Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουλίου 18, 2014

Μοναξιὰ καὶ δυστυχία τοῦ Χριστοῦ φέρν’ ἀπουσία

Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
λοι βιώνουμε τὴν προσωπική μας μοναξιά. Εἴμαστε περιχαρακωμένοι στὰ θελήματα τοῦ ἐγώ μας καὶ ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τοὺς πλησίον μας, ποὺ καὶ ἐκεῖνοι βιώνουν κοινωνικὴ ἀπομόνωση, ἀποτέλεσμα τοῦ ἐλλείματός μας φιλαδελφείας, ἀγάπης, συμπόνιας, ἀλληλεγγύης, συμπάθειας, ἀδελφικῆς προσφορᾶς καὶ θυσιαστικοῦ φρονήματος, φρονήματος Ἰησοῦ. Ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι μοναξιὰ καὶ δυστυχία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Καὶ ἐνῶ τὸ διαπιστώνουμε δὲν ἀποδιώχνουμε τὴ μονωτική μας κατάστασή, δὲν καλλιεργοῦμε, ὡς ἔχουμε χρέος, τὴν ἀρετὴ τῆς κενωτικῆς ἀγάπης, δὲν συνειδητοποιοῦμε τὴ μηδαμινότητά μας, δὲν ἐπιδιώκουμε τὸν ἐξαγιασμό μας μέσα ἀπὸ τὴν προσφορά. Δὲν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι στὴ μοναξιά μας δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ ὅτι δίπλα μας στέκει ἀοράτως ὁ Χριστός μας, ἕτοιμος νὰ μᾶς συνδράμει, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, νὰ μᾶς βοηθήσει σὲ κάθε δυσκολία μας.
Ἡ αὐτονόμησή μας εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μοναξιὰ καὶ ὁ Χριστός μας τὴ γνωρίζει, ἀλλὰ δὲν ἐπεμβαίνει στὸ προσωπικό μας δράμα. Περιμένει τὸ δικό μας αἴτημα, γιὰ νὰ σταθεῖ σύντροφος στὸ πρόβλημά μας καὶ στὴ δυστυχία μας καὶ νὰ μᾶς στείλει ἀνθρώπους του-ἀγγέλους, νὰ μᾶς συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ γλυκάνουν τὴ μοναξιὰ καὶ τὴ δυστυχία μας. Ἂν κατανοήσουμε ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἑτοίμη καταφυγὴ καὶ προστασία καὶ συντροφιὰ καὶ παραμυθία μας, τότε θὰ πάψουμε νὰ νοιώθουμε μόνοι.
Ἡ μοναξιά δὲν ξεπερνιέται με τις κοσμικὲς συνταγές, τὰ ταξίδια, τὰ χόμπυ, τὶς ἐξόδους ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὶς δραστηριοποιήσεις σὲ συλλόγους, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἐπιτείνουν ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ μεγαλώσουν τὸ ὅποιο ψυχικὸ κενὸ ὑπάρχει μέσα μας παρασύροντας μας σὲ ψυχοκτόνες διασκεδάσεις, ἀλκοόλ, ἡρεμιστικά, ναρκωτικὰ καὶ φιλήδονες σαρκικὲς ἐνασχολήσεις. Ἀφοῦ οἱ ρίζες τῆς μοναξιᾶς βρίσκονται μέσα μας ὀφείλουμε νὰ τὶς ξερριζώσουμε μὲ τὴ θείαΧάρη καὶ νὰ τὶς ἀποξηράνουμε μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτὸ μπαίνει αὐτόματα ὅταν ἐμεῖς ἀνοίξουμε τὸ παράθυρο τῆς ψυχῆς μας στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, πρὸς τὸ συνάνθρωπο καὶ πρὸς τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Ὑποκατάστατα ἀπομακρύνσεως τῆς μοναξιᾶς ὑπάρχουν ἀρκετά. Δὲν τὴν φυγαδεύουν ὅμως. Ἀντίθετα τὴν ἐπιτείνουν. Ὁ μοναδικὸς ἐχθρὸς τῆς μοναξιᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. 
 Ὁ ἐπὶ τριανταοκτὼ χρόνια παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ παρέμενε μόνος καὶ ἔρημος καὶ ἀβοήθητος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ζοῦσε ἕνα δράμα. Τὸ δράμα τῆς μοναξιᾶς. Δὲν γόγγυξε ὅμως, οὔτε περιφρόνησε, οὔτε βλασφήμησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν. Δὲν κατηγόρησε κανέναν. Δὲν ὁμιλοῦσε μὲ ὀργὴ γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔβλεπε νὰ ἔχουν βοηθοὺς καὶ νὰ θεραπεύονται. Περίμενε μὲ ὑπομονὴ τὴν κάθοδο τοῦ Ἀγγέλου, τὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. Καὶ ἡ ὑπομονή του βραβεύθηκε. Τὸ βραβεῖο ἦταν ἡ θεραπεία του ἀπὸ τὸν εὐσυμπάθητο Κύριο, ποὺ ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ.
Σήμερα πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς βιώνουμε τὴ μοναξιὰ ἐγκαταλελειμμένοι στὰ γηροκομεῖα, στὰ νοσοκομεῖα, στὰ πτωχοκομεῖα, στὰ διαμερίσματα ποὺ ἄλλοτε μὲ χαρὰ καὶ ὁραματισμοὺς ἀγοράσαμε, σὲ σπίτια χωρὶς ἀγάπη κι ἂς ἔχουμε παιδιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ οἰκείους. Βιώνουμε τὴ μοναξιά, γιατὶ δὲν καλλιεργήσαμε τὴν ἀγάπη. Ἂς ὑπομένουμε ὅμως, γιατὶ θὰ ἔλθει καὶ σὲ ἐμᾶς ὁ Ἄγγελος, ἂν δὲν γογγύζουμε γιὰ τὴν κατάστασή μας, ὅταν τὸν ἐπιζητήσουμε μὲ πίστη καὶ μὲ δάκρυ μετανοίας γιὰ τὴν προηγούμενη ἀσπλαγχνία καὶ σκληροκαρδία μας. Ἡ καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ ὑπομονὴ θὰ μᾶς φέρουν τὸν Ἄγγελο, ἔνσαρκο ἢ ἄσαρκο, ποὺ θὰ μᾶς λύσει τὸ πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς. Ἂς μὴν ἀμφιβάλλουμε! Δίπλα μας στέκει πάντοτε ὁ Χριστός μας, ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 10), ὁποῖος παιδαγωγικὰ δὲν ἐπεμβαίνει, ἀλλὰ γνωρίζει τὸν πόνο μας καὶ τὴ μοναξιά μας. Δὲν εἴμαστε μόνοι! Ὀφείλουμε νὰ ἀναλογιζόμαστε καθημερινὰ τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς, τὰ πλάσματα τῶν χειρῶν Του καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα χωρὶς γογγυσμὸ γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀναπηρίες μας καὶ τὶς θλίψεις, «ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα» (Ψαλμ. 45, 2). Μὲ τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ τὶς δωρεές Του πρὸς ἐμᾶς καὶ τὴ δοξολογία τοῦ παναγίου Του ὀνόματος διώχνουμε τὴν ὁμίχλη τῆς μοναξιᾶς καὶ προσδοκοῦμε τὴν ἡλιοφάνεια τῆς ἐπισκέψεώς Του, ποὺ θὰ μᾶς θεραπεύσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα «ὡς μόνος δυνάμενος».
Ἀπομάκρυνση τῆς μοναξιᾶς φέρνει ἡ ἐνεργὴ ἀγάπη μας. Γιατί στὶς χριστιανικὲς καὶ μὴ κοινωνίες, ὅπου «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ΄ 12), νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν καὶ διαμένουν σὲ πολυκατοικίες, ζοῦν σὰν σὲ ἀπομόνωση καὶ πεθαίνουν χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση; Γιατί νὰ ὑπάρχουν ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα τοὺς ὁποίους κανεὶς δὲν ἐπισκέπτεται, κι ἂς πηγαινοέρχονται γύρω τους καθημερινὰ ἑκατοντάδες ἄνθρωποι; Γιατί νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη γέροντες ἀνήμποροι, παιδιὰ ἐγκαταλελειμμένα, μητέρες ἀβοήθητες, πρόσωπα ἐμπερίστατα ποὺ ἐπαναλαμβάνουν μὲ πόνο τὸ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (Ἰωάν. ε΄ 7) ὑπογραμμίζοντας τὴν διαπίστωση ὅτι ἡ μοναξιὰ ἀποτελεῖ τραγικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ εἶναι πράγματι τραγικό, σὲ μιὰ ἐποχὴ μὲ τὰ τελειότερα μέσα ἐπικοινωνίας, νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ μοναξιά, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση, ἀλλὰ ἡ ἐγκατάλειψη λόγῳ ἀπουσίας ἀγάπης. Ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, τότε μπορεῖ νὰ ζεῖς ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων κι ὅμως νὰ νοιώθεις μόνος, χωρὶς κάποιον νὰ ἔχεις νὰ ἐμπιστευθεῖς, νὰ τοῦ ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου, νὰ πεῖς τὸν πόνο σου, τὸ πρόβλημά σου, τὴν ἀγωνία σου.
Τί μποροῦμε, λοιπόν, νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ ξεπεράσουμε αὐτὴν τὴν τραγικὴ κατάσταση τῆς μοναξιᾶς; Ὑπάρχει διέξοδος; Ναί! Ἡ ἀναζήτηση καὶ ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Κύριο διώχνει τὴ μοναξιά. Καὶ Ἐκεῖνος δὲν ἀφήνει κανένα ἔρημο καὶ ἀβοήθητο. Μᾶς τὸ λέει, ὅπως τὸ εἶπε καὶ στὸν παραλυτικό: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;». Γιὰ σένα ἔγινα ἄνθρωπος, γιὰ σένα πῆρα τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ σὺ παραπονεῖσαι ὅτι δὲν ἔχεις ἄνθρωπο;…» Πόσο εὔκολα ὅμως ξεχνᾶμε αὐτὴ τὴν σπουδαία ἀλήθεια καὶ βυθιζόμαστε στὴν ἀπελπισία τῆς μοναξιᾶς! Παραπονούμαστε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ ἐμᾶς, ἐνῶ ἔχουμε δίπλα μας ὄχι ἁπλῶς ἕναν ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν παντοδύναμο Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ ἄφατη ἀγαθότητα καὶ ὑπερχείλιση ἀγάπης, γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Καὶ δὲν στέκει μόνο ἀοράτως κοντά μας ὁ Κύριος, ἀλλὰ στέλνει καὶ ἔνσαρκους ἀγγέλους, κάποιους συνανθρώπους μας, γιὰ νὰ μᾶς παρηγορήσουν καὶ νὰ μᾶς στηρίξουν στὶς δυσκολίες μας. Πόσοι γνήσιοι χριστιανοὶ ἀναλίσκονται σὲ ἔργα διακονίας καὶ προσφορᾶς πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας; Πόσοι ξενυχτοῦν κοντὰ σὲ μοναχικοὺς ἀσθενεῖς; Πόσοι φροντίζουν ἀστέγους, συμπαρίστανται σὲ ἀναπήρους, περιποιοῦνται ἀνιάτους;
 «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»… Ἡ ἀγωνιώδης κραυγὴ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ ἂς γίνει ἀφορμὴ νὰ ξυπνήσουμε καὶ μὲ ζῆλο νὰ ἐπιδοθοῦμε στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, ὥστε κανεὶς συνάνθρωπός μας νὰ μὴ νοιώθει πλέον μόνος σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀπάνθρωπο κόσμο μας. Καὶ πρὸς τοῦτο ἂς θεραπεύσουμε τὴν ψυχικὴ μας παραλυσία τοῦ ἀτομισμοῦ. Ὅλοι μας ἔχουμε καταντήσει φίλαυτοι, ἀχάριστοι, ἄστοργοι, ἀφιλάγαθοι, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο: (Β΄ Τιμ. γ΄ 2-3). Ἀδιαφοροῦμε γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲν συγκινούμαστε ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ὀρφανῶν, ἀπὸ τὸ πένθος τῶν χηρῶν, ἀπὂ τὰ πονεμένα βλέμματα τῶν ἀπομάχων τῆς ζωῆς. Περιχαρακωνόμαστε στὰ προσωπικά μας προβλήματα καὶ ἐνδιαφέροντα καὶ δὲν δίνουμε προσοχὴ στὸ γείτονα, στὸν ἄνθρωπο τῆς διπλανῆς μας πόρτας. Ἡ ἡσυχία μας μετράει περισσότερο ἀπὸ τὴ συμπάθεια. Καί, δυστυχῶς, ὁ ἀτομισμὸς μεταδίδεται σὰν ἐπιδημία πολὺ εὔκολα καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ἀνθρώπους τῶν μεγαλουπόλεων, οἱ ὁποῖοι διπλοκλειδώνονται στὰ διαμερίσματά τους καὶ ζοῦν ἄγνωστοι μεταξὺ ἀγνώστων. Τὸν ἀτομισμὸ ἀποβάλλει μόνο ἡ χριστιανική μας ἰδιότητα, τὴν ὁποία τονίζει στοὺς Φιλιππησίους ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν λέγοντας; «Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος» Φιλιπ. β΄ 4). 
Ὁ Χριστός μας μὲ τὸν αὐθεντικό Του λόγο διώχνει τὴ μοναξιὰ καὶ μᾶς κάνει κοινωνοὺς ἀγάπης. Τὸν παραλυτικὸ δὲν τὸν θεράπευσε ἡ κολυμβήθρα, ἀλλὰ ὁ θεῖος λόγος. Λέει τὸ δοξαστικὸ τῆς ἑορτῆς: «Τὸν παράλυτον οὐχ ἡ κολυμβήθρα ἐθεράπευσεν, ἀλλ’ ὁ σὸς λόγος ἀνεκαίνισεν». Ἔτσι, ὅπως ὁ δημιουργικὸς λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μηδὲν δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸ ἴδιο καὶ ὁ δυναμικὸς λόγος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀναδημιουργεῖ καὶ ἀνακαινίζει τὸ παραλελυμμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πλάσμα Του. Ὁ θεῖος λόγος δίνει ζωή, εἶναι ζωοδότης λόγος. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ δεχθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν αὐθεντικὸ αὐτὸ λόγο, ποὺ δὲν προσβάλλει, ἀλλὰ εὐφραίνει, ὑγιαίνει τοὺς ἀσθενεῖς, ἐγείρει τοὺς παραλύτους, δίνει τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, διώχνει τὴ νοσηρὴ μοναξιὰ καὶ ἀνατέλλει ἡμέρα χαρᾶς, ἀλληλεγγύης καὶ σωτηρίας. Ἂς ἐπανέλθουμε, λοιπόν, στὸ δρόμο τῆς προσφορᾶς, στὸ δρόμο τοῦ εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης, τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, αὐτὸν ποὺ τοὺς παραλύτους μεταποιεῖ σὲ ὑγιεῖς καὶ ἂς λησμονήσουμε τὸν προηγούμενο ἁμαρτωλὸ βίο μας ἀκούγοντας τὰ λόγια τοῦ πανοικτίρμονος Κυρίου μας: «Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωάν. ε΄ 14 ). Τὴν ἀσθένεια προκάλεσε ἡ ἁμαρτία καὶ ἁμαρτία εἶναι ἡ μὴ τήρηση τῶν σωτηρίων ἐντολῶν. Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, νὰ εἴμαστε τυπικὰ  καλοὶ Χριστιανοί». Ὁ τύπος εἶναι τὸ κρεβάτι τῆς παραλυσίας μας. Ἡ ἐνεργὴ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας μᾶς ἐγείρει ἀπὸ αὐτό, μᾶς σώζει, ὅπως ἔσωσε καὶ τὸν παραλυτικό. Τότε δὲν θὰ λέμε «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», γιατὶ ὅποιος βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζει τὸ Χριστό, ἀγαπάει ὅ,τι Ἐκεῖνος, θυσιάζεται, πονάει, σταυρώνεται καὶ ἀνασταίνεται, ὅπως Ἐκεῖνος. Ὁ προσωπικός μας ἀγώνας σταματάει στὴ σταύρωση. Ἡ ἀνάστασή μας ἀνήκει στὸν Κύριο, τὸν ἀποδιώκτη τῆς μοναξιᾶς καὶ τὸν ἑλκυστήρα τῆς κοινωνικῆς ἀγάπης ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία τῶν Ἀγγέλων, στὴν οὐράνια πολιτεία. 

