Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2017

Ἁγιότητα καὶ ἐνηλικίωση

Ψυχολογικὴ καὶ Ποιμαντικὴ προσέγγιση


Κάθε ἀπόπειρα προσέγγισης αὐτοῦ ποὺ συμβατικὰ ὀνομάζουμε πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα πρέπει νὰ διέπεται ἐκ προοιμίου ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἀποφυγῆς μερικῶν θεμελιωδῶν λαθῶν. Τέτοια λάθη μπορεῖ νὰ γίνουν ὑπὸ τὴν ἐπήρεια μιᾶς νοοτροπίας ποὺ στηρίζει τὶς ἀξιολογήσεις της στὴν ἀπόλυτη διάκριση μεταξὺ «Ἱεροῦ» καὶ «βέβηλου» μεταξὺ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου. Τοῦτο συνεπάγεται τὴν ἀποδοχὴ ὡς αὐτονόητου τοῦ διαχωρισμοῦ μεταξὺ ὅσων πιστεύουμε πὼς καθορίζουν τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ ὅλων ὅσα διέπουν τὴν καθημερινότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

Πρέπει, ἐπίσης, νὰ θυμόμαστε πὼς ἡ θρησκευτικότητα ποὺ ἀναπτύσσει ἕνας νέος δὲν εἶναι «αὐτοφυής». Ὁ τρόπος ποὺ βιώνεται ἡ θρησκευτικὴ πίστη καὶ καλλιεργεῖται ἡ ἐπιθυμία ἐκζήτησης τῆς ἁγιότητας διαμορφώνεται μέσα στὸ οἰκογενειακό, στὸ κοινωνικό. στὸ πολιτισμικό, στὸ ἐκπαιδευτικὸ καὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὅποιο ζεῖ καὶ ἠλικιώνεται αὐτὸς ὁ νέος.

Τὸ παιδὶ ποὺ θέλει -ἢ θέλουμε- νὰ πορευτεῖ πρὸς τὴν ἁγιότητα ἔχει ἤδη τὸν ψυχισμό του, τὴ δομὴ τῆς προσωπικότητάς του, τὴ βιολογικὴ καὶ τὴν ψυχολογική του κληρονομιὰ πάνω στὰ ὁποῖα ἐπιδροῦν καταλυτικὰ οἱ ἐμπειρίες ποὺ ἀποκτᾶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὸν περιβάλλοντα κόσμο.

Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα ἀγνοώντας ἢ παραγνωρίζοντας αὐτὴν τὴ δεδομένη πραγματικότητα, ἀφοῦ αὐτὴ προσδιορίζει προκαταβολικὰ ὅ,τι καλεῖται ἁγιαζόμενο νὰ μεταμορφωθεῖ;

Οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τὶς ψυχολογικὲς διεργασίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες περνᾶ ὁ νέος ἄνθρωπος κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὴν ἐνηλικίωση, καταγράφουν πολύτιμες παρατηρήσεις, καὶ μᾶς τροφοδοτοῦν μὲ γνώσεις ἀξιοποιήσιμες πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς καλύτερης κατανόησης ὅσων προαναφέρθηκαν. Οἱ γνώσεις αὐτὲς φωτίζουν ἐπίσης τὸν προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὰ πιθανὰ λάθη ποὺ μπορεῖ νὰ γίνουν, ὅταν «πιέζουμε» πρὸς μιὰ μορφὴ ἁγιότητας μὲ προδιαγραφές, ἀσύμβατες μὲ τὴν ἰδιοσυστασία καὶ τὶς δυνατότητες τοῦ ἀναπτυσσόμενου παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὴν τεράστια δεξαμενὴ αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν ἐπιλέγουμε νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὴν προσέγγιση μερικῶν ἀπὸ τὶς πιὸ τυπικὲς διεργασίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πορεία πρὸς τὴν ἐνηλικίωση.

Μεγάλο μέρος τῆς ψυχολογικῆς ἀναστάτωσης ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐφηβεία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐπαναδιαπραγμάτευση τῶν παιδικῶν ψυχοσυγκρούσεων. Ὁ ὅρος ἀναφέρεται κυρίως σὲ ψυχολογικὲς συγκρουσιακὲς καταστάσεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐπιθετικότητα καὶ τὴ σεξουαλικότητα.

Κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία θὰ ὑπάρξουν, ἀναπόφευκτα, μεταξὺ γονέων καὶ παιδιῶν «ἐμπόλεμες» καταστάσεις. Στὸ πλαίσιο τῆς διαπαιδαγώγησης θὰ ἐπιβληθοῦν τιμωρίες, ἐνδεχομένως χειροδικίες ἢ ἄλλες ἄμεσες ἢ ἔμμεσες «παιδαγωγικὲς» παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες εἰσπράττονται ὡς ἐπιθετικὲς πράξεις. Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθετικότητα ποὺ διακινοῦν στὸ παιδὶ εἶναι δυσανάλογα πρὸς τὶς σωματικές του δυνάμεις καὶ τὸ δέος μπροστὰ στὸν παντοδύναμο γονέα. Αὐτὲς οἱ ψυχολογικὲς ἐντάσεις βρίσκουν διέξοδο εἴτε μέσω συμβολικῶν πράξεων (βλέπε κατεστραμμένα παιγνίδια ἢ τὸ παιγνίδι-πόλεμος) εἴτε μέσῳ τῆς φαντασίας (βλέπε παραμύθια μὲ «κοντορεβιθούληδες» ποὺ νικοῦν δράκους καὶ γίγαντες κλπ.). Στὴν ἐφηβεία, ὅμως, οἱ σωματικὲς δυνάμεις καθιστοῦν δυνητικὰ ἐφικτὴ τὴν ἄμεση ἔκφραση τοῦ θυμοῦ. Κατὰ συνέπεια, οἱ ἐπιθετικὲς διαθέσεις συνιστοῦν τόσο ἐσωτερικὴ ψυχολογικὴ ἀπειλὴ ὅσο καὶ ἔντονα ἐνοχοποιητικὴ κατάσταση στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἐφήβου.

Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ στὸν τομέα τῆς σεξουαλικότητας. Ξαφνικά, ἡ φυσικὴ παρουσία τῶν πιὸ ἀγαπημένων καὶ οἰκείων προσώπων προκαλεῖ ἄγχος καὶ ἀνάγκη ἀποστασιοποίησης. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι οἱ πιὸ ἁπλὲς καὶ τρυφερὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως τὸ χάδι, ἡ ἀγκαλιά. τὸ φιλὶ κ.λπ., τρομάζουν τὸν ἔφηβο καὶ δημιουργοῦν ψυχολογικὴ σύγχυση, καθὼς τὸ σῶμα βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἀπειλητικὴ φόρτιση τῆς ἀφυπνιζόμενης σεξουαλικότητας.

Τόσο ἡ ἐπιθετικότητα ὅσο καὶ ἡ σεξουαλικότητα ἀπαιτοῦν τὴν τακτοποίηση τῶν συσσωρευμένων ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ψυχολογικῶν ἐκκρεμοτήτων, ὥστε νὰ γίνουν ἐφικτὲς οἱ ὥριμες, ὑπεύθυνες καὶ μὴ συγκρουσιακὲς ἀνάλογες σχέσεις στὸν ἐνήλικο βίο. Ἐὰν αὐτὴ ἡ πραγματικότητα δὲν ἀναγνωριστεῖ, ἐὰν ὁ τρόπος παιδαγωγικῆς καὶ πνευματικῆς ἀντιμετώπισης αὐτῶν τῶν φαινομένων στηριχθεῖ στὴν ἄρνηση παραδοχῆς τῆς ὕπαρξής τους, στὴν ἀπαξίωση, στὴν ἐνοχοποίηση ἢ στὴ δαιμονοποίηση, τότε εἶναι πιθανὸν οἱ ἐπιπτώσεις νὰ εἶναι σοβαρές. Ἡ μὴ κατὰ μέτωπο καὶ ἡ χωρὶς ρεαλισμὸ ἀντιμετώπιση αὐτῶν τῶν φυσιολογικῶν καταστάσεων μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάπτυξη στὸν νέο ἄνθρωπο ἀγωνιστικοῦ φρονήματος καὶ νηφάλιας καὶ ὑπεύθυνης στάσης ὁδηγεῖ κάποτε στὴν ὀργάνωση νευρωτικῶν προσωπικοτήτων. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ παθολογικὴ κατάσταση ποὺ στεγάζεται ὑπὸ τὸν ἐπιστημονικὸ ὅρο ψευδὴς ἑαυτός.

Στὴν ψυχιατρικὴ βιβλιογραφία συναντᾶμε τὴν καταγραφὴ περιπτώσεων, στὶς ὁποῖες ἡ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ ἐμφανίζεται κυριαρχούμενη ἀπὸ τὴ θρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὑποκρύπτει ἔντονες ἀσυνείδητες συγκρουσιακὲς καταστάσεις. Τέτοιο παράδειγμα εἶναι ὁ λεγόμενος ἀσκητικὸς ἔφηβος. Ἡ ἀναφορὰ δὲν παραπέμπει στὴν ἀσκητικὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ σὲ μιὰ ἐγωκεντρική, ὑπερβολικὰ αὐστηρὴ (ὑπερεγωτικὴ) στάση τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Πρόκειται γιὰ κατάσταση, ὅπου ἡ προηγηθεῖσα ψυχολογικὴ συγκρότηση καὶ ἀνάπτυξη ἐμπεριέχει πολλὰ στοιχεῖα ἐνοχοποίησης καὶ συγκρούσεων, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ἔφηβος νὰ τρομάζει μὲ τὶς ἴδιες του τὶς ἐπιθυμίες. Ἡ αἴσθηση ἀδυναμίας νὰ ἐπεξεργαστεῖ καὶ νὰ διαπραγματευτεῖ τὶς ἐνορμήσεις του μέσα στὸ πλαίσιο τῶν περιορισμῶν ποὺ ἐπιβάλλει ἡ πραγματικότητα, ὁδηγεῖ σὲ λύσεις ποὺ μοιάζουν μὲ κήρυξη πολέμου ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του.

Παρὰ τὸν ἔντονα νευρωτικὸ χαρακτήρα αὐτῆς τῆς κατάστασης, ἐνδέχεται τὸ περιβάλλον νὰ ἐκλάβει τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις σὰν σημάδια πρώιμων ἐκδηλώσεων τῆς κλίσης γιὰ ἀφιέρωση σὲ πνευματικότερους τρόπους ζωῆς. Τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ἡ εὐόδωση πρόωρων καὶ ἄκαιρων ἐπιλογῶν εἴτε αὐτὲς ἀφοροῦν τὸν μοναχισμὸ εἴτε ἄλλου τύπου ἀφιερώσεις εἴτε συνεπάγονται τὴν πίεση γιὰ ἐξαναγκασμὸ στὸ ἀντίθετο, ὅπως πρόωροι καὶ βεβιασμένοι γάμοι ἢ δεσμεύσεις γιὰ ἔγγαμη ἱεροσύνη. Εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε ἐπιλογὴ ποὺ στηρίζεται σὲ ψυχολογικὰ ἀδιέξοδα καὶ ὄχι σὲ ἑκούσιες, ὥριμες ἐπιλογὲς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἔχει ὀδυνηρὲς ἐπιπτώσεις τόσο στὸν ἀτομικὸ ὅσο καὶ στὸν κοινωνικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ βίο.

Ὑπὸ τὸ κράτος παρόμοιων ψυχολογικῶν μηχανισμῶν μπορεῖ νὰ συναντήσουμε καὶ τὴν ἄλλη ὄψη τοῦ ἰδίου νομίσματος, Πρόκειται γιὰ τὸν λεγόμενο ἀσυμβίβαστο ἔφηβο, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ἐντύπωση τοῦ προκλητικοῦ ἐπαναστάτη. Ἡ προκλητικὴ συμπεριφορὰ παρουσιάζεται μερικὲς φορὲς σὰν υἱοθέτηση στάσεων ποὺ κατακρίνουν καὶ ἀμφισβητοῦν τὰ «παραδεδομένα» στὸ ὄνομα μιᾶς αὐθεντικότερης ἔκφρασης τῆς πίστης. Στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ προσπάθεια ἀποφυγῆς τοῦ ἄγχους προσαρμογῆς στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐνηλικίωσης καὶ ἐκφράζει μεγάλη δυσκολία ἀντιμετώπισής τους εἰσπράττοντας πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ὄχι ὡς ἀπαιτήσεις ὡρίμανσης ἀλλὰ σὰν ψυχολογικὴ ἀπειλή.

