Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Ἀπαλλαγή κανένας Ἅγιος δέν ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό, αλλά υπομονή!


Efraim Katounakiotis upompni
 
Εγώ σας έχω πει ότι κάποτε με πλησίασε μια Γερόντισσα εκεί και λέει:
-Θέλω να εξομολογηθώ.
-Μα εγώ δεν εξομολογώ τους καλογήρους, θα εξομολογήσω καλογριές;
-Όχι, θέλω να πω τον λογισμό μου, λέει.
-Ε, πες τον λογισμό σου.
Αφού είπε κι εκείνη τα βάσανά της -γιατί πάντα βάσανα θα σου πει, δεν θα
 σου πει χαρές- λέει: «Είδα σαν ένα όραμα, ότι πάνω σ’ ένα βουναλάκι
 καθόντουσαν οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και λέω:
-Οι Πατριάρχαι είσαστε;
-Ναι, λένε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.
-Νά ‘ρθω κι εγώ εκεί;
-Έλα.
-Από πού νά ‘ρθω;
-Να, από ΄κει, απ’ τον δρόμο.
-Δεν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Εκεί είναι, ψάξε να τον βρεις.
-Μα, δεν βλέπω δρόμο.
-Ψαξε, βρε ευλογημένη, ψάξε και θα τον βρεις.
-Μα, αυτός ο δρόμος είναι δεκαπέντε πόντους, πώς θα περάσω; 
Όλο αγριοπούρναρα και αγκάθια. Θα σχίσω τα φορέματά μου, 
θα ματώσω τα ποδάρια μου.
-Α, κι εμείς από ‘κει περάσαμε και ήρθαμε εδώ πάνω.»
Το πράγμα θέλει να πει ότι διά μέσου των θλίψεων, δια μέσου των στενοχωριών, 
διά μέσου του αίματος, ο άνθρωπος θ’ ανέβει στον ουρανό. Με αμεριμνία 
και με άνεση, με αυτοκίνητο δεν πάμε, πάτερ, στον Παράδεισο. Θα δώσεις 
αίμα, να πάρεις πνεύμα.
Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομά της. Καρκίνο,
 εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία 
στο θρόνο της. «Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά
 σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες».
Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη. Και στο τέλος πήγε,
 έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο! Και η
 Παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε. 
Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις 
κι εσύ απάνω στο Σταυρό.
Απαλλαγή κανένας Άγιος δεν εζήτησε από τον Θεό. Υπομονή να χαρίσει. 
Αν κάνεις υπομονή θά ‘χεις και λιγάκι μισθό, αν θά ‘χεις απαλλαγή, δεν 
έχεις τίποτες, μισθό δεν έχεις…!

Θεομητορικές εορτές του Ιανουαρίου.



11ΙΑΝ
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ακαθίστου (12 Ιανουαρίου)
02_03_15_panagiaAkath
Η ιερά εικόνα της Θεοτόκου του Ακαθίστου Ύμνου φυλάσσεται στο Καθολικό της ιεράς μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Το έτος 1837, κατά την διάρκεια πυρκαγιάς, οι μοναχοί έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο και η εικόνα παρέμεινε άθικτη.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου της Γαλακτοτροφούσης
 0112_Panagia_Galaktotrofoysa
Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσης βρισκόταν αρχικά στη Λαύρα του Οσίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. επισκέφθηκε τη Λαύρα ο Άγιος Σάββας, Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας († 14 Ιανουαρίου), στον οποίο αναφέρθηκε παράδοση σωσμένη στο μοναστήρι, κατά την οποία ο Όσιος Σάββας είχε πει ότι η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γαλακτοτροφούσης θα δωριζόταν στον Αρχιεπίσκοπο της Σερβίας. Έτσι του χάρισαν την αγία εικόνα. Ο Άγιος Σάββας την πρόσφερε στη Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους.
Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Την θείαν σου Εικόνα ως της δόξης σου σκήνωμα, Γαλακτοτροφούσα Παρθένε, προσκυνούντες δοξάζομεν· εκ ταύτης γαρ πηγάζεις μυστικώς, το γάλα των αΰλων δωρεών, και εκτρέφεις τας καρδίας και τας ψυχάς, των πίστει εκβοώντων σοι· δόξα τοις μεγαλείοις σου Αγνή, δόξα τοις θαυμασίοις σου, δόξα τη προς ημάς σου αφάτω χρηστότητι.
Κοντάκιον. Ήχος β’. Την εν πρεσβείαις.
Την μητρικώς θηλάζουσαν ώσπερ βρέφος, τον εξ αυτής ανερμηνεύτως γεννηθέντα, την μόνην Θεοτόκον υμνήσωμεν, την γαλακτοτροφούσαν Χριστόν τον Θεόν ημών· πολλών γαρ κινδύνων ημάς ρύεται.
Μεγαλυνάριον.
Γαλακτοτροφούσης την ιεράν, και σεπτήν Εικόνα, προσκυνήσωμεν αδελφοί· χάριν γαρ βλυσταίνει, αρρήτου συμπαθείας, και θάλπει τας καρδίας, και τας ψυχάς ημών.


Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου της Μεσοπαντητίσσης εν Κρήτη (12 Ιανουαρίου)

Η ιερά εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντητίσσης μετακομίσθηκε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους της εικονομαχίας, για να σωθεί από την ασεβή μανία των εικονομάχων. Κατά την παράδοση έχει αγιογραφηθεί από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη, φυλασσόταν στο ναό του Αγίου Αποστόλου Τίτου στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Κάθε Τρίτη έκαναν λιτανεία στην εικόνα οι ευσεβείς Χριστιανοί. Όταν ο Χάνδακας κυριεύθηκε από τους Αγαρηνούς, οι Ενετοί παρέλαβαν τη σεβάσμια εικόνα της Παναγίας και τη μετέφεραν στην Βενετία, όπου την εναπέθεσαν στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου των Χαιρετισμών. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Αντίτυπο της ιεράς εικόνος βρίσκεται στον Ιερό Ναό του Αποστόλου Τίτου, στο Ηράκλειο, όπου τελείται και η εορτή της Συνάξεως.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου της Παραμυθίας.(21 Ιανουαρίου)
Picture 001
Το έτος 807 μ.Χ. κατά την ημέρα αυτή και ενώ ο ηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου ήταν μέσα στο ναό, άκουσε ξαφνικά μέσα από την εικόνα τη φωνή της Θεοτόκου, που του είπε να μην ανοίξουν εκείνη την ημέρα τις πύλες της μονής, επειδή παραμόνευαν οι πειρατές. Έκπληκτος ο ηγούμενος είδε αμέσως ότι το πρόσωπο της Θεοτόκου έγινε ζωντανό, ομοίως και του βασταζόμενου στην αγκαλιά της Ιησού Χριστού, ο οποίος σήκωσε το δεξί του χέρι και πήγε με αυτό να καλύψει το στόμα της Παναγίας. Αλλά αμέσως η Παντάνασσα κράτησε το χέρι του Μονογενούς Υιού της και προς τούτο έκλινε δεξιότερα το πρόσωπό της και σχεδόν είπε τους ίδιους λόγους.
Ο ηγούμενος αμέσως κάλεσε τους μοναχούς, οι οποίοι θαύμασαν το γεγονός και διαπίστωσαν ότι η εικόνα είχε λάβει άλλη μορφή και σχηματισμό διαφορετικό.

Απολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Παραμύθιον θείον και προπύργιον άσειστον, την σεπτήν σου Εικόνα, Θεοτόκε κεκτήμεθα· εκ ταύτης γαρ παρέχεις μυστικώς, ημίν παραμυθίαν και ισχύν, τοις εν πίστει εκβοώσί σοι εκ ψυχής, Παραμυθία Δέσποινα· δόξα τοις θαυμασίοις σου Αγνή, δόξα τη ση χρηστότητι, δόξα τη προς ημάς παραμυθία Άχραντε.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω.
Τη κραταιά σου προστασία καταφεύγοντες
Παραμυθία Θεοτόκε Αειπάρθενε
Από πάσης εκλυτρούμεθα επηρείας.
Αλλ’ ως βρύσις συμπαθείας ανεξάντλητος
Παραμυθήσαι ημάς εν περιστάσεσι
Τους βοώντάς σοι· χαίρε πάντων βοήθεια.

Μεγαλυνάριον.
Βρύει η Εικών σου η ιερά, κρουνούς συμπαθείας, μυστική σου επισκοπή, και παραμυθείται, τους πίστει προσιόντας· διο Παραμυθία, σε μεγαλύνομεν.

Εύρεσις Ιεράς Εικόνας Παναγίας Ελεηστρίας Κορώνης(22 Ιανουαρίου)
Αυτή την ημέρα τελείται η ανάμνηση της ευρέσεως της ιεράς εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου Ελεηστρίας Κορώνης η οποία βρέθηκε το 1897 στην Κορώνη Μεσσηνίας.

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου της Κορωνιωτίσσης η Δακρυρροούσης(31 Ιανουαρίου)
koroniotissa

Η εικόνα της Παναγίας της Κορωνιώτισσας η Δακρυροούσας φυλάσσεται στην ομώνυμη μονή του Ληξουρίου της νήσου Κεφαλληνίας. Η Παναγία κατά την ημέρα αυτή διέσωσε τη μονή από τον ισχυρό σεισμό του έτους 1867

