Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης


Αποτέλεσμα εικόνας για TYRINHS

Μετὰ ἀπὸ τὶς ἑβδομάδες τῆς προετοιμασίας ποὺ προηγήθηκαν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐξετάσαμε τὴν ψυχή μας, τὴ ζωή μας, ὅλες τὶς σχέσεις μας ἐνώπιον τοῦ βλέμματος καὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε σήμερα στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ - στὴ χαρὰ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοιξη - εἶναι μία ἀρχὴ ζωῆς, μία ἀρχὴ καινότητας, μία νέα ἐποχή. Εἶναι μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία δὲν θέλουμε πιὰ νὰ θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας, δὲν θέλουμε πιὰ νὰ φέρνουμε στὸ νοῦ μας εἰκόνες ἀπὸ παραβολὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια, ἀλλὰ νὰ ἀτενίζουμε τοὺς Ἁγίους ποὺ ἄρχισαν τὴ ζωὴ τους ὅπως κι ἐμεῖς: εὔθραυστοι, ἀδύναμοι, ἀμφιταλαντευόμενοι, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμή Του ἔγιναν αὐτὸ ποὺ ἔγιναν: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ ποὺ ἐμεῖς τώρα μποροῦμε νὰ τιμοῦμε, μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ εὐφραινόμαστε, νὰ τοὺς ἔχουμε ὡς παράδειγμα καὶ νὰ ἀπευθυνόμαστε σὲ αὐτοὺς ζητώντας τους νὰ προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπόψε, ἀρχίζουμε ἕνα ταξίδι· ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλή μας κατάσταση -τὴν ἀναγνωρίσαμε, μετανοοῦμε γι' αὐτὴν-σὲ μία νέα ἐποχή, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ γιὰ μᾶς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς μας. Ξεκινᾶμε τὸ ταξίδι μας ἀπόψε ὅπως ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας: εἴμαστε ἀκόμη εὐάλωτοι, βαρυφορτωμένοι, ὄχι ἀπόλυτα ἐλεύθεροι. Τὸ θάρρος ὅμως καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν τελικὴ νίκη, στὴν καινότητα τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ κλήση μας καὶ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὸ βροῦμε κοιτάζοντας πίσω τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἀτενίζοντας τὸν Ζῶντα Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία, καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ νίκησαν μὲ τὴ δική Του δύναμη. Θὰ πρέπει νὰ ταξιδέψουμε μαζὶ καὶ ἂς μὴν ἔχουμε ψευδαισθήσεις: θὰ εἴμαστε δύσκολοι συνοδοιπόροι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ θὰ στηριζόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ἂν θέλουμε νὰ φθάσουμε τελικὰ στὸ σκοπό μας - κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ oι Ἰσραηλίτες διάβηκαν τὴν ἔρημο: δὲν ἦταν πάντα ὑπάκουοι στὸ Θεό, οὔτε πάντα "ἐντάξει" μεταξύ τους, ὡστόσο, χρειάζονταν τὸν κάθε ἄλλον γιὰ νὰ φθάσουν στὸ ὑπεσχημένο τέλος.

Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τώρα· ἂς σκεφθοῦμε τί γιορτάζουμε τὴν ἑπόμενη Κυριακή: τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων ἐπὶ ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν θρίαμβο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὸν θρίαμβο τῆς Ἀλήθειάς Του, τὸν θρίαμβό Του στὴ ζωή μας.

Καὶ στὴ συνέχεια, ἂς δοῦμε τὸν ἕναν ἅγιο μετὰ τὸν ἄλλον, κι ἂς ἀκούσουμε τί ἔχουν νὰ μᾶς ποῦν: Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τέλος θὰ φθάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε ὅλους καὶ ὅλα, δὲν θὰ θυμόμαστε τίποτε, κανέναν, παρὰ μόνον τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: Ποιὸς εἶναι, τί ἔχει κάνει γιά μᾶς, τί κάνει γιά μᾶς; Ἂς μάθουμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἑβδομάδες νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας, χαρούμενοι καὶ εὐγνώμονες ποὺ μποροῦμε τώρα νὰ τὸ κάνουμε, καὶ νὰ κοιτάζουμε μόνο πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ὅταν γιὰ ἄλλη μία φορά, ἔρθει ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάθους, μ' ἕνα καινούριο τρόπο, μὲ καινούρια ἀπόφαση, μὲ καινούρια παραίτηση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας θὰ στραφοῦμε καὶ θὰ κοιτάζουμε τὸ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθοῦμε· μὲ εὐγνωμοσύνη ἂς θυμόμαστε μόνον Αὐτὸν καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς θυμηθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Κατήχησις εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης


 



Κατήχησις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα.



Εὐλόγησον πάτερ.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ, ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.

Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Το κλειδί του χαμένου παραδείσου (Κυριακή της Τυροφάγου)


(Λάμπρος Σκόντζος)

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής όπως ονομάζεται, είναι αφιερωμένη στην ενθύμηση της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Στην πικρή ανάμνηση του πιο τραγικού γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα Του, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» Αυτού (Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2οκεφ.). Ο άνθρωπος όμως έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτή η επιλογή του στέρησε τον Παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό κοινωνία με το Θεό και τη στέρηση των ακένωτων ευλογιών Του.


Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε! Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε. Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προβλέποντας το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν. Όμως δυστυχώς ο θρήνος τους δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους. 

Αλλά ο Θεός οικονόμησε ώστε το ανθρώπινο γένος να σωθεί δια του νέου Αδάμ, του Υιού και Λόγου Του, του Ιησού Χριστού, ο Οποίος καταδέχτηκε να γίνει όμοιος με τον πρώτο χοϊκό Αδάμ, χωρίς όμως την αμαρτία, για να λυτρώσει «παγγενή τον Αδάμ», δηλαδή ολόκληρο το γένος εκείνου. Δια του επί γης σωτηρίου έργου Του επιτέλεσε τη σωτηρία υπακούοντας στο θέλημα του Ουράνιου Πατέρα «εγώ σε εδόξασα επὶ της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιωάν.17,4), «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,8). Αν η ανυπακοή του πρώτου Αδάμ έφερε την συμφορά και την καταστροφή στο ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δημιουργία, η υπακοή του δευτέρου Αδάμ έφερε την ευλογία, την καταλλαγή και την απολύτρωση. Ο πρώτος άνθρωπος έκλεισε την πόρτα του Παραδείσου και ο δεύτερος την άνοιξε διάπλατα, να εισέρχονται, δι’ Αυτού, όσοι το επιθυμούν και έχουν διάθεση να αγωνισθούν.

Την ημέρα αυτή μας διδάσκει η εκκλησία μας να μιμηθούμε το Χριστό μας συγχορώντας τα παραπτώματα των συνανθρώπων μας. Όπως Εκείνος πήρε επάνω Του τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και «το καθ’ ημών εξαλείψας χειρόγραφον…προσηλώσας αυτό τω σταυρώ»(Κολ.2,14), οφείλουμε και εμείς να συγχωρούμε τα παραπτώματα των αδελφών μας, αφού η συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών από το Θεό, προϋποθέτει την συγχώρηση των παραπτωμάτων εναντίον μας, σταυρώνοντας τον εγωισμό μας και το μίσος μας για τους αδελφούς μας.

Η συγχώρηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται και από έμπρακτα έργα αγάπης. Καλούμαστε να ανοίξουμε τις αποθήκες της ψυχής μας και συνάμα τις αποθήκες των υλικών θησαυρών μας και να μοιράσουμε την αγάπη μας σε όσους την έχουν ανάγκη. Η ελεημοσύνη δεν είναι μιαν τυπική εντολή, αλλά τρόπος ζωής για τον πιστό, διότι η «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και αύτη αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν» (Τωβίτ 12,9). Η ελεημοσύνη θα πρέπει να εξαλείψει το αμαρτωλό πάθος μας για τη συσσώρευση υλικών αγαθών, την πλεονεξία μας. Καλούμαστε να πάψουμε να αποθηκεύουμε στις γήινες αποθήκες, αλλά στις ουράνιες, με την αγαθοεργία μας. Μόνο που αυτή θα πρέπει να μην έχει υποκριτικό και εγωιστικό χαρακτήρα, να γίνεται «εν τω κρυπτώ», χωρίς την παραμικρή επίδειξη της φιλανθρωπίας μας.

