Ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης τῆς
συγγνώμης καί τῆς διακρίσεως.
Ἐλάχιστος Ἱερομόναχος
π. Ἰάκωβος ἁμαρτωλός
Ι. Μ. Μακρυμάλλης Κοιμήσεως Θεοτόκου Ψαχνά
30-7-2010
Ἡ ἀνάγκη μέ ἔκανε ἀπό σεβασμό στόν Γέροντα καί σάν πνευματικό του παιδί ἀπό τό 1982, καί μετά τό 1988 πού ἦλθα στήν Μονή γιά μοναχός μέχρι τό 1991, νά γράψω αὐτά πού ἔζησα τόν Γέροντα ἀπό κοντά καί τίς διάφορες μαρτυρίες πού ὁ ἴδιος μοῦ κατέθετε, ὧρες ἀγαλλιάσεως καί κατανύξεως καί γεμᾶτες μέ πλοῦτο πνευματικῆς κατάστασης πρός ὠφέλεια ψυχῶν γιά τήν σωτηρία μας.
Στήν Μονή τοῦ ὁσίου Δαυΐδ εἶμαι ἀπό τό 1988 μέχρι τό 2008 σάν μοναχός, σάν λαϊκός ἀπό τό 1982. Τώρα, μέ εὐλογία Πνευματικοῦ καί Ἐπισκόπου βρίσκομαι στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μακρυμάλλης Ψαχνῶν Εὐβοίας.
Ὁ γέροντας π. Ἰάκωβος γεννήθηκε στό Λιβίση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ πατέρας του λεγόταν Σταῦρος καί ἡ μητέρα του Θεοδώρα.
Ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης, προσευχῆς, ταπεινώσεως καί ἐπίγειος ἄγγελος, παράδειγμα πρός μίμηση, πραγματικός καλόγερος, αὐστηρός, διακριτικός καί πλήρης χάριτος Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε πνευματική κατάσταση πού ὅταν σέ ἔβλεπε γιά πρώτη φορά σοῦ ἔλεγε τό ὄνομά σου καί πολλά καί διάφορα πού ἐσύ τά εἶχες μέσα σου σάν ἐρωτηματικά. Ἀλλά ἔκρυβε τό χάρισμα αὐτό ὅσο μποροῦσε γιά νά φυλαχθεῖ ἀπό τήν κενοδοξία καί τόν ἐγωϊσμό.
Στήν ἐξομολόγηση.
Κάποτε ἦλθαν δύο παιδιά ἀπό Ἀθήνα καί εἶχαν μαζί τους μία κοπέλλα πού ζοῦσε στήν ἁμαρτία. Μόλις ἔφτασαν στήν Μονή συνάντησαν τόν γέροντα. Ὁ γέροντας μέ τήν πράη καί γλυκειά καί ἥμερη μορφή καλοσώρισε τά παιδιά. Καί αὐτά εἶπαν, γέροντα φέραμε μία κοπέλα καί θέλει νά σᾶς δῆ, ζεῖ στήν ἁμαρτία νά τῆς δείξετε ἀγάπη, εἶπαν τά παιδιά, γιατί τήν πήγαμε καί σ᾿ ἄλλον Πνευματικό, ἀλλά τίποτα. Ὁ γέροντας ρωτᾶ τήν κοπέλα:
- Πῶς σᾶς λένε καί ἀπό ποῦ εἶστε;
Αὐτή εἶπε:
- Γέροντα ἐγώ εἶμαι λεσβία καί ἁμαρτωλή.
Ὁ γέροντας τότε λέει:
- ἄχ! πόσο χαίρομαι κοπέλλα μου πού εἶσαι ἀπό τή Λέσβο πού ἔχει βγάλει ἁγίους, Ἅγ. Ραφαήλ καί Εἰρήνη, χαίρομια.
Ἡ κοπέλα τά ἔχασε, τί λέει τώρα, θά σκέφτηκε!
Ὁ γέροντας τῆς λέει:
- Πᾶμε μέσ᾿ τόν Ἅγ. Χαράλαμπο νά ἐξομολογηθῆς, νά μοῦ πῆς γιά τήν Πατρίδα σου τήν ὡραία Λέσβο καί ὅτι ἄλλο ἔχεις πού σέ στεναχωρεῖ.
Πῆγαν μέσα ἐξομολογήθηκε ἡ κοπέλα καί βγῆκε ἄλλος ἄνθρωπος ἔξω: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς Δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου».
Ὁ γέροντας τῆς εἶπε:
- Δέν μισῶ ἐσένα παιδί μου ἀλλά τήν ἁμαρτία.
