Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 05, 2011

ΠΛΑΤΕΙΕΣ


Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που’ χει κάτι απ’ τις φωτιές, τραγουδούσε πριν πολλά χρόνια
ο τροβαδούρος της αμφισβήτησης, που χωνεύτηκε μετά απ’ το σύστημα. Όπως όλη σχεδόν
η γενιά του, η γενιά της μεταπολίτευσης και των ονείρων, σε μιαν Ελλάδα που βρήκε
την πολιτική νομιμότητα πάνω στα ερείπια της Κύπρου.
Η πλατεία είναι γεμάτη και πάλι. Μετά από χρόνια ιδιώτευσης, οι Έλληνες ξαναγυρίζουν και διεκδικούν
το δημόσιο χώρο. Είναι πολλά τα χρόνια κατά τα οποία ο λαός μας παρέμενε στον καναπέ.
Τον στρίμωξαν εκεί το κομματικό κράτος και οι επαγγελματίες της ανατροπής του συστήματος,
δυο αλληλοσυμπληρούμενοι πόλοι που τροφοδοτούν ο ένας τον άλλο σε βάρος μας. Το
είδαμε τη μέρα εκείνη στο Σύνταγμα, όπου ο λαός ματαίωσε την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου,
έριξε την κυβέρνηση για λίγο κι έστειλε αλλού τον υπουργό του μνημονίου. Παρά
τα δρακόντεια μέτρα καταστολής. Δίχως βία, με την ήρεμη δύναμη ενός αποφασισμένου
πλήθους, ενός παθιασμένου ξανά για ζωή λαού, που δε χειραγωγείται πια από τα κανάλια.
Και παρά την προσπάθεια των αυτόκλητων πρωτοποριών για επεισόδια, που θα μπορούσε
να στείλει σπίτι του ξανά τον κόσμο, απαλλάσσοντας την κυβέρνηση του Μνημονίου από
έναν ακόμα πονοκέφαλο.

Ο κόσμος στις πλατείες κερδίζει ξανά το δημόσιο χώρο. Κερδίζει ξανά την αξιοπρέπεια του,
το δικαίωμα στην ελπίδα. Δείχνει την αποστροφή του στο καταρρέον πολιτικό σύστημα,
δεν επιτρέπει την εμφάνιση κομματικών ταμπελών, γιατί σε κανένα δεν έχει εμπιστοσύνη.
Το μόνο διακριτικό που έχει γίνει δεκτό στις πλατείες είναι ο κοινός μας παρονομαστής,
το σύμβολο της εξέγερσης απέναντι στους ντόπιους και ξένους δυνάστες, η ελληνική
σημαία!

Η ιδία σημαία που σήκωναν οι αντάρτες της εθνικής αντίστασης απέναντι στους Γερμανούς,
οι φοιτητές του Πολυτεχνείου απέναντι στη χούντα και τους Αμερικανούς. Η σημαία
του λαού μας, που βγήκε από τη ναφθαλίνη της περιφρόνησης από νεοφιλελευθέρους,
παγκοσμιοποιημένους διανοούμενους και δημοσιογράφους, αντιεξουσιαστές που δεν έχουν
διαβάσει τους κλασικούς του αναρχισμού και τις θέσεις τους για την πατρίδα, κουκουλοφόρους
που αγνοούν τις προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη για τα ελληνοτουρκικά και την Κύπρο!
Γι’ αυτό και οι πλατείες δημιουργούν αμηχανία και στους μεν και στους δε. Είναι εκτός
του έλεγχου τους, ακυρώνουν την πολιτική τους, και τους υποχρεώνουν να τους λάβουν
υπόψη. Αποτελούν απειλή για την ύπαρξη τους.

Οι πλατείες αυτοοργανώνονται, δεν έχουν απαντήσεις αλλά τις διαμορφώνουν. Λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά,
σταδιακά η άρνηση που ενώνει τον κόσμο, το να φύγουν αυτοί που έφεραν τη χώρα εδώ,
γίνεται προβληματισμός για το τι πρέπει να ακολουθήσει. Δεν υπάρχουν θέσεις ακόμα,
ο προβληματισμός όμως τις κυοφορεί. Τι να κάνουμε με το ευρώ, με τη στάση πληρωμών,
με την αναδιάρθρωση; Θα κηρύξουμε ΑΟΖ; Δε φταίμε εμείς που δεν έχουμε επεξεργασμένες
θέσεις, ένας λαός δέσμιος της κομματικής εξάρτησης, της πλύσης εγκέφαλου από τα
ΜΜΕ και της ηθικής εξαχρείωσης την οποία ενέπνεε το σύστημα για να βρει συνενόχους.
Από κει πρέπει και ν’ αρχίσομε μάλλον. Να ξαναβρούμε το ήθος που χάσαμε, τις αξίες
που μας στέρησαν, την αλληλεγγύη, το σεβασμό, τον κοινοτισμό, την περηφάνια και
την αξιοπρέπεια. Μόνο τότε θα ανατρέψομε και τις καταστάσεις που μας καταδυναστεύουν,
αλλιώς θα καταντήσομε, ακόμα κι αν κερδίσομε, να τις αναπαράγομε.

ΠΗΓΗ

Το θαυμαστό τέλος του μοναχού Δομέτιου του Κωφού




Μοναχός Δομέτιος ο κουφός, Μοναστήρι Νεάμτς (+ 1905)

Έτσι ήτο γνωστός στο μοναστήρι του αυτός ο μοναχός. Είναι αλήθεια ότι δεν άκουε, αλλά ζούσε μέσα στην καρδιά του την αγάπη και την χαρά του Χριστού. Είχε έλθει στο μοναστήρι από μικρός, από το 1850. Τότε δεν είχε καταστραφή η ακοή του.

Το μοναδικό του διακόνημα [=υπηρεσία] επί 60 περίπου χρόνια ήτο η φροντίδα του για τα ζώα της Μονής. Καθημερινά μετέφερε τα περισσεύματα των τροφών και τα έδινε στα ζώα του, τα οποία υπεραγαπούσε. Έλεγε αδιάκοπα την προσευχή με τελεία σιωπή και πνευματική ευφροσύνη. Στο κελί του δεν είχε τίποτε άλλο παρά ένα ράσο, ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας, μία εικόνα της Θεοτόκου και το βιβλίο των Ψαλμών. Δεν είχε κρεβάτι, ούτε στρωσίδια, ούτε τραπέζι, ούτε σκαμνί, ούτε παξιμάδι, ούτε λουκέτο για την πόρτα.

Στα γεράματά του έχασε την ακοή του και οι πατέρες τον ονόμαζαν «Δομέτιος ο κουφός». Είχε θαυμαστό τέλος.

Ας ακούσουμε τον αείμνηστο ηγούμενο της Συχαστρίας π. Ιωαννίκιο Μορόι να μας διηγηθεί κάτι σχετικά με το τέλος του, εφ' όσον παλαιά αυτός ήτο αδελφός της μονής Νεάμτς:

-Πατέρες, ενίοτε πηγαίνω με την σκέψη μου στην μονή Νεάμτς, όπου προ ολίγων ετών έζησε ένας αξιομνημόνευτος μοναχός, ο Δομέτιος ο κουφός. Τον βλέπαμε συχνά με τα ξυλοπέδιλα κρεμασμένα στην πλάτη του για να μη τα φθείρη γρήγορα. Πήγαινε τροφή στα μοσχαράκια. Ήτο πάντοτε ειρηνικός και χαρούμενος. Αλλά οι Πατέρες της Μονής δεν τον εκτιμούσαν, αφού αυτός ζούσε πάντοτε με τα ζώα του και συχνά κοιμόταν κοντά τους! Πολλοί από τούς μοναχούς δεν τον γνώριζαν καθόλου, ούτε ήξεραν το όνομά του, αφού τότε αριθμούντο περί τούς 400.

Κάποια ήμερα του φθινοπώρου του 1905, όταν πήγαινα στην εκκλησία, διότι ήμουν τυπικάρης, άκουσα τον ιερομόναχο π. Γεννάδιο, τον εκκλησιαστικό μας, να λέγει:

-Πατέρες, ο Δομέτιος ο κουφός από τον στάβλο πέθανε. Τον βρήκαν το πρωί κάτω στο δάπεδο του κελιού του πεθαμένο. Δεν είχε τίποτε κοντά του, παρά μόνο ένα παλαιό Ωρολόγιο, ένα Ψαλτήριο και μία εικόνα της Παναγίας.

Κατόπιν ο εκκλησιαστικός, κατά την μοναχική μας τάξη, φόρεσε τον μανδύα του, πήγε και ενέδυσε το νεκρό σώμα του και το μετέφερε στον εξωνάρθηκα της κεντρικής εκκλησίας για τρεις ήμερες και μετά να γίνει η ακολουθία της κηδείας του.

Ο π. Γεννάδιος ερώτησε ποιος θ' αρχίσει να διαβάζει το Ψαλτήριο δίπλα στο σκήνωμά του, αλλά κανείς δεν προθυμοποιείτο. Έλεγαν: «Τί ευλογία θα πάρουμε από ένα τέτοιο μοναχό που κάθε ήμερα ήταν παρέα με τα ζώα και τις ακαθαρσίες τους;». Τότε ρώτησε εμένα και δέχθηκα να διαβάσω. Φόρεσα τον μανδύα μου, το κουκούλι μου, επήρα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω με δυνατή φωνή δίπλα στο φέρετρο του. Ήμουν μόνος μου και παντού υπήρχε πλήρης ησυχία. Όλοι εκοιμούντο.

Όταν διάβαζα, ώρα 10 την νύκτα, είδα ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ο π. Δομέτιος σήκωσε ψηλά έξω από το φέρετρο το δεξιό του πόδι. Εγώ εξεπλάγην. Σκέφθηκα. Τί να σημαίνει άραγε αυτό; Είπα μέσα μου ότι ο Δομέτιος απέθανε, αλλά όχι και τα καλά του έργα. Πάλι σκέφθηκα ότι βγήκε το πόδι του έξω, διότι μέσα ήτο πολύ πιεσμένο. Ήμουν κατάπληκτος και από την ακτινοβόλο μορφή του προσώπου του. Ο π. Δομέτιος πέθανε, αλλά εγώ τον έβλεπα να κοιμάται. Έκαμα το σημείο του σταυρού, σκέπασα το πρόσωπο του νεκρού με το ράσο του και κατέβασα και πάλι το πόδι του μέσα στο φέρετρο.

