Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2011

Ἡ Ζωὴ τῆς Παναγίας

Τσαγκάρης Παναγιώτης (Θεολόγος)



Στὸ χῶρο τοῦ σύμπαντος τὸ φαινόμενο τῆς ἔκλειψης τοῦ ἡλίου εἶναι κάτι ποὺ συχνὰ συμβαίνει. Στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ἥλιος ποὺ δὲν γνωρίζει ἔκλειψη εἰς τὸν αἰώνα. Εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός! Μαζί του λάμπει στοὺς αἰῶνες καὶ ὁ ἥλιος τῆς Παναγίας μητέρας Του. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἥλιος, ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε μέσα της, ἐκύησε, ἐγέννησε, γαλακτοτρόφησε καὶ ἀνέθρεψε τὸ νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἥλιος ἁγνείας, παρθενίας, ὑπακοῆς, ὑπομονῆς, σιωπῆς, ἀγάπης, πίστης, σεμνότητας, καθαρότητας, διακριτικότητας, σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὡραιότητας. Ἥλιος καλοκαιρινός, δεκαπενταυγουστιάτικος, ποὺ λαμπρύνει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ κόσμημα τῶν χριστιανῶν.

Ἂς δοῦμε σύντομα τὴ μοναδικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γυναίκας.

Κατὰ τὸ λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ὁ ἱερέας Ματθᾶν (23ος ἀπόγονός του Δαβίδ, κατὰ τὸν γενεαλογικὸ πίνακα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου), παντρεύτηκε τὴ Μαρία καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Παναγίας, καὶ τρεῖς κόρες:

τὴ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Σαλώμη τὴ μαία,

τὴ Σοβῆ, ἡ ὁποία γέννησε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ

τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἄννα (ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 25 Ἰουλίου), παντρεύτηκε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν τριαντάχρονο τότε Ἰωακείμ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Σεπτεμβρίου μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἄννα), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ, ὅπως κι ἐκείνη. Ὅμως πέρασαν 40 χρόνια ἔγγαμου βίου καὶ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Ἡ ἀτεκνία στὴν ἐποχὴ τοὺς ἦταν μεγάλη ντροπή. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ ντροπὴ τὴν ἔφερναν πάνω τους καὶ οἱ δυό τους ἀγόγγυστα κι ἀδιαμαρτύρητα ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὑπέμεναν τὸ θέλημά Του, Τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν, πίστευαν μὲ ἁπλοϊκὴ καὶ πηγαία πίστη στὴν παντοδυναμία Του καὶ περίμεναν…

Ἀπέναντι στὴ τόση πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ πολλαπλὰ μεγάλα θαύματα. Στέλνει τὸν ἄγγελό Του καὶ λύει τὴν ἀτεκνία τῆς Ἄννας (9 Δεκεμβρίου). Καὶ ἡ γριὰ καὶ στείρα Ἄννα, ὡς ἄλλη Σάρα, θὰ μείνει ἔγκυος καὶ στὰ 60 της χρόνια θὰ γεννήσει καὶ θ᾿ ἀποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ ἔτους 15 π.Χ.) κόρη. Καὶ τί κόρη(!) τὴ Μαρία, τὴ μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.

Τῆς ἔδωσαν τ᾿ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, ὅμως τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πέντε γράμματα τοῦ ὀνόματός της παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ὁποῖο διακρίθηκε γιὰ μία τουλάχιστον ἀρετή:

ἡ Μ-αριάμ, γιὰ τὴν ἁγνότητά της,

ἡ Ἀ-βιγαία (=πηγὴ χαρᾶς), γιὰ τὴν ταπείνωση & τὴ σωφροσύνη της,

ἡ Ρ-αχήλ (=ἀμνάδα), γιὰ τὴν ὀμορφιά της,

ἡ Ἱ-ουδήθ, γιὰ τὴν ἀνδρειοφροσύνη & τὴν πίστη της,

ἡ Ἄ-ννα (=Θεία Χάρη), γιὰ τὴν ὑπομονή της.

Ἔτσι τὸ ὄνομα Μαρία περιγράφει καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Παναγίας.

Στὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τῆς Μαρίας, ἀπαντοῦν μὲ ἀντίδωρο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πρόσφερε. Φέρνουν στὸ ναὸ καὶ ἀφιερώνουν στὸ Θεὸ τὴν τρίχρονη(!) κορούλα τους.

Μεγάλη ἡ καρδιά τους – Μεγάλη ἡ ἀπόφασή τους – Μεγάλη ἡ πίστη τους.

Ἂς τοὺς θαυμάσουμε καὶ ἂς τοὺς μοιάσουμε.

Τὸ τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος προφανῶς, γνωρίζοντας ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, γεμάτος χαρά, ἀφοῦ πρῶτα πείθει τὸν λαὸ γιὰ τὸ σωστό της παράδοξης ἀπόφασής του, ὁδηγεῖ (21 Νοεμβρίου) τὴ μικρὴ κόρη στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» του ναοῦ (!!!), ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε κι αὐτὸς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἀπὸ τοὺς ἱσραηλίτες τὰ ἱερότερα τῶν κειμηλίων τους, ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ποὺ περιεῖχε τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ μάννα.

Ἐκεῖ θὰ παραμείνει ἐπὶ 12 συναπτὰ ἔτη ἡ πιὸ ἁγνὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ μικρὴ Μαρία, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοὴ καὶ τρεφόμενη ἀπὸ ἀγγελικὰ χέρια, καθὼς ἐκείνη ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ νὰ γίνει ἡ νέα κιβωτὸς ποὺ μέσα της θὰ στέγαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.

Στὰ ἐννέα της χρόνια θὰ γνωρίσει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, καθὼς θὰ στερηθεῖ καὶ τοὺς δυὸ ἀγαπημένους γονεῖς της. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ συγγενεῖς της, ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα (σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν) νὰ ἀφήσει τὸ ναὸ καὶ νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο, ἀποφασίζουν νὰ μὴν τὴν ἀφήσουν μόνη ἐκτεθειμένη στοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ τὴν προστατεύσουν.

Τὴν θέτουν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ, ἑνὸς μακρινοῦ συγγενῆ της (ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω), τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει καὶ τοῦ εἶχε ἤδη ἀφήσει 7 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια (τὰ ὁποῖα ἀργότερα θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐποχῆς, ὡς ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ). Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἐπικυρώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, καθὼς κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὡς μνηστήρα τῆς Μαρίας, ἕνα περιστέρι βγῆκε ἀπὸ τὴ ράβδο του καὶ πέταξε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.

Ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τὴ 16χρονη Μαρία, παρὰ τοὺς δισταγμοὺς ποὺ εἶχε, ἐπειδὴ ἦταν χῆρος με παιδιὰ καὶ μεγάλος σε ἡλικία (75 ἐτῶν).

Ἡ Μαρία δὲν πρόλαβε νὰ κλείσει χρόνο στὴ νέα της ζωὴ κι ἕνα ἀνοιξιάτικο κυριακάτικο ἀπόγευμα στὶς 25 τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἦταν προσηλωμένη στὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὰ χείλη σιγόψελνε ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὰ χέρια χρυσοκένταγε τὸ νέο «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ, ἄκουσε ἀπὸ τ᾿ Ἀρχαγγελικὰ τοῦ Γαβριὴλ τὰ χείλη, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ «πρωτευαγγελίου». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ συμβεῖ τὸ ποθούμενο, καθὼς ἁγιωτέρα καὶ καθαροτέρα ψυχὴ δὲν ὑπῆρξε μέχρι τότε, οὔτε θὰ ὑπάρξει σὰν αὐτὴ τῆς Παναγίας. «Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, θὰ γεννήσεις τὸ Γιὸ τοῦ Ὑψίστου. Πνεῦμα Ἅγιο θὰ σὲ ἐπισκιάσει». Καὶ ἡ ἀπάντησή της ποὺ ἀκολούθησε τοὺς πρώτους ἀνθρώπινους δισταγμούς της: «Ἰδού, ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου». Ἡ σωτήρια ἀπάντηση ποὺ περίμενε ὅλος ὁ κόσμος, δόθηκε.

Ἡ Μαρία ἔγγυος (καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξει ἄνδρας!!!). Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ δίκαιου Ἰωσήφ. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὰ συμβάντα καὶ ἔτσι ἐκεῖνος, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου θὰ πάρει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ καλύψει τὴν Παρθένο.

Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ θὰ γίνει μάνα ὄντας παρθένος. Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τοκετό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς εἰκόνες της ἁγιογραφεῖται μὲ τρία ἀστέρια (δυὸ στοὺς ὤμους καὶ ἕνα στὸ μέτωπο) πάνω στὴν ἐσθήτα της καὶ ὑμνολογεῖται ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς ὄχι μόνο του Ἰωσήφ, μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου. Κι ὅμως ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρίας ἡ Ἐλισάβετ, φωτιζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ πεῖ: «ἦρθε σὲ μένα ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της θὰ σκιρτήσει μὲ τὴν παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας.

Ἀκολουθεῖ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Βηθλεὲμ τὴ γενέτειρα τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.

«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικτε πάσιν ἡ Ἐδέμ».

Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄσημο χωριὸ ποὺ βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος σ᾿ ἕναν στάβλο καὶ θὰ ἐναποθέσει σ᾿ ἕνα παχνὶ τὸν κτίσαντα τὸν κόσμο ὅλον.

Ὁ Ἐμμανουήλ (=ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας) εἶναι ἐδῶ κι ἡ μάνα του κρυφὰ Τὸν καμαρώνει, καθὼς ἁπλοϊκὰ τσομπανόπουλα Τὸν προσκυνοῦνε, ἄγγελοι Τὸν ὑμνοῦνε, ἄδολα ζῶα Τὸν ζεσταίνουν μὲ τὰ χνῶτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες τοῦ καιροῦ τους) Τὸν χρυσώνουν.

Στὶς 8 μέρες ἀκολουθεῖ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Ἰησοῦς θἆναι τ᾿ ὄνομά Του.

Στὶς 40 μέρες οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, θὰ φέρουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, γιὰ νὰ πάρουν ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνεχίσουν ἔτσι οἱ γονεῖς μὲ δύναμη καὶ φρόνηση, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.

Θὰ ἀκολουθήσει ἡ φυγὴ τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο, κατόπιν ἀγγελικῆς προτροπῆς, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φονικὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη. Ἀγόγγυστα καὶ μὲ χαρὰ ἡ Μαρία θὰ ὑποφέρει τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν ξενιτεμὸ πρὸς χάριν τοῦ παιδιοῦ της.

Δὲν θὰ ἀργήσει ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ἡ ποθητὴ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἱερῆς οἰκογένειας στὴ Γαλιλαία.

Τὴν Παναγία θὰ τὴν ξανασυναντήσουμε στὰ εὐαγγέλια. Θὰ ψάχνει ἐναγωνίως τὸ δωδεκάχρονο πιὰ ἀγόρι της, ποὺ Τὸ εἶχε χάσει, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν πάει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Ἄραγε μέσα σὲ τί ἀγωνία θὰ ζοῦσε ἡ ἁγία της ψυχὴ ἐκεῖνες τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, προτοῦ βρεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ διδάσκει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα Του, τοὺς σοφοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ναοῦ;

Τὴ λαχτάρα ποὺ τῆς ἔδωσε τότε ὁ Γιός της, θὰ τῆς τὴν ξεπληρώσει ὅταν πιὰ τριαντάχρονος θ᾿ ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του.

Γιὰ χάρη τῆς μητέρας Του τότε θὰ κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα Του, ἂν καὶ ἦταν παράκαιρο ὅπως τῆς εἶπε. Ἐντούτοις, θὰ κάνει τὸ νερὸ κρασὶ στὸν ἐν Κανᾷ γάμο γιὰ νὰ συνεχισθεῖ τὸ γλέντι καὶ ἡ χαρὰ τῶν παρευρισκομένων σ᾿ αὐτὸ τὸ γιορτάσι, διότι… Ἐκείνη Τοῦ τὸ ζήτησε!

Σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ ὅμως, ὅταν Τὸν ἀναζητοῦσαν ἡ μητέρα του καὶ τ᾿ ἀδέρφια Του, θὰ πεῖ πὼς μητέρα μου κι ἀδέρφια μου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Οἱ καλοθελητὲς θὰ σχολιάσουν πὼς πλήγωσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴ μητέρα Του.

Λέτε, ἀλήθεια, νὰ ἀδιαφοροῦσε τόσο πολὺ γιὰ Ἐκείνη ὁ Κύριος;

Ποιός; Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρό, καὶ φρικτὰ ὑπέφερε, ἐντούτοις νοιάστηκε γιὰ ΄κείνη, γιὰ νὰ μὴν μείνει μόνη καὶ ἀπροστάτευτη μετὰ τὸ θάνατό Του καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, τοῦ Ἰωάννη.

Κι Ἐκείνη λέτε νὰ μὴ γνώριζε τὴ σημασία τῶν παραπάνω λόγων τοῦ παιδιοῦ της, ὅταν ἦταν:

Ἐκείνη ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Τὸν ἀνέθρεψε;

Ἐκείνη ποὺ Τὸν παράστεκε σ᾿ ὅλες τὶς περιοδεῖες Του;

Ἐκείνη ποὺ στὸ Γολγοθὰ ἐπάνω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της ἀνήμπορη καὶ μόνη παρακολουθεῖ τὰ φρικτὰ γενόμενα ποὺ σὰν κοφτερὸ λεπίδι σχίζουν τὰ σωθικὰ της; «Σφαγήν Σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα..» (ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅταν κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου στὸ ναὸ εἶχε πεῖ: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35).

Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυά της, μύρωσε καὶ νεκροπρεπῶς ἐνταφίασε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Γιοῦ της;

Ἐκείνη ποὺ πρωτοτίμησε ὁ Γιός της μὲ τὴν ἀναστημένη παρουσία Του;

Ἐκείνη ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια της Γιός της καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς;

Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους;

Ἐκείνη ποὺ ξεκίνησε μετὰ ἀπὸ τὸν κλῆρο ποὺ τῆς ἔλαχε, νὰ πάει νὰ κηρύξει τὸ Γιό της στὴν Ἰβηρία;

Ἀλλὰ τελικά, τὸ θέλημα τοῦ Γιοῦ της ἦταν νὰ βρεθεῖ στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθωνα καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τόπος νὰ τῆς παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὰ τέλη τῶν αἰώνων ὡς περιβόλι δικό της.

Ἡ Παναγία γνώριζε ἀπὸ τὸν τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὅλα τὰ μελλούμενα, ἀλλὰ «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. δ´ 51).

Μιὰ συνεχὴς σιωπή, προσευχή, διακριτικὴ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἦταν ἡ ζωή της.

Κι ἔτσι συνέχισε νὰ πολιτεύεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Γιοῦ της στοὺς οὐρανούς.

«Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχή. Καὶ δὲν προσευχόταν ὄρθια ἢ γονατιστή. Χρωμάτιζε τὴν προσευχή της μὲ τὶς ἐπίμονες γονυκλισίες (=μετάνοιες). Ἔκανε τόσες πολλὲς μετάνοιες, ὥστε στὰ ἁγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» (ὅπως τῆς γίδας). Τὸ δὲ μάρμαρο ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ γόνατά της ...βαθούλωσε!!!

Μετὰ τὴν ὁλονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε γιὰ λίγο, ἔχοντας σὰ στρῶμα μία πέτρα.

Ἡ δὲ προσευχή της (καὶ τί προσευχή!) ἔκανε θαύματα! (Ἡ Παναγία προσευχόταν!) Θεράπευε ἄρρωστους, ἔβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.

Ὅμως ἡ φιλεύσπλαχνος Παρθένος δὲν εἶχε περιορισθεῖ μόνο στὴν προσευχή, ἀλλ᾿ εἶχε ἀνοιχθεῖ καὶ πρὸς τὸν κόσμο. Δὲν ἐπικοινωνοῦσε μονὸ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμο. Τὴ νύχτα δηλαδὴ τὴν εἶχε ἀφιερώσει στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἡμέρα στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ συνάνθρωπο.

* Ὑποδεχόταν τοὺς ξένους με πλατιὰ καρδιά. Καὶ τοὺς περιποιοῦνταν.

* Ἔκανε ἐλεημοσύνες.

* Ἔτρεχε στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, στοὺς καταπονημένους, στοὺς θλιβομένους.

Ἡ μεγάλη της εὐσπλαχνία ράγιζε καὶ τὶς πέτρινες ψυχές.»

Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα σὲ ἡλικία ἄγνωστη σὲ μᾶς (ἄλλοι λένε 59 ἐτῶν καὶ ἄλλοι 74, κάτι, ποὺ εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιθανότερο), νὰ πάει νὰ συμβασιλεύσει στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸν Γιό της «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ δόξῃ».

Ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς φέρνει τὴν εἴδηση τῆς ἀναχώρησής της μετὰ τρεῖς ἡμέρες στοὺς οὐρανούς, προσφέροντάς της ἕνα κλαδὶ φοίνικα ποὺ εἶναι σύμβολο ἀθανασίας.

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἑτοιμασίες ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν γι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι.

Προσευχήθηκε στὸ ἀγαπημένο της ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐκεῖ τὰ δέντρα ἔκλιναν τὶς κορφές τους γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν, νὰ τὴν τιμήσουν καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσουν.

Μὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τελειωμό. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπιστεῖ στὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὅμως, σύννεφα τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς μετέφεραν «Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ», στὸ σπίτι τῆς Παναγίας. Παρόντες ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀφήσουν μόνη της τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές της.

Κι Ἐκείνη τοὺς μιλάει, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς καθοδηγεῖ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα ποὺ τὴν διακρίνει πάντα. Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα (9 τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου), παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Γιοῦ της, ὁ Ὁποῖος τότε ἐκπλήρωσε καὶ τὴν ἐπιθυμία της, νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τοὺς τόπους ὅπου πῆγε Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Προπάτορες, ἀλλὰ νὰ δεῖ καὶ τοὺς βασάνους τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κόλαση.

Ὅταν λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πῆγε τὴν ψυχή της στὸν χῶρο ἐκεῖνο, τόσο συγκλονίσθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ φοβερὸ θέαμα τῶν βασανισμένων στὴν κόλαση ποὺ παρακάλεσε τὸν Γιό της γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὸ δικό της χατήρι κάθε χρόνο καὶ γιὰ πενήντα ἡμέρες (ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή), ἀπελευθερώνει τοὺς κολασμένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κόλασης.

Ὅταν ἡ Παναγία ἄφησε τὴν τελευταία γήινη πνοή της, ὁ Πέτρος πρῶτος τῆς ψάλλει ἐπιτάφια ἐγκώμια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι σηκώνουν τὸ νεκροκρέββατό της καὶ προχωροῦνε πρὸς τὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ πανάγιο σκῆνος της. Ὅμως οἱ πάγκακοι Ἰουδαῖοι δὲν σέβονται οὔτε αὐτὴ τὴν ἱερὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο στιγμή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μάλιστα, ὁ Ἰεφονίας ἔπιασε τὸ νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Παρευθὺς τοῦ κόβονται, ἀπὸ ἀόρατο σπαθί, τὰ βέβηλα χέρια του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου συγχώρα με» φωνάζει. Καὶ ἀμέσως ἐπανασυγκολοῦνται τὰ κομμένα μέλη τοῦ σώματός του. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὄχλο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὀργισμένος καὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ νεκρικὴ πομπή, τυφλώνονται. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τὴν μητέρα Του, θὰ βροῦν τὸ φῶς τους, ὅταν ὁ θεραπευμένος πλέον Ἰεφονίας, παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πέτρου τὸ φοίνικα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Γαβριὴλ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀκουμπάει στὰ μάτια.

Ὅμως καὶ πάλι κατὰ θεία εὐδοκία, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα», ὁ Θωμᾶς, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ γενόμενα. Ἁρπάζεται ἀπὸ σύννεφο, μόλις τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή της καὶ μεταφέρεται στὴ Γεθσημανῆ. Ἐκεῖ βλέπει τὴν Παναγία νὰ ἀνεβαίνει σύσσωμη στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοῦ δίνει, ὡς ἱερὸ ἐνθύμιό της, τὴν ἁγία ζώνη της, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται ὡς θησαυρὸς πολυτιμότατος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Συναντᾶ, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἔφυγαν πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Παναγίας, καὶ τοὺς θερμοπαρακαλεῖ νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο της, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσει κι αὐτός. Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Στὸν τάφο μέσα εἶχε μείνει μόνο τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο τύλιξαν κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τὸ νεκρὸ σῶμα της. Ἡ Παναγία μετέστη σωματικῶς στοὺς οὐρανούς. Δὲν ἀνέστη ἁπλῶς ἐκ τοῦ τάφου, ὅπως ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ μετέβη ταυτόχρονα ὁλόσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Θωμᾶς. Ἔτσι θὰ τὴ δοῦνε, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅλοι οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς χαιρετᾶ καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας», κι ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν».

Δὲν ἔχουμε λοιπόν, μόνο ἀνάσταση, τὴν πρώτη ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ αὐτὴ πρὸς χάρη τῆς μητέρας Του, ἀλλὰ καὶ ἀνάληψη συνάμα, τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὄχι τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.

«Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια».

Ἔτσι τίμησε ὁ Χριστὸς τὴν μητέρα Του.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ὑπερδεδοξασμένη Θεομήτορα, ἔχτισε ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐπάνω στὸν τάφο της (ποὺ βρίσκεται στὴ Γεθσημανῆ καὶ ὄχι ὅπως λένε οἱ δυτικοὶ στὴ θέση «Καπουλὴ Παναγιά», λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο).

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Πάναγνη μορφή της, «ἱστόρησε» πάνω ἀπὸ 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας. Τὴν πρώτη εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔφτιαξε, τὴν ἔφερε στὴν Κυρία Θεοτόκο κι ἐκείνη τὴν εὐλόγησε. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει φτιάξει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ἡ Μεγαλοσπηλιώτισσα στὰ Καλάβρυτα, ἡ Παναγία Σουμελᾶ στὴ Βέροια, ἡ Κυκκώτισσα στὴν Κύπρο, ἡ Ἐλεοῦσα στὴ Βίλνα τῆς Ρωσίας καὶ ἡ Προυσιώτισσα στὴν Εὐρυτανία.

Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πάλι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν, ἔχτισαν, στὴν περιοχὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης, τὴν πρώτη ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά της, τὴν ὁποία μάλιστα ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐγκαινίασε μὲ τὴν παρουσία της.

Οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Κεχαριτωμένη, τὴν ἔχουν κοσμήσει μὲ πάμπολλα ἐπίθετα καὶ χαρακτηρισμοὺς καὶ τῆς ἔχουν δώσει πλῆθος ὀνομάτων.

Οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ τιμήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς 8.000 περίπου ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἔχουν ἀφιερώσει στὴν μνήμη της τοὺς 2.000. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα μοναστήρια μας. Ἐπίσης, τ᾿ ἁγιασμένο ὄνομά της τὄχουν δώσει σὲ ἀγαπημένα πρόσωπά τους, σὲ νησιά, ὄρη, χωριὰ κλπ.

Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο, θὰ τιμήσουμε τὴ μάνα μας, γιατὶ εἶναι καὶ δική μας μάνα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἀδελφός μας;

Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τιμήσουμε αὐτὸν τὸν Ἀτίμητο Θησαυρὸ τῆς πίστης μας, ποὺ ἂν καὶ μετέστη ἐκ τῆς γῆς, «τὸν κόσμο οὐ κατέλιπε» καὶ σκέπει καὶ φρουρεῖ πάντας ὅσους εὐλαβῶς προστρέχουν στὴν χάρη της;

Ἡ Παναγία δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα. Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)

Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, οὔτε ν᾿ ἀποδείξει τίποτε. Ἡ παρουσία της ὅμως καὶ μόνο, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν χαρά της, ἀπομακρύνει τὸ ἄγχος τῶν φανταστικῶν μας προβλημάτων. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)

Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων μπῆκε νικητὴς στὸ Λουξεμβοῦργο, οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως ποὺ τὰ εἶχαν φυλάξει στὰ χέρια ἑνὸς ἀγάλματος τῆς Παναγίας.

- Ἀφήσατέ τα στὰ χέρια τῆς Παναγίας, εἶπε ἐκεῖνος, γιατὶ ὅ,τι φυλάει ἡ Παναγία εἶναι καλὰ φυλαγμένο.

Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶπε κάποτε. Ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας μου ἀθώωσε πολλούς. Ἀλήθεια πόσους ἔχουν ἀθωώσει τὰ δάκρυα καὶ ἡ μεσιτεία τῆς Μεγάλης Μάνας μας τῆς Παναγίας!

Ἡ ἁγιότητα σὲ μιὰ ψυχὴ αὐξάνει ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνει ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὴν Παναγία.

Ἀδύνατον νὰ χάσει τὴν ψυχή του ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν Παναγία

The Mother of God

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



( It is not always easy to speak of the Mother of God to Christians whose tradition may find little or no place for her in worship or in prayer. To begin by talking about the theology of the Incarnation leads quickly to the heart of the matter, but is likely to be counterproductive. In this sermon, preached at the University Church of Great St Mary's, Cambridge, on 19 May 1985, a different approach is used: we are introduced to the person, to Mary as an example of what it means to be a Christian and a child of God. Surely this is the proper introduction to one whose fiat made salvation possible for us all. )



I want tonight to speak of the Blessed Virgin, of the Mother of God, in her relation to us; to try to look at what we can learn from her, what she is as an image - almost an ideal image - of what we should be.

I want first of all to make a point concerning the Orthodox way of calling her the Mother of God. By this we mean simply that she is the one who brought God Incarnate into the world. Of course, she is not the mother of the Word of God according to his divinity, but without her the Word would not have been made flesh, the Son of God would not have become the Son of Man.

An English writer, Charles Williams, describes the event in a most wonderful way, as it seems to me, indicating at the same time the reality of the event and the decisive role of the Mother of God. He says that when the time was right, a maiden of Israel proved capable of pronouncing the name of God with all her mind and all her will and all her flesh, and the Word became flesh.

It is a gift of self, and it is at the same time an unreserved and heroic acceptance: a gift of self in humility, and an heroic acceptance because of what it could have been, what is meant humanly speaking.