Ακόμη μας συμβουλεύει η Εκκλησία μας πως η νηστεία και γενικά ο πνευματικός μας αγώνας αυτή την ιερή περίοδο μπορεί να μας ωφελήσει υπό μια προϋπόθεση. Ο Κύριος, έχοντας υπόψη του την υποκριτική νηστεία των φαρισαίων της εποχής του, μας συμβουλεύει να νηστεύουμε με διακριτικότητα και ταπείνωση, κρυφά από τα μάτια των ανθρώπων, ώστε να μην εγείρεται στην ψυχή μας ίχνος εγωπάθειας για το «κατόρθωμά» μας. Η νηστεία είναι άλλωστε το πολύτιμο μέσο για την ψυχοσωματική κάθαρση, διότι, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ.9,29). Δια της ηδονής, της λαιμαργίας και της ακράτειας γίναμε ξένοι του Θεού και απομακρυνθήκαμε, σαν τον Άσωτο, της πατρικής οικίας. Δια της νηστείας επιστρέφουμε και πάλι στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και στην πατρική μας εστία.
Η ενθύμηση του αδαμιαίου θρήνου αυτή την ημέρα είναι επιβεβλημένη από την Εκκλησία μας, διότι από την επόμενη ημέρα αρχίζει η αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ο αγώνας κατά των ψυχοκτόνων παθών μας, «το στάδιον των αρετών ηνέωκται», «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, πάνοπλος εγκράτεια», «ο καλός της νηστείας αγών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Οι προπάτορές μας αποτελούν ιδανικό παράδειγμα συνετισμού μας. Η λαιμαργία τους, τους οδήγησε στην απώλεια. Η ψυχοσωματική νηστεία η δική μας και η άσκηση των αρετών μας φέρνει στην ουρανοδρόμο πορεία για να συναντήσουμε ξανά το Θεό. Μόνο που ο θρήνος μας δεν θα πρέπει να είναι ωφελιμιστικός, όπως των πρωτοπλάστων, αλλά οντολογική συντριβή και μετάνοια για την αμαρτωλότητά μας. Είναι το μόνο αντίδοτο για την ύβρη μας απέναντι στο Θεό και ο μόνος τρόπος της σωτηρίας μας.

Η Εδέμ βρίσκεται δίπλα μας, κλεισμένη. Όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε το κλειδί να ανοίξουμε τη θύρα και να εισέλθουμε, με την ειλικρινή μετάνοιά μας και την προσαρμογή της ζωής μας στη ζωή του Χριστού, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ.4,19). Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια καλή ευκαιρία για να αξιωθούμε της εν Χριστώ μορφοποίησής μας, με προσευχή, νηστεία, εκκλησιασμό, μετάνοια, εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, μελέτη της Αγία Γραφής και άλλων πνευματικών και ψυχωφελών αναγνωσμάτων. Ας αρχίσουμε από αύριο τον καλό αγώνα μας για προσωπική σωματική και ψυχική κάθαρση από τα πάθη μας και τις αμαρτωλές μας έξεις, «ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ἡμᾶς ήδη εξ ύπνου εγερθῆναι· νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρᾳ ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίτας και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλῳ, ἀλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησοῦν Χριστόν, και της σαρκὸς πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ.13,11-14). Ας πάρουμε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση, να βρούμε το χαμένο Παράδεισο και να τον ανοίξουμε, ξεκλειδώνοντάς τον με τη σώζουσα χάρη του Χριστού και τη δική μας συντριβή και μετάνοια! 

--------------------------------------------------------

Κυριακή της Τυροφάγου Schmemann Alexander




Φτάσαμε πιὰ στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ξεχωρίστηκαν νὰ ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Στὸν Ἑσπερινό τῆς Τετάρτης χαιρετίζουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ τοῦτο τὸν ὡραιότατο ὕμνο:

Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντας, εἴπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.

Κατόπιν, τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ’ ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας

Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν’ ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι:

Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰς τῶν ὁσίων Πατέρων, χορείας ὑμνήσωμεν. Ἀντώνιον τὸν κορυφαῖον, τὸν φαεινὸν Εὐθύμιον, καὶ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοῦ καὶ τούτων ὥσπερ Παράδεισον ἄλλον τρυφῆς. τὰς πολιτείας νοητῶς διεξερχόμενοι, τερπνῶς ἀνακράξωμεν...

Ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα:

Τῶν Μοναστῶν τὰ πλήθη, τοὺς καθηγητὰς νῦν τιμῶμεν. Πατέρες, ὅσιοι: δι’ ὑμῶν γὰρ τὴν τρίβον, τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν μακάριοι ἐστε τῷ Χριστῷ δουλεύσαντες...

Τελικὰ ἔρχεται ἡ τελευταία μέρα, ποὺ συνήθως, τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς συγγνώμης, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο λειτουργικὸ ὄνομα ποὺ θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε: «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτόπλαστου Ἀδάμ». Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνοψίζει οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη προπαρασκευὴ γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας, κάνει τὴ ζωὴ μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατρικὴ γῆ.

Ἔτσι, ἀρχίζοντας τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἴμαστε σὰν τὸν Ἀδάμ:

Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολλύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ καὶ ἔλεγεν οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρὸς με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ «κόσμου τούτου». Καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση.

Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία - ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυίας» φύσης μας σὰν ὁμαλές, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ «τῷ Πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρύπτῳ».

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», (Ματθ. 6,14). Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο σημάδι τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μίσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο σπάσιμο σ’ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα: «ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη». Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν «ἐχθρό» μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὰ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.

Οὐσιαστικὰ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ σὲ βάθος καὶ ὡραιότητα ἀκολουθία ἔχει δυστυχῶς ἐκλείψει ἀπὸ ἀρκετὲς ἐκκλησίες. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τίποτε, ἄλλο δὲν ἀποκαλύπτει καλύτερα τὸ χαρακτηριστικὸ τόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ διακηρύσσεται τόσο καλὰ ἡ ἔντονη πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ντυμένος μὲ λαμπερὰ ἄμφια. Τὰ κατανυκτικὰ στιχηρὰ ποὺ λέγονται ὕστερα ἀπὸ τὸν ψαλμὸ «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ...» ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί, πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα!

Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες, ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκαν καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος, ἐν αἶς διατελοῦντες ποθῶ, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιωμένοι.

Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο: «φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης...». Ὁ ἱερέας τώρα προχωρεῖ πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ ν’ ἀναφωνήσει τὸ ἑσπερινὸ Προκείμενο ποὺ πάντοτε ἀναγγέλλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης μέρας. Τὸ Μέγα προκείμενο αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἀναγγέλλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.

Ἀκοῦστε τὴ θαυμάσια μελωδία τοῦ στίχου τούτου, αὐτὴ τὴν κραυγὴ ποὺ ξαφνικὰ γεμίζει τὴν ἐκκλησία «... ὅτι θλίβομαι!» - καὶ θὰ καταλάβετε τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: τὸ μυστηριῶδες μίγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Ἡ ὅλη προετοιμασία ἔφτασε πιὰ στὸ τέλος. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν Ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του. Συνειδητοποιῶ ὅτι ἀνήκω σ’ αὐτή, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία, οὔτε ἄλλη χαρά, οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ἀκόμα ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ αὐτὴ μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας γι’ αὐτὸ «θλίβομαι»! Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ’ αὐτὴ τὴ θλίψη, ὅτι μόνον σ’ Αὐτὸν μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου». Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα, εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια.

Πέντε φορὲς ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ τὸ Προκείμενο. Καὶ τότε νά! ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει. Τὰ φωτεινὰ χρωματιστὰ ἄμφια καὶ καλύμματα τοῦ ναοῦ ἀλλάζουν τὰ φῶτα σβήνουν. Ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς αἰτήσεις, ὁ χορὸς ἀπαντάει μὲ τὰ «Κύριε ἐλέησον» τὴν κατ’ ἐξοχὴν σαρακοστιανὴ ἀπάντηση. Γιὰ πρώτη φορὰ διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση. Ἀλλὰ καθὼς γίνεται αὐτὴ ἡ ἱεροτελεστία τῆς συμφιλίωσης, καθὼς ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἐγκαινιάζεται μ’ αὐτὴ τὴν κίνηση τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Πρόκειται τώρα πιὰ νὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα ὁλόκληρες μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Κυριακὴ τῆς συγχώρησης




Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.

Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.

Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.

Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: "Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ' αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ".

Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε "ἐν καινότητι" ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Oἱ ἑβδομάδες ποὺ προηγήθηκαν τῆς Κυριακῆς τῆς Συγγνώμης εἶναι ἑβδομάδες ὅπου μέσα ἀπὸ ἱστορίες ἤ παραβολὲς, ἐμφανιζόμαστε μὲ τὰ βασικὰ ἁμαρτήματα μας, τὴν αἰτία τῆς πτώσης μας.

