Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2016

Η παραβολή του Ασώτου Υιού (Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους)

Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ’ αυτήν την ορολο­γία. Ζη σ’ αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι’ αυτό λέει: «Πάτερ, δος μοι…»
Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα­τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό που λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι’ αυ­τό ζητά από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλ­λον μέρος της ουσίας», το κομμάτι που του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός που γίνεται μέσα του είναι η αμαρ­τία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κακού ότι ου κατά φύσιν αλλά κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).
Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδια­φέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ’ ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέ­ρει ότι δεν πρόκειται να βγη τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, που μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι’ αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαί­νοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πη κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρη. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φύγη, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πη λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον που ο πατέρας ξέρει.
Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε. Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας -«συναγαγών άπαντα»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρί­ζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατά­στασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι που μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώ­ζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλο­δαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χώραν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάν­τα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρ­νείται τη φύσι, την ευγένειά σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νη­στικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιον να κολληθή -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιον να καταφύγη, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεή­μων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέ­θανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει που δεν χά­νεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγά­πη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελέει και αγαθός εν ισχύϊ» (α’ ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα που είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη, που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημά μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, που μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι που μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ’ όσον με σε­βάστηκες περισσότερο απ’ ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέ­λειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγ­κό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, που μόλις συ­νειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πη σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, που με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κά­νει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέ­χει. Χωρίς να του πη τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλό του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πη. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μα­ζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός που αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη ορώμενος υπό τινος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ’).
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα που πρέπει να βγη από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημά του, και στα­ματά. Δεν τολμά να συμπληρώση τη φράσι να ζήτη­ση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης που τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ’ Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημά του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, που με τον ίδιο τρό­πο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παι­δί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα που γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ’ αυτόν τον γιο που είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώση τα άρρητα ή πώς να μειώση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεώς τους ιερουργείται σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης που παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν … ενδύσατε … θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νε­κρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέ­μα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», που ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά που έζησαν και που ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ο πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου που επρό­κειτο να περάση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοι­χείο απάθειας που φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αισθήσεως. Όλα τα ζη. Όλα τα ξεπερνά με την άπει­ρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέ­χρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πη ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια που πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, που υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύ­ρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πη στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χαμού, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.
Επιστροφή που σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι’ αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα­τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι’ Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, που σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, που τόσο αγαπά, που τόσο συγχωρεί, που σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι’ αυτό οι Αγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομά­ζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσ­δοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα που θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπί­τι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζητά χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι’ αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι’ αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χα­ρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώ­τη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος που πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτομάτη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμέ­νου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάν­των συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μονα­δική χαρά, την πανήγυρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαιρέση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ο Χριστός που ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.
Επιστροφή που σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -που είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, που δεν είναι επιστροφή αλλά πε­ριπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τι φταις και σε τι φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνό­μουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώ­σεως, ναι ή όχι;
Και μην κρατήσης κακία. Αλλά να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.
Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα.Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό
Από τον μακρινό αγρό, όπου έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε ορ­γισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γι­νόταν στο σπίτι.
Είναι ανανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, που μένει στο σπίτι, αρνείται να μπη μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορ­τής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Αλλά ο πα­τέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανο­χής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύ­τερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι’ αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Και δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κά­τι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο- ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μιλά παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρε­σβύτερου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτε­ρος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι…»
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, αλλά σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ’ όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώ­νει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει από­λυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, που δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε πε­ριουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πορνών».
Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτε­ρου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ’ εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ιω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιω. 14, 10).
Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -ερι­φίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».
Στην οργή και στο μίσος που τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.
Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού
Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Αποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδω­σε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχή του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.
Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και από­λυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του· χωρίς κανένα ενδοιασμό, χω­ρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.
Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλα­σε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι’ αυτό κάνοντας το θέλημά του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του· βρίσκεται εκτός εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, που είναι αγάπη, που δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά «δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται … και εν πάσι κατάγεται» (Αγιος Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, Ρ.G. 3, 712ΑΒ). Τον πατέρα που τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερό του γιο που επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακαλέση τον πρεσβύτερο.
Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Αλλον- μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.
Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού
Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παρά­δεισο σε άνθρωπο που ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κάνει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράντα­χτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή· για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση· για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απο­λαύσατε του συμποσίου της πίστεως … του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπη σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδε­κτο το γεγονός, ο Θεός να αγκαλιάζη τον άσωτο που μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσ­βολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».
Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζητά να μπη στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος· και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;
Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, που δεν αφήνει τον άνθρωπο που το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι’ αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι που κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος που μας αναζωογονεί; Μή­πως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, που αγαπούν, που μετανοούν και έχουν νουν Χριστού; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους που δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλη­θείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»· και απ’ αυτούς που αγαπούν: «Δεύτε οι ευλο­γημένοι του Πατρός μου…»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;
Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολο­γία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.
Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.
Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πεί­ρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρη έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι ότι είναι «κάποιόν τι».
Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοι μόνω ήμαρτον».
Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μό­νος φταίχτης.
Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.
Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπη στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, αλλά να ζητά ερίφι -όχι αμνό- για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μετα­ξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ’ έναν τέτοιο πατέρα, που όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.
Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημά της, δεν γίνεται. Ή όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νο­μική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, που υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για δια­μάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίησι· να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.
Χαρακτηριστικά του πατέρα
Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πη λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πη σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχωρήση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι’ αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ’ ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον ερώτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματά του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πη τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους που βρίσκονται σ’ αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Αλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, αλλά με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους που έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.
Πώς μπορείς ν’ αγαπάς αυτούς που δεν αγαπούν;
Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι’ αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Αλλά πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)
Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό που έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστερήση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.
Η παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, που χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.
Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε· αυτό μας διδάσκει η παραβολή.
Ο νεώτερος υιός από την αρχή, που ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ’ όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης… Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Αρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αυτή του νεώτερου γιου, πριν έλθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Ή και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -που συ­νήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητά μας.
Αλλά και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Ή καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομο­λογή με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Αλλά ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημά του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, που μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή που μετανοεί.
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.
Αρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου που προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».
Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσω­το ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Εφ’ όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού· και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει η συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.
Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου που επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -και να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ιω. 15, 5)-, αλλά δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Εβρ. 4, 15).
Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, που δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ’ όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ’ αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α’. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοιά τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο οποίος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαιτήσεις και δυνατή πνευματική κράσι, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητά τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιω. 10, 5).
Β’. Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.
Αυτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενά τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ό,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ’ όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, που θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. 10, 3).
Γι’ αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι’ αυτούς που δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια ή αυστηρότητα απ’ όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Ή διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητά μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό που χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι’ ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός που επέστρεψε ή επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι’ αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ’ ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα’), αγαπά με την αγάπη του Θεού, που σώζει και κρίνει. Δι’ αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι αγιαζόμενοι, οι Αγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν’ αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπη ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ημέρα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.
Και μεις, που είμαστε αδύνατοι, που έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζομε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητά τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντάς σε να βόσκης χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοιά σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ’ όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.
(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ 2007)
(Πηγή ηλ. κειμένου: Zoiforos.gr)

