Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Νοεμβρίου 15, 2011

Ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας


7626_102087349807087_100000174666109_59371_4874452_n.jpg

Η Εκκλησία αναμφίβολα βασανίζεται, οι αρχηγοί της παύονται. Λύκοι αρπακτικοί επιτέθηκαν στην ποίμνη και σκόρπισαν το ποίμνιο. Οι δυνάμεις αυτού του κόσμου ξεσηκώθηκαν κατά του θυσιαστηρίου και επέβαλαν το σφετερισμό και το σχίσμα.

Τι σημαίνει αυτό; Δεν συνέβη ποτέ τίποτε παρόμοιο στον κόσμο; Σαν να μη μεγάλωσε η Εκκλησία του Χριστού ανάμεσα σε αταξίες! Κι ο ίδιος ο Χριστός σαν να μην περικυκλώθηκε από σκάνδαλα από το λίκνο μέχρι το θάνατό του! Αν είναι έτσι, γιατί να παραπονιόμαστε; Τι είναι τα δικά μας παθήματα, όταν ο Υιός του Θεού και οι απόστολοί του μας μετέφεραν την αλήθεια μέσα σε διωγμούς και βάσανα;

Ας εξετάσουμε τη σκέψη σου, όταν αφήνεται να ταράσσεται από τις αταξίες που μας ενοχλούν. Όταν τα αγαπητά σου πρόσωπα υποφέρουν, υποφέρεις κι εσύ, και κλαις για τόσες δυστυχίες, στις οποίες δεν διακρίνεις ούτε το σκοπό ούτε το πιθανό τέλος. Σκοτεινές και ζοφερές ιδέες σε πολιορκούν, σύννεφο λύπης σε καλύπτει. Πέφτεις στην αποθάρρυνση, διότι δεν καταλαβαίνεις τίποτε απ' όλα όσα συμβαίνουν.

Α, δεν θέλω να σου καλύψω το κακό που σε τρο­μάζει. Δεν θέλω ούτε να το αρνηθώ, ούτε να το ελαχιστοποιήσω. Θέλω αντίθετα να το αντικρίζεις όπως είναι, δηλαδή πιο τρομερό, πιο βαθύ απ' ό,τι σου φαίνεται. Ναι, περιπλανιόμαστε στους κόλπους μιας ατέλειωτης φουρτουνιασμένης θάλασσας.

Το πλοίο, μας μεταφέρει, κλυδωνίζεται χωρίς κατεύθυνση, παραδομένο στη θέληση των μανιασμένων ωκεάνιων κυμάτων. Οι μισοί του ναύτες βρίσκονται στη θάλασσα και τα πτώματά τους επιπλέουν μπροστά στα μάτια μας στην επιφάνεια του νερού. Σχίστηκαν τα πανιά, έσπασαν τα κατάρτια. Τα κουπιά εγκαταλείφθηκαν, το πηδάλιο έσπασε και οι πλοηγοί, καθισμένοι στη θέση τους, δεν μπορούν παρά με τα χέρια τους να συσφίγγουν τα γόνατά τους, ανήμποροι να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο και μη έχοντας πια δύναμη παρά μόνο για να θρηνούν.

8417_100646066625005_100000388354965_14253_6496352_n.jpg

Σκοτεινή νύχτα τους καλύπτει και κινδυνεύουν να σκοντάψουν σε ύφαλο. Τα αυτιά τους δεν συλλαμβάνουν πλέον παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο των κυμάτων. Η ίδια η θάλασσα ανασηκώνει από τον πυθμένα της απαίσια τέρατα και τα ρίχνει πάνω στο πλοίο.

Η φρίκη των επιβατών είναι μεγάλη ...; Μάταια προσπαθώ με τη συσσώρευση των εικόνων αυτών να εκφράσω το πλήθος των κακών που μας καταθλίβουν. Πραγματικά, ποια ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να τα περιγράψει; Κι ωστόσο εγώ, που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα έπρεπε να ήμουν ταραγμένος, δεν χάνω την ελπίδα. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά προς τον ύψιστο κυβερνήτη του σύμπαντος, που δεν του είναι αναγκαία η ευφυΐα, για να καθησυχάσει την τρικυμία ...

Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποθαρρυνόμαστε, αλλά αντίθετα να έχουμε πάντα στο νου μας αυτή την αλήθεια: Δεν υπάρχει παρά μία δυστυχία, που πρέπει να φοβόμαστε στον κόσμο, την αμαρτία και τις αδυναμίες της ψυχής, που οδηγούν στην αμαρτία. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μύθος.

Επιβουλές και εχθρότητες, απάτες και συκοφαντίες, αδικίες και καταδόσεις, δημεύσεις, εξορίες, ξίφη ακονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος όλης της οικουμένης, όλα αυτά δεν είναι τίποτε και δεν μπορούν να ταράξουν ψυχή που αγρυπνά.

Ο απ. Παύλος μάς το διδάσκει μ' αυτά τα λόγια: «τα βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β' Κο 4,18). Γιατί, λοιπόν, να φοβόμαστε σαν να είναι αληθινές συμφορές γεγονότα που ο χρόνος παρασύρει όπως ένα ποτάμι τα νερά του; «Αλλά», θα μου πει κανείς, «είναι σκληρό και βαρύ φορτίο η εχθρότητα». Αναμφίβολα. Ωστόσο, ας τη δούμε από μια άλλη πλευρά και θα μάθουμε να την καταφρονούμε.

Οι προσβολές, οι περιφρονήσεις, οι σαρκασμοί, που προέρχονται από τους εχθρούς μας, τι είναι; Το μαλλί από ένα φθαρμένο επανωφόρι, που το τρώνε τα σκουλήκια και το λειώνει ο χρόνος. «Εντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ' αυτές τις δοκιμασίες που επιβάλλονται στον κόσμο, πολλοί χάνονται και πολλοί σκανδαλίζονται». Ασφαλώς, κι αυτό συμβαίνει αρκετές φορές. Στη συνέχεια όμως, μετά τις καταστροφές, τους θανάτους, τα σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει η τάξη, βασιλεύει η ηρεμία και η αλήθεια ξαναβρίσκει το δρόμο της. Α! Θέλετε να είστε πιο συνετοί από τον Θεό! Βολιδοσκοπείτε τις αποφάσεις της θείας πρόνοιας! Υποκλιθείτε καλύτερα στους νόμους πού θέτει. Μη κρίνετε, μη γογγύζετε. Να επαναλαμβάνετε μόνο με τον ίδιο απόστολο: «Βαθιά σχέδια του Θεού, ποιος θα μπορούσε να διεισδύσει σε σας;» (Ρω 11,33).

JERUSALEM%20-%20EPIFANY%202006%20020%20%28Small%29.jpg

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος άνθρωπος δεν είδε ποτέ τον ήλιο ν' ανατέλλει και να δύει. Δεν θα σκανδαλιζόταν, αν έβλεπε το άστρο της μέρας να εξαφανίζεται από το στερέωμα και τη νύχτα να καταλαμβάνει τη γη; Θα πίστευε ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε. Κι εκείνος που δεν είδε παρά την άνοιξη, δεν θα σκανδαλιζόταν βλέποντας να φτάνει ο χειμώνας, ο θάνατος αυτός της φύσης; Θα νόμιζε ίσως ότι ο Θεός απαρνήθηκε το έργο του κι εγκαταλείπει τον κόσμο που δημιούργησε.

Κι αυτός που βλέπει να σπέρνουν το σπόρο πάνω στη γη και τον ίδιο το σπόρο να σαπίζει κάτω από τη γη και την πάχνη, δεν σκανδαλίζεται και δεν αναρωτιέται γιατί να χάνεται αυτός ο σπόρος; Αλλ' αργότερα θα τον δει να ξαναζωντανεύει σε χρυσοκίτρινα στάχυα.

Ο άλλος θα δει τον ήλιο ν' ανατέλλει ξανά στον ορίζοντα και την άνοιξη να διαδέχεται πάλι το χειμώνα. Αυτοί οι άνθρωποι θα μετανοήσουν τότε για την τύφλωσή τους και θα υποκλιθούν με σεβασμό μπρος στην τάξη, που όρισε η θεία πρόνοια. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα ηθικά πράγματα και τα γεγονότα της ζωής. Αρκεί να τα παρατηρήσουμε, για ν' αναγνωρίσουμε σε λίγο με πόνο ότι η αμφιβολία που μας κατέλαβε δεν ήταν παρά βλασφημία ...;

 

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
xfd.gr Το αλίευσα ΕΔΩ 

Ἐλᾶτε νὰ κουβεντιάσουμε παιδιά μου

Γκόρκι Μαξὶμ




Στὰ θρησκευτικά, εἴχαμε δάσκαλο ἕναν ὡραῖο νεαρὸ παπά, μὲ πλούσια μαλλιά. Ὁ παπὰς δὲ μ' ἀγαποῦσε, γιατί δὲν εἶχα τὴν «Ἱερὰ Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης», καὶ γιατί κορόιδευα τὸν τρόπο ποὺ μιλοῦσε.

Μόλις ἔμπαινε στὴν τάξη, πρώτη του δουλειὰ ἤτανε νὰ μὲ ρωτήσει:
- Πεσκόφ, ἔφερες τὴν Βίβλο ἢ ὄχι: Ναὶ τὴν Βίβλο.
Ἐγὼ ἀπαντοῦσα:
- Ὄχι. Δὲν ἔφερα. Ναὶ
- Τί ναί;
- Ὄχι;
- Ἄντε, πήγαινε στὸ σπίτι. Ναὶ στὸ σπίτι. Γιατί δὲν σκοπεύω νὰ κάνω μάθημα. Ναί. Δὲν σκοπεύω!

Αὐτὸ δὲ μὲ πολυστενοχωροῦσε, ἔφευγα κι ὥσπου νὰ τελειώσουν τὰ μαθήματα, τριγυρνοῦσα στοὺς γεμάτους λάσπη δρόμους τῆς κωμόπολης, χαζεύοντας τὴν πολυτάραχη ζωή της.
Ὁ παπὰς εἶχε ἕνα ὡραῖο πρόσωπο, σὰν τοῦ Χριστοῦ, τρυφερὰ γυναικεῖα μάτια, καὶ μικρὰ χέρια, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν τρυφερά, γιὰ κάθε πράγμα ποὺ τοὺς ἔπεφτε. Κάθε πράγμα. -Βιβλίο, χάρακα, κοντυλοφόρο- τὸ 'πιανε μὲ καταπληκτικὴ χάρη, λὲς καὶ τὸ πράγμα αὐτὸ ἦταν ζωντανά, εὔθραυστο. Ὁ παπὰς τὸ ἀγαποῦσε καὶ φοβότανε, θαρρεῖς, μήπως τὸ χαλάσει μὲ μιὰ ἀπρόσεχτη κίνησή του. Μὲ τὰ παιδιὰ δὲν ἦταν τόσο τρυφερός, μὰ τὸν ἀγαποῦσαν.
Παρ' ὅλο ποὺ ἡ ἀπόδοσή μου στὰ μαθήματα ἦταν ὑποφερτή, μοῦ εἶπαν πολὺ γρήγορα πὼς θὰ μὲ ἀποβάλουνε ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀνάξια διαγωγή. Στεναχωρέθηκα. Αὐτὸ σήμαινε γιὰ μένα μεγάλες φασαρίες γιατί ἡ μητέρα, ποὺ γινόταν κάθε μέρα καὶ πιὰ νευρική, μ' ἔδερνε συχνά.