Τούτη τὴν περίοδο θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε ἐξετάσει σὲ βάθος τὸν ἑαυτό μας· νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε μὲ φρίκη γιὰ ὅ,τι δεχτήκαμε νὰ γίνουμε, ἄλλοτε μὲ πόνο γιὰ ὅ,τι ἔχει γίνει ὡς ἐπακόλουθο τῆς ζωῆς μας.

Καὶ τώρα φθάσαμε στὸ σημεῖο ποὺ καλεῖται Τεσσαρακοστή( Lent). Lent εἶναι μιὰ παλιὰ Ἀγγλικὴ λέξη ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Γερμανικὴ γλώσσα καὶ σημαίνει ἄνοιξη, τὸ ξύπνημα τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ περίοδος ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε γιὰ μετάνοια. Εἶναι καιρὸς ποὺ ἐφόσον ἔχουμε μετανοήσει, θὰ μποροῦμε μαζὶ νὰ κινηθοῦμε πρὸς ἕνα μονοπάτι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει, μέσα ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, πρῶτα στὸν Γολγοθᾶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκεῖ νὰ δοῦμε ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτωλότητας μας· ἐπειδὴ, καθὼς διαβάζουμε στὸν βίο ἑνὸς ἁγίου, στὴν ἀπάντηση ἑνὸς ἱερέα ποὺ παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάστηκε καὶ εἶπε· «Ποτὲ νὰ μὴν τὸ ζητᾶς αὐτὸ. Ἀκόμα κι ἄν ὑπῆρχε μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο, θὰ γινόμουν ξανὰ ἄνθρωπος, καὶ θὰ πέθαινα πάλι στὸ σταυρὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ἐκεῖνος.»

Ὅταν θὰ σταθοῦμε μαζὶ δίπλα στὸ Σταυρό, τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, ἤ δίπλα στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ τὴν Μ. Παρασκευή, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτὸ συνέβη γιὰ τὸν καθένα μας, - ὄχι γιὰ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς καὶ πρέπει ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ παρουσιαστοῦμε ἔτσι ποὺ νὰ Τοῦ δείξουμε ὅτι δὲν πέθανε μάταια ἐπάνω στὸν σταυρό. Καὶ τότε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν Ἀνάσταση μὲ ἀγαλλίαση, μ’εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ ἐπίσης ἀνανεωμένοι, ν’ ἀποκτήσουμε νέα ὕπαρξη - ὄχι τέλεια, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστὰ μας ν’ ἀκολουθοῦμε τὸ ἴδιο μονοπάτι, βῆμα-βῆμα, ξανὰ καὶ ξανά, μέχρι νὰ ὡριμάσουμε καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα θὰ ζητήσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Αὐτὸ εἶναι κάτι ἀπραγματοποίητο, ἄν φανταστοῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν καθένα ποὺ μᾶς πλήγωσε, μᾶς τραυμάτισε, ποὺ κάποτε κατέστρεψε τὴ ζωή μας καὶ νὰ ποῦμε˙ « Ἄς συμφωνήσουμε ὅτι ὁ τρόμος ποὺ ἔφερες στὴ ζωή μου, δὲν ὑπάρχει πλέον. Σὲ συγχωρῶ, πήγαινε ἀναπαυμένος.»

Δὲν εἴμαστε ἀρκετὰ ὥριμοι γι’ αὐτὸ. Οἱ μάρτυρες ἦταν ἱκανοὶ˙ ἐμεῖς ὄχι. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ κάνει, εἶναι νὰ πεῖ˙ «ἐπειδὴ σὲ ἀγάπησε τόσο ὁ Χριστὸς, ὥστε νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ ζήσει, νὰ διδάξει καὶ νὰ πεθάνει γιὰ σένα, σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι. Πραγματικά, θὰ ἤμουν τόσο χαρούμενος, ἄν ἤσουν διαφορετικὸς, ἄν δὲν ἤσουν σταυρὸς στοὺς ὤμους μου, πληγὴ στὴν καρδιά μου, τρόμος στὴ ζωή μου, ταπείνωση. Ἀλλὰ ἔχουμε ἀκόμα καιρὸ μπροστά μας, καὶ τώρα σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, καὶ θὰ σὲ σηκώσω στοὺς ὤμους, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος˙ «Νὰ φέρετε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ.»

Καὶ φέρω τὸ βάρος τοῦ ἄλλου σημαίνει, πρῶτα πρῶτα, ἀποδέχομαι τὸν πλησίον μου ὅπως εἶναι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ πράγματα θ’ ἀλλάξουν, κάνοντας προσευχὴ ὅπως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταμορφώσει, ν’ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ πρόσωπο - ἀλλὰ ἐπίσης κι ἐμένα, ἐπειδὴ πῶς μπορῶ νὰ κρίνω τὶς ἁμαρτίες ἄλλων, ἐνῶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶμαι πειρασμὸς, πληγὴ στὴ ζωὴ τόσων ἄλλων ἀνθρώπων; 

Ἄς κάνουμε αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ὅταν ποῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Συγχώρα με», ἄν πεῖτε, «ναὶ, σὲ συγχωρῶ», δὲν σημαίνει ὅτι κάθε τι κακὸ ἀνάμεσα μας ἔχει διαγραφεῖ, δὲν ὑπάρχει πλέον. Ἀλλὰ σημαίνει˙ «Σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, πληγὴ στὴ σάρκα μου, πρόβλημα γιὰ τὴ ζωή μου - ἀλλὰ σὲ ἀποδέχομαι καὶ θὰ βαστάξω τὴ δοκιμασία μου καὶ σένα, γιὰ ὅλη μου τὴ ζωή, καὶ θὰ προσεύχομαι νὰ σ’ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ τοὺς δύο, μέχρι ποὺ νὰ φτάσω νὰ μὴν εἶμαι πειρασμὸς γιὰ σένα, αἰτία τῆς πτώσης σου.

Ἄς προσευχηθοῦμε λοιπὸν μαζὶ στὴ διάρκεια τούτης τῆς λειτουργίας, μετανοώντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι΄ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ γιὰ ὅ,τι ἤμασταν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουμε κοντά στὸν Θεὸ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 

Ἡ πορεία μας πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, πρὸς τὴν ἀνάσταση, μοιάζει μὲ τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ ἐπιβιβάζονται στὸ ἴδιο πλοῖο, ὅπως ἔγραψε ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας. Δὲν θὰ φτάσουν ποτὲ ἀσφαλεῖς, ἄν μεταξύ τους ὑπάρχουν διαμάχες, ἄν δὲν εἶναι ἕνα. Ἄς γίνουμε ἕνα, «Ναὶ, σὲ συγχωρῶ,» σημαίνει, «Σὲ δέχομαι, ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ὅποιες συνέπειες. Σὲ δέχομαι, καὶ προσφέρω τὴ ζωή μου ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ δική σου.» Ἀμήν.

Κυριακή τῆς Συγγνώμης Anthony Bloom


 
19 Φεβρουαρίου, 1996


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Σήμερα δύο θέματα κυριαρχοῦν στὰ Ἱερά ἀναγνώσματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν νηστεία καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν συγχώρεση· καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὸ νὰ στερεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο φαγητό, οὔτε ἄν τηρεῖται αὐστηρά, μὲ ὑπακοή, μὲ λατρεία· ἄν μᾶς δίνει ἀφορμή νὰ ὑπερηφανευόμαστε, νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι καὶ ἀσφαλεῖς, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι νὰ στερήσει τὸ σῶμα μας ἀπὸ ἕνα εἶδος φαγητοῦ περισσότερο ἀπὸ ἔνα ἄλλο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κυριαρχία στὸ σῶμα μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τέλειο ὄργανο τοῦ πνεύματος. Τὸν περισσότερο καιρό, εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ σώματος, γοητευόμαστε ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰν ἀπόλαυση ποὺ πηγαίνει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἁγνότητα ποὺ προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός.

Κι ἔτσι ἡ περίοδος τῆς νηστείας μᾶς προσφέρει τὸν χρόνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ βασανίσουμε τὸ σῶμα μας, ὅτι θὰ περιορίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ θὰ γίνουμε ξανὰ κύριοι τοῦ σώματος μας, κάνοντάς το ἕνα τέλειο ὄργανο. Μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ τρόπος ποὺ κουρδίζουμε ἕνα μουσικὸ ὄργανο· αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας, νὰ κατακτήσουμε τὴ δύναμη ὄχι μόνο νὰ προστάζουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τοῦ δώσουμε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνταποκριθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος.

Ἄς εἰσέλθουμε λοιπὸν στὴν περίοδο τῆς νηστείας ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ, ὄχι μετρώντας τὴ νηστεία μὲ τὸ τὶ καὶ τὸ πόσο τρῶμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει στὴ ζωή μας, κατὰ πόσο ἡ νηστεία μᾶς ἐλευθερώνει, ἤ κατὰ πόσο γινόμαστε ὑπηρέτες της.