Τελικά, καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη καθὼς καὶ στὶς πολλὲς ἐνδιάμεσες καταστάσεις, μπορεῖ νὰ ἐπικρατεῖ μιὰ μορφὴ θρησκευτικότητας ποὺ δημιουργεῖ ἕνα εἶδος ἀπατηλῆς αἴσθησης διεκδίκησης ἢ ἀκόμη καὶ κατάκτησης τῆς ἁγιότητας. Πρέπει νὰ τονιστεῖ μὲ ἔμφαση ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ὑποκρισία ἀλλὰ γιὰ τὸν ἐγκλωβισμὸ τοῦ ἐφήβου πίσω ἀπὸ ἕνα προσωπεῖο ἁγιότητας. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει εἶναι ἡ καταδυνάστευση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀπὸ νευρωτικοὺς ψυχολογικοὺς μηχανισμοὺς ἄμυνας, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν στὸν σχηματισμὸ αὐτοῦ ποὺ στὴν ψυχολογικὴ γλώσσα -ὅπως προαναφέραμε- ὁρίζεται ὡς «ψευδὴς ἑαυτός».

Μορφοποιεῖται ἔτσι μία κατάσταση, ἡ ὁποία ἀφενὸς δὲν εἶναι γνήσια -ἑπομένως δὲν ἀντέχει στὶς πραγματικὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς-, ἀφετέρου συνεπάγεται πολλαπλὲς δυσπροσαρμοστικὲς -ἑπομένως ὀδυνοποιὲς- ἐπιπλοκὲς στὴν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τοῦ ὑποκειμένου. Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ συγκρότηση ἑνὸς προσωπείου ἁγιότητας, τὸ ὁποῖο θὰ καταρρεύσει μόλις ἡ ζωὴ δοκιμάσει τὴν ἀντοχή του, ἀνοίγοντας τὸν δρόμο στὴν πιθανὴ ἀνάπτυξη ψυχοπαθολογικῶν ἐκτροπῶν.

Τὸ ἐξ ὁρισμοῦ δύσκολο ἔργο τῆς ἐπαναδιαπραγμάτευσης τῶν παιδικῶν ψυχοσυγκρούσεων γίνεται ἀκόμη δυσκολότερο καὶ περιπλοκότερο καθὼς συναντᾶται ἀναπότρεπτα μὲ τὴν ἀπαίτηση διεκπεραίωσης μιᾶς ἄλλης, ἐξίσου δύσκολης καὶ ἀπαιτητικῆς, ψυχολογικῆς διαδικασίας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ νέου ἀνθρώπου νὰ ἀνεξαρτητοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν πυρηνικὴ οἰκογένεια, νὰ αὐτονομηθεῖ καὶ νὰ κοινωνικοποιηθεῖ.

Συνέπεια αὐτῶν τῶν διεργασιῶν εἶναι νὰ ἐμφανιστοῦν στὸ προσκήνιο τὰ φαινόμενα ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς ψυχολογικὲς διαδικασίες τοῦ ἀποχωρισμοῦ, ὅπως εἶναι τὸ πένθος, ἡ ἀνάγκη ἀποεξιδανίκευσης τῶν γονέων, ἡ ἀμφισβήτηση ὅσων μέχρι τότε ἔμοιαζαν αὐτονόητες ἀρχὲς καὶ ἀξίες, κ.ο.κ. Καθώς, λοιπόν, ἀμφισβητοῦνται ὅλα τὰ «παραδεδομένα» καὶ ἡ ἐνοχικὴ ἐπιθετικότητα δηλητηριάζει τὶς σχέσεις, μοιάζει παράδοξο νὰ μιλοῦμε γιὰ ἁγιότητα.

Ἂν δὲν κατανοήσουμε, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἁγιότητα δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ μέσα στὸ στενὸ πλαίσιο τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς, ἂν ἐγκλωβιστοῦμε στὴ φαινομενολογία ποὺ καθορίζουν τὰ στερεότυπα ποὺ ἔχει κάθε γενιὰ στὸ μυαλό της, κινδυνεύουμε νὰ βαθύνουμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ἀσφαλείας τὴν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν προκλητικότητα τῆς ἐφηβικῆς ἀμφισβήτησης καὶ ἐπικριτικότητας.

Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «κινδυνεύουμε» δὲν εἶναι ρητορική. Ἡ διακινδύνευση μετατροπῆς τοῦ φυσιολογικοῦ πένθους σὲ κατάθλιψη καὶ ἡ υἱοθέτηση συμπεριφορῶν αὐτοκαταστροφικῶν ἢ αὐτοερεθιστικῶν εἶναι πρὸ τῶν πυλῶν. Βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἐπικίνδυνη ἐξελικτικὴ ψυχολογικὴ φάση. Ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς ἁγιότητας ὡς συμμόρφωσης πρὸς τὶς γονικὲς ἀπαιτήσεις, χωρὶς συναίσθηση τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ νέος ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴν ἐποχή μας, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀντίθετα, ἴσως ὀλέθρια, ἀποτελέσματα.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ χριστιανικὲς οἰκογένειες δὲν ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς μὴ χριστιανικὲς σὲ ταλαιπωρίες μὲ τὰ παιδιά τους. Βάσανα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ χρήση ναρκωτικῶν οὐσιῶν, μὲ ἀντικοινωνικὲς συμπεριφορὲς ἢ μὲ ἐρωτικὲς ἐλευθεριότητες. Δὲν εἶναι, ἐπίσης, τυχαῖο, ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς ἔξαρσης τῶν λεγόμενων παραθρησκειῶν (cults) συνεχῶς διογκώνεται τόσο διεθνῶς ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ μὴν ἀποτελεῖ πιὰ πεδίο ἐνδιαφέροντος μόνο τῆς θεολογίας ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης.

Ἡ εὐκολία καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο οἱ νέοι στρατεύονται ἰδεολογικὰ ἢ γίνονται θύματα παραθρησκευτικῶν ἢ ἄλλων περιθωριακῶν ὀργανώσεων σχετίζονται ἄμεσα ὄχι μόνο μὲ ὅσα προαναφέρθηκαν ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἄλλη βασικὴ ψυχολογικὴ διεργασία ποὺ χαρακτηρίζει, ἐπίσης, τὴν πορεία πρὸς τὴν ἐνηλικίωση. Ἀναφερόμαστε στὴ διαδικασία ὡρίμανσης καὶ ὁλοκλήρωσης τῆς προσωπικῆς ταυτότητας. Δὲν πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς ὅτι σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία ἡ ἰδεολογία καὶ ἡ συγκρότηση τῆς ταυτότητας παρουσιάζονται σχεδὸν σὰν δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐφηβεία συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἀφηρημένης σκέψης, τὴ φιλοσοφικὴ ἐνασχόληση, τοὺς ἔντονους ὑπαρξιακοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὴν ἀμφισβήτηση ὅσων ἰδεῶν, πεποιθήσεων, ἀξιῶν καὶ παραδόσεων θεωροῦνταν μέχρι τότε αὐτονόητα.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ὅσο ὑγιέστερη εἶναι ἡ περιβάλλουσα θρησκευτικὴ ἄλλα καὶ κοινωνικοπολιτιστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὅσο λιγότερο συγκρουσιακὸς καὶ ὑποκριτικὸς εἶναι ὁ τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖο τὸ περιβάλλον ζεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἐκζήτηση τῆς ἁγιότητας, τόσο πιθανότερο εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος νὰ ἐνσωματώσει στὴν ταυτότητά του ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ ἐγγυῶνται τὴν ἐνσυνείδητη ἀναζήτηση μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ σχέση εἶναι ποὺ καθορίζει καὶ τὰ δυναμικά της πορείας πρὸς τὴν ἁγιότητα.

Φθάνουμε ἔτσι σὲ ἕνα ζωτικῆς σημασίας κομβικὸ σημεῖο, ὅπου ὅσα προαναφέρθηκαν ὡς φυσιολογικὲς ψυχολογικὲς λειτουργίες τῆς ἐνηλικιωτικῆς διαδικασίας πρέπει νὰ συναντηθοῦν μὲ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ μιλήσουμε περὶ ἁγιότητας στὴ σύγχρονη νεολαία. Ἴσως εἶναι σκόπιμο νὰ ξεκινήσουμε θέτοντας, στοὺς ἑαυτοὺς μας πρῶτα, τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὸ πῶς δὲν πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ἴσως χρειάζεται νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἀφετηριακὰ πόσο στρεβλὴ καὶ ἀλλοτριωμένη ἀντίληψη περὶ ἁγιότητας ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Πόσο εὔκολα συγχέουμε τὸ «εἶναι» -τὴν ὀντολογικὴ διάσταση τῆς ἁγιότητας- μὲ τὸ «φαίνεσθαι» -τὴ συμπεριφορικὴ της διάσταση-, ἡ ὁποία συχνὰ παρουσιάζεται δέσμια ἑνὸς ἰδιότυπου εὐσεβισμοῦ ἢ ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου ἠθικισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάθε προσπάθεια ἀνοίγματος πρὸς τοὺς νέους, ἴσως χρειάζεται νὰ ἐπανεξετάσουμε τὶς συντεταγμένες ποὺ προσδιορίζουν τὸν σύνολο βίο μας ὡς ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι ὡς ἀποσπασματική, ἐκκοσμικευμένη ἢ ἰδεολογικοποιημένη θρησκευτικότητα.

Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι κάθε προσπάθεια δυναστευτικῆς ἐπικυριαρχίας μας ἐπὶ τῶν νεότερων γενεῶν μὲ ὅπλο τὴν προσπάθεια ἐπιβολῆς μιᾶς ἁγιότητας τῆς ὁποίας ἐμεῖς δὲν εἴμαστε μέτοχοι καὶ βιωματικοὶ ἐκφραστές, θὰ ὁδηγήσει σὲ ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ μετά, ὁ δρόμος πρὸς ψυχοπαθολογικὲς ἐκτροπὲς ἢ ἀπόρριψη τῆς παραδεδομένης πίστης εἶναι ἀνοικτός.

Τὸ ζητούμενο θὰ εἶναι πάντοτε ἂν ἡ ἐκζήτηση τῆς ἁγιότητας θὰ συνιστᾶ τὸν φυσιολογικὸ τρόπο νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀναπτύσσεται ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ διαστρεβλώνεται μέσα ἀπὸ τὰ πρίσματα τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ -οὕτως ἢ ἄλλως- χαρακτηρίζει τὴν πεπτωκυία μας πραγματικότητα.


 πηγή

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ




Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

Κυριακή τῆς Συγγνώμης Anthony Bloom



 
19 Φεβρουαρίου, 1996


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Σήμερα δύο θέματα κυριαρχοῦν στὰ Ἱερά ἀναγνώσματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν νηστεία καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν συγχώρεση· καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὸ νὰ στερεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο φαγητό, οὔτε ἄν τηρεῖται αὐστηρά, μὲ ὑπακοή, μὲ λατρεία· ἄν μᾶς δίνει ἀφορμή νὰ ὑπερηφανευόμαστε, νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι καὶ ἀσφαλεῖς, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι νὰ στερήσει τὸ σῶμα μας ἀπὸ ἕνα εἶδος φαγητοῦ περισσότερο ἀπὸ ἔνα ἄλλο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κυριαρχία στὸ σῶμα μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τέλειο ὄργανο τοῦ πνεύματος. Τὸν περισσότερο καιρό, εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ σώματος, γοητευόμαστε ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰν ἀπόλαυση ποὺ πηγαίνει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἁγνότητα ποὺ προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός.