Μὰ ἦρθε ἡ βοήθεια. Ξαφνικά, ἦρθε στὸ σχολεῖο ὁ ἐπίσκοπος Χρύσανθος, ἕνας ἄνθρωπος, ἀπ' ὅ,τι θυμᾶμαι, καμπούρης ποὺ θύμιζε μάγο. Πολὺ κοντός, μ' ἕνα φαρδὺ μαῦρο ράσο κι ἕνα κωμικὸ κουβαδάκι στὸ κεφάλι μόλις ἔκατσε στὸ τραπέζι, ἀνασκουμπώθηκε κι εἶπε:
- Ἐλᾶτε, λοιπόν, νὰ κουβεντιάσουμε, παιδιά μου.

Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς τάξης ἄλλαξε ἀμέσως, ἔγινε ζεστή, χαρούμενη, εὐχάριστη. Ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους, φώναζε καὶ μένα στὸ τραπέζι του καὶ μὲ ρώτησε σοβαρὰ
- Πόσω χρονῶν εἶσαι. Μόνοοο; Πολὺ ψηλὸς εἶσαι, ἀδελφέ μου, δὲν εἶν' ἔτσι; Καθόσουν συχνὰ κάτω ἀπὸ τὶς βροχές, ἔ;

Ἔβαλε στὸ τραπέζι τὸ κοκκαλιάρικο χέρι του, μὲ τὰ μεγάλα μυτερὰ νύχια, ἔπιασε στὰ δάχτυλά του τὴ φτωχὴ γενειάδα του, κάρφωσε στὸ πρόσωπό μου τὸ καλοσυνάτο βλέμμα του καὶ πρότεινε
- Πές μου κάτι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἱστορία, τί σ' ἄρεσε σ' αὐτήν;

Ὅταν τοῦ εἶπα πὼς δὲν ἔχω βιβλίο καὶ δὲ μαθαίνω τὴν Ἱερὰ Ἱστορία ἔσαξε τὸ καλυμμαύχι του καὶ ρώτησε
- Πῶς γίνεται αὐτό. Πρέπει νὰ τὴ μάθεις! Μήπως ξέρεις τίποτε ἄλλο, ἄκουσες τίποτα; Ξέρεις τὸ Ψαλτήρι; Πολὺ καλά! Καὶ προσευχές; Βλέπεις, λοιπόν; Ξέρεις κι ἀπὸ πάνω καὶ τοὺς βίους τῶν Ἅγιων; Καὶ μάλιστα σὲ στίχους; Μὰ ἐσύ μοῦ εἶσαι πολύξερος, βλέπω!

Μόνο τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμφανίστηκε ὁ παπάς μας, κόκκινος, λαχανιασμένος. Ὁ ἐπίσκοπος τὸν εὐλόγησε, μὰ ὅταν ὁ παπὰς ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ μένα, ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τὸ χέρι κι εἶπε:
- Μία στιγμή, παρακαλῶ... Ἄντε, πές μας γιὰ τὸν Ἀλεξέι, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
- Ὑπέρκαλοι στίχοι, ἀδελφέ μου, ἔ; εἶπε, ὅταν κόμπιασα λιγάκι, ξεχνώντας κάποιο στίχο. Τίποτε ἄλλο;... Γιὰ τὸν βασιλιὰ Δαβίδ: Εἶμαι ὅλος αὐτιά!

Εἶδα, πὼς πραγματικὰ ἀκούει καὶ τοῦ ἀρέσουν οἱ στίχοι. Μὲ ρώτησε πολλὴν ὥρα, ἔπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε καὶ ζήτησε βιαστικὰ νὰ μάθει.
- Διάβασες ψαλτήρι: Ποιός σοῦ τὰ ἔμαθε. Ὁ καλός σου ὁ παππούς; Τί, κακὸς εἶναι; Εἶναι δυνατόν; Καὶ σὺ κάνεις πολλὲς τρέλες;

Ζάρωσα, μὰ εἶπα-ναὶ- Ὁ δάσκαλος μὲ τὸν παπὰ ἐπιβεβαίωσαν, μὲ πολλὰ λόγια, τὴν ὁμολογία μου. Ὁ ἐπίσκοπος τοὺς ἄκουσε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, ἔπειτα εἶπε, ἀναστενάζοντας:
- Νὰ τί λένε γιὰ σένα. τ' ἄκουσες; Ἄντε, ἔλα πιὸ κοντά!

Ἔβαλε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι μου, ποὺ ἀνάδινε μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ κυπαρρυσόξυλο, καὶ ρώτησε
- Γιὰ ποιὸ λόγο κάνεις ἀταξίες;
- Εἶναι ποὺ βαριέμαι τὸ μάθημα, εἶναι ἀνιαρό.
- Ἀνιαρό; Αὐτό, ἀδελφέ μου, σὰν νὰ μὴν εἶναι σωστό! Ἂν βαριόσουνα τὰ μαθήματα θὰ ἤσουνα κακὸς μαθητής. Καὶ οἱ δάσκαλοί σου λένε πὼς εἶσαι καλὸς στὰ μαθήματα. Ἑπομένως κάτι ἄλλο συμβαίνει.

Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι κι ἔγραψε πάνω του: Πεσκὸφ Ἀλεξέι.
- Ἐντάξει. Πάρτο αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι νὰ συγκρατηθεῖς, ἀδελφέ, νὰ μὴν εἶσαι τόσο ἄτακτος! Λιγάκι, ἐπιτρέπεται, μὰ τὸ πολὺ κάνει ζημιὰ στοὺς ἄλλους. Λέγω καλά, παιδιά;

Πολλὲς φωνὲς μαζὶ ἀπάντησαν χαρούμενα:
- Καλά.
- Καὶ σεῖς λιγάκι ἀταχτεῖτε, δὲν εἶναι ἔτσι;

Τὰ παιδιὰ ἄρχισαν, γελώντας, νὰ λένε:
- Ὄχι. Καὶ μεῖς πολύ!

Ὁ ἐπίσκοπος ἀκούμπησε στὴν πλάτη τῆς καρέκλας, μ' ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε μὲ κατάπληξη, μ' ἕναν τέτοιο τόνο, ποὺ ὅλοι, ἀκόμα κι ὁ δάσκαλος κι ὁ παπὰς γέλασαν:
- Περίεργο πράγμα, ἀδελφοί μου, κι ἐγὼ στὰ χρόνια σας, ἤμουνα μεγάλος καπετὰν φασαρίας! Γιατί, τί φταίει, ἀδελφοί μου;


Τὰ παιδιὰ γελοῦσαν, ἐκεῖνος τοὺς ρωτοῦσε, μπερδεύοντάς τους ὅλους, μὲ τέχνη, προκαλώντας διαφωνίες καὶ ἀντιρρήσεις μεταξύ τους, καὶ δυναμώνοντας διαρκῶς τὴν εὐθυμία τελικά, σηκώθηκε καὶ εἶπε:
- Καλὰ τὰ περνᾶμε μαζί, ἔκτακτα, μὰ καιρὸς νὰ φύγω!

Σήκωσε τὸ χέρι, πέταξε, μὲ μιὰ κίνηση, τὸ μανίκι του πάνω στὸν ὦμο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μὲ πλατιὲς κινήσεις, πάνω σ' ὅλους καὶ εὐλόγησε:
- Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σᾶς εὐλογῶ γιὰ καλὲς ἐπιδόσεις στὰ μαθήματά σας. Ἀντίο σας!

Ὅλοι μαζὶ φώναξαν:
- Ὥρα σας καλὴ παππούλη! Νὰ μᾶς ξαναρθεῖτε!

Κουνώντας τὸ καλυμμαύκι του εἶπε ἐκεῖνος:
- Θὰ ἔρθω, θὰ ἔρθω! Θὰ σᾶς φέρω βιβλία!

Καὶ εἶπε στὸν δάσκαλο, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν τάξη.
- Σχολάσετε τὰ παιδιά!

Μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μ' ἔβαλε στὸν διάδρομο καὶ κεῖ μοῦ λέει - Ἔτσι λοιπόν, συγκρατήσου, ἐντάξει; Καταλαβαίνω γιατί κάνεις ἀταξίες. Ἄντε, ἀντίο, ἀδελφέ.

Ἤμουν πολὺ συγκινημένος. Κάποιο ἰδιαίτερο αἴσθημα φούντωνε μέσα μου. Ἀκόμη κι ὅταν ὁ δάσκαλος ἀπόλυσε τὰ παιδιὰ μὲ κράτησε κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει, πὼς τώρα πρέπει νὰ εἶμαι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς· τὸν ἄκουσα μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία...

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, «Καλύτερα να βλασφημεί κανείς, παρά να είναι αιρετικός»



Μεταφέρουμε απόσπασμα από το βίο του Γέροντος Παϊσίου που συνέγραψε ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης και στο οποίο φαίνεται η μέριμνα του αγίου Γέροντος για την μεταστροφή μουσουλμάνων και ευαγγελικών στην Ορθοδοξία.

«Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον του Γέροντα Παϊσίου είχε στραφεί στους ευαγγελικούς και μωαμεθανούς της Κόνιτσας. «Καλύτερα να βλασφημεί κανείς, παρά να είναι αιρετικός, γιατί ο βλάσφημος έχει το ελαφρυντικό του θυμού», έλεγε ο Γέροντας. Την εποχή εκείνη στην Κόνιτσα υπήρχε μια φωλιά ευαγγελικών, καταγομένων από τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Στην εκκλησία τους μαζεύονταν περί τα πενήντα άτομα, τα οποία ανεπαίσθητα προσηλυτίζονταν. Ο Γέροντας ανησυχούσε πολύ, γι’ αυτό πλησίασε αυτά τα άτομα, τα διαφώτισε σχετικά και σε μικρό χρονικό διάστημα η εκκλησία των ευαγγελικών έμεινε άδεια. Είχε γράψει μάλιστα κι ένα κείμενο με το οποίο απεδείκνυε τις πλάνες τους και το είχε αναρτημένο στην είσοδο του ναού του μαναστηριού (Στομίου Κονίτσης)...

Τους μωαμεθανούς, οι οποίοι δεν ήταν σκληροί και αδιάλλακτοι, τους μάζευε κάθε Παρασκευή σε διάφορα σπίτια και συζητούσε μαζί τους. Ήταν σίγουρος ότι σύντομα θα τους έκανε χριστιανούς. Η απροσδόκητη όμως αναχώρησή του από το Στόμιο και την Κόνιτσα γενικότερα, είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπεί εκείνη η προσπάθεια».

