Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

ΠΟΙΟ ΠΛΟΥΤΟ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ; π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ

ΠΟΙΟ ΠΛΟΥΤΟ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ;


«Πλούσιο», χαρακτηρίζει το Θεό ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Εφεσίους (2,4). Μας αφήνει έτσι το περιθώριο να συγκρίνουμε Τον Θεό και τον πλούτο Του με τον άνθρωπο και τον αντίστοιχο δικό του πλούτο, να δούμε τις διαφορές, αλλά και να προβληματιστούμε σε μία εποχή κατά την οποία η απληστία αποτελεί την κύρια αιτία για την κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος από την μία και την απογοήτευση και το φόβο για το προσωπικό μας μέλλον από την άλλη.
Ο Παύλος τονίζει ότι ο Θεός είναι πλούσιος ως προς το έλεος, την αγάπη και την χάρη. Και ο πλούτος αυτός εκφράζεται στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Είναι πλούσιο το έλεος του Θεού απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που επαναστατεί εναντίον Του με την αμαρτία, τα πάθη, την απιστία. Κι ενώ αυτό συμβαίνει ο Θεός επιδεικνύει ευσπλαχνία, που σημαίνει ότι δεν ταυτίζει το μέλλον του ανθρώπου με την ύβρη που επιδεικνύει, αλλά προσδοκά τη μετάνοια του υβριστή και αλαζόνα, ώστε να του παραγράψει όλα τα χρέη. Είναι πλούσια η αγάπη του Θεού απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που πορεύεται ατομοκεντρικά, με γνώμονα τη δική του ευτυχία και αδιαφορεί για τον πόνο και τη θλίψη που προκαλεί η επιδίωξη του ιδίου συμφέροντος και μόνο στους άλλους. Κι ενώ η απληστία και η ιδιοτέλεια οδηγούν τον άνθρωπο στο θάνατο, ο Θεός προσφέρει αφειδώλευτα την αγάπη Του ακόμη και σ’ αυτόν τον ανθρώπινο τύπο. Του δίδει χρόνο να σωφρονιστεί. Τον αφήνει να δει καταστάσεις στη ζωή που θα τον κάνουν να συνειδητοποιήσει ότι το παν δεν είναι η υλική ιδιοτέλεια. Του παρέχει ακόμη και σημεία της ποικίλης αγάπης Του, ώστε ο άνθρωπος να μην έχει καμία δικαιολογία για την άρνησή του να προσανατολίσει τη ζωή του Θεοκεντρικά και ανθρωποκεντρικά. Του προσφέρει τελικά την Ανάσταση ως νόημα αιωνιότητας και ελπίδας. Είναι πλούσια η χάρις του Θεού απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που καυχάται για τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του σε όλους τους τομείς, που θεωρεί ότι έχει δίκιο στα έργα του, που δεν έχει μάθει να ακούει και να υπακούει στην αλήθεια, αλλά έχει καταστήσει τη δική του αλήθεια κέντρο του κόσμου. Κι ενώ ο εγωκεντρισμός και η κυριαρχία του ανθρώπινου αυτο-ειδώλου θα έπρεπε να κάνουν το Θεό να χάνει την υπομονή Του έναντι του ανθρώπου, ενώ η καύχησή μας για την όποια πρόοδό μας φαντάζει κίνηση μικρότητας, διότι τι έχουμε για το οποίο δικαιούμαστε να καυχόμαστε αφ’ εαυτού μας, αφού όλα μας έχουν δοθεί από το Θεό, εντούτοις ο Κύριος εξακολουθεί να μας προσφέρει την χάρη της αγάπης Του πλούσια, να μας φωτίζει και να μας καθοδηγεί, ώστε να μη χάνουμε τον προσανατολισμό μας, και να μας βοηθά να αντέχουμε στις δοκιμασίες της ζωής. Παράλληλα, ο Θεός αποστέλλει την χάρη Του με τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος που πιστεύει σ’ Αυτόν να μπορεί να αξιοποιεί τα χαρίσματά του, αλλά και να προκόπτει στην αρετή, χάρις στην ενίσχυση του Θεού.
Ο ανθρώπινος πλούτος λειτουργεί προς μία άλλη κατεύθυνση. Κάνει τον άνθρωπο να γίνεται σκληρός εις βάρος των συνανθρώπων του. Να έχει αγάπη μόνο για τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, την ιδιοτέλειά του. Κάνει τον άνθρωπο να θεοποιεί τον εαυτό του, τις επιτυχίες του, τα χαρίσματά του, τις γνώσεις του, ακόμη και τη σοφία του. Και αυτή η κατεύθυνση δεν έχει να κάνει μόνο με την υλική όψη του πλούτου, τα χρήματα. Ο πλούσιος σε εξουσία, ο πλούσιος σε γνώση, ο πλούσιος σε ιδέες, ο πλούσιος σε εγωισμό άνθρωπος προς τα εκεί κατευθύνεται, με αποτέλεσμα τελικά να χωρίζεται από το Θεό και τον πλησίον, αλλά και να μην μπορεί να νοήσει σε ποιανού τη βοήθεια και την πρόνοια οφείλεται η όποια πρόοδος ή η όποια ικανότητα για επιβίωση και αποδοχή.
Ο Θεός είναι πλούσιος διότι είναι το παν αφ’ εαυτού Του και μοιράζεται αυτό το παν που ουδέποτε εξαντλείται στην τριαδική κοινωνία των Προσώπων της μιας θεότητας. Παράλληλα, είναι πλούσιος διότι δίνεται και προσφέρεται αγαπητικά. Ο άνθρωπος βιώνει αυτόν τον πλούτο στη θεία κοινωνία. Κοινωνούμε σε ένα ψιχίο άρτου και σε μία στάλα οίνου τον Θεάνθρωπο Χριστό πλήρη, «μελιζόμενο και μη διαιρούμενο, εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανώμενο». Στο μυστήριο της Ευχαριστίας βιώνουμε το έλεος, την αγάπη και τη χάρη του Θεού στην πληρότητά της. Και όπως λαμβάνουμε, καλούμαστε να δώσουμε και να δοθούμε. Να προσφέρουμε έλεος σε όσους μας οφείλουν. Να προσφέρουμε αγάπη σε όσους μας απορρίπτουν ή δεν θέλουν να μας δώσουν τίποτε. Να προσφέρουμε τα χαρίσματα, την πνευματική πρόοδο και την αρετή μας όχι προς κενοδοξία, αλλά προς πνευματική πρόοδο όλων.
Ο άνθρωπος αισθάνεται πλούσιος όταν αποθηκεύει, όταν έχει και κατέχει. Η ποσότητα των αγαθών του θεωρείται η απόδειξη του πλούτου του. Δεν μπορεί να συναισθανθεί ότι το αληθινό νόημα του πλούτου είναι να μπορεί κανείς να δίδει και όχι να κρατά. Γιατί όταν δίδει, τότε προσφέρει χαρά και στους άλλους και μοιράζεται ό,τι του δόθηκε, λαμβάνοντας και άλλα. Είναι γενναιόδωρος ο Θεός και προσφέρει με αφθονία σε όποιον μοιράζεται ό,τι και όσο είναι εφικτό. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν», άλλωστε. «Οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Και όσοι εκζητούν τον Κύριο και Τον κοινωνούν, ουδέποτε θα στερηθούν νόημα, χαρά και αγάπη.
Η κρίση της εποχής μας απέδειξε πόσο μάταιη είναι η συσσώρευση πλούτου εις εαυτόν. Αλλά και όσοι αγωνίζονται να αυγατίσουν τον πλούτο τους εις βάρος των πολλών, γρήγορα θα καταπέσουν. Διότι όσο κι αν θέλουν να θεωρούν δικά τους τα αγαθά, είτε χρήμα, είτε εξουσία, είτε ιδέες, είτε απολαύσεις, θα νομίζουν αφρόνως ότι ξεγελούν τον θάνατο, χωρίς να ανακαινίζονται εν Χριστώ και χωρίς να βλέπουν το νόημα του αληθινού πλούτου, του ελέους δηλαδή, της αγάπης και της χάριτος που φέρνουν ανάσταση. Ας μην αποκάμουμε όσοι πιστεύουμε, όσο ισχυρή κι αν είναι η κρίση. Η πίστη, τα έργα της αγάπης και η χάρις του Θεού θα μας βοηθήσουν. Και θα είναι γεμάτη η ζωή μας, ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε κι αυτά που θα μας λείπουν. Αν τελικά μας λείπουν.

Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.

undefined

.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιβ', στίχοι 16-21).
Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.



Κείμενο:
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν ή χώρα· Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου; και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τάς αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ό Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δ’· ητοίμασας τίνι έσται; ούτως ό θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνει· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».


Μετάφραση:
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά' και σκεφτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε: αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, που σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπερνά. Ο Θεός όμως του είπε· «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όσα λοιπόν ετοίμασες, σε ποιον θα ανήκουν τώρα;». Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δε φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.


Σχόλια:

Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ.
«Άφρον. Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασες τίνι έσται;»

ΠΑΘΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3, 5) και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6, 10). Και ο Κύριος για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.
Αφορμή γι’ αυτό π’ηρε από τη διαφωνία δυο αδελφών, η οποία ανέκυψε όταν κάθισαν να μοιραστούν την πατρική κληρονομιά. Ο ένας από τους δυο απευθύνθηκε στο Χριστό ζητώντας την παρέμβαση Του. «Διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφώ μου μερίσασθαι την κληρονομίαν μετ’ εμού». Ο Κύριος αρνήθηκε να αναμιχθεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, ξένο προς την αποστολή Του: «Άνθρωπε, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας, για να επιλύσω εγώ τη διαφορά σας;». βλέποντας όμως ότι κι εκείνος που αδικιόταν ήταν ένοχος, αφού δεν ήθελε να συμβιβαστεί, είπε: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας. Ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού». Δηλαδή, προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη, ούτε τα υπάρχοντα του τού εξασφαλίζουν μακροζωΐα και ευχάριστη ζωή». Και για να δείξει ακριβώς τις κακές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου.
Άφρονα – άμυαλο καιασύνετο δηλαδή – ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί όμως; Που βρίσκεται η αφροσύνη του; Τριπλή μας παρουσιάζεται η αφροσύνη του σημερινού πλουσίου. Πρώτον,

διότι λησμόνησε τον Θεό.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ! Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του. Δεν ζητά την βοήθεια Του. Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει στον εαυτό του, στις ικανότητες και την καπατσοσύνη του.
Αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τι θα τα κάνει. Πως θα τα συγκεντρώσει. Που θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση. Μένει αδιάφορος και ψυχρός για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιπάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ’ αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής.
Ακόμη αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνος τον ήλιο. Εκείνος τη βροχή. Κι έτσι καρποφόρησε πλούσια η γη του. Τίποτε από όλα αυτά δεν σκέφτεται και γι’ αυτό στα χείλη του δεν βλέπουμε ίχνος ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης. Ίσως μάλιστα, αν κάποιος τολμούσε να του πει κάτι τέτοιο, να τον ειρωνευόταν και να τον περιγελούσε.
Αλλά μήπως κα ισήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο σε όσα βλέπουν τα μάτια μας;δεν αιχμαλωτίζεται στην ύλη η καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει η σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώνουμε, έστι ώστε στο νου και την καρδιά μας να μη μένει χώρος για Εκείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι, Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει; Να γιατί ο απόστολος Παύλοε γράφει στον μαθητή Τιμόθεο: «Τοις πλουσίοις εν τω νυν αιώνι παράγγελλε μη υψηλοφρονείν, μηδέ ηλπικέναι επί πλούτου αδηλότητι, αλλ’ εν τω Θεώ τω ζώντι τω παρέχοντι ημίν πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν» (Α’ Τιμ. 6, 17). Άφρονας ο πλούσιος, δεύτερον,

διότι λησμόνησε τον συνάνθρωπο του.