Συντάκτης: Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΪΟΣ 2014

Ἁγία Μακρίνα (19 Ἰουλίου)





Καὶ ἡ ἔξω ἱστορία καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διέσωσαν ὀνόματα ὄχι μόνο μεγάλων ἀνδρῶν, ἀλλὰ καὶ μεγάλων γυναικῶν. Ἔχει καὶ ἐδῶ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα. Τὴν ἴδια ἀξία ἔχουν καὶ τὸ ἴδιο μεγάλοι καὶ θαυμαστοὶ εἶναι καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα. Οἱ ἄνδρες στὰ δικά τους ἔργα καὶ οἱ γυναῖκες πάλι στὰ δικά τους. Γιατί βέβαια γιὰ ἄλλα ἔργα καὶ δραστηριότητες εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνδρες καὶ γιὰ ἄλλα οἱ γυναῖκες. Ἀφύσικο πράγμα εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀσύμφορο, νὰ ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι καὶ νὰ ἀπασχολοῦνται οἱ ἄνδρες μὲ τὰ γυναικεῖα ἔργα καὶ οἱ γυναῖκες μὲ τὰ ἀνδρικά.

Μία γυναίκα, ποὺ τὸ ὄνομά της καὶ τὸ ἔργο ἔμειναν πολὺ σεβαστὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὁσία Μακρίνα, τῆς ὁποίας τὴν ἱερὴ μνήμη γιορτάζουμε σήμερα. Ἡ ὁσία Μακρίνα εἶναι ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ πρωτότοκη σὲ μιὰ οἰκογένεια μὲ ἐννέα παιδιά, ποὺ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς ἐπισκόπους. Πατρίδα της εἶναι ἡ Καππαδοκία, μία ἐπαρχία μὲ πλούσια καὶ μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, πατρίδα πολλῶν ἁγίων καὶ μεγάλων ἱεραρχῶν. Ἡ οἰκογένεια τῆς ὁσίας Μακρίνας ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ξεχωριστὲς οἰκογένειες τῆς Καππαδοκίας, μὲ προγόνους ἁγίους μάρτυρες στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν καὶ μὲ δάσκαλο τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ θαυματουργό.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀδελφός τῆς ὁσίας Μακρίνας, ἔγραψε τὸ βίο της, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός της, ὁ Μέγας Βασίλειος, μᾶς δίνει πληροφορίες, ὥστε νὰ γνωρίζουμε πολλὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζοντας τὴ βιογραφία τῆς ἀδελφῆς του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει• «Αὐτὰ ποὺ γράφω εἶναι ἀξιόπιστα, γιατί δὲν τὰ διάβασα, ἀλλά μοῦ τὰ δίδαξε ἡ πείρα, καὶ σὲ ὅσα μὲ ἀκρίβεια ἔχω νὰ σᾶς πῶ δὲν θὰ ἐπικαλεσθῶ ξένη μαρτυρία». Ἡ Μακρίνα λοιπὸν ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἤξερε καὶ ὅλο τὸ Ψαλτήριο.

Ὁ πατέρας της σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία τὴν ἀρραβώνιασε μὲ κάποιον καλὸ νέο, ἀλλὰ ὁ νέος αὐτὸς πέθανε πρὶν νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ τὸ γάμο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετό· ἡ Μακρίνα, σὰν καὶ νὰ εἶχε γίνει ὁ γάμος, ἔμεινε πιστὴ στὴ γνώμη τοῦ πατέρα της κι ἀφοσιώθηκε νὰ βοηθήσει τὴ μητέρα της στὴν ἀνατροφὴ τῶν ἀδελφῶν της. Ὅλα τὰ ἀδέλφια στὸ σπίτι τὴ σέβονταν σὰν δεύτερη μητέρα τους, καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ ἀφήσει τὴ δικηγορικὴ καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ὅταν μάλιστα πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Μακρίνα ἀνέλαβε νὰ ἀναθρέψει καὶ διδάξει τὸν ἔνατο ἀδελφό της Πέτρο, τὸν ἔπειτα ἐπίσκοπο Σεβαστείας.

Ἀλλὰ ἡ ὁσία Μακρίνα δὲν ὑπῆρξε μόνο γιὰ τὴν οἰκογένειά της «τοῦ βίου διδάσκαλος» καὶ «μετὰ τὴν μητέρα μήτηρ», ἀλλὰ καὶ μεγάλη ὁσία καὶ μοναχή. Ὅταν μεγάλωσαν οἱ ἀδελφοί της καὶ πῆραν ὁ καθένας τὸ δρόμο του, ἡ Μακρίνα ἀποτραβήχτηκε στὰ οἰκογενειακά τους κτήματα, στὸν Πόντο κι ἐκεῖ ἵδρυσε μεγάλο καὶ ὑποδειγματικὸ γυναικεῖο κοινόβιο μοναστήρι. Νὰ τί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης γιὰ «τὸ φροντιστήριο» αὐτὸ τῆς ἀρετῆς, ὅπως τὸ χαρακτηρίζει. «Ἅγιες γυναῖκες, ποὺ ἔδωσαν τὸ βίο τους γιὰ νὰ κερδίσουν τὴ ζωή».

Ἡ ὁσία Μακρίνα πέθανε ἕνα χρόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της Μεγάλου Βασιλείου, δηλαδὴ τὸ 380. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ποὺ βρέθηκε στὸ θάνατό της καὶ τῆς ἔκλεισε τὰ μάτια, μᾶς περιγράφει συγκινητικὰ τὶς τελευταῖες στιγμές της. Μᾶς ἀπομνημονεύει καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ὁσίας πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα, μιὰ προσευχὴ γεμάτη πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἡ ὁσία Μακρίνα, μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως, ἔκανε τὸ πέρασμα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Προσευχόταν μὲ πολὺ σιγανὴ φωνὴ σταυρώνοντας τὰ μάτια, τὸ στόμα καὶ τὴν καρδιά της.

Οι τελευταίες στιγμές της Αγίας Μακρίνας


Τελευταία συνάντηση
Όταν ξανανταμώσαμε – γιατί δε με  άφηνε να περνώ μόνος μου την ελεύθερη ώρα – αφού θυμήθηκε όσα από μικρή είχε ζήσει, τα έλεγε όλα με τη σειρά, σαν ιστορία- κι όσα θυμόταν από τη ζωή των γονιών μας, και όσα πριν να γεννηθώ εγώ κι εκείνα που απ’ την κατοπινή ζωή μας θυμόταν.
Είχε σκοπό της μ’ αυτή την εξιστόρηση να ευχαριστήσει το Θεό. Γιατί τη ζωή των γονέων μας την πα­ρουσίαζε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο από την περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα μας, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα μας θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση, και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως με την πίστη στο Θεό τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το με­ρίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παι­διού να ξεπερνά τη μεγάλη περιουσία των γονέων μας.
agmacr2
Κι’ απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να δουλεύουν τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό.
Όταν έπειτα άρχισα εγώ να της διηγούμαι τα βά­σανά μου, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη για την πίστη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις, που μας καλούσε σε αγώνες και κόπους, μου είπε:
— Δε θα παύσεις να φέρεσαι με αγνωμοσύνη στις ευ­εργεσίες του Θεού; Δε θα θεραπεύσεις την αχαριστία της ψυχής σου; Δε συγκρίνεις την κατάσταση των πα­τέρων μας με τη δική σου; Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και για­τί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέ­ρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθα­νε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ όμως είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα για βοήθεια και διόρθωση Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλα­βαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμμία ή μικρή προ­ετοιμασία, για ένα τέτοιο έργο;
Ενώ εκείνη μου έλεγε αυτά, εγώ λαχταρούσα να παραταθεί περισσότερο το φως της ημέρας, ώστε να μη σταματήσει να γλυκαίνει τ’ αυτιά μου ο λόγος της. Αλλ’ η φωνή των ψαλτριών μάς καλούσε στην εσπε­ρινή ευχαριστία. Κι’ αφού έστειλε εμένα στην ακολουθία, η Μεγάλη ανυψωνόταν νοερά με την προσευ­χή στο Θεό.
Στις ύστατες στιγμές
Έτσι πέρασε η νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, καταλάβαινα καθαρά απ’ όσα έβλεπα πως η παρούσα ημέρα ήταν γι’ αυτήν η τελευταία της επίγειας ζωής της. Ο πυρετός είχε εξαντλήσει όλη τη φυσική δύναμή της. Εκείνη όμως βλέποντας την αδυναμία της ψυχής μου, προσπαθούσε να μου απαλύνει την καταθλιπτική διάθεση για τα αναμενόμενα, σκορπίζοντας και πάλι με τα καλά της λόγια τη λύπη της ψυχής μου. Την είχε όμως καταλάβει ήδη ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα η ψυχή μου κυριεύθηκε από πολύ διαφορετικά συναισθήματα. Από το ένα μέρος, όπως ήταν επόμενο, η ανθρώπινη φύσις βάραινε από θλίψη, γιατί δεν έλπιζα να ξανακούσω τη φωνή της και πίστευα, όσο ποτέ άλλοτε, ότι το κοινό καμάρι της γενιάς μας θα έφευγε από τη ζωή αυτή.
Η ψυχή μου όμως, από το άλλο μέρος, σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόμουν ότι η Μακρίνα έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσα ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέ­τρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρι­σκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο  και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρό­νημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασισθεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έμοιαζε με άγγελο που έλαβε, κατά θεία οικονομία, ανθρώπινη μορφή. Δεν είχε καμμιά συγγένεια ή σχέση με την κατά σάρκα ζωή κι έτσι δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε τη διάνοιά της να μένει απαθής, αφού η σάρκα ήταν ανίσχυρη να την τραβήξει προς τις δι­κές της αδυναμίες.
Έβλεπα τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και δημοσίευε τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον Ποθούμενο, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνε­ται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Είχε περάσει πια το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας κι ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Ωστόσο η προθυμία της δεν υποχωρούσε. Αντίθετα όσο πλησίαζε προς το θάνατο, σαν να έβλεπε πιο πολύ την ομορφιά του Νυμφίου της, έτρεχε προς τον Ποθούμενο με περισ­σότερη βιασύνη. Κι έλεγε τέτοια λόγια, όχι σε μας που ήμαστε παρόντες, αλλά στον ίδιο τον Κύριο, προς τον Οποίο είχε προσηλώσει τα μάτια της. Καθώς ήταν στραμμένη η φτωχική στρωμνή της προς την ανατολή, αφού έπαψε πλέον να μιλάει σε μένα, από δω και πέρα με την προσευχή της μιλούσε προς το Θεό, ικετεύοντας με τα χέρια της και σιγοψιθυρίζοντας με ισχνή φωνή, έτσι που με δυσκολία καταλά­βαινα αυτά που έλεγε. Και ήταν τέτοια η προσευχή της, ώστε να μη χωρά αμφιβολία πως έφθανε στο Θεό και γινόταν ευπρόσδεκτη.
[Συνεχίζεται]

Εις τον Προφήτη Ἠλία +Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος





Μέσα στὴ χορεία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεχωριστὴ εἶναι ἡ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία, τοῦ ὁποίου σήμερα ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη. Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ ὄνομα τοῦ προφήτη Ἠλία ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ Προδρόμου, εἶπε πὼς ὁ Ἰωάννης θὰ ἐρχόταν «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἡλιοῦ», θὰ εἶχε δηλαδὴ τὰ γνωρίσματα καὶ τὸ ζῆλο τοῦ προφήτη Ἠλία, θὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ προφήτης Ἠλίας, ὅπως ὁ λαὸς τὸν περίμενε νὰ ξανάρθει. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔδωσε μαρτυρία γιὰ τὸν πρόδρομο Ἰωάννη κι ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιό του, εἶπε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἠλίας «Ἂν θέλετε, νὰ τὸ παραδεχθεῖτε, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας, ποὺ ἔμελλε νὰ ἔλθει».

Τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς ἐπάνω στὸ βουνό, κατὰ τὴ θεία Μεταμόρφωση, εἶδαν τοὺς δύο Προφῆτες, τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, νὰ συνομιλοῦν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὴν ξεχωριστὴ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία ἀνάμεσα στοὺς Προφῆτες καὶ μέσα στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἀκόμα καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκούοντας τὴ διδασκαλία καὶ βλέποντας τὰ θαύματά του, ἔβλεπαν τὸν προφήτη Ἠλία, ποὺ εἶχε ξανάρθει. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ρώτησε• «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οἱ μαθητὲς εἶπαν· «Ἰωάννην τὸν βαφτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν…».

Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν ἀπὸ τὴ Θέσβη, μία πόλη πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται θεσβίτης. Προφήτεψε στὰ χρόνια τοῦ βασιλέα Ἀχαάβ, ποὺ βασίλεψε στὰ 873-854, πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀχαὰβ καὶ μάλιστα ἡ γυναίκα του Ἰεζάβελ ἦσαν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς κι ἐναντίον τους ἦταν ὁ πόλεμος τοῦ προφήτη Ἠλία. Ἡ Ἰεζάβελ, ποὺ δὲν ἦταν ἰσραηλίτισσα καὶ γινόταν αἰτία νὰ νοθεύεται ἡ πίστη ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα, αὐτὴ λοιπὸν κυνήγησε πολὺ τὸν προφήτη Ἠλία, γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ἀναγκαζόταν διαρκῶς νὰ φεύγει καὶ νὰ κρύβεται. Ἡ Ἰεζάβελ κυνηγοῦσε τὸν προφήτη Ἠλία ὅπως ἡ Ἡρωδιάδα τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Πρῶτο μεγάλο σημεῖο, ποὺ ἔδωσε ὁ προφήτης Ἠλίας, ἦταν ποὺ προσευχήθηκε καὶ δὲν ἔβρεξε γιὰ τριάμισι χρόνια. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Προφήτης κρυβόταν σὲ μία σπηλιὰ σ’ ἕνα χείμαρρο πέρ’ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε λίγο νερό, κι ἕνας κόρακας τοῦ πήγαινε τροφὴ κάθε πρωί. Ὅταν στέρεψε τὸ νερό, ἔφυγε ὁ Προφήτης καὶ πῆγε στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας· ὅλα αὐτὰ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε σὲ μιὰ χήρα γυναίκα, ποὺ εἶχε λίγο ἀλεύρι καὶ λίγο λάδι, κι ὅμως ἔτρωγαν ὅλο τὸν καιρὸ καὶ δὲν ἔλειψαν. Ἡ χήρα γυναίκα εἶχε ἕνα παιδὶ κι ἔτυχε νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Τότε ὁ Προφήτης προσευχήθηκε κι ἀνάστησε τὸ παιδί.