Η Νηστεία των Χριστουγέννων και το Σαρανταλείτουργο.Θαυμαστές και ωφέλιμες ιστορίες



Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Πρόκειται γιὰ μιὰ περίοδο ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ψυχοσωματικῆς προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.Ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου ἕως τὶς 17 Δεκεμβρίου (κατ’ ἄλλη παράδοση ἕως τὶς 12 Δεκεμβρίου) νηστεύουμε τὸ κρέας, τὰ γαλακτομικά καὶ τὰ αὐγά καὶ τρῶμε ψάρι (ἐκτὸς βεβαίως Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ νηστεύουμε αὐστηρά). Μετὰ τὶς 17 (ἢ 12) Δεκεμβρίου νηστεύουμε καὶ τὸ ψάρι.Ἡ νηστεία ὅμως κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας ἔχει νόημα, ὅταν συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔναρξη τῆς νηστείας μᾶς προσκαλεῖ σὲ ἐντονότερη λειτουργικὴ ζωή καὶ ἀγαθοεργία.
Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προβλέπει γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν καθημερινὴ -ἂν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν- τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, τὴν τέλεση δηλαδὴ σαρανταλείτουργου.Ἡ τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου ἀποτελεῖ πολὺ μεγάλη εὐλογία. Εἶναι μιὰ θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ βίωση τὴς μυστηριακῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς, γιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς ἀκροάσεως τῶν θείων Γραφῶν, γιὰ συχνότερη θεία κοινωνία, γιὰ συχνότερη συγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς λέει: «Σπουδάζετε πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ», δηλαδὴ «Προσπαθεῖστε μὲ σπουδὴ νὰ ἔρχεσθε ὅλοι μαζί στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), γιὰ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖτε. Διότι ὅταν συχνά ἔρχεσθε στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), συντρίβονται οι δυνάμεις του σατανᾶ καί λύεται κάθε ὀλέθρια ἐνέργεια του».Ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι μαγική. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ συγχωροῦμε, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσφέρουμε τὰ Δῶρα μας στὸ Θεό, τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο, προσευχόμενοι γιὰ ζῶντες καὶ κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων προσώπων (ἀνάγνωση τῶν «Διπτύχων») εἶναι ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ ἱερό, ποὺ θεσμοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐπιτελεῖται ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς αἰῶνες. Το Ιερό Σαρανταλείτουργο^^^
Το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας.Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο τής αγάπης. Και ή αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Ή αγάπη, ιδιαίτερα ή θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά της όλους… Και συμπληρώνει: ώ αγάπη τελειότατη! ώ αγάπη, πού τα πάντα αγκαλιάζεις! Ώ αγάπη ισχυρότατη! Τί να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Ή αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία τού Χριστού, πού προσφέρεται για την άπελευθέρωσι όλων από κάθε κακία…».Και ό μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τούς κεκοιμημένους, έλεγε: «…να αφήνετε μέρος τής προσευχής σας για τούς κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τούς εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα τού κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.Το μέγιστο, πού μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαράντα Λείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ό όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και τού ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ό όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν τού ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα αναψυκτικό σε κάποιον πού καίγεται (από δίψα ). Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν πού το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…». (Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)
Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό πού ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου).«Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να τής εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ’ αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή τού άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ώ τού θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.-Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;-Την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ό όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθείστην διάρκεια τής αρρώστιας του και ξαναρώτησε:-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία τής ψυχής σου;-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ άν άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο; -Μην το λες αυτό. Ό άδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις έν ύμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν έπ’ αυτόν άλείψαντες αυτόν έλαίω έν το ονόματι του Κυρίου και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερεί αυτόν ό Κύριος· καν αμαρτίας ή πεποιηκώς, άφεθήσεται αύτώ». Να λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για λειτουργίες, και θα λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά. -Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;-Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μάς έστειλε Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ό Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.Ύστερα από’ αυτά, ό άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
——————————————————————
Σαρανταλείτουργο « υπέρ αναπαύσεως»
Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.
Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε: Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα; Ο ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το έξης:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ’ ένα εξωκλήσι.
Έτσι κι έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης – αυτό ήταν το όνομά του – άφησε εντολή στο γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο. Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη. Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των αγίων Αποστόλων.
Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει ατό σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. ‘Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: «Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, η τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά
των ζώντων;»
Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία. «Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!», μονολόγησε. «Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!» Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ’ τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά του ήταν ανέκφραστη. Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε – τι χαρά! – βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.
- Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
- Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι’ αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
- Η φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ’ αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του – κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο.
Ύστερα απ’ αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των αγίων Απόστολων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά: -
- Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο.
Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει. ο επισκέπτης. Τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό. – - Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.

Το σαρανταλείτουργο και η θαυμαστή σωτηρία

Διήγηση π.Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.
Κάποτε, ένας χριστιανός, ενώ έσκαβε με πολλούς μαζί σ’ ένα νταμάρι, έπεσε βράχος και τους καταπλάκωσε η στοά. Η γυναίκα αυτού του χριστιανού, η κυρία Αργυρώ, έδωσε ό,τι είχε από το υστέρημά της σε έναν ιερέα να κάμη 40 Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της σ’ ένα εξωκκλήσι κοντά στο μέρος όπου έγινε δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι είναι νεκρός. Καθημερινά μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα, σαν πτωχή που ήταν.
Όταν έφθασε ο ιερέας στις 20 Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια της κυρά Αργυρώς και αφού μετασχηματίστηκε σε έναν γνωστό της χωρικό, την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: – Ξέρεις; Ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι’ αυτό μην κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου. Αυτό της το έκαμε ο διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των 40 Λειτουργιών.
Εν τω μεταξύ, έγινε μεγάλη προσπάθεια ν’ ανοίξουν στοά στο ορυχείο, για να μπορέσουν να βγάλουν τα πτώματα, τα οποία ήσαν πάρα πολλά. Ήσαν όλοι τους νεκροί. Είχαν ήδη περάσει 40 ημέρες. Σκάβοντας ακόμη πιο βαθειά, έφθασαν σ’ ένα μέρος, όπου άκουσαν μία φωνή! Ανθρωπινή φωνή που τους έλεγε: – Προσέξτε, ζω! Σκάψτε με προσοχή, γιατί επάνω μου είναι δύο πέτρες, μην πέσουν και με θανατώσουν.
Αυτοί θαύμασαν και πράγματι, σκάβοντας με πολλή προσοχή από τα πλάγια, βρήκαν τον άνθρωπο ζωντανό και το ανήγγειλαν χαρούμενοι στην γυναίκα του. Απορούσαν όλοι πώς αυτός ο άνθρωπος έζησε επί 40 ημέρες χωρίς τροφή και χωρίς νερό. Κι αυτός τους είπε: – Κάθε μέρα μου έδινε κάποιος – αοράτως, δεν ξέρω πώς – ένα ψωμί και ένα μικρό δοχείο με κρασί, ενώ μία λαμπάδα αναμμένη ήταν μπροστά μου, και έτσι έτρωγα.
Εκτός από τρεις φορές, όπου δεν έφαγα τίποτε ούτε φως είδα και πικράθηκα πολύ, οδυρόμενος για τις αμαρτίες μου, γιατί νόμισα ότι έπαψε πλέον να με βοηθά αυτό το αόρατο χέρι του Θεού. Και ήμουν έτοιμος πλέον να πεθάνω από πείνα και δίψα.
Κατόπιν, είδα και πάλι την αναμμένη λαμπάδα, και δίπλα το ψωμί και το κρασί, όπως και πριν, και εδόξασα τον Θεό που δεν με εγκατέλειψε μέχρι τέλους και έτσι επέζησα και σώθηκα θαυματουργικά.
Όλοι βέβαια δοξολόγησαν τον Θεό, διότι ήσαν χριστιανοί και έμειναν με την απορία του μεγάλου αυτού θαυμαστού γεγονότος. Αυτή, χριστιανοί μου, είναι η πίστις μας! Αυτή είναι η ορθοδοξία μας: Η Θεία Λειτουργία!
(Από το υπό έκδοση βιβλίο μας-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ)

Ο ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου,
Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης,
στὸ 14ο βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ»ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)

.

Ὅταν λειτουργοῦσε γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄκουγαν διαφόρους ἤχους στό ἱερό βῆμα ἀπό οὐράνιους ἐπισκέπτες του. Γονάτιζαν κι ἔψαλλαν τό «Κύριε ἐλέησον».

. Μία φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία, γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…

. Κάποτε οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει. Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή συγχωρεθοῦν.
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…
Σαρανταλείτουργο «υπέρ υγείας».
ΚΑΠΟΙΟΣ άρχοντας από τη Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει ατό θάνατο, κάλεσε τη γυναίκα του για να της εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες:
Την περιουσία μου να τη μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις.
Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες.
Σ’ αύτή του τη μεγάλη θλίψη ο ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή του άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά ατή Νικομήδεια, και αμέσως – ω του θαύματος! – έγινε καλά.
Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο.
Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας το Θεό για το μεγάλο θαύμα.
Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποία ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε Εκείνος.
Ο όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τι είχε λεχθεί ατή διάρκεια της αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για τη σωτηρία της ψυχής σου; Όχι, γέροντα.
Τι θα είχα να ωφεληθώ αν τους άφηνα κάτι; δεν θα πήγαινε χαμένο; Μην το λες αυτό. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις εν ύμίν;»
Προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν το ονόματι του Κυρίου.
Και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα και εγείρει αυτόν ο Κύριος καν αμαρτίας ή πεποιηκώς αφεθήσεται αυτώ».
Νά λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη.
Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό για λειτουργίες, και θα λάβεις από το Θεό την πρέπουσα πληροφορία. ‘Έτσι κι έκανε.
‘Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά.
Κύριοί μου, φώναξε έκπληκτος ο άρχοντας πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;
Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μας έστειλε εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησία. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Νά, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ο Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.
‘Ύστερα απ’ αυτά, ο άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν ν’ ανεβάσουν την ψυχή τού άνθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.

Ἐσχατολογικὴ Ἐκκλησία

Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))



Οἱ πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται πὼς ἀπoστoλὴ τους εἶναι νὰ συγκροτήσουν τὴν ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν, τὴν ἐκκλησία ποὺ θὰ παραλάβει ὁ Κύριος καὶ ἐπικαλoῦvται τὴν δῆθεν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς πεντηκοστιανὲς ὁμάδες τοῦ αἰώνα μας.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ἡ ἐκκλησία ὑφίσταται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πρωτοεμφανίστηκε στὸν αἰώνα μας, παρατηροῦμε πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα καὶ ὄχι στὴ διαίρεση (Ἰω. ιστ' 13. Ἐφεσ. δ' 3-5. 13).

Οἱ διάφορες πεντηκοστιανὲς ὁμάδες δὲν ἔχουν «μία πίστη», ἀλλὰ παρουσιάζουν μεγάλες διαφορὲς στὴ δογματικὴ διδασκαλία, ἀκόμη καὶ στὸ βασικὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γενικὰ παρατηροῦμε πὼς ἡ κίνηση τῶν πεντηκοστιανῶν δὲν συνέβαλε στὴν ἑνότητα, ἀλλὰ στὴ μεγαλύτερη διαίρεση τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.

Οἱ πεντηκοστιανοὶ διακρίνουν τὸ «μικρὸ ποίμνιο», τὸ ὁποῖο ταυτίζεται δῆθεν μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν «ἐκλεκτῶν», ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῶν «μαζῶν», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν «κόσμο», εἶναι λένε, ἡ «κατ' ὄνομα ἐκκλησία», ποὺ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἁγία Γραφή.

Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» τοῦ Λουκ. ιβ' 32 ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὄχι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Τότε ἡ ἐκκλησία εἶχε τὴ συναίσθηση πὼς βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴ μεγάλη πλειoψηφία τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν εἶχε δεχθεῖ τὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Ὅμως σὲ κάποια στιγμή, σὲ πoλλὲς περιοχὲς τῆς γῆς, ἔπαυσε νὰ ἀπoτελεῖ μειονότητα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς «ἀποστάτησε».

Ἂν δεχθοῦμε αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν πεντηκοστιανῶν, πρέπει νὰ συμπεράνουμε πὼς καὶ ἡ κίνησή τους, λόγoυ χάρη στὶς περιοχὲς τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔγινε πλειoψηφία, ἔπεσε σὲ ἀποστασία.