ΕΔΩ Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ του είναι μεγαλύτερη. Για τον Θεό ίσως μπορούσε να δικαιολογηθεί. Δεν τον έβλεπε. Αμφέβαλλε αν υπάρχει. Για τον συνάνθρωπο του, όμως; Για τον διπλανό του; Δεν έβλεπε τόσους φτωχούς και πεινασμένους να στέκονται έξω από τις αποθήκες του; Δεν άκουγε το θρήνο τόσων χηρών, το κλάμα των ορφανών, τα βογγητά των πονεμένων και των αρρώστων; Δυστυχώς όχι! Το πρόβλημα που τον πιέζει, που τον κάνει να αγωνιά, που του αφαιρεί τον ύπνο, έιναι: «Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;». και όταν θα συλλάβει την ιδέα επεκτάσεως των αποθηκών του, θα απορροφηθεί ολότελα από τη μέριμνα να μεταβάλλει σε πραγματικότητα τους σχεδιασμούς του.
Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος της πλεονεξίας όμως τον έιχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνωμα της κοινωνίας.
Και το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι καθόλου ξένο και στη δική μας εποχή. Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι που διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικά αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνοια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία διαμέσου των οποίων επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους. Έτσι δικαιώνεται ο λόγος του σοφού Σωκράτη: «Ο των φιλαργύρων πλούτος ώσπερ ο ήλιος καταδύς εις την γην ουδένα των ζώντων ευφραίνει».
Άφρονας ο πλούτος, τρίτον,

διότι λησμόνησε και τον ίδιο τον εαυτό του.

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ παραλογισμό στον οποίο τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε ότι ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό να τρώει και να πίνει. Τρώει και πίνει για να συντηρείται και να πραγματοποιεί τους ιερούς σκοπούς που έθεσε στη ζωή του ο Δημιουργός. Εξαιτίας του παχυλού υλισμού του λησμόνησε ακόμη ότι η ψυχή έχει υπόσταση πνευματική. Και ότι δεν μπορούν τα υλικά πράγματα να την θρέψουν και να την ευχαριστήσουν. Είναι τόσο παράλογη η αυτοπεποίθηση του, ώστε να νομίζει ότι εξουσιάζει και τον χρόνο. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύσου, φάγε, πίες, ευφραίνου»! Ξεχνά πόσο σύντομη είναι η ζωή. Πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος. Δεν σκέπτεται την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Και τότε ακριβώς ακούγεται η φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Ώρα φοβερή! Στιγμή αληθινά τραγική! Τέλος αξιοθρήνητο!
Αλλά και πόσοι από μας πόσοι και πόσοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτον του πλουσίου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Στο «τι θα φάνε, τι θα πιούν και πως θα διασκεδάσουν»; Κηρύσσουμε σε ανυπαρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φθοράς! Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τι γαρ ωφελεί άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί;» (Ματθ. 16, 26). Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου! Το ότι δηλαδή θα έλθει οπωσδήποτε ο θάνατος, και μάλιστα με τρόπο αιφνίδιο και αναπάντεχο.

* * *
«Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Με τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, επισφραγίζει ο Κύριος την παραβολή Του. Δηλαδή, αυτό θα είναι το τέλος και εκείνου που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει αυτός και μόνο εγωιστικά τα αγαθά της γης, και δεν πλουτίζει σε πνευματικούς θησαυρούς, έργα αγάπης, στα οποία ευαρεστείται ο Θεός.
Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της καταναλώσεως, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα από τα επίγεια αγαθά υπάρχει και ο πλούτος του ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και την μέθη των αισθήσεων υπάρχει και η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά κι αυτοί του Θεού, αδέλφια μας.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, μέσα στην αφροσύνη της πλεονεξίας του, όλα αυτά τα αντιπαρήλθε. Τα λησμόνησε. Άραγε εμείς τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε;

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Του άφρονος πλουσίου)

 


«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων
β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση, που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’ Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του», συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο. Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
(β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’ Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό, τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να του «έκλεβε» και το μυαλό του: τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’ αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον, δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

Ξυπνήστε ὑπνοβάται! Κυριακή Θ΄ Λουκά. (Λουκ. ιβ΄ 16-21). (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

 


Ξυπνήστε ὑπνοβάται!
Κυριακή Θ΄ Λουκά. (Λουκ. ιβ΄ 16-21

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

«Ἄφρον,..... ἄ ἡτοιμάσας τίνι ἔσται;»

Μία μόνον λέξις. Λέξις ὅμως τρομερά. Δὲν τὴν εἶπεν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ κάμῃ λάθος εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν γεγονότων, ἤ νὰ πλανηθῇ ἀπὸ ἄλλους παράγοντας. Τὴν εἶπεν ὁ Θεὸς. Εἶναι, συνεπῶς, ἀλήθεια. Καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Νὰ κοπιάσῃς μίαν ὁλόκληρον ζωῆν, νὰ ξενυχτᾷς ἀπὸ τὶς φροντίδες, νὰ ὑποβληθῇς εἰς ποικίλας θυσίας, νὰ ὑποχρεωθῇς εἰς τόσους συμβιβασμούς· νὰ περνοῦν τὰ χρόνια μὲ τὸ ὅραμα ἑνὸς εὐτυχισμένου τέλους. Καὶ ὅταν ἐπὶ τέλους ἐγγίζῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς σου καὶ περιμένῃς τὴν εὐτυχῆ ἐπισφράγισιν τῶν τόσων κόπων, νὰ ἀκούῃς μὲ αἴσθημα ἀπεράντου ὀδύνης τὴν λέξιν: «Ἄφρον» ! Αἴ, αὐτὸ εἶναι κτύπημα φοβερόν.... Ἀνόητε! Δὲν ἔκαμες τίποτε εἰς τὸν βίον σου. Ὅλα εἶναι χαμένα, ὅσα ἐπόθησες, ὅσα ἐπέτυχες, ὅσα ἐκέρδισες. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν κόπων σου εἶναι ἄχυρα. Μόνον ἄχυρα...
Ἄφρον ! Δὲν ὑπῆρξε ὅμως μόνον ὁ πλούσιος τοῦ Εὑαγγελίου ἄφρων καὶ ἀνόητος. Διὰ πολλούς, δυστυχῶς, θὰ εἴπῃ ὁ Κύριος τὴν ἰδίαν λέξιν. Διότι πολλοὶ ἀντιγράφουν τὸν ἄφρονα πλούσιον εἰς τὴν ζωήν των. Θὰ εἶναι διὰ τοῦτο χρήσιμον, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ μελετήσωμεν μὲ προσοχὴν τὸ θέμα αὐτό.

Ἀπευθύνεται, λοιπόν ὁ Κύριος πρὸς κάθε ἄφρονα ἄνθρωπον καὶ τοῦ λέγει:

1.Ε ἶ σα ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι ἐλησμόνησες, ὅτι σὲ ἐπροίκισα μὲ ψυχήν, τὴν ὁποίαν εἶχες ὑποχρέωσιν νὰ καλλιεργήσῃς. Κοίταξε. Ἐγέμισα τὴν γῆν μὲ φυτὰ, μὲ ζῶα, μὲ πτηνά, μὲ ἑρπετά. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔδωσα πουθενά. Ἐσκόρπισα στὸν οὐρανὸν ἄστρα, μεγάλα καὶ μικρά, ὄγκους, ποὺ τοὺς θαυμάζει ὁ ἄνθρωπος. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔδωσα.

Οἱ θάλασσες εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ κήτη μεγάλα, ἀπὸ ζωήν. Ψυχὴν ὅμως δὲν ἔχουν. Μόνον εἰς σέ, τὸν ἄνθρωπον, ἔδωσα αὐτὴν τὴν ἀτίμητον πνοήν. Καὶ σοῦ εἶπα νὰ τὴν προσέξῃς, διότι «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,26).
Καὶ σὺ τὴν διέφθειρες· τὴν ἐξεφύλισες· τῆς ἀφῄρεσες τὸ κάλλος· τὴν ἔκαμες ὕλην, χῶμα. Τὴν ἐβύθισες μέσα εἰς τὸ χρυσάφι, στὶς ἀποθῆκες.... Ὅλο κτίζεις καὶ δὲν ἱκανοποιεῖσαι, σὰν τὴ θάλσσα, ποὺ δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ νερό. Δὲν σοῦ ἀπηγόρευσα τὴν χρῆσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δι’ αὐτό, ἄλλως τε, σοῦ τὰ ἔδωσα. Ἀλλὰ σὺ ἔθαψες μέσα στὴν ὕλη τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχὴν. Καὶ ἔπαθεν ἀσφυξίαν.
Ὤφειλες νὰ τὴν ἐξαγιάσῃς, νὰ τὴν ἔχῃς πάλλευκον. Καὶ σὺ τὴν παρέδωσες εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ τὴν ἐμόλυνες. Τὴν προσέδεσες εἰς τὸ ἅρμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τὴν κατέστησες αἰχμάλωτον τοῦ διαβόλου. Ποῦ εἶναι τὸ καθαρὸν τὴς ψυχῆς σου ἔνδυμα; Πῶς τὸ ἐρρύπανες; Πῶς τὸ ἐμόλυνες; Καί, ἐνῶ σοῦ εἶπα ὅτι τὴν προορίζω διὰ τὴν αἰωνιότητα, σὺ τῆς ἔκλεισες τὰ μάτια, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ ὑψηλά, σὺ τῆς ἐνέκρωσες τοὺς πόθους, διὰ νὰ μὴ ποθῇ τὰ ἀθάνατα.
Τώρα, ἦλθεν ἡ ὥρα. Καλεῖσαι νὰ λογοδοτήσῃς. Τί θὰ ἀπαντήσῃς εἰς τὸ ἀμείλικτον κατηγορῶ μου; Ἄφρον! Τί θὰ ἀπαντήσῃς;

2. Ε ἶ σ α ι ἄ φ ρ ων:
Διότι τὸν πλοῦτον σοῦ τὸν ἔδωσα διὰ νὰ ἀναδειχθῇς κοινωνικὸς παράγων, διὰ νὰ μιμηθῇς ἐμέ, ποὺ σκορπίζω παντοῦ τὴν ἀγάπην. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, τὰ ἔργα σου; Ἔκλεισες τὰ χρήματά σου εἰς τὰ χρηματοκιβώτια, ἤ τὰ ἐσκόρπισες σὲ ἄσκοπες δαπάνες. Μποροῦσες νὰ κάμῃς πηγὴν εὐλογίας τὸ χρῆμα, κτίζοντας Ἐκκλησίες, Σχολεῖα, Νοσοκομεῖα, ἰδρύματα ἀγάπης στὴν κοινωνία.