Δεύτερο μεγάλο σημεῖο, ποὺ ἔδειξε ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἦταν ποὺ προσευχήθηκε κι ἦλθε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μὲ προσταγὴ τοῦ βασιλέα Ἀχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες ψευτοιερεῖς, ποὺ τοὺς προστάτευε ἡ Ἰεζάβελ. Τότε ὁ προφήτης Ἠλίας τοὺς προκάλεσε σ’ ἕνα διαγωνισμό. Τοὺς εἶπε κι ἔβαλαν πάνω στὸ θυσιαστήριο τὰ ξύλα καὶ τὸ σφάγιο γιὰ θυσία, καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν γύρω καὶ νὰ φωνάζουν ὅλη τὴν ἡμέρα τὸν ψεύτικο θεὸ Βάαλ, γιὰ νὰ ρίξει φωτιά· «καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις». Τότε ὁ Προφήτης τοὺς εἶπε• «Κάνετε πέρα! Τώρα θὰ κάνω ἐγὼ τὴ θυσία μου». Ἔκανε δικό του θυσιαστήριο, ἔβαλε κι ἔβρεξαν καλὰ τρεῖς φορὲς τὰ ξύλα μὲ νερὸ κι ὕστερα προσευχήθηκε. Ἔπεσε τότε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀναποδογύρισε κι ἔκαψε ὁλόκληρο τὸ θυσιαστήριο.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ λαὸς ἔπιασε τοὺς τετρακόσιους ψευτοϊερεῖς, κι ὁ προφήτης Ἠλίας τοὺς τιμώρησε αὐστηρά. Ἡ Ἰεζάβελ, ἀγριεμένη, κυνήγησε τὸν Προφήτη, κι ἐκεῖνος ἔφυγε ψηλὰ στὸ Χωρήβ, ἐκεῖ ποὺ πρὶν πεντακόσια χρόνια ὁ Μωϋσῆς ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ κι εἶδε τὴ βάτο νὰ φλέγεται καὶ νὰ μὴν καίγεται. Ἐκεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας κρυβόταν σὲ μιὰ σπηλιά, κι ὁ Θεὸς τὸν δίδαξε ἕνα σπουδαῖο μάθημα. Τοῦ εἶπε• «Ἀνέβα ψηλὰ στὴν κορυφή, καὶ θὰ δεῖς τὸ Θεό. Θὰ περάσει δυνατὸς ἀέρας· θὰ γίνει σεισμός· θὰ δεῖς φωτιὰ καὶ θὰ περάσει ἕνα ἀνάλαφρο καὶ δροσερὸ ἀεράκι. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ εἶναι οὔτε στὴ θύελλα οὔτε στὸ σεισμὸ οὔτε στὴ φωτιά, ἀλλὰ στὸ ἀνάλαφρο ἀεράκι». Ὁ Προφήτης Ἠλίας ὑπῆρξε ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φλεγότανε ὁλόκληρος ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Ἡ ζωὴ του πύρινη κι ὁ θάνατός του ἀνάληψη στὸν οὐρανὸ «ἐπὶ πύρινου ἅρματος». Ἀμήν.

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΑ ΨΕΥΔΟΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ Η΄ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ; Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή ΣΤ' Ματθαίου (Ματθ. Θ' 1-8)




ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ  ΜΕ  ΤΑ  ΨΕΥΔΟΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ  Η΄ ΘΕΡΑΠΕΙΑ  ΕΚ  ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ;
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Κυριακή ΣΤ' Ματθαίου
(Ματθ. Θ' 1-8)






Το ότι το Ευαγγέλιο φωτογραφίζει την πραγματικότητα σε κάθε εποχή, το ότι αγγίζει την ουσία του ανθρώπου σε κάθε πτυχή της ζωής του είναι αλήθεια αναντίρρητη. Εκείνο όμως το οποίον φαίνεται να δημιουργεί θέμα είναι το κατά πόσον οι άνθρωποι και μάλιστα αυτοί που έχουν σχέση με το Σώμα του Χριστού είναι έτοιμοι να προσαρμόσουν την ζωή τους ακριβώς σε αυτά τα οποία θεωρούνται δεδομένα.
Αλλ' ας περάσουμε στον Ευαγγελικό λόγο.
Ο Κύριος γνώριζε στην εντέλεια τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την καρδιά του παραλυτικού. Άλλωστε Αυτός είναι ο «ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς» (Ιερεμ. ΙΖ' 10). Γνώριζε την όλη θλιβερή πνευματική του κατάσταση και τους δισταγμούς του που επήγαζαν ακριβώς από αυτό το εσωτερικό του μαρτύριο, γι΄ αυτό και του απευθύνει λόγους ενθαρρυντικούς. Λόγους που αγγίζουν την ουσία της ψυχοσωματικής του καταστάσεως. «Θάρσει, τέκνον· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Έχε θάρρος, παιδί μου, μην ανησυχείς. Οι αμαρτίες σου που σε έφεραν σε αυτή την κατάσταση, ήδη συγχωρέθησαν.
Αλλά και η συνέχεια της συγκινητικής αυτής Ευαγγελικής περικοπής, μέσα από τον έλεγχο του Ιησού κατά των γραμματέων μαζί με την απόδειξη της Θεότητός Του, αυτήν ακριβώς την αλήθεια τονίζουν και πιστοποιούν. Ότι δηλ. η αιτία των ανθρώπινων συμφορών δεν είναι παρά η αμαρτία. Αυτή είναι η ρίζα της συμφοράς που πρέπει να εξαλειφθεί.
Αυτή όμως την πραγματικότητα την αποδέχεται ο σημερινός άνθρωπος; Και έτι πλέον αυτή την αλήθεια την κηρύσσει η Εκκλησία δια των ποιμένων στα τέκνα της; Το κήρυγμα της Εκκλησίας σήμερα συνοψίζεται στο ότι  «εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού, ίνα λύσει τα έργα του διαβόλου;».
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική και αποδεικνύει αστοχία των εκκλησιαστικών – θεολογικών μηνυμάτων αφ' ενός και άγνοια των αιτιών των κοινωνικών και όχι μόνον ασθενειών και καταστάσεων αφ' ετέρου.
Η εκκοσμίκευση των ποιμένων της Εκκλησίας του έχει οδηγήσει σε τέτοια κατάσταση ώστε  είτε δεν ομιλούν, είτε όταν αρθρώνουν λόγο, το κήρυγμά τους να περιγράφει καταστάσεις οι οποίες έχουν να κάνουν όχι με το Αποστολικό κήρυγμα αλλά με τα προβλήματα και μάλιστα τα οικονομικής – μνημονιακής φύσεως.
Σε περίπτωση δε που ο λόγος στραφεί στην ουσία των πνευματικών θεμάτων, τότε το κήρυγμα ακούγεται τόσο άνευρο και πλαδαρό που μάλλον θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχε.
Αλλά εκεί που όπως διαπιστώνουν οι ίδιοι οι πιστοί, η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη και από απόψεως αυθεντικού λόγου, είναι στα συλλείτουργα και στους μεγάλους εορτασμούς. Εκεί  ο «λιβανωτός» και τα εγκώμια καλύπτουν τόσο την όλη ατμόσφαιρα ώστε η κατάσταση γίνεται αποπνικτική, και φυσικά ουδεμία σχέση το όλο πνεύμα με την καθ' αυτό ζωή, την δράση, τον αγώνα, την ομολογία ή το μαρτύριον του εορταζόμενου Αγίου.
Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό αυτό που είπε κάποια ψυχή, σχολιάζοντας εν πολλοίς την μορφή του σύγχρονου Εκκλησιαστικού λόγου. «Μα τόσο δύσκολο είναι να ακούγεται Χριστοκεντρικό και Πατερικό κήρυγμα; Τόσο δύσκολο είναι να κηρυχθεί επισήμως και απ' άμβωνος μετάνοια προς όλο το Ελληνικό Έθνος που ως ο παραλυτικός του Ευαγγελίου κείτεται στο κρεββάτι του πόνου και της αμαρτίας;». Και εάν αυτό το εκφράζουν άνθρωποι που αγαπούν πραγματικά την Εκκλησία μας και πονούν για το φοβερό κατάντημα του κόσμου ένεκεν αμαρτίας, αυτό σημαίνει πως οι ποιμένες είναι ανάγκη να λάβουν το μήνυμα. Είναι ανάγκη να ακούσουν το καμπανάκι που χτυπά για αλλαγή πλεύσεως του σκάφους. Είναι ανάγκη και μάλιστα απόλυτως να καλλιεργηθεί κήρυγμα ζωντανό, κήρυγμα πατερικών προδιαγραφών και εν προκειμένω κήρυγμα μετανοίας, πράγμα βεβαίως που απαιτεί από την διοικούσα εκκλησία και μάλιστα από τους κήρυκες πολλές προϋποθέσεις, αφού εκείνος που κηρύττει κατά νόμον πνευματικόν του κηρύγματος δεν θα κάνει τον ακροατή να πιστεύσει σε μεγαλύτερο βαθμό τις αλήθειες απ' ότι ο κήρυκας που τις απευθύνει.
Τονίζουμε και πάλι ότι το υπ' αριθμόν ένα πνευματικό πρόβλημα δεν είναι αυτό που φαίνεται,  δηλ. τα οικολογικά προβλήματα ή το θέμα του ρατσισμού- αντιρατσισμού ή τα αηδιαστικά θέματα της «ομοφοβίας». Το πρώτο απ' όλα είναι η ασθένεια της αμαρτίας που έχει προσβάλει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και ιδίως τα κύματα του φοβερού της αμαρτίας κατακλυσμού που σαρώνει την Πατρίδα μας και που συγκλονίζει κατ' άνθρωπον το σκάφος της Εκκλησίας. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του παραλυτικού η αιτία της παραλυσίας δεν βρισκόταν στην σωματική αδυναμία, αλλά στην ψυχική διάβρωση υπό της αμαρτίας και των παθών. Και για να περάσουμε τώρα στην πλευρά της κοινωνίας και των ανθρώπων, παρατηρούμε ότι ο παραλυτικός στην φράση «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», όχι μόνο δεν αντιδρά, αλλά σιωπηλώς αποδέχεται στην αλήθεια, ότι δηλ.  όντως αιτία της καταστάσεώς του δεν είναι το μικρόβιο της ασθενείας, αλλά το «σώμα» της αμαρτίας. Πρώτα έπεσε η ψυχή και κατόπιν ακολούθησε στην πτώση το σώμα. Πρώτα αυτοπαραδόθηκε στον διάβολο μέσω των παθών και κατόπιν ήλθε ο απρόσκλητος επισκέπτης του βιολογικού μαρασμού της μυοπάθειας.
Πρέπει λοιπόν όχι μόνο η Εκκλησία να ξεφύγει από το κοσμικό πνεύμα και να ορθοτομεί την ουσία της Ορθοδόξου πνευματικότητος, να χτυπήσει δηλ. την ουσία του κακού που ονομάζεται αμαρτία, αλλά ταυτοχρόνως είναι ανάγκη και το πλήρωμα δια του κηρύγματος να αποδέχεται την πνευματική γνωμάτευση και στη συνέχεια να περνά στην μέθοδο της θεραπείας. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται όλοι μας να αλλάξουμε την έως τώρα στρεβλή μας τακτική και να κάνουμε αρχή μετανοίας.
Αυτό βεβαίως δεν είναι και τόσο εύκολο όσο εξ αρχής φαίνεται. Χρόνιες ασθένειες του πνεύματος και πολυετείς εκκλησιαστικές αγκυλώσεις, δεν φεύγουν αμέσως, εκτός κι αν όντως υπάρχει στις καρδιές πνεύμα συνεργασίας με την χάρη του Θεού, τουτέστιν με πνεύμα γνήσιας μετάνοιας. Και φυσικά υπονοείται στο σημείο αυτό, ότι ο δόκιμος κήρυκας του λόγου του Θεού, με την χάρη του Πνεύματος θα καθοδηγήσει στο  ιερό μυστήριο της Εξομολόγησης.
Στο λουτρό της ψυχής, ώστε στην συνέχεια το Σώμα και το Αίμα του Χριστού να επιφέρει την άφεσιν και μαζί τον εξαγιασμόν της όλης υπάρξεως. Αλλά για να επέλθει η εκούσια θεραπεία, απαιτείται πρώτα απ' όλα η υπακοή στον Ιατρό και η αποδοχή της ακριβούς διαγνώσεως.
Έτσι λοιπόν αποκτά νόημα η ύπαρξις του Εκκλησιαστικού άμβωνος και η σκυτάλη της πνευματικής θεραπείας περνά από την μια γενιά των ποιμένων στην άλλη. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η Εκκλησία αποκτά είτε μουσειακή, είτε φολκλορική ή φιλολογική αξία και αδυνατεί να οδηγήσει τις ψυχές «εις νομάς σωτηρίους».
Εάν οι άνθρωποι της Εκκλησίας υποτεθεί ότι αφήσουν οτιδήποτε άλλο για το οποίο μεριμνούν και τυρβάζουν και περιορισθούν στο καθ' αυτό έργο τους που είναι η θεραπεία και η σωτηρία των ψυχών, τότε όντως βρίσκονται εντός της αποστολής τους. Όλα τα άλλα και αν δεν τα διακονήσει η Εκκλησία θα τα μεριμνήσει η πολιτεία που είναι φύσει και θέσει υπεύθυνη για τα έργα της .
Διότι για να μιλήσουμε με ένα παράδειγμα, είναι φαιδρό να φθάσει κανείς στο νοσοκομείο για θεραπεία και εκεί να βρει τους θεραπευτές ιατρούς να ασχολούνται με ο,τιδήποτε άλλο εκτός του λειτουργήματός τους που είναι η θεραπεία των ανθρώπων.
Ναι φίλοι μου, τίποτε άλλο στην ζωή μας δεν είναι χειρότερο από την αμαρτία. Διότι κατά τον Μ. Βασίλειο αποτελεί «αρρώστια ψυχής». Και βεβαίως έναν ασθενή αδελφό μας τον συμπαθούμε. Και όπως ένας ικανός ιατρός αγαπά τον άρρωστο αλλά μισεί την αρρώστια και κάνει τα πάντα για να τον απαλλάξει απ' αυτήν, έτσι και οι διάδοχοι των αποστόλων, οφείλουν, είναι υποχρεωμένοι να παλέψουν με το πολυκέφαλο θηρίον της «ευπεριστάτου αμαρτίας». Να δώσουν την μάχη παντιοτρόπως και τελικώς να την εξορίσουν  όσο το δυνατόν από την ζωή των ανθρώπων, προσφέροντας την όμορφη, την ευλογημένη, την εξαγιαστική ατμόσφαιρα της υγείας, δηλ. της πνευματικής βιοτής και αυτής της Αγιότητας.
Ουδέποτε δε να λησμονούμε ότι καμμία αμαρτία δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να ξεπερνά το μέγεθος της αγάπης του Θεού. Και ουδεμία αμαρτωλή πράξη δεν είναι τόσο βαριά, ώστε να ξεπερνά το μέγεθος του θείου ελέους.
Αμήν.




Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Ὁ Παραλυτικός (Ματθ. 9, 1-8) Anthony Bloom




Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἕνας ἄνδρας παραλυτικός μεταφέρθηκε στόν Κύριο, ἀπό τέσσερις φίλους του. Καί ὁ Χριστός βλέποντας τήν πίστη τους, τοῦ εἶπε ὅτι θά γινόταν καλά.

