτυπᾶνε τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ δείχνει ὅτι παρ’ ὅλες τὶς «νικηφόρες» μάχες (βλ. π.χ ψευδοσύνοδος Κρήτης) κατὰ βάθος γνωρίζουν πὼς τὸν πόλεμο τὸν χάνουν.
Τὸ δύσκολο μονοπάτι τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ στὴν Ἀμερικὴ εἶναι διάσπαρτο μὲ ἀγκάθια… καὶ μελλοντικὰ στεφάνια στὸν οὐρανό. Παρουσιάζω ἄλλη μία συκοφαντικὴ καὶ λαϊκίστικη πένα ἡ ὁποία ἐπιστρατεύεται στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Γέροντα Ἐφραίμ. Θὰ χρειαστοῦν γερὰ νεῦρα γιὰ νὰ διαβάσετε τὸ ἄρθρο ποὺ ἀκολουθεῖ, μέχρι καὶ τὴν αὐτοκτονία ἐνός πρώην δοκίμου μοναχοῦ ἐπικαλοῦνται. Θὰ μπορούσαμε βέβαια νὰ κάνουμε στὸν ἀρθρογράφο πολλὲς ἐρωτήσεις, ὅπως γιὰ παράδειγμα: ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν Ἑλληνορθόδοξων ἁπανταχοῦ γῆς καὶ ποιὸς τὸν ἔχρισε ὁδοδείκτη τῆς Πίστεώς μας καὶ προστάτη τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου.

***
Ποιὸς ἔχασε τὸ Σικάγο; (Who Lost Chicago?)
Τοῦ Βill George Stotis
Ἀρχικὴ πηγή GreekNews [Δευτέρα 24 Ἰουλίου 2017, σελίδα 38]
Τὸ εἶδα στό Orthodox Christian Laity
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἁπλὸ ἐρώτημα «Ποιὸς ἔχασε τὸ Σικάγο;» θὰ διατυπωθεῖ στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ νοιάζονται ἢ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Ἀμερική. Ὅπως ἀκριβῶς ἐξετάζουμε τὴν αἰτία καὶ τὸ ἀποτέλεσμα στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου τῶν γεγονότων, ἔτσι θὰ ὑπάρξουν καὶ ἐκεῖνοι πού θὰ ρωτήσουν: «Ποιὸς ἔχασε τὸ Σικάγο;». Εὐτυχῶς γιὰ τοὺς ἱστορικοὺς καὶ τοὺς μελετητὲς ὑπάρχει πάντοτε ἕνα «καναρίνι στὸ ὀρυχεῖο» ποὺ προδίδει τὸ μέλλον. Γιὰ τοὺς Ἑλληνορθόδοξους Ἀμερικανοὺς τὸ «καναρίνι» εἶναι ἡ Μητρόπολη τοῦ Σικάγου. Αὐτὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ «κόσμημα» τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα σοβαρὰ ἀνάπηρο καὶ διαλυμένο ἱερατεῖο ποὺ χάνει τοὺς ἐνορίτες του μὲ μὴ βιώσιμο ρυθμό. Μὴν ξεγελιέστε περὶ τούτου, βρισκόμαστε σὲ σημεῖο καμπῆς, σὲ μία κρίσιμη συγκυρία γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἔχει σὲ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τοὺς Ἕλληνες σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Καθὼς ὁ ὑπόλοιπος θρησκευτικὸς κόσμος παρακολουθεῖ, ἡ Ἐκκλησία μας παίζει τὸ μέλλον της σὲ ἀργῆ κίνηση. Οἱ μάζες παρακολουθοῦν τὸ αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα νὰ ξεδιπλώνεται καὶ κρατοῦν τὴν συλλογική τους ἀνάσα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ βλάψουμε γιὰ ἄλλη μία φορὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Ὅταν ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐξεταστεῖ ἀπὸ ἐπαγγελματίες καὶ καταγραφεῖ σὲ ἀκαδημαϊκὰ κείμενα, οἱ ὀπαδοὶ ποὺ ὑποστήριξαν μία ἀποτυχημένη ἱεραρχία θὰ ἔχουν ἤδη φύγει. Ἴσως μόνο τότε θὰ γνωρίζουμε τὴν βρώμικη ἀλήθεια. Πρὸς τὸ παρόν, ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς παραθέσω τὶς δικές μου παρατηρήσεις.
Στὴν Βόρεια Ἀμερικὴ ἔχουμε ὑποφέρει μέσα ἀπὸ μία περίοδο στρεβλωμένου καὶ νοσηροῦ Μοναστικοῦ σκοταδισμοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ προσγειώθηκε στὶς ἀκτές μας. Ἄνοιξε τὸ πρῶτο του «Μοναστήρι» ἐδῶ στὴ δεκαετία τοῦ ’90. Ἀπὸ τότε, ἡ μάρκα τοῦ φονταμενταλισμοῦ του πωλεῖται στοὺς ἀνυποψίαστους ποικιλοτρόπως. Σήμερα βpίσκουμε μεταβιβαστὲς τῆς «θεολογίας» του σὲ πολλὲς Ἑλληνικὲς Ὀρθόδοξες Ἐνορίες στὴ Βόρεια Ἀμερική. Οἱ διδασκαλίες του γιὰ τὸν τελωνισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ ἄλλες αἱρέσεις ἔχουν προκαλέσει ἀνεπανόρθωτη ζημιὰ καὶ σύγχυση. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη ἢ πόνο (δηλαδὴ οἱ εὐάλωτοι) ὅταν ἀντικρίζουν αὐτὲς τὶς διδασκαλίες συχνὰ ἀποδέχονται τὶς δογματικές του αἱρέσεις καὶ τὶς ἀρρωστημένες του συμβουλές. Αὐτὰ τὰ «θύματα πνευματικῆς ἐξαπάτησης» εἶναι εὔκολο θήραμα. Γενικά, οἱ ἄνθρωποι μὲ κοινὴ λογικὴ τὸ ἀντιλαμβάνονται αὐτὸ καὶ ἀπεμπλέκονται ἀπὸ τὸ τσίρκο ποὺ βλέπουν σὲ ὅλο καὶ περισσότερους ἄμβωνες, ὅπου οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Ἐφραὶμ τώρα χειροτονοῦνται κληρικοί.
Ὅπως μὲ τὸ «σύστημα τῶν μικρῶν ὁμάδων» στὴν ἐπαγγελματικὴ βασεωσφαίριση (μπέιζμπολ), ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ συνεχίζει νὰ ἀποφοιτᾶ ὅλο καὶ περισσότερους ὀπαδούς του. Ποιὸς λοιπὸν ἔχασε τὸ Σικάγο καὶ γιατί; Ἢ ἀκόμη καλύτερα, γιατί ἔχει σημασία ἢ γιατί νὰ ἀφορᾶ κάποιον ἀπὸ ἐμᾶς;  Πολλοὶ καλοπροαίρετοι Ἕλληνες στὶς κοινότητες τῆς διασπορᾶς παγκοσμίως εἶναι ὑπερήφανοι γιὰ τὴν συλλογική τους ἐπιτυχία, δὲν προσέχουν ὅμως οὔτε κατανοοῦν τὸ μέλλον. Τὸ Σικάγο ἔχει σημασία ἐπειδή ἀποτυγχάνει καὶ προμηνύει τὸ μέλλον τῆς Ἑλληνικῆς μας διασπορᾶς. Αὐτὸς ὁ μικρόκοσμος συνοψίζει τὸ μέλλον ὅλων μας.
Ἐκεῖνοι στὴν κοινότητα ποὺ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ αὐτὴ τὴν «θεολογία», ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι οἱ λεγόμενοι «Ἐφραϊμίτες», βλέπουν τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἐπίδραση. Βλέπουν καὶ αἰσθάνονται. Ἀλλὰ εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ κάνουν ἀπὸ ἀντίδραση. Αἰσθάνονται ἔλλειψη ἐμπνεύσεως, ἀπογοητευμένοι καὶ σκανδαλισμένοι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἑλληνορθόδοξη κοινότητα. Ἀποσύρονται καὶ ἀναζητοῦν μία νέα «φυσιολογικὴ» καὶ «ὑγιῆ» ταυτότητα – ἄλλωστε, ποιὸς θέλει νὰ κατατάσσεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῶν Ταλιμπᾶν; Δὲν θὰ ἔχει ὅλο αὐτὸ ἀντίκτυπο σὲ ὁλόκληρη τὴν παγκόσμια Ἑλληνικὴ Κοινότητα; Ἤδη ἔχει.
Ποιὸς ἔχασε λοιπὸν τὸ Σικάγο; 
Ρωτῆστε πρῶτα τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Ἀμερική. Ρωτῆστε τους γιατί «διοικοῦν ἰσοβίως» μέχρι νὰ διορίσουν Μητροπολίτη. Ἔπειτα ρωτῆστε τους γιατί δὲν ἔκαναν τίποτα γιὰ νὰ τιμήσουν τὰ λόγια τοῦ Μιχαὴλ Τζαχάρης [Michael Jaharis] γιὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Σκότ ??Νέβινς [Scott Nevins], ἑνὸς πρώην δόκιμου μοναχοῦ στὴν ἕδρα τοῦ Ἐφραὶμ στὴν Ἀριζόνα. Εἶχε δηλώσει δημοσίως: «Ἀναμένουμε νὰ λάβουμε σοβαρὰ καὶ κατάλληλα μέτρα, ὅπως ἀπαιτεῖται, γιὰ νὰ διορθώσουμε τὸ ὑφιστάμενο ζήτημα – καθὼς ἡ ἔλλειψη δράσεως θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μακροπρόθεσμες συνέπειες.» Ὑποθέτω ὅτι τοὺς ἐνδιέφερε περισσότερο νὰ τιμήσουν τὰ χρήματά του παρὰ τὰ λόγια του ἢ τὶς σκέψεις του.
Ἐὰν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐνδιαφερόταν πραγματικὰ (εἴτε βρίσκεται στὴ Βόρεια Ἀμερικὴ εἴτε στὸ Πατριαρχεῖο) τότε θὰ ἔβαζαν τὴν Μητρόπολη τοῦ Σικάγο κάτω ἀπὸ ἕνα μικροσκόπιο. Κάποιος θὰ «ἔσκαβε βαθειὰ» νὰ κοιτάξει γιὰ ποιὸν λόγο τόσες πολλὲς Ἐνορίες αὐτῆς τῆς Μητρόπολης χάνουν τοὺς τροφοδότες τους καὶ γιατί βρίσκονται οἰκονομικὰ στὴν ἐντατική. Καὶ ἐδῶ ἡ διαχείριση εἶναι «ἰσοβίως», καθὼς οἱ Ἐνορίες περιμένουν τὰ δῶρα ἀπὸ τὶς περιουσίες τῶν πρόσφατα ἀποθανόντων γιὰ νὰ καλύψουν τοὺς λογαριασμούς τους.
Καθὼς συνεχίζουμε νὰ βλέπουμε τὴν μετανάστευση πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ μία περισσότερο ἀποδεκτή, λιγότερο φονταμενταλιστικὴ θεολογία ἄλλων δικαιοδοσιῶν (ἢ ἄλλων δογμάτων), προβλεπόμενη συνέπεια εἶναι ἡ ἀπονέκρωση τῆς εὐρύτερης κοινότητάς μας στὴν διασπορά. Ἡ σημασία αὐτοῦ εἶναι ὅτι λιγότεροι ἄνθρωποι συνδέονται συναισθηματικὰ μὲ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Ἐνῶ οἱ χῶρες αὐτὲς ἀντιμετωπίζουν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἀνατολή, ἡ βάση μας στὴ Βόρεια Ἀμερικὴ μειώνεται ἀριθμητικά, μειώνεται ἡ συλλογική της ἰσχὺ καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα.
Σχολιασμὸς/μετάφραση Φαίη γιὰ τὸ ἰστολόγιο ΑΒΕΡΩΦ.
το είδαμε εδώ

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΟΚΙΖΟΝΤΩΝ» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ν

• Ἡ κοινωνικὴ ἐκμετάλλευση αἰτία τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυ-
χίας τῶν πολλῶν.
• Ἀνώφελο νὰ δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς μὲ τὴν ἐκμετάλ-
λευση καὶ ν’ ἀνακουφίζεις ἕνα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.


ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἀργὸς καὶ πλεονεκτικὸς βίος ὁ τοῦ τοκίζοντος. Οὐκ
οἶδε πόνον γεωργίας, οὐκ ἐπίνοιαν ἐμπορίας· ἐφ’ ἑνὸς δὲ
τόπου κάθηται, τρέφων ἐπὶ τῆς ἑστίας θηρία. Ἄσπαρτα
αὐτῷ βούλεται τὰ πάντα καὶ ἀνήροτα φύεσθαι· ἄροτρον
ἔχει τὸν κάλαμον· χώραν, τὸν χάρτην· σπέρμα, τὸ μέλαν·
ὑετόν, χρόνον, αὐξάνοντα αὐτῷ λανθανόντως τὴν τῶν
χρημάτων ἐπικαρπίαν. Δρέπανόν ἐστιν αὐτῷ ἡ ἀπαίτη-
σις· ἅλων, ἡ οἰκία, ἐφ’ ἧς λεπτύνει τὰς τῶν θλιβομένων
οὐσίας. Τὰ πάντα ἴδια βλέπει. Εὔχεται τοῖς ἀνθρώποις
ἀνάγκας καὶ συμφοράς, ἵνα πρὸς αὐτὸν ἠναγκασμένως
ἀπέλθωσι. Μισεῖ τοὺς ἑαυτοῖς ἀρκοῦντας, καὶ τοὺς μὴ
δεδανεισμένους ἐχθροὺς ἡγεῖται. Προσεδρεύει τοῖς δικα-
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖ
στηρίοις, ἵνα εὕρη τὸν στενούμενον τοῖς ἀπαιτηταῖς, καὶ
τοῖς πράκτορσιν ἀκολουθεῖ, ὡς ταῖς παρατάξεσι καὶ τοῖς
πολέμοις οἱ γῦπες. Περιφέρει τὸ βαλάντιον, καὶ δείκνυ-
σι τοῖς πνιγομένοις τῆς θήρας δέλεαρ, ἵν’ ἐκείνῳ διὰ τὴν
χρείαν περιχήναντες, συγκαταπίωσι τοῦ τόκου τὸ ἄγκι-
στρον. Καθ’ ἡμέραν ἀριθμεῖ τὸ κέρδος, καὶ τῆς ἐπιθυμί-
ας οὐκ ἐμπίπλαται. Ἄχθεται πρὸς τὸν χρυσὸν τὸν ἐπὶ τῆς
οἰκίας ἀποκείμενον, διότι κεῖται ἀργὸς καὶ ἄπρακτος...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς τοῦ χρεώστου τὰς πράξεις,
τὰς ἐκδημίας, τὰ κινήματα, τὰς μεταβάσεις, τὰς ἐμπορί-
ας· κἂν φήμη τις παραγένηται σκυθρωπή, ὅτι λησταῖς ὁ
δεῖνα περιέπεσεν, ἢ ἔκ τινος περιστάσεως εἰς πενίαν αὐτῷ
μετεβλήθη ἡ εὐπορία, κάθηται, τῷ χεῖρε συνδήσας, στέ-
νει συνεχῶς, ὑποδακρύει πολλά· ἀνελίττει τὸ χειρόγρα-
φον, θρηνεῖ ἐν τοῖς γράμμασιν τὸν χρυσόν, προσκομίζων
τὸ συμβόλαιον, ὡς ἱμάτιον υἱοῦ τελευτήσαντος· ἀπ’ ἐκεί-
νου θερμότερον ἐγείρει τὸ πάθος. Ἂν δὲ καὶ ναυτικὸν ᾖ τὸ
δάνεισμα, τοῖς αἰγιαλοῖς προσκάθηται, τὰς κινήσεις με-
ριμνᾶ τῶν ἀνέμων, συνεχῶς διερωτᾷ τοὺς καταίροντας,
μή που ναυάγιον ἠκούσθη, μή που πλέοντες ἐκινδύνευ-
σαν. Παχνοῦται τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν λειψάνων τῆς καθημε-
ρινῆς φροντίδος. Πρός δη τὸν τοιοῦτον λεκτέον. Παῦσαι,
ἄνθρωπε, μερίμνης ἐπικινδύνου. Ἀνάπαυσαι ἀπὸ ἐλπίδος
τηκούσης· μὴ τόκους ζητῶν σαυτῷ τὸ κεφάλαιον δια-
φθείρῃς. Παρὰ πένητος ζητεῖς προσόδους και προσθήκας
πλούτου, παραπλήσιον ποιῶν ὡς εἴ τις ἀπὸ χώρας αὐχμῷ
θερμοτάτῳ ξηρανθείσης λαβεῖν θελήσειε σίτου θημωνίας,
ἢ πλῆθος βοτρύων ἐξ ἀμπέλου μετὰ νέφος χαλαζηφόρον
ἢ τέκνων τόκον ἀπὸ στείρας γαστρός, ἢ γάλακτος τροφὴν
ἐξ ἀτόκων γυναικῶν...
Πῶς οὖν προσεύξῃ, ὁ τοκογλύφος; Μετὰ ποίου συνειδό-
τος αἴτημα ἀγαθὸν ζητήσεις παρὰ Θεοῦ, ὁ πάντα λαμβά-
νων, καὶ μὴ μαθὼν διδόναι; Ἢ οὐκ οἶδας, ὅτι ἡ προσευχή
σου ὑπόμνησις μισανθρωπίας ἐστίν; Τί συνεχώρησας, καὶ
συγγνώμην αἰτεῖς; Τίνα ἠλέησας καὶ καλεῖς τὸν ἐλεήμο-
να; Ἂν δὲ καὶ δῷς ἐλεημοσύνην, μισανθρώπου φορολογί-
ας, οὐκ ἀπὸ συμφορῶν ἀλλοτρίων δακρύων γέμοντα καὶ
στεναγμῶν; Εἰ ἐγνώριζεν ὁ πένης πόθεν ὀρέγεις τὴν ἐλε-
ημοσύνην, οὐκ ἂν ἐδέξατο, ὡς ἀδελφικῶν σαρκῶν γεύ-
εσθαι μέλλων, καὶ αἵματος τῶν οἰκείων· εἶπε δ’ ἂν πρὸς
σὲ λόγον γέμοντα σώφρονος παρρησίας· Μή με θρέψῃς,
ἄνθρωπε, ἀπὸ δακρύων ἀδελφικῶν. Μὴ δῷς ἄρτον πένη-
τι, γενόμενον ἀπὸ στεναγμῶν τῶν συμπτώχων. Ἀνάλυσον
πρὸς τὸν ὁμόφυλον ὃ κακῶς ἀπήτησας, κἀγὼ ὁμολογήσω
τὴν χάριν. Τί ὠφελεῖς, πολλοὺς πτωχοὺς ποιῶν, καὶ ἕνα
παραμυθούμενος; Εἰ μὴ πλῆθος ἦν τοκιστῶν, οὐκ ἂν ἦν
τὸ πλῆθος τῶν πενομένων. Λῦσον σου τὴν φατρίαν, καὶ
πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν...». (Ε.Π.Μ. 46, 437-445).








ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ἀργόσχολη καὶ πλεονεκτικὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ τοκιστῆ. Δὲ γνωρίζει αὐτὸς τοὺς κόπους τῆς γεωργίας οὔτε τὴν ἐφευρετικότητα τοῦ
ἐμπορίου. Ἀντίθετα (ἀπ’ ὅ,τι συμβαίνει μὲ ὅσους ἀσκοῦν παραγωγικὰ ἐπαγγέλματα), ὁ τοκιστὴς κάθεται στὸν ἴδιο πάντοτε τόπο, μέσα στὸ σπίτι του μεγαλώνει τὰ θρεφτάρια τῆς κερδοσκοπίας.
Ἄσπαρτα κι ἀκαλλιέργητα θέλει τὰ πάντα γι’ αὐτὸν νὰ φυτρώνουν.
Γι’ ἀλέτρι ἔχει τὴν πέννα· γιὰ χωράφι, τὸ χαρτί· γιὰ σπόρο, τὸ μελάνι· γιὰ βροχή, τὸ χρόνο ποὺ τοῦ πολλαπλασιάζει ἀθόρυβα τοὺς τόκους τῶν χρημάτων. Δρεπάνι του εἶναι ἡ δικαστικὴ ἀπαίτηση τοῦ χρέους, ἁλώνι, τὸ σπίτι του, ὅπου λιανίζει τὶς περιουσίες τῶν ἀναγκεμένων ἀνθρώπων. Ὁλωνῶν τ’ ἀγαθὰ τὰ βλέπει δικά του.  Εὔχεται στοὺς ἀνθρώπους ἀνάγκες καὶ συμφορές, γιὰ νὰ τρέξουν ὑποχρεωτικὰ νὰ δανειστοῦν ἀπ’ αὐτόν. Μισεῖ τοὺς αὐτάρκεις καὶ ὅσους δὲν ἔχουν δανειστεῖ ἀπ’ αὐτόν, τοὺς θεωρεῖ ἐχθρούς του.
Συχνάζει στὰ δικαστήρια γιὰ ν’ ἀνακαλύψει κάποιον ποὺ τὸν πιέζουν οἱ δανειστὲς καὶ τοὺς φοροεισπράκτορες ἀκολουθεῖ, ὅπως τὰ κοράκια τοὺς στρατοὺς ποὺ διεξάγουν πόλεμο (γιὰ νὰ τρῶνε τοὺς σκοτωμένους). Κουβαλάει παντοῦ τὸ κομπόδεμα, καὶ σὰν δόλωμα τὸ δείχνει σ’ἐκείνους ποὺ τοὺς πνίγει ἡ ἀνάγκη, ὥστε, ἀνοίγοντας
γι’ αὐτὸ τὸ στόμα, νὰ καταπιοῦν μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ τόκου. Καθημερινὰ μετράει τὰ κέρδη, μὰ ἡ δίψα του γιὰ χρῆμα δὲ σβήνει. Στεναχωριέται γιὰ τὸ χρυσάφι ποὺ ἔχει φυλαγμένο στὸ σπίτι, ἐπειδὴ μένει ἀχρησιμοποίητο κι ἀνεκμετάλλευτο...
Περιεργάζεται ὁ δανειστὴς ὅλες τὶς πράξεις τοῦ ὀφειλέτη, τὰ ταξίδια του, τὶς χειρονομίες του, τὶς ἐπισκέψεις του, τὶς ἐμπορικὲς συναλλαγές του. Κι ἂν καμιὰ δυσάρεστη εἴδηση φτάσει, ὅτι δηλ. ὁ τάδε ἔπεσε στοὺς ληστές, ἢ ὅτι φτώχεψε ξαφνικὰ ἀπὸ κάποια ἀτυχία, κάθεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, ἀναστενάζει ἀδιάκοπα, χύνει κρυφὰ μαῦρο δάκρυ·
ξετυλίγει τὸ χρεώγραφο, θρηνεῖ τὸ χρυσάφι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν οἱ γραμμές του, προσκομίζει τὸ συμβόλαιο σὰ νὰ ἦταν ἔνδυμα πεθαμένου παιδιοῦ του· μάλιστα κι ἀπὸ ’κεῖνο, περισσότερη θλίψη τοῦ προκαλεῖ.
Ἂν μάλιστα συμβεῖ νὰ ἔχει δανείσει ναυτικούς, κάθεται διαρκῶς κοντὰ στοὺς γιαλούς, μελετάει τὶς κινήσεις τῶν ἀνέμων, ρωτάει ἐπίμονα ὅσους καταπλέουν, μήπως ἀκούστηκε κανένα ναυάγιο, μήπως κινδύνεψαν πουθενὰ ναυτικοί; Λιώνει ἡ ψυχή του κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καθημερινῶν φροντίδων. Σ’ ἕνα τέτοιον ἀξίζει βέβαια νὰ εἰπωθεῖ: σταμάτα, ἄνθρωπέ μου, τὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς φροντίδες· λυτρώσου ἀπὸ τὴν ἐξουθενωτικὴ προσδοκία τοῦ κέρδους· πρόσεξε μήπως κυνηγώντας τόκους, δαπανήσεις τὸ πολύτιμο κεφάλαιο ποὺ εἶναι ὁ εαυτός σου. Ζητεῖς εἰσοδήματα καὶ πρόσθετα πλούτη ἀπ’ τὸ φτωχό,κάνοντας κάτι ἀνάλογο μ’ αὐτὸν ποὺ θἄθελε νὰ πάρει θημωνιὲς σιτάρι
ἀπὸ χωράφι ποὺ τὸ ξέρανε ὁ λίβας, ἢ ἄφθονα σταφύλια ἀπὸ ἀμπέλι ἀπ’τὸ ὁποῖο πέρασε χαλαζοφόρο σύννεφο, ἢ παιδιὰ ἀπὸ στείρα κοιλιὰ ἢ θρεπτικὸ γάλα ἀπὸ γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουν γεννήσει...Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τί συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ἢ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμην; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς
τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποῦ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: Μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχτῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν ημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς (μὲ τὴν ἐκμετάλλευση) κι ἀνακουφίζεις ἕνα (μὲ τὴν ἐλεημοσύνη); Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων (τῶν ἐκμεταλλευτῶν γενικά), δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αὐτάρκεια.