Αντικαταθλιπτική ορθοδοξία


Πήγα χθες να πάρω κάτι αντιπυρετικά για τα μικρά και περίμενα στην σειρά. Μπροστά από μένα μια κυρία έπαιρνε κάτι χάπια και αφού τα πλήρωσε και πήγε να φύγει γύρισε πίσω και ρώτησε την φαρμακοποιό με δυνατή φωνή «τι χάπια είναι αυτά;» - μάλλον τα αγόραζε για λογαριασμό κάποιου άλλου - και με συστολή η φαρμακοποιός απάντησε«αντικαταθλιπτικά»...
Αυτόματα όπως μου συμβαίνει συχνά τελευταία, αντιπαρέβαλα την σημερινή κατάσταση με τις προηγούμενες γενιές κι ένα ερώτημα μου γεννήθηκε «πάθαιναν οι παλιοί κατάθλιψη; Και αν ναι πως την αντιμετώπιζαν;». Η απάντηση ήταν ο ίδιος ο τρόπος ζωής τους, με την πολύ σωματική δουλειά μέσα στην φύση, με την δικαιοσύνη και την ισορροπία που φέρνει σε μια κοινωνία το πραγματικό ισοζύγιο εργασίας-απολαβών, με την ανάγκη που είχαν ο ένας του άλλου και την κοινωνικότητα που αυτό απέφερε, με τις ζωντανές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα.
Κι όταν συνέβαινε κάτι πολύ άσχημο στην ζωή τους, είχαν την δύναμη να το αντιμετωπίσουν γιατί η ζωή τους ήταν ποτισμένη με την ανασφάλεια του βίου και την βαθιά συνείδηση της ελαχιστότητάς τους απέναντι στην ζωή. Το εγώ τους ήταν διαχυμένο στην συλλογική συνείδηση της κοινωνίας τους και οι παραδόσεις τους, με άξονα την Εκκλησιαστική διαχρονική παράδοση, τους βοηθούσε να αντέχουν τον πόνο, με το ζωοποιό πένθος. Αν κάτι μάθαιναν από μικροί ήταν να αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα και να σηκώνουν το βάρος αυτό αφού ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν και δρόμοι διαφυγής από αυτό. 
Σήμερα, έχουμε χτίσει μια κοινωνία με θεμέλιο - την πάση θυσία - αποφυγή του πόνου κι αυτό φέρνει πολύ κι απότομο πόνο. Γιατί όταν αναχαιτίζεις διαρκώς κάθε τι επώδυνο στην ζωή σου, στην ώρα του, όταν έρχεται, τότε μένεις ανίκανος στο να αντέξεις δύσκολες καταστάσεις. Ο χρόνιος στρουθοκαμηλισμός κι ευδαιμονισμός κατέστησαν τους περισσότερους αδύναμους να ανταποκριθούμε στις σημερινές δυσκολίες, αυτοπεριχαρακωμένοι ο καθένας στο εγώ του και τον «κόσμο του».
Το έθνος μας λοιπόν είναι ψυχοπνευματικά άρρωστο κι αυτή η αρρώστεια αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο γιατί η κατάθλιψη είναι σαν ένα φορτίο που όταν δεν μπορεί κάποιος να το σηκώσει μόνος του, επιβαρύνει και τους γύρω του με το βάρος αυτού του φορτίου οπότε απλώνεται με γρήγορους ρυθμούς.
Απέναντι σε αυτήν την λαίλαπα και κόντρα στους καιρούς, ευτυχώςκάποια μειοψηφία Ελλήνων, χαλυβδομένη με την ορθόδοξη παράδοσή μας διασώσανε το ...φάρμακο. Αυτοί οι άνθρωποι στην καθημερινότητα που ζούμε είναι βράχοι αναχαίτισης της αρρώστειας και μεταδίδουν τα μοναδικά μηνύματα αισιοδοξίας πιστεύοντας στην θεϊκή λιακάδα που θα ακολουθήσει όπως μας έχουν αναφέρει πολλοί σύγχρονοι γέροντες, οι οποίοι έγκαιρα έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και μας προειδοποίησαν γι' αυτό που ζούμε. Όλοι αυτοί οι καθημερινοί κατά τ' άλλα άνθρωποι, με οδηγούς κάποιους πνευματικούς που διασώσανε αυτήν την παράδοση είναι οι φορείς του λαμπρού αύριο που ακολουθεί. Όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του κόσμου ολόκληρου.Τότε που τα αντικαταθλιπτικά θα είναι ένας μακρινός εφιάλτης και θα βιώνουμε τηναντικαταθλιπτική ορθοδοξία και τα σκοτάδια της ψυχής μας θα τα φωτίζουν τα κεριά των δεήσεών μας. 

Η «ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ» ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ


γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια αύξηση του φαινομένου της εμφάνισης  διαφόρων ξένων χριστιανικών ιεραποστολών, προτεσταντικού τύπου, οι οποίες μάλιστα αγοράζουν ώρα σε διάφορα τοπικά κανάλια της βορείου Ελλάδας για να κάνουν θρησκευτική προπαγάνδα, δηλαδή ένα είδος έντεχνου προσηλυτισμού, αν και το ελληνικό σύνταγμα τυπικά απαγορεύει τον προσηλυτισμό. Πρόσφατα μάλιστα εντυπωσιάστηκα από κανάλι  πόλης της κεντρικής Μακεδονίας, όπου παρουσιάζεται κάθε Κυριακή μια τελετή ευαγγελιστών σε ένα χώρο όπου λέγεται χώρος λατρείας και ο οποίος θυμίζει περισσότερο αίθουσα διαλέξεων, φυσικά χωρίς καμία λατρευτική εικόνα που να θυμίζει οτιδήποτε που να έχει σχέση με την Ορθοδοξία.
Φανερό είναι πως κάποια κεφάλαια εισρέουν κυρίως από την Αμερική αλλά και από ευρωπαϊκές χώρες όπως Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία, για να προσελκύσουν διάφορους αφελείς Έλληνες πολίτες οι οποίοι μέσα στην δίνη της μεγάλης κρίσης που περνά η ελληνική κοινωνία,  πέφτουν εύκολα θύματα όλων αυτών των μεγαλόσχημων «θεατρίνων- ιεροκηρύκων», που εμφανίζονται συνήθως σαν οι γνήσιοι ερμηνευτές της βίβλου και συνεπώς σαν οι πιο σωστοί από όλους χριστιανοί. Άσχετα βέβαια αν και οι ίδιοι μεταξύ τους ποτέ δεν συμφωνούν, καθώς ο κάθε ένας  από αυτούς έχει και την δική του εκκλησία κατά το πρότυπο των Αμερικανών. Αυτοί οι «ηθοποιοί» της θρησκείας, κρατάνε πάντα επιδεικτικά μια βίβλο στο χέρι τους, χρησιμοποιούν μεγαλόσχημα ρητορικά σχήματα, ξέρουν καλά πως να γοητέψουν με διάφορες θεατρικές χειρονομίες και δραματικές στάσεις, επιδιώκοντας να αιχμαλωτίσουν συναισθηματικά τους ακροατές-πιστούς τους.
Όταν είχα κάποτε ασχοληθεί με το θρησκευτικό φαινόμενο των ΗΠΑ, δηλαδή με αυτή την πανσπερμία των εκκλησιών και των ιεροκηρύκων-σόουμαν, κατάλαβα ότι το σύστημα αυτό λειτουργεί όπως λειτουργούσε εδώ και χρόνια στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα. Και όλοι ξέρουμε πού μας οδήγησε αυτό το πολιτικό σύστημα. Στην Αμερική ο κάθε έξυπνος ταλαντούχος ιεροκήρυκας, έχοντας σχεδόν πάντα μαζί του ένα μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι πανεθνικής εμβέλειας, διευθύνει μια τεράστια επιχείρηση καταγοήτευσης πιστών με αποτέλεσμα τα  εκατομμύρια των αφελών να συρρέουν στα ταμεία του. Αλλά το φαινόμενο αυτό δεν σταματά εδώ. Καθώς υπάρχει ένας πολύ μεγάλος ανταγωνισμός, ο καθένας προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλο και έτσι φτάνουμε σε ακραίες καταστάσεις όπως να… πουλούν δισκοπότηρα και θεια  κοινωνία μέσω ταχυδρομείου, (από διαφήμιση του αμερικανικού προτεσταντικού καναλιού Daystar), ή να θεραπεύουν διάφορους αφελείς αρρώστους, μάλλον προπληρωμένους, σκουντώντας τους στο μέτωπο και ρίχτοντας τους στο έδαφος. Εδώ διακρίθηκε ο γνωστός μεγάλος «θεραπευτής ιεροκήρυκας», Μπένυ Χιν, που κυριολεκτικά όταν τον παρακολούθησα σε κάποια  τηλεοπτικά θεραπευτικά του σόου, έμεινα αποσβολωμένος από το μεγάλο υποκριτικό του ταλέντο. Ένα άλλο ευτράπελο όλης αυτής της θρησκευτικής τηλεοπτικής παράστασης, είναι το παραλήρημα στο οποίο οδηγούν πολλούς από τους πιστούς τους. Στο τέλος μιας ακόμα συγκλονιστική ομιλίας από αυτούς τους σαγηνευτές ιεροκήρυκες, οι «πιστοί» πέφτουν συγκλονισμένοι στο έδαφος, κλαίνε και οδύρονται, πολλοί χτυπιούνται ακόμα και στο πάτωμα, ζητώντας… συγχώρεση από τις αμαρτίες τους, φτάνουν δηλαδή ακόμα και στο σημείο του δαιμονισμού, για να…σώσουν τις ψυχές τους. Αλλά το πιο ενδιαφέρων κομμάτι αυτής της ψυχοπαθολογικής θρησκευτικότητας, είναι οι λεγόμενοι «χαρισματικοί». Αυτοί πιστεύουν ότι πέφτοντας στο έδαφος και κάνοντας όλα τα παραπάνω, παίρνουν την φώτιση από το Άγιο Πνεύμα και στη συνέχεια σαν νέοι «απόστολοι»… μιλούν ξένες γλώσσες, η περίφημη  γλωσσολαλιά.  Ο Σεραφείμ Ρόουζ, ο μεγάλος αυτός Αμερικανός, άγιος της Ορθοδοξίας,  στο βιβλίο του, «Ορθοδοξία και η Θρησκεία του Μέλλοντος»,   ξεσκεπάζει αυτή την απάτη καθώς αποδεικνύει πως όχι μόνο μετά την «φώτιση» τους δεν μιλούν ξένες γλώσσες, αλλά μονάχα διάφορες ακατανόητες ασυναρτησίες, που τις ονομάζουν «θαύμα». Ένας άλλος Αμερικανός αναζητητής, που προέρχεται από μια μεγάλη προτεσταντική οικογένεια, ο Frank Scheffer, στο βιβλίο του, «Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πίστη στον Αιώνα των Ψεύτικων Θρησκειών», τονίζει χαρακτηριστικά  πως  το σχίσμα των Παπικών και στη συνέχεια η οριστική αποκοπή των Προτεσταντών από την Ιερά Παράδοση, οδήγησε στο σημερινό ψυχοφθόρο δυτικό πολιτισμό, με όλα τα γνωστά αποτελέσματα της τεράστιας πνευματικής και κατα συνέπεια και της υλικής κρίσης της σύγχρονης ανθρωπότητας. Στο ίδιο υπέροχο βιβλίο, παρομοιάζει την προτεσταντική πανσπερμία των ΗΠΑ σαν το, «Κουτί της Πανδώρας»,  που οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή.