Ὑπάρχουν δύο πράγματα σ’αὐτήν τήν ἱστορία πού θά ἤθελα νά σκεφτεῖτε. Τό ἕνα εἶναι ὅτι αὐτός ὁ ἄνδρας ἦταν ἄρρωστος, βρισκόταν σέ ἀνάγκη· ἴσως ἦταν ἀνίκανος, νά ἐκφράσει τήν ἀνάγκη του, εἴτε νά ἐκφράσει τήν πίστη ὅτι ὑπῆρχε πιθανότητα νά θεραπευθεῖ· ἀλλά οἱ φίλοι του εἶχαν πίστη: εἶχαν πίστη στόν Χριστό, πίστη στήν δύναμή Του νά θεραπεύει, πίστη ὅτι Ἐκεῖνος μπορεῖ νά τόν καταστήσει ὑγιή. 

Ἀλλά ἡ δύναμή τους δέν θ’ ἀρκοῦσε· ὑπῆρχαν πολλοί παράλυτοι, ἀσθενεῖς, πού δέν ἔβρισκαν φίλους νά τούς μεταφέρουν στόν ἰατρό. Δέν εἶναι ἡ πίστη τους στόν Χριστό, εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἀγάπη στόν φίλο τους πού τούς ὤθησε νά ἐνεργήσουν ἔτσι. Ἐπειδή αὐτός ὁ ἄνδρας, τά χρόνια πού ἦταν ὑγιής, κατάφερε νά εἶναι ἡ ζωή του γι’ αὐτούς πηγή ἀγάπης, φιλίας, ἀφοσίωσης, ἐμπιστοσύνης, ὥστε τήν ὥρα τῆς δυσκολίας ἔσπευσαν νά τόν σώσουν. 

Ἐδῶ ἔχουμε δύο διδάγματα. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι μποροῦμε νά φέρουμε στό φῶς τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων - σωματικές, πνευματικές ἤ ἄλλες· μποροῦμε νά τίς παρουσιάσουμε στόν Θεό, ἐάν ἔχουμε πίστη στήν θεραπευτική Του δύναμη, καί ἡ πίστη μας μπορεῖ νά ἀνοίξει τίς πύλες τῆς σωτηρίας γιά ἐκείνους πού δέν ἔχουν πιθανόν μεγάλη πίστη, πού ἐνδέχεται ἀκόμη νά μήν μποροῦν νά ποῦν, «πιστεύω, Κύριε, βοήθα στήν ἀπιστία μου» – ἐκείνους πού ἀμφιβάλλουν, πού διστάζουν, πού δέν εἶναι βέβαιοι ὅτι μποροῦμε νά τούς ὁδηγήσουμε στόν Κύριο. Αὐτό εἶναι δυνατό, μοναχά ἐάν τό πρόσωπο πού βρίσκεται σέ ἀνάγκη, εἶναι, μέ τή ζωή του, πηγή ἀγάπης· μιᾶς ἀγάπης τόσο πιστῆς ὥστε ν’ ἀποδειχθοῦμε ἱκανοί νά ἐνεργοῦμε. Ἤ, ἴσως, ἐάν ἡ ζωή μας κοντά στόν Χριστό ἔχει ἀρκετή ποιότητα καί βάθος, ὥστε ὁ Θεός ἔχοντας γεμίσει τίς καρδιές μας μέ τόσο πολύ ἀπό τήν συμπόνια, τήν ἀγάπη Του, νά στραφοῦμε στόν ἄγνωστο, πού ποτέ δέν εἴχαμε ἀκούσει κάτι, μέ κίνητρό μας τήν ἀνάγκη του, καί νά τόν ὁδηγήσουμε στόν Θεό γιά νά θεραπευθεῖ καί νά σωθεῖ. 

Πρέπει νά θυμηθοῦμε πώς εἶναι ἀνάγκη γιά μᾶς νά μπορέσουμε νά ἀγαπᾶμε καί νά ἐκπέμπουμε ἀγάπη γύρω μας. Καί ἐπίσης πρέπει νά μάθουμε νά ἔχουμε τό θάρρος τῆς πίστης, ὅταν βλέπουμε νά ὑπάρχει γύρω μας ἀνάγκη, καί νά τήν παρουσιάζουμε στόν Μόνο πού μπορεῖ νά δώσει λύση, πού μπορεῖ νά θεραπεύσει ὄχι μόνο τόν νοῦ, τό σῶμα καί τήν ψυχή, ἀλλά τίς πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις.

Αὐτό εἶναι γιά μᾶς ἕνα κάλεσμα, μία θεία κλίση· ἄς προσέξουμε τί λέει ὁ Θεός στό σημερινό Εὐαγγέλιο καί στά Καλά Νέα γιά τήν δύναμη τῆς θεικῆς καί ἀνθρώπινης ἀγάπης καί γιά τήν δύναμη τῆς πίστης στήν ὁποία ἀνταποκρίνεται ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ἕνα σημεῖο κι ἕνα θαῦμα (Ματθ θ, 1-8)Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ


 



 
«Προσέφεραν αὐτῷ παραλυτικόν»


Ἕνα σημεῖο κι ἕνα θαῦμα ἔκανε σήμερα ὁ Κύριός μας στὸ Εὐαγγέλιο, σημειώνει ὁ ἀοίδιμος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος. Τὸ θαῦμα ἦταν πὼς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὸ σημεῖο εἶναι ποὺ τὸν γιάτρεψε καὶ σωματικά. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ καὶ τὸ ἄλλο στὸ σῶμα. Τὸ σημεῖο καὶ τὸ θαῦμα μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν ὁλοκληρωμένη θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ.


Τὸ πρόσωπο τοῦ παραλυτικοῦ
Ὁ παραλυτικὸς δὲν ἦταν ἕνας νευρωτικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἁμάρτησε βαριὰ κι ἡ ἐνοχὴ του τοῦ προκάλεσε τὴν παράλυση, ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε ἕνας ψυχίατρος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν νευρωτικός, ἀλλ’ ἁμαρτωλὸς καὶ ἡ ἀρρώστια του ἦταν ἀποτέλεσμα τῶν συνεπειῶν τῆς συγκεκριμένης του ἁμαρτίας. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς λέγει πὼς «πολλὰ τῶν νοσημάτων ἐξ ἁμαρτιῶν φύονται», δηλαδὴ πολλὰ νοσήματα προκαλοῦνται ἀπ’ τὶς ἁμαρτίες. Ὁ Κύριος στὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ θεραπεύει πρῶτα τὴν αἰτία, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ μετὰ τὸ σῶμα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου σὲ κάποιο ἁμάρτημα.

Οἱ Φαρισαῖοι πιθανῶς νὰ σκεπτόντουσαν ὡς ἑξῆς: Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας πλάνος, θεραπεύει τὸ ἀφανές, δηλαδὴ τὴν ψυχὴ ποὺ δὲ φαίνεται καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαπιστώσει, ἐὰν ἀφέθησαν τοῦ ἀρρώστου οἱ ἁμαρτίες, ἐνῶ ἀφήνει τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ἐμφανὲς καὶ πιὸ δύσκολο νὰ θεραπευθεῖ· «δυσχερέστερον ὤοντο τὸ σῶμα θεραπεῦσαι ὡς φαινόμενον», δηλαδὴ νόμιζαν πιὸ δύσκολο ἔργο εἶναι νὰ θεραπευθεῖ τὸ σῶμα, ἐπειδὴ φαίνεται (ἅγιος Θεοφύλακτος). Ἄλλωστε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρῶτα θανατώθηκε ἀπὸ τοὺς βρόγχους τῆς ἁμαρτίας καὶ μετὰ ἐπακολούθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση οἱ ἀσθένειες κι ὁ θάνατος, σύμφωνα μὲ τὴ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ.

Μία σημαντικὴ παρατήρηση κάνει ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς. Ὁ Χριστὸς ἄλλοτε κάνει τὸ θαῦμα βλέποντας τὴν πίστη τοῦ ἀρρώστου, ἐφ’ ὅσον ὁ ἀσθενὴς ἦταν καλὰ στὰ μυαλά του. Π.χ. στὴν περίπτωση τῶν τυφλῶν ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα «κατὰ τὴν πίστιν» (Ματθ. 9,29) αὐτῶν. Ἄλλοτε πάλι ὅπως στὴ Χαναναία, στὸν Ἰάειρο, στὸν ἑκατόνταρχο καὶ σ’αὐτὸν τὸν παραλυτικὸ ἔκανε τὸ θαῦμα ὄχι βλέποντας τὴν πίστη τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ ζητοῦσαν ἀπ’ τὸ Χριστὸ νὰ τοὺς κάνει καλά, ‹‹καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ...» (Ματθ. 9,2). Οἱ ἄρρωστοι αὐτοί, καὶ πιὸ εἰδικὰ στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ παραλυτικός, πιθανῶς νὰ μὴν εἶχαν ἀκέραιο τὸ μυαλό τους στὶς διάφορες λειτουργίες. Ὁ νοῦς εἶχε ἐπισκοτισθεῖ.


Ἡ προσφώνηση τοῦ Κυρίου 
Οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μᾶς λέγουν πὼς ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε τὸν παραλυτικό, τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὴ λέξη «τέκνον»· «θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2 καὶ Μάρκ. 2,5). Ὁ ἱερὸς Λουκᾶς γράφει πὼς τὸν προσφώνησε μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια «ἄνθρωπε, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Λουκ. 5,20). Παιδί μου, ἄνθρωπέ μου, εἶναι τὰ πρῶτα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν παραλυτικό. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πὼς ὀνόμασε τὸν Παραλυτικὸ «τέκνον», ἐπειδὴ ὅλοι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε (τῷ τῆς δημιουργίας λόγῳ) ἢ ἐπειδὴ διέγνωσε ὁ Χριστὸς πὼς ὁ ἄρρωστος Τὸν παραδεχόταν ὡς Κύριο καὶ Δημιουργό.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μὲ πολλὴ δύναμη λόγου σχολιάζει τὴν προσφώνηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας. «Ὤ μακαρίας προσηγορίας», ὦ εὐτυχισμένη προσφώνηση. Ὁ παραλυτικὸς ἀκούει τὴ λέξη «τέκνον» καὶ «υἱοποιεῖται τῷ οὐρανίῳ Πατρί», υἱοθετεῖται ἀπ’ τὸν οὐράνιο πατέρα καὶ προσκολλᾶται στὸν ἀναμάρτητο θεὸ καὶ γίνεται κι ὁ ἴδιος χωρὶς ἁμαρτίες μὲ τὴν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων του. Παντοῦ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη φαίνεται τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔφεραν τὰ σημάδια τῆς ἁμαρτίας, βρῆκαν τὸ θεραπευτή τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός μας, ποὺ μᾶς ἔκανε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.


Ἡ ἀληθινὴ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ διάφορες δυσλειτουργίες τῆς ψυχῆς τους ποὺ ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ στὸ σῶμα τους, καταφεύγουν μόνο στοὺς ψυχιάτρους καὶ ψυχολόγους. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπορρίπτει τὴν ἐπιστημονικὴ ἐργασία αὐτῶν τῶν γιατρῶν. Ἴσα ἴσα τὴ θεωρεῖ δημιουργική, ὅταν δὲν ἐξέρχεται τῶν ἐπιστημονικῶν ὁρίων της καὶ δὲν καταργεῖ τὸ Θεό. Ἡ πικρὴ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὰ διάφορα ἁμαρτήματά μας δὲ θεραπεύονται μὲ τὰ ἠρεμιστικὰ οὔτε καὶ μὲ τὶς ὄντως θαυμάσιες παρεμβάσεις καὶ ἀναλύσεις τῶν ψυχολόγων καὶ ψυχιάτρων.

Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του ποὺ θὰ τοῦ ἐπιφέρει μιὰ θαυμαστὴ ὀντολογικὴ ἀλλαγὴ στὴ συμπεριφορά του. Χρειάζεται νὰ νιώσει τὸ Χριστὸ ὡς ἀδελφό του καὶ πατέρα του. Νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ χάρη Του μὲ τὰ μυστήρια τῆς μετανοίας, τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας.


Ἀδελφοί μου,

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἀλλάξει ζωή, πολὺ γρήγορα φέρνει τὴν εἰρήνη στὴν ψυχή του καὶ τοῦ χαρίζει τὴν ἀσφάλεια καὶ μιὰ μόνιμη πνευματικὴ κατάσταση χωρὶς ἀνασφάλειες καὶ φοβίες.Αὐτὴν τὴ θεραπεία ἂς ἐπιδιώξουμε.

Ἡ θεραπεία τοῦ Παραλύτου (Ματθ.9.1-8) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος

(Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2.1-12. Λουκ.. 5,17-26)

Ὁ Κύριος συνεκρούσθη ἐν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τῆς ἱερατικῆς τάξεως πρώτην φορὰν κατὰ τὸ πρῶτον Πάσχα τοῦ δημοσίου Του βίου καὶ κατόπιν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας μετὰ τῶν Φαρισαίων, ὅτε εὑρισκέτο ἐν τῇ Αἰνών μετὰ τῶν μαθητῶν Του πλησίον τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ θεραπεία ὅμως τοῦ παραλυτικοῦ ἐν Καπερναοὺμ καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ θὰ παράσχωσιν εἰς τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους τὴν ποθητὴν των εὐκαιρίαν νὰ συγκρουσθῶσι καὶ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μὲ τὸν Ἰησοῦν. Αὕτη ἔγινεν οὕτως.

Ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἐπάνοδόν Του ἐκ τῆς χώρας τῶν Γεργεσηνῶν κατὰ τὸν Ματθαῖον ἤ μετὰ τὴν πρώτην μεγάλην περιοδείαν ἀνὰ τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἑπομένως μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ λεπροῦ κατὰ τὸν Μάρκον καὶ Λουκᾶν — τὸ δεύτερον πιθανώτερον — «εἰσῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ δὶ’ ἥμερων καὶ ἠκούσθη, ὅτι εἰς οἶκον ἐστι»˙ ἔρχεται εἰς Καπερναοὺμ κρυφίως, ὅπου ἔμεινεν ἡμέρας τίνας χωρὶς νὰ γίνη ἀντιληπτὸς ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ εἰσέρχεται εἰς τινὰ οἶκον, ἴσως τοῦ Πέτρου. Ἡ κρυφὴ αὕτη εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ σκοπεῖ, ὡς φαίνεται, τὴν διόρθωσιν τῶν παρὰ τὴν θέλησίν Του παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τῆς ἀδιακρισίας τοῦ λεπροῦ ἐξαφθεισῶν πολιτικῶν Μεσσιακῶν ἰδεῶν. Ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ διαφυγὴ καὶ ἐκεῖ τὴν προσοχὴν τοῦ λαοῦ ὁ Ἰησοῦς, οὔτε δὲ καὶ ἦτο πρέπον νὰ διατηρῇ Ἑαυτὸν πάντοτε ἐν ἀφανείᾳ, ἀφοῦ ὁ σκοπὸς Αὐτοῦ ἦτο ἡ δημοσία ἀποπεράτωσις τοῦ ἔργου Του. Ἐκεῖ λοιπὸν μετὰ τίνας ἡμέρας ἐγένετο γνωστός. «Συνήχθησαν πολλοὶ» ἄνθρωποι «ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν» ἦτο τόσος ὁ συνωστισμός, ὥστε ὄχι μόνον ἐντός της οἰκίας δὲν ὑπῆρχε χῶρος κενὸς ἀλλὰ οὔτε καὶ εἰς τὴν θύραν «καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον» ἐκήρυττε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν, οἵτινες εἶχον πληρώσει ὅλον τὸν χῶρον τοῦ ἰσογείου καὶ πτωχικοῦ σπιτιοῦ ἦσαν «καθήμενοι Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι, οἱ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ» oἱ «Νομοδιδάσκαλοι» ἤτοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἦλθον ἐκ πολλῶν πόλεων τῆς Γαλιλαῖας, Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ. Ὁ σκοπὸς τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἑπομένων, ἦτο νὰ εὕρωσιν εὐκαιρίαν νὰ κατηγορήσωσι τὸν Ἰησοῦν.

Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Κύριος ἐκήρυττε καὶ «δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τὸ ἰάσθαι αὐτοὺς» καὶ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ὁποία ἐθεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς, ὁ δὲ λαὸς συνωστίζετο νὰ ἀκούσῃ Αὐτόν, αἴφνης «ἔρχονται πρὸς Αὐτόν, παραλυτικὸν φέροντας, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων». Φέρεται ἄνθρωπος παραλυτικὸς ἐπὶ φορείου ὑπὸ τεσσάρων ἀνθρώπων. Οἱ τέσσαρες οὗτοι ἄνδρες ἐζήτησαν κατ’ ἀρχὰς « εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι ἐνώπιον Αὐτοῦ» νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸν οἶκον καὶ νὰ τοποθετήσουν τὸν παράλυτον εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν» μὴ εὐρόντες διὰ ποίας ὁδοῦ νὰ εἰσαγάγωσιν αὐτὸν ἕνεκεν τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου, ἀνεβίβασαν αὐτὸν διὰ τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος τῆς φερούσης εἰς τὸ δῶμα εἰς τὸ κοινῶς λιακωτό. Ἡ στέγη δηλαδὴ εἰς τὰ σπίτια τῆς Παλαιστίνης τότε ἦτο ἐπίπεδος κατεσκευασμένη μὲ κλάδους ἤ καλάμια καὶ ἕνα στρῶμα λάσπης. Ἐνιαχοῦ καὶ ἐνίοτε ἔφερεν αὕτη καὶ κεραμίδια, ὡς ἐν τὴ προκειμένη περιπτώσει˙ «ἀναβάντες ἐπὶ τὸ δῶμα ἀπεστέγασαν τὴν στέγην καὶ ἐξορύξαντες, διὰ τῶν κεράμων χαλῶσι τὸν κράββατον, ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο˙ καθῆκαν αὐτὸν σὺν τῷ κλινιδίω, εἰς τὸ μέσον ἐμπροσθέν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναβιβάσαντες δηλαδὴ οἱ τέσσαρες τὸν παράλυτον ἐπὶ τοῦ δώματος τῆς ὀροφῆς καὶ ἐπισημάναντες ἐκ τῆς φωνῆς τοῦ κηρύττοντος, κάτωθεν ποίου μέρους τῆς στέγης εὑρίσκεται ὁ λαλῶν Ἰησοῦς, ἀπεστέγασαν τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης τόσον», ὅσον θὰ ἐχρειάζετο νὰ διέλθῃ τὸ ξυλοκράβατον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἀκίνητος ὁ παράλυτος. Μετὰ ταῦτα κατεβίβασαν διὰ τῆς ὀπῆς ταύτης τὸν ἀσθενῆ ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν τεσσάρων αὐτῶν φορέων τοῦ κραββάτου καὶ ἡ συγκατάθεσις τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τοῦτο δεικνύουσι πίστιν πρὸς τὸν Σωτῆρα θερμὴν καὶ ἡ ἀνταμοιβὴ δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ δοθῇ εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος.

Ὁ Κύριος ἰδὼν τὴν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τῶν βασταζόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπεβλήθησαν εἰς τὸν κόπον τῆς διὰ τῆς στέγης καταβιβάσεως τοῦ ἀσθενοῦντος εἰς τὰ πόδια Του, καὶ διαγνώσας τὴν ἠθικὴν αἰτίαν τῆς παραλυσίας καὶ τὴν δειλίαν τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, ἂν θὰ συγχωρηθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας του, συγχωρεῖ ἐν πρώτοις τὴν ρίζαν τοῦ κακοῦ ἐκείνου, τὴν ἁμαρτίαν λέγων: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνταί σοὶ αἳ ἁμαρτίαι σου». Θάρρος, τέκνον μου ! Συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου. Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ «Ἦσαν δὲ τινὲς τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», μερικοὶ ἐντόπιοι Γραμματεῖς καὶ Ἱεροσολυμῖται Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ἐσκανδαλίσθησαν καὶ ἤρχισαν νὰ σκέπτωνται περὶ τοῦ Ἰησοῦ « τὶς ἔστιν οὗτος, ὃς λαλεῖ βλασφημίας; τὶς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας, εἰ μὴ μόνος ὁ Θεός;». Τίς εἶναι οὗτος, ὁ ὁποῖος βλασφημεῖ ὡς ἀφαιρῶν τὸ δικαίωμα τοῦ συγχωρεῖν ἁμαρτίαις ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποῖον μόνον ἀνήκει, καὶ ἴδιον ποιῶν αὐτό; Τὴν σκέψιν των αὐτὴν δὲν ἐτόλμησαν βεβαίως νὰ ἐκφράσωσι καὶ δημοσίᾳ, διότι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐβάρυνεν εἰς τὰς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν λόγῳ τῶν προηγουμένων θαυμάτων Του.

Ὁ Κύριος ὅμως «ἐπιγνούς τῷ πνεύματι αὐτοῦ» ἀναγνώσας διὰ τοῦ ἰδίου πνεύματος, μόνος του, τὰς πονηράς αὐτῶν σκέψεις, ὡς Θεὸς ποὺ ἦτο, καὶ ἀποδεικνύων διὰ τῆς γνώσεως ταύτης τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου, ὅτι εἶναι καρδιογνώστης Θεὸς ἅμα δὲ ἐλέγχων τὴν κακίαν των λέγει εἰς αὐτούς˙ «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» διατὶ σκέπτεσθε σκέψεις πονηράς διὰ τὸ ἄτομόν Μου; «Τί ἐστὶ εὐκοπώτερον» τί εἶναι εὐκολώτερον νὰ εἴπω; «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι ἤ εἰπεῖν ἔγειρον ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει;» Βεβαίως εὔκολα καὶ δύσκολα ἀμφότερα. Εὔκολα μέν, ἂν περιορισθῶμεν εἰς τὸ «εἰπεῖν», δύσκολα ὅμως ἂν ἀποβλέψωμεν εἰς τὰ γεγονότα εἰς τὴν πραγματοποίησιν. Τὸ πρῶτον ἀσφαλῶς δι’ ἕνα ἀπατεῶνα εἶναι εὐκολώτερον, διότι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὡς ἀόρατος εἶναι καὶ ἀνεξέλεγκτος. Ἐνῷ ὅμως τὸ δεύτερον, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου δύναται νὰ ἐλεγχθῇ διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἤ μή. Ὥστε ἂν ἐγὼ εἶμαι δυνατὸς εἰς τὸ δεύτερον, τὸ ὁρατόν, εἰς τὴν ἀποκατάστασιν δηλαδὴ τῆς ὑγείας τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, θὰ εἶμαι ἀξιόπιστος καὶ διὰ τό πρῶτον, τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, διὰ τὴν ὁποίαν σκανδαλίζεσθε. Ὁ Κύριος ἀναμένει ἐπὶ τι χρονικὸν διάστημα ἀπάντησιν ἀπὸ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Ἀλλὰ οὗτοι σιωπῶσιν ἐκπλαγέντες ἴσως ἐκ τῆς διαγνώσεως τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ.

Κατόπιν ἀπευθύνεται πάλιν πρὸς αὐτοὺς καὶ λέγει- «ἵνα δὲ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Σοὶ λέγω, ἔγειραι καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου». Δία νὰ μάθετε, ὅτι ἐγὼ ὡς Υἱὸς ἀνθρώπου ἔχω λάβει τὴν ἐξουσίαν (ὡς Θεὸς τὴν ἔχω) τοῦ νὰ συγχωρῶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς - μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔλαβεν ἐξουσίαν ἐπὶ γῆς καὶ οὐρανοῦ - λέγει τῷ παραλυτικῷ ἔγειρε, λάβε τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει˙ «παραχρῆμα ἀναστάς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, δοξάζων τὸν Θεόν». Πάραυτα ὁ παράλυτος ἔγινεν ὑγιὴς καὶ λαβών τὸν κράββατον ἐπ’ ὤμων ὡς σημεῖον τοῦ θαύματος μετέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ διελθών διὰ τοῦ πλήθους ὑμνῶν τὸν Θεόν. Τοῦτο ἀπεστόμωσε χωρὶς νὰ πείσῃ ὅμως τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Εἰς τὸν λαὸν δὲ ἔκαμε μεγάλην, ὡς ἦτο ἑπόμενον κατάπληξιν, ὥστε «ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας» ἐξεπλάγησαν ὅλοι «καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ἐπλήσθησαν φόβου, ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ἐφοβήθησαν πολὺ «λέγοντες, ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον». Παράδοξα ἀπίστευτα πράγματα εἴδομεν σήμερον. «Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν». Τοιαῦτα πράγματα οὐδέποτε εἴδομεν.

«Οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν». Φόβος δὲ θρησκευτικὸς προερχόμενος ἐκ τῆς συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν καὶ ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς τῶν καταστάσεως ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐνσάρκωσιν τῆς θείας δικαιοσύνης κατέλαβε τὸν λαόν. Ὁ φόβος ὅμως αὐτὸς δὲν ἦτο μόνος, συνωδεύετο καὶ ὑπὸ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, διότι ἔδωκε τοιαύτην δύναμιν εἰς ἄνθρωπον, τὸν Ἰησοῦν.



Θέμα: Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ἔλεγχος, θεραπεία

Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, μετὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν ὁ Χριστὸς κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ παραλυτικοῦ. Εἶναι ὁ λαός, τὸν ὁποῖον διδάσκει, οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ὁποίους ἐλέγχει καὶ ὁ παράλυτος, τὸν ὁποῖον θεραπεύει. Καὶ εἰς τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸν τοὺς κατὰ τρεῖς διαφόρους τρόπους, διότι τὸν μὲν λαὸν φωτίζει, τοὺς δὲ Φαρισαίους ἐλέγχει, τὸν δὲ παραλυτικὸν θεραπεύει. Ἂς ἴδωμεν τὸ φῶς, τὸν ἔλεγχον καὶ τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ κατόπιν τὸν ἑαυτόν μας ὑπὸ τὰ τρία αὐτὰ πράγματα:

Ἀον˙ Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπήν. Τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαὸν δὲν ἦτο κήρυγμα ἀστρονομικὸν ψυχολογικὸν ἤ ἄλλο τί ἱκανοποιοῦν τὴν γνῶσιν. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ κηρύγματος Του ὡδήγει τοὺς ἀκροατάς Του εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ τῶν. Εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των ὁδηγεῖ καὶ ὁ ἔλεγχος πρὸς τοὺς Φαρισαίους. «Τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἐσκέπτοντο βλάσφημους σκέψεις κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐλέγχων τὰς πονηράς σκέψεις τῶν Φαρισαίων ἀποκαλύπτει αὐτάς. Μὲ τὴν ἀποκάλυψιν αὐτῶν κάμνει τὰς σκέψεις ταύτας περισσότερον αἰσθητάς εἰς τοὺς Φαρισαίους.

Ὁ Κύριος δὲν φωτίζει μόνον διὰ τοῦ λόγου Του καὶ δὲν ἐλέγχει μόνον τοὺς Φαρισαίους, ἀλλὰ θεραπεύει καὶ τὸν παραλυτικόν. Καὶ ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ εἰς τὰ μάτια τοῦ ἰδίου καὶ εἰς τὰ μάτια τῶν ἄλλων. Τὸ ξεσκέπασμα αὐτὸ γίνεται κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ὁ παράλυτος, οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὁ κόσμος ἐνόμιζον, ὅτι ὁ παράλυτος ἦτο ἀσθενὴς μόνον σωματικῶς. Ὁ Κύριος ὅμως λέγων εἰς αὐτὸν ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι πρῶτον καὶ ἔπειτα ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει, δεικνύει, ὅτι ὁ παράλυτος δὲν ἦτο ἀσθενὴς μόνον κατὰ τὸ σῶμα. Ἐκτὸς αὐτοῦ θεραπεύων πρῶτον τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔπειτα τὴν παραλυσίαν δεικνύει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἡ δὲ παραλυσία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τὴν διπλὴν νόσον τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὴν προτεραιότητα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀπὸ τὴν σωματικὴν ἠγνόουν ὄχι μόνον ὁ λαὸς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός. Ὁ Κύριος ὅμως τώρα διὰ τῆς θεραπείας ξεδιπλώνει τὸ νόσημα τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τὰ μάτια ὅλων.

Καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι τρόποι, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ξεδιπλώνει τὰς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουσι μεγάλην σχέσιν μεταξὺ των. Τὸ φῶς δηλαδὴ τοῦ κηρύγματός Του πρὸς τὸν λαὸν εἶναι ταυτοχρόνως ἔλεγχος καὶ θεραπεία. Ὁ ἔλεγχός Του πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶναι ταυτοχρόνως φῶς καὶ θεραπεία. Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἐπίσης ταυτοχρόνως φῶς καὶ ἔλεγχος. Φῶς μέν, διότι δεικνύει τὴν σχέσιν ψυχικῆς καὶ σωματικῆς νόσου, εἶναι δὲ καὶ ἔλεγχος, διότι φαίνεται, ὅτι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἔγινε παράλυτος.


Βόν. Ὁ Χριστὸς εἰς τὴν ζωήν μας. Πόσα διδάγματα! Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ δὶ’ ἡμᾶς φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία καὶ ἰδοὺ πώς. Καὶ ἡμεῖς ἐντοπίζομεν τὸ κακὸν πρὸς τὰ ἔξω. Νεῦρα, ἰδιοσυγκρασία, κοινωνία, πρόγονοι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς προβάλλονται ὡς φορεῖς τοῦ κακοῦ μας. Θυμώνω, διότι ἔχω νεῦρα, λέγει τις. Ἔχω νεῦρα, διότι εἶμαι ζωηρός, ἔχω ἰδιοσυγκρασίαν αἱματώδη λέγουν ἄλλοι. Εἶμαι κακός, διότι μὲ ἀναγκάζει τὸ περιβάλλον. Ὁ ἀδελφός, ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἀνεψιός, ὁ συνάδελφος, ὁ προϊστάμενος μὲ ἀναγκάζουν νὰ εἶμαι κακός. Κλέπτω, ὁρκίζομαι, ὀργίζομαι κατακρίνω, διότι ἡ κοινωνία ἐχάλασεν ἰσχυρίζεται τίς. Πλὴν αὐτῶν οἱ γονεῖς μου, ὁ πάππος μου, ἡ μάμη μου, οἱ προγονοί μου μοῦ μετέδωκαν τὸ κακὸν ποὺ ἔχω, δὲν πταίω ἐγὼ δικαιολογοῦνται τινές. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύτρα μου ἡ ρίζα μου. Ἄλλοι ὅμως προχωροῦν ἀκόμη μακρύτερα καὶ λέγουσι. Διατὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δημιουργήσῃ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον; Ἰδοὺ οἱ νέοι Φαρισαῖοι καὶ παράλυτοι.

Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου εἴδομεν, ὅτι εἶναι φῶς ἔλεγχος καὶ θεραπεία, διότι ἐνετόπισε τὸ κακόν τοῦ παραλυτικοῦ, τῶν Φαρισαίων ἐντὸς αὐτῶν. Καὶ πράγματι ! Τὸ κακὸν εἶναι μέσα μας καὶ ὄχι ἔξω καὶ ἰδοὺ πῶς. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί. Ὅτι ἄρχει κληρονομικὴ διάθεσις ὀλεθρία, ὑπάρχει Σατανᾶς. Εἶναι δὲ τόσον τὸ ἐκτὸς ἠμῶν κακὸν μεγάλον, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει αὐτὰ κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ μένει μέσα μᾶς ἕνα περιθώριον μικρὸν ἤ μέγα ἀναλόγως τοῦ ἀτόμου, εἰς τὸ ὁποῖον κινεῖται ἐλευθέρως ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι ὑπεύθυνος διὰ τὰς πράξεις του. Μὲ τὴν ἐλευθερίαν ταύτην ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνώτερος τῶν ζώων.

Καὶ ἑπομένως σύ, ὁ ὁποῖος προφασίζεσαι ὅτι τὰ νευρά σου εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ σου, διατὶ δὲν φροντίζεις μὲ τὴν θέλησίν σου καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ κατηρεμήσῃς; Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι εὐερέθιστοι, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς θελήσεως τῶν ἔγιναν ἀγνώριστοι. Λέγεις, ὅτι πταίει ἡ κοινωνία, εἰς τὴν ὁποίαν ζῇς. Ἀπάτη! Κοινωνία εἶσαι σὺ καὶ ἐγώ. Ἐὰν αὐτὸ τὸ εἴπωμεν ὅλοι μας, ὅτι δηλαδὴ πταίει ἡ κοινωνία, ποῖος θὰ εἶναι τὸ θύμα, καὶ ποῖος ὁ δράστης; Ποῖος πταίει, ὥστε ἐγὼ νὰ εἶμαι θύμα, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ εἶμαι μέλος τῆς κοινωνίας; Λέγεις πταίει ἡ κληρονομικότης. Ποιὸς ὅμως ἐφυλακίσθη, διότι ὁ πάππος τοῦ ἦτο διαρρήκτης; Τέλος θέτεις τὰ πάντα ὡς αἴτιον τοῦ κάκου εἰς τὸν Θεόν. Πόση ἀναίδεια!

Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία μὲ τὸ κήρυγμά Του, σὲ φωτίζει, δὲν πταίουν τὰ νεῦρα σου ἀλλὰ τὰ πάθη σου. Δὲν πταίει ἡ κοινωνία ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπηρεάζεσαι, ἀλλὰ πταίεις σύ, διότι δὲν ἐπηρεάζεις τὸν κύκλον τῆς κοινωνίας σου. Ὁ Κύριος σὲ φωτίζει, ὅτι ὅσην κληρονομικότητα καὶ ἐὰν ἔχῃς, ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Χριστός, ὥστε ἀπὸ τὸ ἀγκάθι δύναται νὰ ἐξέλθῃ ρόδον, ἀπὸ γονεῖς κακοὺς δύναται νὰ ἐξέλθῃ καλὸν τέκνον. Ἔχει τόσον φῶς ὁ Χριστός, ὥστε λέγει εἰς σὲ ὅ,τι εἶπε καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους «ἵνα τί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» Διατὶ δηλαδὴ σκέπτεσαι κακὰ ἐναντίον ὅλων τῶν ἄλλων καὶ τόσον πολὺ κολακεύεις τὸν ἑαυτόν σου;

Ταῦτα πάντα δὲν εἶναι μόνον φῶτα εἶναι ἔλεγχος καὶ θεραπεία. Ὅταν λέγῃς, ὅτι πταίουν τὰ νεῦρα σου, ἄρα πταίει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σου ἔδωσε τὰ νεῦρα! Ὅταν λέγῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι πταίουν, νεῦρα, περιβάλλον καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Θεός, δὲν πταίεις ὅμως σύ, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι εἶσαι πωρωμένος ἄνθρωπος; Ὅταν λέγῃς, ὅτι εἶναι ἡ φύτρα σου κακὴ καὶ δὲν δύνασαι νὰ γίνῃς καλός, δὲν καταλαβαίνεις, ὅτι ὁμολογεῖς, ὅτι εἶσαι ἀνεπίδεκτος προόδου; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα διὰ σὲ αὐτοκαταδίκη, χειροτέρα πνευματικὴ ἀγχόνη! Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς θὰ σοὺ γίνη σωτήριος. Θὰ πόνεσῃς, ὅταν ἀκούσῃς ὅτι εἶσαι ἔνοχος καὶ ὅτι τὸ κακὸν εἶναι μέσα σου. Θὰ ἱδρώσῃς, ὅταν ἀποφασίσῃς νὰ νικήσῃς τὸ ἐξωτερικὸν καὶ ἐσωτερικὸν κακὸν μὲ τὴν θέλησίν σου. Ὅταν ὅμως πονέσῃς καὶ ἱδρώσῃς, τότε μόνον θὰ θεραπευθῇς. Θεραπεία χωρὶς ἔλεγχον καὶ πόνον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ. Ἑπομένως ἰδοὺ πὼς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς ἔλεγχος καὶ θεραπεία εἰς τὸν λαὸν εἰς τοὺς Φαρισαίους εἰς τὸν παράλυτον καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς σημερινοὺς Φαρισαίους καὶ παραλύτους.

Διδακτικώτατον παράδειγμα, κατὰ τὸ ὁποῖον φαίνεται πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι φῶς, ἔλεγχος καὶ θεραπεία τῆς ψυχῆς μᾶς εἶναι τὸ κάτω γεγονός. Τὸ 1050 μ.χ. ὁ Λανφρὰγκ ἦτο σπουδαστὴς τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν περίφημος, παρημέλει ὅμως τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Ἡμέραν τινὰ διήρχετο δάσος τί καὶ ἔπεσεν εἰς χείρας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔδεσαν τὰς χείρας του ὄπισθεν καὶ τὰ μάτια διὰ παχέος ὑφάσματος καὶ ἀφήρεσαν ὅ,τι χρήματα εἶχε, τὸν ἀφήκαν μὲ δεμένα μάτια καὶ χέρια καὶ ἔφυγον. Εἰς τὴν στενοχωρίαν τοῦ αὐτὴν ὁ Λανφρὰγκ ἐπεκαλέσθη τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ. Ἐκεῖ πλησίον ὑπῆρχε Μοναστήριον. Ὁ Λανφρὰγκ πίπτει εἰς τὰ ὄμματα τῶν Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι πλησιάζουσι, λύουσι χείρας καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ ὁδηγοῦσιν αὐτὸν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἐκεῖ βλέπει τὸν ἡγούμενον νὰ κτίζῃ τὸν φοῦρνον τῆς Μονῆς μόνος του. Συγκινεῖται, γίνεται μοναχὸς καὶ ἐξελίσσεται εἰς τὸν περίφημον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κανταβρυγίας. Ὁ ἔλεγχος τῶν ληστῶν ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἦσαν δεμένα μὲ τὸ παχὺ πανί, ὥστε νὰ ἴδῃ τὸ φῶς, τὸν Θεὸν καὶ νὰ θεραπευθῇ ἡ ἀμέλειά του, ὅταν ὠδηγηθῇ εἰς τὸ Μοναστήριον.

Ἂς φωτισθῶμεν, ἂς ἐλεγχθῶμεν ἀπὸ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἵνα θεραπευθῶμεν. Ἀμήν.


 

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ματθ θ, 1-8) Anthony Bloom


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ποιὰ σχέση ἔχει τὸ γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημερινό Εὐαγγέλιο μὲ μᾶς; Ποιὸς ἔχει τὴν πίστη, τὴν ἠρεμία, τὴν βεβαιότητα ὅτι κανένας ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξαναδώσει ἐλευθερία στὶς κινήσεις μας;

Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μιὰ παραβολή, εἶναι γεγονός· ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς μεταφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύει τὶς φυσικὲς ἀσθένειες, ἐὰν Τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστη· ἔχοντας παραμερίσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα,ἀλλὰ γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μας, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὰ πάντα, τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία τοῦ νοῦ καὶ τὸν τρόμο ποὺ ἴσως μᾶς πολεμᾶ ὅταν βλέπουμε τὸν κόσμο γύρω μας, τὸν κόσμο ποὺ δημιουργήσαμε καὶ δημιουργοῦμε.


Ἀλλὰ σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι παράλυτος; Παράλυτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία να δεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ δέχεται τὰ πιὸ λαμπρὰ φῶτα τῆς δόξας, παράλυτος ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δράσουμε, ν’ ἀναπνεύσουμε ἐλεύθερα δίχως φόβο; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καλύτερους ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, νὰ τοὺς βλέπουμε ὅπως δὲν εἶναι, ὅπως δὲν μᾶς βλέπει ὁ Θεὸς; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, «θέλω νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως εἶναι - ὄχι μονάχα σ’ ὅλη μου τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ στὴν πτώση, τὴν δολιότητα, τὴν ἀσχήμια μου, γεμάτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ ματαιότητα, καὶ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας μου νὰ κρίνομαι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν πραγματικότητα;

Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπερήφανος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δειλὸς.

Πόσοι ἀπὸ μᾶς ζοῦν συνεχῶς μετρώντας τὶς κουβέντες τους, ὑπολογίζοντας τὶς πράξεις τους, ἀναλογιζόμενοι τὸ ἀποτέλεσμα τους· ὄχι μόνο προσβλέποντας σ’ ἔνα καλὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ μὲ τὸ φόβο πὼς θὰ μᾶς κρίνουν οἱ ἄνθρωποι; Πόσο φοβόμαστε νὰ κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ μὴν κοιτάζουμε πιὰ στὸν παραμορφωτικό καθρέφτη ποὺ δείχνει σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἄλλους τοὺς ἑαυτούς μας ὄμορφους, ἀποδεκτοὺς, εὐγενεῖς, ἁγνοὺς -ἀλλὰ σ’ ἕναν ἄλλον καθρέφτη, τὸν καθρέφτη τῆς συνείδησης μας, τὸν καθρέφτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κρίσης Του, ποὺ γνωρίζουμε, ἀλλὰ ἀπ’ ὅπου ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα μας; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅταν ἔχουμε τὴν ἐλάχιστη εἰκόνα τοῦ ποιοὶ εἴμαστε, δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴν ἀκτίνα φωτὸς νὰ πάει πέρα ἀπὸ μιὰ φοβισμένη συνειδητοποίση καὶ νὰ καταδυθεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ ψάξει στὶς πιὸ σκοτεινές γωνιές της, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔχει διεισδύσει τὸ φῶς, ποὺ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ποτὲ φτάσει, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχει ἀκουστεῖ ποτὲ ἡ ἀλήθεια; Πόσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὰ τίμιοι γιὰ νὰ κρίνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους, τὶς πράξεις τους στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας;

Εἴμαστε ὅλοι παράλυτοι: Παράλυτοι ἐξαιτίας τοῦ φόβου, τῶν ὑπολογισμῶν, ἐξαιτίας τῆς ἀπόφασης νὰ μὴν βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε αὐτὸ ποὺ ἴσως δοῦμε. Ἀκόμα φανταζόμαστε ὅλοι ὅτι μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς παραλυτικοῦ καὶ νὰ πεθάνουμε ὑγιεῖς. Ὅτι ἵσως ζήσουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουμε δεῖ ποτὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς δεχτεῖ. Δὲν εἶναι ζήτημα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀπορρίψει! Τὸ θέμα εἶναι ὅτι θὰ ἀνακαλύψουμε ξαφνικὰ μὲ τρόμο, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ θέση στὸ βασίλειο τῆς Ἀλήθειας, στὸ βασίλειο τῆς τολμηρῆς Ἀλήθειας, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἡρωικῆς ὀμορφιᾶς.

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· ἄς μὴν σκεφτόμαστε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη ἐνεργοποίησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ τον θεραπεύσει· ἄς σκεφτοῦμε τὴ δική μας παραλυσία.

Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες μου ὁμιλίες, ρωτήθηκα ἀπὸ κάποιον· «γιατί τὸ τελευταῖο σας κήρυγμα ἦταν τόσο αὐστηρό;» Μπορῶ να ἀπαντήσω μὲ κάθε τιμιότητα: ἐπειδὴ ἐπὶ μῆνες ἔψαχνα την ψυχή μου, ἦλθα ἀντιμέτωπος μὲ τὴ συνείδηση μου, καὶ βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ζῶ ἕνα ψέμα, ὅτι δὲν εἶμαι Χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν μὲ καταδικάζει μὸνο τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶμαι σὰν Χριστιανὸς. Ναί, αὐτὸ ποὺ ἐννοῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ νοιὼθω γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· ἀλλὰ νοιώθετε παρόμοια πράγματα, ἀκόμα καὶ ἄν εἶστε ἀπείρως πιὸ ἄξιοι γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐμένα; Δὲν νοιώθετε ὅτι, ὅλοι, περισσότερο ἤ λιγότερο, ἁμαρτάνουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅτι ὅλοι προδίδουμε τὸν ἑαυτό μας ποὺ καλεῖται νὰ γίνει ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μιὰ ὁρατὴ εἰκόνα, μιὰ θεϊκὴ παρουσία ποὺ ἐνσαρκώνεται στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ ἔργα καὶ λόγια, σὲ σκέψεις καὶ αἰσθήματα, σὲ προθέσεις καὶ ἀποτελέσματα- δὲν τὸ βλέπουμε αὐτό; Ἐγὼ τὸ βλέπω! Καὶ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐξομολόγηση- ναὶ μιὰ ἐξομολόγηση ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἐσᾶς: αὐτὸ εἶναι ποὺ βλέπω στὸν ἑαυτό μου- ἐξετᾶστε τὸν ἑαυτό σας: ἴσως ἔχουμε ἀκόμα χρόνο νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ ὅπως ὁ Θεὸς μᾶς θέλει, νὰ γίνουμε ὅ,τι ὀνειρεύεται γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη Του ὄχι προδίδοντας τον ἑαυτὸ μας, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ Ἐκεῖνον.

Καὶ ὑπάρχει ἐλπίδα· ὑπάρχει ἐλπίδα ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει, ὁ Θεός ἔχει τὴ δύναμη νὰ συντρίψει τὴν παράλυση μας ἐὰν στραφοῦμε σ’ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, ἐλπίδα καὶ κουράγιο! Ἀμήν. 

Κυριακή ΣΤ Ματθαίου Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως (Ματθ θ, 1-8) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης

Τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τὴν ξαναδιαβάσαμε τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν μὲ περισσότερες χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἔτσι ὅπως τὴ διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος. Σ' αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἡ σύνδεση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία εἶναι θεμελιώδης ὡς σχέση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅμως, μᾶς παρουσιάζει τὸ ἴδιο θαῦμα μὲ λιτότητα καὶ συντομία. Μπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ διδάσκει σὲ ἕνα σπίτι στὴν Καπερναοὺμ φέρνουν ἕναν παράλυτο ἐπάνω σὲ κρεβάτι. Οἱ συνοδοὶ δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν τὸν Χριστὸ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἀκούει τὴ διδασκαλία Του, γι' αὐτὸ ἀνοίγουν μία ὀπὴ στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ κατεβάζουν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τους καὶ τὴν ἐπαινεῖ. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ καὶ νὰ σταθοῦμε στὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πίστεως.



