Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2012

Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης Ἀπό τήν κρίση στήν Ἐλπίδα Μήνυμα Χριστουγέννων 2012 Ἱ. Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους



Τά ἐφετινά Χριστούγεννα βρίσκουν τόν λαό μας σέ κρίσιμη ἀκόμη κατάστασι. Οἱ ἐπικυρίαρχοι δανεισταί μας ἐπιβάλλουν ὅλο καί πιό δυσβάστακτες φορολογίες. Οἱ νέοι μας μαστίζονται ἀπό τήν ἀνεργία. Οἱ ἡλικιωμένοι βιώνουν πρωτοφανῆ ἀνασφάλεια. Γιά πολλούς χάθηκε ἡ ἐλπίδα. Συνάνθρωποί μας δέν ἀντέχουν πλέον τήν οἰκονομική δυσπραγία. Οἱ περισσότεροι ἀγωνιοῦν γιά περαιτέρω συνέπειες. Κάποιοι ἀπελπίζονται καί, δυστυχῶς, ὡρισμένοι αὐτοκτονοῦν.
Στήν προσπάθεια νά δοθῇ κάποια λύσις γίνονται πολιτικές, οἰκονομικές καί ἄλλες ἀναλύσεις, γιά νά βρεθῇ τί φταίει, τί μᾶς ὡδήγησε μέχρις ἐδῶ.
Οἱ πιστοί ἄνθρωποι ὅμως θέτουν ἀλλοιῶς τό ἐρώτημα: Τί θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς; Γιατί ἐπέτρεψε αὐτή τήν δοκιμασία; Ἀναζητοῦν τήν αἰτία μέ ἐλπίδα σέ Ἐκεῖνον πού προνοεῖ μέ ἀγάπη γιά τόν κόσμο του.

Αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι καί πτωχοί, γιά νά δώσουμε μία δική μας ἀνθρώπινη ἀπάντησι. Γι’ αὐτό προσφεύγουμε στόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καταγράφηκε στίς Ἅγιες Γραφές, διότι αὐτός φανερώνει τούς ἀπορρήτους λόγους τῆς Ἱστορίας, πού εἶναι ἄγνωστοι καί ἀκατανόητοι σέ ὅσους δέν τήν βλέπουν ὡς φιλάνθρωπη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δοκιμασία πού περνᾶμε σήμερα ἔχει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν ταλαιπωρία τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ κατά τήν ἑβδομηκονταετῆ αἰχμαλωσία του στήν Βαβυλῶνα. Τό κράτος τῶν Ἰουδαίων εἶχε καταλυθῆ ἀπό τόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος εἶχε καταστραφῆ, τά ἱερά σκεύη του εἶχαν διαρπαγῆ καί ὁ λαός ἁλυσοδεμένος μεταφέρθηκε στήν Βαβυλῶνα.
Ἡ θλίψις τοῦ λαοῦ γιά τόν ξεριζωμό καί ἡ δυστυχία τῆς σκλαβιᾶς ἦσαν ἀπερίγραπτες. Ὁ θρῆνος καί ὁ ὀδυρμός γιά τήν χαμένη ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ ἦταν καθημερινός τρόπος ζωῆς. Στίς ὄχθες τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλώνας μοιρολογοῦσαν φέρνοντας στήν μνήμη τους τήν Ἱερουσαλήμ: «Ἐπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών».
Στίς παρόχθιες ἰτιές κρεμοῦσαν οἱ ταλαίπωροι αἰχμάλωτοι τά μουσικά τους ὄργανα. Δέν ἤθελαν νά τραγουδήσουν τά ἱερά τους ἄσματα σέ ξένη γῆ. «Πῶς ἄσομαι τήν ᾠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;». Δέν ἤθελαν νά λησμονήσουν ὅτι ἡ ἐπίγεια πατρίδα τους, ἐρημωμένη καί κατεσκαμμένη, τούς περιμένει. Ἡ λησμοσύνη θά ἦταν ἡ ὁλοκληρωτική τους καταστροφή.
Νά ξεραθῇ τό χέρι μου, νά χάσω τήν λαλιά μου, ἔλεγαν θρηνητικά, ἄν σέ ξεχάσω, Ἱερουσαλήμ, ἄν δέν σέ ἔχω σάν τήν πρώτη μου λαχτάρα: «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐάν μή σου μνησθῶ, ἐάν μή προανατάξωμαι τήν Ἱερουσαλήμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου» (Ψαλμ. 136).
Ἀνάμεσα σέ αὐτόν τόν λαό ἔζησαν συναιχμάλωτοι καί τέσσερις εὐγενεῖς νέοι, ὁ προφήτης Δανιήλ καί οἱ Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ. Ἀνατράφηκαν στήν βασιλική αὐλή τοῦ Ναβουχοδονόσορα καί ἔλαβαν ὑψηλά ἀξιώματα. Ἀλλά, γιά τήν εὐσέβειά τους στόν ἀληθινό Θεό καί τήν προσήλωσι στίς παραδόσεις τῶν πατέρων τους, συκοφαντήθηκαν καί δοκιμάσθηκαν σκληρά.
Ὁ προφήτης Δανιήλ ρίχθηκε στόν λάκκο τῶν λεόντων καί οἱ Τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός. Εὑρισκόμενοι μέσα σέ αὐτές τίς φρικτές συνθῆκες, πού ξεπερνοῦν κάθε περιγραφή, ἔνοιωσαν θαυμαστή θεία παρέμβασι καί παρηγορία. Ἄγγελος Κυρίου ἐδρόσιζε τούς τρεῖς νέους μέσα στό καμίνι τῆς φωτιᾶς καί ἄλλος ἄγγελος ἡμέρεψε τά θηρία, γιά νά μή βλάψουν τόν Δανιήλ. Στό ἀποκορύφωμα τῆς δοκιμασίας τους ἀλλά καί τῆς θείας εὐλογίας, ἀπό τίς καρδιές τῶν εὐσεβῶν νέων ἐπήγασε ἡ γνωστή ἐξομολογητική καί δοξολογική προσευχή, ὁ θαυμάσιος «Ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων» (Δαν. κεφ. 3).
Αὐτή ἡ προσευχή, τήν ὁποία ἐνέπνευσε τό Ἅγιο Πνεῦμα στίς ψυχές τῶν μαρτύρων τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτει τήν πραγματική αἰτία τῆς βαβυλώνειας αἰχμαλωσίας τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
Αἰτία τῶν δεινῶν τους ἦταν οἱ ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ τους. Μέσα ἀπό τήν φλόγα τῆς καμίνου, ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ λαοῦ, ἄν καί αὐτοί οἱ ἴδιοι δέν ἦσαν ποτέ ἀνυπάκουοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, οἱ τρεῖς νέοι ἐξωμολογοῦντο μέ τά ἑξῆς λόγια: Εὐλογητός εἶσαι, Κύριε, ὁ Θεός τῶν πατέρων μας. Δοξασμένο τό ὄνομά σου εἰς τούς αἰῶνας. Ὅ,τι ἀποφάσισες γιά μᾶς καί τήν ἁγία πόλη τῶν πατέρων μας, τήν Ἱερουσαλήμ, ὅλα εἶναι δίκαια καί σωστά. Ὅλα μᾶς βρῆκαν γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ἁμαρτήσαμε πολύ, ἀνομήσαμε καί σέ ξεχάσαμε. Δέν τηρήσαμε τίς ἐντολές σου. Δέν σέ ὑπακούσαμε, ὥστε νά εὐτυχήσουμε. Καί τώρα μᾶς ἔχεις παραδώσει στά χέρια τῶν παρανόμων ἐχθρῶν μας, στήν δούλευση ἀδίκου καί πονηροτάτου βασιλέως (πρβλ. Δαν. κεφ. 3).
Καί ὁ προφήτης Δανιήλ, συλλογιζόμενος τήν αἰτία τῆς αἰχμαλωσίας τους, παρομοίως ἐξωμολογεῖτο ὑπέρ ὅλου τοῦ λαοῦ: «Κύριε ὁ Θεός ὁ μέγας καί θαυμαστός, ὁ φυλάσσων τήν διαθήκην σου καί τό ἔλεός σου τοῖς ἀγαπῶσί σε καί τοῖς φυλάσσουσι τάς ἐντολάς σου, ἡμάρτομεν, ἠδικήσαμεν, ἠνομήσαμεν καί ἀπέστημεν καί ἐξεκλίναμεν ἀπό τῶν ἐντολῶν σου καί ἀπό τῶν κριμάτων σου καί οὐκ εἰσηκούσαμεν τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, οἵ ἐλάλουν ἐν τῷ ὀνόματί σου πρός τούς βασιλεῖς ἡμῶν καί ἄρχοντας ἡμῶν καί πατέρας ἡμῶν, καί πρός πάντα τόν λαόν τῆς γῆς» (Δαν. κεφ. 9).
Ὁ πόνος τῆς σκληρῆς ἐξορίας εἶχε πιά μαλακώσει τούς σκληροκάρδιους Ἰουδαίους, τούς εἶχε θυμήσει τά παρακλητικά καί ἀφυπνιστικά κηρύγματα τοῦ προφήτου Ἱερεμία, τότε πού σέ ἡμέρες εὐμάρειας οἱ ἄρχοντες, οἱ ἱερεῖς καί ὁ λαός εἶχαν ἐγκαταλείψει τήν πίστι στόν ἀληθινό Θεό, προσέθεταν παρανομίες πάνω στίς παρανομίες καί ἐμόλυναν μέ εἴδωλα τόν Ναό τοῦ Σολομῶντος: «καί πάντες οἱ ἔνδοξοι Ἰούδα καί οἱ ἱερεῖς καί ὁ λαός τῆς γῆς ἐπλήθυναν τοῦ ἀθετῆσαι ἀθετήματα βδελυγμάτων ἐθνῶν καί ἐμίαναν τόν οἶκον Κυρίου τόν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Β΄ Παραλ. 36, 14).
Τότε πού μέ ἀλαζονεία περιγελοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, ἐξευτέλιζαν τά λόγια Του καί μέ ἀφροσύνη καί ἀγνωμοσύνη περιφρονοῦσαν τήν φιλανθρωπία Του, μέχρι πού ἔφθασε ἡ ὀργή Του, γιατί ἔμειναν ἀδιόρθωτοι: «καί ἐξαπέστειλε Κύριος ὁ Θεός τῶν πατέρων αὐτῶν ἐν χειρί προφητῶν ὀρθρίζων καί ἀποστέλλων τούς ἀγγέλους αὐτοῦ, ὅτι ἦν φειδόμενος τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί τοῦ ἁγιάσματος αὐτοῦ· καί ἦσαν μυκτηρίζοντες τούς ἀγγέλους αὐτοῦ καί ἐξουδενοῦντες τούς λόγους αὐτοῦ καί ἐμπαίζοντες ἐν τοῖς προφήταις αὐτοῦ, ἕως ἀνέβη ὁ θυμός Κυρίου ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἕως οὐκ ἦν ἴαμα» (Β΄ Παραλ. 36, 15-16). Θυμήθηκαν οἱ ταλαίπωροι ἐξόριστοι τῆς Βαβυλώνας ὅτι τότε ἦλθε ἡ ὀργή τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, ὅταν πιά ἡ ἀσέβειά τους καί ἡ ἀλαζονεία τους δέν ἔπαιρναν ἄλλη διόρθωσι.
Εἶναι φανερό ἀπό τήν ἐξομολόγησι τῶν ἁγίων Τριῶν νέων καί τοῦ Δανιήλ ὅτι ἡ αἰτία τῶν δοκιμασιῶν τοῦ λαοῦ τους ἦταν ἡ ἀποστασία ἀπό τόν Θεό τῶν πατέρων τους, ἡ ἀνυπακοή στό θέλημά Του, καί ὅτι οἱ δοκιμασίες ἦταν φανέρωσις τῆς παιδαγωγούσης ἀγάπης Του πρός τόν λαό Του, ἀπό τόν ὁποῖο περίμενε μετάνοια καί διόρθωσι.
Ἡ ἀποστασία τῶν Ἰουδαίων ἦταν, ὅπως φαίνεται, καθολική. Καί οἱ ἄρχοντες καί οἱ ἀρχόμενοι εἶχαν τό δικό τους μερίδιο στήν ἀποστασία. Οἱ ἄρχοντες μπορεῖ νά εἶχαν μεγαλύτερη εὐθύνη, ἀλλά καί ὁ λαός εἶχε τίς δικές του εὐθῦνες.
Ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶχε γίνει τό παιδαγωγικό ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Ἐδυνάστευε τούς Ἰουδαίους κατά παραχώρησιν Θεοῦ, γιά νά ἀντιληφθοῦν τά λάθη καί τίς παρεκτροπές τους καί νά ἔλθουν σέ μετάνοια.
Χρειάσθηκε ὅμως νά εὑρεθοῦν καί πρόσωπα μέ προφητικό χάρισμα, τά ὁποῖα μέσα στήν κόλασι τῆς δυστυχίας θά διέσωζαν τήν εὐσέβεια καί θά ἀποτελοῦσαν τό ἐκλεκτό λεῖμμα, χάριν τοῦ ὁποίου ὁ Θεός θά ἔσωζε ὅλον τόν ταλαιπωρημένο λαό.
Ἑβδομήντα χρόνια κράτησε ἡ αἰχμαλωσία τῶν Ἰουδαίων στήν Βαβυλῶνα. Ἀνάλογες ἤ καί πιό μακρόχρονες ἦσαν καί οἱ νεώτερες δοκιμασίες τοῦ χριστιανικοῦ μας λαοῦ. Δέν ξέρουμε πόσο θά κρατήσῃ ἡ τωρινή δική μας δοκιμασία. Τό μήνυμα τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων, τό ὁποῖο διαχρονικά περνᾶ μέχρις ἐμᾶς σήμερα, εἶναι ἡ πρόσκλησις σέ μετάνοια, στήν μετάνοια πού ἐκφράζει ἡ προσευχή τους. Μᾶς προσκαλοῦν νά ἐπιστρέψουμε στήν πνευματική παρακαταθήκη, τήν ὁποία μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας καί ἐμεῖς τήν ξεχάσαμε, θαμπωμένοι ἀπό τήν αἴγλη τῶν φώτων τῆς Ἑσπερίας καί ἀποχαυνωμένοι ἀπό τήν εὐμάρεια τῆς οἰκονομικῆς της δῆθεν ἀκμῆς. Ἐποιήσαμε καί ἐμεῖς, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, «τό πονηρόν ἐνώπιον Κυρίου» καί ἴσως τώρα συνειδητοποιοῦμε καλλίτερα τίς μεγάλες μας ἁμαρτίες: Διώχνουμε τόν Χριστό ἀπό τήν παιδεία, γιά νά τήν κάνουμε πανθρησκειακή. Τόν ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν δημόσια ζωή, διότι μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ παρουσία Του. Καταργοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἐπειδή ἐξυπηρετοῦνται τά μεγάλα οἰκονομικά συμφέροντα. Βλασφημοῦμε τό πανάγιο Πρόσωπό Του μέ χυδαῖες θεατρικές καί κινηματογραφικές ταινίες καί βιβλία. Νομιμοποιήσαμε τήν διάλυσι τῆς οἰκογένειας καί τήν φρικτή ἁμαρτία τῶν ἐκτρώσεων. Ἀνεχθήκαμε τήν πλεονεξία τῶν πλουτοκρατῶν καί τήν διαφθορά στήν δημόσια διοίκησι. Παραδοθήκαμε στό χρῆμα, στήν σάρκα, στήν δόξα. Χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας, κλειστήκαμε στήν φιλαυτία μας. Ἐγκαταλείψαμε τήν πατροπαράδοτη εὐσέβεια ὡς ἀναχρονιστική καί ἐκκοσμικευθήκαμε, γιά νά εἴμαστε σύγχρονοι καί κοινωνικά παραδεκτοί. Νοθεύσαμε τά Ὀρθόδοξα θεολογικά μας κριτήρια, δημιουργήσαμε διάφορες «θεολογίες» πού δέν συμφωνοῦν μέ τήν θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, αὐτοσχεδιάζουμε μέ αὐθάδεια, γιά νά ἐγκλιματισθοῦμε δῆθεν στό παγκοσμιοποιμένο περιβάλλον.
Χάσαμε τόν προσανατολισμό μας, καί γι’ αὐτό γίναμε ὑποχείριοι τῶν δυναστῶν. Τό ἔχει δείξει ἐπανειλημμένως ἡ Ἱστορία, ὅτι οὔτε οἱ ἰσχυροί τοῦ κόσμου οὔτε οἱ κραταιοί οἰκονομικοί μηχανισμοί θά μποροῦσαν νά μᾶς ὑποδουλώσουν, ἐάν ἐμεῖς δέν εἴχαμε παρακούσει τόν Ἅγιο Θεό.
Πλησιάζουμε στήν παγχαρμόσυνη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ἡ ἐλπίδα πάλι προβάλλει. Κατά τήν προεόρτιο αὐτή περίοδο ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ἰδιαιτέρως τόν προφήτη Δανιήλ καί τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας. Μέ τήν ζωή τους προετύπωσαν καί προεφήτευσαν τά γεγονότα τῆς ἐνσάρκου θείας Οἰκονομίας. Ὁ προφήτης Δανιήλ μάλιστα εἶχε πολλές καί μεγάλες θεϊκές ἀποκαλύψεις. Εἶδε μεταξύ ἄλλων τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί Σωτῆρα μας.
Τήν γέννησί Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία θά ἑορτάσουμε καί πάλι. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά μᾶς παρηγορήσῃ, νά μᾶς δώσῃ ἐλπίδα καί νά μᾶς διαβεβαιώσῃ ὅτι κανείς Ναβουχοδονόσορ, ὅποια σημερινή ὀνομασία καί ἄν ἔχῃ, δέν μπορεῖ νά μᾶς ὑποδουλώσῃ, ἐάν ἐμεῖς μένουμε στερεοί στήν Πίστι καί τήν ζωή τῶν Πατέρων μας.
Ἱκετεύομε τόν ἐκ φιλανθρωπίας σαρκωθέντα καί νηπιάσαντα Θεό, τόν Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν καί δι’ ἡμᾶς γενόμενον Παιδίον Νέον, νά μᾶς συγχωρήσῃ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ στήν χριστιανική ζωή, γιά νά ἀμβλυνθῇ καί τελικά νά ξεπερασθῇ ἡ παροῦσα δεινή οἰκονομική, κοινωνική, ἠθική καί κυρίως πνευματική κρίσις.