Some of you may remember that the word 'humility' comes from the Latin humus, the fertile ground. Humility is not a condition which we try to ape by saying that we are unworthy, that we are not as good as others imagine us to be - if they do. Humility is a condition of the earth, lying completely open and surrendered: the earth which is open to all actions, of mankind, of the rain, accepting the refuse and accepting the furrow and bringing fruit, surrendered, offered and given.

This is the essence of humility and this is the kind of humility which we see in the Mother of God. And this is something which we could learn and which is so difficult to learn, because we are so continuously and so painfully afraid of offering ourselves, of surrendering, of giving ourselves to God or even to those who love us and whom we love. Surrendering gifts is frightening, because it implies also a sort of frailty. To refuse oneself, to resist, gives us a sense of strength and vigour; and yet it is not our strength that can achieve great things.

You probably remember how Paul the apostle asked God to give him strength to fulfil his mission, and how the Lord said, 'My strength is made manifest in weakness. My grace sufficeth unto thee'. And the weakness of which the Lord speaks, of course, is neither laziness nor sloth nor timidity. It's another weakness, it's that of surrender.

If I had to convey it in images I would speak of the way in which a child is taught to write. A pencil is put into his hand, the mother takes the hand in hers, and then begins to move it; and as long as the child does not know, and cannot foresee, what is expected of him, the lines are so perfect, the straights are straight, the curves are curved. The moment the child begins to imagine he understands what is expected of him, becomes helpful, pushes, pulls, and turns, it becomes a scribble.

Isn't that exactly what happens to us when instead of listening deeply, silently, listening intently in the stillness of our heart and ready to wait on God, we make haste to understand what he wants, and try to do it before we have understood? The same is true (in terms of analogies) of the way in which a surgical glove, so frail that the nail can pierce it, tear it, put on an experienced, skilled hand can work miracles. Replace its frailty by the strength of an armour's gauntlet and nothing will be possible. And the same will apply to the image of a sail on a sailing ship. The sail is the frailest part of it and yet, directed in the right way, it can engulf the wind and carry the heavy, strong, resisting structure to its haven.

This is the kind of weakness, of frailty, of surrender, that we can see in the generous gift of the Mother of God to her Lord. She is the one who is the response of the whole creation to the maker. God offering himself and the creation in her person, accepting him, receiving him, worshipping and lovingly, freely and daringly.

When the Mother of God came to Elizabeth her cousin, Elizabeth exclaimed: 'Blessed is she who has believed. It will be done to her according to the promise of God'. She is the one who above and beyond all creatures has believed - believed in the sense of trusting the Lord, unreservedly and unconditionally.

We do not often think of what the words of the archangel at the Annunciation spelt. The archangel told the Virgin that she will bear a child, and we wonder, we marvel, at the name of this child Jesus who is our saviour; but at that moment the promise was also a threat. According to the law of the Old Testament an unmarried girl who bore a child was condemned to stoning. She did not say, 'But this cannot be, it will cost me my life'. She did not either say 'it cannot be' because she believed that every word of God can be fulfilled, every promise of his. She said, 'Here am I, the handmaid of the Lord. Be it unto me according to his will'. And his will was, humanly speaking, her death, unless a miracle occurred.

We must learn something from this, because so often we are afraid of a promise or a prompting from God. What is the cost which we shall have to pay? What is the risk entailed in obeying and following the commandment of God or the call?

And in that the virgin of Israel proved a worthy daughter of Abraham, the one who is Isaac. The Lord had promised to Abraham that he would have a son, that this son would be the beginning of a race as numerous as the stars of heaven and the sand of the beaches. Then suddenly, when the son was already a little boy, fully alive, loved, growing, opening up to the future, the Lord commanded Abraham to bring him as a blood offering, and at that moment Abraham believed God more than he believed his promise. He trusted God to know what he was doing in the certainty that God's word was truth.

The Virgin was in the same position. She trusted God because his word was truth, and we must learn if we want to belong to that new creation of which she was the first, if we want to be of the race of the Mother of God, if we want to be God's own people through whom God is present in the world, we must learn to trust, to believe, to be as faithful as she promised to be.

Then we can see another moment of her life. In St John's gospel there is the story of Cana of Galilee, a wedding feast in a village, people gathered who had brought to the feast all they possessed, all they could give; and long before their hearts were satiated with joy and with peace, long before they could say, 'We have had enough and we can go home, carrying with us a heart fulfilled', the feast was coming to an end. The family was poor, the wine was coming to its end. And then the Mother of God turned to the Lord and said they had no wine. A simple remark; and Christ turned to her with a question, on which we do not dwell because we are piously accustomed to accept whatever we read in the gospel unthinkingly, or dismiss it also unthinkingly. Christ turned to her and said, 'What have we got in common, you and me?' The question I think means, 'Are you turning to me because you are my mother, because you brought me up, because I was obedient to you in the course of all my childhood, and you expect me now to do your bidding?

Or is there any other reason? If it is this, if our only link, the only thing we have in common, is your motherhood, according to the flesh, mine hour has not yet come. We are still in the realm of natural events'. The Mother of God does not argue. She does not say anything to him. She turns to the servants and says: 'Whatever he may say to you, do it'. Whatever he may say. And then Christ, seemingly contradicting his own words that his hour had not come, works the glorious miracle of Cana, transforming the waters of ablution into the good wine of the kingdom.

What happened? What happened between the question and the words of the Mother of God? Just one thing. Instead of arguing she made an act of perfect faith, and by this act of faith in her divine son she established the Kingdom of God. She established Christ in this wedding feast as the king of heaven, as the Lord, and because through her the Kingdom had come, what was impossible in terms of the natural world occurred eschatologically: that is, the future and eternity poured into time, and within this eternity what cannot be contained by time happened.

Here is another thing which we can learn from her. It is not enough for us to believe more or less, we must establish for others that situation which is the Kingdom of God and in which things may happen to them and for them. There is an old saying that God can enter into any realm provided a human being opens the door. We are that kind of doorkeeper. Doorkeepers usually keep doors shut: our vocation is to keep a door open for God who knocks at every door to find a door open. In moments of strife or moments of tension, when we have no words and do not know what to do, we can sit still, turn to the Lord and say, 'Lord, I believe. Come, and give us thy peace'; and continue praying in the midst of the storm, in the midst of the strife, in the midst of the terror. Pray that the Lord, who is the Lord of the storm, as he is the Lord of peace, may come and spread his peace as he did on the lake of Tiberias when he commanded the waves to be still and the wind to be silent.

This is our vocation. Our vocation is to be sent like light into the darkness, with our divine hope where there is no hope; like salt where there is corruption. Our place as Christians is not in the safety of our Christian communities, but in the storm that must be stilled; at the heart of corruption that must be stopped; at the point of hopelessness where we must bring a hope which is beyond all human hope. Light that shines in the darkness, that is our vocation, and the image that we find in Cana of Galilee, so quiet and peaceful, opens up on all the tragedies of the world, all the events, great or small, that begin in a family and end in international conflict. And then, lastly, two events which I would like to bring together. The presentation of Jesus in the Temple and the Crucifixion.

Every male child first-born of a woman was to be brought to the Temple as an offering. If we read back into the Old Testament about the institution of the act we discover that God commanded the Hebrews to bring the first-born male children of every family to the temple as a blood offering, as a ransom for the first-born of Egypt, who had to die that the Jews might go free. Every first-born male child was therefore brought and God had the right of death and of life upon him. Century after century God accepted a vicarious offering, turtle doves and sheep, and once only in the whole of history he accepted a human offering: his only begotten Son became man who had to die on the Cross to redeem mankind - so that the two events are really connected with one another. But the mother who brought this child knew that God had all power over him of life and death, and unhesitatingly, in humility and faithfulness, brought this child. Later, when we see Calvary as described in the Gospel, we do not see a mother fainting or a mother protesting or a mother clamouring for mercy, as so many pictures have it.

At the foot of the Cross we see the Mother of God wrapt in deep, tragic silence seeing the fulfillment of what had been begun when she brought her child to the Temple. She stood silent, at one with the divine and human will of her son: she was fulfilling the offering which she had begun thirty-three or so years before. At one with the will of God, at one with the will of her divine son, renouncing her own will, her own hopes, in an act of offering.

This is something that very few of us will ever have to face in life, or at least I hope so; but it happens all the time in various parts of the world, and it has happened throughout history when one person has allowed another to give his or her life for a cause, for God or for men. Without a word of protest, sharing in the heroic offering.

I would like to leave these images with you, however incomplete and imperfect they are. Look at them and ask yourselves. Where do I stand? What would I do, placed in the same circumstances? The Mother of God was the response of all creation to God's love, but God's love is sacrificial love. At the heart of the love of God there is the gift of self, the Cross.

May God grant us to learn from this frail maiden her heroic simplicity and her wonderful wholeness. And let us learn from all the steps of her life, all the self-denial and the gift of self, all the beauty of her surpassing humility and its perfect obedience to the law of eternal life. Amen.

Εισόδια της Θεοτόκου (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

Εισόδια της Θεοτόκου (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Ἡ μεγαλύτερη ἀνάγκη ὁ Χριστὸς

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»(Λουκ. 10,41-42)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή, ἑορτὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἑορτάζει ὄχι μόνο μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ὅπως ἄλλοι ἅγιοι ἀλλὰ πολλὲς φορές. Καὶ οἱ ἑορτές της ὀνομάζονται θεομητορικὲς ἑορτές. Τέσσερις εἶνε οἱ σπουδαιότερες· τὰ Γενέθλια (8 Σεπτ.), τὰ Εἰσόδια (21 Νοεμ.), ὁ Εὐαγγελισμός (25 Μαρτ.), καὶ ἡ Κοίμησις (15 Αὐγ.).
Σήμερα εἶνε τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Καμμιά ἄλλη γυναίκα ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια τῶν γυναικῶν ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὸν πλανήτη μας δὲν ἔχει τόση τιμὴ ὅση ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν τιμᾷ δεόντως· τὴν ὀνομάζει ἀ ε ι π ά ρ θ ε ν ο ν. Γιατί ἀειπάρθενον; Διότι εἶνε παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκο, παρθένος με τὰ τὸν τόκο· παρθένος σὲ ὅλη τὴ ζωή της.
Σήμερα διαβάζεται ὡς εὐαγγέλιο μία ὡραία περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν. Τί λέει;
Ὁ Χριστὸς εἶχε μία οἰκογένεια ποὺ τὴν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως. Ἦταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Λαζάρου, τὸν ὁποῖον ἀνέστησε ἔπειτα ἐκ νεκρῶν. Ἦταν τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος καὶ οἱ δύο ἀδελφές του Μάρθα καὶ Μαρία. Μιὰ μέρα λοιπὸν ἐπισκέφθηκε τὸ σπίτι τους – εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἐπισκέπτεται κάθε σπίτι.