Διότι, ἄν ἀξίζῃ ἡ ζωή, ἀξίζει, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὴν χρησιμοποιεῖ, διὰ νὰ σκορπίζῃ γύρω του τὸ ἄρωμα τῆς καλωσύνης καὶ τὸ φῶς τῆς δημιουργίας. Ἐσὺ ἀποδείχθης στεῖρος καὶ ἅγονος. Ἐθησαύρισες διὰ τοὺς κληρονόμους σου, οἱ ὁποῖοι, διότι δὲν ἐκουράσθηκαν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, θὰ τὰ σκορπίσουν αὔριον ἀσκόπως καὶ ματαίως.
Ἀπεδείχθης ἀνίκανος νὰ ἰδῇς πὲραν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου. Ἦσαν φτωχὸς μέσα στὰ πλούτη σου. Δὲν ἠγάπησες, δὲν ἐπόνεσες στὸν πόνο τοῦ ἄλλου. Ἔμεινες κολώνα παγερή, χωρὶς καρδιὰ καὶ αἷμα. Τώρα θὰ ἀποθάνῃς. Ὁ Ἀριστείδῃς πεθαίνοντας ἄφησε τὴν μνήμην τοῦ δικαίου ἀνθρώπου. Οἱ μεγάλοι εὐεργέται ἐκέρδισαν τὴν εὐγνωμοσύνην τῶν πονεμένων.
Οἱ ἅγιοι ἐτιμήθησαν μὲ τὸ στεφάνι τῆς ἀρετῆς. Ἐσὺ θὰ ταφῇς καὶ οὔτε ἀγριόχορτα δὲν θὰ φυτρώσουν στὸ μνῆμά σου. Τί λόγον θὰ δώσῃς ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ Δικαστηρίου μου; Ἄφρον! Τί λόγον θά δώσῃς;

3.Ε ἶ σ α ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι δὲν ἀξιοποίησες τὴν κοινωνικὴν θέσιν, ποὺ σοῦ ἔδωσα. Σὲ ἐτίμησα. Σὲ ἀνεβίβασα εἰς ἀξιώματα καὶ τιμητικὰς θέσεις. Διὰ νὰ τὰ χρησιμοποίησῃς ὡς μέσα πρὸς εὐρυτέραν ἐξυπηρέτησιν τοῦ συνόλου. Καὶ σὺ ἠρνήθης νὰ γίνῃς δεξαμενή, ποὺ θὰ ἐδρόσιζε τοὺς ἄλλους.
Ἐκοίταξες μόνον τὸν ἑαυτόν σου, τὸ συμφέρον σου, τὴν ἄνεσίν σου, τὴν φιλοδοξιαν σου. Ἐλησμόνησες, ὅτι αἱ θέσεις εἶναι λειτουργήματα, δὲν εἶναι θρόνοι τιμῆς μόνον. Ὅποιος ἀνεβαίνει ἐκεῖ, πρέπει νὰ ἐκδαπανηθῇ. Ἀλλοιῶς εἶναι ἱερόσυλος. Καταχρηστής. Καιροσκόπος. Γιατὶ ἠδίκησες τοὺς ἀδυνάτους; Γιατὶ συνέτριψες τοὺς μικροὺς; Διότι δὲν εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ διαμαρτυρηθοῦν;
Καὶ πιστεύεις, ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐξυπηρετῇς τοὺς ἰδκούς σου, τοὺς «ἡμετέρους», τοὺς κομίζοντας «συστατικὰς ἐπιστολὰς» ἰσχυρῶν, ὅτι ἐξεπλήρωσες εὐόρκως τὸ καθῆκόν σου;
Καὶ τὸ κλάμα τοῦ ἀδικηθέντος; Καὶ ἡ κραυγὴ τῆς χήρας; Καὶ τὸ παράπονο τοῦ ὀρφανοῦ; Καὶ ἡ φθορά, ποὺ ἔγινε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ λάθη σου καὶ τὴν κακὴν συμπεριφοράν σου;
Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ψυχὲς ἀπὸ τὸν σκανδαλισμόν, ποὺ ἐδημιούργησεν ἡ κακὴ διαχείρισις τοῦ ἀξιώματός σου; Φωτιὰ καὶ θειάφι, ταλαίπωρε, θὰ γίνουν.
Θὰ πέσῃς κάποτε. Καὶ θὰ εἶναι ἡ πτῶσις μεγάλη. Καὶ τώρα, ποὺ θὰ πεθάνῃς, -αὔριον ἔστω, δὲν ἔχει σημασίαν- τὶ θὰ παρουσιάσῃς μπροστὰ μου, στὸ βῆμα μου; Ἀφροὺς καὶ φρύγανα; Ἄφρον! Τί θὰ παρουσίασῃς;

4.Ε ἶ σ α ι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι δὲν ἐσκέφθης, ὅτι δὲν εἶναι ἀτελεύτητος ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ γῆ. Γιὰ ὅλα ἐφρόντισες, γιὰ ὅλα ἔλαβες τὰ μέτρα σου. Νὰ, μεγαλώνεις τώρα τίς ἀποθῆκες σου, διὰ νὰ χωροῦν τὰ ἀμέτρητα γεννήματά σου. Καλλιεργεῖς καὶ ἄλλες ἐκτάσεις, διὰ νὰ ἔχῃς μεγαλύτεραν παραγωγήν. Ἀπασχολεῖσαι διαρκῶς μὲ αὐτὰ τὰ θέματα. Καὶ ὁ θάνατος;
Πῶς ἐλησμόνησες, ὅτι κάποτε ὅλα αὐτὰ τὰ σκορπίζει ὁ θάνατος; Δὲν ἔβλεπες γύρω σου τὸ ἀδυσώπητο κράτος του; Δὲν ἀντελήφθης, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μιὰ ἀτμίδα; Ἐτυφλώθηκες τόσον; Ταλαίπωρε! Τὸ πιὸ βέβαιο πρᾶγμα τὸ παρεθεώρησες. Καὶ ἔτρεχες καὶ ἐκοπίαζες καὶ κατέστρωσες σχέδια, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μείνῃς στὴ γῆ αἰωνίως. Τί μωρία καὶ τύφλωσις !
Καὶ τώρα ὁ θάνατος σὲ εὑρίσκει, ἀποτόμως, ἀνέτοιμον, πλούσιον μὲν εἰς ὑλικὰ ἀγαθά, πτωχὸν ὅμως εἰς ἀρετήν. Ἄλλοι θὰ τὰ χαροῦν. Καὶ σὺ τρέμων θὰ παρουσιασθῇς ἀπόψε, «ταύτῃ τῇ νυκτί», ἑνώπιον τοῦ Κριτοῦ. Ἄφρον!
Δὲν ἔχεις καιρὸν πρὸς διόρθωσιν. «.....Ταύτῃ τῇ νυκτί»!

5. Ε ἶ σ αι ἄ φ ρ ω ν:
Διότι μὲ περιφρόνησες, διότι δὲν μὲ ὑπελόγισες. Εἶχες σπίτια, ἀποθῆκες, ὑγείαν, ὄνομα, σφραγῖδες, κόλακας, τέρψεις.... Καὶ εἶπες: «Ποιός εἶναι δυνατώτερος καὶ εὐτυχέστερος ἀπὸ ἐμέ; Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ἕνα ψέμα, ποὺ τὸ ἐφεῦρεν ὁ ἄνθρωπος. Θεὸς εἶμαι ἐγώ ! Ἐδῶ εἶναι ἡ κόλασις, ἐδῶ εἶναι καὶ ὁ παράδεισος. Ἐγὼ, μορφωμένος, ἄνθρωπος, νὰ φθάσω στὸ σημεῖον, νὰ πιστεύω σὲ σκουριασμένες ἰδέες;» Ἄφρον ! Δύστυχε !
Γιὰ στάσου ἀδελφέ! Ὥστε ἔτσι; Θεὸς, δὲν ὑπάρχει; Μὲ τὸ ὅτι σὺ τὸν λησμονεῖς, νομίζεις ὅτι παύει καὶ νὰ ὑπάρχῃ; Δὲν κάμνει, βέβαια, ὁ Θεὸς τὴν ἐμφάνισίν Του συνήθως μὲ συγκλονιστικὸν· τρόπον. Ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐκδηλωθῇ μὲ ἐλευθερίαν, χωρὶς πιέσεις.
Κάποτε ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα. Τότε τελειώνουν ὅλα. Καὶ ἡ ἀσέβεια. Καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἡ κακία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αἱ ἀδικίαι. Καὶ αἰ συκοφαντίαι. Καὶ αἱ δολοπλοκίαι. Καὶ τὸ κακό, ποὺ ἔκαμεν ὁ καθεὶς μὲ τὸν Α ἤ Β τρόπον.
Μπροστά μας ὀρθώνεται τότε ὁ Θεὸς ὡς βράχος. «Πᾶς ὁ πεσῶν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτὸν» (Ματθ. κα΄44), εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Θὰ συντριβῇ. Θὰ ἐξαφανισθῇ ὅποιος πέσῃ ἐπάνω Του.... Ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸν ὁμοιάζει μὲ τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, ποὺ κάμνει ὡραῖες φοῦσκες ἀπὸ σαπουνάδα. Καὶ τὶς ὑψώνει στὸν οὐρανό. Καὶ τὶς καμαρώνει. Ἕνας ἀέρας λεπτὸς φθάνει νὰ τὶς διαλύσῃ καὶ νὰ τὶς ἐξαφανίσῃ.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ χτίζουν τὴν ζωὴν των ἀφρόνως, χωρὶς Θεὸν. Διαλύονται γιὰ πάντα... Τρομερόν!
Μή, Κύριε, μὴ μὰς ἀφήσῃς νὰ γίνωμεν ἄφρονες, νὰ λησμονήσωμεν τὰ καθήκοντά μας, νὰ τυλφωθῶμεν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ ἀποδειχθῶμεν ἀνάξιοι τῶν δωρεῶν σου, νὰ ταφῶμεν μέσα εἰς τὰ κύματα τῆς φρικοτέρα μωρίας. Μή, Κύριε!

Ἀγαπητοί,
Ἦταν ὑπνοβάτης. Συχνὰς ἐσηκώνετο τὴ νύχτα. Δὲν τὸν εἶχαν πάρει εἴδησιν οἱ ἰδικοί του. Ἔτσι μιὰ βραδυὰ σηκώθηκε πάλιν. Μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, κοιμισμένος ὅμως στὴν πραγματικότητα, φορεῖ τὰ ὑποδήματά του, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του, ἀνεβαίνει στὸ ἐπάνω πάτωμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖ, διὰ τῆς καταπακτῆς, φθάνει στὴν στέγη του σπιτιοῦ.
Προχωρεῖ ἔπειτα ἕως τὸ ἄκρον. Σκύβει, κοιτάζει κάτω τὸν δρόμον, ἄφοβος, ὡσὰν νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸ δωμάτιόν του. Αἴφνης ! Θεέ μου ! Ἀπὸ τὸ ἀντικρυνὸ παράθυρον λάμπει αἰφνιδίως ἕνα φῶς. Ὁ ὑπνοβάτης θαμβώνεται ἀπὸ τὸ φῶς καὶ ξυπνᾷ. Βγάζει μιὰ κραυγὴ τρόμου καὶ πέφτει ἀπὸ τὴν στέγη.
Εἰς τὸν δρόμον ἀκούεται ὁ βαρὺς κρότος τῆς πτώσεώς του· ἔπειτα πλέον τίποτε. Τὸ πρωῒ τὸν εὑρῆκαν νεκρόν, μέσα εἰς λίμνην αἵματος.

Ἀδελφέ,
Ὑπνοβάται εἶναι ὅσοι ζοῦν μακρὰν τοῦ Θεοῦ, ἀφρόνως καὶ ἀφόβως. Ἔχουν τὰ μάτια ἀνοιχτὰ. Κινοῦνται, ὁμιλοῦν, σκέπτονται, καταστρώνουν σχέιδια. Πράγματι ὅμως κοιμοῦνται. Ὄνειρα βλέπουν. Ἡ πραγματικότης εἶναι ἄλλη. Κάποτε θὰ ἀνάψῃ τὸ φῶς. Ὁ Θεός ! Καὶ θὰ ξυπνήσουν. Ἀλλὰ, ἀλλοίμονον ! Θὰ εἶναι πλὲον ἀργά.
Ἄς ἀκούσωμεν, λοιπόν, τὴν φωνὴν ποὺ ἔρχεται δυνατότερη ἀπὸ τὴ σάλπιγγα, ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν κεραυνόν.
Ἀδελφοί, δὲν τὴν ἀκοῦτε; Εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς λέγει: Ξυνπνῆστε, ὑπνοβάται !