Ἄν νηστεύουμε ἄς μὴν εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτό, ἐπειδή μᾶς ἀποδεικνύει ἁπλὰ ὅτι ἴσως περισσότερο σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα γιὰ νὰ κατακτήσουμε κάτι στὴν φύση μας. Καὶ ἐάν γύρω μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν νηστεύουν ἄς μὴν τοὺς κατακρίνουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει δεχθεῖ ἐκείνους ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Κι ἔπειτα ὑπάρχει τὸ ζήτημα τῆς συγχώρεσης γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πῶ σύντομα κάτι. Σκεφτόμαστε πάντα ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ μᾶς ἔχει προσβάλλει, ποὺ μᾶς ἔχει πληγώσει, ποὺ μᾶς ἔχει ταπεινώσει, ὅτι τὸ παρελθὸν εἶναι παρελθὸν καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρατᾶμε πιὰ κακία ἀπέναντι του. Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη σημασία τῆς συγχώρεσης εἶναι ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο: ἄς μὴν μετατρέψουμε τὸ παρελθὸν σ’ ἕνα καταστροφικὸ παρόν, ἄφησέ με νὰ σ’ ἐμπιστευτῶ, νὰ κάνω κάτι ποὺ νὰ δείχνει τὴν πίστη μου σὲ σένα, ἐὰν σὲ συγχωρήσω, σημαίνει γιὰ μένα ὅτι στὰ δικά μου μάτια δὲν εἶσαι χαμένος, ὅτι στὰ δικά μου μάτια ὑπάρχει σὲ σένα ἕνα μέλλον ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας.

Ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ ἐπίσης καὶ ἐμᾶς. Διεστραμμένα, σκεφτόμαστε πολὺ συχνὰ νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ἀρκετὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, νὰ μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπομένουν λίγες ὧρες πρὶν τὴν Λειτουργία καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς Συγγνώμης ἀπόψε, ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ θυμηθοῦμε, ὄχι τὶς προσβολὲς ποὺ ἔχουμε ὑποφέρει, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ ἔχουμε προκαλέσει. Καὶ ἄν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἔχουμε πληγώσει κάποιον γιὰ μικρὰ ἤ πιὸ σπουδαῖα πράγματα, ἄς βιαστοῦμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς αὔριο τὸ πρωί, ἄς βιαστοῦμε νὰ ζητήσουμε συγχώρεση, ν’ ἀκούσουμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ πιστεύω σὲ σένα, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἐλπίζω σὲ σένα καὶ θὰ περιμένω τὰ πάντα ἀπὸ ἐσένα. Καὶ τότε μποροῦμε μαζὶ νὰ διανύσουμε τὴν Σαρακοστή, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ εἴμαστε – νὰ γίνουμε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας Τον βῆμα – βῆμα πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἀμήν.

Περί νηστείας καὶ περί θησαυρισμοῦ (Ματθ. 6,16-24)




«Ὅταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί˙ ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες. Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπον σου νίψαι, ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀποδώσει σοί ἐν τῷ φανερῷ». Ἡ νηστεία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἄσκησις τῆς αὐτοκυριαρχίας μας. Οἱ Φαρισαῖοι ἔκαμον καί δί' αὐτῆς τήν ἐπίδειξιν. Ἄφηνον οὗτοι ἄνιπτον τό πρόσωπον καί ἀπεριποίητον, ἐξήρχοντο μέ ἀναμαλλιάρικο κεφάλι καί γένειον ἀκτένιστον (αὐτό εἶναι ὁ ἀφανισμός), ἵνα φαίνωνται, ὅτι νηστεύουσι καί ἐλκύσωσι τήν συμπάθειαν, τόν σεβασμόν. Ὁ Κύριος συνιστᾷ νά νίπτωνται καί νά μυρώνονται οἱ μαθηταί του, ὅταν νηστεύωσι. Νίψιμον καί μύρωμα ἔκαμον οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ἐπρόκειτο νά ὑπάγωσιν εἰς γάμον. Τοῦτο θέλει νά δηλώσῃ τήν μεγάλην χαράν, μέ τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά κρύπτωσι τήν ἄσκησιν τῶν οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου.


Θέμα: Περί νηστείας.
Τί εἶναι ἡ νηστεία; Ἐάν συγκεντρώσωμεν τάς περί αὐτῆς γνώμας τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σημερινῶν παιδαγωγῶν, ἠθικολόγων καί ἰατρῶν, θά ἴδωμεν ὅτι ἡ νηστεία εἶναι σπουδαῖος θεσμός ἔχων ὅλα τά προσόντα τοῦ ἀκμαιοτάτου ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ἤτοι σῶμα καί δόξαν. Ἄς ἴδωμεν καί ταῦτα εἰς τήν νηστείαν.

Α'.
Τό Σῶμα τῆς νηστείας. Εἰς κάθε σῶμα ἐξετάζονται κυρίως τρία πράγματα ὡρισμένη ἡλικία, ἠθική, καί ὑγεία. Ἡ ἡλικία τῆς νηστείας Ἐμφανίζεται πρῶτον εἰς τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔαν ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ 5—6 χιλιάδες χρόνια πρό Χριστοῦ. Ἐμφανίζεται εἰς τόν Μωϋσῆν 1500 χρόνια πρό Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας, πρίν λάβη τόν νόμον ἐπί τοῦ ὄρους Σινᾶ. Ὁ Δανιήλ διά τῆς νηστείας ἐστό-μωσε τούς ἐπί ἑπτά ἡμέρας νήστεις λέοντας, ὅταν ἐρρίφθη εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων καί δέν ἐθίγη ὑπ' αὐτῶν. Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ διά τῆς νηστείας ἐφάνησαν ὡραῖοι εἰς τά ὄμματα τοῦ Ναβουχοδονόσορος καί δέν ἐθίγησαν ὑπό τῆς πυρᾶς τῆς καμίνου.

Ὁ Πρόδρομος ἦτο ἀσκητής, ὁ Κύριος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας καί ῥητῶς συνέστησε τήν νηστείαν λέγων˙ «τό γένος τοῦτο» τῶν δαιμόνων «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ἀλλά καί εἰς τήν περικοπήν ταύτην συνιστᾷ καί πάλιν τήν νηστείαν. Ὁ πρῶτος μετά τόν ἕνα, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὁμολογεῖ, ὅτι ἦτο «ἐν νηστείαις πολλάκις». Ἔπειτα ἔρχεται ἡ σειρά τῶν ἀσκητῶν, ἐρημιτῶν, μοναχῶν, οἱ Βασίλειοι, οἱ Γρηγόριοι, οἱ Χρυσόστομοι, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν τήν νηστείαν. Γενικῶς δέ μέχρι τῆς ἐκρήξεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου 1914, ἡ νηστεία ἦτο παρ' ἡμῖν θεσμός ἀξιοσέβαστος. Μετά ταῦτα ἐχαλαρώθη ὁ θεσμός οὗτος λόγῳ ἴσως τῆς ἐπιμιξίας τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως ἡ ἡλικία τῆς νηστείας ἀνέρχεται εἰς 5—6 χιλιάδας χρόνια π. Χ. καί 1900 περίπου μ. Χ. ἤτοι 7—8 χιλιάδες χρόνια ! Ἡ ἡλικία αὕτη εἶναι σοβαρά καί οὐχί εὐκαταφρόνητος προκειμένου νά ἐπιβληθῇ εἰς τάς συνειδήσεις μας.

Ἡ ἠθική βάσις τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ γυμναστική τῆς ψυχῆς, ὅπως λέγουσι σπουδαῖοι παιδαγωγοί καί ἠθικολόγοι ῥητῶς. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ τήν ἀδαμαντίνην βάσιν τῆς ἀσκήσεως τῆς βουλήσεως.(1) Καί πράγματι.Ἡ ἐντολή «μή φάγῃς» καί τό περιεχόμενον τῆς ἐντολῆς ταύτης «μή φάγῃς κρέας κλπ.», πράγματα τά ὁποῖα κολακεύουν τήν γεῦσιν καί τόν οὐρανίσκον, θίγουσι τόν ψυχικόν ἐγωϊσμόν, καί τόν σωματικόν ἡδονισμόν. Ἡ ἐκτέλεσις τῆς ἐντολῆς ταύτης ταπεινώνει τήν ψυχήν καί ἀσκεῖ τήν βούλησιν εἰς τήν κυριαρχίαν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅτι ἡ διπλῆ αὕτη μορφή τῆς ἐντολῆς ταύτης εἶναι σπουδαία ἄσκησις τῆς βουλήσεώς μας, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι φαγητά πασχαλινά τρωγόμενα εἰς ἡμέρας νηστείας ὑπό ἀνθρώπων ἐχόντων ἀκόμη συνείδησιν τῆς ἀπαγορευτικῆς ἐντολῆς εἶναι νοστιμώτερα παρά ἐάν κατελύοντο ἄλλας ἡμέρας. Τοῦτο προέρχεται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ κατάλυσις τῆς νηστείας εἶναι κατάλυσις ἀπηγορευμένου καρποῦ.