Ἀποδεικνύεται δηλαδὴ πὼς ἡ παλιὰ διάκριση ἔχασε τὴ σημασία της καὶ πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καθηλώσoυμε τὴν ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ τοῦ ξεκινήματός της

Ο Ν.Καζαντζάκης για τον Χριστό

undefined

Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου

α. Τί είναι ο Χριστός;
1. Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις (η θεϊκή και η ανθρώπινη) είναι ενωμένες.
Έτσι παρ’ ότι είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος ο Χριστός είναι ένας. Ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος. Θαυματουργεί με την θεία παντοδυναμία Του, σαν Θεός. Τρώγει, περιπατεί, πίνει, κοιμάται, κουράζεται, μιλάει, κλαίει, σαν άνθρωπος.
Μα και η ανθρώπινη φύση Του, επειδή είναι ενωμένη σε ένα με την θεϊκή Του φύση, είναι εντελώς ξένη σε κάθε λογισμό αμαρτητικό. Γιατί είναι
• τέλεια φωτισμένη από το φως της παντογνωσίας που έχει σαν Θεός
• τέλεια δυναμωμένη από την θεία παντοδυναμία, και
• τέλεια αγιασμένη από την αγιαστική χάρη της Θεότητος.
Εμείς αμαρτάνομε, γιατί μη έχοντας επαρκή γνώση, φώτιση, δύναμη και αγιασμό της θέλησής μας, προτιμάμε:
• το σώμα από την ψυχή∙
• τα υλικά από τα πνευματικά∙
• τα επίγεια από τα επουράνια.
Στον Ιησού αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνη. Γιατί σαν Υιός του Θεού είχε επάρκεια γνώσης, δύναμης, αγιασμού και φωτισμού.
Αν λοιπόν σε μας, όταν έχωμε ελάχιστα μόρια, λεπτότατα ρινίσματα, γνώσης, δύναμης, φωτισμού, αγιασμού, κατασιγάζουν τα πάθη ψυχής και σώματος (γιατί η αμαρτία δεν είναι φύση, αλλά επίκτητη ψυχοσωματική διαστροφή), χρειάζεται να συζητούμε ότι ο Χριστός ήταν αναμάρτητος στην τήρηση του νόμου Του;
2. Στους νεώτερους χρόνους πολλοί (επιστήμονες, λογοτέχνες, κριτικοί κ.ά.) κάνουν μια διάκριση.
Λένε:
Εμείς βλέπομε τον Χριστό σαν άνθρωπο. Δεν θίγομε ούτε την Θεία Του Φύση, ούτε το δόγμα της Εκκλησίας.
Και θέλοντας τάχα να Τον ιδούν σαν άνθρωπο, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης Του. που είναι ομοιοπαθής με εμάς. Του αποδίδουν ο καθένας τα δικά του πάθη.
• Σ’ αυτό το μοτίβο εκινήθη ο γνωστός μας πάστορας Βεντουρίνι (βλ. σελ. 108)
• Σ’ αυτό κινείται και ο «δικός μας» Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Ο Τελευταίο Πειρασμός», στο οποίο παρουσιάζει τον Ιησού να βασανίζεται από φιλήδονους λογισμούς και άλλες μικρότητες.
Μα αυτό αποτελεί ένα φοβερό και ανεπίτρεπτο λάθος. Γιατί οι δύο φύσεις έχουν ενωθή στον Χριστό
«ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως». Και, κατά συνέπεια, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να απομονωθή από την θεία. Με κανένα τρόπο. Έτσι έχοντας τέλεια ένωση με την θεία Φύση ήταν αδύνατο να πέση σε σκοτισμό λογισμών και σε «αδυναμία»∙ ήταν αδύνατο να παρασυρθή σε αμαρτητικό λογισμό. Έτσι, δεν επιτρέπεται να Του αποδίδωμε την δική μας (ο καθένας μας!) σεξουαλικότητα.
Γι’ αυτό και η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος στον ΙΒ’ όρο της λέγει:
«Όποιος λέγει ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πριν από την ανάστασή Του ενοχλείτο από πάθη ψυχικά και από σαρκικές επιθυμίες, πρέπει να αναθεματισθή∙ (δηλαδή η Εκκλησιαστική Ιεραρχία οφείλει να διακηρύξη, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και να τον καταρασθή). Η ίδια Εκκλησιαστική ποινή πρέπει να επιβληθή και σε εκείνους που υπερασπίζονται εκείνους που λένε τέτοια πράγματα. Γιατί έχουν ξεφύγει από την Ορθόδοξη πίστη». Με άλλα λόγια, όσο και αν ένας συγγραφέας μας λέγει, ότι μιλάει μόνο για την ανθρώπινη φύση του Χριστού και ότι τάχα ΔΕΝ θίγει το δόγμα. ΔΕΝ ΑΜΝΗΣΤΕΥΕΤΑΙ. Γιατί το δόγμα θίγεται, και μάλιστα πολύ βάναυσα.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Πιστεύομε και διακηρύττουμε:
• Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ΕΝΑΣ
• τέλειος σαν Θεός∙
και τέλειος σαν άνθρωπος.
• Αληθινά Θεός∙
και αληθινά άνθρωπος∙
με ψυχή λογική και σώμα.
• Ομοούσιος με τον Πατέρα
κατά την Θεότητα∙
και ομούσιος με εμάς
κατά την ανθρώπινη φύση Του∙
σε όλα όμοιος με εμάς
εκτός από την αμαρτία.
• Ο Χριστός είναι ΕΝΑΣ
μα σ’ Αυτόν ενεργούν ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ
(η Θεία και η ανθρώπινη),
• που σ’ Αυτόν ενώθηκαν
ασυγχύτως, ατρέπως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως∙
(χωρίς πια να συγχέωνται∙
χωρίς πια να μεταβάλλωνται∙
χωρίς πια να διαιρούνται∙
χωρίς να χωρίζωνται)∙
• και συναποτελούν
ένα πρόσωπο∙
μία υπόσταση∙
τον Ένα Μονογενή Υιό∙
τον Ένα Θεό Λόγο∙
τον Ένα Κύριο Ιησού Χριστό.
(Όρος Δ’ Οικουμ. Συνόδου-Χαλκηδών 451 μ.Χ.)
β. Τί λέγει ο Καζαντζάκης για τον Χριστό.
1. Ο Νικόλαος Καζαντζάκης είναι λογοτέχνης. Οι λογοτέχνες δουλεύουν με το συναίσθημα και την φαντασία. Και επειδή και το συναίσθημα και η φαντασία είναι για τον καθένα καθαρά προσωπικά, καθαρά δικά του, είναι αυτονόητο, πως οι λογοτέχνες – σε όσα γράφουν – εκφράζουν ο καθένας τις δικές του ιδέες, τα δικά του βιώματα, και τα δικά τους συναισθήματα, που ο καθένας τα δουλεύει ανάλογα με την φαντασία του. Συγγραφέας- λογοτέχνης με δυνατή φαντασία βρίσκει δυνατές εκφράσεις για την έκφραση των συναισθημάτων, βιωμάτων και ιδεών και σε όλα, όσα λέει τον εαυτό του εκφράζει! Είτε στην αγνότητά του, είτε στην βρώμα του!
2. Ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα του « Ο τελευταίο Πειρασμός» παίρνει για ήρωά του τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Αυτό αποτελεί μια επιλογή της φαντασίας του. Και, σαν ήρωά του πια, αποδίδει στον Χριστό όλα τα δικά του συναισθήματα∙ όλους τους δικούς του πόθους∙ όλες τις δικές του αδυναμίες∙ όλες τις δικές του ιδέες και απόψεις.
Ο Χριστός του Καζαντζάκη είναι ένας τέλειος καθρέφτης του ψυχικού κόσμου του συγγραφέα του! Σε όλον του τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο!
Παρουσιάζει τον Ιησούν Χριστόν:
• Σαν καταδότη των αγωνιστών συμπατριωτών του στους καταχτητές ρωμαίους∙
• Σαν αμοραλιστή, που φτιάχνει εκτελεστικά όργανα προς χρήση των Ρωμαίων τυράννων! (για να σταυρώσουν τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης εναντίον του!).
• Σαν άνθρωπο με ανώμαλο ψυχικό βίο! Μερικές τουλάχιστον φορές το βλέμμα του και το χαμόγελό του παίρνουν έκφραση τόσο καθαρά δαιμονική, που τρομάζει η Παναγία Μητέρα Του.
• Σαν υποδουλωμένο στις επιθυμίες της σάρκας, σαν άνθρωπο χυδαίο, φιλήδονο, με λάγνο φρόνημα και με πράξεις πορνικές.
• Σαν βλάσφημο∙ σαν επαναστάτη κατά του Θεού.
• Σαν άνθρωπο που σε ό,τι καλό έκαμε, εχειραγωγείτο από τον Ιούδα, που ήταν τάχα ο πιο δυνατός και αφωσιωμένος μαθητής του
• Σαν απλό άνθρωπο, που επεθύμησε να γίνη Θεός και Σωτήρας του κόσμου, χωρίς βέβαια να είναι…
3. Γενικά, ο Ν. Καζαντζάκης παρουσιάζει τον Ιησού , όχι σαν ΣΩΤΗΡΑ του κόσμου, αλλά σαν ένα απλό και ταλαίπωρο άνθρωπο (= όπως όλοι!), που ενώ έχει ανάγκη όχι μόνο να ΣΩΘΗ, αλλά και να βρη τον εαυτό του, (γιατί – σύμφωνα με τον Καζαντζάκη πάντοτε – όπως και εμείς έτσι και ο Ιησούς δεν ήξερε ούτε τι είναι, ούτε τι γυρεύει στον κόσμο!…), πλάθει όνειρα, ότι θα γίνη σωτήρας του κόσμου!…
γ. Τι συναισθήματα «κουβαλούσε» ο Νικ. Καζαντζάκης.
1. Όπως είπαμε, οι λογοτέχνες συγγραφείς στα βιβλία τους εκφράζουν τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό στα βιβλία τους μπορούμε να βρούμε όχι μόνο τις ιδέες τους, αλλά και τον ψυχικό τους κόσμο. Μια τέτοια μελέτη στα βιβλία του Ν. Καζ. Θα βγάλη στην επιφάνεια πολλά.
Μα δεν χρειάζεται να καταφύγη κανείς σε μία τέτοια μελέτη. Τον Καζαντζάκη τον έχουν περιγράψει
α. η σύζυγος του Γαλάτεια στο βιβλίο της: Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι. Αθήναι 1980. Από τον τίτλο του βιβλίου καταλαβαίνομε, ότι την ζωή και σκέψη του Καζαντζάκη διείπε η αρρωστημένη φιλοσοφία του Φρ. Νίτσε. Ο Νίτσε, όντας τρελλός έγραψε στοχασμούς που γοητεύουν μόνον ανθρώπους με την ίδια ψυχολογικά κατάσταση υγείας.
β. Η Έλλη Αλεξίου, αδελφή της Γαλάτειας, στο βιβλίο της: Για να γίνη Μεγάλος, Αθήναι 1981. Σ’ αυτό η Έλλη μας λέγει, ότι όλος ο στόχος του Ν. Καζαντζάκη σε όλα, όσα έλεγε, έκανε και έγραφε, ήταν να γίνη μεγάλος. Πόσο μεγάλος; Να γίνη Θεός!…
γ. Ο ίδιος ο Νικ. Καζαντζάκης στις επιστολές του, που τις εξέδωκε ο φίλος του Παντ. Πρεβελάκης με τίτλο: 400 γράμματα του Νικ. Καζαντζάκη, Αθήνα.
Οι τρεις αυτοί μάρτυρες είναι οι πιο αυθεντικοί.
• Ποιός μπορεί να ειπή, πως ήξερε καλά τον Νικ. Καζαντζάκη πιο καλά από την σύζυγό του;
• Ποιός μπορεί να ισχυρισθή πως τον εκφράζει πιο αυθεντικά, από ό,τι εκφράζει ο ίδιος τον εαυτό του στα Γράμματά του;
2. Τί ήταν λοιπόν με βάση τα πιο πάνω βιβλία ο Ν. Καζαντζάκης;
α. Σαν ον ψυχοσωματικό.
Πρόσωπο «παθολογικά άτολμο, σεξουαλικά ανίκανο, αηδιαστικά λάγνο, κυριευμένο από τις ιδέες του Νίτσε (φιλόσοφος που αυτοκτόνησε), μηδενιστής, δειλό και διπρόσωπο∙ που πήγαινε με τους έχοντες την εξουσία∙ και όχι με εκείνους που είχαν το δίκιο» (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνη Μεγάλος, σελ. 78-192, 229).
β. Κοσμοθεωριακά, ιδεολογικά.
Κομμουνιστής δεν ήμουν ποτέ. Δεν με έπιασε αυτή η πνευματική ψώρα (ε.ά. σελ. 286). Τί ήταν τότε; Πότε έκανε τον αθεϊστή λενινιστή. Πότε τον βουδδιστή. Πότε τον σκεπτικιστή. Πότε τον αγνωστικιστή. Πότε… Πότε… Τί ήταν; Ένας χάος!…
γ. Σαν Έλληνας.
• Γράφει σε επιστολή του στον φίλο του Π. Πρεβελάκη:
Τι ντροπή να ανήκεις σε μία ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα! Πρέπει όλα αυτά να τα νικήσουμε∙ να ξεφύγουμε∙ να πολεμήσουμε μέσα μας ό,τι μας σμίγει με το ρωμέϊκο αίμα (Γράμμα 41 σελ. 46).
• Προτιμώ την Γερμανία από την Γαλλία. Το Παρίσι μυρίζει πολύ Ελλάδα. Και η Ελλάδα και οι Έλληνες μου είναι ΜΙΣΗΤΟΙ! (Γράμμα 76, σελ. 121)
• Με κυριεύει οργή και αηδία για τους Ρωμιού. Ποτέ δεν τους μίσησα και δεν τους συχάθηκα τόσο (Γράμμα 204, σελ. 429).
δ. Τί λαχταρούσε στην ζωή του.
• Ήταν «λυσσασμένος» για δόξα (γράφει ο φίλος του Πρεβελάκης) την ζωή του την προσδιώρισαν δύο κυρίως πράγματα: ο μεγαλομανής εγωϊσμός του και η μηδενική συζυγική ζωή του. Έτσι: φθάνει στο σημείο να θέλη να δημιουργήση θρησκεία και Εκκλησίες στο όνομά του και να προσκυνάται για προφήτης του Θεού!
• Είναι ανίκανος για σεξουαλική πράξη∙ μα γεμάτος λαγνεία∙ και χυδαία φιλήδονος!…
3. Μετά από αυτά συμπεραίνομε: Στο βιβλίο του «Ο Τελευταίο Πειρασμός» ο Νικ. Καζαντζάκης εκφράζει:
• τις ηθικές και εθνικο-κοινωνικές του ιδέες∙
• τις απόψεις του για τον Χριστό: ότι «βρήκε έδαφος» κατάλληλο! και κατάφερε και έγινε Θεός!…
• τον πόθο του να αναρριχηθή στον θρόνο του Χριστού∙ να φτιάξη δική του θρησκεία∙ να γίνη Θεός!…
4. Γιατί όμως όλα αυτά;
Λέγει ο ίδιος: «Ένας δαίμονας είναι μέσα μου. Και πολλές φορές ψυχανεμίζομαι, πως δεν είμαι εγώ» (Για να γίνης Μεγάλος, σελ. 186,396).
Κάθε σχόλιο περιττεύει.
δ. Τελική κρίση.
1. Ο ιταλός σκηνοθέτης Μαρτίνο Σκορτσέζε παρουσίασε το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη « Ο Τελευταίος Πειρασμός» σε ταινία (με κάποια δική του διασκευή).
Εναντίον της προβολής της ταινίας αυτής αντέδρασαν δυναμικά σε όλο τον κόσμο οι θρησκευτικοί κύκλοι.
2. Με αφορμή ανάλογες εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες στην Αθήνα ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», προέβη στην εξής δήλωση:
«Το επίπεδο ενός τμήματος του λαού μας βρίσκεται πολύ χαμηλά. Γιατί, αν το επίπεδο του δεν ήταν τόσο χαμηλό, θα εγνώριζε, πως ένας συγγραφέας, ή ένας σκηνοθέτης, που ξεπερνάει ορισμένα όρια, μειώνεται ο ίδιος από την υπερβολή του. Γιατί ο συγγραφέας (Ν. Καζαντζάκης) δεν γράφει ιστορία. Βάζει κάτι από τον εαυτό του στο έργο του.
Νομίζω ότι το πρόσωπο του Χριστού μένει τελικά άθικτο∙ γιατί είναι αφ’ εαυτού τοποθετημένο επάνω από τις αδυναμίες των συγγραφέων μας» (εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-10-1988, σελ. 24).
Με άλλα λόγια ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας λέγει:
• Ο Ν. Καζαντζάκης έχει βάλει στο έργο του «κάτι» από τον εαυτό του.
• Έτσι εμείωσε τον εαυτό του και το έργο του.
• Γιατί ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια.
• Το βιβλίο του δεν είναι καρπός μελέτης, δεν έχει καμμιά επιστημονική αξία∙ είναι φαντασία…
• Με το έργο του Καζαντζάκη ασχολούνται είτε θετικά, είτε αρνητικά μόνο πρόσωπα με χαμηλό επίπεδο.
• Το πρόσωπο του Χριστού είναι αφ’ εαυτού Του επάνω από τις αδυναμίες των συγγραφέων μας, τύπου Ν. Καζαντζάκη.
3. Είπε ο Χριστός για τον Εαυτό Του:
«Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες (= εκείνοι που καμαρώνουν πως είναι πνευματική ηγεσία), ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας∙ ο πεσών επί τον λίθον τούτον, συνθλασθήσεται∙ εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήση αυτόν» (Ματθ. 21,44).
Έχουμε κι εμείς σήμερα ανάγκη από μια έξοδο. Μια έξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της ίδιας της ολιγωρίας μας, του ίδιου του ψεύδους μας, του ίδιου του εαυτού μας.
Οφείλουμε να αντιτάξουμε άμυνα στην εθνική μας φθορά. Έχουμε ανάγκη σαν Έθνος από ένα άλλο τείχος, μια άλλη τάφρο.
Οι ψυχές των παιδιών μας, μέσα στην γενική κρίση που τα περιβάλλει, έχουν μείνει ανοχύρωτες.
Γιατί πρέπει να το παραδεχτούμε, πως οι ηθικές μας αντιστάσεις μειώνονται μέρα με την μέρα.
(Νικ. Βρεττάκου, Λόγος για το Μεσολόγγι (Γιορτές της Εξόδου 17 Απρίλη 1989, σελ. 16-17).