Ἀναίρεση θλιβερῶν συκοφαντειῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Φαίνεται πὼς ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου βίου μας εἶναι βαθειὰ καὶ μὴ ἀναστρέψιμη. Τὰ διδάγματα τῆς «Νέας Ἐποχῆς» καὶ τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», οἱ ὁποῖες σχεδιάστηκαν ἀπὸ σκοτεινὰ κέντρα ἐξουσίας ἐδῶ καὶ δεκαετίες, κατόπιν δαιμονικοῦ σχεδιασμοῦ, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν κατάκτηση τοῦ κόσμου, ἔχουν διαβρώσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸν λαό μας καὶ τείνουν νὰ ἀποτελέσουν πλέον τὰ νέα «ἰδανικά» του. Ἦρθαν νὰ ἐκτοπίσουν πανανθρώπινες ἠθικὲς ἀξίες, οἱ ὁποῖες διαμορφώθηκαν στὸ διάβα τῶν αἰώνων στὴ συνάντησή τους καὶ στὸ ζύμωμά τους μὲ τὶς αἰώνιες ἠθικὲς ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὶς βασικὲς ἀρχές, ποὺ θὰ ὁρίζουν τὴν πορεία της. Τέτοιες εἶναι: ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό, ἡ φιλοπατρία, ἡ τιμιότητα, ὁ σεβασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐλευθερία, ὁ σεβασμὸς τὸ θεσμοῦ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν, τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κλπ. Ἐπειδὴ δὲ σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν αὐτὲς τὶς ἀξίες καὶ...
ἐπιχειροῦν νὰ τὶς καταλύσουν, ἀνατέθηκε στὶς πολιτισμένες κυβερνήσεις νὰ τὶς τηροῦν καὶ νὰ τὶς ἐπιβάλλουν μὲ κατάλληλες νομοθετικὲς ρυθμίσεις.

Τώρα δυστυχῶς ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ξεπερασμένα, κατάλοιπα παλαιῶν, παρωχημένων ἐποχῶν, ποὺ ἔδωσαν τὴ θέση τους στὴ «νέα ἠθική» τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀκριβῶς ἀντίστροφη τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Ἡ ὀργανωμένη κοινωνία καὶ κυρίως οἱ κυβερνήσεις τῶν κρατῶν, ὄχι μόνον ἔπαψαν νὰ εἶναι οἱ θεματοφύλακες τῶν προαιώνιων ἀξιῶν καὶ τοῦ διαμορφωθέντος παγκοσμίου κώδικα ἠθικῆς, ἀλλὰ ἀντιθέτως μάλιστα, ὁλοφάνερα καὶ ἀπροκάλυπτα πλέον, συντάσσονται μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Νέας Ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες περιβάλλονται μὲ νομικὸ κύρος καὶ μεταβάλλονται σὲ νόμους τοῦ κράτους. Τρανταχτὰ παραδείγματα τὰ νομοθετήματα τῶν τελευταίων χρόνων, (ἀλλαγὴ τοῦ ἀστικοῦ κώδικα, σύμφωνο συμβίωσης ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, ἀλλαγὴ ταυτότητας φύλου, ποινικοποίηση κάθε ἀντίδρασης κατάλυσης τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν, ἀλλαγὴ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογικὸ κλπ), τὰ ὁποία ἦταν ἀδιανόητα πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες.

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν παροῦσα ἀνακοίνωσή μας πήραμε ἀπὸ πρόσφατο δημοσίευμα ἀξιωματικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας. Πρόκειται γιὰ τὸν κ. Μιχάλη Λώλη, Ὑπαστυνόμο Α΄ τοῦ Τμήματος Ρατσιστικῆς Βίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας (Ἰστ. https://left.gr), ὁ ὁποῖος δημοσίευσε ἄρθρο του στὸ Ἰστολόγιο: http://www.bloko.gr/2017/11/blog-post_5208.html, μὲ τίτλο: «Θρησκεία, φύλο καὶ σεξουαλικότητα, ὅταν ἡ πίστη γίνεται ρατσισμός». Μελετήσαμε μὲ προσοχὴ τὸ ἄρθρο μὲ τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι θέλει νὰ στηλιτεύσει τὸ ρατσισμό. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια, ἀντὶ νὰ τὸν στηλιτεύσει, τὸν προωθεῖ! 
Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει καὶ νὰ πείσει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία, ἡ ὁποία προωθεῖ τὸν πάσης φύσεως ρατσισμὸ καὶ χρησιμοποιεῖ κηρύγματα μίσους. Δὲν γνωρίζουμε τὶς ἱστορικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς γνώσεις τοῦ ἀρθρογράφου. Διαπιστώσαμε ὅμως ἀβίαστα μία φοβερὴ ἄγνοια στοιχειώδους θεολογικῆς παιδείας. Μία ἀναπαραγωγὴ σαθρῶν καὶ χιλιοειπωμένων ἐπιχειρημάτων, προκειμένου νὰ μπορέσει νὰ «θεμελιώσει» τὶς ἀπόψεις του, οἱ ὁποῖες σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ συνθηματικὲς «ρουκέτες», συνήθης πρακτικὴ στὴν ἀντιχριστιανικὴ πολεμική. Δὲν μᾶς λέει τίποτε τὸ καινούργιο, ἀλλὰ ἀναμασᾶ τὴν περιρρέουσα ἀντιχριστιανικὴ «φιλολογία».

Παραθέτουμε μερικὰ ἀποσπάσματα. Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, γράφει: «Δὲν πρέπει ὅμως νὰ παραβλέψουμε κάτι πολὺ σημαντικὸ καὶ σοβαρό, ὅτι ἡ δογματικὴ αὐτὴ παραδοχὴ τῆς Παρθενίας τῆς γυναίκας ποὺ γέννησε ἕνα παιδί, χωρὶς δηλαδὴ σεξουαλικὴ ἐπαφή, εἶναι καθαρὰ μία σεξιστική, μισογυνίστικη καὶ ἔτσι Ρατσιστικὴ ρητορική. Ὑπακούει στὴ σεξιστικὴ ἀντίληψη ποὺ θέλει τὴ γυναίκα καθαρή, ἄσπιλη καὶ ἀμόλυντη, χωρὶς πάθη καὶ ἀνάγκες. Μίας γυναίκας ποὺ μόνο ὡς Παρθένα μπορεῖ νὰ γίνει Παναγία, ὑποβιβάζοντας τὴν γυναικεία φύση καὶ σεξουαλικότητα σὲ κάτι βρώμικο καὶ ἁμαρτωλό. Καὶ φυσικὰ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι ἰσότιμη θεότητα μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄντρας, ὁ μοναδικός, ὁ ἕνας, ὁ πατὴρ μαζὶ μὲ τὸ πρωτότοκο υἱό του». Τί νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί νὰ ἀπαντήσει σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι «βαθειὰ νυχτωμένος» γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, γύρω ἀπὸ τὴν ἀξία καὶ τὸ ὕψος τῆς παρθενίας, γύρω ἀπὸ τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου ὡς μυστηρίου τῆς ἐκκλησίας μας, γύρω ἀπὸ τὴ θέση τῶν γενετησίων σχέσεων μέσα στὰ πλαίσια τοῦ γάμου, γύρω ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὸ τριαδικὸ δόγμα;

Ἡ ὅλη δομὴ τῆς σκέψεώς του εἶναι τόσο στρεβλή, ὥστε εἶναι μᾶλλον ἀδύνατον νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ πείσουμε τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, νὰ καταλάβει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δὲν ὑποβιβάζει τὴν γυναικεία φύση, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα, τὴν ἐξυψώνει. Ὅτι οἱ γενετήσιες σχέσεις, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ γάμου, ὄχι μόνο δὲν εἶναι κάτι τὸ βρώμικο καὶ ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ἀπεναντίας μάλιστα, ἐξαγιάζονται διὰ τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Αὐτὰ ποὺ εἶναι αὐτονόητα γιὰ ἕναν ὁποιοδήποτε ἁπλὸ πιστό, γιὰ τὸν κ. Μ. Λώλη εἶναι «γρίφος»!