Ἡ ὑγεία. Ἡ νηστεία εἶναι ὑγεία. Πόσον ὑγιεινή εἶναι ἡ πραγματική νηστεία, φαίνεται καί ἐκ τῶν σημερινῶν ἀκόμη ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄνευ θρησκευτικῶν προϋποθέσεων συνιστοῦν τήν νηστείαν εἰς διαφόρους παθήσεις σωματικᾶς, εἰς δέ τούς ὑγιεῖς τήν φρουτοφαγίαν, ἄλλοι δέ καί θεραπείας διαφόρων σωματικῶν νόσων ὑποδεικνύουν διά κερασοθεραπείας, σταφυλοθεραπείας, χυλοθεραπείας κλπ. Ἡ σύστασις τῶν βιταμινῶν διά τήν ἀποτοξίνωσιν τοῦ ὀργανισμοῦ καί ἡ παντελής ἀσιτία εἰς παχύσαρκους εἶναι σύστασις ὄχι θεολόγων, ἀλλ' ἰατρῶν.

Ἑπομένως ἡ νηστεία εἶναι ἡλικίας ἀξιοσεβάστου, ἠθικῆς βαρύτητος πρώτου μεγέθους καί αἴτιον ὑγείας διά τόν ὀργανισμόν τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακον. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως παρατηρεῖ, ὅτι ὁσονδήποτε σπουδαῖον φάρμακον καί ἄν εἶναι δέν εἶναι ἡ αὐτή δι' ὅλους, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ὑγιεινῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦτο πρέπει νά προσέχωμεν κατά τόν ἵδιον πατέρα, τόν χρόνον, τόν τρόπον, τό ποσόν. Ἰδού τό σῶμα τῆς νηστείας. Ἀλλά ἀνωτέρα τοῦ σώματος τῆς νηστείας εἶναι ἡ δόξα ταύτης.


Β'.

Ἡ δόξα τῆς νηστείας. 
Αὕτη εἶναι οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι τήν ἔζησαν, ἡ νηστεία τῶν παθῶν, ἡ ὁποία τήν στεφανώνει καί αἱ δύο πτέρυγες αὐτῆς προσευχή καί ἐλεημοσύνη. Καί ἡ νηστεία ἔχει μέλη ὡραιότατα ἔχει Μωϋσήν, τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, προφήτην Ἠλίαν, Πρόδρομον, Ἀποστ. Παῦλον, Χρυσόστομον, Βασίλειον, Γρηγόριον, ἀσκητάς, Μέγαν Ἀντώνιον, ἐρημίτας, ἀλλά καί πρό πάντων τιμιώτατον μέλος τόν Χριστόν ὡς κεφαλήν της. Ὑπάρχουν τιμιώτερα μέλη, ὡραιότερα, θειότερα, καί ἁγνότερα ἀπό τούς πατέρας τούτους καί ἰδίως τόν Χριστόν; Ἀσφαλῶς ὄχι.

Ἀλλά ἐάν τά μέλη τῆς νηστείας εἶναι τόσον ὡραῖα, ὁ στέφανός της εἶναι ἐξ ἴσου ὡραῖος. Καί ποῖος εἶναι οὗτος; Ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δέν πρέπει νά νηστεύῃ μόνον τό σῶμα μας, ἡ κοιλία μας, τό στόμα μας ἐκ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν, ἀλλά καί αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις μας ἐκ τῶν κακιῶν». Καί συγκεκριμένως ὁ αὐτός πατήρ συνεχίζει: «νηστεύεις οἶνον καί ὅμως θυμώνεις. Νηστεύεις κρέατα ἰχθύων καί ἄλλων χερσαίων ζώων καί ὅμως ἐμπηγνύεις τήν γλῶσσαν σου εἰς τήν ὑπόληψιν τοῦ ἀδελφοῦ σου. Νηστεύεις τό γάλα καί ὅμως τήν μητέρα σου, ἡ ὁποία σέ ἔθρεψε μέ τό γάλα της, ἐντρέπεσαι νά τήν εἴπῃς μητέρα, τήν ὑβρίζεις, τήν κακοποιεῖς. Νηστεύεις τό ἔλαιον καί ὅμως τόσον στενοχωρεῖς τούς ὑφισταμένους σου καί πιέζεις αὐτούς, ὥστε στραγγίζεις ἀπ' αὐτούς ὄχι μόνον τό ἔλαιον των, ἀλλά καί τό αἷμα των».

Νηστεύεις τό βούτυρον, τό ὁποῖον εἶναι ὁ ἀφρός τοῦ γάλακτος καί τό ὁποῖον γάλα εἶναι ἀφρός τῆς σαρκός τοῦ ζῴου, δέν νηστεύεις ὅμως τόν πονηρόν ὀφθαλμόν, ὁ ὁποῖος διά τῆς ὀφθαλμομοιχείας πίνει τόν ἀφρόν τοῦ γάλακτος τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Δέν θέλεις νά ἀκούσῃς περί καταλύσεως φαγητῶν, ὅταν νηστεύῃς, καί ὅμως ἡ ἀκοή σου εἶναι πρόθυμος νά ἀκούσῃ διαβολάς καί συκοφαντίας τοῦ ἀδελφοῦ σου. Πρέπει ἑπομένως νά νηστεύωσιν ὀφθαλμοί, ἀκοή, χεῖρες καί πόδες. Τά στολίσματα λοιπόν τοῦ στεφάνου τῆς νηστείας εἶναι ἡ καθαρότης τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ἁγνότης ἀκοῆς, ἡ ἀποχή ἀδικιῶν διά τῶν χειρῶν γενομένων, ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν ποδῶν μας ἀπό οἴκους ἀνοχῆς, ἡ κατάπαυσις τῆς γλώσσης μας ἀπό κατάκρισιν καί διαβολήν. Ἰδού καί ὁ στέφανος τῆς νηστείας, αἱ ποικίλαι ἀρεταί. Αὗται εἶναι τόσον σπουδαῖαι, ὥστε εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχωσιν, ὅταν διά λόγους ὑγείας δέν δύναται νά ἐφαρμοσθῇ ἡ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν νηστεία.

Πλησίον ὅμως τῆς ὡραιότητος τῶν μελῶν τῆς νηστείας τῶν ὡραιοτάτων κοσμημάτων τοῦ στεφάνου της, τῶν διαφόρων ἀρετῶν, ὑπάρχουν πρός δόξαν τῆς νηστείας καί αἱ δύο πτέρυγες ταύτης, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη. Καί πράγματι. Ἡ νηστεία χωρίς τήν προσευχήν, ὁμοιάζει πρός δένδρον χωρίς χυμόν, ἑπομένως εἶναι κούτσουρο! Ἡ νηστεία ἔχει τόν σκοπόν νά μᾶς ἀναβιβάσῃ διά τῆς προσευχῆς εἰς τόν Θεόν κάμνουσα τό σῶμα μᾶς ἐλαφρότερον, ἵνα πετάξῃ διά τῆς νηστείας πρός τόν Δημιουργόν μας. Ἑπομένως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν προσεύχεται, οὐδόλως αἰσθάνεται τήν ὠφέ-λείαν ἐκ τῆς νηστείας!