Εὐλογημένα Χριστούγεννα.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Χριστουγέννων 2012 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΡΑΜΑΣ


 ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Χριστουγέννων 2012

Π Α  Υ Λ Ο Σ
Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας
πρός
τόν εὐαγῆ Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐσεβεῖς καί εὐλογημένους χριστιανούς τῆς μαρτυρικῆς Ἐπαρχίας ταύτης, εὐχήν καί εὐλογίαν παρά τοῦ τεχθέντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν».

Σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη ἀντηχεῖ σήμερα ἡ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Μιά τέτοια ἐπίσκεψη χρειάζεται καί ἀνάλογη προετοιμασία. Δέν εἶναι τυχαῖος ὁ ἐπισκέπτης. Εἶναι τό Φῶς, εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό σκιρτᾶ ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη καί ὁ ὑμνογράφος προτρέπει ὅλη τή δημιουργία ἔμψυχη καί ἄψυχη νά πανηγυρίσει : «Εὐφραίνεσθε δίκαιοιοὐρανοί ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τά ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος...».
Αὐτή τήν πάμφωτη ἡμέρα ὅπου ἡ πνευματική εὐφροσύνη φωτίζει τόν κόσμο ἀπό τό φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, ἔχουν πυκνώσει τά σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας, τά μίση, οἱ μικρότητες, τά πάθη τῶν ψυχικῶν διαστροφῶν. Χρόνια τώρα τό σκοτάδι πολεμᾶ τό φῶς. Προσπαθεῖ διά τῶν ὀργάνων του νά καταπνίξει τό ἱλαρό φῶς τῆς Πίστεως, νά σβήσει τό γιά αἰῶνες στόν τόπο αὐτό ἀκοίμητο καντῆλι τῆς οἰκογένειας, νά συνθλίψει ἁγνές καί ἀθῶες παιδικές καρδιές.
Μαίνονται στρατιές κολάσεως, μέ ναρκωτικά, μέ κραυγές «ἀπελευθέρωσης», δηλαδή ὑποδούλωσης σέ κτηνώδη ἔνστικτα, μέ θεάματα καί ἀκούσματα βλάσφημα, μέ κατάργηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τό κήρυγμα τῆς ἀθεΐας στά σχολικά τεμένη καί τῆς ἐκτόξευσης ὕβρεων στό ὄνομα δῆθεν τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης κατά τῶν παναγίων ὀνομάτων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας Μητρός Του καί τῶν ἁγίων Του, μέ ἀσυδοσία καί ἐπιβράβευση τῶν ἐνόχων πού ἐνῶ δολοφονοῦν ψυχές, δηλητηριάζουν συνειδήσεις, καταλύουν τό οἰκογενειακό ἄδυτο, ἐπιβραβεύονται ἡ φαυλότητα καί τά ἐπαίσχυντα κατορθώματά τους.      
Καί τό χειρότερο, προβάλλονται ὡς πρότυπα προόδου καί μιμήσεως. Καί τό σκοτάδι καλύπτεται ἀπό ἄλλο βαθύτερο ὥστε πρός στιγμήν νά φαίνεται ὅτι καλύπτει τό Βηθλεεμικό ἀστέρι. Στήν πραγματικότητα ὅμως τό σκοτάδι τονίζει τήν ἀντίθεση. Τονίζει τή μάχη τοῦ ψεύδους πρός τήν ἀλήθεια, τῆς σκλαβιᾶς τῶν παθῶν πρός τήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου πρός τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Τοῦ φωτός πρός τό σκοτάδι. Τοῦ διαβόλου πρός τόν ἐν τῷ σπηλαίῳ τεχθέντα Ἰησοῦν Χριστόν, τόν λυτρωτήν τοῦ κόσμου.
     Ὅμως ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης, ὁ νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, φωτίζει τό θέατρο τῆς παγκοσμίου σκηνῆς, ἀποκαλύπτει τίς τραγωδίες σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς, καθιστᾶ κραυγαλέα τά ἀδικήματα πού συντελοῦνται ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς στά μικρά κράτη ὅπως τό δικό μας καί διαλύει μέ τό μήνυμα πού ἀπευθύνει τά σκοτάδια τῆς ἀδικίας καί καλεῖ ὅλους νά ὑπηρετήσουν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν Δικαιοσύνη.
Πῶς λοιπόν ἐμεῖς σήμερα θά ὑποδεχθοῦμε στίς καρδιές καί  στήν πατρίδα μας, πού μαστίζεται ἀπό μία ἐπιδρομή ἀδικίας πρωτοφανῆ, τόν μεγάλο ἐπισκέπτη ;
Μαζί μέ τούς ὑπέροχους δοξολογικούς ὕμνους, τά παραδοσιακά μας τραγούδια καί τά ὑπέροχα ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας μέ μιά καρδιακή, οὐσιαστική ὁμολογία πίστεως : 
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν σαρκωθείς ἐκ πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, ἐνανθρωπήσας Θεός ἡμῶν, ὁμολογοῦμεν ὅτι ἀπηρνήθημεν τοῦ ὀνόματός Σου, ὅτι περιφρονήσαμε τά προστάγματά Σου. 
Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν. Σέ ἱκετεύουμε ὅμως καί Σέ παρακαλοῦμε. Ἅπλωσε τό παντοδύναμό Σου χέρι καί εὐλόγησέ μας. Συγχώρεσέ μας. Ἀπόστρεψον τόν θυμόν Σου ἀφ’ ἡμῶν. Πρόσδεξαι τίς δεήσεις καί προσευχές τῶν δούλων Σου, πού ὁμολογοῦν μαζί μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο ὅτι : «... οἱ ἐν σκότει καί σκιᾷ, εὕρομεν τήν ἀλήθειαν ̇ καί γάρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος». ΑΜΗΝ.          
Διάπυρος πρός τόν ἐν τῷ Θεοδέγμονι Σπηλαίῳ
τεχθέντα Κύριον εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ


Π ρ  ς
Τόν Ἱερό Κλῆρο καί τον ευσεβή λαό τς ερς Μητροπόλεώς μας.
“Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε”
Χριστιανοί μου Ἀγαπητοί,
Γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τοῦ Χριστοῦ μας τή Γέννηση. Γιορτάζει τό ἀνεπανάληπτο γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, πού μέ κίνητρο τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του ἦλθε κοντά στόν κουρασμένο ἀπό τή βιοπάλη καί καταπληγωμένο ἀπό τήν πολυώνυμη ἁμαρτία ἄνθρωπο.
Καί ἦλθε κοντά μας γιά νά μᾶς μεταμορφώσει ἀπό ἀγρίους σ’ ἁγίους. Ἦλθε γιά νά μᾶς ἀνορθώσει, γιά νά μᾶς παρηγορήσει, γιά νά μᾶς δώσει τή σωτήρια ἐλπίδα καί γιά νά μᾶς ἐξασφαλίσει ὅλα τά ἐφόδια τῆς ἐπίγειας εὐτυχίας μας καί τῆς αἰώνιας μακαριότητάς μας.
Αὐτόν τόν σκοπό τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Γεννήσεως βλέπουν μέ τίς πνευματικές διόπτρες τους οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό τό μυστικό μᾶς ἀποκαλύπτουν μέ τούς θερμούς, βαθυστόχαστους καί ἐλπιδοφόρους λόγους τους, πού ἔχουν  συνθέσει καί μέ δύναμη ἔχουν  ἐκφωνήσει τήν κατάλληλη στιγμή.
Αὐτό εἶναι τό νόημα ὅλων τῶν ἐκπάγλου ὡραιότητος χριστουγεννιάτικων  ὕμνων, πού μέ τέχνη καί  ἔμπνευση δημιούργησαν καί μελοποίησαν χαρισματικοί Ἅγιοι, ὥστε νά τέρπεται ἀκόμη καί ἡ ἀκοή μας, μά περισσότερο νά εὐφραίνεται ἡ καρδιά μας, νά φωτίζεται ἡ διάνοιά μας καί νά στηρίζονται τά διαβήματά μας.
Τά ἐφετινά  Χριστούγεννα γιά μᾶς τούς ἕλληνες, πού κατοικοῦμε σ’ αὐτή τήν ἔνδοξη Χώρα, πού σήμερα διασύρεται καί ποικιλοτρόπως δοκιμάζεται, ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία.
Εἶναι ἀνάγκη νά τά ἰδοῦμε καί ἀπό μία ἄλλη ὀπτική γωνία, γιά νά ὠφεληθοῦμε καί νά στηριχθοῦμε στή δύσκολη περίοδο τῆς δοκιμασίας μας.
Ὁ Κύριός μας καί Θεός μας γεννήθηκε ἀδύναμο βρέφος καί φτωχός, ἀφοῦ δέν εἶχε οὔτε τά στοιχειώδη καί ἀπαραίτητα γιά κάθε παιδί πού ἔρχεται στόν κόσμο. Δέν ἔχει στέγη, ἀφοῦ ἀνακλίνεται στή φάτνη, οὔτε ζεστασιά, ἀφοῦ αὐτή τοῦ τήν ἐξασφαλίζουν τά ἄλογα ζῶα μέ τήν ἀναπνοή τους. Γεννήθηκε καί ἀμέσως δοκίμασε τά δεινά τῆς ἐξορίας καί φυγῆς στήν Αἴγυπτο, ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης  ἑτοίμασε τό ξίφος του γιά νά τό φονεύσει.
Ἀλήθεια, πόση παρηγοριά δέν παίρνουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶναι φτωχοί  καί ἄστεγοι, πού δέ διαθέτουν τά πιό στοιχειώδη καί ἀπαραίτητα γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά τά παιδιά τους καί προσπαθοῦν νά χορτάσουν τό ἄδειο στομάχι τους ἀπό αὐτά πού εὑρίσκουν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων ἤ στά συσσίτια πού ἡ Ἐκκλησία μας σάν φιλόστοργη μάνα μαζί καί ἄλλοι φορεῖς τούς ἐξασφαλίζουν, ὅταν ἀκοῦνε, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἦταν φτωχός καί ἄστεγος!
Τόν Χριστό μας βλέπουν ἐμπερίστατο καί κάνουν ὑπομονή μέχρι νά περάσει ἡ ὀργή τοῦ κακοῦ καί ἡ φτώχεια, πού ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια ἔδειξε πάλι τό σκληρό της πρόσωπο.
Τήν ἀπειλή τοῦ Ἡρώδη ἐναντίον τοῦ θείου καί ἁγίου βρέφους, πού ἔχει τήν τελειότητα καί τήν ἀναμαρτησία στόν ἀπόλυτο βαθμό, ἀκοῦνε οἱ ταλαίπωροι ὁμόθρησκοι καί ὁμοεθνεῖς μας καί διαπιστώνουν ὅτι τό πρόσωπο τῆς ἐξουσίας εἶναι σ’ ὅλες τίς ἐποχές τό ἴδιο καί ταυτίζουν τήν ἐξορία τοῦ Κυρίου μας στήν Αἴγυπτο καί τίς δοκιμασίες τῆς φυγῆς του ἐκεῖ μέ τίς περιπέτειες τῆς Χώρας μας, πού τίς ἐπέβαλαν ὅσοι δικοί μας δέν τήν ἀγαποῦν πραγματικά, ἀλλά προπάντων οἱ εὐρωπαῖοι, πού, ἐνῶ προσποιοῦνται τούς φίλους, μᾶς πίνουν τό αἷμα καί μᾶς ἔχουν ὁδηγήσει σέ πρωτόγνωρη περιπέτεια.
Στά αφτιά ὅλων ἠχοῦν τά λόγια τά δικά Του, πού πρέπει νά προσέξουμε γιά νά στηριχθοῦμε. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι».
Ὅμως, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, σ’ αὐτή τήν κοινωνική ἀναστάτωση καί ἐθνική περιπέτεια, ἐκτός ἀπό τήν ὑπομονή πού πρέπει νά δείξουμε καί τήν ὁποία μᾶς ἐξασφαλίζει ἡ πίστη μας στόν Θεό, πού μᾶς ἀγαπάει, ἐκτός ἀπό τήν ἐλπίδα μας, ὅτι ὅλα τά πικρά θά περάσουν κάποια στιγμή καί θά ἔλθουν καλύτερες ἡμέρες γιά τήν πατρίδα μας, εἶναι ἀνάγκη νά κάνουμε καί μιά διερεύνηση καί μέ πνεῦμα αὐστηρῆς κριτικῆς νά μάθουμε τά αἴτια τῆς σημερινῆς δοκιμασίας.
Χωρίς δυσκολία θά διαπιστώσουμε, ὅτι γιά πάρα πολλά ἀπό τά πικρά πού συμβαίνουν εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι. Εἴτε μέ τόν λόγο μας, εἴτε μέ τή σιωπή μας, εἴτε μέ τήν ἀδιαφορία μας, εἴτε μέ τήν ὑπέρμετρη κατανάλωση, εἴτε μέ τή βουλιμία μας, εἴτε μέ τή φιλοδοξία  καί τόν ἐγωισμό μας,  εἴτε  μέ  τή διαστροφή τῶν ἐπιθυμιῶν μας φτωχύναμε καί ἐπισύραμε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Περιφρονήσαμε τόν ἅγιο Ἄρτο καί τό ἅγιο Ποτήριο καί γι’ αὐτό πεινᾶμε καί διψᾶμε.  Εἴχαμε ὡς σύνθημά μας τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν», γι’ αὐτό  ἐξανεμίσαμε τά ὑλικά ἀγαθά καί σήμερα ἔχει ἀρχίσει ἡ στέρησή τους. Δέ θελήσαμε νά μάθουμε ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἀσκητική ζωή μέ τήν ἔννοια τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς ἐγκράτειας. Ἔχουμε λύπη, γιατί ὁ Χριστός μᾶς λείπει.
Ἐξορίσαμε ἀπό τή ζωή μας τόν Χριστό. Δέν τόν ὑπολογίσαμε στόν οἰκογενειακό προγραμματισμό, στά ἔξοδά μας καί στίς ἀπαιτήσεις μας. Δέ θελήσαμε νά ἰδοῦμε τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου μας, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν πατέρων «Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες τόν Θεό σου», καί ἀγαπήσαμε ὑπέρμετρα τόν ἑαυτό μας γι’αὐτό μεταβάλαμε τήν κοινωνία μας σέ ζούγκλα καί ἔγινε ὁ ἕνας ἄνθρωπος γιά τόν ἄλλο λύκος.
Μέ ἀφορμή τή Μεγάλη Γιορτή τῶν Χριστουγέννων ἄς συνειδητοποιήσουμε  ὅλες αὐτές τίς ἀλήθειες, ὅσο πικρές καί ἄν εἶναι, καί ἄς διορθώσουμε τά σοβαρά μας λάθη. Τότε ὁ Κύριός  μας θά σταθεῖ  κοντά μας, ὄχι μόνο παρηγορητής καί ἐνισχυτής μας, ἀλλά κυρίως λυτρωτής μας. Τό θέλει ὡς πατέρας μας καί μπορεῖ ὡς Θεός μας.
Στά χέρια Του ὅλα μεταβάλλονται. Τά βάσανά μας εἶναι ὁ μισθός πού χρειάζεται γιά νά ἐξασφαλίσουμε τό εἰσιτήριο γιά τόν Παράδεισο.
Εἴμαστε ὅλοι παιδιά ἑνός Ἀθάνατου Πατέρα. Τί εἴδους ἀθάνατος πατέρας θά ἦταν, ἄν δέ δημιουργοῦσε ἀθάνατα παιδιά, ὅμοια μέ Ἐκεῖνον; Ἄς ἔχουμε αἰσιοδοξία, γιά νά βλέπουμε τά λουλούδια, γιατί ἡ ἀπαισιοδοξία μᾶς κάνει νά βλέπουμε μόνο τά σκουπίδια.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις  χαιρετίζω τόν ἱερό Κλῆρο τῆς Μητροπόλεώς μας, τόν εὐσεβῆ λαό μας καί τούς ἀποδήμους ἀδελφούς μας, ἐπικαλούμενος γιά τόν καθένα  τήν Εὐλογία τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2012
Εὐχέτης Σας πρός τόν Ἐνανθρωπήσαντα Κύριο
 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ὁ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΠΑΡΤΗΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ

Ασυγκίνητοι κάποιοι μπροστά στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Χριστού



Χριστούγεννα! Τί ευλογημένη λέξι! Μια από τις ωραιότερες του ελληνικού λεξιλογίου. Στο άκουσμα της οι καρδιές σκιρτούν από χαρά, γαλήνη, ελπίδα. Όλες oι καρδιές; Δυστυχώς όχι. Υπάρχουν και καρδιές σκληρές και αναίσθητες, αδιάφορες και πωρωμένες. Αυτές οι καρδιές είναι αδύνατο να αισθανθούν το μεγάλο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Και δυστυχώς τέτοιες είναι οι καρδιές των περισσοτέρων ανθρώπων σήμερα. Και δεν ομιλούμε βεβαίως για τούς αλλόθρησκους και άλλοδόξους, αλλά για τούς ορθοδόξους χριστιανούς. Τούς βαπτισμένους στο όνομα της Άγιας Τριάδος. Βαπτίσθηκαν σε νηπιακή ηλικία. Οι ανάδοχοι τους από άγνοια ή αμέλεια δεν φρόντισαν, ως ώφειλαν, για την κατήχηση τους.
Το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο ποτέ δεν επήραν στα σοβαρά. Σε κατηχητικό σχολείο δεν επήγαν, γιατί θα τούς ειρωνεύονταν οι φίλοι τους. Ό λόγος τού Θεού τους αφήνει παγερά αδιάφορους. Αλλά και πότε να τον ακούσουν; Τις Κυριακές, όταν κτυπά ή καμπάνα, αυτοί ποτίζουν τον κήπο τους ή πλένουν το αυτοκίνητο τους! Όταν οι ιεροκήρυκες κηρύττουν από τούς άμβωνες, αυτοί ευρίσκονται καθ' όδόν
Όταν γίνωνται θρησκευτικές ομιλίες σε αίθουσες, αυτοί ευρίσκονται στα γήπεδα και παρακολουθούν ποδόσφαιρο! Στην εκκλησία πηγαίνουν σπανίως, εάν προσκληθούν σε κάποια βάπτιση ή γάμο. Τις προσκλήσεις του Χριστού τις περιφρονούν τις προσκλήσεις των συγγενών και φίλων δεν τολμούν να περιφρονήσουν, διότι θα παρεξηγηθούν!
Πώς λοιπόν να συγκίνηση τις καρδιές αυτές ή λέξι Χριστούγεννα; Πώς να εκτιμήσουν οι άνθρωποι αυτοί την αξία της θείας ενανθρωπήσεως, όταν δεν επιθυμούν να έχουν σχέσεις με τον ένανθρωπήσαντα Κύριο Ιησού Χριστό; Πώς να εορτάσουν την θεία γέννησι, όταν αυτοί προτιμούν να ζουν σε κατάστασι πνευματικού θανάτου; Πώς να ιδούν το φώς, πού ανέτειλε στόν κόσμο ή έλευσι του θεανθρώπου, όταν αυτοί επιμένουν να κρατούν τα μάτια της ψυχής τους έρμητικώς κλειστά

Με έξι απλά βήματα, η απόδειξη ότι στην Καινή Διαθήκη υπάρχει ειδική ιεροσύνη.




Με έξι απλά βήματα, η απόδειξη ότι στην Καινή Διαθήκη υπάρχει ειδική ιεροσύνη. Χωρίς να στηριζόμαστε σε άλλα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα και σε καθηγητές, αλλά μόνο στην Αγία Γραφή χάρη των Προτεσταντών.


1. Η ύπαρξη γενικής ιεροσύνης δεν σημαίνει ότι καταργεί την ειδική ιεροσύνη. Αυτό το βλέπουμε ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πουσυνυπήρχε η γενική με την ειδική ιεροσύνη.

«Τώρα λοιπόν, εάν τωόντι υπακούσητε εις την φωνήν μου, και φυλάξητε την διαθήκην μου, θέλετε είσθαι εις εμέ ο εκλεκτός από πάντων των λαών· διότι ιδική μου είναι πάσα η γή· και σεις θέλετε είσθαι εις εμέ βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον. Ούτοι είναι οι λόγοι, τους οποίους θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ». (Έξοδος, ιθ 5-6).

Υπήρχε όμως παράλληλα και η ειδική Ααρωνική τάξη. Όπως τότε συνυπήρχαν, έτσι και στην Καινή Διαθήκη, με την τεράστια διαφορά ότι εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες. 


2. Επομένως, συμφωνούμε στην γενική ιεροσύνη των πιστών στην Καινή Διαθήκη. Όσα εδάφια στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται στην γενική ιεροσύνη τα αποδεχόμαστε και δεν υπάρχει λόγος να σχολιάζουμε κάτι που αποδεχόμαστε. Μένει να δούμε την ονομασία της τάξης της ιεροσύνης.


3. Από την διδασκαλία του απ Παύλου και της Εκκλησίας του πρώτου αποστολικού αιώνα, βλέπουμε καθαρά ότι οι πιστοί μετέχουν της γενικής ιεροσύνης όχι κατά της τάξης του Λευί όπως στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά σε αυτήν της Καινής, της κατά την τάξη Μελχισεδέκ.

«Σεις όμως είσθε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός, διά να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φώς» (Α Πέτρου, β 9).

«Εάν λοιπόν η τελειότης υπήρχε διά Λευϊτικής ιερωσύνης· διότι ο λαός επ' αυτής έλαβε τον νόμον· τις χρεία πλέον να εγερθή άλλος ιερεύςκατά την τάξιν Μελχισεδέχ, και ουχί να λέγηται κατά την τάξιν Ααρών; Διότι μετατιθεμένης της ιερωσύνης, εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται». (Εβραίους, ζ 11-12).