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής του ασώτου υιού: Ομιλία περί του αμαρτήματος της πορνείας (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)


(Προς Κορινθίους Παύλου Α΄ Επιστολή κεφ. στ΄, 12 – 20)
– Γιατί ο απόστολος Παύλος μίλησε με τέτοιο ζήλο και τέτοια σφοδρότητα για την πορνεία όσο για κανένα άλλο αμάρτημα;
– Γιατί το αμάρτημα της πορνείας στρέφεται και εναντίον του Δημιουργού και καθιστά τον άνθρωπο που έπεσε σε αυτό, χειρότερο και από τους σταυρωτές του Χριστού;

– Τί γράφει ο Απόστολος των Εθνών για το αν έχουμε εξουσία επί του σώματός μας.

Διαβάστε απόσπασμα του λόγου από το "Κυριακοδρόμιο εις τας Πράξεις των Αποστόλων", Νικηφόρου Θεοτόκη (τόμ. 2ος, σελ. 209 – Έκδοσις 1840), πατώντας 
εδώ


Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία (Τοῦ Ἀσώτου)


Τὴν τρίτη Κυριακή τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τούτη μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξορία. 

Ὁ ἄσωτος γιός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα καὶ κεῖ σπατάλησε ὅτι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μία μακρινὴ χώρα! Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲ θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Καὶ αὐτὸς ποὺ νιώθει «σὰν στὸ σπίτι του» σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ μία ἄλλη πραγματικότητα, αὐτὸς δὲ θὰ καταλάβει τί εἶναι μετάνοια.

Ἡ μετάνοια συχνὰ ταυτίζεται μὲ μία «ψυχρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ» ἀπαρίθμηση ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων, ὅπως μία πράξη «ὁμολογίας ἐνοχῆς» ὕστερα ἀπὸ μία νόμιμη μήνυση. Ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν δικαστικῆς φύσεως. Ἀλλὰ παραβλέπεται κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ ἐξομολόγηση οὔτε ἡ ἄφεση ἔχει κάποιο πραγματικὸ νόημα ἢ κάποια δύναμη. Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Ἀλήθεια, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξομολογηθῶ ὅτι δὲν νήστεψα τὶς καθορισμένες γιὰ νηστεία μέρες, ἢ ὅτι παράλειψα τὴν προσευχή μου ἢ ὅτι θύμωσα. Ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα νὰ παραδεχτῶ ξαφνικὰ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ὅτι κάτι πολύτιμο καὶ ἁγνὸ καὶ ὄμορφο ἔχει ἀνέλπιστα καταστραφεῖ στὴ δομὴ τῆς ὕπαρξής μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια καί, ἐπὶ πλέον, εἶναι μία βαθιὰ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς, ἐπιθυμία νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὰ χαμένο σπίτι.

Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση: ὕστερα — μὲ τὸ Βάπτισμα — ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Ἔλαβα τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσω καθετὶ καὶ τὴ δύναμη νὰ εἶμαι «τέκνον Θεοῦ». Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς «συγκεκριμένες ἁμαρτίες» καὶ τὶς «παραβάσεις» ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν «μακρινὴ χώρα» ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει. Καὶ καθώς μοῦ τὰ ὑπενθυμίζει μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναλογίζομαι ὅτι: Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν πραγματοποιήσω: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῶ, πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε εἰδικὰ μία λειτουργικὴ λεπτομέρεια τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Στὸν Ὄρθρο, μετὰ τὸν γιορταστικὸ καὶ χαρούμενο ψαλμὸ τοῦ Πολυελαίου, ψέλνουμε τὸν λυπηρὸ καὶ νοσταλγικὸ 136ο ψαλμό:

Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιὼν... πῶς ἄσομαι τὴν ὠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλότριας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λαρύγγί μου, ἐὰν μὴ σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.

Εἶναι ὁ ψαλμὸς τῆς ἐξορίας. Τὸν ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τους καθὼς σκέφτονταν τὴν ἱερὴ πόλη τους, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τότε ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἔγινε ὁ ψαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ συναισθανόμενος αὐτὴ τὴν ἐξορία γίνεται πάλι ἄνθρωπος. Γίνεται ἐκεῖνος ποὺ ποτὲ πιὰ δὲ θὰ νιώσει βαθιὰ ἱκανοποίηση μὲ τίποτε στὸν «πεπτωκότα» αὐτὸν κόσμο, γιατί ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κλήση του εἶναι ἕνας ἀναζητητὴς τοῦ Τέλειου. Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς θὰ ψαλεῖ δύο ἀκόμα φορές: τὶς δύο τελευταῖες Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή· καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν ἕνα μακρινὸ ταξίδι, σὰν μετάνοια, σὰν ἐπιστροφὴ.

Πραγματική Νηστεῖα εἶναι…

Πραγματική νηστεία είναι μόνο να μην κάνεις τίποτε άδικο
Να λύνεις κάθε δεσμό αδικίας. 

Συγχώρησε τον πλησίον σου για το κακό που σου έκανε και ξέχασε 
αυτά πού σου χρωστάει.
Η νηστεία σας να είναι καθαρή από δικαστικές πράξεις

 και προστριβές. 
Κρέας δεν τρως αλλά κατασπαράζεις τον αδελφό σου. 

Νηστεύεις το κρασί αλλά είσαι σπάταλος στις αδικίες. 
Περιμένεις να έρθει το βράδυ για να φας αλλά ξοδεύεις
 όλη την ημέρα
 σου στα δικαστήρια. 
Αλίμονο σε κείνους που δεν μεθάνε από κρασί αλλά από τις αδικίες.

Μ. Βασίλειος


Μερικοί προσέχουν πολύ την είσοδο των φαγητών, αλλά αδιαφορούν 
για την έξοδο των λόγων. 
 Δεν έχουν μάθει να διώχνουν την οργή απ’ την καρδιά τους, και την επιθυμία από την σάρκα τους, όπως λέει ο Εκκλησιαστής, όμως έτσι μόνο κτίζεται η καθαρή καρδιά από το Πνεύμα που ανακαινίζει.
Όσιος Ηλίας

Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας... Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov



Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας, νὰ δέχεστε μόνο τὴν ἀλήθεια, ποὺ φέρνει τὴν εἰρήνη... καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ψεύτικο ὅρκο...", λέει ὁ παντοκράτορας Κύριος» (1).

«πύλες»: Εἶναι οἱ πύλες τῆς ψυχῆς, μέσ’ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπαίνουν σ’ αὐτὴν οἱ διάφορες σκέψεις καὶ ἐντυπώσεις.

«σας»: Αὐτὲς οἱ πύλες ἀνήκουν σὲ κάθε ἄνθρωπο προσωπικά.

«κρίνετε»: Ὁ κριτής, ποὺ κάθεται στὶς πύλες καὶ κρίνει (2), εἶναι ὁ νοῦς μας. Αὐτὸς εἶναι ποὺ κάνει τὸ ξεχώρισμα τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἐντυπώσεων, ἐξετάζοντάς τες. ὅταν πλησιάζουν στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο σ’ ἐκεῖνες ποὺ πρέπει νὰ βρίσκονται μέσα στὸν ψυχικό μας ναό, καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο σ’ ἐκεῖνες ποὺ πρέπει νὰ μείνουν ἔξω.

«Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας, νὰ δέχεστε μόνο τὴν ἀλήθεια, ποὺ φέρνει τὴν εἰρήνη...»: Ὁ νοῦς, ὁ κριτὴς ποὺ κάθεται καὶ κρίνει στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, πρέπει, ὅταν ἐξετάζει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐντυπώσεις, νὰ δέχεται μόνο τὴν ἀλήθεια· καὶ αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια. Κάθε λογισμὸς ἀλήθειας φέρνει στὴν ψυχὴ ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ ἡσυχία. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ἡ προέλευσή τους ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, τὸν Χριστό, ποὺ δίνει στοὺς μαθητὲς Του τὴν εἰρήνη Του ἤ, μὲ ἄλλη ἔκφραση, τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο πράγμα, γιὰ νὰ μὴν ταράζεται ἡ καρδιά τους ἀπὸ καμιὰ ἐπίγεια συμφορά. Ἀπεναντίας, «οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες», λέει ὁ Μέγας Βαρσανούφιος, «πρῶτα-πρῶτα εἶναι γεμάτοι ταραχὴ καὶ λύπη· κι ἔπειτα, κρυφά, σταδιακὰ καὶ ἀνεπαίσθητα σὲ σέρνουν πρὸς τὰ πίσω. Ντύνονται μὲ ἔνδυμα προβάτων, δηλαδὴ ἐξωτερικὰ καὶ φαινομενικὰ εἶναι λογισμοὶ ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι ἁρπακτικοὶ λύκοι. Μ’ ἄλλα λόγια, μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φαίνονται χρηστοὶ ἐνῶ εἶναι ἄχρηστοι, οἱ δαίμονες κερδίζουν καὶ ἐξαπατοῦν τὶς καρδιὲς τῶν ἀφελῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχει γραφεῖ ὅτι τὸ φίδι εἶναι ὑπερβολικὰ πανοῦργο (3), νὰ συντρίβεις πάντα τὸ κεφάλι του, μήπως καμιὰ φορὰ βρεῖ μέσα σου φωλιὰ καί, ἀφοῦ κατοικήσει ἐκεῖ, ἐρημώσει τὴν ψυχή σου» (4). Κεφάλι τοῦ φιδιοῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ λογισμοῦ ἤ τοῦ ρεμβασμοῦ.

«... καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ψεύτικο ὅρκο...»: Ὁ δαιμονικὸς λογισμός, πλησιάζοντας στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, προσπαθεῖ νὰ πάρει μορφὴ δικαιοσύνης. Στὸν κριτὴ νοῦ, ποὺ κάθεται στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, προβάλλει ἀναρίθμητες ψεύτικες δικαιολογίες, φέρνει ἀλλεπάλληλα ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα, προκειμένου νὰ πάρει ἄδεια εἰσόδου. Ὅλα αὐτὰ τὰ ψέματα, ὅμως, ὁ προφήτης μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν τὰ ἀγαπᾶμε. Δὲν πρέπει ὄχι μόνο νὰ δεχόμαστε τέτοιους λογισμοὺς καὶ νὰ συμφωνοῦμε μαζί τους, μὰ οὔτε κἄν νὰ συνομιλοῦμε μ’ αὐτούς. Χωρὶς καθυστέρηση, μὲ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ, νὰ καταφεύγουμε στὸν Κύριο καὶ Θεό μας μὲ τὴν προσευχή, κι Αὐτὸς θὰ διώχνει τὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὶς πύλες τῆς ψυχῆς (5).



Ὑποσημειώσεις:

1. Ζαχ. 8:16. 17. (Σ.τ.Μ.: Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος κάνει στὴ συνέχεια ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου).
2. Οἱ ἀρχαῖοι βασιλεῖς, ὡς ἀπόλυτοι ἄρχοντες, συγκέντρωναν στὸ πρόσωπό τους κάθε ἐξουσία. Ἔτσι ἔκριναν προσωπικὰ πολλὲς ὑποθέσεις, ὅπως βλέπουμε στοὺς βίους ἀρκετῶν μαρτύρων (βλ., γιὰ παράδειγμα, τὸν βίο τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου [23 Ἀπριλίου]), κι αὐτὸ τὸ ἔκαναν συνήθως μπροστὰ στὶς πύλες τῶν πόλεων.
3. Βλ. Γεν. 3:1.
4. Ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Ἀποκρίσεις, ξ .
5. Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΛΓ', 15.
πηγή

Σκέψεις...



Είμαι Έλληνας γιατί οι γονείς μου ήταν Έλληνες. 
Δεν το επέλεξα.
 Όπως δεν επέλεξα το χρώμα που έχω

Όπως δεν επέλεξα το φύλλο που έχω. 
Είμαι τόσο περήφανος ως Έλληνας όσο θα ήμουν και με οποιαδήποτε άλλη εθνικότητα.

 Αν με χαρακτήριζα ως άνθρωπο ποτέ δε θα συμπεριέλαβα και την εθνική μου ταυτότητα. Δεν είναι κάτι που κάνει περήφανο, που με κάνει ανώτερο. Δεν είναι κάτι που με κάνει να ντρέπομαι, που με κάνει κατώτερο. 