Ο ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ





Ὅταν λειτουργοῦσε γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄκουγαν διαφόρους ἤχους στό ἱερό βῆμα ἀπό οὐράνιους ἐπισκέπτες του. Γονάτιζαν κι ἔψαλλαν τό «Κύριε ἐλέησον».

***
Μία φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία, γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…
Κάποτε οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει. Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή συγχωρεθοῦν.


***
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…




Ο ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης,
στὸ 14ο βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ»ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


( ιστορική διαδρομή)

Ουσιώδες στοιχείο της εμπειρικής βίωσης του λειτουργικού χρόνου είναι στην παράδοση μας η νηστεία. Παλαιότερα οι άνθρωποι ζούσαν τη νηστεία. Ήξεραν πόσο μεγάλη σημασία έχει η νηστεία, όπως ήξεραν και πόσο μεγάλη σημασία έχει η κατάλυση. Όσο αμαρτία ήταν να μη νηστέψουν σε ημέρα νηστείας, τόσο αμαρτία ήταν γι’ αυτούς το να νηστεύουν σε πασχαλιάτικη ημέρα, σε ημέρα κατάλυσης. Δηλ. ήξεραν πως θα οικονομούσαν το χρόνο τους, ήξεραν πως μέσα στον κοσμικό χρόνο θα ζούσαν ένα λειτουργικό χρόνο. Εμείς προσπαθούμε να κατανοήσουμε με θεωρητικό τρόπο τι σημαίνει λειτουργικός χρόνος έξω απ’ αυτή τη βιωμένη παράδοση.
Κατά τον εβδομαδιαίο κύκλο έχουμε τη νηστεία της τετάρτης και της παρασκευής. Η Εκκλησία έχει θεσπίσει αυτή τη νηστεία από αρχαιοτάτων χρόνων, σύμφωνα μ’ αυτά που παρέλαβε από την Συναγωγή, δηλ. την Ιουδαϊκή παράδοση.
Επίσης πολύ νωρίς πιθανότατα από τα τέλη του 2ου μ.Χ. αι. η Εκκλησία θεσπίζει την προετοιμασία των ανθρώπων που θα βαπτισθούν. Στην πρώιμη χριστιανική παράδοση, όπως και την Ιουδαϊκή κι όπως σε όλες τις παραδόσεις, ένα μεγάλο πνευματικό γεγονός οι άνθρωποι το περίμεναν μέσα από μια προετοιμασία.
Οι πατέρες της Εκκλησίας είδαν δηλ. ότι η προετοιμασία αυτή έπρεπε να αποσκοπεί όχι μόνο στη θεωρητική κατάρτιση, αλλά στην καθολική εσωτερική συγκρότηση της ψυχής του κατηχουμένου. Σ’ αυτή την προοπτική η νηστεία είναι ένα μέσον πνευματικής προετοιμασίας, μαζί με όλα τα’ αλλά που προβλέπονταν για τους κατηχουμένους.
Έτσι θεσπίσθηκαν από πολύ νωρίς οι λεγόμενες βαπτιστήριες περίοδοι νηστείας, όπως είναι η Μ. Τεσσαρακοστή. Η νηστεία και όλη η πνευματική προετοιμασία της Μ. Τεσσαρακοστής είχε να κάνει με το βάπτισμα κατά το εσπέρας του Μ. Σαββάτου. Προετοιμάζονταν οι μεν κατηχούμενοι για να βαπτισθούν και όλοι μαζί όδευαν γι’ αυτό το μεγάλο γεγονός. Αυτές τις νηστείες ξέρουμε στην Εκκλησία μας. Αργότερα επειδή οι ανάγκες αυξήθηκαν, θεσπίστηκαν και κάποιες άλλες νηστείες. Επειδή δεν μπορούσαν όλοι οι κατηχούμενοι να βαπτίζονται το Μ. Σάββατο, ορίστηκε μια δεύτερη μεγάλη βαφτιστήρια περίοδος που κατάληγε στην ημέρα των Θεοφανείων. Θεσπίστηκε λοιπόν μία ακόμη περίοδος προετοιμασίας, η Σαρακοστή των Χριστουγέννων που ουσιαστικά αποσκοπεί στη βάπτιση κατά την ημέρα των Φώτων.
Ορισμένες άλλες νηστείες που εισήχθησαν σιγά-σιγά, όπως η νηστεία της Παναγίας, των Αγ. Αποστόλων, είναι αποτέλεσμα της μοναστικής επίδρασης.
Πάντως η νηστεία είναι μόνο ένα από τα μέσα της πνευματικής προετοιμασίας. Κανονικά η νηστεία δεν είναι μόνο αποχή από ορισμένα φαγητά, είναι μία πολύπλοκη άσκηση
Κατ’ αρχήν είναι ένας έλεγχος του λογισμού και της θελήσεως. Η φύση μας μας καλεί να θέλουμε μία τροφή, κι’ εμείς ασκούμεθα επί της θελήσεως της φύσεως μας και δεν τρώμε αυτή την τροφή. Αλλά δεν είναι μόνο οι τροφές. Η βούληση μας και ο λογισμός μας γεννούν ορισμένες σκέψεις. Πρέπει αυτές τις σκέψεις να τις ελέγχουμε.
Δυστυχώς σήμερα με την άμβλυνση που υπάρχει δεν ακολουθείται αυτό και περιοριζόμαστε μόνο στη νηστεία του φαγητού. Αυτό δεν κάνει βέβαια κακό, αλλά δεν αρκεί, αν θέλουμε να δούμε τη νηστεία ως μια πλήρη πνευματική άσκηση, όπως την έχει θεσπίσει η παράδοση μας.
Παράλληλα η νηστεία και όταν τηρείται και όταν δεν τηρείται, είναι μια μνήμη της παρουσίας του ιερού στη ζωή μας, μία υπενθύμιση της αναφοράς προς την παρουσία του Θεού. Αρκεί να ξέρουμε ότι νηστεύουμε κατά την εκκλησιαστική τάξη ή δεν νηστεύουμε αρνούμενοι αυτή την τάξη.