Το θλιβερό όμως σε όλα αυτά είναι πως και πολλοί Έλληνες, στην πατρίδα της Ορθοδοξίας, γίνονται  θύματα όλης αυτής της απάτης των διαφόρων προτεσταντικών και άλλων νεοταξικών δογμάτων, που επιδιώκουν να διαστρέψουν την ψυχή του νεοέλληνα από τις παραδοσιακές ορθόδοξες αξίες του και να τον μετατρέψουν σαν ακόμα ένα θύμα των  θρησκευτικών εμπόρων που μετρούν με τεράστια κεφάλαια τις προσηλυτιστικές τους επιτυχίες. Σε αυτό, για να είμαστε ειλικρινείς, συμβάλλει και η τα τελευταία χρόνια απαξίωση της παράδοσης μας,  ότι δηλαδή πιο πολύτιμο έχει να επιδείξει ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία.  Επίσης σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας όλων αυτών των θρησκευτικών λαοπλάνων, είναι και η μεγάλη κρίση που περνά η χώρα μας, δημιουργώντας όλο και περισσότερα εύκολα θύματα στους «ιεραποστόλους του τίποτα» και στους λαοπλάνους του χριστιανισμού.  Η ελληνική εκκλησία δεν πρέπει να «κοιμάται», αλλά πρέπει να σταθεί στο ύψος της γιατί ένα μικρόβιο αρχίζει από ένα όργανο και στο τέλος καταφέρνει να νεκρώσει όλο τον οργανισμό.
Θα κλείσω με μια προσωπική εμπειρία πριν από χρόνια όταν ήμουν στο Παρίσι. Σε ένα σπουδαστικό διάλλειμα με ένα φίλο μου αποφασίσαμε να πάμε να επισκεφτούμε μια φίλη μας, την Ελένη, που είχε παντρευτεί ένα Ολλανδό στην Χάγη της Ολλανδίας. Αφού φτάσαμε αργά  το βράδυ κοιμηθήκαμε και την επόμενη μέρα αρχίσαμε την ξενάγηση στην Χάγη, μια πραγματικά πανέμορφη πόλη. Η Ελένη μας πήγε και σε ένα ναό προτεσταντικό, που όπως μας είχε πει θα εντυπωσιαστούμε από το εσωτερικό του. Αυτό το εσωτερικό  ήταν ένας όχι πολύ μεγάλος χώρος με ξύλινους πάγκους που κοίταζαν προς το υποτιθέμενο ιερό του ναού. Εκεί δοκίμασα πράγματι μια μεγάλη έκπληξη. Το υποτιθέμενο ιερό δεν ήταν άλλο από ένα μεγάλος γκρίζος βράχος, που ξεχώριζε για την ανώμαλη επιφάνεια του με ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό καρφωμένο κάπου στην μέση. Όταν πλησίασα με απορία, ενώ οι άλλοι συζητούσαν γι’ αυτό το πρωτότυπο ιερό, μου έκανε εντύπωση μια ανεπαίσθητη δυσωδία και κάτι που διέκρινα στο πάτωμα σε μια άκρη του βράχου. Κάτι μαύρα σημάδια που κινούνταν πολύ γρήγορα.  Πλησίασα και άλλο για να δω τι συμβαίνει και τότε δοκίμασα καινούργια έκπληξη. Εκεί στην άκρη του βράχου βρίσκονταν μια φωλιά από… μικρούς ποντικούς που κυκλοφορούσαν αμέριμνοι, σίγουρα καλοταϊσμένοι. Γύρισα πίσω και ρώτησα την Ελένη τι είναι αυτό και εκείνη επέμενε πως αυτό δείχνει την… ιερότητα του βράχου, αφού οι ποντικοί κυκλοφορούν χωρίς κανένα  φόβο. Αισθάνθηκα περίεργα και θυμήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει τότε πρόσφατα στην γαλλική τηλεόραση που έδειχνε ένα μεγάλο ναό των Ινδουιστών που ήταν αφιερωμένος στους… ποντικούς. Οι ακαθαρσίες ήταν εκεί το ιερό στίγμα του προσκυνηματικού ναού, όπου χιλιάδες Ινδουιστές πηγαίνουν κάθε χρόνο για να προσκυνήσουν τα …ποντίκια. Λέτε να φτάσουμε και εμείς σε αυτό το σημείο; Αλλοίμονο μας!

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ

Μαρτυρία: Πῶς μέ κέρδισε ἡ χριστιανική πίστη



O Αλέξιος Setir Cahyadi περιγράφει την συγκλονιστική του ιστορία. Πως τον κέρδισε η θρησκεία μας και άφησε τον Βουδισμό.
Σας την παρουσιάζουμε:
“Αφιερώνω αυτή τη μαρτυρία στην Αγία Τριάδα, με την καρδιά γεμάτη ευχαριστίες που δεν μπορούν να εκφραστούν πλήρως με λέξεις, σαν ελάχιστο δείγμα ταπεινής ευγνωμοσύνης καΙ βαθειας εξυμvήσεως του ενδόξου ονόματος του Θεού, επειδή η Χάρη Του με βοήθησε να γνωρίσω το αληθινό φως, που είναι ο Σωτήρας της ψυχής...

Γεννήθηκα καΙ μεγάλωσα σε βουδδιστική οικογένεια και με ζήλο παρακολούθησα τη βουδδιστική διδασκαλία. Έτσι έγινα τόσο καλός βουδδιστής, ώστε κατόρθωσα να φέρω στο Βουδδισμό και τη μωαμεθανή μνηστή μου. Παντρευτήκαμε σύμφωνα με το βουδδιστικό τυπικό.
Κατά τη διάρκεια του γάμου μας δεν είχα καμμιά ιδιαίτερη θρησκευτική εμπειρία σαν βουδδιστής. Λίγο αργότερα οι περιστάσεις με ανάγκασαν να εγκαταλείψω το χωριό μου και εγκατασταθώ στην πόλη Solo. Εκεί άρχισα να εργάζομαι στους σιδηροδρόμους, προς απογοήτευση της οικογένειας μου, η οποία ήθελε να γίνω διδάσκαλος του Βουδισμού.
Όσο καιρό εργαζόμουν στους σιδηροδρόμους (μετά εργάστηκα σε Ασφαλιστική Εταιρεία) έμενα σε μια συνοικία ότου κατοικούσαν πολλές χριστιανικές oικογένειες. Εκείνη την εποχή είχα την ευλογία να αποκτήσω δύο παιδιά, και τα δύο κορίτσια. Η μεγαλύτερη κόρη μου είχε πολλές χριστιανές φίλες. Μερικές άπ’ αυτές παρακολουθούσαν το Κατηχητικό σχολείο της περιοχής. Η κόρη μου ήθελε να πηγαίνει μαζί τους στο Κατηχητικό, αλλά εγώ της το απαγόρευα. Εκείνη όμως έκλαιγε και ζητούσε να πηγαίνει. Τελικά αναγκάστηκα να υποχωρήσω.
Μια μέρα η κόρη μου έφερε μια μικρή καινή Διαθήκη, την οποία της είχαν δώσει στο Κατηχητικό. Από περιέργεια διάβαζα αυτό το μικρό βιβλίο, όταν είχα καιρό και αισθανόμουν ότι από κάπου μου εδίδετο η ικανότητα κατανοήσεώς του. Τώρα γνωρίζω ότι αυτό ήταν ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πόσο μοναδική και διαφορετική είναι η χριστιανική διδασκαλία, σε σύγκριση με τη διδασκαλία, που εγώ πριν θεωρούσα σωστή. Η μοναδικότητα της μου αύξησε την επιθυμία να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την καινούργια και παράξενη χριστιανική διδασκαλία. Όσο διάβαζα, τόσο με συνέπαιρνε. Τελικά αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Ένας χριστιανός (προτεστάντης) φίλος με πήγε σε μια σύναξη προσευχής στο Solo. Δεν είχα όμως διδαχθεί να είμαι μέλος οποιασδήποτε Εκκλησίας, ούτε την αναγκαιότητα του Βαπτίσματος. Αυτή η προτεσταντική σύναξη προσευχής έδιδε και τη Θεία Κοινωνία, χωρίς την παρουσία χειροτονημένου κληρικού.
Μια μέρα, σε μια συγκέντρωση διαφόρων χριστιανών, συνάντησα κάποιον που φαινόταν ότι είχε πλατειά γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και μεγάλη σοφία. Ήταν ο π. Δανιήλ Bambang. Δεν γνώριζα τότε ότι ήταν ορθόδοξος Ιερέας. Από επιθυμία να μάθω περισσότερα για την ορθή πίστη, ζήτησα να παρακολουθώ τα δικά του μαθήματα. Έτσι κατηχήθηκα στην Ορθοδοξία επί αρκετούς μήνες.
Στη συνέχεια, με τη Χάρη του Παντοδύναμου Θεού και χωρίς κανείς να με αναγκάσει, βαπτίστηκα ορθόδοξος στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Τώρα γνωρίζω ότι είμαι στις αγκάλες της Αποστολικής Εκκλησίας, στους κόλπους της αληθινής αρχικής Εκκλησίας. Η πνευματική μου αναζήτηση έχει βρει το λιμάνι της αναπαύσεως κι η καρδιά μου έχει τη βεβαιότητα ότι βρίσκομαι στην αληθινή και αναλλοίωτη πίστη των Αγίων Αποστόλων, η οποία έχει διατηρηθεί ακεραία από την Ορθόδοξη Εκκλησία, διά μέσου των αιώνων. Είθε η δόξα και η λατρεία να αποδίδονται στο όνομα του Ενός και Μοναδικού Θεού· της Υπεραγίας Τριάδος· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. 
Από megadoxatoTheo okman

πηγή/αντιγραφή

Γέροντας Παΐσιος: Η καλοσύνη βλάπτει τον αμετανόητο!


Γέροντας Παΐσιος: Η καλοσύνη βλάπτει τον αμετανόητο!

- Γέροντα, θυμάμαι, μια φορά με είχατε μαλώσει πολύ.
- Αν χρειασθή, πάλι θα σε μαλώσω, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τώρα θα λάβω δρακόντεια μέτρα!... Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα να δώσω στον άλλον να καταλάβη ότι χρειάζεται το μάλωμα και ύστερα να τον μαλώσω. Καλά δεν κάνω; Εγώ, επειδή μαλώνω τον άλλον, όταν βλέπω να κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Αλλά τι να κάνω; να αναπαύω καθέναν στο πάθος του, για να είμαι τάχα καλός μαζί του, και μετά να πάμε όλοι μαζί στην κόλαση;

Ποτέ δεν με πειράζει η συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί από αγάπη το κάνω, για το καλό του. Βλέπω ότι δεν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τον Χριστό με αυτό που έκανε, γι’ αυτό τον μαλώνω. Εγώ πονάω, λειώνω εκείνη την ώρα, αλλά δεν με πειράζει η συνείδηση, γιατί τον μάλωσα. Μπορώ να πάω να κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς να εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μια παρηγοριά, μια χαρά. Γιατί για μένα παρηγοριά και χαρά είναι η σωτηρία της ψυχής.

- Γέροντα, μου περνά ο λογισμός ότι μου μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δεν σηκώνω την αυστηρότητα ή γιατί μου έχετε πει πολλές φορές να κάνω κάτι και δεν το έκανα, οπότε με αφήνετε.

- Ευλογημένη ψυχή, με την σωτηρία της ψυχής σου θα παίζω; Ο νέος κάνει πρόβες. Ο μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Να νιώθης σιγουριά. Αν δω κάτι στραβό, είτε από μακριά είτε από κοντά, θα σου το πω. Εσύ έχε εμπιστοσύνη και ειρήνευε. Α, δεν μ’ έχετε καταλάβει εμένα! Έτσι εύκολα θα αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι η ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη από την συναίσθηση του σφάλματός της, τι να πω; Τότε την παρηγορώ, για να μην πέση στην απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα την καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, για να την ταρακουνήσω.

Αν ένας προχωράη προς τον γκρεμό και του λέω: «προχώρα, πολύ καλά πας», δεν εγκληματώ; Το κακό με μερικούς είναι που δεν πιστεύουν, όταν τους λες να μην ανησυχούν, και βασανίζονται. Αν δω κάτι κακό, πως δεν θα το πω; Πως να αφήσης τον άλλον να πάη στην κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θα βάλης και τις φωνές, όταν χρειάζεται. Για μένα πιο καλά είναι να μη μιλάω, αλλά δεν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.

Ύστερα να προσέξη κανείς το εξής: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό· εγώ σε συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό· πάλι σε συγχωρώ. Εγώ είμαι εντάξει, αλλά, εάν εσύ δεν διορθώνεσαι, επειδή σε συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο εάν δεν μπορής τελείως να διορθωθής. Να προσπαθήσης όμως να διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι να αναπαύης τον λογισμό σου και να λες: «Αφού με συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα και δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται στενοχώρια». Μπορεί κάποιος να σφάλλη, αλλά αν μετανοή, κλαίη, ζητάη με συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται να διορθωθή, τότε υπάρχει η αναγνώριση και πρέπει και ο πνευματικός να συγχωράη. Αν όμως δεν μετανοή και συνεχίζη την τακτική του, δεν μπορεί αυτός που έχει την ευθύνη της ψυχής του να γελάη. Η καλωσύνη τον αμετανόητο τον βλάπτει.