Τοῦ ἀπευθύνουμε τὰ ἑξῆς ἁπλὰ ἐρωτήματα: Πῶς «ἀποδεικνύει» ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου εἶναι «σεξιστικὴ ἀντίληψη»; Πῶς «ὑποβιβάζεται» ἡ γυναικεία φύση ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ; Γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν μόνον τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τέλειος Θεός, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἑπομένως ἡ γέννησή του ἦταν θεοπρεπῆς, δηλαδὴ μία γέννηση πού συνδύαζε τὸ φυσικὸ μὲ τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἀνθρώπινο μὲ τὸ θεϊκό; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποδείξει, σὲ ποιὸ σημεῖο στὴν ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει φύλο καὶ εἶναι ἄντρας; Γνωρίζει τὴ θέση τῆς γυναίκας στὸν προχριστιανικὸ κόσμο, ἀκόμα καὶ στὴν «πολιτισμένη» ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὴν Ρώμη, ὅπου αὐτὴ θεωροῦνταν res (πράγμα); Γνωρίζει μήπως τὶς περὶ γυναικὸς ἀντιλήψεις καὶ αὐτῶν τῶν κορυφαίων φιλοσόφων τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους; Γνωρίζει ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἡ γυναίκα καταξιώθηκε ὡς ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀπόλυτα ἰσότιμη μὲ τὸν ἄνδρα, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν δὲν πιστεύει στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας (καὶ εἶναι δικαίωμά του), οὐδεὶς τὸν ψέγει, ἀλλὰ ὅταν κάνει τέτοια «χοντρὰ» λάθη, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς στόχο νὰ παραπληροφορήσουν, τότε εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ ἀπαντήσουμε. 

Παρὰ κάτω κάνει ἕναν, πέρα γιὰ πέρα, ἀνιστόρητο συλλογισμό, ἐντελῶς ἄγνωστο στὴν παγκόσμια ἱστοριογραφία. Συνδυάζει τὴν καθιέρωση τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ! Γράφει ὅτι ἡ καθιέρωση τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, «ἱστορικὰ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη προσηλυτισμοῦ στὸ Χριστιανικὸ δόγμα, σὲ μία καθαρὰ μονοθεϊστικὴ θρησκεία, ἀνθρώπων - πιστῶν τῶν τότε κυριαρχουσῶν πολυθεϊστικῶν θρησκειῶν, ἀναπόσπαστο μέρος τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσαν καὶ γυναικεῖες θεότητες. Ἔτσι ἡ ἀναγωγὴ τῆς Μαρίας ὡς ἁπλῆς γυναίκας καὶ μητέρας τοῦ Χριστοῦ, σὲ Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ Παναγία Παρθένο, ἐξυπηρετοῦσε καθαρὰ τὴν ἀνάγκη γιὰ εὐκολότερη ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ κατ’ ἐπέκταση τῆς ἐξάπλωσης τῆς ἐξουσίας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ τότε χριστιανικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, κατάλαβε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων νὰ λατρεύουν μία γυναικεία θεότητα»!

Ρωτᾶμε τὸν κ. Μ. Λώλη: Γνωρίζει κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες ἐξαπλώθηκε ὁ Χριστιανισμός; Ποιοὺς καὶ πόσους φοβεροὺς διωγμοὺς ἀντιμετώπισε ἤδη στὸ ξεκίνημά του καὶ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορικῆς του πορείας, ἰδιαίτερα στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ὅταν οἱ χριστιανοὶ διώκονταν ἀπηνῶς μέχρι θανάτου ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξηγήσει, πῶς ὁ Χριστιανισμὸς δὲν πνίγηκε μέσα στὸ αἷμα τῶν ἑκατομμυρίων μαρτύρων, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα, μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν, ἐξῆλθε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ἐνῶ ὁ ἀρχαῖος εἰδωλολατρικὸς κόσμος κατέρρεε σὰν χάρτινος πύργος;

Ποιὸ συμφέρον εἶχε ἡ Ἐκκλησία νὰ στηριχθεῖ πάνω στὰ δεκανίκια τῆς θνήσκουσας εἰδωλολατρίας γιὰ τὴν ἐπέκτασή της, ὅταν πλέον ἡ Ἐκκλησία βγῆκε ἀπὸ τὶς κατακόμβες, καὶ οἱ πιστοί της ἀριθμοῦσαν περισσότερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῶν ἀνθρώπων τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας; Γνωρίζει ὅτι ἡ πολεμικὴ κατὰ τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου ἀναπτύχθηκε μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αἱρετικούς, (ὅπως ὁ Νεστόριος), τοὺς ὁποίους καταπολέμησε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς μέσω τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Πότε λατρεύτηκε στὴν Ἐκκλησία ἡ Παναγία ὡς Θεός; Γνωρίζει τὴν δογματική τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου; Γνωρίζει ὅτι ἡ ἀνακήρυξή της σὲ θεότητα ἔγινε στὴν αἱρετικὴ Δύση τὴν δεύτερη χιλιετία; Ἄρα πῶς βοήθησε στὴν κατάκτηση τοῦ κόσμου ἡ ἀνύπαρκτη λατρεία τῆς Θεοτόκου;   

Συνεχίζοντας, προσπαθεῖ νὰ θεολογήσει. Γράφει: «Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μέσα ἀπὸ τὸ δόγμα της, ὅπως αὐτὸ κατασκευάστηκε καὶ διαμορφώθηκε στὴν πορεία τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, μὲ ἀξιωματικὲς παραδοχές, οἱ ὁποῖες ἐπιβλήθηκαν στοὺς πιστούς, ἀναπαράγει γιὰ αἰῶνες μέχρι καὶ σήμερα τὴν ἀναχρονιστικὴ καὶ συντηρητικὴ πλέον ἀντίληψη ποὺ θέλει τὴ γυναίκα κατώτερη τοῦ ἄνδρα. Μίας γυναίκας ποὺ φτιάχτηκε μετὰ τὸν ἄνδρα καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πλευρὰ τοῦ ἄνδρα»! Ἂν ὁ κ. Λώλης ἔκανε τὸν κόπο νὰ ἀνοίξει καὶ μελετήσει τὰ εὐαγγελικὰ κείμενα θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ διακρίνει καὶ νὰ διαπιστώσει, ποιὰ στάση κράτησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀπέναντι στὶς γυναῖκες τῆς ἐποχῆς του. Ποιὸ νέο πρωτοποριακὸ πνεῦμα ἐγκαινίασε μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὶς περὶ γυναικὸς ἀντιλήψεις τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ρόλο καὶ τὴ θέση τῆς γυναίκας στὴν οἰκογένεια καὶ γενικότερα στὴν κοινωνία.

Θὰ διαπίστωνε πόσο συχνὰ ὁ Χριστὸς συνομιλοῦσε μὲ γυναῖκες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν περιθωριακές. Πόσο εὔκολα ἒπιανε συζήτηση μ’ αὐτές, ὅπως μὲ τὴ Σαμαρείτιδα. Στὴν περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδος ἀποτελεῖ ἔνδειξη ἰδιαιτέρας τιμῆς πρὸς τὸ γυναικεῖο φύλο, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ὄχι ἁπλῶς ἀνοίγει θεολογικὸ διάλογο μὲ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποκαλύπτει τὴν μεσσιανική του ἰδιότητα, πράγμα ποὺ δὲν τὸ ἔκανε σὲ συζητήσεις μὲ τοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του. Βλέπουμε τὸν Κύριο νὰ μὴν ἀποστρέφεται τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτη, ἀλλὰ ἀπεναντίας μάλιστα τὴν ἐγκωμιάζει καὶ προβάλλει τὴν πίστη της. Τὸν βλέπουμε νὰ θεραπεύει τὴν θυγατέρα τῆς Χαναναίας, μίας ἀλλοεθνοῦς, ὑπερβαίνοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ ἐγκαινιάζοντας τὸ ἄνοιγμά Του στὸν γυναικεῖο ἐθνικὸ κόσμο. Τὸν βλέπουμε νὰ παίρνει θέση καὶ νὰ ἀποτρέπει τὸν παρ’ ὀλίγο λιθοβολισμὸ μίας μοιχαλίδας μὲ τὴν ἀποστομωτικὰ προκλητική Του ἀπάντηση: «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτὴν» (Ἰω. 8,7).

Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη τοῦ νέου ριζικοῦ τρόπου ἀξιολογήσεως τοῦ γυναικείου φύλου ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου μας ἔγκειται στὸ ζήτημα τῶν γυναικὼν μαθητριῶν του. Μὲ τὸ νὰ προσλάβει ὄχι μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες, στὰ πλαίσια ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου μαθητριῶν, τοποθετεῖται ἐνάντια στὶς τότε κοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ προκαλεῖ σκόπιμα τὰ ἔθιμα τῆς ἐποχῆς Του. Σύνολο μαθητριῶν γυναικῶν κοντὰ σ’ ἕναν ἄνδρα ἦταν ἕνα ἐκπληκτικὸ γεγονός, κάτι τὸ ἀδιανόητο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Παλαιστίνης καὶ γενικά τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἡ παρουσία τῶν γυναικῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου στὰ γεγονότα τοῦ πάθους μνημονεύεται ἀπὸ ὅλους τούς εὐαγγελιστές. Καθ’ ὂν χρόνον οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἐξ’ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων διασκορπίζονται καὶ φεύγουν, οἱ γυναῖκες εἶναι παροῦσες κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως καὶ τῆς ταφῆς. Οἱ μυροφόρες γυναῖκες πρῶτες ἀξιώνονται νὰ γίνουν οἱ πρῶτες αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως. Ἀργότερα, ὅπως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις, οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, θὰ παίξουν σημαντικότατο ρόλο στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου ὡς συνεργάτες καὶ συνοδοὶ τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου περιοριζόμαστε νὰ μνημονεύσουμε τὸν καταπληκτικό του λόγο: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ. Πάντες γὰρ ὑμεῖς εἰς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Μπορεῖ νὰ μᾶς ὑποδείξει παρόμοια ἀναφορὰ ἰσότητας καὶ ἀδελφότητας ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο; Ὑπάρχει πιὸ ἐπαναστατικὴ διακήρυξη, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς αὐθαιρεσίας, ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Γνωρίζει τὴν χρηστικὴ μεταχείριση τῆς γυναίκας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους παγανιστὲς προγόνους μας, ὅπως ἀποτυπώνεται στὴ μνημειώδη φράση τοῦ Δημοσθένη: «τὶς συζύγους ἔχουμε γιὰ παιδοποιία, τὶς ἑταῖρες γιὰ τέρψη καὶ τὶς παλλακίδες γιὰ τὴν περιποίηση τοῦ σώματός μας»; Πότε ἄλλοτε καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἡ γυναίκα καταξιώθηκε, νὰ στέκεται δίπλα στὸν ἄνδρα ἰσότιμα μ’ αὐτόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία;

Παρὰ κάτω ἀναφέρεται στὴν χιλιοειπωμένη ἀπὸ τοὺς χριστιανομάχους πρακτική τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐμποδίζεται ἡ γυναίκα νὰ εἰσέρχεται στὴν  Ἐκκλησία, νὰ κοινωνεῖ καὶ νὰ ἀσπάζεται τὶς ἅγιες εἰκόνες, ὅταν βρίσκεται σὲ κατάσταση ἐμμήνου ρήσεως ἢ λοχείας, τονίζοντας: «Ὅλα αὐτὰ φαίνονται μὲ διάφορες ἐκφάνσεις σὲ ὅλη τὴ χριστιανικὴ παράδοση ποὺ ἀπαγορεύει μεταξὺ ἄλλων στὴ γυναίκα νὰ ἱερουργεῖ, νὰ μπαίνει στὸ Ἱερὸ Βῆμα τῶν ναῶν, νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες ὅταν βρίσκεται σὲ ἔμμηνο ρύση, οἱ ὁποῖες ἐπίσης ὑποβιβάζουν τὴν γυναίκα καὶ τὴ γυναικεία φύση, καθὼς καὶ τὴν γυναικεία σεξουαλικότητα καὶ ἐν γένει τὴ σεξουαλικὴ ἐπαφή. Ἀναπαράγουν τὴ συντηρητικὴ καὶ ἀναχρονιστική, πατριαρχικὴ καὶ φαλλοκρατικὴ ὑπεροχή, ποὺ τότε ἦταν αὐτονόητη καὶ κοινωνικὰ παραδεκτή, ἀλλὰ σήμερα ἔχει πιὰ ξεπεραστεῖ».