Ὁ γέροντας ἔλεγε, ὅτι ὅταν ἐξομολογοῦσε ἔκανε προσευχή νά κρατάη τά καλά καί νά κάνη προσευχή, καί τά ἄσχημα νά τά διώχνη. Ὁ γέροντας πονοῦσε μέ τόν πόνο τοῦ ἄλλου καί ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί παρακαλοῦσε γιά τήν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς. Σάν Πνευματικός δέν ἔβαζε αὐστηρούς κανόνες μπορεῖ νά τό ἔκανε καί ὁ ἴδιος γιά κάποιο λόγο.
Μία φορά καθόταν στό κελλί του, τόν λέω, γέροντα ἦλθαν δύο νέοι καί σᾶς ζητοῦν καί ἀμέσως, μέ μιά γλυκύτητα, μέ μιά ἠρεμία καί γαλήνια φωνή μοῦ λέει, ἔρχομια, πάτερ μου, ἀμέσως. Μόλις βγῆκε ἐνῶ δέν ἤξερε καθόλου τά παιδιά οὔτε τά εἶχε δεῖ ξανά, οὔτε αὐτόν αὐτά, τούς εἶπε τά ὀνόματά τους. Καλῶς τόν Κώστα καί Γιῶργο πού ἔρχονται ἀπό Κατερίνη. Τά παιδιά τά ἔχασαν. Καί ἐξομολογήθηκαν καί τούς τά εἶπε ὅλα ὁ γέροντας αὐτά πού ἤθελαν.
-Γέροντα ποῦ τό ξέρατε πῶς μᾶς λένε καί ἀπό ποῦ ἐρχόμαστε;
Καί ὁ γέροντας εἶπε:
- Ὁ ἅγιος Δαυΐδ ἔρχεται στό δωμάτιό μου καί μοῦ λέει, γέροντα ἦλθε ὁ τάδε καί ὁ τάδε ἔχουν αὐτό τό πρόβλημα βγές νά τούς μιλήσης. Καί ἔτσι βγαίνει, μέ ἀγάπη, προσευχή πολύ καί προσοχή.
Λειτουργός
Ὁ Γέροντας λειτουργοῦσε καθημερινά σχεδόν, ἔλεγε συχνά «συζῶ καί συλλειτουργῶ μέ τήν ἁγία Τριάδα. Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός».
Κάποτε λειτουργοῦσε καί ἤμουν διακονητής στό Ἱερό, τότε μοναχός Ἱλαρίων. Ἦταν μαζί μέ κάποιο ἱερέα, ἀκοῦστε τό θαυμαστό. Τήν ὥρα πού εἶπε ὁ γέροντας «πρόσχωμεν, τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», ἀμέσως κατανύχτηκε ἔλαμψε ὁλόκληρος ὅπως μᾶς τό ἔλεγε ὁ ἴδιος, καί εἶδε πάνω στό ἅγιο Δισκάριο τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἱερέας τό βράδυ εἶχε ἐξομολογηθεῖ στόν γέροντα ἀλλά εἶχε τό λογισμό ἄν γίνεται πραγματικά σῶμα καί αἷμα, τόν πείραζε ὁ λογισμός, δέν τό εἶπε στόν γέροντα καί τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας μόλις εἶδε τόν γέροντα νά συγκινῆτε καί νά κλαίη λέει ὁ πάτερ:
-Γέροντα τί πάθατε, τί συμβαίνει;
Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε:
- Γιά τήν ἀπιστία σας καί τό λογισμό πού εἴχατε πάτερ καί δέν μοῦ τό εἴπατε.
Μέ δάκρυα στά μάτια καί λυγμούς λέει:
- χ!, πάτερ μου, ζεῖ Κύριος ὁ Θεός, ἄν εἶχες μάτια πνευματικά θά ἔβλεπες ὅπως βλέπω ἐγώ τό ἅγιο Δισκάριο γεμᾶτο αἵματα καί νά στάζη πάνω στό Ἀντιμήνσιο, εἶδες πάτερ, «θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Ὁ ἱερέας γονάτισε καί γεμᾶτος φόβο καί τρόμο συνέχισε τήν Λειτουργία.
Ὁ γέροντας ἔβλεπε πολλά καί ἄκουγε κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐνῶ τόν βλέπαμε στόν Ὄρθρο καταβεβλημένο καί κουρασμένο, στήν Θεία Λειτουργία πέταγε, ἀναστηνόταν γινόταν ἄλλος Ἰάκωβος, οὐράνιος ἄνθρωπος καί ἐπίγειος ἄγγελος.
Ἀκόμα εἶχε τό χάρισμα καί ὅταν κοινωνοῦσε, ἄν κάποιος ἦταν ἀνάξιος ἔβλεπε ἄγγελο νά παίρνη μέσα ἀπό τή λαβίδα τό αἷμα.