Συνέχισα πάλι να διαβάζω το Ψαλτήρι. Μετά από λίγη ώρα ό Γέρο-Δομέτιος, ο «βουρδουνάρης» [=γελαδάρης] της μονής Νεάμτς, σήκωσε και έβγαλε έξω το αριστερό του πόδι. Τότε πραγματικά έφριξα μ' αυτό το τερατούργημα.

Πράγματι, ο π. Δομέτιος είναι ζωντανός, είπα μέσα μου. Πλησίασα στο στόμα του να διαπιστώσω εάν αναπνέει. Τίποτε. Έπιασα τον σφυγμό του. Ο Γέροντας δεν ανέπνεε και το σώμα του ήτο κρύο!

Καθώς τον κοίταζα έκπληκτος, αμέσως βλέπω να ανοίγει το στόμα του και μέσα απ' αυτό να εξέρχεται μία ωραία ευωδία, την οποία ουδέποτε είχα αισθανθεί στην ζωή μου. Αμέσως η ευωδία αυτή σκορπίσθηκε μέσα σ' όλη την εκκλησία. γέμισε και η μεγάλη αυλή της Μονής. Τότε είπα με δάκρυα χαράς: «Ό π. Δομέτιος είναι ένας μοναχός άγιος».

Στις 11 το βράδυ, όταν κτύπησε η καμπάνα για τον Όρθρο των Πατέρων στην εκκλησία, όλοι ρωτούσαν: «Από πού έρχεται αυτή η ευωδία;». Όταν τούς είπα τί συμβαίνει, τότε μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το φέρετρό του. Λογομαχούσαν ποιος θα διάβαση τώρα το Ψαλτήρι για να πάρει ευλογία. Με δάκρυα προσηύχοντο όλοι τώρα μπροστά του και έλεγαν: «Όσιε πάτερ Δομέτιε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών». Περίπου 300 μοναχοί είχαν κατακλύσει τον χώρο και όλη την εκκλησία τριγύρω και με δάκρυα παρακαλούσαν τον Γέρο-Δομέτιο τον κουφό να προσεύχεται για την σωτηρία τους. Κανείς τώρα δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι ο Γέρο-Δομέτιος ήταν ελεεινός και ακάθαρτος, διότι περνούσε την ζωή του μαζί με τα βόδια και τα γουρούνια της Μονής τους.

Και παρέμεινε η ευωδία του αγίου λειψάνου του επί τρεις ήμερες και νύκτες, όσες έμεινε το σκήνωμα του εκεί. Μετά την τρίτη ήμερα έδωσε εντολή ο ηγούμενος της Μονής, ο επίσκοπος Νάρκισσος, να ενδυθούν όλοι οι ιερείς και διάκονοι της αδελφότητος, περί τους 80, για την κηδεία του Οσίου. Ανάμεσά τους έστάθη και ο ίδιος.

Όταν μεταφέραμε το λείψανό του προς τον τάφο, η ευωδία ξεχύθηκε και στην ατμόσφαιρα παντού. Τότε ο επίσκοπος Γέροντας μας, συγκινημένος από την μοναδική αυτή μυσταγωγία που όλοι μας ζούσαμε, είπε τα εξής αξέχαστα λόγια για τον ταπεινό αγωνιστή της αρετής, τον όσιο Δομέτιο:

-Βλέπετε, οσιότατοι Πατέρες, ποιον δόξασε ό Παντοδύναμος Θεός μας; Όχι τούς πλουσίους, όχι τούς μορφωμένους, όχι τούς ένδοξους της γης. Δόξασε αυτόν τον ταπεινό, τον πτωχό, τον υποτακτικό μέχρι θανάτου. Αυτόν που προσευχόταν ακατάπαυστα, που υπέμενε τα πάντα, που δεν ζητούσε μισθό και τιμές από τούς ανθρώπους, αλλά μόνο από τον Χριστό. Ιδού το θαύμα το οποίο σήμερα έχουμε όλοι μπροστά στα μάτια μας! Ιδού τι πνευματική ευωδία εξήλθε από το στόμα του πατρός μας οσίου Δομετίου! Βλέπετε τώρα ποιος εισήλθε πρώτος στον παράδεισο. Ο π. Δομέτιος που υπηρέτησε σε όλη του την ζωή τα ζώα της Μονής μας, βλέπετε τώρα ότι είναι με τούς Αγίους στον παράδεισο. Ο πτωχός Δομέτιος τώρα είναι πλούσιος.

Αυτοί που μέχρι προ ολίγου τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν, τώρα αυτοί τον τιμούν και του ασπάζονται το χέρι. Ενώ ο Όσιος αυτός προσεύχεται στον Θεό για όλους εμάς. Αυτό το ασκητικό του σώμα ανέπνεε σε όλη την ζωή του την μπόχα από τούς στάβλους των ζώων και τώρα είναι μέσα στα ευώδη περιβόλια του Παραδείσου με τούς Αγγέλους του Θεού. Τα πόδια του, που αγωνίσθηκαν να βαδίσουν την οδό της υπακοής, τώρα παραμένουν, και μετά θάνατο, ζωντανά, διότι δοξάσθηκαν από τον Θεό, ο Οποίος δοξάζει τούς υπάκουους μοναχούς...

Μετά από πολλά χρόνια, ο τάφος του οσίου Δομετίου ξεχάσθηκε. Τα λείψανα του ίσως να ευρίσκωνται στο οστεοφυλάκιο της Μονής. Όμως αυτός δεν ξεχνά ποτέ να προσεύχεται άδιακόπως στον Θεό για την Μονή μας και για όλο τον κόσμο.

Πηγή: ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ, εκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Γερόντισσα Θεονύμφη.Από τις μεγάλες πίστες στον μοναχισμό.

Ένα μικρό αφιέρωμα.