Είναι λίγες οι στιγμές που με κάνουν περήφανο για όσα ως Έλληνες έχουμε κάνει τα τελευταία 70 χρόνια. 

Το σπουδαιότερο ως τα τώρα ήταν η αντίσταση μας στο φασισμό.
 Η μικρή Ελλάδα έσωσε την τιμή της Ευρώπης πολεμώντας ξυπόλητη στα βουνά τους ναζί. Ένα ολόκληρο παλλαϊκό κίνημα αντίστασης στη βαρβαρότητα, στο φασισμό, στο ρατσισμό. Βέβαια η συνέχεια ήταν σκληρή σε όσους αντιστάθηκαν εκείνη την εποχή.

 Βρέθηκαν διωκόμενοι, κυνηγημένοι, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν και κόσμησαν φανοστάτες με τα κεφάλια τους.

Σήμερα είναι η πρώτη φορά που μπορώ να πω με περηφάνεια πως είμαι πολίτης της χώρας που σώζει ξανά την τιμή της Ευρώπης.


 Ζω σε μια χώρα που οι άνθρωποι της ζουν μέσα στη φτώχεια και στις στερήσεις.

 Όμως από εκείνα που δεν έχουν, από εκείνα που τους λείπουν δέχονται στον τόπο τους όλους αυτούς τους κυνηγημένους και βασανισμένους ανθρώπους.
 Λυπάμαι που θα στεναχωρήσω μερικούς αλλά για μένα δεν υπάρχουν πρόσφυγες, μετανάστες, λαθρομετανάστες. 
Για μένα είναι όλοι άνθρωποι.
 Που έχουν ανάγκη να ζήσουν.

Σε καμία άλλη χώρα, καμία άλλη κυβέρνηση, κανείς άλλος λαός σε τέτοια έκταση δεν άνοιξε την αγκαλιά του στους κολασμένους αυτής της γης. 

Σήμερα που κυβερνήσεις κλείνουν τα σύνορα τους οι δικές μας γιαγιάδες ανοίγουν την αγκαλιά τους και ταΐζουν μωρά.

 Χώρες που συνεργάστηκαν με τους ναζί ζητούν να τους πνίγουμε.

Δεν μπορώ να φανταστώ την τύχη των ανθρώπων αυτών με την προηγούμενη κυβέρνηση.

 Ή με μια κυβέρνηση «μένουμε Ευρώπη».
 Μπορεί κανείς να αισθάνεται προδομένος, απογοητευμένος, εχθρικός απέναντι στην κυβέρνηση της αριστεράς.
 Δικαίωμα του
. Όμως δεν μπορεί να μην της αναγνωρίζει πως είναι η μοναδική Ευρωπαϊκή κυβέρνηση που μέσα στη τόση δυστυχία και αφόρητη οικονομική κατάσταση δεν πούλησε τους ανθρώπους αυτούς και μαζί την ψυχή της στο διάολο. 

Κάποτε η ιστορία θα γράψει για ένα λαό που αντιστάθηκε στη βαρβαρότητα κι εγώ θα είμαι περήφανος και δεν θα ντρέπομαι να το πω πως είμαι Έλληνας και μέρος αυτού του λαού.