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΙΔΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΙΣ ΠΟΣΙ ΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β΄
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επιστολή του Μητροπολίτη Πατρών στον Βενιζέλο για το χαράτσι

(εκ τη Ιεράς Μητροπόλεως)
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος, συμμεριζόμενος τόν πόνο τῶν ἀδυνάτων οἰκονομικά συνανθρώπων μας, οἱ ὁποῖοι δέν δύνανται νά πληρώσουν τό τέλος γιά τά ἀκίνητα μέσῳ Δ.Ε.Η. καί δεχόμενος κάθε ἡμέρα στό Γραφεῖο του, τούς δοκιμαζομένους συνανθρώπους μας, μέ ἐπιστολή του παρακαλεῖ τόν κ. Εὐάγγελο Βενιζέλο, νά βοηθήσῃ ὥστε νά γίνῃ δικαιότερη ἀντιμετώπιση τῶν ανθρώπων, ὡς πρός τό θέμα αὐτό, καθ’ ὅσον ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἔχει πλεόν γονατίσει κάτω ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ἀνέχεια. Στην επιστολή το ο μητροπολίτης Πατρών αναφέρει μεταξύ άλλων: «Παρακαλῶ θερμῶς, νά παρέμβετε μέ τήν ἐγνωσμένη εὐαισθησία Σας, ὥστε νά ἀρθῇ τό ἄχθος αὐτό ἀπό τούς ὤμους τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ πίεση τήν ὁποία ὑφίστανται οἱ ἀδύναμες καί εὐπαθεῖς ὁμάδες πληθυσμοῦ, θά λειτουργήση ἀντίθετα στήν ὅλη προπάθεια ἡ ὁποία καταβάλλεται γιά τήν ἔξοδο τῆς χώρας ἀπό τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία ἔχει περιέλθει».
Ἐν Πάτραις τῇ 18Νοεμβρίου 2011

Πρός
τόν Ἐξοχώτατον
κ. Εὐαγγελον Βενιζέλον
Ἀντιπρόεδρον τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως
καί Ὑπουργόν Οἰκονομικῶν

Ἐξοχώτατε,

Ζῶντες μέσα στό βαρύ κλῖμα τῶν δυσκόλων ἡμερῶν καί καταστάσεων τίς ὁποῖες βιώνει ὁ τόπος μας, ἀλλά καί γνωρίζοντες τόν ἀγῶνα τόν ὁποῖον καταβάλλετε καί ἐσεῖς προσωπικά καί ἡ Κυβέρνηση γιά νά ἐξέλθῃ ἡ χώρα μας ἀπό τήν δύσκολη θέση, ἐκφράζομε κατά πρῶτον τήν εὐχή νά εὐοδωθοῦν οἱ προσπάθειες αὐτές, ὥστε νά ἔχωμε τά ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα.
Κατά δεύτερον, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, Σᾶς μεταφέρω τήν βαθειά ἀνησυχία καί τόν βαθύτατο προβληματισμό εἰδικά τῶν ἀσθενεστέρων ὁμάδων τοῦ πληθυσμοῦ, ἐξ’ αἰτίας τοῦ εἰδικοῦ τέλους ἀκινήτων, τό ὁποῖο πρέπει νά καταβληθῇ μέσῳ τῆς ΔΕΗ.
Ὅλοι μας ἀντιλαμβανόμεθα τήν προσπάθεια νά σωθῇ ἡ χώρα μας καί καλῶς γνωρίζετε ὅτι ὅλοι ἐνεργοῦμε πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ὅμως τό μέτρο αὐτό εἶναι ἐπαχθές, γιά πολύ μεγάλο μέρος τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, ἀφοῦ ἀδυνατοῦν πολλοί συνάνθρωποί μας ἕνεκα ἀντικειμενικῶν καταστάσεων (ἀνεργία, χαμηλό εἰσόδημα κ.λ.π.) νά πληρώσουν τό ἐν λόγῳ τέλος, μή ἔχοντες πλέον καί αὐτά τά ἀπαραίτητα πρός ἀντιμετώπιση τῶν βασικῶν ἀναγκῶν, ὁδηγούμενοι συνεχῶς στήν φτώχεια καί τήν δυστυχία. Κάθε ἡμέρα, ὅλο καί περισσότεροι ἄνθρωποι κατακλύζουν τά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου καί τούς Ἱερούς Ναούς μας, καί ζητοῦν ἀπεγνωσμένα βοήθεια, ἀλλά καί τήν παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό ἕνα δυσβάστακτο μέτρο, τό ὁποῖο θά γίνῃ αἰτία νά στερηθοῦν καί αὐτό τό ἀγαθό τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέρμανσης.
Παρακαλῶ θερμῶς, νά παρέμβετε μέ τήν ἐγνωσμένη εὐαισθησία Σας, ὥστε νά ἀρθῇ τό ἄχθος αὐτό ἀπό τούς ὤμους τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ πίεση τήν ὁποία ὑφίστανται οἱ ἀδύναμες καί εὐπαθεῖς ὁμάδες πληθυσμοῦ, θά λειτουργήση ἀντίθετα στήν ὅλη προπάθεια ἡ ὁποία καταβάλλεται γιά τήν ἔξοδο τῆς χώρας ἀπό τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία ἔχει περιέλθει.
Εἶμαι βέβαιος, ὅτι θά πράξετε τά δέοντα καί θά ἐξετάσετε μέ δικαιότερα κριτήρια τό ὡς εἴρηται θέμα, γιά νά ἁπαλύνετε τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι μέ δάκρυα στά μάτια ἐκφράζουν τήν ἀβεβαιότητα γιά τό σήμερα καί τήν ἀνασφάλεια γιά τό αὔριο.
Ἡ παράκλησή μου, ὅπως ἐναγώνια ἐκφράζεται μέσα ἀπό αὐτό τό γράμμα, εἶναι ἡ φωνή τοῦ δοκιμαζομένου ποιμνίου μου καί πιστεύω χιλιάδων ἄλλων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι γονατίζουν κάτω ἀπό βάρη δυσβάστακτα. Σημειωτέον ὅτι ἡ Πάτρα, ἡ τρίτη σέ πληθυσμό πόλη τῆς Ἑλλάδος, μαστίζεται ἀπό ἀνεργία καί φτώχεια, σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό, ἴσως, ἀπό ἄλλες περιοχές τῆς Ἑλλάδος.
Μέ τήν ἐκ βάθους ψυχῆς εὐχή, νά Σᾶς ἐνισχύῃ ὁ Θεός στό ὄντως δύσκολο ἔργο Σας καί τήν προσευχή νά βοηθήσῃ τήν πατρίδα μας νά ἐξέλθῃ ἀπό τήν κρίση πού ἀντιμετωπίζει,
Σᾶς ἀσπάζομαι μετά τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης καί τιμῆς.

Γιατί ανάβουμε το καντήλι (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

undefinedΠρώτον. Γιατί η πίστη μας είναι φως. Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». Το φως της κανδήλας μας θυμίζει το φως, με το οποίο ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές μας Δεύτερον. Για να μας θυμίζει, ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή σαν των αγίων, δηλαδή των ανθρώπων, που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει «τέκνα φωτός». Τρίτον. Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας ενθυμήσεις και επιθυμίες. Και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός του αγίου Ευαγγελίου. Για να λάμψει «τοφως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς». Τέταρτον. Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείο και δείγμα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης, που οφείλουμε στο Θεό για τη μεγάλη θυσία που έκανε για μας. Με αυτήν και με την προσευχή μας, τον ευχαριστούμε για τη ζωή, για τη σωτηρία και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη του. Πέμπτον. Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους, που μας επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό. Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως: Και του Χριστού κι εκείνων που αγαπούν τον Χριστό. Έκτον. Για να μας παρακινεί σε αυτοθυσία. Όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης για τον Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού. Έβδομον. Για να μάθουμε ότι: Όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς μας δεν ανάβει χωρίς τα χέρια του Θεού. Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη (το φυτίλι και το λάδι}, που για να ανάψουν και να φωτίσουν χρειάζονται το «πυρ» του Αγίου Πνεύματος. (Πηγή: «Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Επιστολές», -απαντήσεις σε ζητήματα προσωπικά-, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σ. 75-76) Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

«Έφυγε» ένας μεγάλος πατριώτης

Στα 71 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ένας μεγάλος δάσκαλος και Έλληνας, ο Νεοκλής Σαρρής. Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχασε τη μάχη με τον καρκίνο τα ξημερώματα του Σαββάτου. Η κηδεία του θα γίνει στο Πρώτο Νεκροταφείο, την Τρίτη στις 15:00. Ο Νεοκλής Σαρρής, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Κωνσταντινούπολης, Αθηνών και Γενεύης. Διετέλεσε σύμβουλος επί των πολιτικών υποθέσεων του Αοίδιμου Οικουμενικού Πατριάρχου Κύρου Αθηναγόρα. Διαδέχθηκε τον Ιωάννη Ζίγδη στην προεδρία της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ).

Διατέλεσε καθηγητής παραγωγικών και ανωτέρων Σχολών του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Ως πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος ήταν επί δεκαετίες ο αρτιότερος ίσως γνώστης των ελληνοτουρκικών θεμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Οι χιλιάδες φοιτητές του θα τον θυμούνται για το αστείρευτο χιούμορ του, τις πολύπλευρες γνώσεις και τις ανυποχώρητες πατριωτικές του θέσεις.

Το πλούσιο συγγραφικό και διδακτικό του έργο αποτελεί την παρακαταθήκη του. Η ελληνική διανόηση δεν γίνεται μόνο φτωχότερη. Χωρίς τον Νεοκλή Σαρρή γίνεται πιο «συμβατική» και πιο «μαλθακή». Το απαράμιλλο πάθος και η ασίγαστη αγάπη για το πανανθρώπινο ελληνικό πνεύμα αποτέλεσαν πάντα την πυξίδα στη ζωή και το έργο του.

Δείτε παρακάτω μία από τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του εκλιπόντος (10.5.2011), που με αφορμή την ΑΟΖ σχολιάζει επίκαιρα πρόσωπα και καταστάσεις…