Κι ἔτσι ἡ περίοδος τῆς νηστείας μᾶς προσφέρει τὸν χρόνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ βασανίσουμε τὸ σῶμα μας, ὅτι θὰ περιορίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ θὰ γίνουμε ξανὰ κύριοι τοῦ σώματος μας, κάνοντάς το ἕνα τέλειο ὄργανο. Μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ τρόπος ποὺ κουρδίζουμε ἕνα μουσικὸ ὄργανο· αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας, νὰ κατακτήσουμε τὴ δύναμη ὄχι μόνο νὰ προστάζουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τοῦ δώσουμε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνταποκριθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος.

Ἄς εἰσέλθουμε λοιπὸν στὴν περίοδο τῆς νηστείας ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ, ὄχι μετρώντας τὴ νηστεία μὲ τὸ τὶ καὶ τὸ πόσο τρῶμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει στὴ ζωή μας, κατὰ πόσο ἡ νηστεία μᾶς ἐλευθερώνει, ἤ κατὰ πόσο γινόμαστε ὑπηρέτες της.

Ἄν νηστεύουμε ἄς μὴν εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτό, ἐπειδή μᾶς ἀποδεικνύει ἁπλὰ ὅτι ἴσως περισσότερο σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα γιὰ νὰ κατακτήσουμε κάτι στὴν φύση μας. Καὶ ἐάν γύρω μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν νηστεύουν ἄς μὴν τοὺς κατακρίνουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει δεχθεῖ ἐκείνους ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Κι ἔπειτα ὑπάρχει τὸ ζήτημα τῆς συγχώρεσης γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πῶ σύντομα κάτι. Σκεφτόμαστε πάντα ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ μᾶς ἔχει προσβάλλει, ποὺ μᾶς ἔχει πληγώσει, ποὺ μᾶς ἔχει ταπεινώσει, ὅτι τὸ παρελθὸν εἶναι παρελθὸν καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρατᾶμε πιὰ κακία ἀπέναντι του. Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη σημασία τῆς συγχώρεσης εἶναι ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο: ἄς μὴν μετατρέψουμε τὸ παρελθὸν σ’ ἕνα καταστροφικὸ παρόν, ἄφησέ με νὰ σ’ ἐμπιστευτῶ, νὰ κάνω κάτι ποὺ νὰ δείχνει τὴν πίστη μου σὲ σένα, ἐὰν σὲ συγχωρήσω, σημαίνει γιὰ μένα ὅτι στὰ δικά μου μάτια δὲν εἶσαι χαμένος, ὅτι στὰ δικά μου μάτια ὑπάρχει σὲ σένα ἕνα μέλλον ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας.

Ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ ἐπίσης καὶ ἐμᾶς. Διεστραμμένα, σκεφτόμαστε πολὺ συχνὰ νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ἀρκετὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, νὰ μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπομένουν λίγες ὧρες πρὶν τὴν Λειτουργία καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς Συγγνώμης ἀπόψε, ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ θυμηθοῦμε, ὄχι τὶς προσβολὲς ποὺ ἔχουμε ὑποφέρει, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ ἔχουμε προκαλέσει. Καὶ ἄν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἔχουμε πληγώσει κάποιον γιὰ μικρὰ ἤ πιὸ σπουδαῖα πράγματα, ἄς βιαστοῦμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς αὔριο τὸ πρωί, ἄς βιαστοῦμε νὰ ζητήσουμε συγχώρεση, ν’ ἀκούσουμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ πιστεύω σὲ σένα, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἐλπίζω σὲ σένα καὶ θὰ περιμένω τὰ πάντα ἀπὸ ἐσένα. Καὶ τότε μποροῦμε μαζὶ νὰ διανύσουμε τὴν Σαρακοστή, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ εἴμαστε – νὰ γίνουμε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας Τον βῆμα – βῆμα πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἀμήν.

Συναξαριστής της 21ης Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Συμβόλοις

 


Ἦταν μοναχὸς πνευματέμφορος, μὲ μεγάλη καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτῆρας εὐθύς, εἰλικρινής, συμπαθητικός, ἐλεύθερος. Χωρὶς φανατισμούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες καὶ ἐγκράτεια. Γεμάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε τὸν ἑαυτό του μὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους μὲ ἀγαθότητα.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεός μου τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική μου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν σημαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουμε θαύματα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουμε τὰ ὀνόματά μας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως τιμήσας Θεὸν Τιμόθεε, διὰ ζωῆς ἐναρέτου ἀπὸ παιδὸς ὡς σοφός, ἐτιμήθης παρ’ αὐτοῦ ἀξίως Ὅσιε· τῶν γὰρ ἐνθέων δωρεῶν, σκεῦος ὤφθης ἱερόν, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, πολυτελεῖς χορηγίας, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ἐκ τῆς Ἑῴας, ἀναλάμψας ηὔγασας, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν, τὰς ἀρετὰς τῶν θαυμάτων σου, θαυματοφόρε, παμμάκαρ Τιμόθεε.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος τῷ σώματι σὺ ἀναδέδειξαι, πιστῶς τῷ ποιήσαντι, σὺ πεφανέρωσαι, Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· ὅθεν καὶ συνευφραίνῃ, ταῖς φρονίμοις Παρθένοις, πίστει δὲ συγχορεύεις, τοῖς ὁσίοις Πατράσιν, ἡμῖν δὲ ἐπεφάνης βρύων τὰ θαύματα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄρας τὸν σταυρόν σου ἀπὸ παιδός, ἴχνεσι τοῦ Λόγου, ἐπορεύθης ἀσκητικῶς, καὶ τῆς ἀπαθείας, τὴν ἔλλαμψιν πλουτήσας, παθῶν ἡμᾶς ἀχλύος, ῥῦσαι Τιμόθεε.

 
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης

 


Ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παμφυλίας τὸ 260. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ καταδιώχθηκε.

Στὴν ἀρχὴ διέλαμψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαμπρότερη διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ 330 ὅμως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον του, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ παιδί.

Περιττὸ δὲ νὰ ποῦμε, ὅτι μετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί, κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα διάδοχό του. Ἡ μνήμη του ζοῦσε στὸ ποίμνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς καὶ μάρτυρες τῆς πίστης. Περίφημο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔμπλεως σοφίας πέλων, ὥσπερ ἥλιος, λαμπρὸς ἐκλάμπεις, ἐν τῇ Συνόδῳ τῇ Πρώτῃ Εὐστάθιε· καὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον Ὅσιε, ἀνακηρύττεις Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι. Ἀλλὰ πρέσβευε, εὐστάθειαν ἀδιάπτωτον, δοθῆναι Ἱεράρχα τοῖς τιμῶσί σε.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτὸν ἐνθέοις πράξεσι
Ἀρχιερέων ἀνεδείχθης θεῖον ἄγαλμα
Θεωρίᾳ καὶ ἀμέμπτῳ ἐμπρέπων βίῳ.
Ἀλλ’ ὡς στῦλος Ἐκκλησίας καὶ ἑδραίωμα
Πειρασμῶν στερρῶς ὑπέμεινας τὴν ἔφοδον.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ευστάθιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν Υἱὸν ὁμότιμον τῷ Πατρὶ, Πάτερ δογματίζων, καὶ τῷ Πνεύματι συμφυῆ, τῆς ὁμολογίας, τὸν στέφανον ἐδέξω, Εὐστάθιε ποικίλαις, παλαίσας θλίψεσι.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ὀνομαζόταν Σιρίμιο. Σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Καθὼς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν ἀποκρισάριος τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 565. Διοίκησε τὴν ἐκκλησία γιὰ 12 χρόνια καὶ μερικοὺς μῆνες καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 577.

 
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Εἶναι αὐτός, ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες (614) ἀπὸ τὸν Χοσρόη, μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένες πληροφορίες, ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν Περσία (628), ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, καὶ πέθανε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 633.

 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀμάστριδος

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 750 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τοῦ Θεοδοσίου καὶ τῆς Μεγεθούς, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρώμνη, πόλη κοντὰ στὴ Ἀμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπέκτησαν διὰ πολλῆς προσευχῆς, διότι δὲν ἔκαναν παιδιά.

Ὅταν μεγάλωσε καὶ ἐκπαιδεύτηκε ἀρκετά, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος τῆς Συρικῆς, κοντὰ σ᾿ ἕναν σοφὸ Γέροντα, ὅπου ἀπ᾿ αὐτὸν πῆρε τὸ Ἀγγελικὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ὅταν ὁ Γέροντας αὐτὸς πέθανε, ὁ Γεώργιος πῆγε στὴ Μονὴ Βονύσσης (Βόνιτσα Ἀκαρνανίας), κοντὰ στὴν Ἀμάστριδα, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε.

Κάποτε ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀμάστριδας πέθανε καὶ τότε λαὸς καὶ κλῆρος ἔκαναν ἐπίσκοπο τὸν Γεώργιο (788). Ἀφοῦ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, γύρισε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀποδείχτηκε πραγματικὰ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν.

Ἐπιμελήθηκε τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ναῶν, τὴν προστασία τῶν ὀρφανῶν καὶ φτωχῶν με τὶς πτωχοτροφίες καὶ ἄλλα. Ἀξιώθηκε μάλιστα καὶ τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο τρόπο ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 805.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 25η Ὀκτωβρίου).

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος

Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶναι καταταγμένοι στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 35 σημ. 1 καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμερομηνία, γιορτάζουν καὶ 26 Ἀπριλίου καὶ 7 Ἰουνίου.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Σιδωνίου, ποὺ διαπαιδαγώγησε τὸν Μέγα Εὐθύμιο. Ὁ Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥαϊθώ. Αὐτοὶ παρουσιάστηκαν στὸν Μέγα Εὐθύμιο σχεδὸν ταυτόχρονα, ὁ μὲν Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὰ δυό του ἀδέλφια Στέφανο καὶ Γαίανο, ὁ δὲ Ἀνατόλιος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν Θαλάσσιο.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2017

Ἡ φωνὴ τοῦ Προφήτου Ἱερεμία μᾶς καλεῖ διαχρονικὰ γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή στὸν Θεό!

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας ὡς θεόσταλτος εἶδε τὴν πνευματικὴ κατάπτωση τοῦ Ἔθνους του καὶ προεῖπε τὶς ἐπερχόμενες παιδαγωγικὲς τιμωρίες πρὸς τὸν ἀποστατημένο λαό. Πονοῦσε γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ λαοῦ, ἀρχόντων, ἱερέων καὶ πολιτῶν. Ἤλεγχε τὴν ἐπικρατοῦσα ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν αὐξανόμενη εἰδωλολατρεία. Καλοῦσε τὸν λαὸ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεό, δηλαδὴ σὲ μία ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Στὰ γραφόμενα τοῦ Προφήτου, ὑπάρχουν συναισθήματα πόνου ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος. Δηλαδή, πόνος ὑπάρχει στὶς ἐπικείμενες τιμωρίες σχετικὰ μὲ τὴν αἰχμαλωσία, καὶ ἐλπίδα στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ στὴν πατρικὴ γῆ κλπ.
Ἡ ἁμαρτία εἶχε γίνει προκλητική, ἐξοργιστικὴ καὶ χωρὶς αἰδῶ. Ὑπῆρχε ψεῦδος, ἀδικία, καταδυνάστευση τοῦ ἀδυνάτου ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ἐγκλήματα, διαφθορὰ καὶ φαυλότητα. Παρὰ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια τοῦ Προφήτου, ὁ λαὸς ἔμεινε ἀμετανόητος καὶ ἀποποιήθηκε τῶν εὐθυνῶν του μὲ ἀναισθησία καὶ πώρωση. Οἱ παιδαγωγικὲς τιμωρίες καὶ οἱ συμφορές, σκοπὸ εἶχαν τὸν σωφρονισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ λαὸς ἐκπλήρωσε τὸν κανόνα ποὺ...
τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός, ὁ Προφήτης ἀνήγγειλε σύναψη Νέας Διαθήκης μέσω τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.