«Έχετε πολύ ωραία μάτια!», της λέω μπροστά από το μοναστήρι που δημιούργησε η ίδια πριν από 15 περίπου χρόνια. Με κοιτάει από το ιερό, χαμηλώνει ξανά το βλέμμα της και μου απαντάει μονολεκτικά: «Είχα!». Η ζωή της Γερόντισσας Θεονύμφης χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 42 της χρόνια στις πίστες μαζί με τους stars της εποχής- τότε που λεγόταν Μαίρη Αλεξοπούλου- και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι, λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου- αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.
«Μεγάλωσα στο Περιστέρι. Ήμασταν 6 παιδιά στην οικογένεια, εγώ ήμουνα η μεγαλύτερη. Η μητέρα μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια πολύ μεγάλων μουσικών, όλοι είχαν πολύ ωραίες φωνές, εκείνη έπαιζε μαντολίνο και, όπως καταλαβαίνετε, είχα ποτιστεί από μικρή με το τραγούδι. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του Θεού, κάθε Κυριακή ήταν απαραίτητο να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε. Εκείνος ήταν επίτροπος στην Μητρόπολη Περιστερίου, έκανε κήρυγμα στο σπίτι μας μία φορά την εβδομάδα, εμείς πηγαίναμε στο κατηχητικό. Δεν γινόταν διαφορετικά. Ο πατέρας μου είχε τέτοια πίστη που, όταν μας μιλούσε για το Θεό, τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Αυτά τα δάκρυά του, φυτεύτηκαν από τότε στην καρδιά μου, είναι το ωραιότερο λουλούδι του κόσμου. Δεν ήμουνα κοινωνικό παιδί, ήμουνα περισσότερο μοναχική. Έρχονταν οι συγγενείς μας και μου έλεγε η μαμά μου “έλα να χαιρετήσεις τη θεία σου” και της απαντούσα “άσε με μόνη μου, καλέ μαμά”, δεν ήθελα. Τους αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά επιθυμούσα να είμαι μόνη, είχα μία φυσική συστολή. Παιχνίδια έπαιζα μαζί με τα αδέλφια μου, κυρίως αγορίστικα. Ήμουνα καλή μαθήτρια στο σχολείο, άριστη στα θρησκευτικά. Όταν ήμουν 10 χρόνων ήθελα να γίνω χορεύτρια, μου άρεσε πολύ ο χορός, είχα φυσικές κινήσεις. Από όλα χόρευα, πιο πολύ όμως μου άρεσε το κλασσικό μπαλέτο. Θυμάμαι που έβαζα και άκουγα γλυκές μελωδίες και εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου στον ουρανό να χορεύω πλάι στο Θεό, με λευκά ρούχα. Όραμα ήταν. Μέσα μου είχα πάντα ένα παιδάκι και ελπίζω αυτό ακόμη να ζει».
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή, αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στην “Χωριάτικη Ταβέρνα” στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Όλες οι κυρίες εκεί μου έδειχναν πολύ μεγάλη αγάπη, ήμουνα “το μικρό” τους, μου είχαν φτιάξει μάλιστα ένα ωραίο φουστάνι με ταφτά, με φιόγκο και τριαντάφυλλο. Αυτό ήταν το πρώτο ρούχο που είχα βάλει ως τραγουδίστρια, το θυμάμαι μέχρι σήμερα. Ήμουνα ωραίο κοριτσάκι, πολύ αθώα, δεν είχα βγει ακόμη στη ζωή. Μετά ξεκίνησα να τραγουδάω στην “Νεράιδα της Αθήνας” στην Κυψέλη. Τότε έλεγα τραγούδια της Βουγιουκλάκη και, σιγά σιγά, εξελίχθηκα. Όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια εμφάνιση μου εκεί, γνωρίστηκα με τον Κλάβα τον μαέστρο. Από εκεί ξεκίνησε η συνεργασία μας, εκείνος έγραψε τον πρώτο μου δίσκο το 1966. Ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε πειστεί, το πήρε απόφαση ότι εγώ θα γίνω τραγουδίστρια. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το “πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Μετά πήγα στην Ισπανία, σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ, διακρίθηκα ξανά και αργότερα ξαναπήρα πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει εδώ στην Αθήνα με τον Οικονομίδη. Εντωμεταξύ συνέχιζα να τραγουδώ στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζω δίσκους. Δούλεψα στην Παλιά Αθήνα, στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Δειλινά, στα Αστέρια, με τον Πουλόπουλο, τον Βογιατζή, τον Φίλιππο Νικολάου, το Ρόμπερτ Ουίλιαμς, τη Μπέσυ Αργυράκη, τον Μεταξόπουλο, πολλούς, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Τα έχω και λίγο αποβάλει από τη μνήμη μου. Εγώ έκανα τη δουλειά μου, έφευγα από το μαγαζί, μου άρεσε η ησυχία, δεν κάπνιζα, δεν έπινα , δεν έπαιζα χαρτιά. Πήγαινα από τις 10 το βράδυ και κοιμόμουνα το πρωί. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου όμως υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρόλα αυτά εγώ, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα, τα αφιέρωνα στο Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μία μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό. Πηγαίναμε παρέα στα μαγαζιά, δούλευε μαζί μου, ήταν πολύ εργατική όπως ήμουνα κι εγώ. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί, έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Το είχαν μάθει όλοι, αλλά σ εμένα δεν έλεγαν τίποτα. Τότε πήρε ένας γνωστός μας τηλέφωνο και μου είπε “δεν έχει έρθει η κόρη σας να ανοίξει το μαγαζί. Συμβαίνει κάτι;”. Το αίμα μου πάγωσε. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία, “σας παρακαλώ”, τους είχα πει, “τι έχει συμβεί με αυτό το όνομα;”. Και γυρίζει και μου λέει η κοπέλα στο τηλέφωνο “η κόρη σας κυρία μου, είναι νεκρή”. Έτσι ψυχρά. Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα μπροστά μου, ανέβηκα στον καναπέ και πήδαγα μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκα στη βεράντα μας και, από ένα σύννεφο, ξεκίνησαν να πέφτουν σταγόνες. Χοντρές, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και εκείνη την ώρα γυρνάω στο Θεό και του λέω “Θεέ μου, κλαις κι εσύ μαζί μου;”. Σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν να έρχονται στο σπίτι μας δημοσιογράφοι, εμένα μου έδωσαν χάπια για να ηρεμήσω, έκρυψαν όλες τις εφημερίδες για να μην βλέπω το πρόσωπο του παιδιού. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα».
ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Ο Θεός με βοήθησε σιγά σιγά να αναρρώσω. Πήγαμε με τον άντρα μου στο εξωτερικό για να ηρεμήσω. Στο σώμα μου είχε μείνει μόνο η πέτσα και το κόκαλο. Θυμάμαι που, τον πρώτο καιρό, έμπαινα στο δωμάτιο της δεύτερης μου κόρης και την έβλεπα συνέχεια κλαμένη, εκείνη δεν το άντεχε. Αλλά εγώ μπροστά της, ήμουνα βράχος, δυνατή. Η ψυχή μου το ήξερε πώς ήμουνα όταν έμενα μόνη μου. Προσπάθησα να ξαναβγώ και να τραγουδήσω, διότι έπρεπε να δουλέψω, είχα πάει στα Αστέρια, αλλά εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σ αυτό. Το συζήτησα και με τον άντρα μου, του είπα ότι δεν μπορώ άλλο, ότι θέλω να είμαι μόνη μου και χωρίσαμε. Με κατάλαβε. Καλός άνθρωπος, ωραίος άνθρωπος. Δεν έχουμε επαφές σήμερα, αλλά συνεχίζω να τον αγαπάω σαν αδελφό μου. Έμεινα με την κόρη μου. Δεν ήθελα να βλέπω τίποτα, δεν ήθελα να ακούω τίποτα, δεν με ενδιέφερε τίποτα. Πήγαινα συνέχεια στην εκκλησία, σε αγρυπνίες, εκεί αισθανόμουνα ανακούφιση, ένιωθα ότι αγαλλίαζε η ψυχή μου. Το 1986 αποφάσισα να πάω σε έναν γέροντα και να γίνω μοναχή. Κανένας δεν με επηρέασε, μόνη μου πήρα την απόφαση.Συγχωρέστε με, αλλά δεν μπορώ να σας πω πως ακριβώς συνέβη. Αυτό είναι μεταξύ εμένα και του Θεού. Στην αρχή έγινα ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια έγινα μεγαλόσχημη και μετά έγινε η ηγουμενική μου ενθρόνιση με μήνυμα που είχε έρθει από το Άγιον Όρος, δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, δεν θέλησα ποτέ να μάθω. Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριο μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε που βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει, να είσαι βέβαιος παιδί μου ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές- δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο.
Ξυπνάω κάθε μέρα στις 4:30, μόλις χαράξει βγαίνω έξω, κάνω προσευχή, μιλώ με το Θεό, γράφω άσματα, προσευχές, εργάζομαι στο μοναστήρι όλη τη μέρα. Το βράδυ κοιμάμαι τρεις ώρες, αλλά μου είναι αρκετές. Δεν βγαίνω από δω, εκτός αν πρέπει να πάω σε κάποια προσκυνήματα, δεν βλέπω τηλεόραση, με ενημερώνουν οι πιστοί που έρχονται εδώ τις Κυριακές για να προσκυνήσουν. Καμιά φορά ξεχνάω να φάω, αλλά δεν με πειράζει καθόλου. Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένη, η ψυχή μου είναι ήρεμη. Παλιά φοβόμουνα πολύ το θάνατο, τώρα δεν τον φοβάμαι, παρακαλάω μόνο το Θεό να είμαι έτοιμη όταν θα με πάρει. Εδώ, μέσα στο μοναστήρι, έχω φτιάξει και το μνήμα μου. Στο μοναστήρι έχουμε απ όλα, τίποτα δεν μας λείπει, ο Θεός έχει φροντίσει για μας. Ο κόσμος με αγαπάει πάρα πολύ, καμιά φορά- στα καλά καθούμενα- έχω πειρασμούς, αλλά προσπαθώ να τους αποβάλλω. Κάτι που θα σκεφτώ, για παράδειγμα, ή μία φήμη που δεν υφίσταται. Όταν έχασα την κόρη μου στενοχωριόμουνα, αλλά τώρα λέω “αφού το επέτρεψε ο Θεός …;”, ξέρω ότι είναι πολύ καλά εκεί που βρίσκεται. Έχω και δύο εγγόνια από την άλλη μου κόρη, τον Παναγιώτη- Νικόλα και τη Μαριτίνα- τα αγαπώ πολύ αυτά τα παιδιά. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όσα έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά ο Θεός με προόριζε για αυτό. Μακάρι να γινόμουνα μοναχή πιο νωρίς, αλλά τότε το θέλησε ο Κύριος να συμβεί. Παλιά έλεγαν για τα χέρια μου ότι είναι κρινοδάχτυλα, τώρα από τη δουλειά έχουν γίνει σαν πέτρα. Δεν με πειράζει, αφού τα ποτίζει ο Θεός με αγάπη. Κι άλλη ζωή να είχα, πάλι μοναχή θα γινόμουνα».
Μαίρη Αλεξοπούλου: Η τραγουδίστρια που έγινε μοναχή

Η ιστορία της Μαίρης Αλεξοπούλου, επιτυχημένης τραγουδίστριας στην δεκαετία του ’60 που σήμερα ζει ως γερόντισσα Θεονύμφη, χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε εκείνη που τραγουδούσε μέχρι τα 43 της χρόνια στις πίστες και σε αυτήν που ζει σήμερα ανάμεσα στους πιστούς της σε μοναστήρι λίγο έξω από την Αθήνα. Ως δούλη πια του Κυρίου – Αυτόν που επέλεξε να υπηρετήσει για πάντα.
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΑΣ
«Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε με τίποτα να ασχοληθώ με το χορό. Ούτε με το τραγούδι. Τον έπεισαν τελικά κάτι φίλοι του παππού μου, κάτι μουσικοί. Του έλεγαν “Γιατί την αδικείτε τη Μαίρη; Έχει τόσο ωραία φωνή! Αφήστε την να εξελιχθεί με το τραγούδι”. Τελικά κάποιος από αυτούς, ο οποίος έπαιζε σε μία ορχήστρα στη Χωριάτικη Ταβέρνα στην Εκάλη, του υποσχέθηκε ότι θα με παίρνει αυτός εκεί να τραγουδάω και θα με φέρνει πίσω στο σπίτι το βράδυ. Ο πατέρας μου του είχε εμπιστοσύνη και κάπως έτσι ξεκίνησα. Μετά τον πρώτο μου δίσκο, πήγα και τραγούδησα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είπα ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Δενάρδου, το “Πανηγύρι”. Εκεί βραβεύτηκα, πήρα το πρώτο βραβείο. Ξεκίνησα μάλιστα να βγάζω και καλό νυχτοκάματο. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο να πηγαίνω στην εκκλησία, παρόλο που εγώ αλλιώς τα είχα μάθει από την οικογένειά μου. Μέσα μου, όμως, υπήρχε ένας μεγάλος καημός. Τότε είχα κάνει επιτυχία και ένα τραγούδι του Κατσαρού στο φεστιβάλ της Μάλτας, με το οποίο πήραμε ξανά το πρώτο βραβείο, ήταν μία περίοδος που ακούγονταν πολύ τα τραγούδια που έλεγα, που με ήξεραν όλοι οι άνθρωποι του χώρου. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα ερωτικά μου τραγούδια που έλεγα στην πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό, προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάω στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
«Στο μεταξύ παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά, δύο κοριτσάκια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία μου. Ο άντρας μου δεν ήθελε πλέον να εργάζομαι στα νυχτερινά μαγαζιά και με σταμάτησε. Ήταν η εποχή που είχα τραγουδήσει την “Μπάμπολα”, το οποίο τραγουδούσε όλος ο κόσμος και ακουγόταν συνέχεια στο ραδιόφωνο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, κάτι δεν είχε πάει καλά με τις δουλειές του συζύγου μου και έπρεπε να ξαναβγώ στη δουλειά. Ήταν οδυνηρό αυτό για μένα, είχα χάσει τη ροή. Παράλληλα, με τα χρήματα που είχα βγάλει από το τραγούδι, είχα ξεκινήσει να φτιάχνω μαγαζιά με υγιεινές τροφές, ήθελα να φτιάξω μια μεγάλη αλυσίδα. Το 1984 η Κωνσταντίνα μου ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο εξωτερικό. Ένα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι μας για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς. Στη στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με κάποιο φορτηγό. Ήταν ακαριαίο. Τότε κατάλαβα ότι όλα είναι μάταια. Τίποτα δεν είμαστε.Μόνο χώμα».

ΟΤΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΕΓΙΝΕ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΘΕΟΝΥΜΦΗ
«Το 1992 δημιούργησα το ησυχαστήριό μου. Εδώ έρχεται κόσμος από όλο τον κόσμο, Έλληνες από το εξωτερικό και την Κύπρο, γίνονται θαύματα με παιδάκια που έχουν προβλήματα, η Παναγία η Θεονύμφη βρίσκεται παντού και τα φυλάει. Δεν θα ήθελα να γράψετε πού βρίσκεται ακριβώς το μοναστήρι, γιατί δεν ανοίγω πλέον σε κανένα, μόνο τις Κυριακές. Αυτός που θα θελήσει μέσα από την ψυχή του να με συναντήσει και να έρθει εδώ να προσκυνήσει να είσαι βέβαιος, παιδί μου, ότι θα με βρει. Εδώ μένουν και όσες μοναχές -δόκιμες ή όχι- το θελήσουν, το μισό μοναστήρι είναι άβατο»
ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ.Το Περιβόλι της Παναγίας
Μερικές παλιές στιγμές

Αγάπη και πέρα από τον θάνατο.

Πηγαίνω σ’ ένα ανώτερο Πνευματικό Ίδρυμα να χαιρετίσω το φίλο μουΧ…Είναι ένας χαρωπός ασπρομάλλης, κι’ αξιοσέβαστος κύριος που φθάνει πιά στα 70 χρόνια.
-«Καλά που ήλθες μου λέγει γιατί το απόγευμα φεύγω γιατην νήσο Κ… πάω να κάμω το ετήσιο μνημόσυνο της γυναίκας μου».

Ο εκλεκτός άνθρωπος μου είχε μιλήσει άλλη φορά για την εξαίρετη σύντροφο της ζωής του που, αφ’ ότου την πήρε, ήταν σχεδόν άρρωστη πάντα και τουπέθανε ενωρίς και χωρίς να του αφήση παιδιά. Πάνε πολλά χρόνια από τότε.Κι’ όμως μένει πιστός στη μνήμη και την αγάπη της. Μερικές μέρες από τιςδιακοπές του τις περνά στο Κολλέγιο που πέρασε μαθήτρια η γυναίκα του καικάθε χρόνο στο μήνα που πέθανε παίρνει άδεια από την υπηρεσία του καιταξιδεύει μακρυά για να πάη να κάμη μνημόσυνο και να σκορπίση λουλούδιαστον τάφο της.
Σ’ ένα Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο που βρισκόμουνα κάποτε,πήγαινασυχνά τα βράδυα να συντροφεύσω ένα ηλικιωμένο καθηγητή.Καθόταν στο σπουδαστήριό του και πάνω στο τραπέζι του γραφείου του, ανάμεσα σε όγκους βιβλίων, ξεχώριζε η φωτογραφία της πεθαμένης του γυναίκας. Ζούσε μοναχικός, δεν είχε ούτε παιδιά ούτε άλλους συγγενείς κι’ ετοίμαζε σχεδόν μονάχος το φαγητό του…
-«Δεν είμαι μονάχος, εδώ που κάθομαι και μελετώ. Δίπλα μου στέκει καιη γυναίκα μου, η αγαπημένη κι αγνή ψυχή της» μούλεγε συχνά πάνω στησυζήτησή μας, και αναλυόταν σε δάκρυα.Ο σοφός Σολομών είπε πως
«η αληθινή αγάπη είναι δυνατή σαν τοθάνατο». Μα ο Σολομών έζησε πριν από το Χριστό και δεν ήξερε πως οΧριστός κατήργησε το θάνατο και μας έδωσε το δικαίωμα να ζούμε και να αγαπούμε και πέρα από τον θάνατο ακόμη. Έτσι βλέπει κανείς αυτό το σχεδόν απίστευτο μα και υπέροχο φαινόμενον’ αγαπούμε κείνους π’ αγαπήσαμε αληθινά στη ζωή και πέρα από το θάνατο τους.
Όμορφες και δυνατές καρδιές δίνουν συχνά τον όρκο της αληθινήςαγάπης που δεν τον σβύνει ούτε ο θάνατος ακόμη. Κι’ είναι στ’ αλήθεια να θαυμάζη κανείς αυτό τον ηρωϊσμό κι’ αυτή τηνευγένεια της ανθρώπινης καρδιάς.Εδώ μια κοπέλλα τάζει την καρδιά της σ’ έναν νέο που τον παίρνει ξαφνικά ο θάνατος, μα κείνη μένει πιστή στον όρκο της και δεν ζητά άλλοδεσμό στη ζωή της.Εκεί μια νιόπαντρη γυναίκα χηρεύει από νωρίς, ντύνει τη νιότη της σταμαύρα ρούχα και μένει πιστή και αφοσιωμένηστη μνήμη εκείνου πουαγάπησε και στα παιδιά του.Κι’ αλλού ένας σοφός κι’ ανώτερος απόαδυναμίες και αισθηματικότητες άνδρας μαγειρεύει, μελετά και γράφει με μόνησυντροφιά τη φωτογραφία της πεθαμένης αγαπημένης του γυναίκας.
Μα κι’ αν αυτά δεν είναι γενικός κανόνας, είναι όμως μια εξαίρεση ήπολλές μαζί εξαιρέσεις, που τιμούν τον άνθρωπο και τον υψώνουν μέσα στον υλικό κόσμο που ζη, μέσα στην ίδια τη συνείδησή του. Και είναι ακόμη μια εξαίρεση που μας κάνει να ελπίζωμε και ναπεριμένωμε πολλά από τονάνθρωπο.Και θέλω να πω ακόμη πως αυτές τις ηρωϊκές και ιδανικές μορφές τηςπιστής αγάπης μπορούμε να τις δώσωμε γι’ απάντηση σε κείνες τις άλλες, τις αχαμνές και προδομένες αγάπες τωνμικρών και τιποτένιων καρδιών. Κι’ακόμη μπορούμε να τις μαζέψωμε αυτές τις όμορφες και ανώτερες αγάπες της ανθρώπινης καρδιάς, να τις περάσωμε στα βιβλία μας, στα θέατρα και στα τραγούδια μας γιανα τις δώσωμε μνημείο και έξοχο μαρτύριο στις καρδιέςτων εκλεκτών και των ηρωϊκών εφήβωνκάθε γενεάς στηνανθρωπότητα. Αγάπη ως την άκρη της ζωής κι’ αγάπη πέρα από τη ζωή και πέρα απότον θάνατο.
Αγάπη μέσα στην ευτυχία της ζωής και μέσα στην δυστυχία της.
Αγάπη των λησμονημένων, αγάπη των ξενητεμένων κι’ αγάπη των νεκρών. Αγάπη που δεν μιλείς σε ζωντανούς και δεν φανερώνεις την ύπαρξή σουσε ξένα κι’ αδιάντροπα βλέμματα, αγάπη που μένεις κρυμμένη βαθειά στηστάχτη της καρδιάς που άναψες μια φορά και της δίνεις ακόμη τη θέρμη και τοφως να ζη και μέσα στην ερημιά της έντιμης χηρείας και της μοναξιάς.
Ο πρ. Κισάμου και Σελίνου
Ειρηναίος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεύχος Αυγούστου-ΣεπτεμβρίουΑριθμ. Τεύχους 110-111

Ο απολυμένος και η βοήθεια της Παναγίας της Τήνου

Ευλογημένο μουΤο θαύμα, ως αποκάλυψη του Φωτός του Θεού, στη μυστική και προσωπική ζωή εκάστου ανθρώπου, συμβαίνει συνεχώς και αδιάλειπτα.Ακόμα και η ελαφριά -στον αέρα κίνηση- μιας άδειας, γαλάζιας, νάϋλον σακκούλας
( θυμάσαι την ταινία με τον Κέβιν Μπέϊκον) μπορεί στα μάτια της ευαίσθητης ψυχής, να φανερώσει την παρουσία της Χάριτος και να δημιουργήσει συγκίνηση, αγάπη και ελπίδα.
Ο καθένας, βιώνει στον μυστικό του βίο, μικρά και μεγάλα, φανερά και αόρατα θαύματα.
Μπορεί κάποιος τρίτος, ακούγοντάς τα, αδιάφορα, με ψύχρα ψυχής , να προσπεράσει.
Ο ίδιος, όμως, ο αποδέκτης του δώρου, εσωτερικά αλλοιώνεται με την καλή την αλλοίωση και προχωράει στον προσωπικό του ανήφορο(γολγοθά κάποιες δύσκολες ώρες)με ουράνιο κουράγιο.
Και απορούνε οι άπιστοι ή ολιγόπιστοι άλλοι, και μουρμουράνε ενοχλημένοι: “σύμπτωση!”
-” Το μυαλό τους και μια λίρα το πουλάνε στη Βαλύρα” που θα μου πούνε εμένα ότι είναι “σύμπτωση”!
-Ψυχραιμία!
Επειδή, λοιπόν, στενοχωρήθηκες για τον ξάδερφο που απολύθηκε, θα σου αφηγηθώ ένα μικρό αληθινότατον σκηνικό που άκουσα τις προάλλες, επειδή νομίζω, ότι εσύ ειδικά, το μήνυμα θα το νιώσεις, και θα δυναμώσεις την ελπίδα της προσευχής σου.
Στο ξαναλέω με την καρδιά μου:
-Ναι, είναι χάλια χαλίων η κατάσταση αυτή τη στιγμή, όχι μονάχα στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια, όμως:
ρνούμαι, να διαβάζω και να ακούω συνέχεια, σπαστικά, τα ανάποδα.
-Υπάρχει και Θεός, τελεία και παύλα!
Υπάρχει Θεός που ακούει και παρεμβαίνει με μυστήριους και απίστευτους τρόπους, αρκεί ο άνθρωπος δια Πίστεως, να Του εμπιστεύεται με την αθωότητα μικρού παιδιού, το χεράκι του.