πηγή

Πώς θα έλθη ο Θεός για να κρίνη την γη



Και τι θα μπορούσε να θεωρηθή ελεεινότερο από αυτήν την ψυχή; Αυτός ο βασιλιάς έρχεται να κρίνη την γη όχι με ζεύγος ημιόνων λευκών ή με χρυσή άμαξα ή με αλουργίδα και διάδημα. Αλλά πως; Άκουσε τους προφήτες τι λένε , όσο βέβαια μπορεί να το πη  άνθρωπος. Ο ένας λέει∙ « Ο Θεός θα έλθη φανερά , ο Θεός μας και δεν θα αποσιωπηθή∙ πυρ θα καίεται ενώπιόν του και γύρω του δυνατή καταιγίδα∙ θα προσκαλέση τον ουρανό επάνω και την γη για να κρίνη τον λαό του» ( Ψαλμ. 49, 34 ) . Ο Ησαΐας πάλι αυτήν την ίδια την κόλασι μας θέτει προ οφθαλμών, όταν λέη∙ «Να, ημέρα Κυρίου έρχεται με άπαυστο θυμό και οργή, να καταστήση την οικουμένη όλη έρημη και τους αμαρτωλούς να καταστρέψη από αυτήν. Οι αστέρες του ουρανού ο Ωρίων και όλος ο κόσμος του ουρανού δεν θα δώσουν το φως τους και θα σκοτισθή ο ήλιος κατά την έξοδό του, και η σελήνη δεν θα δώση το φέγγος αυτής. Θα δώσω εντολή να έλθουν συμφορές σε όλη  την οικουμένη και στους ασεβείς τιμωρίες για τις αμαρτίες τους. Θα καταστρέψω την έπαρσι των παρανόμων και τον εγωισμό των υπερηφάνων θα ταπεινώσω και όσοι θα παραμείνουν θα είναι πολυτιμότεροι από τον φυσικό χρυσό και οι άνθρωποι θα είναι πολυτιμότεροι από τον λίθο από το Σουφείρ. Και αυτός ο ουρανός θα σαλευθή και η γη θα σεισθή εκ των θεμελίων εξ αιτίας του θυμού του Κυρίου Σαβαώθ , κατά την ημέρα , που θα επέλθη ο θυμός του» ( Ησ. 13, 9-13 ) . Και πάλι∙ «Οι θυρίδες , λέει από τον ουρανό θα ανοιχθούν και θα πέση οργή του Θεού στους αμαρτωλούς ανθρώπους και θα σεισθούν  τα θεμέλια  της γης∙ θα συνταραχθή  η γη, θα σαλευθή από τα θεμέλια σαν μεθυσμένη και σαν να είναι σε κραιπάλη∙ θα σεισθή σαν οπωροφυλάκιο η γη, θα πέση και δεν θα μπορή να σηκωθή, διότι υπερίσχυσε η ανομία. Και εκείνη την ημέρα θα επιφέρη ο Θεός την παντοδύναμη δεξιά του στο πλήθος των ουρανίων σωμάτων και στους βασιλείς της γης. Και θα τους συγκεντρώση σε δεσμωτήριο και θα τους κλείση σε φυλακή»( Ησ. 24, 18-22 ) . Και ο προφήτης Μαλαχίας μιλώντας με παρόμοιο τρόπο έλεγε: «Να, έρχεται Κύριος ο Παντοκράτωρ , Ποιος όμως θα μπορέση να υπομείνει  την ημέρα εκείνη της εισόδου αυτού, ή ποιος θα σταθή όρθιος κατά την ημέρα της ελεύσεώς του; Διότι αυτός θα πορευθή ενώπιον των ανθρώπων ως πυρ χωνευτήριο και ως στακτόνερο ,για να καθαρίση τους πάντες, όπως ο χρυσοχόος καθαρίζει το αργύριο και το χρυσίο στο καμίνι» ( Μαλ. 3., 1-3 ) . Και πάλι∙ «Να , λέει , ημέρα έρχεται Κυρίου καιομένη ως κλίβανος και θα κατακάψη αυτούς . Όλοι οι αλλογενείς και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομία θα είναι σαν την καλαμιά και θα τους κατακαύση η ημέρα του Κυρίου που έρχεται, λέει ο Κύριος παντοκράτωρ, και δεν θα παραμείνη ούτε ρίζα ούτε κλάδος» ( Μαλ. 4, 1 ) .
Ο δε ανήρ των επιθυμιών, λέει∙ «Έβλεπα , έως ότου θρόνοι στήθηκαν και ο παλαιός των ημερών εκάθησε ∙ και το ένδυμα αυτού ήταν λευκό σαν χιόνι και η τρίχα της κεφαλής του σαν μαλλί καθαρό∙ ο θρόνος του φλόγα πυρός , οι τροχοί του σαν του θρόνου του, σαν πυρ, που εξέπεμπε φλόγες. Χίλιες χιλιάδες αγγέλων τον υπηρετούσαν και μύριες μυριάδες παραστέκονταν δίπλα του. Κριτήριο στήθηκε και βιβλία ανοίχθηκαν» ( Δαν. 7, 9-10 ) . Και λίγο παρακάτω λέει∙ « Έβλεπα με προσοχή στο όραμα της νυκτός και ιδού, κάποιος ως υιός ανθρώπου ερχόταν ενώπιον των νεφελών του ουρανού, έφθασε μπροστά στον παλαιό των ημερών και ωδηγήθηκε προς αυτόν. Σε αυτόν δόθηκε η αρχή και η τιμή και η βασιλεία , και όλοι οι άνθρωποι, λαοί, φυλές γλώσσες αυτόν θα υπηρετήσουν. Η εξουσία του θα είναι αιώνια, και η βασιλεία του ποτέ δεν θα καταστραφή και δεν θα σβήση. Έφριξε το πνεύμα μου μέσα μου, εγώ ο Δανιήλ το βεβαιώνω αυτό , και τα οράματα αυτά της κεφαλής μου με συνετάραξαν» ( Δαν. 7, 13-15 ) .
Τότε ανοίγουν διάπλατα  όλες οι πύλες των ουρανίων αψίδων ή μάλλον και αυτός ο ουρανός θα φύγη από το μέσο «Θα εκτυλιχθή , λέει, ως βιβλίο ο ουρανός» ( Ησ. 34, 4 ) , συστελλόμενος σαν παραπέτασμα θεατρικής σκηνής, ώστε να αλλάξη για το καλύτερο. Τότε τα πάντα γεμίζουν από έκστασι, φρίκη και τρόμο∙ τότε και αυτοί οι άγγελοι διακατέχονται από πολύ φόβο και όχι μόνον αυτοί, αλλά και οι αρχάγγελοι και οι θρόνοι και οι κυριότητες και οι αρχές και οι εξουσίες . «Θα σεισθούν, λέει , οι δυνάμεις των ουρανών», διότι θα απαιτηθούν από τους ανθρώπους ευθύνες για την εδώ ζωή» ( Ματθ. 24, 29 ) . Και μη θαυμάσης.

Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Θ΄
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ
Υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου
Αγιορείτου
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ «ΑΓΙΟΣ ΣΥΡΙΔΩΝ Α΄»
ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
2013

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΜΑΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΠΑΙΔΩΝ ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ


Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων






Θρηνώ για τον Ουμπέρτο Εκο, αλλά θρηνώ περισσότερο που δεν θα θρηνήσω ποτέ έναν Ελληνα Ουμπέρτο Εκο. Τουλάχιστον όχι στο όριο της ζωής που μου απομένει (εκτός κι αν στο μεταξύ έρθουν οι εξωγήινοι, οπότε χαιρέτα μου τους παρόντες προβληματισμούς κι ό,τι άλλο μάθαμε σ’ αυτήν τη ζήση). 

Επί του παρόντος, όμως, ας μείνουμε σε ορισμένα σημειολογικά από τη ζωή και τον θάνατο του Ουμπέρτο Έκο. Ο Έκο γνώριζε πολύ καλά αρχαία ελληνικά και λατινικά, στα ελληνικά σχολεία όμως τα αρχαία ελληνικά αποκαθηλώνονται και όσον οι ημέρες εξορίζονται κι ενίοτε εξορκίζονται.


Ο Ουμπέρτο Έκο γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά τη βυζαντινή ιστορία, όχι μόνον ως καθηγητής ιστορικός του Μεσαίωνα, αλλά και ως ελληνιστής που στο Βυζάντιο είδε τη συνέχεια και την εξέλιξη του αρχαίου κόσμου στους μέσους χρόνους, έως την Αναγέννηση, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις στη διαμόρφωση των εθνών εντός, εκτός και μετά το βυζαντινό πλαίσιο σε Δύση κι Ανατολή - απ’ την Ιβηρική ως τη Μεσοποταμία κι απ’ την Αίγυπτο έως τη Μόσχα.

Για το Βυζάντιο η τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων έχει μαύρα μεσάνυχτα. Ορισμένοι ξέρουν πέντε πράγματα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, άλλοι -οι πολύ περισσότεροι- νομίζουν ότι το Βυζάντιο ήταν ένα θεοκρατικό κράτος κι άλλοι το υποβάλλουν σε μια ακατανόητη ιδεολογική στοχοποίηση.

 Παρ’ ότι οι βυζαντινές σπουδές, οι παλαιότερες και οι (θαυμαστές) σύγχρονες, έχουν διακονηθεί με όλο και πιο πλούσια αποτελέσματα από ιστορικούς υλιστές, αριστερούς, ορθολογιστές και πάντως έγκυρους, η χύδην «αριστερά» στην πατρίδα μας τη βρίσκει να την πέφτει σε αυτό που δεν γνωρίζει και να το δαιμονοποιεί (αποδίδοντάς του ανύπαρκτες υποστάσεις - όπως έκανε και ο Μπαουντολίνο στο φερώνυμο έργο του Έκο, όταν οι δυτικοί, εκεί στα πέριξ του 13ου αιώνα, πίστευαν ακόμα ότι ανατολικώς του Ευφράτη υπάρχει ένας παράξενος κόσμος που ζουν μονοπόδαροι άνθρωποι, πλάσματα χωρίς κεφάλι και φυτά που τραγουδάνε).

Ο Έκο έπαιζε την ιστορία στα δάκτυλα, για αυτό τα βιβλία του είναι ιστορικά κατά τον τρόπο που η ιστορία εγχέεται στα πάντα. Στα ελληνικά σχολεία η Ιστορία έχει κατακοπεί, διδάσκεται αποσπασματικά, ξηρά, χωρίς να βγάζει νόημα, χωρίς να φτιάχνει έναν «χάρτη» των γεγονότων (με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές να μην έχουν καμία γνώση ή αίσθημα του ιστορικού χρόνου), διδάσκεται υπό το κράτος των κόμπλεξ εκείνων που η ίδια η Ιστορία τους δείχνει πόσο μισάνθρωποι είναι.

Στα ελληνικά σχολεία η Ιστορία είναι μια παρείσακτη και όσοι ιστορικοί θα ήθελαν να διδάξουν τα ανθρωπιστικά στα ανθρώπινα, λοιδορούνται απ’ τα πράγματα (το αναλυτικό πρόγραμμα) και συχνά εξοστρακίζονται από τους βαλτούς και ιδιοτελείς.

Ο Ουμπέρτο Εκο ήταν ελληνιστής και για αυτό είχε μια οικουμενική αντίληψη για τον κόσμο, σε αντίθεση με τους καθ’ ημάς ανελλήνιστους που είναι ή εθνικιστές ή εθνομηδενιστές. Ή Μιχαλολιάκοι ή Λιάκοι.