Γνωρίζει ὅτι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε ἐπισήμως στὶς γυναῖκες, ποὺ βρίσκονται σὲ κατάσταση ἐμμήνου ρήσεως, ἢ λοχείας νὰ εἰσέρχονται στοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἀσπάζονται τὶς ἅγιες εἰκόνες, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη της τὴν στάση πού κράτησε ὁ Κύριός μας ἀπέναντι στὴν αἱμορροοῦσα, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω; Μόνο τὴν θεία Κοινωνία ἀπαγόρευσε ἐξ’ αἰτίας τῆς αἱμορραγίας καὶ ὄχι διότι τὴν θεώρησε ἀκάθαρτη, ἀφοῦ ἡ ἔμμηνος ρύση καὶ ἡ αἱμορραγία κατὰ τὴν περίοδο τῆς λοχείας, δὲν ἀποτελεῖ ἁμαρτία, ἀλλὰ μία λειτουργία τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅρισε στὴν ἀνθρώπινη φύση. Θὰ τὸν συμβουλεύαμε νὰ μελετήσει ἐπισταμένως, τὸν προχριστιανικὸ κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὸν μετέπειτα ἐξωχριστιανικό, γιὰ νὰ δεῖ ποῦ πραγματικὰ ἡ γυναίκα θεωροῦνταν καὶ συνεχίζει νὰ θεωρεῖται «μιασμένη».

Ποῦ ὑπῆρξε ἡ γυναίκα πραγματικὰ ὑποβιβασμένη. Σὲ ποιὰ ὄντως «πατριαρχικὴ καὶ φαλλοκρατικὴ» κοινωνία ἦταν ἀναγκασμένη νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἀνδρικὴ σεξουαλικότητα, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν θεσμοθετημένη «Ἱερὴ Πορνεία». Προφανῶς δὲν γνωρίζει ὁ ἀρθρογράφος ἀξιωματικός, πὼς ὁ Χριστιανισμός, μὲ τὸ ἀνθρωπιστικό του κήρυγμα, ἂδειασε τὰ πολυπληθῆ «Ἱερὰ Πορνεία» τοῦ τότε ἐθνισμοῦ, ἀπὸ τὶς χιλιάδες γυναῖκες ἱεροδούλους, οἱ ὁποῖες ἐξαναγκάζονταν νὰ ἐκδίδονται, πρὸς χάριν τῆς ἀνδρικῆς σεξουαλικότητας, γεγονὸς ποὺ ἐξόργιζε ὑπερβαλλόντως τὸν εἰδωλολατρικὸ ἀνδρικὸ πληθυσμό, ἐντείνοντας τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν.

Καταλήγει μὲ τὸν ἑξῆς ἀπίστευτο συλλογισμό: «Τέλος θὰ ἐνισχύσω τὴ ρατσιστικὴ φύση τοῦ Χριστιανισμοῦ, (καὶ τῶν ἀντίστοιχων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν), καθὼς ἀπορρίπτει ἐντελῶς τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ τὴν κοινωνικὴ ταυτότητα φύλου δηλαδὴ τὴν διεμφυλικότητα, τὰ ὁποία ἂν καὶ εἶναι στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὰ καταδικάζει ὡς ἁμαρτία, χαρακτηρίζοντάς τα ὡς ἀνωμαλία, μὴ φυσιολογικὰ καὶ πάρα φύση. Ἔτσι ἕνα σημαντικὸ πλῆθος ἀνθρώπων, ὅπως τὰ ΛΟΑΔ ἄτομα, θεωροῦνται ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ ὄχι ἁπλὰ κατώτεροι, ὅπως οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ ὡς μὴ-ἄνθρωποι, στερούμενοι πλήρως κάθε δικαίωμα ὄχι ἁπλὰ ἰσότητας ἀλλὰ καὶ ὕπαρξης»! Δὲν εἶναι προφανῶς σὲ θέση νὰ διακρίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας, ἀπὸ καταβολῆς Της, στηλιτεύει τὴν πλάνη καὶ προσπαθεῖ μὲ ἀγάπη νὰ συνεφέρει τὸν πλανεμένο. Ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: «ἀγάπη γιὰ τὸν πλανεμένο, ἀποστροφὴ καὶ ἀγώνας κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης». Θὰ τὸν παρακαλούσαμε νὰ μᾶς ὑποδείξει ἔστω καὶ ἕνα ἐπίσημο βιβλικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ κείμενο, ποὺ νὰ θεωρεῖ καὶ νὰ χαρακτηρίζει τοὺς ὁμοφυλόφιλους ὡς κατώτερους, ἢ ὡς μὴ-ἀνθρώπους!

Κλείνοντας, θὰ θέλαμε νὰ ἐκφράσουμε τὴ λύπη μας, γιὰ τὸ ἐν λόγω, συνθηματικοῦ χαρακτήρα, ἀντιχριστιανικὸ δημοσίευμα, τὸ ὁποῖο στερεῖται ἔστω καὶ στοιχειώδους ἐπιστημονικῆς τεκμηριώσεως. Ὡστόσο ὁ ἐν λόγω ἀρθρογράφος δὲν εἶναι ὁ οἱοσδήποτε. Εἶναι κρατικὸς λειτουργός, ὁ ὁποῖος ὁρκίστηκε νὰ σέβεται καὶ νὰ διαφυλάττει τὴν ἔννομη τάξη, πίστη στὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ὅμως μὲ τὸ νὰ συκοφαντεῖ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι ἔχει «ρατσιστικὴ φύση» καὶ τὴν πίστη τοῦ 97% τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅτι «γίνεται ρατσισμός», νομίζουμε ὅτι ὄχι ἁπλὰ δὲν τὴν ὑπερασπίζεται, ἀλλὰ τὴν παραβαίνει ὁ ἴδιος.

Μὲ φθηνούς, σοφιστικοῦ τύπου, ἀφορισμοὺς συκοφαντεῖ τὴν ἐπίσημη καὶ κρατοῦσα θρησκεία, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὡς ρατσιστικὴ καὶ τοὺς «ἱεράρχες της (νὰ) ἀναπαράγουν γιὰ αἰῶνες μία ρητορικὴ μίσους». Νομίζουμε ὅτι ἐκεῖνος εἶναι πού, μέσα ἀπὸ τὸ εἰρημένο κείμενό του, ἐκφράζει, ἀνοικτά, ρητορικὴ μίσους, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε δυνητικὰ νὰ ὁδηγήσει κάποιους σὲ πράξεις βίας ἐναντίον πιστῶν. Νομίζουμε ὅτι ἔχει παραβεῖ τὸν ἰσχύοντα ἀντιρατσιστικὸ νόμο, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ Πολιτεία τοῦ ἀνέθεσε νὰ ὑπηρετεῖ στὸν εὐαίσθητο τομέα τῆς καταστολῆς τῶν φαινομένων ρατσισμοῦ, στὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία. Ἀφήνουμε τὸ θέμα στὴν ἴδια τὴν Ὑπηρεσία του νὰ διερευνήσει τὸ θέμα. Ἐμεῖς ἀρκεστήκαμε νὰ ἀσκήσουμε τὴ νόμιμη κριτική μας στὴ δημόσια τοποθέτησή του. 

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 8ῃ Ἰανουαρίου 2018

Για τον πιστό δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Πόσοι, αλήθεια, άνθρωποι αγωνιούν χωρίς την πίστη!
Τι θα γίνει αύριο;

Πώς θα τα βγάλουμε πέρα;
Τι θα κάνουμε;
“Τι τέξεται η επιούσα”;

 

Ποιους κινδύνους μάς επιφυλάσσει το μέλλον;
Όλα αυτά, διότι λείπει η πίστη. 

Όταν όμως υπάρχει η πίστη, τότε ο άνθρωπος ζει χωρίς αγωνία, ζει χωρίς δυσκολίες.
Ο πιστός είναι ο άνθρωπος ο ειρηνικός, ο οποίος αναθέτει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού. Η πίστη τον πληροφορεί ότι υπάρχει ο Θεός, ότι γνωρίζει ο Θεός και βλέπει τα προβλήματά του και είναι ο Δυνατός, ώστε εκεί που εμείς οι άνθρωποι βλέπουμε αδιέξοδο, να δώσει Εκείνος διέξοδο και μάλιστα διέξοδο πολύ καλή. Όλα αυτά η πίστη τα εμπνέει.
Όταν όμως ο άνθρωπος στερείται αυτής της πίστεως, ζει μέσα σε καθημερινή αγωνία και σε καθημερινή ψυχική ταλαιπωρία και δεν είναι δυνατόν να ησυχάσει.
Το παράδειγμα των αγίων Τριών Παίδων και η απάντηση, που έδωσαν τότε στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα, είναι επίσης εξαίρετη και θαυμαστή.
Τι του απάντησαν; 

“Έστι γαρ Θεός ημών εν ουρανοίς”. Υπάρχει ο Θεός, “ώ ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης, και εκ των χειρών σου, βασιλεύ, ρύσεται ημάς” (Δαν. γ΄ 17). Ο Θεός μας είναι δυνατόν να μας βγάλει μέσα από το πυρ της καμίνου και από τα χέρια σου να μας γλυτώσει.
Όπως και πράγματι έγινε.
Διέλυσε ο Θεός τον καυστικό πειρασμό, τον κυριολεκτικώς καυστικό μέσα στο καμίνι της φωτιάς, όπου ρίχτηκαν οι νέοι εκείνοι. Διότι ακριβώς ήταν οπλισμένοι με το θυρεό της πίστεως (Εφεσ. 6 16). Αυτό συμβαίνει και με κάθε άνθρωπο, ο οποίος έχει αυτή την πίστη, αυτό το θυρεό, τον οποίο προβάλλει εναντίον των πειρασμών, οι οποίοι τον κτυπούν.
Και μπροστά σ’ αυτό το θυρεό, διαλύονται οι πειρασμοί και μένει ο άνθρωπος ειρηνικός μέσα στη ζωή του. Είναι, λοιπόν, σπουδαίο κεφάλαιο η απόκτηση του θυρεού της πίστεως, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη ζωή μας.