Ὅταν μπῆκε στὸ φτωχικό τους ἡ χαρὰ τῶν δύο γυναικῶν ἦταν πολὺ μεγάλη, ἀλλὰ τὴν ἐξεδήλωσαν κατὰ διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ Μάρθα πῆγε ἀμέσως στὸ μαγειρεῖο καὶ ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζῃ ἐκλεκτὰ φαγητά, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριο. Ἡ Μαρία πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθισε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄκουγε συνεχῶς· δὲ χόρταινε ν᾽ ἀκούῃ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἶνε γλυκύτερος κι ἀπ᾽ τὸ μέλι. Ἀλλὰ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ φαγητὸ ἀργοῦσε. Τότε ἡ Μάρθα ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ λέει· ―Κύριε, δὲ μὲ λυπᾶσαι; πές στὴν ἀδελφή μου νὰ ἔρθῃ νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε· ―«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς κ α ὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς»(Λουκ. 10,41-42). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἔχουν σπουδαία σημασία.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει ἀνάγκη διάφορα πράγματα. Ἄλλα εἶνε χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα, καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτη τα. Ἀπὸ τὰ χρήσιμα λόγου χάριν εἶνε ἡ τροφή, τὸ ποτό, τὸ ἔνδυμα. Μπορεῖ νὰ ζήσῃ κανεὶς χωρὶς αὐτά; Γιὰ ἕνα διάστημα ναί, ὄχι βεβαίως γιὰ πάντα. Γι᾽ αὐτὸ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν καθημερινὴ τροφή, «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον»(Ματθ. 6,11), γιὰ τὸ φῶς καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, γιὰ τὴ βροχή, τὸ σιτάρι, τὸ βαμβάκι κ.τ.λ..
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα πράγματα ποὺ εἶνε ἀναγκαῖα καὶ χωρὶς αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Ὁ ἀέρας λόγου χάριν. Αὐτὴ τὴν ὥρα ὅλοι ἀναπνέουμε τὸ ζωογόνο ὀξυγόνο. Λίγο, πέντε λεπτὰ νὰ σταματήσῃ ὁ ἀέρας, δὲ μένει οὔτε ἕνας ζωντανός, ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Ἢ κάποιος εἶνε σοβαρὰ ἀσθενής, ἔχει καρκίνο. Ποιό εἶνε τὸ ἀναγκαῖο; νὰ τοῦ δώσῃ κανεὶς λεπτά, σπίτια, χωράφια, ἄλλα ὑλικὰ πράγματα; Ὄχι. Ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶνε τὸ φάρμακο, ποὺ δυστυχῶς μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ. Καὶ τί χαρὰ θὰ εἶνε ἂν μιὰ μέρα ἀκουστῇ, ὅτι τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου ἀνακαλύφθηκε! Διότι εἶνε κάτι τὸ ἀναγκαῖο. Ὁ ἄλλος ἔχει ἕνα χρέος μεγάλο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ.
Ἀναγκαῖο γι᾽ αὐτὸν εἶνε νὰ βρεθῇ ἕνας ἄνθρωπος ἢ μία τράπεζα ποὺ νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του. Τὸ ἀναγκαῖο ποὺ χρειάζεται ἕνας φυλακισμένος ποὺ ἔχει καταδικασθῆ εἰς θάνατον ποιό εἶνε, τὰ λεπτά; Ὄχι. Τὸ ἀναγκαῖο γι᾽ αὐτὸν εἶνε νὰ ὑπογραφῇ διάταγμα χάριτος, ὥστε ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴ θανατικὴ ποινή.
Ἔτσι διακρίνονται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά· σὲ χρήσιμα ἢ ὠφέλιμα, καὶ σὲ ἀναγκαῖα ἢ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν παροῦσα σωματική μας ζωὴ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλ᾽ ἐδῶ ὁ Χριστός, ὅταν λέει ὅτι«ἑνός ἐστι χρεία», διδάσκει ὅτι ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα πιὸ ἀναγκαῖο καὶ πιὸ ἀπαραίτητο, διότι αὐτὸ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴν αἰώνιο πλέον ζωή μας.
Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ὁ λόγος του, ἢ μᾶλλον εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ δείχνουν διάφοροι χαρακτηρισμοί, ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Εἶπε, ὅτι αὐτὸς εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12). Καὶ εἶνε ὄντως «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὅπως θὰ τοῦ ψάλου με γιὰ τοὺς μά γους τὰ Χριστούγεννα, ποὺ πλησιάζουν·«…οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο σὲ προσκυνεῖν τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» (ἀπολυτ.). Μπορεῖ νὰ ζήσῃ τὸ σύμπαν καὶ ἡ γῆ χωρὶς τὸν ἥλιο; Ὄχι. Ἐὰν λοιπὸν τὸ φῶς τοῦ φυσικοῦ ἡλίου ―ποὺ ἀπὸ τώρα παρουσιάζει κηλῖδες καὶ μιὰ μέρα θὰ σβήσῃ, ὅπως βεβαιώνει καὶ ἡ ἐπιστήμη― εἶνε ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ὑ λικὴ ζωή μας, πόσο μᾶλλον ἀναγκαῖος εἶ νε ὁ ἥ λιος Χριστός, ποὺ οὐδέποτε θὰ σβήσῃ ἀλλὰ θὰ φωτίζῃ αἰωνίως τὴν ἀνθρωπότητα! Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται ἀκόμη «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς»(ἔ.ἀ. 6,35), ἡ πιὸ ἀναγκαία πνευματικὴ τροφή. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται «ὕδωρ ζῶν», ὅπως ἀπεκάλυψε στὴ Σαμαρείτιδα, στὴν ὁποία εἶπε· Τὸ νερὸ αὐτὸ ποὺ πίνεις εἶνε χρήσιμο προσωρινῶς, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» εἰς τοὺς αἰῶνας(ἔ.ἀ. 4,10- 11). Ὁ Χριστὸς εἶνε «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή» (ἔ.ἀ. 15,1)· ὁ Χριστὸς εἶνε ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ ἀναγκαῖα πράγματα. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἔχει ἀνάγκη τὸ Χριστό.
Οἱ πολλοὶ ὅμως δυστυχῶς δὲν τὸ καταλαβαίνουν αὐτό. Καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναληφθῇ γιὰ τὸν καθένα ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ εἶπε τότε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ Μάρθα· Κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκοῦμε τὸ Χριστὸ νὰ τῆς λέῃ·«Μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
Τί χρειάζεται ἡ πατρίδα μας; Ἕνα πρᾶγμα ἢ μᾶλλον ἕνα Πρόσωπο· ἔχει ἀνάγκη νὰ εἶνε σ᾽ αὐτὴν παρὼν ὁ Χριστὸς. Ποῦ νὰ εἶνε παρών; Παντοῦ. Ἰδίως νὰ εἶνε παρὼν μέσα στὸ σπίτι. Ὅπως τότε ἐπισκέφθηκε τὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου, ἔτσι νὰ εἶνε παρὼν μέσα στὴν οἰκογένεια· παρών, γιὰ νὰ τὴν τροφοδοτῇ μὲ τὴν οὐράνια διδασκαλία του. Τώρα δυστυχῶς ὁ Χριστὸς ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ εἶνε ἡ προσευχή τους; ποῦ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; ποῦ εἶνε ἡ θεία κοινωνία; ποῦ εἶνε ἡ ἐξομολόγησις; ποῦ εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός; Ἂς ἐπιτραπῆ σ᾽ ἐμένα τὸν ἐπίσκοπο, ποὺ ἔχω πεῖρα τῆς ζωῆς, νὰ πῶ ὅτι ζοῦμε ἔτσι ρεμαλοειδῶς.
Δὲν ἔχουμε πλέον ἐκείνη τὴν ὄρεξι γιὰ τὰ θεῖα καὶ ἱερά· τυπικῶς μόνο θρησκεύουμε. Μὲ τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 ἡ Εὐρώπη θαύμασε πῶς ἕνα μικρὸ καὶ ἀδύναμο ἔθνος, ποὺ ἦταν τέσσερις αἰῶνες σκλαβωμένο, κατώρθωσε ν᾽ ἀποτινάξῃ τὸ ζυγὸ τῶν Τούρκων. Τότε ἡ Γαλλία ἔστειλε μία ἐπιτροπὴ ἀξιωματούχων νὰ ἐρευνήσουν ποῦ βρίσκεται τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώςτης. Πῆγαν λοιπὸν στὴν Τριπολιτσὰ κι ἀπὸ κεῖ ἔφτασαν νύχτα σ᾿ ἕνα μικρὸ ὀρεινὸ χωριό. Οἱ κάτοικοι ἦταν πολὺ φτωχοί, ἀλλὰ φιλόξενοι. Πῆραν τοὺς ξένους σὲ κάποιο σπιτάκι, τοὺς ἔβαλαν νὰ φᾶνε καὶ νὰ κοιμηθοῦν.
Ὅταν τὸ πρωὶ σηκώθηκαν, εἶδαν ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶχε ἑφτὰ παιδιὰ καὶ τὸ σπίτι ἦταν μιὰ καλύβα. Παρατήρησαν, ὅτι ὁ πατέρας ἔκανε νεῦμα καὶ γονάτισαν ὅλοι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ πιὸ μικρὸς ἔλεγε τὸ«Κύριε, ἐλέησον», ὁ ἄλλος εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», ὁ ἄλλος εἶπε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ὁ ἄλλος εἶπε τὸ«Πιστεύω», ὁ ἄλλος εἶπε τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ», καὶ ὅλοι μαζὶ τὸ «Δι᾽ εὐχῶν». Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ ξένοι, εἶπαν· Νά τὸ μυστικό τους· ἡ θρησκεία - ἡ πίστι τοὺς σῴζει ὡς ἔθνος… Καὶ πράγματι· ἡ πατρίδα μας τότε δὲν εἶχε ὅπλα καὶ κανόνια, δὲν εἶχε χρήματα καὶ πλοῦτο· εἶχε ὅμως κάτι ἄλλο, τὸ ἀναγκαιότερο, τὸ «ἑνός ἐστι χρεία»· εἶχε τὸ Χριστό, τὴν πίστι του, τὴ λατρεία του, τὴ χάρι του.
Πίστευαν τότε οἱ πρόγονοί μας βαθειὰ στὸ Χριστό. Ἐνῷ σήμερα ὁ Χριστὸς ἀπουσιάζει· ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ σπίτια μας, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ δικαστήριά μας, ἀπουσιάζει κι ἀπὸ τὴ βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Στὴ δεκαετία τοῦ ᾽50 εἶπα σὲ ἕνα Χριστιανὸ βουλευτή· Ἐὰν ἐπικρατοῦσαν οἱ κομμου νισταί, εἶνε βέβαιο ὅτι στὴ βουλὴ θ᾽ ἀναρτοῦσαν τὴν εἰκόνα τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Στάλιν. Ἐσεῖς λέτε ὅτι πιστεύετε στὸ Χριστό, ἀλλὰ ἡ βουλὴ εἶνε χωρὶς εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Τοῦ ὑπέδειξα τότε νὰ κάνῃ πρότασι, καὶ τὴν ἔκανε.
Μόλις ὅμως εἶπε, ὅτι πρέπει στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνωννὰ βάλουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι γέλασαν· «παπᾶς» «παπᾶς», τὸν κορόιδευαν. Καὶ τώρα ἕνας νέος βουλευτὴς προσπαθεῖ νὰ τὸ πῇ, μὰ διστάζει μέσα σ᾽ αὐτούς…
Ἑλλάς Ἑλλάς!«μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία», τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Απομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 21-11-1993 μὲ ἄλλο τίτλο.

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, «Ο θεοχώρητος ναός, η Θεοτόκος, εν ναώ Κυρίου εισάγεται».


«Ο θεοχώρητος ναός, η Θεοτόκος, εν ναώ Κυρίου εισάγεται».
Η εις τον ναόν τον νομικόν είσοδος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου απετέλεσε από αρχαιοτάτων χρόνων υπόθεσιν εορτής Θεομητορικής, την οποία εορτάζει η Εκκλησία μας την 21ην Νοεμβρίου, διότι αποτελεί σημαντικότατο σταθμό στην επί γής ζωήν της. Όσα γνωρίζομε περί της εορτής αυτής προέρχονται από την Παράδοση, πατερική και υμνογραφική, διότι καμμία πληροφορία δεν μας δίδει σχετικώς η αγία Γραφή. Σύμφωνα με το Συναξάρι της εορτής, οι γονείς της Θεοτόκου, οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα, ήταν άτεκνοι, παρακαλούσαν δε τον Θεόν με επίμονες προσευχές να τους χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενοι να το αφιερώσουν σ’ Αυτόν εάν ετύγχανον του ποθουμένου.