Περι νηστείας του π. Βασιλειου Βολουδάκη

 
nisteiodromio
του π. Βασιλειου Βολουδάκη

από το βιβλίο «ΝΗΣΤΕΙΟΔΡΟΜΙΟΝ» του π. Βασιλείου Βολουδάκη, εκδόσεις ΥΠΑΚΟΗ
Η νηστεία είναι για όλους τους ανθρώπους.
Για όλες τις ηλικίες.
Για τα παιδιά, τους νέους, τους άνδρες, τις γυναίκες, τους γέροντες.
Η νηστεία ανακουφίζει τους εργαζόμενους και τους οδοιπόρους
Αυτό σαλπίζει το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Μ. Βασιλείου.
«Γυναιξί δε ώσπερ το αναπνέιν, ούτω και το νηστεύειν οικείον εστί και κατά φύσιν.
Οι παίδες, ώσπερ ιών φυτών τα ευθαλή τω της νηστείας ύδατι καταρδευέσθωσαν.
Τοις πρεσβύτεροις κούφον ποιεί τον πόνον ή εκ παλαιού προς αυτήν οικειώσεις, πόνοι γαρ εκ μακράς συνήθειας μελετηθέντες, αλυπότερον προσπίπτουσι τοις γεγυμνασμένοις.
Τοις οδοιπόροις ευσταλής εστί συνέμπορος η νηστεία. Ώσπερ γαρ η τρυφή αχθοφορείν αυτούς αναγκάζει, τας απολαύσεις περικομίζοντας, ούτω κούφους (=ανάλαφρους) και ευζώνους (=ευκίνητους) η νηστεία παρασκευάζει. (Περί Νηστείας, Λόγος Β.’)
Είναι αναγκαία η τήρηση των νηστειών;
Είναι αναγκαιοτάτη, έκτος αν ο πιστός εμποδίζεται από βαρεία σωματική ασθένεια και έχη άδεια του Πνευματικού του.
Χωρίς τη νηστεία είναι αδύνατον στον άνθρωπο να μένη ενωμένος με τον Χριστό και την Εκκλησία Του. Η νηστεία είναι πρωτίστως υπακοή στον Χριστό, εκκοπή του ιδίου θελήματος, δηλαδή αληθής ταπείνωσι, και, δευτερευόντως, κακοπάθεια και άσκησι σώματος και ψυχής.
Ο ΞΘ’ Κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει για τη νηστεία σαφώς: «Ει τις Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή Υποδιάκονος, ή Αναγνώστης, ή Ψάλτης, την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ου νηστεύει, ή Τετράδα, ή Παρασκευήν καθαιρείσθω. Εκτός ει μη δι` ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο. Εάν δε Λαϊκός ή, αφοριζέσθω». Δηλαδή, όσοι κληρικοί δεν νηστεύουν, χωρίς να έχουν σοβαρούς λόγους υγείας, πρέπει να καθαιρούνται από την Ιεροσύνη, οι δε μη νηστεύοντες λαϊκοί πρέπει να αφορίζωνται.
Οι συνέπειες του ανωτέρω Ιερού Κανόνος είναι άμεσες και αν ακόμη δεν επιβληθούν επισήμως στους παραβάτες οι προβλεπόμενες ποινές, λόγω αγνοίας ή ολιγωρίας της Εκκλησιαστικής Αρχής. Μάλιστα στην περίπτωσι αυτή οι επιπτώσεις είναι οδυνηρότερες, διότι τότε αναλαμβάνει απ’ ευθείας ο Θεός την ποιμαντική αντιμετώπισι των εμπαιζόντων τα θεία κληρικών και των αδιαφόρων λαϊκών, όπως μας προειδοποιεί ο Άγιος Απόστολος Παύλος «Δει περισσοτέρως ημάς προσέχειν τοις ακουσθείσι, μη ποτέ παραρρυώμεν. Ει γαρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος έγένειο βέβαιος, και πάσα παράδοσις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;»(Εβρ.2,2).
Πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε ότι δεν αποτελούμε μέλη της Εκκλησίας μόνο με το να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως πιστοί, δίνοντας διαπιστευτήρια στους εαυτούς μας ή με το να εξασφαλίζουμε την συγκατάθεση παραβατών κληρικών, αλλά με το να υπακούωμε «εν παντί» στις οδηγίες του Αγίου Πνεύματος, τις όποιες έχει καταγράψει επακριβώς η Αγία μας Εκκλησία δια των Θεοφόρων Αγίων Πατέρων μας.
Είναι απαραίτητο να νηστεύουμε όλες τις νηστείες καθ` όλη τη διάρκειά τους;
Στο ερώτημα αυτό δίνει απάντησι ένα άλλο ερώτημα: Είναι άραγε απαραίτητο να λαμβάνη ο ασθενής φάρμακα καθ’ όλο το διάστημα που του ώρισε ο γιατρός ή μήπως μπορεί να τα λαμβάνη μόνο για όσο διάστημα κρίνει ο ίδιος;
Νομίζω πώς δεν μπορεί κανείς λογικός άνθρωπος να ισχυρισθή ότι είναι δυνατόν να βρει ο άρρωστος την υγεία του χωρίς να εφαρμόσει επακριβώς τις οδηγίες του γιατρού του και χωρίς να παίρνη τα φάρμακα του στη δοσολογία και στα τακτά διαστήματα που αυτός του ώρισε.
Ενώ, όμως, υπάρχουν άνθρωποι, οι όποιοι δέχονται, πως η πρόωρη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής δεν εξασφαλίζει την υγεία του ασθενούς, από την άλλη μεριά οι ίδιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι δεν είναι αναγκαία η τήρησι από τους πιστούς ολοκλήρου του διαστήματος της νηστείας, που έχει ορίσει ο Θεός, ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, άλλ’ ότι επαφίεται στην κρίσι του καθενός να νηστέψη όσο αυτός νομίζει και κρίνει! Προφανώς αυτό συμβαίνει, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι η νηστεία είναι σωματικό και ψυχικό φάρμακο και τη θεωρούν ως ένα τυπικό θρησκευτικό καθήκον, που προξενεί σ’ αυτούς που την τηρούν μια εν πολλοίς άσκοπη ταλαιπωρία.
Όμως η νηστεία είναι το φάρμακο για την ψυχική θεραπεία κάθε ανθρώπου, που γεννήθηκε στη γη μετά την πτώσι των Πρωτοπλάστων. Είναι φάρμακο, το όποιο, όταν λαμβάνεται με την ευλογία του Χριστού και της Εκκλησίας Του, δυναμώνει την ψυχική θέλησι του ανθρώπου, διότι καταπολεμά την ακράτεια, την ανασφάλεια, την ανυπομονησία, την δειλία, δηλαδή καταπολεμά όλα τα ψυχικά πάθη που γεννούν τις σαρκικές καταχρήσεις, την ασυδοσία, την αταξία, την ζήλια, το φθόνο, το θυμό, το μίσος και κάθε κακία, που κατεργάζεται ύπουλα την πλήρη αποδιοργάνωσι του ανθρώπου και τη διάλυσι της προσωπικότητός του.
Πολλοί λένε:
«Η νηστεία έχει τυπικό, εφ’ όσον ορίζει ποια φαγητά και πότε επιτρέπονται κατά το διάστημα που διαρκεί. Άρα είναι απλώς ένα τυπικό καθήκον».
Έχουν δίκιο;
Το τυπικό δεν ταυτίζεται πάντοτε με το περιττό και το άχρηστο, όπως συνηθίζουμε να το εννοούμε στις μέρες μας. Τυπικό έχουν και τα φάρμακα. Έχουν τυποποιηθεί σε κάψουλες, σε αινέσιμα, σε ταμπλέττες, σε σκόνη κλπ. Επίσης έχουν τυπικό ως προς την περιεκτικότητα, το είδος των φαρμακευτικών ουσιών, την επιλογή ουσιών και οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν αφορούν μόνο διαφορετικές παθήσεις άλλα και την ίδια πάθησι, την οποία παρακολουθούν και αντιμετωπίζουν στα διάφορα εξελικτικά στάδια της.
Έτσι και ή νηστεία, ως θεραπευτική αγωγή ψυχής και σώματος που είναι, έχει τυπικό. Έχει διάρκεια, περιοδικότητα, επιλογή απλών τροφών και αποχή από όλα τα λιπαρά και τοξινούχα εδέσματα. Ή νηστεία με την επιλογή των απλών τροφών “υποπιάζει” (=κατευνάζει) και “δουλαγωγεϊ” το σώμα με σκοπό να αναδειχθή ο νους ηγεμόνας του ανθρώπου και όχι οι άτακτες ορμές του. Συγχρόνως αυτή η δουλαγωγία του σώματος, που γίνεται δια της υπακοής στο διαιτολόγιο που μας παρέδωσε ο Θεός, ευεργετεί και το σώμα και του χαρίζει υγεία, ευρωστία και μακροβιότητα.
Καθαρή καρδία ή νηστεία τροφών;
Αυτός ο λογισμός παρουσιάζεται με τρόπο έντεχνο και ύπουλο και γι` αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και άμεση αντιμετώπισι.
Τι ζητάει, λοιπόν, από μας ο Θεός; Καθαρή καρδιά ή νηστεία τροφών; Η απάντησι της Εκκλησίας μας είναι απλή και ξεκάθαρη: Ο Θεός μας ζητάει και τα δύο. Και καρδιά καθαρή και νηστεία τροφών. Γιατί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την απόκτησι καθαρής καρδίας άλλα και για τη διατήρησι της καθαρότητας της είναι και η νηστεία των τροφών. Και να, γιατί:
Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Ούτε μόνο άυλος είναι, ούτε μόνο σωματικός. Είναι μία ψυχοσωματική ενότητα και κατά συνέπεια, το σώμα επηρεάζει την ψυχή και η ψυχή το σώ­μα. Όσο το σώμα τρέφεται αυθαίρετα και απολαμβάνει αυθαίρετα, αδιαφορώντας για τις οδηγίες, που έδωσε ο Θεός για την καλή λειτουργία του, τόσο η ψυχή αποδυναμώνεται, γίνεται εγωιστική, απάνθρωπη, καχεκτική, κομπλεξική, απρόθυμη για το καλό, βρωμίζεται, αναστατώνεται και υποφέρει. Αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά στην πράξι. Μας το έχει άλλωστε εξηγήσει πολύ καθαρά και ο Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «Ει ο έξω άνθρωπος (= το σώμα) φθείρεται (=αδυνατίζει με την νηστεία και την άσκησι) ο έσωθεν (=η ψυχή) ανακαινούται ημέρα και ήμερα»(Β΄κορ. 4.16). Συμπέρασμα: Για να καθαρισθή η καρδιά μας και να κυβερνάη η ψυχή μας με τις οδηγίες του Θεού όλον τον εαυτό μας, απαραίτητη προϋπόθεσι είναι και η σωματική νηστεία των τροφών. Άλλα και για να διατηρήται η καρδιά μας καθαρή δεν πρέπει ποτέ να διακόψουμε τη νηστεία των τροφών.
Εξίσου απαραίτητη είναι βεβαίως και η νηστεία της ψυχής, «η ιών κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας», αλλά γι` αυτήν τη νηστεία δεν είναι ανάγκη να ειπούμε πολλά, διότι, τουλάχιστον οι πιστοί, δεν τολμούν να την αρνηθούν και να την πολεμήσουν.
Πώς πρέπει να νηστεύονται οι Τετάρτες και οι Παρασκευές του έτους;
Οι Τετάρτες και οι Παρασκευές του έτους έχουν ίση νηστεία με την Μ. Τεσσαρακοστή και γι` αυτό πρέπει να νηστεύουμε κατ` αυτές και το λάδι και το κρασί, εκτός αν υπάρχει «κατάλυσις οίνου και ελαίου» ή «κατάλυσις ιχθύος» ή «κατάλυσις εις πάντα».
Ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ανακεφαλαιώνοντάς μας την εν προκειμένω διδασκαλία των Αγίων Συνόδων και των Αγίων Πατέρων γράφει: «Επειδή ο Ν’ (50ος1) Κανών της εν Λαοδικεία προστάζει να ξηροφαγούμεν όλην την Τεσσαρακοστήν, καθώς ο θείος Επιφάνιος αιρέσει σε λέγει, εν τη Τεσσαρακοστή νηστεία, ξηροφαγία και αγνεία. Ο δε ΞΘ’ Αποστολικός Κανών, εις τον λόγον της νηστείας συνηρίθμησε την Τετράδα και την Παρασκευήν με την Τεσσαρακοστήν, λοιπόν και η νηστεία εκάστης Τετράδος και Παρασκευής δια ξηροφαγίας πρέπει να γίνηται παρόμοια με την νηστείαν της Τεσσαρακοστής. Ξηροφαγία δε είναι να τρώγη τινας άπαξ της ημέρας εις την εννάτην ώραν (δηλ. 3 τό μεσημέρι), χωρίς να εσθίη ελαίον ή να πίνη οίνον. Συμμαρτυρεί δε τη αληθεία ταύτη και ο Θείος Επιφάνιος λέγων” “Νηστεία Τετράδη και Προσαββάτω, ήτοι Παρασκευή έως ώρας εννάτης”. Λέγει δε και ο Θεοφόρος Ιγνάτιος εν τη προς Φιλιππησίους αυτού επιστολή “Τεσσαρακοστήν μη εξουθενείτε, μίμησιν γαρ περιέχει της του Κυρίου πολιτείας. Μετά την του πάθους εβδομάδα, μη παροράτε Τετράδα και Παρασκευήν νηστεύοντες, πένησιν επιχορηγούντες την περίσσειαν”». Και καταλήγει ο άγιος Νικόδημος: «Ας μη παραλογίζωνται λοιπόν τίνες λέγοντες, ότι η νηστεία Τετράδος και Παρασκευής δεν είναι νομοθεσία Αποστολική. Ιδού γαρ οι Απόστολοι οπού εις μεν τους Κανόνας αυτών συναριθμούσι ταύτην με την νηστείαν της Μεγάλης Εβδομάδος. Διότι είναι γεγραμμένον εις αυτούς “χρη νηστεύειν μεγάλην εβδομάδα, και Τετράδα και Παρασκευήν”. Αλλά τι είπον ότι νομοθετούσιν αυτήν οι Απόστολοι; Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός την νηστείαν των δύω ημερών τούτων ενομοθέτησε. Και ότι τούτο είναι αληθές, άκουσον αυτών των αγίων Αποστόλων, τι λέγουσιν εις τας διαταγάς βιβλ. ε’ κεφ. ιδ’: “Παρήγγειλεν ημίν αυτός νηστεύειν Τετράδα και Παρασκευήν”» (Πηδάλιον, Ερμηνεία ΞΘ’ Κανόνος των Άγ. Αποστό­λων).
Ο μακαριστός Γέροντας μας, ο π. Σίμων Αρβανίτης, είχε κάποτε συζήτησι με ένα κληρικό Θεολόγο, ο οποίος επέμενε ότι καθ’ όλες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές του έτους καταλύεται λάδι και κρασί. Ενώ δε ο Γέροντας του ανέπτυξε όλα όσα αναφέρονται στο «Πηδάλιον», αυτός εξακολουθούσε να αντιλέγει άνευ ουσιαστικών επιχειρημάτων. Τότε ο απόφοιτος της Γ’ Δημοτικού αλλά θεόσοφος π. Σίμων τον ερώτησε:
—«Ευλογημένε άνθρωπε, δεν έχεις διαβάσει στο Ωρολόγιον σε μνήμες αγίων που γράφει: “Κατάλυσις οίνου και ελαίου”; “Αν έτρωγαν λάδι όλες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές θα γινόταν αυτή η διευκρίνησι;» Ο κληρικός όμως δεν υποχωρούσε και θριαμβευτικά του απάντησε: — «π. Σίμων, το γράφει για τις περιπτώσεις που συμπίπτουν οι ημέρες αυτές σε κάποια νηστεία, οπότε είναι προφανές ό τι σε περιόδους νηστειών και μόνο δεν καταλύουμε λάδι και κρασί τις Τετάρτες και τις Παρασκευές».
Ο άγιος Γέροντας τότε, είπε τον τελευταίο και αποφασιστικό του λόγο:
— «Είναι δυνατόν να συμπέσει ποτέ νηστεία κατά τον μήνα Ιούλιο; Όχι βέβαια. Και όμως! Ό Ιούλιος έχει πλήθος καταλύσεων, που μας επιβεβαιώνουν ότι άνευ εορτής μεγάλου άγιου οι Τετάρτες και οι Παρασκευές είναι ημέρες αυστηράς, δηλαδή ανελαίου, νηστείας»!
Πηγή: http://orthodoxovima.blogspot.com/2011/08/blog-post_7240.html#more