-Αμάν μωρή Σαλογραία, έλεοςςς! Άρχισες πάλι τα κηρύγματα;
Δε με παρατάς, λέω εγώ, στη ζαλάδα μου!
Έχω καταπικραθεί τούτες τις μέρες, άσε με.
Ούτε γαλακτομπούρικο δε θέλω να φάω!
-Ούτε γαλακτομπούρικο;
Ε τότε, πράγματι, ζόρισε η κατάσταση!
Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, για να σου γίνω τσιμπούρι.
Δεν επιτρέπεται να σε παρατήσω.
Nαι, ναι!
Μου αρέσει να γίνομαι τσιμπούρι ιλαρό, άγγελέ μου.
( Όλα κι όλα! δεν θα σου γίνονται τσιμπούρια μόνο οι υποβολιμαίες εκ του Εξαποδού σκέψεις απελπισίας, που σε παρακινούν ενδόμυχα, να πας και να κρεμαστείς, όπως έλεγες -χαρούμενα δήθεν- τις προάλλες.Θα σου γίνονται, θες δε θες, τσιμπούρια και οι λογισμοί της ελπίδας, αστέρι μου…)
Επιμένω και θέλω να το πιστέψεις:
Τα πράγματα, δεν είναι μόνο μαύρα-άσπρα- για Όνομα!
Ενυπάρχουν εντός τους, ακαταμέτρητες αποχρώσεις χρωμάτων.
Υπάρχει Θεός, η Παναγία είναι ολοζώντανη, και ο ελπίζων στη δύναμή Τους, ου καταισχυνθήσεται στον αιώνα, μας τονίζει το Πνεύμα το Άγιο, το Πνεύμα της Αληθείας.
Ας μπω, όμως, στο θέμα, να μη σε καθυστερώ, δεν είναι και μεγάλη η ιστορία, αξίζει να την ακούσεις, στις μικρές λεπτομέρειες, έτσι, ως αντίδοτο στη μαύρη μουρμούρα του διαβόλου, που λυσσάει, επιθυμώντας, την κάθε ψυχή να την τρομάξει, να την απελπίσει, να την βυθίσει στην απόγνωση, μέχρι τον τέλειο αφανισμό της.
Τα γεγονότα τα έμαθα απ’ τον εντιμότατο φίλο Αντώνη Κ. -πρωτοετή φοιτητή Φυσικό, τώρα στα Γιάννενα
Αφορούσαν, έναν κολλητό του Αντώνη, τον εικοσιεπτάχρονο Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, λεβέντης, φιλότιμος και εργατικός.
Παρόλα αυτά μια ωραία πρωία, όπως γίνεται όλο και πιο συχνά τελευταία, ο εργοδότης, τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!
Ο Αλέξανδρος με τα παπούτσια στο χέρι, παρότι από κάτι κάλους ανακουφίστηκε σφόδρα
(ουδέν κακόν αμιγές καλού, πάντα θα ισχύει)
μίσησε τόσο την κοινωνία την άδικη, που του προέκυψε αυτοκαταστροφική διάθεση
(είναι τόσο εύκολο) κάπου σκουντούφλησε και, από τη μεγάλη σκασίλα, πέφτοντας, έσπασε το ένα του πόδιιι!
-Φτού να πάρει!
Δεν του έφτανε το ένα κακό-της απόλυσης- τον βρήκε και δεύτερο-αυτό του κατάγματος.
Άντε αγχωμένες τρεχάλες στα κατεπείγοντα.
Νοσοκομεία, γιατροί, νοσοκόμες, ακινησία, πόνος!
Τον γυψώσανε.
Πήρε και πατερίτσες.
Δεν του έφτανε του Αλέξανδρου η απόλυση, δεν του έφτανε το κάταγμα- τα χάλασε και με την κοπελιά με την οποία πλέκαν μαζί, για κάμποσο διάστημα, το πράσινο πουλόβερ μιας σχέσης.
Ένιωθε άξιος μόνο για μούτζες και τύφλες.
Η ζωή, ξαφνικά, φαινόταν μια σκύλα κατάμαυρη που τον γάβγιζε κακιασμένα, ασταμάτητα.
Το μέλλον τοίχος σκληρός, αδιαπέραστος, δίχως ευλογίας αχτίδα.
Ο Αλέξανδρος, έχασε δουλειά, κορίτσι πλέον δεν είχε, το πόδι του ρηγματώθηκε, πλην όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.
“Πιστεύω τω φίλω. Τον πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις”.
-Θυμάσαι, περιστεράκι μου, τα έγραφε ο μακαρίτης ο Ζούκης.
-Τα νεύρα μου! Προχώρα, μανδάμ, πού τον ξεθάψαμε πάλι το φιλόλογο Ζούκη; στο παρασύνθημα! βιάζομαι!
-Μη μου αγριεύεις εμένααα! Θα σηκωθώ και θα φύγωωω!
Αν ξαναμουρμουρίσεις, ανυπόμονα, σύξυλο θα σ’αφήσω και θα τρέξω να μαζέψω λαψάνες.
(Όχι. Δεν θα σου πω τι είναι οι λαψάνες. Να μάθεις. Θα σου χρειαστούνε – μέρες που έρχονται!)
Τέλος πάντων, ψυχραιμίααα! ας ξαναπιάσω το νήμα μας.
-Ας πιώ και μια γουλιά τσάι, χι χι … it’s time for five o’ clock tea, darling!
Χρειάζεται σασπένς η αφήγηση, ας είναι και λίγη.
Έλεγα, λοιπόν, ότι πράγματι μεγάαααλος θησαυρός ο πιστός φίλος
( παρακαλώ όποιος απέκτησε έστω και έναν πιστό φίλο, έστω και ηλεκτρονικό, να μηννν τον θεωρεί αυτονόητο ή δεδομένο και να ευχαριστεί για κείνον, τον Κύριο, στουμπώντας το κεφάλι του, σε στρωτές, εδαφιαίες μετάνοιες- μέρα και νύχτα!).
Αν χαθεί ένας πιστός φίλος, δύσκολα, πολύ δύσκολα ξαναβρίσκεται, νεαντερταλονικολάκη μου.
………………………………………………………………………….
Τον εμψύχωνε, λοιπόν και εν Κυρίω, ο καλός ο Αντώνης.
Τον παρότρυνε:
-Ρε συ Αλέξανδρε, δεν έχεις που δεν έχεις δουλειά- μην κάθεσαι κι αναστενάζεις ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο…
-Moove! Κουνήσου!
Ξεκίνα, να ζητήσεις βοήθεια, είναι τόσο σημαντικό να ζητάμε βοήθεια, το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
“Αιτειτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται, ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται”
ξεκίνα- να μια ιδέα τώρα- ξεκίνα να πας στην Παναγία της Τήνου, να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια λύση στο πρόβλημα.
-Η Παναγία ακούει!
Τόσο εκατομμύρια πιστούς ανά τούς αιώνες έχει βοηθήσει…
Μάνα είναι η Παναγιά- αδέρφια οι άγιοι.
Αυτούς έχουμε οικογένεια.
Μας προτρέπουν, επιθυμούν διακαώς, να τους ζητάμε βοήθεια.
Ζητώντας βοήθεια, λαβαίνοντας χάρη,
θερμαίνεται μεταξύ μας ο σύνδεσμος της αγάπης.