Τὸ τραγικό τῆς ὅλης ὑποθέσεως εἶναι ὅτι ὅπως ἀναφέρονται τὰ γεγονότα καὶ οἱ καστάσεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μέσω τοῦ βιβλίου τοῦ Προφήτου Ἱερεμία γιὰ τὴν τότε ἐποχὴ, ἔτσι ἀκριβῶς βιώνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας! Ἄρχοντες, ἱερεῖς καὶ λαὸς, ἔχουμε παραστρατήσει ἄνευ μετανοίας… Ὅμως, ἡ φωνὴ ἀναχώματος τοῦ Προφήτου Ἱερεμία, βρωντοφωνάζει γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Ἂς μελετᾶμε τὰ σπουδαία καὶ Θεόπνευστα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὰ ὁποία ἀποδεικνύονται πιὸ ἐπίκαιρα ἀπὸ ποτέ! Ἔτσι, θὰ βλέπουμε τὸ κατάντημά μας, θὰ λαμβάβουμε ἐλπιδοφόρα μηνύματα μετανοίας καὶ ἐμπειρικὰ θὰ γευώμαστε τὴν ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ τῶν Πατέρων μας.


Το είδαμε εδώ

παραλογισμοί

Άκουγα απ’ το ραδιόφωνο κάποια πατριαρχική λειτουργία, στην οποία συμμετείχαν πολλοί (30-40)εκπρόσωποι από διάφορες ορθόδοξες εκκλησίες. Όλοι, λοιπόν, αυτοί υποχρεώθηκαν ψάλλουν ο καθένας ξεχωριστά την πατριαρχική «φήμη» (Βαρθολομαίου, του Παναγιωτάτου, κλπ). Πράγμα που ήταν ιδιαίτερα κουραστικό και ανιαρό, όπως βέβαια σε κάθε περίπτωση  με παρόμοιες ανούσιες και άμετρες επαναλήψεις. Ενώ θα μπορούσαν να ψάλλουν την πατριαρχική «φήμη» όλοι μαζί και να βρίσκονται μέσα στα όρια τόσο του αρχαιοελληνικού («μέτρον σριστον»), όσο και του ευαγγελικού ( «μη βαττολογείτε» =πολυλογείτε)μέτρου.
Αυτή, λοιπόν, την πατριαρχική «φήμη» αρνούνται να ψάλλον οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου απ’ το 1975. Επειδή το 1965 ο τότε Πατριάρχης συμπροσευχήθηκε στα Ιεροσόλυμα με τον Πάπα. Και για το λόγο αυτό η Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους αποφάσισε την εκδίωξη από τη Μονή των αρνουμένων να ψάλλουν την πατριαρχική «φήμη» μοναχών και την αντικατάστασή τους από άλλους, διατεθειμένους προφανώς να την ψάλλουν. Και επειδή οι πρώτοι μοναχοί αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το μοναστήρι, που επέλεξαν να εγκαταβιώσουν-για να πάνε πού και να ζήσουν πώς- επιστρατεύτηκαν οι κοσμικές αρχές και εξουσίες. Οι οποίες βέβαια και χρησιμοποίησαν βίαια μέσα, για ν’ απαντήσουν και οι μοναχοί με ανάλογο τρόπο (βόμβες  μολότωφ, κλπ). Μια και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού και πώς θα μπορούσαντου λοιπού να επιβιώσουν.Με αποτέλεσμα να βρεθούν, εν ονόματι του νόμου, κατηγορούμενοι. Για να να καταδικαστούν στην απίστευτη ποινή εγκάθειρξης είκοσι (20) χρόνων. Τη στιγμή, που κουραστήκαμε να βλέπουμε να καίγεται η Αθήνα με οδομαχίες ανάμεσα σε αστυνομικούς και κάποιους «γνωστούς άγνωστους», οι οποίοι και όταν ακόμη συλλαμβάνονται αφήνονται ελεύθεροι. Για να διαιωνίζεται έτσι το από κάθε άποψη καταστροφικό και επικίνδυνο αυτό «πανηγύρι».
Για να μην πάμε στο γεγονός ότι κάποιοι πρωταγωνιστές της πολιτικής, μιντιακής και τραπεζικής διαπλοκής έχουν βάλει δυναμίτιδες στα θεμέλια της πατρίδας και τα έχουν όλα τινάξει στον αέρα. Και κανενός δεν φαίνεται να ιδρώνει σοβαρά το αυτί. Όχι βέβαια, προκειμένου να πληροφορήσουν το λαό για την πραγματικότητα αυτή, αφού τη ζει ολοένα και πιο οδυνηρά στο πετσί του. Αλλά για να οδηγηθούν κάποτε και αυτοί σε κάποια δικαστήρια ,τα οποία θα τους υποχρεώσουν να επιστρέψουν όσα με τον ένα άλλο τρόπο έκλεψαν και λήστεψαν απ’ τον ιδρώτα του λαού. Και δεν χρειάζεται να τους στείλουν φυλακή. Αρκεί να τους αφήσουν να ζήσουν με όσα αυτοί αποφασίζουν και διατάσσουν να ζουν τα εκατομμύρια του λαού.
Να συμβεί, δηλαδή, ο, τι περίπου συνέβη και με κάποιους χρυσοκάνθαρους της ΔΕΗ, οι οποίοι πρόσφεραν στους εαυτούς τους 20.000 μηνιαίες αποδοχές και κάπου διακόσιες χιλιάδες καθυστερούμενα. Παραλογισμό που αποτόλμησαν εν ονόματι κάποιου νόμου. Ανάλογου προφανώς προς το διαβόητο 86ο άρθρο του Συντάγματος και άλλων συναφών, που εφευρέθηκαν για τη λεηλασία του δημόσιου κορβανά. Όμως οι αξιότιμοι πολυπρονομιούχοι ΔΕΗτζήδες, όχι μόνο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, όπως λέγεται, τα εισπραχθέντα αλλά και να παραιτηθούν. Ασφαλώς και δεν υπάρχει περίπτωση να δεινοπαθήσουν, αλλά οπωσδήποτε στραπατσαρίστηκε λίγο η υπερβάλλουσα σε βάρος του λαού «ύβρις» τους. Η οποία μάλιστα έλαβε προκλητικές και σκανδαλώδεις διαστάσεις και μάλιστα εν μέσω τόσης και τέτοιας οικονομικής κρίσης για τα εκατομμύρια των Ελλήνων. Αλλά εξαιτίας του γεγονότος αυτού ακούστηκε πως ο μέσος όρος των αποδοχών των υπαλλήλων της ΔΕΗ είναι τρεις με τρεισήμισι χιλιάδες ευρώ.Ενώ, αν δεν με απατά η μνήμη έχουν με μειωμένη τιμή το ηλεκτρικό ρεύμα. Και μπαίνει το εύλογο ερώτημα: Σε τι οφείλεται η προνομιακή αυτή μεταχείριση; Όταν εξαιτίας των ποικίλων, κάποτε παρανόμων, επιβαρύνσεων των λογαριασμών της ΔΕΗ δεινοπαθούν εκατομμύρια Ελλήνων. Και συχνά ακούμε για πολύτεκνες και πάμπτωχες οικογένειες που αντιμετωπίζουν τραγικές συνθήκες επιβίωσης, ιδιαίτερα τώρα το χειμώνα. Επειδή οι ΔΕΗτζήδες- dura lex sed lex (=σκληρός ο νόμος αλλά νόμος) –αποφασίζουν και διατάσσουν να τους κόψουν το ρεύμα. Αλλά  ανάλογη προνομιακή με τους ΔΕΗτζήδες μεταχείριση επιφυλάσσεται και σε πάμπολλους άλλους γαλαζοαίματους. Οι οποίοι με πολλές μασέλες ξεκοκαλίζουν το δημόσιο κορβανά. Πάντα εν ονόματι του νόμου. Ο οποίος προφανέστατα δεν νέμει (=μοιράζει) δίκαια τον δημόσιο πλούτο, αλλά σκανδαλωδώς άδικα. Με μύριες «προφάσεις εν αμαρτίαις» οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τη στοιχειώδη λογική ούτε με τη στοιχειώδη δικαιοσύνη…
Αλλά ας επιστρέψουμε στους μοναχούς, οι οποίοι, όπως ήταν επόμενο, μπροστά στην πραγματικότητα που υποχρεώθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν ήταν επόμενο να αντιδράσουν ανάλογα. Κατάσταση η οποία θα επιδεινωθεί, εφόσον Πολιτεία και Εκκλησία επιμένουν σε έναν τόσο μεγάλο παραλογισμό. Και ειλικρινά δικαιούται καθένας άνθρωπος, που διαθέτει το κοινό περί λογικής και δικαίου αίσθημα να αναρωτηθεί: Μπορεί να υπάρχει και ίχνος έστω λογικής και δικαιοσύνης σ’ αυτό τον παραλογισμό; Ή μήπως μπορεί να υπάρχει και η παραμικρή σχέση με το πνεύμα της ευαγγελικής ελευθερίας και δικαιοσύνης; Γιατί ακούστηκε να λέει κάποιος αρμόδιος Υπουργός, σε σχετική ερώτηση βουλευτή, ότι πρόκειται για «πνευματικά» θέματα στα οποία δεν μπορεί να επέμβει η Πολιτεία. Σάμπως τα όσα συνέβησαν να μην οφείλονται-με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- στη βάναυση επέμβαση της πολιτικής εξουσίας! Ή μήπως περιποιεί η πραγματικότητα αυτή και ίχνος έστω τιμής τόσο στην Πολιτεία, όσο κυρίως στην Εκκλησία και το Άγιο Όρος και δεν αποτελεί αιτία διασυρμού των μεν και του δε; Ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τους καταχθόνιους σκοπούς κάποιων αλλότριων και σκοτεινών κέντρων, που άμεσα ή έμμεσα επιβάλλουν σε βάρος του λαού μας καταιγιστικά μέτρα παραλογισμού και αδικίας…
το είδαμε εδώ

«Τί κάνεις, Γερόντισσα, έδώ;». «Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε;ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.

Είδατε εκείνος ό μοναχός πού ήταν πολύ άρρωστος; Ηταν κάποτε ένας δεσπότης και ένας μοναχός καί πήγαν νά ζήσουν στήν έρημο σάν άσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ό δεσπότης: «Θά πάω γιά έξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί εσύ μείνε εδώ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά έπιστρέψω». Στο διάστημα αύτό προσέβαλε μιά σοβαρή άρρώστια τον ύποτακτικό καί κινδύνευσε νά πεθάνη. Ό δεσπότης όπου πήγαινε καί όπου στεκόταν είχε τό κομποσχοινάκι του καί άκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ό ύποτακτικός σου είναι πολύ άρρωστος, τελειώνει, είναι πολύ βαρειά άρρωστος». «Μπά, λέει, τί φωνή είναι αύτή; Θά έπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τον ύποτακτικό του καί τού λέει: «Πώς μέ ειδοποιούσες;» «Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί έλεγα, Γέροντα, πρόφθασον. Ακουγα τή φωνούλα σου. Τώρα εγώ θά φύγω». Μετά τον έκανε μοναχό, τον χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Είδατε πώς πληροφορεί ό Θεός;


 Ό Γέροντάς μας ό,τι κάνουμε τό βλέπει, όλα τά βλέπει. Προχθές τον είδα στον ύπνο μου πολύ ζωντανό. Είχα μία στενοχώρια. Εβλεπα ότι ήμουν σ’ ένα βράχο καί καθόμουν καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Εκείνη τήν ώρα είδα τον Γέροντα νά έρχεται καί νά μου λέη: «Τί κάνεις, Γερόντισσα, έδώ;». «Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε; Ασθενική είμαι, δέν μπορώ νά μιλήσω, δέν μπορώ νά κάνω όπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν έχω σωματικές δυνάμεις, αισθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ενίσχυση νά μέ βοηθήση ένας άνθρωπος». «Δός μου τά χέρια σου», μου είπε. Μου έδωσε τά χέρια του, του έδωσα καί ’γώ τά δικά μου και μέ σήκωνε, μέ σήκωνε... Μόλις ξύπνησα αισθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ό νους του σκέφτηκα θά είναι εδώ πέρα καί μάς εύχεται. Σήκωσε καί άπό εμένα όλο τό φορτίο πού αισθανόμουν. Γιατί πότε κοιμάμαι, πότε ξυπνάω, δέν έχω ύπνο νά ξεκουρασθή τό σώμα μου καί αισθάνομαι πολύ κουρασμένη.


 Όταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ό Θεός τούς Προεστώτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρισκόμαστε καί έτσι, ή Χάρις τού Θεού δέν μάς αφήνει, μάς ενισχύει.
Εμείς θά κάνουμε αύτό πού θέλει ό Θεός, γιά νά μή μάς βρή απροετοίμαστους, όταν θά έρθη ή ώρα ή ευλογημένη. Όπως λένε τώρα, άμα χειριστούν αυτά τά άέρια, τίποτε δέν θά μείνη όρθιο. Τόσο πολύ! Έδώ άπό τό Τσερνομπίλ έφθασε, δέν θά φθάση καί άπό τήν Ιερουσαλήμ; Άντε, δέν θά άφήση ό Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ό Θεός καί θά προστατεύση. Εκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς άλλους θά τούς άφήση. Θά προστατεύση ό Θεός, δέν θά άφήση, γιατί χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμάμαι, ήταν ένας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. 


Πήγαινε κάθε μέρα στήν έκκλησία καί άναβε άπό ένα κερί γιά όσους ήταν ύπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθούν τά πράγμα-τα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν μου έκανε έντύπωσι' κάθε μέρα άναβε κεριά. Ή Χάρις του Θεού, έτσι τον φώτισε αύτόν. Άλλους πάλι αλλιώς. Ό π. Μάρκελλος πάει στήν έρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τον κόσμο- καί λέει ότι ύπάρχουν καί αόρατοι άσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ετσι είναι...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ  ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ.ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.

Καί ἐρχόμενον ἐν δόξῃ κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς... Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων



Α’ Σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς διδάσκουμε καί σᾶς πληροφοροῦμε ὅτι ὁ Χριστός θά παρουσιαστεῖ στούς ἀνθρώπους δύο φορές καί ὄχι μόνο μία καί ὅτι ἡ δεύτερη Παρουσία Του θά εἶναι ἀσύγκριτα πιό λαμπρή καί πιό ἔνδοξη ἀπό τήν πρώτη. Διότι στήν πρώτη φανερώθηκε σέ ὅλη τήν ἔκτασή της ἡ ὑπομονή τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στή δεύτερη θά φανερωθεῖ ὅλη ἡ δύναμη καί ἡ δόξα τῆς Βασιλείας Του.

…Λοιπόν νά μήν μένουμε στήν πρώτη Παρουσία μόνο, ἀλλά νά περιμένουμε καί τή δεύτερη. Καί ἄν εἴπαμε στήν πρώτη «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ματθ. 21, 9), τότε πού ἔγινε ἡ θριαμβευτική Του εἴσοδος στά Ἱεροσόλυμα, καί στή δεύτερη θά Τοῦ ποῦμε λατρευτικά: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς τό ἔχει ἀποκαλύψει (Ματθ. 23, 39).

Ἔρχεται ὁ Σωτήρας, ὄχι γιά νά δικαστεῖ πάλι, ἀλλά γιά νά δικάσει αὐτούς πού Τόν δίκασαν. Αὐτός, πού στήν πρώτη Του παρουσία σιωποῦσε ὅταν Τόν ἔκριναν, λέει προφητικά καί ἀποκαλυπτικά στούς παράνομους Ἰουδαίους, πού τόν καιρό τῆς Σταύρωσης ἔπραξαν ἐκεῖνα τά τολμηρά: «Αὐτά ἔκανες λαέ μου, καί σιώπησα» (Ψαλμ. 49, 21). Στήν πρώτη Παρουσία ἦρθε γιά νά οἰκονομήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί δίδασκε μέ λόγια πειστικά. Στή δεύτερη ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί ἄν δέν θέλουν, θά ἀναγκαστοῦν νά παραδεχτοῦν ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ Μόνος Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων».

Γ’ Θά ἔρθει λοιπόν ὁ Κύριός μας, Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν οὐρανό. Θά ἔρθει μέ δόξα, ὅταν πρόκειται νά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου, στίς ἔσχατες ἡμέρες. Διότι θά γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου τούτου καί ὁ κτιστός κόσμος πάλι θά ἀνακαινιστεῖ. «Ἐπειδή δηλαδή ἁπλώθηκε στή γῆ διαφθορά, κλοπή, μοιχεία καί κάθε εἶδος ἁμαρτίας ξεχύθηκε σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη καί ὁ κόσμος πνίγηκε στίς αἱματοχυσίες καί αἱμομιξίες» (πρβλ. Ὡσ. 4, 2), γιά νά μή μείνει τό θαυμάσιο καί ἀπέραντο τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἀνθρώπινου γένους κατάμεστο ἀπό ἀνομία, θά παρέλθει αὐτός ὁ κόσμος, γιά νά ἀναφανεῖ ὁ τελειότερος.
….
Δ’ Θά παρέλθουν λοιπόν ὅσα τώρα βλέπουμε καί θά ἔρθουν ὅσα πρόκειται νά γίνουν, πού θά εἶναι τελειότερα. Ἀλλά τό πότε, κανείς νά μήν τό πολυεξετάζει. Διότι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «πώς δέν εἶναι τῆς δυνατότητάς μας νά μάθουμε τούς χρόνους καί τούς καιρούς, τούς ὁποίους ὅρισε ὁ Πατέρας μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει» (Πράξ. 1, 7). Μήν τολμήσεις λοιπόν νά προσδιορίσεις τό πότε θά γίνουν αὐτά, οὔτε πάλι νά κοιμᾶσαι ἥσυχος1. Διότι λέει «ἀγρυπνεῖτε γιατί δέν γνωρίζετε τήν ὥρα πού θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (πρβλ. Ματθ. 24, 44).

Ἀλλά ἐπειδή ἔπρεπε νά γνωρίζουμε τά σημεῖα τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου, μιά καί περιμένουμε τόν Χριστό γιά τή δεύτερη Παρουσία Του, γιά νά μήν πεθάνουμε ἀπατημένοι καί γιά νά μήν πέσουμε σέ πλάνη ἀπό τόν ψεύτη Ἀντίχριστο, οἱ Ἀπόστολοι, «κατ᾽ οἰκονομίαν» κινήθηκαν μέ θεόσδοτη προαίρεση καί πῆγαν καί ρώτησαν τόν ἀληθινό Διδάσκαλο, λέγοντας: «Πές μας, πότε θά γίνουν αὐτά καί ποιό θά εἶναι τό σημάδι τῆς Παρουσίας Σου καί τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου;» (Ματθ. 24, 3). «Σέ περιμένουμε πάλι νά ἔρθεις, ἀλλά ὁ Σατανάς μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο φωτός» (Β’ Κορ. 11, 14). Ἀσφάλισέ μας λοιπόν, γιά νά μήν προσκυνήσουμε κάποιον ἄλλο, ἐκτός ἀπό Σένα.

Καί Ἐκεῖνος ἄνοιξε τό θεϊκό καί ὑπερένδοξο στόμα Του καί εἶπε: «Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς» (Ματθ. 24, 4). Καί σεῖς τώρα, οἱ ἀκροατές, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, σάν νά Τόν βλέπετε μπροστά σας, ἀκοῦτε νά σᾶς λέει καί σᾶς τά ἴδια: «Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς». Καί σᾶς παρακαλεῖ ὅλους ὁ Λόγος νά προσέχετε στά λεγόμενα. Διότι δέν εἶναι ἱστορία πραγμάτων πού πέρασαν, ἀλλά προφητεία μελλόντων πού ὁπωσδήποτε θά ἔρθουν. Δέν τό προφητεύουμε ἐμεῖς ‒ διότι εἴμαστε ἀνάξιοι ‒ ἀλλά φέρνουμε στό μέσο ὅσα ἔχουν γραφεῖ καί ἀναφέρουμε τά σχετικά χαρακτηριστικά «σημεῖα». Κοίτα λοιπόν τώρα μόνος σου, ποιά ἔχουν ἤδη γίνει, τί ἀπολείπεται νά γίνει καί ἀσφάλισε τόν ἑαυτόν σου2

Ε’ Προσέξτε μήπως σᾶς πλανήσει κανείς. «Διότι πολλοί θά παρουσιαστοῦν μέ τό ὄνομά μου καί θά λένε, ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός καί πολλούς θά πλανήσουν» (Ματθ. 24, 4-5). Αὐτά ἐν μέρει ἔχουν γίνει. Διότι ἤδη κάτι τέτοιο τό ἔχει πεῖ ὁ Σίμων ὁ Μάγος καί ὁ Μένανδρος καί μερικοί ἄλλοι ἀπό τούς αἱρεσιάρχες. Θά τό ποῦν σίγουρα καί μερικοί ἄλλοι στήν ἐποχή μας ἤ καί ἄλλοι, μετά ἀπό μᾶς3.

ΣΤ’ Δεύτερο σημεῖο: «Θά ἀκούσετε πολέμους καί φῆμες πολέμων» (Ματθ. 24, 6). Ἀλλά κι ἐμεῖς τώρα δέν ἔχουμε πόλεμο τῶν Περσῶν μέ τούς Ρωμαίους γιά τή Μεσοποταμία ἤ ὄχι; Ξεσηκώνεται «τό ἕνα ἔθνος ἐναντίον τοῦ ἄλλου καί τό ἕνα βασίλειο κατά τοῦ ἄλλου» (Ματθ. 24, 7) ἤ ὄχι; «Καί θά γίνουν πεῖνες, ἐπιδημίες, σεισμοί σέ διάφορους τόπους» (Ματθ. 24, 7). Αὐτά ἤδη ἔχουν γίνει.4 Καί συνεχίζει: «Θά γίνουν φοβερά σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό» (Λουκ. 21, 11) καί θά πέσουν βαρεῖς χειμῶνες. «Νά εἶστε λοιπόν ἄγρυπνοι, γιατί δέν ξέρετε ποιά εἶναι ἡ Ἡμέρα πού θά ἔρθει ὁ Κύριός μας» (Ματθ. 24, 42).

Ζ’ Ἀλλά ἐπιζητοῦμε δικό μας σημεῖο τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοί ζητοῦμε ἐκκλησιαστικό σημεῖο.5 Καί ὁ Σωτήρας λέει: «τότε λοιπόν θά σκανδαλιστοῦν πολλοί καί θά παραδώσει ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί θά μισεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο» (Ματθ. 24, 10). Ἄν ἀκούσεις τώρα ὅτι Ἑπίσκοποι ἐναντίον Ἐπισκόπων καί κληρικοί ἐναντίον κληρικῶν καί λαοί ἐναντίον λαῶν φτάνουν μέχρι νά χυθεῖ αἷμα, μήν ταραχθεῖς. Διότι εἶναι γραμμένο κάτι τέτοιο. Νά μήν προσέχεις τόσο σ᾽ αὐτά πού γίνονται, ὅσο σ᾽ αὐτά πού ἔχουν γραφεῖ6 Οὔτε πάλι ἄν ἐγώ πού σέ διδάσκω χαθῶ, νά χαθεῖς καί σύ μαζί μέ μένα. Ἀλλά πρέπει ὁ ἀκροατής νά γίνει καλύτερος ἀπό τόν δάσκαλο πού τοῦ μιλάει. Καί αὐτός πού ἦρθε τήν ἔσχατη ὥρα νά γίνει πρῶτος (πρβλ. Ματθ. 20, 16), ἐπειδή ὁ Δεσπότης δέχεται καί αὐτούς πού φτάνουν τήν ἑνδέκατη ὥρα (πρβλ. Ματθ. 20, 6-7). Ἐφόσον ἀνάμεσα στούς Ἀποστόλους βρέθηκε προδοσία, ἀπορεῖς πού ἀνάμεσα στούς Ἐπισκόπους ὑπάρχει μισαδελφία7;

Τό σημεῖο ὅμως αὐτό δέν ἀναφέρεται μόνο στούς ἄρχοντες, ἀλλά καί στούς λαούς. Διότι λέει: «Ἐπειδή θά πληθυνθεῖ ἡ ἀνομία, θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν περισσοτέρων» (Ματθ. 24, 12). Μπορεῖ λοιπόν νά καυχηθεῖ κανείς ἀπό τούς παρόντες ὅτι ἔχει ἀνυπόκριτη φιλία πρός τόν πλησίον; Δέν συμβαίνει πολλές φορές τά χείλη νά φιλοῦν, τό πρόσωπο νά χαμογελᾶ, τά μάτια νά ἔχουν ἱλαρό βλέμμα, ἡ καρδιά ὅμως νά μηχανεύεται δόλους καί νά κατασκευάζει κακά, ἐνῶ κανείς μιλάει εἰρηνικά; (Πρβλ. Ψαλμ. 27, 3).