Νύχτες ὁλόκληρες ἀγρυπνοῦσε καί προσευχόταν γιά ὅλους καί ὅλα. Διάβαζε τό Ψαλτήρι ὁλόκληρο. Ἦταν αὐστηρός νηστευτής στόν ἑαυτό του καί ἐπιεικής στούς ἄλλους.
Μία Μεγάλη Παρασκευή τήν ὥρα τῆς Ἀποκαθηλώσεως μόλις κατέβασε τό Σῶμα ἔκλαιγε καί δάκρυσε πολύ μέ μεγάλη συγκίνηση καί δέος. Καί μετά μᾶς εἶπε:
- «Πατέρες μου, σήμερα δέν κατέβασα σῶμα ἁγιογραφημένο, ἀλλά σῶμα ἀνθρώπινο, οἱ φλέβες του χτυποῦσαν στή δικιές μου φλέβες. Ἡ σάρκα του ἀκούμπαγε στήν δικιά μου σάρκα. Καταλάβαινα τό αἷμα νά τρέχη στίς φλέβες του».
Μία φορά σάν μοναχός καθάριζα τό Ἱερό τοῦ ἁγίου Δαυΐδ. Μπαίνει ὁ Γέροντας μέσα πάει μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δαυΐδ ἀρχίζει νά μιλάη στόν Ἅγιο νά τοῦ διαβάζη ἕνα γράμμα καί νά τοῦ λέη γιά κάποιον ἀσθενή νά πάη νά τόν κάνη καλά. Τά ἔλεγε αὐτά γεμᾶτος συγκίνηση καί θαυμασμό λές καί ἦταν ὁ Ἅγιος δίπλα του παρών, καί ἦταν.
Ἐμένα μοῦ ἔπεσε τό φαράσι μές τό Ἱερό πού σκούπιζα καί ρώτησε:
-Ποιός εἶναι μέσα;
-Γέροντα ἐγώ, τοῦ λέω.
-Ἰλαρίωνά μου, ἔχεις ὥρα, μέ ἄκουσες αὐτά πού ἔλεγα, μήν μέ παρεξηγήσεις, ἔχω πάρει κάτι χάπια γιά τήν καρδιά καί βλέπω παραισθήσεις, τἄχω χαμένα, ἔχω ζαλάδα.
(Φυσικά γιά νά κρύψη τήν ἀρετή τῆς προσευχῆς ποὖχε καί μίλαγε μέ τόν Ἅγιο, πού τὄκανε συχνά).
Μοῦ λέει:
- Πάτερ, μήν λές τίποτα τί ἄκουσες καί τί εἶδες, μή μᾶς κοροϊδέψουν.
-Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα.
Τό ἀπόγευμα μέ βλέπει στήν κουζίνα πού μαγείρευα γιατί εἶχα τό διακόνημα τοῦ μάγειρα καί ἤμουν βοηθός τοῦ π. Κυρίλλου καί μοῦ λέει διακριτικά, «Ἰλαρίωνά μου, χίλια συγγνώμη πού σοῦ εἶπα ψέματα τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶχα ζαλάδα οὔτε χάπια πῆρα, ἀλλά ἁπλά ἤθελα νά κρύψω τήν ἀρετή τῆς προσευχῆς καί τήν ἐπικοινωνία πού ἔχω μέ τόν Ἅγιο μήπως πέσω σέ κενοδοξία καί χαθῶ. Ὅ,τι θέλω ἔτσι τό ζητῶ ἀπό τόν Ἅγιο καί μοῦ τό δίνει».
Ὁ γέροντας διάβαζε συνέχεια Παρακλήσεις, εὐχές, ἔκανε καί 40λείτουργο. Ἔγραφε τά ὀνόματα καί ἔβαζε σαράντα (/////…) γραμμές καί κάθε μέρα ἔσβηνε καί ἀπό μία ἀλλά μόλις ἔσβηνε τήν μία πρόσθετε ἄλλη ἀπό τήν ἄλλη μεριά. Καί κάποιος ἀδελφός τοῦ λέει, γέροντα ἀφοῦ σβήνεις γιατί γράφεις πάλι γραμμή ἄλλη, καί λέει, «καλύτερα νά κάνουμε πάνω ἀπό 40 Λειτουργίες γιά νά ἔχουμε μισθό περισσότερο καί ὠφέλεια ψυχῶν».
Μία φορά καθαρίζαμε τό ναό τοῦ ἁγίου Δαυΐδ γιά τήν πανήγυρη τῆς Μεταμορφώσεως καί καθαρίζαμε τό Δεσποτικό καί λέμε, «Γέροντα, ἀφοῦ ὁ Δεσπότης δέν ἔρχεται, καλό εἶναι τόσο πού τό καθαρίσαμε». Καί ὁ γέροντας εἶπε, «ἐγώ βλέπω τόν Δεσπότη Χριστό ποὖναι καθημερινά ἐπάνω καί παίρνω εὐχή».