πηγή

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2018

Ἡ ζωὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος

Φωτογραφία «Ῥωμαίικου Ὁδοιπορικοῦ»: Καρυές - Ἅγιον Ὄρος
Γράφει ὁ Μοναχὸς Νεόφυτος Γρηγοριάτης 
Ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι κεκρυμμένη ἐν τῷ Χριστῷ. Εἶναι μυστήριο πίστεως καί λογικῆς λατρείας. Χωρίς τήν αἴσθηση ὅτι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι μυστηριακή, δηλαδή ἀσκητική καί λατρευτική, ἐκκλησιολογική καί Χριστοκεντρική, δέν μποροῦμε  νά κατανοήσουμε τίποτα ὅσον ἀφορᾶ τό Ἅγιον Ὄρος. 
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία Θεοτόκος Μαρία ὑποσχέθηκε στόν Ἅγιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη ὅτι ὁ Ἄθως θά γίνει κατοικητήριο μοναστῶν, ὅπου οἱ μοναχοί θά δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα τόν Τριαδικό Θεό μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων. Ἡ ἴδια ἐβεβαίωσε ὅτι θά εἶναι τροφός, ἰατρός, μεσίτης καί Μητέρα τῶν Ἁγιορειτῶν, γιά τούς ὁποίους θά πρεσβεύσει κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά συγχωρεθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες τους.
Τό Ἅγιον Ὄρος διεμόρφωσε κατά τήν διάρκεια τῆς τελευταίας χιλιετίας τρεῖς δρόμους μοναχισμοῦ: τόν κοινοβιακό, τόν σκητιωτικό καί τόν ἡσυχαστικό ἤ ἀναχωρητικό...

α) Ὁ κοινοβιακός μοναχισμός στηρίζεται στή ρήση τοῦ ἁγίου Προφητάνακτος Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος λέγει: «ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ' ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό»[1]; (Κοιτάξτε, λοιπόν, τί πιό ὡραῖο καί τί πιό πνευματικά ἀπολαυστικό ὑπάρχει, ἀπό τό γεγονός τῆς συγκατοικήσεως καί πνευματικῆς κοινωνίας ἀδελφῶν στό ἴδιο μέρος;). Καί στίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ἀγάπης, ὅπου «ἥν ἅπαντα κοινά καί ἦσαν ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν διά παντός» (Καί τό πλῆθος ὅσων ἐπίστευσαν εἶχαν μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί οὔτε ἕνας τους δέν ἐλογάριαζε μόνο δικό του κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του, ἀλλά τα εἶχαν ὅλα κοινά. Καί ἦσαν ὅλοι μαζί οἱ πρῶτοι χριστιανοί στό ἴδιο μέρος, ψάλλοντας δοξολογίες καί εὐλογῶντας τόν Θεόν συνεχῶς)[2]. 

Βέβαια, πρότυπο τοῦ κοινοβίου εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου δεσπόζει ἡ ἀγάπη.
Ἕνα δεῖγμα τῆς ἀγάπης, πού ἐπικρατοῦσε καί ἐπικρατεῖ στά κοινόβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι καί τό ἑξῆς:
«Ἐλησμονοῦσε νά κοιμηθεῖ καί προσευχόταν ἀδιαλείπτως ὁ π. Ἰσαάκ ὁ Διονυσιάτης. Μάλιστα, προσευχόταν ἰδιαιτέρως τίς νύκτες ὑπέρ ὑγείας καί σωτηρίας τῶν ἐργατῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του, συχνά μέ δάκρυα, μέ πόνον τῆς ἀγαπώσης καρδίας του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς παραμονῆς του σέ ἕνα ἀπό τά μετόχια τῆς Μονῆς του στόν ἐπάνω ὄροφο, τόν ἄκουσαν οἱ ἐργάτες νά προσεύχεται μέ θρῆνο καί φωνές : Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον τούς ἐργάτες. Χάρισέ τους τό ψωμάκι τους. Ἐλέησέ τους, πού τόσο κοπιάζουν, γιά νά ὑπανδρεύσουν τά κορίτσια τους, γιά νά σπουδάσουν τά παιδιά τους»[3].

Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μοναχός εἶναι «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως καί ὑπέρ τῶν δαιμόνων» (Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος).
Οἱ μοναχοί ἀποτάσσονται τόν κόσμο (φεύγουν μακρυά ἀπό τόν κόσμο καί πᾶνε σέ ἔρημους τόπους), ὄχι γιατί τόν μισοῦν, ἀλλά γιατί θέλουν νά ἀντικαταστήσουν τήν ἐμπαθή σχέση, πού ἔχουν μαζί του, μέ μιά εὐλογημένη καί μεταμορφωμένη καί ὑπερβατική ἀγάπη, πού νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Ξένος πρός ὅλους καί φίλος μέ ὅλους.

Ἡ ἀγάπη, πού εἴδαμε στόν π. Ἰσαάκ τόν Διονυσιάτη, καλλιεργεῖται εἰς βάρος τῆς φιλαυτίας, τῶν παθῶν, τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, μέ τήν ὑπακοή πρός ὅλους, πού σημαίνει θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί γέννηση νέου, κατά τό ρῆμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ : «Ἰδού ποιῶ πάντα καινά» (κοιτάξτε ὅτι ὅλα ἐγώ ὡς Θεός τά κάνω καινούργια, νέα, μεταμορφωμένα, ἁγιασμένα)[4]. Ἡ Ἀγάπη πηγάζει μόνο ἀπό τήν ἀληθινή καί ἀδιάκριτη ὑπακοή στόν Γέροντα καί στούς ἀδελφούς, μοναχούς καί λαϊκούς.

Λέγει πολύ χαρακτηριστικά ὁ παπά–Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ἕνας ἀπό τούς ἐναρέτους, διορατικούς καί προορατικούς Γέροντες τοῦ Ἁγίου Ὄρους :
«Δέν πᾶς νά μεταλαμβάνεις δέκα φορές τήν ἡμέρα; Δέν πᾶς νά κάνεις νοερά προσευχή; Δέν πᾶς νά κάνεις ἀγρυπνία; Δέν πᾶς νά κάνεις νηστεία; Δέν κάνουν τίποτες. Ἡ ὑπακοή. Ἔκανες ὑπακοή, θά πᾶς στόν Παράδεισο. Ἔκανες παρακοή, θά πᾶς στήν Κόλαση. Μέσος ὄρος δέν ὑπάρχει. Ὁ Ἀδάμ ἔκανε παρακοή: ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Δέν ἔχει μέσον ὅρον. Ἔτσι εἶναι.

Τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησα, καί τόν μόνον ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον ἐφοβήθηκα, ἤτανε ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης. Μπορεῖ ἕνα λόγο νά σοῦ εἰπεῖ ὁ Γέροντας καί ἐπιφανειακῶς νά εἶναι στραβό. Ἐσύ κάνε τήν ὑπακοή σου˙ κάνε τελεία ὑπακοή˙ τόν καρπό τῆς τελείας ὑπακοῆς ἐδοκίμασα στόν Γέροντα. Δέν φοβόμουνα τόν Θεό. Τό στόμα τοῦ Γέροντος τί λέγει; Συγχωρεμένος. Νά ’ναι ἐὐλογημένον»[5].

Ἡ ὑπακοή τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στόν Θεό Πατέρα, ἡ ὑπακοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν Υἱό, ἡ ὑπακοή τῶν Ἀποστόλων στόν Χριστό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ὑπακοή τῶν πατέρων, τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν ἱεραρχῶν, τῶν μοναχῶν στούς Ἀποστόλους, ἡ ὑπακοή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Παράδοση, ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια, τήν ἑνότητα, τήν πιστότητα, τήν ὁμαλή λειτουργία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, πού ὁδηγεῖ σύντομα καί σίγουρα στήν θέωση.

Ὁ παπά–Χαράλαμπος Διονυσιάτης, προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, εἶπε τά ἑξῆς: «Στό κοινόβιο, ἄν θέλεις νά σωθεῖς, ὀφείλεις νά κάνεις ὑπακοή καί προσευχή. 50% τῆς σωτηρίας ἐξασφαλίζεται μέ τήν ὑπακοή καί 50% μέ τήν προσευχή. Βέβαια, καί ἡ προσευχή κατά βάθος εἶναι ὑπακοή, ἄν γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος.

Ἄλλωστε, ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι, ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ εὐχαριστεῖτε τόν Θεόν» (Νά προσεύχεσθε συνέχεια, σέ κάθε καιρό καί τόπο νά εὐχαριστεῖτε, δοξολογῶντας τόν Θεό)[6].

Στά τρισευλογημένα Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους πνέει ἡ ἑρημητική αὔρα τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖ ἐζοῦσε πρό πολλῶν ἐτῶν ἕνας ἡσυχαστής, ὁ π. Ἄνθιμος. Ἀσκήτευσε σέ μία καλύβη πάνω ἀπό τούς Δανιηλαίους. Ἔλεγε συχνά : «Ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ θεώνει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ προσευχή πρός τήν Παναγία τόν ἑτοιμάζει γιά τήν θέωση»[7].

Ἐκτός ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν προσευχή ὁ κοινοβιάτης μοναχός ἔχει καί ἐργασία σωματική, διακόνημα: «Σῶμα ἐργάζου, ἵνα τραφῆς, ψυχή νῆφε, ἵνα σωθῆς». Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας κάποτε ἔπεσε σέ ἀκηδία (πνευματική τεμπελιά καί ἀδράνεια). Παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν λυτρώσει ἀπό τόν κίνδυνο. Ὁ Θεός ἔστειλε ἕνα ἄγγελο ὑπό τήν μορφήν του Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος πότε καθότανε καί ἐργαζότανε καί πότε σηκωνότανε καί προσευχότανε. Μετά τοῦ εἶπε : «Τοῦτο ποίει καί σώζου» (Αὐτό θά κάνεις καί θά σωθείς).

Στό κοινόβιο ξυπνᾶμε στίς 3:00 π.μ., γιά νά κάνουμε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς γιά μιά ὥρα. Ὁ κανόνας τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖται ἀπό (12) δώδεκα κομβοσχοίνια μέ σταυρό, λέγοντας τήν νοερά προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί (120) ἑκατόν εἴκοσι στρωτές μετάνοιες τό λιγότερο. Βέβαια, καθορίζεται ἀπό τόν Γέροντα ὁ κανόνας. Μετά ὅλοι οἱ μοναχοί μαζεύονται στόν κεντρικό ναό τῆς Μονῆς γιά τήν καθημερινή ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν καί Θείας Λειτουργίας. 

Ἡ παρακολούθηση καί συμμετοχή στήν κοινή λατρεία τῆς ἐκκλησίας ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς βοηθάει πολύ νά βιώσουμε τό Μυστήριο τῆς θεώσεως, τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό. Γι' αὐτό οἱ ἀκολουθίες γίνονται μέ κατάνυξη, ἐνεργό δράση ὅλων τῶν μοναχῶν καί βαθειά εὐλάβεια, προσοχή καί προσευχή. Δηλαδή, ἄλλος κανοναρχεῖ, ἄλλος ψάλλει, ἄλλος εἶναι νεωκόρος, ἄλλος στό στασίδι του. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἀκολουθεῖ κοινή τράπεζα, πού εἶναι συνέχεια τῆς ἀκολουθίας. 

Κατ' ἀρχήν τρέφουμε ψυχή καί σῶμα μέ ἀνάγνωση πατερικῶν κειμένων καί φαγητό νηστίσιμο ἤ ἀρτίσιμο ἀνάλογα μέ τήν ἡμέρα. Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή τρῶμε ἀλάδωτα, κάνουμε τήν παράκληση τῆς Παναγίας μία ὥρα μετά τήν Θεία Λειτουργία καί ἔχουμε μία ἐπίσημη Τράπεζα. Τήν Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο καί Κυριακή κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συχνή Θεία Κοινωνία εἶναι τό σημαντικότερον γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Χωρίς αὐτό δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», λέγει ὁ Χριστός. (Χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε σωστό)[8].

Διηγεῖτο ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης γιά τόν ἀείμνηστο ἀσκητή παπα–Τύχωνα, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε δεκαπέντε χρόνια στήν βαθύτερη ἔρημο, τά Καρούλια, τρώγοντας παξιμάδι, καί ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ σέ ἕνα κάθισμα, δηλαδή σπίτι ἐρημιτικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα.

Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπα–Τύχων, συχνά ἁρπαζόταν σέ θεωρία. Μερικές φορές, μισή ὥρα ἤ καί περισσότερο, ἐλέγαμε τό Χερουβικό καί τό ἐπαναλαμβάναμε πολλές φορές, μέχρις ὅτου συνέλθει καί ἀπαντήσει. Μιά φορά τόν παρακάλεσα θερμά νά μοῦ πεῖ τί συμβαίνει καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Νά, παιδί μου, ὁ ἄγγελός μου μέ ἁρπάζει ἐπάνω ἐκεῖ, ὅπου τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ ὑμνοῦν τόν Θεόν. Κατόπιν, μέ κατεβάζει καί συνέρχομαι καί βλέπω ὅτι εἶμαι στήν Θεία Λειτουργία, στήν ἐκκλησία».
Δέν ἄφηνε κανένα νά εἶναι μέσα στό Ἱερό Βῆμα κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας[9].

Ἡ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ παπα–Τύχωνος δέν εἶναι ἡ μοναδική. Τέτοιες ἐμπειρίες ἔχουν καί πολλοί κοινοβιάτες, στούς ὁποίους ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τά μυστήριά του καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀποκαλύπτουν στόν καθένα τίς ἐμπειρίες τους, παρά μόνον στόν πνευματικό τους.

Μετά τήν Τράπεζα οἱ μοναχοί ἀσχολοῦνται μέ τά διακονήματά τους. Ἀρχονταρίκι (ξενώνας), μαγειρεῖο, κολλυβάδικο, δοχειό (ἀποθήκη τροφίμων), καθαριότητα αὐλῶν καί τῆς ἐκκλησίας, ραφεῖο, γραφεῖο, θυρωρεῖο, βιβλιοθήκη, βιβλιοδετεῖο κλπ. μέχρι τόν ἑσπερινό, πού γίνεται στίς 4:00 μ.μ. συνήθως. Ἀκολουθεῖ Τράπεζα, μιά ὥρα ἐλεύθερη καί Ἀπόδειπνο μέ Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Στό τέλος τοῦ Ἀποδείπνου ὅλοι οἱ μοναχοί βάζουν στρωτή μετάνοια ὁ ἕνας πρός ὅλους καί ὅλοι πρός ἕναν καί λέγουν ἐσωτερικά : Συγχωρῆστε μέ καί ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρέσει. Ἔτσι, ἀγαπημένοι, συγχωρημένοι καί ἑνωμένοι πνευματικά μέ τόν Γέροντα καί τούς πατέρες πηγαίνουμε γιά δύωρη προσευχή καί ἀνάγνωση στό κελλί μας, χωρίς ὁμιλίες μεταξύ μας. Μετά ἀκολουθεῖ ἀνάπαυση.

β) Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ζωή στό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν σκητιωτικό βίο:
Σκήτη εἶναι χωριό μέ σπίτια μοναχῶν, πού μένουν ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Εἶναι σάν χωριό. Μένουν ἕνας–ἕνας, δύο–δύο, μέχρι δέκα μαζί, σέ ἕνα σπίτι. Κάθε σπίτι ἔχει τόν Γέροντά του. Στό κέντρο τῆς Σκήτης ὑπάρχει τό Κυριακό, δηλαδή ὁ Κεντρικός ναός τῆς Σκήτης, ὅπου ὅλοι οἱ Σκητιῶτες μαζεύονται τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές, γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί ἀδελφωμένοι καί ἀγαπημένοι.

Κάθε κελλί–σπίτι κάνει μόνο του ἀκολουθίες ὅλη τήν ἑβδομάδα, σύντομες. Λειτουργίες γίνονται μία φορά τήν ἑβδομάδα. Ἡ ζωή ἐδῶ εἶναι πιό ἡσυχαστική ἀπό τά κοινόβια καί δίνεται προσοχή στήν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς κατά μόνας, στήν ψαλμωδία καί στό ἐργόχειρο, δηλαδή ἐργασία κατάλληλη γιά μοναχούς, ὅπως ἁγιογραφία, ξυλογλυπτική, κομβοσχοίνια, σταυρουδάκια κλπ. Ἕνας σκητιώτης ἀναλαμβάνει πολλά διακονήματα μέσα στό κάθε σπίτι, ἀλλά καί, ἄν χρειασθεῖ, ὑπηρετεῖ στό Κυριακό τῆς Σκήτης. 

Ἡ ζωή εἶναι πιό σκληρή, τραχεῖα ἀπό τό κοινόβιο, ἔχει λιγότερες κατ' ἄνθρωπον παρηγορίες, ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρότερη καί οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν σκητιωτῶν εἶναι μέσα στά πλαίσια τοῦ ἡσυχαστικοῦ προγράμματος. Στή Σκήτη οἱ μοναχοί ἀσκοῦν βέβαια τήν ὑπακοή, ἀκτημοσύνη, παρθενία καί προσευχή, ὅπως στά κοινόβια, μέ τή διαφορά ὅτι στή Σκήτη κάθε σπίτι εἶναι αὐτοδιοίκητο πνευματικά καί οἰκονομικά, μέ τήν προϋπόθεση πάντοτε ὅτι τό κάθε σπίτι μνημονεύει τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δηλαδή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. 

Ὑπάρχουν ζηλωτές, δηλαδή σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό συμβαίνει, διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης, ὅταν ἕνας εἶναι αὐτοδιοίκητος, πέφτει πολύ πιό εὔκολα στήν πλάνη, παρά ἄν κάνει ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους. Πάντως, ὅπου ἐπισκιάζει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχουν καί οἱ καρποί του, δηλαδή χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία καί κυρίως ἑνότητα στήν πίστη, στήν διοίκηση καί λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ, ὅπου ἐπισκιάζει ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ διάσπαση, τό σχῖσμα, ἡ ταραχή, ἡ ὑποκρισία καί τό μίσος. Ἄς εὐχηθοῦμε ὅτι θά συνέλθουν καί θά αἰσθανθοῦν τήν πλάνη τους οἱ ζηλωτές καί θά ἑνωθοῦν μέ τήν Ἐκκλησία.

«Ὑπῆρξεν ἕνας ἀσκητής στά Καρούλια, ὀνόματι Παχώμιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ φοβερή πλάνη (λανθασμένη ἐγωϊστική γνώμη). Ὑπεστήριζεν ὅτι δέν ὑπάρχει ἱερεύς ἄξιος νά τόν κοινωνήσει. Ἐπερίμενε, λοιπόν, ἄγγελον ἐξ οὐρανοῦ νά τοῦ φέρει τά Ἅγια Μυστήρια, γιά νά κοινωνήσει. Τό τέλος ἦταν τραγικό. Ἔπεσε σέ ἕναν γκρεμμό καί πνίγηκε στήν θάλασσα. Τόν βρῆκαν μισοφαγωμένο ἀπό τά μεγάλα ψάρια στήν ἀπέναντι ἀκτή τῆς Συκιᾶς, χωριό τῆς Σιθωνίας Χαλκιδικῆς»[10].

Ὅμως, δέν λείπει ἡ ἀρετή ἀπό τίς Σκῆτες: «Στήν καλύβη τῆς «Ἁγίας Τριάδος» τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐζοῦσαν πρίν πολλά χρόνια πέντε κατά σάρκα ἀδελφοί. Ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου ἔπεσαν σέ κάποια φιλονικία μεταξύ τους, ὥστε μερικοί τούς ἀποκαλοῦσαν ταραχοποιούς. Κάθε βράδυ, ὅμως, αὐτοί ἔβαζαν μετάνοια καί συνεχωροῦντο μεταξύ τους.

Πέρασαν πολλά χρόνια σέ αὐτή τήν κατάσταση. Κάποτε δέν ἀκουγόταν ἀπό τήν ταραχοποιό ἐκείνη καλύβη οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόαση. Ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, δηλαδή ὁ Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τῶν μοναχῶν ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε, σέ ὄνειρο πού εἶδε, ὅτι οἱ ἀδελφοί αὐτοί ἐκοιμήθησαν ἐν Κυρίῳ, ἔτρεξε μέ ἄλλους πατέρες στήν καλύβη τους καί τί νά δοῦν; Οἱ πέντε ἐκεῖνοι κατά σάρκα ἀδελφοί ἦσαν κεκοιμημένοι τήν στιγμή, πού ἔβαζαν μετάνοια στρωτή, γονατιστοί καί μέ τό μέτωπο ἀκουμπισμένο στό πάτωμα μετά τό Ἀπόδειπνο καί ἐζητοῦσαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο συγχώρεση, τούς ἐπῆρε ὁ Θεός τίς ψυχές τους, γιά νά σωθοῦν. Ὁ Θεός τούς συγχώρεσε»[11].

γ) Ἄς δοῦμε τώρα καί τόν ἡσυχαστικό ἤ ἀναχωρητικό μοναχισμό τοῦ Ἁγίου Ὄρους:
Οἱ ἀναχωρητές ἤ ἡσυχαστές μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι λίγοι καί ἐκλεκτοί. Ἀκολουθοῦν τήν μέθοδο τῆς σιωπῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς θεωρίας τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἀσκοῦνται ὡς ἑξῆς : Κάνουν μόνοι τους ὅλη τήν ἑβδομάδα τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, Ὄρθρου, Ὡρῶν, Ἑσπερινοῦ καί Ἀποδείπνου μέ κομβοσχοίνι, λέγοντας νοερῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ὕστερα ψάλλουν. Ὅταν κουρασθοῦν, διαβάζουν κάτι πατερικό. Μετά κάνουν ἐργόχειρο γιά λίγο καί μετά ἀσχολοῦνται μέ τήν νοερά προσευχή.

Ὁ μακαριστός παπα–Τύχων ὁ Ρῶσσος ἔλεγε: «Μιά ὥρα ἐργασία, μιά ὥρα προσευχή» κλπ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης ἔχει χωρίσει τό 24ωρο κατά μία–μία ὥρα καί προσευχόταν μία ὥρα γιά κάθε κατηγορία ἀνθρώπων : Γιά τούς ἐργαζομένους, γιά τούς ἱερωμένους καί μοναχούς, γιά τήν νεολαία, γιά τό ἔθνος κλπ.

Νά, ἕνα θαῦμα τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Παϊσίου: «Ἕνας πατέρας μέ τό ἀγοράκι του ἐταξίδευε ἀπό τήν Ἀθήνα, πηγαίνοντας πρός Θεσσαλονίκη. Στή Λάρισα, ὡς συνήθως, ἔκανε στάση τό λεωφορεῖο, γιά νά ἀνασάνουν λίγο οἱ ἐπιβάτες. Κατέβηκαν ἀπό τό λεωφορεῖο καί ὁ πατέρας καί τό παιδί του καί ἐπῆγαν νά περάσουν ἀπέναντι. Τό παιδί ἐξέφυγε ἀπό τόν πατέρα μιά στιγμή καί βρέθηκε στή μέση τοῦ δρόμου. Τότε ἐπέρασε ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο πάνω ἀπό τό παιδί. Ὁ πατέρας εἶπε: «Παναγία μου, τό παιδί μου»! Τό παιδί δέν ἔπαθε τίποτε. Μόλις συνῆλθε, εἶπε στόν πατέρα του: «Πατέρα, τήν ὥρα, πού ἐπέρασε τό φορτηγό ἀπό πάνω μου, ἕνας καλόγερος ἔπεσε ἀπό πάνω μου καί μέ ἐσκέπασε καί ἔτσι ἐγλύτωσα». Ὁ πατέρας εἶπε : «Ποιός καλόγερος, παιδί μου; Δέν εἶδα, οὔτε ἐπέρασε ἀπό ἐδῶ καλόγερος». «Ὄχι, πατέρα, εἶδα τόν καλόγερο, τό πρόσωπό του ἦταν φωτεινό», εἶπε τό παιδί.