Είναι φανερό πλέον, ότι δεν καταργήθηκε η ιεροσύνη, αλλά μετατέθηκε, δηλαδή καταργείται η Λευιτική που θυσίαζαν ζώα και ολοκαυτώματα, και ο Χριστός, με την ΜΟΝΑΔΙΚΗ Του θυσία εγκαινιάζει την ιεροσύνη κατά την τάξη Μελχισεδέκ.

«Ελθών δε ο Χριστός αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μεγαλητέρας και τελειοτέρας σκηνής, ουχί χειροποιήτου, τουτέστιν ουχί ταύτης της κατασκευής, ουδέ δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά διά του ιδίου αυτού αίματος, εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν». (Εβραίους, θ 11-12).


4. Η σημασία της φράσης, ‘’ έχει αμετάθετον την ιερωσύνην’’ (στο κείμενο λέει· ‘’εις τον αιωνα απαραβατον εχει την ιερωσυνην’’- Εβραίους, ζ 24), σημαίνει ότι την ιεροσύνη αυτήν την έχει ΜΟΝΟ ο Χριστός και δεν την δίνει πουθενά. Σε αντίθεση με την παλαιά διαθήκη που η ιεροσύνη πήγαινε κληρονομικά από πατέρα σε γιο και μάλιστα από την ίδια φυλή, που σημαίνει ότι ο κάθε ιερέας είχε την δική του ιεροσύνη. Στην Καινή όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πως γίνεται ο απ Παύλος να λέει ότι η ιεροσύνη του Χριστού είναι ‘’αμετάθετη’’, και ταυτόχρονα η Καινή Διαθήκη να μαρτυρά για γενική ιεροσύνη? Αφού δεν δίνεται σε άλλον, πως τότε όλοι οι πιστοί είναι ιερείς? Από την στιγμή που η Αγία Γραφή κάνει λόγο για δύο ιεροσύνες, και μας αναφέρει σαφέστατα ότι η μία από αυτές καταργείται, επομένως μένει η άλλη, η κατά την τάξη Μελχισεδέκ. Ο πιστός στην Καινή Διαθήκη δεν έχει δική του ιεροσύνη, αλλά ΜΕΤΕΧΕΙ στην ιεροσύνη του Χριστού από την στιγμή που είναι μέλος του Σώματος του ΧριστούΈτσι εξηγείται να έχουμε αμετάθετη την ιεροσύνη, να είναι ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΉ, και παράλληλα να μετέχει σε αυτήν ο κάθε πιστός. Τα εδάφια «Διότι αθέτησις μεν γίνεται της προηγουμένης εντολής διά το ασθενές και ανωφελές αυτής·
επειδή ο νόμος ουδέν έφερεν εις το τέλειον, έγεινε δε επεισαγωγή ελπίδος καλητέρας, διά της οποίας πλησιάζομεν εις τον Θεόν. Και καθ' όσον δεν έγεινεν ιερεύς χωρίς ορκωμοσίας· διότι εκείνοι έγειναν ιερείς χωρίς ορκωμοσίας, ούτος δε μετά ορκωμοσίας διά του λέγοντος προς αυτόν· Ώμοσε Κύριος, και δεν θέλει μεταμεληθή· Συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ· κατά τοσούτον ανωτέρας διαθήκης εγγυητής έγεινεν ο Ιησούς. Και εκείνοι μεν έγειναν πολλοί ιερείς, επειδή ημποδίζοντο υπό του θανάτου να παραμένωσιν· εκείνος όμως, επειδή μένει εις τον αιώνα, έχει αμετάθετον την ιερωσύνην· όθεν δύναται και να σώζη εντελώς τους προσερχομένους εις τον Θεόν δι' αυτού, ζων πάντοτε διά να μεσιτεύση υπέρ αυτών». (Εβραίους, ζ 18- 25), δηλώνουν την κατάργηση της Λευτικής ιεροσύνης, και την αρχή της χριστιανικής την οποία έχει αμετάθετη ο Χριστός. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την δική μας μετοχή σε αυτήν, επειδή είμαστε μέλη του Σώματός του.

5. Επομένως, μέχρι τώρα είδαμε ότι με την θυσία του Χριστού δεν καταργήθηκε η ιεροσύνη, αλλά η ιεροσύνη κατά την τάξη Λευί, αφού δεν χρειάζεται εφόσον ο Χριστός πραγματοποίησε την αληθινή θυσία.Εγκαινιάστηκε μια νέα ιεροσύνη, ανώτερη της προηγούμενης, την οποία έχει μόνο ο Χριστός και στην οποία μετέχουν οι πιστοί, εξ ου και μιλάμε για γενική ιεροσύνη. Όμως, ο απ Παύλος αναφερόμενος στο Σώμα του Χριστού γράφει· ‘’ καθώς το σώμα είναι εν και έχει μέλη πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, είναι εν σώμα, ούτω και ο Χριστός·
διότι ημείς πάντες διά του ενός Πνεύματος εβαπτίσθημεν εις εν σώμα, είτε Ιουδαίοι είτε Έλληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν. Διότι το σώμα δεν είναι εν μέλος, αλλά πολλά. Εάν είπη ο πους, Επειδή δεν είμαι χειρ, δεν είμαι εκ του σώματος, διά τούτο τάχα δεν είναι εκ του σώματος; Και εάν είπη το ωτίον, Επειδή δεν είμαι οφθαλμός, δεν είμαι εκ του σώματος, διά τούτο δεν είναι τάχα εκ του σώματος; Εάν όλον το σώμα ήναι οφθαλμός, που η ακοή; Εάν όλον ακοή, που η όσφρησις; Αλλά τώρα ο Θεός έθεσε τα μέλη εν έκαστον αυτών εις το σώμα καθώς ηθέλησεν. Εάν όμως πάντα ήσαν εν μέλος, που το σώμα; Αλλά τώρα είναι μεν πολλά μέλη, εν όμως σώμα’’.(Α Κορινθίους, ιβ 12-20).

Δηλαδή, το ΕΝΑ σώμα του Χριστού, έχει πολλά μέλη. Σε άλλο σημείο αναφέρει· ‘’καθώς έχομεν εν ενί σώματι μέλη πολλά, πάντα δε τα μέλη δεν έχουσι το αυτό έργον, ούτω και ημείς οι πολλοί εν σώμα είμεθα εν Χριστώ, ο δε καθείς μέλη αλλήλων’’. (Ρωμαίους ιβ, 4-5). Υπάρχουν διαφορετικές λειτουργίες επομένως σε κάθε πιστό, όπως υπάρχουν διαφορετικές λειτουργίες στα διάφορα μέλη του ενός σώματος.

6. Ο απ Παύλος κάνει αναφορά για ένα θυσιαστήριο χριστιανικό το οποίο επάνω του έχει κάτι υλικό από το οποίο τρώμε και από το οποίο δεν έχουν εξουσία να φάνε οι Ιουδαίοι, εφόσον δεν πιστεύουν στην θυσία του Χριστού. Αναφέρει· ‘’ Έχομεν θυσιαστήριον, εξ ου δεν έχουσιν εξουσίαν να φάγωσιν οι λατρεύοντες εις την σκηνήν’’(Εβραίους, ιγ 10). Τι έχει το θυσιαστήριο? Τον άρτο και τον οίνο με τα οποία γίνεται η Θεία Ευχαριστία, και τα οποία τα προσφέρουν τα χέρια της Εκκλησίας που είναι οι ιερείς με την ειδική ιεροσύνη. Έχουμε πει  προηγουμένως ότι το αμετάθετο της ιεροσύνης του Χριστού έχει να κάνει με μετάθεση, και όχι με ΜΕΤΟΧΗ. Επομένως, όπως στην γενική ιεροσύνη έχουμε ΜΕΤΟΧΗ, έτσι και στην ειδική. Λέγεται ειδική με μεταφορική έννοια, επειδή την προσφορά του άρτου και του οίνου δεν την κάνει όλη η εκκλησία, αλλά τα χέρια της. Συγκεκριμένα μέλη της δηλαδή. Γιατί σύμφωνα με τον απ Παύλο, δεν είναι όλο το Σώμα ένα μέλος, αλλά πολλά μέλη. Δεν είναι όλοι χέρια, δηλαδή. Δεν είναι όλο το εκκλησίασμα επιφορτισμένο να είναι «ως υπηρέτας του Χριστού και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού» (Α Κορινθίους, δ 1), εφόσον δεν έχουν όλοι τα ίδια χαρίσματα. Στο θυσιαστήριο αυτό, δεν προσφέρεται ο Χριστός, αλλά τα υλικά της Θείας Κοινωνίας (τα τίμια δώρα όπως τα λέμε). Και δεν προσφέρεται ο Χριστός διότι τεμαχίζεται ο άρτος πριν γίνει η επίκληση του ιερέα και επέλθει η μεταβολή. Μιλάμε για αναίμακτη θυσία και όχι για αιματηρή. Έχουμε ΜΕΤΟΧΗ στην ΜΟΝΑΔΙΚΗ θυσία του Χριστού που έγινε ΜΙΑ ΦΟΡΑ και για πάντα. Έχουμε πλήρη συμμόρφωση με το χωρίο του απ. Παύλου που λέει ·‘’ούτω και ο Χριστός, άπαξ προσφερθείς’’ (Εβραίους, θ 28). Το χριστιανικό θυσιαστήριο προϋποθέτει ιερέα, και αυτός είναι τα χέρια της Εκκλησίας. Στην παλαιά διαθήκη θυσίαζαν ζώα, στην Καινή επειδή δεν υπάρχει άλλη θυσία για την συγχώρεση των αμαρτιών παρά μόνο του Χριστού, έχουμε προσφορά άρτου και οίνου για την τέλεση της Θ. Κοινωνίας, ακριβώς τα υλικά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, για τα οποία είπε·  «λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε και έδιδεν εις τους μαθητάς και είπε· Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου· και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας, έδωκεν εις αυτούς, λέγων· Πίετε εξ αυτού πάντες· διότι τούτο είναι το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών»(Ματθαίος, κστ 28-27). Και η ειδική ιεροσύνη έχει μόνο μεταφορική σημασία.