Ἐλεημοσύνη
Ὁ γέροντας ἔλεγε, πρέπει νά κάνουμε ἀγόγγυστη ἐλεημοσύνη καί νά τί ἔκανε ὁ ιδιος: Ὅταν ὁ γέροντας ἦταν στήν Ἀθήνα στό Νοσοκομεῖο ἄρρωστος, στό Γενικό Ἀθηνῶν, ἔρχονταν πολύς κόσμος νά τόν δῆ νά πάρη εὐλογία καί φυσικά ἄφηναν καί κάτι στό γέροντα γιά τίς ἀνάγκες μές τό Νοσοκομεῖο. Ὁ γέροντας πάντα μέ τήν εὐχή, πάντα μέ τήν προσευχή ζοῦσε καταστάσεις οὐράνιες. Ὅταν τόν ἔδιναν κάποιο φακελλάκι καί εἶχε κάτι μέσα δέν τό ἔπαιρνε, ἔλεγε ἄστο πάτερ μου μές στό κομοδίνο, ἐμεῖς εἴμαστε καλόγεροι νά μήν λένε ὅτι ζητᾶμε χρήματα καί ἔχουμε φιλαργυρία. Μία μέρα, ἕνα ἀπόγευμα, μοῦ λέει ὁ γέροντας:
-π. Ἰλαρίων, πᾶμε δῶ δίπλα νά δοῦμε τούς ἀσθενεῖς νά ἐφαρμόσουμε καί αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως.
-Νἆναι εὐλογημένο Γέροντα, πᾶμε.
-Μόνο πάρε μέσα ἀπό τό κομοδίνο ἔχει 5-6 φακελλάκια νά τά δώσουμε στούς ἀσθενεῖς γιατί ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι ψυχές φτωχές καί πονεμένες.
-Λέω, Γέροντα, ὅλα ἤ νά κρατήσω ἕνα ἤ δύο;
-Ὅλα, Ἰλαρίωνά μου. «Ἱλαρών γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός».
Πήγαμε δίπλα σέ δύο θαλάμους τούς μίλησε, τούς σταύρωσε, εὐχήθηκε περαστικά καί διακριτικά χωρίς νά τόν πάρουν εἴδηση ἔβαλε κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τό φακελλάκι μέ τά χρήματα καί φύγαμε. Μετά ἀφοῦ ἐπιστρέψαμε στό θάλαμο ἦλθε κάποια κυρία καί λέει, γέροντα εὐχαριστῶ γιά ὅλα πού κάνατε.
-Δέν ἔκανα τίποτα τέκνο μου, ἁπλά μία εὐχή καί μία δέηση γιά ταχεία ἀνάρρωση.
-Ὄχι γέροντα, γιά τά χρήματα πού μᾶς βάλατε στό μαξιλάρι.
Τότε ὁ γέροντας ἀνασηκώθηκε ὅπως ἦταν στό κρεββάτι, ἔκανε τό σταυρό του καί λέει. «ἄκου, τέκνο μου, ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα. Μπορεῖ οἱ νοσοκόμες πού καθάριζαν νά τίς δώσανε κάτι καί κατά λάθος τήν ὥρα πού ἔβαλε τό μαξιλάρι νά ἔβαλε καί τό φακελλάκι, ἐγώ δέν γνωρίζω. Κράτησέ το, καί ἄν ἔλθει καί τό ζητήσει δῶστο, ἄν ὄχι, κράτησέ το. Ἐγώ εἶμαι καλόγερος καί δέν ἔχω χρήματα».
Ἔτσι ἀναπαύτηκε ἡ Μαρία καί ὁ γέροντας πῆρε τό μισθό τῆς ἀγόγγυστης ἐλεημοσύνης.
Κάποτε πῆρε κάποιο φάκελλο στά χέρια του ἀπό κάποιο προσκυνητή ἤμουν παρών σάν μοναχός μέ ἀρκετά χρήματα. Μετά ἔρχεται κάποιος ἱερομόναχος π. Παῦλος καί τοῦ δίνει τό φάκελλο γιά ἐλεημοσύνη γιά κάποιο ἀσθενή παιδί πού θά πήγαινε στό ἐξωτερικό.
-Λέω, Γέροντα μήπως εἶναι πολλά καί πρέπει νά κρατήσετε κάτι;
-Καί μοῦ λέει, ὄχι πάτερ μου, ὁ ἅγιος Δαυΐδ θά τά φέρη διπλάσια.