Ἡ πίστη, κίνηση πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο


Ἡ χριστιανικὴ πίστη καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀτομικότητάς του. Καλεῖ διαρκῶς τὸν ἄνθρωπο νὰ σπάει τὸ κέλυφος τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος-ἄτομο μεταβάλλεται σὲ πρόσωπο, σημαίνει ὅτι ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν ἐγωπαθῆ φυλακὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπου εἶναι ἐγκλωβισμένος, καὶ ἔρχεται νὰ συναντήσει μὲ κατανόηση, σεβασμὸ καὶ ἀγάπη τὸν συνάνθρωπο. Ἔτσι γίνεται τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μάρτυρας πίστεως καὶ ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί ὁ πιστὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφησυχάζει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀγνοώντας τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, ἀδιάφορος στὸ νὰ βρίσκει τρόπους θεραπείας.

Ἡ ἐφευρετικότητα τῆς πίστης τῶν συνοδῶν τοῦ παραλύτου, μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ γνήσια καὶ πραγματική, ἡ δυνατὴ καὶ θερμὴ πίστη, δὲν κάμπτεται ἀπὸ ἐμπόδια, δὲν σταματᾶ μπροστὰ σὲ δυσκολίες. Ἐπινοεῖ, ἐφευρίσκει, ἀγωνίζεται καὶ ἀγωνιᾶ προσευχόμενη νὰ βρεῖ τρόπους καὶ δρόμους συμπαράστασης καὶ ἐνίσχυσης, παρηγοριᾶς καὶ ἀνακούφισης μέσα ἀπὸ ἐκδηλώσεις καὶ ἔργα ἀγάπης. Βέβαια, ὅταν γυρίζουμε τὸ βλέμμα μας γύρω μας «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κάποτε ἀπογοητευόμαστε, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Συνειδητοποιοῦμε πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἤ, τέλος πάντων, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε· ἄνθρωποι μὲ ἐμπειρία «πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5,6). Ἀναρωτηθήκαμε ἆραγε ποτέ, πόσο συχνὰ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὸ συνεχὲς κάλεσμα γιὰ τελείωση καὶ ὑπέρβαση, σηκώνει ψηλὰ τὸν πήχη στὸ στίβο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἐμεῖς περνᾶμε ἀπὸ κάτω; Ἡ ἀρετὴ τῆς ἀλληλεγγύης, δυστυχῶς, εἶναι σπάνια ἀκόμη κι ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτονόητη, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.


Δεδομένα καὶ ζητούμενα στὸν ἀγώνα τῆς πίστεως

«Θάρσει, τέκνον» εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς στὸν παράλυτο καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν καὶ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ταλαιπωρημένος, ἀπογοητευμένος καὶ προδομένος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐλπίδα καὶ στήριξη ψυχική. Ὄχι, βέβαια, ἀπὸ φθηνὲς παρηγοριές, θολὰ καὶ ἐπικίνδυνα συνθήματα, σὰν αὐτὰ ποὺ περισσεύουν στὶς μέρες μας καὶ κυκλοφοροῦν μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ κόσμου ἀσύδοτα καὶ ἀχαλίνωτα ὁδηγώντας πολλοὺς σὲ ἀδιέξοδα. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ σώζουσα ζωντανὴ πίστη, ποὺ ὅταν ὑπηρετεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο, ἀποδεικνύει μὲ τὸν πλέον χειροπιαστὸ τρόπο ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ μυαλοῦ μας, ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτό, βέβαια, δὲν σημαίνει ἕναν πρόχειρο συναισθηματισμὸ ποὺ ἀφορᾶ τοὺς ἀφελεῖς καὶ γραφικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἰσχυρισμὸ μερικῶν, ζοῦν στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ εἶναι γνώρισμα τῶν ἀγωνιστῶν ποὺ ἀνακάλυψαν τὴν οὐσία τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ νικητὲς τῆς παρούσας ζωῆς καὶ οἱ κληρονόμοι τῆς αἰώνιας.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅταν μελετᾶμε, στοχαζόμαστε καὶ ἑρμηνεύουμε τὸν διαχρονικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν Πατέρων μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι πολλὰ ἀπὸ ὅσα διαβάζουμε δὲν εἶναι δεδομένα τῆς δικῆς μας ζωῆς, ἀλλὰ ζητούμενα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀγώνα. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα μᾶς συγκινοῦν καὶ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας δὲν εἶναι ἐμπειρίες ποὺ φθάσαμε, ἀλλὰ μιὰ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἀκόμη προσπαθοῦμε νὰ κατακτήσουμε, ἐν μέσω προκλήσεων, παγίδων καὶ πειρασμῶν πολλῶν. Γι' αὐτὸ ἂς προσπαθοῦμε μέσα στὸ περιβάλλον ὅπου ζοῦμε, μὲ τὴ στάση τῆς ζωῆς μας καὶ τὴ συμπεριφορά μας, νὰ ἐνισχύουμε τὴν πίστη τὴ δική μας καὶ τῶν ἄλλων. Ἀμήν.

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ματθ θ, 1-8) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



«Καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὸ πλοῖο πέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης στὸ ἀπέναντι μέρος καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη. Καὶ νὰ ἔφεραν σ’ αὐτὸν ἕνα παραλυτικὸ πάνω στὸ κρεβάτι. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παραλυτικό· Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου»

Δική του πόλη ὀνομάζει ἐδῶ τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεὲμ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, ἡ Ναζαρὲτ τὸν μεγάλωσε, ἡ Καπερναοὺμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐκεῖνος ἦταν κατάκοιτος στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ χρόνια· γι’ αὐτὸν ἐδῶ δὲ λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν προστατέψει, αὐτὸς ὅμως εἶχε αὐτοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν σήκωσαν κιόλας καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ σ’ αὐτὸν λέει, «παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου» σ’ ἐκεῖνον, «θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὑγεία σου»; Κι ἐκεῖνον τὸν θεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν ὅμως ὄχι. Γιατί βέβαια θὰ τὸν κατηγοροῦσαν ἂν τὸ ἔκανε· καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι σ’ αὐτὸν σιώπησαν, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν καταδίωκαν. Αὐτὰ τὰ εἶπα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας πὼς ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑποψία πὼς ἦταν ὁ ἴδιος παραλυτικός.

Ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Κυρίου. Γιατί καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀπέφυγε τὸν κόσμο· κι ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Γαδαρηνοί, δὲν ἀντιστάθηκε. Ἔφυγε καὶ μόνο ποὺ δὲν πῆγε μακρυά. Καὶ πέρασε ἀφοῦ ξαναμπῆκε στὸ πλοῖο, ἐνῶ μποροῦσε νὰ πάει περπατώντας. Δὲν ἤθελε νὰ πραγματοποιεῖ πάντα θαύματα, ὥστε νὰ μὴν καταστρέψει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.

Ὁ Ματθαῖος λοιπὸν γράφει ὅτι τὸν ἔφεραν κοντὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ἀφοῦ ἄνοιξαν καὶ τὴ σκεπὴ τὸν κατέβασαν. Κι ἔβαλαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ τὸν ἄρρωστο χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν τίποτα ἀλλὰ ἀφήνοντάς τα ὅλα στὴ διάθεσή του. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου του ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, καὶ δὲ ζητοῦσε τόσο μεγάλη πίστη σ’ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἐδῶ καὶ τὸν πλησίασαν καὶ φανέρωσαν τὴν πίστη τους. Ὅταν εἶδε, γράφει, τὴν πίστη τους, δηλ. ἐκείνων ποὺ ἄνοιξαν τὴ σκεπή. Δὲν γυρεύει παντοῦ τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους μονάχα, π.χ. ὅταν παραφέρονται ἢ τὰ ἔχουν χαμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐδῶ φαίνεται, πὼς ἡ πίστη ἦταν καὶ τοῦ ἀρρώστου• δὲ θὰ δεχόταν νὰ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ σκεπή, ἂν δὲν πίστευε.

Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔδειξαν τόση πίστη, δείχνει κι αὐτὸς τὴ δύναμή του, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες μὲ πλήρη ἐξουσία, καὶ μὲ ὅλη του τὴ συμπεριφορὰ δείχνοντας ὅτι εἶναι ἰσότιμος μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε. Προσέξτε· προηγουμένως τὸ ἔδειξε αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία του, ὅταν τοὺς μιλοῦσε σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἐξουσία· μὲ τὸν λεπρό, ὅταν εἶπε θέλω, καθαρίσου· μὲ τὸν ἑκατόνταρχο, ποὺ τὸν θαύμασε καὶ τὸν ἀνέβασε ψηλότερα ἀπ’ ὅλους· μὲ τὴ θάλασσα, ὅταν τὴν ὑπόταξε μὲ τὸ λόγο μόνο· μὲ τοὺς δαίμονες, ὅταν τὸν παραδέχονταν ὡς κριτή, καὶ τοὺς ἔδιωξε μὲ πολλὴ ἐξουσία. Ἐδῶ πάλι μὲ ἄλλο ἀνώτερο τρόπο τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθροὺς ἀναγκάζει νὰ παραδεχτοῦν τὴν ἰσοτιμία καὶ μὲ τὸ στόμα τους τὸ κάνει φανερό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανερώνει ὅτι δὲν ἀγαποῦσε τὶς τιμὲς -ἦταν πολλοὶ θεατὲς ποὺ ἔκλειναν τὴν εἴσοδο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ψηλὰ – δὲν βιάστηκε νὰ θεραπεύσει ἀμέσως τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὁρατὸ ἀλλὰ παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ θεραπεύει τὸ ἀόρατο πρῶτα, τὴ ψυχή, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες. Τοῦτο τὸν ἄρρωστο τὸν ἔσωζε, στὸν ἴδιο ὅμως δὲν προξενοῦσε μεγάλη δόξα. Ἐκεῖνοι κινημένοι ἀπὸ πονηρία καὶ θέλοντας νὰ ἐπιτεθοῦν ἔκαναν τὸ θαῦμα νὰ λάμψει παρὰ τὴ θέλησή τους. Γιατί ἔτσι ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ἐφευρετικός, χρησιμοποίησε τὸ φθόνο τους γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ θαύματος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔκαναν θόρυβο μεταξύ τους κι ἔλεγαν «Αὐτὸς βλασφημεῖ· ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός;». Ἂς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος. «Ἄραγε διέλυσε τὴν ὑποψία;». Καὶ βέβαια ἂν δὲν ἦταν ἴσος μὲ τὸν Πατέρα ἔπρεπε νὰ πεῖ· Γιατί μοῦ ἀποδίδετε δύναμη ποὺ δὲν μοῦ ταιριάζει; Πολὺ ἀπέχω ἐγὼ ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτή. Τώρα ὅμως δὲν εἶπε κάτι τέτοιο. Ἴσα -ἴσα βεβαίωσε καὶ ἐπικύρωσε τὸ ἀντίθετο καὶ μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ἡ περιαυτολογία φαινόταν ὅτι στενοχωροῦσε τοὺς ἀκροατές, μὲ τὸ στόμα τῶν ἄλλων βεβαιώνει ὅ,τι τὸν ἀφορᾶ. Καὶ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι τὸ κάνει ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐχθρῶν. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ πλῆθος τῆς σοφίας του.


 

Μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων του ἐπιβεβαιώθηκε, ὅταν εἶπε «θέλω, καθαρίσου» καὶ ὅταν εἶπε «οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόση πίστη». Μὲ τὸ στόμα τῶν ἔχθρων του τώρα. Ἐπειδὴ εἶπαν κανένας δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός, συμπλήρωσε: «Γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ ἀκοῦστε». Γυρίζει τότε καὶ λέει στὸν παράλυτο. Σήκω πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Κι ὄχι ἐδῶ μονάχα ἀλλὰ κι σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν ὅτι δὲ σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ μία καλή σου πράξη, ἀλλὰ γιὰ τὴ βλασφημία σου κι ὅτι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτό σου Θεό, οὔτε ἐκεῖ δὲν ἀνέτρεψε τὴ γνώμη αὐτή, ἀλλὰ τὴν ἐπικύρωσε λέγοντας· «Ἂν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε· ἂν ὅμως τὰ ἐκτελῶ, κι ἂν δὲν πιστεύετε σὲ μένα, πιστέψτε στὰ ἔργα.

Ἐδῶ ὡστόσο παρουσιάζει κι ἄλλο σημάδι τῆς θεότητάς του -ὄχι μικρὸ – καὶ τῆς ἰσοτιμίας μὲ τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων ἀνήκει μόνο στὸ Θεό. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνο τὰ ἁμαρτήματα συγχωρεῖ ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ κάνει κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ Θεοῦ· ἀποκαλύπτει τὰ μυστικὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα στὴν καρδιά. Δὲν εἶχαν ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ σκέφτηκαν. Μερικοὶ γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους· Αὐτὸς βλασφημεῖ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἤξερε τὶς σκέψεις τους εἶπε· «Γιατί κάνετε μὲ τὸ νοῦ σας πονηρὲς σκέψεις;». Ὅτι μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει νὰ γνωρίζει τὰ μυστικά, ἄκουσε τί λέει ὁ προφήτης· «Σὺ μόνος ἀπ’ ὅλους γνωρίζεις τὶς καρδιές»· καὶ πάλι· «σὺ ὁ Θεὸς ποὺ ἐξετάζεις τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο». Καὶ ὁ Ἱερεμίας λέει· «Βαθύτερη ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ποιὸς θὰ τὸν κατανοήσει;»

Καὶ τοῦτο· «ὁ ἄνθρωπος κοιτάζει τὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά». Καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ χωρία τῆς Γραφῆς μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀνήκει στὸ Θεὸ νὰ γνωρίζει τὴ ψυχή. Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν ὅτι εἶναι Θεὸς ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ φανερώνει αὐτὰ ποὺ συλλογίζονταν. Γιατί αὐτοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸν κόσμο, δὲν τολμοῦσαν νὰ διατυπώσουν μπροστὰ σ’ ὅλους τὴ γνώμη τους. Κι ἐδῶ δείχνει πολλὴ πραότητα. Γιατί, λέει, κάνετε μέσα στὴν καρδιὰ σας πονηρὲς σκέψεις; Καὶ βέβαια, ἂν ἔπρεπε κάποιος ν’ ἀγανακτήσει, αὐτὸς ἦταν ὁ ἄρρωστος, ἐπειδὴ εἶχε ξεγελαστεῖ. Μποροῦσε νὰ πεῖ· «γιὰ ἄλλο ἦρθα νὰ μὲ θεραπεύσεις κι ἄλλο σὺ διορθώνεις; Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μου;». Τώρα ὡστόσο αὐτὸς τίποτα τέτοιο δὲ λέει ἀλλὰ παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὴ διάκριση ἐκείνου ποὺ τὸν θεραπεύει. Ἐνῶ ἐκεῖνοι, ὑπερβολικοὶ καὶ φθονεροὶ καθὼς εἶναι, ὑπονομεύουν τὴ φιλάνθρωπη δράση τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐπιπλήττει βέβαια ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν ἐπιείκεια. Ἂν δὲν σᾶς φαίνεται πιστευτὸ τὸ πρῶτο καὶ νομίζετε εἶναι μεγάλα λόγια ὅ,τι εἶπα, ὁρίστε προσθέτω σ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα· θ’ ἀποκαλύψω τὰ μυστικά σας. Κι ἄλλο πάλι ἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Τὸ ὅτι θὰ σφίξω τὶς ἀρθρώσεις τοῦ παραλυτικοῦ.