"Αν είναι Άγιος, ας μας πνίξει"

Κάποτε στην Θήρα (Σαντορίνη), την ημέρα της μνήμης του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, την Δευτέρα Κυριακή των Νηστειών, μερικοί Λατίνοι καθώς έπλεαν με κάποιο πλοίο κάνοντας αναψυχή, έβαλαν μερικά παιδιά σε μια λέμβο τα οποία χτυπώντας τα χέρια τους έλεγαν: «Ανάθεμα τον Παλαμά, αν είναι ο Παλαμάς Άγιος, ας κάμει να πνιγούμε». Αυτά βλασφημούσαν τα Φραγκόπουλα, καί ω του παραδόξου θαύματος, αδελφοί! Ω της Αγιότητας καί της προς Θεόν παρρησίας του θείου Γρηγορίου! Την ίδια ώρα κατά την οποία βλασφημούσαν, χωρίς καμία ταραχή της θάλασσας, και σε καιρό γαλήνης, καταποντίσθηκε το πλοιάριο μαζί με όλους εκείνους που ήσαν εντός αυτού, για την βλασφημία την οποία έλεγαν: «Αν είναι Άγιος, ας μας πνίξει». Καί τα μεν σώματα των βλάσφημων εκείνων βυθίσθηκαν στην θάλασσα, οι δε μιαρές ψυχές τους βυθίσθηκαν στο αιώνιο πυρ της κολάσεως, βεβαιώνοντας την αγιότητα του θείου Γρηγορίου.
Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Νεκταρίου (+1669)

Αρχάριος στην πίστη...

 



Όταν κάποιος επιστρέφει στο σπίτι του από τόπο μακρινό αισθάνεται πάντοτε μεγάλη χαρά. Έτσι και συ τώρα που επιστρέφεις από πολύ μακριά από τα παγερά μέρη της απιστίας στη θερμή εστία της πίστης των πατέρων μας.

undefined

Οι δυσκολίες που έχεις δεν είναι άγνωστες στην εκκλησία Της είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο. Γιατί η εκκλησία αγωνίζεται για τους ανθρώπους.. Να τους επανασυνδέσει με την κοινωνία της. Μα και οι δαίμονες αγωνίζονται, να τους απομακρύνουν μια για πάντα. Και γι’ αυτό, όταν κάποιος θελήσει να επιστρέψει, βάζουν όλες τους τις δυνάμεις.

Το ίδιο κάνουν και σε σένα τώρα. Και πότε σε κάνουν και απελπίζεσαι, πότε να θυμάσαι τη γλύκα της αμαρτίας, πότε βάζει τους πρώην συντρόφους σου να σε κουτσομπολεύουν και να σε ενοχλούν και πότε σου λένε ότι όλοι οι ένδοξοι, ισχυροί και σπουδαίοι άνθρωποι που είχατε στους κύκλους σας, ήσαν άπιστοι και άθεοι!
Πρέπει ν’ ανοίξετε πόλεμο με τους αόρατους εχθρούς. Η νίκη είναι σίγουρη. Αρκεί να μην απομακρύνεις το βλέμμα σου από το πρόσωπο του φιλάγαθου Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Γαντζώσου σ’ Eκείνον. Προσευχήσου σ’ Εκείνον. Γεννήθηκε στο σπήλαιο για μας. Κοπίασε και εξαντλήθηκε για μας. Ήρθε κοντά στον σωματικό μας πόνο. Σταυρώθηκε για μας. Αναστήθηκε και αναλήφθηκε για μας. Τον συναντάμε παντού και πάντοτε. Θα νοιώσετε ντροπή, που είχατε μείνει πρώτα μακριά Του και εναντίον Του! Τα δαιμόνια, τι έκαναν για σας;
Μου λέτε, ότι τώρα διαβάζετε την Αγία Γραφή. Και μόνο τη Γραφή. Κανένα άλλο βιβλίο δεν θέλετε πια να διαβάζετε. Ναι, έτσι γίνεται όταν πεινάει κάποιος πνευματικά, του είναι δύσκολο να διαβάζει κάτι άλλο εκτός από τα θεϊκά λόγια. Όμως δεν μπορείτε ακόμα να προσευχηθείτε. Θα έρθει κι’ αυτό. Μην αμφιβάλλετε. Όταν η καρδιά σας θα ανάψει από αγάπη για Κείνον πού είναι η μοναδική αγάπη. Τότε συ από μόνος σου πια δεν θα την αφήνεις ποτέ την προσευχή. Τώρα αρκέσου σε μια σύντομη προσευχή. Π.χ. Το “τρισάγιο”. Ή το “Θεοτόκε Παρθένε”.
Να τις επαναλαμβάνεις τις προσευχές αυτές πέντε φορές την ημέρα. Βάλτο αυτό σαν κανόνα. Και κάνε τον, είτε το θέλεις, είτε όχι. Ποτέ μην τον αμελείς.
Μόνο το Ευαγγέλιο δίνει φως. Η προσευχή δίνει ζεστασιά Και μην ξεχνάς ποτέ την ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη μοιάζει με ένα πνευματικό θερμοκήπιο. Καίει και αυξάνει στην ψυχή το φως του Ευαγγελίου και την ζεστασιά της προσευχής. Και έτσι η ψυχή φέρει καρπό πολύ.

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ
Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956).

Η μετάδοση της κατανύξεως
Δύο ερημίτες που αγωνίζονταν μαζί, διάβαζαν μαζί και την καθημερινή τους ακολουθία. Ο ένας είχε πολλή κατάνυξη! Από τα δάκρυα που έχυνε, άφηνε συχνά το διάβασμα στη μέση.Μα τι σκέπτεσαι και κλαις με τόσο πόνο, όταν προσεύχεσαι; τον ρωτούσε ο άλλος με απορία.Νομίζω, αδελφέ μου, πως την ώρα αυτή παραστέκομαι στο βήμα του Χριστού για να δικαστώ. Και μη βρίσκοντας τι ν’ απολογηθώ για τις πολλές μου αμαρτίες, φράζει το στόμα μου από φόβο και χάνω τη συνέχεια τού στίχου πού διαβάζω. Αλλά εάν σ’ ενοχλώ μ’ αυτό, ας διαβάζει ο καθένας μας ξεχωριστά την ακολουθία.Όχι, αδελφέ μου, διαμαρτυρήθηκε ο άλλος, δεν μ’ ενοχλείς. Αντίθετα μάλιστα, με ωφελείς πολύ. Γιατί, εγώ που δεν έχω το χάρισμα τής κατανύξεως και των δακρύων, βλέποντας εσένα συγκινούμαι και θλίβομαι για τη σκληρότητά μου.

(Γεροντικόν)

Οἱ χρονιάρες μέρες

 
Συνήθως ὀνομάζουμε χρονιάρα τήν ἐπίσημη ἡμέρα, τήν ἡμέρα μιᾶς μεγάλης γιορτῆς, ἐπειδή μέ τό περιέχόμενό της ἐπιβάλλεται στό χρόνο, τόν ἱεροποιεῖ καί τόν ἁγιάζει, ἀλλά καί γιατί τήν ἡμέρα αὐτή συνήθως ἀναπαύονται οἱ ἄνθρωποι "ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν".

Πρώτη καί ἀδιάψευστη χρονιάρα μέρα μέσα στόν κύκλο τῶν ἡμερῶν τοῦ ἔτους εἶναι καί παραμένει ἡ Κυριακή, ἡ ὁποία εἶναι φορτισμένη μέ τό μέγιστο περιεχόμενο καί νόημα: αὐτό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Γι' αὐτό καί οἱ παλιότεροι τήν Κυριακή τήν τηροῦσαν ὡς ἀργία, ὡς ἡμέρα καταπαύσεως, ἀλλά καί ὡς τό εὐλογημένο διάλειμμα πού παρέχει ὁ Θεός στόν κεκμηκότα ἄνθρωπο, ὥστε νά ἀνασυγκροτηθεῖ, νά βρεῖ τόν καιρό, γιά νά καταφύγει σ' Ἐκεῖνον, κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, γιά νά τόν δοξολογήσει καί παράλληλα νά τόν παρακαλέσει, ὅπως τοῦ σταθεῖ συνεργός καί συναντιλήπτορας καί στή νέα ἑβδομάδα.

Μέ τά χρόνια ὅμως καί μέ τήν αὐτάρκεια πού ἀπόκτησαν οἱ ἄνθρωποι, τούτη ἡ εὐλογημένη ἀρχή παραμερίστηκε. Γιατί ἡ Κυριακή προσμετρήθηκε μέσα στόν ἀριθμό τῶν ἐργασίμων ἡμερῶν, ἀκόμη καί γιά τούς ὑπαλλήλους πού ἔχουν καί τό πενθήμερο ἐργασίας. Μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξαφανίζεται ἡ τιμή πρός τήν ἐπίσημη αὐτή ἡμέρα καί, στή συνέχεια, πρός τίς ἄλλες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν πού κλαδίζονται μέσα στό σῶμα τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Πᾶνε πολλά χρόνια -θά ζυγώνουν τό μισόν αἰὼνα- ὅταν σέ μιά μικρή, ἥσυχη καί ταπεινή κοινότητα ἀνθρώπων μέ πολύ χαμηλό βιοτικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί μεγάλη καρδιά καί καλωσύνη, σ' ἔνα λιτό νησιωτικό χωριό, ἔζησα καί βίωσα τό γεγονός τῆς τιμῆς πρός τήν Κυριακή καί τή γιορτή. Μέ αὐθόρμητο τρόπο καί μέ τήν ἀσίγαστη πίστη τους προσπαθοῦσαν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοϊκοί χωρικοί νά τηρήσουν τήν ἀργία τῆς χρονιάρας ἡμέρας, ἔστω μέχρι καί τό μεσημέρι, ἀφοῦ εἶχαν καί ζωντανά, στά ὁποῖα ἔπρεπε νά παραδώσουν ἕνα μέρος τοῦ χρόνου τους, γιατί κι ἐκεῖνα ἤθελαν περιποίηση καί φροντίδα. Ὡστόσο, τήν Κυριακή καί τή γιορτή τίς τιμοῦσαν δεόντως. Μάλιστα, θυμᾶμαι, πώς τίς καλές αὐτές ἡμέρες τρώγανε τό καλό τό φαΐ, πήγαιναν νά ἐπισκεφτοῦν κάποιο δικό τους, ἐνῶ τίς ἡμέρες αὐτές πάντα περίμεναν τόν ταχυδρόμο γιά νά τούς φέρει τό γράμμα ἀπό τόν ξενιτεμένο δικό τους ἄνθρωπο. Ἀδιάψευστα τεκμήρια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπομένουν κάποιες φωτογραφίες "βγαλμένες" ἐδῶ καί σαράντα, πενήντα ἤ καί παραπάνω χρόνια. Γιατί ὁ πλανόδιος φωτογράφος περνοῦσε ἀπό τό χωριό μόνο τέτοιες μέρες, μέρες καλές, χαρμόσυνες μέρες, πού ἤξερε πώς ὁ κόσμος ἦταν μαζεμένος στά σπίτια του, ἀλλά κι "ἀλλασμένος", δηλαδή ντυμένος μέ τά καλά του.