Ἄρχισε, λοιπόν, ὁ πατέρας νά πηγαίνει σέ διάφορα ἀνδρικά μοναστήρια μέ τό παιδί του, ψάχνοντας τόν σωτῆρα τοῦ παιδιοῦ του. Ἐπῆγε κάποτε στήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ μιά ἀγρυπνία, ὅπου ἦταν καί ὁ ἅγιος Παΐσιος. Μόλις τό παιδί εἶδε τόν ἅγιο Παΐσιο, ἐφώναξε δυνατά: «Αὐτός, πατέρα, εἶναι ὁ καλόγερος, πού μέ ἐσκέπασε, καί δέν σκοτώθηκα». Ἀμέσως ὁ πατέρας ἐρώτησε τόν ἅγιο Παΐσιο ποιός εἶναι καί πῶς βρέθηκε στή Λάρισα ἐκεῖνο τό βράδυ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος τοῦ εἶπε τό ὄνομά του καί τόν ἐρώτησε λεπτομέρειες. Ὁ πατέρας ἐξήγησε στόν ἅγιο Παΐσιο τό περιστατικό καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τόν ἐρώτησε: «Τί ὥρα συνέβη τό παρ' ὀλίγον δυστύχημα»; Αὐτός εἶπε: «Μία ἡ ὥρα τό πρωΐ». Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶπε: «Ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχομαι γιά τούς ταξιδιῶτες».

Καί ἄλλα πολλά μποροῦμε νά ποῦμε γιά τόν ἅγιο Παΐσιο, ἀλλά θά ξεφύγουμε ἀπό τό θέμα. Ἐκεῖνο, πού θέλουμε νά τονίσουμε γιά τούς σωστούς ἡσυχαστές, εἶναι ὅτι ἔχουν σέ μεγάλο βαθμό τήν ταπείνωση.
Λέγει κάποιος γέρων ἡσυχαστής: «Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται πού καί πού μέ φιλότιμο, ἀλλά νά μήν ἔχει μεγάλη πρόοδο, διότι δέν ἔχει ταπείνωση. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγωνίζονται λιγότερο στήν ἄσκηση καί τή νηστεία καί προοδεύουν πολύ περισσότερο, διότι ἔχουν πολλή ταπείνωση καί αὐτή ἀναπληρώνει πολλά»[12].

Ἄλλωστε, ὁ Χριστός λέγει ὅτι «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαίς ὑμῶν» (Μάθετε ἀπό ἐμένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί τότε θά βρεῖτε ἀνάπαυση πνευματική στίς ψυχές σας)[13].

Ἄν ὁ ἡσυχαστής, δέν ἀσκεῖται στήν ταπείνωση, θά πλανηθεῖ καί θά γίνει παίγνιο δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης Ἁγιορείτης συνιστᾶ τήν ἑξῆς μέθοδο, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση καί ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος : Ἐνθύμηση ἁμαρτιῶν, μετά αὐτοκατηγορία γιά τίς ἁμαρτίες μας, μνήμη θανάτου, Κρίσεως καί Κολάσεως, καί ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, εἶναι ἕτοιμος κανείς νά ἀρχίσει τό κύριο ἔργο τοῦ ἡσυχαστῆ, πού εἶναι ἡ νοερά προσευχή, χωρίς κίνδυνο νά πλανηθεῖ. Βέβαια, πρέπει ὁ ἡσυχαστής νά ἐξομολογεῖται τούς λογισμούς, τά λόγια καί τίς πράξεις του σέ κάποιον διακριτικό Γέροντα καί νά μεταλαμβάνει συχνά τά Θεία Μυστήρια, γιά νά λαμβάνει θεία ἡδονή καί παρηγορία ἀπό τόν ἠγαπημένο Νυμφίο του, Χριστό.

Οἱ σωστοί ἡσυχαστές βλέπουν καί ὁράματα ἤ ἀποκαλύψεις, ὅποτε τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός πρός παρηγορίαν τους ἤ γιά νά τούς ἑτοιμάσουν γιά κάποιο θλιβερό γεγονός.
Μέ πλῆθος ἱερῶν ἀποκαλύψεων εἶναι γεμᾶτος ὁ ἔνθεος βίος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ζωγραφίτου, Βουλγάρου Ἁγιορείτου. Ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1280. Ἀφοῦ ἐκοινοβίασε γιά λίγο διάστημα στήν Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἡσύχασε σέ ἕνα κοντινό ἀσκητήριο. Ἀξιώθηκε νά ἔχει τό διορατικό καί προορατικό. Εἶδε τήν ψυχή τοῦ ἡγουμένου τοῦ Χιλιανδαρίου νά βασανίζεται ἀπό τούς δαίμονες. Εἶδε τήν Παναγία στό Βατοπέδι κατά τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νά ὑπηρετεῖ στήν Ἐκκλησία καί στήν Τράπεζα. Ὑπέστη πολλές δαιμονικές ἐπιθέσεις.

Ὅταν στήν ἐπικήδειο ἀκολουθία τοῦ ὁσίου ἔψαλλον οἱ ἀδελφοί, συγκεντρώθηκαν ὅλα τά ζῶα τῆς περιοχῆς, χερσαῖα καί πετεινά, καί, μετά τήν ταφή, ἐφώναξε τό καθένα μέ τήν δική του φωνή, σάν νά ἤθελαν νά δώσουν στόν ἅγιον αὐτόν ἀσκητή τόν τελευταῖο ἀσπασμό. Τό λείψανό του, ἀφοῦ ἀναζητήθηκε κατά τήν ἐκταφή, δέν βρέθηκε[14].
Ὁ ἡσυχασμός εἶναι τό κέντρον τοῦ σκητιώτικου μοναχισμοῦ. Ὁ σκητιώτικος μοναχισμός εἶναι τό κέντρο τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Καί τό κέντρο τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου εἶναι ὁ κοινοβιακός μοναχισμός. «Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι. Φῶς κοσμικῶν ἡ μοναδική (μοναχική) πολιτεία». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος καί ἡ ἐν Χριστῷ παρθενία δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση, ἀλλά ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἀλληλοβοηθοῦνται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ μόνο γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς. Εἶναι γιά ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν τήν σωτηρία τους. Ἔτσι, τό Ἅγιον Ὄρος δέν ἀνήκει μόνο στούς Ἁγιορεῖτες, οὔτε σώζει μόνο αὐτούς, ἀλλά καί ὅσους συνδέονται μαζί τους μέ ὁποιονδήποτε θεμιτό καί κατά Χριστόν τρόπο. Τό Ἅγιον Ὄρος δέν εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε κάτι παράλληλο πρός τήν Ἐκκλησία, οὔτε ἕνα τμῆμα της ἐκφράζει, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικότερη μορφή τῆς μοναδικότητος, τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καί τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτή εἶναι ἡ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος μέ δυό λόγια. Ἄς κλείσουμε τό παρόν κείμενο μέ τήν σημασία τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά τήν σύγχρονη κοινωνία.
Ὄλοι γνωρίζουμε τά ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη, ἡ πολιτική καί ἡ φιλοσοφία, ἡ τέχνη καί ἡ παιδεία προσπάθησαν φιλότιμα νά λύσουν τά ἀνθρωπολογικά καί κοινωνικά προβλήματα, μέ σκοπό νά καλλιτερεύσουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Βασίστηκαν, ὅμως, στήν αὐτονομία τοῦ λογικοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στή δύναμη, ὄχι στήν ἀγάπη. Γι' αὐτό ἀνεζήτησαν οἱ ἀνεπτυγμένοι κυρίως λαοί νά βροῦν τήν ψυχοσωματική τους ἰσορροπία στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, στή μαγεία, στό σέξ καί στόν ἀποκρυφισμό. Προσπάθησαν νά καλύψουν τό κενό τῆς ψυχῆς, τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τήν ἀπουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά περιπλεχθοῦν περισσότερο, νά διασπασθοῦν ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά, νά μήν ἔχουν εἰρήνη, χαρά καί ἀγάπη.

Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη διέξοδος στά ἀδιέξοδα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ὄχι διότι μόνο στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχει αὐτή ἡ ζωή, ἀλλά διότι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους φανερώνει γνήσια καί αὐθεντικά τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ἅγιον Ὄρος διατηρεῖται ἀκόμη ἡ ζωή αὐτή, διότι οἱ Ἁγιορεῖτες δίνουν αἷμα καί λαμβάνουν Πνεῦμα Ἅγιο.

Ἡ νηστεία π. χ. τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή διατροφή τοῦ ἀνθρώπου σωματικῶς καί ψυχικῶς.
Ἡ ἀρχιτεκτονική δομή τῆς ὁποιασδήποτε Μονῆς ἤ Καθίσματος ἤ Κελλιοῦ εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τήν σωστή πολεοδομία τῶν οἰκισμῶν, πού κατασκευάζουν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι.
Ἡ νήψη καί ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση γιά τό πλήρωμα (τό γέμισμα) τῆς ψυχῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν κάλυψη τοῦ κενοῦ, πού προκαλεῖ ἡ τεχνολογία καί ἡ ἐπιστήμη. Πολλά ψυχολογικά προβλήματα θά λυθοῦν ἀπό τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου διά τῆς προσευχῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ λειτουργική καί λατρευτική ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ μόνη λύση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, μέ τό νά μάθουμε νά χρησιμοποιοῦμε τήν κτίση τοῦ Θεοῦ ὡς δῶρον Θεοῦ, τό ὁποῖο θά προσφέρουμε στόν Θεό, γιά νά τήν ἁγιάσει, μεταμορφώσει καί ξαναδώσει στούς ἀνθρώπους μεταμορφωμένη καί ἁγιασμένη.
Τέλος, ἄς ποῦμε τό ἑξῆς : Ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι, πού ἁγιάζει, καί ὄχι ὁ τόπος. Ἑπομένως, ὁπουδήποτε στή γῆ καί ἄν ἐφαρμοσθεῖ ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πιστεύω ὅτι θά πᾶμε πολύ καλύτερα καί θά διατηρήσουμε ἕνα βιώσιμο κόσμο, πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς ὁποίας, μακάρι, νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας. Ἀμήν.

[1] Ψαλμ. 132, 1.
[2] Πράξ. 2, 44. 4,32. 1,14. 2,1. 5,12.
[3] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, Ἀθωνικόν Γεροντικόν, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 19-20.
[4] Ἀποκ. 21,5.
[5] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σσ. 376-377.
[6] Α' Θεσ. 5, 17-18.
[7] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σσ. 209-210.
[8] Ἰω. 15, 5.
[9] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ' ἀνωτ., σ. 193.
[10] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 300 – 301.
[11]ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 251.
[12] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 351.
[13] Ματθ. 11, 29.
[14] ΑΡΧΙΜ. Π. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 267-268
το μεταφέρουμε από εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...