Οι φρουροί έχουν μεταμορφωθή σε κλέπτες και ληστές!!!

Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 
αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβ. π. Θεόδωρος Ζήση, 
μεγάλος αγωνιστής και πολέμιος του Οικουμενισμού, 
παρατηρεί σχετικά με την αίρεση του οικουμενισμού 
ότι :
 «ο κίνδυνος αυτός (εκ του Οικουμενισμού) αποβαίνει μεγαλύτερος
 εκ του γεγονότος, ότι η απειλή δεν είναι μόνον εξωτερική. 
Δεν προέρχεται δηλαδή μόνον από τον Προτεσταντισμό οι οποίοι 
αντιμετωπιζόμενοι παλαιότερα  ως αιρέσεις, είχαν ελάχιστες, 
σχεδόν μηδαμινές δυνατότητες να ασκήσουν επιρροή στους 
Ορθοδόξους πιστούς. Ο κίνδυνος τώρα είναι πολλαπλασίως 
μεγαλύτερος, διότι δρά εκ των έσω. 
Πολλοί ποιμένες, των οποίων βασική αποστολή είναι να διώκουν 
τους λύκους των αιρέσεων και των πλανών, όχι μόνον δεν βλέπουν 
να υπάρχουν λύκοι, για να τους εκδιώξουν, αφού θεωρούν,
 ότι ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός δεν είναι αιρέσεις, 
αλλά “σεβάσμιες εκκλησίες”, «αδελφές εκκλησίες» 
συνδιαχειρίστριες του αγιασμού και της σωτηρίας των πιστών, 
αλλά μεταβάλλονται και οι ίδιοι 
σε λύκους. 
Κατασπαράσσουν και αυτοί, επειρεασμένοι από τις αιρέσεις,
 τα υγιή δόγματα και μετ’ αυτών τα ανύποπτα ποίμνια, 
που δύσκολα, χωρίς επαρκή πληροφόρηση, μπορούν
 να καταλάβουν, ότι οι φύλακες και φρουροί έχουν
 μεταμορφωθή σε κλέπτες και ληστές»

Υπάρχουν αληθινοί άγιοι σήμερα; Απάντηση στο Μοναχό Βαραχία.



Υπάρχουν αληθινοί άγιοι σήμερα;
Απάντηση στο Μοναχό Βαραχία

Παρατηρείς τον κόσμο όπως είναι σήμερα και αναρωτιέσαι με κατάπληξη: Υπάρχουν αληθινοί άγιοι σήμερα; Εγώ θα σου γράψω για έναν απ' αυτούς, πού είχα την καλή τύχη να συναντήσω τελευταία. Αυτός είναι ο γέροντας Μιχαήλ πού ζει στη σκήτη της Θεοτόκου στον Άγιο Όρος.
Τον επισκέφτηκα με μια ομάδα προσκυνητών κατά την επιστροφή μου από τούς Αγίους Τόπους.
Φτάσαμε στη σκήτη την ώρα του εσπερινού. Ό γέροντας Μιχαήλ μας υποδέχτηκε σαν πατέρας, πολύ καλόκαρδα, κι αυτό μας γοήτευσε όλους. Μας οδήγησε πρώτα στην παλιά εκκλησία, μια από τις τρεις πού υπάρχουν στη σκήτη. Μας πήγε να προσκυνήσουμε την πολύ γνωστή εικόνα της Παναγίας, την ονομαζόμενη Γλυκοφιλούσα , μια θαυματουργή εικόνα, πού έχει και μεγάλη καλλιτεχνική αξία. 

Σε καμμιά άλλη εικόνα δεν έχει Ιστορηθεί η Παναγία τόσο χλωμή όσο σ' αυτήν εδώ. Γλυκοφιλούσα ονομάζεται επειδή εικονίζει την Παναγία ν' ασπάζεται το χέρι του Ουράνιου Νυμφίου, του Χριστού. Πλησιάσαμε όλοι κι ασπαστήκαμε ένας ένας την εικόνα.

-        Θα σας ασπαστεί κι Εκείνη! Θα σας ασπαστεί κι Εκείνη! είπε ήρεμα ο γέροντας Μιχαήλ, καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα στο πρόσωπό του. Αργότερα μας είπε:

-        Έχω εδώ μαζί μου δεκαπέντε αδελφούς. Είναι όλοι τους ηλικιωμένοι κι αδύναμοι. Σήμερα οι Έλληνες δεν επιτρέπουν στους Σλάβους να έρχονται στο Άγιο Όρος. Πρέπει να φροντίζω τούς δεκαπέντε αυτούς αδελφούς σα να 'μουν κατά κάποιο τρόπο αντιπρόσωπος της Παναγίας σ' αυτόν τον τόπο, αυτή την εποχή. Για δύο πράγματα μόνο προσεύχομαι στο Θεό: Να κρατήσουμε την αγάπη, και μαζί μ' αυτήν, να μη μας λείψει το ψωμί.

Ο π. Μιχαήλ κατάγεται από τις Σέρρες. Από μικρό παιδί είχε την επιθυμία να γίνει μοναχός. Όταν του παρουσιάστηκε σε μια εκκλησία ο άγιος Νικόλαος και του είπε πώς θα γίνει πραγματικά μοναχός, η χαρά του ήταν μεγάλη. Αμέσως άφησε τη μητέρα του και την οικογένειά του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί ζει ως σήμερα.
Συνήθιζε να μας επισκέπτεται στην Αχρίδα. Μάζευε δωρεές για να συντηρήσει τους δεκαπέντε ηλικιωμένους μοναχούς του.

-        Είμαι γέροντας στους γέροντες και πατέρας στους πατέρες, μας έλεγε. Πρέπει να τους διδάσκω, μα και να τους τρέφω, μ' όλο πού είμαι κι εγώ αγράμματος και αδύναμος. Πρέπει οπωσδήποτε όμως να τούς διδάσκω την αγάπη και να 'χω να τούς δίνω τουλάχιστο ψωμί. Αυτό είναι όλο πού κάνω, με τη βοήθεια της Παναγίας μας. Και δε θα μας εγκαταλείψει η Γλυκοφιλούσα μας!
Έκανε τη λειτουργία για μας. Μετά του είπα:
-        π. Μιχαήλ, πες κάτι στους ανθρώπους. Στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη και είπε:

-        Θα σάς πω τρία διδάγματα:
α. Ο δρόμος πού οδηγεί στη σωτηρία είναι πιο στενός, απ' ότι είναι το φάρδος μιας τρίχας.
β. Όπου είναι ο νους σας, εκεί είναι κι η πατρίδα σας.
γ. Στον κόσμο αυτόν ήρθαμε σαν σε αγορά, ν' αγοράσουμε κάτι καλό και να το πάρουμε μαζί μας στην πατρίδα μας. Αμήν.

Η παρέα ενθουσιάστηκε με τη σύντομη αυτή διδαχή κι έτρεξαν όλοι να πάρουν την ευλογία του άγιου γέροντα.
Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε καθόλου. Όλη του η φροντίδα κι η μέριμνα ήταν για τούς αδελφούς και το μοναστήρι. Αγωνιζόταν γι' αυτούς, τούς πρόσφερε πολλή αγάπη και λίγο ψωμί, δαπανούσε τις σωματικές του δυνάμεις και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Η ψυχή του αναπαύεται τώρα στη βασιλεία των ουρανών, εκεί πού βασιλεύει η Γλυκοφιλούσα.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.

 Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΜΑΡΑΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ.

 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.

«Δεν έχω χρόνο για προσευχή»


Το ακούμε συχνά το παράπονο, που φαίνεται δικαιολογημένο για πολλούς. Είναι φορτωμένοι με αρκετές ευθύνες και όλη τη μέρα τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους. Δυσανασχετούν για την κατάσταση αυτή, που κάποτε την αισθάνονται αφόρητη και διαμαρτύρονται: Δεν μου μένει λίγος χρόνος για τον εαυτό μου, δεν προλαβαίνω να κοιτάξω λίγο την ψυχή μου, δεν έχω καθόλου χρόνο για προσευχή. 

Ποια είναι η ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος, που παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο σ’ αυτούς που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, σ’ αυτούς που χάνουν πολλές ώρες στις χρονοβόρες μετακινήσεις μέσα στις μεγαλουπόλεις, στις πολύτεκνες μητέρες, όταν μάλιστα είναι αναγκασμένες να εργάζονται, στους νέους που σπουδάζουν και τρέχουν στις σχολές, στα φροντιστήρια, στις ξένες γλώσσες κλπ.;