Καί ὄντως, μετά δύο κιόλας ὧρες, ἦλθε κάποιος ἀφήνοντας στόν γέροντα μία ἐπιταγή μέ διπλάσιο ποσό ἀπό αὐτό πού ἔδωσε ὁ γέροντας. Ὁ γέροντας συγκινημένος μέ δάκρυα στά μάτια σηκώνεται πάει στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Δαυΐδ γονατίζει καί εὐχαριστεῖ τόν Ἅγιο γιά τό καθημερινό θαῦμα τῆς ἐλεημοσύνης.
Ρώτησαν κάποτε τόν γέροντα, πῶς μποροῦμε ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά κάνουμε ἐλεημοσύνη ἀφοῦ ξέρομε ὅτι στό Κοινόβιο ἐλεημοσύνη κάνει ὁ Ἡγούμενος. Καί ὁ γέροντας εἶπε, «ἐμεῖς κάνουμε διά τῆς εὐχῆς καί τῆς προσευχῆς, μπορεῖ νά μᾶς δώσουν κάποιο ὄνομα καί νά κάνομε κομβοσχοινάκι καί προσευχή».
Συνεχίζεται
Ἐλάχιστος Ἱερομόναχος
π. Ἰάκωβος
ἁμαρτωλός
Ι. Μ. Μακρυμάλλης Κοιμήσεως Θεοτόκου Ψαχνά
30-7-2010
Διάφορα
Ὁ Γέροντας ἔλεγε νά ζοῦμε πνευματική ζωή νά ὑπακούωμε στόν Πνευματικό, νά ἐξομολογούμεθα, νά κοινωνοῦμε τακτικά καί τό κυριώτερο ν᾿ ἀποφεύγομε τήν κατάκριση. Νά μελετᾶμε πνευματικά βιβλία, Ἁγία Γραφή, Ψαλτήρι καί ν᾿ ἀκοῦμε πάντα ὠφέλιμες καί πνευματικές συζητήσεις.
Ἄν ἀκοῦμε κάτι ἄσχημο ἀμέσως νά τό διώχνουμε, ἀπό τό ἕνα αὐτί νά μπαίνουν καί ἀπό τό ἄλλο νά βγαίνουν.
Ἀνδρόγυνα
Ἦταν κάποιο ἀνδρόγυνο εὐλαβές καί εἶχαν 9 παιδιά. Ὁ σύζυγος ἦταν πάρα πολύ εὐλαβής καί ὀλίγον τι ζηλωτής στά πνευματικά. Κατά γράμμα ἤθελε νά τά κάνη ὅλα σάν καλόγερος. Ἡ γυναίκα παραπονιόταν στό γέροντα ὅτι κουράζεται καί θέλει βοήθεια. Ὅταν ἐρχόταν στήν Μονή τό βράδυ μόνη ἡ σύζυγος μέ τά παιδιά, κλαίγανε, φώναζαν αὐτά, ἔκλαιγε καί κουραζόταν.
Αὐτός πήγαινε σ᾿ ἕνα παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων ἔκανε μετάνοιες, κομβοσχοίνια καί ἀγρυπνοῦσε. Ἡ σύζυγος παραπονιόταν καί ἔκλαιγε στό γέροντα καί εἶχε κάποιο δίκηο.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ γέροντας μόλις τούς εἶδε στήν αὐλή μαζί, κατάλαβε ὅτι κάτι συμβαίνει καί ὅτι εἶχαν ἔλθει σέ λίγο καυγά μεταξύ τους. Ὁ γέροντας μιλάει μέ γλυκά λόγια καί διάκριση νά παρηγορήση τήν πονεμένη μητέρα καί κουρασμένη, καί διακριτικά μέ τό χαμόγελο λέει: Σέ χάρηκα, ἀπόψε ἔψαλλες ὅλη τήν νύκτα καί προσευχόσουν, καλά ἔκανες. Ἀλλά θά εἶχε μεγαλύτερη εὐλογία καί μισθό ἄν καθόσουν μισή ὥρα καί ὄχι τρεῖς ὧρες καί ἤσουν κοντά στήν γυναίκα σου καί τή βοηθοῦσες γιά τά παιδιά νά φᾶνε καί νά κοιμηθοῦν. Γιατί γιά σᾶς τούς παντρεμένους κομβοσχοίνια καί μετάνοιες εἶναι τά παιδιά σας. Ὅταν μεγαλώσουν θἄχετε καιρό νά κάνετε «ἀδελφός ὑπό ἀδελφό βοηθούμενος». Νά γίνεται πάντα κάτι ἐν κοινῇ συναινέσῃ.