Κι ὅταν μίλησε στὸν παράλυτο δὲν φανέρωσε καθαρὰ τὴν ἐξουσία του μὲ τοὺς λόγους του. Δὲν εἶπε «συγχωρῶ τὶς ἁμαρτίες σου», ἀλλὰ «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Κι ὅταν αὐτοὶ τὸν ἀνάγκασαν, παρουσιάζει λαμπρότερα τὴν ἐξουσία του, λέγοντας· «Καὶ γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ». Βλέπετε πόσο ἤθελε νὰ θεωρεῖται ἴσος μὲ τὸν πατέρα; Οὔτε εἶπε ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλο ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὅτι τοῦ ἔδωσε ἐξουσία, ἀλλὰ ὅτι ἔχει ἐξουσία, καὶ δὲν τὸ λέει αὐτὸ γιὰ ἐπίδειξη ἀλλὰ «γιὰ νὰ σᾶς πείσω», λέγει, «ὅτι δὲ βλασφημῶ κάνοντας τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸ Θεό». Παντοῦ θέλει νὰ δίνει ἀποδείξεις σαφεῖς, ἀναντίρρητες, ὅπως ὅταν λέει• «Πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸν ἱερέα». Κι ὅταν δείχνει τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου νὰ ὑπηρετεῖ. Κι ὅταν ἐπιτρέπει νὰ κατακρημνιστοῦν οἱ χοῖροι. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ.

Τὴ σύσφιξη τῶν ἀρθρώσεων τὴν κάνει ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων. Καὶ τὸ σήκωμα τοῦ κρεβατιοῦ ἀπόδειξη τῆς σύσφιξης. Ὥστε νὰ μὴ νομισθεῖ ὅτι εἶναι φαντασία αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ παρὰ ἀφοῦ τοὺς ρώτησε· «Τί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πεῖς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου ἢ νὰ πεῖς σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι τὸ ἑξῆς. «Τί σᾶς φαίνεται εὐκολότερο νὰ σφίξετε χαλαρωμένες ἀρθρώσεις ἢ νὰ συγχωρήσετε ἁμαρτίες; Φανερὸ ὅτι νὰ σφίξετε τὶς ἀρθρώσεις». Ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο ἀνώτερη εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἕνα εἶναι ἀόρατο καὶ τὸ ἄλλο φανερό, γι’ αὐτὸ προσθέτω καὶ τὸ κατώτερο ἀλλὰ φανερότερο. Ἔτσι τὸ μεγαλύτερο κι ἀόρατο νὰ λάβει μ’ αὐτὸ τὴν ἀπόδειξη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα φανέρωνε προκαταβολικὰ μὲ τὰ ἔργα του αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰωάννης εἶχε πεῖ, ὅτι αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.

Ἀφοῦ τὸν θεράπευσε, τὸν στέλνει στὸ σπίτι. Καὶ πάλι ἐδῶ δείχνει μετριοφροσύνη κι ὅτι δὲν ἦταν φαντασία ὅ,τι εἶχε γίνει. Τοὺς μάρτυρες τῆς ἀρρώστιας, τοὺς κάνει καὶ τῆς ὑγείας μάρτυρες. Ἐγὼ θὰ ἤθελα, λέει, μὲ τὴ δική σου ἀσθένεια, νὰ θεραπεύσω κι αὐτοὺς ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ὑγιεῖς ἐνῶ τὸ πνεῦμα τους νοσεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ θέλουν πήγαινε στὸ σπίτι, γιὰ νὰ διορθώσεις τοὺς δικούς σου. Βλέπετε πῶς δείχνει ὅτι εἶναι δημιουργὸς καὶ ψυχῆς καὶ σωμάτων; Τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτὰ θεραπεύει τὴν παράλυση καὶ κάνει φανερὸ τὸ ἀόρατο ἀπὸ τὸ ὁρατό. Σέρνονται ὅμως ἀκόμα στὴ γῆ. «Ὅταν εἶδε ὁ κόσμος θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους». Τοὺς ἐμπόδιζε ἡ σάρκα.

Αὐτὸς ὅμως δὲν τοὺς κατηγόρησε ἀλλὰ προχωρεῖ ἀνεβάζοντάς τους μὲ τὰ ἔργα καὶ κάνοντας ψηλὸ τὸ φρόνημά τους. Ἐπὶ τέλους δὲν ἦταν μικρὸ νὰ θεωρεῖσαι πὼς εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅτι ἔρχεσαι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν εἶχαν ἀποκτήσει γι’ αὐτὰ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ βεβαιότητα, προχωρώντας θὰ καταλάβαιναν, ὅτι ἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὰ συνέλαβαν ὅμως αὐτὰ καθαρὰ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸν πλησιάσουν. Ἔλεγαν πάλι· αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Πῶς εἶναι αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ συνεχῶς ἔλεγαν τὰ ἴδια, σὰν προκαλύμματα τῶν παθῶν τους. Τὸ ἴδιο κάνουν πολλοὶ καὶ τώρα, παρόλο ποὺ νομίζουν ὅτι ὑπερασπίζουν τὸ Θεό, ἱκανοποιοῦν δικά τους πάθη, ἐνῶ πρέπει σ’ ὅλα νὰ εἴμαστε μετριοπαθεῖς.

Πρέπει λοιπὸν νὰ θεραπεύουμε τὸ πάθος μὲ μετριοπάθεια. Γιατί αὐτὸς ποὺ γίνεται καλύτερος ἀπὸ φόβο ἀνθρώπων, γρήγορα θὰ γυρίσει πάλι στὴν κακία. Γι’ αὐτὸ διέταξε νὰ ἀφεθοῦν τὰ ζιζάνια, παραχωρώντας πάλι μιὰ προθεσμία γιὰ μετάνοια. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λοιπὸν μετάνιωσαν κι ἔγιναν σπουδαῖοι ἀπὸ κακοὶ ποὺ ἦσαν ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ τελώνης, ὁ ληστής. Αὐτοὶ ἦσαν ζιζάνια, ἔγιναν ὅμως σιτάρι μεστωμένο. Στοὺς σπόρους φαίνεται τοῦτο δύσκολο· εἶναι ὅμως εὔκολο καὶ κατορθωτὸ σχετικὰ μὲ τὴ θέληση· δὲν ἔχει αὐτὴ δεθεῖ μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ἀλλὰ ἔχει τιμηθεῖ μὲ ἐλευθερία.

Ὅταν συναντήσεις λοιπὸν ἐχθρό της ἀλήθειας, θεράπευσέ τον, περιποιήσου τον, ξανάφερέ τον στὴν ἀρετὴ δείχνοντάς του τέλεια ζωή, παρέχοντας λόγο ἀκατηγόρητο, γίνε προστάτης καὶ κηδεμόνας του. Χρησιμοποίησε κάθε τρόπο γιὰ διόρθωση ὅπως κάνουν οἱ ἄριστοι γιατροί. Οὔτε αὐτοὶ δὲν θεραπεύουν μὲ ἕνα τρόπο μόνο· ὅταν δοῦν ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ ἡ πληγὴ μὲ τὸ πρῶτο φάρμακο, προσθέτουν δεύτερο, κι ἔπειτα τρίτο. Κάνουν ἐγχειρήσεις, χρησιμοποιοῦν ἐπιδέσμους. Καὶ σὺ λοιπὸν ποὺ εἶσαι γιατρὸς τῶν ψυχῶν, μεταχειρίσου κάθε θεραπευτικὸ τρόπο κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λάβεις μισθὸ καὶ τῆς δικῆς σου καὶ τῆς ὠφέλειας τῶν ἄλλων. Πράξε τα ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι θὰ δοξαστεῖς καὶ σύ. «Θὰ δοξάσω», λέει, «ὅποιους μὲ δοξάσουν. Κι ὅποιοι μὲ περιφρονοῦν θὰ τοὺς περιφρονήσω».

Ἂς τὰ πράττουμε λοιπὸν ὅλα γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ τὸ μακάριο τέλος. Αὐτὸ μακάρι ὅλοι μας νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιου της Κυριακής ΣΤ Ματθαίου π. Γεώργιος Δορμαπαράκης


Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ: Θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. 9, 2)
α. Ο Κύριος, ως ο ενσαρκωθείς Θεός μας, έρχεται στον κόσμο προς σωτηρία του κόσμου, ανατρέποντας όμως όλες τις θεωρούμενες λογικέςπαραμέτρους. Ο ερχομός Του συνιστά αν όχι την κατάργηση της λογικής, σίγουρα όμως την υπέρβασή της. Με τον Χριστό, βρισκόμαστε σε άλλο επίπεδο ζωής, που ναι μεν «πατάει» στο έδαφος, αλλά κινείται στο χώρο του ουρανού. Όλα με τον Χριστό δηλαδή λειτουργούν θεανθρώπινα. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζει κανείς και από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο Κύριος θεραπεύει έναν παράλυτο, τον οποίο φέρνουν ενώπιόν Του κάποιοι φίλοι του παραλύτου. Κι ο Κύριος αποκαθιστώντας τον σώο, του θεραπεύει ταυτόχρονα και την ψυχή. Πριν δηλαδή δώσει την εντολήν «άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου», τον βεβαιώνει: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Τι θέλουμε να πούμε πιο συγκεκριμένα;

β. 1. Δύο είναι στο περιστατικό οι «ανατροπές» της ανθρώπινης λογικής. Ο Κύριος, με το δεδομένο της θέλησής Του να θεραπεύσει τον παράλυτο, πρώτον: θα έπρεπε να απευθυνθεί σε αυτόν δίνοντας εντολή για την αποκατάσταση του προβλήματός του: να γίνει υγιής σωματικά, να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να περπατήσει, κάτι που γίνεται, αλλά δευτερογενώς, δεύτερον: θα έπρεπε να απευθυνθεί σε αυτόν αποκλειστικά, αφού αυτός μόνος είχε το πρόβλημα. Του παραλύτου μόνον η πίστη θα έπρεπε να ήταν η προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η δύναμη του Χριστού, όπως το συναντούμε σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. του παραλύτου της κολυμβήθρας της Βηθσαϊδά.

2. Όμως ο Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικά από το ανθρωπίνως προβλεπόμενο. Κ α ι η προτεραιότητά του είναι όχι η παραλυσία του ανθρώπου, αλλά οι αμαρτίες του, η ψυχική του δηλαδή κατάσταση, κ α ι η «όρασή» Του είναι ευρύτερη, αφού κοιτά την πίστη όλων, και του παραλύτου και των φίλων του, προκειμένου να τον θεραπεύσει. Γιατί λοιπόν αυτές οι «ανατροπές»; Η απάντηση δεν φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Στην πρώτη «ανατροπή», ο Κύριος, μέσα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, μάς επισημαίνει την αλήθεια ότι το κεντρικό και ουσιαστικό πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι τόσο η σωματική του κατάσταση, όσο η πνευματική. Η αμαρτία δηλαδή είναι εκείνο που αρρωσταίνει τον άνθρωπο, τον παραλύει ψυχικά και τον κάνει να καταστρέφεται και να οδηγείται στον θάνατο, αφού αυτή τον χωρίζει από τον Θεό, την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος να ζει φυσιολογικά με τον Θεό, γι’ αυτό και κάθε αμαρτία αποτελεί διαστροφή, τραύμα και πληγή στην ύπαρξή του. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Η σωματική παραλυσία, η σωματική ασθένεια, αποτελεί αντανάκλαση της πνευματικής παραλυσίας, συνεπώς η πραγματική θεραπεία ξεκινάει από την ψυχή. Πολλές φορές βέβαια υφίσταται η υγεία της ψυχής χωρίς να είναι υγιές και το σώμα, όπως συμβαίνει και το αντίθετο, κάτι που ανάγεται στις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού, που έχει συγκεκριμένο σχέδιο για τον κάθε άνθρωπο. Στην προκειμένη περίπτωση του σημερινού ευαγγελίου όμως, η αμαρτία του παραλύτου ήταν και η αιτία της σωματικής του παραλυσίας, γι’ αυτό και ο Κύριος «κτυπάει» τη ρίζα του κακού.

Στη δεύτερη «ανατροπή», ο Κύριος μάς προσανατολίζει σε μία βαθειά αλήθεια: κοιτώντας όχι μόνον την πίστη του παραλύτου αλλά και των φίλων του, που φαίνεται να τη λαμβάνει σοβαρότατα υπ’ όψιν, είναι σαν να μας αποκαλύπτει τη δύναμη της κοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους, το πόσο δηλαδή συγκινεί τον Θεό να μας βλέπει ενωμένους για την πραγμάτωση ενός καλού, ώστε αυτό που οι πολλοί ή οι περισσότεροι του ενός επιθυμούν και το ζητούν από Εκείνον, να γίνεται αμέσως ενέργεια και πράξη. Και βεβαίως γνωρίζουμε ως χριστιανοί ότι αυτό συνιστά και τον σκοπό του ερχομού του Χριστού στον κόσμο: «ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν». Αυτό ήταν και το βασικό αίτημα του Χριστού στην αρχιερατική προσευχή Του, λίγο πριν από το Πάθος Του. Ζητούσε από τον Ουράνιο Πατέρα «ίνα ώσιν (οι άνθρωποι) εν, καθώς και ημείς εν εσμέν». Κι αιτία για την «ευαισθησία», θα λέγαμε, του Θεού μας στο θέμα της ενότητας προφανώς δεν είναι κάτι άλλο, από το ότι η ενότητα αποτελεί το σημάδι της ύπαρξης της αγάπης, η οποία πάντοτε συνιστά και το κύριο θέλημα του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Στη σημερινή περίπτωση λοιπόν οι φίλοι του παραλύτου φανερώνουν την αγάπη τους προς τον φίλο τους και η ενότητά τους αυτή δίνει ώθηση και στην αγάπη του Χριστού να εκφραστεί με αμεσότητα.

3. Η αντίδραση του Χριστού όμως να θεραπεύσει ψυχοσωματικά τον παράλυτο, με τη συνέργεια βεβαίως της πίστεως και των φίλων του, αποκαλύπτει, εκτός από τη δύναμη της αγάπης και της ενότητας, όπως είπαμε, τη θεότητα και από την άποψη αυτή του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός ως Κύριος ο Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων, κάτι που ναι μεν προκαλεί τους Φαρισαίους, επιβεβαιώνεται όμως από το θαύμα που ακολουθεί. Κι είναι η μόνη πραγματικότητα που οδηγεί τον άνθρωπο σε ψυχοσωματική ισορροπία. Διότι είναι αποδεδειγμένο ότι εκείνο που προκαλεί ταραχή στον άνθρωπο, επιθετικότητα και θλίψη, είναι η ενοχή που δημιουργεί πάντοτε η αμαρτία. Επομένως, μόνον όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από τις ενοχές του, δηλαδή όταν εν μετανοία στραφεί προς τον Χριστό, θα μπορέσει να γαληνέψει και να σταθεί με καλό τρόπο απέναντι και στον κάθε συνάνθρωπό του.

γ. Η δύναμη της κοινής πίστεως, η βίωση της αφέσεως των αμαρτιών. Πνευματικές καταστάσεις, που τις ζούμε στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και μάλιστα εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται αυτή, στη Θεία Λειτουργία. Μέσα στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και στη «θολούρα» των παθών του κόσμου, η λύση είναι πέραν των ανθρωπίνων «λογικών». Είναι εκεί που υπάρχει ο ίδιος ο Χριστός, ο μόνος ικανός να θεραπεύσει την όποια παραλυσία. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...