Ἐπίσης μιά παλιά συνήθεια τῶν παλαιῶν ἦταν, ὅπως τά ἀπογεύματα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἤ στόν βαθύ τόν Ὄρθρο πηγαίνουν οἱ γυναῖκες τῶν ναυτικῶν ἤ τῶν ἀποδήμων, ἀλλά καί κάποιες φιλόθεες συγχωριανές τους, γιά ν' ἀνάψουν τά καντήλια σέ ταπεινά ξωκκλήσια, σιωπηλά κι ἄδεια μοναστήρια, ἀκόμα καί σέ προσκυνητάρια. Συνήθεια πού κρατεῖ μέσα της τήν εὐλογία καί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σέ τέτοιους ἔρημους τόπους, σέ λιτά καί μικρά ἱ. θυσιαστήρια βιώνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στούς πολύβοους ἐνοριακούς ναούς, ὅπου ὁ σκανδαλισμός εἶναι ἐπί θύραις καί ἡ ἀνησυχία ἐπίσης.
undefined
(Ζητῶ ἀπο τόν ἀναγνώστη μου νά συγχωρήσει τούτη τήν παρένθεση, ὅπως καί τό προσωπικό ὕφος πού περιέχει. Ὅμως δέν μπορῶ νἀ μήν ἐξομολογηθῶ, πώς πάντα τίς μεγάλες γιορτές ὁ νοῦς μου γυρίζει σ' ἐκεῖνα τά κλειστά καί σκοτεινά μοναστηράκια ἤ ξωκκλήσια, πού σκόρπια στά βουνά καί στά βράχια περιμένουν τόν φιλότιμο πιστό, πού θά τά ἐπισκεφθεῖ καί θ' ἀνάψει τά καντήλια, θά θυμιάσει καί θά πεῖ τό τροπάρι τοῦ ἁγίου ἤ τῆς ἑορτῆς, ὥστε νά ἀγαλλιάσει καί ἡμερώσει ὁ τόπος κι ἀνεβεῖ αὐτή ἡ προσευχή καί ἡ δέηση στόν Κύριο τῆς δόξης, ἀφτιασίδωτη, εἰρηνική καί ἐκ βάθους καρδίας).

Σήμερα οἱ χρονιάρες μέρες καταβροχθίστηκαν ἀπό τόν ἀδηφάγο περισπασμό, ὅπως τά προφτάσουμε ὅλα. Μόνο πού αὐτή ἡ διαρκής κίνηση μᾶς τραυματίζει θανάσιμα κάποτε μέ ἀποτέλεσμα νά χάνουμε τά πάντα καί νά μήν μποροῦμε, γιά χάρη ἄλλων ἀσχολιῶν, νά χαροῦμε τίς εὐλογημένες χρονιάρες μέρες καί νά στραφοῦμε λίγο στόν ἑαυτό μας γιά νά στοχαστοῦμε: ἄραγε, ποιός εἶναι ὁ κύριος καί ὁ πιό σημαντικός στόχος στή ζωή μου; Μέχρι ποῦ φτάνουν οἱ δυνάμεις μου νά προσπαθήσω; Μήπως πρέπει νά ψάξω μέσα σέ τούτη τήν πολυασχολία μου νά βρῶ καί λίγο χρόνο, ὥστε νά κοιτάξω τόν ἑαυτό μου καί τό Θεό, κ.ἄ. Μόνο πού σήμερα οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται μέσω ἄλλων καί ἐνεργοῦν, χωρίς νά καταλαβαίνουν τό γιατί. Μέ ἀποτέλεσμα νά φεύγουν ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί νά μήν ἔχουν σκεφτεῖ οὔτε μιά φορά, γιατί τελικά τόν ἐπισκέφτηκαν.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου (Κοτσώνη) Αωνία η μνήμη


Στις 15 Νοεμβρίου του 1988
ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έγειρε το κεφάλι, για να αναπαυτεί στην αγκαλιά του Θεού.
Γεμάτος πίστη.
Φορτωμένους καρπούς.
Σε μιά άκρη του αγιασμένου νησιού της Τήνου,κάπου έξω απο το χωριό του αναπαύεται τώρα το ιερό σκήνος του.
Η ψυχή του, που λαχτάρησε με τόση δύναμη και με τόση δίψα τον Θεό, χαίρεται ανάμεσα στούς αγγέλους και τούς Αγίους.
Πίσω του άφησε ένα φως
Ένα δείγμα ποιμένος γνησίου,που ακολούθησε τον μεγάλο Ποιμένα και Επίσκοπο των ψυχών μας.
Οι καιροί θα περάσουν.
Τα πάθη θα σβήσουν.
Οι πικρίες εκείνων που πληγώθηκαν απο τήν ακεραιότητά του και απο την κρυστάλλινη διακονία του δέν θα αντέξουν στή δοκιμασία του ορμητικού ποταμού της ιστορίας.
Η φυσιογνωμία τού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Α΄ θα μείνει αγνή και αψεγάδιαστη.
Για να δείχνει το κάλλος τής.
Και για να καθοδηγεί τούς ποιμένες και το σώμα τής Εκκλησίας.
Οι διάδοχες γενιές θα καθηλώσουν το βλέμμα στή μορφή του.
Θα τον νοιώσουν πατέρα.
Θα σκύψουν, σαν μαθητές στην προσφορά του.
Και θα καυχηθούν
"έν Κυρίω"
γιατί στήν δύση τού εικοστού αιώνα
έλαμψε στο στερέωμα ένα μεγάλο αστέρι,
ικανό να φωτίσει με τή λάμψη του την εκκλησιαστική διαδρομή της τρίτης χιλιετίας.

Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος
Νικόδημος

ΠΗΓΗ ιστολογιο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

Μικρό απάνθισμα από διδασκαλίες του Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ(15 Νοεμβρίου

Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794)

Σύντομα βιογραφικά στοιχεία.
Ag. Paissios Velitskofski
Γεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.
Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντα του Βασίλειο με τ΄ όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς.
Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος.
Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992.
Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά.
Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους
Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007
————————————————————

Μικρό απάνθισμα από τις διδασκαλίες του Αγίου.
Α.῾Η ᾿Αδιάλειπτος Προσευχὴ καὶ ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ
(Απ’ο το βιβλιο –Τα κρίνα του Αγρού-Κεφάλαια κδʹ)
«᾿Εθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ» (Ψαλμ. ληʹ 4
* * *
α. Νὰ εἶσαι σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, διότι ᾿Εκεῖνος θὰ,σὲ καθοδηγήση στὸ κάθε τι καὶ θὰ σοῦ ἀποκαλύψη, διὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια μυστήρια.
β. ῾Ο νοῦς μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι σταθερὰ καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἀρετές: τὴν ἀγάπη σὲ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐγκράτεια κα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
γ. ῾Η ἀγάπη ἐξορίζει τὴν ὀργή, ἡ ἐγκράτεια ἐξασθενίζει τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχὴ διώκει ἀπὸ τὸν νοῦ τοὺς λογισμούς, φυγαδεύουσα ταυτόχρονα τὴν ἐχθρότητα καὶ τὴν ἔπαρσι.
δ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ᾿Αγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων· μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ᾿Αγγέλων.
ε. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ σκοτεινὰ πάθη·
ἀπόκτησε αὐτήν, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνης θὰ ἀποκτήσης ψυχὴ ἀγγελικήϛ. ῾Η Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀγαλλίασις. Εἶναι πολύτιμη σὰν ξίφος. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲν δύναται νὰ ἀναχαιτίση τόσο ἀποτελεσματικὰ τοὺς δαίμονας· κατακαίει αὐτούς, ὅπως ἡ φωτιὰτὰ βάτα.
ζ. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀναφλέγει ὁλόκληρο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ τοῦ φέρνει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· ἔτσι, ἀπὸ τὴν [πνευματικὴ] ἡδονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα, ὁ ἄνθρωπος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ θεωρεῖ κάθε τι γήϊνο σὰν χῶμα καὶ στάκτη.
η. ῞Οποιος μὲ πόθο καὶ χωρὶς διακοπή, σὰν τὴν ἀνάσα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ στήθη του, ἐπαναλαμβάνει τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, τὸ «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», σύντομα θὰ γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ῾Οποία «μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσει» (πρβλ. ᾿Ιω.ιδʹ 23).
θ. Τότε ἡ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ θὰ καταβροχθίζη τὴν καρδιὰ καὶ ἡ καρδιὰ τὴν Εὐχή· τότε ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας νύκτα καὶ ἡμέρα τὴν εὐλογημένη αὐτὴν ἐργασία, θὰ λυτρωθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ.
ι. Εἴτε στέκεσαι εἴτε κάθεσαι εἴτε τρῶς εἴτε ταξιδεύεις εἴτε κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐπαναλάμβανε ἐπίμονα τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀσκώντας ἰσχυρὴ βία στὸν ἑαυτό σου, διότι αὐτὴ πλήττει τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς σὰν ἕνας πολεμιστὴς μὲ φονικὴ λόγχη.
ια. Χάραξε τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ στὸν νοῦ σου καὶ λέγε αὐτὴν μυστικά, χωρὶς δισταγμὸ ἢ συστολή, ἀκόμη καὶ στοὺς χώρους τῆς σωματικῆς ἀνάγκης!
ιβ. ῞Οταν ἡ γλῶσσα καὶ τὰ χείλη σου κουραστοῦν, προσευχήσου μόνο μὲ τὸν νοῦ· ὅταν πάλι ὁ νοῦς κουραστῆ ἀπὸ τὴν ἐπίμονη αὐτοσυγκέντρωσι καὶ ἡ καρδιὰ πονέση, τότε κάνε μία διακοπὴ καὶ πιάσε τὴν ψαλμωδία.
ιγ. ᾿Απὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἀσκεῖται γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ τὴν γλῶσσα, γεννιέται ἡ προσευχὴ τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή· καὶ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ γεννιέται ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ καρδιακὴπροσευχή.
ιδ. Νὰ μὴ λέγης τὴν Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ δυνατὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ τὴν ἀκοῦς· καὶ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴ στρέφης τὴν σκέψι σου ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὲ κοσμικὰ καὶ μάταια πράγματα, ἀλλὰ νὰ μένης, πολεμώντας τὴν ραθυμία, στὴν μνήμη τῆς Εὐχῆς καὶ μόνο.
ιε. ῾Η προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα στὸν ὁρατὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀφοσιώνουμε τὸν νοῦ μας σὲ αὐτήν. ῞Οπου στέκεται τὸ σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νὰ εὑρίσκεται μαζί του καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας κανένα λογισμὸ ἐκτὸς,ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Εὐχῆς.
ιϛ. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες λέγουν, ὅτι ἂν κανεὶς προσεύχεται μὲ τὰ χείλη, ὁ νοῦς του ὅμως εἶναι ἀπρόσεκτος, κοπιάζει μάταια, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προσέχει τὸν νοῦ καὶ ὄχι τὰ πολλὰ λόγια· ἡ νοερὰ προσευχὴ δὲν ἀνέχεται νὰ ἔχη ὁ νοῦς καμμία φαντασία ἢ ἀκάθαρτη σκέψι.
ιζ. ῍Αν δὲν ἐθισθῆ κανεὶς στὴν νοερὰ Εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ ἀποκτήση τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
ιη. ῍Αν ἡ Εὐχὴ τοῦ γίνη συνήθεια καὶ περάση μέσα στὴν καρδιά του, θὰ ξεχύνεται ἀπὸ αὐτὴν ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ μία πηγή.
ιθ. ῞Ο,τι καὶ ἂν κάνη τότε ὁ ἄνθρωπος, ὅλες τὶς ὧρες καὶ σὲ ὅλους τοὺς τόπους, εἴτε εἶναι ξύπνιος εἴτε κοιμᾶται, θὰ κινῆται αὐθόρμητα στὴν ἐπανάληψι τῆς Εὐχῆς· ναί, ἀκόμη καὶ ὅταν νυστάζη ἢ τὸν παίρνη ὁ ὕπνος, ἀκόμη καὶ τότε ἡ Εὐχὴ θὰ τὸν ξυπνάη, ἀναβλύζουσα ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
κ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅταν δὲν ἐγκαταλείπεται ποτέ, διότι ἂν καὶ τὰ χείλη κουράζωνται καὶ τὸ σῶμα ναρκώνεται, τὸ πνεῦμα ὅμως δὲν κοιμᾶται ποτέ.
κα. ῞Οταν ἐκτελῆ κανεὶς μὲ προσήλωσι κάποια ἀναγκαία ἐργασία ἢ ὅταν λοσγισμοὶ εἰσορμοῦν στὸν νοῦ του ἢ ὅταν ὁ ὕπνος τὸν καταβάλλη, τότε πρέπει νὰ προσεύχεται ζωηρὰ μὲ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσα, ὥστε ὁ νοῦς του νὰ ἀκούη τὴν φωνή· ὅταν πάλι ὁ νοῦς εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἤρεμος ἀπὸ λογισμούς, τότε ὁ ἄνθρωπος ἂς προσεύχεται μόνο νοερά.
κβ. Αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς ὁδηγεῖ συντομώτερα στὴν σωτηρία, ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἄλλος μὲ τοὺς ψαλμούς, τοὺς ἀσματικοὺς κανόνες καὶ τὶς συνήθεις προσευχές, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐγγράμματοι.
κγ. ῞Οσον διαφέρει ὁ ὥριμος ἄνθρωπος ἀπὸ ἕνα παιδί, ἄλλο τόσο καὶ ἡ νοερὰ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἀπὸ μίαν ἄλλη, ποὺ ἔχει συνταχθῆ τεχνητά.
κδ. ῾Η προσευχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς εἶναι γιὰ τοὺς προχωρημένους.
῾Η ψαλμωδία, δηλαδὴ ἡ συνήθης ἐκκλησιαστικὴ μελωδία, εἶναι γιὰ τοὺς μεσαίους. ῾Η ὑπακοὴ καὶ ὁ κόπος εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους.
Προσευχ στν ΖωοποιΑγία Τριάδα:
«Πάτερ ᾿Αγαθέ, καὶ Πανάγιε Υἱέ, καὶ Θεῖον Πνεῦμα, Τριὰς ῾Αγία, Θεὲ ἀδιαίρετε, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν!