Μνήμη θανάτου
Ὁ Γέροντας διαρκῶς ἐνθυμεῖτο τό θάνατο. Κάθε βράδυ πού πηγαίναμε γιά Ἀπόδειπνο ἔκανε πῶς θά ἦταν ξαπλωμένος στό νεκροκρέββατο καί ἔλεγε τήν ἀκολουθία καί μᾶς ἔλεγε, πατέρες ἐγώ τήν ἔχω διαβάσει ὅλη τήν ἀκολουθία καί εἰς κοσμικό καί εἰς ἱερέα καί μοναχό.
Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι πέθανε ἡ ἀδελφή του ἦταν στόν κῆπο, ἔκανε τό σταυρό του καί ἀμέσως ἔψαλλε «Κύριος ἔδωκε Κύριος ὠφειλέτο».
Μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων καί ἔβλεπε ἀκόμη σέ τί κατάσταση βρίσκεται ὁ καθένας.
Ὅταν κάναμε κάποιο διακόνημα καί δέν τό εἴχαμε κάνει καλά ἤ στόν κῆπο ἤ στήν κουζίνα ἤ στήν Ἐκκλησία πέρναγε μᾶς εὐλογοῦσε μᾶς ἔδινε μία καραμέλλα ἄν εἶχε στήν τσέπη του ἤ ἕνα στραγάλι καί ἔλεγε διακριτικά. Ἄχ! πάτερ μου, τότε πού ἐγώ ἤμουν νέος ἔκανα καί ἄστραφταν ὅλα μές στήν Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε οὔτε μία ἀράχνη (ἄς εἴχαμε ἀράχνες ἐμεῖς). Τά ξύλα στόν κῆπο τά ξερά τά μάζευα ὅλα μέ προσοχή καί τάξη δέν τά ἄφηνα πεταγμένα ἄλλα δῶ καί ἄλλα κεῖ. Στήν κουζίνα ὅλα καθαρά καί τά πιάτα στήν θέση τους, ὅλα τελείωναν. Τώρα γέρασα καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα εἶμαι ἄχρηστο σκεῦος τρώω τό φαγητό τοῦ Ἁγίου τζάμπα.
Τά ἔλεγε αὐτά καί μᾶς ἔκανε νά εἴμαστε πιό πρόθυμοι στά διακονήματα καί προσεχτικοί. Ἦταν χαρακτῆρας λεπτός γεμᾶτος ἀγάπη καί διάκριση.
Ἔλεγε, ὁ ἱερέας πρέπει νά κάνη τίς ἀκολουθίες του καθημερινά πρωΐ-βράδυ, νά διαβάζη τήν Θεία Μετάληψη καί Θεία Εὐχαριστία, νά ἔχη συχνή ἐξομολόγηση καί κατάσταση πνευματική εἶναι κάτι τό διαφορετικό κάτι πού δέν τό ἔχουν ὅλοι, ἔχει τήν Ἱερωσύνη. Πιάνει τόν ἴδιο τό Χριστό στά χέρια του καθημερινά.
Οἱ μοναχοί νά ἔχουμε ταπείνωση καί ἀγάπη μεταξύ μας ὁ κύριος σκοπός μας εἶναι νά φτάσουμε στήν ἁγιότητα νά γίνουμε ἅγιοι καί ὄχι νά διεκδικοῦμε θέσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Νά τηροῦμε τίς νηστεῖες, νά κάνουμε τά πνευματικά μας καθήκοντα, τόν καλογερικό κανόνα, τά κομβοσχοίνια μας γιατί κάποια μέρα θά τά βροῦμε μπροστά μας. Ὅσο καί νά θέλουμε νά δικαιολογηθοῦμε ὁ πνευματικός νόμος θά μιλήση.
Ὁ γέροντας Ἰάκωβος εἶχε κάτι τό διαφορετικό κάτι αὐτό πού ἔχουν σήμερα ὅλοι οἱ σύγχρονοι ἅγιοι ὁ π. Παΐσιος, π. Πορφύριος καί ἄλλοι.
Εἶχε ἀγάπη γιά ὅλους καί γιά ὅλα, ἀγάπη πού σ᾿ ἔκανε νά ζῆς καί νά πεθαίνης γιά τήν σωτηρία σου, ἀγάπη νά μιλάη μέ τούς Ἁγίους, μέ τή φύση, μέ τό Σύμπαν, μέ τόν κόσμο ὅλο καί ἔλεγε, ἡ ἀγάπη «καλύπτει ἀλήθεια ἁμαρτιῶν». Γι᾿ αὐτό μέ αὐτή τήν ἀγάπη κέρδισε τίς καρδιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια, ἐξομολόγηση, προσευχή, ὑπομονή, ἐπιμονή καί ὑπακοή, στήν Ἐκκλησία.