«Ο δρόμος για το σπίτι» του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

«Ο δρόμος για το σπίτι»
του Μόσχου Εμμ. Λαγκουβάρδου

Στην Ορθόδοξη Παράδοση "γέροντας" σημαίνει άγιος. Τόσο μεγάλος είναι ο σεβασμός που αποδίδει στους γέρους η Ορθοδοξία. Ο εξευτελισμός και η περιφρόνηση του γέρου, στη νέα εποχή, είναι άγνωστος στην Ορθόδοξη Παράδοση.
Πίσω από την υποτίμηση του γέρου κρύβεται η επιδίωξη των πλουσίων να μειώσουν τον πληθυσμό της γης. Οι πλούσιοι που με το χρήμα ελέγχουν την εξουσία διακατέχονται από τον ενδόμυχο φόβο του υπερπληθυσμού. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία για την υποτίμηση των γέρων και για άλλες κατηγορίες ανθρώπων.
Ο φόβος του υπερπληθυσμού εξηγεί γιατί συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας και σε όλο τον κόσμο, με την κατάληψη της εξουσίας από τους τεχνοκράτες. Δεν είναι το χρήμα η αιτία. Έχουν ήδη συγκεντρώσει όλο τον πλούτο της γης στα χέρια τους. Η βαθύτερη αιτία είναι ο φόβος του υπερπληθυσμού.
Η γη μπορεί να θρέψει τους κατοίκους της και δίχως την επιθετική τεχνολογία. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, αλλά ηθικό. Για να δεις ότι το πρόβλημα είναι ηθικό, να σκεφθείς ότι ένας άνθρωπος έχει τον μισό πλούτο της γης. Ότι τo 20% των πλουσίων αρπάζουν τα 80% του ακαθαρίστου παγκοσμίου προϊόντος!
Θα καταλάβεις γιατί η εξουσία διαλύει τις οικογένειες και τις κοινωνίες που είναι θεμελιωμένες στο σεβασμό της οικογένειας, γιατί παραγκωνίζεται ο πατέρας, γιατί αγνοείται ο ενήλικος, γιατί υποτιμάται η εργασία, γιατί εξευτελίζονται οι γέροι, γιατί εκδιώκονται από την οικογένεια και την οικογενειακή εστία, γιατί στοιβάχτηκαν οι άνθρωποι σε ακατάλληλες και ανθυγιεινές κατοικίες στις νεκρές μεγαλουπόλεις.
Με το φόβο του υπερπληθυσμού η ολιγαρχία σχεδιάζει τη μείωση του πληθυσμού της γης. Γι΄ αυτό διαλύεται η Παιδεία, για να μην υπάρξει ηθική αντίσταση στην επιδίωξη των πλουσίων να μειώσουν τον πληθυσμό της γης , αρχίζοντας από τις ευπαθείς κατηγορίες ανθρώπων, τους αρρώστους, τους γέρους, τα παιδιά, τους φτωχούς... «Ο δρόμος για το σπίτι» εκφράζει τη νοσταλγία της επιστροφής σε μια ανθρώπινη ζωή, μια ζωή στα μέτρα του ανθρώπου.
Ο δρόμος για το σπίτι, η ομώνυμη κινεζική κινηματογραφική ταινία στην οποία αναφέρονται οι γραμμές που ακολουθούν, είναι ένας ύμνος στον πατέρα:
«Στη ζωή ο καθένας πρέπει να έχει ένα στόχο. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός. Ανατολή, Δύση, Βορράς, Νότος. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός». Με αυτά τα λόγια, που είναι προφανώς του Κομφούκιου αρχίζει στην κινέζικη κινηματογραφική ταινία «Ο Δρόμος για το Σπίτι», το πρώτο του μάθημα στους μαθητές του χωριού ο νέος τους δάσκαλος. Η ιστορία του έρωτα του δασκάλου αυτού με την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού είναι το θέμα της αριστουργηματικής αυτής ταινίας του Τζανγκ Γιμού, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μπάο Σι Ριμέμπρανς.
Το έργο αρχίζει με το γιο που επιστρέφει στο χωριό, όταν μαθαίνει ότι ο γερο-δάσκαλος πατέρας του πέθανε. Στο χωριό η μητέρα του θέλει να φέρουν τον νεκρό από την πόλη με τα πόδια. Πάντα έφερναν τους νεκρούς τους με τα πόδια. - Έπρεπε να φωνάζουν όταν σκαρφάλωναν βουνά, διέσχιζαν ποτάμια και περνούσαν σταυροδρόμια. Έλεγαν του νεκρού ότι είναι ο δρόμος για το σπίτι. Όλοι του φώναζαν, για να θυμάται το δρόμο για το σπίτι.
Ο γιος προσπαθεί να μεταπείσει τη μητέρα του, γιατί ήταν πολύ δύσκολο έργο η μεταφορά του νεκρού, επειδή δεν υπήρχαν άτομα. Οι νέοι έφυγαν απ' το χωριό στις πόλεις για να βρουν δουλειά. Στο χωριό έμειναν μόνο γέροι και παιδιά. Ο γιος προτείνει στη μητέρα του να μεταφέρουν το νεκρό με τρακτέρ.«Είναι το ίδιο» της λέει «είτε τον μεταφέρουμε με τρακτέρ είτε μετά πόδια». «Δεν είναι το ίδιο» απαντάει η μητέρα του. «Ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να τον φέρουμε με τα πόδια».
Ότι δεν είναι πράγματι το ίδιο, θα συμφωνήσει καθένας που θα δει την ταινία. Όχι γιατί θα λάβει υπόψη του κάποια αδιάσειστα λογικά επιχειρήματα, τα οποία εκτίθενται στην ταινία, αλλά γιατί θα αγαπήσει τα πρόσωπα του έργου, τον τόπο όπου έζησαν και τον τρόπο με τον οποίο έζησαν. Θα συμφωνήσει με την καρδιά του και όχι με τη λογική.
Τελικά μετά την επιμονή της μητέρας του ο νεκρός θα μεταφερθεί με τα πόδια από τους μαθητές του που συγκεντρώθηκαν από διάφορες πόλεις, για να μεταφέρουν με τα πόδια το δάσκαλο τους από την πόλη στο χωριό, αψηφώντας τον παγωμένο καιρό.
Τα πρόσωπα που αγαπήσαμε πιο πολύ είναι ένα μέρος της ζωής μας, ένας δρόμος που μας πηγαίνει στο σπίτι μας. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της θαυμάσιας αυτής κινεζικής ταινίας. Η αγάπη είναι δρόμος. Το ίδιο όπως είναι η ειρήνη και η δικαιοσύνη και η χαρά, τα θεϊκά αυτά δώρα του Αγίου Πνεύματος προς τον άνθρωπο.
Είναι τόσο όμορφη η ταινία αυτή, τόσο όμορφοι οι άνθρωποι, η φύση, η ζωή στη φύση, ο αληθινός έρωτας, που θα ήταν ευχής έργον να τη δουν οι σημερινοί νέοι για να λάβουν ένα παράδειγμα του αληθινού έρωτα σε μια εποχή που επικρατεί το αμερικανικό πρότυπο του ανθρώπου χωρίς αισθήματα.
Στη ζωή ο καθένας πρέπει να έχει ένα στόχο. Σε όλα υπάρχει κάποιος σκοπός. Ποιος είναι ο στόχος και ποιος είναι ο σκοπός των ανθρώπων της νέας εποχής; Ποιος είναι ο στόχος του σημερινού μοντέλου του έρωτα χωρίς αισθήματα; Μήπως προτιμούμε τις «σχέσεις» δίχως αισθήματα, για να μην διακινδυνεύσουμε να πονέσουμε σε περίπτωση διάψευσης;
Όταν η αποφυγή του πόνου μετατρέπεται σε καθημερινή τακτική, τότε καταλήγουμε μοιραία στη νοσταλγία του μηδενός. Θα προτιμούσαμε να μην είχαμε γεννηθεί.
Λαρισινά Δοκίμια

Για τη Νηστεία των Χριστουγέννων Πότε, γιατί και πώς; του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών

Για τη Νηστεία των Χριστουγέννων
Πότε, γιατί και πώς;
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης
κ. Συμεών