Όταν “αγκαλιάζουμε” με την προσευχητική σκέψη τους άγιους, “κολλάμε” και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.
Καταλαβαίνει η Παναγία κι από άνεργα παιδιά, ρε φίλε, καταλαβαίνει!
(Δεν έκανε και καμιά γιάπικη καριέρα εξάλλου ο λατρεμένος Της γιος.
Απλός ξυλουργός ήταν που τα παράτησε κιόλας – και για ένσημα του ΙΚΑ ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).
-Ζήτα, λοιπόν, δική Της επέμβαση!
(Συνελόντ’ειπείν, “του έφαγε τα τζιέρια” στο “μπούρου μπούρου” ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το “λάδι” του έβγαλε!).
-Να πάω στην Τήνο; παραδόθηκε ξεπνοημένα ο
Αλέξανδρος .
Με σπασμένο το πόδι; με γύψο; και πατερίτσα και μόνος μου;
Μα πόσο ήρωας θέλεις να γίνω;
Ξέρεις τι απόσταση είναι από την Πάτρα, η Τήνος, ρέ Άντονυ;
Και από μακριά η Μεγάλη Δέσποινα, δεν μας ακούει;
Είναι ανάγκη να πάω να βασανιστώ- ο καραβοτσακισμένος- μέσα και σ’άλλα καράβια;
-Μάλιστα. Είναι ανάγκη!
Η Παναγία θα σε βοηθήσει, αν προσφέρεις και συ μια θυσία, επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα, γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας στις οικοδομές – με τα ζόρια στα σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.
Επέμενε τόσο, που ο Αλέξανδρος το πήρε απόφαση
(γι αυτό σου λέω:καμιά φορά, ευλογημένα και τα “τσιμπούρια”…)
Ξεκίνησε για Πειραιά, έβγαλε εισιτήριο με το καράβι για Τήνο.
Ταξίδευε “σέρνοντας την πληγωμένη περηφάνεια του σαν ματωμένο άλογο”, που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σέρνοντας το γυψωμένο το πόδι, με πατερίτσες, μονάχος.
Ήταν καλοκαιράκι.
Βρήκε κάπου μια θέση.
Άπλωσε το χτυπημένο του πόδι, κάπως να χαλαρώσει.
Το καράβι ανοίχτηκε στο Αιγαίο.
Γαλάζιος ουρανός, γαλάζια θάλασσα και μια ελπίδα αδιόρατη -μικρή σαν αποπροσανατολισμένη και χαμένη μαρίδα- ίσα που φαίνονταν κάτω απ’ το βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο κύμα της συνείδησης, το πελαγίσιο.
Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν και πάλευε να γιατρέψει, την τυφλή, κωφάλαλη απιστία του.
Κάπου ανάμεσα στις μπερδεμένες του σκέψεις, φώναζε νοερά και κάποιο:
“Παναγία μου βόηθα με”.
Τον άκουγε η Κυρά η Μεγάλη; Δεν τον άκουγε; πολύ θα επιθυμούσε να ξέρει…
Την ώρα αυτή της βαρύθυμης ενατένισης των πραγμάτων, βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
Κρατούσε σκουρόχρωμο χαρτοφύλακα στο ένα του χέρι.
Στο άλλο χέρι βάσταγε έναν καφέ, σε πλαστικό ποτηράκι.
Καθώς πλησίασε τον Αλέξανδρο- δεν ξέρω πώς και τι ακριβώς – ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του, περίλουσε τού Αλέξανδρου το ταξιδιωτικό παντελόνι.
-Ω ! χίλια συγνώμη, αναφώνησε κοκκινίζοντας ο κουστουμάτος.
Σας λέρωσα!
-Δεν πειράζει δεν πειράζει, απάντησε εξουθενωμένα ο νέος.
(Τι χειρότερο θα μπορούσε να πάθει; ούτε να θυμώσει δεν είχε κουράγιο, εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος; δεν υπήρχε περίπτωση. )
Εντάξει. Χαμογέλασε βεβιασμένα.
Ο άνθρωπος με τον καφέ, αμήχανος για την αδεξιότητα, και αφού ξαναζήτησε “χίλια συγνώμη”, κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.
Μετά από ώρες ταξίδι , το καράβι έδεσε στου ευλογημένου νησιού, το λιμάνι.
Ο Αλέξανδρος με τις πατερίτσες, αγκομαχώντας, σέρνοντας το μπανταρισμένο το πόδι του, έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου, άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της, Της κατάθεσε για λίγο, και επισήμως, τον πόνο του.
Αν γινόταν ας τον βοηθούσε.Τόσους και τόσους στο διάβα των αιώνων είχε βοηθήσει.
Γιατί όχι και κείνον, Κυρία μου;
Αφού άναψε το κερί, ξανακατέβηκε, πήρε το καράβι για Πειραιά…
Πάνω στο πλοίο της επιστροφής-τι σύμπτωση- βρισκόταν και ο ίδιος άνθρωπος που τον λέρωσε με τον καφέ του, την προηγούμενη μέρα.
Ε! καθώς διασταυρώθηκαν οι ματιές , χαμογέλασαν, χαιρετήθηκαν, και μια και η ζημιά με τον καφέ είχε γίνει αφορμή γνωριμίας, κάθισαν δίπλα και σιγά σιγά άρχισαν τη συζήτηση.
Κουβέντα στην κουβέντα, ο Αλέξανδρος τον πόνο του, τον ξεδίπλωσε
.
-Δουλεύεις νεαρέ; ρώτησε το κοστούμι.
-Όχι. Απολύθηκα. Ψάχνω.
-Τι ξέρεις να κάνεις;
-Αυτό και κείνο και το άλλο και το παράλλο.
-Α ωραία! αναφώνησε το κοστούμι.
-Λοιπόν,νεαρέ, εγώ δούλευα στην τάδε επιχείρηση.
Τώρα όμως φεύγω και πηγαίνω σε ένα άλλο πόστο καλύτερο.
Σε συμπάθησα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε συμπάθησα.
-Θες να σε συστήσω να έρθεις στη θέση μου;
-Αν θέλωωω! χαρά μεγάλη άστραψε στην καρδιά του Αλέξανδρου.
Την ευκαιρία της δουλειάς, στον αέρα την άρπαξε.
Δε στάθηκε να την κοιτάξει όπως μερικοί κοιτάγαν το γαιδούρι στα δόντια.
Ξεκίνησε και ας είχε πονεμένο ακόμη το πόδι.
Το πόδι γιατρεύτηκε.
Και για να μη στα πολυλογώ, περιστεράκι μου, ο Αλέξανδρος βρήκε όχι μόνο δουλειά, αλλά στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.
Μεταξύ μας:ξέρεις πώς γίνονται αυτά:
Ο έρωτας -λέει- ξεκινάει ή από θαυμασμό ή από οίκτο.
Ε! τον είδε η άλλη με την πατερίτσα, τής ξύπνησε μέσα της η αδερφή του ελέους….
( ήταν και πιστή στο Θεό, κοπέλα φιλάνθρωπη εξάλλου)….
-Εντάξει!!! Εντάξει!!!!μη βαράςςςς!!! τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα ενός ενδιαφέροντος και μιας φροντίδας που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!(πήγα να το χαλάσω ψυχαναλυτικά, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
Άντε και στα δικά σου, ξεφτέρι μου!)
Και πολύ σύντομα παντρεύτηκαν(“Το γοργόν και χάριν έχει”)
Και έγινε ο Αντώνης κουμπάρος.
Και τώρα τα νιογάμπρια αναμένουν και τέκνο.
Και έζησαν αυτοί καλά -και ελπίζω και μεις, χάριτι θεία, να ζήσουμε καλύτεραααα!
(Μη γελάς! Θα ζήσουμε!)
Αυτό είναι το μικρό αληθινό σκηνικό, αγαπημένο μου.
Θα έσκαγα αν δε σου το έλεγα.
Ξέρω ξέρω, θα μου αρχίσεις τα διάφορα τα δικηγορίστικα, τα εξυπνακίστικα, τα πεσιμίστικα, έως τα τεμπελίστικα.
Δεν χαμπαριάζω μία!
Ζήτα βοήθεια από την Παναγία και η πόρτα θα ανοίξει όπως άνοιγε εκείνη η αόρατη σπηλιά όταν ο Αλή Μπαμπάς φώναζε μπροστά της :
- Ανοιξε ” σουσάμι” !
-Μανδάμ, η κρίση στο “Δόξα Πατρί” σε έχει βαρέσει…τι να πω! μένω άλαλος…
-Σκέψου για μένα ό,τι θες, δε με νοιάζει.
Όμως…
Κράτα γερά, ό,τι και να γίνει την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.
Η Παναγία ακούει!
Η Παναγία ευλογεί!
Η Παναγία προστατεύει!


Η Παναγία, μάς δίνει όλες τις Χάρες, όλα τα αληθινά αγαθά- πάντα να το θυμάσαι.
Και οι κουτσοί- μέσα ακόμα στου κυκλώνα το “μάτι”- βρίσκουν δουλειά
-και όχι μόνον-
άμα το θέλει η Παναγιά!
Σαλογραία
Απο το ιστολόγιο της Σαλογραίας

Η παράκληση του ανθρώπου. (Κυριακή Ζ΄Λουκά)




«Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε»
Ο Χριστός ήταν και είναι ή μόνη και διαρκής παράκληση κάθε ανθρώπου. Φυγαδεύει κάθε θλίψη και μεταμορφώνει κάθε ανθρώπινο πόνο. Κανένας δεν αγάπησε τόσο πολύ τον άνθρωπο και δεν τον απάλλαξε από τον φόβο των οριακών του καταστάσεων όσο ο Χριστός.
Καθ’ όδόν προς την οικία του Ιαείρου, όπως αναφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα την Κυριακή Ζ΄ Λουκά, έγινε το θαύμα της θεραπείας της αιμορροούσης γυναικός. Δώδεκα χρόνια έπασχε από διαρκή αιμορραγία. Λόγω της ασθενείας της αποκλειόταν από την κοινωνική και θρησκευτική ζωή σαν ακάθαρτη. Μέσα στην απελπισία της πλησίασε τον Χριστό, ακούμπησε την άκρη του ιματίου Του και αμέσως έγινε καλά.
Η συνάντησή μας με τον Χριστό
Πολλά πράγματα πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ. Κατ’ αρχήν πρέπει να εκτιμήσουμε την ελπίδα και την τόλμη της γυναίκας. Υπερνίκησε όλους τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς κανόνες συμπεριφοράς και έπιασε το ιμάτιο του Χριστού. Τον καιρό που της απαγορευόταν να εισέλθει στη συναγωγή, αυτή πλησίασε την πραγματική Ζωή, τον Χριστό, και εκεί βρήκε τη θεραπεία της. Και ο Κύριος δέχεται αυτή την τόλμη, γιατί βλέπει πέρα απ’ τα
φαινόμενα. βλέπει το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. ξέρει το πνεύμα του Νόμου και σπάζει το φράγμα της τυπολατρίας. Έτσι μας έδειξε ότι για τη συνάντηση του ανθρώπου με τον Χριστό απαιτείται τόλμη και θάρρος. Αυτό το βλέπουμε στη ζωή των αγίων. Όταν αναπαυόμαστε στη στείρα και στεγνή επιτέλεση ορισμένων θρησκευτικών καθηκόντων και αισθανόμαστε αυτάρκεια, δεν μπορούμε να απολαύσουμε τη νηφάλια μέθη της κοινωνίας με τον Θεό.
Η προτεραιότητα της ειλικρίνειας
Η πίστη είναι ένα γεγονός που συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν περιορίζεται μόνο στην ανακάλυψη και αποδοχή του Θεού, αλλά κυρίως οικοδομείται στον λυτρωτικό διάλογο του ανθρώπου με το θεμέλιο της υπάρξεως μας, που είναι ο Θεός. Ο περιορισμός της πίστεως σε ορισμένες τυπικές διατάξεις και η παραγνώριση του αληθινού θρησκευτικού βιώματος ήταν το πνευματικό φαινόμενο που έντονα κυριαρχούσε στους ισραηλίτες την εποχή του Χριστού. Ο Κύριος σήμερα σπάζει την πνευματική αυτή εκτροπή της τυπικής και επιφανειακής θρησκευτικότητας και τονίζει με τη συμπεριφορά του την προτεραιότητα της ειλικρίνειας της πίστεως και του αληθινού βιώματος.
Η ουσία του ευαγγελικού μηνύματος
Στη χριστιανική πίστη το κέντρο βάρους της πνευματικής ζωής τοποθετείται στην ουσία του ευαγγελικού μηνύματος. Όταν όμως αγνοείται η ουσία της πίστεως και διατηρείται μόνον ο τύπος, απονοηματίζεται η πίστη και οδηγούμεθα στην τυπολατρία, που καταλήγει μοιραία στην ειδωλολατρία, αφού δίνει, προτεραιότητα και κύρος σε δευτερεύοντα στοιχεία και παραγνωρίζει τις ουσιαστικές επιταγές της πίστεως.
Πολλές φορές οι άνθρωποι ρέπουν σ’ αυτού του είδους την επιφανειακή θρησκευτικότητα, ικανοποιούνται στην εκτέλεση μόνον εξωτερικών και τυπικών πράξεων κι έτσι παραμένουν αμέτοχοι από το βίωμα της χριστιανικής ζωής. Βέβαια, όταν διατηρείται γνήσια και ακέραια η ουσία της πίστεως, τότε ο τύπος βοηθεί στη διατήρηση της ουσίας και δεν απορρίπτεται.
Με λίγα λόγια, ο χριστιανός οφείλει να είναι πηγαίος και ειλικρινής στην πίστη του, και διακριτικός στην έκφραση τού εσωτερικού βιώματος. Όσο ο άνθρωπος μυεί­ται στην πνευματική ζωή. τόσο είναι ικανός να αξιολογεί και να δίνει προτεραιότητα στην ουσία και την αρχή της πίστεως.
(Αγαθαγγέλου Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία)

ΑΙΣΧΟΣ! Ο Χατζημαρκάκης αναγνώρισε “ Ακούστε τιείπε ο άθλιος ελληνικής καταγωγής Γερμανός Ευρωβουλευτής σήμερα στα Σκόπια!