Κάποτε κάποιος Ἐπίσκοπος εἶπε στόν Γέροντα:
-Γέροντα θέλω νά μέ σταυρώσετε νά γίνω καλά.
-Καί ὁ Γέροντας εἶπε, ἐγώ ἕνας ἁμαρτωλός καλόγερος;
-Ναί Γέροντα ἐσεῖς.
-Καί ὁ γέροντας λέει, νἆναι εὐλογημένο. Θά σᾶς πῶ κάτι, λέει ὁ γέροντας. Ἅγιε Ἀρχιερεῦ καί ἐγώ παπᾶς καί ἐσεῖς παπᾶς, συγγνώμη αὐτό πού λέω μέ πνευματικό τό τρόπο. Ἡ διαφορά εἶναι, ὅτι μόνο ἐσεῖς χειροτονίες κάνετε πού δέν κάνουμε ἐμεῖς οἱ καλόγεροι.
-Καί ὁ Ἐπίσκοπος εἶπε, γέρων μέγα γέρων Ἰάκωβε.
Τό βράδυ τήν παραμονή τῆς χειροτονίας μου εἰς διάκονον, ὁ Γέροντας μοῦ διάβασε τή συμμαρτυρία, μοὖπε πολλές συμβουλές καί εἶπε, ἄς σέ δῶ διᾶκο Ἰλαρίωνά μου καί ἄς πεθάνω.
-Γέροντα λέω, μήν τό λέτε αὐτό.
-Βάλε τό καλυμμαύχι νά σέ δῶ.
-Γέροντα ἀκόμα δέν ἔγινα.
-Βάλτο λέει, ξέρω ἐγώ.
Καί ἔτσι ἔγινε, μόλις ἐπέστρεψε ἐκοιμήθη.
Ὁ Γέροντας τήν περίοδο τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς γιά τήν Παναγία τοῦ 15/Αὔγουστου ἔψαλλε μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη καί τά μάτια του πάντα γεμᾶτα δάκρυα. Ὅταν δέν ἔψαλλε ἦταν γονατιστός πάντα μπροστά στήν Παναγία καί ὅταν ἔψαλλε τό Μεγαλυνάριο τῆς Παναγίας «μή μοῦ ἐλέγξεις τάς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων» ὁ γέροντας μέ ἱλαρό πρόσωπο καί γεμᾶτος δέος καί κατάνυξη κοίταγε τήν Παναγία καί ἔλεγε θά μᾶς τίς ἐλέγξη μία πρός μία. Κράταγε στά χέρια του τό κομβοσχοίνι καί διαρκῶς ἔλεγε τήν εὐχή «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς» καί τόν κόπο σου ἅπαντα. Ἀγωνιοῦσε γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων ἤθελε ὅλοι νά σωθοῦμε καί νά κερδίσουμε τόν Παράδεισο καί νά γίνουμε ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔβλεπε καί συνομιλοῦσε μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσσο.
Μία φορά πού κατέβαινε στήν Ἀθήνα γιά γιατρό ἤμουν μαζί του, μόλις φτάσαμε στόν ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσσο πήγαμε γιά τό ναό, μοῦ λέει, βάλε καί τό ρασάκι σου Ἰλαρίωνά μου γιατί πᾶμε πρός τό θεῖο Ἰωάννη. Εἶδες στό στρατό ὅταν παρουσιάζεται στό λοχία ὁ λοχαγός φορᾶ ἅπασα τήν στολή, ἔτσι εἶναι καί μέ τόν Ἅγιο. Σεβασμό ἀγάπη καί εὐλάβεια. Σάν Ἡγούμενος πού ἦταν ἔπρεπε νά ρήξη αὐτός τά λεπτά γιά νά πάρουμε κερί, βγάζει καί μοῦ δίνει χρήματα ν᾿ ἀνάψω κερί.
-Λέω Γέροντα, ἐσεῖς πού εἶστε Ἡγούμενος.
-Καί μοῦ λέει, ἐγώ θ᾿ ἀνάψω, ἄναψε καί σύ Ἱλαρίωνά μου γιά τούς γονεῖς σου καί ὅποιον ἄλλον θές στόν Ἅγιο.
(Βλέπομε λεπτότητα καί διάκριση τοῦ Γέροντα), δέν ἤθελε νά ξεχωρίζη ἀπό κανένα.
Μόλις φτάσαμε πρός τή λάρνακα ὁ Γέροντας μοῦ λέει, πάτερ ζαλίστηκα ἔχω κάποια ἀναγούλα μᾶλλον μέ πείραξε τό ταξί, πές τόν κύρ-Κώστα νά περιμένουμε μισή ὥρα νά συνέλθω καί μετά φεύγομε.
-Νἆναι εὐλογημένο.