Πράγματι ο Θεός άκουσε τις θερμές προσευχές των και τους χάρισε την Θεοτόκον, αυτήν η οποία επρόκειτο να αποτελέσει κατόπιν σκήνωμα και κατοικητήριόν Tου, όταν όμως αυτοί είχαν φθάσει σε βαθύ γήρας και είχαν παύσει πιά να ελπίζουν, ότι θα αποκτήσουν παιδί. Όταν δε η Θεοτόκος έφθασε στην ηλικία των τριών ετών, οι γονείς της εξεπλήρωσαν την υπόσχεσή τους και έφεραν αυτήν, στον ναό των Ιεροσολύμων, για να παραμείνει εκεί ως αφιέρωμα στον Θεό. Τότε την παρέλαβε ο αρχιερέας Ζαχαρίας και την οδήγησε στα άγια των αγίων, στον ιερότερο δηλαδή και αγιότερο τόπο του ναού, στον οποίον κανένας δεν επιτρεπόταν να εισέλθει παρά μόνον ο αρχιερέας, και αυτός μία μόνον φορά το έτος, κατά την ημέρα του εξιλασμού. Εκεί παρέμεινε επί δώδεκα χρόνια, τρεφομένη με ουράνιον άρτον διά χειρός αγγέλου, και ευρισκομένη σε κατάσταση αδιαλείπτου θεωρίας και κοινωνίας με τον Θεόν. Από τα πρώτα ακόμη παιδικά της χρόνια παρουσιάζει πνευματική ωριμότητα ενηλίκου γυναικός, κάτι το θαυμαστό, που υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα. Απαρνείται τις παιδικές συναναστροφές, τα παιχνίδια, και την επιθυμία των γονέων, κάτι που αποτελεί σύμφυτη ψυχική ανάγκη της ηλικίας αυτής, για να στραφεί ολοκληρωτικά προς τον Θεόν. Απαρνείται κάθε σχέση και επικοινωνία με τον έξω κόσμο, για να δοθεί απερίσπαστα, ψυχή τε και σώματι, στην καλλιέργεια των αρετών.Με την προσευχή ανύψωνε τον νούν και την καρδιά της πάνω από τα βλεπόμενα και πρόσκαιρα του κόσμου αυτού στον επουράνιο πνευματικό κόσμο και απολάμβανε την δόξα του Θεού. Και όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε σχετική ομιλία του, «ζούσε σαν στον παράδεισο και σε τόπο ανυψωμένο από την γή, μάλλον δε σαν σε επουράνιες αυλές, αφού τα άδυτα εκείνα (τα άγια των αγίων), ήσαν και αυτών τύπος. Ζούσε διανύοντας βίο απαράσκευο, αφρόντιστο, αμέριμνο, άμοιρο λύπης, αμέτοχο αγενών παθών, ανώτερον και από αυτήν την ηδονήν την όχι χωρίς οδύνη, ζώντας μόνον γιά τον Θεό, βλεπομένη μόνον από τον Θεό, τρεφομένη από τον Θεό, τηρουμένη μόνον από τον Θεό, που επρόκειτο να σκηνώσει σε μας δι’ αυτής, πάντως δε και αυτή βλέποντας μόνον τον Θεό, τον Θεό κάμνοντας τρυφή της, στον Θεό διηνεκώς αφιερωμένη». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφερόμενος στο ίδιο γεγονός, παρατηρεί, ότι η Θεοτόκος «φυτευθείσα και καλλιεργηθείσα με την δύναμη του αγίου Πνεύματος στον οίκο του Θεόυ ωσάν ελαία κατάκαρπος, έγινε κατοικητήριον κάθε αρετής. Αφού απεμάκρυνε τον νουν της από κάθε βιοτική και σαρκική επιθυμία, διατήρησε την ψυχή και το σώμα της παρθένον, όπως ήταν αρμόζον και πρέπον σ’ αυτήν, η οποία επρόκειτο να δεχθεί μέσα στους κόλπους της τον Θεόν. Διότι ο Θεός άγιος ων, αναπαύεται στους αγίους». Σε άλλο σημείο των λόγων του λέγει, απευθυνόμενος προς αυτήν: «Δεν ζούσες για τον εαυτόν σου, διότι δεν γεννήθηκες για τον εαυτόν σου. Ζούσες για τον Θεό, για τον οποίον ήρθες στον κόσμον, έτσι ώστε να διακονήσεις στη σωτηρία του κόσμου. Και έτσι να εκπληρωθεί διά σου η αρχαία βουλή του Θεού, η σάρκωση του Θεού Λόγου και η θέωση ημών».
Η παραμονή της Θεοτόκου στον ναό κατά την περίοδο αυτή της ζωής της αποτελεί περίοδο προετοιμασίας και προπαρασκευής, εντάσσεται δε στο πάνσοφο σχέδιο της Θείας προνοίας για την πραγματοποίηση της ενσάρκου Θείας Οικονομίας. Η Παναγία, παραμένουσα μέσα στον ναό και προσευχομένη αδιαλείπτως, διεφύλαξε με την δύναμη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος την παρθενία της άσπιλη καθαρή και αμόλυντη από κάθε μολυσμό της αμαρτίας του έξω κόσμου. Όπως δηλαδή ο Θεός πρίν από την ενανθρώπισή του έστειλε στον κόσμο το σκεύος της εκλογής του τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο για να προπαρασκευάσει τις καρδιές των ανθρώπων με την μετάνοια, προκειμένου να υποδεχθούν τον Μεσσία και να πιστεύσουν σ’ Αυτόν, έτσι και εδώ. Λαμβάνει ο Θεός πρόνοια για το κατ’ εξοχήν σκεύος της εκλογής του, την Θεοτόκον, έτσι ώστε μέσω της αφιερώσεώς της εις τον ναόν, αφ’ ενός μεν να διαφυλαχθεί από κάθε μολυσμό αμαρτίας, αφ’ ετέρου δε να προπαρασκευασθεί κα-τάλληλα, για να αποτελέσει άξιο κατοικητήριό Του, από το οποίο θα προσλάβει την ανθρώπινη φύση.
Πέραν αυτών, η τοιαύτη διαγωγή και πολιτεία της μέσα στο ναό αναδεικνύει αυτήν πρότυπο ησυχαστικής ζωής και αδιαλείπτου προσευχής, υπογραμμίζει δε την σημασία και την αξία της ησυχίας και της προσευχής ως αναγκαίων προϋποθέσεων για την πνευματική καρποφορία του πιστού. Για τις δύο αυτές αρετές μας ομιλούν σε πλείστα όσα σημεία των έργων τους οι άγιοι Πατέρες. Ο μέγας Βασίλειος, γευθείς ο ίδιος εκ πείρας τους καρπούς της ησυχίας και πόσο αυτή συμβάλλει στην κάθαρση της καρδιάς, γράφει σε μια επιστολή του, ότι «η ησυχία είναι αρχή καθάρσεως της ψυχής, καθώς η γλώσσα δεν λέγει τα ανθρώπινα, ούτε παρασύρεται σε ευτράπελα λόγια των γελωτοποιών ανθρώπων, πράγμα το οποίον κατ’ εξοχήν παραλύει τον τόνον της ψυχής». Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος στην προσευχή παρατηρεί ότι «η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν και ως προς την ενέργειά της σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των αγγέλων…εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής , φωτισμός του νου, πέλεκυς, που χτυπά την απόγνωση…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε πολλά σημεία των λόγων του τονίζει την αξία της προσευχής. Σ’ έναν από αυτούς ονομάζει την προσευχή «μέγα όπλον», «μεγάλη ασφάλεια», «μέγα θησαυρόν», «μέγα λιμένα», «άσυλον χωρίον» κ.λ.π.
Βέβαια κάθε λόγος περί ησυχίας και αδιαλείπτου προσευχής φαίνεται ανέφικτος, απρόσιτος, ακατόρθωτος, ίσως και εξωγήϊνος στην εποχή μας, η οποία χαρακτηρίζε-ται για την εξωστρέφεια, τις ποικίλλες δραστηριότητες σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής, το άγχος και την αγωνία για την επιβίωση και την έξοδο από την κρίση, που μαστίζει την πατρίδα μας. Ωστόσο ο Θεός γνωρίζει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούμε και δεν ζητάει από μας πράγματα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Εκείνος περιμένει να δεί τον κόπο μας και είναι πρόθυμος να αναπληρώσει το ελλείπον, για να μας δώσει πλούσια την Χάρη του
πηγή

Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης, Η Είσοδος της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Ναό


Η μεγάλη και παγκόσμια θεομητορική εορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας στο Ναό του Σολομώντος εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 21 Νοεμβρίου. Καθιερώθηκε γύρω στον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με βάση την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας.
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι γονείς της Θεοτόκου Ιωακείμ και Άννα ανήκαν στη μικρή εκείνη μερίδα των πιστών και ευσεβών Ιουδαίων (λείμμα), οι οποίοι περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Μεσσία. Οι γονείς της Θεοτόκου ζούσαν με την προσδοκία της τεκνογονίας, όμως δυστυχώς, ήταν άτεκνοι. Είκοσι ολόκληρα χρόνια επιχειρούσαν να τεκνοποιήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Η ζωή τους κυλούσε με προσευχή, νηστεία και έντονη προσδοκία, ότι ο Θεός θα άκουγε τις ικεσίες τους και θα τους ελεούσε εν τέλει.
Πράγματι, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους. Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στην Αγία Άννα και της ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός, ότι θα γίνει μητέρα. Η ευσεβής γηραιά Άννα γέννησε ένα χαριτωμένο κορίτσι, το οποίο ονόμασαν Μαρία (εβραϊκά Μαριάμ), που σημαίνει Κυρία.
Όταν η Μαρία έγινε τριών ετών, οι ευσεβείς γονείς της αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους προς το Θεό, να Του προσφέρουν ως δώρο την αγαπημένη τους θυγατέρα. Έτσι λοιπόν η Μαρία οδηγήθηκε από τους γονείς της στο Ναό, οι οποίοι την παρέδωσαν στους ιερείς. Σύμφωνα με το έθιμο, τη συνόδευσαν λαμπαδοφορούσες «παρθέναι των Εβραίων».

Εκεί συνάντησαν το συγγενή τους ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ήταν άτεκνος και αυτός ως τότε. Υπηρετούσε με φόβο Θεού το ιερό και προσευχόταν αδιάκοπα να τον ελεήσει ο Θεός και να αποκτήσει και αυτός παιδί με την αγαπημένη του σύζυγο Ελισάβετ.
Με έκπληξη και θαυμασμό παρατήρησαν πως η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν έφερε κάποια αντίσταση, όπως ήταν φυσικό, να αποχωριστεί τους γονείς της, αλλά με χαρά ακολούθησε τον σεβάσμιο Ζαχαρία στο Ναό του Κυρίου. Η παμπάλαια χριστιανική παράδοση αναφέρει πως ο γέρων Ζαχαρίας, κατά θείαν έμπνευση, οδήγησε τη Μαρία στα Άγια των Αγίων. Εκεί, στο ιερότατο, θεοσκότεινο και απρόσιτο διαμέρισμα του Ναού εισήλθε για να περάσει τα παιδικά Της χρόνια αμόλυντη από την ανθρώπινη αμαρτία.
Αυτό κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων Της. Τότε ο Ζαχαρίας μαζί με άλλους σεβάσμιους και ευλαβείς ιερείς του Ναού αποφάσισαν να βγάλουν τη Μαρία από τα Άγια των Αγίων και να την οδηγήσουν στον κόσμο. Για προστασία την αρραβώνιασαν με τον τον ευσεβή και μεστό ηλικίας Ιωσήφ, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, διατελούσε σε χηρεία και είχε την προστασία παιδιών του από την πρώτη γυναίκα του. Εγκαταστάθηκαν στην όμορφη και ήσυχη κώμη Ναζαρέτ, όπου εκεί λίγο καιρό αργότερα έγινε ο άγιος Ευαγγελισμός Της.
Η είσοδος της Θεοτόκου στο Ναό της Ιερουσαλήμ θέλει να φανερώσει το ακατανόητο ύψος της αγνότητας και αγιότητάς Της. Μέσα στα απρόσιτα Άγια των Αγίων διαφυλάχτηκε η αγνότητά της και καλλιεργήθηκε η αγιότητά Της. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο ιερό χώρο μπορούσε να προφυλαχτεί η απαιτούμενη αγνότητά Της από την αφάνταστη αμαρτωλότητα του κόσμου.
Η ευλογημένη είσοδος της Παρθένου Μαρίας στο Ναό αποτελεί την απαρχή της πραγματοποιήσεως της προαιώνιας βουλής του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Στην υμνολογία της μεγάλης εορτής ψάλλουμε πως «Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις». Ως συνειδητοί πιστοί του Χριστού, είμαστε θερμοί και αέναοι τιμητές του ιερού προσώπου της Θεομήτορος, διότι η συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας μας υπήρξε καθοριστικός. Με άκρατο ενθουσιασμό υμνούμε τη μεγάλη εορτή ψάλλοντας «εν ενί στόματι» μαζί με τον ιερό υμνογράφο της ημέρας «Χαίρε, της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις».
Απολυτίκιο
«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον,
καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις,
Ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται,
καὶ τὸν Χριστὸν τοὶς πᾶσι προκαταγγέλλεται,
Αὐτὴ καὶ ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν,
Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις».

Oἶκος
«Τῶν ἀπορρήτων τοῦ Θεοῦ καὶ θείων μυστηρίων, ὁρῶν ἐν τῇ Παρθένω, τὴν χάριν δηλουμένην, καὶ πληρουμένην ἐμφανῶς, χαίρω, καὶ τὸν τρόπον ἐννοεῖν ἀμηχανῶ τόν ξένον καὶ ἀπόρρητον, πῶς ἐκλελεγμένη ἡ ἄχραντος, μόνη ἀνεδείχθη ὑπὲρ ἅπασαν τὴν κτίσιν, τὴν ὁρατὴν καὶ τὴν νοουμένην, Διό, ἄνεθφημείν βουλόμενος ταύτην, καταπλήττομαι σφοδρῶς νοῦν τε καὶ λόγον, ὅμως δὲ τολμῶν, κηρύττω καὶ μεγαλύνω, Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος».
Κοντάκιο
«Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ Ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκω Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνευματι θείω, ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ, Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος».
-Από το βιβλίο του Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτη "Πατρικαί Διδαχαί
Πηγή ΑΚΤΙΝΕΣ

Ο π. Ισαάκ ο Αγιορείτης, ο βιογράφος του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου



Ο π. Ισαάκ ο Αγιορείτης, βιογράφος του Γέροντος Παϊσίου (1936-1998)
Ὁ π. Ἰσαάκ εἶχε ὡς ἐπίγεια πατρίδα τήν πολύπαθη καί µαρτυρική περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς (Λίβανος). Ἀφοῦ πῆρε τό µοναχικό σχῆµα καί ἐµόνασε στήν πατρίδα του, ἐν συνεχείᾳ ἦρθε γιά σπουδές στήν Θεσσαλονίκη, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. Κατά τήν περίοδο αὐτήν ἀγάπησε τό Ἅγιον Ὄροςκαί συνδέθηκε µέ πνευµατικές προσωπικότητες πού ζοῦσαν σέ αὐτό. Ἔλαβε τό µεγάλο ἀγγελικό Σχῆµα ἀπό τόν µακαριστό Γέροντα Παΐσιο. Ἐξάσκησε µέ συνέπεια καί φόβο Θεοῦ τήν πνευµατική πατρότητα (διετέλεσε πνευµατικός τῶν µαθητῶν τῆς Ἀθωνιάδας Ἐκκληστικῆς Ἀκαδηµίας), κατέλιπε τις ὑποθῆκες τῆς θεάρεστης βιοτῆς του στήν εὐλογηµένη συνοδεία τῆς Ἱερᾶς Σταυρονικητιανῆς Καλύβης τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στήν θέση Καψάλα. Εὐφυής, µελίρρυτος, µουσικολογιώτατος, ἐργατικός, ἀποτελοῦσε παρηγοριά Ἑλλήνων καί Ἀράβων Ὀρθοδόξων καί σχετικά νέος ἀνεχώρησε γιά τήν ἐπουράνια πατρίδα, ὅπου ἀπολαµβάνει τά τῆς αἰωνίου ζωῆς καί τῆς πνευµατικῆς εἰρήνης τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τόν ὁποῖον ἐµπράκτως καί ἐκ νεότητος µέ ὅλην τήν θέρµην τῆς καρδίας του ἀγάπησε.
Ο μακαριστός π. Ισαάκ ήταν αυστηρότατος ασκητής. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για την εκκοσμίκευση που έβλεπε να εισέρχεται σταδιακά και στο Περιβόλι της Παναγίας. Συνδεόταν στενότατα με το Γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, του οποίου υπήρξε βιογράφος...
Επειδή ως γνωστόν ο Γέροντας Παΐσιος ήταν ένας απλός μοναχός συνήθιζε πολλούς από τους επισκέπτες του που ζητούσαν Πνευματικό για εξομολόγηση να τους στέλνει στον π. Ισαάκ. Παρόλο που είχε μελωδικότατη φωνή και ήταν βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της επίγειας βιοτής του απέφευγε την ψαλμωδία, για λόγους ησυχαστικούς. Έψαλε όμως μελωδικότατα σε κάποιες αγρυπνίες και άλλες ακολουθίες, όταν εκείνος έκρινε σκόπιμο. Ο π. Ισαάκ υπήρξε πράγματι ησυχαστής. Άσκησε με διάκριση την ησυχία, τη σιωπή και την αδιάλειπτη προσευχή. Υπάρχουν πολλά ακόμη στοιχεία της αγιασμένης ζωής του τα οποία ελπίζουμε κάποια στιγμή να γίνουν ευρύτερα γνωστά με πρωτοβουλία των Πατέρων της Καλύβης της Αναστάσεως του Σωτήρος στην Καψάλα.
Η πρώτη παράγραφος του παραπάνω σύντομου βιογραφικού του π. Ισαάκ περιέχεται στο βιβλίο «Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης – Ο Ασυρματιστής του στρατού και του Θεού»», Του Σχ(ΤΘ) Καραΐσκου Δημητρίου.πηγή