Είναι αλήθεια ότι, για να παλέψει κανείς σωστά στη ζωή του και για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματά της, πρέπει να εργασθεί συστηματικά και με επιμέλεια, πρέπει να δώσει χρόνο. Γι΄ αυτό και αισθάνεται συχνά να τον σφίγγουν από παντού οι ανάγκες και χρόνος να μην του μένει.
Είναι όμως απόλυτα σωστή η δικαιολογία; Διότι διαπιστώνουμε ότι συχνά όλα τελικά μπορεί κανείς να τα προλαβαίνει, και μόνο για την ψυχή του να μην του μένει χρόνος. Λίγη προσευχή δεν ευκαιρεί να κάνει. Μέσα όμως στη δίνη των ποικίλων απασχολήσεων βρίσκουμε χρόνο να ξεκουρασθούμε, να ψυχαγωγηθούμε, να ακούσουμε τις ειδήσεις, να εκτονωθούμε κάποτε με πολλές, ίσως άχρηστες, συζητήσεις.
Να προσευχηθούμε δεν προλαβαίνουμε! Αφήσαμε ποτέ, έστω για μία μόνο μέρα, λόγω των πολλών απασχολήσεών μας, το φαγητό; Κανείς δεν το κάνει αυτό. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, έστω και βιαστικά, θα φάμε κάτι. Το φαγητό, που στηρίζει το σώμα, δεν το παραλείπουμε. Την προσευχή, που τρέφει και στηρίζει την ψυχή, πώς τόσο εύκολα την αμελούμε; Δεν έχει η ψυχή πολύ μεγαλύτερη αξία από το σώμα, που με κάθε θυσία το φροντίζουμε;
Χρειάζεται επομένως μια πιο σωστή ιεράρχηση των απασχολήσεών μας. Η ψυχή αξίζει πιο πολύ από το σώμα, η αιωνιότητα από την πρόσκαιρη ζωή. Μην αμελούμε την ψυχή μας. Μην αφήνουμε την προσευχή. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, να βρίσκουμε λίγο χρόνο και για προσευχή· μάλιστα μ’ αυτήν ν’ αρχίζουμε τη μέρα μας, με προσευχή και να την τελειώνουμε. Και ενδιάμεσα σε κάθε ευκαιρία, να στρέφουμε το νου και την καρδιά μας στον Θεό.
Ο Ψαλμωδός, που ασφαλώς είχε κι αυτός τις υποθέσεις του και τα έργα του, «ἐπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε», έλεγε. «Ἑσπέρας και πρωΐ και μεσημβρίας» προσευχόταν, δοξολογούσε τον Θεό. «Ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου» πρόσθετε· θα σηκωθώ πολύ πρωί για να ψάλω ύμνους στον Θεό. Αλλά και τα μεσάνυχτα ακόμη ξυπνούσε για να προσευχηθεί. «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην» (Ψαλ. ριη΄ [118] 164, 62· νδ΄ [54] 18· νς΄ [56] 9).
Όταν η ψυχή αγαπά τον Θεό, βρίσκει ευκαιρίες συχνά να επικοινωνεί. Όταν καταλαβαίνει τι είναι η προσευχή.
Πράγματι! Έχουμε καταλάβει τι είναι να απευθύνεται ο μικρός και αμαρτωλός και αδύναμος άνθρωπος στον άπειρο και παντοδύναμο και Τρισάγιο Κύριο του ουρανού και της γης; Τι είναι να μιλάς στον Θεό και Εκείνος να σου απαντά; Να Του λες τα προβλήματα, τους πόνους και τα βάσανά σου και Εκείνος να σε ειρηνεύει, να παρηγορεί την ψυχή σου και να δίνει λύσεις λυτρωτικές και σωτήριες;
Αν ζητήσεις ακρόαση από έναν υπουργό για να του εκθέσεις τα προβλήματά σου και εκείνος σου ορίσει κάποια ώρα για να σε ακούσει, μπορείς να μην παρουσιασθείς στη συνάντηση αυτή, με την πρόφαση ότι έχεις πολλές δουλειές και δεν ευκαιρείς; Μα για τη δική σου εξυπηρέτηση σε καλεί και συ δεν πηγαίνεις; Εσύ έχεις ανάγκη από τη βοήθειά του και εσύ αρνείσαι την επικοινωνία;
Με την προσευχή δεν πηγαίνουμε σε κάποιον μεγάλο υπουργό, που τις περισσότερες φορές δεν μπορεί ουσιαστικά να μας βοηθήσει, και που, αν κάτι μπορεί να κάνει, αυτό αφορά τα πρόσκαιρα προβλήματα της επίγειας ζωής μας. Ούτε πηγαίνουμε σε κάποια αυστηρά καθορισμένη ώρα, που με πολλή δυσκολία κι αυτήν μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε.
Με την προσευχή καταφεύγουμε στον Θεό όποια ώρα εμείς θέλουμε και για όση ώρα θέλουμε και όσες φορές θέλουμε, μέρα και νύχτα. Και καταφεύγουμε σ’ Αυτόν που πάντοτε πρόθυμα και με απέραντη αγάπη μας περιμένει και μας ακούει, θέλει να μας βοηθήσει και όλα τα μπορεί, και τα προσωρινά με πολλή ευκολία τακτοποιεί και τα αιώνια με μοναδική φιλανθρωπία εξασφαλίζει. Και εμείς λέμε: «Δεν έχω χρόνο για προσευχή»!
Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις, αδελφέ μου, προσευχή και αυτό πρώτο να ζητήσεις: Να σου δώσει χρόνο ο Θεός, που συνέχεια τρέχεις χωρίς να προλαβαίνεις, που αγχώνεσαι και αδημονείς και τίποτε μόνος σου δεν καταφέρνεις.
Αν δώσουμε λίγη ώρα στην προσευχή, θα διαπιστώσουμε ότι πολλαπλασιάζεται ο χρόνος μας. Διότι στη ζωή μας δεν παλεύουμε πια μόνοι μας. Αλλά με την προσευχή έχουμε σύμμαχο τον Θεό. Και βέβαια το να παλεύουμε με βοηθό και συμπαραστάτη τον Θεό, Αυτόν που ειρηνεύει τις ψυχές μας, φωτίζει το νου, ενισχύει τις δυνάμεις, ευλογεί και πλουτίζει τη ζωή μας και μας χαρίζει την ατελεύτητη αιωνιότητα, είναι ασύγκριτα καλύτερο.
Ούτε οι πολλές ασχολίες μας να μας απορροφούν ούτε η ραθυμία του κατώτερου εαυτού μας να μας παρασύρει, ώστε να παραιτούμεθα εύκολα από τον αγώνα της προσευχής. Ας μην ακούμε τον μισάνθρωπο διάβολο, που γνωρίζει καλύτερα από μας τη δύναμη της προσευχής και γι’ αυτό βρίσκει διαρκώς δικαιολογίες και παρακινεί σε αναβολές. Αλλά να κάνουμε αυτό που και ο νους μας καταλαβαίνει ως χρήσιμο και αναγκαίο και η ψυχή μας βαθύτερα ζητεί. Να καταφεύγουμε στον ελεήμονα και παντοδύναμο Θεό για να βρίσκουμε έλεος, χάρη, φως και ζωή, αιώνια και αληθινή.


 πηγή

Ἡ Ἁγία Τατιανή +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος





Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῆς μάρτυρος Τατιανῆς. Ἡ ἁγία Τατιανὴ πατρίδα της εἶχε τὴ Ρώμη καὶ ἦταν κόρη λαμπρῆς οἰκογένειας, τόσο ποὺ ὁ πατέρας της τρεῖς φορὲς ἔγινε ὕπατος. Ζοῦσε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξάνδρου Σεβήρου, 208-235, καὶ ἦταν διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Τὴν πρώτη ἐκείνη ἐποχὴ ὑπῆρχε στὴν Ἐκκλησία ὁ θεσμὸς τῶν διακονισσῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡρισμένες εἰδικὲς ὑπηρεσίες, ὄχι τόσο στὸ λειτουργικό, ὅσο στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς τὸ ξερωμε αὐτὸ τώρα, ποὺ κάποιοι συζητοῦν τάχα γιατί καὶ οἱ γυναῖκες νὰ μὴ γίνωνται ἱερεῖς. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μία τάξη καὶ μία παράδοση, τὴν ὁποία ποτὲ δὲν ὑπερβαίνει.

Στὸ διωγμό, ποὺ ξεσήκωσε ὁ αὐτοκράτορας Σεβῆρος κατὰ τῶν χριστιανῶν, συνελήφθη καὶ ἡ Τατιανή. Τὸ ἔργο της στὴν Ἐκκλησία τὴν ἔκανε γνωστὴ καὶ δὲν ἦταν δύσκολο νὰ τὴν σημαδέψουν καὶ νὰ τὴν κατηγορήσουν. Τόσο περισσότερο, ποὺ κοινωνικὰ ἀνῆκε στὴν ἀνώτατη τάξη, πράγμα ποὺ δὲν τῆς τὸ συγχωροῦσαν εὔκολα νὰ εἶναι χριστιανή. Οἱ χριστιανοὶ ἦσαν οἱ αἴτιοι καὶ οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ ὅλα τὰ κακά, ποὺ μπορούσανε νὰ συμβαίνουν στὸ ρωμαϊκὸ κράτος. Δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάνει ἐντύπωση τὸ πράγμα, γιατί καὶ τώρα τὸ ἴδιο συμβαίνει. Σὲ πολλὰ μέρη ποὺ διώκεται ἡ Ἐκκλησία, ὅπως στὴν Ἀλβανία, κάθε χριστιανὸς θεωρεῖται καὶ εἶναι φανερὸς ἐχθρός τοῦ κράτους.

Συνελήφθη λοιπὸν ἡ ἁγία Τατιανὴ καὶ ὡδηγήθηκε στὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα• αὐτὸ ἀπαιτοῦσε ἡ ἐπίσημη καταγωγή της καὶ σὰν κόρη ὑπάτου ποὺ ἦταν. Καὶ ἡ διαδικασία ἦταν γνωστὴ· θὰ τὴν προκαλούσανε νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα, κι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἂν δεχότανε νὰ προσφέρη θυσία στοὺς ψεύτικους θεούς, αὐτὸ θὰ ἦταν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Ἂν ὄχι, τότε ἀκολουθοῦσε μία σειρὰ ἀπὸ βασανιστήρια, ὅπου στὸ τέλος ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἐξαντλημένος σωματικά, ἄφηνε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Στοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα, ἀφοῦ ἡ πίστη πάντα διώκεται, εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ μάρτυρες, ποὺ προτίμησαν κι ἔδωκαν τὴ ζωὴ τοὺς παρὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους.

Ὁ αὐτοκράτορας, γιὰ πιὸ ἐπίσημα, ὡδήγησε τὴν Τατιανὴ στὸ ναό, γιὰ νὰ προσφέρη θυσία στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία μπῆκε στὸ ναὸ κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸ Χριστὸ νὰ τὴν ἐνίσχυση στὴν κρίσιμη αὐτὴ ὥρα. Ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε, τὰ ἀγάλματα σὰν καὶ νὰ τὰ ἔσπρωξε κάποια δύναμη, ἔπεσαν κι ἔγιναν κομμάτια. Αὐτὸ ἦταν σημεῖο, ἀρκετὸ γιὰ νὰ φέρη τοὺς διῶκτες στὰ συγκαλά τους, μὰ ἐκεῖνοι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐξαγριώθηκαν. Ἔδειραν ἀλύπητα τὴν Ἁγία, μία νέα κι ἀδύνατη γυναίκα, τὴν κρέμασαν καὶ τῆς καταξέσκισαν τὸ σῶμα, τῆς ξύρισαν τὸ κεφάλι καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν καταξευτέλισαν καὶ τὴ βασάνισαν.

Σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες καὶ τραγικὲς στιγμές, οἱ μάρτυρες τῆς πίστης ἕνα ὅπλο ἔχουν· τὴν ὑπομονή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν προετοιμάζη τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς γιὰ τὸ μαρτύριο, πάντα τελειώνει τὰ λόγια του μὲ αὐτὲς τὶς φράσεις· «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» ἤ «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχᾶς ὑμῶν». Ἄλλο ὅπλο δὲν ὑπάρχει· οὔτε ἀπειλές, γιὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ περιμένει τοὺς διῶκτες, οὔτε ἄκαιροι ἡρωισμοὶ οὔτε ἐπίδειξη δύναμης, ἀλλὰ ὑπομονετικὴ σιωπή. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν σταύρωναν καὶ σιωποῦσε. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορά, γιὰ τὴν ὁποία εἴπαμε καὶ ἄλλοτε, ὅτι ἄλλο ἥρωας κι ἄλλο μάρτυρας. Οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἥρωες, εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ.

Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὰ λόγια, ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι, «δι’ οὗ Προφῆται ἅπαντες καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν». Πάει νὰ πῆ πὼς δὲν εἶναι ἀνθρώπινη δύναμη, ποὺ σηκώνει τὸ μαρτύριο τῆς πίστης, γιατί αὐτὸ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλον ἀνθρώπινο ἠρωϊσμό. Τὸ χριστιανικὸ μαρτύριο δὲν ὀφείλεται στὴ βουλὴ καὶ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει ἅγιος. Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος γιὰ τὴν πίστη εἶναι βουλὴ καὶ κλήση τοῦ Θεοῦ κι ὁ ἀληθινὸς μάρτυρας εἶναι ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μπόρεσαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, σὰν τὴν ἁγία Τατιανή, μέσ’ ἀπὸ μία ἀτελείωτη σειρὰ βασανιστηρίων νὰ φτάσουν στὸν ἀποκεφαλισμὸ καὶ νὰ λάβουν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ στεφάνι τῆς νίκης. Ἀμήν.

Πρὸς τοὺς αὐτομολήσαντας πρὸς τὰ θέατρα- Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος






ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ͵ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ͵

ΟΜΙΛΙΑ Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα.


α. Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Ὑμῖν γὰρ αὐτοῖς καθ΄ ὑμῶν ἐντυχεῖν βούλομαι. Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησε τοῖς Ἑβραίοις· αὐτοῖς γὰρ κατ΄ αὐτῶν ἐντυγχάνων ἔλεγε· Λαός μου͵ τί ἐποίησά σοι͵ καὶ τί ἐλύπησά σε͵ ἢ τί παρηνώχλησά σοι; ἀποκρίθητί μοι. Καὶ πάλιν· Τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα; Τοῦτον δὴ καὶ ἐγὼ μιμήσομαι͵ καὶ ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς πάλιν· Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Μετὰ μακροὺς διαύλους λόγων͵ καὶ τοσαύτην διδασκαλίαν͵ καταλιπόντες ἡμᾶς τινες͵ πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν ἁμιλλητηρίων ἵππων ηὐτομόλησαν͵ καὶ οὕτως ἐξεβακχεύθησαν͵ ὥστε πᾶσαν τὴν πόλιν ἐμπλῆσαι βοῆς καὶ κραυγῆς ἀτάκτου͵ καὶ πολὺν γέλωτα͵ μᾶλλον δὲ θρῆνον φερούσης. Ἐγὼ οὖν οἴκοι καθήμενος͵ καὶ τῆς φωνῆς ἀκούων ἐκρηγνυμένης͵ τῶν κλυδωνιζομένων χαλεπώτερον ἔπασχον. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι͵ τῶν κυμάτων τοῖς τοίχοις τῆς νηὸς προσρηγνυμένων͵ περὶ τῶν ἐσχάτων κινδυνεύοντες δεδοίκασιν· οὕτω καὶ ἐμοὶ χαλεπώτεραι αἱ κραυγαὶ προσεῤῥήγνυντο ἐκεῖναι͵ καὶ εἰς τὴν γῆν ἔκυπτον καὶ ἐνεκαλυπτόμην· τῶν μὲν ἄνω τοιαῦτα ἀσχημονούντων͵ τῶν δὲ κάτω ἐν μέσῃ τῇ ἀγορᾷ ἡνιόχους κροτούντων͵ καὶ χαλεπώτερα ἐκείνων βοώντων. Τί 56.264 δὲ ἐροῦμεν; ἢ τί ἀπολογησόμεθα͵ εἰ ξένος τίς ποθεν ἐπιστὰς ἐγκαλοίη καὶ λέγοι· Ταῦτα ἡ πόλις τῶν ἀποστόλων; ταῦτα ἡ τοιοῦτον λαβοῦσα ὑποφήτην; ταῦτα ὁ δῆμος ὁ φιλόχριστος͵ τὸ θέατρον τὸ ἄπλαστον͵ τὸ πνευματικόν; Οὐδὲ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ᾐδέσθητε͵ ἐν ᾗ τὰ σύμβολα τῆς σωτηρίας τοῦ γένους ἡμῶν ἐτελεῖτο· ἀλλ΄ ἐν παρασκευῇ͵ ὅτε ὁ Δεσπότης σου ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης ἐσταυροῦτο͵ καὶ θυσία τοιαύτη προσεφέρετο͵ καὶ παράδεισος ἠνοίγετο͵ καὶ λῃστὴς εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐπανήγετο πατρίδα͵ κατάρα ἐλύετο͵ καὶ ἁμαρτία ἠφανίζετο͵ καὶ ὁ χρόνιος ἀνῃρεῖτο πόλεμος͵ καὶ Θεοῦ καταλλαγὴ πρὸς ἀνθρώπους ἐγίνετο͵ καὶ πάντα μετεῤῥυθμίζετο· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ͵ ἡνίκα νηστεύειν καὶ δοξολογεῖν ἔδει͵ καὶ εὐχαριστηρίους εὐχὰς ὑπὲρ τῶν τῆς οἰκουμένης ἀγαθῶν ἀναπέμπειν τῷ ταῦτα ποιήσαντι· τότε σὺ καταλιπὼν ἐκκλησίαν καὶ θυσίαν πνευματικὴν͵ καὶ ἀδελφῶν σύλλογον͵ καὶ νηστείας τὸ σεμνὸν͵ αἰχμάλωτος ὑπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὴν θεωρίαν ἀπηνέχθης ἐκείνην; Ταῦτα ἀνεκτά; ταῦτα φορητά; Οὐ γὰρ παύσομαι ταῦτα συνεχῶς λέγων͵ καὶ τὴν ὀδύνην ἐμαυτοῦ ταύτῃ παραμυθούμενος͵ τὸ [ f. τῷ] μὴ πιέζειν αὐτὴν τῇ σιγῇ͵ ἀλλ΄ εἰς μέσον ἐκφέρειν͵ 56.265 καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ὑμετέρων τιθέναι. Πῶς δυνησόμεθα τὸν Θεὸν λοιπὸν ἵλεω ποιῆσαι; πῶς καταλλάξαι ὀργιζόμενον; Πρὸ τριῶν ἡμερῶν ἐπομβρία καὶ ὑετὸς κατεῤῥήγνυτο πάντα παρασύρων͵ ἀπ΄ αὐτοῦ τοῦ στόματος͵ ὡς εἰπεῖν͵ τὴν τράπεζαν τῶν γηπόνων ἀφαρπάζων͵ στάχυας κομῶντας κατακλίνων͵ τὰ ἄλλα ἅπαντα τῇ πλεονεξίᾳ τῆς ὑγρᾶς κατασήπων οὐσίας· λιτανεῖαι καὶ ἱκετηρίαι͵ καὶ πᾶσα ἡμῶν ἡ πόλις ὥσπερ χείμαῤῥος ἐπὶ τοὺς τόπους τῶν ἀποστόλων ἔτρεχε͵ καὶ συνηγόρους ἐλαμβάνομεν τὸν ἅγιον Πέτρον καὶ τὸν μακάριον Ἀνδρέαν͵ τὴν ξυνωρίδα τῶν ἀποστόλων͵ Παῦλον καὶ Τιμόθεον. Μετ΄ ἐκεῖνα͵ τῆς ὀργῆς λυθείσης͵ καὶ πέλαγος περάσαντες͵ καὶ κυμάτων κατατολμήσαντες͵ ἐπὶ τοὺς κορυφαίους ἐτρέχομεν͵ τὸν Πέτρον τὴν κρηπῖδα τῆς πίστεως͵ τὸν Παῦλον τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς͵ πανήγυριν ἐπιτελοῦντες πνευματικὴν͵ καὶ τοὺς ἄθλους αὐτῶν ἀνακηρύττοντες͵ τὰ τρόπαια καὶ τὰς νίκας τὰς κατὰ τῶν δαιμόνων. Καὶ οὔτε τῷ φόβῳ τῶν γινομένων καταπλαγέντες͵ οὔτε τῷ μεγέθει τῶν κατορθωμάτων τῶν ἀποστολικῶν παιδευθέντες͵ ἀθρόον οὕτω μιᾶς μεταξὺ γενομένης ἡμέρας͵ σκιρτᾷς καὶ βοᾷς͵ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν αἰχμάλωτον ὑπὸ τῶν παθῶν παρασυρομένην περιορῶν; Εἰ δὲ ἐβούλου δρόμον ἀλόγων ὁρᾷν͵ τίνος ἕνεκεν οὐκ ἔζευξας τὰ ἄλογα ἐν σοὶ πάθη͵ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν͵ καὶ ἐπέθηκας αὐτοῖς τὸν τῆς φιλοσοφίας ζυγὸν͵ τὸν χρηστὸν καὶ κοῦφον͵ καὶ ἐπέστησας αὐτοῖς λογισμὸν ὀρθὸν͵ καὶ πρὸς τὸ βραβεῖον ἤλασας τῆς ἄνω κλήσεως͵ οὐκ ἀπὸ μύσους εἰς μύσος͵ ἀλλ΄ ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν τρέχων; Τοῦτο γὰρ τῆς ἱπποδρομίας τὸ εἶδος μετὰ τῆς ἡδονῆς πολλὴν ἔχει τὴν ὠφέλειαν. Ἀλλ΄ ἀφεὶς τὰ κατὰ σαυτὸν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε φέρεσθαι͵ ὑπὲρ τῆς ἑτέρων νίκης ἐκάθου͵ ἡμέραν τοσαύτην εἰκῆ καὶ μάτην καὶ ἐπὶ κακῷ δαπανῶν.