Μετά μισή ὥρα φύγαμε, ὁ Γέροντας πάντα χαρούμενος καί γεμᾶτος δέος καί συγκίνηση φεύγοντας ἀπό τόν Ἅγιο.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ἐπειδή πολλές φορές πήγαινα τό ἀπόγευμα τόν καφέ τοῦ Γέροντα στό κελλάκι του, μοῦ λέει: Ἱλαρίωνά μου θέλω νά σοῦ πῶ κάτι, ἀλλά δέν θά τό πῆς πουθενά μόνο μετά τόν θάνατό μου.
Κατ᾿ ἀρχάς ζητῶ συγγνώμη καί νά σοῦ φιλήσω τό χέρι γιά ἕνα ψέμμα πού σοῦ εἶπα. Εἶναι πάτερ μου πνευματικό τό θέμα θέλει πολύ προσευχή καί διάκριση. Νά ξέρης ὅτι ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος εἶναι ζωντανός καί ὅτι τοῦ ζητήσουνε τό δίνει μέ πίστη καί ἀγάπη καί τό κυριώτερο μέ ταπείνωση. Τότε πού πηγαίναμε στήν Ἀθήνα μόλις ἔφτασα μπρός στήν λάρνακα, βλέπω πάτερ μου, ἄκουσα νά ἀνοίγη ἡ λάρνακα καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης νά βγαίνη. Κάνω ὑπόκλιση τοῦ Ἁγίου καί μοῦ λέει, π. Ἰάκωβε ἐπιστρέφω σέ λίγο γιατί πρέπει νά πάω κάπου γιά ἀσθενή.
Ἐγώ γεμᾶτος ἐσωτερική χαρά καί πνευματική κατάσταση πλήρης χάριτος Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ Ἁγίου ἔκανα τό σταυρό μου κάθησα δίπλα σ᾿ ἕνα σκαμνάκι, ὅπως σοῦ εἶχα πεῖ γιά νά συνέλθω ἐπειδή εἶχα ζαλάδα καί τόν ἴλιγγο καί προσευχόμουν. Περνοῦσαν κόσμος, προσκυνοῦσαν τόν Ἅγιο ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἔλειπε μέσα ἀπό τή λάρνακα ἀλλά γιά νά δῆς ἔπρεπε νἆχεις πνευματικά μάτια. Μετά μισή ὥρα ἔρχεται ὁ Ἅγιος ἀνοίγει ἡ λάρνακα μπαίνει ὁ Ἅγιος μέσα, βάζω μετάνοια νά προσκυνήσω, καί ἀκούω νά μοῦ λέη ὁ Ἅγιος: Πές π. Ἰάκωβε τί ἔχεις νά μοῦ πῆς.
Ἐγώ εἶπα τί εἶχα νά πῶ στόν Ἅγιο καί μετά ἔφυγα γιά τήν Ἀθήνα μαζί σου μέ τό ταξί. Νά ξέρης ὁ Ἅγιος εἶναι ζωντανός καί ἡ θρησκεία μας ζωντανή «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι Ἅγιος εἰμι ἐγώ».
Καί ἄλλες πολλές φορές ὁ γέροντας ἐξιστοροῦσε γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Ρῶσσο καί γιά νά μήν τόν καταλάβουν, ἔλεγε κάποιος ἱερομόναχος εἶδε τόν Ἅγιο καί τοῦ εἶπε αὐτό ἤ ἐκεῖνο καί ἦταν ὁ ἴδιος. Ὁ Γέροντας τῆς ἀγάπης, τῆς προσευχῆς, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς διακρίσεως, τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς. Καί ἄς μήν ἔλεγε πολλά γιά τήν εὐχή.
Ὅταν κάναμε διακονήματα πολλά καί εἴμασταν κουρασμένοι ὁ γέροντας ἔλεγε, πατέρες μου πές τε τό Πάτερ ἡμῶν καί πέστε νά ξεκουραστεῖτε, δηλαδή εἶχε διάκριση ἀκόμα καί γιά τό θέμα τοῦ κανόνα τοῦ μοναχοῦ.
Θέλω πατέρες νἆστε ἀγαπημένοι, νά κάνετε τά διακονήματα καί τά πνευματικά σας μέ μέτρο καί διάκριση, νά μήν ξεπατοθεῖτε στήν δουλειά καί δέν μπορεῖτε μετά νά πῆτε ἕνα Κύριε ἐλέησον.
Θά ἤθελα πολλά νά γράψω γιά τόν Γέροντα ἀλλά λόγῳ ποὖμε λίγο ἀγράμματος ἀδυνατῶ. Νά εὔχεσθε νά ἀξιωθοῦμε μαζί τόν Παράδεισο ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010