Η’ Ἔχεις καί αὐτό τό σημεῖο: «Θά κηρυχθεῖ τοῦτο τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας σ᾽ ὅλη τήν οἰκουμένη, γιά νά τό γνωρίσουν ὅλα τά ἔθνη. Καί τότε θά ἔρθει τό τέλος» (Ματθ. 24, 14). Ἀλλά σχεδόν, ὅπως βλέπουμε, ὅλος ὁ κόσμος πληρώθηκε ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ8.

Θ’ Καί τί γίνεται μετά ἀπ᾽ αὐτό; «Ὅταν λοιπόν θά δεῖτε τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Δανιήλ ὁ προφήτης, νά στέκεται στόν ἅγιο τόπο ‒ ὁ ἀναγνώστης ἄς ἐννοήσει» (Ματθ. 24, 15) ‒ καί παρακάτω «τότε ἄν κάποιος σᾶς πεῖ, νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός ἤ ἐκεῖ, μήν τόν πιστέψετε» (Ματθ. 24, 23). Ἡ μισαδελφία δίνει λοιπόν τόπο στόν Ἀντίχριστο. Δηλαδή προετοιμάζει ὁ διάβολος διαιρέσεις τῶν λαῶν, γιά νά γίνει εὐπρόσδεκτος ὁ ἐρχόμενος Ἀντίχριστος. Μακάρι κανένας ἀπό τούς δούλους τοῦ Χριστοῦ, πού βρίσκονται ἐδῶ ἤ καί σέ ἄλλα μέρη, νά μήν τόν πλησιάσει καί νά μήν τόν ἀκολουθήσει.
…..
Ι’ Ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, δέν ἔρχεται ἀπό κάποιο μέρος τῆς γῆς. Ἄν κάποιος ἀπατεώνας τερατουργός καί θαυματουργός, παρουσιαστεῖ στήν ἔρημο, ἰσχυριζόμενος ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, μήν πηγαίνεις (πρβλ. Ματθ. 24, 26). Ἄν σοῦ ποῦν «νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἤ ἐκεῖ, μήν πιστέψεις» (πρβλ. Μαρκ. 13, 21). Μήν προσέχεις δηλαδή κάτω στή γῆ, διότι ἀπό τόν οὐρανό κατεβαίνει ὁ Δεσπότης, ὄχι μόνος, ὅπως ἔγινε πρίν, στήν πρώτη Παρουσία, ἀλλά ἀνάμεσα σέ πολλούς, ἀπό μυριάδες Ἀγγέλους περιφρουρούμενος. Οὔτε ἔρχεται κρυφά καί ἀθόρυβα, ὅπως ἡ δροσιά ἡ πρωϊνή στό ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ (πρβλ. Ψαλμ. 71, 6), ἀλλά σάν ἀστραπή (πρβλ. Λουκ. 17, 24) ἐκτυφλωτική καί ὁλόλαμπρη καί ἀντιληπτή ἀπό ὅλους. Διότι, Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔχει πεῖ: «Ὅπως ἡ ἀστραπή ξεπετάγεται ἀπό τήν ἀνατολή καί φαίνεται ὡς τή δύση, ἔτσι θά εἶναι καί ἡ Παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 27). Καί πάλι: «Θά δοῦν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται πάνω στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Καί θά ἀποστείλει τούς Ἀγγέλους Του μέ μεγάλη σάλπιγγα» (Ματθ. 24, 30-31) καί ὅσα ἄλλα ἀναφέρονται στό ἴδιο χωρίο.
…..
ΚΒ’ Ἀλλά ποιό θά εἶναι τό σημεῖο τῆς δεύτερης αὐτῆς Παρουσίας Του; Μήν τυχόν τολμήσει καμιά ἐνάντια δύναμη καί τή μιμηθεῖ. «Καί τότε θά φανεῖ, λέει, στόν οὐρανό τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24, 30). Καί τό σημεῖο τό ἀληθινό, τό διακριτικό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ Σταυρός. Τό σημεῖο τοῦ φωτόμορφου Σταυροῦ προηγεῖται ἀπό τό Βασιλιά καί δηλώνει ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού εἶχε σταυρωθεῖ παλιότερα, γιά νά Τόν δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί πού Τόν κέντησαν στήν πλευρά καί συνωμότησαν γιά νά φονευτεῖ καί νά θρηνήσουν πανεθνικά καί χωριστά κάθε φυλή (πρβλ. Ζαχ. 12, 10. 12), λέγοντας: Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού ραπίσαμε, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού φτύσαμε στό πρόσωπο, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού Τοῦ βάλαμε δεσμά, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού, ἀφοῦ πρῶτα Τόν σταυρώσαμε, Τόν ἐξευτελήσαμε. Θά ποῦν τότε: Ποῦ νά πᾶμε γιά νά ἀποφύγουμε τήν ὀργή Σου; Ἀφοῦ ὅμως Ἀγγελικά στρατεύματα θά περιβάλλουν καί θά φρουροῦν τόν κόσμο, πουθενά δέν θά μπορέσουν νά πᾶνε. Φόβος γιά τούς ἐχθρούς θά εἶναι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, χαρά θά εἶναι γιά τούς φίλους πού πίστεψαν σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν κήρυξαν στά ἔθνη ἤ μαρτύρησαν γιά τό ὄνομά Του.

Ποιός θά εἶναι ἄραγε τόσο εὐλογημένος, ὥστε τότε θά βρεθεῖ φίλος τοῦ Χριστοῦ. Δέν καταφρονεῖ τούς δικούς Του δούλους ὁ τόσο ἔνδοξος Βασιλιάς, Αὐτός πού Τόν δορυφοροῦν Ἄγγελοι, πού εἶναι σύνθρονος τοῦ Πατέρα. Καί γιά νά μήν ἀναμειχθοῦν οἱ ἐκλεκτοί μαζί μέ τούς ἐχθρούς, «θά στείλει τούς Ἀγγέλους Του μέ σάλπιγγα μεγάλη καί θά συνάξουν τούς ἐκλεκτούς τοῦ Κυρίου ἀπό τούς τέσσερεις ἀνέμους» (Ματθ. 24, 31). Γιατί, ἀφοῦ δέν καταφρόνησε ἕναν, ἐννοῶ τόν Λώτ, πῶς εἶναι δυνατόν νά καταφρονήσει πολλούς δικαίους μαζί; Θά πεῖ τότε σ᾽ αὐτούς πού θά εἶναι ἀνεβασμένοι πάνω στά νεφελώδη ἅρματα καί θά ἔχουν συναχθεῖ ἀπό τούς Ἀγγέλους: «Ἐλάτε ἐσεῖς, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου» (Ματθ. 25, 34).

ΚΓ’ Ἀλλά θά πεῖ κάποιος ἀπό τούς παρόντες: Εἶμαι φτωχός ἤ μπορεῖ τότε ἴσως νά βρεθῶ ἄρρωστος στό κρεββάτι. Ἤ μπορεῖ νά πεῖ κάποια: Εἶμαι γυναίκα καί μπορεῖ νά βρεθῶ στό μύλο. Τί θά γίνει; Μήπως γι᾽ αὐτούς τούς λόγους θά μᾶς περιφρονήσουν καί θά μᾶς καταδικάσουν; Ἔχε θάρρος, ἄνθρωπε. Ὁ Κριτής εἶναι ἀπροσωπόληπτος. «Δέν πρόκειται νά κρίνει μέ βάση τά φαινόμενα, οὔτε σκοπεύει νά ἐλέγξει μέ βάση τά λόγια» (Ἡσ. 11, 3), οὔτε προτιμάει τούς μορφωμένους ἀπό τούς ἁπλούς καί ἀπαίδευτους, οὔτε τούς πλούσιους ἀπό τούς φτωχούς. Καί στό χωράφι ἄν βρίσκεσαι, θά σέ πάρουν οἱ Ἄγγελοι.

Μή νομίσεις πώς θά προτιμήσει τούς κτηματίες καί σένα τό γεωργό θά σέ ἀφήσει. Εἴτε δοῦλος εἶσαι, εἴτε φτωχός, μή ἔχεις καμιά ἀγωνία. «Αὐτός πού ἔλαβε δούλου μορφή»9 (Φιλιπ. 2, 7), δέν περιφρονεῖ τούς δούλους. Ἄν τύχει πάλι καί εἶσαι ἄρρωστος στό κρεββάτι, ἔχει γραφεῖ: «Τότε θά εἶναι δύο στό ἴδιο κρεββάτι, τόν ἕνα θά τόν πάρουν, τόν ἄλλο θά τόν ἀφήσουν» (Λουκ. 17, 34). Ἔστω κι ἄν ἀπό ἀνάγκη εἶσαι ἀπασχολημένος στό μύλο, εἴτε εἶσαι ἄνδρας εἴτε γυναίκα, ἤ ἔχεις δοῦλο στό μύλο καί ἀναγκάζεσαι νά παραμένεις ἐκεῖ, δέν πρόκειται νά σέ περιφρονήσει Αὐτός «πού κάνει ἐλεύθερους καί ἀνδρειωμένους τούς ἁλυσοδεμένους» (πρβλ. Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού ὁδήγησε τόν Ἰωσήφ στή βασιλεία ἀπό τή δουλεία καί τή φυλακή. Αὐτός καί σένα θά σέ λυτρώσει ἀπό τίς θλίψεις καί θά σέ ὁδηγήσει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μόνο ἔχε θάρρος, μόνο νά ἐργάζεσαι τό ἀγαθό, νά ἀγωνίζεσαι πρόθυμα, διότι τίποτε δέν πάει χαμένο.

Εἶναι γραμμένη κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία, εἶναι γραμμένη κάθε σου ἐλεημοσύνη, κάθε σου νηστεῖα. Εἶναι γραμμένος κάθε γάμος πού διαφυλάχτηκε στά ὅρια τά ἠθικά, εἶναι γραμμένη κάθε εἴδους ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσα ὅμως σ᾽ ὅλα, ὅσα ὁ Θεός καταγράφει γιά νά μᾶς στεφανώσει, τήν πρώτη θέση τήν ἔχει ἡ παρθενία καί ἡ ἁγνεία καί πρόκειται νά λάμπεις σάν Ἄγγελος.

Ἀλλά ὅπως ἄκουσες μέ εὐχαρίστηση τά καλά, ἄκουσε πάλι χωρίς νά ταραχθεῖς καί τά ἀντίθετα. Εἶναι ὅλα γραμμένα, κάθε σου πλεονεξία, κάθε σου πορνεία, κάθε σου ὅρκος πού ἀθέτησες, κάθε βλασφήμια, κάθε μαγεία, κάθε κλοπή καί κάθε φόνος. Ὅλα αὐτά θά καταγραφοῦν, ἐάν μετά τό Βάπτισμα πράξεις τά ἴδια πάλι, διότι τά προηγούμενα ἐξαλείφονται ὅλα.