Ακούστε τι είπε ο άθλιος ελληνικής καταγωγής Γερμανός Ευρωβουλευτής σήμερα στα Σκόπια!!! “είμαι χαρούμενος που είμαι εδώ και που μπορώ να πω λίγα λόγια στα Μακεδονικά”. Δείτε την ιστορία και το βίντεο…Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Γιώργος Χατζημαρκάκης, ο οποίος συμπροεδρεύει στην Μεικτή Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που επισκέφθηκε σήμερα τα Σκόπια, δήλωσε ότι η παράλειψη του επιθέτου «μακεδονικός» από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόοδο της χώρας είναι λάθος και πρότεινε να συντάξουν μια πρόταση με τους Σκοπιανούς βουλευτές που θα απαιτούν στο μέλλον από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μην αφήνει απ’ έξω το επίθετο αυτό.
Το συμπέρασμα αυτό βγήκε από την ένατη συνεδρίαση της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής –Σκοπίων και Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία εκτός από τον Χατζημαρκάκη ήταν ο Ρίτσαρντ Χόβιτ, η Τέουτα Αρίφι- αναπληρωτής πρωθυπουργός, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκολα Ποπόφσκι και πολλοί βουλευτές της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου. Ο Χατζημαρκάκης δήλωσε ότι …τα Σκόπια είναι μια χώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά περισσότερο από ορισμένες άλλες χώρες, και στην οποία οι πολίτες έχουν κατηγορηματική θέση στην ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

«Η απουσία του επιθέτου «μακεδονικός» στην έκθεση είναι απαράδεκτη. Η Μεικτή Επιτροπή θα εξετάσει το θέμα και να συζητήσουμε πως μπορούμε να βρούμε μια καλή λύση για αυτό, επειδή προκάλεσε αντιδράσεις εδώ στη χώρα και δεν θέλουμε να διαταραχθεί η εικόνα της στην ΕΕ», δήλωσε ο Χατζημαρκάκης.

Αναφορικά με το πρόσφατο περιστατικό των Βρυξελλών με μια ομάδα σκοπιανών δημοσιογράφων, ο Χατζημαρκάκης δήλωσε ότι το θέμα αυτό θα συζητηθεί απόψε.

Επεσήμανε ακόμη ότι η έκθεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει τις προόδους που έγιναν σε όλους τους τομείς και εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα σχέδια των μελλοντικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα όπως αυτά ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη σημερινή συνεδρίαση.

Ο βουλευτής του SDSM Αντρέι Πέτροφ δήλωσε ότι μεταξύ των βουλευτών των Σκοπίων υπάρχει συναίνεση σχετικά με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνοντας ότι η παράλειψη του επιθέτου ‘μακεδονικός’ τους ενόχλησε όλους. Τόνισε ακόμη ότι τα ζητήματα που αναφέρονται στην έκθεση για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ θα καταλήξουν σε συναίνεση με το κυβερνών κόμμα.

MEP Chatzimarkakis addresses press conference in Macedonian
undefined
Skopje, 4 November 2011 (MIA) – I am glad to be here and that I am able to say a few words in Macedonian. Lately, there have been signals from Brussels that point to difficulties and I condemn this, because I still believe in the swift accession of your country in the EU. I have only one goal, and that is to help your country join the EU as soon as possible, Member of European Parliament (MEP) Jorgo Chatzimarkakis addressed Friday’s press conference in Macedonian language.
“There are many people in Greece who speak Macedonian and there are no problems with the language, which is named Macedonian. One of the former foreign ministers proposed it is called Macedonian”

Σημαντική σημείωση: Ο Χατζημαρκάκης λέει ΜΑΚΕΝΤΟΝΣΚΙ, το οποίο οι Σκοπιανοί μεταφράζουν “Macedonian” (στο ΜΙΑ) και δεν το αφήνουν “makedonski”. Αυτό έχει μεγάλο παρασκήνιο το οποίο θα αναλύσουμε τις επόμενες ημέρες.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η αληθινή ζωή (Κυριακή Ζ΄ Λουκά)


πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 28/10/2011
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ
Γράφει ο ΠρωτοπρεσβύτεροςΔιονύσιος  Τάτσης
Στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων ὑπῆρχαν καὶ ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ἔπρεπε νὰ τηρεῖται ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ προκειμένου νὰ δικαιωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτοὺς τοὺς χριστιανοὺς οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἰδιαίτερα ὁ Παῦλος ἔλεγχαν αὐστηρὰ καὶ τόνιζαν ὅτι οἱ διατάξεις τοῦ Νόμου δὲν πρέπει νὰ τηροῦνται, γιατὶ ἡ σωτηρία προῆλθε μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀνάστασή του.
Ἕνας ἐπίσκοπος σημειώνει σχετικά: “Ὁ Χριστὸς μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ ζωή. Κανένα καλὸ ἔργο καὶ καμμιὰ διάταξη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου δὲν μπορεῖ νὰ ζωοποιήσει τὸν ἄνθρωπο. Μόνον ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὁ Κύριος μᾶς προσφέρει τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ τὴ θεία ζωή του”...

Σκοπὸς τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ τὸν καθοδηγεῖ ἡ πίστη στὸν Χριστό, ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὸν ἐξαγιασμό του. Εὑρισκόμενος πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία, προσπαθεῖ νὰ ζεῖ μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ μὲ ταπείνωση, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἔχει ἡ κατὰ Θεὸν πορεία του πνευματικὰ ἀποτελέσματα. Παράλληλα, μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ ἀντλεῖ χρήσιμα διδάγματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μπορεῖ εὐκολότερα νὰ ἀντιμετωπίζει τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Στὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα βρίσκει φωτεινὰ παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ πλούσια πνευματικὴ ἐμπειρία. Μελετώντας ἀνοίγονται μπροστά του νέοι ὁρίζοντες καὶ παρακινεῖται γιὰ ἐντονότερο ἀγώνα.

Λόγος αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου



πηγή: Η Άλλη Όψις
Λόγος του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν
Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε...
Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος - 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου

Κυριακή Ζ΄Λουκά - Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου




Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκά 8, 41-56
Η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας και η ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου
Ο Ιησούς Χριστός επιστρέφει στην Καπερναούμ, αφού προηγουμένως βρισκόταν στα Γάδαρα, όπου θεράπευσε το δαιμονιζόμενο νέο. Οι κάτοικοι των Γαδάρων μετά το θαύμα τον παρακάλεσαν να απομακρυνθεί από την περιοχή τους. Σε αντίθεση με αυτούς οι κάτοικοι της Καπερναούμ συγκεντρώθηκαν μαζικά και τον ανέμεναν με ενθουσιασμό. Σ΄ αυτήν λοιπόν την περιοχή πραγματοποιήθηκαν τα δύο θαύματα που μνημονεύονται στο παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα και τα οποία συναντούμε και στους τρεις Συνοπτικούς Ευαγγελιστές. Τα δυο θαύματα επιτελούνται διαδοχικά, αφού η θεραπεία της αιμορροούσας γυναίκας πραγματοποιείται κατά την πορεία του Ιησού Χριστού προς το σπίτι του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, ο οποίος του ζήτησε να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του, η οποία πέθαινε.