«Η σχέση των νέων με την Εκκλησία»

Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο*


Παντού συμβαίνει οι μεγαλύτεροι, να κατακρίνουν τους νέους για νεωτερίζουσες αντιλήψεις, για μοντερνισμό, για ασέβεια προς το Θεό και για άρνηση των αξιών: θρησκεία, οικογένεια, πατρίδα. Όμως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, θα πρέπει να δούμε το όλο θέμα με ιδιαίτερη προσοχή και σοβαρότητα και με τη δέουσα αντικειμενικότητα, γιατί εκ πρώτης όψεως τα πράγματα φαίνονται απλά, ενώ είναι πολύπλοκα. Από έρευνες που έγιναν σε ό,τι αφορά τη σχέση των νέων με την εκκλησία, διαπιστώθηκε από πολλούς παράγοντες ότι τα αίτια ποικίλουν. Και πρώτα-πρώτα ας δούμε, γιατί σήμερα οι νέοι μας απομακρύνονται από την Εκκλησία. Λένε, «φταίει», «η γλώσσα» της λατρείας. Αυτά, που ακούγονται μέσα στο ναό, κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας είναι δυσνόητα. Είναι σαν να ακούμε μια γλώσσα που δεν είναι δική μας. Τι λέμε όμως εμείς ως απάντηση σ’ αυτό το πράγματι σημαντικό γλωσσικό πρόβλημα; Εδώ, όπως συμβαίνει σε όλα τα δύσκολα θέματα, διαφωνούμε και φιλοσοφούμε.
Έτσι πολλοί αρμόδιοι της Εκκλησίας και άλλοι μορφωμένοι χριστιανοί ισχυρίζονται πως δεν είναι δυσνόητη η γλώσσα της λατρείας για το λόγο ότι οι περισσότερες λέξεις είναι γνωστές, άρα γίνονται ευκολονόητες όπως αυτό φαίνεται κυρίως στα Ευαγγελικά αναγνώσματα όπου, πραγματικά, με λίγη προσοχή μπορείς να καταλάβεις πολλά απ’ τα σπουδαία νοήματα. Από τους εκκλησιαστικούς ύμνους, όμως, που είναι πράγματι – εν πολλοίς – δυσνόητοι, τί γίνεται; Ή μήπως έχουμε την εντύπωση πως η αρχαία ελληνική ή η καθαρεύουσα ή, πιο απλά, η γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία είναι ευκολότερη μιας ξένης γλώσσας για τους νέους σήμερα; Θεωρούμε, ότι σ’ αυτό το πρόβλημα όπως και σ’ οποιοδήποτε πρόβλημα, πως υπάρχει πάντοτε λύση. Ένα άλλο είναι πάλι, ότι κάποιοι νέοι ισχυρίζονται πως τους ενοχλούν το ράσο και τα γένια των κληρικών μας. Γι’ αυτούς τι να πει κανείς! Αυτοί χρειάζονται ενημέρωση από το σπίτι και το σχολείο. Γιατί, σίγουρα, ο ισχυρισμός τους είναι μια δικαιολογία. Και τούτο, γιατί η ιερότητα και η ιδιαιτερότητα του κληρικού δεν εντοπίζεται στα ράσα, στα μαλλιά και στα γένια, αλλά στο Άγιο Πνεύμα, που τον ξεχώρισε απ’ όλους εμάς κατά την ώρα της χειροτονίας. Άλλοι νέοι λένε πως ο ναός δεν είναι αναγκαίος για την προσευχή. Μπορεί, λένε, όποιος θέλει, να προσεύχεται σπίτι του, στο δωμάτιό του! Να, μια άλλη άποψη των νέων μας, που δείχνει ότι αυτοί αγνοούν βασικά στοιχεία της λατρείας. Πως ότι η προσευχή διακρίνεται σε ατομική και σε ομαδική. Και η μεν ατομική μπορεί να γίνεται παντού και κάθε φορά που ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη, η δε ομαδική προσευχή γίνεται μόνο στο ναό μαζί με τους άλλους πιστούς, που με ένα στόμα και μια καρδιά αναπέμπουν ύμνους στο Θεό. Δεν έμαθαν οι νέοι μας ότι η χριστιανική θρησκεία και η Εκκλησία του Χριστού, είναι κοινωνία αγάπης. Δεν έμαθαν οι νέοι μας ότι η χριστιανική θρησκεία και η Εκκλησία του Χριστού, είναι κοινωνία αγάπης. Δεν έμαθαν, ότι εκεί, στο Ναό, μπροστά στις άγιες μορφές και στο ιερό και κατανυκτικό περιβάλλον με την εκκλησιαστική μουσική, μπορεί καλύτερα ο νους να απαγκιστρωθεί από τα υλικά και εγκόσμια και να επικοινωνήσει νοερά με το Θεό. Εκεί στο Ναό, μαζί με όλους τους άλλους μπορεί να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Πολλοί νέοι ισχυρίζονται ότι οι κληρικοί, και γενικά οι άνθρωποι της Εκκλησίας, δεν ενδιαφέρονται για τους νέους. Και τούτο γιατί, «αν εξαιρέσουμε», λένε, «την ημέρα του αγιασμού» - στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς – «που έρχεται ο ιερέας στα σχολεία, ποτέ άλλοτε δεν εμφανίζεται να μιλήσει με τα παιδιά, να ακούσει τα προβλήματά τους, τον πόνο τους, τα όνειρά τους». Κάποιοι νέοι μιλούν για σκάνδαλα, που δημιουργούνται από ανθρώπους, που βρίσκονται στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Πέρα από όλα αυτά και πολλά άλλα, που θα μπορούσαν οι νέοι να φέρουν ως εμπόδια, που τους απομακρύνουν από την εκκλησία, πρέπει να σημειωθεί και τούτο: Οι άνθρωποι της εκκλησίας, συνειδητά ή ασυνείδητα, δημιουργούν ένα τείχος γύρω τους και δεν επιτρέπουν στους νέους να τους πλησιάσουν. Διακρίνονται από κάποιον παλιό συντηρητισμό. Μάλλον, φοβούνται, μήπως λερωθεί η εκκλησία από τους “αμαρτωλούς” ή “άπιστους” νέους. Ο ίδιος ο Χριστός όμως διάλεξε τους μαθητές του μέσα από έναν κόσμο αμαρτωλό. Ο ίδιος τόνισε πως τα παιδιά, οι νέοι άνθρωποι, είναι κάτι σαν ιερό. Γι’ αυτό κι εμείς οι μεγάλοι όχι μόνο δεν πρέπει να τους σκανδαλίζουμε, αλλά πρέπει και να γίνουμε αγνοί σαν τα παιδιά. Ας μην ξεχνούμε – ιδιαίτερα η διοικούσα εκκλησία – ότι ο Απόστολος Παύλος, που «ίδρυσε» και οργάνωσε πολλές κατά τόπους Εκκλησίες, «γέγονε τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τίνας σώσει». Να, τι λέγει ένας ερευνητής: «Οι νέοι είναι ψυχραμένοι και επιφυλακτικοί με την Εκκλησία. Αιτία είναι το ότι η Εκκλησία δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών και με την υπερβολική συντηρητικότητα των υπευθύνων απομόνωσε τον εαυτό της μακριά από τα νιάτα, που περιμένουν ένα ζωντανό και πρωτοποριακό Χριστιανισμό, που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους». Και συνεχίζει: «να ερμηνεύει το μήνυμα του Ευαγγελίου σαν παράδοση και μεταφυσική προσδοκία και όχι σαν σημερινή πραγματικότητα. Όσο η επίσημη Εκκλησία δε λέγει: «τόπο στα νιάτα», θα χάνει τους νέους. Θα τους παίρνουν τα ναρκωτικά, τα όργια, τα ξενύχτια και οι σατανιστικές τελετές». Ο ίδιος ο ερευνητής ισχυρίζεται πως στις μέρες μας τα Μ.Μ.Ε. δίνουν πολλές φορές άμεση και κακοφτιαγμένη πληροφόρηση με γεγονότα, εικόνες και περιγραφές, που έχουν στόχο την Εκκλησία και πως δημιουργούν δυσάρεστες καταστάσεις, προβληματίζουν τους νέους και δυσχεραίνουν το παιδαγωγικό έργο της οικογένειας. Εδώ, αλήθεια, αξίζει να ρωτήσει κανείς: μέχρι ποιο σημείο η οικογένεια βοηθάει τα νέα της μέλη να έλθουν στην Εκκλησία; Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η οικογένεια σήμερα αδιαφορεί για την Εκκλησία. Λίγοι γονείς προτρέπουν τα παιδιά τους να πλησιάσουν την εκκλησία. Αγαπητοί μου, σίγουρα η σχέση εκκλησίας και νέων διέρχεται κάποια σοβαρή κρίση. Αυτή η κρίση δεν είναι τυχαία και παροδική. Δυστυχώς, στα επόμενα χρόνια θα γίνει σοβαρότερη, γιατί οι νέοι θα είναι πιο απαιτητικοί. Κατά συνέπεια η εκκλησία, δηλαδή, όλοι εμείς που λεγόμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και ιδιαίτερα εκείνοι που υπηρετούν το Θεό, πρέπει να καταλάβουμε, ότι ο νέος χρειάζεται υπεύθυνους οδηγούς. Χρειάζεται ανθρώπους, να τον πιάσουν από το χέρι με στοργή κι αγάπη και να τον φέρουν κοντά στο Χριστό. Χρειάζεται υποδειγματική ζωή, καλό παράδειγμα. Χρειάζεται συμπαράσταση και προστασία. Χρειάζεται να γεμίσει την άδεια ψυχή του με Αγάπη, εννοώ του Χριστού την Αγάπη. Και αυτήν την Αγάπη μόνο μέσα στην εκκλησία μπορεί να τη βρει.

* Ο Γεώργιος Ν. Ξενόφος, είναι Πρώην Στέλεχος “ΥΠ.ΕΘ.Α.”, Λογοτέχνης, Λαογράφος, Συγγραφέας.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου

ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης

Μια από τις μεγαλύτερες Θεομητορικές Εορτές, που εορτάζει η Εκκλησία μας, στις 21 Νοεμβρίου κάθε έτους, είναι η εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Εορτάζουμε δηλαδή την είσοδο της Παναγίας μας στον Ναό του Θεού – στα Άγια των Αγίων, όταν αυτή ήταν μόλις τριών ετών.
Αλλ’ ας δούμε τα ιστορικά γεγονότα, όπως τα διαφυλάσσει απ’ αρχής και τα προβάλλει η Κιβωτός της Σωτηρίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.
Κατ’ αυτή λοιπόν την παράδοση, οι γονείς της Θεοτόκου ήταν άτεκνοι και γι’ αυτό ζούσαν μέσα σε μεγάλη δυστυχία και θλίψη, αφού την εποχή εκείνη, το να μην έχει ένα ζευγάρι απογόνους, εθεωρήτο προσβλητικό και μεγάλο κακό.
Κατόπιν θερμής προσευχής, του μεν Ιωακείμ σ’ ένα σπήλαιο, της δε Άννης μέσα στον κήπο της οικίας τους, ο Θεός, διά του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τους πληροφόρησε ότι θα λάβουν το ποθούμενο, πράγμα φυσικά που έγινε και «επλήσθησαν χαράς μεγάλης»....
Τόσο δε μεγάλη ήταν η ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεόν, ο οποίος δεν παρείδε την βαθιά τους θλίψη και την θερμή προσευχή τους, ώστε από κοινού αποφάσισαν να την αφιερώσουν την θυγατέρα τους στον Ναό του Θεού, στα Ιεροσόλυμα, μόλις η Μαριάμ έκλεισε τα τρία της έτη.
Ο Ζαχαρίας δε ο Αρχιερεύς, διά θείας αποκαλύψεως, γνώρισε το μεγάλο μυστήριο και τα εξαιρετικά γεγονότα που θα ελάμβαναν χώρα μετά από μερικά έτη. Γι’ αυτό και με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Θεού, την παρέλαβε από τους γονείς της και την εισήγαγε «εις τα Άγια των Αγίων» του ιερού Ναού. Στον ιερό δηλαδή εκείνο τόπο, στον οποίο μόνος ο Αρχιερεύς εισήρχετο «άπαξ του ενιαυτού», δηλ. μία μόνο φορά τον χρόνο.
Το δε περισσότερο θαυμαστό είναι ότι η Παρθένος Μαριάμ, παρέμεινε στον ευλογημένο και απολύτως ησυχαστικό εκείνο χώρο, δώδεκα ολόκληρα έτη.
Κατά τους χρόνους αυτούς, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της «εκόμιζε τροφήν ουρανίαν», και πάλι κατά θαυμαστό τρόπο, η τροφή εκείνη δεν περίσσευε. Ούτε βέβαια η Παναγία μας τα έτη αυτά, εξερχόταν ποτέ του ευλογημένου εκείνου τόπου.
Εκεί λοιπόν μέσα στο αγγελικό περιβάλλον, έζησε δώδεκα ολόκληρα έτη, ομιλούσα με τους Αγγέλους, έως ότου εξήλθε για να υπηρετήσει το μυστήριο της Θείας Ενσαρκώσεως, για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Κατά τους Πατέρας μάλιστα της Εκκλησίας μας, οι οποίοι εντρυφούν με τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος στα Θεία αυτά μυστήρια που περιβάλλουν την Θεοτόκον, το όνομα Μαριάμ, σημαίνει τα εξής:
Μ = Μόνη
Α = Αύτη
Ρ = Ρύσεται
Ι = Ιού (δηλητηρίου)
Α = Άπαντας
Μ = Μισοκάλου (διαβόλου)