ΚΔ’ «Ὅταν θά ἔρθει», λέει, «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου μέ ὅλη τή δόξα Του, ὅλοι οἱ Ἄγγελοι θά εἶναι μαζί Του» (Ματθ. 25, 31). Κοίτα, ἄνθρωπε, μπροστά σέ πόσο πλῆθος θά βγεῖς νά κριθεῖς. Σύμπαν τό γένος τῶν ἀνθρώπων τότε θά παρίσταται. Ἀναλογίσου λοιπόν πόσο πολυάριθμος εἶναι ἠ φυλή τῶν Ρωμαίων, ἀπό πόσα πλήθη ἀποτελοῦνται οἱ βάρβαρες φυλές πού τώρα ζοῦν καί πόσες ἀπό αὐτές τίς βάρβαρες φυλές ἔχουν πεθάνει ἐδῶ καί ἑκατό χρόνια. Λογάριασε πόσοι θάφτηκαν μέσα σέ χίλια χρόνια ἀπό ὅλες αὐτές τίς φυλές καί τόσες ἄλλες. Λογάριασε ὅλους, ὅσοι ἔζησαν στή γῆ ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα. Εἶναι πραγματικά ἀπειροπληθεῖς ἀλλά, παρόλα αὐτά, μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι εἶναι καί λίγοι, ἄν τούς συγκρίνουμε μέ τούς Ἀγγέλους, πού σίγουρα εἶναι κατά πολύ περισσότεροι. Ἐκεῖνοι εἶναι τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα, ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μόνο τό ἕνα (πρβλ. Ματθ. 18, 12. Λουκ. 15, 4). Σύμφωνα μέ τό μέγεθος τῶν τόπων πρέπει νά ὑπολογίζουμε καί τό πλῆθος τῶν κατοίκων τους11. Ἡ γῆ πού κατοικεῖται ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, σύμπασα ἡ οἰκουμένη, ἔτσι ὅπως βρίσκεται στό μέσον τοῦ οὐρανοῦ πού τήν περιβάλλει, εἶναι μόνο τό κέντρο ἑνός κύκλου καί ὅμως βαστάζει πάνω της τόσα πλήθη.

Σκεφτεῖτε λοιπόν ὁ οὐρανός πού τήν περιβάλλει σάν κύκλος, πόσο πιό ὑπερμεγέθης εἶναι ἀπό αὐτήν. Καί σκεφτεῖτε ὅτι ὑπάρχουν ἄπειροι ἄλλοι οὐρανοί, πού δέν μποροῦμε οὔτε κάν νά φανταστοῦμε τά πλήθη τῶν Ἀγγέλων πού τούς κατοικοῦν. Διότι ἔχει γραφεῖ: «Χίλιες χιλιάδες Τόν ὑπηρετοῦσαν καί μύριες μυριάδες ἔστεκαν μέ δέος μπροστά Του» (πρβλ. Δαν. 7, 10). Καί ὄχι βέβαια πώς εἶναι μόνο τόσο τό πλῆθος τῶν Ἀγγέλων, ἀλλά περισσότερο ἀπ᾽ αὐτό δέν μποροῦσε νά μᾶς παραστήσει ὁ Προφήτης. Θά εἶναι παρών λοιπόν τότε στήν Κρίση ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ὅλων, θά παρακάθεται καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά παρευρίσκεται καί Αὐτό. Ἀγγελική σάλπιγγα θά προσκαλέσει ὅλους ἐμᾶς, πού ἔχουμε σάν ἔνδυμά μας ὅλα μας τά ἔργα.

Μήπως λοιπόν καί μόνο μ᾽ αὐτή τήν εἰκόνα, δέν εἶναι φυσικό ἀπό τώρα νά ἔχουμε κάποια αἴσθηση ἀγωνίας; Μήν τό θεωρήσεις, ἄνθρωπε, ὅτι εἶναι μικρή καταδίκη, ἀκόμα καί τότε πού δέν θά κολαστεῖς αἰώνια, τό νά ἔρθουν στό φῶς ὅλα τά κρυφά καί φανερά ἔργα σου, μπροστά στά ἄπειρα πλήθη ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὅλων τῶν Ἀγγέλων. Μήπως δέν ἔρχονται στιγμές στή ζωή μας πού προτιμᾶμε νά πεθάνουμε πολλούς θανάτους, παρά νά μάθουν κάποιοι φίλοι μας τά μυστικά μας, γιά τά ὁποῖα θά ἔπρεπε νά μᾶς ἀποδοκιμάσουν12.

ΚΕ’ Κάτω ἀπό τή συναίσθηση αὐτῆς τῆς τόσο κρίσιμης περιστάσεως, ἀδελφοί μου, ἄς φροντίσουμε μέ ζῆλο νά μή μᾶς ἀποδοκιμάσει καί καταδικάσει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν χρειάζεται νά διενεργήσει καμιά ἐξέταση καί κανένα ἔλεγχο, προκειμένου νά γνωρίσει ἐμᾶς καί τά ἔργα μας. Μήν πεῖς ὅτι νύχτα ἔπεσα σέ πορνεία ἤ ἔκανα μαγεῖες ἤ ἔπραξα κάτι ἄλλο καί ἄνθρωπος δέν βρισκόταν ἐκεῖ. Ἀπό τή συνείδησή σου κρίνεσαι, ἀπό τούς λογισμούς σου. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τότε πού θά κρίνει ὁ Θεός τά κρυφά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, οἱ λογισμοί τοῦ ἀνθρώπου μέσα στή συνείδησή του θά λειτουργοῦν σάν μάρτυρες κατηγορίας ἤ σάν μάρτυρες ὑπερασπίσεως (πρβλ. Ρωμ. 2, 15-16). Σέ ἀναγκάζει νά πεῖς τήν ἀλήθεια τό Πρόσωπο τοῦ Κριτῆ-Θεοῦ, πού σοῦ ἐμπνέει τό δέος. Καί ἀκόμα πιό ἔντονα, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι σέ ἐλέγχει ἀκόμα καί τότε πού ἐσύ δέν θά φανερώσεις τήν ἀλήθεια. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, θά ἀναστηθεῖς καί θά παρουσιαστεῖς στόν Κριτή, σάν νά εἶσαι ντυμένος μέ τίς ἁμαρτίες σου ἤ, ἄν ἔχεις βέβαια, καί μέ κάποιες καλές καί ἐνάρετες πράξεις σου.

Καί τό δήλωσε τοῦτο ὁ Κριτής ‒ διότι ὁ Χριστός θά εἶναι Ἐκεῖνος πού θά κρίνει‒ λέγοντας:«Ἐπειδή δέν δικάζει ὁ Πατέρας κανέναν, ἀλλά τήν κρίση τήν ἄφησε στόν Υἱό» (Ἰωάν. 5, 22). Καί αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀποξενώνεται ἀπό τήν ἐξουσία Του, ἀλλά ὅτι κρίνει «διά τοῦ Υἱοῦ»13. Βέβαια ὁ Υἱός κρίνει μέ τή συγκατάνευση τοῦ Πατέρα. Καί ἀσφαλῶς ἡ κρίση καί ἡ ἀπόφαση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἴδια μέ τήν κρίση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Πατέρα, γιατί Πατέρας καί Υἱός ἔχουν μία καί τήν αὐτή γνώμη. Τί λέει ὅμως ὁ Κριτής γιά τό ἄν ἀποτελοῦν ἤ ὄχι τό ἔνδυμά σου οἱ πράξεις σου καί τά βιώματά σου; «Καί θά συναχθοῦν μπροστά Του πάντα τά ἔθνη» (πρβλ. Ματθ. 25, 32). Διότι πρέπει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ νά γονατίσουν καί τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια (πρβλ. Φιλιπ. 2, 10). Καί θά χωρίσει τούς μέν ἀπό τούς δέ, «ὅπως χωρίζει ὁ βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια» (Ματθ. 25, 32).

Πῶς τά χωρίζει ὁ βοσκός; Ἄραγε τά ἐξετάζει βάσει κανενός βιβλίου, γιά νά δεῖ ποιό εἶναι πρόβατο καί ποιό κατσίκι; Ἤ τά διακρίνει ἀπό τήν ἐμφάνιση; Δέν εἶναι τό σγουρό καί ἀφράτο μαλλί πού φανερώνει τό πρόβατο καί τό σκληρό καί ἄγριο τρίχωμα πού φανερώνει τό κατσίκι; Ἔτσι εἶναι καί μόλις καθαριστεῖς ἀπό τίς ἁμαρτίες σου. Ἔχεις στό ἑξῆς τό μαλλί καθαρό καί μένει ἡ στολή σου ἀμόλυντη καί λές πάντοτε: «Ξεντύθηκα τό χιτώνα τῆς ἁμαρτίας, πῶς νά τόν ξαναβάλλω;» (Ἆσμ. 5, 3). Ἀπό τό ἔνδυμα γνωρίζεσαι σάν πρόβατο, ἄν ὅμως βρεθεῖς τριχωτός σάν τόν Ἡσαῦ, πού ἦταν πυκνότριχος καί ἐλαφρόμυαλος, πού ἔχασε τά πρωτοτόκια γιά τό φαΐ καί πούλησε τό ἀξίωμά του, θά πᾶς στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου. Ἄς μή γίνει κανείς ἀπό τούς παρόντες νά χάσει τή Χάρη, οὔτε μέ τά ἄδικά του ἔργα νά βρεθεῖ στά ἀριστερά τάγματα τῶν ἁμαρτωλῶν.

ΚΣΤ’ Πραγματικά, μᾶς προκαλεῖ τό φόβο ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ καί μᾶς τρομάζουν ὅσα μᾶς πληροφοροῦν γιά τό πῶς θά γίνει. Ἐνῶ προβάλλεται σάν σκοπός τῆς ζωῆς μας ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ καί ἡ αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως. Καί θά πεῖ εὔλογα κάποιος: «Πῶς θά ἀποφύγουμε τή φωτιά τῆς κολάσεως. Καί πῶς θά μποῦμε στή Βασιλεία;». «Πείνασα», λέει, «καί μοῦ δώσατε νά φάω» (Ματθ. 25, 35). Μάθετε λοιπόν τόν τρόπο. Δέν χρειάζεται ἐδῶ νά κάνεις ἀλληγορία, ἀλλά νά κάνεις πράξη τά λεγόμενα. «Πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ξένος εἴμουνα καί μέ φιλοξενήσατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἀρρώστησα καί μέ ἐπισκεφθήκατε, στή φυλακή ἤμουνα καί ἤρθατε νά μέ δεῖτε» (Ματθ. 25, 35-36). Αὐτά ἄν πράξεις, θά εἶσαι μαζί Του στή Βασιλεία, βασιλιάς14. Ἄν ὅμως δέν τά πράξεις, θά κατακριθεῖς.

Ἄρχισε λοιπόν ἀπό τώρα νά τά κάνεις πράξη καί ἔχε ζωντανή καί σταθερή πίστη. Πρόσεξε νά μήν κλειστεῖς ἔξω, ὅπως οἱ μωρές παρθένες, ἀναβάλλοντας νά ἀγοράσεις λάδι15. Μή θαρρευτεῖς ἐπειδή ἔχεις ἁπλῶς τή λαμπάδα, ἀλλά νά τήν ἔχεις νά καίει. «Ἄς λάμπει τό φῶς τῶν καλῶν σου ἔργων μπροστά στούς ἀνθρώπους» (πρβλ. Ματθ. 5, 16) καί νά μή βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Χριστός. Φόρεσε ἔνδυμα ἀφθαρσίας, διαπρέποντας στά καλά καί θεάρεστα ἔργα. Καί ὅποια ὑπόθεση «κατ᾽ οἰκονομίαν», σοῦ ἐμπιστευτεῖ ὁ Θεός, διοίκησέ την εὐάρεστα καί καρποφόρα. Χρήματα σοῦ ἐμπιστεύτηκε; Κάνε καλή καί χρηστή διαχείρηση. Λόγο διδασκαλίας σοῦ ἐμπιστεύτηκε; Μεταχειρίσου τό χάρισμα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖς νά φέρνεις καί ἄλλους νά ἀκοῦν τό λόγο, τό κήρυγμα τῆς πίστεως; Κάνε το μέ ζῆλο.