Ο άρχοντας της Συναγωγής Ιάειρος, μόλις αντικρίζει τον Ιησού Χριστό πίπτει μπροστά του, αναγνωρίζοντας προφανώς της θεϊκή του ιδιότητα, και τον παρακαλεί να έλθει στο σπίτι του και να θεραπεύσει την ετοιμοθάνατη μοναχοκόρη του. Ο Ιάειρος δεν είχε τη θέρμη της πίστης του εκατόνταρχου, που σε άλλη παρόμοια περίπτωση παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον δούλο του με ένα μόνο λόγο του και χωρίς να εισέλθει στο σπίτι του, γιατί θεωρούσε, ότι δεν είναι άξιος μιας τέτοιας τιμής. Τότε ο Ιησούς Χριστός εγκωμίασε τη μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου, αλλά και τώρα στην παρούσα περίπτωση δεν απορρίπτει και την ασθενέστερη πίστη του αρχισυνάγωγου. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς τονίζει το γεγονός ότι πρόκειται για μοναχοκόρη: «ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ». Παρόμοιες περιπτώσεις συναντούμε αρκετές στα θαύματα του Ιησού Χριστού, όπως ο μονογενής υιός της χήρας της Ναΐν, ο δαιμονιζόμενος νέος κ.α. Το γεγονός αυτό προκαλεί περισσότερο την ευσπλαχνία του Ιησού Χριστού και ταυτόχρονα καταδεικνύει τη συντριβή του Ιάειρου εξαιτίας αυτής της συμφοράς.
Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν πορεύεται προς το σπίτι του Ιάειρου και το συγκεντρωμένο πλήθος τον ακολουθεί και τον σπρώχνει, όπως μας αφήνει να κατανοήσουμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είτε για να τον δει από κοντά, είτε το πιο πιθανόν να τον ακουμπήσει και να λάβει την ευλογία του, ή την θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μεταξύ του πλήθους ήταν και η αιμορροούσα γυναίκα, η οποία για δώδεκα χρόνια υπέφερε από αιμορραγία και δεν μπορούσε να θεραπευθεί, παρά το γεγονός ότι ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς. Ωστόσο η φήμη της θεραπευτικής και θαυματουργικής ικανότητας του Ιησού Χριστού είχε διαδοθεί παντού, παρά τις περί του αντιθέτου προτροπές του προς τους θεραπευμένους να μιλούν για τις θεραπείες τους. Η αιμορροούσα λοιπόν γυναίκα «ακούσασα περί του Ιησού», όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο παράλληλο κείμενό του, αναπτέρωσε τις ελπίδες της και είχε την βεβαιότητα, ότι μόνο ο Ιησούς Χριστός θα την απάλλασσε από την ασθένειά της. Η ασθένεια αυτή της αιμορραγίας, εκτός από τη σωματική ταλαιπωρία, στην εποχή εκείνη λάμβανε και κοινωνική – θρησκευτική διάσταση. Σύμφωνα με τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του αίματος, η αιμορραγία καθιστούσε τη γυναίκα «μολυσμένη» και είχε σαν αποτέλεσμα την κοινωνική και θρησκευτική της ταπείνωση και περιθωριοποίηση. Έτσι η ταλαίπωρη γυναίκα: «έλεγε γαρ εν εαυτή ότι εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού, σωθήσομαι» (Μαρκ. 5, 28). Μονολογούσε δηλαδή και σκεφτόταν ότι αρκεί μόνο να αγγίξει πάνω στα ρούχα του Ιησού Χριστού και τότε θα θεραπευθεί. Έτσι «προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής».
Τότε ο Ιησούς Χριστός σταματά την πορεία του και ρωτά με επιμονή: «τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή του μάλιστα προκαλεί την αντίδραση των μαθητών και συγκεκριμένα ο Πέτρος αποκρίνεται: «επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;». Η επιμονή του Ιησού Χριστού δεν είναι τυχαία: «ήψατό μου τις• εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ΄ εμού». Σαν Θεός γνώριζε τι είχε συμβεί και ακόμα τι επικρατούσε στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο της γυναίκας, αλλά με την επιμονή του αυτή θέλει να τοποθετήσει το θαύμα στη σωστή του διάσταση, τόσον όσον αφορά στην ίδια τη γυναίκα, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους.
Μετά από αυτή την επιμονή του Ιησού Χριστού, η γυναίκα: «ιδούσα δε ότι ουκ έλαθε», αφού διαπίστωσε ότι δεν διέφυγε της προσοχής του, φοβισμένη και τρομαγμένη παρουσιάστηκε μπροστά του και ενώπιον όλων αποκάλυψε τα κίνητρα της ενέργειάς της και ότι θεραπεύθηκε αμέσως. Η γυναίκα, όπως και όλος ο συγκεντρωμένος κόσμος, είχε ακούσει για τον Ιησού Χριστό και για τις θαυματουργικές ικανότητές του, αλλά και για τις υπερβάσεις του έναντι των κοινωνικών και θρησκευτικών κατεστημένων. Ωστόσο διατηρούσε και τις επιφυλάξεις της, πώς θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια πράξη; Να πάει να ακουμπήσει το Διδάσκαλο, ο οποίος στα μάτια των πολλών ανθρώπων είχε την υποχρέωση, να διατηρήσει και να διαφυλάξει όλες τις θρησκευτικές διατάξεις; Η πράξη της ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του νόμου, οι οποίες απαγόρευαν σε «μιασμένα» άτομα να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και πολύ περισσότερο με το Διδάσκαλο. Γι΄ αυτό η γυναίκα διακατεχόταν από φόβο και τρόμο για την πράξη της. Οι αντιλήψεις των Ιουδαίων σχετικά με το αίμα καθιστούσαν τις γυναίκες μολυσμένες, όταν είχαν έμμηνες ρήσεις. Έτσι η αιμορροούσα γυναίκα, για δώδεκα χρόνια ήταν στιγματισμένη ως «μολυσμένη» και κοινωνικά και οικογενειακά απορριπτέα. Ο αρχικός όμως δισταγμός και η ατολμία της, δίνει στη συνέχεια τη θέση του στην παρρησία του λόγου και στην ομολογία τη πράξης της. Η βαθιά της πίστη απομακρύνει κάθε δισταγμό και ντροπή.
Η αντίδραση του Ιησού Χριστού δεν ήταν αναμενόμενη από την καθεστηκυία τάξη των Ιουδαίων, οι οποίοι θα ήθελαν να επιπλήξει τη γυναίκα για την παράβαση των διατάξεων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός όμως δεν επιθυμεί να ταπεινώσει τη γυναίκα, αλλά να την εξυψώσει, όπως έκανε και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις με τελώνες, πόρνες, λεπρούς κ.λ.π. Κατά τον τρόπο αυτό ο Ιησούς Χριστός προχωρεί σε μια υπέρβαση όλων εκείνων των προκαταλήψεων, που αφορούσαν είτε στις έμμηνες ρήσεις, είτε σε αιμορραγία, είτε σε λέπρα, είτε και σε οποιαδήποτε άλλη σωματική πάθηση. Όλα αυτά δεν μολύνουν τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστούν άξιο της συμπαράστασης και βοήθειας των υπολοίπων συνανθρώπων του. Γι΄ αυτό ο Ιησούς Χριστός ακουμπά όλους τους ασθενείς χωρίς κανένα δισταγμό, για να αποβάλει όλες τις προκαταλήψεις από τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Σε αντίθετη περίπτωση και αν ο Ιησούς Χριστός κρατούσε μια αποστασιοποιημένη στάση έναντι των ασθενών, τότε πιθανόν να είχαμε αρνητικές επιπτώσεις στα θέματα της περίθαλψης των αρρώστων.
Η απάντηση του Ιησού Χριστού προς την αιμορροούσα γυναίκα: «θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε• πορεύου εις ειρήνην» καταστέλλει τον τρόμο της. Είναι σαν να της λεει, μη φοβάσαι ούτε εμένα, ούτε και τις διατάξεις του νόμου, πήγαινε με ψυχική ηρεμία να συνεχίσεις ειρηνικά τη ζωή σου, απαλλαγμένη από κάθε μέριμνα που σου προκαλούσε η ασθένεια. Η πράξη της γυναίκας δεν είναι ξένη προς την πίστη της. Το απλό άγγιγμα του ενδύματος του Χριστού θα παρέμενε ανενεργό και αναποτελεσματικό αν δεν συνοδευόταν από την ισχυρή πίστη της, ότι εκείνος είναι ο μόνος που μπορούσε να την θεραπεύσει. Άλλωστε τα πλείστα θαύματα του Κυρίου αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την επιβράβευση της πίστης του ασθενούς ανθρώπου. Η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί τον Κύριο να επιτελέσει ένα θαύμα. Στην προκειμένη περίπτωση η ήδη υπάρχουσα πίστη της γυναίκας αυξήθηκε περισσότερο μετά το θαύμα. Σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου, αλλά και την πεποίθηση της Εκκλησίας μας, η αιμορροούσα γυναίκα είναι η Αγία Βερονίκη, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 12 Ιουλίου. Η Αγία Βερονίκη μετά το θαύμα της θεραπείας της αιμορραγίας της εντάχθηκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού. Στην πορεία του Ιησού Χριστού προς τον Γολγοθά η Αγία Βερονίκη έτρεξε και σκούπισε με ένα μαντήλι το ματωμένο πρόσωπό του. Πάνω στο μαντήλι αυτό αποτυπώθηκε η μορφή του Χριστού και έτσι δημιουργήθηκε η παράδοση περί του Αγίου Μανδηλίου.
Μετά την παρένθεση αυτή του θαύματος της αιμορροούσας η διήγηση της περικοπής επανέρχεται κάπως απότομα στο αρχικό της θέμα, δηλαδή την ασθένεια της μοναχοκόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου. «Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου• μη σκύλλε τόν διδάσκαλον». Το διάλογο του Χριστού με τη γυναίκα διακόπτει η θλιβερή είδηση του θανάτου της κόρης του Ιάειρου. Πλέον δεν συντρέχει λόγος παρενόχλησης του Διδασκάλου, κατά την κρίση των απεσταλμένων από το σπίτι του Ιάειρου. Στο σημείο αυτό ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν μας διευκρινίζει αν ο Ιάειρος είχε προσωπική εμπειρία της διδασκαλίας και θεϊκής εξουσίας του Ιησού Χριστού, ή απλά είχε ακούσει γι΄ αυτόν. Φαίνεται όμως ότι οι απεσταλμένοι από το σπίτι του Ιάειρου είχαν την εντύπωση, ότι η δύναμη του Χριστού περιοριζόταν μέχρι τη θεραπεία των ασθενειών. Για τη δική τους αντίληψη ο θάνατος παρέμενε ακατανίκητος.
Ο Ιησούς Χριστός άκουσε την θλιβερή είδηση και χωρίς να αφήσει τον Ιάειρο να αντιδράσει, θετικά ή αρνητικά του είπε: «μη φοβού• μόνον πίστευε και σωθήσεται». Ο θάνατος, που παραμένει ακατανίκητος για τα ανθρώπινα δεδομένα, καταλύεται από τη θεϊκή δύναμη και εξουσία του Ιησού Χριστού. Την ίδια στιγμή όμως καλεί και τον Ιάειρο να πιστέψει, ώστε να σωθεί η νεκρή πλέον κόρη του. Το ίδιο σκηνικό συναντούμε και στην Ανάσταση του Λαζάρου. Εκεί ο Χριστός διαβεβαιώνει την απαρηγόρητη αδελφή του Λαζάρου Μάρθα, ότι «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιω. 11,23). Στην προκειμένη περίπτωση ο Ιησούς Χριστός χαρακτηρίζει τον θάνατο σαν ύπνο: «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει». Βεβαίως ο λόγος αυτός του Ιησού Χριστού και στις δυο περιπτώσεις προκάλεσε την ειρωνεία, ή την δυσπιστία των πολλών. Γι΄ αυτό ο Κύριος όταν εισήλθε στο σπίτι του Ιάειρου δεν είχε αφήσει κανένα άλλο να εισέλθει εκτός από τους τρεις μαθητές του, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη, καθώς και τον πατέρα και την μητέρα της κόρης. Τότε ο Ιησούς Χριστός έπιασε το χέρι της κόρης και την κάλεσε, «η παις εγείρου» και έτσι με τη θεϊκή του δύναμη, ανέτρεψε το θάνατο και ανάστησε τη νεκρή.
Ο θάνατος, βέβαια, παραμένει το πιο τρομακτικό ίσως γεγονός στη ζωή μας, καθώς καθημερινά σχεδόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτόν. Βλέποντας ο άνθρωπος ότι ο θάνατος βάζει ένα τέλος σε όλα τα σχέδια, τα όνειρα και τις προσδοκίες της ζωής του, καταλαμβάνεται από τον φόβο, τον τρόμο και την αγωνία. Σε κάποιους δυστυχώς υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο θάνατος είναι ο τερματισμός των πάντων και είναι εντελώς παράδοξο γι΄ αυτούς, εάν κανείς υποστηρίζει, ότι υπάρχει κάτι μετά θάνατον. Αυτή τη θεωρία συναντούμε και στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, καθώς οι συγγενείς και φίλοι του Ιάειρου «κατεγέλων», όταν ο Ιησούς Χριστός τους διαβεβαίωνε, ότι η κόρη του «ουκ απέθανε αλλά καθεύει». Πολλοί άνθρωποι ακόμη και σήμερα καταγελούν και περιφρονούν την πίστη της Εκκλησίας μας για την μετά θάνατο ζωή και την ανάσταση των νεκρών. Μπροστά όμως σε όλες αυτές τις μηδενιστικές θεωρίες προβάλλει η προσταγή του Αρχηγού της ζωής και του θανάτου: «η παις εγείρου». Την φθορά και τον θάνατο, τα επακόλουθα της πτώσης έρχεται να επανορθώσει ο Υιός του Θεού, ο οποίος διώχνει την ασθένεια, τον πόνο, την φθορά και τον θάνατο και οδηγεί και πάλιν τον άνθρωπο στο «αρχαίον κάλλος», στην αφθαρσία και αθανασία, στην αιώνια μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού.
Μητρόπολη Κωνσταντίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...