Ἀλλ' ἐάν ἡ νηστεία εἶναι βοηθητικόν μέσον τῆς προσευχῆς, ἐξ ἴσου βοηθητικόν τῆς προσευχῆς καί σκόπιμον της νηστείας μέσον εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ὁ ἄνθρωπος νηστεύει ὄχι μόνον διά νά πετάξη μέ τήν προσευχήν, ἀλλά καί νά εὕρῃ ἐκ τῆς νηστείας του περίσσευμά τι διά νά βοηθήσῃ τούς πτωχούς. Ἐκεῖνος λοιπόν ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν ἐλεεῖ, ἁμαρτάνει, διότι ἀποφεύγει ἕνα ἐκ τῶν κυρίων σκοπῶν τῆς νηστείας, τήν ἐλεημοσύνην. Ὁ Χρυσόστομος τονίζει ἐπ' αὐτοῦ ἐπιγραμματικῶς τά ἑξῆς. «Αἱ 5 μωραί παρθένοι ἄν καί παρθένοι ἐτιμωρήθησαν, διότι δέν εἶχον ἐλεημοσύνην. Πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἔνοχοι τιμωρίας ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν μικροτέραν ἀρετήν τῆς παρθενίας τήν νηστείαν, ἀποφεύγουσιν ὅμως τήν ἐλεημοσύνην ;» Ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ προσευχή, κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, εἶναι αἱ δύο πτέρυγες, διά τῶν ὁποίων θά πετάξωμεν μέ τό ἐλαφρόν ἐκ τῆς νηστείας γενόμενον σῶμα μας ὡς πτηνά εἰς τόν οὐρανόν. Καί μέ ὀλίγα λόγια διά τῆς προσευχῆς ἀφιερώνομεν τήν ψυχήν μας εἰς τόν Θεόν, διά τῆς νηστείας τό σῶμα μας, διά τῆς ἐλεημοσύνης τά ὑλικά μας ἀγαθά. Ἰδού ἡ νηστεία κατά τό σῶμα καί τήν δόξαν.

Ὁ Ἱπποκράτης ὁ Πατήρ τῆς Ἰατρικῆς ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 100 ἐτῶν. Ἐρωτηθείς δέ εἰς τί ὀφείλει τήν μακροζωΐαν του, ἀπήντησεν: Οὐδέποτε ἐσηκώθηκα ἀπό τό τραπέζι μου χορτάτος. Ἀλλά καί σήμερον ὑπάρχουσι Μοναστήρια εἰς ὅλον τόν κόσμον ὀνομαζόμενα Μοναστήρια τῶν Τραπιστῶν. Οἱ Μοναχοί τούτων ἔχουσιν ἀπόλυτον σιωπήν, τρέφονται διά τροφῶν φυτικῶν, ἀπέχουσι πασχαλινῶν φαγητῶν καί κοιμῶνται κατά γῆς ἀπό τάς 7 μέχρι τάς 2 τοῦ μεσονυκτίου. Οἱ μοναχοί οὗτοι φθάνουσιν εἰς μεγάλην ἡλικίαν, εἶναι ὑγιέστατοι καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἐθεραπεύθησαν ὅταν εἰσῆλθον εἰς τήν Μονήν ἐξ ἀσθενειῶν, τάς ὁποίας εἶχον πρίν εἰσέλθωσιν. Ἰδέ Spirago σελίδα 544.

Ἀς μάθωμεν λοιπόν νά νηστεύωμεν.



Περί θησαυρισμοῦ. (Ματθ. ΣΤ' 19-24)
«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν, οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ὁ ὀφθαλμός ἐστίν˙ ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται˙ ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται. Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

Ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται εἰς τά ὑλικά ἀγαθά, ἄν καί ταῦτα εἶναι πρόσκαιρα, διότι εἶναι παρόντα. Ἀδιαφορεῖ διά τά ἐπουράνια ἀγαθά, ἄν καί εἶναι αἰώνια, διότι εἶναι ἀπόντα. Ἐφαρμόζει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τό «κάλλιο ἕνα καί στό χέρι, παρά δέκα καί καρτέρει». Ὁ Κύριος διά νά μᾶς πείσῃ νά ἀδιαφορῶμεν εἰς τά ἐπίγεια καί νά προσκολλώμεθα εἰς τά οὐράνια ἀγαθά, ἀφιερώνει τήν περικοπήν ταύτην. Ἄς ἴδωμεν τάς κακίας καί ἀρετάς ἐπιγείων καί οὐρανίων θησαυρῶν.

Α.

Ἐπίγεια ἀγαθά. Ταῦτα φθείρονται καί φθείρουν. Φθείρονται τά ἴδια καί φθείρουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι.
1ον.
Φθείρονται! Ὁ Κύριος λέγει˙ «μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι». Σής εἶναι ὁ σκῶρος καί πᾶν ζωΰφιον ἐξωτερικόν, τό ὁποῖον κατατρώγει ἐνδύματα, ξύλα ἐπίπλων, καρπούς κλπ. Βρῶσις δέ εἶναι ἡ σκωρία ἡ σῆψις καί πᾶν εἶδος ἐσωτερικῆς φθορᾶς εἰς τά διάφορα ἀγαθά μας. Ἐπειδή ὅμως τά διάφορα χρυσᾶ νομίσματα δέν ὑπόκεινται εἰς σκῶρον ἤ σκώριαν, ὁ Κύριος θέτει ἄλλον ἐχθρόν τούτων, τούς κλέπτας, οἵτινες διορύσσουσι καί κλέπτουσιν ἤτοι κάμνουν διάρρηξιν καί ἀφαιροῦν τά τιμαλφῆ ἀντικείμενα. Ἀλλά κλέπται τῶν τιμαλφῶν δέν εἶναι μόνον οἱ κρυφοί διαρρῆκται, ἀλλά καί οἱ φανεροί ποικίλοι λῃσταί, οἱ ὁποῖοι διά διαφόρων τεχνικῶν ὑποτιμήσεων ἤ ἀνατιμήσεων τῆς λίρας κλέπτουν ἄλλοτε μέν τήν ἀξίαν τῆς λίρας ἄλλοτε δέ τήν ἀξίαν τῶν ἐμπορευμάτων.

Τελευταῖος ὅμως ἐχθρός τῶν χρυσαφικῶν εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ κάτοχος, ὁ ὁποῖος διά τῆς πολυχρονίου χρήσεως τῶν τιμαλφῶν καί τῆς συνηθείας αὐτῶν ἐξαφρίζει ἀρκετόν μέρος ἐκ τῆς ἀξίας τῶν, διότι δέν ἐκτιμᾷ αὐτά τόσον μετά δεκαετίαν, ὅσον ἐλαχταροῦσεν αὐτά κατά τήν ἀρχήν τῆς ἀποκτήσεως τῶν. Ἑπομένως ἐχθροί τῶν ὑλικῶν μας ἀγαθῶν, τά ὁποῖα φθείρονται εἶναι ζωΰφια ἀόρατα, χρόνος πανδαμάτωρ, ἄνθρωποι κακοί καί ἡμεῖς!

2ον).
Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φ θ ε ί ρ ει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἰδού. Ὁ Κύριος βεβαιοῖ ῥητῶς˙ «ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστίν ὁ ὀφθαλμός». Ὁ ὀφθαλμός εἶναι διά τό σώμα, ὅ,τι ὁ λύχνος διά τόν ὅλον ἄνθρωπον. «Ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται. Ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται». Ὅπως δηλαδή ὁ ὀφθαλμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό λυχνάρι, διά τοῦ ὁποίου βλέπει οὗτος τό σῶμα του καί τά πέριξ τοῦ σώματός του, τόν ὁρατόν κόσμον γενικῶς, κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ νοῦς εἶναι ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς. Ὅταv εἶναι «ἁπλοῦς» ὑγιής ὁ ὀφθαλμός μας καί φωτίζεται ὑπό τοῦ ἡλίου, βλέπομεν ὅλον τό σῶμα μας, ἐνῷ ὅταν ὁ ὀφθαλμός μας εἶναι «πονηρός» ἤτοι βλαμμένος, γύρω μας ὑπάρχει σκότος. Κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς μας ὁ νοῦς, ὅταν μέν εἶναι ὑγιής φωτιζόμενος ὑπό τοῦ Οὐρανίου φωτός, μακράν τῆς προσκολλήσεως τῶν ἐπιγείων, φωτίζει τό ἐσωτερικόν τῆς ψυχῆς μας, ἐνῷ ὅταν δέν φωτίζεται ὑπό τοῦ οὐρανίου φωτός, ἔχει πάθη βλάβην, ἰδίως διά τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας καί δέν βλέπει. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει λέγει ὁ Κύριος˙ «εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί» ἐάν ὁ φωτισμένος νοῦς σκοτισθῇ, «τό σκότος πόσον;» τά σκοτεινά πάθη, τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τήν ψυχήν μας ὑπό τῆς πλεονεξίας ὠθούμενα ἐπαναστατοῦν καί γίνονται σκοτεινότερα.