β. ῏Η οὐκ οἶσθα ὅτι καθάπερ ἡμεῖς ἀργύριον τοῖς οἰκέταις τοῖς ἡμετέροις ἐγχειρίζοντες͵ εὐθύνας αὐτοὺς καὶ μέχρι ἑνὸς ἀπαιτοῦμεν ὀβολοῦ· οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τῶν ἡμερῶν τῆς ζωῆς τῆς ἡμετέρας ἀπαιτήσει λόγον ἡμᾶς͵ πῶς ἑκάστην ἡμέραν ἐδαπανήσαμεν; Τί οὖν ἐροῦμεν; τί δὲ ἀπολογησόμεθα͵ ὅταν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀπαιτώμεθα εὐθύνας; ῞Ηλιος ἀνέτειλε διὰ σὲ͵ καὶ σελήνη τὴν νύκτα ἐφώτισε͵ καὶ ποικίλος ἀστέρων ἀνέλαμψε χορός· ἔπνευσαν ἄνεμοι διὰ σὲ͵ ἔδραμον ποταμοί· σπέρματα ἐβλάστησαν διὰ σὲ͵ καὶ φυτὰ ἀνεδόθη͵ καὶ τῆς φύσεως ὁ δρόμος τὴν οἰκείαν ἐτήρησε τάξιν͵ καὶ ἡμέρα ἐφάνη καὶ 56.266 νὺξ παρῆλθε· καὶ ταῦτα πάντα γέγονε διὰ σέ· σὺ δὲ τῶν κτισμάτων σοι διακονουμένων͵ τοῦ διαβόλου τὴν ἐπιθυμίαν πληροῖς; Καὶ τοσοῦτον παρὰ τοῦ Θεοῦ μισθωσάμενος οἶκον͵ τὸν κόσμον λέγω τοῦτον͵ οὐκ ἀπέδωκας τὸν μισθόν. Καὶ οὐκ ἤρκεσε τῇ προτέρᾳ ἡμέρᾳ͵ ἀλλὰ καὶ τὴν δευτέραν͵ ὅτε ἀναπαῦσαι μικρὸν ἐχρῆν ἀπὸ τῆς ἐγγινομένης κακίας͵ ἐπὶ θέατρα πάλιν ἀνέβαινες͵ ἀπὸ καπνοῦ εἰς πῦρ τρέχων͵ εἰς ἕτερον βάραθρον καθεὶς ἑαυτὸν χαλεπώτερον. Γέροντες πολιὰς κατῄσχυνον͵ καὶ νέοι τὴν νεότητα κατεκρήμνιζον͵ καὶ πατέρες παῖδας ἀνῆγον͵ ἐκ προοιμίων τὴν ἀπειρόκακον ἡλικίαν εἰς τὰ τῆς πονηρίας ἐμβιβάζοντες βάραθρα͵ ὥστε οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι παιδοκτόνους ἀντὶ πατέρων τοὺς τοιούτους ἀπο καλῶν͵ καὶ τῇ κακίᾳ τὴν ψυχὴν ἀπολλύντας τῶν τεχθέντων. Καὶ ποία κακία; φησί. Διὰ γὰρ τοῦτο ὀδυνῶμαι͵ ὅτι καὶ νοσῶν͵ οὐκ οἶδας ὅτι νοσεῖς͵ ἵνα καὶ τὸν ἰατρὸν ἐπιζητήσῃς. Μοιχείας ἐγένου πεπληρωμένος͵ καὶ ἐρωτᾷς͵ ποία κακία; ἦ οὐκ ἤκουσας τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὁ ἐμβλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι͵ ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν; Τί οὖν ἐὰν μὴ ἐμβλέψω͵ φησὶ͵ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι; Καὶ πῶς δυνήσῃ με πεῖσαι; Ὁ γὰρ τοῦ θεωρῆσαι μὴ κρατῶν͵ ἀλλὰ τοσαύτην σπουδὴν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου τιθέμενος͵ πῶς μετὰ τὸ θεωρῆσαι δυνήσῃ μένειν ἀκηλίδωτος; Μὴ γὰρ λίθος σοι τὸ σῶμα; μὴ γὰρ σίδηρος; Σάρκα περίκεισαι͵ σάρκα ἀνθρωπίνην͵ ἥτις χόρτου χαλεπώτερον ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας ἀνάπτεται. Καὶ τί λέγω τὸ θέατρον; Ἐν ἀγορᾷ πολλάκις ἐὰν ἀπαντήσωμεν γυναικὶ͵ θορυβούμεθα· σὺ δὲ ἄνω καθήμενος͵ ὅπου τοσαύτη πρὸς ἀσχημοσύνην παράκλησις͵ ὁρῶν γυναῖκα πόρνην γυμνῇ τῇ κεφαλῇ μετὰ πολλῆς τῆς ἀναισχυντίας εἰσιοῦσαν͵ χρυσᾶ περιβεβλημένην ἱμάτια͵ μαλακιζομένην͵ θρυπτομένην͵ ᾄσματα ᾄδουσαν πορνικὰ͵ κατακεκλασμένα μέλη͵ αἰσχρὰ προϊεμένην ῥήματα͵ ἀσχημονοῦσαν τοιαῦτα͵ ἅπερ ὁ θεωρήσας ἂν εἰς ἔννοιαν λάβῃς͵ κάτω κύπτεις· τολμᾷς εἰπεῖν ὡς οὐδὲν πάσχῃς ἀνθρώπινον; Μὴ γὰρ λίθος σοι τὸ σῶμα; μὴ γὰρ σίδηρος; Οὐ γὰρ παραιτήσομαι πάλιν τὰ αὐτὰ εἰπεῖν. Μὴ γὰρ τῶν μεγάλων καὶ γενναίων ἀνδρῶν ἐκείνων͵ οἳ ἀπὸ ψιλῆς ὄψεως κατηνέχθησαν͵ φιλοσοφώτερος σὺ εἶ; Οὐκ ἤκουσας τί φησιν ὁ Σολομών· Περιπατήσει τις ἐπ΄ ἀνθράκων πυρὸς͵ τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; Ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ͵ τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; Οὕτως ὁ εἰσιὼν εἰς γυναῖκα ἀλλοτρίαν. Εἰ γὰρ καὶ μὴ συνεπλάκης τῇ πόρνῃ͵ ἀλλὰ τῇ ἐπιθυμίᾳ 56.267 συνεγένου͵ καὶ τῇ γνώμῃ τὴν ἁμαρτίαν εἰργάσω. Καὶ οὐδὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον μόνον͵ ἀλλὰ καὶ τοῦ θεάτρου λυθέντος͵ ἀπελθούσης αὐτῆς͵ τὸ εἴδωλον ἐκείνης ἐναπόκειταί σου τῇ ψυχῇ͵ τὰ ῥήματα͵ τὰ σχήματα͵ τὰ βλέμματα͵ ἡ βάδισις͵ ὁ ῥυθμὸς͵ ἡ διάκρισις͵ τὰ μέλη τὰ πορνικὰ͵ καὶ μυρία τραύματα λαβὼν ἀναχωρεῖς. Οὐκ ἐντεῦθεν οἴκων ἀνατροπαί; οὐκ ἐντεῦθεν σωφροσύνης ἀπώλεια; οὐκ ἐντεῦθεν γάμων διαιρέσεις; οὐκ ἐντεῦθεν πόλεμοι καὶ μάχαι; οὐκ ἐντεῦθεν ἀηδίαι λόγον οὐκ ἔχουσαι; Ἐπειδὰν γὰρ ἐμπλησθεὶς ταύτης ἀνέλθῃς γενόμενος αἰχμάλωτος͵ καὶ ἡ γυνή σου ἀηδεστέρα φαίνεται͵ καὶ τὰ παιδία φορτικώτερα͵ καὶ οἱ οἰκέται ἐπαχθεῖς͵ καὶ ἡ οἰκία περιττὴ͵ καὶ αἱ συνήθεις φροντίδες ἐνοχλεῖν δοκοῦσι πρὸς τὴν οἰκονομίαν τῶν δεόντων πραγμάτων͵ καὶ ἕκαστος προσιὼν φορτικὸς καὶ ἐπαχθής.


γ. Τὸ δὲ αἴτιον͵ οὐκ ἀνέρχῃ μόνος εἰς τὴν οἰκίαν͵ ἀλλὰ τὴν πόρνην ἔχων μετὰ σεαυτοῦ͵ οὐ φανερῶς καὶ δήλως ἀνιοῦσαν· ὅπερ ἦν κουφότερον· ταχέως γὰρ ἂν ἐξήλασεν ἡ γυνή· ἀλλὰ τῇ γνώμῃ͵ καὶ τῷ συνειδότι ἐγκαθημένην͵ καὶ ἀνάπτουσαν ἔνδον τὴν Βαβυλωνίαν κάμινον͵ μᾶλλον δὲ πολλῷ χαλεπωτέραν· οὐ γὰρ στυππίον καὶ νάφθα καὶ πίσσα͵ ἀλλὰ τὰ εἰρημένα τροφὴ τῷ πυρὶ γίνεται͵ καὶ πάντα ἄνω καὶ κάτω. Καὶ καθάπερ οἱ πυρέττοντες͵ οὐδὲν ἔχοντες ἐγκαλεῖν τοῖς διακονουμένοις͵ διὰ τὴν τοῦ νοσήματος κακίαν δυσάρεστοι πρὸς πάντας εἰσὶ͵ σιτία διακρουόμενοι͵ καὶ ἰατροὺς κακίζοντες͵ καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους ἀγανακτοῦντες͵ καὶ κατὰ τῶν διακονούντων λυττῶντες· οὕτω δὴ καὶ οἱ τὴν χαλεπὴν νόσον ταύτην νοσοῦντες͵ ἀλλοιοῦσι͵ δυσχεραίνουσι͵ πάντοτε ἐκείνην βλέποντες. Ὢ χαλεπῶν πραγμάτων. Λύκος μὲν καὶ λέων͵ καὶ τὰ λοιπὰ θηρία τοξευόμενα φεύγει τὸν κυνηγέτην· ἄνθρωπος δὲ ὁ λογιώτατος τρωθεὶς͵ περιδιώκει τὴν τρώσασαν͵ ὥστε πολλῷ χαλεπώτερον βέλος λαβεῖν͵ καὶ ἐνηδυπαθεῖν τῷ τραύματι· ὅπερ δὴ πάντων ἐστὶ πικρότατον͵ καὶ τὴν νόσον ἀνίατον ἐργάζεται. Ὁ γὰρ μὴ μισῶν τὸ ἕλκος͵ μηδὲ ἀπαλλαγῆναι βουλόμενος͵ πῶς ἂν ἐπιζητήσειε τὸν ἰατρόν; Διὰ ταῦτα ὀδυνῶμαι καὶ διακόπτομαι͵ ὅτι τοσαύτην λύμην λαμβάνοντες͵ ἐκεῖθεν κατέρχεσθε͵ καὶ διὰ μικρὰν ἡδονὴν διηνεκῆ τὴν ὀδύνην ὑπομένετε. Καὶ γὰρ καὶ πρὸ τῆς γεέννης καὶ τῆς κολάσεως ἐνταῦθα τὴν ἐσχάτην ἑαυτοὺς ἀπαιτεῖτε δίκην. ῍Η οὐκ ἐσχάτης τιμωρίας͵ εἰπέ μοι͵ ἐπιθυμίαν τοιαύτην τρέφειν͵ καὶ διηνεκῶς ἐμπίπρασθαι͵ καὶ κάμινον ἔρωτος ἀτόπου πανταχοῦ περιφέρειν͵ καὶ συνειδότος κατηγορίαν; Πῶς γὰρ ἐπιβήσῃ τῶν προθύρων ἐκείνων τῶν ἱερῶν; πῶς ἅψῃ τῆς οὐρανίου τραπέζης; πῶς δὲ ἀκούσεις τὸν περὶ σωφροσύνης λόγον͵ ἑλκῶν γέμων καὶ τραυμά 56.268 των τοσούτων͵ καὶ τὴν διάνοιαν ἔχων τῷ πάθει δουλεύουσαν; Καὶ τί δεῖ τὰ ἄλλα λέγειν; Ἀπὸ τῶν νῦν παρ΄ ἡμῶν γινομένων ἔξεστι τῆς διανοίας ἰδεῖν τὴν ὀδύνην. Νῦν γοῦν ὁρῶ μεταξὺ τῶν λόγων τούτων τὰ μέτωπα τύπτοντας͵ καὶ πολλὴν ὑμῖν ἔχω χάριν͵ ὅτι δῆμος οὕτως ἐστὲ εὔσπλαγχνος. Τάχα δὲ οἶμαι πολλοὺς τῶν μηδὲν ἡμαρτηκότων ταῦτα ποιεῖν͵ ἀλγοῦντας ὑπὲρ τῶν ἀδελφικῶν τραυμάτων. Διὰ τοῦτο ὀδυνῶμαι καὶ κόπτομαι͵ ὅτι τοιαύτην ἀγέλην ὁ διάβολος λυμαίνεται. Ἀλλ΄ εἰ βουληθείητε͵ ταχέως αὐτοῦ τὴν εἴσοδον ἀποφράξομεν. Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Εἰ τοὺς νοσοῦντας ὑγιαίνοντας ἴδοιμεν· εἰ τὰ δίκτυα τῆς διδασκαλίας ἁπλώσαντες περιέλθοιμεν τοὺς θηριαλώτους ζητοῦντες͵ καὶ ἐξ αὐτῆς τοῦ λέοντος τῆς φάρυγγος αὐτοὺς ἐξαρπάσοιμεν. Μὴ γάρ μοι λέγε· Ὀλίγοι εἰσὶν οἱ ἀποβουκολισθέντες. Κἂν δέκα μόνον ὦσιν͵ οὐχ ἡ τυχοῦσα ζημία· κἂν πέντε͵ κἂν δύο͵ κἂν εἷς. Ἐπεὶ καὶ ὁ ποιμὴν ἐκεῖνος τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα διὰ τοῦτο καταλιπὼν πρόβατα͵ ἐπὶ τὸ ἓν ἔτρεχε͵ καὶ οὐκ ἐπανῆλθεν ἕως πάλιν αὐτὸ ἐπανήγαγε͵ καὶ τὸν τῶν ἑκατὸν ἀριθμὸν χωλεύοντα δι΄ ἐκείνου τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ πλανηθέντος ἐπλήρωσε. Μὴ λέγε͵ ὅτι εἷς ἐστιν· ἀλλ΄ ἐννόησον͵ ὅτι ψυχή ἐστι͵ δι΄ ἣν τὰ ὁρώμενα πάντα γέγονεν· δι΄ ἣν νόμοι͵ καὶ τιμωρίαι͵ καὶ κολάσεις͵ καὶ τὰ μυρία θαύματα͵ καὶ αἱ ποικίλαι τοῦ Θεοῦ πραγματεῖαι· δι΄ ἣν οὐδὲ τοῦ Μονογενοῦς ἐφείσατο. Ἐννόησον ὅση τι μὴ καταβέβληται καὶ ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς͵ καὶ μὴ καταφρόνει τῆς σωτηρίας αὐτοῦ͵ ἀλλ΄ ἀπελθὼν ἡμῖν ἐπανάγαγε͵ καὶ πεῖσον μηκέτι τοῖς αὐτοῖς περιπεσεῖν͵ καὶ ἀρκοῦσαν ἔχομεν ἀπολογίαν. Εἰ δὲ μὴ ἀνέχοιτο͵ μηδὲ ἡμῶν συμβουλευόντων͵ μηδὲ ὑμῶν παραινούντων͵ τῇ ἐξουσίᾳ χρήσομαι λοιπὸν͵ ᾗ ὁ Θεὸς ἡμῖν ἔδωκεν οὐκ εἰς καθαίρεσιν͵ ἀλλ΄ εἰς οἰκοδομήν.