Το όνομα Μαριάμ, επίσης σημαίνει και Κυρία, Βασίλισσα, Δυνατή.
Αυτό λοιπόν το μεγάλο γεγονός εορτάζουμε αδελφοί μου κατά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Βεβαίως, όπως θα πρέπει να γνωρίζουμε, οι εορτές μας, και κυρίως αυτές που αναφέρονται στην Μητέρα του Κυρίου μας, θα πρέπει να έχουν καθαρώς πνευματικό χαρακτήρα και με την χάρη Της να αγωνιζόμαστε στο να μιμούμαστε τις ουράνιες αρετές της.
Μέσα στα Άγια των Αγίων, η «θεόπαις Μαριάμ», συνεχώς βρισκόταν σε επικοινωνία με τον Θεό που θα έφερνε στην γη, μέσω της Θείας Ενανθρωπίσεως.
Θα αποτελούσε όντως μεγάλη ευλογία για όλους μας, εν ταπεινώσει να την παρακαλούμε πάντοτε, αλλά προπαντώς την ημέρα της εορτής της, η «πάντων των γηγενών ανακαίνισις», να μας χαρίσει, πλην των άλλων, και το εξαίσιο και ουράνιο δώρο της προσευχής. Της θερμής προσευχής που οπωσδήποτε πρέπει να λειτουργεί μέσα στην καρδιά μας διηνεκώς, ώστε να μας εμπνέει το χάρισμα τούτο, στην αγάπη του Υιού της. Ταυτοχρόνως δε η «Τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφίμ» να μας ενισχύει στον αγώνα της εφαρμογής του παναγίου θελήματος του Λατρευτού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Δέσποινα πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως.Αμήν.

Κυριακή, Νοεμβρίου 20, 2011

Με αφορμή τα Εισόδια της Θεοτόκου - Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσοστόμου Β

 


Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄
Εἶναι γνωστό ἀπό τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀφοῦ συμπλήρωσε τό τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁδηγήθηκε ἀπό τούς ἁγίους γονεῖς της, τόν Ἰωακείμ καί τήν Ἄννα, «ἀποπληροῦσα πατρῴαν ἐπαγγελίαν», στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ, συνοδευόμενη ἀπό λαμπαδηφοροῦσες παρθένες, παραδόθηκε «ὡς τριετίζουσα δάμαλις» στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὡς ἀφιέρωμα εὐγνωμοσύνης στό Θεό. Στό Ναό παρέμεινε ἡ Θεοτόκος μέχρι τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν καί, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ἄγγελος ἔφερεν (σέ αὕτήν τροφήν), ἀφοῦ ἔζη μίαν ζωήν, ὡσάν εἰς τόν Παράδεισον... μίαν ζωήν ἀφρόντιστον, ἀπερίσπαστον, λύπης ἀμέτοχον, ἀνωτέραν τῶν παθῶν καί ὑψηλοτέραν πάσης ὀδυνηρᾶς ἡδονῆς· ἔζη μόνῳ τῷ Θεῷ· ἐβλέπετο ἀπό μόνον τόν Θεόν... καί εἰς τόν Θεόν μόνον ἦτο ἀφιερωμένη». Ἔτσι, «...ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἡνώθη μέ τόν Θεόν διά τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἐπειδή μοναχή αὐτή ἀπό ὅλους ἀπό τόσον μικρόν παιδίον ὑπέρ φύσιν ἡσύχασε, καί μοναχή αὐτή τόν Θεάνθρωπον Λόγον ἀπειράνδρως ἐκυοφόρησεν» (Μετάφραση Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).
Ἡ εἴσοδος, λοιπόν, τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό νομικό Ναό, ἑορτάζεται ἀπό τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τά ὁποῖα προέβλεψε ὁ προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας: «Ἀπενεχθήσονται τῷ Βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι· ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καί ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται εἰς ναόν Βασιλέως» (Ψαλμ. μδ΄, 15 16).
Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά ἐπισημάνουμε κάποια ἄλλα «εἰσόδια» σέ κάποιους ἄλλους «ναούς», τά ὁποῖα ἀλληλοδιαδόχως συνέβαλαν καί συμβάλλουν στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας, δηλαδή τόν ἁγιασμό καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας.
Ἡ λέξη ναός προέρχεται ἀπό τό ἀρχαῖο ρῆμα «ναίω», πού σημαίνει κατοικῶ. Ἑπομένως, ναός σημαίνει κατοικία.
Πρίν τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μας στό νομικό Ναό, προηγήθηκαν τά εἰσόδια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν, κατά τόν λόγο Του στό Λευϊτικό: «Καί θήσω τήν σκηνήν μου (κατοικίαν) ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (κεφ. κστ΄, 11 12).
«Ἀλήθεια, εἶναι δυνατόν νά κατοικήσει ὁ Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους στή γῆ; Ἐάν ὁ οὐρανός καί ὁ οὐρανός τοῦ οὐρανοῦ δέν σοῦ ἀρκοῦν (ὡς κατοικία), πῶς εἶναι δυνατόν νά σοῦ ἀρκεῖ αὐτός ὁ οἶκος πού οἰκοδόμησα “ἐν τῷ ὀνόματί σου”;», ἀναρωτήθηκε ὁ βασιλιάς Σολομών τήν ὥρα πού ἐγκαινίαζε τό μεγαλοπρεπῆ Ναό στά Ἱεροσόλυμα. Καί συνέχισε, προσευχόμενος: «(Σέ παρακαλῶ) νά προσέξεις τή δέησή μου, Κύριε, Θεέ τοῦ Ἰσραήλ, ὥστε νά εἶναι (συνεχῶς) οἱ ὀφθαλμοί σου στραμμένοι σ’ αὐτόν τόν οἶκο, μέρα καί νύχτα, στόν τόπο πού εἶπες ὅτι θά εἶναι τό ὄνομά σου ἐκεῖ» (Βασιλ. Γ΄ η΄, 27 29).
«Καί εἶπε ὁ Κύριος πρός αὐτόν (τόν Σολομῶντα)· ἄκουσα τή φωνή τῆς προσευχῆς σου... καί ἁγίασα τόν οἶκο τοῦτον, πού οἰκοδόμησες, γιά νά θέσω τό ὄνομά μου ἐκεῖ... καί νά εἶναι (συνεχῶς) ἐκεῖ (στραμμένοι) οἱ ὀφθαλμοί μου καί ἡ καρδία μου...» (Βασιλ. Γ΄ θ΄, 2 3).
Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινίσουμε πώς λέγοντας ὁ Θεός ὅτι θά εἶναι διαρκῶς τό ὄνομά Του, οἱ ὀφθαλμοί Του καί ἡ καρδία Του στό Ναό, δέν ἐννοοῦσε ὅτι θά ἦταν οὐσιωδῶς παρών σ’ αὐτόν, ἀλλά ὅτι θά ἦταν παρών μέ τή Θεία Χάρη Του, δηλαδή τίς ἄκτιστες Θεῖες Ἐνέργειές Του.
Σέ αὐτό, λοιπόν, τό Ναό, τό Ἱερό Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, εἰσόδευσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Γιατί; Διότι ὁ Ναός προεικόνιζε τήν Παναγία μας, στήν ὁποία εἰσόδευσε καί κατοίκησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως» ἡ Θεία Φύση (Οὐσία) καί ἡ ἀνθρώπινη φύση (οὐσία).
Ἡ Παναγία μας, λοιπόν, ἀπ’ τήν ὁποία δανείστηκε τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεάνθρωπος, δέχθηκε μέσα της οὐσιωδῶς τόν Ἴδιο τό Θεό, γι’ αὐτό καί «ἐδείχθη Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν βαστάσασα τόν Κτίστην». Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστάς καί παρθένος, τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ...», ὅπως λέει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων.
Ναός Θεοῦ, ὅμως, δέν ἀναδείχθηκε μόνο ἡ Θεοτόκος. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀποκαλεῖ τόν Ἑαυτό Του ναό, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν... Ἐκεῖνος δέ ἔλεγε περί τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἰωάν. β΄, 19 21). Καί εἶναι ναός ὁ Κύριος διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄, 9). Παραλλήλως, ὅμως, γίνεται μέ τρόπο ἀκατάληπτο, ἀλλά καί πραγματικό, καί δικός μας ναός ὡς Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, στήν Ὁποία μᾶς καλεῖ νά εἰσοδεύσουμε καί νά κατοικήσουμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι, τό Βάπτισμά μας εἶναι τά προσωπικά μας Εἰσόδια στό Ναό Ἰησοῦ Χριστό, ἐντός τοῦ Ὁποίου συντελεῖται «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ πεπτωκώς καί ἀρρωστημένος ἄνθρωπος θεραπεύεται, φωτίζεται καί ἁγιάζεται.
Ἡ ἀλληλουχία, ὅμως, τῶν εἰσοδίων συνεχίζεται μέ τρόπο μυστικό, ἀσύλληπτο, ἀλλά καί πάλι πραγματικό. Μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γινόμαστε καί ἐμεῖς ναοί–κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, εἰσοδεύει ἐντός μας. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μέ δύο τρόπους κυρίως:
Πρῶτα, μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, πού ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με (λέει ὁ Κύριος), τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν (τόπο διαμονῆς) παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. ιδ΄, 23).
Ἔπειτα, εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Κύριος μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθιστώντας μας ναούς Του. Λέει χαρακτηριστικά ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Τάς ἀνομίας μου πάριδε Κύριε, ὁ ἐκ Παρθένου τεχθείς, καί τήν καρδίαν μου καθάρισον, ναόν αὐτήν ποιῶν τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος καί Αἵματος».
Ἄλλωστε, καί ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς τονίζει: «Ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορ. γ΄, 17), πρᾶγμα πού ἐπαναλαμβάνει καί σ’ ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὅλα αὐτά τά ἀλλεπάλληλα εἰσόδια; Ἀσφαλῶς, γιά νά μᾶς προετοιμάσουν, ὥστε νά κάνουμε τά τελευταῖα καί σπουδαιότερα εἰσόδιά μας στή μόνιμη κατοικία μας, τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο «καί ναόν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γάρ Κύριος ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ ναός αὐτῆς ἐστι, καί τό ἀρνίον» (Ἀποκ. κα΄, 22).
Εὔχομαι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά ἀκούσουμε «τόν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα» νά μᾶς καλεῖ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως μέ τόν χαρμόσυνο λόγο Του: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!... εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. κε΄, 23). Γένοιτο!