Ὅτι ἡ φιλαργυρία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ φιλάργυρος δέν βλέπει τί ἔχει, ἀλλά τί τοῦ λείπει. Καί ἐπειδή, ὅσα πολλά καί ἄν ἔχῃ, κάτι θά τοῦ λείπῃ, δέν αἰσθάνεται ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχει, ἀλλά λαχταρᾷ τό ἐλάχιστον, τό ὁποῖον τοῦ λείπει. Διά τοῦτο βλέπετε ἀνθρώπους πλουσίους καί ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι φιλονικοῦν, ἔχουν θανάσιμον μῖσος δι’ ἕνα πῆχυν τόπον. Βλέπετε συνοίκους εὐπόρους, οἱ ὁποῖοι τρέχουν εἰς τά δικαστήρια διά τήν διαφοράν ἑνός νεροχύτου. Βλέπετε γείτονας εὐκαταστάτους, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι χρόνια ὁλόκληρα νά ἀνταλλάξουν τήν «καλημέρα» τοῦ Θεοῦ διά οἰκονομικάς διαφοράς ἐλαχίστας. Ὀλίγον εἶναι αὐτό τό σκότος εἰς τόν νοῦν τοῦ φιλαργύρου; Πόσα πάθη δέν ἐπαναστατοῦν ἐντός των; Πόσαι ἐχθρότητες, μίση, ζηλοτυπίαι, χαιρεκακίαι, ἐγωϊσμοί ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας των!

Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φθείρει τόν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ πρῶτον φθαρῶσιν αὐτά. Ἀλλά ἐχθρός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν εἶναι μόνον τά ζωΰφια, ὁ χρόνος, οἱ κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ φιλάργυρος, ἀλλά καί ὁ μεγαλύτερος φιλάργυρος, ὁ Ἰούδας ἦτο ἐχθρός τῶν χρημάτων, διότι οὗτος ἐπέταξε τά ἀργύρια, διά τά ὁποῖα ἐπρόδωσε τόν Χριστόν.

Ὁ Χριστός ἐγεννήθη καί ἀπέθανε πάμπτωχος, ἵνα δείξῃ τήν περιφρόνησίν του εἰς τά ὑλικά ἀγαθά. Ἑπομένως ἐχθροί τῆς προσκαίρου ταύτης ὕλης εἶναι ζωΰφια, χρόνος, κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ φιλάργυρος Ἰούδας, ὁ Χριστός, ἑπομένως ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἰδού τά χαρακτηριστικά οἱ ἐχθροί τῶν ἐπιγείων θησαυρῶν!


Β.

Οὐράνια ἀγαθά. Ἐάν τά ἐπίγεια ἀγαθά φθείρουν καί φθείρωνται, τά οὐράνια ἀγαθά εἶναι ἄφθαρτα ἐκεῖ, εὐγενικά ἀπό ἐδῶ.
Μάλιστα! 1ον. Εἶναι ἄφθαρτα, ἄνευ σκωλήκων καί ζωϋφίων τῆς γῆς˙ ἐκεῖ ὑπάρχει δόξα ἄφθαστος καί ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν». Ἀντί τοῦ πανδαμάτορος χρόνου ἐδῶ, ἡ αἰωνιότης ἐκεῖ, ἡ ὁποία δέν γεννᾷ τήν μόνοτονίαν, διότι αἰώνιον ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πάντοτε καινούργιο. Ἀντί τῶν ἐδῶ πολλάκις ἀδίκων νόμων, ἐκεῖ ὑπάρχει «πόλις ἐν ᾗ δικαιοσύνη κατοικεῖ». Ἐδῶ ὁ πλοῦτος φορολογεῖται, ἐκεῖ ἀμείβεται, ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «ἐπί ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπί πολλῶν σέ καταστήσω, εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ἐδῶ ὑπάρχουν ἄστεγοι ἤ ἐνοικιοστάσιον χάριν τῶν ἀστέγων, ἐκεῖ οὔτε ἐνοικιοστάσιον, οὔτε ἄστεγοι, διότι κατά τήν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου πολλαί μοναί εἰσίν». Ἀντί τῆς ἐδῶ μερικῆς καί σχετικῆς γνώσεως, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πλήρης γνῶσις, ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ καθώς ἐστίν.

Τά ἐπουράνια ἀγαθά δέν εἶναι μόνον αἰώνια ἐκεῖ, ἀλλά καί 2) εὐγενικά ἀπό ἐδῶ. Πράγματι. Ὁ Κύριος μᾶς τό βεβαιοῖ λέγων «ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν». Ἐνταῦθα «καρδία» σημαίνει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον, ἑπομένως τόν νοῦν του, τό συναίσθημα καί τήν θέλησίν του. Κατά συνέπειαν ὁ νοῦς, ἡ καρδία καί ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι οὐράνιοι. Καί συγκεκριμένως : Ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι φωτεινός ὡς ἑξῆς. Ὁ φιλάργυρος συγκεντρώνει χρήματα καί ὁ πλεονέκτης κτήματα διά τόν ἑαυτόν τῶν καί ὅμως θά τά ἀφήσουν εἰς ἄλλους ἴσως καί εἰς τους ἐχθρούς τῶν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ σκορπίζει εἰς τούς ἄλλους καί θά τά εὕρη πολλαπλάσια εἰς τόν οὐρανόν διά τόν ἑαυτόν του. Δέν εἶναι λοιπόν σοφός ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ, διότι τελικῶς τά σκορπιζόμενα θά ἔλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν του, ἐν ᾧ ὁ θησαυρίζων ἐπί γῆς συγκεντρώνει διά τόν ἑαυτόν του καί ὅμως τά ἀφίνει χωρίς νά θέλῃ εἰς τούς ἄλλους;

Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός διά τόν λόγον τοῦτον, ἀλλά καί διά τήν ἀσφάλειαν τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Ὁ οὐρανός δηλαδή εἶναι ἡ καλυτέρα τράπεζα, ἡ ὁποία ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει οὐδέποτε χρεωκοπεῖ, ἐν ἀντιθέσει πρός τάς ἐπιγείους τράπεζας, αἵτινες ὁσονδήποτε μεγάλαι καί ἄν ἦσαν, ἦλθεν ἐποχή, ὅτε ἐχρεωκόπησαν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός, ἀλλ' ἀναπτύσσει καί τοσαῦτα εὐγενῆ αἰσθήματα, ὥστε εἶναι ἀγαπητός καί ἐδῶ ὄχι μόνον ὑπό φίλων, ἀλλά καί ὑπό ἐχθρῶν του, διότι γνωρίζει νά βοηθῇ ὄχι μόνον φίλους ἀλλά καί ἐχθρούς του. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ εἶναι ἀγαπητός εἰς αὐτήν τήν ζωήν ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐάν ἡ σοφία του εἶναι διά τόν ἑαυτόν του, ἡ εὐγένειά του εἶναι διά τούς ἄλλους. Ἀγαπᾶται διά ταύτην ὄχι μόνον ὑπό φίλων καί ἐχθρῶν ἀλλά καί ὑπό τῶν ἀγγέλων. Μεγάλη ἡ σοφία του, μεγάλη ἡ εὐγένειά του.

Ἡ ἐξύψωσις ὅμως τοῦ θησαυρίζοντος ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν του, ἀλλά καί εἰς τήν θέλησίν του, διότι εἶναι ὁ ἡρωϊκώτερος τῶν ἀνθρώπων. Πόσον ἡρωϊκός εἶναι οὗτος φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι δέν ἑλκύεται ἐκ τοῦ παρόντος καί τῶν θελγήτρων αὐτοῦ, εἰς τά ὁποῖα εὑρίσκονται τά ὑλικά ἀγαθά, οὔτε ἐμποδίζεται ἐκ τῆς ἀπουσίας τῆς μελλούσης ἀμοιβῆς. Ἔχει τήν δύναμιν ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ νά διασκελίζῃ τό «ἕνα καί στό χέρι» καί νά φθάνῃ εἰς τά «δέκα καί καρτερεῖ» τῶν μελλόντων τοῦ οὐρανοῦ ἀγαθῶν. Ἡ διασκέλισις αὕτη ὁσονδήποτε καί ἄν ἑλκύεται ὑπό τῆς αἰωνιότητος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὁσονδήποτε καί ἄν ὠθῆται ὑπό τῆς προσκαιρότητος τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, εἶναι ἡρωϊσμός, διότι ἀδιαφορεῖ διά τό «ἕνα καί στό χέρι» τό ὁποῖον εἶναι παρόν τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί βλέπει τά «δέκα καί καρτέρει» τῶν οὐρανίων θησαυρῶν, τά ὁποῖα εἶναι ἀπόντα.