δ. Διὰ δὲ τοῦτο προλέγω͵ καὶ λαμπρᾷ βοῶ τῇ φωνῇ͵ ὅτι εἴ τις μετὰ τὴν παραίνεσιν ταύτην καὶ διδασκαλίαν ἐπὶ τὴν παράνομον τῶν θεάτρων αὐτομολήσειε λύμην͵ οὐ δέξομαι αὐτὸν εἴσω τουτωνὶ τῶν περιβόλων͵ οὐ μεταδώσω μυστηρίων͵ οὐκ ἀφήσω τῆς ἱερᾶς ἅψασθαι τραπέζης· ἀλλ΄ ὥσπερ οἱ ποιμένες τὰ ψώρας ἐμπεπλησμένα πρόβατα τῶν ὑγιαινόντων ἀπείργουσιν͵ ὥστε μὴ μεταδοῦναι τοῖς λοιποῖς τῆς νόσου· οὕτω δὴ ἐργάσομαι κἀγώ. Εἰ γὰρ τὸ παλαιὸν ὁ λεπρὸς ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἐκελεύετο καθῆναι͵ κἂν βασιλεὺς ἦν͵ ἐξεβάλλετο μετὰ τοῦ διαδήματος͵ πολλῷ μᾶλλον ἡμεῖς τὸν τὴν ψυχὴν λεπροῦντα ταύτης ἐκβαλοῦμεν τῆς ἱερᾶς παρεμβολῆς. Ὥσπερ γὰρ τὴν ἀρχὴν παραινέσει καὶ συμβολῇ ἐχρησάμην͵ οὕτω καὶ νῦν μετὰ τοσαύτην παραίνεσιν καὶ διδασκαλίαν ἀνάγκη λοιπὸν καὶ τομὴν ἐπαγαγεῖν. Καὶ γὰρ ἐνιαυτὸν ἔχω λοιπὸν τῆς πόλεως ἐπιβὰς τῆς ὑμετέρας͵ καὶ οὐ διέλιπον πολλάκις καὶ συνεχῶς ταῦτα ὑμῖν παραινῶν. Ἐπεὶ οὖν ἐναπέμεινάν τινες τῇ σηπεδόνι͵ 56.269 φέρε λοιπὸν τὴν τομὴν ἐπαγάγωμεν. Εἰ γὰρ μὴ σιδήριον ἔχω͵ ἀλλ΄ ἔχω λόγον σιδήρου τομώτερον· εἰ καὶ μὴ πῦρ βαστάζω͵ ἀλλ΄ ἔστι μοι διδασκαλία πυρὸς θερμοτέρα͵ εὐτονώτερον δυναμένη καίειν. Μὴ οὖν καταφρόνει τῆς ἀποφάσεως τῆς ἡμετέρας. Εἰ γὰρ εὐτελεῖς ἡμεῖς καὶ σφόδρα οἰκτροὶ͵ ἀλλ΄ ὅμως ἐνεχειρίσθημεν ἀξίαν παρὰ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος τὴν δυναμένην ταῦτα ἐργάζεσθαι. Ἐκβαλλέσθωσαν τοίνυν οἱ τοιοῦτοι͵ ἵνα οἵ τε ὑγιαίνοντες ἡμῖν ὑγιεινότεροι γένωνται͵ οἵ τε νοσοῦντες ἀνακτήσωνται ἑαυτοὺς ἐκ τῆς χαλεπῆς ἀῤῥωστίας. Εἰ δὲ ἐφρίξατε ταύτην ἀκούσαντες τὴν ἀπόφασιν (καὶ γὰρ ὁρῶ πάντας στυγνάζοντας καὶ συνεσταλμένους ὄντας)͵ μεταβαλλέσθωσαν͵ καὶ λέλυται τὰ τῆς ἀποφάσεως. Ὥσπερ γὰρ ἐξουσίαν ἐλάβομεν δῆσαι͵ οὕτως καὶ λῦσαι͵ καὶ πάλιν ἐπαγαγεῖν. Οὐ γὰρ τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν ἀποκόψαι βουλόμεθα͵ ἀλλὰ τὸ ὄνειδος τῆς Ἐκκλησίας ἀποκρούσασθαι. Νῦν μὲν γὰρ καὶ Ἕλληνες ἡμῶν καταγελάσονται͵ καὶ Ἰουδαῖοι κωμῳδήσουσιν͵ ὅταν ἁμαρτάνοντας ἑαυτοὺς οὕτως περιορῶμεν. Τότε δὲ καὶ ἐκεῖνοι σφόδρα ἡμᾶς ἐπαινέσουσι͵ καὶ θαυμάσονται τὴν Ἐκκλησίαν͵ τῶν παρ΄ ἡμῖν αἰδεσθέντες νόμων. Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἐπιμενόντων τῇ αὐτῇ πορνείᾳ τῆς ἐκκλησίας ἐπιβαινέτω͵ ἀλλὰ καὶ ἀφ΄ ὑμῶν ἐπιτιμάσθω͵ καὶ κοινὸς ἔστω πολέμιος. Εἴ τις γὰρ͵ φησὶν͵ οὐχ ὑπακούσῃ τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς͵ τοῦτον σημειοῦσθε͵ καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ. Τοῦτο δὲ ποιήσατε· μήτε λόγου μετάδοτε͵ μήτε εἰς οἰκίαν δέξησθε͵ μήτε τραπέζης κοινωνήσητε͵ μήτε εἰσόδου͵ μήτε ἐξόδου͵ μήτε ἀγορᾶς· καὶ οὕτω ῥᾳδίως αὐτοὺς ἀνακτησόμεθα. Καὶ καθάπερ οἱ κυνηγοὶ τὰ δυσάλωτα τῶν θηρίων οὐκ ἐξ ἑνὸς μέρους͵ ἀλλὰ πάντοθεν ἐλαύνοντες͵ εἰς τὴν σαγήνην ἐμβάλλουσιν· οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐκθηριωθέντας συνελάσωμεν͵ καὶ ταχέως εἰς τὰ δίκτυα τῆς σωτηρίας ἐμβαλοῦμεν͵ ἡμεῖς ἐντεῦθεν͵ ὑμεῖς ἐκεῖθεν. Ἵν΄ οὖν τοῦτο γένηται͵ καὶ ὑμεῖς ἡμῖν συναγανακτήσατε͵ 56.270 μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῶν τοῦ Θεοῦ νόμων ἀλγήσατε͵ καὶ μικρὸν ἀποστράφητε τούτους τὰ τοιαῦτα νοσοῦντας καὶ παρανομοῦντας τῶν ἀδελφῶν͵ ἵνα διηνεκῶς αὐτοὺς ἔχητε. Οὐδὲ γὰρ τὸ τυχὸν ὑμῖν ἐστι κρίμα͵ εἰ παρίδητε τοσαύτην ἀπώλειαν͵ ἀλλὰ μεγίστην ἕξετε τιμωρίαν. Εἰ γὰρ ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων οἰκίαις ἂν ἁλῷ τις τῶν οἰκετῶν ἀργύριον ἢ χρυσίον ὑφελόμενος͵ οὐκ αὐτὸς κολάζεται μόνον ὁ ἁλοὺς͵ ἀλλὰ καὶ οἱ συνειδότες καὶ μὴ καταγγείλαντες͵ πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐρεῖ γάρ σοι τηνικαῦτα ὁ Θεός· Ὁρῶν ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ ἐμοῦ οὐκ ἀργύριον͵ οὐδὲ χρυσοῦν σκεῦος κλαπὲν͵ ἀλλὰ σωφροσύνην συληθεῖσαν͵ καὶ τὸν λαβόντα τὸ σῶμα τὸ τίμιον͵ καὶ τοιαύτης μετασχόντα θυσίας͵ ἀπελθόντα εἰς τὸ τοῦ διαβόλου χωρίον͵ καὶ τοιαῦτα παρανομήσαντα͵ πῶς ἐσίγησας; πῶς ἤνεγκας; πῶς οὐκ ἀπήγγειλας τῷ ἱερεῖ; καὶ οὐ τὰς τυχούσας ἀπαιτηθήσῃ εὐθύνας. Διά τοι τοῦτο καὶ ἐγὼ͵ καίτοι γε μέλλων λυπεῖν͵ οὐδενὸς φείσομαι τῶν ἐπαχθεστέρων. Πολλῷ γὰρ βέλτιον ἐνταῦθα λυπηθέντας ἡμᾶς ἐξελέσθαι τῆς μελλούσης κρίσεως͵ ἢ ῥήμασι χαρισάμενον μεθ΄ ὑμῶν κολασθῆναι τότε. Οὐδὲ γὰρ ἀσφαλὲς ἡμῖν͵ οὐδὲ ἀκίνδυνον͵ σιγῇ τὰ τοιαῦτα φέρειν Ὑμῶν γὰρ ἕκαστος ὑπὲρ ἑαυτοῦ δώσει τὰς εὐθύνας· ἐγὼ δὲ τῆς ἁπάντων σωτηρίας ὑπεύθυνος. Διὰ δὴ τοῦτο οὐ παύσομαι πάντα ποιῶν καὶ λέγων͵ κἂν λυπῆσαι δέῃ͵ κἂν ἐπαχθῆ φανῆναι͵ κἂν φορτικὸν͵ ὥστε δυνηθῆναι παραστῆναι τῷ βήματι ἐκείνῳ τῷ φοβερῷ͵ μὴ ἔχων σπῖλον ἢ ῥυτίδα͵ ἤ τι τῶν τοιούτων. Γένοιτο δὲ εὐχαῖς τῶν ἁγίων τούς τε διαφθαρέντας ἤδη ταχέως ἐπανελθεῖν͵ τούς τε μείναντας ἀσινεῖς ἐπὶ μεῖζον προκόψαι κοσμιότητος καὶ σωφροσύνης· ἵνα καὶ ὑμεῖς σώζοισθε͵ καὶ ἡμεῖς εὐφραινώμεθα͵ καὶ ὁ Θεὸς δοξάζηται νῦν καὶ ἀεὶ͵ καὶ εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...