Ὑπάρχουν τόσες πολλές μορφές ζωῆς καί δράσεως, μέσα στίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀναδειχθεῖ πιστός καί καλός οἰκονόμος τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε μόνο νά μή βρεθεῖ κανείς νά σφάλλει καί ἀπορριφθεῖ, ὥστε νά συναντήσουμε μέ παρρησία τόν αἰώνιο Βασιλέα Χριστό, πού βασιλεύει στούς αἰῶνες. Διότι θά βασιλέψει στούς αἰῶνες. Αὐτός πού θά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς, Αὐτός ὁ Ὁποῖος πέθανε γιά χάρη τῶν ζώντων καί τῶν νεκρῶν, καθώς καί ὁ Παῦλος τό λέει: «Γι᾽ αὐτό ὁ Χριστός πέθανε καί ἔζησε, γιά νά γίνει Κύριος καί Βασιλέας ζώντων καί νεκρῶν» (Ρωμ. 14, 9).
…..
ΛΓ’ …Καί εἴθε ὁ Θεός τῶν ὅλων, ὅλους ἐσᾶς νά σᾶς διατηρήσει ἱκανούς καί φωτισμένους, ὥστε νά ἔχετε στή μνήμη σας τά σημεῖα τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου καί νά μείνετε ἀκατανίκητοι ἀπό τόν Ἀντίχριστο. Τώρα πιά γνώρισες τά ἰδιαίτερα σημάδια πού θά φανερώνουν τόν ἐρχομό τοῦ πλάνου. Ἔχεις καί τίς ἀποδείξεις τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, πού φανερά πρόκειται νά κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό. Τόν ἕνα ἀπόφευγέ τον, τόν πλάνο. Τόν Ἄλλο περίμενέ Τον, τόν Ἀληθινό. Ἔμαθες τόν τρόπο, μέ ποιά κριτήρια δηλαδή θά βρεθεῖς στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Τήρησε ὅ,τι σοῦ ἔχω ἐμπιστευθεῖ σχετικά μέ τόν Χριστό (πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 20), διαπρέποντας σέ ἔργα θεάρεστα (πρβλ. Α’ Τιμ. 2, 10), ὥστε νά κληρονομήσεις τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ παρασταθεῖς μέ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κριτῆ, διά τοῦ Ὁποίου καί μετά τοῦ Ὁποίου ἡ δόξα ἀνήκει στόν Θεό, μαζί καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Πατρός ἔχει διαχρονική σημασία καί ἀξία καί πρέπει, νά λαμβάνεται σοβαρῶς «ὑπ᾽ ὄψιν» ἀπό ὅλους ἐκείνους πού στήν ἐποχή μας συγκινοῦνται καί ὑπερφορτίζονται σέ σχέση μέ τό θέμα τῆς ἔλευσης τοῦ Ἀντιχρίστου.

2. Ὁ ἅγιος Διδάσκαλος δέν θέλει νά ὑποδείξει τόν ἐξυποκειμενισμό τοῦ θέματος. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι δυνατόν ὁ νηφάλιος καί διακριτικός νοῦς νά κάνει μιά σωστή προσέγγιση στό θέμα, ἀναλαμβάνοντας τίς δικές του εὐθύνες καί ἐμπιστευόμενος τά περαιτέρω στόν Θεό καί στήν Ἐκκλησία.

3. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Ἅγιος ἀφήνει περιθώρια γιά ἐπανάληψη τοῦ φαινομένου τῆς παρουσίας ψευδόχριστων, ἄν καί στίς μέρες του ὀνομάζει κάποιους συγκεκριμένους. Ἄλλη μιά ἔνδειξη τῆς χαρισματικῆς νηφαλιότητάς του.

4. Τόν τέταρτο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος διαπίστωνε ὅτι εἶχαν πραγματοποιηθεῖ μερικά ἀπό τά σημεῖα καί ὅμως ἀπό τότε μέχρι σήμερα ἔχουμε ἴδια καί παρόμοια φαινόμενα. Αὐτό ὑπαγορεύει στούς νηφάλιους νά μήν ἀπολυτοποιοῦν τίς δικές τους ἐκτιμήσεις καί νά προσέχουν ὥστε, ὄχι μόνο νά μή τρομοκρατοῦνται, ἀλλά καί νά μή πανικοβάλλουν τούς ἄλλους.

5. Δέν πρόκειται γιά ρητορικό ἑλιγμό προκειμένου νά μεταβεῖ στήν ἑπόμενη θέση του, ἀλλά γιά ἐπιτυχημένη ἐφαρμογή κοινωνικῆς καί ψυχολογικῆς ἀρχῆς στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο. Πρέπει νά μποροῦμε νά βλέπουμε πόσο μεταπτωτικά κινούμαστε μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί πόσο «τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο» πάσχει σάν νά μήν εἶναι «ἐκκλησιασμένο»!

6. Ἔχει ἀφάνταστα μεγάλη καί καθοριστική σημασία αὐτή ἡ σύσταση τοῦ Ἁγίου. Δέν θά κάναμε τόσο σάλο, στίς μέρες μας, ἄν ἐφαρμόζαμε αὐτή τή σύστασή του. Πράγματι μερικοί ἀπό μᾶς σχηματίζουμε, χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, μιά γνώμη γιά τά πράγματα καί μετά ψάχνουμε νά βροῦμε ποῦ συμφωνεῖ ἡ Γραφή μέ μᾶς. Ἀντίστροφα, ὁ Ἅγιος ζητάει ἀπό μᾶς νά γνωρίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή διδαχή τῆς Γραφῆς καί βάσει αὐτῆς νά κρίνουμε τά πράγματα.

7. Ἕνα ἐρώτημα πού ἀσφαλῶς εἶναι ἀναμοχλευτικό συνειδήσεων. Παρά ταῦτα θά μποροῦσε νά παρατηρηθεῖ ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἔπρεπε νά λειτουργοῦν στό ἐπίπεδο πού λειτουργοῦσαν οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξασφαλίζεται ἀπό τήν ἀναμαρτησία τῶν μελῶν Της, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιότητα τῆς Κεφαλῆς Της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά «φερόμαστε», νά ὁδηγούμαστε πρός τήν τελειότητα (Ἑβρ. 6, 1).

8. Ἤδη ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολ. 1, 23) θεωρεῖται τό Εὐαγγέλιο κηρυγμένο σέ ὅλη τήν κτίση. Ὅμοια ἄποψη ἔχει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ὅμως δημιουργεῖται εὔλογα ἡ ἀπορία· ποιά ἦταν ἡ ἀντίληψη τῆς τότε ἐποχῆς γιά τήν ἔκταση τῆς κτίσης; Πέρασαν δεκαέξι αἰῶνες καί ἀκόμα δέν ἔχει ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος… (Μαρκ. 13, 10). Πόση δυσπιστία πρέπει νά ἔχουμε στήν ἀνθρώπινη ἐμβέλεια! Παράλληλα, πρέπει νά ἐρευνηθεῖ καί τί σημαίνει «νά κηρυχθεῖ τό Εὐαγγέλιο». Μέ τή σύγχρονη πληροφορική, θά ἦταν δυνατόν νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἔχει πραγματικά κηρυχθεῖ. Κήρυγμα ὅμως σημαίνει, ἠχητική διάδοση τοῦ λόγου;

9. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν περιφρονοῦμε αὐτό γιά τό ὁποῖο θυσιαζόμαστε. Πολλές φορές ὅμως, λειτουργώντας κατακτητικά καί δυναστευτικά τήν ἀγάπη μας, ὄχι μόνο περιφρονοῦμε, ἀλλά καταστρέφουμε-ἐξαφανίζουμε αὐτόν πού ἀγαπᾶμε, ἄν ἀρνηθεῖ νά γίνει «κτῆμα» μας.

10. Ἡ ἀξιολογική προβολή στά «ἔσχατα» κάθε μορίου τῆς πραγματικότητας (θετικῆς ἤ ἀρνητικῆς) τῆς ζωῆς μας εἶναι ὄντως ἀπόλυτα καθαρτική διεργασία. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ διάβολος δέν μᾶς ἀφήνει νά ζοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα. Μᾶς πείθει ὅτι «ὅλα ἐδῶ τελειώνουν». Εἴμαστε εὔκολοι νά δεχόμαστε τίς διαβολικές «πληροφορίες» καί νά περιφρονοῦμε τίς πληροφορίες πού τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς χαρίζει μέ ἅγια στόματα ἤ κείμενα. Ἔτσι βυθιζόμαστε μέσα στό διαβολικό καί μυωπικό ρεαλισμό καί χάνουμε τά κριτήρια τῆς αὐτογνωσίας μας σέ τέτοιο βαθμό πού δέν μποροῦμε νά χαροῦμε οὔτε τή ζωή τῆς ἁγνείας καί παρθενίας πού ὁ Ἅγιος ἀποτιμᾶ σάν τό πιό ἀξιόλογο μέγεθος τοῦ ἐσχατολογικοῦ πλούτου μας.

11. Καί οἱ Ἄγγελοι εἶναι κτιστά δημιουργήματα καί μέ αὐτή τή βάση ὁ Ἅγιος βάζει καί τή διάσταση τοῦ χώρου ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτούς. Κινεῖται μέσα στό πλαίσιο τῶν κοσμογεωγραφικῶν γνώσεων τῆς ἐποχῆς του καί θεολογεῖ μέ χαρισματική «αἴσθηση» πού τοῦ χαρίζει ἔμμεσα ἤ ἄμεσα τό Ἅγιο Πνεῦμα.

12. Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἱκανότητα τοῦ Ἁγίου νά κατεβαίνει στά ἐπίπεδα τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου καί μέ τήν ἀξιοποίηση τῆς ἁμαρτωλῆς ἐμπειρίας του νά τόν βοηθήσει νά ἀναχθεῖ στήν ὀρθή ἀντίληψη τῶν πραγμάτων μέσα στήν ἐσχατολογική προοπτική τους. Εἶναι πλούσιος σέ ἀνθρωπολογικές, κοινωνιολογικές καί ψυχολογικές γνώσεις, ἀλλά τίς ἐντάσσει καί τίς ὑποτάσσει στίς χαρισματικές θεολογικές στοχεύσεις του.

13. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ρώτησε τόν Κύριο ποιά θά εἶναι ἡ ἔκβαση τῆς προσωπικῆς ζωῆς κάθε Ἀποστόλου (Ματθ. 19, 27), ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «καθίσεσθε ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ» (Ματθ. 19, 28). Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (5, 22) μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, στόν Ὁποῖο ὁ Θεός-Πατέρας ἔχει δώσει μιά ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα. Αὐτές οἱ δύο θέσεις μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τήν ἔννοια τῆς κρίσης πού θά μᾶς βρεῖ. Δέν πρόκειται γιά δικαστική αὐθεντική-θεϊκή ἐτυμηγορία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά ἐνυποστασιωθοῦμε στήν Ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, πού πέρασε νικητικά τήν κρίση, ὡς «ὁ Ἄνθρωπος», γιά χάρη κάθε ἀνθρώπου.

14. Οἱ καλές πράξεις μας δέν εἶναι αὐτόνομα ἀτομικά κατορθώματα. Εἶναι χαρισματική συλλειτουργία μας μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, μέσα στή ζωή καί τήν Ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς μακαριότητας τῶν ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένων.

15. Συχνά, ἡ ἀναβολή δέν εἶναι μόνο «κλέπτης τοῦ χρόνου», εἶναι καί ματαίωση τοῦ σκοποῦ, τοῦ στόχου καί τοῦ ἀποτελέσματος καρποφορίας. Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγιος μᾶς θυμίζει τήν ἀναβλητικότητα πού στηρίζεται πάνω στήν ὕπαρξη καλῆς προαίρεσης. Πολλοί ἀπό μᾶς ἀπατῶνται μέ τήν ἑξῆς σκέψη: Ἀφοῦ ἔχω τήν προαίρεση καί τή δύναμη νά κάνω κάτι πού δέν εἶναι καί τόσο σημαντικό, γιατί νά δώσω χρόνο καί δυνάμεις νά τό πραγματοποιήσω καί νά μήν κάνω κάτι ἄλλο πιό σημαντικό; Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τήν πράξη μέ ἰδεολογήματα!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...