από το βιβλίο του «Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας», 11η ἔκδοση,
Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2007, σσ. 88-92
1. Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστή στή γλώσσα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας καί ὡς σαραντά(η)μερο. Περιλαμβάνει καί αὐτή σαράντα ἡμέρες, ὅμως δέν ἔχει τήν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τήν 15η Νοεμβρίου καί λήγει τήν 24η Δεκεμβρίου.
2. Ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή δεύτερη μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τά μέσα τοῦ Δ΄ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεόρταζε τή γέννηση καί τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὑπό τό ὄνομα τά Ἐπιφάνεια τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 6 Ἰανουαρίου. Τά Χριστούγεννα ὡς ξεχωριστή ἑορτή, ἑορταζομένη στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη στήν Ἀνατολή ἀπό τή Δύση περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού πρῶτος ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» (PG 48, 752) καί μᾶς πληροφορεῖ περί τό 386 ὅτι «οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γεγένηται» (PG 49, 351).
Μέ τή διαίρεση τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καί τήν καθιέρωση τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τήν 25η Δεκεμβρίου, τῆς Περιτομῆς τήν 1η καί τῆς Βαπτίσεως τήν 6η Ἰανουαρίου, διαμορφώθηκε καί τό λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή τό ἑόρτιο χρονικό διάστημα ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου ὥς τίς 6 Ἰανουαρίου. Ἔτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑνότητα τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
3. Ἡ μεγάλη σημασία πού ἀπέκτησε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καί ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν, ἀποτέλεσαν τίς προϋποθέσεις γιά τήν καθιέρωση καί τῆς πρό τῶν Χριστουγέννων νηστείας. Σ' αὐτό ἀσφαλῶς ἐπέδρασε καί ἡ διαμορφωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.
Ὅπως ἡ ἑορτή ἔτσι καί ἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐμφανίστηκε ἀρχικά στή Δύση, ὅπου ἡ νηστεία αὐτή ὀνομαζόταν Τεσσαρακοστή τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ἐπειδή ἄρχιζε ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου τούτου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἐπανελήφθη καί σ΄ ἐμᾶς, ὅπου πολλοί τή νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὀνομάζουν τοῦ ἁγίου Φιλίππου ἐπειδή προφανῶς ἀρχίζει τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου.
Οἱ πρῶτες ἱστορικές μαρτυρίες, πού ἔχουμε γιά τή νηστεία πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται γιά τή Δύση στόν Ε' καί γιά τήν Ἀνατολή στόν ΣΤ΄ αἰώνα. Ἀπό τούς ἀνατολικούς συγγραφεῖς σ΄αὐτήν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθώς ἐπίσης καί ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών.
4. Ἡ νηστεία στήν ἀρχή, καθώς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διάρκειας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει περί τόν ΙΒ΄ αἰώνα –καί κατά συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιά τά ὅσα ἴσχυαν στήν ἐποχή του–, σαφῶς τήν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καί αὐτή σέ σαράντα ἡμέρες, χωρίς ἐν τούτοις νά προσλάβει τήν αὐστηρότητα τῆς πρώτης.
Πῶς θά πρέπει νά τή νηστεύουμε; Καθ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου δέν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά καί αὐγά. Ἀντίθετα, ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε ψάρι ὅλες τίς ἥμερες –πλήν, φυσικά, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς– ἀπό τήν ἀρχή μέχρι καί τήν 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε ἐπίσης καί κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἄν πέσει.
Ἀπό τήν 18η μέχρι καί τήν 24η Δεκεμβρίου, παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου μόνο –ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καί Παρασκευῆς πού θά παρεμβληθοῦν καί κατά τίς ὁποῖες τηροῦμε ἀνέλαιη νηστεία. Ἐπίσης μέ ξηροφαγία θά πρέπει νά νηστεύουμε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς νηστείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς καί τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐκτός βέβαια κι ἄν πέσουν Σάββατο ἤ Κυριακή.
ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
«Ἐπίσης ὀφείλουμε νά μήν τηροῦμε μόνο τήν τάξη τῆς νηστείας πού ἀφορᾶ τίς τροφές, ἀλλά νά ἀπέχουμε καί ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε, ὅπως νηστεύουμε ὡς πρός τήν κοιλιά, νά νηστεύουμε καί ὡς πρός τή γλώσσα, ἀποφεύγοντας τήν καταλαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, τή λοιδορία, τήν ὀργή καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού διαπράττουμε μέσῳ τῆς γλώσσας.
Ἐπίσης χρειάζεται νά νηστεύουμε ὡς πρός τά μάτια. Νά μή βλέπουμε μάταια πράγματα. Νά μήν ἀποκτοῦμε παρρησία διά μέσου τῶν ματιῶν. Νά μήν περιεργαζόμαστε κάποιον μέ ἀναίδεια. Ἀκόμη θά πρέπει νά ἐμποδίζουμε τά χέρια καί τά πόδια ἀπό κάθε πονηρό πράγμα.
Μέ αὐτό τόν τρόπο νηστεύοντας μιά νηστεία εὐπρόσδεκτη στόν Θεό καί ἀποφεύγοντας κάθε εἴδους κακία πού ἐνεργεῖται διά μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπό τίς αἰσθήσεις μας, θά πλησιάζουμε, ὅπως εἴπαμε, τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Χριστουγέννων ἀναγεννημένοι, καθαροί καί ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων μυστηρίων».
ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ
Πηγή: http://www.imns.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=259:221110&catid=67:2010-02-26-17-33-45&Itemid=120

Η αφροσυνη του πλεονεκτου

Η αφροσυνη του πλεονεκτου

«Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)
ΠλεονεκΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας κα­θρέφτης, στὸν ὁποῖον, ἐὰν κοιτάξουμε μὲ προσοχή, θὰ δοῦμε τὸν ἄθλιο ἑαυτό μας, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη ποὺ ἔχουμε. Στὸ σημερινὸ δὲ εὐαγγέλιο βλέπουμε ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτε­ρα ἐλαττώματα. Ὀνομάζεται πλεονεξία. Πλεονεξία εἶνε τὸ νὰ μὴ εὐχαριστῆται κανεὶς σ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ νὰ ζητῇ ὅλο καὶ περισσό­τερα καὶ ποτέ νὰ μὴ λέῃ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Εἶνε μιὰ ἐκδήλωσις τοῦ ἀτομιστικοῦ καὶ ἐγωϊστικοῦ πνεύματος. Στὴ σημερινὴ παραβολὴ βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου.