Στο «Ονομα του Ρόδου» ο Ουμπέρτο Έκο με Χρυσόμαλλο Δέρας το Περί Κωμωδίας του Αριστοτέλη οργανώνει την περιγραφή της διαδρομής του ανθρώπου ανάμεσα στις εξουσίες στη βάση της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Η δημοκρατία, η απολυταρχία, η σάτιρα, η καταστολή της, η μεταφυσική αγωνία, η παραπλάνηση, η αναζήτηση της αλήθειας, η παρέκβαση, η αγαθή τρέλα, η δαιμονική εξουσιολαγνεία, ο έρωτας, η πορεία προς τη σοφία και τη γαλήνη, οι ιστορικές αλληλοεπιδράσεις, ο φόβος, η αναζήτηση της ελευθερίας, οι αντιθέσεις και οι συνθέσεις, οι τέχνες, η γραφή, η ανάγνωση και η αφήγηση, οι μύθοι - όλα εξακτινούνται για να κεντήσουν με μαεστρία το τοπίο του πεπερασμένου. Διότι ακόμα και η φαντασία είναι πεπερασμένη εφόσον ο τρόπος που φανταζόμαστε βασίζεται κι αυτός στο πεπερασμένο. Αυτό που διαφορίζει τα πάντα στα γνωστά και στα άγνωστα.

 Στον «Μπαουντολίνο», μέσα από την αλληγορία που περιγράφει η επαφή του αναδυόμενου, βάρβαρου αλλά γενναίου κόσμου της Δύσης (στο πρόσωπο του Μπαουντολίνο) με τον εκλεπτυσμένο, σοφό αλλά και κουρασμένο κόσμο της Ανατολής (στο πρόσωπο του Νικήτα Χωνιάτη), περιγράφεται η αέναη αλληλοδιαδοχή των κύκλων μιας πραγματικότητας που διαμορφώνεται από την πολεμική φύση του ανθρώπου. Ο δυνάστης που ξεπέφτει δεν είναι λιγότερο δυνάστης απ’ τον δυνάστη που ανέρχεται. Ο Έκο εκτείνει σε βιβλίο ένα μικρό σπαρακτικό κείμενο -τον θρήνο του Νικήτα Χωνιάτη για την καταστροφή από τους Φράγκους της Πόλης των πόλεων- θυμίζοντας στο θύμα ότι ήταν θύτης και θυμίζοντας στη συνέχεια στη νίκη ότι θα ηττηθεί, λέγοντας δηλαδή όλα όσα λέει η λογοτεχνία απ’ τον Όμηρο ως τον Τζόυς.

Όλα αυτά κι άλλα πολύ περισσότερα που δεν είναι του παρόντος, ο Έκο, ένας λάτρης αλλά και δάσκαλος της μαζικής κουλτούρας, τα δημιουργεί βγάζοντας την ιστορία απ’ το μουσείο, συσχετίζοντας τις ιδεολογίες, τη φιλοσοφία και τις θρησκείες με το παραμικρό. Κάτι άκρως διασκεδαστικό, επειδή είναι σοφό, επειδή σε γεμίζει, επειδή σου προκαλεί ευφορία. Ο Έκο, ο Γκορ Βιντάλ, η Γιουρσενάρ δεν βλέπουν στην κάθαρση το τέλος της τραγωδίας, αλλά την αρχή της επόμενης. Κι έτσι, με έναν τρόπο ίσως ανεξήγητο (σε έναν κόσμο που ο πατέρας του είναι ο πόλεμος) η επίγνωση αυτή μας οδηγεί στην αναζήτηση της αγάπης.

Αν γύρω από την αγάπη περιστρέφεται το μυστήριο της ζωής κι αν γύρω απ τον πόλεμο περιστρέφεται η πραγματικότης του βίου, τότε, ώσπου να μάθουμε κάτι περισσότερο, η σάτιρα, δηλαδή η αυτογνωσία και συνεπώς η επανάσταση, είναι το μόνο μας σκαρί για το ταξίδι, ώσπου απ’ τα χέρια του Οδυσσέα να το πάρει ο Βαρκάρης.

Πολλά είπαμε για πολλά, που απ’ αυτά τα πιο πολλά μας υπερβαίνουν. Πολύ. Ας μείνουμε σήμερα σε ένα μικρό. Ανθρωποι ημιμαθείς, όπως η αφεντιά μου, ενθαρρύνθηκαν να μάθουν περισσότερα από το έργο ανθρώπων όπως ο Έκο και κατηγορήθηκαν για την ημιμάθειά τους από ανθρώπους μισάνθρωπους, του συρμού και των κλισέ, που θεωρούν τον εαυτό τους ελίτ. Αυτούς να φοβάσθε! Αυτούς που σας αποθαρρύνουν αντί να σας ενθαρρύνουν. Για τον αμαθή, τον ημιμαθή, τον πτωχό τω πνεύματι, για τη χάρη τους υπάρχουν οι Αϊνστάιν και οι Σαίξπηρ...

ΠΗΓΗ /ANTIΓΡΑΦΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...