Επομένως, στην Καινή Διαθήκη έχουμε ειδική ιεροσύνη, με τελείως διαφορετικές λειτουργίες από ότι στην Παλαιά. 

Η Γέννηση του Θεανθρώπου, το μέγα και παράδοξο μυστήριο


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γ᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γὶ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος»

Δημήτρης Νατσιός, Άρτος αρπαγής ή φακές ταπεινοφροσύνης



Άρτος αρπαγής ή φακές ταπεινοφροσύνης
«Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα  πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις. «Ευφράνθητε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και  βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε με προθυμίαν μπήτε, ν’ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την Θείαν Λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση. Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε. Αυτή είναι η παραγγελία του Χριστού, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ότι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν». Τι εξαίσια λόγια! Είναι του Φώτη Κόντογλου στο βιβλίο «Χριστού Γέννησις. Το φοβερόν Μυστήριον» (εκδ. Αρμός, σελ 14).

Κάποτε, εμείς οι Ρωμηοί, έτσι γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα. Όσο παραμέναμε στην «έντιμον πενίαν». Όταν μας έπιασε ο καημός του εξευρωπαϊσμού και η νόσος της ευζωίας, αφήσαμε τα «φασούλια σωφροσύνης» που καλομαγείρευε η μάνα μας και ριχτήκαμε στην «όρνιθα ασελγείας» του ταχυφαγείου. Παρένθεση. Τις εντός εισαγωγικών φράσεις, ερανίστηκα από ένα κείμενο του 1760. Είναι μια επιστολή του λόγιου Κωνσταντίνου Δαπόντε, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Καισάριος.
Έζησε  και εκοιμήθη στο Άγιον Όρος. Διαβάζω λίγες εισαγωγικές γραμμές από την επιστολή, που την απέστειλε σε κάποιον Πούρβουλο, απαντώντας, μάλλον, σε πρόσκληση για τραπέζι.
«Επιθυμίαν επεθύμησα τούτην την εβδομάδα φαγείν μετά της ευγενείας σου· εις το τραπέζι δε δεν θέλω να είναι άρτος  αρπαγής, πρόβατον αδικίας, όρνιθα ασελγείας, ούτε δορκάς υπερηφανείας, ούτε ορτύκι μνησικακίας, ούτε λαγός φιλοχρηματίας, αλλ’  ούτε χοίρος ακαθαρσίας. Θέλω δε και παρακαλώ να είναι άρτος ιδρώτος, φακές ταπεινοφροσύνης, φασούλια σωφροσύνης, ρεβίθια ελεημοσύνης, ιχθύες απλότητος, ελιές ιλαρότητος και λάχανα ευλαβείας…». Στα «δεν θέλω», στα ανεπιθύμητα εδέσματα του Καισάριου, περιγράφεται η Ελλάδα της παρακμής, του χρημαστηρίου, των μνημονίων, του Άκη και λοιπών πτωμάτων τυμπανιαίας αποφοράς. Στα «θέλω» είναι η Ρωμηοσύνη, της νηστείας, του φιλότιμου, της οικογένειας, που γιορτάζει ενωμένη τις χρονιάρες μέρες και δεν «δραπετεύει» στους κατασκότεινους δρυμούς της άθεης Ευρώπης, για να διασκεδάσει την ανοησία της και να επισωρεύσει κι άλλα μπάζα στην άπληστη ψυχή της.
«Επιθυμία επεθύμησα» τούτες τις μέρες, πλησιάζοντας το φοβερόν μυστήριον της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, να γράψω τέσσερις-πέντες αράδες, όχι για τα χαζοχαρούμενα φληναφλήματα περί πνεύματος και μαγείας των Χριστουγέννων, αλλά για το πώς πρέπει να γιορτάζονται τα ρωμαίικα Χριστούγεννα στο σχολείο. Γιατί κι εδώ παρεισέφρησε «η μαγεία» και λοιπές δυτικόφερτες μαγαρισιές και ο Χριστός στέκεται στην εξώθυρα του σχολείου και την «κρούει», αλλά τα παιδιά του δεν την ανοίγουν, γιατί δεν τον γνωρίζουν. Και δεν τον γνωρίζουν, γιατί εμείς οι νέας κοπής δάσκαλοι, παραζαλισμένοι από την αλαζονεία και τα φαρμάκια της απιστίας, λησμονήσαμε ότι δάσκαλος, Ρωμηός, πρωτίστως «εστί άρχων πνευματικός» (άγιος Χρυσόστομος), «αρχέτυπον βίου, νόμος έμψυχος και κανών αρετής» (Μέγας Βασίλειος). Ότι κύρια αποστολή σήμερα - εν μέσω της περιρρέουσας πονηροκρατίας-  του δασκάλου με το ρωμαίικο ήθος, είναι το «ο ποιήσας και διδάξας». Μα για να μην σκανδαλισθεί κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια- όπως θα έλεγε ο Κόντογλου- στενεύομαι να πω πως προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει».
Ας κοιτάξουμε πίσω, τι έκαναν οι παλιοί, καλοί μας δάσκαλοι. Ερωτώ: τέλειωνε ποτέ μαθητής του Δημοτικού χωρίς να γνωρίζει το απολυτίκιο της Γέννησης του Χριστού; Το θαυμάσιο «Η Γεννησίς σου Χριστέ ο Θεός  ημών…». Ή ακόμη το εκπληκτικό Κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον…». Ή το «Πιστεύω».  Ποιος τα μαθαίνει αυτά σήμερα στα παιδιά, που έχουμε σιχαθεί τα γλυκανάλατα φράγκικα μουρμουρητά; Που αφήσαμε τα παντερπνα λόγια των αγίων, τα οποία γαληνεύουν τις πεινασμένες ψυχές των παιδιών - «από την Ευρώπη γυρίσαμε πεινασμένοι», έγραφε ο Σεφέρης - και τα «ταϊζουμε» με τα ξέψυχα, μίζερα και ψευτορομαντικά «μπαχαρικά» και ψελλίσματα της αντίχριστης Δύσης. Κάνουμε γιορτές χριστουγεννιάτικες στα σχολεία και νομίζεις ότι βρίσκεται σε κάποιο κρατίδιο της Γερμανίας ή σε καμμιά γειτονιά της Νέας Υόρκης. Αν θέλουμε να φύγουν τα σάβανα που καταπλάκωσαν την πατρίδα μας, πρέπει να αρχίσουμε από τις σχολικές τάξεις την επανάσταση. Και η καθ’ ημάς Επανάσταση πάντοτε, νυν και αεί, γίνεται πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Το έγραψαν με το γιαταγάνι τους οι Κλεφταρματολοί, βλάστησε  στο αίμα των Νεομαρτύρων.
Ποιος δάσκαλος διαβάζει στην τάξη το Ευαγγέλιο της Γέννησης; Γιατί ανεχθήκαμε την κατάργηση του βιβλίου των Ευαγγελικών Περικοπών, το οποίο συνόδευε τα Θρησκευτικά και στην θέση του διδάσκουμε την μάγισσα  την Φρικαντέλα που μισούσε τα κάλαντα; Γιατί αφήσαμε να φύγει ο Κόντογλου και «το βλογημένο μαντρί», ο Παπαδιαμάντης, ο Σολωμός, ο Παλαμάς και ο Καρκαβίτσας για να μπουν στη θέση τους κάποια Θ. Χορτιάτη ή Κατερίνα Αναγνώστου, που γράφει για τον Αϊ-Βασίλη που στέλνει γατάκια σε μια οικογένεια προσφύγων; (στην Α’Δημοτικού). Ή κάποια Έλσα Χίου που γράφει για τον μουσουλμάνο Νορντίν, που επισκέπεται, μια εκκλησία και δυσφορεί για «τους άσκημους γέρους με τις μακριές γενειάδες» που υπάρχουν στους τοίχους της εκκλησίας «του χριστιανού Αλλάχ»; (στην Γ-Δ Δημοτικού) Γιατί τα «Χριστούγεννα του Τα Κι Κο», στο Ανθολόγιο Ε-Στ΄ Δημοτικού, όπου συγκρίνονται τα μάτια του Χριστού με τα μάτια ενός γατιού, αναθυμιάσεις που μας πνίγουν και φέρνουν αναγούλα στα παιδιά;
Αυτές τις ημέρες, να καταστρέψουμε για λίγο την κρίση μες στις τάξεις. Να την κάνουμε ρωμαίικη, να αναπνεύσουν οι μαθητές μας άρωμα Ορθοδοξίας, δηλαδή Ελευθερίας διότι αυτό σημαίνει ρωμαίικο, ελευθερία.
«Ρωμαίικον. Στις ψυχές όλων των απλών Χριστιανών, που ήταν υποτελείς στο κράτος της Τουρκίας εδώ και τέσσερις αιώνες (αφότου δηλαδή κυριεύτηκε από τους Τούρκους η λεγόμενη Ευρωπαϊκή Τουρκία και έπειτα η ίδια η Κωνσταντινούπολη) διαφυλασσόταν η ιδέα και η ελπίδα της απελευθέρωσης και ανάκτησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με το όνομα «ρωμαίικον». Έλαβε την ονομασία αυτή από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, από τους οποίους ονομάστηκε και ολόκληρη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία Ρωμαϊκό Κράτος ή και απλώς «Ρωμαίικον», το οποίο ισοδυναμεί με τη λέξη «ελευθερία» για τους χριστιανούς υπόδουλους της Τουρκίας. Αυτή λοιπόν η ιδέα, «ρωμαίικον» έμεινε ριζωμένη στις καρδιές των χριστιανών Ελλήνων και ομοθρήσκων».
(Γεωργίου Γαζή, γραμματικού του Καραϊσκάκη. Λεξικόν της Επαναστάσεως και άλλα έργα, επιμέλεια Λ.Βρανούσης, Ιωάννινα 1971, σ.132. Απόδοση στα νέα ελληνικά)
Ρωτούσαν κάποιοι δάσκαλοι τον Γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη: «Γέροντα, πώς θα διδάσκουμε, πώς θα μιλάμε στα παιδιά;». Και εκείνος έλεγε: «Θέλεις να διδάξεις, θέλεις να μιλήσεις στους μαθητές σου; Πιάσε από το χέρι τον Άγιο Νεκτάριο και κουβάλα τον μέσα στα θρανία, μέσα στην αίθουσα με τον Άγιο Νεκτάριο να διδάξεις. Διδάσκει εκείνος και ο Χριστός και όχι εσύ τα παιδιά». Ας πιάσουμε, λοιπόν, κι εμείς, για να παραφράσω τον άγιο Γέροντα, τον Αϊ-Βασίλη, τον δικό μας, τον Μέγα, από το χέρι, κι εκείνος, μιας και όλους μας καταδέχεται, θα μας διδάξει. Ας πιάσουμε τα χέρια των ηρώων και των αγίων του Γένους μας, γιατί μόνον αυτοί μπορούν, στην κατάσταση που είμαστε, να μας διδάξουν τι σημαίνει Ρωμηοσύνη, δηλαδή ελευθερία... 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ







Ποιος δρόμος οδηγεί στην μετάνοια; (Ι.Χρυσόστομος)





«Διότι λέγει· «ποιόν να προσέξω, εάν όχι τον πράον και ταπεινόν και ήσυχον και αυτόν ο οποίος φοβείται τους λόγους μου;». Αφού αφήσωμεν λοιπόν αυτήν την ολέθριαν πολυπραγμοσύνην, ας ταπεινώσωμεν τας καρδίας, ας πενθήσωμεν δια τας αμαρτίας μας, όπως μας παρήγγειλεν ο Χριστός, ας λυπηθώμεν βαθειά δι’ όσα πλημμελήματα επράξαμεν, ας αναλογισθώμεν λεπτομερώς όσα απετολμήσαμεν όλον τον χρόνον που επέρασεν, ας φροντίσωμεν να τα εξαλείψωμεν εντελώς. Διότι ο Θεός μας άνοιξε πολλούς δρόμους προς τούτο. «Ομολόγησε», λέγει, «συ πρώτος τας αμαρτίας σου δια να δικαιωθείς»· και αλλού· «Εγώ θα εξομολογηθώ τας ανομίας που με βαραίνουν και συ θα συγχωρήσης την ασέβειαν της καρδιάς μου». Διότι δεν συντελεί ολίγον εις το να μειώσωμεν το μέγεθος των αμαρτημάτων ή συνεχής ομολογία και υπόμνησις αυτών.

Υπάρχει όμως και άλλη οδός πιο αποτελεσματική από αυτήν,
το να μη κρατώμεν κακίαν εις κανέναν από αυτούς οι οποίοι μας έβλαψαν, το να συγχωρούμεν τα αμαρτήματα όλων εκείνων οι οποίοι μας έκαναν κακόν.

Θέλεις να μάθης και τρίτην οδόν; Άκουσε τον Δανιήλ ο οποίος λέγει· «Δι’ αυτό απαλλάξου από τας αμαρτίας σου με ελεημοσύνας και από τας ανομίας σου με ευσπλαχνίαν προς τους πτωχούς».

Υπάρχει όμως και άλλη μαζί με αυτήν, η διαρκής προσευχή και η μετά καρτερίας επιμονή εις τας συνεντεύξεις με τον Θεόν. Ακόμη και νηστεία μας φέρνει μεγάλην παρηογορίαν και άφεσιν των αμαρτιών μας, όταν γίνεται με συμπάθεια προς τους άλλους, και καταπραΰνει την σφοδρότητα της οργής του Θεού. Διότι «την αναμμένην φωτιάν την σβήνει το ύδωρ και αι αμαρτίαι καθαρίζονται με ελεημοσύνας».

Αυτάς όλας λοιπόν τας οδούς ας βαδίζωμεν. Διότι εάν ευρισκώμεθα πάντοτε εις αυτάς, εάν εις αυτά καταναλίσκωμεν τα προηγούμενα αμαρτήματα, αλλά και εις το μέλλον θα ωφεληθώμεν πάρα πολύ. Διότι δεν θα δώσωμεν εις τον διάβολον χρόνον δια να μας προσβάλη, ούτε με την ραθυμίαν, ούτε με την ολέθριαν περιέργειαν. Διότι και αυτά είναι μαζί με τα άλλα, και από αυτά μας οδηγεί εις ανοήτους συζητήσεις και επιβλαβείς λογομαχίας, επειδή μας βλέπει να είμεθα αργόσχολοι και να μη καταβάλλωμεν καμμίαν φροντίδα δια τον ενάρετον βίον».

(Απόσπασμα από την 7η ομιλία «Εις το Κατά Ιωάννην», έργα Ι. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...