* * *

Τί μᾶς λέει; Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσι­ος γεωκτήμων. Εἶχε πολλὰ ὑ­ποστατικά, χωράφια, ἀμπέλια, ἐλαιοστάσια, κήπους μὲ ὀ­πωροφόρα δέν­τρα. Κατεῖχε μεγάλη ἔκτασι γῆς. Ἦ­ταν ἆραγε εὐ­τυχι­σμένος; Ὅπως δείχνει ἡ συνέχεια, ὄχι. Μιὰ χρονιὰ ἦρθε μεγάλη εὐφορία. Τὰ χωράφια ἔδωσαν πολὺ καρπό. Τὰ δέν­τρα λύγιζαν ἀπ’ τὸ βάρος. Τί ἔπρεπε κι αὐτὸς νὰ πῇ; Νὰ πῇ «Δόξα σοι, ὁ Θεός», νὰ πῇ ἕνα «εὐ­χαριστῶ». Τὸ εἶπε; Δὲν τὸ εἶπε. Ὅταν εἶδε αὐ­τὴ τὴν ἔκτακτο ἐσοδεία μπῆκε σὲ μεγάλη συλλογή. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ τὴ νύχτα καὶ δὲν τὸν ἔπιανε ὕπνος. Τὸν ἀπασχολοῦσε ἕνα πρόβλημα, ποὺ εὔκολα μποροῦσε νὰ λυθῇ, ἀλλὰ ἡ πλεονεξία τὸ ἔκανε δυσεπίλυτο.
Ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα. «Τί νὰ κάνω», λέει, «ποὺ δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τὰ ἀγαθά μου;» (Λουκ. 12,17). «Τί νὰ κάνω;»! Νὰ τὸ λέῃ ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάῃ, νὰ τὸ λέῃ ὁ πολύτε­κνος πατέρας ποὺ σκέπτεται πῶς θ’ ἀποκαταστήσῃ τὰ παιδιά του, νὰ τὸ λέῃ ἡ χήρα ποὺ παλεύει μὲ τόσα προβλήματα, νὰ τὸ λέῃ τὸ ὀρφανὸ ποὺ ἔμεινε ἔρημο; Τὸ λέει αὐτός! Ἐπὶ τέλους, ἀφοῦ βασάνισε τὸ μυαλό του, βρῆκε λύσι. Ποιά λύσι; Νὰ γκρεμί­σῃ τὶς ἀ­ποθῆκες του καὶ νὰ χτίσῃ μεγαλύτερες. Ἀφοῦ συλλέξω ἐκεῖ τοὺς καρπούς, σκεπτόταν, θὰ πῶ· «Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Αὐτὰ σκεπτόταν, αὐτὸς ἦταν.
Ὁ κόσμος θὰ τὸν θεωροῦσε ἔξυπνο. Ἀλλὰ ἄλλη ἡ γλῶσσα τοῦ κόσμου, ἄλλη τοῦ Εὐ­αγγε­λίου. Ἂς φαινόταν προνοητικὸς καὶ δημιουργικός· ὁ Κύριος λέει, ὅτι δὲν εἶχε μυαλὸ κουκούτσι, τὸν ὀ­νομάζει «ἄφρονα» (ἔ.ἀ. 12,20). Γιατί τὸν ὀνομάζει ἄφρονα; Προσέξτε.
⃝ Ἀκούσατε τί λέει· «Τὰ γενήμα­τά μου», «τὰ ἀ­γαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Πόσο ἁμαρτωλὸ ἐκεῖνο τὸ «μου»! Αὐτὸ θὰ μᾶς φάῃ. Ἦταν δικά του; Πρῶτα-πρῶτα ὁ σπόρος. Μέσα του κλείνει τε­ραστία δύναμι ἀναπαραγωγῆς. Ποιός τοῦ ἔ­δω­σε τὴ δύναμι αὐτή; Χίλιοι γεωπόνοι καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ μπο­ροῦν νὰ κάνουν. Ὁ σπόρος λοιπὸν ποὺ ἔσπειρε ὁ πλούσιος δὲν ἦταν δικός του. Ἔπει­τα τὸ χῶμα. Γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος, θέλει χῶμα. Τί εἶνε τὸ χῶμα; Ἄλλο πάλι μυστήριο. Τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε ἔχει τεραστία δύναμι. Χιλιάδες τώρα χρόνια βλαστάνει, φυτρώνει συνεχῶς. Εἶνε γόνιμο, νά ἡ ἀξία του. Πάρτε δυὸ γλάστρες, μία γεμάτη χρυσάφι καὶ μία γε­μάτη χῶμα, καὶ σπείρετε σπόρο· τὸ χρυσάφι δὲ φυτρώνει, εἶ­νε στεῖρο, ἐνῷ τὸ χῶμα εἶνε εὐ­λογημένο· βγάζει δέν­τρα, καρπούς, ἄνθη. Ποιός τὸ ἔκανε; Ὁ σπόρος λοιπὸν τοῦ Θεοῦ, τὸ χῶμα τοῦ Θε­οῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος στὸ χῶ­μα θέλει καὶ νερό. Ἂν ὁ οὐρανὸς δὲ βρέ­­ξῃ, ξεράθη­καν τὰ πάντα. Ἀπαραίτητος εἶ­νε καὶ ὁ ἥλιος· χω­ρὶς τὶς ἀκτῖνες του τίποτα δὲν εὐ­δοκιμεῖ. Μὲ λίγα λόγια, ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ἐν τούτοις ὁ πλούσιος λέει «τὰ ἀγαθά μου». Δὲν εἶνε δικά σου, κύριε. Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὸ λόγο «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐ­τῆς» (Ψαλμ. 23,1); Τοῦ Κυρίου εἶνε καὶ ἡ γῆ καὶ ὅ­λα τὰ ἀγαθά της. Δὲν εἶσαι ἰδιοκτήτης, μόνο διαχειριστής.
⃝ Εἶνε ὅμως ἀνόητος κι ἀπὸ ἄλλης πλευ­ρᾶς. «Θὰ γκρεμίσω», λέει, «τὶς ἀποθῆ­κες μου, θὰ κάνω καινούργιες καὶ θὰ μαζέψω ἐκεῖ τὰ ἀγαθά μου». Ζητοῦσε ἀποθῆκες. Μὰ ὑπῆρχαν. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ποιές εἶνε οἱ ἀποθῆκες; Τὰ στομάχια τῶν πεινασμέ­νων! Δὲν σκέφθηκε ὅτι δίνοντας στοὺς φτωχοὺς ἀποθηκεύει στοὺς οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ εἶνε «ἄφρων».
⃝ Εἶνε ἀνόητος ἀκόμα, διότι ὑπολόγιζε πὼς θὰ ζήσῃ «ἔτη πολλά» (ἔ.ἀ. 12,19). Ἔζησε; Οὔτε μιὰ νύχτα. Ἔκανε «λογαριασμὸ χωρὶς τὸν ξενοδό­­χο». Ποιός εἶνε ὁ «ξενο­δόχος»; Ὁ χάρος! Ἐ­κεῖ ποὺ ἔκανε σχέδια, ἀκούει· Ἔλα ἐδῶ, κι οὔ­­­τε δευτερόλεπτο ἀναβολή!… Τί εἶνε ὁ ἄν­θρω­πος; Μιὰ σταγόνα αἷμα στὸν ἐγκέφαλο καὶ γίνεται φυτό. Ἀνόητε, «ἄφρον»!…
Ὥστε λοιπὸν ἡ πλεονεξία ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἀ­να­λύσει της εἶνε ἀφροσύνη. Ἐν τούτοις ὁ ἄν­θρωπος δὲν συνετίζεται, δὲν λέει ποτέ «φτάνει». Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια «Φτάνει πιὰ τὸ νερό σας», ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ στοὺς νεκροὺς «Φτάνει πιά, χόρτασα ἀπὸ πτώματα»· ὁ πλεονέκτης ὅμως δὲν τὸ λέει. Ἔκανε ἕνα ἑκατομμύριο; ζητάει δύο· ἔκανε δύο; ζητάει τέσσερα, πέντε, δέκα, εἴκοσι ἑκατομμύρια… Φοβερὸ τὸ πάθος· «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν εἶνε ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10). Κάνει δυστυχῆ τὸν ἑαυτό του. Ὑπενθυμίζει κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ποὺ παρακάλεσε, λένε, τοὺς θεούς, ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυ­σάφι, καὶ τὸν ἄκουσαν· ἄγγιξε πέτρες, δέντρα, λουλούδια…, ὅλα ἔγιναν χρυσᾶ. Ὅταν ὅμως στὸ σπίτι κάθησε στὸ τραπέζι, ἔγιναν χρυσᾶ καὶ τὸ πιάτο καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ψωμί· ἔτσι δὲν εἶχε τί νὰ φάῃ, καὶ πέθανε ἀπὸ τὴν πεῖνα. Φάε, λοιπόν, χρυσάφι! Μῦθος εἶνε αὐτός, ἀλλὰ διδάσκει σὲ τί παγίδα πέφτει ὁ πλεονέκτης.
Ἡ πλεονεξία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄτομα, ἀπειλεῖ τὰ ἔθνη καὶ τὴν κοινωνία σήμερα. Καὶ ἡ μικρή μας πατρίδα κινδυνεύει. Τὸ ἔθνος μας ἦταν πτωχό, δὲν εἶχε ἐπάρκεια. Σιτάρι φέρναμε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὴ ῾Ρωσία καὶ τὴν Ἀμερική. ῾Ρύζι ―θυ­μοῦμαι στὰ χρόνια τὰ δικά μας― δὲν ὑ­πῆρχε οὔτε μιὰ φούχτα, οὔτε γιὰ φάρμακο. Τώρα, δό­ξα τῷ Θεῷ, ὄχι μόνο γίναμε αὐτάρ­κεις ἀλ­λὰ ἔχουμε καὶ πλεόνασμα. Ἂς εἶνε καλὰ οἱ γε­ωρ­γοὶ τῆς ὑπαίθρου μας ἀλλὰ καὶ οἱ ἀδελφοί μας οἱ ἐργατικώτατοι πρόσφυγες, ποὺ ἔ­διωξε ὁ Κεμὰλ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὅλοι αὐ­τοὶ δούλεψαν σὰν μιὰ οἰκογένεια, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καλλιεργήθηκαν καὶ καρποφόρησαν. Τώρα ὅμως τί κάνουμε οἱ ἄφρονες· πετοῦ­με ῥοδάκινα, μῆλα καὶ ἄλλους καρποὺς στὶς χωματερές. Θεέ μου, τί ἔγκλημα! Ἔχουμε τόσο ἐμπορικὸ στόλο· μπορούσαμε νὰ φορτώσου­­με δέκα καράβια καὶ νὰ τὰ πᾶμε στὶς χῶ­ρες ποὺ πεινᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν τὸ κάνουμε οἱ πλεονέκται καὶ ἄφρονες. Καὶ ἄφρων πλεονέκτης εἶνε ὁλόκληρος ἡ Εὐ­ρώπη, αὐτὴ ἡ ΕΟΚ, ποὺ ἐπιβάλλει νὰ ξερριζωθοῦν ἀμπέλια καὶ ἐλαιοστάσια στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μποροῦν αὐτοὶ νὰ πωλοῦν σὲ μεγά­λες τιμὲς τὰ προϊόντα τους. Δὲν θὰ ἐπεκτα­θῶ ἐπ’ αὐτοῦ. Περιμένουν πολλὰ ὡρισμένοι ἀπὸ τὴν ΕΟΚ, ἐγὼ δὲν περιμένω. Εἶνε συνασπισμὸς συμφεροντολόγων, «ἑταιρεία λεόντων» ὅπως τὴν ὠνόμασε κάποιος πολιτικός. Καὶ ἂν μπῇ καὶ ἡ Τουρκία μέσα, ὤχ ὤχ, γράψε ἀλλοίμονο!…

* * *

Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε αἰώνιο, ἀγαπητοί μου. Ἰδού ἡ εἰκόνα τῆς πλεονεξίας ποὺ μᾶς δίδει. Καὶ τὸ φάρμακο ποὺ συνιστᾷ ποιό εἶνε;
Τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε· Νὰ εἶσαι ὀ­λιγαρκής, ἐργατικός, δίκαιος, σπλαχνικός. Ἀρκέσου στὰ λίγα, τὰ ἀπαραίτητα, στὸν «ἄρ­τον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11). Οἱ ἀνάγ­κες τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνε πολλές· πέντε – δέ­κα τὸ πολύ. Τώρα ὁ ἄφρων ἄνθρωπος τῆς κα­ταναλωτικῆς κοινωνίας ἐπλήθυνε τὶς ἀ­νάγκες του σὲ χιλιάδες. Οἱ περισσότερες εἶ­νε περιττὰ ἢ καὶ ἐπιβλαβῆ πράγματα, ὅπως λ.χ. τὸ τσιγάρο. Ἂν λείψουν τὰ περιττά, ὁ μικρὸς πλανήτης μας εἶνε ἐφωδιασμένος ἀ­πὸ τὸν Δη­μιουργὸ μὲ τόσα πλούτη, ποὺ ἂν καλ­λιεργηθῇ σωστὰ μπορεῖ νὰ θρέψῃ πέντε φορὲς περισσότερο πληθυσμό. Πότε; ὅταν μαζὶ μὲ τὴν ὀλι­γάρκεια ὑπάρχῃ ἀνιδιοτέλεια καὶ δικαιοσύνη, ὅταν πάψῃ τὸ «σὸν» καὶ τὸ «ἐμόν», ὅταν ἡ γῆ δὲν ἀνήκῃ πλέον στὸν ἄλφα καὶ στὸν βῆτα ἀλ­λὰ στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς», ὅταν ὑπάρχῃ δικαία κατανο­μή, ὅταν τὸ περίσσευμα τοῦ ἑνὸς πηγαίνῃ στὸ ὑ­στέρημα τοῦ ἄλλου, ὅπως λέει ὁ ποιητής· «αὐ­τὸ ποὺ περισσεύει, εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε».
Κ’ ἐμεῖς νὰ πολεμήσουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὴν πλεονεξία. Ὁ σατανᾶς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτα γιὰ τὸν ἄλλον. Ὁ Χριστὸς λέει· Ὅλα γιὰ τὸν ἄλλον!
Ἡ λύσις τῶν προβλημάτων ποὺ τυραννοῦν τὴν ἀνθρωπότητα εἶνε μέσα στὴ Γραφή. Τὰ εἶπε ὁ Χριστός. Τὰ ἐφαρμόζουμε; παράδεισος θὰ γίνῃ ἡ γῆ! Δὲν τὰ ἐφαρμόζουμε; κόλασις θὰ γίνῃ ἡ γῆ. Καὶ γίνεται κόλασις, ἀφοῦ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρ­χοντες καὶ ἀρχόμενοι, φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο λύνονται τὰ ἀτομικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐθνικά, τὰ παγκόσμια προβλήματα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 19-11-1989)

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η Χάρις του Θεού (Κυριακή Θ΄Λουκά)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 11/11/2011
Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Μερικοὶ ἄνθρωποι ἔχουν σύγχυση καὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὴν καλοσύνη. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν τήρηση ὁρισμένων τύπων καὶ τὴν ἐκτέλεση διαφόρων ἔργων. Ἕνας ἐπίσκοπος διευκρινίζει: «Νομίζουν μερικοὶ πὼς ὁ καλὸς ἄνθρωπος εἶναι καὶ καλὸς χριστιανός. Πιστεύουν στὴν καλοσύνη, ἀλλὰ δὲν πιστεύουν στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι οἱ ἠθικοὶ ἄνθρωποι κι ἄλλο οἱ πιστοί. Προηγεῖται ἡ πίστη καὶ ἕπονται τὰ ἔργα ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει・ “τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ πίστεως”, δηλ. εἴμαστε σωσμένοι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται διὰ τῆς πίστεώς μας. Ἡ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι τὰ καλὰ ἔργα. Μᾶς ἁγιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἡ δύναμη τῶν καλῶν μας ἔργων. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ πὼς σώθηκε μόνο μὲ τὰ καλά του ἔργα»...

Πολλοὶ χριστιανοὶ ὑπερτονίζουν τὴν ἀξία τῶν καλῶν ἔργων ποὺ ἐπιτελοῦν, γιατὶ ἔτσι προβάλλονται στὸ λαό, ἐνῶ δὲν κάνουν ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὴ θεία χάρη ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Εἶναι ἐξωστρεφεῖς καὶ δὲν ἔχουν γευθεῖ ποτὲ τοὺς καρποὺς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δὲν ἀκολουθοῦν τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι τόνιζαν ὅτι μόνο τὰ καλὰ ἔργα δὲν σώζουν. «Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν διδάσκαλοι τῆς χάριτος, γιατὶ τὴν εἶχαν βιώσει, γι᾽αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται πνευματικοί, δηλ. καινούργιοι ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι ποὺ μέσα στὴν καρδιά τους γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοὺς δίδαξε νὰ συμμετέχουν σωστὰ στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ, νὰ ζοῦν μυστηριακὴ ζωή, νὰ συμμετέχουν στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, δηλ. στὴ Θεία Εὐχαριστία, νὰ εἶναι ταπεινοὶ καὶ νὰ ζητᾶνε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ξεχύνεται παντοῦ, ἀρκεῖ νὰ βρεθεῖ κάποιος νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴν βιώσει ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ πιὸ φοβερὸ πρᾶγμα εἶναι νὰ μὴ ἐνεργεῖ μέσα σου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ», συμπληρώνει ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...