Τέλος ὁ Κύριος θέτει τήν σφραγίδα λέγων˙ «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ τοῦ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὔ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί Μαμωνᾶ». «Ἀντέχομαι» σημαίνει προσκολλώμαι στερεῶς. Ἤ θά μισήσῃ λοιπόν τίς τόν πλοῦτον καί θά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν ἤ θά κράτησῃ στερεῶς τόν πλοῦτον καί θά καταφρονήσῃ τόν Θεόν. «Μαμωνᾶς» εἶναι λέξις Συριακή καί σημαίνει τό μέρος, ὅπου κρύπτει τις τούς θησαυρούς του. Ἐδῶ δέ σημαίνεται ὁ θεός τοῦ πλούτου τῶν Σύρων. Μέ δύο λόγια ὁ χρυσός καί ὁ Χριστός εἶναι δύο κύριοι ζηλότυποι. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θέλει ὁλόκληρον τόν ἑαυτόν μας. Ὁ Χριστός μᾶς δίδει περισσότερα ἀπό ὅ,τι μᾶς ὑπόσχεται. Ὁ χρυσός ἀφαιρεῖ καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπόσχεται, διότι φθείρεται καί φθείρει. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τόν χρυσολάτρην μέ σκύλον δεμένον διά χρυσῶν ἁλύσεων καί γαυγίζοντα. Ὅπως ὁ σκύλος δηλαδή εἶναι δεμένος μέ τήν ἁλυσίδα ἔτσι καί ὁ πλούσιος μέ τά χρήματά του. Ὅπως ὁ σκύλος γαυγίζει διά ξένους θησαυρούς, ἔτσι καί ὁ φιλάργυρος γαυγίζει διά ὑλικά ἀγαθά, τά ὁποῖα θά ἀφήσῃ εἰς ἄλλους. Τρομερώτατον κατάντημα φιλαργυρίας εἶναι τό ἑξῆς: Κατά τόν Νοέμβριον τοῦ 1848 ἀπέθανε πλησίον τῶν Παρισίων γέρων 75 ἐτῶν, ὀνομαζόμενος Πικάρδος. Οἱ γείτονες, ἐπειδή δέν τόν εἶδον ἐπί ἡμέρας νά ἐξέλθῃ τῆς οἰκίας του, εἰδοποίησαν τήν ἀστυνομίαν. Ἀστυφύλακες ἐλθόντες ἤνοιξαν βιαίως τήν θύραν καί εἰσῆλθον εἰς τό δωμάτιον τοῦ δυστυχοῦς γέροντος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρός ἐπί στρώματος ἐξ ἀχύρου ἔχων ὡς προσκεφάλαιον μίαν πέτραν. Ὅλα τά ἔπιπλά του ἦσαν ἕν ξύλινον κιβώτιον, τό ὁποῖον ἦτο πλῆρες χρημάτων, τό ὁποῖον εἶχε πλησίον του. Κατόπιν νεκροψίας ἀπεδείχθη, ὅτι ἀπέθανεν ἐκ πείνης. Αἱ ἀρχαί εἰς μάτην ἐζήτησαν νά εὕρωσι κληρονόμους. Ἦτο ἄγνωστος, διότι μετῴκησεν ἐξ ἄλλης πόλεως!

Ἄς ἀγαπήσωμεν λοιπόν τούς οὐρανίους θησαυρούς καί οὐχί τούς προσκαίρους ὑλικούς.


(1) Ἠθική Ἀνδρούτσου 

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο (τῆς Τυρινῆς)




Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος.

Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε - ὅπως τή χάνει καί τώρα - ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.

Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;» Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν' ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς. Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ' ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.

Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς.

Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;

Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν' ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν' ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν' ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν' ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης.

Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν' ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω. Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».

Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.

Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ' ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν' ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ Η Θ Ε Ο Φ Ι Λ Η Σ Ν Η Σ Τ Ε Ι Α «σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ΄ 17)


Αποτέλεσμα εικόνας για TYRINHS

Η  Θ Ε Ο Φ Ι Λ Η Σ  Ν Η Σ Τ Ε Ι Α
«σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι»
(Ματθ. στ΄ 17)
Ἐφθάσαμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ στήν τέταρτη καί τελευταία Κυριακή τοῦ μή νηστησίμου Τριῳδίου, τή γνωστή ὡς Κυριακή τῆς Τυροφάγου. Ἡ Κυριακή αὐτή τιτλοφορεῖται ἔτσι, γιατί σφραγίζει τήν ἑβδομάδα τῆς λευκῆς νηστείας. Ἀπό αὔριο μπαίνουμε στό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μέ πρώτη ἡμέρα τήν Καθαρή Δευτέρα.
Ὁ ἀγώνας τῶν ἡμερῶν, ἐκτός τῶν ἄλλων πνευματικῶν ἀσκήσεων καί γυμνασμάτων, διαλαμβάνει ὡς βοηθητικό μέσο, γιά νά ἐπιτευχθεῖ καί νά φθάσει σέ αἴσιο πέρας, τήν ἄσκηση τῆς νηστείας ὑπό τή διπλῆ της μορφή, τήν ἀποχή ἀπό κάθε κακή σκέψη, ἐνέργεια καί πράξη, ἀλλά καί τήν ἀποχή ἀπό ἀρτύσιμες τροφές. Γιά τοῦτο τό λόγο θά προσπαθήσουμε στή συνέχεια νά ποῦμε λίγα λόγια πάνω σέ τοῦτο τό σπουδαῖο ζήτημα, τό ὁποῖο ἀρκετές φορές μέσα στή ροή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου ἡ Ἐκκλησία θέτει σέ λειτουργία καί ἐφαρμογή.
Ὁ θεσμός τῆς νηστείας εἶναι κάτι τό ὁποῖο θέσπισε ὁ Θεός, μέσα στή ζωή τῶν πρωτοπλάστων στό χῶρο τοῦ παραδείσου. Ἄν οἱ πρωτόπλαστοι παρέμεναν πιστοί στήν ὑπακοή καί δέν παρέβαιναν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γευόμενοι τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τότε ἡ ἀνθρωπότητα δέ θά γνώριζε τό θάνατο. Δυστυχῶς ὅμως, οἱ Ἀδάμ καί Εὔα, ἄπειροι στό νά ἀντιμετωπίζουν τά τεχνάσματα καί νά ξεφεύγουν ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὑπάκουσαν, ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στό Σατανᾶ καί ἐγκατέλειψαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐγένοντο παραβάτες τῆς θείας ἐντολῆς καί καταστρατήγησαν τό θεσμό τῆς νηστείας.
Ἡ λέξη «νηστεία» στήν πραγματικότητα σημαίνει ἀσιτία, δηλαδή ἀπόλυτη ἀποχή ἀπό κάθε εἶδος τροφῆς. Ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπό τό ἀρνητικό μόριο «νή» καί τή λέξη «ἑστία», ἡ οἰκογενειακή ἐστία, ὁ χῶρος ὅπου ἑτοιμάζεται τό φαγητό γιά τά μέλη τῆς οἰκογένειας, τό τζάκι. Στήν πράξη ὅμως ὅταν γίνεται λόγος γιά νηστεία ἀναφερόμεθα σέ ἀποχή ἀπό κάποια μόνο εἴδη φαγητῶν καί ὄχι στήν καθ΄ ὁλοκληρία ἀποχή ἀπό τροφές. Στήν πράξη εἶναι ἐπιλεκτική νηστεία, γιατί ἀπέχουμε ἀπό κρέατα, προϊόντα γάλακτος καί αὐγά καί ὄχι ἀπό ὅλα.
Ὁ προφήτης Μωυσῆς προτοῦ παραλάβει τίς Δέκα Ἐντολές πάνω στό Ὄρος Σινᾶ, νήστεψε σαράντα ἡμέρες. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἰουδαϊκός λαός γιά τόν ἴδιο λόγο. Ὁ προφήτης Ἠλίας μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία του ἔκλεισε τούς οὐρανούς καί στέρησε τή γῆ ἀπό τή βροχή γιά τρία καί μισό χρόνια καί μέ τόν ἴδιο τρόπο ἄνοιξε τούς οὐρανούς καί πότισε τή γῆ. Ὁ προφήτης Δανιήλ καί οἱ Τρεῖς Παῖδες, κατά τήν αἰχμαλωσία τους στή Βαβυλώνα, μέ τή νηστεία ἐπετέλεσαν θαύματα στό λάκκο τῶν λεόντων καί τήν κάμινο τοῦ πυρός.
Ὁ Κύριος μετά τή βάπτισή του κατέφυγε στήν ἔρημο καί νήστεψε σαράντα ἡμέρες. Ἡ Ἐκκλησία προτοῦ χαρίσει σέ κάποιο τό βαθμό τῆς Ἱερωσύνης τοῦ συστήνει νηστεία. Ἡ Ἐκκλησία στούς ὕμνους της μᾶς συμβουλεύει «νηστεύοντες ἀδελφοί σωματικῶς, νηστεύσωμεν καί πνευματικῶς». Ἄς εὐχηθοῦμε ἀπό αὔριο ὅλοι, ὁ καθένας κατά δύναμη νά ἀκολουθήσουμε τήν ἄσκηση τῆς νηστείας γιά τήν εὐόδωση τῶν πνευματικῶν μας ἀγώνων καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...