Με αφορμή τα Εισόδια της Θεοτόκου - Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσοστόμου Β

 


Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄
Εἶναι γνωστό ἀπό τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀφοῦ συμπλήρωσε τό τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁδηγήθηκε ἀπό τούς ἁγίους γονεῖς της, τόν Ἰωακείμ καί τήν Ἄννα, «ἀποπληροῦσα πατρῴαν ἐπαγγελίαν», στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ, συνοδευόμενη ἀπό λαμπαδηφοροῦσες παρθένες, παραδόθηκε «ὡς τριετίζουσα δάμαλις» στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὡς ἀφιέρωμα εὐγνωμοσύνης στό Θεό. Στό Ναό παρέμεινε ἡ Θεοτόκος μέχρι τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν καί, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ἄγγελος ἔφερεν (σέ αὕτήν τροφήν), ἀφοῦ ἔζη μίαν ζωήν, ὡσάν εἰς τόν Παράδεισον... μίαν ζωήν ἀφρόντιστον, ἀπερίσπαστον, λύπης ἀμέτοχον, ἀνωτέραν τῶν παθῶν καί ὑψηλοτέραν πάσης ὀδυνηρᾶς ἡδονῆς· ἔζη μόνῳ τῷ Θεῷ· ἐβλέπετο ἀπό μόνον τόν Θεόν... καί εἰς τόν Θεόν μόνον ἦτο ἀφιερωμένη». Ἔτσι, «...ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἡνώθη μέ τόν Θεόν διά τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἐπειδή μοναχή αὐτή ἀπό ὅλους ἀπό τόσον μικρόν παιδίον ὑπέρ φύσιν ἡσύχασε, καί μοναχή αὐτή τόν Θεάνθρωπον Λόγον ἀπειράνδρως ἐκυοφόρησεν» (Μετάφραση Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου).
Ἡ εἴσοδος, λοιπόν, τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό νομικό Ναό, ἑορτάζεται ἀπό τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τά ὁποῖα προέβλεψε ὁ προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας: «Ἀπενεχθήσονται τῷ Βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι· ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καί ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται εἰς ναόν Βασιλέως» (Ψαλμ. μδ΄, 15 16).
Τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά ἐπισημάνουμε κάποια ἄλλα «εἰσόδια» σέ κάποιους ἄλλους «ναούς», τά ὁποῖα ἀλληλοδιαδόχως συνέβαλαν καί συμβάλλουν στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας, δηλαδή τόν ἁγιασμό καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας.
Ἡ λέξη ναός προέρχεται ἀπό τό ἀρχαῖο ρῆμα «ναίω», πού σημαίνει κατοικῶ. Ἑπομένως, ναός σημαίνει κατοικία.
Πρίν τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μας στό νομικό Ναό, προηγήθηκαν τά εἰσόδια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν, κατά τόν λόγο Του στό Λευϊτικό: «Καί θήσω τήν σκηνήν μου (κατοικίαν) ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (κεφ. κστ΄, 11 12).
«Ἀλήθεια, εἶναι δυνατόν νά κατοικήσει ὁ Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους στή γῆ; Ἐάν ὁ οὐρανός καί ὁ οὐρανός τοῦ οὐρανοῦ δέν σοῦ ἀρκοῦν (ὡς κατοικία), πῶς εἶναι δυνατόν νά σοῦ ἀρκεῖ αὐτός ὁ οἶκος πού οἰκοδόμησα “ἐν τῷ ὀνόματί σου”;», ἀναρωτήθηκε ὁ βασιλιάς Σολομών τήν ὥρα πού ἐγκαινίαζε τό μεγαλοπρεπῆ Ναό στά Ἱεροσόλυμα. Καί συνέχισε, προσευχόμενος: «(Σέ παρακαλῶ) νά προσέξεις τή δέησή μου, Κύριε, Θεέ τοῦ Ἰσραήλ, ὥστε νά εἶναι (συνεχῶς) οἱ ὀφθαλμοί σου στραμμένοι σ’ αὐτόν τόν οἶκο, μέρα καί νύχτα, στόν τόπο πού εἶπες ὅτι θά εἶναι τό ὄνομά σου ἐκεῖ» (Βασιλ. Γ΄ η΄, 27 29).
«Καί εἶπε ὁ Κύριος πρός αὐτόν (τόν Σολομῶντα)· ἄκουσα τή φωνή τῆς προσευχῆς σου... καί ἁγίασα τόν οἶκο τοῦτον, πού οἰκοδόμησες, γιά νά θέσω τό ὄνομά μου ἐκεῖ... καί νά εἶναι (συνεχῶς) ἐκεῖ (στραμμένοι) οἱ ὀφθαλμοί μου καί ἡ καρδία μου...» (Βασιλ. Γ΄ θ΄, 2 3).
Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινίσουμε πώς λέγοντας ὁ Θεός ὅτι θά εἶναι διαρκῶς τό ὄνομά Του, οἱ ὀφθαλμοί Του καί ἡ καρδία Του στό Ναό, δέν ἐννοοῦσε ὅτι θά ἦταν οὐσιωδῶς παρών σ’ αὐτόν, ἀλλά ὅτι θά ἦταν παρών μέ τή Θεία Χάρη Του, δηλαδή τίς ἄκτιστες Θεῖες Ἐνέργειές Του.
Σέ αὐτό, λοιπόν, τό Ναό, τό Ἱερό Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, εἰσόδευσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Γιατί; Διότι ὁ Ναός προεικόνιζε τήν Παναγία μας, στήν ὁποία εἰσόδευσε καί κατοίκησε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως» ἡ Θεία Φύση (Οὐσία) καί ἡ ἀνθρώπινη φύση (οὐσία).
Ἡ Παναγία μας, λοιπόν, ἀπ’ τήν ὁποία δανείστηκε τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεάνθρωπος, δέχθηκε μέσα της οὐσιωδῶς τόν Ἴδιο τό Θεό, γι’ αὐτό καί «ἐδείχθη Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν βαστάσασα τόν Κτίστην». Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστάς καί παρθένος, τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ...», ὅπως λέει τό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων.
Ναός Θεοῦ, ὅμως, δέν ἀναδείχθηκε μόνο ἡ Θεοτόκος. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀποκαλεῖ τόν Ἑαυτό Του ναό, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον, καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν... Ἐκεῖνος δέ ἔλεγε περί τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἰωάν. β΄, 19 21). Καί εἶναι ναός ὁ Κύριος διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄, 9). Παραλλήλως, ὅμως, γίνεται μέ τρόπο ἀκατάληπτο, ἀλλά καί πραγματικό, καί δικός μας ναός ὡς Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, στήν Ὁποία μᾶς καλεῖ νά εἰσοδεύσουμε καί νά κατοικήσουμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι, τό Βάπτισμά μας εἶναι τά προσωπικά μας Εἰσόδια στό Ναό Ἰησοῦ Χριστό, ἐντός τοῦ Ὁποίου συντελεῖται «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ πεπτωκώς καί ἀρρωστημένος ἄνθρωπος θεραπεύεται, φωτίζεται καί ἁγιάζεται.
Ἡ ἀλληλουχία, ὅμως, τῶν εἰσοδίων συνεχίζεται μέ τρόπο μυστικό, ἀσύλληπτο, ἀλλά καί πάλι πραγματικό. Μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γινόμαστε καί ἐμεῖς ναοί–κατοικητήρια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, εἰσοδεύει ἐντός μας. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μέ δύο τρόπους κυρίως:
Πρῶτα, μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, πού ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με (λέει ὁ Κύριος), τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν (τόπο διαμονῆς) παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. ιδ΄, 23).
Ἔπειτα, εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Κύριος μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καθιστώντας μας ναούς Του. Λέει χαρακτηριστικά ἕνα ἀπό τά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως: «Τάς ἀνομίας μου πάριδε Κύριε, ὁ ἐκ Παρθένου τεχθείς, καί τήν καρδίαν μου καθάρισον, ναόν αὐτήν ποιῶν τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος καί Αἵματος».
Ἄλλωστε, καί ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς τονίζει: «Ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορ. γ΄, 17), πρᾶγμα πού ἐπαναλαμβάνει καί σ’ ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὅλα αὐτά τά ἀλλεπάλληλα εἰσόδια; Ἀσφαλῶς, γιά νά μᾶς προετοιμάσουν, ὥστε νά κάνουμε τά τελευταῖα καί σπουδαιότερα εἰσόδιά μας στή μόνιμη κατοικία μας, τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο «καί ναόν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γάρ Κύριος ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ ναός αὐτῆς ἐστι, καί τό ἀρνίον» (Ἀποκ. κα΄, 22).
Εὔχομαι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, νά ἀκούσουμε «τόν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα» νά μᾶς καλεῖ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως μέ τόν χαρμόσυνο λόγο Του: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!... εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. κε΄, 23). Γένοιτο!

Τα εισόδια της Θεοτόκου

theotokos_eisodiaΤα Εισόδια της Παναγίας μας, που η Εκκλησία μας τα γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, είναι μία από τις πολλές θεομητορικές γιορτές. Και θυμόμαστε αυτή τη μέρα την είσοδο της Παναγίας στο Ναο και την αφιέρωσή της στο Θεο εκ μέρους των ευλαβεστάτων γονέων της, του Ιωακείμ και της Άννης. Εκ πρώτης όψεως, η γιορτή αυτή φαίνεται να μας υπενθυμίζει απλώς κάποιο γεγονός που συνέβη κάποτε, χωρίς να διαπιστώνεται ένα βαθύτερο νόημα. Ωστόσο υπάρχει κάτι που θα μπορούσε κανείς να το προσέξει και να διδαχτεί από αυτό. Και αυτό το κάτι είναι η απόφαση των ευλαβών γονέων να οδηγήσουν οι ίδιοι το παιδί τους στο Θεο και να το αφιερώσουν στο Ναο Του, γνωρίζοντας, από δική τους εμπειρία, την αξία αυτής της ενέργείας τους. Να ένα παράδειγμα προς μίμηση για τούς γονείς όλων των εποχών.
Η νεολαία, τα παιδιά, υπήρξαν το εκλεκτότερο τίμημα της Ανθρωπότητας. Σ αυτήν στήριξε πάντοτε τις ελπίδες της η κοινωνία για ένα καλύτερο μέλλον. Γι αυτό και οι ευθύνες όλων μας, και κυρίως των γονέων, είναι τεράστιες απέναντι στα παιδιά και τούς νέους γενικότερα. Ανάλογα με τις κατευθύνσεις που τούς δίνουμε, δρέπουμε κατά καιρούς και τούς καρπούς. Ομως είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν οι γονείς τελικά ότι μόνον ο Χριστός και η Εκκλησία, χωρίς κανένα ιδιοτελές αντίκρυσμα και συμφέρον, αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνον στην πραγματική ευτυχία των νέων μέσα σε καθαρούς, διάφανους και υγιείς ορίζοντες, μακριά από σκοπιμότητες και υπολογισμούς.
Αρκετοί γονείς, όμως, δυστυχώς, μπορεί να προσφέρουν τα πάντα στα παιδιά τους, δεν θεωρούν όμως καθόλου απαραίτητο να τα οδηγήσουν κοντά στο Θεο δια της Εκκλησίας, είτε γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν τέτοιου είδους εμπειρία είτε γιατί είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ο σκοταδισμός, ο αναχρονισμός, η καθυστέρηση, η εκμηδένιση της προσωπικότητας. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι γονείς αυτοί, αν κάποιο παιδί τους κάποια στιγμή, κατά Χαριν Θεού, αναπτύξει κάποιες στενότερες σχέσεις με την Εκκλησία και φοβούνται τότε ότι αυτό το παιδί τους θα γίνει παπάς η καλόγερος, σαν και αυτό να ήταν το τρομερότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί στον κόσμο. Κρίμα που υπάρχουν γονείς που σκέπτονται έτσι κάποιες φορές, αδικώντας κατάφωρα την Εκκλησία. Γιατί στ αλήθεια, κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να δεχτεί ότι ο Χριστός και η Εκκλησία έχουν ανάγκη να «στρατολογούν» οπαδούς. Ούτε και μπορεί να γίνει κάποιος κληρικός η μοναχός εκβιαστικά, αν δεν το θέλει ο ίδιος η αν εκ Θεού δεν έχει αυτόν τον προορισμό.
Ποσο λανθασμένες και άδικες είναι αυτές οι απόψεις κάποιων συνανθρώπων μας που τόσο αρνητικά επηρεάζουν και αρκετούς γονείς να μην οδηγούν τα παιδιά τους κοντά στην Εκκλησία, μας το βεβαιώνουν κάποια λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Λογια που ειπώθηκαν πριν από δεκαπέντε περίπου αιώνες και που δείχνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύουν αρκετοί Έλληνες σήμερα. Έλεγε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος «Ου γαρ ανάγκη εστί τούς παίδας μονάζοντας γενέσθαι. Χριστιανούς αυτούς χρη γενέσθαι». Θα πουν τα λόγια αυτά «Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε τούς νέους μοναχούς η ασκητές, αντικοινωνικούς η απόκοσμους. Είναι όμως ανάγκη να τούς κάνουμε καλούς και συνειδητούς χριστιανούς και για το δικό τους καλό, αλλά και για την ευτυχία των ίδιων των νέων». Δεν πιστεύω να υπάρχουν πιο ρεαλιστικά λόγια από αυτά, που ειπώθηκαν μάλιστα δια στόματος ενός σημαντικότατου εκκλησιαστικού ανδρός.
Δεν είναι «καταπιεστικός» ο Χριστός, όπως νομίζουν πολλοί γονείς και γενικά αρκετοί άνθρωποι. Απλώς τιθασεύει και ομολογεί σωστά τη δραστηριότητα των νέων, για να γίνουν αυτοί περισσότερο δημιουργικοί και ολοκληρωμένοι. Είχα διαβάσει κάπου «Το άλογο δεν πάει μπροστά, αν δεν το ζέψεις. Ο ατμός δεν κινεί τη μηχανή, αν δεν τον περιορίσεις. Κανένας καταρράκτης δε γίνεται φως και κινητήρια δύναμη, παρά όταν τον βάλεις σε κανάλι και η ζωη ποτέ δεν γίνεται μεγάλη, αν δεν την προσανατολίσει κανείς, αν δεν την συγκεντρώσει και δεν πειθαρχήσει κανείς σε μια ορισμένη ιδέα».
Γράφει: Αντώνιος Κουριάς

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...