Β. Τα παιδιά της ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ (όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ)
Η ΥΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ γεννάει την φιλοδοξία-
η φιλοδοξία γεννάει τη φιληδονία
η φιληδονία γεννάει τη γαστριμαργία και την πορνεία
η πορνεία γεννάει την οργή που αφαιρεί τη θέρμη της καρδίας και είναι καταστροφή για κάθε αρετή
η οργή γεννάει τη μνησικακία που απομακρύνει την πνευματική θέρμη
η μνησικακία γεννάει τη σκοτεινή και μοχθηρή βλασφημία
η βλασφημία γεννάει την άκαιρη λύπη που σαν σκουριά κατατρώει τον άνθρωπο
η λύπη γεννάει την άλογη αναίδεια
η αναίδεια γεννάει τη ματαιοδοξία που βάζει τον άνθρωπο να επιδεικνύει τις αρετές του χάνοντας έτσι το μισθό του
η ματαιοδοξία γεννάει την ακατάσχετη φλυαρία
η φλυαρία γεννάει την αγρολογία,το ψέμα, τη συκοφαντία,την κατάκριση,τον διασκορπισμό του νου,την αιχμαλωσία,την απελπισία
η απελπισία γεννάει τα εφιαλτικά όνειρα.
Γ.Οἱ Βαθμίδες τῶν ᾿Αγωνιστῶν ᾿Αδελφῶν στὸ Κοινόβιο
᾿(Απὸ ᾿Επιστολὴ τοῦ ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ († 15.11.1794)*
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ἀγωνίζονται γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουν ἀνυπόκριτη κατὰ Θεὸν ἀγάπη ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. ᾿Αγαποῦν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ Θεὸ καὶ θεωροῦν ἀκάθαρτα ὅλα τὰ τερπνὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, γι᾿ αὐτὸ κι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο, ἀνέλαβαν τὸ σταυρό τους κι ἀκολούθησαν τὸν Κύριό τους. ᾿Επίσης ἀγωνίζονται νὰ σηκώνουν ὁ ἕνας τὰ βάρη
τοῦ ἄλλου, νὰ ἔχουν ἑνότητα ψυχῆς καὶ πνεύματος, νὰ παροτρύνουν ἀλλήλους σὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ νὰ συναγωνίζονται ποιὸς θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλο σὲ ἀγάπη καὶ πίστη πρὸς ἐμένα τὸν ἀνάξιο, σὰν ἀληθινὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἐγὼ ποὺ τοὺς βλέπω ν᾿ ἀγωνίζονται ἔτσι εὐφραίνομαι ψυχικὰ καὶ δοξολογῶ μὲ δάκρυα τὸ Θεό, γιατὶ μὲ ἀξίωσε νὰ βλέπω τέτοιους
δούλους Του, νὰ συγκατοικῶ μαζί τους καὶ νὰ παρηγοροῦμαι ἀπ᾿ αὐτούς. Βλέπω τοὺς Αδελφοὺς σὰν ᾿Αγγέλους τοῦ Θεοῦ ποὺ βιάζουν τὸν ἑαυτό τους στὴν ἁγία ὑπακοὴ καὶ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο ν᾿ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη τους, γιατὶ ἔχω στερηθεῖ αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὴν ὑπακοή.
Βέβαια ὅλοι οἱ Μοναχοὶ στὸ Κοινόβιό μας δὲ βρίσκονται στὴν ἴδια βαθμίδα, αὐτὸ θά᾿ταν ἀδύνατο. Μερικοὶ ὅμως, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι, ἔχουν νεκρώσει τελείως τὸ θέλημα καὶ τὴ γνώμη τους, ὑποτάσσονται σὲ μένα καὶ κάνουν ὑπακοὴ στοὺς ᾿Αδελφούς, σὰ νά᾿ταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ ταπείνωση. ῎Εχουν τὴ δύναμη νὰ ὑπομένουν ἀτιμίες, εἰρωνίες, ἐπιπλήξεις καὶ κάθε εἶδος πειρασμοῦ μὲ τέτοια χαρά, ποὺ φαίνεται πὼς ἔχουν ἀξιωθεῖ νὰ λάβουν κάποια ἰδιαίτερη καὶ μεγάλη χάρη ἀπ᾿ τὸ Θεό. Κι ὄχι μόνο τὰ ὑπομένουν ὅλ᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιθυμοῦν ζωηρά. Καὶ στὰ μύχια τῆς καρδιᾶς τους μέμφονται ἀδιάλειπτα τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν θεωροῦν ὑποπόδιο καὶ μικρότερο ὅλων.
῎Αλλοι πάλι, κι αὐτοὶ εἶναι ἐπίσης ἀρκετοί, πέφτουν καὶ σηκώνονται, ἁμαρτάνουν κι ἔπειτα μετανοοῦν, ὑπομένουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς μομφές, ἔστω καὶ μὲ δυσκολία, ἀλλὰ βιάζουν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ τὸν ἑαυτό τους νὰ φτάσουν τοὺς πρώτους καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσεύχονται θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα.
Καὶ ὑπάρχουν κι ἄλλοι, λιγότεροι αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀδύνατοι σὰν παιδιά, ἀνίκανοι νὰ δεχτοῦν στέρεη τροφή, δηλαδὴ νὰ ὑποφέρουν προσβολὲς καὶ πειρασμούς, χρειάζονται ἀκόμα γιὰ τροφὴ τὸ γάλα τοῦ ἐλέους, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγκατάβασης στὶς ἀδυναμίες τους, μέχρι νὰ φτάσουν στὴν πνευματικὴ βαθμίδα τῆς ὑπομονῆς. Αὐτοὶ συμπληρώνουν τὶς ἐλλείψεις τους μόνο μὲ τὴν καλή τους διάθεση καὶ τὴ συνεχὴ αὐτομεμψία. Πολλὲς φορὲς βιάζουν τὸν ἑαυτό τους πάνω καὶ πέρα ἀπ᾿ τὴ δύναμή τους, μέχρις αἵματος σχεδόν, γιὰ νὰ ὑπομείνουν τὶς προσβολὲς καὶ νὰ κόψουν τὸ θέλημά τους.
᾿Αγωνίζονται σκληρὰ γι᾿ αὐτό, παραδίνονται στὸ Θεὸ καὶ τὸν παρακαλοῦν μὲ δάκρυα νὰ τοὺς βοηθήσει. Αὐτοί, ἄν καὶ ἀδύνατοι, συγκαταλέγονται ἀπ᾿ τὸ Θεὸ στοὺς βιαστὲς ποὺ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Ολοι τους, ἄν καὶ ὅπως προεῖπα ὄχι ὅλοι στὸν ἴδιο
βαθμό, ἀγωνίζονται νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἑνωμένοι μεταξύ τους μὲ τὸν ἀδιάλυτο δεσμὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τους ὑπομένουν συνέχεια τὴ στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μὲ φρόνημα ὑψηλὸ καὶ διαρκὴ δοξολογία στὸ Θεό. Καὶ τόσο γιὰ τὴ σωτηρία τους ὅσο καὶ γιὰ τὶς προμήθειες τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀναθέτουν ὅλη τους τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.
(*) Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν-Δ´: ῾Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, Τὸ Εἰλητάριο-Πνευματικὲς Διδαχὲς καὶ ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Οσίου, Μετάφραση-᾿Επιμέλεια Πέτρου Μπότση, ᾿Αθήνα 2005, σελ. 96-99

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...